22. Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία

<-21. Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570) 23. Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)->

22
Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία

Image Image

Η χριστιανική εκστρατεία τού 1570 για τη διάσωση τού νησιού τής Κύπρου από τούς Τούρκους επρόκειτο να είναι μία από τις σημαντικές αποτυχίες τού αιώνα. Ύστερα από δύο μάταιους μήνες στη Ζάρα (Ζάνταρ) τής δαλματικής ακτής —από τις 13 Απριλίου μέχρι τις 12 Ιουνίου— ο γενικός διοικητής Τζιρολάμο Ζάνε είχε μετακινήσει τις εβδομήντα γαλέρες τού ενετικού στόλου στην Κέρκυρα, όπου έφτασε στις 23 Ιουνίου. Μια βδομάδα αργότερα (στις 30 Ιουνίου), όπως είδαμε, ο Μάρκο Κουρίνι κατέστρεψε το τουρκικό οχυρό στον Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina), «στο ονομαζόμενο Λιμάνι των Ορτυκιών» (Port of Quails, Πόρτο Κάγιο), στο κεντρικό ακρωτήριο τού νότιου Μοριά.1 Όμως λίγο αργότερα ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι και ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ απέτυχαν σε επικίνδυνη προσπάθεια κατάληψης τού τουρκικού κάστρου στο Μαργαρίτι επί τής ελληνικής ακτής «επτά μεγάλα ιταλικά μίλια» στην ενδοχώρα, απέναντι από το νότιο άκρο τού νησιού τής Κέρκυρας. Οι Παλλαβιτσίνι και Βενιέρ τοποθέτησαν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες και τέσσερα κανόνια βαρέος πυροβολικού πεδίου πάνω σε πενήντα γαλέρες. Αποπλέοντας στις 3 Ιουλίου αποβίβασαν τούς άνδρες και το πυροβολικό τους την επόμενη νύχτα.

Ο Παλλαβιτσίνι είχε αποτολμήσει στην ενδοχώρα με έναν μηχανικό και κάποιους συνταγματάρχες, «για να κάνει αναγνώριση», λέει ο Τζιανπιέτρο Κονταρίνι, «και να εξετάσει τον χώρο τού φρουρίου». Πολύ σύντομα γινόταν σαφές, ότι η επιχείρηση (impresa) δεν θα ήταν «τόσο εύκολη, όπως είχε παρουσιαστεί», γιατί το κάστρο βρισκόταν πολύ πιο εσωτερικά στην ενδοχώρα, απ’ όσο είχαν πει στον Παλλαβιτσίνι. Ως γενικός επιστάτης (provveditore generale) τής Κέρκυρας, ο Βενιέρ βιαζόταν να διώξει τούς Τούρκους από το καστέλλο, αλλά ο Παλλαβιτσίνι εύρισκε τούς δρόμους αδιάβατους και το τουρκικό καστέλλο βρισκόταν στην κορυφή λόφου. Πενήντα στρατιώτες αρκούσαν για να το υπερασπιστούν, γιατί τα ενετικά βαριά κανόνια δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν στους δρόμους που οδηγούσαν προς τον λόφο. Οι Τούρκοι θα μπορούσαν να στείλουν βοήθεια στη φρουρά τους, πιάνοντας την ενετική δύναμη απροετοίμαστη. Η επιχείρηση έπρεπε να εγκαταλειφθεί, προς ενόχληση τού Βενιέρ. Οι άνδρες και τα κανόνια επανεπιβιβάστηκαν στις 7 Ιουλίου.2 Το φιάσκο στο Μαργαρίτι ήταν αποθαρρυντικό και δυστυχώς φαινόταν πιθανό ότι θα έδινε τον ρυθμό σε ολόκληρη την εκστρατεία.

Δέκα μήνες αργότερα, όταν η εκστρατεία τού 1570 είχε τελειώσει, ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι απεύθυνε απολογία στον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο. Χρονολογείται στη Βενετία στις 27 Απριλίου 1571 και ασχολείται κάπως λεπτομερώς με τη θλιβερή πορεία των γεγονότων τού προηγούμενου έτους. Αν και ο δόγης είχε εκφράσει ικανοποίηση για τον τρόπο με τον οποίο ο Παλλαβιτσίνι είχε διεκπεραιώσει τις ευθύνες του σε ολόκληρη την εκστρατεία, ο γενικός διοικητής των ενετικών χερσαίων δυνάμεων γνώριζε καλά ότι είχε επικριθεί έντονα, «γνωρίζοντας ότι κάποιοι έχουν δημοσιεύσει πολλά πράγματα ξένα με την αλήθεια και σε βάρος μου» (pur sapendo io che alcuni hanno publicato molte cose aliene della verità in pregiudizio mio). Αναφερόταν ιδιαίτερα στις ανεπαρκείς προετοιμασίες ολόκληρης τής ναυτικής εκστρατείας, στην ασθένεια των κωπηλατών και των στρατιωτών, στη μεγάλη καθυστέρηση στη Ζάρα, καθώς και στις δυσκολίες που δημιουργούσε η διαιρεμένη χριστιανική ανώτατη διοίκηση,

«που καθυστερούσαμε στο Ζάνταρ επειδή περιμέναμε όλο τον στόλο να φτάσει με όλα τα απαραίτητα πολεμοφόδια και την εντολή τής Γαληνότητάς σας να αναχωρήσουμε, όπως έλεγε ο εξοχότατος στρατηγός [Ζάνε] που είχε αυτή την αποστολή, ενώ φύγαμε τελικά έχοντας πολλαπλασιάσει κάθε ώρα περισσότερο την ασθένεια στον στόλο…» (del tardare nostro tanto a Zara ne fu causa l’ aspettare che giongesse tutta l’ armata con tutte le monitioni necessarie et l’ ordine della Serenità vostra di partirsi, che così diceva l’ eccellentissimo generale [Zane] havere in commissione da lei—partimmo finalmente multiplicando ogni hora più le infirmità dell’ armata…).

Ο Ζάνε είχε εντολή να μην επιτεθεί σε τουρκικά οχυρά κατά μήκος τής Αδριατικής ακτής, για να μη ρίξει ο εχθρός περισσότερα στρατεύματα στη Δαλματία. Στο μακροσκελές υπόμνημά του προς τον δόγη, ο Παλλαβιτσίνι επαναλαμβάνει το ατυχές δρομολόγιο τού ενετικού στόλου από τη Ζάρα στην Λεσίνα (Χβαρ), στο Μπόκε ντι Καττάρο (στον κόλπο τού Κότορ) και τέλος στην Κέρκυρα, ακολουθώντας εντολές «να μην επιχειρήσουμε τίποτε στον Κόλπο [στην Αδριατική], για να μην προσελκύσουμε κανένα μεγάλο αρχηγό τού εχθρού στη Δαλματία» (di non tentare cosa alcuna in Colfo per non tirare qualche grosso capo de nemici in Dalmatia). Στην Κέρκυρα η ενετική ανώτατη διοίκηση σταμάτησε και πάλι —για έναν ολόκληρο μήνα— «ανάμεσα σε νεκρούς και ανθρώπους που πέθαιναν». Υπήρχε έλλειψη κωπηλατών στις ενετικές γαλέρες. Κανένας δεν ήξερε την τύχη τού τουρκικού στόλου, «ο οποίος ήταν ισχυρότερος από τον δικό μας». Οι μεγάλες γαλέρες και τα πλοία δεν είχαν φτάσει στην Κέρκυρα με τα αναγκαία πυρομαχικά, όπως αναμενόταν, ούτε (λέει ο Παλλαβιτσίνι) ο Μάρκο Κουρίνι, ο διοικητής τού Κόλπου, διατηρούσε τις γαλέρες του μαζί με εκείνες τού στόλου. Στην πραγματικότητα ο Παλλαβιτσίνι επανεξέταζε όλες τις απογοητεύσεις τού έτους 1570, συμπεριλαμβανομένης τής ματαίωσης σχεδίων την οποία είχε μοιραστεί με τον Σεμπαστιάνo Βενιέρ όταν δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το τουρκικό κάστρο στο Μαργαρίτι.3

Όταν βρίσκονταν στην Κέρκυρα, όπως σημειώνει ο Παλλαβιτσίνι στο απολογητικό του υπόμνημα προς τον δόγη, ο Ζάνε έδωσε δύο από τις καλύτερες γαλέρες στον Βενιέρ, για να πάει στην Κύπρο, «όπως ο ίδιος έλεγε ότι ήθελε». Σε δύο άλλες γαλέρες είχε ανατεθεί να πάνε με τον Βενιέρ μέχρι το Σκαρπάντο (Κάρπαθος), έτσι ώστε, έχοντας μάθει νέα για το μέρος που βρισκόταν ο τουρκικός στόλος, να μπορούσαν να αναφέρουν στον ενετικό στόλο στο κρητικό λιμάνι τής Σούδας, και «έτσι, φεύγοντας [από την Κέρκυρα] στις 27 Ιουλίου φτάσαμε στο λιμάνι τής Σούδας την τελευταία μέρα εκείνου τού μήνα». Στον δρόμο τους είχαν πάρει κωπηλάτες από την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Από το τελευταίο αυτό νησί την 1η Αυγούστου ο Ζάνε έστειλε αναφορά στη Βενετία, την οποία η Σινιορία δεν είχε παραλάβει μέχρι τις 25 Αυγούστου.4 Είχε υπάρξει ένας πλήρης μήνας χαμένου χρόνου και σπατάλης ανθρώπινου δυναμικού στην Κέρκυρα, από τις 23 Ιουνίου έως τις 23 Ιουλίου. Ο προσεκτικός Κονταρίνι δίνει σωστά την τελευταία αυτή ημερομηνία ως χρόνο αναχώρησης τού Ζάνε από την Κέρκυρα. Ο Κονταρίνι λέει επίσης, ότι ο Ζάνε και ο ενετικός στόλος βρίσκονταν στη Μεθώνη στις 2 Αυγούστου και έδεσαν στο Πόρτο Πικόρνα στις 4 τού μηνός, όταν έφτασαν στον κόλπο τής Σούδας στη δυτική Κρήτη.5 Οι ημερομηνίες τού Παλλαβιτσίνι δεν είναι πάντοτε αξιόπιστες. Η μνήμη του λάθευε πού και πού. Ενδιαφερόταν για τα σημαντικά γεγονότα και τις αποτυχίες τής αποστολής, όχι για ασήμαντες χρονολογικές λεπτομέρειες. Ήταν στρατιώτης, δεν ήταν ιστορικός.

Υπήρχαν ακόμη πολλοί άρρωστοι και άνθρωποι που πέθαιναν στη Σούδα, όπου, λέει ο Παλλαβιτσίνι, ο ενετικός στόλος βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ. Ο Βενιέρ δεν έφτασε στην Κύπρο. Δεν πήγε πιο πέρα από το νησί τής Νάξου (Νέξια). Τα αποθέματα γαλέτας λιγόστευαν. Ο στόλος χρειαζόταν «ανθρώπους τόσο για τα σπαθιά, όσο και για τα κουπιά» (sì huomeni da spada come da remo). Ο Παλλαβιτσίνι πρότεινε, ότι όσο ο στόλος εφοδιαζόταν με περισσότερους άνδρες και προμήθειες, η ενετική ανώτατη διοίκηση θα μπορούσε να εξοπλίσει εβδομήντα ή ογδόντα γαλέρες, ή περισσότερες αν μπορούσε να το κατορθώσει, και να τις στείλει στο Αρχιπέλαγος, «όπου θα ήταν σε θέση να κάνει μεγαλύτερη ζημιά στον εχθρό και να κάνει τόσο πολλά, όσα θα έφερνε ο χρόνος και η ευκαιρία» (dove si fosse potuto far più danno alli nemici et far quel tanto che il tempo et l’ occasion havesse portato). Αν και η ιδέα τού Παλλαβιτσίνι για επίθεση κατά των Τούρκων σε ανεπαρκώς υπερασπιζόμενες θέσεις στα νησιά και στις ακτές τού Αιγαίου φαινόταν να κερδίζει αποδοχή, έφτασαν επιστολές από τον δόγη πριν τεθεί αυτή σε εφαρμογή: ο παπικός και ο Καθολικός στόλος θα έρχονταν σε εύθετον χρόνο και ο Ζάνε έπαιρνε εντολή να ανασυγκροτήσει τον στόλο του με στρατιώτες και κωπηλάτες, «ώστε αυτοί οι στόλοι να ενωθούν χωρίς χάσιμο χρόνου και να προχωρήσουν εναντίον των εχθρών» (acciochè unite insieme queste armate si potesse senza perder tempo andar contra gli nemici). Τότε οι τρεις στόλοι θα μπορούσαν να πλεύσουν μαζί προς την Κύπρο.6

Στο μεταξύ στη Βενετία και στη Ρώμη έψαχναν για χρήματα, για τα νεύρα τού πολέμου. Τα χρήματα παρήγαγαν άνδρες, ακόμη και κωπηλάτες, των οποίων υπήρχε πάντοτε έλλειψη σε περιόδους κρίσης. Οι Ενετοί δεν είχαν ακόμη αρχίσει να κάνουν πολύ εκτεταμένη χρήση σκλάβων στα κουπιά. Ο Πίος Ε’ είχε μόνο δώδεκα γαλέρες στην εκστρατεία. Όμως η Αγία Έδρα είχε μπει σε τεράστια και αφόρητη δαπάνη για πολλά χρόνια (όπως ενημέρωνε ο Πίος τον δούκα Αλφόνσο Β’ ντ’ Έστε τής Φερράρας σε σημείωμα με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1570), πότε εναντίον των αιρετικών και πότε εναντίον των τρομερών Τούρκων. Δεν υπήρχε καμία ανάπαυλα. Για μια ακόμη φορά έπρεπε να απωθηθεί τουρκική προέλαση. Η συμβολή τού πάπα στην τρέχουσα εκστρατεία είχε στεγνώσει το παπικό ταμείο. Ο Πίος λοιπόν δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση, παρά μόνο την επιβολή έξι φόρων δεκάτης σε όλα τα εκκλησιαστικά εισοδήματα σε ολόκληρη την Ιταλία! Ως γενικό συλλέκτη αυτών των φόρων δεκάτης ο Πίος είχε ορίσει τον Ενετό καρδινάλιο Αλβίζε Κορνέρ, «καμεράριο (ταμία) δικό μας και τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας» (noster et Sanctae Romanae Ecclesiae camerarius). Μάλιστα ο Πίος είχε πουλήσει το αξίωμα τού παπικού οικονόμου στον Κορνέρ πριν από λίγους μήνες (για 68.000 σκούδα), επίσης για την εκστρατεία κατά των Τούρκων.7 Όπως και άλλοι ηγεμόνες τής Ιταλίας, ο Αλφόνσο κλήθηκε να βοηθήσει τούς τοπικούς συλλέκτες στη συγκέντρωση των χρημάτων, «προκειμένου να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε στην ώρα τους τις πιεστικές ανάγκες».8

Στις 19 Αυγούστου (1570) ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο και η Γερουσία έγραφαν στον Τζιρολάμο Ζάνε για την ικανοποίησή τους, μαθαίνοντας για την αναχώρησή του με τον στόλο από την Κέρκυρα για τα νερά τού Χάνδακα, γιατί τώρα πιθανώς θα μπορούσε να συνεχίσει για την Κύπρο. Η Γερουσία είχε μόλις λάβει επιστολές από τον Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, τον Ενετό βαΐλο, τότε σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Ισταμπούλ. Αυτές οι επιστολές, με ημερομηνίες 4 έως 10 Ιουλίου, έφερναν την είδηση, ότι η αρμάδα τού σουλτάνου ήταν έτοιμη να αποπλεύσει για την Κύπρο «και να έρθει να βρει και πάλι τη δική μας» (et venir a ritrovar la nostra). Η Γερουσία τοποθετούσε τις ελπίδες της στη χάρη τού Θεού και στην ικανότητα τού Ζάνε, ότι όλα ήσαν σε τάξη και όλοι ήσαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Τούρκο, «τόσο οι άνδρες με τα σπαθιά, όσο και εκείνοι στα κουπιά» (così de homini da remo come da spada).9 Στην Κύπρο τίποτε δεν βρισκόταν σε τάξη και κανένας δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τον Τούρκο.

Λόγω τού περιορισμού του, ο βαΐλος Μπάρμπαρο είχε περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες στην τουρκική πρωτεύουσα.10 Οι επιστολές του στις 4-10 Ιουλίου βρίσκονταν πίσω από την πορεία των γεγονότων. Όπως γνωρίζουμε, οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί στη Λεμεσό και στις Αλυκές (Salines) στη νότια ακτή τής Κύπρου στις 1 και 3 Ιουλίου. Ενώ ο Ζάνε και ο ενετικός στόλος έπλεαν από την Κέρκυρα προς την Κρήτη, όπως έχουμε επίσης αναφέρει στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Λάλα Μουσταφά πασάς κινιόταν προς βορρά, από τις Αλυκές στη δυτική ακτή τού Κόλπου τής Λάρνακας προς τη Λευκωσία, την πρωτεύουσα τού νησιού τής Κύπρου. Οι Τούρκοι βρίσκονταν εκεί για να μείνουν. Σύμφωνα με τον Κονταρίνι, τον στρατό τού Λάλα Μουσταφά αποτελούσαν τότε 4.000 ιππείς, 6.000 γενίτσαροι, 4.000 σπαχήδες «και πολλοί τυχοδιώκτες, των οποίων δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει τον αριθμό». Παράλληλα ο Λάλα Μουσταφά έστειλε 500 ιππείς για να αρχίσουν την πολιορκία τής Αμμοχώστου, αν και οι Τούρκοι είχαν πρόθεση να επικεντρωθούν πρώτα στη Λευκωσία. Ενετός διοικητής τού νησιού, που έμελλε δυστυχώς για τούς Ενετούς να είναι ο υπερασπιστής τής Λευκωσίας, ήταν ο ανίκανος «υπαρχηγός» τής Σινιορίας Νικκολό Ντάντολο (luogotenente di Cipro).11

Ακολουθώντας οδηγίες τής Σινιορίας, ο Ζάνε ξεκίνησε για να εξασφαλίσει ενισχύσεις για τον ενετικό στόλο, «και για τον σκοπό αυτόν έστειλε τον διακεκριμένο διοικητή τού Κόλπου [Μάρκο Κουρίνι] με είκοσι γαλέρες», όπως μάς λέει ο Παλλαβιτσίνι, «ώστε μπαίνοντας στο Αρχιπέλαγος, να προσπαθήσει να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερους κωπηλάτες». Ο Κουρίνι επέστρεψε με τριακόσιους κωπηλάτες, «αφού λήστεψαν το νησί τής Άνδρου έχοντας κάνει πολλά άλλα κτηνώδη πράγματα και παρασύροντας πολλούς νέους, που πίστευαν ότι προορίζονταν για τη Γαληνότητά σας…» (essendosi insieme svaligiata l’ isola de Andro con esser stato commesso molte altre brute cose et condotte via molte giovani, come credo che la Serenità vostra haverà inteso…). Η λεηλασία και η απληστία των δυνάμεων τού Κουρίνι κατά των Ελλήνων χριστιανών στο κατεχόμενο από τούς Τούρκους νησί τής Άνδρου είχαν εξοργίσει όχι μόνο τούς Έλληνες τού Αρχιπελάγους, αλλά και εκείνους τού Χάνδακα, οι οποίοι ήσαν δυσαρεστημένοι και μη συνεργάσιμοι.12

Οι γαλέρες τού Τζιανναντρέα Ντόρια, όταν πισσαρίστηκαν οι καρίνες τους και ετοιμάστηκαν για ανάληψη δράσης στη Μεσσίνα, ενώθηκαν με τις ναπολιτάνικες γαλέρες υπό τον Αλβάρο ντε Μπαζάν, μαρκήσιο τής Σάντα Κρουζ, στις 8 Αυγούστου (1570), τη μέρα κατά την οποία ένας αγγελιοφόρος έφερνε στον Ντόρια επιστολή από τον Φίλιππο Β’, με εντολή «να ξεκινήσει για να ενωθεί με τον στόλο τής Αγιότητάς του και να υπακούει στον άρχοντα Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα». Παρά το γεγονός ότι ο Ντόρια ήταν έτοιμος να φύγει από τη Μεσσίνα στο τέλος Ιουλίου και περίμενε απλώς την άφιξη τού Μπαζάν, δεν απέπλευσε μέχρι τις 12 Αυγούστου. Με τον άνεμο πίσω του (in poppa) και άριστο καιρό, σύμφωνα με ανώνυμο σύγχρονο, χρειαζόταν μόνο δύο μέρες για να φτάσει στο Οτράντο, όπου τον περίμενε ο Κολόννα. Εκείνος όμως έκανε οκτώ μέρες, φτάνοντας στο Κάπο ντ’ Οτράντο μόλις στις 20 Αυγούστου. Οι Γκουλιελμόττι, Σερράνο, Κουάρτι, Χιλλ, Στέλλα και άλλοι έχουν περιγράψει με κάποιες λεπτομέρειες τις προσποιήσεις τού Αντρέα Ντόρια και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Κολόννα και Ζάνε προσπαθώντας να συνεννοηθούν μαζί του.13

Ο Ντόρια δεν εύρισκε κανένα πλεονέκτημα για τη Γένουα στη διάσωση τού νησιού τής Κύπρου για τούς Ενετούς. Δεν πίστευε ότι μια εκστρατεία βαθιά στην Ανατολική Μεσόγειο εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τού βασιλιά τής Ισπανίας, ο οποίος έπρεπε αντίθετα να προσπαθήσει να αρπάξει την Τύνιδα, όσο οι Τούρκοι θα ήσαν βαλτωμένοι στην Κύπρο. Ο Ντόρια ήταν καλός Γενουάτης, ισπανόφιλος και αφοσιωμένος στον Φίλιππο Β’. Δεν διέφερε από τον Φίλιππο. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον. Ο Φίλιππος εκτιμούσε τη νομιμοφροσύνη του και τον συμπαθούσε. Τα δεινά τού Ντόρια και τα προβλήματά του έχουν γίνει σαφέστερα ως αποτέλεσμα τής έρευνας τού Άλντο Στέλλα στην ιδιωτική αλληλογραφία τού Ντόρια, που βρίσκεται στο Αρχείο Ντόρια-Παμφίλι στη Ρώμη. Αν και ο Ντόρια σίγουρα δεν διέθετε τη θρησκευτικότητα τού Φιλίππου Β’, γεγονός είναι ότι κανένας από τούς δύο δεν ήταν σταυροφόρος.14

Ο Ντόρια, «που έμοιαζε με τον θεό Ποσειδώνα στη λειτουργία, στο μυαλό και στα χέρια» (patri Neptuno similis munere, mente, manu), δεν ήταν ελκυστικό άτομο. Ο Γκουλιελμόττι τον έχει περιγράψει ως ψηλό και λεπτό, σκοτεινό και παραμορφωμένο, με μυτερό κεφάλι και κοντά σγουρά μαλλιά. Με πλακουτσωτή μύτη, βαθουλωτά μάτια και πρησμένο άνω χείλος, ο Ντόρια «έμοιαζε μάλλον με Αφρικανικό κουρσάρο παρά με Γενουάτη κύριο». Ήταν όμως άνθρωπος μεγάλης ευφυΐας και με τεράστια εμπειρία στη θάλασσα. Όντας ο καλύτερος ναυτικός τής εποχής του σε ηλικία μόλις τριανταενός ετών, είχε ήδη κατακτήσει την τέχνη τής «διεύθυνσης τού σκάφους του σύμφωνα με τον μεσημβρινό τής Μαδρίτης.15 Πολύ ενοχλημένος «που έπρεπε να υπακούει στον κύριο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα» (che obbedisse al Sig. Marcantonio Colonna), γιατί ο Κολόννα δεν ήξερε τίποτε για τα πλοία και τη θάλασσα, ο Ντόρια απέφευγε επιμελώς την παραμικρή ένδειξη σεβασμού προς τον παπικό γενικό διοικητή, ο οποίος υποτίθεται ότι θα ήταν διοικητής τής χριστιανικής εκστρατείας, που θα απέτρεπε την τουρκική κατάληψη τής Κύπρου. Ο Ντόρια είχε σαρανταεννέα γαλέρες υπό την ευθύνη του. Όπως έγραφε αργότερα ο Κολόννα στον Φίλιππο Β’, «παρ’ όλα αυτά εγώ τού έκανα την τιμή να απευθύνομαι σε αυτόν ως στρατηγό, πράγμα που ήξερα ότι άρμοζε καλύτερα στον Ενετό διοικητή [Ζάνε], επειδή εκείνος είχε υπό την αρχή του εκατόν σαράντα ολόκληρες γαλέρες».

Το πρωί τής 21ης Αυγούστου (1570) ο Κολλόννα, αφού ο Ντόρια δεν τον είχε επισκεφτεί, ανέβηκε στη γενουάτικη ναυαρχίδα. Ο Ντόρια αναγνώριζε, ότι είχε λάβει τις οδηγίες τού Φιλίππου «να πλέει υπό τη σημαία τού Αγίου πατέρα», αλλά ταυτόχρονα, σύμφωνα με την αναφορά τού Κολόννα προς τον Φίλιππο, ο Ντόρια επέμενε, ότι είχε «την υποχρέωση να διατηρεί ανέπαφο τον στόλο τής μεγαλειότητάς σας». Ο Ντόρια δήλωνε εξάλλου, ότι η εποχή ήταν ήδη πολύ προχωρημένη για να φτάσουν στον Χάνδακα χωρίς σοβαρό κίνδυνο και ότι ο στόλος του δεν ήταν σε κατάσταση «να αντέξει την ορμή τού πολέμου και προωθούσε κι άλλες δυσκολίες, που τον εμπόδιζαν να εκπληρώσει τις εντολές τής μεγαλειότητάς σας». Παρά το γεγονός ότι ύστερα από περαιτέρω ενστάσεις ο Ντόρια συμφώνησε να συνεχίσει προς Χάνδακα, απαίτησε να σταλεί φρεγάτα στον Ζάνε, προκειμένου ο τελευταίος να φέρει τον ενετικό στόλο πίσω στη Ζάκυνθο ως άμυνα εναντίον τού εχθρού. Απαντώντας σε αυτό ο Ισπανός διοικητής Αλβάρο ντε Μπαζάν επισήμανε, ότι ο ενετικός στόλος είχε ήδη φτάσει στον Χάνδακα και ότι η τουρκική αρμάδα βρισκόταν επτακόσια μίλια μακριά, στις Αλυκές στην Κύπρο. Δεν υπήρχε ανάγκη τέτοιας άμυνας. Σε κάθε περίπτωση ο Κολόννα ζήτησε και πήρε φρεγάτα από τον Μπαζάν, για να τη στείλει στον Ζάνε με την παράκληση «να στείλει μερικές γαλέρες για την ασφάλειά μας», οπότε ο Ντόρια διαμαρτυρήθηκε, ότι ο Κολόννα είχε στραφεί στον Μπαζάν για τη φρεγάτα και όχι σε αυτόν. Δεν είναι σαφές αν η φρεγάτα έφτασε στην Κρήτη, αλλά είναι βέβαιο, ότι ο Ζάνε δεν έστειλε γαλέρες στη Ζάκυνθο.

Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφερε ο Κολόννα στην μακροσκελή περιγραφή που ετοίμασε για τον Φίλιππο Β’ πέντε βδομάδες αργότερα,

στις 22 [Αυγούστου] φύγαμε [από το Οτράντο] με τις 49 γαλέρες τής μεγαλειότητάς σας και τις 12 τής Αγιότητάς του και πλεύσαμε προς την Σούδα, το λιμάνι τού Χάνδακα [δηλαδή τής Κρήτης], όπου βρήκαμε τον ενετικό στόλο την τελευταία μέρα τού Αυγούστου, ενώ όλα αυτά έγιναν παρά την αντίθεση τού Τζιανναντρέα ο οποίος, από φόβο μήπως ανακαλυφθεί, ανοίχτηκε τόσο πολύ στη θάλασσα, που θα δυσκολευόταν πολύ να κάνει την απόβαση στον Χάνδακα…16

Ο Τζιρολάμο Ζάνε επέστρεψε στη Σούδα από την πόλη τού Χάνδακα, όπου έψαχνε για κωπηλάτες, την ίδια μέρα που ο παπικός και ο Καθολικός στόλος έφταναν στην Κρήτη. Ο Παλλαβιτσίνι θυμόταν ότι πέρασαν ολόκληρο τον Αύγουστο με εντελώς μάταιους ελιγμούς. Την Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου οι διοικητές των χριστιανικών δυνάμεων συγκεντρώθηκαν για να διαβουλευτούν, σε συνάντηση στην οποία ήσαν παρόντες, όπως θυμόταν ο Παλλαβιτσίνι, οι Κολόννα και Ντόρια, Αλβάρο ντε Μπαζάν και Χουάν ντε Καρντόνα, Ισπανοί διοικητές τού Φιλίππου Β’, οι Ενετοί επιστάτες Τζάκομο Τσέλσι και Αντόνιο ντα Κανάλε και ο ηλικιωμένος Ζάνε, ο γενικός διοικητής τού ενετικού στόλου. Στη συνάντηση αυτή ο Παλλαβιτσίνι εξέφρασε την άποψη, ότι δεν θα ήταν συνετό να πάνε στην Κύπρο, γιατί δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τον εχθρό «εξ απήνης» (all’ improviso), δεν ήσαν προετοιμασμένοι για επίθεση, η περίοδος ήταν προχωρημένη και ο Ντόρια είχε καταστήσει σαφές, ότι δεν θα μπορούσε να παραμείνει με τούς συμμάχους μετά το τέλος Σεπτεμβρίου. Ούτε μπορούσαν να βγουν στη στεριά για να σπάσουν την πολιορκία τής Λευκωσίας, ούτε να επιτεθούν στον τουρκικό στρατό από τη θάλασσα. Ο εχθρός ήταν καλά εφοδιασμένος με τρόφιμα. Κακοκαιρία μπορούσε να αναμένεται ανά πάσα στιγμή, ενώ όταν θα έρχονταν οι καταιγίδες, μαζί τους θα ερχόταν και η καταστροφή, γιατί «δεν θα μπορούσαμε τίποτε καλύτερο από την ολική καταστροφή τού στόλου μας» (non si poteva aspettar altro che la total rovina della nostra armata).

Υπήρχαν διαφορές απόψεων στους κόλπους τού Συμβουλίου, για τις οποίες (λέει ο Παλλαβιτσίνι) ο δόγης είχε προ πολλού ενημερωθεί. Παρ’ όλα αυτά,

μόνο ο άριστος στρατηγός [Ζάνε] και ο διακεκριμένος άρχοντας επιστάτης Κανάλε παρέμεναν σταθεροί στην απόφαση ότι έπρεπε να πάμε στην Κύπρο, δείχνοντάς μας επιστολή από τη Γαληνότητά σας και από την άριστη Γερουσία, στην οποία δινόταν εντολή, ότι μετά την ένωση τού παπικού και τού Καθολικού στόλου με τον δικό μας και μετά την ενίσχυση τού δικού μας στόλου με στρατιώτες και κωπηλάτες, έπρεπε να προχωρήσουμε να βρούμε την αρμάδα τού εχθρού, να την καταστρέψουμε και να ελευθερώσουμε το βασίλειο τής Κύπρου. Σε τίποτε δεν κατέληξε το Συμβούλιο, εκτός από το ότι έπρεπε να πάμε [από τη Σούδα] στον Χάνδακα, για να ολοκληρωθεί η ενίσχυση τού στόλου μας όσο συντομότερα και καλύτερα μπορούσαμε, ενώ στον Χάνδακα θα παιρνόταν η απόφαση για το τι έπρεπε να γίνει στη συνέχεια. Στο εν λόγω Συμβούλιο αποφασίστηκε επίσης, ύστερα από πρόταση τού άριστου άρχοντα Κολόννα και τού κύριου Τζιανναντρέα Ντόρια, ότι ο διακεκριμένος διοικητής τού Κόλπου [Μάρκο Κουρίνι] έπρεπε να πάει στο νησί τής Κύπρου και να φέρει, με κάθε δυνατό τρόπο, αξιόπιστες ειδήσεις για την πρόοδο τού εχθρού, αφού δεν είχαμε καταφέρει να μάθουμε τίποτε σημαντικό από τις δύο γαλέρες που είχαν ήδη σταλεί.17

Αφού ζήτησε από τον γενικό διοικητή Ζάνε να μην παραστεί σε συνεδρίαση στις 3 Σεπτεμβρίου (1570), ο Κολόννα συγκέντρωσε στη ναυαρχίδα του τον Τζιανναντρέα Ντόρια, τον Δον Αλβάρο ντε Μπαζάν, μαρκήσιο τής Σάντα Κρουζ, στρατηγό των σικελικών γαλερών, τον Δον Χουάν ντε Καρντόνα, στρατηγό των ναπολιτάνικων γαλερών, τον Τζιανφραντσέσκο ντι Σάνγκρο, μαρκήσιο τού Τορρεματζιόρε, τον Δον Κάρλος ντε Άβαλος, μέλος μιας από τις μεγάλες ισπανικές οικογένειες στην Ιταλία και τον Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, διοικητή των ενετικών χερσαίων δυνάμεων. Σε αυτό το φάσμα στρατιωτικών και ναυτικών ταλέντων ο Κολόννα πρόσθεσε τον δικό τού υπαρχηγό και συγγενή Πομπέο Κολόννα. Υπήρχαν κι άλλοι παρόντες. Ο παπικός στρατηγός, ως λεγόμενος στρατιωτικός διοικητής, τούς ζήτησε να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους, αν οι χριστιανικοί στόλοι έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς ανατολάς και να διευθετήσουν το κυπριακό ζήτημα με τη δύναμη των όπλων.

Ο Τζιανναντρέα μίλησε πρώτος και ήταν αντίθετος με την ιδέα, γιατί (όπως έλεγε σε αρκετές περιπτώσεις), η εποχή γινόταν πολύ προχωρημένη και όταν θα πήγαιναν πέρα από την Κρήτη, δεν θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο σε κανένα λιμάνι στο οποίο θα είχαν πρόσβαση. Οι ενετικές γαλέρες, έλεγε, ήσαν σχεδόν άδειες λόγω τής επιδημίας. Οι τουρκικές γαλέρες ήσαν γεμάτες εξαιρετικούς στρατιώτες. Οι δύο αρμάδες, η χριστιανική και η τουρκική, ήσαν περίπου ίσες σε αριθμό γαλερών. Αν οι χριστιανικές δυνάμεις κινούνταν στην Ανατολική Μεσόγειο για να ναυμαχήσουν με τούς Τούρκους, οι εναλλακτικές λύσεις θα ήσαν η καταστροφή των μοναδικών στόλων τής Χριστιανοσύνης ή η επαίσχυντη υποχώρηση για να σώσουν τα σκάφη και τα τομάρια τους. Ο Ντόρια θα ήταν φυσικά έτοιμος να πολεμήσει, αν ο ενετικός στόλος βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας, πράγμα που δεν συνέβαινε. Επίσης έπρεπε να επιστρέψει στη Σικελία στο τέλος τού μήνα. Ο Καρντόνα συμφωνούσε με τον ισχυρισμό τού Ντόρια, ότι θα ήταν λάθος να προχωρήσουν στην εκστρατεία, αλλά ο Αλβάρο ντε Μπαζάν, περιφρονώντας σχεδόν τη δειλία τους, δήλωσε ότι δεσμεύονταν από την τιμή τους να προχωρήσουν και να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους.

Ο Παλλαβιτσίνι πίστευε ότι δεν θα ήταν φρόνιμο να προσπαθήσουν αμέσως να σώσουν την Κύπρο. Είχε άλλο σχέδιο, το οποίο θα υπέβαλλε αργότερα γραπτώς και στο οποίο θα έρθουμε σύντομα. Τώρα υπήρχε τριπλή διαίρεση στους κόλπους τού Συμβουλίου, γιατί και ο Ντόρια και ο Μπαζάν και ο Παλλαβιτσίνι εύρισκαν όλοι οπαδούς που συμφωνούσαν μαζί τους. Προφανώς είχε έρθει η ώρα να εκθέσει ο Κολόννα τις απόψεις του. Θρηνώντας για την έλλειψη ομόνοιας στους κόλπους τού Συμβουλίου, ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος που ο Ντόρια, τού οποίου οι βδομάδες χρονοτριβής τούς είχαν φέρει σε αυτό το σημείο, υποστήριζε το προχωρημένο τής περιόδου ως εμπόδιο για την προέλασή τους. Ήσαν όλοι άνετοι και ασφαλείς στον κόλπο τής Σούδας, αλλά οι άπιστοι είχαν εξαπολύσει πόλεμο στην Κύπρο. Η πρωτεύουσα Λευκωσία είχε ήδη δεχτεί δεκαπέντε επιθέσεις,18 λέγεται ότι είχε πει, και ο Ενετός στρατηγός Ζάνε περίμενε στην Κρήτη, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για τη βοήθεια που τού είχαν υποσχεθεί ότι θα τού έφερναν. Η δράση ήταν απαραίτητη, όχι τα λόγια. Δεν είχαν έρθει στην Κρήτη για να παραστούν μάρτυρες σε τουρκικό θρίαμβο, να υποστούν προσβολές, να δουν την αιματοχυσία των χριστιανών με ατιμωρησία. Θα ήταν καλύτερο να μην είχαν έλθει καθόλου παρά να γυρίσουν τώρα πίσω. Έπρεπε να κάνουν αυτό που τούς είχαν στείλει να κάνουν ο πάπας και ο βασιλιάς τής Ισπανίας, έπρεπε να βοηθήσουν τούς Ενετούς, οι οποίοι είχαν ρίξει στον πόλεμο ολόκληρο τον στόλο τους με 140 σκάφη και εξέθεταν το κράτος τους σε φοβερό κίνδυνο.

Η περίοδος δεν ήταν ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο προχωρημένη, έλεγε ο Κολόννα, από «αυτήν που είναι σήμερα, 3 Σεπτεμβρίου». Υπήρχε χρόνος να πάνε στην Κύπρο, να συμπλακούν με τούς Τούρκους και να επιστρέψουν σε δεκαπέντε μέρες, δηλαδή πολύ πριν από το τέλος τού μήνα, εντός τής προθεσμίας που ο κύριος Τζιανναντρέα έλεγε ότι μπορούσε να παραμείνει μαζί τους. Γιατί άραγε δεν υπήρχαν λιμάνια στα οποία να βρουν καταφύγιο; Η Αμμόχωστος παρέμενε ακόμη ανοικτή γι’ αυτούς. Το ίδιο και η Λεμεσός, η Πάφος, ο κόλπος τής Λάρνακας και η Κερύνεια. Ναι, ο ενετικός στόλος είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από την ασθένεια και τον θάνατο, αλλά είχε επανεφοδιαστεί με επαρκές ανθρώπινο δυναμικό στην Κρήτη. Όλοι οι ναύτες και κωπηλάτες ήσαν χριστιανοί (ή έτσι συμπέραινε τώρα ο Κολόννα) και, όταν χρειαζόταν, θα μπορούσαν να αφήσουν κάτω το κουπί και να πάρουν τα όπλα. Οι χριστιανικοί στόλοι, προστιθέμενοι μαζί, είχαν 205 πλοία [σε λίγο θα τα μετρήσουμε]. Ο εχθρός είχε μόνο 150. Όχι, οι παπικές και οι ισπανικές δυνάμεις δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο ακολουθώντας τούς Ενετούς στην Κύπρο. Η τουρκική αρμάδα ήταν σκορπισμένη σε αβοήθητη αταξία κατά μήκος τής ακτής. Με ένα αποφασιστικό χτύπημα οι χριστιανοί μπορούσαν να την καταστρέψουν. Με τη βοήθεια τού Θεού, συνεχίζοντας αυτόν τον δίκαιο πόλεμο εναντίον των απίστων Τούρκων σκύλων, ο Κολόννα ήταν βέβαιος ότι η νίκη θα ήταν δική τους, όπως ακριβώς είχε υπάρξει δική τους στη Μάλτα πριν από πέντε χρόνια.19

Στη συνέχεια οι στρατηγοί μετακίνησαν τούς στόλους από τον κόλπο τής Σούδας στην πόλη τού Χάνδακα, όπου οι Ενετοί προσπάθησαν να βελτιώσουν τις δυνάμεις τους και την καταλληλότητα των γαλερών τους όσο καλύτερα μπορούσαν. Ένα άλλο συμβούλιο γινόταν τώρα στον Χάνδακα, στο οποίο ο Τζιρολάμο Ζάνε επέμενε ακόμη, όπως ανέφερε ο Παλλαβιτσίνι στον δόγη,

να θέλει να θέσει σε ισχύ την εντολή αποστολής τής Γαληνότητάς σας, την οποία θεωρούσε ρητή εντολή να συνεχίσουμε προς την Κύπρο, παρά το γεγονός ότι είχε πειστεί για άλλο πράγμα από την αιτιολόγηση που είχαμε προωθήσει … ο διακεκριμένος Τσέλσι και εγώ….

Ούτε ο Τσέλσι ούτε ο Παλλαβιτσίνι πίστευαν ότι ο ενετικός στόλος ήταν σε θέση «να διασπάσει την εχθρική αρμάδα και να ελευθερώσει το βασίλειο τής Κύπρου». Όπως και ο Τσέλσι, ο Παλλαβιτσίνι είχε εκφράσει τη γνώμη του προφορικά. Ήθελε επίσης να την υποβάλει γραπτώς (απ’ όπου και το παρόν κείμενο, χρονολογημένο στη Βενετία στις 27 Απριλίου 1571). Στο τέλος όμως συμφώνησαν όλοι οι στρατηγοί, συμπεριλαμβανομένου τού Ντόρια, να ακολουθήσουν τον Ζάνε στην Κύπρο και να αντιμετωπίσουν την τουρκική αρμάδα. Ο Μάρκο Κουρίνι, ο οποίος είχε σταλεί στις 6 Σεπτεμβρίου για να μάθει νέα για τούς Τούρκους, δεν είχε προχωρήσει πέρα από το νησί τού Σκαρπάντο (Κάρπαθος) και δεν είχε τίποτε αξιόλογο να αναφέρει. Αποφασίστηκε ότι έπρεπε να επιστρέψει και πάλι, για να μάθει με κάποια βεβαιότητα πώς τα πήγαιναν οι Τούρκοι, «αλλά ούτε αυτή τη φορά προχώρησε πέρα από το νησί τής Ρόδου, ούτε έφερε πίσω κάτι μεγαλύτερης σημασίας από την πρώτη φορά…».20

Στο μεταξύ, όπως μάς πληροφορεί ο Κονταρίνι, ο Πιαλή πασάς είχε πλεύσει με εκατό γαλέρες από τις Αλυκές (Salines) στη Ρόδο. Γύρω στις 20 Αυγούστου έστειλε πέντε γαλιότες στην Κρήτη, «στο νησί τού Χάνδακα» (l’ isola di Candia), για να πάρει νέα για τούς χριστιανούς. Οι Τούρκοι έβγαλαν άνδρες στη στεριά και συνέλαβαν πέντε νησιώτες,

από τούς οποίους έμαθαν, ότι ο ενετικός στόλος βρισκόταν στο νησί μόνος και ήταν σε άσχημη κατάσταση, λόγω τής μεγάλης απώλειας σε ανθρώπινες ζωές που είχε υποστεί [από τον λοιμό], αλλά ότι περίμενε τον ισπανικό στόλο, χωρίς τον οποίο δεν μπορούσε να φύγει από το νησί. Με τέτοια νέα ο Πιαλή επέστρεψε αμέσως στις Αλυκές στην Κύπρο προς το τέλος Αυγούστου.21

Τώρα που ο ισπανικός στόλος και οι δώδεκα παπικές γαλέρες είχαν ενωθεί με τούς Ενετούς στο νησί τής Κρήτης, εξακολουθούσε να παραμένει το ερώτημα αν οι χριστιανικές δυνάμεις θα προχωρούσαν στην Κύπρο.

Στο πρώτο συμβούλιο των χριστιανών στρατηγών στη Σούδα ο Τζιανναντρέα Ντόρια είχε υποστηρίξει, ότι αν οι στόλοι τους βρίσκονταν όλοι σε τάξη, σίγουρα δεν θα υπήρχε καλύτερος ούτε πιο έντιμος τρόπος δράσης από το να μπουν στον δρόμο προς την Κύπρο το συντομότερο δυνατό. Ο στόλος τής Καθολικής του Μεγαλειότητας είχε υπάρξει και ήταν έτοιμος για μάχη. Όμως ήταν απαραίτητη μια συνολική επιθεώρηση των πολεμικών τους πλοίων και των στρατιωτικών τους μονάδων, επειδή, όπως ο ίδιος είχε την ευκαιρία να τονίσει δύο βδομάδες αργότερα, «κάθε μέρα έκανε πιο βέβαιο, ότι η έλλειψη στρατιωτών (genti) στον ενετικό στόλο ήταν πολύ εμφανής».

Η επιχείρηση στην οποία είχαν εμπλακεί ήταν υψίστης σημασίας για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Όμως ο ενετικός στόλος δεν βρισκόταν ποτέ σε τάξη. Από την πρώτη άφιξή του στο Οτράντο ο Ντόρια είχε πλήρη επίγνωση τού γεγονότος. Τα πληρώματα και τα στρατεύματα είχαν μειωθεί πολύ λόγω τής επιδημίας (per cagione delle infermità). Στις 4 Σεπτεμβρίου ο Ντόρια είχε στείλει τον Δον Χουάν ντε Καρντόνα να ενημερώσει τον Κολόννα, ότι μπορούσε να παραμείνει στα ανατολικά ύδατα μόνο μέχρι το τέλος τού μήνα. (Ο Κολόννα το ήξερε ήδη, αφού είχε αναφερθεί το γεγονός στη συνεδρίαση τής 3ης Σεπτεμβρίου.) Έτσι μέχρι τότε, έλεγε ο Ντόρια, απέμεναν ακόμη εικοσιέξι μέρες. Αν οι Ενετοί είχαν ετοιμαστεί και αν η εκστρατεία εξελισσόταν σωστά, θα μπορούσαν να πετύχουν τον στόχο τής Δημοκρατίας, γιατί με καλό καιρό το ταξίδι από την Κρήτη προς την Κύπρο διαρκούσε λιγότερο από έξι έως οκτώ ημέρες (…dà tempo di puotersi fare in manco di sei o vero otto dì).22

Ως Γενουάτης, ο Ντόρια δεν αγαπούσε τούς Ενετούς. Επίσης από τις σαρανταεννέα γαλέρες, των οποίων είχε τη διοίκηση, δώδεκα ήσαν δική του ιδιοκτησία. Μίσθωνε τις γαλέρες του, μεγάλο μέρος τής κληρονομιάς του, στον Φίλιππο Β’, με ετήσια χρέωση που λεγόταν προφανώς ότι ήταν 10.000 σκούδα για καθεμιά. Θα ήταν μεγάλο ποσό, 120.000 σκούδα τον χρόνο, αν ο αριθμός αυτός ήταν σωστός, που δεν ήταν, αλλά ο Ντόρια έπρεπε να συντηρεί τις γαλέρες του και να πληρώνει τα πληρώματά του. Στην πραγματικότητα όμως, όπως θα δούμε, ο Ντόρια έπαιρνε μόνο 6.000 σκούδα τον χρόνο για καθεμιά από τις δώδεκα γαλέρες του, μόνο 72.000 σκούδα τον χρόνο. Και οι κίνδυνοι ήσαν μεγάλοι, γεγονός που δεν ξεχνούσε ποτέ ο Ντόρια.23

Τα διάφορα συμβούλια και οι διασκέψεις που πραγματοποιούσαν οι ηγέτες τού χριστιανικού στόλου στη στεριά αλλά και πάνω στις ναυαρχίδες, καθιστούσαν σαφή την έκταση τής διχόνοιάς τους. Υπήρχε διάσταση απόψεων ακόμη και μέσα στην ενετική ανώτατη διοίκηση, γιατί ο Ζάνε και ο επιστάτης Κανάλε ήσαν απόλυτοι ότι έπρεπε να προχωρήσουν προς την Κύπρο, ενώ ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι είχε την υποστήριξη τού Τσέλσι, τού άλλου επιστάτη, στην πρότασή του να αποσπάσουν τούς Τούρκους από την Κύπρο επιτιθέμενοι σε αυτούς σε ευάλωτα σημεία στην περιοχή τής ίδιας τής πρωτεύουσάς τους. Αν και φαινομενικά πάντοτε καλοπροαίρετοι ο ένας προς τον άλλο, οι Ζάνε και Παλλαβιτσίνι διαφωνούσαν πολύ ως προς το καλύτερο τρόπο διάσπασης τής πολιορκίας τής Λευκωσίας. Στην προσπάθειά του να παρουσιάσει πλήρως το επιχείρημά του (και να έχει γραπτό κείμενο τής εν λόγω πρότασης ως βοήθημα), στις 12 Σεπτεμβρίου (1570) ο Παλλαβιτσίνι έγραψε στον Ζάνε μακροσκελή επιστολή, η οποία φαίνεται ότι εξακολουθεί να παραμένει αδημοσίευτη. Είχε πει στον Ζάνε αυτό που πίστευε ότι ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να απομακρύνουν τούς Τούρκους από την Κύπρο. Μάλιστα, έλεγε, το είχε πει «πολλές φορές και ιδιαίτερα με την παρουσία τού επιφανέστατου άρχοντα Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και των διακεκριμένων επιστατών τού στόλου». Στόχος τους ήταν να ελευθερώσουν το βασίλειο τής Κύπρου και να εξαναγκάσουν τούς Τούρκους σε μάχη, «χωρίς κανένα μειονέκτημα για εμάς». Έπρεπε να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Βενετία και στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Παλλαβιτσίνι ζητούσε από τον Ζάνε με φιλικό τρόπο να δεχτεί τη διαφορετική του άποψη με την καλή διάθεση, τής οποίας άξιζε η δική του εκτίμηση για τον Ζάνε.

«Ο πιο γρήγορος και βέβαιος τρόπος» εμπλοκής με τούς Τούρκους φαινόταν ότι ήταν να ενώσουν τούς στόλους και να κατευθυνθούν στην Κύπρο, αλλά ο Παλλαβιτσίνι πίστευε, ότι υπήρχε «άλλος τρόπος πιο σίγουρος για να υποχρεώσουν τον εχθρό να έρθει σε μάχη και με πιο λογική ελπίδα να νικήσουν» (un’ altro modo più certo di sforzar il nemico di venire alla battaglia et con più ragionevole speranza di vincerlo). Δεν υπήρχε βέβαια χρόνος να γράψει στον δόγη και τη Γερουσία και να περιμένει την απάντησή τους. Αντί για άμεση επίθεση εναντίον των Τούρκων στην Κύπρο, ο Παλλαβιτσίνι υποστήριζε να περάσουν από το Αρχιπέλαγος και να χτυπήσουν στα Δαρδανέλλια. Θα μπορούσαν να διασπάσουν τα στενά, να μπουν στη θάλασσα τού Μαρμαρά περνώντας μια φρουρά στη χερσόνησο τής Καλλίπολης και να ανοίξουν πυρ κατά τής Ισταμπούλ ή όπου αλλού θα ήταν πιο αποτελεσματικό και θα έκανε μεγαλύτερη ζημιά στον Τούρκο.

Θα ήταν σοβαρό λάθος κατά τη γνώμη τού Παλλαβιτσίνι να προχωρήσουν προς την Κύπρο. Οι Τούρκοι ήσαν οχυρωμένοι στο νησί. Ισχυρός στρατός ιππικού και πεζικού πολιορκούσε τη Λευκωσία, που βρισκόταν τριάντα μίλια από τη θάλασσα. Οι Τούρκοι είχαν αφθονία προμηθειών. Αν έπεφτε η Λευκωσία, έλεγε ο Παλλαβιτσίνι, θα έπεφτε και το υπόλοιπο νησί «και μάλιστα πολύ γρήγορα» (con un poco di tempo). Γιατί άραγε να διακινδύνευαν οι Τούρκοι ναυμαχία, όταν είχαν ήδη τη νίκη στα χέρια τους στη στεριά; Οι χριστιανοί μάλλον δεν θα μπορούσαν να βγάλουν στη στεριά στρατεύματα αρκετά για επιτυχημένη σύγκρουση με τούς Τούρκους. Την προσέγγιση των χριστιανών στην Κύπρο θα ακολουθούσε αναπόφευκτα επικίνδυνη υποχώρηση, με τούς Τούρκους να τούς κυνηγούν. Οι Τούρκοι είχαν σχεδόν τόσο πολλές γαλέρες όσες και ο χριστιανικός στόλος, ενώ είχαν επίσης «γαλιότες και φούστες, γαλεάσες και πλοία μεταφοράς και πολλά καραμουσαλίνια» (galeotte e fuste, navi, maone e palantarie, e gran quantità di caramussolini). Tα σκάφη τους αναπλήρωναν σε αριθμό αυτό που τούς έλειπε σε ποιότητα και θα μπορούσαν να ανεβάσουν σε αυτά τούς καλύτερους στρατιώτες που είχαν στη Λευκωσία.

Μια ναυτική σύγκρουση θα ήταν υπερβολικά επικίνδυνη για τις συμμαχικές δυνάμεις. Πηγαίνοντας όμως προς τα Δαρδανέλλια, όπου οι Τούρκοι δεν είχαν τόσο μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπινης δύναμης, θα ήταν δυνατό να τούς κάνουν τη μεγαλύτερη ζημία στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Αν οι Τούρκοι έρχονταν με το μεγαλύτερο μέρος τής αρμάδας τους για να σταματήσουν την προέλαση των συμμάχων, προφανώς εκ των πραγμάτων (ipso facto) θα αιρόταν η πολιορκία τής Λευκωσίας. Ο Παλλαβιτσίνι ήταν όμως βέβαιος, ότι οι Τούρκοι δεν θα το έκαναν αυτό. Η επένδυσή τους στην πολιορκία ήταν πολύ μεγάλη. Θα ήθελαν να τη συνεχίσουν μέχρι την επιτυχία. Έπρεπε λοιπόν να αφήσουν σημαντικό μέρος τού στόλου τους και τα στρατεύματά τους κάτω από τα τείχη τής Λευκωσίας. Έχοντας ξεφορτωθεί εκείνο το μέρος τού τουρκικού στόλου, που θα ερχόταν να τούς αντιμετωπίσει στα Δαρδανέλλια, οι χριστιανικοί στόλοι θα μπορούσαν στη συνέχεια όχι μόνο να προχωρήσουν στην απελευθέρωση τής Κύπρου, αλλά πιθανώς και σε κάποιο άλλο μεγάλο επίτευγμα. Αυτή ήταν η γνώμη τού Παλλαβιτσίνι «μέχρι τώρα», έχοντας επίγνωση μέχρι τώρα ότι τίποτε δεν ήταν πιθανό να τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Ήταν φυσικά ανοιχτός σε καλύτερες ιδέες και θα κατέβαλλε τις καλύτερες προσπάθειές του για να τεθεί σε εφαρμογή οποιοδήποτε σχέδιο εγκρινόταν.24

Ύστερα από διασκέψεις και αντιπαραθέσεις για δύο βδομάδες (1-13 Σεπτεμβρίου 1570), οι τρεις στρατηγοί ανέβασαν στις γαλέρες τα πυρομαχικά, τούς στρατιώτες και τούς κωπηλάτες τους. Σύμφωνα με τον Κονταρίνι χρειάστηκαν τρεις ημέρες για να πάνε από τον Χάνδακα (Ηράκλειο) στη Σητεία στην ανατολική Κρήτη, όπου έφτασαν στις 15 τού μηνός,

μέρα κατά την οποία ο Κουρίνι επέστρεψε με κάποιες ειδήσεις, ότι η τουρκική αρμάδα βρισκόταν στην Κύπρο και ότι η Λευκωσία άντεχε ακόμη, όπου «τα νέα έδωσαν στους άνδρες μας μεγάλη ώθηση, ενθαρρύνοντάς τους να συνεχίσουν το ταξίδι τους». Έχοντας φτάσει στη Σητεία, στο τελευταίο λιμάνι στον δρόμο προς την Ανατολή, οι στρατηγοί θέλησαν να επιθεωρήσουν προσωπικά τις γαλέρες. Εδώ ο στρατηγός Ζάνε «αφόπλισε» τρεις γαλέρες, εκτός από τις δύο που είχε αφοπλίσει στον Χάνδακα, προκειμένου να ενισχύσει τις άλλες γαλέρες του.

«Αφοπλισμός» γαλέρας σήμαινε την αφαίρεση από αυτήν στρατιωτών, κωπηλατών, πυροβόλων και πυρομαχικών. Προφανώς ούτε ο Κολόννα ούτε ο Ζάνε ήθελαν επανεξέταση των στρατευμάτων και των γαλερών. Ο Ντόρια επέμενε γι’ αυτήν και ο Κονταρίνι απέκτησε κείμενο τής επιθεώρησης (rassegna) στη Σητεία.25

Διάφορα στοιχεία είχαν δοθεί από τούς σύγχρονούς του για τον αριθμό των γαλερών και άλλων πλοίων στους τρεις στόλους, αλλά σε γενικές γραμμές τα στοιχεία αυτά βρίσκονται όλα μέσα στο ίδιο εύρος. Ο Κονταρίνι παρέχει τα ονόματα των κυβερνητών των 12 παπικών γαλερών, και καταγράφει 45 (όχι 49) γαλέρες τού Καθολικού στόλου στη Σητεία στις 16 Σεπτεμβρίου (1570). Όσο για τον ενετικό στόλο, τοποθετεί 30 γαλέρες άμεσα κάτω από τον γενικό διοικητή Ζάνε, 25 κάτω από τον Παλλαβιτσίνι, 20 κάτω από τον Τζάκομο Τσέλσι, 19 κάτω από τον Αντόνιο ντα Κανάλε, 16 στην οπισθοφυλακή κάτω από τον Σάντο Τρον και 12 στην εμπροσθοφυλακή κάτω από τον Μάρκο Κουρίνι, περιλαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση τη ναυαρχίδα (capitana) τού διοικητή, συνολικά δηλαδή 122 ενετικές γαλέρες. Οι Ενετοί είχαν επίσης 11 γαλεάσες (galee grosse) κάτω από τον Φραντσέσκο Ντουόντο, το μεγάλο γαλιόνι που ονομαζόταν Φάουστο και 10 πλοία μεταφοράς (navi) με τέσσερις μικρές γαλέρες (galeonici) κάτω από τον Πιέτρο Τρον, συνολικά δηλαδή 148 γαλέρες, γαλεάσες και άλλα σκάφη. Όταν λοιπόν προσθέσουμε σε αυτό το ενετικό σύνολο τις 12 παπικές και τις 45 Καθολικές γαλέρες, διαπιστώνουμε ότι ο Κονταρίνι υπολόγιζε τούς τρεις χριστιανικούς στόλους σε 205 πλοία.26 Όταν οι στόλοι έπλευσαν ανατολικά από τη Σητεία στις 17 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με την αναφορά τού Κολόννα προς τον Φίλιππο Β’, «αρκετές γαλέρες και πλοία είχαν αφοπλιστεί για την καλύτερη ενίσχυση των υπολοίπων και έτσι [ολόκληρο] τον στόλο αποτελούσαν 180 γαλέρες και 12 γαλεάσες, δηλαδή, 192 γαλέρες συν έξι μεγάλα πλοία».27 Ένα μήνα αργότερα ο Τζιανναντρέα Ντόρια έγραφε στον Χουάν ντε Θουνίγκα, τον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη, ότι όταν οι χριστιανικοί στόλοι έφυγαν από τη Σητεία είχαν 180 γαλέρες, 11 γαλεάσες, ένα γαλιόνι και πέντε πλοία μεταφοράς (navi).28 Αν οι Κολόννα και Ντόρια δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτε άλλο, μπορούσαν τουλάχιστον να συμφωνούν στον αριθμό των γαλερών στη χριστιανική αρμάδα.

Ο Κονταρίνι μάς έχει δώσει προσεκτική ανάλυση των αριθμών των πεζών στρατιωτών (fanti) στους τρεις στόλους. Υπήρχαν 1.100 άνδρες στις παπικές γαλέρες και 3.500 (λέει) στον Καθολικό στόλο, ο οποίος αποτελούσε συνάθροιση γαλερών από την Ισπανία, τη Γένουα, τη Νάπολη και τη Σικελία. Ως συνήθως, όντας Ενετός, ενδιαφερόταν περισσότερο για τις δυνάμεις τής δικής του κυβέρνησης, τις οποίες προσδιορίζει σε 16.995 άνδρες, αλλά τα στοιχεία του αθροίζονται σε 17.000 άνδρες ακριβώς.29 Ο Ντόρια ισχυριζόταν ότι οι ενετικές γαλέρες είχαν ελλιπές προσωπικό. Εκείνος, ο Καρντόνα και ο Μπαζάν είχαν επιθεωρήσει τον ενετικό στόλο στις 16 Σεπτεμβρίου. Ο Μπαζάν είχε βρει τις γαλεάσες «σε καλή τάξη» (ben’ all’ ordine), αλλά από εξήντα περίπου ενετικές γαλέρες έλειπε ένα πλήρες τρίτο των πληρωμάτων τους. Είχαν κατά μέσο όρο μόνο ογδόντα άνδρες ανά γαλέρα «στρατιώτες και ναυτικούς, καλούς και κακούς».30

Όταν ο Ντόρια έδειξε απροθυμία να προχωρήσει, ο Κολόννα τού υπενθύμισε, ότι περίμενε στο Οτράντο δεκαπέντε ολόκληρες ημέρες για την άφιξή του με τις Καθολικές γαλέρες. Άλλες δεκαπέντε μέρες είχαν δαπανηθεί στον Χάνδακα. Βρισκόταν σε κίνδυνο η φήμη τού ίδιου τού Φιλίππου Β’, γιατί δεν θα άρμοζε σε τόσο μεγάλο ηγεμόνα να στείλει στόλο για να βοηθήσει τούς Ενετούς και στη συνέχεια να μην είναι πρόθυμος να τον διακινδυνεύσει. Η Καθολική του Μεγαλειότητα εξέθετε, σύμφωνα με τον Κολόννα, 49 γαλέρες σε πιθανή απώλεια, αλλά οι Ενετοί διακινδύνευαν 120 γαλέρες, έξι πλοία μεταφοράς και 12 γαλεάσες, για να μην μιλήσουμε για τα νησιά και τις θαλάσσιες κτήσεις τους. Η αποτυχία να προχωρήσουν στην εκστρατεία θα σήμαινε όχι μόνο την απώλεια χριστιανικών εδαφών και πόλεων, αλλά και την απώλεια τής ευκαιρίας να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους σε μάχη, πράγμα που ήταν ακριβώς ο λόγος για τη διαμόρφωση συμμαχίας εναντίον των Τούρκων, «μιας συμμαχίας τόσο χρήσιμης για τη Χριστιανοσύνη» (una lega tanto utile alla Christianità).

Η ήττα σίγουρα δεν ήταν δεδομένη. Οι Τούρκοι ποτέ δεν είχαν περισσότερες από 165 γαλέρες. Το χριστιανικό στράτευμα είχε 180 γαλέρες, 12 γαλεάσες και έξι πλοία μεταφοράς, αριθμό δηλαδή που ο εχθρός δεν μπορούσε να αντιπαρατάξει. Επίσης ο Οκκιαλή (Ουλούτζ-Αλή) και οι άλλοι κουρσάροι δεν είχαν ενωθεί με τούς Τούρκους στην Κύπρο. Παρά το γεγονός ότι οι συμμαχικοί στόλοι δεν είχαν όλο το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό, οι Καθολικές γαλέρες ήσαν καλά επανδρωμένες, όπως και η παπική μοίρα. Οι διοικητές των χριστιανικών στόλων, «με τόση ευγένεια» (con tanta nobiltà), πρόσφεραν στις χριστιανικές δυνάμεις ηγεσία εξαιρετικής ικανότητας. Έπρεπε να συνεχίσουν.31

Η αναφορά τού Κολόννα σε «συμμαχία τόσο χρήσιμη για τη Χριστιανοσύνη» ήταν ασαφής κενολογία. Αν και ο Φίλιππος Β’ είχε στείλει τον Ντόρια στα ανατολικά ύδατα, δήθεν για να βοηθήσει τούς Ενετούς εναντίον των Τούρκων, δεν υπήρχε ακόμη συμμαχία. Για προφανείς λόγους οι Ενετοί ήσαν πια σταθερά αποφασισμένοι να πάρουν θέση και να κάνουν το καθήκον τους στην αντι-τουρκική συμμαχία που προωθούσε ο Πίος Ε’, αλλά είχαν ενοχληθεί από ορισμένα άρθρα τού κειμένου ναυτικής συμμαχίας που είχε προταθεί. Όπως έγραφαν στον Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), πρεσβευτή τους στην Ισπανία, στις 14 Αυγούστου (1570), οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου στη Ρώμη, ενώ έκαναν το καθήκον τους, επιδίωκαν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για τον βασιλιά τους, χρησιμοποιώντας μεγαλύτερη οξύτητα από εκείνη που είχε σχέση με τα καθήκοντα που βρίσκονταν μπροστά. Ο δόγης και η Γερουσία ήσαν πεισμένοι, ότι ο Φίλιππος, στην αφοσίωσή του στη χριστιανική υπόθεση, καθώς και «από το μεγαλείο και τη γενναιοδωρία τού πνεύματός του» (per la grandezza et generosità dell’ animo suo), θα ήταν διατεθειμένος να σχηματίσει συμμαχία όπως εκείνη, που είχε ενώσει τον πατέρα του Κάρολο Ε’ με τη Σινιορία το 1537. Όμως στο κείμενο τού συμφώνου που είχε έρθει πρόσφατα από τη Ρώμη, ορισμένα άρθρα τής προβλεπόμενης συμφωνίας είχαν αφεθεί σε αμφιβολία και αναποφασιστικότητα, «που όχι μόνο μπορούν να αποδυναμώσουν την κύρια πρόθεση να γίνει η συμμαχία, αλλά βρίσκονται ρητά σε αντίθεση…» (li quali non solamente possono debilitar l’ intentione principale, che die indur a far la lega, ma vengono espressamente a contradirle…).32

Ως Καθολική Μεγαλειότητα, ο Φίλιππος Β’ πίστευε αναμφίβολα ότι ήταν καθήκον του να πολεμά τούς Τούρκους, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το κόστος τού πολέμου στην Ολλανδία, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τον ισπανο-ιταλικό του στόλο. Αν τον έχανε, θα είχε πρόβλημα να τον αντικαταστήσει, έστω κι αν ο Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά) είχε μόλις γράψει στη Γερουσία από τη Μαδρίτη (στις 16 Αυγούστου 1570), ότι

αυτές τις πρώτες ημέρες τού Αυγούστου έχουν φτάσει στη Σεβίλλη οι δύο στόλοι τής μεγαλειότητάς του από τις Ινδίες, δηλαδή ο στόλος από το Περού και εκείνος από τη Νέα Ισπανία [Μεξικό]…. Φέρνουν και οι δύο χρυσό και ασήμι αξίας μεγαλύτερης από πέντε εκατομμύρια χρυσά [σκούδα], εκ των οποίων ένα εκατομμύριο εκατό χιλιάδες ανήκει στον γαληνότατο βασιλιά και τα άλλα τέσσερα εκατομμύρια σε ιδιώτες, αλλά από αυτά [τα τέσσερα εκατομμύρια] θα τεθεί στην υπηρεσία τού βασιλιά εκείνο το μερίδιο, το οποίο θα κρίνει αυτός σκόπιμο να πάρει….33

Ακόμη κι αν ο Ντονάντο δεν διόγκωνε το πλιάτσικο σε χρυσό και ασήμι από τις Ινδίες, αν ο Ντόρια έχανε τον βασιλικό στόλο, τα προπύργια τού Φιλίππου κατά μήκος των ακτών τής Βόρειας Αφρικής θα ήσαν εκτεθειμένα σε άμεση επίθεση. Στην καλύτερη περίπτωση θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να φτιάξουν στόλο και να τον εφοδιάσουν με το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό. Αλλά ένα τελευταίο ερώτημα παραμένει: Άραγε ήθελε πραγματικά ο Φίλιππος, όταν κανένας Αψβούργος δεν ήταν ποτέ φίλος τής Βενετίας, να σώσει την Κύπρο και να βοηθήσει στη διατήρηση τής δύναμης και τού κύρους τής Δημοκρατίας;

Περίπου τα μεσάνυχτα στις 17 Σεπτεμβρίου 1570 οι χριστιανικοί στόλοι άρχισαν να σηκώνουν άγκυρα από τη Σητεία και να ξεκινούν για το κατεχόμενο από τούς Τούρκους νησί τής Ρόδου. Με τόσο πολλές γαλέρες και άλλα σκάφη στους στόλους, προφανώς δεν είχαν ξεκινήσει όλοι μέσα σε μια ώρα. Όταν οι Ντόρια, Κονταρίνι και Σερένο τοποθετούν την αναχώρηση τού στόλου στις 17 Σεπτεμβρίου, ίσως είναι λιγότερο ακριβείς από τον Παλλαβιτσίνι, που τη χρονολογεί στις 18 τού μηνός. Ο Ντόρια είχε αναγκαστεί να υποκύψει στα επιχειρήματα τού Κολόννα και στην πίεση τής κοινής γνώμης στο χριστιανικό στράτευμα. Βρισκόταν σχεδόν σε απόγνωση. Η ώρα περνούσε. Από την αρχή ήθελε να διώξει τούς μουσουλμάνους από την Τύνιδα και όχι να ξοδεύει αυτές τις πολύτιμες εβδομάδες στην Ανατολική Μεσόγειο.34

Οι κυβερνήτες και τα πληρώματα δεν παρατάχθηκαν κατά τη σειρά τής αναχώρησής τους. Πήγαν προς τα πλοία όλοι μαζί, έχοντας περάσει λίγο περισσότερο από μια μέρα στη Σητεία, όσο χρειαζόταν για να γίνει η επανεξέταση των γαλερών και να πάρουν νερό και προμήθειες. Ο Παλλαβιτσίνι λέει ότι έφυγαν μέσα σε απόλυτη σύγχυση.35 Οι Κονταρίνι και Σερένο μάς έχουν δώσει την προφανή σειρά αναχώρησής τους, με τον Μάρκο Κουρίνι στην εμπροσθοφυλακή και τον Σάντο Τρον στην οπισθοφυλακή.36

Καθώς οι τρεις στόλοι κινούνταν από τον Χάνδακα προς τη Σητεία, στις 15 Σεπτεμβρίου ο Τούρκος διοικητής Καγιά Τσελεμπή είχε συλλάβει ένα πλοίο με πέντε Χριστιανούς πάνω του, που ταξίδευε από το ακρωτήριο Σαλαμόνε, το ανατολικότερο ακρωτήριο τού νησιού τής Κρήτης, προς τον κόλπο τής Σητείας. Οι αιχμάλωτοί του είπαν στον Καγιά, ότι οι χριστιανικοί στόλοι είχαν πια ενωθεί «και ότι ετοιμάζονταν να έρθουν στην Κύπρο, οπότε αυτός επέστρεψε αμέσως στην Κύπρο», όπου έφτασε στις 23 Σεπτεμβρίου. Παραδίδοντας τούς αιχμαλώτους του στους τρεις πασάδες, τούς Πιαλή, Λάλα Μουσταφά και Αλή, ο Καγιά τούς είπε τι είχε μάθει. Όπως στη Μάλτα πέντε χρόνια πριν, ο Πιαλή φοβόταν για την τουρκική αρμάδα. Οι παπικές και οι ισπανικές γαλέρες είχαν ενωθεί με εκείνες των Ενετών, οι οποίοι πρέπει να είχαν αρκετό χρόνο για να αντικαταστήσουν τούς στρατιώτες και κωπηλάτες που είχαν χάσει με τον λοιμό.

Ο Λάλα Μουσταφά και ο Αλή έπεισαν όμως τον Πιαλή, ότι θα ήταν ανάξιο για τον σουλτάνο να μη σπεύσουν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Ο Πιαλή λοιπόν, αποδεχόμενος τις συμβουλές τους, αποβίβασε όλους τούς σκλάβους και τούς «άχρηστους ανθρώπους» που βρίσκονταν στα σκάφη. Στη συνέχεια έβαλε σε τάξη «σε όλες τις γαλέρες Τούρκους άνδρες και κανόνια» (tutte le galee di gente Turchescha et artiglierie) και αφήνοντας στους «κήπους τής Αμμοχώστου» τις γαλεάσες του (maone), τα πλοία μεταφοράς, τα καραμουσσαλίνι και άλλα σκάφη, κατευθύνθηκε στη Λεμεσό. Αλλά καθώς οι άνδρες του ετοιμάζονταν, είδαν ξαφνικά σκάφη στη θάλασσα στα ανοιχτά. Πιστεύοντας ότι οι χριστιανικοί στόλοι είχαν τελικά φτάσει, οι Τούρκοι «σε πλήρη σύγχυση» (tutti confusi) παρατάχθηκαν για μάχη. Τώρα αναγνώριζαν ότι τα σκάφη πρέπει να ήσαν καραμουσαλί (τουρκικά καραμουσάλ) που έρχονταν από την Ανατολία με προμήθειες και έτσι στάθηκαν εκεί για να τα υποδεχθούν.37

Σύμφωνα με τον Ντόρια, μερικές από τις χριστιανικές γαλέρες είχαν φτάσει στο στενό μεταξύ Σκαρπάντο (Καρπάθου) και Ρόδου ήδη από τις 18 Σεπτεμβρίου. Το στενό έχει περίπου τριάντα μίλια πλάτος και ήταν τότε, όπως και τώρα, η κύρια θαλάσσια διαδρομή από το Αιγαίο προς την Κύπρο. Η σύγχυση για την οποία είχε διαμαρτυρηθεί ο Παλλαβιτσίνι, πρέπει να συνεχιζόταν, γιατί προειδοποίησε τον Ζάνε καθώς οι στόλοι πλησίαζαν στη Ρόδο, «ότι είναι πρόχειρο και επικίνδυνο να προχωρήσουμε με αυτόν τον τρόπο» (che fusse cosa malfatta et pericolosa il caminar in quel modo). Και πάλι οι ηγέτες, τουλάχιστον οι Ενετοί, διαβουλεύτηκαν και αποφάσισαν να διατηρήσουν τάξη, «ώστε να προχωρήσουν για να πολεμήσουν» (sì nel caminare come nel combattere).38 Στην επιστολή του προς τον Χουάν ντε Θουνίγκα (της 13ης Οκτωβρίου 1570) ο Ντόρια παραπονιόταν, ότι είχαν ευνοϊκό άνεμο. Θα είχαν φτάσει στην Κύπρο, αλλά οι Ενετοί και ο Κολόννα χρειάστηκαν τέσσερις πλήρεις ημέρες για να φτάσουν στα μισά τού δρόμου. Είχε σπαταληθεί χρόνος, ισχυριζόταν ο Ντόρια, αλλά τουλάχιστον οι χριστιανικές γαλέρες, ακολουθώντας σε απόσταση την εμπροσθοφυλακή τού Κουρίνι, έφτασαν στο νησί Καστελλόριζο (Μεγίστη) το βράδυ τής 21ης και το πρωί τής 22ας Σεπτεμβρίου. Ο Παλλαβιτσίνι αποκαλεί το νησί «Καστέλ Ρούτσο». Βρίσκεται στο απώτατο ανατολικό άκρο τής Δωδεκανήσου, έξω από τη νοτιοδυτική ακτή τής Τουρκίας.

Ήταν σε αυτό το σημείο, όπως μάς λέει ο Παλλαβιτσίνι, που ο Αλβίζε (Λουίτζι) Μπέμπο, ο οποίος είχε σταλεί για να μάθει νέα για τούς Τούρκους, έφτασε με δύο καΐκια που είχε συλλάβει, το ένα άδειο και το άλλο με κάποιους άνδρες πάνω του. Μάς έδωσαν την είδηση, λέει ο Παλλαβιτσίνι, τής ατυχούς απώλειας τής Λευκωσίας, η οποία είχε πέσει στις 9 Σεπτεμβρίου. Καθώς μάθαιναν τα άσχημα νέα σηκώθηκε σφοδρή θύελλα (una pericolosissima borrasca), η οποία τούς ανάγκασε να βρουν καταφύγιο όπου μπορούσαν (στις 21-22 Σεπτεμβρίου), ορισμένοι από αυτούς κατά πάσα πιθανότητα στο λιμάνι τής Ανατολίας Κας (Αντιφλί, Αντίφελλος). Εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στη γαλέρα τού Παλλαβιτσίνι έχασαν κάθε επαφή με τον Ζάνε μέχρι το μεσημέρι τής επόμενης ημέρας. Είχε προσπάθησε να ξεφύγει από τη θύελλα βρίσκοντας καταφύγιο «σε άλλο λιμάνι, αλλά τη στιγμή που βρεθήκαμε [πάλι] με την εξοχότητά του, επέστρεψε ο άρχοντας Τζιανναντρέα Ντόρια. Δεν ήθελε να μπει σε λιμάνι εκείνο το βράδυ, αλλά είχε παραμείνει έξω, στην ανοιχτή θάλασσα.39 «Οι διακεκριμένοι άρχοντες επιστάτες και εγώ», όπως ανέφερε ο Παλλαβιτσίνι στον δόγη στην αδημοσίευτη ακόμη Υπεράσπισή του (Difesa),

πήγαν να δουν τον εξοχότατο στρατηγό μας πάνω στη γαλέρα του. Μάς έδωσε με περισσότερες λεπτομέρειες την είδηση τής απώλειας τής Λευκωσίας, ζητώντας τη γνώμη μας αν έπρεπε να πάμε στην Κύπρο ή όχι. Τού είπα, ότι αν ίσχυαν οι εντολές τής γαληνότητάς σας και τής εξοχότατης Γερουσίας, τις οποίες η εξοχότητά του είχε ερμηνεύσει ως ρητή εντολή να προχωρήσουμε στην Κύπρο, δεν ήθελα να τον συμβουλεύσω για το ζήτημα αυτό, αλλά μόνο να φροντίσω το καθήκον μου τής υπακοής. Οι διακεκριμένοι επιστάτες είπαν το ίδιο πράγμα. Η εξοχότητά του απάντησε, ότι υπό το φως των ειδήσεων που είχαν έρθει για την απώλεια τής Λευκωσίας, ήταν αναγκαίο και πάλι να διαβουλευτούμε, γιατί δεν υπήρχε χρόνος να ενημερώσουμε τη Γαληνότητά σας [για το τι είχε συμβεί] και να περιμένουμε περαιτέρω εντολές από εσάς….40

Όταν, σύμφωνα με τον Παλλαβιτσίνι, ζητήθηκε η γνώμη τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, τού Τζιανναντρέα Ντόρια και των δύο στρατηγών τής Νάπολης και τής Σικελίας, των Καρντόνα και Μπαζάν, η γνώμη όλων εκείνων των επιφανών αρχόντων ήταν σύμφωνη με τις δική μας, δηλαδή ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι μας προς την Κύπρο, γιατί αυτό θα ήταν άκαρπη επιχείρηση, αλλά ότι έπρεπε να στραφούμε και να επιχειρήσουμε κάποια άλλη επίθεση (κατά των Τούρκων)…. Έχοντας πάρει αυτή την απόφαση, την επόμενη νύχτα μπήκαμε στον δρόμο για επιστροφή στο Σκαρπάντο (Κάρπαθο), όπου φτάσαμε το επόμενο βράδυ, αλλά με τούς στόλους διασκορπισμένους σε διάφορες κατευθύνσεις, λόγω τού πολύ δυνατού σιρόκου (scirocco) που είχαμε [να αντιπαλέψουμε]. Όταν οι στόλοι επανενώθηκαν στο Πόρτο ντι Tριστάνο [Τριστάμο] στο εν λόγω νησί τού Σκαρπάντο [25-26 έως 27 Σεπτεμβρίου], ο άρχοντας Τζιανναντρέα αφήσει να εννοηθεί, ότι επιθυμούσε να επιστρέψει [στη Σικελία μέσω Ζακύνθου και Κεφαλονιάς],41 πράγμα που οδήγησε σε πολλά [μη φιλικά] λόγια, ιδιαίτερα μεταξύ τού εξοχότατου Κολόννα και αυτού….42

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο στόλος τής Γαληνότητάς σας έφυγε για το νησί τού Χάνδακα [Κρήτη] μαζί με τον εξοχότατο Κολόννα, με τον κύριο Τζιανναντρέα να παραμένει πίσω για κάποιο διάστημα [όμως, πλέοντας πιο γρήγορα από τούς συναδέλφους του, ο Ντόρια έφτασε στην πόλη τού Χάνδακα στις 30 Σεπτεμβρίου].43 Με το πέρασμα μερικών ημερών φτάσαμε στην πόλη τού Χάνδακα [στις 4 Οκτωβρίου], όπου είχε αποφασίσει να πάει ο εξοχότατος στρατηγός μας, ώστε να δώσει εντολές για την ασφάλεια αυτής τής πόλης και ολόκληρου τού νησιού, καθώς και για τη βοήθεια που έπρεπε να προσφερθεί στην Αμμόχωστο. Πρώτα όμως διέταξε να προχωρήσουν στο λιμάνι τής Σούδας και να τον περιμένουν εκεί όλες οι γαλέρες, εκτός από λίγες επιλεγμένες που ζήτησε να μείνουν μαζί του…. Τώρα ο άρχοντας Τζιανναντρέα, έχοντας φτάσει [στον Χάνδακα] και αφού σταμάτησε εκεί για μερικές ημέρες, πήρε άδεια από τον εξοχότατο στρατηγό και στη συνέχεια αναχώρησε… [στις 5 Οκτωβρίου 1570].44

Η ανώτατη διοίκηση αποφάσισε να αφήσει στρατιώτες στον Χάνδακα και στα Χανιά, επιλέγοντας από εκείνους που βρίσκονταν πάνω στον ενετικό στόλο και στο νησί, για να τούς στείλει ως βοήθεια (soccorso) στην Αμμόχωστο. Ο Παλλαβιτσίνι ήταν αντίθετος με την ιδέα να περάσει ο στόλος τον χειμώνα στην Κρήτη, λόγω τής έλλειψης προμηθειών, τής ανάγκης να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους και τής αδυναμίας αποκατάστασης τού στόλου με τούς περιορισμένους πόρους που θα εύρισκαν στο νησί. Ο Παλλαβιτσίνι ήταν πεισμένος και αυτό αποφασίστηκε, παρά την έκφραση αντίθετων απόψεων, ότι ο Ζάνε έπρεπε να επιστρέψει με τον στόλο στην Αδριατική, ενώ ο Μάρκο Κουρίνι, ο διοικητής τού Κόλπου, έπρεπε να παραμείνει πίσω με τις γαλέρες τού Χάνδακα και τούς στρατιώτες και τα πληρώματά τους για υπεράσπιση τού νησιού. Ο Παλλαβιτσίνι έδωσε τις εντολές που θεωρούσε αναγκαίες για την ενίσχυση των οχυρώσεων τής πόλης τού Χάνδακα, η οποία, ύστερα από την τουρκική επιτυχία στη Λευκωσία, ίσως ήταν τώρα εκτεθειμένη σε επίθεση.45

Συνεχίζοντας την αναφορά του προς τον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο, ο Παλλαβιτσίνι σημειώνει την αναχώρηση τού γενικού διοικητή Ζάνε από τον Χάνδακα για τη Σούδα [στις 4 Οκτωβρίου 1570], αφού έδωσε εντολές να φορτωθούν τέσσερα πλοία μεταφοράς (navi) με πυρομαχικά για βοήθεια (soccorso) τής Αμμοχώστου. Στη Σούδα αποβίβασε όλο το πεζικό, απολύοντας και πληρώνοντας εκείνους που ήθελε να αφήσει να φύγουν και επιλέγοντας εκείνους που θα στέλνονταν στην Αμμόχωστο, καθώς και εκείνους που έπρεπε να μείνουν στις φρουρές στο νησί τής Κρήτης. Γινόταν προσπάθεια, «έναν προς ένα», να επαναστρατολογηθούν οι παλαιότεροι και πιο έμπειροι διοικητές, «που ήσαν πρόθυμοι να πάνε στην Αμμόχωστο». Κανένας δεν ήταν, «δηλώνοντας, ότι είχαν έλθει να υπηρετήσουν στον στόλο, όχι να πάνε στην Κύπρο. Έλεγαν επιπλέον ότι οι ομάδες τους βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και θα ήσαν άχρηστες εναντίον των Τούρκων. Οι παλαιοί διοικητές (capitani vecchi) απολύθηκαν λοιπόν από την υπηρεσία και επιλέχτηκαν νέοι διοικητές (nuovi capitani), για να συγκροτήσουν ομάδες για την προταθείσα βοήθεια προς την Αμμόχωστο, καθώς και για τη συνεχιζόμενη υπεράσπιση τής Κρήτης.

Επιτράπηκε να ανέβουν στις γαλέρες και στα πλοία μεταφοράς, που θα κατευθύνονταν στην πατρίδα, μόνο οι στρατιώτες στους οποίους ο Παλλαβιτσίνι είχε χορηγήσει άδεια (licentia) να αναχωρήσουν. Στους παλαιούς διοικητές δόθηκε λοιπόν «άδεια» να φύγουν, με την υπόσχεση ότι η μετάβαση και τα έξοδά τους θα πληρώνονταν στην Ιταλία «και στον καθένα από αυτούς χορηγήθηκε το δικαίωμα να μπορέσει να πάρει μαζί του δέκα άνδρες [που θα επέλεγε] από τούς συγγενείς και αξιωματικούς του». Ο Παλλαβιτσίνι υπέγραψε τα εντάλματα απαλλαγής από την υπηρεσία για όλους τούς διοικητές και στρατιώτες που απολύονταν. Οι άδειες αναχώρησης δόθηκαν στη συνέχεια στον Ονφρέ Τζουστινιάν, στον οποίο ανατέθηκε να επιβιβάσει εκείνους που είχαν άδειες (licentie) δεόντως υπογεγραμμένες. Ο αριθμός όλων εκείνων που έλαβαν την άδεια από μένα», λέει ο Παλλαβιτσίνι, «ήταν λίγο πάνω από 600 άνδρες, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις εντολές τής Εξοχότητάς του και τις δικές μου, πολλοί άλλοι επιβιβάστηκαν κρυφά, χωρίς να το γνωρίζει ο εν λόγω κύριος Ονφρέ, μερικοί για χρήματα, άλλοι για άλλους λόγους…». Ένα χρόνο αργότερα (στις 19 Οκτωβρίου 1571) ο Ονφρέ Τζουστινιάν εξασφάλιζε θέση στην ιστορία, όντας ο πρώτος που έφερε στη Βενετία την είδηση της χριστιανικής νίκης στο Λεπάντο.

Ήταν απαραίτητο να διατηρηθούν οι ένοπλες δυνάμεις σε αποτελεσματική ισχύ, αλλά οι απολύσεις των ανίκανων και των άρρωστων ήσαν σημαντικές, για να εξοικονομηθούν χρήματα. Επίσης φυσικά δεν έπρεπε να δοθούν μισθοί σε στρατιώτες (ή στις οικογένειές τους) που είχαν διαφύγει, ενώ τα ονόματά τους παρέμεναν στους καταλόγους των ενεργών.

Τώρα έρχονταν επιστολές από τον Πιέτρο Έμο, ο οποίος είχε σταλεί από τον Ζάνε με δύο γαλέρες για να ανακαλύψει τα ίχνη τού τουρκικού στόλου (και λίγο αργότερα οι Βιντσέντσο Μαρία Πριούλι και Άντζελο Σουριάν στάλθηκαν σε παρόμοια αποστολή).46 Οι επιστολές τού Έμο έφερναν την είδηση, ότι ο Πιαλή πασάς και η αρμάδα του είχαν πάει στη Ρόδο [περίπου στις 10 Οκτωβρίου]. Οι Τούρκοι είχαν πισσάρει τις καρίνες τους στη Ρόδο και στη συνέχεια έπλευσαν προς τα δυτικά στο νησί τής Σταμπάλια (Αστυπάλαια). Οι κινήσεις τους προκάλεσαν κάποια ανησυχία μεταξύ των χριστιανών διοικητών, λόγω τής «αδυναμίας και τής αταξίας τού δικού μας στόλου» (la debolezza et disordine della nostra armata), πράγμα που τούς οδήγησε να αποφασίσουν εσπευσμένη απόσυρση τού ενετικού στόλου. Ο Παλλαβιτσίνι προσφέρθηκε να παραμείνει στα Χανιά στη δυτική Κρήτη [όπου είχε πάει ο στόλος, ύστερα από σύντομη παραμονή στον Χάνδακα και στη Σούδα) με μερικές γαλέρες, για να επιβιβάσει τα στρατεύματα για επικουρία τής πολιορκούμενης Αμμοχώστου. Προγραμματίστηκε να πάνε στην Αμμόχωστο περίπου 1.700 στρατιώτες, ενώ περίπου 800 θα παρέμεναν στο νησί σε υπηρεσία φρουράς.47 Ο Παλλαβιτσίνι θα ήθελε να ήσαν «σε καλύτερη τάξη» (meglio in ordine), αλλά είχαν υποστεί αρκετές ταλαιπωρίες. Ο Μάρκο Κουρίνι, «ο επιφανέστατος διοικητής τού Κόλπου» (il clarissimo capitano del Colfo), φρόντιζε για την επιβίβαση στα Χανιά των στρατευμάτων για την Αμμόχωστο και εκείνων που στέλνονταν στις φρουρές στον Χάνδακα. Άλλοι αφέθηκαν για υπηρεσία στις φρουρές στα Χανιά.

Όλα αυτά τα στρατεύματα [που είχαν οριστεί για τη δύναμη επικουρίας τής Αμμοχώστου] είχαν τεθεί υπό τις διαταγές τού εξοχότατου [Σεμπαστιάνo] Βενιέρ, αν ήταν πρόθυμος να πάει στην Αμμόχωστο. Σε αντίθετη περίπτωση έπρεπε να παραμείνουν υπό την εξουσία τού διακεκριμένου διοικητή των πλοίων μεταφοράς [il clarissimo capitano delle navi], αφού ο άρχοντας Παλλαβιτσίνο Ρανγκόνε είχε ήδη πεθάνει, γιατί αυτές ήσαν οι εντολές που μού είχε αφήσει η εξοχότητά του [ο Ζάνε]. Αφού αντιμετωπίστηκαν αυτά τα ζητήματα και αφού δόθηκαν οι εντολές που έκρινα απαραίτητες για την επισκευή [των οχυρώσεων] των Χανίων, απέπλευσα με τις τρεις γαλέρες που είχαν μείνει μαζί μου. Τελικά ήρθα στην Κέρκυρα, όπου βρήκα την εξοχότητά του, ο οποίος είχε φτάσει πριν από μερικές ημέρες… [στις 17 Νοεμβρίου].

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είχε φτάσει στην Κέρκυρα λίγο πριν φτάσει εκεί ο Ζάνε. Κατά την αναχώρησή τού Κολόννα από την Κέρκυρα [στις 28 Νοεμβρίου] ο Παλλαβιτσίνι λέει, ότι ζήτησε από τον Ζάνε να τού επιτρέψει να συνεχίσει προς Ζάρα, για να εξετάσει «τα πράγματα στη Δαλματία», κατά πάσα πιθανότητα τις χερσαίες δυνάμεις και τις οχυρώσεις και να περιμένει εκεί περαιτέρω εντολές από τον δόγη και τη Γερουσία. «Αυτή ήταν η πρόθεσή μου όταν έφυγα από την Κέρκυρα», όπως ενημέρωνε ο Παλλαβιτσίνι τον δόγη,

και με διάφορα σκαμπανεβάσματα (con diversi successi) ήρθα στη Λεσίνα όπου, βασανιζόμενος από την αρρώστια, όπως γνωρίζει η Γαληνότητά σας, έμεινα πολλές ημέρες.48 Έπειτα κατευθύνθηκα στη Ζάρα, όπως είχα οδηγίες από την εξοχότητά του, για να δώσω τις απαιτούμενες εντολές για [να επισκευάσουν] τις οχυρώσεις τής πόλης, πράγμα που έκανα όσο καλύτερα μπορούσα, μη μπορώντας να σηκωθώ από το κρεβάτι μου…. Φεύγοντας από τη Ζάρα έχω φτάσει τελικά στη Βενετία, παραμένοντας τόσο άρρωστος, που μέχρι τώρα δεν έχω μπορέσει να έρθω προσωπικά να υποβάλω τα σέβη μου στη Γαληνότητά σας και να σάς δώσω περιγραφή για τις πράξεις μου, πράγμα που ήταν από την αρχή η μεγαλύτερη επιθυμία μου.49

Ύστερα από την τουρκική κατάληψη τής Λευκωσίας ακόμη και οι πιο φιλοπόλεμοι διοικητές τού χριστιανικού στόλου, με την εξαίρεση τού Σεμπαστιάνo Βενιέρ, ήσαν έτοιμοι να παραδεχτούν, ότι δεν ενδεικνυόταν να επιτεθούν στον εχθρό στην Κύπρο. Ο καιρός ήταν κακός και η εποχή πραγματικά προχωρημένη. Τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν καταλάβει τη Λευκωσία θα επιβιβάζονταν στην αρμάδα τού Πιαλή πασά. Η νίκη θα αποθράσυνε τούς Τούρκους. Οι χριστιανοί ήσαν αποκαρδιωμένοι. Η χριστιανική ανώτατη διοίκηση συζητούσε το ενδεχόμενο να επιτεθούν στους Τούρκους στο Νεγκροπόντε, στην Αυλώνα, στο Καστελνουόβο, στο Δυρράχιο ή σε κάποιον άλλο προσβάσιμο χώρο κατά το ταξίδι τής επιστροφής τους.50 Όμως, ακριβώς όπως και με τη θλιβερή απόδοση τής εκστρατείας ολόκληρο το καλοκαίρι τού 1570, δεν έκαναν τίποτε.

Αφήνοντας τον Ντόρια στο Σκαρπάντο (Κάρπαθο), οι Ζάνε και Κολόννα είχαν πλεύσει προς την Κρήτη, όπου είχαν φτάσει στις 28 Σεπτεμβρίου (1570), γιατί εκείνη τη μέρα ο Κολόννα έγραφε στον Φίλιππο Β’ από τη Σητεία, εξηγώντας γιατί η χριστιανική αρμάδα δεν είχε μπορέσει να πάει στην Κύπρο.51 Ο Ζάνε βρισκόταν στον Χάνδακα στις 5 Οκτωβρίου. Παρέμεινε εκεί μέχρι τις 16 τού μηνός, όταν πήγε στη Σούδα, στην οποία έφτασε στις 22.52 Τέσσερις ημέρες αργότερα ο αδελφός Πιέτρο Τζουστινιάν μπήκε στον κόλπο τής Σούδας (στις 26 Οκτωβρίου) με τρεις γαλέρες των Ιπποτών τής Μάλτας. Είχε έρθει με πέντε γαλέρες τού Τάγματος για να τις προσθέσει στην παπική μοίρα τού Κολόννα, αλλά έχοντας δεχτεί επίθεση από δεκαοκτώ τουρκικές γαλέρες, είχε χάσει δύο από αυτές.53 Όλα πήγαιναν στραβά. Όταν στις 8 Νοεμβρίου οι Ζάνε και Κολόννα κινήθηκαν πιο δυτικά με τις χριστιανικές γαλέρες προς τα Χανιά, «γιατί ήταν λιμάνι ασφαλές και βολικό» (per esser porto sicuro et commodo), εμφανίστηκε ξαφνικά ο Άντζελο Σουριάν με την είδηση, ότι πριν από τέσσερις ημέρες ο Βιντσέντσο Μαρία Πριούλι είχε δεχτεί επίθεση και «είχε κοπεί σε κομμάτια» από πέντε τουρκικές γαλιότες, «έχοντας όλοι αγωνιστεί γενναία και όχι χωρίς σημαντικές απώλειες για εκείνους τούς Τούρκους». Ο Σουριάν είχε μόλις διαφύγει με τη γαλέρα του και τη ζωή του.54

Καθώς ερχόταν ο χειμώνας, Τούρκοι και χριστιανοί άρχιζαν να χαλαρώνουν. Ο Πιαλή πασάς, αφήνοντας φρουρές στο Αρχιπέλαγος «για να παρεμποδίζουν την προώθηση βοήθειας προς την Αμμόχωστο», επέστρεψε με την υπόλοιπη τουρκική αρμάδα στην Ισταμπούλ.55 Στις 10 και 11 Νοεμβρίου οι Κολόννα και Ζάνε είχαν βάλει πλώρη για την Κέρκυρα, όπου έφτασαν λιγότερο από μια βδομάδα αργότερα (ο Ζάνε στις 17 τού μηνός). Ο φόβος για τούς Τούρκους, που είχε πέσει πάνω στις ξεχαρβαλωμένες γαλέρες και στα άρρωστα πληρώματά τους, είχε επιταχύνει το ταξίδι τους. Στις 28 Νοεμβρίου ο Κολόννα πήρε επίσημη άδεια από τον Ζάνε και έπλευσε μέχρι την ανατολική ακτή τής Κέρκυρας. Χρειάστηκε όμως να σταματήσει στο μικρό βόρειο λιμάνι τής Κασσιώπης (Casoppo), όπου κρατήθηκε για σχεδόν ένα μήνα, λέει ο Κονταρίνι, «από αντίθετο καιρό» (per i tempi contrarii). Όταν κόπασε ο άνεμος, συνέχισε ανεβαίνοντας την αλβανική ακτή μέχρι το Μπόκε ντι Καττάρο (τον κόλπο τού Κότορ), όπου έπεσε πάνω του τρομερή καταιγίδα «με κεραυνούς, αστραπές και βροχή». Η εκστρατεία τελείωνε όπως είχε αρχίσει. Ένας κεραυνός χτύπησε κατάρτι στη γαλέρα τού Κολόννα, που έπιασε φωτιά, αν και όλοι στο πλοίο σώθηκαν.

Ο Κολόννα τότε κατάφερε να ανέβει στη γαλέρα τού Φραντσέσκο Τρον, στην οποία κωπηλατούσαν σκλάβοι (condennati), αλλά και αυτή σπρώχτηκε στη στεριά και διαλύθηκε, αφήνοντας καθένα να φροντίσει για τον εαυτό του. Ο Κονταρίνι δεν κάνει λόγο για τούς σκλάβους τη γαλέρας, που ήσαν αλυσοδεμένοι στους πάγκους τους.56 Σύμφωνα με τον Σερένο, ο Κολόννα και οι επιζώντες τού ναυαγίου τής γαλέρας τού Τρον έτυχαν καλής υποδοχής από τούς Ραγουσαίους, οι οποίοι αρνήθηκαν να τούς παραδώσουν στους Τούρκους και τούς βοήθησαν στον δρόμο τους. Ο Παρούτα λέει ότι ο Κολόννα πήγε προς βορρά μέχρι τη Ζάρα (Ζάνταρ), στη συνέχεια διέσχισε την Αδριατική, έφτασε στην Αγκώνα και από εκεί πήγε στη Ρώμη, «για να λογοδοτήσει στον πάπα για όλα τα πράγματα που συνέβησαν» (per dar conto al Pontefice di tutte le cose successe).57

Στο μεταξύ στην Κέρκυρα ο Τζιρολάμο Ζάνε, επίτροπος τού Αγίου Μάρκου και ναυτικός γενικός διοικητής, έγραφε στην Ενετική Σινιορία σε επιστολές με ημερομηνία μέχρι και τις 20 Νοεμβρίου (1570), ότι η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Δεν μπορούσε πια να προσφέρει στο κράτος, έλεγε, την υπηρεσία που απαιτούσε η ταραχώδης εποχή. Ζητούσε να απαλλαγεί από τη διοίκηση και να τού επιτραπεί να επιστρέψει στη Βενετία. Στις 9 Δεκεμβρίου το αίτημά του τέθηκε ενώπιον τής Γερουσίας. Υπήρξε πρόταση, αλλά απορρίφθηκε, ότι η απόφαση έπρεπε να αναβληθεί, μέχρι να έρθει πληροφορία από τη Ρώμη, ότι οι διαπραγματεύσεις για την τριμερή ένωση Αγίας Έδρας, Ισπανίας και Βενετίας είχαν φτάσει τελικά σε κάποια κατάληξη. Αντίθετα, στις 9 Δεκεμβρίου η Γερουσία ψήφισε να αντικαταστήσει τον Ζάνε, με πρόταση ότι το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) έπρεπε να επιλέξει αμέσως γενικό διοικητή, για να αναλάβει τη διοίκηση τού στόλου στον συνεχιζόμενο πόλεμο κατά τής Πύλης. Την επόμενη μέρα ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ εκλέχτηκε ναυτικός γενικός διοικητής.58

Με επιστολή τής 13ης Δεκεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον Ζάνε, ότι σε συμφωνία με το αίτημά του να «επαναπατριστεί», είχαν εκλέξει τον Βενιέρ να πάρει τη θέση του. Θα έδιναν στον Βενιέρ τις απαραίτητες εντολές «για την καλή διοίκηση τού στόλου» (per il buon governo dell’ armata), αλλά στο μεταξύ ο Ζάνε έπρεπε να αποκαταστήσει την τάξη στον ενετικό στόλο και να προσπαθήσει με κάθε δυνατό μέσο να τον ενισχύσει. Δεδομένου ότι στη Βενετία πίστευαν, ότι υπήρχε έλλειψη τροφίμων στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, η Γερουσία θεωρούσε ότι ο Ζάνε θα το εύρισκε πολύ ευκολότερο να στρατολογήσει στρατιώτες και κωπηλάτες στα νησιά απ’ ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά. Οι Ενετοί υπέφεραν επίσης από ελλείψεις πιο κοντά στην πατρίδα, γιατί ο πόλεμος είχε καταστήσει σχεδόν αδύνατη τη συγκέντρωση τής σοδειάς στα εδάφη τής Δημοκρατίας στη Δαλματία και στην Αλβανία. Ήταν δύσκολο να βρεθεί αρκετή γαλέτα για τον στόλο και παρά τη γενναιόδωρη ανταπόκριση τού Πίου Ε’ στις ανάγκες τους, η κατάσταση ήταν απελπιστική για μήνες.59

Επιστρέφοντας στην επιστολή τού δόγη τής 13ης Δεκεμβρίου, ο Ζάνε έπαιρνε εντολή, αν οι γαλέρες που χρειάζονταν επισκευή δεν είχαν φύγει ακόμη από την Κέρκυρα [για τον Ναύσταθμο στη Βενετία], να τις κρατήσει στην Κέρκυρα και να γίνει εκεί η απαιτούμενη εργασία όσο το δυνατόν γρηγορότερα «για την εξυπηρέτησή μας και για τον εξοπλισμό τους με άνδρες από αυτά τα νησιά» (per il servitio nostro et per armarli con le genti delle predette isole). Η Γερουσία ήθελε επίσης να σταλούν στην Αμμόχωστο κι άλλα στρατεύματα, προμήθειες, όπλα και πυρομαχικά.60

Ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος είχε διοριστεί επίσημα γενικός επιστάτης στη θάλασσα στις 30 Ιανουαρίου 1571, έπρεπε να παραδώσει στον Βενιέρ το έγγραφο τής αποστολής του και τη σημαία τού γενικού διοικητή τής Κέρκυρας, όπου, όπως πίστευαν, θα πήγαινε ο Βενιέρ για να αναλάβει τη διοίκηση τού στόλου.61 Αν όμως ο Βενιέρ είχε ήδη φύγει για την Ανατολική Μεσόγειο, για να μεταφέρει ενισχύσεις στην Αμμόχωστο, ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε να παραλάβει από τον Ζάνε την προσωρινή διοίκηση τού στόλου στην Κέρκυρα.62 Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να φροντίσουν να εξασφαλίσουν ότι ο Βενιέρ θα έπαιρνε τη σημαία, σύμβολο τής ανώτατης εξουσίας του στη θάλασσα, με τη συνηθισμένη τελετή, με επίσημη λειτουργία, ψαλμωδίες και κηρύγματα.63

Δεδομένου ότι ήταν ολοφάνερο, ότι ο Τζιρολάμο Ζάνε δεν είχε κατορθώσει να διατηρήσει πειθαρχία στον στόλο, «ενώ ακολούθησαν πολλές και μεγάλες αναταραχές, λάθη και περιστατικά επιζήμια για το κράτος μας» (essendo seguiti molti et grandissimi disordeni, errori, et inconvenienti dannosi al stato nostro), η Γερουσία διόρισε τρεις ευγενείς με τον τίτλο και την εξουσία «ανακριτών, επιτρόπων και συνηγόρων» (inquisitori, sindici, et avogadori), για να αναλάβουν δράση εναντίον εκείνων, τούς οποίους θα αποκάλυπτε η έρευνα ότι ήσαν αμελείς στα καθήκοντά τους.64 Η έρευνα θα επιδίωκε να αποδώσει ευθύνες, «χωρίς καμία εξαίρεση» (nemine excepto), για «ελαττωματικές λειτουργίες, κακή διαχείριση, αποτυχίες, λάθη και εγκλήματα», που είχαν κάνει τη θητεία τού Ζάνε ως διοικητή, είτε από δικό του λάθος ή όχι, περίοδο απόλυτης καταστροφής.65

Όταν έφτασε η εκστρατεία στη θλιβερή κατάληξή της, οι Ενετοί Άρχοντες (Signori Veneti) ονειδίστηκαν και αποτέλεσαν αντικείμενο πικρόχολων επικρίσεων από τον άγνωστο συγγραφέα ενός έργου για τα Αξιοσημείωτα Λάθη που Διαπράχθηκαν από την Ενετική Σινιορία στην Απόφαση και Διοίκηση τού πολέμου εναντίον των Τούρκων (The Notable Errors Committed by the Venetian Signoria in their Resolution and Administration of the War against the Turk). Θεωρούσε τη Σινιορία υπεύθυνη για «την απώλεια τής Λευκωσίας, τον θάνατο ή τη φυλάκιση 56.000 ατόμων, καθώς και για την απώλεια περισσότερων από 300 κανόνια (pezzi di bronzo) και ολόκληρου σχεδόν τού νησιού [τής Κύπρου] εκτός από την περιτειχισμένη Αμμόχωστο». Η κακοδιαχείρισή τους είχε κοστίσει στο κράτος τα «βασιλικά» έσοδα από τα χωριά και, ακόμη πιο σημαντικό, τα 700.000 δουκάτα τον χρόνο [!], τα οποία προέρχονταν από τις κυπριακές αλυκές, ιδιαίτερα εκείνες στις Αλυκές (Salines).

Η τουρκική κατοχή τού νησιού θα έθετε σε κίνδυνο την ενετική ναυσιπλοΐα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εκστρατεία φαινόταν ότι είχε ξεκινήσει αρκετά καλά. Κανένας άλλος ηγεμόνας εκτός από τον σουλτάνο δεν θα μπορούσε ποτέ να ετοιμάσει για δράση ογδόντα γαλέρες και δώδεκα γαλεάσες σε λίγο περισσότερο από ένα μήνα, «πράγμα που προκαλούσε τον θαυμασμό των ανθρώπων στις πλατείες» (il che fù di ammiratione agli huomini delle piazze). Η Γερουσία θαύμαζε και η ίδια την απόδοσή της, έχοντας προσλάβει 8.000 έμμισθους πεζούς στρατιώτες και 4.000 τολμηρούς εθελοντές (venturieri). Είχαν έρθει από τη Λομβαρδία, το Μάρκε, τη Ρομάνια, ακόμη και από τη μακρινή Νάπολη, «πράγμα που ήταν θαυμάσιο».

Ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, «ο διοικητής τους στην ξηρά» (lor capitano da terra), είχε αποπλεύσει με τέσσερα τεράστια πλοία φορτωμένα με πυροβολικό, πυρομαχικά, ξυλεία, κομμένα δοκάρια, σκάλες, κάρα, σφυριά, φτυάρια, κουτάλες, σπάτουλες, τσάπες και άλλα εργαλεία για κτίστες, μαζί με 4.000 σκαπανείς ή «πρωτοπόρους» (guastadori) και πυροβολητές. Σε λίγες ημέρες μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να καταστρέψει το Εξαμίλιον στον Μοριά και να καταλάβει πολυάριθμες θέσεις, γιατί τα μόνα σημαντικά φρούρια σε όλη την περιοχή ήσαν το Ναύπλιο και η Μονεμβασία. Οι Ενετοί διοικητές έπρεπε να ξεσηκώσουν τούς Έλληνες και τούς Αλβανούς τού Μοριά σε εξέγερση. Θα εξεγείρονταν αν ήσαν βέβαιοι ότι θα υπήρχε υποστήριξη, ακριβώς όπως ανταποκρίθηκαν οι Μανιάτες, όταν ο Μάρκο Κουρίνι κατέλαβε και άφησε σε ερείπια το τουρκικό οχυρό στον Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina). Τριακόσιες χιλιάδες αρτιμελείς άνδρες ήσαν έτοιμοι να ξεσηκωθούν σε εξέγερση [σύμφωνα με τον συγγραφέα τού έργου Tα Αξιοσημείωτα Λάθη (The Notable Errors)] και να ενωθούν με τούς Ενετούς στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, «ενώ προσεύχονται το τρέχον έτος (το 1571) να αντισταθμίσει την αποτυχία τού προηγούμενου έτους».

Οι μεγάλες προετοιμασίες και οι ευκαιρίες τής άνοιξης και τού καλοκαιριού τού 1570 είχαν φουντώσει μεγάλες ελπίδες για νίκη. Η αποτυχία των δώδεκα γαλερών τού πάπα και των σαρανταεννέα γαλερών τού Καθολικού βασιλιά να ενωθούν με τον ενετικό στόλο σε εύθετον χρόνο, με τον Ντόρια και τούς αξιωματικούς τού βασιλιά να σέρνουν τα πόδια τους συνεχώς, είχε φέρει τις χριστιανικές προσπάθειες στο μηδέν. Τώρα ήταν σαφές σε όλους, «ότι ο Ντόρια ήταν η πραγματική αιτία για την απώλεια τής Λευκωσίας και τού βασιλείου [τής Κύπρου]». Η Ενετική Σινιορία όμως είχε το μερίδιό της στα λάθη, τόσο στο ξεκίνημα τού πολέμου όσο και στη διεξαγωγή του. Ο συγγραφέας τού έργου Tα Αξιοσημείωτα Λάθη (The Notable Errors) καταγράφει μάλιστα πολλά σοβαρά λάθη από την πλευρά τής ενετικής κυβέρνησης.

Αντικατοπτρίζοντας τα κουτσομπολιά τής εποχής, ο συγγραφέας λέει ότι η Σινιορία δεν έπρεπε ποτέ να είχε προκαλέσει τις υποψίες τού σουλτάνου Σελήμ Β’ οχυρώνοντας τη Λευκωσία, την ίδια στιγμή που ο Ενετός πρέσβης [Μαρίνο ντι Καβάλλι] διαπραγματευόταν την επικύρωση τής ειρήνης τής Δημοκρατίας με τον Σουλεϊμάν, τον πατέρα του σουλτάνου. Ήταν λάθος η κατασκευή τού φρουρίου [στη Λευκωσία] στη μέση τού νησιού, μακριά από πιθανή παράδοση βοήθειας. Τα οχυρωματικά έργα ήσαν ανεπαρκή. Η Σινιορία είχε περιφρονήσει τη συμβουλή τού δούκα τής Άλβα [Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο], ο οποίος τούς είχε γράψει, «ότι ήταν πάντοτε απαραίτητο να διατηρούν εκεί μεγάλη δύναμη Ιταλών στρατιωτών». Ο Άλβα προφανώς γνώριζε, ακόμη και αν η ενετική κυβέρνηση δεν το γνώριζε, ότι οι ντόπιοι Κύπριοι δεν ήσαν ούτε έμπειροι στην χρήση των όπλων, ούτε πολύ αφοσιωμένοι στην υπόθεση τής Βενετίας. Η Σινιορία εξάλλου δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη τις προειδοποιήσεις τού βαΐλου Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ότι η Κύπρος ήταν βέβαιο ότι θα αποτελούσε το αντικείμενο τής τουρκικής επίθεσης.

Επίσης οι Ενετοί Κύριοι ήσαν συνολικά πολύ αλαζονικοί διώχνοντας τον τσαούς Κουμπάντ, τον οποίο ο Μπάρμπαρο είχε προσπαθήσει να στείλει στη Βενετία, «για να τούς ζητήσει να συμφωνήσουν για την Κύπρο» (a domandar loro Cipro d’ accordo).

Αφήνοντας κατά μέρος άλλες λάθος κινήσεις τής Σινιορίας, ο δυσαρεστημένος συγγραφέας τού έργου Tα Αξιοσημείωτα Λάθη (The Notable Errors) μάς λέει ότι οι Ενετοί Κύριοι έχασαν κάθε ελπίδα για επιτυχία, όταν έστειλαν στην Κύπρο τον κόμη τού Ρόκας (Rocas, Roucha), τον Εουγκένιο Σινκλίτικο, ως «στρατηγό τού ιππικού» (generale della cavalleria). Παρά το γεγονός ότι ο Εουγκένιο ήταν η κύρια προσωπικότητα στο νησί (huomo principale de quel regno) και είχε αποκτήσει τον τίτλο τού κόμη, ήταν καλός στο εμπόριο αλλά όχι στον πόλεμο. Επιπλέον έπρεπε κανείς να λάβει υπόψη το γεγονός, «ότι έκαναν στρατηγό τού στόλου τους τον Τζιρολάμο Ζάνε, έναν άνθρωπο χωρίς την εμπειρία τής θάλασσας ή τού πολέμου και πολύ άπληστο». Ευκαιρίες είχαν χαθεί [λόγω των εντολών τής Γερουσίας, όπως έχουμε δει, αλλά και τής ανικανότητας τού Ζάνε], για να επιτεθούν στους Τούρκους στις ακτές τής Δαλματίας και τής Αλβανίας, στον Μοριά και στο Αρχιπέλαγος. Ο ενετικός στόλος είχε σπαταλήσει ατέλειωτο χρόνο στη Ζάρα, στην Κέρκυρα και στον Χάνδακα, μη επιτυγχάνοντας τίποτε, αφήνοντας άνδρες να πεθαίνουν από την πανούκλα. Άραγε τι μπορούσε να ειπωθεί για τον πρόσφατο διορισμό τού Σεμπαστιάνo Βενιέρ ως ναυτικού γενικού διοικητή και τού Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο ως γενικού επιστάτη τής θάλασσας; Λοιπόν ο Βενιέρ ήταν θαρραλέος άνθρωπος, αλλά χωρίς την εμπειρία τής θάλασσας ή τού πολέμου και ο Μπαρμπαρίγκο ήταν πολύ πιθανό να αποδειχτεί ακόμη λιγότερο ικανός, γιατί ήταν «άπειρος από πόλεμο και από θάλασσα» (inespertissimo di guerra et di mare).66

Δεδομένου ότι έχουμε δει πολλά για τον Ζάνε και κάποια πράγματα για τον Μπαρμπαρίγκο, με περισσότερα να ακολουθούν για τον Βενιέρ, πρέπει να πούμε κάτι για τον Εουγκένιο Σινκλίτικο, ο οποίος δυστυχώς βοήθησε να προσδιοριστεί η κυπριακή αμυντική στρατηγική. Ο Σινκλίτικο υποστήριζε την άποψη τού Νικκολό Ντάντολο, τού υπαρχηγού τής Λευκωσίας, ότι οι ενετικές δυνάμεις στο νησί δεν έπρεπε να αντιταχθούν βίαια στην απόβαση των Τούρκων (η οποία, όπως ξέρουμε, πραγματοποιήθηκε στις Αλυκές στις 3 Ιουλίου 1570), σε αντίθεση με τον ισχυρισμό τού Αστόρρε Μπαλιόνε, ότι οι ενετικές δυνάμεις έπρεπε πράγματι να αντιταχθούν. Όπως σημείωνε αργότερα ο Πιέτρο Βαλντέριο, ο υποκόμης τής Αμμοχώστου, ήταν σημαντική απόφαση που έπρεπε να ληφθεί. Σύμφωνα με τον Βαλντέριο ο Σινκλίτικο είχε επιστρέψει στην Κύπρο από τη Βενετία στις 27 Μαρτίου (1570) με τον Ντιονίζιο Νάλντι, διοικητή τού πεζικού τής Αμμοχώστου, φέρνοντας πεντακόσιους πεζούς στρατιώτες στο νησί.

Σε διάσκεψη των Ενετών διοικητών που πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου στην Άσσια (Aschia, Asha), ένα χωριό μεταξύ Λευκωσίας και Αμμοχώστου, λέγεται ότι ο Μπαλιόνε είχε προτείνει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, με ιππικό και πεζικό, για να αποτρέψουν ή να κάνουν όσο το δυνατόν πιο επώδυνη την αποβίβαση των στρατευμάτων τού εχθρού στο νησί. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, ο διοικητής τής Αμμοχώστου, συμφώνησε μαζί του, όπως και ο Σκιπιόνε Πιατσέντσα, ο Ντιονίζιο Νάλντι, ο σύμβουλος Πιέτρο Πιζάνι και ο Πιέτρο Ροντάκι, διοικητής των Ελλήνων και Αλβανών στραντιότι. Όμως ο Νικκολό Ντάντολο, «υπαρχηγός και αναπληρωτής επιστάτης» (luogotenente et viceproveditor), είχε αντιρρήσεις, λέγοντας ότι αυτό θα επέφερε την απόλυτη καταστροφή τού βασιλείου τής Κύπρου. Δήλωνε ότι για να βάλουν στο πεδίο τής μάχης αποτελεσματική δύναμη, θα χρειαζόταν να απογυμνώσουν το φρούριο [τής Λευκωσίας]. Οι χριστιανοί θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν μπροστά στο πυροβολικό των Τούρκων, οι οποίοι τότε θα καταδίωκαν «τους άνδρες μας» με τέτοια ταχύτητα, που θα τούς έκοβαν σε κομμάτια πριν μπορέσουν να φτάσουν στην ασφάλεια τής Λευκωσίας, «και οι πόλεις [Λευκωσία και Αμμόχωστος] εύκολα θα απέμεναν εξασθενημένες και θα μπορούσε να τις κατακτήσει ο εχθρός» (e le città [Nicosia and Famagusta] resterrano debilitate facilmente, e si potriano espugnare dall’ inimico). Οι κύριοι, λέει ο Βαλντέριο, ο οποίοι δεν ήθελαν να σχηματίσουν οι ίδιοι γραμμή άμυνας, επαίνεσαν τη γνώμη τού Ντάντολο ως την καλύτερη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η χειρότερη.

Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία ο Σινκλίτικο σηκώθηκε και είπε, ότι όταν ήταν στη Βενετία, είχε κληθεί ενώπιον τού Κολλέγιου και είχε πάρει την εντολή, «ότι δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να μπουν στο πεδίο τής μάχης». Αυτή ήταν η συμβουλή τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι προς τη Σινιορία. Οι ενετικές δυνάμεις και οι πολίτες τής Λευκωσίας και τής Αμμοχώστου έπρεπε να υποχωρήσουν μέσα στα δύο δημοτικά φρούρια. Οι αγρότες και οι χωρικοί (villani) έπρεπε να αναζητήσουν καταφύγιο από τούς Τούρκους στην ορεινή περιοχή τού Τροόδους, τριαντατρία περίπου μίλια νοτιοδυτικά τής Λευκωσίας, «επειδή πολύ γρήγορα θα έστελναν τον στόλο, που θα τούς απελευθέρωνε από την πολιορκία».

Έτσι τερματίστηκε η διαφωνία, αλλά για το καλό τής φήμης τους ο Αστόρρε Μπαλιόνε επέμενε, ότι ο Σινκλίτικο, ο «παράλληλος άρχοντας», έπρεπε τουλάχιστον να εμφανίσει στις Αλυκές 300 ιππείς και 200 πεζούς, για να τούς δουν όταν θα έφτανε η εχθρική αρμάδα. Οι στραντιότι έπρεπε επίσης να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Ίσως πετύχαιναν κάτι. Θα ερχόταν και ο Μπαλιόνε με 300 περίπου ιππείς από την Αμμόχωστο, «και έτσι με αυτήν τη ρύθμιση [ordine], έφυγαν».67 Με τέτοια «διευθέτηση» δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι ο Λάλα Μουσταφά πασάς είχε μπορέσει να αποβιβάσει στις Αλυκές τα στρατεύματα και το πυροβολικό του χωρίς αντίσταση και να περιμένει εκεί ανενόχλητος για τρεις εβδομάδες, μέχρι να μπορέσουν ο Πιαλή πασάς και ο Αλή πασάς να τού φέρουν ενισχύσεις, με τις οποίες θα πορευόταν προς βορρά και θα άρχιζε την πολιορκία τής Λευκωσίας.68

Στη Ρώμη οι διαπραγματεύσεις είχαν αρχίσει εδώ και μήνες, σε μάταιη προσπάθεια να ιδρυθεί επίσημα συμμαχία αποτελούμενη από την Αγία Έδρα, τον Φίλιππο Β’, τούς άλλους Χριστιανούς ηγεμόνες και τη Δημοκρατία τής Βενετίας. Παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος είχε δώσει με λιγότερη από μισή καρδιά υποστήριξη στη Βενετία με τον στόλο υπό τον Ντόρια, η συμμαχία δεν είχε συναφθεί. Η Σινιορία επιθυμούσε πολύ μια τέτοια αντι-τουρκική ένωση, όπως έγραφαν στις 27 Οκτωβρίου (1570) ο δόγης και η Γερουσία στους πρεσβευτές τους Μικέλε Σουριάν και Τζιοβάννι Σοράντσο στη Ρώμη. Οι Ενετοί ήσαν αποφασισμένοι «να συνεχίσουν τον πόλεμο με τον Τούρκο, σκληρότατο και φυσικό εχθρό τού χριστιανικού ονόματος» (continuar la guerra con il Turco, acerbissimo et natural inimico del nome Christiano) και αποδοκίμαζαν τις υποψίες, που λεγόταν ότι διατηρούσαν οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου για την ειλικρίνεια τους στη διεξαγωγή τής άνισης μάχης με τούς Τούρκους. Δεν υπήρχε χρόνος για τέτοιες χρονοβόρες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό τής προτεινόμενης συμμαχίας.

Οι Ενετοί είχαν προτείνει την ανανέωση των όρων τής συμμαχίας τού 1537, όταν ο Παύλος Γ’, ο Κάρολος Ε’ και η Δημοκρατία είχαν συνδυαστεί για να πολεμήσουν τον αιώνιο εχθρό. Άλλοι όροι είχαν τεθεί τώρα ενώπιόν τους. Σημαντικά ζητήματα είχαν εγερθεί. Είχαν όμως προσπαθήσει να απαντήσουν σε κάθε ερώτηση, να τακτοποιήσουν όλα τα ζητήματα, «με κάθε ειλικρίνεια» (con ogni sincerità).

Οι Ενετοί είχαν ένα μόνο σκοπό: να δουν τον παπικό και τον ισπανικό στόλο να ενώνονται με εκείνον τής Βενετίας, για να ανακόψουν την τόλμη και να αναστείλουν τη συνεχιζόμενη πρόοδο των Τούρκων. Η κατάσταση είχε γίνει απελπιστική.

Στην Κύπρο λεγόταν ότι η Λευκωσία είχε πέσει, «πράγμα για το οποίο προσευχόμαστε στον Θεό να μην είναι αλήθεια». Αν και η αναφορά ήταν ακόμη ανεπιβεβαίωτη, αυτή ήταν προφανώς η πρώτη πληροφορία που έφτασε στη Βενετία για την καταστροφή τής 9ης Σεπτεμβρίου. Όλα τα νέα ήσαν θλιβερά. Η χριστιανική αρμάδα δεν είχε καταφέρει τίποτε, αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους, χάνοντας την ευκαιρία μιας ζωής και μη προσκομίζοντας καμία βοήθεια σε εκείνα τα φρούρια στην Ανατολική Μεσόγειο, που ήσαν ακριβώς τα προπύργια τής χριστιανικής άμυνας κατά των Τούρκων. Οι Σουριάν και Σοράντσο έπαιρναν εντολές να μοιραστούν τη θλίψη τους με τον πάπα, αν η απώλεια τής Λευκωσίας, «της μητρόπολης τού βασιλείου τής Κύπρου» (metropoli del regno di Cipro), είχε τελικά επαληθευτεί. Έπρεπε να ικετεύσουν τον Πίο να δώσει εντολή στην επιτροπή καρδιναλίων, που είχε εξουσιοδοτηθεί να διαπραγματευτεί τούς όρους τής συμμαχίας, να φροντίσει να παραμεριστούν όλες οι διαφορές και να εγγυηθεί ο σχηματισμός τής αναγκαίας συμμαχίας τη χριστιανική άμυνα και επίθεση εναντίον των Τούρκων.69

Ο Πομπέο Κολόννα, συγγενής και υπαρχηγός τού Μαρκ’ Αντόνιο, είχε φτάσει στη Ρώμη στις 24 Οκτωβρίου (1570) για να αναφέρει στον Πίο Ε’ για το εκστρατευτικό φιάσκο, ενώ την επόμενη μέρα ο Ισπανός πρεσβευτής Θουνίγκα έλαβε την απολογητική επιστολή τής 13ης Οκτωβρίου, που τού είχε γράψει ο Ντόρια από την Κέρκυρα. Λίγο μετά την άφιξη τής επιστολής τού αδελφού τού Πομπέο, ο καρδινάλιος Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα πήγε στην κατοικία τού Θουνίγκα, δίνοντάς του περιγραφή των επιστολών τού στρατηγού Μαρκ’ Αντόνιο προς τον Φίλιππο Β’. Ο Θουνίγκα βέβαια ήθελε να δει τον Πομπέο, αλλά ο καρδινάλιος είπε ότι ο αδελφός του δεν μπορούσε να μιλήσει με τον Θουνίγκα μέχρι να επιστρέψει από το Παλάτι τού Βατικανού, γιατί η Αγιότητά του είχε μόλις στείλει να τον καλέσουν ξανά. Με προφανώς καθησυχαστικές αναφορές στον στόλο τού Φιλίππου, ο καρδινάλιος έλεγε ότι καταλάβαινε ότι οι Ενετοί ήσαν επίσης ικανοποιημένοι με την ναυτική δύναμη που είχε στείλει ο βασιλιάς. Ό,τι κι αν σκέφτονταν πραγματικά, κανένας από όσους είχαν συμμετάσχει στην πρόσφατη εκστρατεία δεν επρόκειτο να αρθρώσει επικριτική λέξη για την Καθολική του Μεγαλειότητα.

Ο Θουνίγκα ήθελε να μάθει τι είχε να πει ο Πίος Ε’. Ο καρδινάλιος απάντησε «ότι [η Αγιότητά του] είχε εκφράσει όχι λίγη πικρία (mucho desabrimiento) για την αποτυχία τού Τζιανναντρέα να προσφέρει στους Ενετούς πιο ικανοποιητική υπηρεσία». Ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Μορόνε λεγόταν επίσης ότι είχε βρει τον Πίο «πολύ δυσαρεστημένο». Ο Θουνίγκα είπε στον καρδινάλιο Μαρκ’ Αντόνιο, ότι ο ίδιος και ο αδελφός του, ο Πομπέο Κολόννα, έπρεπε να ηρεμήσουν το μυαλό τού πάπα και να διορθώσουν τα πράγματα, γιατί αν η Αγιότητά του παρέμενε δυσαρεστημένος, θα μπορούσε να υποτεθεί, ότι αυτό οφειλόταν στις πληροφορίες με τις οποίες τον είχαν τροφοδοτήσει οι Κολόννα.70 Σύμφωνα με τον Ενετό ιστορικό Φραντσέσκο Λόνγκο, ο καρδινάλιος Μορόνε, «γεννημένος υποτελής τού Καθολικού βασιλιά» (nato vassallo del Re Cattolico), είχε πει δημοσίως, ότι μακάρι να μην είχε ενταχθεί ποτέ στην παπική μοίρα και στον ενετικό στόλο ο στόλος υπό τη διοίκηση τού Ντόρια, «γιατί είχε κάνει περισσότερο κακό από καλό»!71

Ο Πίος Ε’ ήταν σίγουρα δυσαρεστημένος. Στις 31 Οκτωβρίου απεύθυνε οδηγίες στον Πομπέο Κολόννα, τον οποίο έστελνε στην ισπανική αυλή, για να δώσει αναφορά για την εκστρατεία τόσο πλήρη, «όσο εκείνη που δώσατε σε εμάς». Έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων από «εκπροσώπους» τής Καθολικής του Μεγαλειότητας, εννοώντας κυρίως τον Ντόρια, οι οποίοι είχαν δείξει (έλεγε ο πάπας) ελάχιστη υπακοή στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και ελάχιστο σεβασμό στην παπική σημαία, την οποία είχαν εγκαταλείψει στο Σκαρπάντο (Κάρπαθο). Είχαν προκαλέσει υποψίες στο μυαλό των Ενετών, τούς οποίους ο Πίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο «να κρατήσει σταθερά σε αυτή την ιερή ένωση». Ο Πίος σκόπευε να στείλει τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα για μια ακόμη φορά στη Βενετία (και σε λίγους μήνες ο τελευταίος θα πήγαινε), για να πείσει τη Σινιορία να συνεχίσει την προηγούμενη απόφασή της να εξακολουθήσει να αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων.

Ο Πομπέο Κολόννα έπρεπε να επιμείνει, ότι ο Φίλιππος Β’ έπρεπε να δίνει πια στους εκπροσώπους του τόσο σαφείς και αποφασιστικές εντολές, ώστε ο κόσμος να μη θεωρεί τις πράξεις τους ως αντίθετες με τις προθέσεις τής μεγαλειότητάς του. Ο Πομπέο έπρεπε επίσης να παροτρύνει «θερμότατα» τον βασιλιά, να στείλει αμέσως απεσταλμένο στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’, για να προσπαθήσει να τον πείσει να ενταχθεί στη χριστιανική ένωση κατά των Τούρκων, «ως θέμα πολύ μεγάλης σημασίας για την εξυπηρέτηση τής Χριστιανοσύνης και την προστασία των δικών του βασιλείων». Τέλος ο Πομπέο έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον Ισπανό βασιλιά, να δώσει εντολή στους αντιπροσώπους του στη Ρώμη να ολοκληρώσουν την προτεινόμενη συμμαχία με την Αγία Έδρα και τη Βενετία (la ultimation della liga). Ο Φίλιππος μπορούσε να είναι σίγουρος, ότι ο Πίος Ε’ θα ήταν πάντοτε ο «αγαπημένος του πατέρας» (amorevolissimo padre) και θα προσπαθούσε ακόμη περισσότερο να προωθήσει τα συμφέροντά του, όταν ο Φίλιππος θα είχε πραγματικά δεσμευτεί στην ιερή υπόθεση που υποστήριζε ο πάπας.72 Η άτυπη «ένωση» ήταν ένα πράγμα. Η τυπική, δεσμευτική «συμμαχία» ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.

Τώρα συνέρρεαν νέα στη Βενετία, ακόμη και από την Ισταμπούλ με επιστολή τής 25ης Σεπτεμβρίου (1570), ότι οι Τούρκοι είχαν πράγματι πάρει τη Λευκωσία και μάλιστα με φοβερή σφαγή. Στις 3 Νοεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στους Τζάκομο Σοράντσο και Τζιοβάννι Μιτσιέλ, τούς Ενετούς απεσταλμένους στην αυτοκρατορική αυλή (τότε στο Σπάγιερ), στέλνοντάς τους την είδηση για να τη δώσουν στον Μαξιμιλιανό Β’, ο οποίος (όπως έλεγαν) θα θρηνούσε το πλήγμα που είχε υποστεί όχι μόνο η Βενετία, αλλά και ολόκληρη η Χριστιανοσύνη.73 Αν και ο Μαξιμιλιανός βρισκόταν σε ειρήνη με τούς Τούρκους, την οκταετή ειρήνη, τής οποίας οι διαπραγματεύσεις, όπως είδαμε, έγιναν το 1567-1568, οι Ενετοί καθώς και ο Πίος Ε’ έλπιζαν, ότι θα μπορούσε να ενταχθεί σε επίσημη χριστιανική συμμαχία εναντίον τής Υψηλής Πύλης. Όμως η χορήγηση από τον Πίο τού τίτλου τού Μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης στον Κόσιμο Α’ ενοχλούσε ακόμη τον Φίλιππο Β’ και σίγουρα ερέθιζε τη σκέψη τού Μαξιμιλιανού. Οι Ενετοί φοβούνταν ότι αυτή θα αποδεικνυόταν εμπόδιο στην προσπάθεια δελεασμού τού αυτοκράτορα για προσχώρηση στη συμμαχία.74

Στις 15 Νοεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στους Μικέλε Σουριάν και Τζιοβάννι Σοράντσο, τούς πρεσβευτές τους στη Ρώμη, καταγγέλλοντας βίαια τον Γενουάτη διοικητή Τζιανναντρέα Ντόρια. Δεδομένου ότι ήταν έθιμο τής Σινιορίας, δήλωναν, να μη λέει ποτέ τίποτε, έως ότου βεβαιωθεί για τα πραγματικά περιστατικά, είχαν μέχρι τώρα αποφύγει να κάνουν οποιαδήποτε δήλωση «για την επιστροφή τού χριστιανικού στόλου με τόσο μεγάλη ζημιά και δημόσια ατίμωση» (cerca il ritorno delle armate Christiane con tanto danno et ignominia publica). Περίμεναν επιστολές από τον γενικό διοικητή Ζάνε. Τώρα οι επιστολές είχαν έρθει. Οι Σουριάν και Σοράντσο έπαιρναν λοιπόν την εντολή να διαμαρτυρηθούν στον πάπα για την αποτυχία τού Ντόρια να προχωρήσει προς τα εμπρός, την απροθυμία του να συμπλακεί με τούς Τούρκους και την ανυπακοή του απέναντι στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, παρά τις εντολές τής Καθολικής του Μεγαλειότητας προς αυτόν να υπακούει. Ο Ντόρια ήταν η αιτία τής «επαίσχυντης απόσυρσης» των χριστιανικών στόλων από τη μάχη. Ο Ντόρια δεν είχε καμία δικαιολογία και η Αγιότητά του έπρεπε να εξετάσει τις επιπτώσεις τής συμμετοχής ενός τέτοιου διοικητή και τής θέσης του στα συμβούλια των χριστιανικών στόλων.75

Η πτώση τής Λευκωσίας ήταν για τούς Ενετούς τέτοιος κλονισμός, τού είδους που δεν είχαν γνωρίσει από τότε που ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε αποσπάσει από αυτούς το Νεγκροπόντε πριν από έναν αιώνα. Οι Τούρκοι είχαν πάρει τη Λευκωσία, όπως είχαμε την αφορμή να παρατηρήσουμε περισσότερες από μία φορά, στις 9 Σεπτεμβρίου (1570), ύστερα από δεκαπέντε επιθέσεις και πολιορκία σαρανταπέντε ημερών, η οποία ξεκίνησε στις 26 Ιουλίου. Ενισχυμένες από τούς στρατιώτες και τα πληρώματα τού τουρκικού στόλου,76 οι δυνάμεις τού Λάλα Μουσταφά πασά είχαν επιτεθεί στους τέσσερις νότιους προμαχώνες Τρίπολης, Ντάβιλα, Κοστάντσο και Ποντοκατάρo, ιδιαίτερα στον τελευταίο. Ύστερα από μέρες έντονου κανονιοβολισμού, στην τελευταία και μεγαλύτερη επίθεση είχαν ξεχυθεί πάνω από τα θρυμματισμένα τείχη και μέσα από τις πύλες, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας τούς υπερασπιστές και τούς κατοίκους τής πόλης. Αποκεφάλισαν τον ισχυρογνώμονα, ανίκανο υπαρχηγό Νικκολό Ντάντολο, τον διοικητή τής Λευκωσίας, ο οποίος με αξιολύπητο τρόπο μοίραζε φειδωλά πυρίτιδα στους πυροβολητές τού Σαν να ήταν χρυσάφι.77 Ο Καλέπιο έχει διασώσει τα ονόματα των πιο επιφανών στρατιωτών και πολιτών που σκοτώθηκαν στην ανελέητη σφαγή. Για τρεις ημέρες η πόλη λεηλατήθηκε και οι γενίτσαροι και οι Τούρκοι μισθοφόροι μάζεψαν πλούσια λάφυρα.78

Πριν καθαρίσει η ατμόσφαιρα, ο Χασάν πασάς τής Καραμανίας, τού οποίου τα στρατεύματα είχαν κάνει έφοδο στον ευάλωτο προμαχώνα τού Ποντοκατάρo, έστειλε έναν αγρότη με επιστολή απευθυνόμενη στον Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, τον διοικητή τής Αμμοχώστου, αναγγέλλοντας «ότι η πόλη σας τής Λευκωσίας καταλήφθηκε από τον ισχυρότατο στρατό μας» (che la città vostra di Nicosia è stata presa dal potentissimo esercito nostro). Οι υπερασπιστές είχαν «όλοι κοπεί σε κομμάτια». Ο Χασάν ζητούσε την παράδοση τής Αμμοχώστου, «έτσι ώστε να μπορέσουμε να σάς στείλουμε με τα πλοία μας όπου θέλετε να πάτε σε χώρες των χριστιανών, αλλιώς μπορείτε να είστε σίγουροι, ότι θα σάς σκοτώσουμε όλους, μεγάλους και μικρούς». Ο Βαλντέριο ήταν μεταξύ εκείνων που διάβασαν την επιστολή. Ο ίδιος αναφέρει, ότι ορισμένοι πίστεψαν ότι η Λευκωσία είχε πέσει και άλλοι όχι. Σίγουρα οι ανδρείοι άρχοντες και ιππότες, οι δουλοπάροικοι, οι αστοί και οι κοινοί, με τόσο μεγάλη δύναμη ιππικού, θα μπορούσαν να αντισταθούν σε μεγαλύτερο στρατό από εκείνον που είχε φέρει στη Λευκωσία ο Λάλα Μουσταφά πασάς. Τώρα όμως, περίπου στις 5 μ.μ. (alle 22 hore) στις 10 (ή 11;) Σεπτεμβρίου άλλος αγρότης έφτανε στην Αμμόχωστο, κουβαλώντας μεταλλική λεκάνη που περιείχε το κεφάλι τού Ντάντολο, τού «πρώην» (quondam) υπαρχηγού τής Λευκωσίας.

Προφανώς οι Τούρκοι είχαν πάρει την πρωτεύουσα τής Κύπρου. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν ήταν άρρωστος και μόνο τώρα ο Αστόρρε Μπαλιόνε τού έλεγε την τρομερή είδηση «με τα ωραία λόγια που απαιτούσε η περίσταση». Ο Βαλντέριο μάς λέει ότι ο Μπράγκαντιν έστειλε την ακόλουθη απάντηση στην επιστολή τού πασά:

Άρχοντα πασά τής Καραμανίας, έχω δει την επιστολή σας. Έχω επίσης λάβει το κεφάλι τού άρχοντα υπαρχηγού τής πόλης τής Λευκωσίας και μπορώ να σάς πω με την παρούσα επιστολή, ότι ακόμη κι αν έχετε καταλάβει τόσο εύκολα την πόλη τής Λευκωσίας, πρέπει να αγοράσετε με το αίμα σας αυτή την πόλη, η οποία με τη βοήθεια τού Θεού θα σάς δώσει τόσο πολλά να κάνετε, που θα μετανιώνετε πάντοτε που έχετε στρατοπεδεύσει εδώ. Από την Αμμόχωστο, 10 Σεπτεμβρίου.79

Στις αρχές Νοεμβρίου (1570) ο Πομπέο Κολόννα είχε φύγει από τη Ρώμη ως εκπρόσωπος τού Πίου Ε’ και τού Μαρκ’ Αντόνιο, για να πάει στην ισπανική αυλή, που βρισκόταν τότε στη Μαδρίτη, όπου έφτασε στις 23 τού μηνός. Υποτίθεται ότι θα έδινε στον Φίλιππο Β’ περιγραφή όλων όσα είχαν συμβεί από τη μέρα τής αναχώρησης τής παπικής μοίρας και τού Καθολικού στόλου από το Οτράντο, μέχρι το θλιβερό τέλος τής αποστολής για επικουρία τής Κύπρου. Δεν θα διαμαρτυρόταν μόνο στον Φίλιππο για τις αφόρητες καθυστερήσεις τού Τζιανναντρέα Ντόρια και την αδυναμία του να συνεργαστεί με τούς συμμάχους, αλλά θα παρότρυνε τον Φίλιππο, εκ μέρους τού Πίου, να κάνει «τις απαραίτητες προβλέψεις για το επόμενο έτος, για την υπεράσπιση τής Χριστιανοσύνης με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα». Ο Πομπέο καταλόγιζε στον Ντόρια, μεταξύ άλλων παραπόνων, την αποτυχία του να ενωθεί με τούς συμμάχους σε επίθεση εναντίον τής Αυλώνας ή τού Δυρραχίου, η οποία κατά συνέπεια δεν επιχειρήθηκε, αλλά αρκετά ακούσαμε για τα παπικά και ενετικά παράπονα κατά τού Ντόρια.

Ο Πομπέο Κολόννα είχε ενημερώσει τον Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), τον Ενετό πρεσβευτή στην Ισπανία (1570-1573), ότι ο στόλος τής Σινιορίας δεν βρισκόταν σε κατάσταση να αναλάβει αποτελεσματική δράση «λόγω τής ατυχίας των ασθενειών που υπέστη» (per la disgratia delle malattie patite). Ο Πομπέο δεν είχε ακόμη μπορέσει να δει τον Φίλιππο, όταν στις 27 Νοεμβρίου ο Ντονάντο ετοίμαζε την αναφορά του προς τον δόγη. Στο μεταξύ όμως ο παπικός νούντσιος Τζιοβάννι Μπαττίστα Καστάνια είχε επίσης λάβει οδηγίες από τον Πίο Ε’ να πιέσει τον Φίλιππο Β’ με τη μεγαλύτερη επιμονή, για να αναλάβει δράση, «…να φλογίσει τον βασιλιά για έντονους εξοπλισμούς» (…infiammar il re a gagliardi apparecchi). Ο Φίλιππος έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’ να εμφανιστεί ως εχθρός των Τούρκων και να προσχωρήσει στη συμμαχία. Ο πάπας είχε δώσει εξάλλου εντολή στον Καστάνια, να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να πείσει τον βασιλιά να συγκεντρώσει δυνάμεις αρκετά ισχυρές, ώστε να ανακτήσει τη Λευκωσία και να σώσει την Κύπρο. Όπως ο Πομπέο Κολόννα, ούτε ο Καστάνια είχε μπορέσει εκείνες τις τελευταίες ημέρες να δει τον βασιλιά, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει στη Μαδρίτη, αλλά σύντομα θα τον θερμοπαρακαλούσαν και οι δύο να δώσει καταφατική απάντηση στις παπικές εκκλήσεις. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: η χορήγηση από τον Πίο Ε’ τού τίτλου τού Μεγάλου δούκα στον Κόσιμο Μέδικο.

Ο Ντονάντο πίστευε ότι ο Φίλιππος ήταν τόσο ανήσυχος για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ιταλία, όσο ο δόγης και η Σινιορία. Ο Φίλιππος είχε γράψει στον αυτοκράτορα για τον επίμαχο «τίτλο τής Φλωρεντίας» (titolo di Fiorenza), ρίχνοντας όλη την ευθύνη στον Κόσιμο, «έτσι ώστε το μίσος που αισθάνονται οι Γερμανοί και η δίαιτα να στρέφεται κατά τού δούκα και όχι κατά τού πάπα». Ο Λεονάρντο Νόμπιλι, ο πρέσβης τού Κόσιμο στην Ισπανία, δεν φαινόταν να ανησυχεί καθόλου για τον αυτοκράτορα, «λέγοντας ότι αυτός δεν έχει ούτε φαρδίνι και ότι οι Γερμανοί δεν κινούνται χωρίς χρήματα». Ο Φίλιππος δεν ενέκρινε τον νέο τίτλο τού Κόσιμο, αλλά δεν ήταν το είδος τού ατόμου που θα πήγαινε σε πόλεμο για λογαριασμό άλλου. Έλεγε πάντοτε, ότι αφού ο πάπας είχε δώσει στον Κόσιμο τον τίτλο, ήταν δικαίωμα τού πάπα να τον υπερασπιστεί. Όμως ο Φίλιππος θα έβαζε τούς εκπροσώπους του στη Ρώμη να διαμαρτυρηθούν στον Πίο Ε’ «ιδιωτικά στον παπικό θάλαμο, παρουσία μόνο δύο ή τριών καρδιναλίων», αλλά μόνο όταν η Αγιότητά του θα είχε εγκρίνει την καταβολή τού εκκλησιαστικού σταυροφορικού φόρου (cruzada) και αφού η βούλλα παραχώρησης θα είχε παραληφθεί στην Ισπανία.80

Ο Πομπέο Κολόννα παρέμεινε στη Μαδρίτη για ένα περίπου μήνα, πάντοτε γεμάτος επαίνους για τη Βενετία, τής οποίας οι γαλέρες (έλεγε στον Φίλιππο Β’), ήσαν δυνατές και χρήσιμες, παρά τη «μεγάλη θνησιμότητα» (molte mortalità) που είχαν υποστεί πριν αναχωρήσουν από τον Χάνδακα. Οι πολυάριθμες επιστολές τού Ντονάντο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και πολύ καλογραμμένες. Μιλάει για τον ισχυρισμό τού Φιλίππου ότι ήταν φίλος τής Βενετίας και για την εκφρασμένη επιθυμία τής μεγαλειότητάς του να δει την ανάκτηση τής Λευκωσίας (ricuperar il perduto). Όμως θα αναρωτιόταν κανείς στην ισπανική αυλή, μήπως ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ήταν υπερβολικά αφοσιωμένος στα ενετικά συμφέροντα, ίσως ακόμη και στον βαθμό που να θέτει σε κίνδυνο τον στόλο τού βασιλιά.

Υπήρχε επίσης ο φόβος, όχι τόσο ανοιχτά εκφρασμένος, ότι η Βενετία ίσως έκανε ειρήνη με την Πύλη, αφήνοντας την Ισπανία να αντιμετωπίζει μόνη τούς Τούρκους.81

Δεδομένου ότι ο νούντσιος Καστάνια και ο Πομπέο Κολόννα έλαβαν απλώς τα συνήθη ευγενικά υπομνήματα ανταπάντησης από τον Φίλιππο Β’, ως απάντηση στις καταγγελίες τους για τον Ντόρια, ο Λεονάρντο Ντονάντο παρέμενε σε αβεβαιότητα ως προς την αντίδραση τού Φιλίππου στην περίεργη απόδοση τού ναυάρχου του και στη δαπανηρή απόσυρση τού χριστιανικού στόλου από τα ανατολικά ύδατα. Στα μέσα Δεκεμβρίου (1570) ο Ντόρια είχε εμφανιστεί στη Μαδρίτη με λίγα παράπονα και δικές του ανησυχίες, για τα οποία ο Ντονάντο έγραψε στον δόγη και τη Γερουσία στις 21 Δεκεμβρίου. Ο Ντόρια είχε έρθει στην αυλή όχι μόνο «με την ευκαιρία των πραγμάτων που θα ακολουθήσουν» (per l’ occasione delle cose seguite), για να εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά και επειδή η σύμβαση με την οποία είχε νοικιάσει τις γαλέρες του στον βασιλιά είχε τώρα λήξει. Ήθελε να ανανεώσει τη σύμβαση με πιο ευνοϊκούς όρους, γιατί έλεγε ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει τις γαλέρες του με το τρέχον ετήσιο ενοίκιο 6.000 σκούδων για καθεμιά. Ήταν υποθηκευμένος μέχρι τον λαιμό, έχοντας δεσμεύσει όλα τα εισοδήματά του. Χρωστούσε (ισχυριζόταν) 200.000 δουκάτα σε διάφορα πρόσωπα. Πλήρωνε τόκους κάθε χρόνο με μεγάλα επιτόκια και χρειαζόταν να ζητά τη βοήθεια τής μεγαλειότητάς του για να ανακουφίζεται από το οικονομικό βάρος κάτω από το οποίο εργαζόταν.

Ο Ντόρια ίσως έπρεπε να ζητήσει άδεια για να πουλήσει συγκεκριμένα δικαιώματα και περιουσίες που κατείχε από το στέμμα ή, αν χρειαζόταν, να πουλήσει τις γαλέρες του στον βασιλιά, προσφερόμενος να συνεχίσει από εκεί και πέρα ως διοικητής στη βασιλική υπηρεσία. Παρά τα όσα έλεγε ο Ντόρια, ο Ντονάντο αμφέβαλλε αν σκεφτόταν σοβαρά να πουλήσει τις γαλέρες του. Η φήμη και η θέση του εξαρτιόταν από την εκ μέρους του κατοχή των έντεκα γαλερών. [Μήπως είχε χάσει ή πουλήσει κάποια γαλέρα;] Με βάση αυτά που μπορούσε να δει ο Ντονάντο, ο Ντόρια δεν ήθελε να προτείνει στον βασιλιά να αυξήσει το μέγεθος τού βασιλικού στόλου γιατί, όπως ήταν, η μοίρα τού Ντόρια αποτελούσε σημαντικό μέρος τής ναυτικής δύναμης τού βασιλιά. Κάθε φορά που ο Ντονάντο είχε συζητήσει με τον Ντόρια την πιθανότητα αύξησης τού στόλου, «μου έλεγε ότι αφαιρώντας έναν άνδρα από κάθε πάγκο στις γαλέρες τού βασιλιά, οι οποίες είχαν τέσσερις κωπηλάτες σε κάθε πάγκο, μπορούσε να αυξήσει τον βασιλικό στόλο κατά είκοσι γαλέρες, λαμβάνοντας υπόψη τα σκαριά που έχει τώρα». Ο Ντονάντο δεν θα τολμούσε να επιβεβαιώσει τη δήλωση τού Ντόρια, γιατί ήξερε από δική του παρατήρηση, ότι δεν είχαν όλες οι γαλέρες τού βασιλιά τέσσερις άνδρες ανά πάγκο και φοβόταν ότι η ανεπαρκής απάντηση τού Ντόρια στο ζήτημα τής αύξησης τού βασιλικού στόλου θα τον άφηνε ανεπαρκώς επανδρωμένο.

Σε κάθε περίπτωση ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας είχε φτάσει στη Μαδρίτη από τη Γρανάδα την προηγούμενη βδομάδα. Ο Ντονάντο είχε πάει να τον δει αμέσως μόλις το επέτρεψαν οι περιστάσεις. Παρουσίασε στον Δον Ζουάν τις δουκικές επιστολές διαπίστευσης που είχε λάβει κατά τη στιγμή τής αναχώρησής του από τη Βενετία και μακρηγόρησε για την «λαμπρή ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν σε αυτόν μόλις συναπτόταν η συμμαχία». Ο Δον Ζουάν, που θα ήταν ο στρατιωτικός διοικητής των ναυτικών δυνάμεων τής συμμαχίας, ευχαρίστησε τον Ντονάντο για τα καλά του λόγια, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα προσπαθούσε να προσφέρει πλήρη ικανοποίηση στη Βενετία καθώς και στον βασιλικό ετεροθαλή αδελφό του Φίλιππο.82

Όμως μέχρι στιγμής δεν υπήρχε συμμαχία. Οι διαπραγματεύσεις φαίνονταν να είναι ατέρμονες. Κάθε βδομάδα, σχεδόν κάθε μέρα, ο Μικέλε Σουριάν και ο Τζιοβάννι Σοράντσο, οι Ενετοί πρεσβευτές στην κούρτη, έστελναν τις αναφορές τους από τη Ρώμη στην ανήσυχη Σινιορία. Με όχι λιγότερη κανονικότητα ο δόγης και η Γερουσία επέμεναν με επιστολές, που κυμαίνονταν από υψηλές προσδοκίες μέχρι ταπεινή κατάθλιψη για τη σχεδιαζόμενη Ιερά Συμμαχία εναντίον των Τούρκων. Οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου Β’ στη Ρώμη, οι καρδινάλιοι Αντουάν Περρενώ ντε Γκρανβέλ και Φρανσίσκο Πατσέκο ντε Τολέδο και ο πρέσβης Δον Χουάν ντε Θουνίγκα, εμπόδιζαν τη συμμαχία και ματαίωναν τις καλές προθέσεις τού βασιλιά. Τουλάχιστον οι Ενετοί εύρισκαν διπλωματικό να το λένε έτσι. Αλλά τα συμφέροντα τής Βενετίας ήσαν επίσης εκείνα τής Χριστιανοσύνης, ιδιαίτερα εκείνα τού βασιλιά. Αν η Βενετία έπαυε να είναι εμπόδιο για την τουρκική προέλαση, οι κτήσεις τού Φιλίππου και τα παπικά κράτη θα ήσαν εκτεθειμένα στην «ορμή και τη δύναμη αυτού τού περήφανου και ισχυρού κοινού εχθρού» (impeto et forze di questo fiero et potentissimo inimico commune). Οι Ενετοί δεν διεκδικούσαν την ανώτατη διοίκηση τής συμμαχίας. Ήσαν απολύτως ικανοποιημένοι αν αυτή πήγαινε στον Δον Ζουάν τής Αυστρίας, «και σε περίπτωση απουσίας τής Υψηλότητάς του στον στρατηγό τής Εκκλησίας», στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα.83

Η Σινιορία ήταν διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις στην Ισπανία, υποχωρώντας στις απαιτήσεις των εκπροσώπων τού Φιλίππου στη Ρώμη, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν ο δόγης και η Γερουσία. Προσέβλεπαν στην ολοκλήρωση και δημοσιοποίηση τής αντι-τουρκικής συμμαχίας, αλλά οι διαπραγματεύσεις εξακολουθούσαν να καθυστερούν όλο και περισσότερο. Οι Σουριάν και Σοράντσο πήραν εντολή να πάνε στον Πίο Ε’ και να τού πουν «ότι με μεγάλη θλίψη βλέπουμε να αναβάλλεται πολύ η σύναψη τής συμμαχίας και κατά συνέπεια οι φροντίδες για να αντισταθούμε στις δυνάμεις τού Τούρκου» (che con grandissimo nostro dolor vedemo diferirsi tanto la conclusione della Lega et per consequentia le provisioni per resister alle forze del Turco). Αν η καλοσύνη τού Θεού, δεν άνοιγε τα μάτια των χριστιανών ηγεμόνων για να δουν στα βάσανα των άλλων τούς δικούς τους επικείμενους κινδύνους, θα εύρισκαν σύντομα τουρκικά όπλα στην ίδια την καρδιά τής Ιταλίας. Η Γερουσία ήθελε να αναγνωρίσει τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας ως στρατηγό τής συμμαχικής αρμάδας, να δημοσιοποιηθεί ο σχηματισμός τής συμμαχίας και να τακτοποιηθούν οι μικρές διαφορές αργότερα. Προέτρεπαν τον πάπα να στείλει άλλον απεσταλμένο στην Ισπανία, όπως θα έκαναν και αυτοί, για να συμβάλει στην υλοποίηση τής συμμαχίας που χρειαζόταν η Χριστιανοσύνη.84

Στη Ρώμη ανταλλάσσονταν πικρά λόγια μεταξύ των υποστηρικτών τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και των Ενετών από τη μία πλευρά και τού Τζιανναντρέα Ντόρια από την άλλη, με κάθε πλευρά να δημοσιεύει φυλλάδια αυτοδικαίωσης, κατηγορώντας τούς αντιπάλους της για την δαπανηρή αποτυχία να επιτευχθεί οτιδήποτε. Ο καρδινάλιος Σαρλ ντε Ραμπουγιέ απέκτησε αντίγραφα των φυλλαδίων, τα οποία έστειλε στον Κάρολο Θ’ ήδη από τις 5 Νοεμβρίου, όταν περιέγραφε την κατάσταση στη Ρώμη. Η εχθρότητα μεταξύ Κολόννα και Ντόρια αυξανόταν σε ανησυχητικό σημείο και ο Πίος Ε’ είχε συγκλονιστεί από το άκαρπο τής αποστολής: «ο πάπας εργάζεται σκληρά» (le pape en est fort travaillé). Ενώ μερικά άτομα προσποιούνταν ότι δεν πίστευαν ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει τη Λευκωσία, όπως έγραφε ο Ραμπουγιέ στον Κάρολο Θ’ και οι Ενετοί σίγουρα δεν δημοσιοποιούσαν το γεγονός, η αλήθεια ήταν ότι τώρα

το νησί τής Κύπρου βρίσκεται χωρίς ελπίδα για οποιαδήποτε επικουρία εδώ και οκτώ ή εννέα μήνες, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι στο νησί έχουν επαναστατήσει εναντίον τής Σινιορίας τής Βενετίας και ο Θεός ξέρει αν η Αμμόχωστος θα είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να κρατήσει για τόσο πολύ καιρό εναντίον των δυνάμεων τού Τούρκου, αφού ακόμη και οι κάτοικοι τού τόπου τις υποστηρίζουν.

Οι εχθροπραξίες τις οποίες είχε προκαλέσει η αποτυχία τής εκστρατείας δεν διευκόλυναν την επίτευξη τής συμμαχίας, αν και οι δύο πλευρές «επιδείκνυαν ότι την ήθελαν περισσότερο από ποτέ». Ο Φίλιππος Β’ είχε καταφέρει να στραγγίξει από τον πάπα «όλες τις χάρες και παραχωρήσεις» (toutes les grâces et concessions) και αναμφίβολα έλπιζε «ότι η Αγιότητά του, ποτέ δεν θα τις ανακαλέσει, αν σχηματιστεί η εν λόγω συμμαχία». Ο Ραμπουγιέ αντιμετώπιζε συχνά το ερώτημα αν ο βασιλιάς του θα προσχωρούσε στην αντι-τουρκική συμμαχία. Η απάντησή του ήταν σίγουρα, «πολύ πρόθυμα, με κάθε συνδυασμό και ένωση που θα για το καλό τού Χριστιανισμού» (fort volontiers en toute conjonction et unyon qui se fera pour le bien de la chrestienté), αλλά ότι ο Κάρολος Θ’ δεν θα έχανε τόσο πολύ χρόνο σε αυτές τις κενές λέξεις, όπως αυτές που είχε δει ο Ραμπουγιέ να διαδίδονται πέρα δώθε κατά το προηγούμενο έτος. Όταν οι διαπραγματευτές σταματούσαν την ιδιοτέλειά τους, ο Κάρολος θα καθιστούσε σαφές, ότι ενδιαφερόταν ολόκαρδα για την ευημερία και την ειρήνη τής Χριστιανοσύνης.85

Ενώ ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας είχε ανακηρυχθεί στρατηγός τού χριστιανικού στόλου, αν διαμορφωνόταν ποτέ η συμμαχία, το ζήτημα τού υπαρχηγού βρισκόταν ακόμη υπό συζήτηση. Ο Φίλιππος Β’ ήθελε να είναι ο Δον Ζουάν ανώτατος διοικητής στη στεριά αλλά και στη θάλασσα, πράγμα στο οποίο οι Ενετοί δεν συναινούσαν. Ο ίδιος ο Δον Ζουάν έλεγε ότι ήταν ικανοποιημένος με τη ναυτική μόνο διοίκηση, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να διορίσει τον δικό του υπαρχηγό για να υπηρετεί στη θέση του, αν για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Σε αυτό δεν θα συμφωνούσαν ούτε ο Πίος Ε’ ούτε η Σινιορία. Ο Πίος επέμενε, ότι ο δικός του «στρατηγός», ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, έπρεπε να αναλάβει τη διοίκηση απουσιάζοντος τού Δον Ζουάν. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν, ότι ο Φίλιππος δεν θα έστελνε ποτέ τον ετεροθαλή αδελφό του ως διοικητή τής εκστρατείας, φοβούμενος ίσως ότι αυτό θα διόγκωνε τη φιλοδοξία του. Οι βδομάδες, οι μήνες τής συζήτησης, είχαν περισσότερη πικρία παρά σύμπτωση απόψεων. Οι Ενετοί εύρισκαν τούς καρδινάλιους Γκρανβέλ και Πατσέκο δύσκολους στην αντιμετώπιση και όντως ήσαν, αλλά στα μέσα Δεκεμβρίου (1570) ο Ραμπουγιέ έγραφε στον Κάρολο Θ’, ότι οι Γκρανβέλ και Πατσέκο είχαν πει πρόσφατα, ότι οι Ενετοί πρεσβευτές διαπραγματεύονταν μαζί τους «σαν να πολιορκούσε την Αμμόχωστο ο Καθολικός βασιλιάς!»

Οι εκπρόσωποι τού βασιλιά προσπαθούσαν όμως να εκμεταλλευτούν την ανάγκη των Ενετών. Θα γινόταν άραγε συμμαχία; Τη μια μέρα οι διαπραγματεύσεις σταματούσαν. Την επόμενη μέρα διακόπτονταν. Ο Πίος Ε’ έλεγε στον Ραμπουγιέ, ότι τον κατέπλησσαν τα εμπόδια που έβαζαν οι εκπρόσωποι τού βασιλιά στον δρόμο προς μια συμμαχία. Έδειχναν να μην παίρνουν υπόψη τους την ανάγκη τού ίδιου τού κυρίου τους για τη συμμαχία. Αν οι Ενετοί τα πήγαιναν αρκετά άσχημα, θα υποχρεώνονταν να καταλήξουν σε συμφωνία με τούς Τούρκους. Κατά τη γνώμη τού Ραμπουγιέ παζάρια έξι ολόκληρων μηνών δεν είχαν παράγει αξιόλογα αποτελέσματα, αν και υποψιαζόταν ότι η έσχατη ανάγκη θα οδηγούσε τούς Ενετούς να υποταγούν στις απαιτήσεις των Ισπανών εκπροσώπων.86

Οι Ενετοί δεν ήσαν μόνοι στις φιλονικίες τους με τούς εκπροσώπους τού Φιλίππου Β’. Όπως ενημέρωναν ο δόγης και η Γερουσία τον Λεονάρντο Ντονάντο στην Ισπανία, ο Πίος Ε’ είχε τις δυσκολίες του με τούς Γκρανβέλ, Πατσέκο και Θουνίγκα, για το ποιος έπρεπε να έχει την ανώτατη διοίκηση «σε περίπτωση απουσίας τού άρχοντα Δον Ζουάν τής Αυστρίας». Η Σινιορία εύρισκε κουραστικό και απογοητευτικό τον παράλογα αργό ρυθμό των διαπραγματεύσεων. Ο χρόνος περνούσε, εισάγοντας καθυστερήσεις στις αναγκαίες προετοιμασίες για τη χριστιανική αρμάδα, που υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζε τούς Τούρκους το 1571. Μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος, ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν. Θα έστελναν τις δυνάμεις τους πρώτοι, θα απέκοπταν την προς ανατολάς πορεία τής συμμαχικής αρμάδας και θα κατόρθωναν κάποια επιτυχία, «με κακό και ντροπή για το χριστιανικό όνομα» (a danno et ignominia del nome Christiano), δίνοντας στους Τούρκους την ευκαιρία να δείξουν την περιφρόνησή τους για τούς στρατιώτες των χριστιανών ηγεμόνων.

Οι Τούρκοι ήσαν ενωμένοι, «κυρίως επειδή έχει μεγαλώσει το θάρρος τους με την ευτυχή πρόοδο τού τρέχοντος έτους» (massimamente essendoli cresciuta l’ audatia per li felici progressi del presente anno). Το θράσος τους αυξανόταν από την επιτυχία τους στη Λευκωσία. Ο Ντονάντο έπρεπε να ενημερώνει τον Φίλιππο Β’ για το τρομερό άγχος τής Σινιορίας, ότι η μη σύναψη τού συμφώνου αποτελούσε κακό οιωνό για το μέλλον. Μόνο να ελπίζει μπορούσε κανείς για την ταχεία επίλυση των δυσκολιών τους και τη δημοσιοποίηση τής συμμαχίας. Ο Ντονάντο έπρεπε επίσης να παροτρύνει τον Φίλιππο να διατάξει τούς εκπροσώπους του να μεριμνήσουν για την τροφοδότηση τού ισπανικού στόλου, ώστε όταν η συμμαχία επιτυγχανόταν επιτέλους, οι όροι της να μπορούσαν να τεθούν σε άμεση εφαρμογή.87

Στο μεταξύ οι Ενετοί πρεσβευτές στην αυτοκρατορική αυλή, ο Τζάκομο Σοράντσο και ο Τζιοβάννι Μιτσιέλ, ασκούσαν όση πίεση μπορούσαν στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’, για να μπει στον πόλεμο κατά των Τούρκων, αλλά χωρίς επιτυχία.88 Όμως μερικά σημαντικά άτομα στην ισπανική αυλή φοβούνταν ότι η είσοδος τού αυτοκράτορα στη συμμαχία θα αποτελούσε λιγότερο βοήθεια και περισσότερο εμπόδιο για τούς συμμάχους του, γιατί οι πόροι του σε άνδρες και χρήματα ήσαν τόσο ισχνοί, που ως ομόσπονδό τους θα έπρεπε να τον διασώσουν, όταν οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο πεδίο τής μάχης εναντίον του. Οποιαδήποτε βοήθεια πρόσφεραν στον Μαξιμιλιανό θα εξέτρεπε με αυτόν τον τρόπο τούς συμμάχους από την «κύρια επιχείρηση». Επιπλέον τέτοια ήταν η μη προβλεψιμότητα των Γερμανών, που η είσοδος τού Μαξιμιλιανού σε πόλεμο με τούς Τούρκους ίσως σήμαινε ήττα γι’ αυτόν.89 Ως συνήθως, όταν σχεδιαζόταν εκστρατεία στη στεριά ή στη θάλασσα, υπήρχαν μεγάλες διαφορές απόψεων.

Ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια έγραφε στον αδελφό του Φούλβιο, τον καρδινάλιο τής Περούτζια, λεπτομερή επιστολή από τη Νάπολη (στις 17 Δεκεμβρίου 1570), αναπτύσσοντας τούς λόγους για τούς οποίους αυτός πίστευε, ότι μια συμμαχία αποτελούμενη από τον πάπα, τον Καθολικό βασιλιά και τούς Ενετούς δεν θα μπορούσε μάλλον να πετύχει τίποτε αξιόλογο. Όπως και ο Παλλαβιτσίνι, ο Ασκάνιο ήταν παλιός πολεμιστής. Κατά τη γνώμη του ήταν απαραίτητος ένας στρατός ξηράς, μάλιστα ένας μεγάλος γερμανικός στρατός, για να επιτεθεί στους Τούρκους σε συνδυασμό με τη χριστιανική αρμάδα. Δεδομένου ότι ένας τέτοιος στρατός μπορούσε να φτάσει στους Τούρκους μόνο μέσω των κρατών τού αυτοκράτορα, έπρεπε αυτός να γίνει μέρος τής συμμαχίας, προκειμένου να μπορέσουν οι σύμμαχοι να πετύχουν οτιδήποτε αξιόλογο.90

Η Σινιορία προσπαθούσε να διατηρεί τον ενετικό στόλο σε κατάσταση ετοιμότητας για ανάληψη δράσης όταν θα ερχόταν η άνοιξη. Αν οι γαλέρες αφοπλίζονταν, ως συνήθως, για τούς μήνες Δεκέμβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, θα ήταν δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο «να βρεθούν κωπηλάτες για να τις εξοπλίσουν εγκαίρως». Οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό λόγω ασθένειας και θανάτου ήσαν φοβερές κατά τη διάρκεια τού έτους 1570. Θα ήταν πιο δύσκολο από ποτέ να προσλάβουν κωπηλάτες για το επόμενο έτος. Σε επιστολή λοιπόν τής 4ης Δεκεμβρίου προς τούς Ενετούς πρέσβεις στη Ρώμη, ο δόγης και η Γερουσία δήλωναν, ότι διατηρούσαν στην υπηρεσία μέχρι τον Μάρτιο τούς κωπηλάτες που βρίσκονταν τότε στις γαλέρες στα αποικιακά τους φυλάκια. Οι πρεσβευτές έπρεπε να δώσουν στην Αγιότητά του να καταλάβει την αναγκαιότητα διατήρησης των δικών του γαλερών και πληρωμάτων σε παρόμοια κατάσταση ετοιμότητας, έτσι ώστε τόσο αυτός όσο και εκείνοι να μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη συμμαχία, όταν ερχόταν η ώρα. Ο δόγης και η Γερουσία ήθελαν επίσης να άρει ο πάπας τα εμπόδια που έμπαιναν στον δρόμο τους στα παπικά κράτη, τα οποία παρεμπόδιζαν την εκ μέρους τους στρατολόγηση τού πεζικού που ήταν απαραίτητο για υπηρεσία στην Ανατολική Μεσόγειο.91 Ο πόλεμος είχε αυξήσει τις τιμές για τα τρόφιμα, τα είδη ένδυσης, τα καταλύματα και σχεδόν όλα τα άλλα. Οι πεζοί στρατιώτες τούς οποίους η Σινιορία είχε στείλει στην Ανατολική Μεσόγειο δυσκολεύονταν να κρατήσουν το σώμα και την ψυχή στη θέση τους με τις τρέχουσες αποδοχές τους. Είχαν αυξηθεί οι μισθοί για το πεζικό στην υπηρεσία τής Δημοκρατίας στη Δαλματία και στις 7 Δεκεμβρίου (1570) υποβλήθηκε πρόταση στη Γερουσία, ότι έπρεπε να αυξηθούν οι μισθοί από 30 σε 36 δουκάτα τον χρόνο για όλους τούς στρατιώτες πεζικού που είχαν σταλεί ή θα στέλνονταν στο μέλλον στην Ανατολική Μεσόγειο «κατά τον παρόντα πόλεμο με τούς Τούρκους». Η πρόταση ψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία.92

Όταν στις 13 Δεκεμβρίου ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ ενημερώθηκε για τον διορισμό του, με τον οποίο θα αντικαθιστούσε τον Τζιρολάμο Ζάνε ως ναυτικός γενικός διοικητής, τού είπαν ότι έπρεπε να πάει βοήθεια στην Αμμόχωστο, αν δεν είχε ήδη σταλεί. Όλες οι γαλέρες στον Χάνδακα έπρεπε να είναι εξοπλισμένες, δηλαδή εφοδιασμένες με κωπηλάτες και πεζικό. Η Σινιορία επρόκειτο να αγοράσει σιτάρι στη Σικελία.93 Στην αποικιακή κυβέρνηση στον Χάνδακα η Γερουσία έγραψε την ίδια μέρα:

Έχουμε μάθει από την επιστολή σας τής 27 τού περασμένου Οκτωβρίου για την έλλειψη τροφοεφοδίων (biave) η οποία επικρατεί τώρα στο νησί μας,… και έτσι, για να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια ανάγκη, θα σάς στείλουμε σε λίγες ημέρες δύο μεγάλα πλοία φορτωμένα με σιτηρά, γαλέτα και άλλα είδη τροφίμων, τα οποία είναι έτοιμα να ξεκινήσουν. Έχουμε επίσης διατάξει να αγοραστεί από τη Σικελία μεγάλη ποσότητα σιτηρών και να σάς σταλεί από εκεί όσο το δυνατόν ταχύτερα, ώστε να μην χρειάζεται να υποφέρετε από την έλλειψη αυτών των πραγμάτων. Θα σάς στείλουμε επίσης σύντομα μεγάλη στρατιωτική φρουρά, καθώς και πολεμοφόδια και χρήματα τόσο για να πληρώσετε τούς στρατιώτες όσο και για να εξοπλίσετε τις γαλέρες στο νησί. Θα κρατήσετε τα πληρώματα έτοιμα και σε τάξη, επειδή θέλουμε να φροντίσουμε με κάθε τρόπο και με όλα τα δυνατά μέσα για την υπεράσπιση και προστασία τού εν λόγω βασιλείου και όλων εκείνων των πιστών υπηκόων, που είναι τόσο αγαπητοί σε εμάς.94

Υπήρχε λόγος να είναι προετοιμασμένοι, γιατί ήταν κοινό μυστικό στην Ισταμπούλ, ότι ο σουλτάνος Σελήμ Β’ περνούσε το χειμώνα στην Αδριανούπολη (Εντίρνε), για να φροντίσει για τη συγκέντρωση προμηθειών και εξοπλισμού για τις χερσαίες δυνάμεις του, «για τον πόλεμο σε χερσαίες περιοχές το επόμενο έτος» (per la guerra dalla parte di terra dell’ anno venturo). Η τουρκική αρμάδα βρισκόταν ακόμη στο Αρχιπέλαγος. Υπήρχε γενικά η άποψη ότι θα παρέμενε έξω από τα Δαρδανέλλια, για να ξεκινήσει νωρίτερα, όταν ερχόταν η άνοιξη, για να κάνει στους Ενετούς ακόμη μεγαλύτερη ζημιά. Στις 30 Δεκεμβρίου (1570) λοιπόν ο δόγης και Γερουσία έγραφαν στους πρέσβεις Σουριάν και Σοράντσο στη Ρώμη, να διαβιβάσουν την προειδοποίηση στον Πίο Ε’. Ενετικές πόλεις και φρούρια βρίσκονταν «σε προφανέστατο κίνδυνο», όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη Δαλματία. Χρειάζονταν απεγνωσμένα σιτηρά και στρατιώτες. Οι πρεσβευτές έπρεπε να ευχαριστήσουν την Αγιότητά του για τα 4.000 μέτρα (some) σιτηρών, για την εξαγωγή των οποίων είχε πρόσφατα χορηγηθεί άδεια. Όμως έπρεπε να συνεχίζουν να τού υπενθυμίζουν, ότι χρειάζονταν περισσότερα σιτηρά και περισσότερους στρατιώτες, γιατί η Δαλματία ήταν το χριστιανικό προπύργιο (antemural) εναντίον των Τούρκων. Επίσης βρισκόταν στην Αδριατική ακριβώς απέναντι από την Ιταλία και τα παπικά κράτη.95 Το Καττάρο (Κότορ) και το Ντουλτσίνιο (Ούλτσινι) βρίσκονταν ήδη σε σοβαρό κίνδυνο και θα συνέχιζαν να βρίσκονται στους μήνες που θα ακολουθούσαν.96

Δεν έβρεχε ποτέ, παρά μόνο ραγδαία, ενώ όταν γινόταν αυτό, οδηγούσε την τιμή τού σιταριού μέχρι τα έξι σκούδα για κάθε ρούμπιο (il rubbio), δηλαδή για κάθε μέτρο εικοσιπέντε περίπου λιμπρών. Την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου (1571) υπήρξε φοβερή καταιγίδα στη Ρώμη, με αστραπές και τρομακτικούς κεραυνούς, ένας από τούς οποίους χτύπησε το καμπαναριό τού Αγίου Πέτρου, εκσφενδονίζοντας μεγάλο μέρος τού παρεκκλησιού στο έδαφος και σπέρνοντας τον όλεθρο στα διαμερίσματα των καρδιναλίων Αντόνιο Καράφα και Τζιαν Πάολο ντέλλα Κιέζα.97

Οι Ενετοί άρχιζαν το έτος 1571 με τον στόλο τους σε πολύ μεγάλη αταξία. Χρειάζονταν περισσότερα από σιτηρά και στρατιώτες. Τι είχε πάει στραβά; Στις 4 Ιανουαρίου η Γερουσία είχε ψηφίσει, όπως είδαμε, την εκλογή τριών ευγενών, που θα υπηρετούσαν για ένα χρόνο ως «ανακριτές, επίτροποι και συνήγοροι», για να προσδιορίσουν τα αίτια τής λυπηρής επίδοσής τους στη θάλασσα. Οι υπεύθυνοι για την αξιοθρήνητη κατάσταση τού στόλου έπρεπε να τιμωρηθούν δεόντως, «τόσο για την ικανοποίηση τής δικαιοσύνης, όσο και για παραδειγματισμό και εκφοβισμό των άλλων» (si per la satisfattione della giustitia come per essempio et terror alii altri). Οι ανακριτές έπρεπε να διερευνήσουν όλους και να μη λυπηθούν κανένα.98

Ο στόλος είχε έλλειψη των πάντων. Τον Φεβρουάριο η Γερουσία έκανε έκκληση στον δούκα Αλφόνσο Β’ τής Φερράρας για κωπηλάτες.99 Η Αμμόχωστος βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Ο Χάνδακας είχε επίσης ανάγκη προμηθειών.100 Στη Βενετία άρθηκαν οι πιο σοβαρές ποινές και επιτράπηκε σε πλούσιους απατεώνες και σε εξόριστους να επιστρέψουν στην πόλη, εφόσον υπηρετούσαν στον Χάνδακα ή πλήρωναν για την πρόσληψη κωπηλατών.101

Παρά το γεγονός ότι τα χρήματα ήσαν επίσης αναγκαία στη Ρώμη, ο Πίος Ε’ είχε αφαιρέσει την ελπίδα πολλών πλούσιων ιεραρχών ότι θα γίνονταν καρδινάλιοι, παρά το πλεονέκτημα που θα αποκόμιζε το Παπικό Ταμείο (Camera Apostolica) από την πώληση των αξιωμάτων που θα άφηναν. Ο Πίος είχε πει, ότι θα άφηνε την επόμενη προαγωγή καρδιναλίων στον διάδοχό του. Στις 17 Μαΐου (1570) είχε διορίσει δεκαέξι καρδινάλιους όπως σημειώσαμε και μάλιστα δεν αναγόρευσε κανέναν άλλο κατά το υπόλοιπο τής παπικής του θητείας. Στο μεταξύ γίνονταν σχέδια για την ίδρυση ενός νέου γραφείου δανείων (monte), στο οποίο θα κατατίθεντο τα έσοδα που θα προέκυπταν από τη πρόσληψη πέντε νέων υπαλλήλων τού παπικού ταμείου. Ο αριθμός των διοικητικών προϊσταμένων (referendaries) θα προσδιοριζόταν σε εικοσιτέσσερις. Θα κατατίθεντο επίσης οι πληρωμές των νεοπροσλαμβανομένων σε κάθε γραφείο, προσδιορισμένες καθεμιά σε 3.000 σκούδα. Ο αριθμός των «συμμετεχόντων» πρωτονοταρίων, συνοψιστών, θαλαμηπόλων και αποστολικών γραμματέων θα διπλασιαζόταν, για να εξαγοραστούν γραφεία, δηλαδή «έσοδα (γραφείων)» [entrate (in carica)], που πωλούνταν στο δέκα τοις εκατό για να τα μεταπωλήσουν στο έξι τοις εκατό.102

Τέτοιου είδους «γραφεία» ήσαν στην πραγματικότητα τίτλοι ετησίων προσόδων. Τα αγόραζε κανείς από τον παπισμό και απέδιδαν συγκεκριμένο εισόδημα. Σαν σύγχρονη ασφαλιστική εταιρεία, η κούρτη θεωρούσε σε κάθε περίπτωση, ότι ο συμμετέχων δεν θα ζούσε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε οι εισπράξεις του να υπερβούν την επένδυση κεφαλαίου. Αν και οι αποδόσεις από τις πωλήσεις τέτοιων αξιωμάτων ήταν ίσως πενιχρές σε μακροπρόθεσμη βάση, άξιζαν τον κόπο, επειδή παρήγαγαν άμεση εισροή μετρητών, γιατί τα μετρητά ήσαν αναγκαία ενόψει τής τουρκικής απειλής.

<-21. Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570) 23. Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top