23. Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)

<-22. Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία 24. Ο δρόμος προς τη Ναύπακτο, η ναυμαχία και μια ματιά στον επόμενο αιώνα->

23
Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)

Image Image

Καθώς βρισκόταν μπροστά νέο έτος ναυτικού πολέμου, η Ενετική Γερουσία έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια στα πλαίσια των διαθέσιμων πόρων τής Δημοκρατίας για την προστασία τής Αμμοχώστου, από τη μοίρα τής οποίας θα εξαρτιόταν το μέλλον, ενετικό ή τουρκικό, τού νησιού τής Κύπρου.1 Επιστολές από τον Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, μέχρι και τις 7 Ιανουαρίου (1571) έφερναν στη Σινιορία αποθαρρυντικά νέα για τις «πολύ μεγάλες προετοιμασίες» (grandissimi apparati) που έκαναν οι Τούρκοι με πρόθεση να επιτεθούν στο νησί τής Κέρκυρας. Όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), τον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φιλίππου Β’, τούς είχε καταλάβει μεγάλη ανησυχία και επιθυμία να δουν «τη σύναψη τής τόσο απαραίτητης συμμαχίας, γνωρίζοντας ότι κάθε καθυστέρηση θα ήταν πολύ επιβλαβής» (la conclusione della lega tanto necessaria, conoscendo ogni dilatione esser grandement dannosa).2

Στο νησί τής Κύπρου υπήρχαν δύο μόνο οχυρωμένες πόλεις αντάξιες τού ονόματος «οχυρό» (fortezza), η Λευκωσία και η Αμμόχωστος. Έχοντας καταλάβει τη μία, οι Τούρκοι προχωρούσαν γρήγορα προς την άλλη.3 Στις 18 Ιανουαρίου (1571) ο Τζιρολάμο Ραγκατσόνι, ο επίσκοπος τής Αμμοχώστου, έφτασε στη Βενετία με τη γαλέρα Ντονάτα, έχοντας σταλεί εκεί από τούς προκρίτους τής πόλης, για να περιγράψει στη Σινιορία την κατάσταση τού φρουρίου τους καθώς και τα πρόσφατα γεγονότα στην Κύπρο. Ο Ραγκατσόνι γευμάτισε με τον νούντσιο Τζιανναντόνιο Φακκινέττι το πρωί τής 20ης Ιανουαρίου και τού έδωσε την καθησυχαστική είδηση, ότι η Αμμόχωστος ήταν έτσι χτισμένη πάνω σε βράχο, ώστε δεν ήταν δυνατό να υπονομευτούν τα τείχη της με έκρηξη ή εκσκαφή. Ο Αστόρρε Μπαλιόνε και οι άλλοι διοικητές διατηρούσαν τη «σχεδόν βέβαιη ελπίδα», ότι θα μπορούσαν να αμυνθούν απέναντι σε τουρκικές επιθέσεις. Κύριος φόβος τους ήταν η πείνα. Οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τη σκέψη τής κατάληψης τής Αμμοχώστου με επίθεση και έτσι πολιορκούσαν την πόλη, γεμίζοντας την περιβάλλουσα ύπαιθρο με πεζικό και ιππικό. Ήταν αδύνατο να περάσουν προμήθειες εντός των τειχών. Πηγάδια μέσα στην πόλη παρείχαν στους πολιορκημένους αρκετό νερό, αλλά υπήρχε έλλειψη κρασιού. Είχαν παστό κρέας και σιτηρά αρκετά για να φτάσουν για ένα χρόνο. Εκτός από την τοπική πολιτοφυλακή υπήρχαν 2.200 Ιταλοί εντός των τειχών τής πόλης, όταν ο Ραγκατσόνι είχε φύγει από την Αμμόχωστο στις 4 Νοεμβρίου (1570), αλλά στο ένα τρίτο από αυτούς ελάχιστη εμπιστοσύνη μπορούσε να έχει κανείς.4 Η μόνη σχεδόν πετυχημένη κίνηση που είχαν κάνει οι Ενετοί το 1570 ήταν η καταστροφή από τον Μάρκο Κουρίνι τού τουρκικού οχυρού στον Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina) στη νότια-κεντρική ακτή τού Μοριά, προς τις αρχές τής εκστρατείας. Τώρα, στις 4 Ιανουαρίου (1571), ο Κουρίνι είχε εκλεγεί «επόπτης τού στόλου που υπάρχει στον Χάνδακα» (proveditor dell’ armata esitente in Candia) σε αντικατάσταση τού Αντόνιο ντα Κανάλε.5 (Ο τελευταίος επαναπροσλήφθηκε σύντομα και υπηρέτησε μαζί με τον Κουρίνι.) Όπως έχουμε δει από την περιγραφή τού Παλλαβιτσίνι για την εκστρατεία, στον γενικό διοικητή Ζάνε είχαν διατεθεί τέσσερα πλοία μεταφοράς (navi) και 1.700 άνδρες για επικουρία τής Αμμοχώστου. Στις 16 Ιανουαρίου ο Κουρίνι απέπλευσε για την Αμμόχωστο με δώδεκα γαλέρες ως συνοδεία για τα τέσσερα πλοία μεταφοράς «σε χρέωση τής φρουράς» (cariche di presidio), φορτωμένα με άνδρες και πυρομαχικά, υπό τις εντολές κάποιου Μαρκ’ Αντόνιο Κουρίνι, το όνομα τού οποίου έχει προκαλέσει κάποια σύγχυση στις πηγές.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο είχε επιλεγεί από τούς προκρίτους τού Χάνδακα για να πάρει τη θέση τού Πιέτρο Τρον, που είχε πεθάνει αιφνιδίως. Μια δέκατη τρίτη γαλέρα υπό τον Φραντσέσκο ντα Μολίν επρόκειτο να αποτελέσει μέρος τής συνοδείας, αλλά ο Μάρκο Κουρίνι την έστειλε πίσω από το ακρωτήριο Σαλαμόνε (Άκρα Πλάκα) στο ανατολικό άκρο τής Κρήτης, επειδή πολλοί από τούς άνδρες της είχαν αρρωστήσει, όπως μάς λέει ο Κονταρίνι (per essergli cascati alquanti huomini in infermità). Υποψιάζεται κανείς, ότι η ασθένεια ήταν εξανθηματικός τύφος, που είχε εξοντώσει εκατοντάδες άνδρες κατά την εκστρατεία τού προηγούμενου έτους.6

Η δύναμη επικουρίας υπό τούς δύο Κουρίνι, ταξιδεύοντας (όπως μπορεί να υποθέσει κανείς) γύρω από το Κάβο Γκρέκο στο νοτιοανατολικό άκρο τής Κύπρου, έφτασε στην Αμμόχωστο στις 26 Ιανουαρίου ύστερα από ταξίδι δέκα ημερών.7 Καθώς τα τέσσερα πλοία μεταφοράς, τα οποία είχαν ακολουθήσει κάπως διαφορετική πορεία από τις γαλέρες (havendo fatto diverso camino dalle galee), κατευθύνονταν στο λιμάνι, τα ακολούθησαν επτά τουρκικές γαλέρες, που στάθμευαν σε επιφυλακή στην Κοστάντσα, έξι μίλια βόρεια τής Αμμοχώστου. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Μάρκο Κουρίνι είχε φέρει τις γαλέρες του αρκετά κοντά στην ακτή, ώστε να τις διατηρεί αθέατες και τώρα εμφανίζονταν ξαφνικά για να επιτεθούν στις τουρκικές γαλέρες. Οι Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς την ακτή, στην οποία έφτασαν με βιασύνη, αλλά ο Κουρίνι τούς επιτίθετο όλη τη μέρα. Δεν μπορούσε να προσεγγίσει πολύ κοντά στην ακτή, γιατί βρίσκονταν κοντά τουρκικές χερσαίες δυνάμεις, πολιορκώντας τώρα την Αμμόχωστο. Αλλά έπληξε με βολές τρεις από τις τουρκικές γαλέρες και σχεδόν τις βύθισε (con li pezzi le combattè, et ne gittò tre di esse a fondo). Το βράδυ τα τέσσερα πλοία μεταφοράς (navi) ρυμουλκήθηκαν στο λιμάνι τής Αμμοχώστου κάτω από το φρούριο. Υποδέχθηκαν τη δύναμη επικουρίας, τα πυρομαχικά και τις προμήθειες «με ασύγκριτη χαρά».

Την επόμενη μέρα ο Κουρίνι αντίκρυσε μια γαλεάσα (μαόνα) στη θάλασσα. Κυνήγησε και κατέλαβε το σκάφος, «φορτωμένο με Τούρκους, πυρομαχικά και εφόδια που πήγαιναν στον στρατό τού Μουσταφά». Οι Τούρκοι καταλήφθηκαν χωρίς μάχη, έχοντας επιτρέψει στις γαλέρες τού Κουρίνι να τούς πλευρίσουν, υποθέτοντας ότι αποτελούσαν μέρος τής αρμάδας τού σουλτάνου. Την επόμενη μέρα ο Κουρίνι αποφάσισε να προσπαθήσει να καταλάβει τις τέσσερις τουρκικές γαλέρες που είχαν ξεφύγει από τα πυρά του (στις 26 Ιανουαρίου), αλλά επιστρέφοντας στην Κοστάντσα, βρήκε ότι οι Τούρκοι είχαν διαφύγει με τις γαλέρες τους, έχοντας πρώτα κάψει τα σκαριά των τριών ερειπωμένων γαλερών, στα τμήματα που παρέμεναν πάνω από το νερό. Όμως πυρπόλησε ένα «καραμουσαλίνο». Μια μέρα αργότερα ο Κουρίνι κατέλαβε κι άλλο σκάφος, «φορτωμένο με Τούρκους τυχοδιώκτες [venturieri], πυρομαχικά και προμήθειες για τον εν λόγω στρατό [του Μουσταφά]».

Τα τέσσερα ενετικά πλοία μεταφοράς (navi) και τα αιχμαλωτισμένα τουρκικά πλοία είχαν εκφορτωθεί στην Αμμόχωστο, ενώ ο περιπετειώδης Κουρίνι περιφερόταν σαν κουρσάρος στα γειτονικά νερά, καταστρέφοντας κάποια τουρκικά οχυρά «στα βράχια τής Γκαμπέλλα όχι μακριά από το φρούριο τής Αμμοχώστου». Συνέλαβε επίσης ένα γαλλικό σκάφος και κατεδάφισε τον τουρκικό μώλο στην Κοστάντσα, ο οποίος εξυπηρετούσε ως άμυνα για τις γαλέρες σε επιφυλακή. Έχοντας περάσει τρεις εβδομάδες σε τέτοιες πράξεις, ο Μάρκο Κουρίνι πήρε άδεια από τούς άρχοντες τής Αμμοχώστου. Τούς διαβεβαίωσε ότι θα ερχόταν σε αυτούς βοήθεια. Στη συνέχεια, με τα τέσσερα πλοία μεταφοράς (navi) και τα τρία αιχμαλωτισμένα σκάφη, απέπλευσε στις 16 Φεβρουαρίου, επιστρέφοντας στο νησί τής Κρήτης στις 21 τού μηνός ύστερα από ταξίδι πέντε ημερών. Στον Χάνδακα διαπίστωσε, ότι ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ είχε λάβει επιστολές από τον δόγη και τη Γερουσία, που τον ενημέρωναν ότι ο ίδιος είχε εκλεγεί γενικός διοικητής και ο Κουρίνι επιστάτης (provveditore) τού στόλου τής Δημοκρατίας.8

Από τις πηγές τής εποχής που αναφέρονται στην «επικουρία» (soccorso) τού Μάρκο Κουρίνι προς την Κύπρο, αυτή τού Κονταρίνι είναι κατατοπιστική και η πιο ακριβής. Ο Γκάττο προσθέτει μερικά γεγονότα, αλλά ξεκινά συγχέοντας τον Μάρκο με τον Μαρκ’ Αντόνιο Κουρίνι, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα τέσσερα στρογγυλά πλοία.9 Αχρησιμοποίητη είναι όμως μέχρι τώρα η περιγραφή τού Πιέτρο Βαλντέριο, υποκόμη τής Αμμοχώστου. Υπήρξε μάρτυρας τής άφιξης στα ανοιχτά τού Κάβο Γκρέκο των τεσσάρων πλοίων από τον Χάνδακα (που την τοποθετεί στις 24 Ιανουαρίου 1571) και των δώδεκα γαλερών τού Κουρίνι (τα ξημερώματα τής 21ης), καθώς και τής αναχώρησης τού τελευταίου, την οποία χρονολογεί στις 14 Φεβρουαρίου. Αφού ο Βαλντέριο συνέταξε την περιγραφή του εκ των υστέρων (ex post facto), όπως έχουμε αναφέρει, προτιμώ τις ημερομηνίες τού Κονταρίνι από τις δικές του. Ο αντιγραφέας στα μέσα τού 18ου αιώνα βρήκε τις σαρακοφαγωμένες σελίδες τού Πολέμου τής Κύπρου (Guerra di Cipro) τού Βαλντέριο στρεβλωμένες σε διάφορα μέρη και προφανώς περιλαμβάνονταν σε αυτά εκείνες που είχαν σχέση με την «επιχείρηση» (impresa) τού Κουρίνι. Παρ’ όλα αυτά η σημασία τού έργου τού Βαλντέριο είναι αναμφισβήτητη. Περιγράφει τη μεγάλη χαρά με την οποία οι Αμμοχωστιανοί είδαν για πρώτη φορά τα τέσσερα πλοία στα ανοιχτά τού Κάβο Γκρέκο. Λόγω νηνεμίας στον κόλπο τής Αμμοχώστου δεν μπορούσαν να πλησιάσουν αρκετά κοντά στην ακτή για άμεση αναγνώριση, αλλά οι Αμμοχωστιανοί άναψαν φωτιές το βράδυ τής άφιξής τους «και υπήρξε ανταπόκριση» (et ci fu reposte). Έπαιρναν καταφατική απάντηση.

Στη συνέχεια άναψαν φωτιές γύρω από όλα τα τείχη τής πόλης. Οι Αμμοχωστιανοί δεν κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα, περιμένοντας την επόμενη μέρα με απέραντη ευφορία. Όταν εμφανίστηκαν οι δώδεκα γαλέρες τού Κουρίνι, θεωρήθηκε ότι ήσαν η δύναμη επικουρίας που ο δόγης και η Γερουσία είχαν υποσχεθεί «για την απελευθέρωση μας, αλλά εξαπατηθήκαμε, γιατί αυτές οι δώδεκα ήσαν οι μόνες γαλέρες και συνόδευαν τα πλοία που έφερναν μικρή ποσότητα πυρομαχικών». Σύμφωνα με τον Βαλντέριο έξι (όχι επτά) εχθρικές γαλέρες από τον τουρκικό σταθμό στο λιμάνι τής Κοστάντσα είχαν προχωρήσει εκείνο το πρωί για να επιτεθούν στα τέσσερα πλοία, τα οποία βρίσκονταν «πολύ μακριά το ένα από το άλλο». Έχοντας όμως εντοπίσει τις δώδεκα ενετικές γαλέρες, έσπευσαν πίσω στο λιμάνι τους, όπου εκφόρτωσαν το πυροβολικό τους στο φρούριο στην Κοστάντσα. Οι διοικητές των «γαλερών μας», οι Μάρκο Κουρίνι και Σάντο Τρον, τούς επιτέθηκαν, βάλλοντας με όλα τα κανόνια των πλοίων, ενώ οι Αμμοχωστιανοί έκανε ό,τι μπορούσαν με τα δικά τους πυροβόλα (culverins) από το «νέο παρατηρητήριο» ή πυροβολείο που είχαν μόλις χτίσει. Οι τουρκικές γαλέρες χτυπήθηκαν άσχημα, λέει ο Βαλντέριο, αλλά αν και ο Κουρίνι προχώρησε ο ίδιος εναντίον τους, οι άλλοι διοικητές γαλερών συγκρατήθηκαν, βάλλοντας χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Βλέποντας ότι τον εγκατέλειπαν, ο Κουρίνι αναγκάστηκε να αφήσει την επίθεση και στράφηκε προς το έργο τής ρυμούλκησης των τεσσάρων πλοίων στο εσωτερικό λιμάνι τής Αμμοχώστου, όπου αγκυροβόλησαν επίσης οι δώδεκα ενετικές γαλέρες.

Οι διοικητές έβγαιναν τώρα στη στεριά, φέρνοντας επιστολές από την αποικιακή κυβέρνηση τού Χάνδακα. Ο αρχηγός των τεσσάρων πλοίων μεταφοράς (navi), ο Μαρκ’ Αντόνιο Κουρίνι, έδωσε 6.562 δουκάτα σε μετρητά, ευπρόσδεκτη ανακούφιση από τα χάλκινα νομίσματα που είχαν επιβληθεί στους πολιορκούμενους. Μεταξύ των προμηθειών που έφερναν από την Κρήτη ήσαν τέσσερα πυροβόλα (culverins), έξι κανόνια, μεγάλη ποσότητα από μπάλες κανονιού, «46 τεμάχια άλλου πυροβολικού» και 1.400 βαρέλια πυρίτιδας. Ο Βαλντέριο και οι συνάδελφοί του Αμμοχωστιανοί ήσαν επίσης ευτυχείς βλέποντας να εκφορτώνονται 800 βαρέλια κρασιού, καθώς και αρκετή ποσότητα σιτηρών. Δεν ήταν μεγάλη ποσότητα, αλλά οι διοικητές δήλωναν ότι θα έφτανε «για την ώρα». Ο Αλβίζε Μαρτινένγκο είχε έρθει επίσης με τη δύναμη επικουρίας, φέρνοντας μαζί του δύο διοικητές και 1.270 (όχι 1.700) στρατιώτες.

Στις 26 Ιανουαρίου —σύμφωνα πάντοτε με τον Βαλντέριο— οι δώδεκα γαλέρες τού Κουρίνι κατέλαβαν μεγάλο τουρκικό πλοίο, που ερχόταν προς νότο από την περιοχή τού Ριζοκάρπασου. Οι Τούρκοι πολέμησαν «με θάνατο δικών μας» (con morte de nostri), αλλά το πλοίο τους καταλήφθηκε, φορτωμένο με προμήθειες για τον στρατό τού Μουσταφά πασά κάτω από τα τείχη τής Αμμοχώστου. Υπήρχαν πάνω του μερικοί σημαντικοί Τούρκοι. Τα αγαθά τους πουλήθηκαν σε δημοπρασία υπό τούς ήχους τρομπέτας, «ακόμη και τα παπούτσια τους». Προς ενόχληση τού Βαλντέριο τα χάλκινα χρήματα περιέπλεκαν τις αγορές για τούς Αμμοχωστιανούς. Την επόμενη μέρα οι διοικητές των ενετικών γαλερών εντόπισαν κι άλλο πλοίο στα ανοιχτά τού Κάβο Γκρέκο, προφανώς γαλλικό πλοίο επιταγμένο από τούς Τούρκους. Αργότερα έμαθαν ότι ένας ντεφτερντάρ, ένας Οθωμανός οικονομικός αξιωματούχος, βρισκόταν στο κατάστρωμα «με μεγάλο θησαυρό για να πληρώσει τον στρατό». Ακολούθησαν το πλοίο αργά και προσεκτικά, γιατί ήθελαν να αρπάξουν το φορτίο του χωρίς άσκοπη βλάβη, προκειμένου να το πουλήσουν σε δημοπρασία. Έδωσαν όμως στους Τούρκους υπερβολικά μεγάλο περιθώριο και ο ντεφτερντάρ βγήκε με ασφάλεια στη στεριά μαζί με τον θησαυρό. Αλλά τελικά οι γαλέρες κατέλαβαν το γαλλικό σκάφος, λέει ο Βαλντέριο, «στο οποίο υπήρχαν μπαχαρικά, βελανίδια και τίποτε άλλο».

Αν οι γαλέρες τού Κουρίνι είχαν επιτεθεί εγκαίρως στο λιμάνι τής Κοστάντσα, θα μπορούσαν να είχαν καταλάβει τις τουρκικές γαλέρες που καλύπτονταν εκεί, αλλά κατά τη γνώμη τού Βαλντέριο καθυστέρησαν πολύ. Όταν οι Τούρκοι αφαίρεσαν τα κανόνια και τις άγκυρες από τις δύο (όχι τρεις) κατεστραμμένες γαλέρες τους, τα σκαριά των οποίων έκαψαν, διέφυγαν κατά τη διάρκεια τής νύχτας προς την Ισταμπούλ, όπου ανέφεραν την άφιξη τής δύναμης επικουρίας τού Κουρίνι, αυτής που ήταν. Αλλά αν οι ενετικές γαλέρες είχαν εμποδίσει τη διαφυγή των Τούρκων από την Κοστάντσα, σύμφωνα με τον Βαλντέριο, θα μπορούσαν να είχαν αποκομίσει τεράστια λεία «από τα σκάφη που πηγαινοέρχονταν συνεχώς στο στρατόπεδο [του Μουσταφά]». Τελικά όμως, στις 14 Φεβρουαρίου, ο Κουρίνι απέπλευσε προς την Κρήτη με τις δώδεκα γαλέρες του, τα πλοία επικουρίας και τα σκάφη που είχε συλλάβει.10 Ο Γκάττο λέει, ότι ύστερα από την «επικουρία» (soccorso) τού Κουρίνι οι υπερασπιστές τής Αμμοχώστου αριθμούσαν 3.500 Ιταλούς, περίπου 4.000 Έλληνες και 200 ιππείς.11

Δύο βδομάδες αργότερα, την 1η Μαρτίου σύμφωνα με τον Βαλντέριο, νωρίς το πρωί έφτασαν στα ανοιχτά τού Κάβο Γκρέκο πενήντα γαλέρες «και ενθουσιαστήκαμε πιστεύοντας ότι ήταν η υπόλοιπη βοήθεια που μάς είχαν υποσχεθεί». Καθώς οι Αμμοχωστιανοί παρακολουθούσαν για να δουν αν θα μπουν στο λιμάνι, οι γαλέρες κατευθύνονταν να δέσουν στο στρατόπεδο τού Μουσταφά πασά,

όπου εκτοξεύτηκε μεγάλη χαιρετιστήρια βολή. Και ήταν αυτός ο Αλή πασάς, που είχε έρθει για να βρει τα πλοία και τις γαλέρες μας, έχοντας σταλεί από τον Μεγάλο Άρχοντα, ύστερα από την αναφορά τού Άραβα Άχμαντ, διοικητή των γαλερών που είχαν δραπετεύσει από την Κοστάντσα.12

Η τοποθέτηση τής άφιξης τού Πιαλή από τον Βαλντέριο την 1η Μαρτίου είναι παραδρομή ή λάθος τού αντιγραφέα, γιατί όπως μάς πληροφορεί ο Γκάττο, ο Πιαλή έφτασε με δύο ναυαρχίδες και ογδόντα γαλέρες στις 30 Μαρτίου,13 πράγμα που αντιστοιχεί με την ημερομηνία τού Κονταρίνι «στις αρχές Απριλίου» (al principio d’ Aprile).

Ο Κονταρίνι μάς λέει ότι ο Σελήμ Β’ ήταν «πολύ ενοχλημένος» με την ασυνήθιστη παράδοση βοήθειας από τον Μάρκο Κουρίνι στην Αμμόχωστο, αν και ο Βαλντέριο την εύρισκε ανεπαρκή. Ο Σελήμ διέταξε τον αποκεφαλισμό τού μπέη τής Χίου, ενώ ο μπέης τής Ρόδου έχασε την τιμή τού νυχτερινού φαναριού (fano) στην πρύμνη τής γαλέρας του, η οποία έπαψε να είναι «ναυαρχίδα», ενώ οι ποινές αυτές επιβλήθηκαν «γιατί είχαν αφήσει την εν λόγω δύναμη επικουρίας να περάσει προς την Αμμόχωστο». Ο Σελήμ έστειλε επίσης έναν τσαούς στον μπέη τού Νεγκροπόντε, ο οποίος «υπό την ποινή τού παλουκώματος» έπρεπε να συγκεντρώσει όλα τα πλοία φρουράς τού Αρχιπελάγους, να πάει μαζί τους στη Χίο και να περιμένει εκεί εντολές. Στη συνέχεια στάλθηκε αμέσως ο Αλή πασάς από την Ισταμπούλ με σαράντα γαλέρες και εντολές να πάρει τα πλοία φρουράς και να προχωρήσει μαζί τους προς την Κύπρο, ενώ άλλες γαλέρες επανεξοπλίζονταν στον ναύσταθμο στην Ισταμπούλ. Λίγο μετά την άφιξή τού Αλή στη Χίο ο μπέης τού Νεγκροπόντε ήρθε με άλλες σαράντα γαλέρες, τις «γαλέρες τής φρουράς» (galee delle guardie) και κατευθύνθηκαν στην Κύπρο. Έφτασαν στο νησί στις αρχές Απριλίου (1571), «φέρνοντας στον Μουσταφά πασά μεγάλο αριθμό ενισχύσεων» (portando a Mustafà molti rinfrescamenti).14

Την Κυριακή 28 Ιανουαρίου (1571) ο κύριος ντε Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πύλη, έφτασε στη Βενετία, έχοντας φύγει από την Ισταμπούλ στις 13 Νοεμβρίου. Ο νούντσιος Φακκινέττι βρισκόταν σύντομα σε επαφή μαζί του. Ο Γκρανσάμπ δεν είχε κάνει επίσημη είσοδο στο Κολλέγιο, αλλά είχε συζητήσει ιδιωτικά με τον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο, στον οποίο έφερε επιστολή από τον βαΐλο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο. Υπήρχε η άποψη ότι η επιστολή Μπάρμπαρο περιείχε προτάσεις για ενετική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη. Ο δόγης μάλιστα είχε πει στον Γκρανσάμπ, που διαβίβασε την πληροφορία στον Φακκινέττι, ότι η Σινιορία δεν μπορούσε να δεχθεί τούς τουρκικούς όρους, γιατί ο σουλτάνος και οι πασάδες ζητούσαν να εγκαταλείψουν οι Ενετοί όλες τις κτήσεις τους έξω από τον κόλπο, δηλαδή την Αδριατική, πράγμα που σήμαινε την απώλεια τής Κέρκυρας, τής Κρήτης, τής Ζακύνθου, τής Κεφαλονιάς «και συνολικά σχεδόν τα πάντα που κατείχαν στη θάλασσα!» (et insomma quasi tutto che possiedono in mare!)

Οι Τούρκοι έλεγαν ότι έκαναν «μεγάλη προετοιμασία» για το έτος 1571. Πίστευαν όμως ότι υπήρχε τέτοια διχόνοια και έχθρα μεταξύ των επικεφαλής υπουργών τού σουλτάνου και των πασάδων, που ακόμη και μικρή αντίσταση στην αρμάδα και στον στρατό των Τούρκων θα μπορούσε να έχει σώσει τη Λευκωσία. Ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Σόκολλι είχε αντιταχθεί από την αρχή στην κυπριακή επιχείρηση των Τούρκων και θα είχε ανακαλέσει την αρμάδα και τον στρατό με την πρώτη ευκαιρία. Μέσα σε έξι μέρες ο Γκρανσάμπ θα έφευγε υποτίθεται για τη Γαλλία. Περίμενε δέκα τουρκικά άλογα για να τα πάει στον Κάρολο Θ’, γεγονός που καθυστερούσε την αναχώρησή του.15

Η Σινιορία μάλλον είχε αντιμετωπίσει επιφυλακτικά τον Γκρανσάμπ, «άνθρωπο κακής φύσης» (huomo di mala niatura), γιατί τον μισούσαν, ενώ τρεις μήνες αργότερα (στις 29-30 Απριλίου) βρίσκουμε τον δόγη και τη Γερουσία να προσπαθούν να αποτρέψουν τον επαναδιορισμό του ως πρέσβη τής Γαλλίας στην Πύλη, όπου είχε φερθεί (σύμφωνα με τον δόγη) με τέτοιο τρόπο, που είχε κερδίσει επίσης το μίσος τού Μεχμέτ Σόκκολι, τού Μεγάλου βεζύρη. Δεδομένου ότι ο Μεχμέτ κυβερνούσε την Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως έγραφε ο δόγης στον Αλβίζε Κονταρίνι, τον Ενετό πρεσβευτή στη Γαλλία, ο τελευταίος έπρεπε να προειδοποιήσει τη γαλλική αυλή, ότι ο Γκρανσάμπ δεν θα τούς έκανε καλό στην Ισταμπούλ.16 Ο Κονταρίνι κατάφερε να εξασφαλίσει την ανάκληση τού διορισμού τού Γκρανσάμπ, ο οποίος είχε μόλις πραγματοποιηθεί, ενώ στη θέση του στάλθηκε στην Ισταμπούλ ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, επίσκοπος τού Νταξ.17

Οι επιστολές τού Τζιανναντόνιο Φακκινέττι από τη Βενετία προς τη Ρώμη και εκείνες τού Λεονάρντο Ντονάντο από τη Μαδρίτη προς τον δόγη και τη Γερουσία είναι γεμάτες από τις προσπάθειες συγκρότησης τής αντι-τουρκικής συμμαχίας. Φαινόταν να σημειώνεται πρόοδος αν και σιγά-σιγά, αλλά και πάλι στις 4 Φεβρουαρίου (1571) ο Ντονάντο προειδοποίησε τη Γερουσία, ότι ο Φίλιππος Β’ είχε κι άλλα προβλήματα πέρα από τούς Τούρκους, γιατί είχε μόλις λάβει ανησυχητικές ειδήσεις από τη Γερμανία και την Φλάνδρα.18 Οι Ενετοί Άρχοντες (Signori Veneti) ήξεραν τι σήμαινε η επιδίωξη τού προσωπικού συμφέροντος. Σπάνια έκαναν κάτι διαφορετικό, αλλά ακόμη κι έτσι ήταν ανησυχητικό να μαθαίνουν από τον Ντονάντο (σε επιστολή με ημερομηνία 20 Μαρτίου), «ότι μεγάλο ποσοστό των ενημερωμένων ατόμων σε αυτή την αυλή πιστεύει, ότι οι προθέσεις τού γαληνότατου βασιλιά είναι για το τρέχον έτος να αναλάβει εκστρατεία (impresa) εναντίον τής Τύνιδας και τού λιμανιού τής Μπιζέρτα στη Μπαρμπαριά…».

Οι εκπρόσωποι τού βασιλιά ήσαν πολύ επιφυλακτικοί. Ποτέ δεν συζητούσαν ανοιχτά με τον Ντονάντο τα ισπανικά σχέδια. Τα μουσουλμανικά φυλάκια στην ακτή τής Μπαρμπαριάς ανησυχούσαν πάντοτε το βασιλικό Συμβούλιο, γιατί ο Ουλούτζ-Αλή (Οκκιαλή) και οι κουρσάροι (όπως ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα πριν από αυτούς) αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τα εδάφη τού βασιλιά στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Σικελία. Όσο οι Τούρκοι ήσαν απασχολημένοι με τον κυπριακό πόλεμο, ο Φίλιππος και οι διοικητές του θα μπορούσαν πιο εύκολα να εξαπολύουν τις επιθέσεις τους στην Τύνιδα και στη Μπιζέρτα, με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας «από οποιαδήποτε άλλη στιγμή». Χωρίς να παίρνει πολύ σταθερή θέση, ο Ντονάντο αιτιολογούσε την έντονη υποψία του, ότι ο Φίλιππος στρεφόταν προς τη Βόρεια Αφρική, όχι προς την Ανατολική Μεσόγειο.19

Οι Ενετοί δεν ανησυχούσαν τόσο πολύ για την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Η Κύπρος και οι Τούρκοι ήσαν οι κύριες ανησυχίες τους. Ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο γενικός επιστάτης τής θάλασσας, είχε λάβει οδηγίες να παρακολουθεί το πήγαινε-έλα τού τουρκικού στόλου και να διατηρεί στενή επαφή με τούς Ενετούς πολιτικούς διοικητές Κέρκυρας, Ζακύνθου, Κεφαλονιάς, Τσιρίγο (Κυθήρων) και Χάνδακα. Ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε να στέλνει «φρεγάτες και κατασκόπους» όποτε και όπου θεωρούσε ότι μπορούσε να πάρει χρήσιμες πληροφορίες. Αν ανακάλυπτε κανένα διοικητή γαλέρας (governatoro sopracomito) να υπεξαιρεί δημόσιους πόρους ή να εμπλέκεται με παράνομο εμπόριο, έπρεπε να τιμωρήσει τον φουκαρά αυστηρά «ως παράδειγμα για τούς άλλους».20

Όσο για ειδήσεις από τούς Τούρκους, ο δόγης και η Γερουσία είχαν στενοχωρηθεί από τα νέα που έφτασαν σύντομα σε αυτούς από τον Τζιοβάννι Μιτσιέλ, τον πρεσβευτή τους στην αυτοκρατορική αυλή, τότε στην Πράγα. Ο Μιτσιέλ είχε αποκτήσει μια ανησυχητική ειδοποίηση (avviso) για τα σχέδια και τις προετοιμασίες των Τούρκων. Ο δόγης έστειλε την αναφορά στους Σουριάν και Σοράντσο στη Ρώμη, με διαταγές να την πάνε στον Πίο Ε’ και να τον ικετεύσουν να μεριμνήσει, ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα «για την υπεράσπιση τής Χριστιανοσύνης», πρώτο από τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να είναι ο σχηματισμός τής συμμαχίας.21 Όμως οι χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και οι δύστροπες διαφωνίες μεταξύ των Ισπανών και Ενετών εκπροσώπων στη Ρώμη οδηγούσαν τον Φακκινέττι (για διάφορους λόγους) να πιστεύει, ότι η Σινιορία ίσως έκανε ειρήνη με την Πύλη. Όπως έγραφε στον καρδινάλιο Μικέλε Μπονέλλι (στις 21 Φεβρουαρίου), «δεν έχω καμία αμφιβολία, ότι αν ο ίδιος [ο σουλτάνος] προσφέρει σε αυτούς τούς άρχοντες κάποιου είδους συμφωνία και η συμμαχία δεν έχει διευθετηθεί γρήγορα, θα την αποδεχτούν, έστω κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει απλώς παράδοση τής Κύπρου σε αυτόν».22

Η συμμαχία, όπως γνωρίζουμε καλά, είχε αποτελέσει αντικείμενο ατελείωτων διενέξεων μεταξύ των Ενετών και των Ισπανών επί μήνες, χωρίς τελική συμφωνία. Μετά την παραλαβή ορισμένων επιστολών από τη Ρώμη με ημερομηνία 7 και 8 Μαρτίου (1571), ο Φακκινέττι πήγε στο Κολλέγιο (στις 12 τού μηνός), όπου υπενθύμισε στον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο και στους Σοφούς (Savi), ότι σύμφωνα με την κατανόηση στην οποία είχαν καταλήξει οι διαπραγματευτές στους τελευταίους μήνες τού 1570, έπρεπε να υπάρχει στρατός 50.000 στρατιωτών «Ιταλών, Ισπανών και Γερμανών» (tra Italiani, Spagniuoli, et Alemanni) στην Ανατολική Μεσόγειο, σε όλη τη διάρκεια τού τρέχοντος μήνα Μαρτίου, για να μην μιλήσουμε για τον Απρίλιο. Αλλά βρίσκονταν ήδη στα μέσα Μαρτίου και ο Πίος Ε’ είχε ενοχληθεί σοβαρά, γιατί δεν υπήρχε πουθενά τέτοιος στρατός. Οι σύμμαχοι έπρεπε να εργαστούν σκληρότερα.

Η Αγιότητά του πίεζε τούς εκπροσώπους τού Φιλίππου Β’. Τού είχαν υποσχεθεί ότι οι Ισπανοί θα ήσαν έτοιμοι να αναλάβουν υπηρεσία το συντομότερο δυνατό, το αργότερο μέχρι το τέλος Μαΐου, με στόλο 70 έως 80 γαλερών «καλά εξοπλισμένων». Η Αγιότητά του και οι εκπρόσωποι τού βασιλιά πίστευαν όμως, «ότι τη φετινή χρονιά θα ήταν καλό να έχουμε αρμάδα από 250 γαλέρες» και ότι μαζί με τις 80 ισπανικές γαλέρες οι Ενετοί έπρεπε να διαθέσουν τις υπόλοιπες μέχρι «αυτόν τον αριθμό των 250». Η Γαληνοτάτη είχε τα μέσα για να το κάνει. Ενώ λοιπόν η Βενετία θα συνεισέφερε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό τού χριστιανικού στόλου, ο Φίλιππος έπρεπε να τον εφοδιάσει με «στρατό, προμήθειες, κουπιά, πυρομαχικά και άλλα πράγματα επιθυμητά και αναγκαία για την επιχείρηση». Ο Φακκινέττι δεν διευκρίνιζε πόσες γαλέρες θα συνεισέφερε ο πάπας στην αρμάδα. Το μόνο που απέμενε, όπως έλεγε, για τη σύναψη και τη δημοσιοποίηση τής συμμαχίας, ήταν η συγκατάθεση τού δόγη στην παπική-ισπανική συμφωνία.

Το να ζητήσουν τη συγκατάθεσή τού δόγη, όπως όλοι γνώριζαν, ήταν απλώς διπλωματική ευγένεια. Αυτό που χρειαζόταν ήταν η συγκατάθεση τής Γερουσίας, η οποία θα αποφάσιζε επί πρότασης, την οποία θα έθετε ενώπιόν της το Κολλέγιο. Τότε έπρεπε επίσης να συμφωνήσει και το Συμβούλιο των Δέκα με την απόφαση τής Γερουσίας. Απαντώντας στον Φακκινέττι ο δόγης Μοτσενίγκο δήλωνε, ότι το Συμβούλιο των «Σοφών» (Savi) δεν είχε ακόμη διαβάσει και συζητήσει τις τελευταίες επιστολές από τούς πρεσβευτές τους. Την Τρίτη 13 Μαρτίου η Γερουσία συνεδρίασε και το επόμενο πρωί ο Φακκινέττι έσπευσε στο Κολλέγιο. Ο δόγης τον ενημέρωσε, ότι είχε μόλις φτάσει αγγελιοφόρος από τη Ρώμη, πράγμα το οποίο ο Φακκινέττι ήξερε ότι ήταν γεγονός. Έπρεπε να εξετάσουν τη νέα αναφορά από τη Ρώμη. Αλλά δεδομένου ότι μπορούσαν να υποβληθούν διάφορες προτάσεις και να εκφραστούν διαφορετικές απόψεις στη Γερουσία, ο Φακκινέττι εύρισκε την ευκαιρία να μιλήσει για το μη σκόπιμο πιθανής προσπάθειας τής Σινιορίας να καταλήξει σε συμφωνία με τούς Τούρκους.

Πρώτα απ’ όλα η Βενετία θα έχανε την Κύπρο. Τα λεγόμενα πλεονεκτήματα μιας ειρήνης με τούς Τούρκους ήσαν απατηλά. Η Σινιορία δεν θα ήταν σε θέση να υπολογίζει στον τερματισμό των δαπανών που προκαλούσε ο πόλεμος, ούτε στην επανάληψη κερδοφόρου εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον δεν θα υπήρχε καμία εξασφάλιση διαρκούς συμφωνίας για την Κρήτη και τις άλλες ενετικές κτήσεις στο εξωτερικό. Η «αδικία και κτηνωδία» τού σουλτάνου τον είχε οδηγήσει να παραβιάσει την τελευταία συνθηκολόγηση που είχε η Σινιορία μαζί του. Τα ίδια χαρακτηριστικά θα τον οδηγούσαν και πάλι να παραβιάσει οποιοδήποτε σύμφωνο έκανε ή υπόσχεση έδινε. Τότε η Σινιορία θα αντιμετώπιζε για ακόμη μια φορά το κόστος τού πολέμου, τη διατάραξη τού εμπορίου και το εμπόδιο τής Κρήτης και των άλλων αποικιών.

Ενώ μια ενετική συμφωνία με την Υψηλή Πύλη θα ήταν «αβέβαιη και επικίνδυνη», η χριστιανική συμμαχία θα έφερνε ασφάλεια στη Σινιορία. Τα έξοδα τού πολέμου θα τα μοιράζονταν με την Ισπανία και την Αγία Έδρα. Θα υπήρχε καλή πιθανότητα ανάκτησης τής Κύπρου και άλλων τόπων που είχαν χαθεί στο παρελθόν. Ο Φακκινέττι υπενθύμιζε στον δόγη τον ηρωικό αγώνα τής Βενετίας για δεκαέξι συνεχή έτη (1463-1479) εναντίον των Τούρκων. Ο Φακκινέττι ενθαρρυνόταν μαθαίνοντας, ότι όταν συνεδρίασε το Συμβούλιο των Δέκα (στις 14 Μαρτίου), συζήτησαν τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιούσαν «φέτος» κατά των Τούρκων, καθώς και το είδος τής βοήθειας που μπορούσαν να περιμένουν από τη συμμαχία, αν ο εχθρός εισέβαλλε στο Φριούλι ή επιτίθετο στη Ζάρα. Ανησυχούσε όμως από την ευρέως διαδεδομένη άποψη στη Βενετία, ότι οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου Β’ ενδιαφέρονταν περισσότερο για αμυντικό και όχι για επιθετικό πόλεμο εναντίον των Τούρκων,23 πράγμα που σήμαινε, ότι οι Ισπανοί δεν θα βοηθούσαν τη Σινιορία να ανακτήσει την Κύπρο.

Οι Ενετοί ήσαν δικαιολογημένα στενοχωρημένοι. Τούς ζητιόταν το αδύνατο, ενώ άλλοι είχαν απαλλαγεί από υποχρεώσεις, τις οποίες ο δόγης και η Γερουσία πίστευαν ότι μπορούσαν εύκολα να αναλάβουν. Η Δημοκρατία είχε κάνει ό,τι μπορούσε, ανταποκρινόμενη με κάθε τρόπο στο δικό της μερίδιο ευθύνης. Οι Ενετοί είχαν ήδη πεζικό 25.000 ανδρών και τριάντα πλοία μεταφοράς (navi) προετοιμαζόμενα για ανάληψη δράσης. Είχαν διατηρήσει τον στόλο τους σε στρατηγικά λιμάνια (fuori) ολόκληρο τον χειμώνα με τεράστιο κόστος, ώστε να είναι έτοιμοι και στη θέση τους όταν ερχόταν η άνοιξη. Η Σινιορία επιθυμούσε πάνω απ’ όλα να βοηθήσει να διατηρηθεί «η αποτελεσματικότητα και τιμή τού χριστιανικού ονόματος», ενώ συνειδητοποιούσε πλήρως, ότι τέτοια ήταν η δύναμη τού τουρκικού στόλου (όπως είχαν δηλώσει οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου Β’), που θα χρειάζονταν τουλάχιστον 250 γαλέρες. Ο δόγης και η Γερουσία είχαν όμως δηλώσει ξανά και ξανά, ότι η Βενετία απλώς δεν θα μπορούσε να προσφέρει αυτό που τής ζητιόταν, «δεν μπορούμε … να ανταποκριθούμε σε αυτή την ανάγκη» (non potendo noi… supplir a questo bisogno).

Η Καθολική του Μεγαλειότητα έπρεπε ο ίδιος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να κάνει το καθήκον του, αλλιώς οι σύμμαχοι θα αναγκάζονταν να υποκύψουν στους Τούρκους και να γίνουν στη συνέχεια όλοι μάρτυρες τής απόλυτης καταστροφής τής Χριστιανοσύνης. Η εχθρική αρμάδα θα βρισκόταν σύντομα στη θάλασσα, για να εμποδίσει τις δυνάμεις τής συμμαχίας [να φτάσουν στην Κύπρο]. Οι γαλέρες τής Καθολικής του Μεγαλειότητας και των άλλων συμμάχων (μαζί και εκείνες τού Πίου Ε’) έπρεπε λοιπόν, όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στους πρεσβευτές τους στη Ρώμη, «να ενωθούν με τη δική μας πολύ πριν από το τέλος Μαΐου». Υπήρχε μεγάλη ανάγκη για χρήματα και για άνδρες πάνω στις γαλέρες. Η έλλειψη κωπηλατών και σκλάβων γαλερών ήταν τρομερή στη Βενετία, «λόγω τής θνησιμότητας τού περασμένου έτους» (per la mortalità dell’ anno passato). Η Σινιορία απλώς δεν μπορούσε να βρει το ανθρώπινο δυναμικό για να εξοπλίσει τον αριθμό των γαλερών που ζητούνταν από τη Δημοκρατία. Ενώ οι Ενετοί θα προσπαθούσαν να εφοδιάσουν με ορισμένες πρόσθετες γαλέρες τη χριστιανική αρμάδα, οι κωπηλάτες έπρεπε να προέρχονται από τα κράτη τής Καθολικής του Μεγαλειότητας.24

Οι στρατιώτες ήσαν επίσης δυσεύρετοι και όταν ορίζονταν για υπηρεσία «στις φρουρές των πόλεων και φρουρίων μας στην Ανατολική Μεσόγειο», συχνά λιποτακτούσαν πριν επιβιβαστούν στα πλοία στο Καποντίστρια, στο Παρέντσο, στο Ροβίγκο και στα διάφορα άλλα λιμάνια τής Ίστρια. Ο δόγης και η Γερουσία αγανακτούσαν επειδή οι φουκαράδες (scelerati homini) έπαιρναν τις συνήθεις στρατιωτικές επιχορηγήσεις και μισθούς και στη συνέχεια έφευγαν στους λόφους. Στις 14 Απριλίου ο ποντεστά και ο στρατιωτικός διοικητής τού Καποντίστρια και δώδεκα ή περισσότεροι άλλοι αξιωματούχοι στην Ίστρια πήραν εντολές να χρησιμοποιήσουν κάθε επιμέλεια, για να εντοπίσουν τούς φυγάδες στις διάφορες δικαιοδοσίες τους. Όταν συλλαμβάνονταν, οι φτωχοί διάβολοι έπρεπε να καταδικάζονται σε δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες στα κουπιά (per vogar al remo alla cathena per mesi disdotto al meno).25 Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να μαζέψουν κωπηλάτες.

Δεν είναι παράξενο ότι υπήρχε έλλειψη στρατιωτών και κωπηλατών για τις ενετικές γαλέρες, αν ληφθεί υπόψη ο σκληρός τρόπος με τον οποίο τούς αντιμετώπιζαν οι περισσότεροι διοικητές γαλερών. Ίσως η επιστολή τής Γερουσίας προς τον Σεμπαστιάνo Βενιέρ (ή σε περίπτωση απουσίας του προς τον Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο) έκανε κάποιο καλό,26 αλλά υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες. Οι συνθήκες τόσο πάνω όσο και κάτω από το κατάστρωμα ήσαν συχνά βρώμικες πέρα από κάθε περιγραφή.27 Για δεκαετίες οι στρατιώτες και οι ναύτες έτρεμαν τον εξανθηματικό τύφο (petecchie), που γέμιζε τις γαλέρες και τούς καταυλισμούς με θάνατο. Πάνω στις ενετικές γαλέρες ιερείς και εφημέριοι άφηναν τούς άρρωστους να πεθαίνουν, χωρίς τα μυστήρια τής εξομολόγησης και τής κοινωνίας, από φόβο μήπως εκτεθούν στη συνήθως θανατηφόρα μετάδοση τής αρρώστιας.28

Τα τελευταία στάδια τού διπλωματικού αγώνα κατά τη διάρκεια τού Μαρτίου, τού Απριλίου και των αρχών Μαΐου (1571) για να συνδεθούν στενότερα η Αγία Έδρα, η Ισπανία και η Σινιορία σε επιθετική συμμαχία κατά των Τούρκων, δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Είναι επίσης σημαντικά.29 Στην Ενετική Γερουσία υπήρχαν διάφορες απόψεις, όπως ενημέρωνε ο Φακκινέττι τον Μπονέλλι με στεναγμό στις 7 Απριλίου: «κάποιοι θα ήθελαν σύμφωνο, άλλοι συμμαχία» (alcuni vorrebbono l’ accordo, altri la lega).30 Εν πάση περιπτώσει οι Ενετοί ήθελαν πιο αποφασιστική δέσμευση από τον Φίλιππο Β’ και παραχώρηση περαιτέρω φόρων δεκάτης από τον Πίο Ε’. Επιστολές τού Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο συνέχιζαν να φτάνουν στη Σινιορία στη Βενετία. Τελικά ο Μπάρμπαρο έστειλε στη Σινιορία τον Ματτέο Σαλβέγκο, τον Ενετό δραγουμάνο στην Ισταμπούλ. Ο Φακκινέττι αναφέρεται αρκετές φορές στον Σαλβέγκο, ο οποίος ήταν γενικά γνωστός ως «Ματέκα» και ήταν σίγουρος, ότι ο διερμηνέας είχε φέρει προτάσεις για ειρήνη με την Πύλη.31

Καθώς ο Σελήμ Β’ και οι πασάδες μάθαιναν περισσότερα για την έκταση των χριστιανικών σχεδίων για αρμάδα, προφανώς μαλάκωναν τις απαιτήσεις τους για συμφωνία με τη Βενετία, γιατί η τουρκική αρμάδα βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Στις 7 Μαρτίου ο Φακκινέττι είχε γράψει στον Μπονέλλι, ότι ως αποτέλεσμα τής εμφάνισης τού δραγουμάνου Ματέκα Σαλβέγκο στη Βενετία, η Σινιορία έστελνε στην Ισταμπούλ τον Τζάκομο Ραγκατσόνι, τον αδελφό τού επισκόπου τής Αμμοχώστου, για να προβεί σε ανταλλαγή των Τούρκων και των Εβραίων (που είχαν φυλακιστεί στη Βενετία) με τούς Ενετούς εμπόρους και τα εμπορεύματά τους που κρατούνταν από την Υψηλή Πύλη. Ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε κάνει την πρόταση στον Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο. Ο Φακκινέττι υποψιαζόταν, ότι σκοπός τής αποστολής τού Ραγκατσόνι ήταν «για κάποια επίτευξη συμφωνίας» (per qualche maneggio d’ accordo). Πήγαινε στην Πύλη αντιπροτάσεις για την ειρήνη που ο Μπάρμπαρο δεν ήταν σε θέση να κάνει. Ο Φακκινέττι δεν είχε πολύ άδικο. Όπως θα δούμε, ο δόγης και η Γερουσία αργότερα αναγνώρισαν στον Λεονάρντο Ντονάντο σε επιστολή τής 16ης Ιουνίου (1571), ότι, εκτός από την ανταλλαγή των εμπόρων και των εμπορευμάτων, ο Μεχμέτ Σόκολλι λυπόταν πάρα πολύ για ολόκληρο τον πόλεμο (che il bassà sentiva malvolentieri questa guerra). Μάλιστα ο Ματέκα ενημέρωσε τη Σινιορία, ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι προσπαθούσε να κάνει ειρήνη. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το κείμενο στη σωστή χρονολογική του σειρά.32

Kατά πάσα πιθανότητα τον Μεχμέτ Σόκολλι παρακινούσε λιγότερο η φιλία για τη Βενετία απ’ όσο η εχθρότητα προς τούς Πιαλή πασά και Λάλα Μουσταφά πασά. Παρ’ όλα αυτά ήταν ο μεγάλος βεζύρης και ήθελε να επαναλάβει τις σχέσεις με τη Σινιορία σε κάποια βάση, η οποία θα μπορούσε να διευρυνθεί σε διαπραγματεύσεις για ανακωχή. Αλλά ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο χρειαζόταν οδηγίες από τη Βενετία. Mπορούσε κάλλιστα να πει στον Μεχμέτ, ότι η τελευταία επιστολή που είχε λάβει από τον δόγη και τη Γερουσία είχε ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1570! Τώρα, δεκατρείς μήνες αργότερα, ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν και πάλι στον Μπάρμπαρο, λόγω τής πρωτοβουλίας τού Μεχμέτ.33

Παρά το γεγονός ότι στη Μαδρίτη ο Λεονάρντο Ντονάντο φαινόταν να βρίσκει τις προετοιμασίες και τα οικονομικά τού Ισπανού βασιλιά ανεπαρκή για πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή τής Μεσογείου καθώς και στην Φλάνδρα, ο ίδιος έπρεπε επίσης να αναγνωρίσει, ότι επτά χιλιάδες Ισπανοί στρατιώτες είχαν ξεκινήσει για την Ιταλία.34 Καθώς ο ισπανικός εξοπλισμός μεγάλωνε και οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου Β’ στη Ρώμη διαβεβαίωναν τον πάπα για βασιλικό στρατιωτικό σώμα ογδόντα γαλερών για τη χριστιανική αρμάδα, οι Ενετοί φαίνονταν να γίνονται πιο δύστροποι. Τελικά ο Πίος Ε’ έστειλε τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο οποίος ήταν δημοφιλής στη λιμνοθάλασσα, για να διαμαρτυρηθεί στη Σινιορία.

Ο Φακκινέττι αναφέρει την άφιξη τού Κολόννα στη Βενετία αργά το βράδυ τής 11ης Απριλίου (1571) και την υποδοχή του από τη Σινιορία το απόγευμα στις 12 τού μηνός.35 Δύο μέρες αργότερα ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Ντονάντο, ότι οι εκπρόσωποι τού βασιλιά στη Ρώμη προσπαθούσαν τώρα να αποφύγουν ορισμένες υποχρεώσεις που είχαν συμφωνηθεί στις διομολογήσεις. Ήθελαν να αναβληθεί η πλήρης εκτέλεση των όρων τής συμμαχίας για ένα ακόμη έτος. Στο μεταξύ επέμεναν ότι η Καθολική του Μεγαλειότητα θα έκανε τα πάντα για να αυξήσει τον ναυτικό εξοπλισμό του, αλλά προς το παρόν ήθελε από τη Σινιορία να διαθέσει περισσότερες γαλέρες από εκείνες που αντιστοιχούσαν στο ενετικό μερίδιο.36

Αν οι Ενετοί δεν συμβιβάζονταν με τούς Τούρκους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προφανώς θα ήσαν υποχρεωμένοι να διαθέσουν μεγαλύτερο από το μερίδιό τους στις γαλέρες. Θα ήταν δαπανηρό, αλλά οι Ενετοί μπορούσαν προφανώς να κατασκευάζουν γαλέρες, ακόμη κι αν δεν μπορούσαν να τις επανδρώνουν. Μεταξύ των διαφόρων αιτημάτων που απεύθυνε η Σινιορία στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ως απεσταλμένο τού πάπα, ήταν μια έκκληση για φόρο δεκάτης, δηλαδή για εισφορά από τα εισοδήματα τού κλήρου σε ενετικό έδαφος. Για το ζήτημα αυτό ο Φακκινέττι έστειλε τη συμβουλή του στον καρδινάλιο Μπονέλλι (στις 24 Απριλίου):

Η επιφανέστατη εξοχότητά σας γνωρίζει αν έχω προσπαθήσει να πείσω την Αγιότητά του να κάνει οτιδήποτε για να βλάψει τούς κληρικούς, αλλά σε αυτή την περίπτωση (όπου πρόκειται για θέμα προστασίας τής Χριστιανοσύνης) δεν θα θεωρούσα υποτιμητικό να παραχωρηθούν φόροι δεκάτης σε αυτή τη Σινιορία.

Ο Φακκινέττι πρότεινε τέσσερις φόρους δεκάτης, οι οποίοι θα απέφεραν 80.000 σκούδα τον χρόνο, πολύ λιγότερα από την παραχώρηση των 100.000 σκούδων που είχε κάνει ο Πίος στη Δημοκρατία το 1570. «Νομίζω», προσθέτει ο Φακκινέττι, «ότι θα ήταν σκόπιμο να περιοριστεί αυτή η ‘χάρη’ σε πέντε έτη και για τη διάρκεια τής συμμαχίας. Κατά τα λοιπά ο άρχοντας Μαρκ’ Αντόνιο σάς γράφει αναλυτικά».37

Παρά τούς περισσότερους από δέκα μήνες έριδας, διαφωνίας και παραμόρφωσης των πραγματικών περιστατικών από τη μία πλευρά και από την άλλη, οι Ενετοί και οι Ισπανοί τελικά και επίσημα προσχώρησαν στη συμμαχία υπό την αιγίδα τής Αγίας Έδρας. Ο Φακκινέττι επιβεβαιώνει τη σκληρή δουλειά τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και τούς επιδέξιους χειρισμούς του στη Βενετία. Επιτέλους, στις 6 Μαΐου (1571) ο Φακκινέττι έγραφε στον Μπονέλλι, ότι οι Ενετοί είχαν αποδεχτεί τούς τρέχοντες όρους τής συμμαχίας, αλλά αν γαλέρες τού Φιλίππου Β’ δεν έρχονταν έγκαιρα, θα μπορούσαν επίσης να αποσυρθούν από τη συμφωνία. Ο Φακκινέττι πίστευε, ότι «οι καλύτεροι και οι περισσότεροι από αυτούς τούς κυρίους προχωρούν με ειλικρίνεια». Αν οι ισπανικές γαλέρες καθυστερούσαν περίπου δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες, δεν πίστευε ότι αυτό θα προκαλούσε πολλά προβλήματα. Ο Κολόννα επέστρεφε στη Ρώμη. Θα έδινε πλήρη αναφορά στην Αγιότητά του και στον Μπονέλλι. Οι ισπανικές γαλέρες στη Νάπολη και στη Σικελία έπρεπε να είναι έτοιμες να ενωθούν με τον ενετικό στόλο. Ο Δον Ντιέγο Γκουζμάν ντε Σίλβα, ο Ισπανός πρεσβευτής στη Βενετία, είχε στείλει αγγελιοφόρο στον βασιλιά, προτρέποντας να έρθει στην Ιταλία ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας το συντομότερο δυνατό, γιατί ο Δον Ζουάν θα ήταν ο στρατιωτικός διοικητής τής χριστιανικής αρμάδας.38

Οι Αψβούργοι και οι Ενετοί σχεδόν ποτέ δεν τα είχαν πάει καλά και γενικά η καχυποψία τού ενός για τον άλλο δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ακόμη και στις 5 Μαΐου ο Τζιανμπαττίστα Καστάνια, ο νούντσιος στη Μαδρίτη, ανέφερε στον παπικό ανηψιό Μπονέλλι, ότι «έχω βρει τη μεγαλειότητά του αρκετά πεπεισμένο, ότι οι άρχοντες τής Βενετίας είναι διατεθειμένοι να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Τούρκο». Ο Φίλιππος είχε λάβει τέτοια προειδοποίηση από διάφορες πηγές, αλλά η καχυποψία του προέκυπτε κυρίως από το γεγονός, «ότι οι εν λόγω άρχοντες απαιτούν αυτό που και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο, δηλαδή οκτώ χιλιάδες κωπηλάτες για το τρέχον έτος». Στην αδυναμία του να προσφέρει τόσο πολλούς κωπηλάτες ο Φίλιππος έβλεπε ότι οι Ενετοί «αναζητούν την ευκαιρία να βρουν δικαιολογία για εκείνο που ήδη σκοπεύουν να κάνουν».39 Όμως δύο μέρες αργότερα ο Φίλιππος έγραφε στον καρδινάλιο Φρανσίσκο Πατσέκο και στον Χουάν ντε Θουνίγκα, ότι αποδεχόταν την εξέλιξη των διαπραγματεύσεών τους στη Ρώμη και τούς ενημέρωνε για την αναχώρηση τού Δον Ζουάν τής Αυστρίας, καθώς και για την εκτεταμένη προετοιμασία των γαλερών, την πρόσληψη των στρατευμάτων, τη συγκέντρωση των τροφίμων «και κάθε άλλου απαραίτητου» (y todo lo necessario).40

Ο Φίλιππος Β’ επιβεβαιώθηκε απλώς στη δυσπιστία και την αντιπάθειά του για τούς Ενετούς, όταν δύο ή τρεις εβδομάδες αργότερα έλαβε από τον Θουνίγκα επιστολή με ημερομηνία 7 Μαΐου, που διαμαρτυρόταν για τις «υπεκφυγές» των Ενετών. Ο Κολόννα είχε μόλις στείλει ενημέρωση για ορισμένα τελευταίας στιγμής αιτήματα τής Σινιορίας. Οι Πατσέκο και Θουνίγκα τα είχαν απορρίψει αμέσως και οι καρδινάλιοι Μπονέλλι και Ρουστικούτσι είπαν στον Θουνίγκα, ότι ο Πίος Ε’ συμφωνούσε, ότι κανένας δεν υποστήριζε τη θέση των Ενετών. Η Σινιορία ήθελε να βοηθήσουν οι σύμμαχοι στην πληρωμή τού κόστους διατήρησης πεζικού στις διάφορες φρουρές τους. Επιπλέον, ακόμη και την τελευταία στιγμή, παρέμενε το ερώτημα αν η συμμαχία θα ήταν κυρίως επιθετική ή αμυντική. Στη Ρώμη, όπως και στη Μαδρίτη, οι Ισπανοί φοβούνταν ότι τώρα ο Τούρκος θα χορηγούσε στους Ενετούς ευνοϊκότερους όρους ειρήνης, «γνωρίζοντας ότι έχει σχηματιστεί αυτή η συμμαχία με τη μεγαλειότητά σας».41

Το Σάββατο 28 Απριλίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο διαμέρισμά τού καρδινάλιου Μικέλε Μπονέλλι στο Βατικανό. Οι Ενετοί πρεσβευτές Σουριάν και Σοράντσο δεν ήσαν παρόντες. Οι Ισπανοί εκπρόσωποι υποσχέθηκαν επισήμως, ότι εβδομήντα καλά εξοπλισμένες γαλέρες θα βρίσκονταν στο Οτράντο έτοιμες για μάχη σε όλη τη διάρκεια τού Μαΐου.42 Ύστερα από ατελείωτες διαφορές και φιλονικίες, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο τού Μαΐου σημειωνόταν ταχεία πρόοδος για την ένωση. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, έχοντας συμμετάσχει στη Βενετία σε συνεδρίαση τού Κολλέγιου το πρωί τής 6ης Μαΐου, έφυγε για τη Ρώμη. Τώρα υπήρχαν εκτεταμένες ελπίδες για αντι-τουρκική συμμαχία στη λιμνοθάλασσα και «ο Θεός να κάνει το καλύτερο δυνατό!» (Dio faccia quello sia per il meglio!). Το βράδυ τής αναχώρησης τού Μαρκ’ Αντόνιο η Γερουσία πρόσθεσε τον Πρόσπερο Κολόννα στην ενετική μισθοδοσία, με δύναμη πεζικού δύο χιλιάδων ανδρών.43

Την ίδια στιγμή (6 Μαΐου) ο δόγης και η Γερουσία απεύθυναν επιστολή στον Λεονάρντο Ντονάντο στη Μαδρίτη, ενημερώνοντάς τον για την αποστολή τού Μαρκ’ Αντόνιο στη Βενετία για λογαριασμό τού Πίου Ε’ και για την ικανοποίηση που είχε εκφράσει με την ετοιμότητα τής Γερουσίας για τη σύναψη τής συμμαχίας. Ο Ντονάντο έπρεπε να μεταφέρει το μήνυμα στον Φίλιππο Β’ με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίσταται ξεκάθαρο το νόημα τής Σινιορίας για την τρομερή έκτακτη ανάγκη, καθώς και η πλήρης προθυμία να ανταποκριθούν στις ανάγκες τής Χριστιανοσύνης με όλη τη δύναμη τής Δημοκρατίας. Αν και η Σινιορία είχε κάθε εμπιστοσύνη στην Καθολική του Μεγαλειότητα, ο Ντονάντο έπρεπε να τον προτρέψει για ταχύτητα δράσης, καθώς και τούς άρχοντες τού βασιλικού του συμβουλίου και ιδιαίτερα τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας. Οι Ενετοί είχαν μάθει με τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση, ότι ο Δον Ζουάν είχε ήδη στείλει το νοικοκυριό του στην Ιταλία ως προοίμιο τής δικής του άφιξης. Η παρουσία τής Υψηλότητάς του στη χριστιανική αρμάδα ήταν απαραίτητη.44

Παρά τον κατ’ οίκον περιορισμό του στην Ισταμπούλ, ο βαΐλος Μπάρμπαρο τώρα ενημερωνόταν καλά για τα γεγονότα στον εξωτερικό κόσμο με επιστολές από τον δόγη και τη Γερουσία. Στις 14 Απριλίου τού είχαν γράψει για τη βοήθεια τού Μάρκο Κουρίνι προς την Αμμόχωστο, για τον θάνατο τού «Tρανσυλβανού» [Ιωάννη Σίγκισμουντ, γιου τού Ζαπόλυα], για τη φιλο-ενετική εξέγερση στην Αλβανία και για τον ερχομό τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα στη Βενετία «για να παροτρύνει για τη σύναψη τής συμμαχίας» (per sollecitarne alla conclusione della lega). Στις 6 Μαΐου έστειλαν αναφορά, ότι ο γενικός διοικητής Σεμπαστιάνo Βενιέρ είχε πάρει το Δυρράχιο με τη συνδρομή των Αλβανών και λεγόταν ότι σχεδίαζε επίθεση στην Αυλώνα. Είχαν επίσης μάθει, ότι ο Ενετός διοικητής στις φούστες τής Αδριατικής είχε καταλάβει και πυρπολήσει τον Σκάρντονα (Σκάρδωνα, Σκράντιν) μαζί με όλους τούς μύλους του, έξι μίλια βόρεια τού Σεμπένικο (Σίμπενικ) στη δαλματική ακτή. Καθώς ο Μαρκ’ Αντόνιο τούς πίεζε να εισέλθουν στην αντι-τουρκική συμμαχία με την Ισπανία, ο δόγης έδινε εντολή στον Μπάρμπαρο να μη συμφωνήσει ούτε για την παράδοση τής Αμμοχώστου, ούτε για αναστολή των όπλων, τουλάχιστον όχι χωρίς να ενημερώσει τη Σινιορία για κάθε λεπτομέρεια τής τουρκικής πρότασης και χωρίς να πάρει πλήρη εξουσιοδότηση από τη Βενετία για να προχωρήσει.45 Όμως δεν έλεγαν στον Μπάρμπαρο να τερματίσει τις διαπραγματεύσεις του με την Πύλη για ειρήνη.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έφτασε στη Ρώμη στις 11 Μαΐου (1571). Ο Πίος Ε’ τον καλωσόρισε θερμά. Ο εκπρόσωπος τού Φούγκερ στη Ρώμη, προφανώς αυτός ήταν, ετοίμασε καλά ενημερωμένη ανακοίνωση (avviso), για να σταλεί πιθανώς στο Άουγκσμπουργκ την Τετάρτη 23 Μαΐου:

Λένε ότι το Σάββατο [19 Μαΐου] ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη συμμαχία και η συμφωνία δεν έχει προκύψει χωρίς τη θεϊκή βούληση, με μεγάλη παρηγοριά για την Αγιότητά του και για ολόκληρη την κούρτη. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται από τούς συμμάχους όχι μόνο δεν έχουν δημοσιευτεί, αλλά κρατιούνται τόσο μυστικές, που μέχρι τώρα δεν έχω ανακαλύψει τίποτε, εκτός από το ότι λέγεται, ότι υπογράφτηκαν την Κυριακή [στις 20 τού μηνός] και στη συνέχεια στάλθηκαν αγγελιοφόροι στην Ισπανία και σε άλλα μέρη. Καταλαβαίνουμε ότι την επόμενη Κυριακή [27 Μαΐου] θα υπάρξει λειτουργία στον Άγιο Πέτρο, όπου ο σεβασμιότατος [Ινίγκο ντε] Αραγκόνια θα κάνει το κήρυγμα και η Συμμαχία θα δημοσιοποιηθεί με πλήρης εορτασμούς ιωβηλαίου. Την επόμενη Παρασκευή [11 Ιουνίου] ο πάπας θα πάει με επίσημη λιτανεία στο Σάντο Σπίριτο, επίσης την Παρασκευή στον Σαν Τζάκομο ντέλι Σπανιόλι και το Σάββατο στον Σαν Μάρκο. Λένε ότι στον σεβασμιότατο Ματσεράτα έχει ανατεθεί αποστολή να εκδοθούν νέα κέρματα μισού δηναρίου, [κυρίως] για να τα ρίξουν στον λαό ως «σημάδι χαράς και ευφροσύνης» (signum gaudii et letitie).

Η διαδοχή των γεγονότων έγινε σχεδόν ακριβώς όπως ο συγγραφέας τής ειδοποίησης (avviso) είχε οδηγηθεί να πιστέψει ότι θα γινόταν. Οι περαιτέρω ειδήσεις του, οι οποίες δεν θα αποτελούσαν έκπληξη για κανέναν, ήσαν ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έμελλε να είναι ο στρατηγός τού παπικού στόλου και ο Πομπέο υπαρχηγός του. Ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας θα ήταν στρατιωτικός διοικητής τής συμμαχικής αρμάδας και ο Μαρκ’ Αντόνιο «κύριος υπαρχηγός» του. Ο στρατιώτης ανηψιός τού πάπα, που ονομαζόταν επίσης Μικέλε Μπονέλλι, θα διοικούσε δύο γαλέρες και τέσσερις λόχους.46

Τη μέρα μετά την υπογραφή τού συμμαχικού συμφώνου ο Πίος Ε’ χορήγησε στον Φίλιππο Β’ (στις 21 Μαΐου) τις οικονομικές «χάρες», που ο Θουνίγκα επέμενε ότι ο Πίος έπρεπε να προσφέρει στον βασιλιά «χωρίς να περιμένει τη σύναψη τής συμμαχίας» (sin esperar la conclusión de la liga). Η παπική παραχώρηση περιλάμβανε τον σταυροφορικό φόρο (cruzada), την επιδότηση (sussidio) και τη «συγχωρημένη» (excusado), με τη συνήθη εξαίρεση τού Τάγματος τού Σαντιάγκο και με τα συνήθη προβλήματα, γιατί ο καταλανικός κλήρος είχε ήδη αρνηθεί να καταβάλει την επιδότηση (sussidio). Όπως ενημέρωνε ο νούντσιος Τζιανμπαττίστα Καστάνια τον καρδινάλιο Μπονέλλι στις 4 Μαΐου, ο Φίλιππος Β’ ζητούσε παπικό σημείωμα, για να τον βοηθήσει στη συλλογή τής επιβολής. Μεγαλύτερη ελευθερία υπήρχε στην Καταλωνία απ’ όση στην Καστίλλη. Όπως έλεγε ο Καστάνια, ο Φίλιππος είχε «μεγαλύτερη ανάγκη για χρήματα απ’ όση για καβγάδες» και έτσι έπρεπε να υπάρχει προσοχή κατά τη συλλογή. Ακόμη και με τις οικονομικές χάρες, ο Φίλιππος εξακολουθούσε να έχει προβλήματα. Η εξέγερση των Μορίσκος στη Γρανάδα, με την καταστροφική επίδρασή της στη γεωργία, είχε καταστήσει απαραίτητη τη μείωση τού ποσού τής επιδότησης (sussidio) που θα καταβαλλόταν από τον κλήρο στη νοτιότατη Ισπανία.47 Χωρίς τις χάρες ο Φίλιππος δεν θα είχε προσχωρήσει στη συμμαχία και μάλιστα χωρίς αυτές κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούσε να πληρώσει το μερίδιό του στην προβλεπόμενη ναυτική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, γιατί (πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε) έπρεπε επίσης να χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ολλανδία.

Στη Βενετία ο δόγης και η Γερουσία εξέφραζαν πλήρη ικανοποίηση για την τελική συμβατική συμφωνία για την Ιερά Συμμαχία. Οι Σουριάν και Σοράντσο έπρεπε τώρα να ικετεύσουν τον πάπα να πείσει τούς εκπροσώπους τού βασιλιά στη Ρώμη να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες εντολές από τη Μαδρίτη, για να ενωθούν οι γαλέρες τής Καθολικής του Μεγαλειότητας με εκείνες τού γενικού διοικητή Βενιέρ, ο οποίος βρισκόταν τότε στα ύδατα στα ανοιχτά τής Κέρκυρας. Οι γαλέρες τού ίδιου τού πάπα και εκείνες των Ιωαννιτών έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Η Σινιορία ενοχλήθηκε όμως από την ευσεβή δήλωση τού πάπα, ότι οι ένοπλες δυνάμεις τής συμμαχίας έπρεπε να κάνουν κύριο στόχο τους την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, «να πάνε να αποκτήσουν τούς Αγίους Τόπους, όπου πέθανε ο Σωτήρας μας!» (andar ad acquistar Terra Santa, ove è morto il Salvator nostro!). Δύσκολα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, αν δεν μπορούσε να κρατήσει την Κύπρο. Η Αμμόχωστος βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο. Ο Χάνδακας βρισκόταν κάτω από απειλή. Ο πάπας έπρεπε να στείλει λεγάτους, όπως ο ίδιος είχε πει, στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’, στον βασιλιά Σίγκισμουντ Αύγουστο Β’ τής Πολωνίας (πέθανε στις 7 Ιουλίου 1572) και στον Φίλιππο Β’. Έπρεπε επίσης να προσπαθήσει να παρακινήσει τον Κάρολο Θ’ να ξεκινήσει με τούς συμμάχους «αυτή την ιερή εκστρατεία».48

Ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Πολωνίας μάλλον δεν θα διατάραζαν τις ειρηνικές τους σχέσεις με τούς Τούρκους. Λόγω τού θανάτου τού Ιωάννη Σίγκισμουντ, γιου τού Ζαπόλυα, οι άρχοντες τής Τρανσυλβανίας είχαν συναντηθεί στα μέσα Απριλίου για την εκλογή τού διαδόχου του. Για να αποφευχθεί σύγκρουση με τούς Τούρκους, έστειλαν πρέσβεις στην Ισταμπούλ για να διαβεβαιώσουν τούς πασάδες για την επιθυμία τους να δουν την Τρανσυλβανία να συνεχίζει την φιλία και συνομοσπονδία με την Υψηλή Πύλη. Ο Σίγκισμουντ Αύγουστος τής Πολωνίας είχε στείλει «τρεις προσωπικότητες» στην Τρανσυλβανία, για να αυξήσουν τις προοπτικές ειρήνης. Όλοι φαίνονταν να εργάζονται για τον νόμο και την τάξη στην Κεντρική Ευρώπη, προς προφανές πλεονέκτημα τού αυτοκράτορα, ο οποίος δεν είχε πρόθεση να θίξει τη δική του σκληρά κερδισμένη συνθήκη με τον σουλτάνο Σελήμ. Διαδιδόταν τώρα η είδηση, ότι η δίαιτα τής Τρανσυλβανίας είχε εκλέξει τον Στέφεν Μπάτορυ, «Ούγγρο ιππότη και πολύ ευνοϊκά διακείμενο προς την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα». Ο Στέφεν δεν θα προσπαθούσε να ωθήσει τον αυτοκράτορα σε σύγκρουση με τούς Τούρκους και η Ιερά Συμμαχία δεν θα εύρισκε σύμμαχο τον Μαξιμιλιανό.49

Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο όλων των καρδιναλίων που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη, το οποίο πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 25 Μαΐου, ο Πίος Ε’ μίλησε «με λόγια ζωηρά και αγάπης, ευχαριστώντας τη θεϊκή Μεγαλειότητα, που την εποχή τής δικής του παπικής θητείας είχε παραχωρήσει στη Χριστιανοσύνη τη χάρη να βρεθούν ενωμένοι οι Καθολικοί ηγεμόνες και συντεταγμένοι μαζί εναντίον τού κοινού εχθρού». Αλλά ο σχηματισμός τής συμμαχίας δεν ήταν αρκετός. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να εκπληρώσουν τούς όρους της με γενναία αποφασιστικότητα. Προέτρεπε τούς καρδιναλίους «με το παράδειγμα τής δικής τους ζωής και εκείνης των ακολούθων τους να εμπνέουν τούς ηγεμόνες και τούς άρχοντες, ώστε να επιμείνουν με καθοριστικό αποτέλεσμα σε αυτή την Ιερά Συμμαχία». Στη συνέχεια ο Άντιμο Μαρκεζάνο, προϊστάμενος τού γραφείου εκκλησιαστικών επιδομάτων (dataria), συνέταξε τη βούλλα, με την οποία θα ανακοινωνόταν στον κόσμο ο σχηματισμός και η επισημοποίηση τής συμμαχίας. Η βούλλα διαβάστηκε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο και εγκρίθηκε από το σύνολο των καρδιναλίων. Ο πάπας διέταξε τη δημοσιοποίησή της, η οποία ήρθε δύο μέρες αργότερα, την Κυριακή στις 27 τού μηνός, όταν ο καρδινάλιος Όττο φον Τρούκσες έψαλλε τη λειτουργία και ο καρδινάλιος Ινίγκο ντε Άβαλος έκανε το κήρυγμα. Ο Πίος τώρα ανακοίνωνε δημοσίως την πρόθεσή του να στείλει λεγάτους στους χριστιανούς ηγεμόνες, «για να προσφέρουν περιγραφή αυτής τής συμμαχίας και να τούς ικετεύσουν και να τούς πείσουν να προσχωρήσουν σε αυτήν για το παγκόσμιο καλό».50

Η συνθήκη ή διομολόγηση για την ίδρυση τής Ιεράς Συμμαχίας υπογράφτηκε στη Σάλα ντελ Κοντσιστόρο στις 25 Μαΐου (1571) από τον Πίο Ε’ για την Αγία Έδρα, τον καρδινάλιο Φρανσίσκο Πατσέκο και τον Δον Χουάν ντε Θουνίγκα για τον Φίλιππο Β’ και από τούς Μικέλε Σουριάν και Τζιοβάννι Σοράντσο για τη Δημοκρατία τής Βενετίας. Τριανταπέντε καρδινάλιοι ήσαν παρόντες. Ο Γκρανβέλ απουσίαζε στη Νάπολη, όπου υπηρετούσε ως αντιβασιλέας. Η τριπλή συμμαχία επρόκειτο να διατηρηθεί στο διηνεκές (in perpetuum), επιθετική καθώς και αμυντική, στρεφόμενη εναντίον των Τούρκων και εναντίον των μουσουλμάνων στο Αλγέρι, την Τύνιδα και την Τρίπολη. Οι δυνάμεις που θα χρησιμοποιούνταν στην επερχόμενη εκστρατεία, στη θάλασσα και στη στεριά, θα αποτελούνταν από 200 γαλέρες (triremes), 100 πλοία μεταφοράς (onerariae naves), 50.000 Ιταλούς, Γερμανούς και Ισπανούς πεζούς στρατιώτες και 4.500 ελαφρά οπλισμένους ιππείς (equites levis armaturae), καθώς και επαρκή αριθμό κανονιών (tormenta bellica), πυρομαχικών «και των άλλων απαραίτητων πραγμάτων». Κάθε χρόνο, τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο το αργότερο, αυτές οι δυνάμεις έπρεπε να συγκεντρώνονται, έτοιμες για δράση «στα ανατολικά ύδατα» (in mari orientali). Κάθε φθινόπωρο απεσταλμένοι των συμβαλλομένων μερών έπρεπε να συγκεντρώνονται στη Ρώμη, για να αποφασίζουν για την εκστρατεία τής επόμενης άνοιξης.

Για την εκστρατεία που βρισκόταν τότε προ των πυλών υπό τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας, ο Πίος Ε’ θα διέθετε δώδεκα γαλέρες (τις οποίες, όπως πίστευαν, μπορούσε να προμηθεύσει η Βενετία), 3.000 πεζούς στρατιώτες και 270 ελαφρά οπλισμένους ιππείς. Οι εκπρόσωποι τού Καθολικού βασιλιά τον έκαναν να αναλάβει την ευθύνη για το μισό (tres sextae partes) τού συνολικού κόστους τής επόμενης εκστρατείας. Οι Σουριάν και Σοράντσο υποσχέθηκαν, ότι η Σινιορία θα πλήρωνε τα δύο έκτα τού συνόλου και ο Πίος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το υπόλοιπο ένα έκτο. Αν ο πάπας δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στο δικό του μερίδιο στο οικονομικό βάρος, οι σύμμαχοί του θα κάλυπταν μεταξύ τους το υπολειπόμενο ποσό. Στο τέλος τής εκστρατείας ο πάπας έπρεπε να επιστρέψει τις μισθωμένες γαλέρες στον εκμισθωτή. Ο Καθολικός βασιλιάς είχε προφανώς κάθε δικαίωμα να παρέχει στον στόλο του και στις φρουρές στη Λα Γκολέττα και στη Μάλτα τρόφιμα, που προέρχονταν από τα βασίλειά του τής Νάπολης και τής Σικελίας. Παρ’ όλα αυτά οι σύμμαχοι έπρεπε να εφοδιάζουν ο ένας τον άλλο με τρόφιμα, όταν ήσαν διαθέσιμα, σε τίμια τιμή, πράγμα που σήμαινε, ότι οι εκπρόσωποι τού βασιλιά συμφωνούσαν να μειώσουν την τιμή, που ζητούσαν πρόσφατα για το σιτάρι.

Αν τα εδάφη τού Φιλίππου Β’ δέχονταν επίθεση από τούς μουσουλμάνους, είτε από την Τουρκία ή από το Αλγέρι, την Τύνιδα ή την Τρίπολη, σε οποιαδήποτε στιγμή κατά την οποία δεν βρισκόταν σε εξέλιξη κοινή εκστρατεία, οι Ενετοί έπρεπε να στείλουν πενήντα καλά οπλισμένες γαλέρες για να βοηθήσουν τις απειλούμενες περιοχές, «όπως ακριβώς η Καθολική του Μεγαλειότητα έστειλε βοήθεια πέρυσι στον επιφανέστατο δόγη και τη Γερουσία τής Βενετίας». Ο Καθολικός βασιλιάς θα παρείχε παρόμοια βοήθεια στους Ενετούς, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στα εδάφη τους. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις μπορούσε να δώσει προηγουμένως προσοχή στην δική της άμυνα, αν δεχόταν επίθεση από τούς Τούρκους ή από άλλους μουσουλμάνους. Αν κάποια χρονιά ο Φίλιππος έπρεπε να αναλάβει εκστρατεία εναντίον τού Αλγεριού, τής Τύνιδας ή τής Τρίπολης, όταν δεν υπήρχε «κοινή εκστρατεία των συμμάχων» (communis foederatorum expeditio) και όταν δεν υπήρχε πιθανότητα επίθεσης σε ενετικό έδαφος, η Σινιορία έπρεπε να τού προσκομίζει πενήντα γαλέρες, «ακριβώς όπως η Καθολική του Μεγαλειότητα έστειλε πέρυσι βοήθεια στον εν λόγω επιφανέστατο δόγη και στη Γερουσία τής Βενετίας». Ο Φίλιππος και οι Ενετοί υπόσχονταν επίσης να προστατεύουν τα παπικά κράτη.

Οι τρεις στρατηγοί, ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας, ο υπαρχηγός Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα (ο οποίος ήταν και ο παπικός διοικητής) και ο Ενετός γενικός διοικητής Σεμπαστιάνo Βενιέρ, έπρεπε να διαβουλεύονται από κοινού «για τη διαχείριση τού πολέμου» (in belli administratione) και θα υπερίσχυε πλειοψηφία των δύο στους τρεις (trium maior pars). Περίοπτη θέση στη συμμαχία είχε κρατηθεί για τον εκλεγμένο αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, για τον Κάρολο Θ’ τής Γαλλίας και για τον βασιλιά Σεμπάστιαν τής Πορτογαλίας. Ο πάπας έπρεπε να χρησιμοποιήσει στο έπακρο τις «πατρικές παραινέσεις» του, για να πείσει τον Μαξιμιλιανό, τον Κάρολο Θ’, τον Σίγκισμουντ Αύγουστο τής Πολωνίας «και όλους τούς άλλους Χριστιανούς βασιλείς και ηγεμόνες», να βοηθήσουν την προσεχή εκστρατεία με κάθε τρόπο και με όλη τη δύναμή τους, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των χριστιανικών δυνάμεων. Η κατανομή των κατακτημένων εδαφών θα γινόταν σε συμφωνία με τη σύμβαση τής Ιεράς Συμμαχίας τού 1537, εκτός από το Αλγέρι, την Τύνιδα και την Τρίπολη που ανήκαν στον Φίλιππο. Η ουδετερότητα των Ραγουσαίων έπρεπε να αναγνωρίζεται και να προστατεύεται.

Διαφωνίες μεταξύ των διοικητών τού Φιλίππου και των Ενετών έπρεπε να υποβάλλονται σε παπική διαιτησία. Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούσε να κάνει ειρήνη ή ανακωχή με τον Τούρκο τύραννο, χωρίς τη γνώση, συμμετοχή και συναίνεση των άλλων συμμάχων. Ο Πίος Ε’ και ο καρδινάλιος Πατσέκο ορκίστηκαν επισήμως, με τα χέρια στο στήθος τους, να τηρούν τούς όρους τής συνθήκης, όλους και καθένα ξεχωριστά. Οι Θουνίγκα, Σουριάν και Σοράντσο έδωσαν παρόμοιο όρκο, με τα χέρια τους πάνω στην Αγία Γραφή, επαναλαμβάνοντας τα λόγια τού παπικού αξιωματούχου Μαρκεζάνο. Το κείμενο τής συνθήκης τής συμμαχίας καταγράφει τούς μάρτυρες που ήσαν παρόντες στην Αίθουσα τού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Μεταξύ αυτών ήσαν ο Δον Λούις ντε Τόρρες, τον οποίο ο Πίος είχε στείλει στη γνωστή αποστολή στην Ισπανία το 1570 και οι δύο Φιρμάνι, Κορνέλιο και Λοντοβίκο, οι οποίοι υπηρετούσαν για χρόνια στην παπική κούρτη ως τελετάρχες. Καθώς ο πάπας και οι καρδινάλιοι, οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου, οι Ενετοί πρεσβευτές και οι διάφοροι μάρτυρες έβγαιναν από την αίθουσα, γνώριζαν όλοι, ότι είχε μόλις ολοκληρωθεί μία από τις σημαντικότερες συμφωνίες τού αιώνα.51

Ο Πίος Ε’ είχε ήδη στείλει στις 23 και 24 Μαΐου στον Φίλιππο Β’ και στον Δον Ζουάν τής Αυστρίας τα συγχαρητήριά τού για την ίδρυση τής συμμαχίας «εναντίον τού απάνθρωπου Τούρκου τύραννου» (adversus immanissimum Turcarum tyrannum), προτρέποντας για την αποστολή των βασιλικών γαλερών και στρατευμάτων το συντομότερο δυνατό.52 Όμως θα υπήρχε ίσως άμεσο πρόβλημα, γιατί οι εκπρόσωποι τού βασιλιά στη Ρώμη είχαν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται για τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα.53 Ο Πίος διαβεβαίωνε τον καρδινάλιο Πατσέκο και τον Θουνίγκα, ότι αν στόλος τού βασιλιά έφτανε στο Οτράντο έως τις 20 Ιουνίου, θα έφτανε έγκαιρα, ενώ σύμφωνα με τον Μαρκ’ Αντόνιο αυτό θα ικανοποιούσε και τούς Ενετούς. Όμως ο Θουνίγκα προειδοποίησε τον Φίλιππο (στις 25 Μαΐου), ότι αν ο στόλος δεν έφτανε στην ώρα του, ο πάπας και οι Ενετοί θα απογοητεύονταν πολύ. Υπήρχε μάλιστα πάντοτε ο κίνδυνος να περιορίσει ή να ανακαλέσει ο Πίος τις οικονομικές χάρες που είχε χορηγήσει στον Φίλιππο.54 Ο τίτλος τού Κόσιμο Μέδικου ως μεγάλου δούκα ενοχλούσε ακόμη τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό και τον Φίλιππο Β’. Στις 29 Μαΐου ο Θουνίγκα ενημέρωνε τον Φίλιππο, ότι ο Κόσιμο οχύρωνε τις πόλεις και κωμοπόλεις του με μεγάλη βιασύνη και αποθήκευε προμήθειες στις φρουρές του, γιατί φοβόταν, ότι ο σκοπός που βρισκόταν πίσω από τη συγκέντρωση γαλερών και στρατευμάτων από τον Δον Ζουάν, ήταν να αρπάξει τη Σιένα.55 Όχι, οι Ισπανοί δεν σχεδίαζαν να επιτεθούν στις φλωρεντινές δυνάμεις στη Σιένα, η κατοχή τής οποίας είχε παρακινήσει τον Κόσιμο να πιέσει τον Πίο Ε’ για τον τίτλο τού Μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης, αλλά είχαν αρχίσει να κινούνται προς την Ιταλία. Ο Φίλιππος έγραφε στον Θουνίγκα από το Εσκοριάλ στις 4 Ιουνίου, ότι ο Δον Ζουάν έφευγε από τη Μαδρίτη [για τη Βαρκελώνη] εντός δύο ημερών.56 Στη Ρώμη ο Κολόννα είχε πει στον Θουνίγκα, ότι επιθυμούσε να περιμένει την άφιξη τού Δον Ζουάν, αλλά ότι ο πάπας τού είχε πει να πάει στο Οτράντο τις γαλέρες που αναμένονταν στην Τσιβιταβέκκια στις 12 Ιουνίου. Αυτές ήσαν φλωρεντινές γαλέρες, τις οποίες ο Κόσιμο διέθετε στην Αγία Έδρα. Ο Πίος και οι δύο ανηψιοί του, ο καρδινάλιος Μικέλε Μπονέλλι και ο στρατιώτης που ονομαζόταν επίσης Μικέλε Μπονέλλι, ήσαν όλοι έντονα φιλο-Μέδικοι. Αν έρχονταν νέα, ότι ο Δον Ζουάν είχε επιβιβαστεί πριν φύγουν αυτές οι γαλέρες από την Τσιβιταβέκκια, αποφασίστηκε ότι θα ήταν καλό να τον περιμένει εκεί ο Κολόννα. Επιτέλους, τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν ομαλά. Ο πάπας και οι Ενετοί ήσαν ικανοποιημένοι. Ο Φίλιππος δήλωνε ότι ήταν ικανοποιημένος με τη «σύναψη τής συμμαχίας, που μού έχει προκαλέσει μεγάλη ικανοποίηση» (conclusión de la liga, que me ha causado mayor contentamiento). Τουλάχιστον είχε ευχαριστηθεί με τις οικονομικές χάρες και είχε στείλει τον Δον Ζουάν στον δρόμο του. Η Αγιότητά του είχε μόλις σηκώσει 40.000 σκούδα από το ταμείο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, για να τα προσθέσει στους διαθέσιμους πόρους.57

Έχοντας δεσμευτεί στην Ιερά Συμμαχία, τώρα που ο Φίλιππος είχε ενωθεί μαζί τους, οι Ενετοί διέταξαν τον γενικό τους διοικητή Βενιέρ, την κυβέρνηση τού Χάνδακα και τον Μαρίνο ντι Καβάλλι, τον γενικό επιστάτη τού Χάνδακα, να μη δίνουν καμία προσοχή σε πληροφορίες από τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, αν τούς κατεύθυνε να αναστείλουν τις εχθροπραξίες ως αποτέλεσμα κάποιας «συνομιλίας για ειρήνη μεταξύ τού εν λόγω Άρχοντα [Τούρκου] και τής Σινιορίας μας» (trattatione di pace tra quel Signor [Turco] et la Signoria nostra). Η Γερουσία είχε εξουσιοδοτήσει τον βαΐλο να επιδιώξει τέτοια συμφωνία με την Πύλη, αλλά τώρα η συμμαχία με την Ισπανία έδινε στη Σινιορία κάποια ελπίδα, ακόμη και προσδοκία, για νίκη και ανάκτηση τής Κύπρου. Δεν ήταν ώρα για αναστολή των όπλων.58 Φαινόταν επίσης να υπάρχει ελπίδα για διάσωση τής Αμμοχώστου, γιατί τέσσερις καραβιές «βοήθειας» (soccorso), άνδρες, όπλα και προμήθειες, είχαν φτάσει στην πόλη με ασφάλεια [υπό την προστασία τού Μάρκο Κουρίνι], πράγμα για το οποίο ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, «ο στρατιωτικός μας διοικητής στο βασίλειο τής Κύπρου» (capitaneo del regno de Cipro), είχε ενημερώσει τη Γερουσία σε επιστολή τής 14ης Φεβρουαρίου. Περισσότερη βοήθεια θα βρισκόταν σύντομα καθ’ οδόν. Η Γερουσία χαιρόταν με αυτά που είχαν επιτελέσει οι υπερασπιστές τής Αμμοχώστου, ως αποτέλεσμα τής βοήθειας που είχαν φέρει τα τέσσερα πλοία (li felici succcssi causati dal detto soccorso). Διάφορα άτομα ξεχωρίστηκαν για επιβράβευση: ο ίδιος ο Μπράγκαντιν, ο διοικητής τής Πάφου (Baffo) Λορέντσο Τιέπολο, ο γενικός κυβερνήτης τής κυπριακής πολιτοφυλακής Αστόρρε Μπαλιόνε, ο επιστάτης τής αρμάδας στον Χάνδακα Μάρκο Κουρίνι [αυτός που είχε οδηγήσει την «επικουρία» (soccorso)] και ο Αλβίζε Μαρτινένγκο, που είχε φύγει από τα Χανιά για να πάει με τα πλοία στην Αμμόχωστο και είχε μείνει εκεί για να βοηθήσει στην υπεράσπιση τής πόλης.59 Ο γενικός διοικητής Βενιέρ, που βρισκόταν τότε στην Κέρκυρα, είχε ενημερώσει τη Σινιορία, ότι επιθυμούσε να συνεχίσει προς Χάνδακα. Πήρε όμως εντολή να μην προχωρήσει, αλλά να περιμένει μέχρι να ενωθούν οι γαλέρες του με εκείνες τού Καθολικού βασιλιά.60

Στις 16 Ιουνίου η Γερουσία ενέκρινε το κείμενο σημαντικής επιστολής, που θα στελνόταν στο όνομα τού δόγη προς τον Λεονάρντο Ντονάντο, τον πρεσβευτή τους στη Μαδρίτη. Η επιστολή ξεκινούσε με την υπενθύμιση, ότι ο δραγουμάνος Ματέκα Σαλβέγκο είχε έρθει στη Βενετία, μαζί με τον οικονόμο (maestro di casa) τού βαΐλου Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, για να προσπαθήσουν να οργανώσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων εμπόρων. Ο Ματέκα είχε μακρηγορήσει για τον βαθμό στον οποίο ο κυπριακός πόλεμος στενοχωρούσε τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σόκολλι (ch’ el bassà sentiva malvolentieri questa guerra). Ο Μεχμέτ είχε κάνει εμφανή την καλή του διάθεση προς τη Βενετία με την υπόσχεση «ότι θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να μάς συμφιλιώσει με τον κύριό του [τον σουλτάνο], τού οποίου η γνώμη ήξερε, ότι δεν ήταν αντίθετη προς την ειρήνη». Ο Μεχμέτ είχε επίσης δηλώσει, ότι αν κατ’ αρχήν η Σινιορία είχε ακούσει τον Κουμπάντ τσαούς και είχε στείλει «καλύτερη απάντηση» (miglior risposta) στην Υψηλή Πύλη, η όλη υπόθεση θα είχε προχωρήσει διαφορετικά. Αλλά από τότε βέβαια η Βενετία είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος τού βασιλείου τής Κύπρου, «με την Αμμόχωστο σε μεγάλο κίνδυνο» (con Famagosta in molto pericolo) και κάτι έπρεπε να γίνει.

Καμία βοήθεια δεν ήταν επικείμενη από την Ευρώπη, οι διαπραγματεύσεις για την Ιερά Συμμαχία καθυστερούσαν συνεχώς και η Σινιορία αποφάσισε να δώσει κάποια προσοχή στα τουρκικά ανοίγματα για ειρήνη. Είχε στείλει εκπρόσωπο στην Ισταμπούλ, για να αναλάβει το ζήτημα των αιχμαλώτων εμπόρων και να αναθέσει στον βαΐλο Μπάρμπαρο να ανταποκριθεί με προσοχή στις τουρκικές προτάσεις. Ο Πίος Ε’ είχε κάνει την επόμενη κίνηση, στέλνοντας τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα στη Βενετία, για να παροτρύνει τη Σινιορία να δεχτεί τούς τελικούς όρους τής συμμαχίας και να φέρει διαβεβαίωση για την καλή διάθεση τού Φιλίππου Β’ και την επιθυμία του για το κοινό καλό. Η Σινιορία είχε λοιπόν στείλει αμέσως οδηγίες στον Μπάρμπαρο «ότι δεν έπρεπε να καταλήξει σε οποιαδήποτε απόφαση για το θέμα τής ειρήνης». Ύστερα περίμεναν την επίσημη σύναψη τής συμμαχίας, η οποία τώρα είχε πραγματοποιηθεί. Ο Μπάρμπαρο είχε γράψει (σε επιστολές στις 4-8 Μαΐου), ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι ήθελε να συζητήσει το ενδεχόμενο τής ειρήνης καθώς και την απελευθέρωση των εμπόρων. Ο Μπάρμπαρο είχε συζητήσει, «περιοριζόμενος όμως πάντοτε σε γενικότητες».

Τώρα που η Ιερά Συμμαχία είχε συμφωνηθεί, ο Μπάρμπαρο ασφαλώς δεν θα έδινε στους Τούρκους υπόσχεση ειρήνης. Ο Ντονάντο έπρεπε κατά συνέπεια να διαβεβαιώσει τον Φίλιππο Β’ για την απόρριψη τής προσφοράς τού Μεγάλου βεζύρη (abandonata la pace offertane da Turchi). Η Σινιορία ήταν αποφασισμένη να παραμείνει στη συμμαχία, να συνεχίσει τον πόλεμο κατά τής Πύλης και να πάρει βοήθεια για την κινδυνεύουσα Αμμόχωστο. Ο Ντονάντο έπρεπε λοιπόν να προτρέψει την Καθολική του Μεγαλειότητα να διατάξει την ένωση τού στόλου του με εκείνον τής Βενετίας όσο το δυνατόν συντομότερα, γιατί η Σινιορία ήξερε τόσο από τις επιστολές τού βαΐλου όσο και από άλλες αναφορές, ότι κατά τις πρώτες ημέρες τού Μαΐου ο Πέρταου (Περτέβ) πασάς, ο ναυτικός διοικητής (general da mar), είχε αποπλεύσει από την Ισταμπούλ επικεφαλής ογδόντα γαλερών, με εντολές να πραγματοποιήσει την ένωσή τους με τις εκατό γαλέρες που είχαν αποπλεύσει πριν από αυτόν και με τούς διάφορους κουρσάρους (li leventi) στην υπηρεσία τής Υψηλής Πύλης, «για να τούς αντιμετωπίσουμε και να δώσουμε μάχη με τον στόλο μας πριν ενωθούν με εκείνον τής Αγιότητάς του και τού γαληνότατου Καθολικού βασιλιά». Επιπλέον η Σινιορία είχε μάθει ότι ο Αχμέτ πασάς, «ο στρατηγός τού στρατού ξηράς» (general da terra), είχε επίσης φύγει από την Ισταμπούλ. Υπήρχε φήμη ότι ο Αχμέτ ερχόταν στη Δαλματία, «και ο άνθρωπος που έφερε τις επιστολές από τον βαΐλο μας, μάς είπε ότι είχε αφήσει τον εν λόγω πασά με τον στρατό στην Ελίμπα, πόλη σε απόσταση δύο ημερών από την προς τα εδώ πλευρά τής Αδριανούπολης». Ο Φίλιππος Β’ θα καταλάβαινε λοιπόν (ή ο Ντονάντο έπρεπε να τον κάνει να καταλάβει) τον φόβο τής Σινιορίας. Οι χριστιανικοί στόλοι έπρεπε να ενωθούν γρήγορα, για να αποφευχθούν τα «δυσάρεστα γεγονότα» τού προηγούμενου έτους.61

Σε κάθε περίπτωση, όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον βαΐλο Μπάρμπαρο (επίσης στις 16 Ιουνίου), λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες προετοιμασίες που έκαναν οι Τούρκοι στη στεριά και στη θάλασσα για να απειλήσουν τούς χριστιανούς, κυρίως την κινητοποίησή τους «εναντίον τού οχυρού μας τής Αμμοχώστου», δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίζει πολλά από τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη.62 Οι Ενετοί ζούσαν με την ελπίδα και παρόλο που είχαν ενοχληθεί από τη βραδύτητα με την οποία φαινόταν να προχωρεί ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας,63 ικανοποιήθηκαν παίρνοντας από τη Ρώμη παπικό σημείωμα τής 7ης Ιουνίου, που παραχωρούσε στη Σινιορία το δικαίωμα για επιβολή 100.000 σκούδων τον χρόνο για πέντε χρόνια (και για όσο διάστημα διαρκούσε ο πόλεμος) επί τού εισοδήματος τού κλήρου στην ενετική επικράτεια.64

Ως συνήθως τα προσωπικά συμφέροντα και οι εχθροπραξίες είχαν ισχυρή επιρροή επί τής ενετικής πολιτικής και τού προσωπικού. Οι εχθροί τού Μικέλε Σουριάν προσπαθούσαν να πετύχουν την ανάκλησή του προφασιζόμενοι ασθένεια, αλλά ο Πίος Ε’ ήθελε να τον κρατήσει στη Ρώμη. Ο νούντσιος Φακκινέττι εργάστηκε για λογαριασμό του και ο Σουριάν παρέμεινε πρεσβευτής τής Σινιορίας στην κούρτη για μερικούς μήνες ακόμη. Όταν όντως επέστρεψε στην πατρίδα, διατυπώθηκαν εναντίον του κακόβουλες κατηγορίες, αλλά τελικά απαλλάχθηκε. Όπως σημείωνε ο Φακκινέττι, πλήρωνε κανείς τίμημα όταν διακρινόταν.65

Επίσης πλήρωνε κανείς και τίμημα για τα στρατεύματα. Στις 9 Ιουνίου (1571) ο νούντσιος ανέφερε, ότι η Σινιορία είχε προσλάβει τον Ελβετό ιππότη Μέλχιορ Λούσσυ για 1.200 δουκάτα [τον μήνα], με είκοσι λοχαγούς προς 100 δουκάτα τον καθένα «σε καιρό ειρήνης». Ο Λούσσυ ανέλαβε να διαθέτει 6.000 Ελβετούς «σε κάθε αίτημα τής Δημοκρατίας», με την προϋπόθεση όμως ότι ποτέ δεν θα τον καλούσαν να διαθέσει λιγότερους από 1.000 άνδρες, ούτε να υπηρετήσει στη θάλασσα. Αν ήταν αναγκαίο, ο Λούσσυ και τα στρατεύματά του θα υπηρετούσαν στις φρουρές στη Δαλματία. «Ὀ μισθός σε καιρό πολέμου», προσθέτει ο Φακκινέττι, «είναι λίγο μικρότερος από εκείνο που πληρώνουν οι άλλοι ηγεμόνες».66

Όπως ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας καθυστερούσε την αναχώρησή του από τη Βαρκελώνη, έτσι και οι Ενετοί (προς ενόχληση τού Φακκινέττι) καθυστερούσαν την επίσημη, δημόσια ανακοίνωση τής προσχώρησής τους στην Ιερά Συμμαχία. Τελικά όμως, τη Δευτέρα 2 Ιουλίου, η συμμαχία δημοσιοποιήθηκε στην Πιάτσα Σαν Μάρκο «με το μεγαλύτερο πλήθος που θα περίμενε κανείς να δει σε αυτή την πόλη». Ο Δον Ντιέγο ντε Γκουζμάν ντε Σίλβα, ο Ισπανός πρεσβευτής στη Σινιορία, έψαλλε τη λειτουργία.67 Με επιστολή στις 7 Ιουλίου ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον Λεονάρντο Ντονάντο στη Μαδρίτη, ότι είχαν δημοσιοποιήσει τη συμμαχία την ημέρα τής γιορτής τής Υπαπαντής τού Κυρίου «ύστερα από επίσημη λειτουργία στην εκκλησία τού προστάτη μας Αγίου Μάρκου και όλοι οι κληρικοί και οι «Σχολές» (Scuole) είχαν πάρει μέρος στη λιτανεία». Ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο είχε φυσικά συμμετάσχει προσωπικά στις εορταστικές εκδηλώσεις, όπως και όλοι οι πρεσβευτές που ήσαν εγκατεστημένοι στη Βενετία.68

Στο μεταξύ ο Πίος Ε’ έκανε ό,τι μπορούσε για να προωθήσει την υπόθεση τής Χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 18 Ιουνίου είχε διορίσει τον καρδινάλιο Τζιανφραντσέσκο Κομμεντόνε λεγάτο στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’, στους Γερμανούς ηγεμόνες και στον Σίγκισμουντ Αύγουστο τής Πολωνίας. Ο καρδινάλιος-ανηψιός Μικέλε Μπονέλλι θα πήγαινε ως λεγάτος στον Φίλιππο Β’ και στον Σεμπάστιαν τής Πορτογαλίας.69 Οι οδηγίες προς Μπονέλλι μια βδομάδα αργότερα (στις 25 Ιουνίου) καθιστούν σαφές, ότι σκοπός τής αποστολής του ήταν «πρώτα απ’ όλα» να πείσει τον Φίλιππο να στείλει τον στόλο, «τον οποίο είχαν υποσχεθεί οι εκπρόσωποί του, όταν ολοκληρώθηκε η συμμαχία». Στη Ρώμη φοβόταν κανείς, καθώς η περίοδος άρχιζε να γίνεται μάλλον προχωρημένη για ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, ότι οι Ενετοί θα έχαναν την πίστη τους στο εγχείρημα, αφού, έτσι κι αλλιώς, η δική τους ήταν «Δημοκρατία, στην οποία υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και κρίσεις». Η ενετική δυσπιστία θα μπορούσε να οδηγήσει στην «καταστροφή τής Χριστιανοσύνης, Θεός φυλάξοι»! Οι άλλοι Καθολικοί ηγεμόνες ανέμεναν την επόμενη στροφή των γεγονότων, αλλά δεν είχαν πει ότι δεν θα προσχωρούσαν στη συμμαχία. Ο Φίλιππος έπρεπε να προτρέψει τον αυτοκράτορα «να προσχωρήσει σε αυτή τη συμμαχία» (ad intrare in essa lega). Αν προσχωρούσε ο Μαξιμιλιανός στην αντι-τουρκική συμμαχία, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει, ότι ο βασιλιάς τής Πολωνίας θα προσχωρούσε επίσης. Επιπλέον ο Μπονέλλι έπρεπε να καθησυχάσει τον Φίλιππο, ότι ο τίτλος τού Κόσιμο Μέδικου ως μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης δεν ήταν επιζήμιος ούτε για τα συμφέροντα τής Καθολικής του, ούτε για εκείνα τής αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας. Ο Μπονέλλι είχε να τακτοποιήσει ορισμένες άλλες δυσκολίες, γιατί οι εκπρόσωποι τού βασιλιά τόσο στη Νάπολη όσο και στη Σικελία «σφετερίζονταν» εκκλησιαστική δικαιοδοσία.70

Ο Δον Ζουάν είχε φύγει από τη Μαδρίτη στις 6 Ιουνίου μαζί με την ερωμένη του Μαρία ντε Μεντόζα. Κινούμενος μάλλον αργά, με στάσεις στη Σαραγόσα και στο παλαιό μοναστήρι των Βενεδικτίνων στο Μοντσερράτ, έφτασε στην Βαρκελώνη στις 16 τού μηνός. Σύμφωνα με επιστολή Φούγκερ τής 4ης Ιουλίου,

η Αγιότητά του έχει στείλει αγγελιοφόρο στη Γένουα, για να παροτρύνει και να επιταχύνει την αναχώρηση τού Δον Ζουάν τής Αυστρίας μόλις φτάσει στη Γένουα, ώστε να μπορέσει να ενωθεί με τον άρχοντα Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια οι δυο τους να προχωρήσουν για να πραγματοποιήσουν την ένωση με τον ενετικό στόλο.71

Αν και ο Δον Ζουάν απολάμβανε τελετουργικές δεξιώσεις, τον καθυστερούσαν επίσης οι συνεχιζόμενες προετοιμασίες για την προσεχή εκστρατεία. Λίγο πριν την αναχώρησή του από τη Βαρκελώνη, Ισπανοί λογιστές είχαν ετοιμάσει (στις 15 Ιουλίου) προϋπολογισμό των επικείμενων ναυτικών και στρατιωτικών δαπανών. Σύμφωνα με τον γραμματέα Φρανσίσκο Ιμπάρρα, κάθε χρόνο που η Ιερά Συμμαχία θα έβγαινε στη θάλασσα κατά των Τούρκων, με τον πλήρη αριθμό στρατευμάτων και γαλερών, θα κόστιζε στον πάπα 121.150 σκούδα, στον Φίλιππο 1.755.320 και στους Ενετούς 1.170.213, με γενικό σύνολο δαπανών 3.046.683 σκούδα. Αναθεώρηση αυτών των στοιχείων μεγάλωσε κάπως το κόστος για καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή 129.150 σκούδα για τον πάπα, 1.765.140 για τον Φίλιππο και 1.176.759 για τούς Ενετούς, με γενικό σύνολο 3.071.049 σκούδα.72

Ο Δον Ζουάν κινιόταν αργά, γιατί οι Ισπανοί πάντοτε κινούνταν αργά. Σύμφωνα με γνωστή παροιμία, πολλοί άνθρωποι εύχονταν να ερχόταν σε αυτούς ο θάνατος από την Ισπανία. Στις 18 Ιουνίου, δύο μέρες μετά την άφιξη τού Δον Ζουάν στη Βαρκελώνη, ο Λούις ντε Ρεκέσενς υ Θουνίγκα, ο μεγάλος διοικητής τής Καστίλλης, έγραφε στον αδελφό του, τον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη: «Το προπατορικό αμάρτημα τής αυλής μας είναι ότι ποτέ δεν κάνει ένα πράγμα με ταχύτητα και στην ώρα του. Έχει επιδεινωθεί πολύ από τότε που βρισκόσουν στην αυλή και επιδεινώνεται κάθε μέρα!»73 Ο Φίλιππος Β’ θα προτιμούσε να χρησιμοποιήσει τις συγκεντρωμένες δυνάμεις εναντίον τής Μπιζέρτα, και στη συνέχεια εναντίον τού Αλγεριού, τής Τύνιδας και τής Τρίπολης, αλλά η μόνη του ελπίδα για χρησιμοποίηση τής ενετικής συμμαχίας εναντίον των μουσουλμανικών φυλακίων στη Βόρεια Αφρική βρισκόταν στην Ιερά Συμμαχία. Θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητό, αν μπορούσε να το διαχειριστεί κάποιος, να νικήσουν την τουρκική αρμάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια έπρεπε να την αντιμετωπίσουν στη Δυτική Μεσόγειο. Στις 26 Ιουνίου ο Φίλιππος έδωσε εντολή στον Δον Ζουάν να προχωρήσει με τη δέουσα σπουδή από τη Βαρκελώνη προς τη Μεσσίνα μέσω Γένουας, Τοσκάνης και Νάπολης, σταματώντας μόνο για να επιβιβάσει τα ισπανικά συντάγματα (tercios) στην Ιταλία και για να φορτώσει στις γαλέρες και στα πλοία μεταφοράς τα απαραίτητα όπλα, πυρομαχικά και προμήθειες. Δεδομένου ότι ο Φίλιππος πίστευε, ότι ο μικρός του αδελφός είχε δείξει περισσότερη τόλμη παρά κρίση στον πόλεμο κατά των Μορίσκος, ο Δον Ζουάν έμπαινε (προς ενόχλησή του) υπό τη στρατιωτική κηδεμονία συμβουλίου, το οποίο αποτελούσαν οι Λούις ντε Ρεκέσενς, Τζιανναντρέα Ντόρια, Αλβάρο ντε Μπαζάν, Χουάν ντε Καρντόνα, Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, Ζιλ ντε Αντράντε και άλλοι.74

Ύστερα από ένα μήνα στη Βαρκελώνη, ο Δον Ζουάν απέπλευσε τελικά με πάνω από σαράντα γαλέρες για τη Γένουα, όπου τον περίμενε ο Αντόνιο Τιέπολο, ο νεοδιορισμένος Ενετός πρεσβευτής στην Ισπανία. Ο Τιέπολο βρισκόταν καθ’ οδόν, για να ενωθεί με τον Λεονάρντο Ντονάντο στη Μαδρίτη.75 Ενώ ο Δον Ζουάν βρισκόταν καθ’ οδόν προς Γένουα, ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Τιέπολο (στις 22 Ιουλίου), ότι ο γενικός τους διοικητής, ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ, είχε αποφασίσει να πάει στη Μεσσίνα με τον ενετικό στόλο, «ο οποίος αποτελείται από 65 λεπτές γαλέρες, 6 μεγάλες και μεγάλο αριθμό πλοίων μεταφοράς» (laqual è di 65 galee sottil, sei grosse, et buon numero de navi). Ο Βενιέρ ανέμενε να φτάσει στη Μεσσίνα μέχρι τις 15 Ιουλίου, για να συναντηθεί με τον στόλο τής Αγιότητάς του και με εκείνον τού Καθολικού βασιλιά. Είχε στείλει γαλέρα στον Χάνδακα με εντολές προς τούς Μάρκο Κουρίνι και Αντόνιο ντα Κανάλε, τούς δύο επιστάτες τού στόλου (proveditori dell’ armata), «ότι πρέπει επίσης να έλθουν στη Μεσσίνα, το συντομότερο δυνατό, με τις γαλέρες που βρίσκονται σε αυτό το νησί μας και είναι περίπου εβδομήντα». Ο Τιέπολο ενημερωνόταν, ότι οι υπόλοιπες βαριές γαλέρες στην περιοχή τής Αδριατικής θα προχωρούσαν επίσης προς το ραντεβού στη Μεσσίνα, για να ενταχθούν στη συμμαχική αρμάδα. Έπρεπε να δώσει αυτές τις πληροφορίες στον Δον Ζουάν και να τον παροτρύνει να πάει γρήγορα στη Μεσσίνα, όπου η παρουσία του και η ένωση των συμμαχικών στόλων θα αποδεικνύονταν από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα για τη χριστιανική κοινοπολιτεία.76

Ο Δον Ζουάν αναμενόταν να φύγει από τη Βαρκελώνη στις 17 Ιουλίου, σύμφωνα με αυτά που είχε πει ο Τζιανναντρέα Ντόρια στον Τιέπολο. Υπήρχε η άποψη ότι θα έφτανε στη Γένουα στις 22 ή στις 23 τού μηνός. Στην πραγματικότητα απέπλευσε στις 20 Ιουλίου και έφτασε στη Γένουα έξι μέρες αργότερα. Η Γερουσία ήταν ικανοποιημένη με τα νέα. Λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο τού τουρκικού στόλου, ο οποίος ήταν γνωστό ότι κατευθυνόταν στην Κέρκυρα με προφανή πρόθεση να εισέλθει στην Αδριατική, όσο πιο γρήγορα έφτανε ο Δον Ζουάν στη Μεσσίνα, τόσο το καλύτερο. Παρά το γεγονός ότι η τουρκική αρμάδα αναφερόταν ότι ήταν πολύ μεγάλη, πολλά από τα σκάφη ήσαν μικρά και φαίνονταν να είναι σε κακή κατάσταση (laqual seben era di buon numero di vele si intendeva però esservi in essa molti legni piccioli et anco poco all’ ordine).

Μάλιστα ο δόγης και η Γερουσία είχαν ήδη γράψει στον Τιέπολο (στις 7 Ιουλίου), ότι είχαν έρθει πληροφορίες από τον Χάνδακα και τα Χανιά, ότι υπήρχαν 250 σκάφη στην τουρκική αρμάδα, γαλέρες, γαλιότες, φούστες και μπριγαντίνια, που είχαν εισέλθει στο κρητικό λιμάνι τής Σούδας στις 14 Ιουνίου. Οι Τούρκοι είχαν αποβιβάσει στρατεύματα «για να κάνουν ζημιές στα χωριά κοντά στα Χανιά» (per inferir danni a quei casali vicini alla Canea), αλλά είχαν απωθηθεί πίσω στην ακτή και είχαν τραπεί σε φυγή από «τους άνδρες μας». Κάποιοι σκλάβοι πάνω στα τουρκικά σκάφη είχαν καταφέρει να αποδράσουν και (ιδιαίτερα ένας Γενουάτης) είχαν αναφέρει, ότι από πολλές από τις τουρκικές γαλέρες έλειπαν κωπηλάτες και ότι είχαν λίγους ετοιμοπόλεμους στρατιώτες, λόγω επιδημίας εξανθηματικού τύφου (…molte galee mal ad ordine d’ homini da remo et con poche genti da combatter, et con l’ infirmità di pettechie). Ο Τιέπολο έπρεπε να ενημερώσει την Υψηλότητά του για όλα αυτά, να τον προτρέψει να σπεύσει στη Μεσσίνα και να μπει στη θάλασσα για να εμποδίσει τα κακά σχέδια των Τούρκων.77 Με τον ενετικό στόλο στη Μεσσίνα, οι οχυρωμένες πόλεις τής Δημοκρατίας κατά μήκος των δαλματικών ακτών θα βασίζονταν σχεδόν εντελώς στις δικές τους φρουρές. Δεδομένου ότι ο Δον Ζουάν θα βρισκόταν πια στη Γένουα, στις 26 Ιουλίου, ο Τιέπολο έπρεπε να προσπαθήσει «να επισπεύσει το ταξίδι του στη Σικελία».78

Ο Δον Ζουάν βρισκόταν πράγματι στη Γένουα στις 26 Ιουλίου. Ήταν η μέρα τής άφιξής του. Όλη η Ευρώπη παρακολουθούσε το πέρασμά του.79 Όμως δεν κινιόταν τόσο γρήγορα, ώστε να ικανοποιεί τούς Ενετούς. Με τούς Τούρκους στα πρόθυρα τής εισόδου τους στην Αδριατική κάτω από τη διοίκηση τού Πέρταου (Περτέβ) πασά, η Γερουσία φοβόταν να στείλει στον γενικό διοικητή Σεμπαστιάνο Βενιέρ τούς 5.000 στρατιώτες (soldati), που είχαν προσληφθεί για παροχή υπηρεσίας στις ενετικές γαλέρες και οι οποίοι φαινόταν ότι είχαν ανέβει στις «έξι βαριές γαλέρες και σε άλλα πλοία μεταφοράς και σκάφη». Δεδομένου ότι θα διέτρεχαν σοβαρότατο κίνδυνο να πέσουν στα χέρια τού εχθρού, δεν θα στέλνονταν στη Μεσσίνα. Αυτό θα άφηνε τις δυνάμεις τής Βενετίας με μικρότερη από την απαιτούμενη ισχύ τους, αλλά θα γίνονταν προσπάθειες να στρατολογηθούν 1.500 στρατιώτες, οι οποίοι θα στέλνονταν στη Μεσσίνα από διαδρομές, που δεν θα ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση. «Πρόθεση και επιθυμία» τής Γερουσίας ήταν και εξακολουθούσε να είναι, να υπάρχουν 100 μάχιμοι άνδρες (homini da spada) πάνω σε κάθε γαλέρα. Ο Βενιέρ έπρεπε επομένως να ζητήσει άδεια από τον Αντουάν ντε Περρενώ, τον καρδινάλιο ντε Γκρανβέλ, τότε αντιβασιλέα τής Νάπολης, καθώς και από τον Φρανσίσκο ντε Άβαλος ντε Ακίνο, μαρκήσιο τής Πεσκάρα, ο οποίος ήταν τότε αντιβασιλέας τής Σικελίας (από τον Αύγουστο τού 1568 μέχρι τον Ιούλιο τού 1571), να προσλάβουν στις νότιες χώρες τόσους άνδρες, όσοι θα ήσαν απαραίτητοι.80 Στις 30 Ιουλίου (1571) ο Φίλιππο Μπράγκαντιν παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως γενικός επιστάτης στην Αδριατική (in Colfo) και τέθηκε επικεφαλής «εκείνης τής ομάδας γαλερών που έχουμε αποφασίσει να εξοπλίσουμε και … σε εκείνες τις γαλέρες, φούστες, και άλλα εξοπλισμένα σκάφη, που βρίσκονται επί τού παρόντος στον Κόλπο (Αδριατική)» (quella banda di galie che havemo deliberato di armare et … quelle galie, fuste, et altri legni armati che si trovano al presente in Colfo). Η φροντίδα και επιμέλεια τής δαλματικής ακτής και τής προσέγγισης στην ίδια τη Βενετία θα ήταν δική του. Αν παρεμπιπτόντως εύρισκε κάποιον διοικητή γαλέρας να συμμετέχει σε παράνομο εμπόριο (guadagni prohibiti) ή να επιδιώκει με οποιονδήποτε τρόπο να εξαπατήσει το κράτος κλέβοντας τούς κωπηλάτες και το πλήρωμα, έπρεπε να τιμωρήσει αυστηρά τον δράστη «ως παράδειγμα για τούς άλλους».81 Ήταν η συνηθισμένη διατύπωση, επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο, καθώς οι καταχρήσεις εξουσίας των διοικητών γαλερών συνεχίζονταν επίσης κάθε χρόνο.

Ναι, ο Δον Ζουάν είχε φτάσει τελικά στη Γένουα στις 26 Ιουλίου όπως ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον Βενιέρ (με επιστολή τής 4ης Αυγούστου), «με 14 γαλέρες από την Ισπανία, για να πάει στη Μεσσίνα» (con 14 galee di Spagna per venir a Messina). Ο Βενιέρ είχε ανησυχήσει με την αργή πρόοδο τού ισπανικού στόλου. Αναρωτιόταν επίσης αν οι γαλέρες τής Κρήτης βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Μεσσίνα, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, ή αν έπρεπε να πάει στον Χάνδακα για να πραγματοποιήσει την ένωσή τους με τον ενετικό στόλο. Έπαιρνε τώρα εντολή να περιμένει τον ερχομό τού Δον Ζουάν. Ο Αντόνιο Τιέπολο είχε γράψει από τη Γένουα την 1η Αυγούστου, ότι ο Δον Ζουάν είχε αποπλεύσει την προηγούμενη νύχτα με όλο τον στόλο του και όπως έγραφαν στον Βενιέρ ο δόγης και η Γερουσία, η Υψηλότητά του βρισκόταν έτσι επιτέλους στον δρόμο του, για να ενώσει τις δυνάμεις του με εκείνες τής Βενετίας (et incaminato verso Messina per unirsi con voi).

Ο δόγης και η Γερουσία πίστευαν ότι οι γαλέρες από τον Χάνδακα ήσαν ή σύντομα θα βρίσκονταν σε σικελικά ύδατα. Επιπλέον τώρα είχαν την πρόθεση, αφού επανεξέτασαν το θέμα, να στείλουν εκεί το πεζικό 5.000 ανδρών (fanti) μαζί με τη γαλέτα και τα πυρομαχικά με τρεις βαριές γαλέρες, εξοπλισμένες όλες, τρία μεγάλα πλοία μεταφοράς και άλλα σκάφη, όταν βέβαια θα μπορούσαν να το κάνουν με ασφάλεια. Οι γαλέρες θα έφερναν στον Βενιέρ 70.000 δουκάτα για τις ανάγκες τού στόλου και 20.000 για την Κέρκυρα, όπως αυτός είχε ήδη ενημερωθεί (με επιστολή τής 22ας Ιουλίου). Για τη μεταφορά των στρατευμάτων στο προς νότο πέρασμά τους, καταπλέοντας την ακτή τής Αδριατικής, έπρεπε να περιμένουν τέτοια στιγμή, που θα γινόταν χωρίς τον φόβο τού Μεγάλου τουρκικού στόλου, ο οποίος είχε επιφέρει απόλυτο χάος στο νησί τής Ζακύνθου. Η Γερουσία θα διέθετε στους φτωχούς κατοίκους τού νησιού ξυλεία, για να ξαναφτιάξουν τα σπίτια τους. Στέλνονταν στον Βενιέρ αντίγραφα των τελευταίων επιστολών τού Τιέπολο από τη Γένουα (της 31ης Ιουλίου και 1ης Αυγούστου), από τις οποίες μπορούσε να δει με πόση προθυμία και θάρρος αναλάμβανε ο Δον Ζουάν την επιχείρησή του. Αν από τις γαλέρες τού Βενιέρ φαινόταν να λείπει αδικαιολόγητα ανθρώπινο δυναμικό, πράγμα που σίγουρα συνέβαινε, έπρεπε να εξηγήσει στον Δον Ζουάν, ότι «μεγάλη ποσότητα» (buona quantità) θα βρισκόταν στην Κέρκυρα και στην Κρήτη «και ότι από ώρα σε ώρα περιμένετε 5.000 περίπου άνδρες, οι οποίοι βρίσκονται πάνω στις μεγάλες γαλέρες και σε διάφορα άλλα πλοία, τα οποία θα βρεθούν στον δρόμο τους για να ενωθούν μαζί σας μόλις υπάρξει η δυνατότητα ασφαλούς διέλευσης».82

Οι Αυστριακοί αρχιδούκες Ρούντολφ και Ερνστ, οι οποίοι είχαν περάσει επτά περίπου χρόνια στην Ισπανία (1564-1571), είχαν πλεύσει με τον Δον Ζουάν από τη Βαρκελώνη. Τώρα επέστρεφαν στη χώρα τους στη Βιέννη και διασκέδαζαν μαζί με τον Δον Ζουάν στο κτήμα τού Τζιανναντρέα Ντόρια έξω από τη Γένουα. Ο Πάολο Μονέλια Τζουστινιάνι, τότε «διετής» δόγης (1569-1571), καθώς και εκατό μέλη τής γενουάτικης Σινιορίας, έκαναν τρεις επισκέψεις σε τρεις ημέρες στον Δον Ζουάν και στους αρχιδούκες. Ο Αψβούργος πρίγκηπας και οι νεαροί ανηψιοί του, ο Ρούντολφ και ο Ερνστ, δέχτηκαν επίσης επισκέψεις από τον Φραντσέσκο ντε Μέντιτσι, γιο τού Μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης, από τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, γιο τού Οττάβιο, δούκα τής Πάρμας, καθώς και από τον Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε, γιο τού Γκουϊντομπάλντο Β’, δούκα τού Ουρμπίνο.83 Οι Αλεσσάντρο και Φραντσέσκο Μαρία θα πήγαιναν με τον στόλο τού Δον Ζουάν. Ο Αλεσσάντρο ήταν ανηψιός τού Δον Ζουάν, όντας γιος τής ετεροθαλούς αδελφής τού τελευταίου, τής Μαργαρίτας τής Πάρμας. Ο Αλεσσάντρο είχε μπροστά του λαμπρή σταδιοδρομία και κάποια μέρα θα διαδεχόταν τον Δον Ζουάν ως γενικός κυβερνήτης τής Ολλανδίας.

Ανεβαίνοντας στη ναυαρχίδα του το βράδυ τής 31ης Ιουλίου, ο Δον Ζουάν απέπλευσε νωρίς το επόμενο πρωί. Με σύντομες στάσεις στη Λα Σπέτσια, στο Πορτ’ Έρκολε και στην Τσιβιταβέκκια, έφτασε στη Νάπολη στις 9 Αυγούστου, όπου τού επιφυλάχτηκε μεγάλη υποδοχή.84 Τώρα υπήρχαν περισσότερες καθυστερήσεις, τις οποίες ο Πίος Ε’ και η Σινιορία θεωρούσαν ασυγχώρητες, αλλά οι εκπρόσωποι τού βασιλιά πάντοτε βρίσκονταν πίσω από το χρονοδιάγραμμα κατά τις προετοιμασίες τους για την επάνδρωση και τον εξοπλισμό τού στόλου. Σε επίσημη τελετή στη Φραγκισκανική εκκλησία τής Σάντα Κιάρα, τόπο ταφής των Ανδεγαυών βασιλέων τής Νάπολης, ο Δον Ζουάν παρέλαβε το λάβαρο τής Ιεράς Συμμαχίας από τον καρδινάλιο ντε Γκρανβέλ. Υπήρχαν συνεχώς χοροί και δεξιώσεις, αλλά τότε, όπως μάς έχει υπενθυμίσει ο Σεράνο, δεν συνέβαινε να παραιτούνται οι Ισπανοί τής εποχής από τις πανηγυρικές γιορτές τους, ακόμη και σε περιόδους έκτακτης ανάγκης «ή όταν οι απαιτήσεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων απαιτούσαν τέτοια θυσία».85 Εν πάση περιπτώσει ο Δον Ζουάν ανέβηκε και πάλι στη ναυαρχίδα στις 20 Αυγούστου και τρεις ημέρες αργότερα μπήκε στο λιμάνι τής Μεσσίνα κάτω από βρυχηθμούς καλωσορίσματος των κανονιών.86

Στο μεταξύ από τις 13 μέχρι τις 19 Ιουνίου ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είχε παρακολουθήσει τη φόρτωση στην Τσιβιταβέκκια «γαλέτας και πυρομαχικών» (il biscotto e le munizioni), τα οποία είχε συγκεντρώσει γι’ αυτόν ο παπικός αξιωματούχος (referendary) Ντομένικο Γκριμάλντι. Τον μικρό στόλο τού Κολόννα αποτελούσαν δώδεκα γαλέρες, τις οποίες ο πάπας είχε μισθώσει από τον Κόσιμο Μέδικο (όχι από τούς Ενετούς), «με τη συμφωνηθείσα αμοιβή» (col convenuto stipendio). Είχε επίσης πάνω στις γαλέρες του πεζικό 1.600 ανδρών, χωρισμένο σε οκτώ λόχους. Είχαν προσληφθεί από τον Ονοράτο Καετάνι, άρχοντα τής Σερμονέτα. Στις 21 Ιουνίου ο Κολόννα απέπλευσε από την Τσιβιταβέκκια για τη Γκαέτα, όπου τον συνάντησε ο γαμπρός του, ο Αντόνιο Καράφα, δούκας τού Μοντραγκόνε, ο οποίος είχε αποφασίσει να ενωθεί μαζί του στην προσεχή επιχείρηση, προφανώς με δύο γαλέρες από τη Νάπολη. Στη Γκαέτα είχαν χαιρετήσει τον Κολόννα με βολές πυροβολικού και με συγκέντρωση όλου τού λαού και τού κλήρου. Στις 24 Ιουνίου έφτασαν στη Νάπολη, αφού πρώτα τον είχαν συναντήσει στο νησί τής Πρότσιντα, τρεις γαλέρες των Ιωαννιτών, που είχαν προσφερθεί να πάνε εθελοντικά με τη χριστιανική αρμάδα «ως τυχοδιώκτες και χωρίς μισθό». Βρίσκονταν υπό τις διαταγές τού Ενετού Πιέτρο Τζουστινιάν, ηγούμενου τής Μεσσίνα, όπου θα συγκεντρωνόταν η χριστιανική αρμάδα.

Στη Νάπολη ο Κολόννα έγινε δεκτός με «γιορτή και χαρά» (festa e allegrezza), που ξεπερνούσε την ικανότητα τού Σερένο να περιγράψει την υποδοχή. Είχε βγει όλη η πόλη για να δει την είσοδό του στο λιμάνι. Ο Κολόννα πέρασε εικοσιτρείς ημέρες στη Νάπολη, όπου οι Ιταλοί και οι Ισπανοί μετέτρεπαν τούς δρόμους σχεδόν σε πεδία μάχης. Περίμενε να ολοκληρωθεί το κύτος μιας γαλέρας στον ναπολιτάνικο ναύσταθμο. Θα αντικαθιστούσε μια από τις γαλέρες των Ιωαννιτών, «που ήταν παλιά και σε κάπως κακή κατάσταση για πολεμική υπηρεσία» (che per esser vecchia poco e mal’ atta era a’ servizi di guerra). Τελικά ο Κολόννα απέπλευσε από τη Νάπολη και έφτασε με τον στόλο του στη Μεσσίνα στις 20 Ιουλίου, όπου έγινε και πάλι δεκτός με εκπληκτικές επιδείξεις χαράς. Και πάλι επίσης οι Ισπανοί και οι Ιταλοί βρίσκονταν σε διαμάχες και αυτή τη φορά οι Ισπανοί ήσαν σίγουρα οι επιτιθέμενοι, αλλά ο Μαρκ’ Αντόνιο αποκατέστησε την ειρήνη, καταδικάζοντας κάποιους από αυτούς στα κουπιά των γαλερών και κρεμώντας άλλους, ύστερα από το οποίο ηρέμησε και περίμενε την άφιξη των Ενετών και τού Δον Ζουάν τής Αυστρίας.87

Για τούς Ενετούς ο Κολόννα δεν θα χρειαζόταν να περιμένει πολύ. Ο γενικός διοικητής Σεμπαστιάνo Βενιέρ, έχοντας φύγει από την Κέρκυρα δύο ώρες πριν από το ξημέρωμα στις 11 Ιουλίου, έφτασε στη Μεσσίνα στις 23 τού μηνός. Ο Κολόννα τον συνάντησε έξω από το λιμάνι για τη συνήθη ανταλλαγή βολών πυροβολικού. Στην αναφορά που έστειλε αργότερα ο Βενιέρ στον δόγη και τη Γερουσία (στις 29 Δεκεμβρίου 1572, δεκαπέντε σχεδόν μήνες μετά τη Ναύπακτο), κατήγγειλε ότι η ενετική παρουσία στη Μεσσίνα είχε προκαλέσει διπλασιασμό των τιμών. Αν και οι τοπικές αρχές δεν επέβαλαν κανένα δασμό (datio) στα τρόφιμα που αγόραζε ο Βενιέρ, αντιμετώπιζε προβλήματα με το νόμισμα και χρειάστηκαν κάποιες διαπραγματεύσεις για να αγοραστούν τα παλαμάρια, το σιτάρι και το κρασί που χρειαζόταν. Επιπλέον, καθώς δυσκολευόταν να προμηθευτεί τα απαραίτητα εφόδια στη Μεσσίνα, κάποια στιγμή ο Βενιέρ στράφηκε στην κοντινή Τρόπεα στην Καλαβρία με τριάντα γαλέρες, ενώ ο επιστάτης Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο έψαχνε αλλού με άλλο απόσπασμα γαλερών.88

Ο Βενιέρ ήθελε να προσθέσει στον στόλο του τις ενετικές γαλέρες τού «Κόλπου» (της Αδριατικής) στα νότια ιταλικά ύδατα, επειδή προέβλεπε την πιθανή προοπτική μεγάλης κλίμακας σύγκρουσης με την τουρκική αρμάδα. Η Γερουσία συμφωνούσε να τού στείλει οκτώ ή δέκα από τις καλύτερες γαλέρες τής Δημοκρατίας, όταν θα μπορούσαν να καταπλεύσουν την ακτή με λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους, οι οποίοι ήσαν τότε αχαλίνωτοι στην Αδριατική. Αλλά τα μέλη τής Γερουσίας φυσικά δεν επιθυμούσαν να δώσουν στους εκπροσώπους τού Φιλίππου Β’ πρόσχημα για καθυστέρηση με την προσδοκία κι άλλων γαλερών.89 Θα επιστρέψουμε σε λίγο στα προβλήματα τού Βενιέρ στη Μεσσίνα. Στη Βενετία η Σινιορία ήταν έντρομη με τον ερχομό τής αρμάδας τού εχθρού.

Οι Τούρκοι μετέτρεπαν σε ρημαγμένη έρημο «όλα τα νησιά μας στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Βενιέρ (στις 11 Αυγούστου), συμπεριλαμβανομένου τού νησιού τής Κέρκυρας. Είχαν ανακαταλάβει το φρούριο στο Σόποτο στην αλβανική ακτή απέναντι από την Κέρκυρα και προφανώς ετοιμάζονταν για άμεση επίθεση κατά τού Καττάρο (Κότορ) «και άλλων τόπων μας στην Αλβανία». Εικοσιπέντε τουρκικές γαλέρες είχαν εμφανιστεί στο λιμάνι τής Μπούντουα (Μπούντβα) στις 31 Ιουλίου, επιτέθηκαν στην πόλη, λεηλάτησαν το κάστρο τού Σαν Στέφανο και, καθώς ερχόταν το βράδυ, συνέχισαν προς το Ντούλτσινιο (Ούλτσινι). Οι Τούρκοι πλησίαζαν την ίδια την καρδιά τού ενετικού κράτους (penetrando nelle viscere del stato nostro), χωρίς να συναντούν κανένα εμπόδιο στον δρόμο τους. Ο Βενιέρ έπρεπε να καταστήσει σαφή στον Δον Ζουάν τής Αυστρίας και στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα την εξαιρετική σοβαρότητα τής κατάστασης. Οι ενετικές απώλειες ήσαν Ευρωπαϊκές απώλειες και είχαν ως αποτέλεσμα τη ντροπή τής Χριστιανοσύνης. Η Γερουσία περίμενε με αγωνία από ώρα σε ώρα, για να μάθει αν οι γαλέρες από τον Χάνδακα είχαν φτάσει στη Σικελία με ασφάλεια.90

Μια επιστολή τής 9ης Αυγούστου από το νησί τής Λεσίνα (Χβαρ) έφερνε στη Βενετία τη θλιβερή είδηση,

ότι η πόλη τού Ντούλτσινιο [Ούλτσινι] έχει καταληφθεί από την εχθρική αρμάδα, με θάνατο όλων εκείνων που βρίσκονταν στην πόλη, ότι η Μπούντουα [Μπούντβα] και το Αντίβαρι [Μπαρ] έχουν παραδοθεί ύστερα από αρκετές επιθέσεις και ότι η αρμάδα ανέβηκε στη συνέχεια προς το Καστελνουόβο [Χέρτσεγκ Νόβι] για να πισσάρει τις καρίνες (spalmare), ενώ υπάρχει πληροφορία ότι οι Τούρκοι θα επιτεθούν στο Καττάρο [Κότορ]. Λεγόταν εξάλλου ότι επρόκειτο να αφήσουν πενήντα γαλέρες στο Καστελνουόβο και στη συνέχεια να ανέβουν με τις υπόλοιπες μέχρι τη Ζάρα [Ζάνταρ] και ότι ο στρατός ξηράς τους κατευθυνόταν επίσης στο ίδιο μέρος….

Ο Βενιέρ έπρεπε μάλιστα να προειδοποιήσει τον Δον Ζουάν και τον Μαρκ’ Αντόνιο για τον κίνδυνο που συνόδευε την προέλαση των Τούρκων. Έπρεπε να έρθουν με κάθε ταχύτητα, για να βοηθήσουν τις παράκτιες κτήσεις τής Δημοκρατίας. Οι Τούρκοι είχαν γίνει κύριοι τής Αδριατικής. Αν δεν τούς σταματούσαν, σύντομα μπορούσαν να βρίσκονται στο Σαν Νικκολό, στο Μαλαμόκκο και στην Κιότζα, στις ακτές τής ίδιας τής Βενετίας (ai lidi di questa città).91

Στο μεταξύ ο δυστυχής γέρος Βενιέρ είχε τα προβλήματά του, αλλά εν πάση περιπτώσει οι Τούρκοι προφανώς έφθειραν την αρμάδα, η οποία θα αντιμετώπιζε σύντομα τούς χριστιανούς στο Λεπάντο (Ναύπακτο). Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Βενιέρ θα εύρισκε κρασί και γαλέτα στη Μεσσίνα, αλλά η πρόσληψη στρατιωτών ήταν πολύ πιο δύσκολη. Είχε πάρει εντολή από τον δόγη και τη Γερουσία να βάλει εκατό άνδρες πάνω σε κάθε γαλέρα (για να αντιστοιχεί με την παπική και ισπανική κατανομή στρατιωτών στις γαλέρες). Μη γνωρίζοντας την περιοχή και τούς πόρους της, ο Βενιέρ στράφηκε προς τον Κολόννα, ο οποίος τον διαβεβαίωσε, ότι με τη βοήθεια των συγγενών και των φίλων του θα μπορούσε να βρει τούς άνδρες, «αλλά οι στρατιώτες δεν θα έρθουν χωρίς τούς ηγέτες τους [capi], ούτε οι ηγέτες τους θα τούς αφήσουν να πάνε χωρίς αυτούς». Ο Κολόννα έλεγε ότι κάποιος Γκάσπαρο Τοράλτα μπορούσε να διαθέσει χίλιους διακόσιους άνδρες στην Καλαβρία, αλλά ότι ο Βενιέρ έπρεπε να κάνει τον Τοράλτα συνταγματάρχη (chel facessi colonello), με μισθό από ογδόντα μέχρι εκατό δουκάτα τον μήνα. Δεκαεπτά περίπου μήνες αργότερα, έχοντας παραιτηθεί από τη θέση του ως διοικητής, ο Βενιέρ εξηγούσε την κατάσταση στον δόγη και τη Γερουσία (στην αναφορά του τής 29ης Δεκεμβρίου 1572):

Αν και θεωρούσα ότι δεν είχα την εξουσία να δημιουργώ συνταγματάρχες, το έκανα έτσι κι αλλιώς τόσο γι’ αυτόν [Τοράλτα] όσο και για τον άρχοντα Πρόσπερο Κολόννα, ο οποίος εμφανίστηκε αργότερα. Έδωσα επίσης πολλά χρήματα σε άλλους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν πήρα ούτε τούς μισούς [από τούς απαιτούμενους] στρατιώτες, όπως μπορεί να δει η Γαληνότητά σας από τούς λογαριασμούς και γι’ αυτό είναι δυνατό να κατηγορηθώ, αλλά οι συνθήκες με υποχρέωσαν να κάνω αυτό που έκανα. Έδωσα επίσης χρήματα αντί για γαλέτα σε εκείνους που βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες και αν δεν το είχα κάνει θα είχα ξεμείνει από γαλέτα, αν και ο Δον Ζουάν μού δάνεισε αργότερα κάποια ποσότητα. Η έλλειψη γαλέτας μπορούσε να οδηγήσει σε απόλυτη καταστροφή. Όμως τα χρήματα δαπανήθηκαν προς μεγαλύτερο πλεονέκτημα τής Γαληνότητάς σας απ’ ό,τι αν είχαν δαπανηθεί για την αγορά γαλέτας, όπως θα δείτε από τούς λογαριασμούς, οι οποίοι πιστώνονται στον κύριο Μάρκο Φαλιέρ, τον επικεφαλής οικονομικό αξιωματικό μου (mio sopramasser), έναν εξαιρετικό άνθρωπο και πολύ κατάλληλο στη δουλειά του, που έχει κρατήσει και κρατά με κάθε επιμέλεια τούς λογαριασμούς τής Γαληνότητάς σας.

Στις 23 Αυγούστου ο Δον Ζουάν έφτασε [στη Μεσσίνα] με σαρανταδύο γαλέρες και τον υποδεχτήκαμε με όλες τις δυνατές τελετές. Η Υψηλότητά του μάς κάλεσε σε διαβούλευση και είπε, ότι έπρεπε να δούμε τι δυνάμεις είχαμε. Ανέφερε ότι είχε 84 γαλέρες, προσμετρώντας τις τρεις τής Σαβοΐας και εκείνες τής Μάλτας, καθώς και 7.000 Ισπανούς, 7.000 Γερμανούς και 6.000 Ιταλούς, όλους καλούς στρατιώτες. Ο άρχοντας Μαρκ’ Αντόνιο είπε ότι είχε λίγες γαλέρες, αλλά ότι ήσαν έτοιμες για δράση [ma bene ad ordine]. Εγώ είπα ότι είχα έρθει από την Κέρκυρα με 58 ελαφρές γαλέρες, έξι βαριές γαλέρες και τρία πλοία μεταφοράς και ότι στον δίαυλο τής Κέρκυρας δύο ελαφρές γαλέρες και δύο πλοία φορτωμένα με γαλέτα, πυρομαχικά και στρατιώτες είχαν καταληφθεί από την εχθρική αρμάδα, καθώς επίσης και ένα άλλο πλοίο στην Κεφαλονιά. Επιπλέον είχα στείλει τρία σκάφη στην Αδριατική (Golfo), ενώ είχα χάσει στους κινδύνους τής θάλασσας και τής φωτιάς επτά άλλα.

Βρισκόμουν έτσι με 48 [γαλέρες], οι οποίες δεν ήσαν καλά εφοδιασμένες με στρατιώτες λόγω τής ασθένειας, τής σύλληψης των πλοίων μας και τής πολιορκίας άλλων από την τουρκική αρμάδα, η οποία είχε πάει στην Αδριατική. Παρ’ όλα αυτά ο άρχοντας Πρόσπερο Κολόννα θα μού έφερνε 2.000 πεζικό και θα είχα 1.200 από τον δούκα τού Άτρι άλλους 1.200 από τον άρχοντα Γκασπάρο Τοράλτα και τέσσερις άλλους διοικητές με 800, συνολικά δηλαδή 5.100 άνδρες [sic]. Είπα ότι θα βρίσκονταν εδώ σε τάξη, αν δεν είχαν εμποδιστεί και ότι τα τρόφιμά τους καθυστερούσαν επίσης από τον αντιβασιλέα τής Νάπολης. Παρατήρησα ότι οι βαριές γαλέρες μου βρίσκονταν σε καλή κατάσταση και ότι περίμενα άλλες 60 γαλέρες από τον Χάνδακα. Ο Δον Ζουάν με ρώτησε για τούς στρατιώτες. Απάντησα ότι βάζουμε συνήθως 40 με 50 στρατιώτες πάνω σε κάθε γαλέρα, επειδή όλα τα πληρώματά μας συμμετέχουν στη μάχη [ότι δηλαδή υπήρχαν λίγοι σκλάβοι γαλερών]. Είπε: «Όποιος έχει πλεόνασμα, θα φροντίσει για τούς άλλους».

Ο Δον Ζουάν ζήτησε να τού δοθεί απογραφή των τροφίμων και ήθελε τις απόψεις μας για την [προσεχή] επιχείρηση. Απαντήσαμε ότι ενώ η Υψηλότητά του περίμενε τις άλλες γαλέρες του από τη Νάπολη και από τη Γένουα —και εμείς εκείνες από τον Χάνδακα— έπρεπε να βάλουμε τις παρούσες γαλέρες μας σε τάξη και στη συνέχεια να μπορέσουμε να συζητήσουμε την επερχόμενη εκστρατεία. Η απάντηση αυτή δόθηκε ύστερα από διαβούλευση με τον άρχοντα Μαρκ’ Αντόνιο. Η Υψηλότητά του ικανοποιήθηκε από αυτήν. Και έτσι, για να μην έχω μικρή ικανοποίηση χωρίς πολλή θλίψη, έλαβα επιστολές από τη Νάπολη για την απώλεια τού Ντούλτσινιο, τού Αντίβαρι και τής Μπούντουα, με την είδηση ότι η [τουρκική] αρμάδα κατευθυνόταν με τμήμα της προς το Καττάρο και με άλλο τμήμα της προς τη Ζάρα, προς την οποία κατευθυνόταν επίσης ο [τουρκικός] στρατός.

Είπαμε στην Υψηλότητά του, ότι όταν θα έρχονταν οι γαλέρες του από τη Νάπολη και από τη Γένουα και όταν θα είχαμε εφοδιάσει τις δικές μας με γαλέτα και στρατιώτες, ακόμη κι αν δεν είχαν φτάσει οι γαλέρες από τον Χάνδακα, έπρεπε να κατευθυνθούμε στον Τάραντα, για να μην αφήσουμε την τουρκική αρμάδα ελεύθερη να κάνει σε όλους μας ακόμη μεγαλύτερη ζημιά, έχοντας πάρει από εμάς το Ντούλτσινιο, το Αντίβαρι και τη Μπούντουα. Δηλώσαμε επίσης, ότι έπρεπε να αφήσουμε εντολές στη Μεσσίνα και κατά μήκος των ακτών τής Καλαβρίας, ότι οι γαλέρες από τον Χάνδακα έπρεπε να έρθουν στον Τάραντα, πράγμα το οποίο δεν θα παρεμπόδιζε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση επιθυμούσαμε να αναλάβουμε. Ο Δον Ζουάν έδειξε ότι τού άρεσε αρκετά η ιδέα και μάς έδωσε εντολές και επιστολές για τη γαλέτα, τα χρήματα και τούς στρατιώτες, που ο αντιβασιλέας [Γκρανβέλ] δεν ήθελε να συγκεντρώσει ο άρχοντας Πρόσπερο [στη Νάπολη], καθώς και για τα μετρητά τα οποία ο [Ενετός γραμματέας] Μπουονρίτσο έπρεπε να μάς στείλει, γιατί συναλλαγματικές επιστολές δεν ήταν δυνατό να αποκτηθούν.92

Ο γενικός διοικητής Βενιέρ, τού οποίου οι γαλέρες ήσαν οι πιο φθαρμένες, επανδρωμένες με άρρωστα πληρώματα και εφοδιασμένες με ανεπαρκή στρατεύματα, θα είχε αισθανθεί ακόμη «λιγότερη ικανοποίηση και περισσότερη θλίψη», αν είχε μάθει, ότι η Βενετία είχε χάσει όχι μόνο τα λιμάνια τής Αδριατικής Ντούλτσινιο, Αντίβαρι και Μπούντουα αλλά ότι δυστυχώς οι Τούρκοι είχαν πάρει την Αμμόχωστο. Ποτέ ξανά το λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου δεν θα ανέμιζε στους πύργους των κάστρων στην Κύπρο. Κάθε Ενετός θρηνούσε για το μέγεθος τής απώλειας για τη Δημοκρατία, καθώς και για τις πιθανές επιπτώσεις που θα ακολουθούσαν.93

Όταν η δύναμη επικουρίας υπό τον Μάρκο Κουρίνι, η οποία είχε φέρει άνδρες, πυρομαχικά και προμήθειες στην Αμμόχωστο, απέπλευσε για τον Χάνδακα στις 16 Φεβρουαρίου (1571), άφησε πίσω στην εμπόλεμη πόλη 4.000 πεζούς στρατιώτες, 800 τοπικούς πολιτοφύλακες, 3.000 αστούς και χωρικούς και 200 Αλβανούς μισθοφόρους. Έτσι μάς λέει ο Νέστορ Μαρτινένγκο, ο οποίος βρισκόταν στην πόλη σε όλη τη διάρκεια τής φοβερής πολιορκίας και επέζησε (όπως ο Άντζελο Γκάττο, ο Πιέτρο Βαλντέριο και άλλοι) για να πιστοποιήσει τον ηρωισμό και την αντοχή τού Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, τού Αστόρρε Μπαλιόνε, τού Λορέντσο Τιέπολο και πλήθους άλλων, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων κατοίκων τής πόλης και των χωρικών, που είχαν αναζητήσει αμφίβολο καταφύγιο πίσω από τα τείχη και τούς προμαχώνες τής Αμμοχώστου.94 Αμέσως μετά την πτώση τής Λευκωσίας, ο Τούρκος διοικητής Λάλα Μουσταφά πασάς μετέφερε τα στρατεύματά του και μερικά κανόνια σε περιοχή ακριβώς βόρεια και δυτικά τής Αμμοχώστου,95 ενώ στη συνέχεια τα εγκατέστησε σε τεράστιο στρατόπεδο στα νότια (και δυτικά) τής πόλης, απέναντι από το μεγάλο γωνιώδες οχύρωμα και την Πύλη τής Λεμεσού, από τούς προμαχώνες Αγίας Νάπας, Αντρούτσι και Καμποσάντο και από τον Πύργο τού Ναυστάθμου.96

Η πολιορκία ήταν ασύνδετη επιχείρηση κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1570-1571, αλλά ο ρυθμός επιταχύνθηκε με την έλευση τής άνοιξης, γιατί οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει «οτιδήποτε αναγκαίο για να επιτεθούν στο φρούριο», όπως λέει ο Μαρτινένγκο, «δηλαδή τεράστια ποσότητα σάκων από μαλλί, ξυλεία, κανόνια, εργαλεία χειρός και άλλα πράγματα, που μεταφέρονταν από απέναντι, από την Καραμανία και τη Συρία, με μεγάλη ταχύτητα». Στις αρχές Απριλίου ο Αλή πασάς επέστρεψε στην Κύπρο με ογδόντα γαλέρες, περισσότερους άνδρες και περισσότερες προμήθειες, «και στη συνέχεια αναχώρησε, αφήνοντας πίσω περίπου τριάντα γαλέρες, που διαπεραίωναν συνεχώς στρατεύματα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και οτιδήποτε άλλο αναγκαίο». Γαλεάσες (maone), πλοία μεταφοράς (palandarie) και άλλα μικρά, γρήγορα σκάφη (caramusalini) πηγαινοέρχονταν από την ηπειρωτική ακτή σε αδιάκοπη βιασύνη, «κάτω από τον φόβο τής χριστιανικής αρμάδας».

Στα μέσα Απριλίου οι Τούρκοι μετέφεραν άλλα δεκαπέντε κανόνια από τη Λευκωσία και άρχισαν να σκάβουν χαντάκια και χαρακώματα (fossi et trincere), έχοντας μετακινήσει τον καταυλισμό τους από περιοχές στα βορειοδυτικά προς τούς εκτεταμένους κήπους στα νότια τής Αμμοχώστου. Εγκαταστάθηκαν επίσης σε φρούριο που έχτισαν ακριβώς πέρα από το χωριό Πρετσίπολα, προς τα δυτικά, απέναντι από τούς προμαχώνες Πουλακιτσάρι, Μοράττο και Ντιοκάρι. Στις 25 Απριλίου έστηναν πια πυροβολεία (bastioni per metter l’ artegliaria) και έσκαβαν κι άλλα χαρακώματα για τούς μουσκετοφόρους τους, «το ένα κοντά στο άλλο, πλησιάζοντας [στα τείχη μας] σιγά-σιγά με τέτοιο τρόπο, που ήταν αδύνατο να απωθηθούν, γιατί εργάζονταν κυρίως τη νύχτα με περίπου 40.000 ‘πρωτοπόρους’ (guastadori) πάντοτε στη δουλειά».97 Εκτός από τούς «πρωτοπόρους» και τούς σκαπανείς, ο Γκάττο μάς διαβεβαιώνει, ότι ο Λάλα Μουσταφά πασάς είχε 7.000 ιππείς και 193.000 πεζούς στον στρατό του κάτω από τα τείχη τής Αμμοχώστου, που συγκροτούσαν τρομερό σύνολο 240.000 ανδρών.98 Αν και είναι σκόπιμο για τον συγγραφέα να γράφει τέτοιους αριθμούς, προφανώς ούτε ο ίδιος ούτε ο αναγνώστης θα τούς πιστέψουν.

Όπως στην Κέρκυρα το 1537 και στη Σιένα το 1554, όπως έχουμε δει, τώρα στα μέσα Απριλίου (1571) τα «άχρηστα στόματα» διώχνονταν από την Αμμόχωστο. Ο Βαλντέριο λέει ότι ήσαν 3.660 και ότι (παραδόξως) οι γενίτσαροι τα συνόδευσαν στην ασφάλεια των χωριών τους, όπου είχαν επαρκή μέσα συντήρησης.99 Ο Λορέντσο Τιέπολο, ο διοικητής τής Πάφου (Baffo), είχε αναλάβει να φτιάχνει ψωμί για τούς στρατιώτες, όπως μάς πληροφορεί ο Μαρτινένγκο, ενώ ο Βαλντέριο λέει ότι εργαζόταν κάτω από αυτόν. Το ψωμί φτιαχνόταν στον Ναύσταθμο, όπου ακονιζόταν και η πυρίτιδα.100

Καθώς οι εργάτες τού εχθρού έσκαβαν τα χαρακώματά τους μέρα με τη μέρα, τα έφτασαν τελικά μέχρι την εξωτερική πλευρά τής τάφρου που περιέβαλλε τα νότια τείχη. Έχοντας τελειώσει τα «φρούρια» και τα πυροβολεία τους, σύμφωνα με τον Μαρτινένγκο, στις 19 Μαΐου οι Τούρκοι άρχισαν το βομβαρδισμό με 74 μεγάλα κανόνια, «μεταξύ των οποίων υπήρχαν τέσσερις βασιλίσκοι, όπως ονομάζονται, τεράστιου μεγέθους». Ο κανονιοβολισμός τους εκτεινόταν από την Πύλη Λεμεσού δυτικά μέχρι τον Πύργο τού Ναυστάθμου στα ανατολικά, με τα περισσότερα πυρά να κατευθύνονται κατά τής Πύλης Λεμεσού και των προμαχώνων Αντρούτσι και Σάντα Νάπα. Αρχικά όμως οι Τούρκοι έβαλλαν λιγότερο κατά των τειχών απ΄ όσο εναντίον τής πόλης, προκαλώντας αναταραχή, που οδήγησε τούς στρατιώτες και τούς Έλληνες «να ζήσουν στα τείχη, όπου παρέμειναν μέχρι το τέλος». Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν πήρε τη θέση του στον προμαχώνα Αντρούτσι, ο Αστόρρε Μπαλιόνε σε εκείνον τής Αγίας Νάπας και ο Λορέντσο Τιέπολο σε εκείνον τού Καμποσάντο.101

Όπως και οι Μαρτινένγκο, Γκάττο και Ποντοκατάρο, ο Βαλντέριο ξεκινά επίσης τον σφοδρό βομβαρδισμό στις 19 Μαΐου και βάζει τούς Μπράγκαντιν και Μπαλιόνε στις επάλξεις Αντρούτσι και Αγίας Νάπας, η τελευταία από τις οποίες ήταν επίσης γνωστή ως Τζουντέκκα. Ο Βαλντέριο έχει περιγράψει αναλυτικά τον μεγάλο βομβαρδισμό τής 19ης Μαΐου, όταν φαινόταν στην Αμμόχωστο ότι ο κόσμος κατέρρεε σε ερείπια. Οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν όλη τη μέρα, αλλά οι χριστιανοί απαντούσαν με την ίδια αγριότητα και θρυμμάτισαν τα ενισχυμένα πυροβολεία των Τούρκων (forti), σκοτώνοντας πολλούς εχθρούς και καταστρέφοντας εκατό κανόνια.102 Οι Μαρτινένγκο, Γκάττο και Βαλντέριο είχαν λοιπόν κάθε λόγο να θυμούνται την 19η Μαΐου, όπως έχουμε κι εμείς, γιατί ήταν η μέρα κατά την οποία ο Πίος Ε’, οι Ενετοί και οι Ισπανοί συμφώνησαν τελικά στους όρους τής Ιεράς Συμμαχίας.

Όταν οι Τούρκοι άρχισαν τον βαρύ βομβαρδισμό τής Αμμοχώστου, η ενετική απάντηση ήταν ισχυρή και αποτελεσματική. Μάλιστα στις 22 Μαΐου ένας σκλάβος δραπέτευσε από το τουρκικό στρατόπεδο και ανέφερε, ότι η χριστιανική «αντιπυροβολαρχία» (contrabatteria) είχε σκοτώσει τόσο πολλούς άνδρες, περιλαμβανομένων μηχανικών και πυροβολητών, που όλος ο στρατός τού Λάλα Μουσταφά πασά φώναζε σε αυτόν «να σταματήσει τον βομβαρδισμό και την πολιορκία». Άλλοι πίστευαν, ότι ο χρόνος που θα χρειαζόταν για την πολιορκία θα επέτρεπε στους χριστιανικούς στόλους να ενωθούν και να καταστρέψουν τον στρατό τού σουλτάνου. Η τουρκική ανώτατη διοίκηση αποφάσισε να δοκιμάσει βομβαρδισμούς για τρεις ακόμη μέρες, τα αποτελέσματα των οποίων θα υποδείκνυαν ποια διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθεί. Ο συνεχιζόμενος βομβαρδισμός προκάλεσε κατάπληξη μέσα στην πόλη, όπως έχει σημειώσει ο Μαρτινένγκο. Επίσης προκάλεσε σοβαρή ανησυχία στον Μπράγκαντιν, στον Μπαλιόνε και στους άλλους ηγέτες των πολιορκημένων.

Γύρω στις 7 ή 8 μ.μ. στις 25 Μαΐου, σύμφωνα με τον Καλέπιο, ο Μουσταφά πασάς έστειλε γενίτσαρο στα τείχη τής πόλης με δύο επιστολές, μία προς τον Μπράγκαντιν ως διοικητή τής Αμμοχώστου και την άλλη προς τον Λορέντσο Τιέπολο, τον διοικητή τής Πάφου, προσφέροντας αναμφίβολα τούς συνήθεις τουρκικούς όρους για παράδοση. Ο Αστόρρε Μπαλιόνε έδιωξε τον γενίτσαρο. Ας συνέχιζε ο πασάς την πολιορκία. Οι χριστιανοί θα την αντιμετώπιζαν με το πλήρες φάσμα των όπλων τους. Οι στρατιώτες στα τείχη υποστήριζαν τον Μπαλιόνε με υβριστικές χειρονομίες και με την κραυγή «Ζήτω ο Άγιος Μάρκος» (Viva S. Marco) !103

Παρά την «επικουρία» (soccorso) τού Μάρκο Κουρίνι, υπήρχε έλλειψη πυρίτιδας εντός των τειχών. Στα τέλη Μαΐου «οι άνδρες μας» έκαναν καταμέτρηση τής πυρίτιδας «και βρήκαν να υπάρχουν μόνο 4.300 βαρέλια… και με τρεις ημέρες κανονιοβολισμών το ένα τρίτο από αυτά είχε καταναλωθεί». Δόθηκε λοιπόν εντολή να τη χρησιμοποιούν με φειδώ. Έπρεπε να πυροδοτούνται όχι περισσότερες από εκατό βολές σε κάθε δεδομένη απάντηση στον κανονιοβολισμό τού εχθρού. Οι Τούρκοι κατάλαβαν αμέσως την έλλειψη πυρίτιδας των Ενετών. Αύξησαν τα πυρά των κανονιών τους «και εξαπέλυσαν άλλη ομοβροντία περισσότερων από 4.000 βολές». Οι χριστιανοί πυροβολητές έπαιρναν τώρα εντολή να περιορίζουν κάθε ομοβροντία σε ογδόντα βολές «και έτσι κάθε μέρα από την απουσία δικών μας πυρών ο εχθρός ήξερε με βεβαιότητα, ότι [τα στρατεύματά μας] δεν είχαν πυρομαχικά». Οι Τούρκοι οδηγήθηκαν λοιπόν σε αύξηση τής πίεσής τους επί των υπερασπιστών, βομβαρδίζοντας τα τείχη νύχτα και μέρα, «έτσι ώστε στις 8 Ιουνίου βρέθηκαν πάνω από το εξωτερικό ανάχωμα τής τάφρου γύρω από το φρούριο, αναλαμβάνοντας την πλήρη κατοχή τού εξωτερικού αναχώματος, το οποίο ήταν τόσο ισχυρό, όσο τα τείχη, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να τούς επιτεθούν εκεί με κανένα τρόπο». Τότε οι υπερασπιστές ζήτησαν και πήραν «με μεγάλη δυσκολία» την άδεια να ρίχνουν είκοσι βολές τη μέρα και αυτό το έκαναν με μάλλον άχρηστο τρόπο, «ζώντας σε αναμονή επικουρίας».104

Οι Τούρκοι γέμιζαν σταδιακά με χώμα και μπάζα την τάφρο κατά μήκος τού νότιου τείχους, στο οποίο ήσαν επικεντρωμένες οι επιθέσεις τους, ενώ τώρα υπονόμευαν «το γωνιώδες οχύρωμα, τον πύργο τής Αγίας Νάπας, εκείνον των Αντρούτσι, εκείνον τού Καμποσάντο, το Παραπέτασμα και τον πύργο τού Ναυστάθμου» (al Revelino, al Torrione di S. Nappa, a quello de l’ Andruzzi, a quello di Campo Santo, alla Cortina, et al Torrione dell’ Arsenale). Το Παραπέτασμα (Cortina) ήταν το αύλιο τείχος μεταξύ Καμποσάντο και Ναυστάθμου. Οι χριστιανοί έριχναν πύρινες μπάλες (fuochi artificiati) στους επιτιθέμενους, «που έκαναν στον εχθρό ζημιά χωρίς τέλος». Έσκαβαν στοές ανθυπονόμευσης και ξεκινούσαν ξαφνικές εξορμήσεις κατά των Τούρκων. Ο Μαρτινένγκο εγκωμιάζει ιδιαίτερα τον Αστόρρε Μπαλιόνε: «ούτε σταματούσε ποτέ η θαυμάσια φιλοπονία και σκληρή δουλειά τού κυρίου Μπαλιόνε, που αποσκοπούσε σε κάθε δυνατή περίπτωση στη διατάραξη τού εχθρού με κάθε είδους ευστροφία και τέχνη» (nè si cessò mai con maravigliosa industria et fatica del Signor Baglione, che prevedeva a tutte queste cose, disturbar gli nimici con ogni maniera d’ ingegno et arte).105

Η πρώτη από τις επτά μεγάλες επιθέσεις ήρθε στις 21 Ιουνίου, όταν οι Τούρκοι πυροδότησαν νάρκη κάτω από τον Πύργο τού Ναυστάθμου. Έριξαν νέα στρατεύματα στις επιθέσεις τους πέντε ή έξι φορές (rinfrescandosi gl’ inimici cinque et sei volte), αλλά δεν κατάφεραν να μπουν στην πόλη. Ο Μπαλιόνε πολεμούσε προσωπικά στον απειλούμενο Ναύσταθμο. Η επίθεση κράτησε «πέντε συνεχόμενες ώρες» και πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν. Οι χριστιανοί έχασαν εκατό άνδρες σε νεκρούς και τραυματίες, όταν ένα απόθεμα από τις πύρινες μπάλες τους πήρε τυχαία φωτιά (per una disgratia de nostri fuoghi arteficiati).

Μια φρεγάτα είχε φτάσει από τον Χάνδακα στις 29 Μαΐου «γεμίζοντάς μας με ελπίδες για βοήθεια» και τώρα στις 22 Ιουνίου ερχόταν κι άλλη, «φέρνοντας νέα για ορισμένη σίγουρη βοήθεια», πράγμα που έφερε χαρά στους υπερασπιστές και τούς ενέπνευσε με ανανεωμένο σθένος.106 Η βοήθεια δεν ήταν ούτε ορισμένη ούτε σίγουρη. Οι ελπίδες τους ήσαν άστοχες. Όσο μάταιο κι αν ήταν το θάρρος τους, θα αποτελούσε πηγή υπερηφάνειας για τούς συμπατριώτες τους για πολλές γενιές. Από μήνα σε μήνα οι πολιορκημένοι είχαν λάβει ειδήσεις για επικείμενη επικουρία. Στην αρχή κιόλας τής πολιορκίας (στις 3 Οκτωβρίου 1570) φρεγάτα από τον Χάνδακα είχε φέρει την πληροφορία,

ότι η χριστιανική αρμάδα βρισκόταν στη Φοινίκη, εκατό μίλια μακριά από εμάς και ότι μέσα σε τρεις ή τέσσερις ημέρες θα εμφανιζόταν και θα ελευθέρωνε την πόλη από την πολιορκία, αλλά στη συνέχεια πήραμε μυστικά την είδηση, ότι αν και η αρμάδα είχε φτάσει μέχρι τη Φοινίκη, οι διοικητές [signori] είχαν διαβουλευτεί μεταξύ τους και αποφάσισαν να επιστρέψουν, τώρα που η πόλη τής Λευκωσίας έχει καταληφθεί….

Αλλά όπως λέει ο Βαλντέριο, η Αμμόχωστος ήταν το «κλειδί και το φρούριο» ολόκληρου τού βασιλείου τής Κύπρου και αν οι συμμαχικοί χριστιανικοί στόλοι «είχαν φανεί στον ορίζοντα αυτής τής πόλης και τού βασιλείου, έστω και μόνο εκατό σκάφη, η Κύπρος θα είχε σωθεί» (che se fossero comparse in vista di questa città e regno solamente cento vele, Cipro sarebbe ricuperato!).

Στην Αμμόχωστο, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στη Λευκωσία, Λατίνοι και Έλληνες, στρατιώτες και πολίτες, εργάζονταν από κοινού με φιλία και αγάπη, πράγμα που οδηγούσε τούς πολιορκημένους να πιστεύουν, «ότι ο Κύριός μας θα θελήσει να βοηθήσει ακόμη περισσότερο, επειδή υπάρχει τέτοια αγάπη ανάμεσα σε εμάς και τούς στρατιώτες, που δεν θα μπορούσαμε να επιθυμούμε περισσότερη!» (che nostro Signore ci volesse ajutare, tanto più che vi era un’ amorevolezza fra noi e soldati che maggiore non si poteva desiderare !). Κι όμως, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο καθώς η πολιορκία συνεχιζόταν από στεριά και θάλασσα, ενώ όταν όλα είχαν τελειώσει, ο Βαλντέριο στοχαζόταν και πάλι με λύπη τα μάταια δεινά τής πολιορκίας «και είχε χρειαστεί να φάμε γάτες, σκυλιά, άλογα, γαϊδούρια και ποντίκια, καθώς και κάθε άλλο ακάθαρτο ζώο, για να κρατηθούμε [στην Αμμόχωστο], αναμένοντας από ώρα σε ώρα την επικουρία και την απελευθέρωση»,107 που δεν ήρθε ποτέ.

Στις 29 Ιουνίου οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά σε στοά υπονόμευσης, που είχαν σκάψει στα θεμέλια τού γωνιώδους οχυρώματος. Διέλυσε τα πάντα στην περιοχή, λέει ο Μαρτινένγκο, «προκαλώντας τεράστια καταστροφή» (et fece grandissima rovina). Εφορμώντας πάνω από τα συντρίμμια οι Τούρκοι έκαναν τότε τη δεύτερη μεγάλη επίθεσή τους, υπό το άγρυπνο βλέμμα τού ίδιου τού Λάλα Μουσταφά πασά, επιτιθέμενοι στους υπερασπιστές ανάμεσα στα ερείπια τού γωνιώδους οχυρώματος και στο στηθαίο «με πολύ μεγάλη ορμή» (con grandissima furia). Οι υπερασπιστές έχασαν αρκετούς λοχαγούς και τριάντα στρατιώτες στη μετωπική σύγκρουση με τούς Τούρκους. Τραυματίστηκαν πολλοί χριστιανοί σημαιοφόροι και αξιωματικοί (alfieri et officiali). Οι Τούρκοι έκαναν ταυτόχρονες επιθέσεις στον Ναύσταθμο, όπου υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αν και μόνο πέντε χριστιανοί έχασαν τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Μαρτινένγκο τραυματίστηκε στο πόδι από βλήμα αρκεβούζιου. Στη διάρκεια και των έξι ωρών τής τουρκικής επίθεσης ο επίσκοπος Λεμεσού στεκόταν εκεί, κρατώντας ψηλά ένα σταυρό, «δίνοντας κουράγιο στους στρατιώτες, ενώ υπήρχαν και γενναίες γυναίκες, που ήρθαν για να βοηθήσουν τούς στρατιώτες με όπλα, πέτρες και νερό».

Βλέποντας πόσο άσχημα είχαν πάει στις επιθέσεις στις 21 και 29 Ιουνίου, «σε αυτές τις δύο επιθέσεις» (in questi due assalti), οι Τούρκοι άλλαξαν τη στρατηγική τους, επικεντρώνοντας τα πυρά των κανονιών στα νότια τείχη τού φρουρίου για μέρες. Έχτισαν επτά νέα πυροβολεία πιο κοντά στα τείχη, μετέφεραν σε αυτά πυροβολικό και σφυροκοπούσαν τα τείχη με ογδόντα κανόνια με τέτοια μανία, «που κατά τη διάρκεια τής ημέρας και τής νύχτας τής 8ης Ιουλίου μετρήθηκαν 5.000 βολές και ο εχθρός προκάλεσε τέτοιο κακό στα στηθαία μας, που μπορούσαμε να τα επισκευάσουμε μόνο με πολύ φοβισμένη προσπάθεια, επειδή οι άνδρες μας, που εργάζονταν εκεί, σκοτώνονταν συνεχώς από το πυροβολικό και από τις αδιάκοπες βολές των μουσκετοφόρων και είχαν απομείνει μόνο λίγοι». Το εσωτερικό οχύρωμα τού γωνιώδους οχυρώματος, η «υποχώρηση» (la retirata), είχε καταστραφεί τόσο ολοσχερώς από τούς Τούρκους κανονιοβολιστές και σκαπανείς, που δεν υπήρχε πια πλατφόρμα (piazza), γιατί οι υπερασπιστές χρησιμοποιούσαν τώρα ό,τι είχε απομείνει από την πλατφόρμα χοντραίνοντας τα αμυντικά στηθαία. Στη συνέχεια υπονόμευσαν τα ερείπια τού γωνιώδους οχυρώματος, «έτσι ώστε, όταν δεν θα ήσαν σε θέση να το κρατήσουν άλλο, να το αφήσουν στον εχθρό με σημαντικές δικές του απώλειες».108

Στις 9 Ιουλίου, ύστερα από ολοήμερο και ολονύχτιο βομβαρδισμό, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την τρίτη επίθεσή τους «στο γωνιώδες οχύρωμα, στον πύργο τής Αγίας Νάπας, και σε εκείνον των Αντρούτσι, στο Παραπέτασμα και στον πύργο τού Ναυστάθμου» (al Revelino, al Torrione di S. Nappa et a quello dell’ Andruzzi, alla Cortina, et Torrione dell’ Arsenale). Οι επιθέσεις κράτησαν περίπου έξι ώρες και απωθήθηκαν σε όλες τις τέσσερις θέσεις. Οι Τούρκοι όμως ανέβηκαν στο σπασμένο γωνιώδες οχύρωμα

με μεγάλες δικές τους και δικές μας απώλειες, γιατί οι άνδρες μας, όταν δέχτηκαν επίθεση, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δόρατά τους στον μικρό διαθέσιμο χώρο και θέλοντας να υποχωρήσουν, σύμφωνα με την εντολή που δόθηκε από τον κύριο Μπαλιόνε, έπεσαν σε σύγχυση και οπισθοχώρησαν αναμιγνυόμενοι με τούς Τούρκους, έτσι ώστε όταν πυροδοτήθηκε η νάρκη —τι φρικτό θέαμα!— σκότωσε περισσότερους από χίλιους τού εχθρού και πάνω από εκατό δικούς μάς άνδρες.

Κατά τη διάρκεια τής πεντάωρης επίθεσης κατά τού Ναυστάθμου ο Μαρτινένγκο τραυματίστηκε πάλι, αυτή τη φορά από θραύσμα βλήματος κανονιού (scaglia d’ artigliaria), ενώ κι άλλοι γενναίοι λοχαγοί σκοτώθηκαν.

Οι Αμμοχωστιανοί επέδειξαν μεγάλη ανδρεία σε όλα τα σημεία, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αλλά το γωνιώδες οχύρωμα είχε καταστραφεί τόσο πολύ από τη νάρκη, που δεν έγινε περαιτέρω προσπάθεια ανακατάληψής του, γιατί δεν είχε απομείνει χώρος για να πατήσει κανείς με ασφάλεια. Παρέμενε όρθια μόνο η αριστερή πλευρά (il fianco stanco), όπου βάλαμε κι άλλη νάρκη.109

Έχοντας κατεδαφιστεί το γωνιώδες οχύρωμα, οι Τούρκοι έκαναν στόχο τής τέταρτης επίθεσής τους την Πύλη Λεμεσού, που βρισκόταν πίσω από αυτό. Η επίθεση ήρθε στις 14 Ιουλίου. Ο Αστόρρε Μπαλιόνε και ο Αλβίζε Μαρτινένγκο, ο οποίος ήταν διοικητής των χριστιανών πυροβολητών, οδήγησαν αντεπίθεση εναντίον τού εχθρού, καθώς εφορμούσε στην Πύλη, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, σύμφωνα με τον Νέστορ Μαρτινένγκο, και τρέποντας τούς περισσότερους σε φυγή. Στη συνέχεια πυροδότησαν τη νάρκη στην αριστερή πλευρά τού γωνιώδους οχυρώματος, «που σκότωσε περίπου 400 Τούρκους και ο κύριος Μπαλιόνε απέκτησε λάβαρο τού εχθρού, αποσπώντας το από τα χέρια ενός σημαιοφόρου». Την επόμενη μέρα οι Τούρκοι προκάλεσαν έκρηξη νάρκης που είχαν τοποθετήσει σκάβοντας κάτω από το Παραπέτασμα (Cortina), μεταξύ Καμποσάντο και Ναυστάθμου, αλλά δεν τούς έκανε μεγάλο καλό. Δεν έκαναν επίθεση και παρέμειναν ικανοποιημένοι διευρύνοντας και ενισχύοντας τις «τραβέρσες» (traverse) στις τάφρους, για να προστατεύονται από τα διασταυρούμενα πυρά και να βελτιώσουν τη θέση τους για περαιτέρω επιθέσεις.

Εντός των τειχών οι γυναίκες μετέφεραν πέτρες και νερό για να σβήνουν τις φωτιές που έβαζαν οι Τούρκοι, οι οποίοι άναψαν τεράστιο σωρό ξύλων από δύσοσμο δέντρο, «ένα δέντρο που το λένε τέλια» (un legno detto teglia), μπροστά από την Πύλη Λεμεσού. Καιγόταν για τέσσερις ημέρες με ανυπόφορη δυσωδία και αύξανε αφάνταστα τη ζέστη στα μέσα Ιουλίου. Οι Τούρκοι ξανάχτισαν την πλατφόρμα (piazza) τού γωνιώδους οχυρώματος, τοποθετώντας ένα μικρό κανόνι με κατεύθυνση προς την Πύλη. Έσκαβαν κι άλλες στοές υπονόμευσης. Μέσα στην πόλη τελείωναν όλα, εκτός από την ελπίδα και το κουράγιο. «Το κρασί τελείωσε», μάς λέει ο Νέστορ Μαρτινένγκο,

και δεν μπορούσε να βρεθεί ούτε ωμό, ούτε παστό κρέας, ούτε τυρί, παρά μόνο σε τιμή πέρα από κάθε όριο. Τρώγαμε άλογα, γαϊδούρια, γάτες, γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να φάμε εκτός από ψωμί και φασόλια, τίποτε να πιούμε εκτός από ξύδι και νερό, το οποίο επίσης τελείωνε.

Οι Τούρκοι εργάζονταν πάντοτε, σκάβοντας στοές υπονόμευσης. Απέναντι από τον Πύργο τού Ναυστάθμου ύψωσαν τεράστιο παρατηρητήριο, τόσο ψηλό όσο ο ίδιος ο Πύργος (alto tanto quanto il nostro). Οι δυνάμεις υπεράσπισης είχαν τώρα μειωθεί σε περίπου πεντακόσιους Ιταλούς στρατιώτες, κουρασμένους από τη μεγάλη αγρυπνία τους, εξαντλημένους από τη μάχη κάτω από τον ήλιο που έκαιγε. Οι Έλληνες είχαν πάει καλά, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς και οι καλύτεροι από αυτούς είχαν πια σκοτωθεί.

Γύρω στις 20 Ιουλίου οι επικεφαλής πολίτες τής Αμμοχώστου αποφάσισαν τελικά να υποβάλουν έκκληση στον στρατιωτικό διοικητή Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, ότι

αφού το φρούριο είχε περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση, χωρίς υπερασπιστές, χωρίς προμήθειες και χωρίς ελπίδα για βοήθεια και αφού είχαν υποσχεθεί τη ζωή και τις περιουσίες τους για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους και να υπηρετήσουν την επιφανέστατη Σινιορία, έπρεπε τώρα αυτός να προθυμοποιηθεί να παραδοθεί με αξιότιμους όρους, φροντίζοντας την αγνότητα των συζύγων τους και την ασφάλεια των παιδιών τους, που θα γίνονταν λεία τού εχθρού. Ο Μπράγκαντιν τούς απάντησε με ευγενικά λόγια, προσπαθώντας να καθησυχάσει τούς φόβους τους. Έλεγε ότι θα ερχόταν βοήθεια. Προσπαθούσε να ανακουφίσει τον τρόμο που είχε μπει στο μυαλό όλων. Ύστερα από αίτησή τους έστειλε φρεγάτα στον Χάνδακα, για να ενημερώσει τις αρχές για τα δεινή θέση στην οποία βρίσκονταν.110

Οι υπερασπιστές δεν είχαν πια τα μέσα για να συντηρηθούν. Είχαν ξεμείνει από πυρίτιδα, «πράγμα που ήταν πραγματικά μαρτύριο σε ένα νησί τόσο μακριά [από βοήθεια], σπρωγμένο στο ίδιο το στόμα τού λύκου», όπως το θέτει ο Βαλντέριο, «γιατί σε έξι ώρες ο εχθρός έπαιρνε από τόπους στη δική του χώρα οτιδήποτε χρειαζόταν και εμείς δεν είχαμε πια ούτε κάρβουνο ούτε νιτρικό κάλιο, πράγμα που ήταν η σωτηρία τους και η δική μας καταστροφή».111 Έχουμε ήδη σημειώσει ότι ο Αστόρρε Μπαλιόνε έδιωξε απότομα τον γενίτσαρο, τον οποίο είχε στείλει ο Λάλα Μουσταφά πασάς (στις 25 Μαΐου) με επιστολές προς Μπράγκαντιν και Λορέντσο Τιέπολο. Ο Μπαλιόνε είχε συμβουλεύσει τον γενίτσαρο να πει στον Μουσταφά, ότι οι πολιορκημένοι θα χρησιμοποιούσαν το πλήρες φάσμα των όπλων τους για να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους, αλλά τώρα (όπως ο Μουσταφά γνώριζε καλά) τούς είχαν μείνει λίγα όπλα, μόνο δόρατα και σπαθιά και λίγοι άνδρες για να τα κρατούν.112

Δεν είναι λοιπόν παράξενο, ότι στις 23 Ιουλίου ο Μουσταφά έγραψε στον ίδιο τον Μπαλιόνε. Το γράμμα ήταν σύντομο και ρίχτηκε πάνω από τα τείχη με βέλος:

Εγώ, ο Μουσταφά πασάς, θέλω από εσάς, κύριέ μου στρατηγέ Αστόρρε, να καταλάβετε ότι πρέπει να μού παραδώσετε την πόλη για το δικό σας καλό, γιατί γνωρίζω ότι δεν έχετε κανένα μέσο επιβίωσης, ούτε πυρίτιδα ούτε καν άνδρες για να συνεχίσετε την άμυνά σας. Αν παραδώσετε την πόλη με καλή διάθεση, θα χαριστεί σε όλους σας η ζωή μαζί με τα υπάρχοντά σας και θα σάς στείλουμε στη γη των χριστιανών. Διαφορετικά θα αρπάξουμε την πόλη με το μεγάλο σπαθί μας και δεν θα αφήσουμε κανένα από εσάς ζωντανό! Σκεφτείτε το καλά.

Η επιστολή τού πασά έστειλε τον Μπράγκαντιν και τούς διοικητές σε άμεση διαβούλευση. Ο Βαλντέριο και οι συνάδελφοί του Αμμοχωστιανοί δεν ήξεραν τι μορφή έπαιρναν οι συζητήσεις τους. Επί τού παρόντος όμως γινόταν πρόταση στους τοπικούς «διοικητές» ως ηγέτες τής κοινότητας, να εμφανιστούν ενώπιον τού Μπράγκαντιν και των εξοχότατων κυρίων (eccellentissimi signori) με τον υποκόμη τους, δηλαδή με τον Βαλντέριο, για να πουν ότι ήταν προφανές, ότι η πόλη τής Αμμοχώστου είχε χαθεί και ότι έπρεπε να λυπηθούν τις συζύγους και τα παιδιά τους. Έπρεπε να πάρουν υπόψη τι συνέβη στη Λευκωσία. Οι Ιταλοί στρατιώτες συνειδητοποιούσαν ότι θα σφάζονταν όλοι στην επόμενη επίθεση. Ένας Αμμοχωστιανός ήρθε στον Βαλντέριο, μάλιστα για λογαριασμό των στρατιωτών (ή τουλάχιστον έτσι λέγεται), για να τον προτρέψει «ως επικεφαλής τής πόλης» (come capo della città) να πάει ενώπιον τού Μπράγκαντιν και των διοικητών

στο όνομα τής [τοπικής] αριστοκρατίας και τού λαού, μαζί με τούς επιστάτες και τη δημοτική κυβέρνηση (università), για να τούς κάνουν να καταλάβουν, ότι τώρα βλέπουμε ότι είμαστε έτοιμοι να γίνουμε λεία ανά πάσα στιγμή των εχθρών μας και ότι πιστεύουμε ότι στερούμαστε κάθε ελπίδας για βοήθεια…

Οι εξοχότατοι (eccellentissimi) έπρεπε να οργανώσουν τούς όρους τής παράδοσης.

Ο Βαλντέριο δεν ήταν πρόθυμος να κάνει αυτό που τού ζητήθηκε, αλλά διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων κάποιος Δρ Γκάλλο, ο οποίος ήταν επίτροπος τής δημοτικής κυβέρνησης «και γιατρός μας», τον διαβεβαίωσε ότι είχαν πράγματι σταλεί από τον ίδιο τον Μπράγκαντιν (sua Signoria illustrissima), για να ζητήσουν από τον υποκόμη να κάνει έκκληση στις εξοχότητές τους για παράδοση. Zητούσαν μάλιστα από τον Βαλντέριο να το κάνει γραπτώς. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, εκτός αν ο ίδιος ο κύριος Αστόρρε τού έλεγε ότι η πόλη βρισκόταν σε τέτοιο κίνδυνο.

Στα τέλη Ιουλίου ο Μπράγκαντιν ήρθε να δει τον Λορέντσο Τιέπολο, «αυτόν τής Πάφου» (quello di Baffo), στον Ναύσταθμο, όπου ο Βαλντέριο δούλευε με τον Τιέπολο «φτιάχνοντας ψωμί για το σύνολο τής πολιτοφυλακής από σιτάρι τού βασιλείου». Ο Μπαλιόνε είχε έρθει επίσης. Ξαφνικά πλησίασε τον Βαλντέριο.

«Κύριε υποκόμη», είπε ο Μπαλιόνε,

Πολλές φορές θέλησα να μιλήσω για τα πράγματα, ιδιαίτερα με εσάς, αλλά έχω εμπλακεί στις πολλές δραστηριότητες στις οποίες με έχετε δει. Και με εσάς τον ίδιο εδώ στον Ναύσταθμο να φροντίζετε για το σημαντικό ζήτημα τού ψωμιού, δεν ήταν δυνατό να μην ενθαρρυνθώ. Έχω ενημερωθεί από τούς ανθρώπους σας, ότι σάς έχουν ικετεύσει να εμφανιστείτε ενώπιον των Εξοχοτήτων τους και να ζητήσετε να παραδοθεί η πόλη στον εχθρό, τώρα που δεν μπορούμε πια να την υπερασπιστούμε. Τούς είπατε ότι δεν θα το κάνετε, αν δεν δηλώσω εγώ θετικά ότι η πόλη έχει χαθεί. Τώρα σάς λέω, ότι σάς δίνω τον λόγο μου σαν κύριος, ότι η πόλη έχει πέσει. Στην επόμενη επίθεση δεν θα μπορέσουμε να τούς αντιμετωπίσουμε, όχι μόνο επειδή οι στρατιώτες μας είναι λίγοι και τώρα τόσο εξαντλημένοι, αλλά λόγω τής πυρίτιδας, από την οποία έχουν μείνει μόνο πεντέμιση βαρέλια….113

Ο Γκάττο πίστευε, ότι την τελευταία μέρα τής πολιορκίας οι υπερασπιστές είχαν μόνο περίπου επτά βαρέλια με πυρίτιδα, πέντε βαρέλια χονδρόκοκκη πυρίτιδα για τα κανόνια και δύο με καλά αλεσμένη πυρίτιδα, για χρήση από τούς μουσκετοφόρους.114

«Οι Εξοχότητές τους», λέει ο Βαλντέριο, «βρίσκονταν στη μία πλευρά τού δωματίου και εμείς βαδίζαμε πάνω-κάτω στην άλλη». Όταν σταμάτησε να μιλά ο Μπαλιόνε, κάποια άτομα πλησίασαν τον Βαλντέριο, ιδιαίτερα ο λοχαγός Ματτέο Κόλτι και ο Δρ Γκάλλο, λέγοντας σε αυτόν, ότι έπρεπε να υποβάλει την επίσημη αίτηση παράδοσης εκ μέρους των Αμμοχωστιανών «και να μην καθυστερεί άλλο». Πιάνοντας τον Μπαλιόνε από το χέρι, ο Βαλντέριο μίλησε στις εξοχότητές τους κάπως εκτεταμένα. Μέχρι εκείνη την ώρα, έλεγε, είχε πιστέψει τις σταθερές διαβεβαιώσεις τους, ότι η χριστιανική αρμάδα θα ερχόταν «για να μάς ελευθερώσει από αυτόν τον πόλεμο». Κάθε πρωί επισκεπτόταν τις εξοχότητές τους. Στις ερωτήσεις του έλεγαν πάντοτε ότι όλα ήσαν μια χαρά (che stavano benissimo). Δεν ήταν επαγγελματίας στρατιώτης, αλλά είχε πάντοτε προσπαθήσει να ενθαρρύνει τούς Αμμοχωστιανούς με τις διαβεβαιώσεις που τού έδιναν οι εξοχότητές τους. Από εκείνα που τού είχε μόλις πει ο κύριος Αστόρρε, ήταν σαφές ότι είχε εξαπατηθεί και ότι ο ίδιος με τη σειρά του είχε παραπλανήσει τον λαό, «αλλά μακάρι η αγάπη τού Θεού να απαλλάξει από αυταπάτες τις άριστες εξοχότητές σας, γιατί έχω θα απαλλάξω από αυταπάτες τούς ανθρώπους που περιμένουν μια δήλωση αλήθειας από μένα». Ο κύριος Αστόρρε είχε καταστήσει σαφές, ότι με την «παραμικρή επίθεση» (minimo assalto) η πόλη θα έπεφτε.

Προφανώς, δήλωνε ο Βαλντέριο, μάταια είχε κοπιάσει. Είχε στρατολογήσει και στείλει να πολεμήσουν τούς ντόπιους στρατιώτες «σε μεγάλους αριθμούς» (in gran numero) και τώρα τόσο οι ντόπιοι στρατιώτες όσο και οι πολίτες ήσαν έτοιμοι να πέσουν στα χέρια τού εχθρού. Αυτή δεν ήταν δίκαιη ανταμοιβή (guiderdone) για τον μόχθο του. Η ζωή του είχε υπάρξει ατέλειωτος «ιδρώτας» (che ho tanto sudato) για να βρει στέγη για τούς στρατιώτες. Είχε στείλει φτωχούς αγρότες σε όλη την ύπαιθρο, για να φέρουν μέσα στην πόλη τρόφιμα και ζωοτροφές, κάρβουνα και ξύλα. Είχαν αποτολμήσει ακόμη και μέχρι τη Λεμεσό (σύμφωνα με τον Βαλντέριο) για κρασί, λάδι, πίσσα και άλλα πράγματα. Είχαν όλα πέσει στους ώμους του. Είχε τελειώσει τη θητεία του ως υποκόμης τής Αμμοχώστου (il tempo del mio reggimento), αλλά οι εξοχότητές τους είχαν αρνηθεί να επιτρέψουν την επιλογή διαδόχου του. Αν και ήταν αντίθετο με το έθιμο να αναλαμβάνει ένας υποκόμης να φτιάχνει ψωμί, αυτό ήταν ένα από τα καθήκοντα που τού είχαν αναθέσει οι εξοχότητές τους. Έπρεπε να φροντίσει τούς φτωχούς ανθρώπους καθώς και τούς στρατιώτες. Είχε πέσει πάνω του η ευθύνη να παίρνει από αυτούς που είχαν για να δίνει σε εκείνους που δεν είχαν, έτσι ώστε μέχρι τώρα, με τη βοήθεια τού Θεού, οι υπερασπιστές τής Αμμοχώστου είχαν ζήσει μαζί με ειρήνη, φιλανθρωπία και ομόνοια (et io fui che ne tolevo da chi ne aveva, dispensandolo a quelli che non ne avevano sicch è finora coll’ ajuto di Dio si ha vissuto in pace, carità, et unione).

Οι Αμμοχωστιανοί είχαν μοιραστεί τούς δικούς τους πόρους με τούς Ιταλούς στρατιώτες καθώς και με την τοπική πολιτοφυλακή, «ξοδεύοντας όλα όσα είχαν, για να πείσουν τον κόσμο για την εμπιστοσύνη τους». Είχαν χύσει το αίμα τους χωρίς πληρωμή, είχαν εκθέσει τα σπίτια τους στην καταστροφή και είχαν δουλέψει μέρα και νύχτα με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να βοηθήσουν να σωθεί η πόλη από τούς Τούρκους, «όπως εσείς, άρχοντες μου, έχετε δει με τα μάτια σας μέχρι αυτή την ώρα». Είχαν φάει κρέας αλόγου και κάθε άλλου ακατάλληλου ζώου, γιατί ένα κομμάτι βοδινού κρέατος κόστιζε 140 σόλιδους, χοιρινού 80 σόλιδους, ένα αυγό κόστιζε ένα ολόκληρο βυζαντινό (bezant), μια κότα ένα δουκάτο και τα καυσόξυλα 25 δουκάτα το φορτίο. Οι Αμμοχωστιανοί είχαν φθαρεί και εξαθλιωθεί για να σώσουν το φρούριο, επιδεικνύοντας μεγαλύτερη τόλμη και πνεύμα από κάθε άλλο λαό για έναν αιώνα. Τώρα έπρεπε να τεθεί τέλος στην αιματοχυσία και ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους οι Αμμοχωστιανοί θα πήγαιναν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στη σκλαβιά, «όπως έχει δείξει το παράδειγμα τής Λευκωσίας» (quanto il specchio di Nicosia ci ha dimostrato). Αλλά οι εξοχότητές τους και οι διοικητές, «που είναι άνθρωποι τού πολέμου» (che sono uomini da guerra), ας διαβουλεύονταν ξανά. Έπρεπε να φτάσουν στην αλήθεια. Αν εύρισκαν την κατάσταση απελπιστική, έπρεπε να κάνουν δεκτό το αίτημα των Αμμοχωστιανών για παράδοση. Αν όμως υπήρχε ελπίδα επιτυχίας και σωτηρίας, οι Αμμοχωστιανοί θα ξεπερνούσαν την παράδοση, «γιατί είμαστε έτοιμοι να κρατήσουμε αυτή την πόλη με το αίμα μας μέχρι το απόλυτο τέλος, για λογαριασμό τής επιφανέστατης Σινιορίας».115

Ως υποκόμης τής πόλης, ο Βαλντέριο είχε υποβάλει επίσημο αίτημα για παράδοση. Όταν τελείωσε την ομιλία του, οι εξοχότητές τους αποσύρθηκαν για λίγο, αλλά σύντομα επέστρεψαν και ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, ο διοικητής τής Αμμοχώστου, απάντησε στον Βαλντέριο με δάκρυα:

Κύριε υποκόμη, έχω ακούσει όλα όσα είπατε τόσο στη δική σας περιγραφή, όσο και σε εκείνη των διοικητών (της τοπικής πολιτοφυλακής) και τής πόλης, τής οποίας είστε ο επικεφαλής. Μπορώ μόνο να σάς ευχαριστήσω, γιατί ξέρω, ότι είστε ο πατέρας όλων αυτών. Έχετε υπάρξει πολύ πιστός στην επιφανή Σινιορία μας από την αρχή. Αν και είχε τελειώσει η θητεία σας στη διακυβέρνηση πριν από ένα χρόνο, όταν έπεσε πάνω μας ο πόλεμος, δεν ήθελα να επιτρέψω να αναληφθεί η διαχείριση των υποθέσεων από άλλους…. Σε αυτή τη σοβαρή επιχείρηση την οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, ήθελα τα ζητήματα να περνούσαν από τα χέρια σας. Ναι, έχω αναγνωρίσει την αφοσίωση, την ετοιμότητα και την πίστη αυτών των διοικητών και τού λαού, που ανταποκρίνονταν και στην παραμικρή εντολή μου…. Αν με την παραχώρηση τής χάρης τής θείας Μεγαλειότητάς του επιστρέψω στη Βενετία, δεν θα πάψω ποτέ να διακηρύσσω τόσο στη Σινιορία μας αλλά και σε όλο τον κόσμο την ανδρεία και την ετοιμότητα όλων σας, κύριοι τής Αμμοχώστου, γιατί το όνομα και η ανδρεία σας θα ζει για πάντα. Αλλά πρέπει να ξέρετε, ότι από την αποστολή που μού έχει ανατεθεί, μού απαγορεύεται επί ποινή θανάτου να παραδώσω την πόλη. Συγχωρήστε με. Δεν μπορώ να το κάνω.

Τότε μίλησε ο Αστόρε Μπαλιόνε με παθιασμένη διαμαρτυρία. Η πόλη είχε χαθεί. Θα έπεφτε στο άμεσο μέλλον με την πρώτη επίθεση. Ο Μπράγκαντιν και ο ίδιος μπορούσαν να πεθάνουν στα τείχη για να προστατεύσουν την τιμή τους, «γιατί είμαστε στρατιώτες». Θα ήταν όμως φοβερό να επιτρέψουν να χαθούν τόσο πολλές ζωές. «Έχοντας επιτελέσει το χρέος μας για την υπεράσπιση [τής πόλης], δεν έχουμε παραλείψει τίποτε». Περίμεναν τη χριστιανική αρμάδα μέχρι εκείνη την ώρα, ίσως «την τελευταία ώρα τής ζωής μας». Αν είχαν υποκύψει στους Τούρκους χωρίς τόσο πολλές επιθέσεις, βομβαρδισμούς και κακουχίες, ο νόμος θα μπορούσε να απαιτήσει την τιμωρία την οποία υπαινισσόταν η Σινιορία στο έγγραφο τής αποστολής τού Μπράγκαντιν, αλλά δεν ήταν πια νομικό το ζήτημα. Ο Μπαλιόνε κατέληγε λοιπόν στο συμπέρασμα, ότι ήταν πρέπον και αρμόζον να ικανοποιήσουν τον λαό, «και όλοι οι άλλοι διοικητές τον υποστήριξαν». Τότε συμφωνήθηκε, ότι οι Αμμοχωστιανοί έπρεπε να υποβάλουν εγγράφως αίτηση για παράδοση και αφού συμμετείχαν σε επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος το επόμενο πρωί, «θα κάνουμε ό,τι μάς φωτίσει ο Θεός να κάνουμε».116

Η περιγραφή τού Βαλντέριο για τον πόλεμο τής Κύπρου, που γράφτηκε μετά τα γεγονότα τα οποία περιγράφει και αναμφίβολα τα βελτιώνει κάπως, είναι προφανώς «απολογία υπέρ τής ζωής του» (apologia pro vita sua). Αν και ο ανώνυμος χρονικογράφος τής πολιορκίας τής Αμμοχώστου και ο Αλεσσάντρο Ποντακατάρο αναφέρονται και οι δύο στον Βαλντέριο ως υποκόμη τής πόλης, χωρίς να τον προσδιορίζουν ονομαστικά, οι Ιταλοί συγγραφείς τής εποχής διασώζουν στις αφηγήσεις τους κυρίως τα ονόματα των Ιταλών στρατιωτών και των ηρώων τής πολιορκίας, αποκλείοντας σχεδόν τούς άλλους υπερασπιστές τής Αμμοχώστου. Μάς δίνουν βέβαια τα ονόματα μερικών Αλβανών, αλλά πολύ λίγων Ελλήνων, ενώ από αυτούς τούς Αλβανούς σχεδόν όλοι ήσαν λοχαγοί. Όμως ο Βαλντέριο, ο «δήμαρχος» (visconte, υποκόμης) τής Αμμοχώστου, στον οποίο είχε ανατεθεί να φτιάχνει ψωμί, δεν ήταν στρατιώτης (profession mia non fu di guerra).117 Μισο-Ιταλός ή όχι, ο Βαλντέριο (όπως και ο Ματτέο Κόλτι) ήταν ντόπιος «Έλληνας» τής Αμμοχώστου. Μάλιστα σε κάποιο σημείο στο έργο του ο Βαλντέριο αναφέρεται στο «χωριό μου, την Τράπεζα, τόπο που απέχει τρία μίλια από την Αμμόχωστο».118 Σε κάθε περίπτωση, όταν αργότερα ο Βαλντέριο αποδείχτηκε χρήσιμος για τούς Τούρκους, εξαφανίστηκε από τα μάτια των Ιταλών.

Ό,τι κι αν συνέβαινε, οι ομιλίες τις οποίες ο Βαλντέριο αποδίδει στον εαυτό του και στον Μπαλιόνε όντως απεικονίζουν τις διαφορετικές απόψεις των Αμμοχωστιανών από τη μία πλευρά και των Ενετών διοικητών από την άλλη. Η εύγλωττη απάντηση τού Μπράγκαντιν προς τον Βαλντέριο αντηχεί σαν επανάληψη των λέξεων τού ίδιου τού διοικητή. Στο υποτιθέμενο κείμενο τής έκκλησης για παράδοση, «στο κείμενο που παρουσιάστηκε στους Εξοχότατους» (La Scrittura presentata alli Eccellentissimi), το οποίο λέγεται ότι είχε συντάξει ο Βαλντέριο με τις συμβουλές τού Μπαλιόνε, έχουμε εκτεταμένη επανάληψη τής πίστης και αφοσίωσης των Αμμοχωστιανών στην Ενετική Σινιορία, όπως γινόταν φανερή από τις προσπάθειές τους των προηγουμένων δεκαοκτώ μηνών. Όταν οι Τούρκοι γέμιζαν την τάφρο με χώμα και μπάζα, οι Αμμοχωστιανοί την καθάριζαν, φέρνοντας το χώμα μέσα στην πόλη για να προσθέσουν στις οχυρώσεις. Είχαν κατασκευάσει έντεκα παρατηρητήρια (cavaliers) στους προμαχώνες, είχαν επεκτείνει τα πρανή (spalti) στην εξωτερική πλευρά τής τάφρου και είχαν προσφέρει κάθε δυνατή υπηρεσία, για να φέρουν τις οχυρώσεις κατά το δυνατό πιο κοντά στην τελειότητα. Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας η στέρηση είχε μεγαλώσει την αποφασιστικότητά τους. Οι θάνατοι των φίλων αύξαναν την ανδρεία των επιζώντων. Όλοι είχαν πάρει τα όπλα «για να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας και να διατηρήσουμε την αφοσίωσή μας και κάτω από αυτό το ιερότατο όνομα και λάβαρο τού Αγίου Μάρκου» (per difendere la nostra patria e conservarla alla devozion e sotto questo santissimo nome e vessillo di San Marco). Έλληνες και Ιταλοί είχαν πολεμήσει μαζί εναντίον των βαρβάρων απίστων.

Σύμφωνα με το κείμενο τής έκκλησης για παράδοση (Scrittura), οι Αμμοχωστιανοί είχαν μέχρι τότε υποφέρει εξηνταοκτώ μέρες ανήκουστου βομβαρδισμού, 150.000 γύρους βαρέος πυροβολικού, συμπεριλαμβανομένων βολών από 106 βασιλίσκους και περισσότερων από 100 άλλα κανόνια. Δεν είχαν δειλιάσει από την καταστροφή των παλατιών και των σπιτιών τους, των εκκλησιών και άλλων κτιρίων κατά τη διάρκεια των επτά άγριων επιθέσεων που είχαν υποστεί μέχρι τότε,119 ούτε από τις φοβερές νάρκες που είχαν κάνει όλη τη γη να τρέμει, ούτε από την πυρκαγιά στην Πύλη Λεμεσού, ούτε από οτιδήποτε άλλο. Αν και δεν είχαν την πολεμική εμπειρία των Ιταλών, δεν είχαν παραλείψει να σταθούν στο πλευρό τους, για να αντιμετωπίσουν (σύμφωνα πάντοτε με τον Βαλντέριο) τον στρατό «300.000 ατόμων» τού εχθρού. Οι Αμμοχωστιανοί είχε καταβάλει τίμημα για την πίστη τους στην Βενετία με τούς θανάτους γιων και αδελφών, συγγενών και φίλων. Είχαν αποδεχθεί χάλκινα χρήματα για νομίσματα. Μάλιστα, όπως λέει ο Βαλντέριο με αγανάκτηση, «αυτός ο πόλεμος έχει γίνει με τα χρήματά μας, όπως γνωρίζουν οι άριστες εξοχότητές σας» (et col nostro danaro questa guerra è stata fatta, come lo sanno le vostre signorie eccellentissime). Η υποσχεθείσα βοήθεια, η «συνδρομή και βοήθεια» (soccorso et ajuto), δεν ερχόταν ποτέ, καθώς οι Αμμοχωστιανοί παρατηρούσαν τούς Τούρκους να κατακλύζουν σταδιακά την πόλη τους με κανόνια και κάθε είδους χωματουργικά έργα.

Η λεγόμενη αίτηση για παράδοση συνεχίζεται κι άλλο σε θλιβερή μονοτονία απελπισίας, υπενθυμίζοντας τις ελλείψεις τροφίμων και πυρίτιδας και προβλέποντας την εισροή των Τούρκων. Δεν είχε έρθει βοήθεια από τον Χάνδακα. Ούτε καν μια λέξη δεν είχε έρθει, παρ’ όλες τις υποσχέσεις. Η ευθύνη για την πτώση τής πόλης «ενώπιον τού Θεού και ενώπιον όλου τού κόσμου» θα βάραινε εκείνους που είχαν αποτύχει να στείλουν βοήθεια. Ο Βαλντέριο έκλεινε με έκκληση προς τις εξοχότητές τους να χορηγήσουν στους απελπισμένους πια Αμμοχωστιανούς σωτηρία από τον τελικό αφανισμό, «όπως συνέβη στη δύστυχη Λευκωσία» (come avvenne all’ infelice Nicosia). Ίσως ήταν δυνατό να σωθεί η πόλη, οι πολίτες και τα αγαθά τους, «όπως ο εχθρός έχει προσφερθεί να κάνει με τις διομολογήσεις, στις οποίες οι άριστες εξοχότητές σας μπορούν να συμφωνήσουν» και έτσι οι Αμμοχωστιανοί [που επιθυμούσαν] θα μπορούσαν να επανεγκατασταθούν σε ενετική επικράτεια και να ζήσουν τη ζωή τους και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους υπό την αιγίδα τής Σινιορίας και τής πίστης στον Χριστιανισμό.

Σύμφωνα με το κείμενο μας, στις 26 ή 27 Ιουλίου εμφανίστηκε ενώπιον των εξοχοτήτων τους, τού Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, διοικητή τού βασιλείου τής Κύπρου και τού Λορέντσο Τιέπολο, διοικητή τής Πάφου, παρουσία τού Αστόρρε Μπαλιόνε, τού Αλβίζε Μαρτινένγκο και πολλών άλλων διοικητών και στρατιωτών, εμφανίστηκε λοιπόν ο επιφανής κύριος Πιέτρο Βαλντέριο, υποκόμης τής εν λόγω πόλης τής Αμμοχώστου, μαζί με τούς δικαστές τής πόλης, τούς πολίτες και πολλά άλλα άτομα, που υπέβαλαν [σε αυτούς] την επιστολή που αναφέρθηκε πιο πάνω, ζητώντας να ληφθεί αυτή υπόψη με δικαιοσύνη και σύνεση από τις άριστες εξοχότητές τους, σε περίπτωση που η πόλη φαινόταν να βρίσκεται σε τέτοια δεινά, ώστε να μη μπορούν να την υπερασπιστούν, όπως είχαν πει ότι συνέβαινε οι δικοί τους εμπειρογνώμονες….

Αλλά αν οι Κύριοι Διοικητές (Signori Capitani) ορκίζονταν ότι ήταν ακόμη δυνατό να αμυνθεί η πόλη, τότε απέσυραν την αίτησή τους και υπόσχονταν τη ζωή και τις περιουσίες τους «για να διατηρηθεί αυτή η πόλη για την επιφανέστατη Σινιορία τής Βενετίας, ως υποτελείς τής οποίας είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε». Το νόημα τής αίτησης είναι προφανές. Ο Βαλντέριο και οι Αμμοχωστιανοί απέφευγαν την πιθανότητα μεταγενέστερης κατηγορίας για προδοσία.

Με την παραλαβή τής αίτησης, οι Μπράγκαντιν, Τιέπολο και Μπαλιόνε αποσύρθηκαν, καλώντας τούς διοικητές για επίσημη διαβούλευση, ύστερα από την οποία εμφανίστηκε ο Μπράγκαντιν και πάλι με δάκρυα στα μάτια και απεύθυνε και άλλη ομιλία στον Βαλντέριο. Επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τη νομιμοφροσύνη τού υποκόμη και εκείνη των Αμμοχωστιανών. Κανένας εντός των τειχών δεν είχε αποτύχει στο καθήκον του να υπερασπιστεί την πόλη. Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στην παράδοση. Δινόταν στον Βαλντέριο η ευθύνη εξεύρεσης τρόπου ενημέρωσης τού Λάλα Μουσταφά πασά, για την ετοιμότητα τής ενετικής ανώτατης διοίκησης να διαπραγματευτεί και να πετύχει αναστολή των όπλων. Ο Βαλντέριο συσκέφτηκε αμέσως με «εκείνους τής πόλης» και πάρθηκε η απόφαση να στείλουν με οποιονδήποτε δυνατό τρόπο επιστολή προς τον πασά, προσφερόμενοι στο όνομα των Αμμοχωστιανών να κανονίσουν με τούς «άρχοντες μας» να εγκαταλείψουν την πόλη με έντιμους όρους (a patti onesti). Η επιστολή ευχαρίστησε τούς Κύριους Διοικητές (Signori Capitani), γιατί δεν αναφερόταν στους στρατιωτικούς.120

Ο Μαρτινένγκο λέει, ότι ύστερα από εκτεταμένες εκρήξεις ναρκών κατά μήκος τού νότιου τείχους, στις 29 Ιουλίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν την πέμπτη, την έκτη και την έβδομη επίθεσή τους (στις 29, 30 και 31 τού μηνός), που οδήγησαν στην κατάπαυση πυρός τής 1ης Αυγούστου. Στη δική του περιγραφή τής πέμπτης επίθεσης, ο Γκάττο προσδιορίζει διάφορους πασάδες, μπέηδες και σαντζακμπέηδες, μαζί με τούς προμαχώνες, τις πυροβολαρχίες και τα καμπύλα προτειχίσματα (mezze lune) στα οποία επιτίθεντο. μάς λέει επίσης, ότι μετά την έκτη επίθεση είχαν απομείνει ζωντανοί στην πόλη το πολύ εννιακόσιοι Ιταλοί και πολλοί από αυτούς είχαν τραυματιστεί από βολές κανονιών, βλήματα αρκεβουζίων ή από κάποιον άλλο τρόπο. Και τελικά ο Γκάττο απεικονίζει την έβδομη επίθεση ως «πολύ φρικιαστική γενική επίθεση σε όλες τις πυροβολαρχίες» (horrendissimo assalto generale a tutte le batterie).121

Για οποιονδήποτε λόγο, όπως και ο συμπατριώτης του Κύπριος Ποντακατάρο, ο Βαλντέριο δεν μάς λέει τίποτε γι’ αυτές τις τελευταίες επιθέσεις. Λέει όμως, ότι ο Μπαλιόνε ήθελε να φροντίσει, ώστε η επιστολή που προοριζόταν για τον Μουσταφά πασά να παραδινόταν «εκείνο το βράδυ», γιατί η τελευταία επίθεση θα ερχόταν το πρωί (perchè s’ aspettava la mattina l’ ultimo assalto). Μπορούσε άραγε να παραδώσει κάποιος την επιστολή στα χέρια τού Μουσταφά; Ναι, είπε ο Βαλντέριο, θα ήταν εύκολο. Ο κοντινός Πύργος τού Καμποσάντο βρισκόταν υπό την ευθύνη τού λοχαγού Ματτέο Κόλτι και τού λόχου του. Οι Τούρκοι υπονόμευαν τον Πύργο και οι άνδρες τού Κόλτι είχαν σκάψει στοά για να καταστρέψουν την υπονόμευση (contraminando). Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει εκεί με τον εχθρό και να τούς δώσει την επιστολή, η οποία σίγουρα θα παραδινόταν στον πασά. Ο Κόλτι κλήθηκε και ανέλαβε να παραδώσει την επιστολή στα χέρια των Τούρκων το ίδιο βράδυ. Το έκανε αμέσως. Η απάντηση τού Μουσταφά ήρθε την αυγή τής επόμενης μέρας. Απευθυνόταν στον Μπαλιόνε:

Κύριε Αστόρρε, στρατηγέ αυτής τής πόλης: Έχω ενημερωθεί από τούς άνδρες τής Αμμοχώστου ότι είναι πρόθυμοι να μού παραδώσουν την πόλη και ότι θα κανονίσουν να την παραδώσετε και εσείς. Έχω αναστείλει τα όπλα που θα μάτωναν από τα σώματά σας και σήμερα βέβαια κανένας από εσάς, από το υψηλότερο μέχρι τον χαμηλότερο, δεν θα είχε μείνει ζωντανός. Τώρα, για το δικό σας καλό, να στείλετε δύο από τούς ανθρώπους σας εδώ σε εμάς. Θα στείλω επίσης δύο δικούς μου σε εσάς, ώστε να μπορέσουμε να συζητήσουμε και να κανονίσουμε τούς όρους. Να είστε καλά. Μουσταφά πασάς, στρατηγός τής Κύπρου και τής αρμάδας και τού στρατού τού Μεγάλου Αυτοκράτορα (Gran Imperator).

Ο Μπαλιόνε έδωσε την επιστολή στον Μπράγκαντιν και βγήκαν στον Ναύσταθμο για να δουν τον Τιέπολο, ο οποίος κάλεσε τον Βαλντέριο. Τώρα που ήσαν διατεθειμένοι να παραδοθούν, τα πάντα εξαρτώνταν από το αποτέλεσμα (consiste il tutto nel fine). Ζητήθηκε από τον Βαλντέριο να επιλέξει δύο Αμμοχωστιανούς, με τη σύμφωνη γνώμη των συμπολιτών του, οι οποίοι θα πήγαιναν στο τουρκικό στρατόπεδο ως όμηροι μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία. Σύμφωνα με τον Ποντακατάρο η λευκή σημαία παράδοσης υψώθηκε στο τείχος τής πόλης την 1η Aυγούστου.122 Ο Βαλντέριο λέει, ότι ο ίδιος επέλεξε ως ομήρους τον λοχαγό Ματτέο Κόλτι και τον κύριο Φραντσέσκο Καλέργκι κατόπιν συμβουλής των συντρόφων του, αλλά ο Μπράγκαντιν δήλωσε ότι ο κόμης Έρκολε Μαρτινένγκο ήθελε να πάει να δει «αυτόν τον τουρκικό στρατό και εξοπλισμό» (quell’ esercito et apparato Turchesco) και έτσι ο Καλέργκι δεν στάλθηκε στον πασά.

Το πρωί τής 2ας Αυγούστου ο Αστόρρε Μπαλιόνε, συνοδευόμενος από τον Βαλντέριο (σύμφωνα με την περιγραφή τού τελευταίου), έβγαλε τούς Μαρτινένγκο και Κόλτι με σώμα ιππικού από την Πόρτα ντελ Ντιαμάντε,123 η οποία τώρα αφηνόταν ανοικτή, για να πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή ομήρων με τούς Τούρκους. Έξω από την Ντιαμάντε συνάντησαν τον υπασπιστή ή οικονόμο (majordomo) τού Μουσταφά πασά, «αυτόν που ονομάζουν κεχαγιά» (che loro chiamano cheragià) και τον υπαρχηγό τού αγά των γενιτσάρων, «οι οποίοι μπήκαν στην πόλη με μεγάλη ομάδα και από εκείνη τη στιγμή ήταν δική τους, γιατί όλοι μαζεύονταν να δουν τι συνέβαινε με το πρόσχημα τής συμφωνίας».

Όποιος ήθελε, μπορούσε τώρα να μπει στην πόλη, να περπατήσει πάνω στα ερείπια, λέει ο Βαλντέριο, γιατί οι σκοπιές είχαν αποσυρθεί. «Πήγαμε στην πόλη», συνεχίζει,

στο σπίτι τού εκλιπόντος διοικητή Αντόνιο Γκρεγκέττι, όπου ζούσε ο κύριος Αστόρρε και όπου η εξοχότητά του είχε ετοιμάσει συμπόσιο προς τιμήν τους και έχοντας αναζωογονηθεί με ασυνήθιστη αυτοσυγκράτηση, άρχισαν να μάς μιλάνε όταν απομακρύνθηκαν τα πιάτα τού φαγητού: «Κύριε Αστόρρε, εσείς που είστε ο στρατηγός, γιατί δεν έχουμε δει τον διοικητή σας, θέλουμε να παραδοθεί αυτή η πόλη στον αυτοκράτορά μας χωρίς περισσότερη φασαρία»…

Ως βασιλιάς τής Ιερουσαλήμ, «κάτω από την οποία βρισκόταν το βασίλειο τής Κύπρου» (al qual il regno di Cipro è sottoposto), ο σουλτάνος Σελήμ Β’ ήταν επίσης βασιλιάς τής Κύπρου. χριστιανοί λήστευαν μουσουλμάνους προσκυνητές στον δρόμο τους προς και από τη Μέκκα, χρησιμοποιώντας την Κύπρο ως βάση και κανένας δεν ήταν ασφαλής όταν ταξίδευε στα κυπριακά ύδατα. Ο πατέρας τού σουλτάνου Σελήμ [ο Σουλεϊμάν] ήταν πια πολύ γέρος για να μπορεί να ασχολείται με τα πολυάριθμα παράπονα για χριστιανική πειρατεία, τα οποία υποβάλλονταν στην Πύλη, αλλά τώρα ο Σελήμ είχε στείλει στρατό «300.000 ατόμων», για να προστατεύεται η ασφάλεια των προσκυνητών και τα δικαιώματά του ως βασιλιά τής Ιερουσαλήμ.124

Ο Μπράγκαντιν είχε αφήσει τις διαπραγματεύσεις με τούς Τούρκους «ομήρους» στον Μπαλιόνε, ο οποίος ζητούσε να χαριστεί η ζωή στους υπερασπιστές, να διατηρήσουν τα όπλα και τα αγαθά τους, πέντε κομμάτια πυροβολικού και τα τρία καλύτερα άλογα. Ζήτησε επίσης ασφαλή διέλευση προς Χάνδακα, σύμφωνα με τον Μαρτινένγκο, με συνοδεία γαλερών «και να παραμείνουν οι Έλληνες στα σπίτια τους και να εξακολουθούν να απολαμβάνουν την ιδιοκτησία τους, ζώντας ως χριστιανοί».

Ο Γκάττο, ο Ποντακατάρο και ο ανώνυμος χρονικογράφος λένε όλοι ότι οι Τούρκοι «όμηροι» πρόσφεραν στους χριστιανούς «λευκή επιταγή» για την παράδοση, υποσχόμενοι να συμμορφωθούν με τούς όρους που θα πρότειναν οι υπερασπιστές. Φαίνεται από την περιγραφή τού Βαλντέριο, ότι ο Μουσταφά πασάς είχε όντως συμφωνήσει στις διομολογήσεις τού Μπαλιόνε, αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε να επιτρέψει στους Ενετούς να πάρουν τα πέντε κομμάτια πυροβολικού, από φόβο για ταραχή στον τουρκικό στρατό, επειδή δεν ήταν πρακτική των Τούρκων να εγκαταλείπουν πυροβολικό και να επιτρέπουν την απομάκρυνσή του από κατακτημένο έδαφος. Όταν οι υπασπιστές (majordomos) τού πασά και τού αγά το εξήγησαν αυτό στον Βαλντέριο (στις 3 Αυγούστου), τούς είπε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα «τώρα που τον είχαν κάνει βαΐλο τους» (…giacchè mi anno fatto bailo loro), αλλά ότι έπρεπε να εξετάσουν το θέμα με τον Μπαλιόνε. Το έκαναν, προσθέτει ο Βαλντέριο, «και έχοντας μιλήσει μεταξύ τους στα κρυφά, γιατί εγώ απομακρύνθηκα από αυτό το πρόβλημα, δεν ξέρω τι έγινε».125

Εκτός από την εξαγωγή τού πυροβολικού ο Μουσταφά πασάς αποδέχτηκε τούς όρους τού Μπαλιόνε. Σύμφωνα με τον Μαρτινένγκο, οι Τούρκοι έστειλαν αμέσως γαλέρες και άλλα σκάφη στο κλειστό λιμάνι τής Αμμοχώστου:

Οι [χριστιανοί] στρατιώτες άρχισαν να επιβιβάζονται και όταν οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν πάνω στα σκάφη και οι κυβερνήτες των πλοίων ήθελαν να αναχωρήσουν, ο διακεκριμένος Μπράγκαντιν έστειλε εμένα [τον Μαρτινένγκο] το πρωί τής 5ης Αυγούστου με επιστολή του προς τον Μουσταφά, η οποία τον πληροφορούσε, ότι το βράδυ ήθελε να πάει σε αυτόν και να τού παραδώσει τα κλειδιά, ότι θα άφηνε τον διακεκριμένο Τιέπολο στο φρούριο και ότι στο μεταξύ [ο Μουσταφά] έπρεπε να φροντίσει, ώστε να μη γίνει τίποτε που θα στενοχωρούσε εκείνους μέσα στην πόλη… γιατί μέχρι εκείνη την ώρα οι σχέσεις των Τούρκων με όλους εμάς τούς υπόλοιπους ήσαν φιλικές και χωρίς καχυποψία, γιατί είχαν δείξει μεγάλη ευγένεια προς εμάς τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις.

Ο Μουσταφά είπε στον Μαρτινένγκο, ότι μπορούσε να ενημερώσει τον Μπράγκαντιν να αισθάνεται ελεύθερος να έρθει όποια στιγμή επιθυμούσε. Ανυπομονούσε να τον συναντήσει, «λόγω τής μεγάλης ανδρείας που είχαν επιδείξει αυτός και οι άλλοι διοικητές και στρατιώτες» (per il molto valore che haveva provato in lui et negli altri capitani et soldati). Μάλιστα ο Μουσταφά έλεγε, ότι παντού, όπου κι αν βρισκόταν, θα επαινούσε την ανδρεία των υπερασπιστών τής Αμμοχώστου. Όχι, ο πασάς υποστήριζε ότι δεν θα επέτρεπε να κάνουν κακό στους πολίτες και αυτό δηλώνει ο Μαρτινένγκο ότι ανέφερε ο ίδιος στον Μπράγκαντιν.126

Όσο για τον Βαλντέριο, οι όροι στους οποίους ο Μουσταφά πασάς έδινε τη συγκατάθεσή του ήταν μια σχεδόν χωρίς νόημα σύμβαση που συνόδευε την κατάπαυση τού πυρός. Οι Τούρκοι ξεχύνονταν ήδη στην πόλη και λεηλατούσαν σπίτια και εκκλησίες, γιατί οι χριστιανοί στρατιώτες, τουλάχιστον οι Λατίνοι, είχαν ήδη πάει με τα πράγματά τους στην ακτή για επιβίβαση. Ο οικονόμος (majordomo) τού πασά διέθεσε είκοσι γενίτσαρους στον Βαλντέριο για τη φρούρηση των κεντρικών δρόμων τής πόλης (alla custodia delle contrade), όπου οι κάτοικοι είχαν τα μέσα να εξαγοραστούν από τούς καταπιεστές τους. Αν και κάποιοι ήσαν σκληρά πιεζόμενοι, θα μπορούσαν να σώσουν μέρος τής περιουσίας τους, αν άντεχαν οικονομικά, «αλλά οι φτωχοί άνθρωποι που είχαν ήδη καταστραφεί, επειδή δεν είχαν τα μέσα για να πληρώσουν, είχαν απογυμνωθεί από οτιδήποτε τούς είχε απομείνει». Ο Βαλντέριο έστειλε δύο γενίτσαρους να φρουρούν την ελληνική εκκλησία, αλλά εκείνοι περιπλανήθηκαν μακριά με το πρόσχημα ότι πήγαιναν να δουν τον αγά τους, οπότε άλλοι διέρρηξαν την εκκλησία, τη λήστεψαν και τη λεηλάτησαν. Απέσπασαν βίαια το ασήμι από τις εικόνες, καταστρέφοντας τα πάντα.

Οι πολίτες δυσκολεύονταν όλοι πολύ να προστατεύσουν τα ίδια τους τα σπίτια, γιατί οι Τούρκοι έμπαιναν σε αυτά με τη βία «και προσπαθούσαν να γίνουν οι ίδιοι κύριοι των συζύγων και των τέκνων τους και μα τον Θεό, είχα έναν από αυτούς τούς γενίτσαρους υπό την ευθύνη μου, ο οποίος μού είχε κοστίσει μόνο αυτός περισσότερα από σαράντα ζεκίνια (zecchini) σε οκτώ μέρες». Όλοι οι ευκατάστατοι Αμμοχωστιανοί μοιράζονταν τα δεινά τού Βαλντέριο, γιατί έπρεπε να παρέχουν γεύματα στους πιο σημαντικούς Τούρκους, που έμπαιναν στα σπίτια τους χωρίς πρόσκληση και για τούς οποίους έπρεπε να βρουν φαγητό και ποτό, προσποιούμενοι ότι τούς ήσαν ευπρόσδεκτοι. Πολλές φορές, όπως μάς λέει ο Βαλντέριο, οι Αμμοχωστιανοί υποχρεώνονταν να ψυχαγωγούν τούς Τούρκους εισβολείς

από το πρωί μέχρι το βράδυ ή από το βράδυ μέχρι το πρωί, αλλά αφού βρισκόμουν στην υπηρεσία τους και τούς είπα τι μού συνέβαινε, μού έστειλαν δύο γενίτσαρους, που δεν έπρεπε να επιτρέπουν σε κανένα να περάσει από αυτόν τον δρόμο και έτσι το σπίτι μου παρέμεινε ήσυχο, αλλά ο Θεός ξέρει τι μού κόστισαν αυτοί σε δύο μέρες!127

Παρ’ όλα αυτά, όπως καθιστά σαφές η αναφορά τού Βαλντέριο, δεν είχαν υποχρεωθεί όλοι οι Αμμοχωστιανοί να τρώνε άλογα, σκυλιά και γάτες κατά τη διάρκεια των χειρότερων ημερών τής πολιορκίας. Όπως και σε άλλες εποχές και σε άλλους τόπους, τα δεινά αυτά προορίζονταν για τούς φτωχούς.

Ο Βαλντέριο σημειώνει, ότι ο Μουσταφά πασάς πίεζε τούς Μπράγκαντιν, Τιέπολο και Μπαλιόνε για την παράδοση τού φρουρίου, αλλά κανείς δεν μπορούσε να βρει αχθοφόρους (bastasi) για να μεταφέρει τα υπάρχοντά του στην ακτή. Οι στρατιώτες ενδιαφέρονταν για τα δικά τους πράγματα και οι πολίτες ήσαν απασχολημένοι προσπαθώντας να προστατεύσουν τα σπίτια τους, που ήσαν «γεμάτα Τούρκους». Τελικά όμως στις 5 Αυγούστου, που ήταν ημέρα Κυριακή και γιορτή τής Σάντα Μαρία ντέλλα Νέβε, ο Μπράγκαντιν είπε στον Βαλντέριο (ο οποίος δεν αναφέρει τον Νέστορ Μαρτινένγκο), ότι έπρεπε να συνοδεύσει αυτόν και τον Μπαλιόνε σε επίσκεψη στον πασά. Ο Βαλντέριο έπρεπε να παραδώσει τα κλειδιά τής πόλης στον Τούρκο στρατηγό.

Ένας έμπορος που ονομαζόταν Άντζελο ντι Νικκολό θα πήγαινε επίσης, φέρνοντας μαζί του «μεταξωτό ύφασμα σε μεγάλη αφθονία για να το δώσει ως δώρο στον πασά και σε εκείνους τούς άλλους άρχοντες». Ο Βαλντέριο προσθέτει, ότι

ο επιφανής υπασπιστής (majordomo) τού Μουσταφά πασά μού είπε ότι έπρεπε να πάω μαζί του για να φιλήσω το χέρι τού πασά πριν από την αναχώρηση τού εξοχότατου [Μπράγκαντιν]. Ευρισκόμενος μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, ζήτησα συγνώμη, λέγοντας ότι άρμοζε σε μένα ως υποκόμη να φέρω τα κλειδιά τής πόλης ενώπιον τού εξοχότατου διοικητή και έτσι αναχώρησε, έχοντας αποδεχτεί τη δικαιολογία μου.

Κατά την κακή ώρα τού εσπερινού, ο Μπράγκαντιν, ο Μπαλιόνε, ο Βαλντέριο και πολλοί άλλοι κύριοι βγήκαν από την Πόρτα ντελ Ντιαμάντε, ακολουθούμενοι από στρατιώτες με δορυπελέκεις και αρκεβούζια με φραγμένα τα φιτίλια. Σαλπιγκτές προχωρούσαν μπροστά από αυτούς. Ο Μπράγκαντιν φορούσε κατακόκκινο δαμασκηνό μανδύα, επενδεδυμένο με βαθυκόκκινο σατέν. Κάποιος Πιέτρο Πάολο Σέντα κρατούσε πάνω από το κεφάλι του ομπρέλα ήλιου, που ήταν σύμβολο εξουσίας. Διακόσιες χιλιάδες Τούρκοι συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν το θέαμα και να εκσφενδονίσουν βρισιές εναντίον των ηττημένων υπερασπιστών τής Αμμοχώστου, οι οποίοι έφτασαν τελικά στο υπόστεγο τού Μουσταφά πασά. Καθώς αφίππευαν, ο Μουσταφά σηκώθηκε όρθιος. Τού υπέβαλαν τα σέβη τους και ξανακάθισε. Έφεραν σκαμνιά καλυμμένα με βυσσινί βελούδο για τούς Ιταλούς, οι οποίοι κάθισαν μπροστά στον πασά. Ο καναπές (banco) τού Μουσταφά ήταν ψηλότερος από τα σκαμνιά (scagni) των Ιταλών. Ο αγάς των γενιτσάρων καθόταν κοντά. Δίπλα του στεκόταν ο υπασπιστής (majordomo) τού πασά. Ο οικονόμος (majordomo, κεχαγιάς), ο υπασπιστής τού πασά, παρουσίασε τον Βαλντέριο στην εξοχότητά του. Ο υποκόμης φίλησε τότε το χέρι τού πασά, που τον έβαλε να καθίσει στα αριστερά του. Με τον καθένα λοιπόν στη θέση του, ξεκινούσε η διαδικασία.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, ως αρχηγός και διοικητής τής Αμμοχώστου, δήλωνε τώρα: «Αφού η θεϊκή του Μεγαλειότητα έχει αποφασίσει, ότι αυτό το βασίλειο πρέπει να ανήκει στον επιφανέστατο Μεγάλο Άρχοντα (Gran Signore), φέρνω εδώ τα κλειδιά τής πόλης και με αυτά παραδίδω την πόλη στα χέρια σας, όπως προβλέπει το σύμφωνο που έχουμε κάνει μεταξύ μας…».

Αφού οι ηγεμόνες κρατούσαν τον λόγο τους, ο Μπράγκαντιν πίστευε, όπως έλεγε, ότι ήσαν πια ελεύθεροι να φύγουν με τα υπάρχοντά τους και να επιστρέψουν στον Χάνδακα.128

«Αλλά, διοικητά», απάντησε ο Μουσταφά πασάς, «τι έκανες με τούς Τούρκους που πάρθηκαν από τις γαλέρες σας, εκείνους που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο μεταφοράς; Ένας από αυτούς ήταν άνθρωπός μου».

«Δεν ξέρω τι άνδρες ήσαν, αλλά είχαν συλληφθεί σε μάχη. Ο διοικητής των γαλερών [Μάρκο Κουρίνι] πήρε πολλούς από αυτούς μαζί του, μαζί με τις γαλέρες τους. Άφησε περίπου έξι από αυτούς στο Καστέλλο, όπου κρατούνταν, αλλά άνοιξαν ρήγμα στα τείχη και δραπέτευσαν πριν από δύο μέρες».

«Δεν είναι έτσι», δήλωσε ο Μουσταφά, «Ξέρω ότι τούς θανατώσατε [τους Τούρκους στο πλοίο μεταφοράς]. Μάς το έχουν πει οι άνθρωποι που διέφυγαν, όπως λέτε. Θα είχαν έρθει κι αυτοί, αν ήσαν ζωντανοί. Αυτά τα πράγματα δεν είναι σωστά. Λέτε ότι πρέπει να κρατήσω τις υποσχέσεις μου απέναντί σας, ενώ εσείς έχετε παραβιάσει την πίστη μαζί μου, παρά την εκεχειρία που έχουμε κάνει».

Ο Μουσταφά κατηγορούσε τον Μπράγκαντιν ότι είχε πετάξει τα ιταλικά αποθέματα κρασιού, ξυδιού και λαδιού, αντί να τα αφήσει στους Τούρκους. Τον κατηγορούσε επίσης ότι είχε διατάξει στρατιώτη να βάλει φωτιά σε πεντακόσια δέματα βαμβακιού που είχαν τοποθετηθεί στο παρατηρητήριο στην Πύλη Λεμεσού. Ο Βαλντέριο λέει ότι η κατηγορία ήταν αληθινή, αλλά ότι ο Μπράγκαντιν είχε στενοχωρηθεί πολύ από την καταστροφή τόσο μεγάλης ποσότητας βαμβακιού. Ο Μουσταφά συνέχιζε, χωρίς να δίνει στον Μπράγκαντιν καμία ευκαιρία να απαντήσει ή να κατευνάσει την αυξανόμενη οργή τού πασά. Ο Μπράγκαντιν προσπάθησε να αναφέρει, ότι όλοι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι που κρατούσε στην Αμμόχωστο είχαν πράγματι διαφύγει. Αν είχε θανατώσει κανένα, δεν θα επέτρεπε στους άλλους να διαφύγουν για να πουν την ιστορία.

Όταν ο κύριος Άντζελο ντι Νικκολό, ο οποίος βρισκόταν κοντά στον Μπράγκαντιν, προχώρησε προφανώς για να ενημερώσει τον Μουσταφά πασά για το δώρο σε μεταξωτό ύφασμα, ο Τούρκος στρατηγός είπε:

«Όλοι θέλετε να φύγετε και έχω θέσει στη διάθεσή σας τις γαλέρες τού Μεγάλου Άρχοντα. Ποιος από εσάς θα μείνει άραγε ως εγγύηση μαζί μου, για να εξασφαλίζεται ότι θα επιστρέψουν αυτές οι γαλέρες και τα καραμουσαλίνι, τώρα που ο στόλος σας βρίσκεται στον Χάνδακα; Πρέπει να μού δώσετε έναν όμηρο και ας είναι ένας από αυτούς τούς Ενετούς κυρίους… με την υπόσχεση ότι μόλις επιστρέψει η αρμάδα μου, θα τον στείλω πίσω στον Χάνδακα με γαλέρα».

Ο Μπράγκαντιν διαμαρτυρήθηκε:

«Μα κύριε μου, αυτό δεν αποτελεί μέρος τής συμφωνίας μας. Υποσχεθήκατε να μάς στείλετε όλους στην ελευθερία και να μάς δώσετε τα πλοία που θα μάς πάνε εκεί».

Αυτό ήταν αλήθεια, παραδέχτηκε ο Μουσταφά. Ήταν αυτό που είχε συμφωνηθεί. Έχοντας όμως σκεφτεί τη δική του πιθανή απώλεια, ο Μουσταφά έλεγε τώρα, ότι δεν ήταν καθόλου βέβαιος, ότι οι γαλέρες του θα επέστρεφαν ποτέ από τη στιγμή που θα έφταναν στον Χάνδακα. Αν τις έπαιρναν οι Ενετοί, ο σουλτάνος θα τού έκοβε το κεφάλι (mi saria tagliata la testa dai mio Signore), πράγμα που ασφαλώς θα συνέβαινε.

«Αλλά από τη στιγμή που θα έχω έναν όμηρο, κάποιον από εσάς που βρίσκεστε γύρω μου εδώ, θα είμαι ασφαλής. Και κοιτάξτε, θα τον βάλω να μείνει με τον βαΐλο εδώ [τον Βαλντέριο], ο οποίος είναι Χριστιανός. Θα τον λαμβάνει υπόψη του και θα τον φροντίζει. Όταν επιστρέψει η αρμάδα, θα στείλω τον όμηρο πίσω».

«Άρχοντα, δεν μπορώ να το εγκρίνω», είπε ο Μπράγκαντιν, «γιατί τώρα αυτοί οι κύριοι είναι ιδιώτες πολίτες σαν εμένα».

Ο Μουσταφά πασάς στράφηκε τότε προς τον Αστόρρε Μπαλιόνε κάπως οργισμένος (alquanto in collera), οπότε ο τελευταίος ψιθύρισε στον Βαλντέριο: «Κύριε Άντζελο, μπορώ να παρέμβω για να πετύχω κάτι; Γιατί βλέπω τον πασά να θυμώνει». Ο κύριος Άντζελο είχε προφανώς την κοινή λογική να μην πει τίποτε. Ο πασάς ήταν θυμωμένος, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται δυνατή μια συμφωνία μαζί του:

«Πολύ καλά, κύριοι, εσείς στρατηγοί αφήστε σε μένα έναν από τούς λοχαγούς σας ως όμηρο και πηγαίνετε στην ευχή τού Θεού!»

Ο Μπαλιόνε τότε διαμαρτυρήθηκε, ότι το να αφήσουν όμηρο δεν περιλαμβανόταν στους όρους τής παράδοσης, ενώ μετά την παράδοση οι στρατηγοί δεν είχαν πια εξουσία επί των λοχαγών. Αυτή φαινόταν να είναι η τελευταία σταγόνα. Χτυπώντας τα χέρια του ο Μουσταφά πασάς σηκωνόταν τώρα πολύ οργισμένος. «Και έτσι έχετε γράψει στον Χάνδακα, ώστε ο στόλος σας να επαγρυπνεί, γιατί θα παραδοθείτε με τη συμφωνία ότι θα σάς συνοδεύσουν στον Χάνδακα, έτσι ώστε σύμφωνα με κάποιο τέτοιο σχέδιο να χάσουμε ολόκληρη αυτή την αρμάδα, την περιουσία τού Μεγάλου Άρχοντα. Δέστε τους όλους!»

Αυτό έγινε στη στιγμή, λέει ο Βαλντέριο, και με άλλο χτύπημα των χεριών του όλοι οι χριστιανοί στρατιώτες που βρίσκονταν στο τουρκικό στρατόπεδο σφαγιάστηκαν, καθώς και οι περισσότεροι από τούς πολίτες και τον λαό τής Αμμοχώστου που είχαν συνοδεύσει τούς στρατηγούς τους στο περίπτερο τού πασά, «και για να συνοψίσω, δεν άφησαν κανένα ζωντανό, από εκείνους που βρήκαν στο στρατόπεδο». Όταν είχαν δέσει τον Μπράγκαντιν, τον Μπαλιόνε και τούς άλλους,

ήθελαν να δέσουν και μένα, αλλά ο άρχοντας πασάς διέταξε να με αφήσουν, επειδή ήμουν βαΐλος [τους] και ο ίδιος με πήρε από το χέρι και με τοποθέτησε στη δεξιά πλευρά, κοντά στην εσοχή όπου βρίσκονταν οι νεαροί [τής ακολουθίας του]. Ο υπασπιστής (majordomo) πήρε επίσης τον κύριο Άντζελο από το χέρι και παρόλο που ήταν δεμένος, τον έκανε να καθίσει κοντά μου. Στη συνέχεια οδήγησε τον κύριο Αστόρρε στη σφαγή και έκοψε το κεφάλι του. Ο κύριος Αλβίζε Μαρτινένγκο, ο φρούραρχος [Αντρέα Μπράγκαντιν] και ο [Τζιανναντόνιο] Κουρίνι κόπηκαν σε κομμάτια.

Ο πασάς διέταξε να θανατωθεί επίσης ο διοικητής Ντάρντανο, όπως είχαν θανατωθεί [και οι άλλοι] ένας προς ένας. Ο δυστυχής κύριος άρχισε να διαμαρτύρεται. Καθώς ένας από τούς Αμμοχωστιανούς μας, ο Δημήτρης Βάργκας, βρισκόταν κοντά μου, παρόλο που τον είχαν δέσει την ίδια στιγμή, τού είπα, επειδή μιλούσε τουρκικά (stante che l’ avea la lengua araba), να ενημερώσει την εξοχότητά του, ότι ήταν κρίμα να θανατώνονται άνδρες που δεν ήσαν στρατιώτες, αλλά ντόπιοι Έλληνες τής Αμμοχώστου. Λαμβάνοντας υπόψη [όλoυς] τούς άλλους που είχαν θανατωθεί στο στρατόπεδο σήμερα, μετά βίας είχαν απομείνει εκατό άτομα στην Αμμόχωστο129 και αφού δεν ήσαν ένοχοι για κάτι, η εξοχότητά του έπρεπε να τούς αφήσει να ζήσουν, επειδή όλοι αυτοί οι άνδρες θα πλήρωναν στον Μεγάλο Άρχοντα τον κεφαλικό φόρο που επιβαλλόταν σε μη-μουσουλμάνους [δηλαδή το χαράτσι, carraggio, kharaj]. Ο πασάς τότε στράφηκε σε μένα: «Bαΐλε, τι λες εσύ; Αυτοί οι άνθρωποι είναι ντόπιοι;» Τον διαβεβαίωσα ότι ήσαν και διέταξε να τούς λύσουν.

Έρχονταν νέα από το στρατόπεδο, ότι οι γενίτσαροι και οι Τούρκοι [Arabi] επρόκειτο να μπουν στην πόλη για να κάνουν το ίδιο πράγμα που είχαν κάνει με τούς χριστιανούς έξω, στο στρατόπεδο. Ο πασάς έστειλε αμέσως τον αγά των γενιτσάρων, που τούς κράτησε υπό έλεγχο. Έστειλε επίσης τον υπαρχηγό του στην Αμμόχωστο, για να εκδώσει τη διακήρυξη, ότι εκείνοι που είχαν όπλα στα σπίτια τους ή αλλού έπρεπε να τα παραδώσουν επί ποινή απαγχονισμού [forca]. Την ίδια ώρα που δινόταν αυτή η εντολή, όλοι οι [Ιταλοί] στρατιώτες που βρίσκονταν στο λιμάνι έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία αλυσοδέθηκαν και σηκώθηκε η αλυσίδα στην είσοδο τού λιμανιού, έτσι ώστε όλοι παρέμειναν σκλάβοι. Στη συνέχεια οι υπόλοιπες γαλέρες, που ήσαν αγκυροβολημένες στα ανοικτά των αμπελώνων στη Σάντα Μαρίνα, μετακινήθηκαν κάτω από το Καστέλλο [στην είσοδο τού λιμανιού]…. Ο Μουσταφά πασάς κάλεσε τον λοχαγό Ματτέο Κόλτι και τον έστειλε στην Αμμόχωστο, να πει ότι ερχόταν για την προστασία των Αμμοχωστιανών, αλλά ο δύστυχος βρήκε το σπίτι του λεηλατημένο και όλα τα υπόλοιπα σε ερείπια….130

Όταν δύο εκτελεστές πλησίασαν τον Μπράγκαντιν, αυτός άπλωσε τον λαιμό του, δύο ή τρεις φορές λέει ο Μαρτινένγκο, περιμένοντας τον θάνατο και επαινώντας την ψυχή του στον Θεό, αλλά τού έκοψαν μόνο τα αυτιά, κρατώντας τον για περαιτέρω βασανιστήρια. Ο κόμης Έρκολε Μαρτινένγκο, ο οποίος ήταν δεμένος, κρύφτηκε από ευνούχο τού Μουσταφά πασά «μέχρι να περάσει ο θυμός του και τότε τού χάρισε τη ζωή, παίρνοντάς τον ως σκλάβο του», σύμφωνα με τον Νέστορ Μαρτινένγκο, «και οι Έλληνες, από τούς οποίους υπήρχαν τρεις στο περίπτερο, αφέθηκαν ελεύθεροι». Μάλιστα πέντε «Έλληνες» βρίσκονταν στο περίπτερο, δηλαδή ο Βαλντέριο, ο λοχαγός Ντάρντανο [Σκουαρτσαλούπι], ο Δημήτρης Βάργκας, ο έμπορος Άντζελο ντι Νικκολό και ο Ματτέο Κόλτι και χάρισαν σε όλους τη ζωή. Ο Ποντακατάρο λέει περίπου την ίδια ιστορία με τον Βαλντέριο. Αφού εξαγοράστηκε από τούς Τούρκους, ο Ποντακατάρο τα έμαθε όλα από τον Άντζελο ντι Νικκολό.131

Ο Μαρτινένγκο, όπως και οι Ποντακατάρο και Βαλντέριο, σημειώνει ότι είχαν σφάξει όλους τούς χριστιανούς στρατιώτες στο τουρκικό στρατόπεδο, καθώς και τριακόσιους άλλους Χριστιανούς, «χωρίς να νοιάζονται για τέτοια απιστία και σκληρότητα» (non pensandosi a una tanta perfidia et crudeltà). Ο Μπράγκαντιν, ο Μπαλιόνε και οι υπόλοιποι είχαν φύγει από την Αμμόχωστο για να πάνε τη μικρή απόσταση προς το τουρκικό στρατόπεδο μεταξύ 5 και 6 μ.μ. (circa le 21 hore), σύμφωνα με τούς Μαρτινένγκο, Ποντακατάρο και Γκάττο. Και τώρα, λέει ο Βαλντέριο, μεταξύ 9 και 10 μ.μ. (meglio di un’ ora di notte), εικοσιτέσσερις γενίτσαροι έφερναν «δώδεκα από εμάς» πίσω στην Αμμόχωστο και «το επόμενο πρωί πήγαμε στα σπίτια μας».

Όσο για τον Έρκολε Μαρτινένγκο, ο Βαλντέριο λέει ότι ήταν αυτός και ο αρχιδραγουμάνος τού πασά εκείνοι που έσωσαν τη ζωή τού Έρκολε. Ήταν ο δραγουμάνος εκείνος που τον έκρυψε μέχρι να περάσει η πρώτη περίοδος βίας (il primo empito) και στη συνέχεια μεσολάβησε στον Μουσταφά πασά για λογαριασμό του. Ο δυστυχής Έρκολε ήταν ντυμένος σαν Τούρκος, «του είχαν βάλει λευκό κάλυμμα στο κεφάλι» (li fu posta una sessa bianca in capo) και προς μεγάλη δυσφορία του πίστευε ότι τον είχαν κάνει μουσουλμάνο. Αλλά ο Βαλντέριο τον διαβεβαίωνε, ότι αν τον είχαν βάλει να επαναλαμβάνει λέξεις που δεν καταλάβαινε για να πετύχουν τέτοιο προσηλυτισμό, δεν θα είχε σημασία: «τα λόγια πρέπει να γίνονται κατανοητά, σύμφωνα με την πρόθεση αυτού που τα προφέρει» (verba debent intelligi secundum intentionem proferentis). Ο Βαλντέριο δεν γνώριζε, όπως ο ίδιος έγραφε, αν ο Έρκολε βρισκόταν στην Τουρκία ή είχε επιστρέψει στην πατρίδα, αλλά ήταν αξιότιμος κύριος (και αληθινός Χριστιανός) και έτσι ο Βαλντέριο «ήθελε να δώσει την αλήθεια τού γεγονότος, ώστε όποιος διαβάζει αυτή την ιστορία, να μπορεί να είναι σίγουρος ότι τα πράγματα συνέβησαν με αυτόν τον τρόπο».132

Όσο για τον ίδιο τον Αλεσσάντρο Ποντοκατάρο, ο Μουσταφά πασάς αρνιόταν να πιστέψει ότι ήταν Κύπριος, γιατί αν ήταν (έλεγε ο πασάς), ποτέ δεν θα είχε επιβιβαστεί σε ένα από τα πλοία στο λιμάνι, για να φύγει από τη χώρα του και να εγκαταλείψει την περιουσία του. Ο δυστυχής Μπράγκαντιν έδωσε μαρτυρία για το γεγονός ότι ο Ποντοκατάρο ήταν Κύπριος, αλλά αυτή δεν βοήθησε. Ύστερα όμως από τριανταεπτά μέρες στις αλυσίδες, ο Γάλλος πρόξενος, «που ήταν πολύ φίλος με τον πασά» (qual era amicissimo del Bassà), εξαγόρασε τον Ποντοκατάρο για 325 ζεκίνια (cecchini) και ο τελευταίος επέζησε για να γράψει την ανεκτίμητη περιγραφή του για την πολιορκία.133 Έτσι η πόλη τής Αμμοχώστου, το τελευταίο καταφύγιο στην Κύπρο, λέει ο Βαλντέριο, έγινε τουρκική στις 5 Αυγούστου 1571, «χάρη στο γεγονός ότι μάς εγκατέλειψαν, ενώ αν οι καβγάδες μεταξύ αυτών των χριστιανών συνεχιστούν έτσι, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι η υπόλοιπη Χριστιανοσύνη θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο». Η τουρκική παρουσία στην πόλη αποτελούσε μαρτύριο για τούς χριστιανούς. Οι Τούρκοι τούς ζητούσαν να απομακρύνουν τα συντρίμμια των κατεστραμμένων παρατηρητηρίων (cavaliers), προκειμένου να αρχίσουν την ανοικοδόμηση των οχυρώσεων. Ο Μουσταφά πασάς φοβόταν την πιθανότητα επίθεσης από την χριστιανική αρμάδα, η οποία τώρα πια, όπως ίσως γνώριζε, συγκεντρωνόταν στη Μεσσίνα. Ο Μπράγκαντιν είχε υποχρεωθεί να μεταφέρει στους ώμους του ένα σακί με χώμα από το παρατηρητήριο στην Πύλη Λεμεσού σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον Ναύσταθμο, στο άλλο άκρο τού νότιου τείχους τής πόλης. Χωρίς αυτιά (και ίσως χωρίς μύτη), ο Μπράγκαντιν ήταν «σαν νεκρός» (come morto), αλλά οι τρομεροί Τούρκοι τον έβαλαν στην πόλη με ήχους από τρομπόνια και καστανιέτες. Χρησιμοποιούσαν κάθε τέχνασμα για να τον κάνουν μουσουλμάνο «και ο άγιος άνθρωπος πάντοτε έφτυνε την πίστη και τον νόμο τους, λέγοντας είμαι Χριστιανός και σαν τέτοιος θέλω να ζήσω και να πεθάνω. Ελπίζω ότι η ψυχή μου θα σωθεί. Το σώμα μου είναι δικό σας. Βασανίστε το όσο θέλετε..».

Ο υπηρέτης τού Μπράγκαντιν, ο Αντρέα, αποδέχτηκε τον προσηλυτισμό στο Ισλάμ (si era fatto Turco), «προκειμένου να μπορεί να βρίσκεται πάνω-κάτω στην υπηρεσία του». Όλοι προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε, λέει ο Βαλντέριο, αλλά με τη μυστικότητα που απαιτούσε ο κίνδυνος. Κάρφωσαν τον Μπράγκαντιν σε καρέκλα και τον ανέβασαν στη γέφυρα τής γαλέρας τού Άραβα Άχμαντ για να τον δουν όλοι. Στη συνέχεια τον οδήγησαν στη στήλη τού κλοιού των αιχμαλώτων στην πόλη. Τον έγδυσαν μέχρι τη μέση και τον έγδαραν ζωντανό. Καθώς το μαχαίρι έφτανε στον αφαλό του (all’ ombelicolo), φώναξε «Στα χέρια σου, Κύριε, παραδίδω το πνεύμα μου» (In manus tuas, Domine, commendo spiritum meum) και εξέπνευσε. Ξαπλώνοντάς τον στο έδαφος, οι δήμιοι ολοκλήρωσαν το άθλιο έργο τού αποχωρισμού τού δέρματος από το σώμα του. Γέμισαν το δέρμα με άχυρο και χώρισαν το σώμα σε τέσσερα κομμάτια. Γυρίζοντάς τα στην πόλη με καστανιέτες και τρομπέτες, κρέμασαν τα τέσσερα κομμάτια σε δοκάρια στους Πύργους στο Ντιαμάντε, στον Ναύσταθμο, στο παρατηρητήριο στην Πύλη Λεμεσού και στον προμαχώνα Αντρούτσι. «Πρέπει πραγματικά να αγιοποιηθεί και να τοποθετηθεί μεταξύ των αγίων», όπως πιστοποιεί ο Βαλντέριο, «και σίγουρα αν οι θρύλοι των αγίων είναι αληθινοί, όπως είναι, αυτός ο τιμημένος και ευλογημένος μάρτυρας αξίζει να έχει προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου», γιατί τέτοιο ήταν το μαρτύριό του, η σταθερότητα τής πίστης του και η απόλυτη ακεραιότητα τού χαρακτήρα του.

Την ημέρα τού θανάτου τού Μπράγκαντιν οι επικεφαλής Αμμοχωστιανοί υποχρεώθηκαν να επισκεφτούν τον Μουσταφά πασά στο παλάτι και να τού δώσουν δώρα. Η πράξη υπακοής κόστισε στον κύριο Αντόνιο Τζουστινιάν 600 δουκάτα, στον έμπορο Άντζελο ντι Νικκολό 300 και στον ίδιο τον Βαλντέριο 300, «που ήταν τώρα 1.200 δουκάτα στον μπέη» (che fu il presente de 1.200 ducati al Bei). Οι Τούρκοι παραπονούνταν ότι αυτό δεν ήταν επαρκές δώρο για έναν πασά,

αλλά τούς μίλησα για τη φτώχεια τής πόλης, τα έξοδα που είχαμε και ότι όλα όσα διαθέταμε είχαν δοθεί στη Σινιορία ως δάνειο και ότι αν και είχαμε απογυμνωθεί, είχαμε δώσει τα λίγα που μπορούσαμε. Και έτσι τα δέχτηκε και στη συνέχεια αναχώρησε, πηγαίνοντας στο στρατόπεδο για να παρακολουθήσει την επιβίβαση και μεταφορά των στρατευμάτων του και να φορτώσει το πυροβολικό του στα πλοία.

Ο Νέστορ Μαρτινένγκο χρονολογεί την πρώτη είσοδο τού Λάλα Μουσταφά πασά στην Αμμόχωστο στις 7 Αυγούστου «τη δεύτερη μέρα μετά τη σφαγή», όταν κρέμασε τον Λορέντσο Τιέπολο, τον διοικητή τής Πάφου, μαζί με τον Τζιοβάννι Σινκλίτικο. Ο Βαλντέριο επαινεί ιδιαίτερα τον Τιέπολο. Είχαν δουλέψει μαζί φτιάχνοντας ψωμί στον ναύσταθμο. Από τον έμπορο Άντζελο ντι Νικκολό ο υπαρχηγός τού πασά είχε ουσιαστικά κλέψει ύφασμα αξίας 20.000 δουκάτων, έχοντας υποσχεθεί να τον πληρώσει και δίνοντάς του ασήμαντα ποσά σε διεφθαρμένο νόμισμα. Ο Άντζελο «σφάδαζε και διαμαρτυρόταν», αλλά έπρεπε να αποδεχτεί την ονομαζόμενη πληρωμή. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Οι γενίτσαροι διέρρηξαν την εκκλησία τής Μιζερικόρντια, όπου ο Άντζελο είχε αποθηκεύσει «το άνθος των εμπορευμάτων του» και τα πήραν όλα. Ο Νέστορ Μαρτινένγκο παρέμενε κρυμμένος για πέντε μέρες «στα σπίτια των Ελλήνων» (per le case de’ Greci). Όταν οι κίνδυνοι έγιναν πολύ μεγάλοι για τούς Έλληνες φίλους του, παραδόθηκε στον σαντζακμπέη τού «Μπιρ», που όρισε τα λύτρα του σε 500 ζεκκίνια. Ύστερα από σαρανταδύο μέρες «στις οποίες παρέμεινα σκλάβος», όπως μάς λέει ο Μαρτινένγκο, «πλήρωσα λύτρα 500 ζεκκίνια μέσω τού προξένου των Γάλλων εμπόρων, οι οποίοι είχαν έρθει στο στρατόπεδο από την Τρίπολη».

Όμως εκείνος που είχε συλλάβει τον Μαρτινένγκο δεν τον ελευθέρωνε, «λέγοντας, ότι ήθελε να με πάει στην επαρχία του [sanzaccato] στις όχθες τού ποταμού Ευφράτη και τότε να μού επιτρέψει να φύγω». Αλλά αφού μερικές φορές τού επέτρεπαν να πηγαίνει από το τουρκικό στρατόπεδο στην πόλη, ο Μαρτινένγκο, γνωρίζοντας τούς κακούς τρόπους τού Τούρκου, μίσθωσε βάρκα από Έλληνα ψαρά, ο οποίος με δύο κουπιά και «ένα κομμάτι πανί φτιαγμένο από δύο πουκάμισα», κατάφερε να τον πάει στην Τρίπολη, στις ακτές τής Συρίας. Κρύφτηκε και πάλι «σε σπίτι κάποιων χριστιανών» μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, όταν επιβιβάστηκε σε μικρό γαλλικό πλοίο, που ξεκινούσε το ταξίδι τής επιστροφής του. Το πλοίο άγγιξε την κυπριακή ακτή στο ακρωτήριο Κάπο ντέλλε Γκάττε (ακρωτήριο Γάτα, μεταξύ των κόλπων Επισκοπής και Ακρωτηρίου), όπου ο Μαρτινένγκο αποβιβάστηκε και (λέει) μίλησε με μερικούς αγρότες, ο οποίος τού είπαν ότι τούς μεταχειρίζονταν φοβερά οι Τούρκοι, «μη έχοντας πια τίποτε δικό τους». Απαντώντας σε ερωτήσεις είπαν ότι υπήρχαν καλλιέργειες στο ορεινό δυτικό τμήμα τού νησιού, όπου οι Τούρκοι δεν παρενοχλούσαν τούς αγρότες, αλλά ότι στα ανατολικά υπήρχε μικρή καλλιέργεια, λίγοι κάτοικοι και σχεδόν καθόλου ζώα. Οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει το νησί, λέει ο Μαρτινένγκο, ενώ τώρα οι Κύπριοι συνειδητοποιούσαν πόσο ευεργετική είχε υπάρξει η εξουσία των Ενετών (la piacevol Signoria de’ Christiani) και «προσεύχονταν να ξαναγυρίσει».134

Συνοψίζοντας ο Νέστορ Μαρτινένγκο δηλώνει ότι

τον στρατό τού εχθρού αποτελούσαν 200.000 άτομα κάθε βαθμού, από τούς οποίους 80.000 ήσαν μισθοφόροι, εκτός από τούς 14.000 γενίτσαρους που είχαν παρθεί από όλες τις φρουρές στη Συρία, την Καραμανία, την Ανατολία και ακόμη και την Πύλη. Υπήρχαν επίσης 60.000 τυχοδιώκτες τού σπαθιού, όπου ο λόγος για τόσο μεγάλο αριθμό τυχοδιωκτών ήταν το γεγονός, ότι ο Μουσταφά είχε εξαπλώσει στο εξωτερικό τη φήμη σε όλα τα εδάφη τού Τούρκου, ότι η Αμμόχωστος ήταν πολύ πιο πλούσια από την Λευκωσία και τούς είχε προσελκύσει η ευκολία τού περάσματος. Στις εβδομηνταπέντε μέρες που κράτησε ο βομβαρδισμός (δηλαδή από τις 19 Μαΐου έως την 1η Αυγούστου) είδαν και μέτρησαν 140.000 σιδερένιες μπάλες κανονιών.

Ο Βαλντέριο κλείνει τη θλιβερή καταγραφή τής πολιορκίας με ξέσπασμα πανούκλας, την οποία είχε φέρει στην Κύπρο πλοίο από τη Συρία, «ένα σκάφος φορτωμένο με τη νόσο» (un navilio carico di morbo). Παρά το γεγονός ότι πήρε τα προληπτικά μέτρα «που παίρναμε την εποχή των χριστιανών» και ένας τσαούσης έκανε έρευνα στο πλοίο, ύστερα από κράτηση μίας ημέρας αυτοί που βρίσκονταν στο πλοίο κατέβηκαν στην Αμμόχωστο «με την άδειά τους». Έφεραν μαζί τους την πανούκλα, «η οποία έκανε τόσο καλή δουλειά, που 25.000 άνδρες οι οποίοι είχαν πληρώσει τον κεφαλικό φόρο… πέθαναν, πέρα από τις γυναίκες και τα παιδιά, έτσι ώστε υπήρχαν πάνω από 70.000 ψυχές που έχασαν τη ζωή τους μετά τον πόλεμο από τη νόσο, κατά τη διάρκεια των δύο ετών που διήρκεσε αυτή…». Οι κακουχίες και οι φόροι επέφεραν προσηλυτισμούς στο Ισλάμ. Υπήρχαν ελλείψεις σχεδόν όλων, «και πρέπει να πληρώνουμε διπλά ό,τι αγοράζουμε από τούς Τούρκους».

Οι χριστιανοί έπρεπε να θεωρούν την κακή συμπεριφορά των Τούρκων ως όφελος και να τούς ευχαριστούν, αλλά η σκληρότητά τους ήταν αφόρητη. Κανείς δεν φαινόταν να ξέρει ποιος είχε εξουσία, επειδή την ασκούσε καθένας, ιδιαίτερα κάνοντας κακό στους χριστιανούς, που είχαν πέσει στην Κόλαση. Στους Αμμοχωστιανούς είχαν υποσχεθεί «μεγάλα πράγματα», αλλά λίγα έγιναν. Ακόμη και τα τέσσερα πλοία τής λεγόμενης δύναμης επικουρίας τού Μάρκο Κουρίνι (il soccorsetto di quelle quattro navi) είχαν αφαιρέσει τα λίγα χρήματα που κατείχαν οι Αμμοχωστιανοί [αφήνοντάς τους άχρηστα χάλκινα νομίσματα]. «Αυτή ήταν η δυστυχισμένη έκβαση τού πολέμου τής Κύπρου, η οποία χάθηκε τόσο οικτρά και με τέτοια ντροπή για τη Χριστιανοσύνη…». Ο δύστυχος Βαλντέριο είχε υπηρετήσει τούς Ενετούς και είχε υποχρεωθεί να υπηρετήσει τούς Τούρκους. Ως Χριστιανός ο ίδιος προτιμούσε πολύ το πρώτο, αλλά ξανακοιτώντας προς το παρελθόν, είχε φέρει την «πανούκλα και στους δύο οίκους τους» (Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Πράξη Γ’, Σκηνή 1η).135

<-22. Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία 24. Ο δρόμος προς τη Ναύπακτο, η ναυμαχία και μια ματιά στον επόμενο αιώνα->
error: Content is protected !!
Scroll to Top