24. Ο δρόμος προς τη Ναύπακτο, η ναυμαχία και μια ματιά στον επόμενο αιώνα

<-23. Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)

24
Ο δρόμος προς τη Ναύπακτο, η ναυμαχία και μια ματιά στον επόμενο αιώνα

Image Image

Καθώς οι στόλοι συγκεντρώνονταν στη Μεσσίνα στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1571, κανένας στη Ρώμη, στη Βενετία ή στη Μαδρίτη δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο κοντά βρίσκονταν οι χριστιανοί σύμμαχοι σε μια θαυμάσια νίκη επί των Τούρκων. Ο Πίος Ε’ και η Ενετική Σινιορία, φοβούμενοι ότι βρισκόταν μπροστά μακροχρόνια δοκιμασία των όπλων, προσπαθούσαν ήδη να πείσουν τον Φίλιππο Β’ να διατάξει τον αρχιστράτηγο Δον Ζουάν τής Αυστρίας «να διαχειμάσει στη Σικελία ή κάπου αλλού στην Ιταλία», διατηρώντας τη χριστιανική αρμάδα σε τάξη και έτοιμη να ανταποκριθεί στις ανάγκες τής Χριστιανοσύνης, όταν θα ερχόταν η άνοιξη.1 Ο γενικός διοικητής Σεμπαστιάνo Βενιέρ φαινόταν ότι ξόδευε χρήματα και με τα δύο του χέρια για τη συντήρηση τού στόλου τής Δημοκρατίας στη Μεσσίνα, αλλά η Γερουσία απάντησε στις ανάγκες του στέλνοντάς του γραμμάτια πληρωτέα στη Μεσσίνα και το Παλέρμο. Μέσα στα ζοφερά νέα τού Αυγούστου η Γερουσία πληροφορήθηκε με ευχαρίστηση μέσω Νάπολης την ασφαλή άφιξη των γαλερών και άλλων σκαφών από τον Χάνδακα (in numero di 75 vele). H Γερουσία θεωρούσε (στις 18 Αυγούστου), ότι η άφιξη των γαλερών τού Χάνδακα στο λιμάνι τής Μεσσίνα ήταν ζήτημα ωρών,2 ενώ αναφορά από τη Ρώμη (στις 8 Σεπτεμβρίου) επιβεβαίωνε το γεγονός, ότι ο Μάρκο Κουρίνι, επιστάτης τού στόλου, είχε φτάσει στις Συρακούσες με εξήντα γαλέρες στις 19 Αυγούστου. Οι άλλες γαλέρες υπό τον συνάδελφό του, τον επιστάτη Αντόνιο ντα Κανάλε, αν και καθυστέρησαν από τούς ανέμους, βρίσκονταν επίσης με ασφάλεια στον ορίζοντα.3

Η τουρκική αρμάδα λέγεται, ότι είχε αποπλεύσει από την Ισταμπούλ στις 25 Απριλίου (1571) υπό την κοινή διοίκηση των Πέρταου (Περτέβ) πασά, στρατηγού των χερσαίων δυνάμεων που βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες και Μουεζινζάντε Αλή πασά, διοικητή των ναυτικών δυνάμεων τού σουλτάνου. Οι Τούρκοι είχαν σκορπίσει καταστροφή στην Κρήτη, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Κέρκυρα και στις ακτές τής Αλβανίας και τής Δαλματίας.4 Αν και ο Πέρταου είχε οδηγήσει τις τουρκικές δυνάμεις στην Αδριατική, ο Κονταρίνι αποδίδει τον κύριο ρόλο στον Αλή.5 Στις 3 Σεπτεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στον γενικό διοικητή Σεμπαστιάνo Βενιέρ, ότι αναφορές τής 25ης Αυγούστου τόσο από το Καττάρο (Κότορ) όσο και από τη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) είχαν φτάσει στη Βενετία, σύμφωνα με τις οποίες ο Πέρταου είχε φύγει από το Καστελνουόβο (Χέρτσεγκ Νόβι) «για να επιστρέψει ανατολικά». Ο τρομερός κουρσάρος Ουλούτζ Αλή είχε φτάσει στην περιοχή τής Ραγούσας στις 23 Αυγούστου με έντεκα γαλέρες και γαλιότες, έχοντας μόλις επιστρέψει από επιδρομές στις δαλματικές ακτές. Ο Ουλούτζ Αλή δεν είχε χάσει στιγμή, «φεύγοντας με μεγάλη βιασύνη». Στις 24 Αυγούστου ο κουρσάρος Καρακόζα πέρασε επίσης από τα νερά τής Ραγούσας με σαρανταδύο σκάφη, που ήσαν «ανάμεσα σε φούστες και μπριγαντίνια».

Οι Ουλούτζ Αλή και Καρακόζα ακολουθούσαν τον Πέρταου πασά και την τουρκική αρμάδα, η οποία, σύμφωνα με κάποιους σκλάβους που είχαν δραπετεύσει, βρισκόταν σε κακή κατάσταση, εκτός από τριάντα περίπου μεγάλες γαλέρες. Η Γερουσία έστειλε στον Βενιέρ μαρτυρία από τούς πληροφοριοδότες της, έτσι ώστε να μπορέσει αυτός να διαβιβάσει τις εμπεριεχόμενες πληροφορίες στον Δον Ζουάν, στον Κολόννα και στους άλλους Χριστιανούς στρατηγούς. Μέσα σε δύο ή τρεις ημέρες η Γερουσία επρόκειτο να στείλει στον Βενιέρ ενίσχυση σε γαλέρες, λίγο περισσότερο πεζικό, το γνωστό πλοίο Ντοφίνα, καθώς και άλλα πλοία φορτωμένα με πυρομαχικά, γαλέτα, «καθώς και σημαντικό χρηματικό ποσό για τις ανάγκες τού στόλου».6

Η βιασύνη των Τούρκων «να σπεύσουν προς την Ανατολική Μεσόγειο» (per andare verso Levante) καθιστά περισσότερο από σαφές ότι οι Πέρταου πασάς, Ουλούτζ Αλή και Καρακόζα, καθώς και ο Αλή πασάς, γνώριζαν πολύ καλά την έκταση τής χριστιανικής αρμάδας που συγκεντρωνόταν στη Μεσσίνα. Όμως η υποχώρησή τους από την Αδριατική δεν αποτελούσε προσπάθεια να ξεφύγουν από τις χριστιανικές δυνάμεις. Αποτελούσε μάλλον αναγκαιότητα για να συνενωθεί και να επανεφοδιαστεί ο στόλος τους. Σύμφωνα με επιστολές από τη Ραγούσα (με ημερομηνία 23 Αυγούστου), οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει την προσπάθειά τους εναντίον τού Καττάρο, επειδή η πολεμική περίοδος πλησίαζε προς το τέλος της και «επειδή ο πασάς είχε στείλει φρεγάτες για να καλέσει τούς Ουλούτζ Αλή και Καρακόζα, οι οποίοι έπρεπε να έρθουν το συντομότερο δυνατό να ενταχθούν στην αρμάδα, γιατί είχε εντολές να δώσει μάχη εναντίον τής δύναμής μας» (havendo commissione di combattere la nostra).7

Αν και ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, ο φημισμένος σωτήρας τής Μάλτας, που ζούσε τότε στην Πίζα έχοντας αποσυρθεί, είχε γράψει στον Δον Ζουάν (την 1η Αυγούστου), ότι ενδεχομένως δεν συνέφερε τον Φίλιππο Β’ να εμπλακεί σε μεγάλη ναυμαχία με τούς Τούρκους,8 ο Δον Ζουάν είχε κάθε πρόθεση (όπως επρόκειτο σύντομα να δείξουν τα γεγονότα) να προελάσει για να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους στη θάλασσα. Στις 6 Σεπτεμβρίου έστειλε ο ίδιος επιστολή στον Δον Γκαρσία, φίλο και σύμβουλό του, που τον ενημέρωνε, ότι στις 2 τού μηνός ο Τζιανναντρέα Ντόρια είχε φτάσει στη Μεσσίνα με έντεκα γαλέρες, στις 5 τού μηνός ο Αλβάρο ντε Μπαζάν, μαρκήσιος τής Σάντα Κρουζ, είχε μπει στο λιμάνι με τριάντα και ότι «ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση με την άφιξή του, γιατί η καθυστέρησή του μού προκαλούσε αγωνία». Στις 9 ή 10 Σεπτεμβρίου «Θεού θέλοντος» (a Dios placiendo), αναμενόταν να αποπλεύσει με τούς χριστιανικούς στόλους σε αναζήτηση τής τουρκικής αρμάδας.9

Είχαν ξεφυτρώσει ελπίδες στις ελληνικές κοινότητες στη Βενετία, στη Νάπολη και αλλού. Για περισσότερο από έναν αιώνα οι Έλληνες είχαν υπομείνει την τουρκική κυριαρχία στον Μοριά και στην ηπειρωτική χώρα. Στη Ναύπακτο (Λεπάντο) επρόκειτο να υπάρχουν Έλληνες και στις δύο πλευρές. Οι περισσότεροι Έλληνες είχαν κρίνει αναγκαίο να φτάσουν σε κάποιου είδους συμβιβασμό με τούς κατακτητές, αλλά πολλοί ήσαν έτοιμοι να επαναστατήσουν και μερικές φορές το είχαν πράξει, παρακινούμενοι από την ευκαιρία ή την αναγκαιότητα. Σύμφωνα με επιστολή από τη Ρώμη (με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου),

Καταλαβαίνουμε επίσης, ότι ορισμένοι Έλληνες επιβιβάζονται στον στόλο τού Καθολικού βασιλιά. Έχουν προσφέρει στον Δον Ζουάν, αν αυτός μεταφέρει όπλα στις πόλεις και τα χωριά τους [in quelli luochi loro], να εκδιώξουν οι ίδιοι τούς Τούρκους χωρίς καμία άλλη βοήθεια, γιατί έχουν οδηγηθεί σε απόλυτη απόγνωση από την τυραννία και την καταπίεση που υποφέρουν…10

Μια αντι-τουρκική εξέγερση άρχισε αργότερα, τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο τού 1571, στη μωραΐτικη χερσόνησο τής Μάνης, αλλά λίγα πράγματα ή τίποτε δεν προέκυψε από αυτήν.11

Παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η προσοχή μας είναι κατ’ ανάγκη καρφωμένη στη Μεσσίνα, πρέπει να σημειώσουμε, ότι στον Ενετό πρεσβευτή Μικέλε Σουριάν είχε τελικά επιτραπεί να πάρει την άδειά του από την παπική κούρτη για να επιστρέψει στη Βενετία. Ο Σουριάν είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην προσπάθεια τού Πίου Ε’ για τη συγκρότηση τής Ιεράς Συμμαχίας. Σύμφωνα με αναφορά από τη Ρώμη τής 15ης Σεπτεμβρίου, ο Σουριάν έφυγε από τη Ρώμη την Πέμπτη το πρωί, στις 13 τού μηνός, παίρνοντας τον δρόμο προς το Λορέτο και η πρώτη στάση του ήταν με τον καρδινάλιο Ιππόλιτο ντ‘ Έστε στη βίλλα στο Τίβολι.12 Το κύριο θέμα τής συνομιλίας τους πρέπει σίγουρα να ήταν το μέγεθος τής χριστιανικής αρμάδας που είχε συγκεντρωθεί στη Μεσσίνα και η έκταση τής ετοιμότητάς της να πολεμήσει τούς Τούρκους. Μάλιστα σχεδόν όλοι στη Ρώμη και τη Βενετία, τη Μαδρίτη, τη Νάπολη και τη Βαρκελώνη, πρέπει να ανυπομονούσαν να μάθουν τα τελευταία νέα από τη Μεσσίνα.

Σύμφωνα με ανακοίνωση (avviso) τής 3ης Σεπτεμβρίου,

έχουμε 208 γαλέρες, 6 μεγάλες γαλέρες (γαλεάσες) και 23 πλοία μεταφοράς, πέρα από τα μικρά σκάφη που μεταφέρουν πολλούς στρατιώτες. Η αυτοπεποίθηση τής Υψηλότητάς του έχει ξεπεράσει κάθε δυσκολία και οι άρχοντες τής Βενετίας είναι ικανοποιημένοι με όλα αυτά. Από τη Νάπολη κάποιος γράφει, ότι έχει λάβει νέα μέσω Κρότωνα (Cotrone), ότι είδαν την τουρκική αρμάδα στα ανοιχτά τής Κέρκυρας.13

Δύο μέρες αργότερα μια άλλη ανακοίνωση (avviso) από τη Μεσσίνα είχε την είδηση, ότι οι 30 γαλέρες που είχε φέρει ο Αλβάρο ντε Μπαζάν από τη Νάπολη ήσαν «σε πολύ καλή κατάσταση» (molto bene in ordine). Από ώρα σε ώρα περισσότερες γαλέρες αναμένονταν από το Παλέρμο, ενώ όλοι έσπευδαν να φορτώσουν στα πλοία όλα τα απαραίτητα «για να πολεμήσουν τον τουρκικό στόλο» (per combattere con l’ armata Turchescha). Συνολικά η συνεισφορά τού Φιλίππου Β’ στη χριστιανική αρμάδα φαινόταν ότι ήταν 81 γαλέρες, 20 πλοία μεταφοράς, 7.000 Ισπανοί, 6.000 Γερμανοί και 5.000 Ιταλοί, καθώς και τα στρατεύματα που διέθεταν οι στρατιωτικοί εργολάβοι. Τον ενετικό στόλο αποτελούσαν 108 γαλέρες, έξι μεγάλες γαλέρες (γαλεάσες), δύο πλοία μεταφοράς και 5.000 πεζικό, στο οποίο μπορούσαν να προστεθούν τα στρατεύματα που η Σινιορία είχε υποσχεθεί να διαθέσει στο Μπρίντιζι, όπου υπήρχε η άποψη, ότι άλλες γαλέρες και μεγάλες γαλέρες (γαλεάσες) θα εντάσσονταν στην αρμάδα. (Δεν εντάχθηκαν τέτοια στρατεύματα ή σκάφη στο Μπρίντιζι.) Υπήρχαν επίσης 12 παπικές γαλέρες με τον απαιτούμενο αριθμό στρατιωτών, καθώς και τρεις γαλέρες τού δούκα τής Σαβοΐας και τέσσερις από τούς Ιωαννίτες Ιππότες τής Μάλτας, «και συνολικά υπήρχαν 208 γαλέρες, έξι μεγάλες γαλέρες και 22 πλοία μεταφοράς…» (che tutte insieme sono 208 galere, sei galeazze, et 22 navi…).14

Είχε αναφερθεί από τη Μεσσίνα στις 13 Σεπτεμβρίου, ότι τα πλοία μεταφοράς (navi) ήσαν έτοιμα να αποπλεύσουν και ότι οι γαλέρες σύντομα θα ήσαν έτοιμες. Ο Δον Ζουάν είχε επιβιβαστεί στη ναυαρχίδα του, τη γαλέρα Ρεάλε (Reale) και μάλιστα είχε βγει από το λιμάνι κάποια στιγμή. Οι χριστιανοί θα κατευθύνονταν στην Κέρκυρα για να εντοπίσουν την αρμάδα τού εχθρού «με μαχητικό πνεύμα» (con animo di combattere). Τώρα μάς λένε, ότι υπήρχαν 209 γαλέρες, έξι μεγάλες γαλέρες, 27 μεγάλα πλοία μεταφοράς «και πολλά μικρά σκάφη». Την πολεμική δύναμη αποτελούσαν 28.000 έμμισθοι πεζοί στρατιώτες και 2.000 τυχοδιώκτες. Το άχρηστο πλήθος (gente inutile) και κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία τα άφησαν πίσω, για να επιταχυνθεί η προέλαση τής αρμάδας και να ελαφρύνει το φορτίο της για τη ναυμαχία. Όμως ο Δον Ζουάν δεν μπορούσε να αναχωρήσει, όταν θέλησε, λόγω δυνατής βροχής, «αλλά θα φύγει με τον πρώτο καλό καιρό και έχουμε επιστολές [που μάς λένε], ότι στις 9 τού μηνός η τουρκική αρμάδα βρισκόταν στο νησί τής Κέρκυρας και στην περιοχή τής Γκομένιτσα», δηλαδή τής Ηγουμενίτσας, μικρού λιμανιού στην ηπειρωτική χώρα, απέναντι από το νότιο άκρο τής Κέρκυρας, σε όρμο δίπλα στο «κανάλι» τής Κέρκυρας.15

Η διάταξη τής μάχης είχε προσδιοριστεί στη Μεσσίνα στις 14 Σεπτεμβρίου ή νωρίτερα και επρόκειτο να τηρηθεί τρεις εβδομάδες αργότερα στη Ναύπακτο (Λεπάντο). Ο Δον Ζουάν θα έπλεε στο κέντρο τού κύριου τμήματος τής διάταξης μάχης (la battaglia), έχοντας τούς στρατηγούς Βενιέρ και Κολόννα στις ναυαρχίδες τους αριστερά και δεξιά του. Ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ο Ενετός γενικός επιστάτης, θα αναλάμβανε τη διοίκηση τής αριστερής πτέρυγας. Οι δύο επιστάτες τού στόλου, ο Μάρκο Κουρίνι και ο Αντόνιο ντα Κανάλε, θα παρέμεναν στη μοίρα τού Μπαρμπαρίγκο. Ο Τζιανναντρέα Ντόρια θα είχε τη διοίκηση τής δεξιάς πτέρυγας, ενώ ο Αλβάρο ντε Μπαζάν, ο μαρκήσιος τής Σάντα Κρουζ, θα διοικούσε τις εφεδρείες (il soccorso), την οπισθοφυλακή, η οποία θα ακολουθούσε τα τρία κύρια τμήματα τού στόλου. Οι έξι ενετικές μεγάλες γαλέρες (γαλεάσες) θα συγκροτούσαν την εμπροσθοφυλακή, όπου δύο από αυτές θα έπλεαν ένα τέταρτο περίπου τού μιλίου μπροστά από καθένα από τα τρία κύρια τμήματα τής αρμάδας.16 Ο Κολόννα και οι Ενετοί θα πρόσεχαν τον Ντόρια καθώς η αρμάδα θα κινούνταν προς τα ανατολικά, γιατί λεγόταν στη Ρώμη, ότι έχοντας πουλήσει τις γαλέρες του στον Φίλιππο Β’, τις είχε μόλις ξαναγοράσει. Ο αδελφός του Πάγκανο είχε πάει στη Μάλτα για να ενταχθεί στους Ιωαννίτες και είχε δώσει προφανώς το μεγαλύτερο μέρος τού μεριδίου του από την κληρονομιά των Ντόρια στον Τζιανναντρέα, ο οποίος τώρα αισθανόταν, ότι μπορούσε καλύτερα να αντέξει οικονομικά τις γαλέρες.17 Άραγε όμως θα ήταν πια πρόθυμος να τις διακινδυνεύσει στον αγώνα;

Ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ είχε γράψει στην Ενετική Σινιορία για τον διακαή πόθο τού Δον Ζουάν να βρει την τουρκική αρμάδα, πράγμα το οποίο (όπως ο δόγης και η Γερουσία είχαν γράψει στον Βενιέρ στις 15 Σεπτεμβρίου), αποτελούσε πηγή τεράστιας παρηγοριάς για τούς Ενετούς, «για την ελπίδα που έχουμε για λαμπρή νίκη εναντίον τού κοινού εχθρού» (per la speranza che habbiamo di gloriosa vittoria contra l’ inimico commune). Ο Δον Ζουάν είχε επίσης εκφράσει την επιθυμία να εφοδιάσει τις γαλέρες τού Βενιέρ με τούς άνδρες, τα χρήματα και τη γαλέτα που τούς έλειπαν, λόγω των επιχειρήσεων τού τουρκικού στόλου στην Αδριατική.18 Όπως ανέφερε ο Βενιέρ περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα στον δόγη και τη Γερουσία, ο Δον Ζουάν τού είχε προσφέρει 2.000 Γερμανούς, 1.500 Ισπανούς και 1.500 Ιταλούς για επιβίβαση στις γαλέρες του, οι οποίες παραδόξως ήσαν ανεπαρκώς επανδρωμένες. Με ταπείνωση και απροθυμία ο Βενιέρ δέχτηκε τούς Ιταλούς και τούς Ισπανούς (δεν ήθελε τούς Γερμανούς), ενώ μαζί με τις ενισχύσεις ήρθε και «πολλή αυθάδεια των στρατιωτών» (molte insolentie de soldati).19

Παρά το γεγονός ότι ο Βενιέρ λέει, ότι δέχτηκε έτσι 3.000 στρατιώτες, γεγονός είναι, ότι ο Δον Ζουάν έγραφε στον Γκαρσία ντε Τολέδο (στις 9 Σεπτεμβρίου) «ότι αυτοί οι Ενετοί άρχοντες μόλις αποφάσισαν να πάρουν στις γαλέρες τους 4.000 άνδρες τού πεζικού τής μεγαλειότητάς του, δηλαδή 1.500 Ισπανούς και 2.500 Ιταλούς…».20 Όταν ο Βενιέρ συνέτασσε την αναφορά του προς τον δόγη και τη Γερουσία (στις 29 Δεκεμβρίου 1572), είχε προφανώς ξεχάσει, ότι στις 7 Σεπτεμβρίου είχε γράψει ο ίδιος στον δόγη από τη Μεσσίνα, ότι ο Δον Ζουάν, «με μεγάλη προθυμία και ευγένεια», τον είχε εφοδιάσει με δέκα χιλιάδες γαλέτες για κάθε γαλέρα και «τέσσερις χιλιάδες πεζικό, Ιταλούς και Ισπανούς» (4 m. fanti tra italiani et spagnoli). Στην επιστολή τής 7ης Σεπτεμβρίου ο Βενιέρ είχε επίσης σημειώσει, ότι ο Δον Ζουάν, ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και ο ίδιος ήσαν και οι τρεις αποφασισμένοι «να σπεύσουν να βρουν την αρμάδα τού εχθρού και να ναυμαχήσουν μαζί της».21

Ύστερα από την παραλαβή τής επιστολής τού Βενιέρ ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στον Δον Ζουάν (στις 20 Σεπτεμβρίου), ότι η απόφασή του να βρει και να πολεμήσει την τουρκική αρμάδα ήταν αντάξια ενός γιου τού Καρόλου Ε’ και αδελφού τού Φιλίππου Β’. Οι προσευχές τής Σινιορίας για νίκη θα έμπαιναν στη μάχη μαζί με τον Δον Ζουάν, με μεγάλες ελπίδες για τιμωρία τού εχθρού, που είχε καταστρέψει τόσο πολλούς ιερούς τόπους και είχε σκοτώσει ή οδηγήσει στη σκλαβιά τόσο πολλές χριστιανικές ψυχές. «Με όλη μας την καρδιά πρέπει να ευχαριστήσουμε την Υψηλότητά σας για τη διάθεση γαλέτας και στρατιωτών για την αρμάδα μας και [κάθε] άλλου με τέτοια ετοιμότητα και φιλία…».22

Κάθε αναφορά στον Δον Ζουάν στα ενετικά κείμενα (μέχρι αυτό το σημείο) περιέχει επαινετικά λόγια. Η Γερουσία ενέκρινε επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως είδαμε, τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, τον παπικό διοικητή, ο οποίος είχε συζητήσει με τον Βενιέρ την ανάγκη διατήρησης 120 γαλερών σε ετοιμότητα για την ανάληψη δράσης από τις αρχές Μαρτίου 1572, «για να πάρουμε το πλεονέκτημα και να εμποδίσουμε τα τουρκικά σχέδια» (per pigliar l’ avantaggio et impedir i dissegni Turcheschi). Αν και ήταν πάντοτε σημαντικό να βλέπουν μακριά και οι απόψεις τής Γερουσίας συμφωνούσαν με εκείνες τού Μαρκ’ Αντόνιο, επισήμαναν (όπως γνώριζε καλά ο Βενιέρ), ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα απαιτούσε τη διαχείμαση τού στόλου τής συμμαχίας στο Αρχιπέλαγος ή στα νότια ιταλικά ύδατα. Η Γερουσία είχε βέβαια δώσει ήδη εντολή στον Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), τον Ενετό πρεσβευτή στην Ισπανία, να επιδιώξει τη σύμφωνη γνώμη τού Φιλίππου Β’, για να «διαχειμάσει στην Ιταλία» ο Δον Ζουάν. Όμως αυτό που θα γινόταν εκείνη τη χρονιά, θα καθόριζε τι έπρεπε να γίνει το επόμενο έτος, «…γιατί τα ατυχήματα, οι στιγμές και οι ευκαιρίες μπορούν συχνά να αλλάζουν τα σχέδια και τις σκέψεις» (…perche li accidenti, i tempi, et l’ occasioni possono far mutar spesso i dissegni et pensieri).23

Καθώς η χριστιανική αρμάδα συγκεντρωνόταν στη Μεσσίνα και καθώς άρχιζε να πλέει προς την Ανατολική Μεσόγειο, οι Γάλλοι συνέχιζαν τις προσπάθειές τους να κάνουν ειρήνη μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Για την Ιερά Συμμαχία οι Γάλλοι ήσαν εξαιρετικά ύποπτοι. Ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, ο επίσκοπος τού Νταξ, είχε αντικαταστήσει τον Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ ως Γάλλος απεσταλμένος στην Ισταμπούλ. Ο ντε Νοαίγ βρισκόταν στη Βενετία, προσπαθώντας να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού Μαχμούτ, τού τσαούς (κρατικού αγγελιοφόρου) που είχε σταλεί ως πρεσβευτής στη Σινιορία. Οι Ενετοί τον κρατούσαν αιχμάλωτο (όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 21) από τις αρχές Μαρτίου 1570. Ο δόγης και η Γερουσία απάντησαν στη διαμαρτυρία τού ντε Νοαίγ για την κράτηση τού πρεσβευτή με τη δήλωση, ότι ενώ αναγνώριζαν πλήρως τη διπλωματική φύση τής αποστολής του, ο σουλτάνος είχε παραβιάσει την ειρήνη του με τη Δημοκρατία κατά την περίοδο τής πρεσβείας τού Μαχμούτ. Μέχρι να συμβεί αυτό, ο Μαχμούτ ήταν ελεύθερος για μήνες να πάει στη Γαλλία (πράγμα που αποτελούσε μέρος τής αποστολής του), αν ο ίδιος επιθυμούσε, αλλά είχε επιλέξει να μην πάει. Όταν τέθηκαν υπό κράτηση ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ και οι Ενετοί πρόξενοι στη Συρία και στην Αλεξάνδρεια, τότε συνέβη το ίδιο και στον ατυχή Μαχμούτ. Τύγχανε καλής στέγασης και καλής μεταχείρισης (στη Βερόνα) και σίγουρα ο άρχοντας τού Νταξ μπορούσε να δει, ότι οι Ενετοί είχαν δίκιο συνεχίζοντας να κρατούν τον Μαχμούτ. Επιπλέον, τώρα που η Ιερά Συμμαχία βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία, η Σινιορία δεν έπρεπε να δίνει στα μέλη της την παραμικρή αφορμή για καχυποψία. Όσο για τον καλό επίσκοπο τού Νταξ, η Γερουσία θα βοηθούσε την αναχώρησή του για τον Βόσπορο με κάθε δυνατό τρόπο. Ο Αλβίζε Κονταρίνι, ο Ενετός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή, πήρε εντολή να εξηγήσει την κατάσταση στον Κάρολο Θ’ και να δικαιολογήσει τη φυλάκιση τού Μαχμούτ μπέη.24

Μερικές ημέρες αργότερα (στις 22 Σεπτεμβρίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Κονταρίνι, ότι είχαν υπενθυμίσει στον Φρανσουά ντε Νοαίγ, ότι

όχι μόνο ο εν λόγω Μαχμούτ δεν έκανε καμία προσπάθεια να φύγει από αυτή την πόλη και να πάει στη Γαλλία, αλλά ότι ο κύριος [Πωλ] ντε Φουά, ο πρεσβευτής τής μεγαλειότητάς του εδώ τώρα μαζί μας, μάς είπε ότι δεν τού φαινόταν σωστό, ενώ ο Άρχοντας Τούρκος ετοίμαζε αρμάδα κατά τής Χριστιανοσύνης, να πηγαίνει κάθε δικός του τσαούς στον χριστιανικότατο βασιλιά και να ξεσηκώνει υποψίες ανάμεσα σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες, εκτίμηση με την οποία συμφωνούσε η χριστιανικότατη μεγαλειότητά του…25

Η απελευθέρωση τού Μαχμούτ σίγουρα θα αύξανε τις υποψίες των Ισπανών, αλλά οι προσπάθειες τού ντε Νοαίγ για λογαριασμό του ήσαν πολύ καθυστερημένες.

Επιστολές τής 12ης Σεπτεμβρίου από τη Μεσσίνα, που μαθεύτηκαν στη Νάπολη στις ή πριν από τις 17 τού μηνός, έφερναν νέα για την επιστροφή τού Ζιλ ντε Αντράντε και τού Οράτσιο Ορσίνι, οι οποίοι είχαν βγει με δυο γαλέρες για να μάθουν ό,τι μπορούσαν για την αρμάδα τού Αλή πασά. Έφερναν την είδηση, ότι η αρμάδα «έχει συνολικά 280 σκάφη». Οι Τούρκοι, έχοντας πληροφορηθεί τη δύναμη και την ετοιμότητα τού «στόλου μας» (la nostra armata), είχαν στείλει ξαφνικά κάποιο μήνυμα ή έκκληση προς την Υψηλή Πύλη, «παρά το γεγονός ότι είχαν εντολές να αντιμετωπίσουν τη χριστιανική αρμάδα σε ναυμαχία». Σύντομα υπήρχε η φήμη, ότι οι Τούρκοι φοβούνταν τον χριστιανικό εξοπλισμό, ο οποίος θα μπορούσε πολύ σύντομα να τούς επιτεθεί και ότι

η Υψηλότητά του είχε αποφασίσει να μη χάσει την ευκαιρία και σκοπεύει να αναχωρήσει το βράδυ τής 17ης τού μηνός με 210 γαλέρες, 6 γαλεάσες, 25 πλοία και 50 φρεγάτες, με αρμάδα πάνω στην οποία θα υπάρχουν περίπου 40.000 άνδρες.26

Όποιος κι αν ήταν ο ακριβής αριθμός των γαλερών, πλοίων μεταφοράς (navi) και φρεγατών στην αρμάδα, ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας δεν απέπλευσε στις 16 Σεπτεμβρίου (1571) με τον μεγαλύτερο ναυτικό εξοπλισμό των χριστιανών που θα συγκεντρωνόταν ποτέ στον 16ο αιώνα. Ο δυσαρεστημένος Βενιέρ, για τον οποίο ο Δον Ζουάν είχε κατανοητή απέχθεια, λέει ότι έπλεαν «χωρίς καμία τάξη, ή μάλλον σε απόλυτη σύγχυση» (senza alcun ordine, anzi assai confusi) προς τη Φόσσα, τώρα Φιουμάρα Σαν Τζιοβάννι, την οποία ο Βενιέρ τοποθετεί δεκατέσσερα ή δεκαέξι μίλια νότια τής Μεσσίνα. Βρίσκεται στην ακτή τής Καλαβρίας, ακριβώς κάτω από το Ρέτζιο. Λίγοι στόλοι έφευγαν από το λιμάνι σε τάξη. Ως επί το πλείστον οι διοικητές εύρισκαν τη θέση τους στην ανοιχτή θάλασσα. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο στόλος έφτασε στο ακρωτήριο Σπαρτιβέντο, δύο μέρες αργότερα ήταν στο ακρωτήριο Κολόννα «κάπως έξω στη θάλασσα» (alquanto in mare) και στις 19 τού μηνός μπήκε στο λιμάνι τού Κρότωνα (Κοτρόνε), όπου ο Δον Ζουάν επιβίβασε εξακόσιους στρατιώτες, οι οποίοι τον περίμεναν. Πρόσφερε απλόχερα τούς στρατιώτες στον Βενιέρ, ο οποίος τούς χρειαζόταν, αλλά επέμενε ότι δεν τούς χρειαζόταν (risposi che non ne havevo bisogno).27 Παρά τις στρεψόδικες διαμαρτυρίες τού Βενιέρ για καθυστέρηση, μια ανακοίνωση (avviso) τής 25ης Σεπτεμβρίου από τη Ρώμη λέει, ότι ο Δον Ζουάν προχωρούσε τώρα βιαστικά, για να επωφεληθεί από τις καλές καιρικές συνθήκες, «που ο Κύριος ο Θεός δίνει για καλό ταξίδι και νίκη!» (che il Signor Dio gli duoni buon viaggio et vittoria!).28 Μια άλλη ειδοποίηση (avviso) μάς λέει ότι ο Δον Ζουάν κρατούσε τον πάπα και την κούρτη καλά ενημερωμένους.29

Ο Βενιέρ έκανε φασαρία και θύμωσε, όταν ο Δον Ζουάν σταμάτησε για να πάρει νερό και περίμενε λίγο τις βαριές γαλέρες που καθυστερούσαν πίσω. Ενοχλήθηκε όταν ο αρχιστράτηγος πρότεινε, ότι (αν βιαζόταν τόσο πολύ) μπορούσε να περάσει μπροστά με τις ενετικές γαλέρες, αλλά, όχι, «απάντησα ότι η Υψηλότητά του ήταν ο ηγέτης και ήταν αρμόζον να πηγαίνει μπροστά και εγώ να τον ακολουθώ, αλλά ότι έπρεπε επίσης να λέω τη γνώμη μου και να προτρέπω να προχωρήσουμε, γιατί η καθυστέρηση ήταν ήδη καταστροφική». Ο Βενιέρ πρόσθετε ότι έπρεπε να αναφέρει τα γεγονότα, ακόμη και αν δυσαρεστούσε τον Δον Ζουάν να τα ακούει. Τώρα ανέβαινε στη ναυαρχίδα τού Βενιέρ ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Έλεγε ότι ήθελε να στείλει και πάλι έξω τον Ζιλ ντε Αντράντε με δύο γαλέρες, μία από την παπική μοίρα και μια από τον ενετικό στόλο, με στόχο να μάθει για τούς Τούρκους. Ο Κολόννα ζητούσε έναν πιλότο από τον Βενιέρ και

τότε η εξοχότητά του παρατήρησε, αντιμετωπίζοντας ως ασήμαντα αυτά [τις δυσκολίες] που είχαν προκύψει —και πιστεύω ότι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε έρθει— ότι έπρεπε να αποφεύγω τη διάσπαση τής συμμαχίας, στο οποίο απάντησα, «προς Θεού, είναι απαραίτητο να περιμένουμε τούς στρατιώτες (la compagnia), αλλά όχι να χρονοτριβούμε!»30

Παρά τη γκρίνια τού Βενιέρ η χριστιανική αρμάδα σημείωνε πρόοδο. Στις 25 Σεπτεμβρίου είχε φτάσει στη μικρή κωμόπολη τής Κασσιόπης (Κασσόπο) στη βορειοανατολική γωνία τού νησιού τής Κέρκυρας, στη βόρεια είσοδο τού κερκυραϊκού καναλιού. Την επόμενη μέρα ο στόλος έφτασε στο αγκυροβόλιο στην πόλη τής Κέρκυρας (Κορφού), τής αρχαίας Κόρκυρας, στην ανατολική κεντρική ακτή τού νησιού. Στην Κέρκυρα, σύμφωνα με τον Βενιέρ, υπήρξε κάποια συζήτηση για πιθανή επίθεση εναντίον των τουρκικών οχυρών τού Σόποτο ή τού Μαργαριτίου, αλλά στις 30 Σεπτεμβρίου ο Δον Ζουάν συνέχισε με την αρμάδα στον κόλπο και την πόλη τής Γκομένιτσα (Ηγουμενίτσας) στην ηπειρωτική χώρα, περίπου δεκαοκτώ ή είκοσι μίλια από την πόλη τής Κέρκυρας.31 Το βράδυ τής 5ης Οκτωβρίου αγγελιοφόρος έφερνε τις ειδήσεις από τη Νάπολη στη Ρώμη για την άφιξη τού στόλου στην Κέρκυρα, όπου λεγόταν ότι ο Δον Ζουάν περίμενε την επιστροφή τού Ζιλ ντε Αντράντε από τη δεύτερη αναγνωριστική του αποστολή. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει περισσότερους στρατιώτες και κωπηλάτες στην Πρέβεζα και ότι τώρα βρίσκονταν στην περιοχή τής Ζακύνθου.32

Στην Ηγουμενίτσα στις 2 Οκτωβρίου η Ιερά Συμμαχία σχεδόν κατέρρευσε. Την ημέρα εκείνη ο Τζιανναντρέα Ντόρια ήρθε στον Βενιέρ για να επιθεωρήσει τη ναυαρχίδα του και άλλες ενετικές γαλέρες, προφανώς με καθήκον που τού είχε ανατεθεί από τον Δον Ζουάν, ενώ, αν και απρόθυμος και μνησίκακος, ο Βενιέρ λέει ότι τού το επέτρεψε. Το γεγονός ότι ένας Ντόρια θα εξέφραζε γνώμη για ενετικές γαλέρες αποτελούσε σχεδόν αβάσταχτη προσβολή. Ίσως συνετέλεσε να οδηγηθεί ο Βενιέρ στην απερίσκεπτη δράση, την οποία ανέλαβε αργότερα την ίδια μέρα. Γύρω στις 4 μ.μ. (circa le XXII hore) ανέκυψε διαμάχη μεταξύ τού Αντρέα Καλέργκι, διοικητή (sopracomito) ενετικής γαλέρας και τού Μούτσιο Αλτικότσι ντι Κορτόνα, Ιταλού λοχαγού στην υπηρεσία τής Ισπανίας. Η διαφορά είχε ξεκινήσει ανάμεσα σε μερικούς μουσκετοφόρους τού λόχου τού Μούτσιο και σε Ενετούς ναυτικούς και στρατιώτες.

Σύμφωνα με τον Βενιέρ, ο ίδιος έστειλε τον πρώτο υποπλοίαρχό του (comito) με ένα σημαιοφόρο (compagno di stendardo) να προσπαθήσουν να διευθετήσουν αυτό που είχε μετατραπεί σε έντονη φιλονικία, αλλά ο Μούτσιο και μερικοί από τούς άνδρες του εκσφενδόνισαν προσβολές κατά τού πρώτου υποπλοίαρχου και έδειραν τον σημαιοφόρο. Ο Βενιέρ έστειλε τότε τον επόπτη των γαλερών του (il mio armiraglio) με τρεις σημαιοφόρους να καλέσουν τον Μούτσιο στη ναυαρχίδα του. Αλλά ένας λοχαγός στην υπηρεσία τής Ισπανίας δεν είχε καμία διάθεση να υπακούει Ενετούς. Αυτός και οι άνδρες του προσέφυγαν στη χρήση όπλων, συμπεριλαμβανομένων και μουσκέτων. Πυροβόλησαν τον επόπτη καίγοντας τον μανδύα του και τραυμάτισαν και τούς τρεις σημαιοφόρους, από τούς οποίους σύντομα πέθαναν οι δύο. Ο Βενιέρ αργότερα ισχυρίστηκε, ότι έπρεπε να στείλει δύναμη για να αποτρέψει τον επί τόπου φόνο τού επόπτη και των σημαιοφόρων. Φοβόταν επίσης (έλεγε) για τις ζωές των άλλων πάνω στη γαλέρα τού Αντρέα Καλέργκι. Σε κάθε περίπτωση ο Μούτσιο παραλίγο να σκοτωθεί στη σύγκρουση που ακολούθησε και συνελήφθησαν τρεις στρατιώτες τού λόχου του. Χωρίς να περιμένει την άποψη τού Δον Ζουάν, ο Βενιέρ έβαλε να τούς κρεμάσουν και τούς τέσσερις, υποστηρίζοντας ότι σε πολλές προηγούμενες περιπτώσεις ο αρχιστράτηγος ήταν απρόθυμος να τιμωρήσει σοβαρά αδικήματα που διαπράττονταν από στρατιώτες στους ισπανικούς λόχους.

Ο Δον Ζουάν έγινε έξαλλος με αυτό που θεωρούσε ως απόλυτο και αδικαιολόγητο σφετερισμό τής εξουσίας του. Αργότερα δήλωνε, ότι θεωρούσε μικρότερο επίτευγμα τη νίκη του επί των Τούρκων από την αυτοσυγκράτησή του «στο ατύχημα που συνέβη σε αυτόν τον λοχαγό» (nell’ accidente occorso di quel capitano). Από τούς έντεκα συμβούλους του οι οκτώ τον συμβούλευσαν αμέσως να στείλει είκοσι γαλέρες εναντίον τού ενετικού στόλου, να αρπάξει τον Βενιέρ και να τον κρεμάσει σε οριζόντιο κατάρτι. Όμως για μια ακόμη φορά επικράτησε η πιο μυαλωμένη συμβουλή τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Μαλάκωσε τον θυμό τού Δον Ζουάν με την πρόταση, η οποία έγινε δεκτή, ότι ο Βενιέρ δεν θα έπαιρνε πια μέρος στις συζητήσεις των στρατηγών. Τη θέση τού Βενιέρ θα έπαιρνε ο δεύτερος μετά από αυτόν στη διοίκηση, ο γενικός επιστάτης Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, που θα έπαιρνε οδηγίες από τον Βενιέρ και θα τον κρατούσε ενήμερο για κάθε διαδοχική κίνηση που προτεινόταν να γίνει από την ανώτατη διοίκηση. Όμως η γαλέρα τού Βενιέρ θα διατηρούσε τη θέση της στη διάταξη μάχης αριστερά εκείνης τού Δον Ζουάν (stando però la galea del nostro general apresso la galea di Don Gioanni).33

Στις 3 Οκτωβρίου οι ενετικές και οι ισπανικές γαλέρες σήκωσαν άγκυρα, ταξιδεύοντας νότια με ελαφρύ άνεμο προς την Πρέβεζα, με τούς διοικητές τους να έχουν αποφασίσει να πολεμήσουν τον Τούρκο και όχι ο ένας τον άλλο. Η αναφορά τού Βενιέρ προς τον δόγη και τη Γερουσία, σχεδόν δεκαπέντε μήνες αργότερα, εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει την πικρία τής φιλονικίας στην Ηγουμενίτσα. Έχοντας παραπονεθεί ότι ο Δον Ζουάν προχωρούσε πολύ αργά κατά των Τούρκων, τώρα γκρίνιαζε για τούς κουρασμένους τού κωπηλάτες, που τραβούσαν κουπί όλη τη νύχτα, με κλειστά τα πανιά, για να φτάσουν στον κόλπο τού «Γκουϊσκάρντο» ανάμεσα στα νησιά τής Κεφαλονιάς και τής Ιθάκης περίπου στις 3 μ.μ. (a hore XXI) το απόγευμα στις 4 Οκτωβρίου. Το Γκουϊσκάρντο (Φισκάρδο) βρίσκεται στο βόρειο άκρο τής Κεφαλονιάς. Εδώ ήταν που ο Βενιέρ έβγαλε για λίγο από το μυαλό του την κούραση των κωπηλατών, γιατί εδώ ήταν που έμαθε για πρώτη φορά την πτώση τής Αμμοχώστου, που απομάκρυνε κάθε ελπίδα των Ενετών για ανάκτηση τής Κύπρου. Σε συνάντηση που είχε σε αυτό το σημείο ο Δον Ζουάν με τούς Μπαρμπαρίγκο, Μάρκο Κουρίνι, Αντόνιο ντα Κανάλε και Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έγινε πρόταση, να πραγματοποιηθεί απόβαση στη Σάντα Μάουρα (Λευκάδα) ή επίθεση σε κάποιο άλλο τουρκικό φυλάκιο, με σκοπό, λέει ο Βενιέρ μεμψίμοιρα, «να αποφύγουν τον εχθρό» (per schivare il nimico). Στις 5 Οκτωβρίου ο στόλος έπλευσε προς νότο μεταξύ Κεφαλονιάς και Ιθάκης τα δώδεκα μίλια μέχρι τον κόλπο τής Σάμης (Βαλ ντ’ Αλεσσάντρια). Εκείνο το βράδυ ο Μπαρμπαρίγκο είπε στον Βενιέρ, σύμφωνα με τον τελευταίο, «ότι [οι σύμμαχοί τους] λένε ότι δεν θέλουμε να πολεμήσουμε, αλλά προσποιούμαστε ότι θέλουμε».

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο 6 Οκτωβρίου, στις 7 ή 8 μ.μ. (a due o tre hore), ο Βενιέρ μάς λέει ότι η αρμάδα απέπλευσε από τον κόλπο τής Σάμης (Βαλ ντ’ Αλεσσάντρια) προς τις Κουρτσολάρι, τις αρχαίες Εχινάδες, το μικρό σύμπλεγμα νησιών τού Ιονίου Πελάγους στις εκβολές τού Αχελώου. Τα χαράματα τής Κυριακής, στις 7 τού μηνός, εντοπίστηκαν μερικά ένοπλα σκάφη και «καθώς η μέρα γινόταν πιο καθαρή, φαινόταν το σύνολο τής τουρκικής αρμάδας» (fatto più chiaro, si vide tutta l’ armata Turchesca). Αν μπορούμε να πιστεύουμε τον Βενιέρ, «ο Δον Ζουάν ήρθε τώρα στην πρύμνη τής γαλέρας μου και είπε: ‘Αυτό σημαίνει ότι πολεμάμε;’ Απάντησα: ‘Πρέπει. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε λιγότερο!’» Τότε ο Δον Ζουάν έπλευσε ανάμεσα στον χριστιανικό στόλο για να ενθαρρύνει τούς άνδρες πάνω στα πλοία. Όπως είχε ήδη σχεδιαστεί, οι έξι μεγάλες γαλεάσες τοποθετήθηκαν ανά δύο μπροστά από καθένα από τα τρία κύρια τμήματα τού συμμαχικού στόλου. Προς ενόχληση τού Βενιέρ οι γαλέρες των κυρίων τμημάτων δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους σε εντελώς ευθεία γραμμή (ben in fila), αλλά, όπως συνειδητοποιούσαν πολύ καλά χιλιάδες στρατιώτες, ναυτικοί και σκλάβοι, η αναπόφευκτη ώρα είχε επιτέλους έρθει.34

Οι χριστιανικές γαλέρες βρίσκονταν λίγο βόρεια από το μικρό νησί τής Οξυάς, ακριβώς νότια των εκβολών τού Αχελώου, όταν φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά σκάφη την ομιχλώδη αυγή στις 7 Οκτωβρίου 1571. Ο Μουεζινζάντε Αλή, ο Τούρκος καπουδάν πασάς ή ναυτικός γενικός διοικητής, είχε βγει από την ασφάλεια τού Κορινθιακού Κόλπου [η είσοδος στον οποίο προστατευόταν από τα δίδυμα φρούρια τής «Ρούμελης» (Αντίρριο) και τού «Μοριά» (Ρίο)] στον ανοιχτό στίβο τού Πατραϊκού κόλπου, όπου θα δινόταν τώρα η μάχη. Αν και ο Αλή πασάς είχε προσθέσει άνδρες, πυρομαχικά και όπλα στην αρμάδα του στον Κορινθιακό κόλπο, που ονομάζεται επίσης και κόλπος τής Ναυπάκτου, η μεγάλη εκδρομή στον Χάνδακα και στην Αδριατική είχε εξασθενήσει τη δύναμή του. Κινούμενες προς νότο μεταξύ Οξυάς και ακρωτηρίου Σκρόφα στην ηπειρωτική χώρα, οι χριστιανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην τουρκική αρμάδα, τής οποίας οι διοικητές ήσαν έτοιμοι να τις αντιμετωπίσουν. Μέχρι τώρα οι χριστιανοί είχαν αντιμετωπίσει ήπιο αλλά αντίθετο ανατολικό άνεμο. Τώρα όμως, «με έργο Κυρίου» (per l’ opera del Signor Dio), ο άνεμος στρεφόταν σε δυτικό, βοηθώντας τούς Ενετούς κωπηλάτες, πολλοί από τούς οποίους θα έπαιρναν τα όπλα, όταν θα πλησίαζαν τον εχθρό. Ο Δον Ζουάν ζήτησε να αφαιρεθούν τα «σπηρούνια» (espolones) από τις πλώρες των χριστιανικών γαλερών, για να έχουν τα πυροβόλα στα πρόστεγα ευρύτερο και χαμηλότερο βεληνεκές πυρός.

Ο κουρσάρος Καρακόζα λέγεται ότι είχε αποτολμήσει αρκετά κοντά στη χριστιανική αρμάδα στην Κεφαλονιά τη νύχτα τής 5ης Οκτωβρίου, για να μετρήσει τις γαλέρες, τις οποίες υπολόγιζε σε όχι περισσότερες από 164, όπου ο λογαριασμός του είχε πέσει έξω περισσότερες από 40 γαλέρες.35 Σύμφωνα με τον Τζιανπιέτρο Κονταρίνι, όταν η χριστιανική αρμάδα έφυγε από την Ηγουμενίτσα την Τετάρτη 3 Οκτωβρίου, ο Δον Ζουάν είχε πράγματι 208 γαλέρες προφανώς έτοιμες για δράση, οκτώ στην εμπροσθοφυλακή (antiguarda), 53 στην αριστερή πτέρυγα (como sinistra), 61 στην κεντρική μοίρα (battaglia), 50 στη δεξιά πτέρυγα και 30 στην οπισθοφυλακή ή εφεδρεία (retroguarda), συν τις έξι γαλεάσες, δύο από τις οποίες θα τις ρυμουλκούσαν στην πρώτη γραμμή καθενός από τα τρία κύρια τμήματα τού στόλου, πριν αντιμετωπίσει αυτός τούς Τούρκους. Οι περιγραφές συγχρόνων για τη ναυμαχία βρίσκονται στο σύνολό τους σε σχεδόν εκπληκτική συμφωνία ως προς το μέγεθος τής αρμάδας.36 Όσο για τούς Τούρκους, οι γαλέρες τους και άλλα σκάφη ήσαν πιο πολλά αν και λιγότερο μεγάλα. Ο Κονταρίνι βάζει 55 σκάφη (που ήταν ως επί το πλείστον γαλέρες) στη δεξιά πτέρυγα των Τούρκων, 96 σκάφη (επίσης ως επί το πλείστον γαλέρες) στην κεντρική μοίρα (battaglia) των Τούρκων, 94 γαλέρες και γαλιότες στην αριστερή πτέρυγά τους και 30 κανονιοφόρους (σε μεγάλο βαθμό φούστες) στην εφεδρεία (soccorso) ή οπισθοφυλακή τους, συνολικά δηλαδή 275 σκάφη.37 Δεν είχαν γαλεάσες.

Σύμφωνα με τον Κονταρίνι, αν και ο κουρσάρος Καρακόζα είχε σταλεί σε αποστολή ανίχνευσης για να κάνει αναγνώριση τής χριστιανικής αρμάδας, στην πραγματικότητα δεν το είχε κάνει, αλλά είχε αναφέρει ψευδώς ότι η αρμάδα δεν ήταν μάλιστα «τίποτε περισσότερο από εκατόν πενήντα γαλέρες και χωρίς πλοία μεταφοράς». Ό,τι κι αν βρισκόταν πίσω από την αναφορά τού Καρακόζα, γεγονός ήταν ότι η εκτίμηση τού Ζιλ ντε Αντράντε για την αρμάδα τού σουλτάνου είχε επίσης πέσει έξω. Ο Κονταρίνι μάς λέει ότι αν και ο Αλή πασάς είχε αποφασίσει να πολεμήσει, συγκάλεσε συμβούλιο των πασάδων, στο οποίο ο Πέρταου πασάς εξέφρασε την αντίθεσή του στην εμπλοκή με την αρμάδα τού Δον Ζουάν. Έχοντας εκφραστεί αντίθετες απόψεις, ο Χασσάν πασάς, γιος τού διάσημου Μπαρμπαρόσσα, πήρε τον λόγο για να υποστηρίξει τον Αλή. Οι χριστιανοί, έλεγε, δεν είχαν αγάπη ο ένας για τον άλλο. Δεν ήξεραν από υπακοή, που αποτελούσε τα ίδια τα νεύρα ενός στρατού. Προέρχονταν από διαφορετικά έθνη και είχαν διαφορετικά θρησκευτικά τελετουργικά. Η διχόνοιά τους —έτσι αναφέρει ο Κονταρίνι την ομιλία τού Χασάν— θα ήταν η καταστροφή τους. Οι Τούρκοι όμως υπάκουαν σε ένα κύριο, τον σουλτάνο, «που πάντοτε ήταν και πάντοτε θα είναι νικηφόρος». Η ενότητα και η αγάπη του ενός για τον άλλο θα τούς έφερνε την επιτυχία. Οι χριστιανοί είχαν μόνο 150 γαλέρες, όπως είχε δείξει ο Καρακόζα, αλλά οι Τούρκοι είχαν 280 «τέλεια σκάφη» (perfetti vasselli), που συμπεριλάμβαναν 200 γαλέρες, 50 ένοπλες γαλιότες και 20 φούστες. Πιο κάτω στην περιγραφή του ο Κονταρίνι αποδίδει στους Τούρκους τον ίδιο αριθμό σε γαλέρες, γαλιότες και φούστες και (προφανώς διορθώνοντας τις σημειώσεις του) δίνει το πιο σωστό σύνολο 270 ενόπλων σκαφών.38

Όπως έγραφε κάποιος Φρανσίσκο ντε Μουρίγιο στον γραμματέα τού Φιλίππου Β’, τον Αντόνιο Πέρεζ, στις 9 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά τη ναυμαχία,

ο αριθμός των τουρκικών γαλερών, στον βαθμό που είχα τη δυνατότητα να τον υπολογίσω, ήταν διακόσιες εξήντα, μάλλον περισσότερες παρά λιγότερες, στις οποίες είχαν βάλει όλους τούς στρατιώτες που είχαν μπορέσει να συγκεντρώσουν από όλη την Ελλάδα, τούς καλύτερους και πιο γενναίους, πεζικό και ιππικό, για να μάς καταδιώξουν και να μάς συλλάβουν, γιατί τέτοια ήταν η εντολή που τούς είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη.39

Στην πραγματικότητα Τούρκοι και χριστιανοί αναζητούσαν ο ένας τον άλλο.

Καθώς η χριστιανική αρμάδα κατέβαινε από τις νότιες Εχινάδες, σταδιακά απλώθηκε σε εκτεταμένη και κάπως ακανόνιστη γραμμή, που εκτεινόταν από βορρά προς νότο. Θα μπορούσε κανείς να περιμένει, ότι οι πενήντα περίπου γαλέρες υπό τον Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο (που θα αποτελούσαν την αριστερή ή βόρεια πτέρυγα) θα ήσαν οι πρώτες που θα έπλεαν γύρω από το ακρωτήριο Σκρόφα, για να αντιμετωπίσουν τη δεξιά (βόρεια) πτέρυγα τού τουρκικού στόλου, που εξορμούσε από τον κόλπο τής Ναυπάκτου προς εκείνον τής Πάτρας. Με τον τρόπο αυτό ο Μπαρμπαρίγκο θα μπορούσε να προστατεύσει την αριστερή πλευρά τής κεντρικής μοίρας (battaglia), καθώς η τελευταία κινιόταν νότια, για να πάρει τη θέση της στο κέντρο τής αρμάδας. Όπως όμως καθιστά σαφές ο Κονταρίνι, η μοίρα τού Μπαρμπαρίγκο ήταν η τελευταία που ήρθε σε θέα των Τούρκων.

Μάλιστα η κεντρική μοίρα (battaglia) υπό τούς Δον Ζουάν, Κολόννα και Βενιέρ ήταν η πρώτη που μετακινήθηκε προς τη θέση της, πηγαίνοντας νότια για να διαμορφώσει την κεντρική γραμμή εξήντα περίπου γαλερών και να αντιμετωπίσει το κύριο τμήμα των Τούρκων. Στη συνέχεια εμφανίστηκε η δεξιά πτέρυγα υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια, πηγαίνοντας ακόμη πιο νότια για να αντιμετωπίσει την αριστερή πτέρυγα τού τουρκικού στόλου. Μπροστά από καθένα από τα τρία κύρια τμήματα των χριστιανικών δυνάμεων δύο γαλεάσες με ανοιχτά πανιά ρυμουλκούνταν στο προσκήνιο, για να χρησιμοποιήσουν τα βαριά κανόνια τους εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι (όπως είδαμε) δεν είχαν τέτοιες γαλεάσες για να διαμορφώσουν την πρώτη γραμμή τής ναυμαχίας. Πίσω και από τις δύο αρμάδες καιροφυλακτούσε οπισθοφυλακή ή εφεδρεία από τριάντα περίπου γαλέρες (ή μάλλον φούστες στην περίπτωση των Τούρκων), που θα παρέμεναν σε προσωρινή αδράνεια, για να ενισχύσουν ή να αντικαταστήσουν αδύναμους ή κατεστραμμένους κρίκους στις ναυτικές αλυσίδες που βρίσκονταν μπροστά τους.40

Καθώς η ναυμαχία τής Ναυπάκτου είναι το «τερματικό σημείο» (terminus ad quem) αυτών των τόμων, κρίνεται σκόπιμο να ειπωθούν περισσότερα από λίγα λόγια γι’ αυτήν. Η ναυμαχία έχει περιγραφεί πολλές φορές από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα.41 Για λόγους σαφήνειας θα διατρέξουμε τον κίνδυνο επανάληψης. Πρώτα απ’ όλα αξίζει να προσδιορίσουμε τούς κύριους πρωταγωνιστές και να τούς τοποθετήσουμε στη σκηνή τού Μεγάλου δράματος, που αφύπνισε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Παρά το γεγονός ότι ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο ήταν ο τελευταίος που εμφανίστηκε πίσω από το ακρωτήριο Σκρόφα, όπως μόλις σημειώσαμε, θα ασχοληθούμε πρώτα με αυτόν. Παραμένοντας κοντά στην ενδοχώρα, η γαλέρα του πήρε τη θέση της στο βόρειο άκρο τής χριστιανικής γραμμής. Ο Αντόνιο ντα Κανάλε ήρθε δίπλα του και ο Μάρκο Κουρίνι έφερε τη γαλέρα του στο νότιο άκρο τής μοίρας τού Μπαρμπαρίγκο, δηλαδή στην αριστερή πτέρυγα. Τις δύο γαλεάσες που τοποθετήθηκαν μπροστά από αυτούς διοικούσαν ο Αμπρότζιο Μπράγκαντιν και ο συγγενής τού Αντόνιο Μπράγκαντιν. Θα έβαλλαν με τα βαριά κανόνια τους κατά τής τουρκικής δεξιάς πτέρυγας, τής οποίας επικεφαλής ήταν ο Μεχμέτ Σιρόκο, ο κυβερνήτης τής Αλεξάνδρειας, τού οποίου η γαλέρα αντίκρυζε εκείνη τού Μπαρμπαρίγκο και ο Μεχμέτ μπέης, ο σαντζακμπέης τού Νεγκροπόντε, τού οποίου η γαλέρα αντίκρυζε εκείνη τού Μάρκο Κουρίνι.

Στο μεταξύ, νότια τής μοίρας τού Μπαρμπαρίγκο, οι εξηνταμία γαλέρες τής κεντρικής μοίρας (battaglia) τού Δον Ζουάν είχαν ήδη καταπλεύσει στη θέση τους, όντας οι πρώτες που είχαν έρθει σε θέα των Τούρκων. Στο κέντρο τής γραμμής η γαλέρα τού Δον Ζουάν, «η Βασιλική» (la Reale), καταλάμβανε την τριακοστή πρώτη θέση στην κεντρική μοίρα (battaglia) μετρώντας από βορρά προς νότο. Η γαλέρα τού Βενιέρ ήταν η τριακοστή, στα αριστερά τού αρχιστράτηγου. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έπλεε στα δεξιά τού Δον Ζουάν και ο Λούις ντε Ρεκέσενς, ο μεγάλος διοικητής τής Καστίλλης, ερχόταν από κοντά από πίσω. Αντίκρυζαν τον Μουεζινζάντε Αλή, τον ναύαρχο ή καπουδάν πασά και τον Πέρταου (Περτέβ) πασά, διοικητή των στρατιωτών, στην κεντρική μοίρα τής τουρκικής αρμάδας. Οι δύο γαλεάσες, κινούμενες αργά μπροστά από τη χριστιανική κεντρική μοίρα (battaglia), βρίσκονταν υπό τις οδηγίες τού Τζάκομο Γκόρο και τού Φραντσέσκο Ντουόντο, ο οποίος ήταν διοικητής στις γαλεάσες.42

Τη χριστιανική δεξιά πτέρυγα υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια θα κάλυπταν τα κανόνια στις δύο γαλεάσες με κυβερνήτες τούς Αντρέα ντα Πέζαρο και Πιέτρο Πιζάνι. Όμως οι Πέζαρο και Πιζάνι έπρεπε να διανύσουν τη μεγαλύτερη απόσταση, από την περιοχή τής Οξυάς στο νοτιοανατολικό άκρο τής χριστιανικής γραμμής, και ίσως έτσι έφταναν στη θέση τους πολύ αργά για να ρίξουν μεγάλο μέρος των βολών των κανονιών τους στην αριστερή πτέρυγα των Τούρκων υπό τον Ουλούτζ Αλή, ο οποίος αξιοποίησε όσο καλύτερα μπορούσε την πιο ευνοϊκή θέση των Τούρκων.43

Σε μικρή, γρήγορη φρεγάτα ο Δον Ζουάν, συνοδευόμενος από τον γραμματέα του Χουάν ντε Σότο και από τον Λούις ντε Καρντόνα, έπλεε γρήγορα (όπως έχουμε ήδη μάθει από τον Βενιέρ), αντίστροφα με τη μακρά σειρά των χριστιανικών γαλερών, σε επίδειξη αυτοπεποίθησης και προκαλώντας εγκάρδια ανταπόκριση από τις χιλιάδες των ανδρών πάνω στα πλοία.44 Καθώς επέστρεφε στη ναυαρχίδα του, υψώθηκαν τα λάβαρα προσδιορίζοντας τις γαλέρες. Πάνω στη ναυαρχίδα τού Δον Ζουάν, τη Ρεάλε τής Καθολικής του Μεγαλειότητας, ξεδιπλώθηκε το λάβαρο τής Ιεράς Συμμαχίας, με τεράστιο κέντημα τής σταύρωσης και τα οικόσημα των τριών συμμάχων: τής Αγίας Έδρας, τής Ισπανίας και τής Βενετίας. Για να αποφεύγεται ο σωβινισμός και σε προσπάθεια να παραμένει η αρμάδα ενωμένη, μια παπική, τρεις γενουάτικες και οκτώ ναπολιτάνικες γαλέρες είχαν τοποθετηθεί στην ενετική αριστερή πτέρυγα. Στην κυριαρχούμενη από τούς Ισπανούς κεντρική μοίρα (battaglia) περίπου τριάντα γαλέρες ενετικές, παπικές και από τον Χάνδακα παρεμβάλλονταν μεταξύ εκείνων τής Ισπανίας, τής Γένουας, τής Νάπολης και τής Σαβοΐας, ενώ στη δεξιά πτέρυγα τού Ντόρια πολλές γαλέρες από τη Βενετία, τον Χάνδακα και την Κέρκυρα, καθώς και παπικές γαλέρες, έπλεαν ανάμεσα σε εκείνες τής Γένουας, τής Νάπολης, τής Σικελίας και τής Σαβοΐας. Η οπισθοφυλακή ή «εφεδρεία» (soccorso) υπό τον Αλβάρο ντε Μπαζάν απαρτιζόταν σε μεγάλο βαθμό από ενετικές και ναπολιτάνικες γαλέρες, με τρεις παπικές, δύο ισπανικές και μερικές άλλες γαλέρες.

Ο Αλή πασάς λέγεται, ότι είχε ανεβάσει στα πλοία στο Λεπάντο (Ναύπακτο) 10.000 γενίτσαρους, 2.000 σπαχήδες και 2.000 «τυχοδιώκτες», τούς οποίους ο Μεχμέτ μπέης τού Νεγκροπόντε είχε μαζέψει γι’ αυτόν.45 Οι Τούρκοι, προσβλέποντας σε σίγουρη νίκη και κατάληψη τού χριστιανικού στόλου, είχαν περάσει τη νύχτα τού Σαββάτου 6 Οκτωβρίου σε «γλέντι και γιορτή».46 Ο Κονταρίνι μάς διαβεβαιώνει, ότι ο Δον Ζουάν, ο Κολόννα και ο Βενιέρ, μαζί με όλους τούς διοικητές, τούς τυχοδιώκτες, τούς στρατιώτες και τούς ναύτες, ήσαν σίγουροι για τη νίκη και ενωμένοι στη βούλησή τους να πολεμήσουν. Όμως οι πασάδες, οι καπετάνιοι, οι κουρσάροι και όλοι οι στρατιώτες τους είχαν έρθει με την προσδοκία και τη βεβαιότητα, ότι οι χριστιανοί θα προσπαθούσαν να τραπούν σε φυγή. Οι Τούρκοι είχαν πειστεί από τη δική τους αγριότητα και από τις προηγούμενες κακοτυχίες των χριστιανών. Προσβλέποντας σε ανταμοιβές από τον Μεγάλο Άρχοντα (Gran Signore), πίστευαν ότι στο μεταξύ μπορούσαν να αποκτήσουν πλούσια λεία. Παρ’ όλα αυτά, κάθε μισή ώρα που περνούσε οι Τούρκοι μπορούσαν να βλέπουν τη χριστιανική αρμάδα να αυξάνεται σε μέγεθος, καθώς η κεντρική μοίρα (battaglia), η δεξιά πτέρυγα και η οπισθοφυλακή κύκλωναν το ακρωτήριο Σκρόφα, «μη μπορώντας καν να δουν την αριστερή πτέρυγα, που κρυβόταν από την κάλυψη τού εδάφους» (non essendo ancor da loro veduto il corno sinistro per esser nascosto in coperta del terreno). Υποθέτοντας, ότι αυτός ήταν ολόκληρος ο στόλος, γιατί ο αριθμός των γαλερών που έβλεπαν αντιστοιχούσε με την εκτίμηση τού Καρακόζα, οι Τούρκοι ήσαν ακόμη απτόητοι, «αλλά όταν σιγά-σιγά είδαν επίσης ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα και διέκριναν τις γαλεάσες να ωθούνται τόσο ζωηρά με κουπιά, πράγμα το οποίο δεν είχαν ποτέ φανταστεί δυνατό, άρχισαν ακόμη και να φοβούνται.47

Οι αντιτασσόμενες αρμάδες ίσιωναν τις γραμμές τους. Έπρεπε να διατηρείται κατά το δυνατόν τάξη, γιατί η αταξία θα έφερνε την ήττα. Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε το πώς τα κατάφερνε η ηγεσία του. Καθώς οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για τη σύγκρουση, οι χριστιανοί καθάριζαν το καταστρώματα και συγκέντρωναν όπλα στους διαδρόμους «και εξοπλίζονταν όλοι με τα κατάλληλα όπλα» (et tutti con l’ armi pertinenti a loro si armarono), αρκεβούζια, δορυπελέκεις, ρόπαλα δεμένα με σίδερο, δόρατα και σπαθιά. Πυροβολητές στέκονταν δίπλα στα κανόνια και τα κανονάκια (φαλκονέτα). Τοξότες ήσαν έτοιμοι με τις βαλλίστρες τους. Πύρινες μπάλες (fuochi artificiati) είχαν ετοιμαστεί για ανάφλεξη, όταν θα ερχόταν η ώρα. Εμπόδια απλώνονταν στη δεξιά και την αριστερή πλευρά κάθε γαλέρας, για να παρεμποδίζουν το ανέβασμα των Τούρκων σε αυτές. Υπήρχαν διακόσιοι στρατιώτες (huomini da spada) πάνω σε κάθε γαλέρα και τριακόσιοι ή ακόμη και τετρακόσιοι πάνω στις ναυαρχίδες (capitane, fanò) «ανάλογα με τον βαθμό». Αφαιρούνταν τα σιδερένια δεσμά από τούς χριστιανούς κατάδικους που είχαν καταδικαστεί να υπηρετούν στα κουπιά, με τη διαβεβαίωση ότι η νίκη θα τούς έφερνε την ελευθερία.

Προχωρώντας σιγά-σιγά για να διατηρούν τη διάταξη των τακτικών τους μονάδων, οι δύο αρμάδες πλησίαζαν η μια την άλλη, όπως μάς λέει ο Κονταρίνι, «προχωρώντας σιγά-σιγά για να συναντηθούν» (pian piano venivano ad incontrarsi). Ως συνήθως πάνω στις χριστιανικές γαλέρες τοποθετήθηκαν κατά μήκος των διαδρόμων από το κατάστρωμα τής πρύμνης μέχρι την πλώρη, ψωμί, κρασί, τυρί και άλλα τρόφιμα. Με τον ερχομό των Τούρκων μπορούσε κανείς να σκοτωθεί, αλλά δεν θα πεινούσε. Τρομπέτες, τύμπανα, «και κάθε άλλο είδος οργάνου» ξεσήκωναν το χριστιανικό στράτευμα. Μια κραυγή αντηχούσε σε ολόκληρο τον στόλο. Γινόταν επίκληση στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ιερείς, ακόμη και κυβερνήτες γαλερών, κουβαλούσαν σταυρούς από την πλώρη στην πρύμνη, προτρέποντας τούς στρατιώτες και τούς ναύτες να σκέφτονται τον Χριστό, ο οποίος είχε τώρα κατέβει από τον ουρανό «προσωπικά για να πολεμήσει εναντίον των εχθρών τού ιερότατου ονόματός του και φλεγόμενοι και παρακινούμενοι από αυτές τις παραινέσεις γίνονταν όλοι ένα σώμα, μια θέληση, μια επιθυμία, χωρίς προσοχή ή σκέψη για τον θάνατο». Σε μια στιγμή εξαφανίζονταν όλα τα μίση, όλες οι έχθρες και εκείνοι που βρίσκονταν σε εχθρική αντίθεση για χρόνια, τώρα αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο με δάκρυα.48

Οι χριστιανοί κωπηλάτες τραβούσαν κουπί στον ρυθμό τυμπάνων, ταμπούρλων «και κάθε άλλου είδους οργάνων» (et ogni altra sorte d’ instrumenti) και οι γαλέρες προχωρούσαν η μια δίπλα στην άλλη, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να εμποδίζουν τα κουπιά. Η επιβλητική διάταξη σχημάτιζε ημισέληνο. Ο άνεμος είχε στραφεί ελαφρά σε δυτικός, σαν από θεϊκή παρέμβαση, για να ωθήσει τη χριστιανική αρμάδα πιο βίαια εναντίον τού εχθρού. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Καθώς προχωρούσε η μέρα, ο ήλιος κινιόταν επίσης προς τα δυτικά, αστράφτοντας στα μάτια των Τούρκων. Όταν ρίχτηκε η πρώτη βολή κανονιού από την ναυαρχίδα τού Αλή πασά, ο καπνός γύρισε πίσω στα πρόσωπα των Τούρκων. Οι τουρκικές πτέρυγες υπό τον Μεχμέτ Σιρόκο στη βόρεια και τον Ουλούτζ Αλή στη νότια άνοιξαν επίσης πυρ, «πράγμα που θεωρήθηκε ως σήμα για επίθεση, όπως ήταν, επιταχύνοντας το χτύπημα των κουπιών με τη ζωηρότητα τού πνεύματός τους και τη φοβερότητα των κραυγών τους».

Καθώς οι δύο αρμάδες πλησίαζαν η μία την άλλη για μετωπική σύγκρουση, σύμφωνα με τον Κονταρίνι, οι έξι ενετικές γαλεάσες βρέθηκαν επιτέλους στη θέση τους και τα βαριά κανόνια τους άρχισαν ξαφνικά να εξαπολύουν τη μία ομοβροντία μετά την άλλη πάνω στις τουρκικές γαλέρες, δημιουργώντας χάος και προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές. Οι πασάδες πρέπει να καταριούνταν τον Καρακόζα, ο οποίος τούς είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα αντιμετώπιζαν τέτοια πυρά. Για να φτάσουν στη χριστιανική αρμάδα, οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν ανάμεσα ή να κινηθούν γύρω από τις γαλεάσες, που έβαλλαν συνεχώς «τόσο βαριά καταιγίδα πανίσχυρων κανονιών» (tanto folta tempesta di grossissime canonate). Μια αύξηση τής έντασης τού δυτικού ανέμου παρεμπόδιζε την προέλασή τους, ενώ τούς τύφλωνε ο παχύς καπνός από τα πυρά των κανονιών, «πράγμα που ήταν ο λόγος για τον οποίο οι γενναίοι πυροβολητές πάνω στις γαλεάσες είχαν τον χρόνο να σκορπίσουν το ένα τρίτο τής [Τουρκικής] αρμάδας με αμέτρητο αριθμό νεκρών και τραυματιών».

Οι Τούρκοι είχαν ριχτεί σε απόλυτη σύγχυση, η αρμάδα τους σε απελπιστική αταξία, σε σκηνή από κατακερματισμένα κατάρτια και ακροκέραια, βυθιζόμενες και καιγόμενες γαλέρες

και ήδη η θάλασσα είχε σκεπαστεί πλήρως από άνδρες, κατάρτια, όπλα, κουπιά, κάδους, βαρέλια και διάφορα είδη εξοπλισμού, απίστευτο πράγμα που έξι μόνο γαλεάσες είχαν προκαλέσει τόσο μεγάλη καταστροφή, γιατί δεν είχαν [μέχρι τότε] δοκιμαστεί στην πρώτη γραμμή μιας ναυμαχίας.

Τα κανόνια πάνω στις γαλεάσες δεν σιγούσαν ούτε στιγμή, καθώς τα μεγάλη σκάφη στρέφονταν προς αυτή την κατεύθυνση ή την άλλη, βάλλοντας πάνω από την πλώρη, από την δεξιά και την αριστερή πλευρά και από το πρυμναίο κατάστρωμα, περικυκλώνοντας τον εχθρό με «τόσο τρομερή και διαρκή καταιγίδα» (tanta horribile et perpetua tempesta). Για να ξεφύγει από τα πυρά ο Μεχμέτ Σιρόκο, «ο οποίος διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα τού εχθρού, επιθυμώντας να σωθεί αποσύρθηκε από την κεντρική μοίρα (battaglia) και από την υπόλοιπη αρμάδα και κατευθύνθηκε προς την ακτή, για να αντιμετωπίσει τη χριστιανική αριστερή πτέρυγα υπό τον Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο…».

Ο Μεχμέτ Σιρόκο είχε επίσης στο μυαλό του την πιθανότητα να υπερφαλαγγίσει τις γαλέρες τού Μπαρμπαρίγκο και να τις χτυπήσει με τα κανόνια του σε ομοβροντία και από πίσω, αλλά, ο Κονταρίνι δηλώνει, η δύναμη τού Μπαρμπαρίγκο στράφηκε προς την ακτή σε τέλεια διάταξη και απέκλεισε το πέρασμα τού Μεχμέτ τόσο απόλυτα, «που ούτε γαλέρα, ούτε καν μικρό σκάφος δεν θα μπορούσε να περάσει ανάμεσα». Ο Μεχμέτ όμως ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει κατά μήκος τής ακτής. Η μάχη ήταν σκληρή και όταν ο Μαρίνο Κονταρίνι, ο ανηψιός τού Μπαρμπαρίγκο, είδε ότι όλο το βάρος των γαλερών τού Μεχμέτ επιτίθετο στον θείο του, έσπευσε να τον βοηθήσει και ίσως ήταν αυτός που έσωσε τη μάχη. Παρά το γεγονός ότι ο Μεχμέτ έβλεπε τα κατάρτια των γαλερών του σπασμένα, τα πρυμναία καταστρώματα θρυμματισμένα και κουπαστές, πάγκους και κουπιά να σκορπίζονται στον αέρα «με τρομακτική θνησιμότητα των δικών του» (con horrenda mortalità de suoi), επέμενε, αλλά οι άνδρες του υποχώρησαν, κατευθυνόμενοι στην ακτή, πολλοί από αυτούς προσπαθώντας να κολυμπήσουν προς την ασφάλεια.

Ήταν τρόπος τού Τούρκου, λέει ο Κονταρίνι, να εξαπολύει άγρια επίθεση στην αρχή, αλλά να χάνει το θάρρος του και να τρέπεται σε φυγή μπροστά σε ισχυρό και ανδρείο εχθρό. Οι χριστιανοί ανέβαιναν στις γαλέρες τού εχθρού, κόβοντας τούς Τούρκους σε κομμάτια και ελευθερώνοντας τούς ομοθρήσκους τους, που ήσαν αλυσοδεμένοι στα κουπιά. Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Κονταρίνι, οι χριστιανοί κατέλαβαν κάθε γαλέρα που επέπλεε ακόμη στην τουρκική δεξιά πτέρυγα και δεν λυπήθηκαν τη ζωή κανενός απίστου. Ήταν όμως προσωρινή νίκη, γιατί ο Μεχμέτ Σιρόκο είχε διασπάσει τη χριστιανική γραμμή και είχε εκθέσει την αριστερή πλευρά τής κεντρικής μοίρας (battaglia) τού Δον Ζουάν. Στη χριστιανική αριστερή πτέρυγα, εκτός από τις ανώνυμες εκατοντάδες που πολέμησαν και έχασαν τη ζωή τους στη συμπλοκή, σκοτώθηκαν οι Μαρίνο Κονταρίνι, Βιντσέντσο Κουρίνι και Αντρέα Μπαρμπαρίγκο. Οι Ενετοί πλήρωναν βαρύ τίμημα. Ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο πληγώθηκε θανάσιμα από βέλος στο δεξί μάτι (d’ una frecciata nell’ occhio destro). Έχασε τη δυνατότητα ομιλίας και πέθανε στις 9 Οκτωβρίου, σοβαρή απώλεια για τη Βενετία.49

Στο νότιο άκρο τού θαλάσσιου πεδίου μάχης ο Ουλούτζ Αλή, ο οποίος πρέπει να είχε τρομάξει από το μέγεθος τής χριστιανικής αρμάδας, σταματούσε την τουρκική αριστερή πτέρυγα από άμεση επίθεση εναντίον τής χριστιανικής δεξιάς πτέρυγας υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια. Ο Ουλούτζ Αλή, Καλαβρέζος εξωμότης, ήταν ίσως ο πιο τρομερός ναυτικός τής εποχής του. Ο Ντόρια, εμπειρότατος ναυτικός, δεν ήταν αδικαιολόγητος στον φόβο του να αντιτάξει τις πενήντα γαλέρες του στις ενενήντα τού Ουλούτζ Αλή. Στη δύσμοιρη εκστρατεία τού 1570 ο Ντόρια είχε επιμείνει να είναι στην δεξιά πτέρυγα, η οποία (πλέοντας προς τα ανατολικά) ήταν συνήθως προς τη θάλασσα και διευκόλυνε τη διαφυγή. Ίσως λοιπόν δεν είναι άξιο απορίας, ότι ο Ουλούτζ Αλή βρισκόταν επίσης στην προς την θάλασσα πτέρυγα, καθώς η τουρκική αρμάδα ξεπρόβαλλε από τον κόλπο τής Ναυπάκτου. Είτε φοβούμενος ότι θα υπερφαλαγγιστεί ή για άλλο λόγο, ο Ντόρια ανοίχτηκε ένα περίπου μίλι προς νότο, ακολουθούμενος από αριθμό γαλερών. Μαζί με τούς καπετάνιους που ακολουθούσαν δημιούργησε έτσι μια οδοντωτή διάταξη από την υπόλοιπη δεξιά πτέρυγα (seguitato da molte galee si scostò per spacio di uno miglio dal resto del suo corno), ανοίγοντας κενό στο βόρειο άκρο τής μοίρας του και εκθέτοντας σε πιθανή επίθεση το νότιο άκρο τής χριστιανικής κεντρικής μοίρας (battaglia), όπου είχε τοποθετηθεί ο ηγούμενος τής Μεσσίνα με τρεις γαλέρες τής Μάλτας. Παρέμενε να φανεί τι θα έκανε ο Ουλούτζ Αλή.

Στο μεταξύ η συμμαχική κεντρική μοίρα (battaglia) υπό τούς Δον Ζουάν, Κολόννα και Βενιέρ προχωρούσε εναντίον των Αλή πασά, Πέρταου πασά, Καρακόζα και τού κύριου σώματος τού τουρκικού στόλου. Οι χριστιανοί προέλαυναν πίσω από καταιγισμό πυρών κανονιών, τα οποία πυροδοτούσαν με θανατηφόρο αποτέλεσμα οι πυροβολητές πάνω στις γαλεάσες τού Τζάκομο Γκόρο και τού Φραντσέσκο Ντουόντο, που προκαλούσαν τόση αιματοχυσία και δημιουργούσαν τέτοιο τρόμο στους Τούρκους, ώστε εκείνοι δεν μπορούσαν καν να πυροδοτήσουν πολλά από τα δικά τους κανόνια. «Και από αυτά που πυροδότησαν, πολλά δεν έκαναν ζημιά στους χριστιανούς», λέει ο Κονταρίνι,

επειδή οι πλώρες των τουρκικών γαλερών ήσαν τόσο πολύ ψηλότερες από εκείνες των χριστιανών, που ακόμη και όταν χαμήλωναν τα στόμια των κανονιών τους σε σημείο ακριβώς πάνω από τα έμβολα, τα «σπηρούνια» (le bocche abbassate fin su i speroni), ήσαν ακόμη στημένα τόσο ψηλά, που έβαλλαν πάνω από τις σημαίες των χριστιανικών γαλερών.

Ο Δον Ζουάν είχε πάρει καλή συμβουλή να αφαιρέσει τούς κριούς ή «σπηρούνια» (speroni, espolones) από τις πλώρες των συμμαχικών γαλερών.

Παρά το μακελειό οι Τούρκοι προχωρούσαν βαθμιαία, κραυγάζοντας και μουγκρίζοντας, μέσα σε κραυγές νίκης και θύελλα βελών και πυροβολισμών. Η θάλασσα φλεγόταν από τις λάμψεις των πυρών των κανονιών και από τα καιγόμενα σκάφη:

Τρεις γαλέρες ήσαν μπλεγμένες σε ναυμαχία με τέσσερις, τέσσερις με έξι και έξι με μία, τόσο τού εχθρού όσο και των χριστιανών, αγωνιζόμενοι όλοι με τον πιο βάναυσο τρόπο, ο ένας αποφασισμένος να μην αφήσει τον άλλο ζωντανό και τώρα Τούρκοι και χριστιανοί είχαν ανέβει σε πολλές από τις γαλέρες των αντιπάλων τους, αναγκαζόμενοι να πολεμούν με κοντά όπλα σε μάχη σώμα προς σώμα, από την οποία λίγοι έβγαιναν ζωντανοί….

Πάλευαν με σπαθιά, γιαταγάνια, σιδερένια ρόπαλα, μαχαίρια, τόξα, αρκεβούζια και πύρινες μπάλες. Οι νεκροί ρίχνονταν και οι τραυματίες πηδούσαν στη θάλασσα, όπου το έμβιο ενωνόταν με το άψυχο από πνιγμό στο νερό, «το οποίο ήταν ήδη παχύ και κόκκινο από το αίμα».

Η γαλέρα τού Δον Ζουάν έτρεχε παράλληλα με εκείνη τού Αλή πασά και με τις ναυαρχίδες δύο άλλων Τούρκων διοικητών. Στις ναυμαχίες ήταν έθιμο τής εποχής και ζήτημα τιμής για τούς ανώτατους διοικητές να εμπλέκονται σε μεταξύ τους δράση. Ο Αλή είχε πάνω στη γαλέρα του τριακόσιους γενίτσαρους, μερικούς μουσκετοφόρους (arquebusiers) και εκατό βαλλιστές. Στη δική του ναυαρχίδα ο Δον Ζουάν είχε διαθέσιμους τετρακόσιους μουσκετοφόρους από το σύνταγμα τής Σαρδηνίας υπό τις διαταγές τού Δον Λόπε ντε Φιγκουερόα, «καθώς και πολλούς άλλους άρχοντες και κυρίους», οι οποίοι άρχιζαν τώρα να χτυπιούνται με τούς Τούρκους. Ο Κονταρίνι εγκωμιάζει ιδιαιτέρως τον Κολόννα, ο οποίος συμμετείχε επίσης ολόψυχα στον αγώνα, συλλαμβάνοντας μια τουρκική γαλέρα που τού είχε επιτεθεί. Ο Βενιέρ πολεμούσε ως «γενναίος διοικητής» (valoroso capitano) που ήταν στα αριστερά τού Δον Ζουάν, κυνηγώντας τον εχθρό «με μεγάλη καρδιά» (con gran cuore). Οι τρεις χριστιανοί στρατηγοί ενεπλάκησαν σε επικίνδυνη σύγκρουση με επτά τουρκικές γαλέρες. Ο Ρεκέσενς έσπευσε να τούς βοηθήσει, ενώ το ίδιο έκαναν δύο ενετικές γαλέρες, η Λορεντάνα και η Μαλιπιέρα, «με μεγάλη σφαγή τού εχθρού», αλλά οι Τζιοβάννι Λορεντάν και Κατερίνο Μαλιπιέρο έχασαν τη ζωή τους στη σύγκρουση. Τα πληρώματα των Λορεντάνα και Μαλιπιέρα, απτόητα από τούς θανάτους των διοικητών τους, πολλαπλασίασαν τις προσπάθειές τους, «φλεγόμενα πραγματικά για εκδίκηση» (anzi infiammati di vendicarsi) και κατέλαβαν δύο τουρκικές γαλέρες, ενώ οι Βενιέρ και Κολόννα λέγεται ότι είχαν καταλάβει άλλες δύο.50

Τώρα πια η βαριά ναυαρχίδα τού Δον Ζουάν λεγόταν ότι είχε αντέξει στις επιθέσεις πέντε γαλερών τού εχθρού και είχε υποτάξει τρεις από αυτές. Έχοντας αναζητήσει ο ένας τον άλλον, οι δύο στρατιωτικοί διοικητές βρέθηκαν τελικά αντιμέτωποι σε θανατηφόρα μάχη. Οι άνδρες τού Δον Ζουάν ανέβηκαν στη γαλέρα τού Αλή πασά. Τρεις φορές απωθήθηκαν «με μεγάλη θνησιμότητα» (con gran mortalità). Στην τέταρτη όμως προσπάθεια οδήγησαν τούς Τούρκους πίσω στο κεντρικό κατάρτι τής γαλέρας τού πασά (fino al alboro), σκοτώνοντας τον ίδιο τον Αλή. Από όλες τις πλευρές ακούγονταν χριστιανικές κραυγές νίκης και γίνονταν γρήγορα αντιληπτές. Σύντομα οι χριστιανοί «ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αναζήτηση λείας και το δέσιμο [των αιχμαλώτων] παρά για μάχες και σκοτωμούς». Πολλοί σημαντικοί Τούρκοι (molti personaggi nimicia) είχαν σκοτωθεί και πολλοί είχαν αιχμαλωτιστεί σε προσδοκία για προσοδοφόρα λύτρα. Η Υψηλή Πύλη είχε χάσει

μεγάλο αριθμό γενιτσάρων και τεράστια μάζα στρατιωτών. Διέφυγαν μόνο εκείνοι οι οποίοι από την αρχή τής μάχης, έχοντας δει την καταστροφή των [τουρκικών] γαλερών, είχαν καταφύγει σε φρεγάτες και άλλα μικρά σκάφη, όπως έκανε ο Πέρταου, όταν παρατήρησε τον άμεσο κίνδυνο. Κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε στις δεδομένες συνθήκες, ανέβηκε όσο πιο διακριτικά μπορούσε σε καΐκι και βγήκε με ασφάλεια στην ακτή.

Ο Ουλούτζ Αλή είχε επίσης συνειδητοποιήσει, ότι η μάχη είχε χαθεί. Για να εμποδίσει τον πονηρό κουρσάρο να τον υπερφαλαγγίσει, ο Ντόρια συνέχιζε να στρέφεται προς τα νότια με αριθμό γαλερών, διευρύνοντας το κενό στη χριστιανική δεξιά πτέρυγα. Επειδή δεν ήταν από εκείνους που δεν αντιλαμβάνονταν μια καλή ευκαιρία, ο Ουλούτζ Αλή είδε τη δυνατότητα. Καθώς οι χριστιανικές γαλέρες περιφέρονταν στο κενό, ο Ουλούτζ Αλή επιτέθηκε σε αυτές ξαφνικά,

και οι άνδρες μας κράτησαν γενναία και το αντιμετώπισαν με θάρρος, όχι επειδή είχαν εμπιστοσύνη στην ισχνή δύναμή τους, αλλά μάλλον στη σταθερή προσδοκία τους για βοήθεια, την οποία όμως δεν πήραν έγκαιρα, αφού ο Ντόρια βρισκόταν πάρα πολύ μακριά έξω στη θάλασσα με τις γαλέρες του διάσπαρτες….

Βρισκόταν μάλιστα πολύ μακριά έξω στη θάλασσα για να στραφεί απότομα, να υπερφαλαγγίσει τον Ουλούτζ Αλή και να τον πιάσει από πίσω (dietro alle spalle) με τα βαρέα πυρά τής γαλεάσας τού Πιζάνι. Παρά το γεγονός ότι ο Ντόρια προσπάθησε να συσπειρώσει τις δυνάμεις του, ήταν πολύ αργά. Μερικοί από τούς διοικητές των «νικηφόρων γαλερών» τής κεντρικής μοίρας (battaglia), αντιλαμβανόμενοι τη δυσχερή θέση των αβοήθητων γαλερών στη χριστιανική δεξιά πτέρυγα, έκαναν επίσης προσπάθεια να σπεύσουν σε βοήθειά τους, «αλλά άργησε πολύ η βοήθεια» (ma tardo fu il soccorso). Ο Ουλούτζ Αλή με σημαντικό αριθμό από τις γαλέρες του είχε οργώσει μέσα από το κενό, σφάζοντας στον δρόμο του τούς χριστιανούς πάνω στις γαλέρες και ξεφεύγοντας με ευκολία (et con commodità essendo fuggito). Ο Ντόρια και η «ενίσχυση» (soccorso) από την κεντρική μοίρα πρόλαβαν όμως να σώσουν κάποιες χριστιανικές γαλέρες, τις οποίες ο Ουλούτζ Αλή ρυμουλκούσε μακριά, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης τού Πιέτρο Τζουστινιάν, τού ηγούμενου τής Μεσσίνα, αν και οι περισσότεροι από εκείνους πάνω στα πλοία ήσαν «μετά βίας ζωντανοί».51

Η μάχη είχε τελειώσει,

και με απόφαση τού ίδιου τού Θεού περίπου στις 3:30 μ.μ. [a hore XXI in circa] ο εχθρός είχε εντελώς καταστραφεί, υποταγεί και κατακτηθεί, έτσι ώστε χωρίς χτύπημα σπαθιού ό,τι είχε απομείνει από την τουρκική αρμάδα συνελήφθη, με εξαίρεση τις γαλέρες τού Ουλούτζ Αλή, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη θέση του, είχε διαφύγει έξω στη θάλασσα και επειδή τελείωνε η μέρα δεν καταδιώχτηκε, αλλά όλοι οι άλλοι παραδίνονταν σε όποιον κινιόταν πρώτος εναντίον τους.

Η θάλασσα αποτελούσε φοβερό θέαμα, «όλη η θάλασσα ματωμένη» (tutto il mare sanguinoso), με τραυματίες άνδρες και επιπλέοντα πτώματα στα συντρίμμια λέμβων και γαλερών. Κραυγές για βοήθεια ακούγονταν από Χριστιανούς και Τούρκους μαζί, καθώς κολυμπούσαν αρπάζοντας κουπιά και σημαδούρες, θρυμματισμένα κατάρτια και κεραίες. Γράφοντας μήνες μόνο μετά τα σημαντικά και συνταρακτικά γεγονότα που είχε μόλις περιγράψει, ο Τζιανπιέτρο Κονταρίνι είχε αναμφίβολα δίκιο στον ισχυρισμό του, ότι

αυτή ήταν η μεγαλύτερη και πιο γνωστή ναυμαχία που έγινε ποτέ από την εποχή τού Καίσαρα Αυγούστου μέχρι σήμερα και αυτό έχει συμβεί σχεδόν στο ίδιο ακριβώς σημείο που είχε κατακτήσει ο Μάρκος Αντώνιος [το 31 π.Χ.], γιατί βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο Άκτιο, εκεί που είναι τώρα η Πρέβεζα.

Οι χριστιανοί εκλάμβαναν τη νίκη στη Ναύπακτο ως θαύμα. Μέσα σε τέσσερις μόνο ώρες, όπως λέει ο Κονταρίνι, είχαν κοπεί τα φτερά τού Μεγάλου φιδιού τής Ανατολικής Μεσογείου. Η λεία ήταν τεράστια και τα αιχμαλωτισμένα τουρκικά λάβαρα θα διασώζονταν για αιώνες. Ο άνεμος είχε γυρίσει από ανατολικός σε δυτικός, ακριβώς τη στιγμή που ήταν αναγκαία η αλλαγή. Η ναυμαχία είχε δοθεί σε ήρεμη θάλασσα. Τα βαριά κανόνια στις χριστιανικές γαλέρες και ιδιαίτερα στις γαλεάσες δεν μπορούσαν να τα αντιμετωπίσουν οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν πολύ λιγότερο πυροβολικό και ήταν πολύ λιγότερο ειδικευμένοι ως πυροβολητές. Γύρω στις 7 μ.μ. (a hora una di notte) ο καιρός άρχισε να αλλάζει και πάλι, αλλά μόνο όταν η χριστιανική αρμάδα είχε ήδη καταφύγει στο λιμάνι τού Πεταλά και στους ορμίσκους ακριβώς βόρεια τού νησιού τής Οξυάς, μαζί με τούς Τούρκους αιχμαλώτους και τις γαλέρες που είχαν καταληφθεί. Σηκώθηκε βίαιος άνεμος, «που προκάλεσε τρομερή και έντονη τρικυμία» (che fece horrenda et furiosa fortuna di mare). Κάτοικοι τής περιοχής δήλωναν ότι δεν είχαν δει ποτέ τέτοια καταιγίδα. Αν οι δυνατές βροχές είχαν έρθει το μεσημέρι, τα πυροδοτούμενα με φιτίλια χριστιανικά όπλα, αρκεβούζια και μουσκέτα, δεν θα λειτουργούσαν τόσο καλά, όσο τα τουρκικά τόξα και βέλη. Αλλά στην ασφάλεια τού Πεταλά, όπου οι γιατροί των πλοίων αναλάμβαναν την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών, οι χριστιανοί μπορούσαν να συλλογίζονται την καλή τους τύχη.52

Ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ έστειλε χωρίς καθυστέρηση την είδηση τού απίστευτου επιτεύγματός τους στη Βενετία. Χωρίς να συμβουλευτεί τον Δον Ζουάν, πράγμα που ανανέωσε τα μεταξύ τους κακά αισθήματα, ο Βενιέρ έστειλε τον Ονφρέ Τζουστινιάν με γαλέρα «με επιστολές προς τη Γερουσία για την ευτυχισμένη επιτυχία που ήξερε ότι ήταν από τα χέρια τού Θεού» (con lettere al Senato del felice successo ch’ egli conosceva dalla man di Dio).

Ο επιζήσαντες χριστιανοί που πολέμησαν στο Λεπάντο θα μπορούσαν να δοξάζονται στην αιώνια νίκη τους, όπως σημειώνει ο Κονταρίνι προς το τέλος τής Ιστορίας του. Αυτοί όμως που σκοτώθηκαν ήσαν από τούς ευλογημένους, έχοντας ανταλλάξει μέσω τού μαρτυρίου τους λίγες ώρες γήινης ύπαρξης με αιώνια κατοικία παρουσία τού ίδιου τού Θεού. Τούς τυχερούς αυτούς νεκρούς ο Κονταρίνι υπολογίζει σε 7.656, συμπεριλαμβανομένου ενός κυβερνήτη ναυαρχίδας, δηλαδή τού Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, 17 διοικητών γαλερών, οκτώ ευγενών, πέντε ιερέων, έξι κόμητων, πέντε εργοδηγών [patroni από τον Ναύσταθμο], έξι γραφέων, επτά πιλότων, 113 πυροβολητών, 32 ειδικευμένων εργατών, 124 υποπλοιάρχων, 925 ναυτικών, 2.274 σκλάβων σε γαλέρες και 1.333 στρατιωτών, όλων από τον ενετικό στόλο, ενώ 2.000 άνδρες είχαν σκοτωθεί στα πλοία τού στόλου τού Φιλίππου Β’ και 800 στις δώδεκα γαλέρες τού πάπα.

Σύμφωνα με τον Κονταρίνι, οι Τούρκοι έχασαν 29.990 άνδρες «μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν», συμπεριλαμβανομένων 34 κυβερνητών ναυαρχίδων, 120 διοικητών γαλερών, 25.000 γενίτσαρων, σπαχήδων, τυχοδιωκτών και σκλάβων σε γαλέρες, καθώς και 3.846 αιχμαλώτων που πιάστηκαν από τούς χριστιανούς, οι οποίοι κατέλαβαν επίσης 130 σκάφη από τούς Τούρκους, δηλαδή 117 γαλέρες και 13 γαλιότες, μαζί με τα πυρομαχικά και τις προμήθειές τους. Περίπου 80 σκάφη ουσιαστικά καταστράφηκαν ή βυθίστηκαν και ίσως άλλα 40 διέφυγαν από τη λαβή των χριστιανών.

Για τρεις ημέρες μετά τη μάχη αυτοί που βρίσκονταν πάνω στη χριστιανική αρμάδα γιόρταζαν τη σημαντική επιτυχία τους με «γιορτές και χαρές» (feste et allegrezze). Θεωρούσαν ανέφικτο να δώσουν συνέχεια στη νίκη τους ως ενωμένη αρμάδα, γιατί ήσαν περιορισμένοι στο λιμάνι τού Πεταλά και στους γειτονικούς κολπίσκους μέχρι τις 15 Οκτωβρίου λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και τής επιτακτικής ανάγκης για φροντίδα των ασθενών και των τραυματιών. Ο Δον Ζουάν αποφάσισε να επιστρέψει στη Μεσσίνα, εκφράζοντας την ελπίδα ότι ο στόλος θα μπορούσε και πάλι να συγκεντρωθεί το επόμενο έτος για άλλη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Οι τρεις στρατηγοί πήγαν στη συνέχεια στην Κέρκυρα, «παίρνοντας μαζί τους τα κατακτημένα σκάφη και τα λάφυρα τού εχθρού» (conducendo seco i vaselli acquistati et spoglie nemiche), όπου τα λάφυρα τής κατάκτησης διανεμήθηκαν μάλλον λιγότερο φιλικά απ’ όσο υποθέτει ο Κονταρίνι.

Η Αγία Έδρα πήρε 19 γαλέρες και δύο γαλιότες, στην Ισπανία δόθηκαν 58 γαλέρες και έξι γαλιότες, ενώ το ενετικό μερίδιο ήταν 39 γαλέρες και τέσσερις γαλιότες. Το τουρκικό πυροβολικό διανεμήθηκε επίσης ανάμεσα στους νικητές όπως και οι αιχμάλωτοι, με 881 σκλάβους να πηγαίνουν στον πάπα, 1.713 στον βασιλιά τής Ισπανίας και 1.162 στην Ενετική Σινιορία. Και όπως λέει ο Κονταρίνι, ο Ονφρέ Τζουστινιάν έφερε την είδηση στη Βενετία.

Η Πιάτσα Σαν Μάρκο ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε και αναρωτιόταν «μεταξύ φόβου και ελπίδας», αλλά από τον κανονιοβολισμό τού Τζουστινιάν και από το γεγονός ότι έσερνε πίσω του στο νερό τουρκικά λάβαρα, ήταν σαφές ότι έφερνε καλές ειδήσεις. Μέχρι όμως να βγει στη στεριά με την επιστολή τού Βενιέρ και να δώσει τη δική του αναφορά στον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την έκταση τού συμμαχικού θριάμβου, με τόσο μικρή απώλεια χριστιανικής ζωής (con pochissimo danno de Christiani). Ο δόγης υποδέχθηκε τον Τζουστινιάν στο Κολλέγιο και στη συνέχεια κατέβηκαν στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου, συνοδευόμενοι από τον παπικό νούντσιο Τζιαναντόνιο Φακκινέττι, τον πατριάρχη Τζιοβάννι Γκριμάνι, δύο συμβούλους και όλους τούς διαθέσιμους ευγενείς. Η Γερουσία συνεδρίαζε και τα μέλη της έσπευσαν επίσης στην Εκκλησία, καθώς ο κλήρος και η χορωδία άρχιζαν να ψάλλουν το «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus), το οποίο ακολούθησε λειτουργία ευχαριστιών.53

Ο Ονφρέ Τζουστινιάν έφτασε στη Βενετία περίπου στις 11 π.μ. (circa 17 hore) στις 19 Οκτωβρίου, όχι στις 18 όπως αναφέρεται από τον Κονταρίνι. Όταν δημοσιοποιήθηκαν τα νέα εκείνη τη μέρα, ετοιμάστηκε ανακοίνωση (avviso), πιθανώς από εκπροσώπους των Φούγκερ, εξιστορώντας τα πρώτα γνωστά στοιχεία τής χριστιανικής νίκης στο Λεπάντο. Δηλωνόταν ότι η ναυμαχία είχε κρατήσει πέντε ώρες. Το πιο σημαντικό γεγονός ήταν η επιτυχής σύγκρουση τού Δον Ζουάν με τον Αλή πασά, στην οποία λεγόταν ότι είχε συμμετάσχει ο Βενιέρ με πανοπλία (in arme bianche). Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, ο Αλή πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στη γαλέρα τού Δον Ζουάν, ο οποίος τού έκοψε το κεφάλι και το επιδείκνυε πάνω σε φρεγάτα, η οποία γύριζε ανάμεσα στον χριστιανικό στόλο. Ο θάνατος τού Τούρκου αρχιστράτηγου ενέπνευσε στους χριστιανούς τη βεβαιότητα τής νίκης.

Αναφερόταν ότι 180 τουρκικές γαλέρες είχαν καταληφθεί και ρυμουλκηθεί στην Κέρκυρα. Η υπόλοιπη αρμάδα τού σουλτάνου είχε καεί μέχρι τη στάθμη τού νερού ή είχε βυθιστεί. Οι νικητές είχαν σκοτώσει 15.000 Τούρκους, είχαν συλλάβει 7.000 αιχμαλώτους και είχαν απελευθερώσει 20.000 Χριστιανούς σκλάβους. Από τις 40 ναυαρχίδες (fanò) στην τουρκική αρμάδα, 39 είχαν περιέλθει πια στην κατοχή των χριστιανών. Η τεσσαρακοστή ναυαρχίδα ανήκε στον Ουλούτζ Αλή, ο οποίος είχε διαφύγει με πέντε γαλέρες, αλλά λεγόταν ότι καταδιωκόταν. Δέκα χριστιανικές γαλέρες είχαν καταστραφεί. Ναι, ο Μπαρμπαρίγκο είχε σκοτωθεί και φαινόταν ότι είχαν σκοτωθεί επίσης 18 διοικητές γαλερών. Ο Μάρκο Κουρίνι είχε τραυματιστεί. Η λεία ήταν τόσο μεγάλη, που μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι στρατιώτες είχαν ωφεληθεί πολύ.

Υπήρχε η άποψη ότι οι χριστιανοί δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τέτοιο στρατιωτικό θρίαμβο, όπως εκείνο που τούς είχε δώσει ο Θεός στο Λεπάντο. Η πόλη βρισκόταν σε έκσταση. Μόλις ο δόγης έμαθε τα νέα, μπήκε στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου με τη Σινιορία και τούς πρέσβεις των ηγεμόνων. Ψάλθηκε η λειτουργία με το «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus), όπως έχουμε μόλις δει. Όλα τα καταστήματα ήσαν κλειστά. Κανένας δεν δούλευε. Όλοι γιόρταζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό για τον θρίαμβο. Οφειλέτες ελευθερώνονταν από τη φυλακή. Υπήρχε η ελπίδα ότι ο Θεός θα φρόντιζε, ώστε οι χριστιανοί διοικητές να κυνηγήσουν αυτόν τον σκύλο σουλτάνο από τον θρόνο του, επιχειρώντας και μέχρι την Ισταμπούλ για να το κατορθώσουν.54

Ο Τζουστινιάν χρίστηκε ιππότης και έλαβε χρυσή αλυσίδα αξίας 500 σκούδων. Ποιος άραγε είχε φέρει ποτέ τέτοια είδηση στη Βενετία; Στις 19 Οκτωβρίου ο νούντσιος Τζιανναντόνιο Φακκινέττι έγραφε στον καρδινάλιο Τζιρολάμο Ρουστικούτσι, ο οποίος λειτουργούσε τότε ως υπουργός εξωτερικών τού Πίου Ε’, ότι ήθελε να πιστεύει, ότι ο πάπας είχε ήδη ενημερωθεί για τη χριστιανική νίκη μέσω Οτράντο. Αλλά τα νέα ταξίδευαν με αβεβαιότητα στη θάλασσα και έτσι ο Φακκινέττι έστελνε αγγελιοφόρο στη Ρώμη για να ενημερώσει την Αγιότητά του, ότι

πριν από λίγο ο υπέροχος Τζουφφρέ Τζουστινιάν έφτασε με τη γαλέρα του και έχει δηλώσει στο Κολλέγιο παρουσία μου, ότι από τις 200 τουρκικές γαλέρες εκατόν ογδόντα —λέω 180— έχουν καταληφθεί και βρίσκονται τώρα σε χριστιανικά χέρια. Λέει ότι η νίκη ήταν αιματηρή, με θανάτους 20.000 Τούρκων και πάρα πολλούς άλλους αιχμαλώτους. Δεκαπέντε χιλιάδες χριστιανοί σκλάβοι απελευθερώθηκαν. Ο επιστάτης Μπαρμπαρίγκο σκοτώθηκε, μαζί με έξι ή οκτώ Ενετούς διοικητές γαλερών. Ο άρχοντας Δον Ζουάν, ο άρχοντας Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, οι ηγεμόνες τού Ουρμπίνο και τής Πάρμας [Φραντσέσκο Μαρία ντέλλα Ρόβερε και Αλεσσάντρο Φαρνέζε], ο κόμης τής Σάντα Φιόρα [Μάριο Σφόρτσα] και ο κύριος Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια ήσαν ασφαλείς. Η ναυμαχία έλαβε χώρα στις 7 αυτού τού μηνός και κράτησε από τις 11 π.μ. [17 hore] μέχρι να νυχτώσει, όχι μακριά από τον κόλπο τού Λεπάντο.55

Στις 19 Οκτωβρίου, στις 20 τού μηνός, καθώς και στις ημέρες και εβδομάδες που θα ακολουθούσαν γράφτηκαν από τη Βενετία πολλές επιστολές, που περιέγραφαν και δόξαζαν τη χριστιανική επιτυχία. Διασώζονται για παράδειγμα πέντε επιστολές, που απευθύνoνται στον Τζιοβάννι Βιντσέντσο Πινέλλι (1535-1601), έναν από τούς μεγάλους πολυμαθείς τής εποχής του, τού οποίου τη φιλία επιζητούσαν οι διάσημοι και οι αφανείς. Ένας από τούς αλληλογράφους τού Πινέλλι έγραφε (στις 20 Οκτωβρίου), ότι το επίτευγμα τού Δον Ζουάν ήταν τεράστιο (Don Giovanni si è fatto tremendo) και ότι ύστερα από περισσότερο από έναν αιώνα κυριαρχίας των Τούρκων στη θάλασσα, είχαν σαρωθεί. Γενικά αυτές οι επιστολές περιέχουν σχεδόν τις ίδιες πληροφορίες με τις άλλες πηγές, με τις συνήθεις παραλλαγές, όπως ο ισχυρισμός ότι οι χριστιανοί είχαν συλλάβει 140 γαλέρες, ο Ουλούτζ Αλή είχε διαφύγει με εικοσιπέντε και ούτω καθ’ εξής.56

Εκείνο το αξέχαστο πρωινό τής επιστροφής τού Ονφρέ Τζουστινιάν στη Βενετία από τον Πεταλά, ύστερα από λειτουργία, η Σινιορία επέστρεψε βιαστικά χαρούμενη στην Αίθουσα τού Κολλέγιου. Οι δεκαέξι Σοφοί (Savi) τού Συμβουλίου, τής Eνδοχώρας και των Ταγμάτων (del Consiglio, di Terra Ferma et agli Ordini) ενώθηκαν με τον δόγη και τούς έξι συμβούλους του, τούς τρεις αρχηγούς τού Συμβουλίου των Σαράντα (Quarantia) και τούς τρεις επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα. Ετοιμάστηκαν επιστολές για υποβολή στη Γερουσία. Μια από αυτές με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου απευθυνόταν στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’. Ο δόγης και η Γερουσία έλεγαν στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ότι η νίκη στο Λεπάντο έπρεπε να εκλαμβάνεται όχι τόσο ως αυτοσκοπός, αλλά ως το μέσο με το οποίο οι χριστιανοί ηγεμόνες θα μπορούσαν τώρα να «μειώσουν τον υπερήφανο και κοινό φυσικό εχθρό» (abbassar questo fiero et natural inimico commune). Ο Μαξιμιλιανός, ως αυτοκράτορας, ήταν ο «αρχηγός τής χριστιανικής πολιτοφυλακής» (capo della militia Christiana), δεμένος με στενούς δεσμούς αίματος με τον Φίλιππο Β’ και τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας, τού οποίου ο ισπανικός στόλος είχε παίξει τόσο μεγάλο ρόλο στη θεαματική ήττα των Τούρκων.

Ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός για επίθεση εναντίον τού Σελήμ Β’ από την Αυστρία, όχι μόνο για την ανάκτηση εδαφών που είχαν κερδηθεί από τούς Τούρκους, αλλά και για να αποκτηθούν «κάποια άλλα κράτη». Ο Μαξιμιλιανός μπορούσε να γίνει «ο πιο γνωστός και ένδοξος αυτοκράτορας που υπήρξε ποτέ», αν άρπαζε την ευκαιρία να επιτεθεί τη στιγμή που ο σουλτάνος και οι σύμβουλοί του ήσαν αιφνιδιασμένοι, εντελώς απογοητευμένοι, από την έκταση τής απροσδόκητης ντροπής τους. Οι Τούρκοι ήσαν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν μεγάλης κλίμακας επίθεση. Ο αυτοκράτορας έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία που τού είχε δώσει ο Θεός. Η Σινιορία ήταν βέβαιη, ότι ο Μαξιμιλιανός δεν θα αποτύγχανε στην ευθύνη του και ότι θα βοηθούσε να παρακινηθούν οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες, κοντά και μακριά, ιδιαίτερα ο βασιλιάς τής Γαλλίας, για άμεση ανάληψη δράσης εναντίον τού Τούρκου και για να τεθεί τέρμα στην τυραννία του.57

Την ίδια μέρα (19 Οκτωβρίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Κάρολο Θ’ για τη θεόσταλτη νίκη των συμμαχικών χριστιανικών στόλων, η οποία είχε καταστρέψει την τουρκική αρμάδα (…che con tanta felicità hanno destrutta l’ armata Turchesca). Με αυτό το ξεκίνημα η θεία του Μεγαλειότητα είχε δείξει στους χριστιανούς ηγεμόνες τι θα μπορούσε κανείς να ελπίζει, αν προχωρούσαν για το κοινό καλό και για τη δική τους αιώνια φήμη. Αφού ο βασιλιάς είχε αναφέρει συχνά, ότι όταν έβλεπε «τα πράγματα να κινούνται προς τα εμπρός», δεν θα παρέλειπε να συμμετάσχει στην επιχείρηση, ο δόγης και η Γερουσία τον διαβεβαίωναν, ότι τώρα ήταν η ώρα να δράσει. Όταν οι άφθονοι πόροι τής Γαλλίας ενώνονταν με εκείνους τού υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου, θα μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος, ότι οι επιπτώσεις θα ξεπερνούσαν και τις πιο επιθυμητές ελπίδες τού παρελθόντος. Απέμενε μόνο στους χριστιανούς ηγεμόνες να κάνουν το καθήκον τους, καθώς ο Τούρκος αντιμετώπιζε το μέλλον του με κατάπληξη.58 Ο Κάρολος όμως ήταν ακόμη λιγότερο ικανός και λιγότερο διατεθειμένος από τον Μαξιμιλιανό να κινηθεί εναντίον των Τούρκων.

Προς τον Φίλιππο Β’ ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν, ότι η χριστιανική νίκη και η καταστροφή τού τουρκικού στόλου έδινε κάθε υπόσχεση για περαιτέρω επιτυχίες, τις οποίες η χριστιανική κοινοπολιτεία είχε ανάγκη και οι οποίες σίγουρα θα ακολουθούσαν, όταν οι ηγεμόνες έκαναν το καθήκον τους, «όπως έχουν κάνει μέχρι τώρα ο ανώτατος ποντίφηκας, η Καθολική σας Μεγαλειότητα και η Δημοκρατία μας!» Οι Ενετοί χαίρονταν μαζί με τη μεγαλειότητά του σε αυτή τη νίκη, στην οποία ο αδελφός τού Δον Ζουάν τής Αυστρίας και ο ισπανικός στόλος είχαν «τόσο μεγάλη συμμετοχή». Προσέβλεπαν σε μέλλον, το οποίο θα ήταν δύσκολο να φαντάζεται κανείς πριν λίγες μόλις εβδομάδες, αλλά τώρα έπρεπε να δρέψουν τα οφέλη τής κοινής τους νίκης. Ήταν ευγνώμονες που ο Φίλιππος είχε διατάξει τον Δον Ζουάν να «διαχειμάσει στη Σικελία» και τον παρακαλούσαν να προσπαθήσει να πείσει τον εξάδελφό του Μαξιμιλιανό Β’ να προσχωρήσει στην Ιερά Συμμαχία, δίνοντας έτσι το παράδειγμα σε όλους τούς άλλους Χριστιανούς ηγεμόνες, των οποίων καθήκον ήταν να προχωρήσουν εναντίον των Τούρκων.59

Ο αγγελιοφόρος τού νούντσιου Φακκινέττι έφτασε στη Ρώμη τη νύχτα στις 21 προς 22 Οκτωβρίου και όταν ξημέρωσε, ο πάπας Πίος Ε’ άρχισε σειρά επιστολών προς τούς βασιλείς και ηγεμόνες τής Χριστιανοσύνης, χαρούμενος με τα καλά νέα που είχε λάβει.60 Στις 23 Οκτωβρίου ο Πίος έγραφε στον Δον Ζουάν, ότι οι λέξεις ήσαν ανεπαρκείς για να εκφράσουν την αγαλλίαση που ένιωθε. Συγχαίροντας τον νεαρό πρίγκηπα με πλήρη λατινικότητα, η Αγιότητά του δήλωνε ότι τού είχαν πει, ότι ο Δον Ζουάν σκόπευε να προχωρήσει και να αξιοποιήσει όσο περισσότερο μπορούσε τη νίκη στη Ναύπακτο (πράγμα που φυσικά δεν συνέβαινε). Με υψηλούς επαίνους για την υποτιθέμενη απόφαση τού Δον Ζουάν και για το θάρρος του, ο Πίος έλεγε, ότι τώρα διατηρούσε την ελπίδα, ότι θα ακολουθούσαν αμέσως κι άλλα νέα για περαιτέρω νίκες. Δεν θα έπαυε να προσεύχεται να διατηρεί ο Θεός τον αγαπημένο του γιο σώο και αβλαβή, «ακόμη περισσότερο» (sicut adhuc fuisti), ενώ μετέδιδε «με την παρούσα επιστολή την αποστολική ευλογία προς την Υψηλότητά σας (Nobilitati tuae), προς όλη την αρμάδα και τον στρατό».61

Παρά το γεγονός ότι ο Πίος γνώριζε καλά, ότι ο δούκας Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας έπρεπε να είχε ήδη ενημερωθεί για τη «σημαντική και διάσημη νίκη … εναντίον των θηριωδέστατων Τούρκων» (insignis et celeberrima victoria… contra immanissimos hostes Turcas), ήθελε όμως να μοιραστεί την ευτυχία του με τον Αλφόνσο με επιστολή «λόγω των συναισθημάτων τού πατέρα σας απέναντί μας» (pro paterna erga te voluntate nostra).62

Στις 25 Οκτωβρίου ο Πίος έγραφε στον Φίλιππο Β’, ότι η χριστιανική νίκη είχε γεμίσει την καρδιά του «με απίστευτη χαρά και ευτυχία». Ήταν έργο τού Θεού, θαυμάσιου σε αυτά που κάνει, «μέσω τού οποίου βασιλεύουν οι βασιλείς και διοικούν οι ηγεμόνες». Ο Παντοδύναμος τούς είχε δώσει μια νίκη, όπως έλεγε στον Φίλιππο, τού είδους που κανένας δεν είχε δει ποτέ ή ακούσει, «ούτε στη δική μας εποχή ούτε σε προηγούμενους αιώνες».63 Τρεις ημέρες αργότερα ο Πίος απεύθυνε κι άλλη επιστολή προς τον Φίλιππο, συγχαίροντας την Καθολική του Μεγαλειότητα και επαινώντας την ανδρεία τού Δον Ζουάν. Ζητούσε επίσης να είναι έτοιμοι ο στόλος τού βασιλιά και οι χερσαίες δυνάμεις του για περαιτέρω δράση κατά των Τούρκων από τον επόμενο Μάρτιο ή το αργότερο τον Απρίλιο. Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί φαίνονταν να γνωρίζουν, ότι ο Φίλιππος είχε δώσει εντολή στον Δον Ζουάν «να διαχειμάσει στη Σικελία», ο Πίος δεν είχε ενημερωθεί για κάτι τέτοιο. Εξέφραζε όμως την ελπίδα, ότι αυτό μπορούσε να συμβεί,

έτσι ώστε τόσο οι στρατιώτες όσο και οι κωπηλάτες «να βρεθούν ξεκούραστοι για μάχη» όταν ερχόταν η άνοιξη.64

Φυσικά και αναγκαστικά ο Πίος Ε’ έγραφε στους φίλους και συμμάχους του, τούς Ενετούς, κατά τη διάρκεια αυτών των χαρούμενων ημερών που γέμιζαν τη Ρώμη με γιορτές. Οι Ενετοί είχαν φέρει το κύριο βάρος τού πολέμου εναντίον των Τούρκων. Είχαν χάσει την Κύπρο. Ήσαν και αυτοί πρωτουργοί τής Ιεράς Συμμαχίας. Αν μάς επιτρέπεται ένα ακόμη πλήρες κείμενο ανάμεσα στις πολυάριθμες επιστολές και έγγραφα σχετικά με τον θρίαμβο στη Ναύπακτο, πρέπει ίσως να είναι η επιστολή τού Πίου στις 24 Οκτωβρίου προς τον δόγη και τη Γερουσία. Καταδεικνύει τις τότε τρέχουσες απόψεις στην παπική κούρτη, γιατί ακόμη κι αν οι Τούρκοι είχαν επιβάλει τον πόλεμο κατά τής Σινιορίας, όλοι γνώριζαν, ότι οι Ενετοί διοικητές στο Λεπάντο είχαν, όπως ο Δον Ζουάν, κερδίσει την ευγνωμοσύνη τής Χριστιανοσύνης.65 Όσο περισσότερο διαβάζει κανείς τα απέραντα κείμενα, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί τη βαθιά εντύπωση που είχε κάνει η νίκη και πουθενά τα πνεύματα δεν ήσαν πιο εξημμένα απ’ όσο στη Ρώμη. Καμία περιστασιακή δήλωση δεν αποδίδει δικαιοσύνη στα στοιχεία που μπορούμε να συγκεντρώσουμε από την πλημμύρα των παπικών σημειωμάτων που ξεχύνονταν στις αυλές τής Ευρώπης.66 Στη Ρώμη στις 24 Οκτωβρίου όπως μαθαίνουμε από αποστολή ειδήσεων,

λένε ότι ο πάπας θα καθιερώσει την 7η Οκτωβρίου σε ανάμνηση αυτής τής νίκης, όπως έκανε κάποτε ο Κάλλιστος Γ’, όταν οι χριστιανοί είχαν πετύχει νίκη εναντίον των Τούρκων πολύ λιγότερο σημαντική από αυτήν. Χτες το πρωί ο ρωμαϊκός λαός γιόρτασε επίσημη μεγάλη λειτουργία στο Αρατσέλι και η Αγιότητά του τούς χορήγησε δεκαετή άφεση αμαρτιών και δέκα «σαρακοστές» (quarantene). Ο πρεσβευτής τής Ισπανίας [Χουάν ντε Θουνίγκα], αμφιβάλλοντας για την ασφάλεια τού διοικητή (Comendador) αδελφού του [τού Λούις ντε Ρεκέσενς], δεν έχει δώσει ακόμη ένδειξη πανηγυρισμών…. Περιμένουν με ανυπομονησία την άφιξη τού κυρίου Πρόσπερο Κολόννα με λεπτομέρειες τής νίκης τής αρμάδας. Δεν έχουν υπάρξει νέα από τη Βενετία, εκτός από δύο επιστολές, μία από τη Σινιορία και άλλη από τον νούντσιο…. Τα νέα έφτασαν εδώ τη νύχτα τής Κυριακής [21 Οκτωβρίου] και το βράδυ τής Δευτέρας άναψαν φωτιές χαράς με πολλούς κανονιοβολισμούς, το οποίο σκόπευαν να κάνουν και πάλι χτες το βράδυ [Τρίτη, 23 τού μηνός], αλλά λόγω τού φόβου ότι πολλοί άρχοντες έχουν χάσει τη ζωή τους, η Αγιότητά του δεν το ήθελε.67

Τρεις ημέρες αργότερα άλλη αποστολή ειδήσεων (της 27ης Οκτωβρίου) περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο ο Πίος Ε’ σηκώθηκε από το κρεβάτι του, έπεσε στα γόνατα και ευχαρίστησε τον Θεό για την είδηση που είχε φέρει ο αγγελιοφόρος τού Φακκινέττι. Το επόμενο πρωί πήγε στην εκκλησία τού Αγίου Πέτρου συνοδευόμενος από τούς καρδινάλιους, για να πει ευχαριστήριες προσευχές. Υποδέχθηκε τούς πρεσβευτές με δάκρυα χαράς. Την Τρίτη 23 Οκτωβρίου ήρθε αγγελιοφόρος από τη Βενετία, σταλμένος από τη Σινιορία, με επιστολή προς τον πρέσβη Τζιοβάννι Σοράντσο, επιβεβαιώνοντας αυτά που είχε γράψει ο νούντσιος και παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες. Ο συγγραφέας τής αποστολής ειδήσεων επαναλάμβανε τα νέα για τις φωτιές και τις εορταστικές βολές τού πυροβολικού, το κόστος των οποίων θρηνούσε ο πάπας, προτιμώντας να δει τα χρήματα να δαπανώνται σε θείες υπηρεσίες. Εκτός από μεγάλο αριθμό μικρών σκαφών, λεγόταν ότι η «αρμάδα μας» είχε συλλάβει 170 τουρκικές γαλέρες, ορισμένες από τις οποίες, άσχημα χτυπημένες, είχαν σταλεί στην Κέρκυρα για επισκευές. Κυκλοφορούσε αναφορά ότι είχαν σκοτωθεί περίπου 6.000 χριστιανοί και υπήρχε αντίστοιχος αριθμός τραυματιών. Ένας Ισπανός άρχοντας είχε σκοτωθεί πάνω στη γαλέρα τού Δον Ζουάν. Ονομαζόταν «Καρντόνας» [Μπερναρντίνο ντε Καρντένας] και είχε ετήσιο εισόδημα 30.000 σκούδων. Τώρα ο λεγάτος Τζιανφραντσέσκο Κομμεντόνε, «με την ευκαιρία τέτοιας νίκης» (nell’ occasione di questa vittoria), θα μπορούσε εύλογα να παροτρύνει τον βασιλιά τής Πολωνίας να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων «και για το ζήτημα αυτό υπάρχουν τώρα καλές ελπίδες, αν και προηγουμένως δεν υπήρχαν». Μπορούσε κανείς να ελπίζει επίσης για παρέμβαση τού αυτοκράτορα. Στο μεταξύ η Αγιότητά του είχε στείλει αγγελιοφόρους στους χριστιανούς ηγεμόνες, για να επισημάνει τη νίκη και να τούς παροτρύνει για προσχώρηση στην Ιερά Συμμαχία.68

Ο Πίος όντως έλπιζε σε παρέμβαση τού αυτοκράτορα, όπως προκύπτει από την επίσημη ανακοίνωση τής νίκης, την οποία τού έστειλε στις 24 Οκτωβρίου. Η Χριστιανοσύνη δεν είχε γνωρίσει ποτέ τέτοια επιτυχία σε όλες τις εκστρατείες που είχε εξαπολύσει εναντίον των απίστων. Ήταν σημάδι θείας εύνοιας. Μπορούσαν να ελπίζουν και να αναμένουν ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες, «αν απλώς δεν αποτύχουμε οι ίδιοι και δεν παραμελήσουμε τέτοια θαυμάσια ευκαιρία, για να συντρίψουμε τον κοινό εχθρό». Ένας ηγεμόνας τόσο καλά προικισμένος με ευσέβεια και σύνεση όπως ο αυτοκράτορας, δεν χρειαζόταν μακροσκελή πραγματεία για να καταλάβει την αναγκαιότητα και τα πλεονεκτήματα τής έγκαιρης δράσης. Ο λεγάτος, ο καρδινάλιος Κομμεντόνε, ή ο νούντσιος, ο επίσκοπος Τζιοβάννι τού Τορτσέλλο, μπορούσαν να πουν στον αυτοκράτορα κάποια πράγματα, τα οποία ο πάπας δεν έβαζε στην επιστολή του. Πράγματι, το πρώτο σχέδιο τής παπικής επιστολής περιείχε ένα κομμάτι, το οποίο, για οποιονδήποτε λόγο, είχε παραλειφθεί από το κείμενο που στάλθηκε στη Βιέννη:

Δεν πρέπει επομένως να υπάρχει περαιτέρω καθυστέρηση, αλλά πρέπει να γίνει επίθεση κατά τού εχθρού το συντομότερο δυνατό. Έχει έρθει πια η ώρα να ανακτηθεί το εντιμότατο και πλούσιο βασίλειο τής Ουγγαρίας και να προστεθούν και άλλα [βασίλεια] στην αυτοκρατορία σας.69

Σε παπικό σημείωμα στις 26 Οκτωβρίου (1571) ο Πίος συμβούλευε τον Δον Ζουάν να ετοιμάσει το συντομότερο δυνατό καταγραφή όλων των αιχμαλώτων που είχαν συλληφθεί στο Λεπάντο, με τα ονόματα, τα επώνυμά τους, καθώς και άλλα στοιχεία, ώστε να μπορεί να καθορίσει ποιοι έπρεπε να ελευθερωθούν και ποιοι να κρατηθούν για λύτρα. Όμως η απελευθέρωση αιχμαλώτων με λύτρα ήταν πρόβλημα, γιατί έπρεπε να είναι προσεκτικοί, ώστε καπετάνιοι, ναυτικοί, καθώς και άλλα πρόσωπα ειδικευμένα σε ναυτικές υποθέσεις να μη μπορούν να επανέλθουν γρήγορα στην υπηρεσία τής Υψηλής Πύλης και να επαναλάβουν τις επιθέσεις κατά των χριστιανών και των κτήσεών τους. Τρεις ημέρες αργότερα ο Πίος απεύθυνε ειδική έκκληση προς τούς Δον Ζουάν, Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα και Σεμπαστιάνo Βενιέρ, να δώσουν όση βοήθεια μπορούσαν στους Ιωαννίτες, οι οποίοι είχαν υποφέρει πολύ στη ναυμαχία, ιδιαίτερα όταν ο Ουλούτζ Αλή διείσδυσε μέσα από τη συμμαχική δεξιά πτέρυγα υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια.70

Στο μεταξύ, πριν φτάσουν στη λιμνοθάλασσα τα νέα τής Ναυπάκτου, ο δόγης και η Γερουσία είχαν γράψει στον Αντόνιο Τιέπολο, τον πρεσβευτικό συνάδελφο τού Λεονάρντο Ντονάντο στην Ισπανία, να πάει στην Πορτογαλία και να προσπαθήσει με τη βοήθεια και μεσολάβηση τού Φιλίππου Β’ να πείσει τον νεαρό, ενθουσιώδη βασιλιά Σεμπάστιαν να προσχωρήσει στην Ιερά Συμμαχία. Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση των συμφερόντων τής Πορτογαλίας στην Ινδία, η Γερουσία έλπιζε, ότι ο Σεμπάστιαν ίσως ανταποκρινόταν στην έκκληση.71 Ο δόγης και η Γερουσία, πολύ απογοητευμένοι από την πτώση τής Αμμοχώστου, έγραφαν επίσης στον Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, μη γνωρίζοντας ακόμη ότι ήταν νεκρός, να εξετάσει τούς λόγους για τούς οποίους δεν είχε σταλεί βοήθεια στην απειλούμενη πόλη «σύμφωνα με τις εντολές μας».72 Ο φόβος τού Τούρκου, τόσο προφανής στην επιστολή προς Τιέπολο και η δυσαρέσκεια, εξίσου προφανής στην επιστολή προς τον πεθαμένο Μπαρμπαρίγκο, εξαφανίζονται με την άφιξη των γαλερών τού Τζουστινιάν στην Πιάτσα Σαν Μάρκο.

Μόλις ο Τζουστινιάν έδωσε την αναφορά του στο Κολλέγιο και την αναφορά νίκης τού Βενιέρ, ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο και η Γερουσία έγραψαν στον Δον Ζουάν (στις 22 Οκτωβρίου) επιστολή με ενθουσιώδεις επαίνους, ως «εκπρόσωπο τής θείας Μεγαλειότητας» για την επίτευξη τής αξιοσημείωτης νίκης επί τής τουρκικής αρμάδας. Ο Βενιέρ είχε εγκωμιάσει την ανδρεία τού Δον Ζουάν, το ενισχυμένο μεγαλείο τής φήμης τού οποίου αύξανε τώρα την υποχρέωση που είχε απέναντι στη Χριστιανοσύνη να μειώσει τη δύναμη τού Τούρκου (…per deprimer la potentia del nemico). Έπρεπε να στερήσει από τον εχθρό τα μέσα κατασκευής νέας αρμάδας και να ελευθερώσει τις χιλιάδες των φτωχών χριστιανών, που περίμεναν τόσο καιρό τη μέρα τής απελευθέρωσης από την τουρκική καταπίεση.73

Μια βδομάδα αργότερα, στις 29 τού μηνός, ο Τζάκομο Σοράντσο παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως γενικός επιστάτης τής θάλασσας, για να διαδεχτεί τον εκλιπόντα Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο. Ήταν πολύ υπεύθυνη καθώς και τιμητική θέση. Οι εντολές που είχε ήταν σχεδόν ίδιες με εκείνες που είχε λάβει ο προκάτοχός του, συμπεριλαμβανομένων των υπενθυμίσεων ότι οι διοικητές των γαλερών (governatori και sopracomiti) και άλλοι δεν έπρεπε να έχουν μαζί τους εμπορεύματα και, σύμφωνα με τον νόμο τής 16ης Νοεμβρίου 1470, δεν έπρεπε να φέρνουν τούς γιους και τούς ανηψιούς τους μαζί τους για υπηρεσία πάνω στις γαλέρες τους. Ο Σοράντσο έπρεπε, όπως και ο προκάτοχός του, να μεριμνά για τη διατήρηση και διαφύλαξη των σκελετών των γαλερών, των κουπιών, των πανιών και των εξοπλισμών, που αντικαθίσταντο με διπλάσιο ίσως και τριπλάσιο ρυθμό από τον κανονικό. Έπαιρνε προκαταβολικά τον συνήθη μισθό τεσσάρων μηνών και επίδομα. Έπρεπε να παρουσιάσει τις συστατικές του επιστολές στον Δον Ζουάν τής Αυστρίας, αν ο τελευταίος βρισκόταν ακόμη με τούς συμμαχικούς στόλους, ενώ κατά τη διάρκεια τής θητείας του έπρεπε να διατηρεί φιλική κατανόηση τόσο με τον Δον Ζουάν όσο και με τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, «προκειμένου να είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε τη νίκη, να προχωρήσουμε κι άλλο απέναντι στον σκληρό και βάρβαρο εχθρό τού χριστιανικού ονόματος και να διατηρήσουμε αυτή την πολύ Ιερά Συμμαχία…».74

Στη Βενετία η έκδοση εγγράφων αποστολής αποτελούσε συνηθισμένη διαδικασία. Το κύριο στοιχείο ενδιαφέροντος στο έγγραφο αποστολής τού Τζάκομο Σοράντσο είναι η έκταση στην οποία οι Ενετοί κατανάλωναν γαλέρες, πανιά, κουπιά, πυρομαχικά και όλα τα άλλα. Η καλή κατάσταση των γαλερών και οι προμήθειες ήσαν ιδιαίτερα σημαντικές τότε, γιατί στις 22 Οκτωβρίου ο δόγης και η Γερουσία είχαν δώσει εντολή στον Βενιέρ να αποκαταστήσει την ισχύ τού ενετικού στόλου όσο συντομότερα και όσο πληρέστερα μπορούσε, ώστε να δοθεί συνέχεια στη νίκη. Η άμυνα τής Ισταμπούλ ήταν ανεπαρκής, «με πολύ λίγους πολεμιστές» (con pochissima gente da guerra). Οι Τούρκοι είχαν απογυμνώσει την πρωτεύουσά τους για την εκστρατεία εναντίον τής Κύπρου και για τούς στρατιώτες, τα πληρώματα και τούς κωπηλάτες που είχαν συγκροτήσει την αρμάδα, την οποία είχαν καταστρέψει οι συμμαχικοί στόλοι τής Ιεράς Συμμαχίας. Ο Τούρκος και οι σύμβουλοί του πρέπει να ήσαν «θορυβημένοι» (consternati d’ animo). Λεγόταν ότι υπήρχε έλλειψη προμηθειών στην πόλη τής Ισταμπούλ. Όμως ο δόγης και η Γερουσία άφηναν την επόμενη κίνηση τού ενετικού στόλου στον Βενιέρ και στους συμβούλους του, οι οποίοι μπορούσαν να εκτιμήσουν την κατάσταση από πιο κοντά. Υπήρχε η άποψη ότι ανεφοδιάζονταν ανεπαρκώς και οι Τούρκοι που είχαν κατακλύσει την Κύπρο. Ενετικές γαλέρες, που λειτουργούσαν μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, θα μπορούσαν να είναι σε θέση να συλλάβουν τουρκικά πλοία μεταφοράς και τρόφιμα, αποκόπτοντας τούς Τούρκους στην Κύπρο ακόμη και από τις πιο ζωτικές ανάγκες.

Ο Βενιέρ είχε γράψει στη Σινιορία, ότι σκόπευε να προχωρήσει σε επιδρομές και πυρπολήσεις στη διαδρομή του από νησί σε νησί στο Αρχιπέλαγος. Η ιδέα επιθετικής δράσης άρεσε στο Κολλέγιο και τη Γερουσία, αλλά από τη στιγμή που ο Βενιέρ και ο στόλος θα πήγαιναν στο Αρχιπέλαγος, θα ήταν καλό να εξετάσουν το ενδεχόμενο εισόδου στο στενό τής Καλλίπολης (andar nel stretto di Constantinopoli) ή να προσπαθήσουν να πάρουν κάποια πόλη στον Μοριά ή ακόμη και το νησί τού Νεγκροπόντε, το οποίο οι Ενετοί είχαν χάσει από τούς Τούρκους πριν από έναν αιώνα. Καλή ήταν η κατάληψη και πυρπόληση τόπων, αλλά σίγουρα ήταν πιο χρήσιμο να προσπαθήσουν να καταλάβουν και να κρατήσουν τόπους, περίπτωση στην περίπτωση ήταν προφανώς καλύτερο να μην τούς καταστρέφουν υποβάλλοντας απλώς σε περαιτέρω ταλαιπωρία τούς φτωχούς, αθώους Χριστιανούς (…liquali [luoghi] non sarebbe a proposito nostro che fussero destrutti et ruinati con offesa delli poveri Christiani innocenti…). Αυτοί οι χριστιανοί μάλλον έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για λογαριασμό τής Βενετίας και να ενθαρρύνονται να απελευθερωθούν από την κυριαρχία των απίστων.

Η Γερουσία ήθελε να καταβάλει ο Βενιέρ κάθε δυνατή προσπάθεια, για να αποκτήσει τα βαρέλια, το πυροβολικό, τις μπάλες μαλλιού και βαμβακιού, τα ξάρτια, τη γαλέτα και τα παρόμοια, που βρίσκονταν πάνω στις τουρκικές γαλέρες. Ήταν στο χέρι τής Σινιορίας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει τέτοια πράγματα, τα οποία δεν έπρεπε να βρεθούν στα χέρια ιδιωτών, «με κίνδυνο να περάσουν και πάλι στα χέρια των Τούρκων» (con pericolo anco d’ andar in mano de Turchi). Υπήρχαν πολλοί μεταπράτες, που θα τα ξαναπωλούσαν στον εχθρό. Ήταν πολύ σημαντικό να μην μπορέσουν οι Τούρκοι να ξαναφτιάξουν την αρμάδα τους. Έπρεπε να τούς στερήσουν κάθε υφιστάμενη γαλέρα, καθώς και μέσα για να φτιάξουν καινούργιες, όπως δένδρα για κατάρτια, ξυλεία, ξάρτια, σχοινιά «και όλα τα άλλα υλικά που απαιτούνται για να κατασκευαστούν γαλέρες και να φτιαχτεί πολεμικός στόλος» (et tutte quelle altre materie che sono necessarie a fabricar galee et far armata da mare). Όταν ο Βενιέρ δεν θα χρειαζόταν πια τον Φίλιππο Μπράγκαντιν, τον γενικό επιστάτη (provveditore generale) στον «Κόλπο» (στην Αδριατική), έπρεπε να τον αφήσει να φύγει με όσες γαλέρες έκρινε σκόπιμο, γιατί η Γερουσία έβλεπε, ότι μπορούσαν να επιτευχθούν πολλά στην Αδριατική κατά τον ερχόμενο χειμώνα. Όμως ο Βενιέρ έπρεπε να κρατήσει τον Μπράγκαντιν και τις γαλέρες του αν ήταν αναγκαίο, για οποιαδήποτε πιο σημαντική επιχείρηση σχεδίαζαν ενδεχομένως οι διοικητές των συμμαχικών στόλων.75

Οι ενετικές φιλοδοξίες για κατακτήσεις στον Μοριά ή στο νησί τού Νεγκροπόντε έγιναν σύντομα γνωστές στην παπική κούρτη, όπως έγραφε ο καρδινάλιος Σαρλ ντ’ Ανζέν ντε Ραμπουγιέ από τη Ρώμη προς τον Κάρολο Θ’ και την Αικατερίνη των Μεδίκων στις 7 Νοεμβρίου. Υπήρχε η άποψη ότι η χριστιανική αρμάδα ίσως επιχειρούσε στα μωραΐτικα λιμάνια «υπό την ελπίδα εξέγερσης τού λαού» (soubz espérance d’ une rébellion des peuples). Οι Ενετοί είχαν Έλληνες ναυτικούς στις γαλέρες τους. Από την άλλη πλευρά το νησί τού Νεγκροπόντε, «μια από τις κύριες αποθήκες πυρομαχικών τού Τούρκου, στερείται ανδρών, είναι χωρίς φρούρια και με μικρή ελπίδα επικουρίας από τη θάλασσα». Υπήρχε επίσης κάποια σκέψη, ότι ο στόλος ίσως προσπαθούσε να καταλάβει τα δύο κάστρα στην είσοδο τού Κόλπου τής Ναυπάκτου. Αλλά όλες αυτές οι ελπίδες, όπως ενημέρωνε ο ντε Ραμπουγιέ τον Κάρολο και την Αικατερίνη, είχαν γίνει τώρα καπνός, γιατί στις 5 Νοεμβρίου είχαν φτάσει νέα στη Ρώμη, βασισμένα σε επιστολές τής 27ης Οκτωβρίου από την Κέρκυρα, ότι ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας επέστρεφε στη Σικελία, οι Ενετοί κατευθύνονταν μερικοί προς τη Βενετία, άλλοι προς τον Χάνδακα και ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα επέστρεφε στη Ρώμη, όλοι με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τούς χειμερινούς μήνες για να κάνουν σχέδια για νέα εκστρατεία το 1572. Ο Ραμπουγιέ πίστευε ότι λίγα θα προέκυπταν από τέτοια σχέδια, «τα οποία κατά τη γνώμη μου θα βασίζονται περισσότερο στη θρασύτητα μιας απρόσμενης νίκης παρά σε κάποια καλά διασφαλισμένη επιλογή!» (selon mon opinion, plus fondées sur l’ insolence d’ une victoire inespérée que sur chose quelconque bien asseurée!).

Η εκστρατεία είχε μάλιστα κάνει τούς Ισπανούς να ζηλεύουν την απόδοση των Ενετών. Οι Ισπανοί ήσαν επίσης δύσπιστοι, πεπεισμένοι ότι οι Ενετοί, «κάτω από τη σκιά αυτής τής συμμαχίας», θα αναζητούσαν ευνοϊκούς όρους ειρήνης με τούς Τούρκους και στη συνέχεια θα εγκατέλειπαν τη χριστιανική συμμαχία. Ο Ραμπουγιέ δεν ήταν βέβαιος αν είχαν δίκιο οι Ισπανοί, γιατί οι Ενετοί ήσαν γεμάτοι εκφράσεις ευγνωμοσύνης προς τον Φίλιππο Β’ και τον Δον Ζουάν (και η επιστολή τής Γερουσίας προς τον Βενιέρ στις 22 Οκτωβρίου θα έδειχνε σίγουρα ότι οι Ισπανοί έκαναν λάθος).

Ενώ ο πάπας έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει και να επεκτείνει τη συμμαχία, υπήρχε εχθρότητα μεταξύ των ηγετών. Παρά την προς τα έξω επίδειξη ευγένειας ο Δον Ζουάν περιφρονούσε τον Βενιέρ, επειδή αυτός είχε εκτελέσει τούς στρατιώτες τού Φιλίππου Β’ στην Ηγουμενίτσα και είχε στείλει τον Ονφρέ Τζουστινιάν στη Βενετία χωρίς προηγουμένως να τον συμβουλευτεί. Επιπλέον ο Ραμπουγιέ είχε μόλις μάθει, ότι ένας από τούς βασικούς λόγους για τούς οποίους οι σύμμαχοι δεν προχωρούσαν εναντίον των Τούρκων μετά το Λεπάντο, ήταν η ανικανότητά τους να συμφωνήσουν στη διανομή τού Μοριά, αν κατάφερναν να κατακτήσουν μέρος τής χερσονήσου. Όμως για το θέμα αυτό ο Ραμπουγιέ συμφωνούσε με πολλά άλλα ενημερωμένα άτομα, ότι ήταν ζήτημα μοιράσματος τής γούνας πριν ακόμη πιάσουν την αρκούδα.76 Παρεμπιπτόντως τα πρώτα νέα του μεγάλου γεγονότος στο Λεπάντο φαίνεται ότι είχαν φτάσει στη γαλλική αυλή στις 29 Οκτωβρίου,77 όπου δεν προκάλεσαν μεγάλη χαρά.

Ο Πίος Ε’ έκανε σίγουρα κάθε δυνατή προσπάθεια για να επεκτείνει τη συμμαχία. Ο Δον Ζουάν είχε στείλει τον Φερνάντο ντε Μεντόζα στη Ρώμη, για να υποβάλει τα σέβη του στον πάπα, ο οποίος τού έδωσε επιστολή (με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου), για να την πάει στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Ο Μεντόζα βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Βιέννη, για να δώσει στον αυτοκράτορα περιγραφή τής μάχης. Ο Πίος προέτρεπε και πάλι τον Μαξιμιλιανό με τον εντονότερο δυνατό τρόπο, να ενωθεί με τούς χριστιανούς συμμάχους χωρίς καθυστέρηση και βασιζόμενος στον Παντοδύναμο, να μοιραστεί την «καλή τύχη των άλλων ομοσπόνδων» (prospera ceterorum confoederatorum fortuna), που θα είχε ως αποτέλεσμα (όπως θα εξηγούσε ο Μεντόζα) απίστευτο πλεονέκτημα για την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα.78

Στις 15 Δεκεμβρίου ο Μαξιμιλιανός απάντησε στον Πίο, ισχυριζόμενος ότι είχε χαρεί με τη χριστιανική νίκη και διαβεβαιώνοντας για την ειλικρινή του επιθυμία να βοηθήσει τη Χριστιανοσύνη (nostra… iuvandi rempublicam Christianam sincerissima voluntas).79 Δύο μέρες αργότερα ο πάπας αποφάσισε να γράψει και πάλι στον Μαξιμιλιανό, υποσχόμενος σε αυτόν, ότι οι σύμμαχοι στην Ιερά Συμμαχία θα τού διέθεταν τουλάχιστον 20.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, αν έμπαινε στο πεδίο τής μάχης κατά των Τούρκων.80 Ένα μήνα αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1572) ο Μαξιμιλιανός ευχαρίστησε τον πάπα για την επιστολή του και για τη γενναιόδωρη προσφορά του για «υποστήριξη με πεζικό και ιππικό» (peditum atque equitum subsidia), με την επίσημη μάλιστα δέσμευση ότι θα υπήρχε κι άλλη βοήθεια, αλλά σε θέμα τόσο μεγάλης σημασίας ο Μαξιμιλιανός χρειαζόταν να έχει άφθονο χρόνο για να σκεφτεί «και έτσι αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να πάρουμε απόφαση».81

Αφήνοντας τον Μαξιμιλιανό να σκέφτεται, μπορούμε να επιστρέψουμε στον Δον Ζουάν, που είχε έρθει ξανά στη Μεσσίνα την 1η Νοεμβρίου 1571,82 καθώς και στον Πίο Ε’, ο οποίος την επόμενη μέρα απεύθυνε έκκληση προς τον δούκα Σαρλ τής Λωρραίνης να υποστηρίξει την Ιερά Συμμαχία εναντίον των Τούρκων.83 Καθώς ο Πίος αναζητούσε νέους συμμάχους, είχε πρόβλημα με τούς παλιούς. Ένας υπολογισμός των λαφύρων που είχαν παρθεί στο Λεπάντο, χρονολογημένος στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου, περιλάμβανε 117 γαλέρες, 13 γαλιότες, 3.486 σκλάβους και πολλά κανόνια, στοιχεία που μοιάζουν πολύ με εκείνα που μάς έχουν ήδη δοθεί από τον Τζιανπιέτρο Κονταρίνι, αλλά ως αρχιστράτηγος ο Δον Ζουάν διεκδικούσε τώρα το ένα δέκατο των λαφύρων.84 Σύμφωνα με τη συνθήκη τής 25ης Μαΐου (1571), οι τρεις σύμμαχοι έπρεπε να μοιραστούν τα λάφυρα τού πολέμου σε αναλογία με τις δαπάνες που αναλάμβαναν για την εκστρατεία. Η Ισπανία θα έπαιρνε λοιπόν τα μισά, η Βενετία το ένα τρίτο και η Αγία Έδρα το ένα έκτο. Το ένα δέκατο τού Δον Ζουάν θα μείωνε τα μερίδια των τριών συμβεβλημένων μερών. Αποτέλεσμα ήταν, όπως έγραφε ο καρδινάλιος ντε Ραμπουγιέ στον Κάρολο Θ’ στις 19 Νοεμβρίου, μια διαφορά μεταξύ Δον Ζουάν και Ενετών «που είχε προκληθεί από αξιώσεις, που υπέβαλλε ως στρατηγός ολόκληρης τής συμμαχίας, τόσο στην περίπτωση τού δικού του ενός δεκάτου σε όλα τα εν λόγω λάφυρα, όσο και για άλλους λόγους» (à cause des prétentions qu’ il faict comme général de toute la ligue, soit à l’ occasion de son dixiesme sur tout ledit buttin comme pour aultre considération). Είχαν κατά συνέπεια υποβάλει τη διαμάχη τους στον πάπα για διακανονισμό. Ούτε ο παπικός διοικητής Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ήταν ικανοποιημένος με τον τρόπο που πήγαιναν τα πράγματα.85

Στο μεταξύ ο Μαρκ’ Αντόνιο είχε στείλει τον Πομπέο Κολόννα και τον Ματουρέν ντε Λεσκώ, ο οποίος ήταν γνωστός ως Ρομέγκας, να δώσουν στον πάπα περιγραφή τής Ναυπάκτου. Την Πέμπτη 1η Νοεμβρίου είχαν περάσει μεγάλο διάστημα με την Αγιότητά του, παρέχοντας στοιχεία και αριθμούς περισσότερο ή λιγότερο σε συμφωνία με αυτούς που ξέρουμε. Ισχυρίζονταν ότι τα πληρώματα που είχε χάσει ο σουλτάνος Σελήμ ήταν τόσο πολλά και τόσο καλά, «που δεν θα ήταν δυνατό να τα αντικαταστήσει αυτός με τίποτε παρόμοιο». Ο Αλή πασάς είχε λάβει εντολές λίγο πριν από τη ναυμαχία να επιτεθεί και να καταστρέψει τη χριστιανική αρμάδα. Περισσότεροι από επτακόσιους γενίτσαροι (έλεγαν στον πάπα) είχαν σκοτωθεί πάνω στη γαλέρα τού Αλή. Ο πασάς είχε πολεμήσει γενναία, μέχρι τη στιγμή που τραυματίστηκε στο κεφάλι από βλήμα αρκεβουζίου. Ο Δον Ζουάν είχε ήδη αναλάβει την κατοχή τής γαλέρας τού Αλή, όταν ένας Ισπανός αποτελείωσε τον πασά, κόβοντας το κεφάλι του με ξίφος. Όταν οδηγήθηκε το κεφάλι στην Υψηλότητά του, αυτός το έκρυψε αμέσως, για να μη το δει ένας από τούς δύο γιους τού Αλή, που είχε ήδη συλληφθεί αιχμάλωτος. Οι στρατηγοί τού χριστιανικού στόλου είχαν αποφασίσει να μη συνεχίσουν την «επιχείρηση», γιατί είχαν προμήθειες και πυρομαχικά μόνο για ένα μήνα, οι στρατιώτες χρειάζονταν ανάπαυση και οι γαλέρες χρειάζονταν επισκευές, «τόσο οι δικές τους όσο και εκείνες που είχαν πάρει από τον εχθρό». Πίστευαν ότι ο Δον Ζουάν θα έστελνε στον πάπα τούς δύο γιους τού Αλή πασά, οι οποίοι θα έφταναν σύντομα στη Ρώμη.86

Αναφορά από τη Βενετία στις 12 Νοεμβρίου (1571) μάς πληροφορεί, ότι όλα τα καταστήματα στη γέφυρα τού Ριάλτο ήσαν διακοσμημένα με τουρκικά χαλιά, λάβαρα, τρόπαια, όπλα και τουρμπάνια. Στη μέση τής γέφυρας υπήρχαν δύο τουρκικά κεφάλια με τουρμπάνια, αντικρύζοντας το ένα το άλλο, ένα από τα οποία ήταν τόσο καλά διατηρημένο, που φαινόταν σαν να είχε μόλις διαχωριστεί από το σώμα.87 τουρκικά λάβαρα χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως εορταστική διακόσμηση στη Ρώμη, έχοντας κρεμαστεί με σχοινιά πάνω από την κύρια Πύλη τής Αρατσέλι τη μέρα τής γιορτής τής Σάντα Λουτσία (13 Δεκεμβρίου).88 Στη Βενετία, στη Ρώμη και αλλού οι άνθρωποι απολάμβαναν τις γιορτές, αλλά στους θαλάμους των συμβουλίων υπήρχε ακόμη ο φόβος των Τούρκων.

Αν και όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στους Λεονάρντο Ντονάντο και Αντόνιο Τιέπολο, τούς πρεσβευτές τους στην Ισπανία, ο Τούρκος δεν ήταν πια ιδιαίτερα υπολογίσιμος στη θάλασσα (ilquale benchè si possa con ragion dire che si ritrovi hora nelle cose da mar poco potente… ), παρέμενε πάρα πολύ ισχυρός στη στεριά. Ο σουλτάνος είχε υπό τις διαταγές τού τεράστιους αριθμούς ιππέων και πεζών. Δεν έπρεπε να τον αφήσουν να αναπνεύσει, αλλά να τον παρενοχλούν παντού από τη θάλασσα όλο τον χειμώνα που ερχόταν. Αν υπήρχε ποτέ ευκαιρία να αρπάξουν τουρκικό έδαφος, αυτή ήταν τώρα. Οι πρεσβευτές ή τουλάχιστον ο ένας, ο Ντονάντο, έπρεπε να επιδιώξουν ακρόαση με τον βασιλιά και να σταθούν στην αναγκαιότητα να διαχειμάσει ο χριστιανικός στόλος σε τουρκικό έδαφος, για την εκπλήρωση τής θείας αποστολής τους (…la importantia dell’ invernar dell’ armate Christiane nei paesi del Turco per poter far di quelle imprese et di quei progressi che dal Signor Dio et dalla opportunità del tempo sarà lor poste inanzi).

Η αποτυχία να περάσουν τον χειμώνα στα νερά και ανάμεσα στα νησιά των Τούρκων θα σήμαινε ότι θα ξεκινούσαν ξανά από την αρχή όταν ερχόταν η άνοιξη, με πολύ λιγότερο αισιόδοξες προσδοκίες. Χρειάζονταν περαιτέρω επιτυχίες, για να ενθαρρυνθούν οι άλλοι ηγεμόνες να προσχωρήσουν στη συμμαχία. Αν οι σύμμαχοι δεν χρησιμοποιούσαν καλά τη νίκη που τούς είχε δώσει ο Θεός, ο Τούρκος θα ξανασυγκέντρωνε στόλο, γιατί πολλές από τις γαλέρες του είχαν διαφύγει από το Λεπάντο και άλλες βρίσκονταν ακόμη στην Κύπρο. Σύντομα θα ενίσχυε τις χερσαίες δυνάμεις του, θα οχύρωνε τα νησιά του βάζοντας φρουρές σε αυτά και θα επαναλάμβανε τις επιθέσεις του εναντίον χριστιανών. Οι Ενετοί πρεσβευτές έπρεπε επομένως να προσπαθήσουν να πείσουν την Καθολική του Μεγαλειότητα να διατάξει τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας να διαχειμάσει «στις χώρες τού Τούρκου» (nei paesi del Turco), στον Μοριά, στο Νεγκροπόντε, στο νησί τής Ρόδου ή κάπου στο Αρχιπέλαγος.89

Παρά το γεγονός ότι κυκλοφορούσε αναφορά από την Ουγγαρία, σύμφωνα με την οποία στα μέσα Νοεμβρίου (1571) οι Τούρκοι αρνούνταν να πιστέψουν την ήττα τού στόλου τους,90 ο σουλτάνος και οι πασάδες δεν διατηρούσαν αυταπάτες. Αν υπήρχε κάποιoς αξιοσημείωτος Οθωμανός στο Λεπάντο, ήταν ο Καλαβρέζος εξωμότης Ουλούτζ Αλή και τώρα τον χρειάζονταν στην Υψηλή Πύλη. Λεγόταν ότι μετά τη μάχη ο Ουλούτζ Αλή είχε αποσυρθεί στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) και στη συνέχεια αναζήτησε καταφύγιο στο Λεπάντο. Σύμφωνα όμως με επιστολή τής 17ης Νοεμβρίου από τη Ρώμη, υπήρχε η άποψη ότι ο Δον Χουάν ντε Καρντόνα είχε συλλάβει τουρκική γαλιότα, την οποία ο σουλτάνος έστελνε στην ακτή τής Μπαρμπαριάς για να καλέσει τον Ουλούτζ Αλή, ενώ «ο Μεγάλος Τούρκος (Gran Turco) είχε πάρει την είδηση της ήττας τής αρμάδας του στις 17 Οκτωβρίου» και την ίδια μέρα συνεδρίασε το κυβερνητικό συμβούλιο (ντιβάνι), ενώ στη συνέχεια οι πασάδες έστειλαν να στρατολογήσουν Τάταρους και να τούς στείλουν στα δυτικά σύνορα τής αυτοκρατορίας.91

Σύμφωνα με επιστολή από τη Ρώμη (της 8ης Δεκεμβρίου),

έχουμε επιστολές από την Κέρκυρα με την αναφορά, ότι όταν ο Τούρκος έλαβε την είδηση της ήττας και τής απώλειας τής αρμάδας του, βρισκόταν στην Αδριανούπολη. Ευθύς ανέβηκε σε άλογο και ίππευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξέδωσε διάταγμα, ότι κανείς, επί ποινή ανασκολοπισμού, δεν έπρεπε να μιλά για την αρμάδα. Παράλληλα έστειλε αυστηρές εντολές σε όλους τούς σαντζακμπέηδές του, ότι εντός προθεσμίας δύο μηνών έπρεπε να έχουν ετοιμάσει, καθένας από αυτούς, μια γαλέρα με τα πάντα στη θέση τους. Θεωρείται ότι ο Ουλούτζ Αλή βρισκόταν τότε στη Μεθώνη με επτά γαλέρες, τραυματισμένος από δύο βολές αρκεβουζίου, αλλά περιμένοντας την εντολή τού κυρίου του ως προς το τι έπρεπε να κάνει, καθώς και ότι υπήρχαν εικοσιπέντε γαλέρες και κάποια άλλα μικρά σκάφη στο Λεπάντο, αλλά σε κακή κατάσταση.92

Ο Ουλούτζ Αλή πήγε στην Ισταμπούλ πριν από το τέλος τού έτους και υπέβαλε απολογία στον σουλτάνο Σελήμ. Αν όμως δεν είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, ως γενναίος και ένθερμος σκλάβος τής Πύλης, δεν θα είχε ποτέ το θάρρος να εμφανιστεί και πάλι ενώπιον τής αυτοκρατορικής του Υψηλότητας. Επίσης αν οι τουρκικές απώλειες ήσαν τόσο μεγάλες όσο έλεγαν οι άνθρωποι, ο Ουλούτζ Αλή σίγουρα θα είχε έρθει με λιγότερο ζωηρό πνεύμα. Αλλά είχε κάνει το καθήκον του και οι τουρκικές υποθέσεις βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση από εκείνες τού Χριστιανού εχθρού τής Πύλης και «έχω έρθει λοιπόν για να σάς δώσω πραγματική περιγραφή των όσων συνέβησαν». Οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν αποτολμήσει έξω στις αρχές τού έτους, «σύμφωνα με τη μεγάλη εντολή σας προς την Κύπρο, το οποίο βασίλειο έχει αποκτηθεί από το αήττητο σπαθί σας». Οι γενναίοι υπηρέτες τού σουλτάνου, φεύγοντας από την Κύπρο, είχαν φέρει «φωτιά και φλόγες» στα νησιά τού εχθρού, καίγοντας τα χωριά τους, σκοτώνοντας τούς υπηκόους τους και παίρνοντας αιχμαλώτους. Λίγα άτομα είχαν βρει ασφάλεια στα φρούρια τού εχθρού.

Οι σκλάβοι τού σουλτάνου είχαν πάρει και καταστρέψει το Μπετίμο (;), είχαν ανακτήσει το Σόποτο και είχαν καταλάβει επίσης το Ντουλτσίνιο, τη Μπούντουα και το Αντίβαρι. Είχαν περάσει στην καρδιά τής ίδιας τής Αδριατικής, συλλαμβάνοντας ενετικές γαλέρες και πλοία. Τότε είχαν τελικά συναντήσει τη χριστιανική αρμάδα και «είχαμε πολεμήσει ηρωικά» (l’ havemo combattuta gagliardamente). Ο Αλή πασάς είχε δώσει στον Ουλούτζ Αλή τη διοίκηση τής τουρκικής αριστερής πτέρυγας: «Αιφνιδίασα και έτρεψα σε φυγή τις γαλέρες τής δεξιάς τους πτέρυγας». Αν και ήταν αλήθεια ότι οι ενετικές γαλεάσες είχαν κάνει μεγάλη ζημιά στις γαλέρες τού σουλτάνου, «η Υψηλότητά σας να είστε βέβαιος, ότι οι απώλειες τού εχθρού δεν ήσαν μικρότερες από τις δικές σας», πράγμα που ήταν μακριά από την αλήθεια. Αλλά ο Ουλούτζ Αλή ισχυριζόταν ότι οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν κατακτητές, γιατί μετά τη ναυμαχία είχαν διαφύγει προς τα φρούρια τους. Ο σουλτάνος έπρεπε λοιπόν να χαίρεται με την κατοχή τής Κύπρου «και τόσων άλλων πόλεων». Έπρεπε να ενισχύσει την αρμάδα του. Οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν να διορθώσουν τις ελλείψεις τους σε ανθρώπινο δυναμικό και τις θρυμματισμένες γαλέρες τους. «Ο πόλεμος θα τελειώσει αυτό το ερχόμενο έτος με τον αφανισμό τους και αν μπορώ να υπηρετήσω την Υψηλότητά σας, χρησιμοποιήστε με όπως θέλετε».93

Ο σουλτάνος ίσως χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει τον ατρόμητο κουρσάρο πολύ σύντομα, γιατί οι Ενετοί εξέταζαν σοβαρά μεγάλης κλίμακας επιθέσεις κατά τής Ισταμπούλ ή τής Κύπρου. Αν ο αυτοκράτορας προσχωρούσε στην Ιερά Συμμαχία ως σοβαρός σύμμαχος, ίσως υπήρχαν καλοί λόγοι να καταστήσουν στόχο τους την τουρκική πρωτεύουσα. Για τη Βενετία η Κύπρος ήταν ίσως η πιο ελκυστική εναλλακτική λύση, γιατί υπήρχαν πολλοί χριστιανοί στο νησί που ήσαν αφοσιωμένοι στον Άγιο Μάρκο. Επίσης η Κύπρος, όπως έγραφε ο νούντσιος Φακκινέττι στον καρδινάλιο Τζιρολάμο Ρουστικούτσι, ήταν «πολύ απαραίτητη για τη Χριστιανοσύνη, στον βαθμό που κανένα άλλο κράτος δεν βρίσκεται σε πιο κατάλληλη τοποθεσία για την εκστρατεία προς τούς Αγίους Τόπους»,94 ενώ όλοι γνώριζαν την προσήλωση τού πάπα στην ανάκτηση τού Παναγίου Τάφου.

Στην εκστρατεία τού 1571, όπως και σε εκείνη τού προηγούμενου έτους, οι επισφαλείς ελιγμοί τού Ντόρια είχαν επικριθεί ευρύτατα, ίσως άδικα το 1571 και διάφορα άτομα έσπευδαν να τον υπερασπιστούν.95 Όμως οι επικρίσεις για τον Ντόρια ξεθώριαζαν ως άνευ σημασίας σε σύγκριση με τούς φόβους που ξεσηκώνονταν στη Βενετία και στη Ρώμη, ως αποτέλεσμα τής διαφωνίας μεταξύ Δον Ζουάν και Σεμπαστιάνο Βενιέρ. Όταν ο Λεονάρντο Κονταρίνι διορίστηκε πρεσβευτής στον Δον Ζουάν (στις 17 Νοεμβρίου 1571), πήρε εντολή να πάει στη Μεσσίνα μέσω Ρώμης, όπου «θα φιλήσετε τα πόδια τού πάπα και θα επισκεφτείτε τον επιφανέστατο καρδινάλιο Ρουστικούτσι [τότε παπικό υπουργό εξωτερικών], καθώς και όσες άλλες προσωπικότητες εκτιμήσετε ότι θα βοηθήσουν ενδεχομένως τις υποθέσεις μας». Μεταξύ αυτών θα ήταν ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, για τον οποίο υπήρχε η άποψη ότι είχε ήδη επιστρέψει στη Ρώμη. Χρησιμοποιώντας περισσότερη από τη συνήθη επιδεξιότητά του (και τη συνήθη κολακεία), ο Κονταρίνι έπρεπε να προσπαθήσει να μάθει την έκταση τού συνεχιζόμενου θυμού τού Δον Ζουάν και τα πιθανά αποτελέσματά του, «αν ο επιφανέστατος άρχοντας Δον Ζουάν διατηρεί κάποια δυσαρέσκεια για οποιονδήποτε λόγο κατά τού δικού μας ναυτικού γενικού διοικητή» (se nell’ illustrissimo Signor Don Giovanni sia rimasto alcun risentimento per qual si voglia causa contra il capitanio nostro general da mar).

Η Ενετική Σινιορία διατηρούσε φυσικά τη μεγαλύτερη δυνατή αγάπη για τον Δον Ζουάν και

ακριβώς όπως μάθαμε με άπειρη δυσαρέσκεια για τη διαφωνία που προέκυψε μεταξύ τής Υψηλότητάς του και τού εν λόγω στρατηγού μας, έτσι είμαστε επίσης ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι, μαθαίνοντας για την επανασυμφιλίωση που επιτεύχθηκε ύστερα από τη ναυμαχία….

Όπως γνώριζε καλά ο Μαρκ’ Αντόνιο, η αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία μεταξύ Δον Ζουάν και Βενιέρ μόνο καλό μπορούσε να κάνει για την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου. Όταν ο Κονταρίνι έφτανε στη Νάπολη, έπρεπε να απευθύνει πλούσια λόγια επαίνου και φιλίας στον καρδινάλιο ντε Γκρανβέλ, τον αντιβασιλέα, και στη συνέχεια να περάσει στη Μεσσίνα και στον Δον Ζουάν.96

Ο Πίος Ε’ και η Σινιορία είχαν προτρέψει τον Φίλιππο Β’ και τον Δον Ζουάν να προχωρήσουν σε μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ο κακότροπος γέρος πολεμιστής Βενιέρ το έκανε ήδη. Προς το τέλος Νοεμβρίου είχε καταλάβει το Μαργαρίτι και είχε ανακτήσει το φρούριο στο Σόποτο.97 Η Γερουσία σχεδίαζε ή τουλάχιστον έλπιζε για ακόμη ισχυρότερο στόλο κατά το επόμενο έτος από εκείνον που είχε αντιμετωπίσει τούς Τούρκους στο Λεπάντο.98 Στις αρχές Ιανουαρίου (1572) ο Λεονάρντο Κονταρίνι, τώρα στη Μεσσίνα, έπαιρνε εντολή να αγοράσει παστά κρέατα, τυριά, λαχανικά και κρασιά «σε μεγάλη ποσότητα», καθώς και άλλα τροφοεφόδια για τον ενετικό στόλο, ο οποίος δεν μπορούσε να τροφοδοτηθεί «στα νησιά μας στην Ανατολική Μεσόγειο… λόγω των πολύ μεγάλων απωλειών που έχουμε υποστεί ως αποτέλεσμα τής εισβολής τού εχθρού». Για τις αγορές του, οι οποίες θα φορτώνονταν σε ένα μεγάλο πλοίο ή δύο μικρότερα για παράδοση στον στόλο, ο Κονταρίνι θα βασιζόταν σε κάποιον Πλάτσιντο Ραγκατσόνι, Ενετό πολίτη, ο οποίος ήταν «πρακτικός και επαρκής σε κάθε διαχείριση» (pratico et sofficiente in ogni maneggio).99

Ο Ραγκατσόνι όμως αντιμετώπιζε συνεχώς δυσκολίες, γιατί στην καλύτερη περίπτωση οι Ενετοί και οι Ισπανοί ήσαν πολύ ανήσυχοι σύμμαχοι. Οι βασιλικοί εκπρόσωποι στη Σικελία, όπου υπήρχε «μεγάλη αφθονία σιτηρών» (grandissima abondanza di grani), αποδεικνύονταν ενοχλητικοί, καθώς πωλούσαν τα σιτηρά τους σε πολύ υψηλότερη τιμή από εκείνη που είχαν προηγουμένως συμφωνήσει οι Ενετοί να πληρώσουν. Ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν λοιπόν στον Λεονάρντο Ντονάντο, τον πρεσβευτή τους στην Ισπανία, να προβεί σε κατάλληλη διαμαρτυρία στον Φίλιππο Β’, επισημαίνοντας τη ζημιά που γινόταν στα συμφέροντα τής μεγαλειότητάς του, καθώς και σε εκείνα τής Χριστιανοσύνης.100 Ο πόλεμος με τούς Τούρκους αύξανε πάντοτε τον ζήλο των Ενετών για τα συμφέροντα τής Χριστιανοσύνης.

Στη Ρώμη υπήρχε ανησυχητική φήμη, ότι ο Δον Ζουάν είχε προτείνει να ξεκινήσει στο τέλος Φεβρουαρίου (1572) για επίθεση εναντίον τής Τύνιδας,101 η οποία, αν ίσχυε, θα έκανε πιθανότατα απίθανη μια εκστρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο, όταν ερχόταν η άνοιξη. Ο Πίος Ε’ είχε διορίσει σε επιτροπή ή σύναξη για τη σταυροφορία τούς καρδιναλίους Τζιοβάννι Μορόνε, Τζιανπάολο ντέλλα Κιέζα, Πιέτρο Ντονάτο Τσέζι, Τζιοβάννι Αλντομπραντίνι και Τζιρολάμο Ρουστικούτσι. Επιστολή από τη Ρώμη με ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου (1571) μάς λέει κάτι για τη δραστηριότητα τής σύναξης, η οποία επιδίωκε να δέσει τούς συμμάχους μαζί στην Ιερά Συμμαχία. Συνεδρίασε τη Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου στο διαμέρισμα τού Μορόνε στο ανάκτορο τού Βατικανού, όταν μόνο ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα συμμετείχε μαζί με τούς καρδινάλιους. Την Τρίτη κάλεσαν τον Χουάν ντε Θουνίγκα και τον αδελφό του Ρεκέσενς, τον μεγάλο διοικητή τής Καστίλλης, ενώ την επόμενη μέρα συνάντησαν τον Ενετό πρεσβευτή Τζιοβάννι Σοράντσο.

Οι Θουνίγκα και Ρεκέσενς ανέφεραν εκτενώς στον Φίλιππο Β’ σε δύο επιστολές τής 12ης Δεκεμβρίου. Ο Μορόνε τούς είχε πει εν συντομία, ότι οι σύμμαχοι τής Ναυπάκτου είχαν την υποχρέωση να αξιοποιήσουν «το μέγα έλεος που έχει προσφέρει ο Θεός σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη με αυτή τη νίκη» (la gran merced que Dios avía hecho a toda la Christiandad en esta vitoria), γιατί η νίκη λίγα πράγματα θα απέδιδε, αν παρέλειπαν να αδράξουν τη σταλμένη από τον Θεό ευκαιρία, «να συντρίψουν ολοκληρωτικά τη δύναμη τού κοινού εχθρού τής Χριστιανοσύνης». Απαντήσαμε, λέει ο Θουνίγκα, με τούς ίδιους όρους, εκθειάζοντας τη χάρη τού δώρου τού Θεού προς εμάς και εγκωμιάζοντας τον ζήλο τής Αγιότητάς του να εξασφαλίσει, ότι αυτή η χρυσή ευκαιρία δεν θα χανόταν, αλλά ίσως διαφωνούσαμε κοιτάζοντας ο καθένας από εμάς το πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο και επιλέγοντας διαφορετικά μέσα για τον ίδιο ουσιαστικά σκοπό.102

Αν και ο συγγραφέας τής επιστολής τής 15ης Δεκεμβρίου δεν είχε φυσικά παραστεί σε αυτές τις διαδικασίες, ήταν καλά πληροφορημένος. Ανέφερε ότι υπήρχε κάποια διαφωνία ως προς τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί μέχρι τότε κάθε σύμμαχος στον αγώνα με τον Τούρκο, καθώς και στο ποια από τις δύο επιχειρήσεις (imprese) έπρεπε να αναλάβει η χριστιανική αρμάδα, «όπου οι Ισπανοί ήθελαν εκείνη τής Αφρικής και οι Ενετοί τής Ανατολικής Μεσογείου» (volendo li Spagnoli quella dell’ Africa et Venetiani Levante). Ο Πίος Ε’ ευνοούσε κίνηση προς την Ανατολική Μεσόγειο, γιατί αν οι Τούρκοι ήσαν πραγματικά σακατεμένοι εκεί, η ακτή τής Μπαρμπαριάς θα μπορούσε εύκολα να καταληφθεί από τούς χριστιανούς. Όπως είχε πει ο Μορόνε στους Θουνίγκα και Ρεκέσενς, ήταν σημαντικό να εξασφαλιστεί η προσχώρηση τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού στη συμμαχία και ο Πάολο Οντεσκάλκι θα αναχωρούσε για τη Βιέννη σε τέσσερις ή πέντε μέρες, για να προσφέρει στον αυτοκράτορα κάθε πιθανό κίνητρο. Όταν τελείωναν οι γιορτές των Χριστουγέννων, ο πάπας θα έστελνε τον Αντόνιο Μαρία Σαλβιάτι στη Γαλλία, για να προσπαθήσει να πείσει τη χριστιανικότατη μεγαλειότητά του «να προσχωρήσει στη συμμαχία» (ad intrar nella Lega).103 Επίσης θα διαμαρτυρόταν για τον διορισμό από τον βασιλιά του Φρανσουά ντε Νοαίγ, τού «αιρετικού» επισκόπου τού Νταξ, ως Γάλλου πρεσβευτή στην Πύλη.104

Περίπου την ίδια ώρα (στις 16 Δεκεμβρίου) ο Πίος Ε’ απεύθυνε εύγλωττο σημείωμα προς τον Αλφόνσο Β’ ντ’ Έστε τής Φερράρας. Ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον Φίλιππο Β’ και τον δόγη Αλβίζε Μοτσενίγκο είχε, όπως δήλωνε, εργαστεί μέσα από αντιξοότητες, με την πεποίθηση ότι ο Θεός θα αντάμειβε τις προσπάθειές τους κατά των Τούρκων. Όμως ακριβώς όπως δεν θα ήταν συνετό πριν από το Λεπάντο να θρηνούν για το μέλλον τής Εκκλησίας, όταν φαινόταν ότι το σιχαμερό τέρας, ο Τούρκος, θα καταλάμβανε όλες τις θάλασσες και θα λεηλατούσε όλες τις ακτές τής Χριστιανοσύνης, ακριβώς έτσι θα ήταν τώρα λάθος να σκέφτονται, ότι σπασμένο και νικημένο το τέρας θα παρέμενε ήσυχο. Καθόλου. Υποκινούμενο από το πλήγμα που είχε δεχτεί, σχεδίαζε μέρα και νύχτα κάποιον τρόπο για να ξεράσει το δηλητήριό του πάνω στους χριστιανούς και να καταπραΰνει τη θλίψη του με κάποια φοβερή σφαγή. Διωγμένος από τη θάλασσα, άραγε ποια άλλη πιθανή επιχείρηση θα επιδίωκε, αν όχι κάποια μεγάλη επίθεση εναντίον τής αυτοκρατορικής επικράτειας τού Μαξιμιλιανού;

Μια εισβολή στην Κεντρική Ευρώπη θα αποτελούσε απειλή για όλους τούς χριστιανούς και έπρεπε να απωθηθεί από όλους. Ο Πίος και οι σύμμαχοί του στην Ιερά Συμμαχία είχαν υποσχεθεί στον Μαξιμιλιανό όλα τα χρήματα, το ιππικό και το πεζικό που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαθέσουν. Αλλά δεδομένου ότι οι πόροι των συμμάχων ήσαν σαφώς μικρότεροι από εκείνους που χρειάζονταν για την αντιμετώπιση τού κινδύνου, «γιατί πρέπει επίσης να διατηρούμε τόσο μεγάλο στόλο», ο Πίος αναγκαζόταν να στραφεί για βοήθεια και στους άλλους αγαπημένους του γιους, «μεταξύ των οποίων θεωρούμε εσάς προσφιλέστατο, με τη δική σας ανάλογη δίκαιη αμοιβή». Εκτιμώντας την κοινωνική κατάσταση τού Αλφόνσο ντ’ Έστε και τα προφανή μέσα του, ο Πίος θεωρούσε ότι ως δούκας τής Φερράρας θα μπορούσε εύκολα να συμβάλει στην κοινή υπόθεση με χίλιους πεζούς και τριακόσιους ιππείς. Η Αγιότητά του χρειαζόταν την απάντηση τού Αλφόνσο σε αυτή την έκκληση το συντομότερο δυνατό,

έτσι ώστε να είμαστε σε θέση όχι μόνο να καταστήσουμε τον Μαξιμιλιανό πιο βέβαιο για να αντισταθεί σε επίθεση από τον εχθρό και να υπερασπιστεί τη χριστιανική κοινοπολιτεία σε αναμονή τής κοινής μας υποστήριξης, αλλά και για να τον εμπνεύσουμε να εισβάλει στον εχθρό και να τον καταβάλει…105

Ο Μαξιμιλιανός είχε πληρώσει τον τουρκικό φόρο υποτέλειας για το 1571. Θα πλήρωνε και για το 1572 και δεν θα υπήρχε εισβολή στην αυτοκρατορία.

Στο μεταξύ ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας είχε στείλει δύο συνταγματάρχες στη Γερμανία, για να προσλάβουν έξι χιλιάδες μισθοφόρους «για υπηρεσία στη συμμαχία» (per servitio della lega), πράγμα το οποίο είχε οδηγήσει τον Ντιέγκο Γκουζμάν ντε Σίλβα, τον Ισπανό πρεσβευτή στη Βενετία, να εμφανιστεί ενώπιον τού Κολλέγιου, για να ζητήσει την ελεύθερη και ασφαλή διέλευσή τους από ενετικό έδαφος. Ο Γκουζμάν ντε Σίλβα ήθελε επίσης να προβλέψει η Σινιορία για τη μεταφορά τους στο Οτράντο, «για να επιβιβαστούν στη συνέχεια στον στόλο» (per imbarcarsi poi sopra l’ armata). Σύμφωνα με τον Δον Ζουάν, δεν θα μπορούσε κανείς να ελπίζει να κάνει οτιδήποτε σημαντικό χωρίς τέτοιο σώμα στρατιωτών. Στην προσπάθειά της να υποχρεώσει τη Υψηλότητά του και να βοηθήσει την Ιερά Συμμαχία με κάθε δυνατό τρόπο, η Γερουσία ενέκρινε τα αιτήματα τού πρέσβη στον βαθμό που ήταν εφικτό. Όταν ενημερώνονταν που και πότε θα εμφανίζονταν οι Γερμανοί μισθοφόροι, οι Ενετοί θα φρόντιζαν για τις ανάγκες τους και θα τούς εφοδίαζαν με τρόφιμα με δαπάνη των Γερμανών.

Όσον για τη διάθεση σκαφών για τη μεταφορά έξι χιλιάδων στρατιωτών στο Οτράντο, αν και η Γερουσία θα ήθελε πολύ να κάνει αυτό που επιθυμούσε ο Δον Ζουάν, ήταν αδύνατο. Η Σινιορία έπρεπε να στείλει ακριβώς αυτό τον αριθμό πεζών στρατιωτών για να ενταχθούν στην αρμάδα καθώς και να μεταφέρει την απαραίτητη γαλέτα, πολεμοφόδια «και όλα τα άλλα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των γαλερών μας» (et ogni altra cosa che è necessaria per servitio delle nostre galee). Η Βενετία έπρεπε επίσης να φροντίσει για πεζικό, ζωοτροφές και οτιδήποτε άλλο για τις πόλεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Δαλματία, περιοχές στις οποίες υπήρχαν εκτεταμένες καταστροφές και έτσι οι ανάγκες τούς ήσαν μεγάλες. Η Σινιορία χρησιμοποιούσε λοιπόν κάθε σκάφος, μικρό ή μεγάλο, που μπορούσε να βρεθεί. Επιπλέον, όπως ήταν γνωστό, οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ή βυθίσει πολλά ενετικά πλοία, αλλά φυσικά ο Δον Ζουάν θα μπορούσε να αναζητήσει ναυτική μεταφορά για τα στρατεύματά του από τούς Ραγουσαίους και από άλλους.

Ο Γκουζμάν ντε Σίλβα είχε επίσης ζητήσει από τη Γερουσία να δανείσει στην Υψηλότητά του 36.000 δουκάτα, για να βοηθήσει στην πρόσληψη των Γερμανών, πράγμα που οι Ενετοί ήσαν πρόθυμοι να κάνουν, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξοφλούνταν σε μετρητά στη Μεσσίνα. Στις 22 Δεκεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν κάπως εκτεταμένα στον Λεονάρντο Κονταρίνι, τον απεσταλμένο τους στον Δον Ζουάν, αναθέτοντάς του να τα εξηγήσει όλα αυτά στην Υψηλότητά του. Η Γερουσία είχε ενημερώσει τον Γκουζμάν ντε Σίλβα, ότι τα 36.000 δουκάτα έπρεπε να επιστραφούν σε μετρητά, αλλά αν γινόταν πρόταση στη Μεσσίνα να καταβληθεί μέρος τού ποσού σε γαλέτα «και το υπόλοιπο να δοθεί σε μετρητά» (et che ‘l resto sia dato in contanti), ο Κονταρίνι μπορούσε να πει στον Δον Ζουάν, ότι αυτό ήταν απολύτως αποδεκτό από τη Σινιορία. Οι Ενετοί πρέσβεις στη Ρώμη, ο Πάολο Τιέπολο και ο Τζιοβάννι Σοράντσο, καθώς και ο γραμματέας Αλβίζε Μπουονρίτσο στη Νάπολη, είχαν ενημερωθεί για την απόφαση τής Γερουσίας σε αυτά τα ζητήματα.106

Σχεδόν τίποτε δεν ήταν πιο αναγκαίο για τις ενετικές γαλέρες από τούς κωπηλάτες. Λαμβάνοντας υπόψη τις φρικτές συνθήκες πάνω στις γαλέρες, για τις οποίες έχουμε ήδη πει αρκετά, η Σινιορία θεωρούσε απαραίτητο να αποκτήσει σκλάβους γαλερών. Μια επιστολή τής 29ης Δεκεμβρίου προς τον γενικό διοικητή Βενιέρ τού έδινε εντολή να μάθει, όσο πληρέστερα μπορούσε, τον ακριβή αριθμό των Τούρκων που είχαν συλληφθεί από τη χριστιανική αρμάδα και μπορούσαν να μπουν στο κουπί. Ο Βενιέρ έπρεπε να πάρει όλους όσους μπορούσε να πάρει «για λογαριασμό τής Σινιορίας μας» (per conto della Signoria nostra), πληρώνοντας τούς ιδιοκτήτες τους 15 έως 20 δουκάτα για καθέναν από αυτούς και, όπως και στην περίπτωση όλων των εμπορευμάτων, «λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ηλικία και την ποιότητα καθενός». Οι σκλάβοι γαλερών που θα αγόραζε έτσι ο Βενιέρ έπρεπε να είναι κατάλληλα ντυμένοι, καλά διατηρημένοι και σε αλυσίδες, «ώστε να μη μπορούν να διαφύγουν». Παρόμοιες επιστολές στάλθηκαν στον Φίλιππο Μπράγκαντιν, τον γενικό επιστάτη στην Αδριατική, στον Φραντσέσκο Ντουόντο, τον διοικητή των μεγάλων γαλερών, καθώς και σε άλλους, να αγοράσουν Τούρκους αιχμαλώτους για τα κουπιά. Όταν ήρθε η άνοιξη, η τιμή αυξήθηκε σε εικοσιπέντε δουκάτα για κάθε αρτιμελή Τούρκο αιχμάλωτο ή Χριστιανό υπήκοο τής Πύλης, «ο οποίος θα μπορούσε να κάνει κακό στις υποθέσεις μας»,107 βολική διατύπωση (παρά τις αντιρρήσεις τού Πίου Ε’) για να αλυσοδένονται χριστιανοί στους πάγκους των ενετικών γαλερών.

Βοήθεια ερχόταν στη Βενετία από διάφορες πλευρές, όπως όταν ο Τζάκομο Δ’ Κρίσπο, ο τελευταίος Χριστιανός δούκας τής Νάξου, προσφέρθηκε «να εξοπλίσει μια γαλέρα με άνδρες από το Αρχιπέλαγος, με δικά του έξοδα για υπηρεσία σε εμάς», δηλαδή να εφοδιάσει τη γαλέρα με κωπηλάτες, πλήρωμα και τουλάχιστον κάποιους στρατιώτες. Στις 5 Ιανουαρίου (1572) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Βενιέρ να μεταβιβάσει στον Τζάκομο το κύτος μιας γαλέρας στον Χάνδακα, μαζί με τον απαραίτητο εξοπλισμό, «για να μπορέσει να την εξοπλίσει, όπως προσφέρεται, για υπηρεσία στις υποθέσεις μας» (accioch’ egli possa armarlo, come si è offerto per servitio delle cose nostre).108

Η Σινιορία προσπαθούσε να συγκροτήσει τον στόλο και τώρα ήθελε κάποια χαλάρωση στη χρήση του. Όταν λοιπόν ο Βενιέρ έγραψε (στις 24 Δεκεμβρίου), ότι είχε τότε εξηντατέσσερις γαλέρες, τις οποίες ήθελε να χρησιμοποιήσει για «κάποια επιχείρηση στην Ανατολική Μεσόγειο», ο δόγης και η Γερουσία τού έδωσαν εντολή (στις 19 Ιανουαρίου) να μην πάει πάρα πολύ μακριά. Προσπαθούσαν μέσω των Πάολο Τιέπολο και Τζιοβάννι Σοράντσο στη Ρώμη, να μεριμνήσουν για τη συγκέντρωση των ισπανικών και των παπικών γαλερών στην Κέρκυρα ήδη από τις αρχές Μαρτίου, ώστε να έχουν αρκετό χρόνο για να κάνουν κάτι. Ο Βενιέρ έπρεπε να έχει τις γαλέρες του έτοιμες στην Κέρκυρα ή σε οποιοδήποτε άλλο ραντεβού αποφασιζόταν, όταν οι δύο σύμμαχοι τής Δημοκρατίας θα έμπαιναν σε λιμάνι. Έπρεπε επίσης να μεταφέρει στο νησί το πεζικό που θα συγκέντρωνε η Σινιορία στο Οτράντο, στο Μπρίντιζι και σε γειτονικές περιοχές. Στην πραγματικότητα έπρεπε να έχει έτοιμες εκατό γαλέρες ως ενετικό μερίδιο στην αρμάδα, «εκτός από τις δέκα που επιθυμούμε να παραμείνουν σε επιφυλακή στην Αδριατική».

Μόλις ο Βενιέρ έπαιρνε νέα για «την ώρα και τον τόπο τής Ένωσης», έπρεπε να προχωρήσει με τις εκατό γαλέρες του και έξι γαλεάσες «με κάθε ταχύτητα και ετοιμότητα σε εκείνες τις επιχειρήσεις, που θα ευχαριστεί τον Κύριο τον Θεό μας να ετοιμάσουμε» (con ogni celerità et prontezza a quelle imprese che piacerà a nostro Signor Dio di prepararci). Κατά τον δόγη και τη Γερουσία ο Βενιέρ είχε αρκετές γαλέρες σε καλή κατάσταση, πυροβολικό, προμήθειες και πυρομαχικά για επιτυχημένη εκστρατεία. Θα μπορούσε επίσης να συλλάβει κατάλληλο αριθμό ανδρών σε τουρκικό έδαφος, για να τούς βάλει στα κουπιά. Δεν θα ήταν δύσκολο να βρεθούν άνδρες προς στρατολόγηση, δελεασμένοι από την προοπτική των λαφύρων και παρακινημένοι από την επιθυμία για εκδίκηση (eccitati dalla vendeta), για να ξεπληρώσουν τα πλήγματα, τις πυρπολήσεις και τις βίαιες ληστείες που υφίσταντο από τούς Τούρκους εδώ και χρόνια.

Για παράδειγμα οι κάτοικοι τού νησιού τής Ζακύνθου ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και τώρα η Σινιορία θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τούς βοηθήσει. Η Γερουσία είχε συγκεντρώσει 100.000 δουκάτα για να τα στείλει στον Βενιέρ με τα δύο πρώτα πλοία που θα ξεκινούσαν φορτωμένα με γαλέτα και τα οποία ανέμεναν απλώς για καλό καιρό. Άλλα 100.000 δουκάτα θα πήγαιναν στον Βενιέρ με τις έξι γαλεάσες.109 Ορισμένα μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να συγκεντρωθούν οι συμμαχικοί στόλοι ακόμη πιο ανατολικά, στον Χάνδακα και όχι στην Κέρκυρα, αλλά προφανώς δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν αρκετές ψήφους, για να γίνει επίσημη πρόταση και να ενημερωθεί αντίστοιχα ο γενικός διοικητής.110

Ο Πίος Ε’ και ο Δον Ζουάν προετοίμαζαν με την ίδια επιμέλεια τον παπικό και τον βασιλικό στόλο. Οι Ισπανοί όμως δεν μπορούσαν να ξεχάσουν την εκτέλεση από τον Σεμπαστιάνo Βενιέρ ενός λοχαγού και τριών στρατιωτών στη βασιλική υπηρεσία. Ο Φίλιππος Β’, ο Δον Ζουάν και ο Πίος υποστήριζαν όλοι την απομάκρυνση τού Βενιέρ από την ενετική διοίκηση, τον οποίο υπερασπιζόταν ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο με έντονη επιμονή. Ο Δον Ζουάν δεν μπορούσε να αντέξει στη σκέψη ότι θα χρειαζόταν για μια ακόμη φορά να ασχολείται με τον Βενιέρ και ο Πίος συνέχιζε τις προσπάθειές του για να εξασφαλίσει την εκλογή κάποιου άλλου στη θέση τού Βενιέρ.111 Παρά την απροθυμία και την δυσαρέσκειά της, η παλαιά φρουρά στη Βενετία έπρεπε να υποχωρήσει.

Στις 31 Ιανουαρίου (1572) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Βενιέρ, ότι είχαν αποφασίσει να έχουν δύο γενικούς διοικητές, όπως είχε συμβεί σε άλλες περιπτώσεις, έτσι ώστε να είναι σε θέση να στείλουν έναν από αυτούς με τούς στόλους τής συμμαχίας και να χρησιμοποιούν οι ίδιοι τον άλλο σε επιχειρήσεις υψίστης σημασίας.

Αποφασίσαμε [συνεπώς] να εκλέξουμε κι άλλον ένα γενικό διοικητή, με τον περιορισμό ότι όταν αυτός βρίσκεται στην περιοχή σας πρέπει να κατεβάζει τη σημαία και τον φανό διοίκησης και να παραμένει στην υπακοή σας.

Ο δεύτερος γενικός διοικητής θα αναγορευόταν ως συνήθως με ψηφοφορία (per scrutinio) στη Γερουσία και η επίσημη εκλογή θα γινόταν στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio).112

Η εχθρότητα τού Δον Ζουάν απέναντι στον Βενιέρ ήταν, όπως είδαμε, καθόλου λιγότερη τον Ιανουάριο σε σχέση με την περίοδο πριν από το Λεπάντο.113 Ήταν φυσικά ο λόγος για την εκλογή τού Τζάκομο Φοσκαρίνι, ο οποίος υπηρετούσε ήδη ως γενικός επιστάτης στη Δαλματία. Ο Φοσκαρίνι ενημερώθηκε για τη νέα του θέση με επιστολή από τον δόγη και τη Γερουσία με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου. Τού έλεγαν να ετοιμαστεί άμεσα για να πάει στην Κέρκυρα, όπου θα εύρισκε τον ενετικό στόλο «και να είναι έτοιμος να ενωθεί σε αυτόν τον τόπο με τον παπικό και τον Καθολικό στόλο, ακριβώς όπως έχει αποφασιστεί στη Ρώμη» (et esser pronto a congiongersi in quel luogo con l’ armata pontificia et Catholica, sicome è stato in Roma determinato). Η Ένωση των τριών στόλων προσδιοριζόταν τώρα «για τις αρχές τού μήνα Απρίλιου, όπως έχουμε ενημερωθεί από τη Ρώμη».114

Για να επιτραπεί η ταχεία αναχώρηση τού Φοσκαρίνι για την Κέρκυρα, ο Αλβίζε Γκριμάνι είχε ήδη επιλεγεί για διάδοχός του ως επιστάτης. Ο Γκριμάνι θα έφευγε από τη Βενετία μέσα σε έξι μέρες και θα έφερνε στον Φοσκαρίνι τη σημαία τού γενικού διοικητή. Ο Φοσκαρίνι βρισκόταν τότε στη Ζάρα. Όταν ο Γκριμάνι τού πήγαινε τη σημαία, θα έσπευδε στην Κέρκυρα με οκτώ γαλέρες τού Κόλπου. Το έγγραφο τής αποστολής του θα τού στελνόταν μαζί με χρήματα και οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν.115 Τα 200.000 δουκάτα, που αναφέρθηκαν πιο πάνω στην επιστολή τής Γερουσίας προς τον Βενιέρ, τώρα πήγαιναν όχι σε αυτόν αλλά στον Φοσκαρίνι.116

Ο Βενιέρ ενημερώθηκε δεόντως για την εκλογή τού Τζάκομο Φοσκαρίνι ως γενικού διοικητή με επιστολή τού δόγη και τής Γερουσίας με ημερομηνία 9 Φεβρουαρίου (1572). Και οι δύο στρατηγοί θα συνέχιζαν να μαζεύουν όσους κωπηλάτες μπορούσαν, γιατί, όπως γνωρίζουμε, οι ελλείψεις σε «άνδρες για τα κουπιά» (homini da remo) ήσαν από τα κύρια προβλήματα των χριστιανών διοικητών γαλερών, από τη στιγμή που είχε αρχίσει ο πόλεμος με την Υψηλή Πύλη. Η Γερουσία θεωρούσε ότι ο Βενιέρ ήταν, και όντως ήταν, απασχολημένος με την πρόσληψη κωπηλατών και με τη διεκπεραίωση κάθε άλλης πρόβλεψης για τον τεράστιο στόλο των εκατό γαλερών, τον οποίο η Γερουσία επιθυμούσε και ανέμενε να είναι έτοιμος για δράση και συγκεντρωμένος στην Κέρκυρα στις αρχές Απριλίου. Στο μεταξύ, η Γερουσία ήθελε να έρθει ο Βενιέρ από το νησί τής Κέρκυρας σε εκείνο τής Λεσίνα (Χβαρ), στα ανοιχτά τής δαλματικής ακτής, με τις άοπλες γαλέρες (li arsili) που είχαν παρθεί από τούς Τούρκους στο Λεπάντο. Ταυτόχρονα έπρεπε να ρυμουλκήσει αριθμό άλλων γαλερών στη Λεσίνα, «επειδή είναι ιδιαίτερης σημασίας να μην παραμένουν σε αυτόν τον τόπο, με τόσο κίνδυνο να πυρποληθούν και να πάει κάτι στραβά…» (essendo di molta importanza che non restino in quel luogo con tanto pericolo di esser abrusciati et andar di male…). Ο Βενιέρ ίσως επίσης συναντούσε τον Φοσκαρίνι στη Λεσίνα, όπου θα μπορούσε να τού δώσει ορισμένες απαραίτητες οδηγίες. Στη συνέχεια, ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα, θα μπορούσε να διατάξει την μεταφορά τού πεζικού που είχε μαζευτεί στο Μπρίντιζι και στο Οτράντο με τις γαλέρες που παρέμεναν στην Κέρκυρα.117

Είναι περίεργη, αμήχανη επιστολή. Στον Βενιέρ δεν απαγορευόταν ειδικά να είναι παρών κατά την ένωση των στόλων τον Απρίλιο (αν οι Ισπανοί μπορούσαν να φτάσουν στην Κέρκυρα τόσο νωρίς), αλλά τού δινόταν κάθε ευκαιρία να αποφύγει περαιτέρω επαφή με τον Δον Ζουάν. Σε κάθε περίπτωση η ενασχόληση με τον νεαρό αρχιστράτηγο θα αφηνόταν στον Φοσκαρίνι. Το μήνυμα όμως ήταν πάρα πολύ σαφές, γιατί όπως αναφέρει άλλο έγγραφο τής Γερουσίας, ο Βενιέρ είχε «διαχωριστεί από τις δυνάμεις τής συμμαχίας» (separato dalle forze della lega). Παρ’ όλα αυτά, για να τον τιμήσει η Γερουσία πρότεινε να εξοπλίσει δέκα ακόμη γαλέρες με ποικιλία ανθρώπινου δυναμικού και να τις θέσει υπό τις διαταγές τού παλαιού πολεμιστή, «[για] να τού επιτρέψουν να συνεχίσει να αγωνίζεται γενναία στην υπηρεσία μας» ([per] dargli modo di poter continuar adoperarsi valorosamente nei servitii nostri).118

Ύστερα από μερικούς μήνες με τα συνήθη παζάρια μεταξύ Ενετών και Ισπανών, η «διομολόγηση» τής Ιεράς Συμμαχίας ανανεώθηκε στη Ρώμη, στο Παλάτι τού Βατικανού, στις 10 Φεβρουαρίου (1572). Τον Φίλιππο Β’ εκπροσωπούσαν ο καρδινάλιος Φρανσίσκο Πατσέκο, ο Δον Χουάν ντε Θουνίγκα και ο Λούις ντε Ρεκέσενς, ο μεγάλος διοικητής τής Καστίλλης, ο οποίος είχε πρόσφατα διοριστεί διοικητής τού δουκάτου τού Μιλάνου. Οι Πάολο Τιέπολο και Τζιοβάννι Σοράντσο ενεργούσαν για λογαριασμό τής Σινιορίας. Ο Πίος Ε’ ήταν παρών στη διαδικασία, όπως και οι καρδινάλιοι Τζιοβάννι Μορόνε, Τζιανπάολο ντέλλα Κιέζα, Τζιοβάννι Αλντομπραντίνι και Τζιρολάμο Ρουστικούτσι. Το κείμενο είχε υπογραφεί και δημοσιευτεί από τον διοικητικό προϊστάμενο (ντατάριο) Άντιμο Μαρκεζάνο.

Οι Ισπανοί είχαν τελικά συμφωνήσει «να γίνουν ο πόλεμος και οι επιχειρήσεις αυτής τής χρονιάς στις περιοχές τής Ανατολικής Μεσογείου» (che la guerra et imprese di quest’ anno si faccino nelle parti di Levante). Είχαν αναβάλει την προτεινόμενη εκστρατεία εναντίον τής Τύνιδας και τής Μπιζέρτα. Οι γαλέρες τους θα πήγαιναν με εκείνες τής Αγίας Έδρας και τής Βενετίας να αναζητήσουν την τουρκική αρμάδα, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτήν, στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο παπικός και ο Καθολικός στόλος έπρεπε να συναντηθούν στη Μεσσίνα τον Μάρτιο και να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση, για να ενωθούν με τούς Ενετούς στην Κέρκυρα. Αυτή τη χρονιά η χριστιανική αρμάδα θα αριθμούσε, αν ήταν δυνατό, 250 γαλέρες και εννέα γαλεάσες, γιατί οι Ενετοί υποτίθεται ότι θα διέθεταν «περισσότερο από το μερίδιό τους». Η Αγία Έδρα έπρεπε να προσκομίσει 12 γαλέρες, ο Φίλιππος Β’ όχι λιγότερες από 100 «και εκτός από αυτές τις γαλέρες τουλάχιστον εικοσιτέσσερα πλοία μεταφοράς, καθώς και η Ενετική Σινιορία τουλάχιστον δεκαέξι».

Η Αγιότητά του θα εφοδίαζε την αρμάδα με πεζικό 2.000 ανδρών, ο Φίλιππος με τουλάχιστον 18.000 πεζικό και 300 ιππείς και οι Ενετοί με 12.000 πεζικό και 200 ιππείς. Γίνονταν οικονομικές ρυθμίσεις για την κάλυψη τού πολύ μεγάλου αριθμού γαλερών, που οι σύμμαχοι ήθελαν να θέσει η Σινιορία στη διάθεση τής συμμαχίας, αλλά και να καλύψει τυχόν αύξηση των πεζών στρατιωτών (πέρα από τούς 32.000 fanti που είχαν οριστεί), «υπό τον όρο ότι δεν θα υπερβαίνουν συνολικά τις 40.000». Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί ανέμεναν τη συγκέντρωση των στόλων στην Κέρκυρα τον Απρίλιο, η ανανέωση τής συνθήκης στις 10 Φεβρουαρίου επέτρεπε τη συγκέντρωση πεζικού 11.000 ανδρών στο Κάπο ντ’ Οτράντο μέχρι το τέλος Ιουνίου. Λεπτομερείς όροι κατέγραφαν τα απαιτούμενα όπλα και πυρομαχικά. Η εμπειρία τού προηγούμενου έτους είχε δώσει στη χριστιανική ανώτατη διοίκηση ακριβέστερη γνώση των αναγκών τους και το κείμενο τής συνθήκης μάς δίνει τον απαιτούμενο αριθμό σε αρκεβούζια, δόρατα, ξίφη, θώρακες, εμπόδια κατά επίθεσης εχθρικού ιππικού (triboli), αξίνες, φτυάρια, καλάθια, σκάλες, πύρινες μπάλες, μακριές πανοπλίες, κανόνια και άλλα αντικείμενα που θα αποδεικνύονταν χρήσιμα.119

Οι χριστιανοί ήσαν περισσότερο και οι Τούρκοι λιγότερο καλά προετοιμασμένοι το 1572 σε σχέση με το 1571. Είναι εκπληκτικό ότι τόσα λίγα θα προέκυπταν τελικά από τις προσπάθειές τους. Αν και αναμένονταν να καταλάβουν τουρκική επικράτεια —και να εγκαταστήσουν εκεί ναυτικές βάσεις— προφανώς παρέλειψαν να καθορίσουν τούς στόχους τους και να συμφωνήσουν για το ποιος θα κατείχε τι, αν κατόρθωναν κατακτήσεις στη στεριά.

Παρά το γεγονός ότι η χριστιανική αρμάδα υπολειπόταν τής μεγαλειώδους σύνθεσης που περιγραφόταν στην ανανέωση τής συνθήκης, ήταν περισσότερο από αρκετή για να προκαλέσει ανησυχία στην Πύλη, όπου ο Ουλούτζ Αλή, τον οποίο ο σουλτάνος τώρα αποκαλούσε Κιλίτζ-Αλή, «ξίφος», είχε γίνει ο διάδοχος στην οθωμανική ναυτική διοίκηση. Ως νέος καπουδάν πασάς ο Ουλούτζ Αλή συνεργαζόταν με τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σόκολλι, για να ξαναχτίσουν την τουρκική αρμάδα. Όπως σημειώνει ο φον Χάμμερ, οι Τούρκοι δεν στόλιζαν τον ναύσταθμό τους με γλυπτά, αλλά λέγεται ότι είχαν διευρύνει τα νεώρια, παίρνοντας χώρο από τον αυτοκρατορικό κήπο, και έχτιζαν οκτώ μόνιμες θολωτές δεξαμενές. Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα που ακολούθησε τη Ναύπακτο οι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν κατασκευάσει εκατόν πενήντα γαλέρες και οκτώ γαλεάσες (maonas). Σε μια περίπτωση ο νέος καπουδάν πασάς παρατήρησε στον μεγάλο βεζύρη, ότι ήταν αρκετά εύκολο να παράγουν τα σκάφη, αλλά αδύνατο να φτιάξουν τις απαραίτητες άγκυρες, σχοινιά, ξάρτια και παρόμοια. Η απάντηση τού Μεχμέτ Σόκολλι στο πρόβλημα αυτό είναι γνωστή. «Άρχοντα πασά», φέρεται ότι είχε πει αυτός, «η δύναμη και τα μέσα τής Υψηλής Πύλης είναι τόσο μεγάλα, ώστε αν δινόταν εντολή να διατεθούν άγκυρες από ασήμι, ξάρτια από μετάξι και πανιά από ατλάζι, αυτό θα ήταν δυνατό. Για οτιδήποτε λείπει από κάθε πλοίο δεν έχεις παρά να μού το ζητήσεις!». Υποκλινόμενος τόσο βαθιά που το πίσω μέρος των χεριών του έμοιαζε να αγγίζει το έδαφος, ο Ουλούτζ Αλή σχεδόν φώναξε επαινώντας, «Ήξερα καλά, ότι θα επαναφέρατε τον στόλο σε κατάσταση τελειότητας!»120

Είναι καλή ιστορία και καλά ειπωμένη. Επίσης επιβεβαιώνεται κάπως από τις επιστολές τού Φρανσουά ντε Νοαίγ, επισκόπου τού Νταξ, ο οποίος έφτασε στην Ισταμπούλ ως πρέσβης τού Καρόλου Θ’ στην Υψηλή Πύλη στις 13 Μαρτίου 1572 και είχε ακρόαση δύο ωρών στις 16 τού μηνός με τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σόκκολι. Στις 23 Μαρτίου ο ντε Νοαίγ πήγε να φιλήσει το χέρι τού Σελήμ Β’ μαζί με δεκαοκτώ Γάλλους κύριους, «ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει γίνει ποτέ δεκτός σε τέτοια περίπτωση». Στη συνέχεια ο ντε Νοαίγ έγραφε στον Κάρολο Θ’:

Μεγαλειότατε, η ναυτική δύναμη (armée) την οποία ο Μεγάλος Άρχοντας βάζει στη θάλασσα αυτό το έτος θα ξεκινήσει στο τέλος τού προσεχούς Μαΐου. Υπάρχουν 200 σκάφη, μεταξύ των οποίων 160 γαλέρες, των οποίων στρατηγός είναι ο Ουλούτζ Αλή (Luchally) τον τελευταίο καιρό αντιβασιλέας τού Αλγεριού, στη θέση τού οποίου έχει διοριστεί ο Άραβας Άχμαντ (Arabamat), ο οποίος έχει έρθει να με επισκεφτεί και να προσφέρει όλη την ευγένεια και τις καλές υπηρεσίες του για λογαριασμό των υπηκόων σας, ιδιαίτερα όσον αφορά την απελευθέρωση εκείνων που είναι τώρα σκλάβοι στο Αλγέρι, σε συμφωνία με την εντολή τού πασά, την οποία τού έχω διαβιβάσει…. Κάνουν μεγάλες προετοιμασίες σε αυτόν τον ναύσταθμο και στη θάλασσα για το επόμενο έτος. Λέγεται, ότι η ναυτική τους δύναμη θα αποτελείται από τουλάχιστον 400 γαλέρες. Ο χρόνος, που είναι ο πατέρας τής αλήθειας, θα μάς επιτρέψει να δούμε, Θεού θέλοντος, τι θα προκύψει από αυτήν.121

Αναμφίβολα δεν επέτρεπαν στον ντε Νοαίγ να μπει στον ναύσταθμο και προφανώς δεν πίστευε αυτά που τού έλεγαν. Το κύριο αντικείμενο τής αποστολής του ήταν να κάνει ειρήνη μεταξύ Υψηλής Πύλης και Βενετίας, γιατί οι Γάλλοι ήθελαν να καταστρέψουν την Ιερά Συμμαχία. Η πρόσφατη ενετική αποτυχία κατάληψης τού νησιού τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), ύστερα από πολιορκία δεκαπέντε ημερών, με εβδομήντα γαλέρες, τέσσερις χιλιάδες άνδρες και πέντε κομμάτια πυροβολικού, όπως έγραφε ο ντε Νοαίγ στον Ερρίκο [Γ’], τότε δούκα τού Ανζού, στις 25 Απριλίου, «έχει αποκαταστήσει το πνεύμα των Τούρκων» και τούς έδινε πίσω το προηγούμενο θράσος τους, να νομίζουν ότι οι χριστιανοί δεν διέθεταν τα μέσα για να καταλάβουν κάποιον τόπο με σημασία….122

Στις 8 Μαΐου (1572) ο ντε Νοαίγ έγραφε και πάλι στον Κάρολο Θ’ σχετικά με τον επανεξοπλισμό των Τούρκων, ότι

σε πέντε μήνες έχουν κατασκευάσει 150 σκάφη με όλο το πυροβολικό και τον εξοπλισμό που απαιτείται και ναι, έχουν αποφασίσει να συνεχίσουν σε αυτό το ρυθμό για έναν ολόκληρο χρόνο. Έτσι, με την επιμέλεια που έχουν δείξει μέχρι τώρα, η μεγαλειότητά σας μπορεί να καταλάβει πόσα πλοία θα έχουν το επόμενο έτος, δεδομένου ότι ήδη ο στρατηγός τους είναι έτοιμος να βγει στη θάλασσα στο τέλος αυτού τού μήνα με διακόσιες γαλέρες και εκατό γαλιότες, των κουρσάρων και άλλων, χωρίς ο Μεγάλος Άρχοντας να έχει χρησιμοποιήσει ούτε ένα χρυσό νόμισμα από το θησαυροφυλάκιό του γι’ αυτή την τεράστια δαπάνη. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν θα πίστευα το μεγαλείο αυτής τής μοναρχίας, αν δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια.123

Ένα μήνα αργότερα, σε επιστολή τής 10ης Ιουνίου, ο ντε Νοαίγ ενημέρωνε τον Κάρολο, ότι οι Τούρκοι ήθελαν να δουν οι ξένοι το ναυτικό τους σύνολο, γιατί είχαν κατασκευάσει διακόσιες νέες γαλέρες σε έξι μήνες και επρόκειτο να βάλουν πάνω σε αυτές 20.000 μουσκετοφόρους, «πράγμα που δεν έχει δει ποτέ κανείς σε αυτήν την αυτοκρατορία». Ο Ουλούτζ Αλή θα υποχρέωνε τούς Τούρκους να αφήσουν τα τόξα τους στο σπίτι γι’ αυτή την εκστρατεία, έχοντας ήδη βάλει αρχάριους να χρησιμοποιούν το αρκεβούζιο στο Λεπάντο. Ο ντε Νοαίγ ενημέρωνε επίσης τον Μεχμέτ Σόκολλι, ότι ήταν ο βασιλιάς τής Γαλλίας εκείνος,

ο οποίος είχε εμποδίσει τον αυτοκράτορα και τούς Γερμανούς ηγεμόνες να προσχωρήσουν στη συμμαχία εναντίον αυτού τού [οθωμανικού] κράτους και ότι εσείς [Κάρολος] είχατε στείλει δύο πρέσβεις στη Γερμανία με ρητή εντολή να εκτρέψουν αυτή την καταιγίδα από τον καλό σας φίλο, τον Μεγάλο Άρχοντα (Grand Seigneur)…. Όσο για την ειρήνη με τούς Ενετούς, ξέρω ότι η μεγαλειότητά σας επιθυμεί την ευημερία και ησυχία τους και θα θεωρώ τον εαυτό μου περισσότερο από ευτυχή, αν μπορέσω να είμαι το μέσο γι’ αυτή την ειρήνη.124

Αν, όπως λέει ο ντε Νοαίγ, «ο χρόνος … είναι ο πατέρας τής αλήθειας» (le temps… est père de vérité), φαίνεται, αν κρίνουμε από τα γεγονότα τού ερχόμενου καλοκαιριού, ότι είτε διέστειλε τα γεγονότα ή τον παραπλανούσαν οι Τούρκοι. Παρά τη συνθηκολόγηση τής 10ης Φεβρουαρίου οι Ενετοί είχαν κάποια δυσκολία να διαθέσουν στη συμμαχία εκατό ελαφρές γαλέρες και έξι γαλεάσες,125 αλλά έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, όπως και ο άρρωστος Πίος Ε’. Σε μακροσκελές και αξιόλογο παπικό σημείωμα τής 12ης Μαρτίου (1572), που απευθυνόταν στη Χριστιανοσύνη γενικότερα, «σε όλους τούς πιστούς» (universis et singulis Christifidelibus), ο Πίος προσπαθούσε να ανανεώσει τον δίκαιο πόλεμο εναντίον των Τούρκων, χορηγώντας στους χριστιανούς που θα πρόσφεραν την περιουσία τους γι’ αυτή την υπόθεση, καθώς και σε εκείνους που θα πρόσφεραν τα άτομά τους, την ίδια σαρωτική άφεση αμαρτιών που είχαν χορηγήσει οι προκάτοχοί του στους σταυροφόρους τής παλιάς εποχής.126 Σε άλλο σημείωμα τής 12ης Μαρτίου, επίσης απευθυνόμενο σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, ο Πίος έκανε έκκληση για συνεισφορές για την επέκταση τού νοσοκομείου τής Κέρκυρας (pro ampliation et subventione hospitalis Corcyrensis), για να υποδέχεται τούς αρρώστους και τραυματίες των τριών συμμαχικών στόλων, οι οποίοι έλπιζε ότι σύντομα θα κινούνταν εναντίον των Τούρκων.127

Υπήρχε επίμονη φήμη από τα μέσα Νοεμβρίου (1571), ότι ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας ίσως επιδίωκε να πάρει την Τυνησία, πριν επιχειρήσει και πάλι στην Ανατολική Μεσόγειο.128 Η Ενετική Σινιορία αισθάνθηκε έτσι κάποια δυσφορία με την παραλαβή επιστολών τής 19ης και 21ης Φεβρουαρίου (1572) από τον Λεονάρντο Κονταρίνι, τον πρεσβευτή τους στον Δον Ζουάν, ότι υπήρχε διαδεδομένη φήμη στη Σικελία, «ότι η Υψηλότητά του θα κάνει την επιχείρηση τής Τύνιδας πριν πάει με την αρμάδα προς την Ανατολική Μεσόγειο…» (che l’ Altezza sua sia per fare l’ impresa di Tunisi prima che vada coll’ armata verso Levante…). Στις 15 Μαρτίου ο δόγης και η Γερουσία έδιναν εντολή στον Κονταρίνι να επισκεφτεί αμέσως τον Δον Ζουάν, να τον συγχαρεί για την αποφασιστικότητά του να καταδιώξει τον Τούρκο και να αναφέρει την ανησυχητική φήμη για τη μετάβασή του στην Τυνησία πριν εισέλθει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν φαινόταν ότι υπήρχε πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο, ο Κονταρίνι έπρεπε να επισημάνει στην Υψηλότητά του το προφανές γεγονός, ότι μερικές φορές επιχειρήσεις που φαίνονται εύκολες μπορούν γρήγορα να μπλέξουν κάποιον σε δυσκολίες και δυστυχίες, «οι οποίες στη συνέχεια εμποδίζουν την πορεία κάποιου άλλου μεγαλύτερου και πιο σημαντικού καλού (bene) πράγματος».

Αν ο Δον Ζουάν ξεκινούσε εκστρατεία στην Τυνησία, ο στόλος του δεν θα μπορούσε να ενωθεί με εκείνους τής Βενετίας και τής Αγίας Έδρας στην Κέρκυρα από τις αρχές Απριλίου, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τούς συμμάχους του. Επίσης μια εκτροπή τού Καθολικού στόλου προς την Τυνησία σίγουρα δεν θα ενθάρρυνε τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό να ενταχθεί στην αντι-τουρκική συμμαχία. Εν πάση περιπτώσει η Γερουσία δεν είχε να προσθέσει κάτι και επέτρεπε τώρα στον Κονταρίνι να ολοκληρώσει την αποστολή τού στη Μεσσίνα και να επιστρέψει στην πατρίδα του τη Βενετία.129

Ο ενετικός στόλος φαίνεται ότι ήταν έτοιμος για δράση στην Κέρκυρα από τα τέλη Απριλίου. Όμως, παρά την ανανέωση τής συνθήκης στις 10 Φεβρουαρίου και παρά τη γενναιόδωρη απόφαση των Ισπανών να στρέψουν τα πυρά τους κατά των Τούρκων στα ανατολικά ύδατα και να μην επιτεθούν στην Τύνιδα, ο Δον Ζουάν βρισκόταν ακόμη στη Μεσσίνα, περιμένοντας διαταγές τού αδελφού του για να αποπλεύσει. Με τις τελικές προετοιμασίες να βρίσκονται σε εξέλιξη στον παπικό στόλο, ο Πίος Ε’ διόρισε στις 27 Απριλίου ένα μικρανηψιό, τον Μικέλε Μπονέλλι, ως διοικητή τού πεζικού πάνω στις γαλέρες του, οπότε και κοινοποιήθηκαν επίσης στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα τα καθήκοντα τού νεαρού.130 Ήταν αξιαγάπητη χειρονομία νεποτισμού, γιατί ο Πίος ήξερε ότι δεν θα ζούσε για πολύ.

Όπως έγραφε στον Φίλιππο Β’ ο Χουάν ντε Θουνίγκα, ο Πίος ήταν τόσο άρρωστος από τις 27 Απριλίου, που είχε χαθεί κάθε ελπίδα για επιβίωσή του, πράγμα που ήταν αλήθεια, γιατί ο πάπας πέθανε στις 7 μ.μ. (a las XXII oras) την 1η Μαΐου.131 Τον θρήνησαν παντού. Αμέσως μετά την ανακοίνωση τού θανάτου του, οι Ενετοί πρεσβευτές Τιέπολο και Σοράντσο ενημέρωσαν τη Σινιορία. Στις 7 Μαΐου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), τον πρεσβευτή τους στη Μαδρίτη, ότι ο θάνατος τού ποντίφηκα τούς προκαλούσε θλίψη και αγωνία (dispiacer et travaglio), γιατί φοβούνταν την απώλεια τής στήριξης και τής δραστηριότητάς του στην προώθηση τής υπόθεσης τής Ιεράς Συμμαχίας. Όμως το Ιερό Κολλέγιο και οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου στη Ρώμη έδειχναν να παίρνουν κάθε δυνατό μέτρο για να συγκεντρώσουν τη χριστιανική αρμάδα για την εκστρατεία στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως έδειχνε και ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο οποίος παραμέριζε όλα τα προσωπικά ενδιαφέροντα για να προσπαθήσει να πλεύσει προς τα ανατολικά με τις παπικές γαλέρες.

Μόλις έπαιρνε ο Ντονάντο την επιστολή τής Γερουσίας, έπρεπε να πάει στον Φίλιππο και (ύστερα από την υποβολή των κατάλληλων συγχαρητηρίων στον Δον Ζουάν και στους υπουργούς τού βασιλιά) να παροτρύνει την Καθολική του Μεγαλειότητα για δράση «χωρίς να χάνει χρόνο» (senza perder punto di tempo). Ο θάνατος τού πάπα δεν έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο για την εκστρατεία που βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι τρεις στόλοι έπρεπε να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα. Παρά το γεγονός ότι η Γερουσία ήταν βέβαιη, ότι οι καρδινάλιοι θα κινούνταν γρήγορα για να εκλέξουν τον νέο πάπα, παρ’ όλα αυτά, αν το κογκλάβιο καθυστερούσε, έλπιζαν ότι η μεγαλειότητά του θα έπαιρνε μέτρα για να παροτρύνει τούς καρδιναλίους για ταχεία επιλογή πάπα με τον χαρακτήρα και τη σύνεση «που απαιτεί η παρούσα εποχή» (come ricerca la qualità de’ tempi presenti).132

Ο Πίος Ε’ θάφτηκε προσωρινά στο παρεκκλήσι τού Αγίου Ανδρέα στον Άγιο Πέτρο. Είχε σχεδιάσει μικρό τάφο για τον εαυτό του στο χωριό Μπόσκο Μαρένγκο, τη γενέτειρα του, έξι μίλια νοτιοανατολικά τής Αλεσσάντρια, αλλά το 1588 τα λείψανά του θάφτηκαν στο μεγαλοπρεπές μνημείο που έχτισε γι’ αυτόν ο Σίξτος Ε’ στην Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη. Οι επιγραφές και τα ανάγλυφα στον τάφο του εξυμνούν τη συμβολή του στην ήττα των Ουγενότων στο Μονκοντούρ (το 1569) και σε εκείνη των Τούρκων στο Λεπάντο (ad Echinadas) όπου, όπως λέγεται, 30.000 από τον εχθρό σφαγιάστηκαν, 10.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, 180 από τις γαλέρες τους κατελήφθησαν, 90 βυθίστηκαν και 15.000 χριστιανοί απελευθερώθηκαν από τη σκλαβιά.133 Οι κάπως φουσκωμένοι αριθμοί βασίζονταν μάλλον στη λαϊκή πεποίθηση παρά σε πραγματικά στοιχεία, αλλά σίγουρα ο Πίος ήταν ο πρωτουργός τής Ιεράς Συμμαχίας.

Μετά τα συνήθη εννιάμερα τού πένθους, τις επικήδειες τελετές, καθώς και επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος, πενηνταένας καρδινάλιοι εισήλθαν στο κογκλάβιο στο Βατικανό τη Δευτέρα το βράδυ, στις 12 Μαΐου (1572), ή μάλλον νωρίς το πρωί τής Τρίτης και ύστερα από κογκλάβιο δέκα ή δώδεκα ωρών ο Ούγκο Μπονκομπάνι, ο καρδινάλιος τού Σαν Σίστο, αναδείχθηκε ως πάπας Γρηγόριος ΙΓ’. Ο Φίλιππος Β’ και ο Κόσιμο Μέδικος είχαν αντιταχθεί στην ενδεχόμενη εκλογή τού Αλεσσάντρο Φαρνέζε. Αρκετά αποδεκτός από τούς Ισπανούς, ο Μπονκομπάνι ήταν ο κύριος υποψήφιος των Μεδίκων. Όταν ο νέος πάπας διόρισε εκ νέου τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ως γενικό διοικητή τού παπικού στόλου, ο Κόσιμο διέθεσε έντεκα γαλέρες τής Τοσκάνης, στις οποία προστέθηκαν, λέει ο Σερένο, δύο εξοπλισμένα κύτη (arsili), τα οποία είχαν καταληφθεί από τούς Τούρκους στο Λεπάντο. Τούρκοι σκλάβοι κωπηλατούσαν επίσης στις δύο νέες γαλέρες τού πάπα. Επιβιβαζόμενος στη Γκαέτα, ο Μαρκ’ Αντόνιο έπλευσε προς τη Νάπολη, όπου περίμενε μερικές ημέρες για τις γαλέρες τής Τοσκάνης, με τις οποίες στη συνέχεια πήγε να ενωθεί με τον Δον Ζουάν στη Μεσσίνα, όπου ο Αλβάρο ντε Μπαζάν λέγεται ότι είχε επίσης έρθει με τριανταέξι ναπολιτάνικες γαλέρες.134

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έγινε δεκτός με εμφανή εχθρότητα από τον Δον Ζουάν, ο οποίος τον θεωρούσε φίλο και σύμμαχο των Ενετών, όπως ακριβώς ήταν και όπως έπρεπε να είναι και ο Δον Ζουάν. Μέχρι το τέλος τής δεύτερης εβδομάδας τού Ιουνίου ο συμμαχικός στόλος έπρεπε να είναι έτοιμος να πλεύσει προς τα ανατολικά, γιατί ο Τζάκομο Σοράντσο, ο γενικός επιστάτης τού ενετικού στόλου, είχε ήδη φτάσει στη Μεσσίνα με εικοσιπέντε γαλέρες. Το μεγαλύτερο μέρος των ενετικών ναυτικών δυνάμεων περίμεναν τούς Δον Ζουάν, Κολόννα και Σοράντσο στην Κέρκυρα. Ο Γρηγόριος ΙΓ’ έστειλε τον Πάολο Οντεσκάλκι ως νούντσιο στη Μεσσίνα, όπως τον είχε στείλει ο Πίος Ε’ το προηγούμενο έτος. Έφερνε «πολύ μεγάλο ιωβηλαίο» (amplissimo giubileo) για όλους όσους έπλεαν με την αρμάδα και ευλογία για τα πλοία και στρατεύματα κατά την αναχώρησή τους. Σε μια περίπου βδομάδα οι τρεις διοικητές και οι γαλέρες τους θα μπορούσαν να φτάσουν στην Κέρκυρα και από εκεί να ξεκινήσουν την ανακατάκτηση (reconquista) τού Μοριά και τού Νεγκροπόντε, πράγμα το οποίο, όπως πίστευαν κάποιοι, θα απαιτούσε πιθανότατα δεκαπέντε ή είκοσι μέρες. Πίστευαν ότι οι Έλληνες θα ξεσηκώνονταν σε εξέγερση και θα αποτίναζαν την «Τουρκοκρατία». Ίσως ο στόλος μπορούσε να πετύχει νέα νίκη όπως εκείνη τής Ναυπάκτου και να συνεχίσει προς την Ισταμπούλ ή την Αλεξάνδρεια.

Όμως ο Δον Ζουάν δεν μπορούσε να φύγει από τη Μεσσίνα, όπως μάθαινε γρήγορα ο Σερένο, γιατί ο Φίλιππος Β’ τον είχε διατάξει να μην πάει στην Ανατολική Μεσόγειο, «αλλά αντιστρόφως ο βασιλιάς είχε ζητήσει από τον αδελφό του να καθυστερήσει, παρά τη θέλησή του» (ma l’ ordine contrario, che aveva dal Re suo fratello, contra sua voglia lo ritardava), προς θλίψη τού νεαρού αρχιστράτηγου. Στη Μεσσίνα λεγόταν ότι οι ιερωμένοι είχαν αρνηθεί μετά τον θάνατο τού πάπα να πληρώσουν στον Φίλιππο τη «συγχωρημένη» (excusado) επιδότηση. Υπήρχε επίσης ζήτημα, ή τουλάχιστον έτσι λεγόταν, για τη σταυροφορική επιδότηση (cruzada) και την επιδότηση για τις γαλέρες.135

Η Ενετική Σινιορία ενδιαφερόταν να βρει κατάλληλη χρήση για τις τουρκικές γαλέρες «που είχαν παρθεί στη ναυμαχία» και οι οποίες βρίσκονταν ακόμη στην Κέρκυρα. Έπρεπε προφανώς να απομακρυνθούν από τη σκηνή, ώστε να μη βρίσκονται στον δρόμο, όταν θα συγκεντρωνόταν η χριστιανική αρμάδα στα κερκυραϊκά ύδατα. Αν και ο Βενιέρ είχε πάρει εντολή να τις βάλει να πλεύσουν ή να τις ρυμουλκήσει προς την Αδριατική (για επισκευές), ίσως ο Φοσκαρίνι προτιμούσε να πάρει τις καλύτερες από αυτές στον Χάνδακα, αν αυτό δεν επηρέαζε τα σχέδια για την αρμάδα. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα κύτη (arsili) ήσαν πολύτιμα. Μπορούσαν να εξοπλιστούν και έπρεπε να διατηρηθούν.136

Ενώ οι Ενετοί βασανίζονταν να βρουν τρόπο να σώσουν τις σφυροκοπημένες τουρκικές γαλέρες, ο Φίλιππος Β’ προσπαθούσε να βρει τρόπο να διατηρήσει την απειλούμενη εξουσία του στην Ολλανδία. Τον είχαν θορυβήσει τα νέα της ασθένειας τού Πίου Ε’ και ήταν μάλλον αβέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει «σε περίπτωση που ο Θεός τον απομάκρυνε από την υπηρεσία Του» (en caso que Dios fuesse servido de llevarle para sy), δηλαδή αν πέθαινε. Άραγε τι θα συνέβαινε τότε με τη συμμαχία; Στις 17 Μαΐου έγραψε στον Δον Ζουάν να μην οδηγήσει τον στόλο του στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν όντως πήγαινε κάπου, ας προτιμούσε το Αλγέρι. Στο μεταξύ θα έλπιζαν για την εκλογή ποντίφηκα, που θα προωθούσε με αποφασιστικότητα τούς αντι-τουρκικούς στόχους τής συμμαχίας.

Η ναυτική δύναμη των Τούρκων είχε καταρρεύσει. Οι Ενετοί μπορούσαν να φροντίσουν τις υποθέσεις τους και να συμμετέχουν στα εγχειρήματα που θα επέλεγαν ή τουλάχιστον θα μπορούσαν τώρα να φροντίσουν για τη δική τους άμυνα (o a lo menos a su defensa). Ο Φίλιππος είχε λάβει ανησυχητικές ειδήσεις από τον Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, τον δούκα τής Άλβα, για τα πρόσφατα γεγονότα στη Ζηλανδία (Zeeland) τής Ολλανδίας. Αποστολές ειδήσεων από διάφορες πλευρές υποδείκνυαν, ότι αυτά τα προβλήματα στη νοτιοδυτική Ολλανδία τα υπέθαλπαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι, «λόγω τής κακής διάθεσης και επιθυμίας που έχουν και οι δύο για τις δικές μας υποθέσεις» (y por la mala inclinación y voluntad que los unos y los otros tienen a mis cosas). Ο Δον Ζουάν έπρεπε λοιπόν να αργοπορήσει στη Μεσσίνα. Έπρεπε να καθυστερήσει την αναχώρησή του για την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά να το κάνει «με πλήρη μυστικότητα και απόκρυψη» (con gran secreto y disimulación)!

Ο Δον Ζουάν έπρεπε να περιμένει την άφιξη τού Γκονζάλο Φερνάντεζ ντε Κόρδοβα, τού δούκα τής Σέσσα, ο οποίος επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Ρεκέσενς ως υπαρχηγός τού Καθολικού στόλου. Ο Φίλιππος ήθελε επίσης να περιμένει αυτός και τον Τζιανναντρέα Ντόρια, τού οποίου τις δεξιότητες ως ναυτικού διοικητή και τού οποίου τη γνώση για «τις υποθέσεις τής θάλασσας» (las cosas de la mar) η μεγαλειότητά του δεν είχε πάψει ποτέ να αναγνωρίζει. Ο Δον Ζουάν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον χρόνο που προέκυπτε από την καθυστέρηση για τη συλλογή τροφίμων «και άλλων πραγμάτων που απαιτούνται για την εκστρατεία». Ο Φίλιππος δεν ακύρωνε την εκστρατεία για το 1572, αλλά πριν δεσμεύσει τις γαλέρες του στην Ανατολική Μεσόγειο, ήθελε να ξέρει ποιος θα ήταν ο πάπας, άραγε ο Πίος Ε’ ή ένας διάδοχός του, καθώς και τι σχεδίαζαν οι Γάλλοι στη Ζηλανδία.137 Στις 18 Μαΐου, μια μέρα αφού έγραψε στον Δον Ζουάν, ο Φίλιππος ετοίμασε επιστολές προς τον καρδινάλιο ντε Γκρανβέλ και τον Χουάν ντε Θουνίγκα, προτείνοντας ότι, αν πέθαινε ο Πίος, θα ήταν καλό να στρέψουν την προσοχή τους στο Αλγέρι και να κερδίσουν κάποιο πλεονέκτημα από τη μεγάλη δαπάνη στην οποία τούς είχε υποβάλει η Ιερά Συμμαχία.138 Την επόμενη μέρα, στις 19 τού μηνός, η είδηση του θανάτου τού Πίου έφτασε στον Φίλιππο στο Ελ Πάρδο, ακριβώς βόρεια τής Μαδρίτης, ενώ φαινόταν από επιστολή που έστελνε τώρα στον Δον Ζουάν, ότι η είδηση είχε καρφώσει το βλέμμα του με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στα μουσουλμανικά φυλάκια στη Βόρεια Αφρική.139 Όλα εξαρτώνταν βέβαια από τη συμπεριφορά των Γάλλων.

Επιστολές τού Φιλίππου τής 17ης και 19ης Μαΐου έφτασαν στον Δον Ζουάν στη Μεσσίνα κατά τον χρόνο τής άφιξης τού Κολόννα (ή λίγο αργότερα) νωρίς τον Ιούνιο. Οι Ενετοί ήσαν ενήμεροι για την πιθανότητα πολέμου μεταξύ Φιλίππου και Καρόλου Θ’, λόγω τής «προόδου των πολεμικών κινήσεων που έχει τώρα την πρόθεση να κάνει στην Φλάνδρα» (progresso delli moti di guerra che al presente intendemo farsi nella Fiandra). Κατόπιν αιτήματος τού πρόσφατα εκλεγμένου Γρηγόριου ΙΓ’, η Γερουσία επέλεγε τώρα δυο ειδικούς απεσταλμένους, τον Τζιοβάννι Μιτσιέλ για να πάει στη Γαλλία και τον Αντόνιο Τιέπολο στην Ισπανία, για να εργαστούν για «ειρήνη και ησυχία μεταξύ των ηγεμόνων… και ιδιαίτερα αυτή την εποχή που συνεχίζεται ο πόλεμος κατά των Τούρκων».140 Ο Δον Ζουάν τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί στον Κολόννα και στον Ενετό επιστάτη Τζάκομο Σοράντσο, ότι ο κύριος λόγος για την εντολή που είχε δοθεί από την Καθολική του Μεγαλειότητα να διατηρήσει τον στόλο στη Μεσσίνα ήταν η αναφορά για γαλλικές προετοιμασίες για προφανείς επιδρομές στην Φλάνδρα, στο Πεδεμόντιο, ακόμη και στην Ισπανία, «διατηρώντας τον πόλεμο στον δρόμο» (tenendosi la guerra per rotta). Φαινόταν σαν να είχε ήδη ξεσπάσει ο πόλεμος.

Παρ’ όλα αυτά στις 7 Ιουλίου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Λεονάρντο Ντονάντο, τον Ενετό πρεσβευτή στη Μαδρίτη, ότι αν τού έλεγαν ότι ο Φίλιππος Β’ έπρεπε προφανώς να σκεφτεί την υπεράσπιση αρκετών κρατών του κάτω από τις συνθήκες υπό τις οποίες βρισκόταν, τότε η απάντηση τού Ντονάντο έπρεπε να είναι, ότι η αναταραχή στην Φλάνδρα δεν αναιρούσε τη συνθήκη τής Ιεράς Συμμαχίας. Η συμφωνία τής 10ης Φεβρουαρίου υποτίθεται ότι ήταν απαραβίαστη. Αν ο Καθολικός στόλος απαγκιστρωνόταν από εκείνους τής Αγίας Έδρας και τής Βενετίας κάθε φορά που υπήρχαν ταραχές στον ένα ή τον άλλο τόπο, θα μπορούσε κανείς να αναμένει, ότι οι Γάλλοι θα προκαλούσαν κάθε χρόνο κάποια τέτοια έξαψη κάπου. Τίποτε δεν θα τούς στενοχωρούσε περισσότερο από την προέλαση ολόκληρης τής χριστιανικής αρμάδας εναντίον των Τούρκων και την καταστροφή τού υπόλοιπου οθωμανικού ναυτικού εξοπλισμού. Αυτό θα τερμάτιζε τις κακές μηχανορραφίες των Γάλλων, δηλαδή των Ουγενότων, οι οποίοι ασκούσαν πάντοτε πίεση στον Κάρολο Θ’ να τα σπάσει με την Ισπανία και να βοηθήσει τούς ομοθρήσκους τους στην Φλάνδρα.

Τίποτε δεν θα μπορούσε να ενισχύσει περισσότερο τη φήμη τού Φιλίππου Β’ και να λύσει τα διάφορα προβλήματά του, από το να γίνει ανώτερος από τον Τούρκο στη θάλασσα. Ο Φίλιππος έπρεπε να αφήσει τον στόλο του να πάει στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ντονάντο έπρεπε να καταστήσει σαφές στη μεγαλειότητά του, ότι ο Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη είχε δηλώσει, «ότι η χριστιανικότατη μεγαλειότητά του δεν θα κινηθεί εναντίον τού Καθολικού βασιλιά, δείχνοντας να είναι εντελώς αντίθετος σε μια τέτοια σκέψη». Μάλιστα δεν υπήρχε ούτε ίχνος «προετοιμασίας για πόλεμο» στη γαλλική αυλή. Όλα ήσαν εντελώς ήσυχα στο Μιλάνο, καθώς και στο Πεδεμόντιο, ενώ δεν υπήρχε τίποτε ανησυχητικό στην ισπανική μεθόριο με τη Γαλλία. Επιπλέον ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή είχε γράψει στη Σινιορία (σε αντίθεση με τις τρέχουσες αναφορές), ότι ούτε η Γαλλία ούτε η Αγγλία είχαν στείλει βοήθεια στους εξεγερθέντες στην Φλάνδρα. Επίσης ο πρέσβης τής Δημοκρατίας στη γαλλική αυλή είχε ενημερώσει τη Σινιορία, ότι

ο Κάρολος Θ’ είχε δημοσιεύσει διατάγματα, καταδικάζοντας όποιον υπήκοό του προσπαθούσε να υποδαυλίσει αναταραχές στην Φλάνδρα ή να βοηθήσει τούς εξεγερμένους, γεγονός το οποίο επιβεβαίωνε ο Γάλλος απεσταλμένος στη Βενετία. Ο Κάρολος ήθελε να διατηρήσει «την καλή φιλία και συγγένεια» (la buona amicitia et parentado) που είχε με την Καθολική του Μεγαλειότητα. Τα προβλήματα στην Φλάνδρα δεν θα προχωρούσαν παραπέρα, «έχοντας ήδη καταλαγιάσει σχεδόν εντελώς» (essendo già acquietati quasi del tutto). Αυτά ήταν τα γεγονότα που έπρεπε να υπογραμμίσει ο Ντονάντο στον Φίλιππο Β’ κατά την προσεχή του ακρόαση με τον βασιλιά.141

Σε άλλη επιστολή τής 7ης Ιουλίου προς τον Ντονάντο ο δόγης και η Γερουσία ανέφεραν, ότι είχαν κάνει κάθε προσπάθεια για να πείσουν τον Δον Ζουάν να συμμετάσχει στην προβλεπόμενη εκστρατεία. Τού είχαν στείλει τον γενικό επιστάτη Σοράντσο «με ομάδα γαλερών για μεγάλη επίδειξη τιμής και για να επιταχύνουν την αναχώρησή του…» (con una banda di galee per maggior dimostration d’ honore et per accelerar la partita sua…). Ο χρόνος περνούσε. Από κάθε πλευρά έρχονταν αναφορές, ότι η τουρκική αρμάδα με περισσότερες από 150 γαλέρες υπό τον Ουλούτζ Αλή, που είχε φύγει από την Ισταμπούλ στα τέλη Ιουνίου,142 σύντομα θα εξάπλωνε φόβο και καταστροφή στο Αιγαίο, αν δεν το έκανε ήδη. Σκοπός του ήταν να πείσει τούς Έλληνες στην ηπειρωτική χώρα και στα νησιά, ότι τα πρόσφατα γεγονότα σε καμία περίπτωση δεν είχαν μειώσει τη δύναμη των Τούρκων ή μειώσει την απόσταση από αυτούς.

Τα ενετικά νησιά τής Τήνου και τού Τσιρίγο (Κυθήρων) απειλούνταν με απόλυτη καταστροφή και όλα τα άλλα νησιά και πόλεις τής Δημοκρατίας στα ελληνικά ύδατα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Οι κάτοικοι των νησιών, υπήκοοι τής Σινιορίας, ήσαν απελπισμένοι. Μετά το Λεπάντο περίμεναν ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό, αλλά τώρα ο καταπιεστής τους φαινόταν πιο ισχυρός από ποτέ, «δοσμένος χωρίς αντίθεση στην ενθάρρυνση των δικών του υπηκόων και στην αποθάρρυνση των δικών μας, καταστέλλοντας εκείνους τούς χριστιανούς που ήσαν έτοιμοι να επαναστατήσουν υποστηρίζοντας τούς στόλους μας».

Οι αποστολές ειδήσεων από τη Ρώμη έφερναν τώρα τη θλιβερή πληροφορία, ότι η Καθολική του Μεγαλειότητα είχε δώσει εντολή στον Δον Ζουάν να μην προχωρήσει προς την Κέρκυρα για να ενώσει τις δυνάμεις του με τον παπικό και τον ενετικό στόλο, λόγω των πρόσφατων γεγονότων στην Φλάνδρα, «απ’ όπου προέρχεται η καθυστέρηση, που γίνεται κατανοητή στη Μεσσίνα» (onde è nasciuta la dilatione che si è intesa da Messina). Η εντολή τού Φιλίππου Β’ ήταν εντελώς απροσδόκητη. Η προοπτική ήταν απαίσια, «γιατί αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο, από το ότι αφήνει στον Τούρκο ελεύθερο πεδίο να λεηλατήσει, να κάνει επιδρομή από τη θάλασσα προς όλες τις κατευθύνσεις, να αρπάξει πόλεις και, πράγμα που είναι το πιο σημαντικό, να αποδείξει την αδυναμία των δυνάμεών μας…».143

Όταν ο Γρηγόριος ΙΓ’ έμαθε την εντολή τού Φιλίππου Β’ προς τον Δον Ζουάν, επίσης δεν καθυστέρησε να στείλει στην Καθολική του Μεγαλειότητα επιστολή έντονης διαμαρτυρίας. Ο παπικός αγγελιοφόρος έφτασε στη Μαδρίτη στις 14 Ιουλίου αλλά, όπως ο Ντονάντο ενημέρωνε τώρα τη Σινιορία, ο Φίλιππος είχε ήδη αλλάξει γνώμη και στις 4 Ιουλίου είχε διατάξει τον αδελφό του να προχωρήσει στην εκστρατεία. Παρά τα άσχημα νέα από την Φλάνδρα, όπου οι συνθήκες είχαν γίνει «χειρότερες απ’ όσο ήσαν» και παρά το γεγονός «ότι οι υποψίες για τούς Γάλλους δεν παύουν», ο Φίλιππος είχε βάλει στην άκρη τον δικό του κίνδυνο «για να υπηρετήσει τον Θεό» (in servitio di Dio), για να κάνει ό,τι μπορούσε για το κοινό καλό τής Χριστιανοσύνης. Την Παρασκευή 4 Ιουλίου ένας Ισπανός αγγελιοφόρος είχε φύγει από τη Μαδρίτη. Σε τρεις ημέρες θα βρισκόταν στη Βαρκελώνη. Από εκεί θα πήγαινε με γαλέρα απευθείας στη Μεσσίνα, χωρίς να πιάσει στη Γένουα ή στη Νάπολη.

Οι νέες εντολές τού βασιλιά άφηναν τον Δον Ζουάν σχεδόν ανεμπόδιστο (ha dato ordine liberissimo a don Giovanni senza alcuna riserva). Θα έφευγε αμέσως για να ενωθεί με τούς εμπόλεμους Ενετούς στην Κέρκυρα «με 64 γαλέρες, τις καλύτερες που είχε, 33 πλοία, 16.000 πεζικό και με όλα τα 30 ή 40 σκάφη που είχε ετοιμάσει». Ο αγγελιοφόρος, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν από τη θάλασσα, «πρέπει να έχει φτάσει σήμερα [16 Ιουλίου] στη Μεσσίνα», αλλά για να είναι σίγουρος για την ταχεία παράδοση των εντολών του, ο Φίλιππος είχε στείλει κι άλλον αγγελιοφόρο από τη στεριά. Αυτό που είχε γίνει ήταν καλό, αν και είχε χαθεί χρόνος. Όμως ο Ντονάντο, όπως έλεγε στον δόγη, εύρισκε ενοχλητική την εχεμύθεια τού βασιλιά και τη μυστικότητα με την οποία ο ίδιος και οι υπουργοί του διεκπεραίωναν τις υποθέσεις τους «χωρίς να ενημερώνουν για τίποτε τούς συμμάχους τους», ενώ η ακραία επιφυλακτικότητά τους έκανε δύσκολη την αποστολή του. Παρ’ όλα αυτά, η εκστρατεία εναντίον των Τούρκων θα έμπαινε επιτέλους στη θάλασσα.144

Για να γυρίσουμε για λίγο προς τα πίσω, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Δον Ζουάν είχε στείλει αγγελιοφόρο με επιστολή στη Μαδρίτη στις 12 Ιουνίου. Ο αγγελιοφόρος παρέδωσε την επιστολή στον βασιλιά Φίλιππο στις 25 τού μηνός και, όπως αναφέραμε, η απάντηση τού Φιλίππου δόθηκε στις 4 Ιουλίου. Ο βασιλιάς είχε θορυβηθεί από νέα εξέγερση στη Γκέλντερλαντ τής Ολλανδίας και από την υποψία του ότι οι Γάλλοι υποδαύλιζαν ταραχές και βοηθούσαν τούς στασιαστές, «σύμφωνα με τις ανακοινώσεις που γίνονται κατανοητές κάθε μέρα» (segun los avisos que de cada dia se entienden). Παρ’ όλα αυτά επιθυμούσε έντονα τη συνέχιση τής Ιεράς Συμμαχίας, έλεγε, «ως έργου τόσο ιερού και τόσο στην υπηρεσία τού Κυρίου μας και επιζήμιου για τον εχθρό τής Χριστιανοσύνης» (como obra tan santa y de tanto servicio de Nuestro Señor y daño de enemigo de la Christianidad). Ήθελε επίσης να ικανοποιήσει τον νέο πάπα. Δεν ήθελε να αποθαρρύνει τούς Ενετούς, ούτε να τούς εκθέσει σε τέτοιους κινδύνους, που θα τούς οδηγούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία με τούς Τούρκους, «που θα μού κάνει κακό σε μεγάλο βαθμό» (que a mi me dolería en gran manera).

Υπάρχουν συχνά διαφορές ανάμεσα στις αναφορές των πρεσβευτών προς τις κυβερνήσεις τους και στα πραγματικά γεγονότα, αλλά όχι σε αυτή την περίπτωση. Οι πληροφορίες που έστελνε ο Ντονάντο στην Ενετική Σινιορία ήσαν σωστές. Ο Φίλιππος Β’ δεν είχε παραπλανηθεί. Από τον συνολικό εξοπλισμό που ήταν τότε διαθέσιμος στη Σικελία, ο Φίλιππος είχε πει πράγματι στον Δον Ζουάν (στις 4 Ιουλίου), ότι μπορούσε να πάρει στην Ανατολική Μεσόγειο 64 γαλέρες, 30 ή 32 «πλοία μεταφοράς και μαούνες» (naves y los barcones), 6.000 Ισπανούς, 4.000 Γερμανούς και 6.000 Ιταλούς, πράγμα το οποίο θα άφηνε και πάλι 5.000 Ισπανούς και περίπου 4.000 Γερμανούς στρατιώτες διαθέσιμους για υπηρεσία αλλού, αν χρειαζόταν. Τριανταεννέα γαλέρες θα έμεναν επίσης, με τις οποίες ο Τζιανναντρέα Ντόρια θα μπορούσε να κινείται ανάμεσα στα νησιά και κατά μήκος τής ιταλικής ακτής «σε αναζήτηση κουρσάρων». Αν δεν συνέβαινε τίποτε κακό πριν από τα μέσα Αυγούστου, ο Τζιανναντρέα θα μπορούσε να οδηγήσει τις γαλέρες στην Ανατολική Μεσόγειο και να ενωθεί με τον Δον Ζουάν. Είναι προφανές ότι ο Φίλιππος προσπαθούσε να κάνει το καθήκον του στον πόλεμο κατά των Τούρκων,145 όσο κι αν ο ίδιος θα προτιμούσε να χρησιμοποιήσει τούς πόρους του (όπως έχουμε πει περισσότερες από μία φορά), σε εκστρατεία κατά τού Αλγεριού, τής Μπιζέρτα, τής Τυνησίας και τής Τρίπολης.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είχε αποπλεύσει από τη Μεσσίνα στις 7 Ιουλίου με πενηνταέξι περίπου γαλέρες, για να αντιμετωπίσει τον Τούρκο με πνεύμα αυτοδικαίωσης, το οποίο οι Ισπανοί εύρισκαν ερεθιστικό. Από τις γαλέρες που πήγαιναν μαζί του δεκατρείς ήσαν στην παπική υπηρεσία, δεκαοκτώ σε εκείνη τής Ισπανίας και εικοσιπέντε ανήκαν στους Ενετούς.146 Την ημέρα τής αναχώρησης τού Κολόννα ο Δον Ζουάν έπλευσε προς το Παλέρμο με το μεγαλύτερο μέρος τού Καθολικού στόλου, σκοπεύοντας να πάει στο Αλγέρι και στη Μπιζέρτα, αλλά η επιστολή τού Φιλίππου Β’ τής 4ης Ιουλίου τον εξέτρεψε από τη Μπαρμπαριά προς την Ανατολική Μεσόγειο. Ο Κολόννα έφτασε στον Κρότωνα (Κοτρόνε) στις 9 Ιουλίου, πήρε νερό και προχώρησε προς το Κάπο Σάντα Μαρία ντι Λέουκα (κοντά στο Λέτσε), όπου συνάντησε τον Αλβάρο ντε Μπαζάν, στρατηγό των ναπολιτάνικων γαλερών, ο οποίος λεγόταν ότι επέστρεφε από την Κέρκυρα με 36 γαλέρες και τέσσερα πλοία, για να ενωθεί με τον Δον Ζουάν στη Μεσσίνα. Σύμφωνα με τον Σέρβια παρέδωσε στον Κολόννα τέσσερις ακόμη ισπανικές γαλέρες υπό τις διαταγές τού Ζιλ ντε Αντράντε. Ο Κολόννα πήρε κι άλλο νερό στο Οτράντο στις 13 Ιουλίου και έφτασε στην Κέρκυρα στις 15 τού μηνός. Ο Τζάκομο Φοσκαρίνι βγήκε να τον συναντήσει με το σύνολο τού ενετικού στόλου που βρισκόταν τότε στο νησί, δηλαδή 74 γαλέρες, έξι γαλεάσες και 25 γαλιότες. Υπήρξε η συνήθης ανταλλαγή πυρών κανονιών «και όλοι μαζί επέστρεψαν στο λιμάνι» (y todos juntos se volvieron al puerto).147

Οι χριστιανικοί στόλοι έφυγαν από την Κέρκυρα στις 20 Ιουλίου και κατευθύνθηκαν προς την Ηγουμενίτσα, απ’ όπου ο Κολόννα έστειλε δύο γαλέρες στο Τσιρίγο (Κύθηρα), ακριβώς νότια τού Κόλπου τής Λακωνίας, για να μάθουν νέα για την αρμάδα τού Ουλούτζ Αλή. Οι χριστιανοί πέρασαν οκτώ μέρες στην Ηγουμενίτσα, όπου εμφανίστηκαν ξαφνικά πεντακόσιοι ιππείς τού εχθρού για να τούς εμποδίσουν να πάρουν νερό, αλλά ο Κολόννα έστειλε στη στεριά πεζικό αρκετό για να τούς διώξει. Ενώ βρισκόταν στην Ηγουμενίτσα, ο Κολόννα έλαβε επιστολή με ημερομηνία 16 Ιουλίου από τον Δον Ζουάν, «ο οποίος ερχόταν», λέει ο Σέρβια, «με την αρμάδα να ενωθεί μαζί τους, για το οποίο όλοι χάρηκαν». Τούς έδινε εντολή να τον περιμένουν στην Κέρκυρα, πράγμα που θα σήμαινε επιστροφή στο ραντεβού στο νησί. Ο Φοσκαρίνι δεν ήταν πρόθυμος ούτε καν να το σκεφτεί, γιατί θα σήμαινε περαιτέρω αναβολή δράσης κατά των Τούρκων. Ο Κολόννα ήθελε επίσης να προχωρήσουν στην εκστρατεία, επιθυμώντας κατά πάσα πιθανότητα να ενισχύσει τη φήμη του με νέα νίκη επί των Τούρκων. Αποφάσισαν έτσι να προχωρήσουν και να παρακούσουν τις εντολές τού αρχιστράτηγου.

Στις 28 Ιουλίου οι δύο γαλέρες που είχαν πάει στο Τσιρίγο επέστρεψαν με αβέβαια νέα για τον Ουλούτζ Αλή. Την επόμενη μέρα οι χριστιανικοί στόλοι έφυγαν από την Ηγουμενίτσα, «που είναι δεκαοχτώ μίλια από την Κέρκυρα», προχωρώντας νότια προς την Κεφαλονιά, όπου ενισχύθηκαν με 12 γαλέρες και δύο γαλιότες από τον Χάνδακα υπό τον Μάρκο Κουρίνι «Στέντα», πράγμα το οποίο (σύμφωνα με τον Σέρβια) σήμαινε τώρα, ότι τη χριστιανική αρμάδα αποτελούσαν 145 γαλέρες, έξι γαλεάσες, 25 γαλιότες και 22 πλοία μεταφοράς. Ο Σέρβια λέει όμως, ότι ο Κουρίνι, τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί Μάρκο Οστέντο, πρόσθεσε 22 γαλέρες στη χριστιανική αρμάδα, ενώ οι ημερομηνίες του συνήθως διαφέρουν κατά μια ή δύο μέρες από εκείνες τού Κολόννα, οι ημερομηνίες τού οποίου δεν ήσαν πάντοτε ακριβείς, όπως θυμόμαστε, στην περιγραφή του για την εκστρατεία τού 1570. Στις 2 Αυγούστου ή λίγο πριν η αρμάδα έφτασε στο νησί τής Ζακύνθου, όπου οι άνδρες πήραν νερό και είχαν συμπόσια με τα σταφύλια και τα λαχανικά που αφθονούσαν στο νησί. Ύστερα από τρεις ημέρες στη Ζάκυνθο, οι Κολόννα και Φοσκαρίνι προχώρησαν προς το Τσιρίγο (Κύθηρα), όπου έφτασαν στις 4 Αυγούστου και έμαθαν ότι είχαν προηγηθεί 60 τουρκικές γαλέρες, παίρνοντας νερό στο ακρωτήριο τού Σαν Νικκολό στην ανατολική πλευρά τού νησιού. Η τουρκική αρμάδα λεγόταν ότι βρισκόταν τότε στη Μονεμβασιά (Mαλβάζια) περίπου σαράντα μίλια μακριά. Την αποτελούσαν 150 γαλέρες και 50 μεγάλες γαλιότες.148

Λιγότερο από τριάντα ώρες μετά την άφιξη των Κολόννα και Φοσκαρίνι, ο Ουλούτζ Αλή εξόρμησε από τη Μονεμβασιά, προφανώς με πρόθεση να επιτεθεί στη χριστιανική αρμάδα, αν αυτή δεν περιλάμβανε ισπανικές γαλέρες. Τα ξημερώματα όμως στις 7 Αυγούστου, ο Κολόννα είχε στείλει τον Μάρκο Κουρίνι «που είναι καλός στρατιώτης» (es un buen soldado) με τέσσερις γαλέρες στο ακρωτήριο Σαντ’ Άντζελο, δηλαδή στο ακρωτήριο Μαλέας στο νοτιοανατολικό πόδι τής χερσονήσου τού Μοριά, «για να μάθει νέα για την αρμάδα τού εχθρού». Ο Κουρίνι αντιμετώπισε την εμπροσθοφυλακή των δυνάμεων τού Ουλούτζ Αλή, που βρισκόταν επίσης στο Σαντ’ Άντζελο και ετοιμαζόταν να ναυμαχήσει μαζί τους. Αν και οι Τούρκοι είχαν έξι γαλέρες απέναντι στις τέσσερις τού Κουρίνι, επέλεξαν να μην συγκρουστούν μαζί του, υποχωρώντας στην ασφάλεια τού στόλου τού Ουλούτζ Αλή, ο οποίος τώρα πλησίαζε επίσης στο Σαντ’ Άντζελο. Ο Κουρίνι αποσύρθηκε προς τον κόλπο τού Σαν Νικκολό στην ανατολική ακτή τού Τσιρίγο και ο Κολόννα διέταξε να ρυμουλκηθούν τα βαριά πλοία του (naves) με τα μεγάλα κανόνια τους από το καταφύγιο τού λιμανιού. Ρίχνοντας δύο προειδοποιητικές βολές από τα κανόνια στις ναυαρχίδες του, διάταξε να συνταχθούν οι γαλέρες τής χριστιανικής αρμάδας σε διάταξη μάχης.

Η διάταξη ήταν σχεδόν η ίδια με εκείνη στο Λεπάντο, με τον Κολόννα στη μέση τής κεντρικής μοίρας (battaglia) με τούς Φοσκαρίνι και Ζιλ ντε Αντράντε στις δύο πλευρές, ενώ η δεξιά πτέρυγα βρισκόταν υπό τις διαταγές τού γενικού επιστάτη Τζάκομο Σοράντσο και η αριστερή κάτω από εκείνες τού Αντόνιο ντα Κανάλε. Δύο γαλεάσες κινούνταν αργά μπροστά από καθένα από τα τρία κύρια τμήματα τής γραμμής μάχης. Σύμφωνα με τον Σέρβια, υπήρχαν 58 γαλέρες στην κεντρική μοίρα (battaglia), συμπεριλαμβανομένων των ναυαρχίδων των Κολόννα, Φοσκαρίνι και ντε Αντράντε και 40 γαλέρες σε καθεμία από τις δύο πτέρυγες. Πίσω από την κεντρική μοίρα (battaglia) υπήρχαν επτά γαλέρες τής εφεδρείας (soccorso), ενώ γαλιότες και μπριγαντίνια εκτείνονταν πίσω από ολόκληρο τον στόλο. Καθώς οι χριστιανικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να επιτεθούν, οι γαλέρες τού Ουλούτζ Αλή εξαπέλυσαν χωρίς νόημα γύρο βολών πυροβολικού, αφού έπρεπε να παραμένουν μακριά από τις γαλεάσες και τα πλοία με τα μεγάλα κανόνια, που σχημάτιζαν την πρώτη γραμμή άμυνας των χριστιανών. Η εμπλοκή τής 7ης Αυγούστου έλαβε χώρα στα ανοιχτά τής βορειοανατολικής ακτής τού Τσιρίγο μεταξύ των νησιών Σέρβι (Ελαφονήσι) και Δρακονέρα, όπου το τελευταίο βρίσκεται ακριβώς έξω από το λιμάνι τού Σαν Νικκολό.

Οι γαλεάσες τού Κολόννα και τα βαριά πλοία μεταφοράς προχωρούσαν πολύ αργά, γιατί υπήρχε μόνο ελαφρύς άνεμος. Καθώς τα κανόνια των χριστιανών άρχισαν να φτάνουν τις γαλέρες τού Ουλούτζ Αλή, αυτός γρήγορα «αποσύρθηκε στη θάλασσα» (retiro a la mar), υπό την κάλυψη βαρέος προπετάσματος καπνού. Οι γαλέρες του ήσαν μικρότερες και πιο ευέλικτες από εκείνες τού Κολόννα, ενώ είχε κάπου διακόσια σκάφη ανάμεσα σε γαλέρες και γαλιότες. Όταν είχε περάσει η χριστιανική εμπροσθοφυλακή από πλοία και γαλεάσες, οι γαλέρες τού Ουλούτζ Αλή έστριψαν ξαφνικά για να επιτεθούν στην «αρμάδα μας». Όμως ο εξοπλισμός τού Κολόννα διατήρησε τον σχηματισμό του, στρέφοντας αργά, περιμένοντας τα πλοία και τις γαλεάσες να μπουν και πάλι στην πρώτη γραμμή, ενώ στη συνέχεια προχωρούσε με προσοχή, χωρίς σημάδι παραπατήματος ή σύγχυσης, στα οποία είχε ελπίσει ο πονηρός κουρσάρος. Έριξε ομοβροντίες πυροβολικού, αλλά απέτυχε να σταματήσει την προσέγγιση των χριστιανών.

Απρόθυμος να αντιμετωπίσει τον κανονιοβολισμό από τα πλοία και τις γαλεάσες, ο Ουλούτζ Αλή άλλαζε την πορεία του, στρέφοντας δεξιά ή αριστερά, ωθώντας προς τα εμπρός ή υποχωρώντας με εκπληκτική ευκολία. Προσπάθησε να δημιουργήσει ρήγμα στη γραμμή τού Κολόννα (όπως εκείνο στη μοίρα τού Ντόρια στο Λεπάντο), αναζητώντας την ευκαιρία να υπερφαλαγγίσει τον Κολόννα ή να διεισδύσει μεταξύ τής κεντρικής του μοίρας (battaglia) και μιας από τις πτέρυγες. Αλλά ο Κολόννα διατηρούσε τον τριμερή σχηματισμό του, παραμένοντας πίσω από τη δύναμη πυρός τής εμπροσθοφυλακής του. Ο Ουλούτζ Αλή δεν είχε λοιπόν πρόθεση να τον αντιμετωπίσει κατά μέτωπο, ενώ με την περαιτέρω χρησιμοποίηση «μάταιων πυρών», όπως μαθαίνουμε από τον Σέρβια, αποσύρθηκε το σούρουπο στον κόλπο τής Λακωνίας, κατευθυνόμενος στο λιμάνι των Ορτυκιών (Cohalla), δηλαδή στο Πόρτο Κάγιο. Οι μάταιοι ελιγμοί είχαν διαρκέσει όλη την ημέρα και ο Κολόννα έψαχνε για την τουρκική αρμάδα μέχρι αργά τη νύχτα, επιστρέφοντας τελικά στο νησί τού Τσιρίγο, όπου πήρε νερό για τούς εξαντλημένους από τη δίψα κωπηλάτες και στρατιώτες του.149

Την επόμενη μέρα (8 Αυγούστου) ο Κολόννα έστειλε μια γαλέρα και μια γαλιότα στην Κέρκυρα, όπου ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας αναμενόταν να φτάσει πολύ σύντομα, για να τον προειδοποιήσει να μην έρθει προς τα ανατολικά, γιατί ήταν γνωστό, ότι είχε μόνο πενήντα γαλέρες και τριάντα πλοία «και ο εχθρός ήταν ανώτερος» (y el enemigo le era superior). Ο Ουλούτζ Αλή θα προσπαθούσε να ενεδρεύσει. Ο Δον Ζουάν έπρεπε να περιμένει τη χριστιανική αρμάδα, η οποία θα επέστρεφε στην Κέρκυρα. Ο Κολόννα έστελνε επίσης στον αρχιστράτηγο περιγραφή τής εμπλοκής του με τον Ουλούτζ Αλή. Στις 9 τού μηνός ο Κολόννα και ο Ενετός γενικός διοικητής Φοσκαρίνι έφυγαν από το Τσιρίγο, ρυθμίζοντας την πορεία τους προς την Κέρκυρα, για να επανενωθούν με την αρμάδα υπό τον Δον Ζουάν. Την αυγή στις 10 τού μηνός, τη μέρα τής γιορτής τού Σαν Λορέντσο, αντιμετώπισαν και πάλι την τουρκική αρμάδα, «η οποία είχε βγει από το Πόρτο Κάγιο και βρισκόταν στο ακρωτήριο Μάινα (Ματαπά)». Ο επιστάτης Σοράντσο, ο οποίος διοικούσε τη χριστιανική δεξιά πτέρυγα, προχώρησε με τις δύο γαλεάσες του και μικρό αριθμό γαλερών και άρχισε να βάλλει κατά των Τούρκων. Καθώς η τουρκική αριστερή πτέρυγα φαινόταν να υποχωρεί, ο Σοράντσο προχώρησε πολύ, προκαλώντας ρήγμα στη χριστιανική γραμμή.

Η εμφανής αποτυχία τής αριστερής πτέρυγας τού Ουλούτζ Αλή ήταν πιθανώς τέχνασμα, επειδή τώρα χτυπούσε τις γαλέρες τού Σοράντσο, ενώ οι Τούρκοι, που πριν από λίγο έδειχναν να έχουν τραπεί σε φυγή, ξαφνικά στέκονταν σταθερά στη θέση τους. Ο Σοράντσο, ευρισκόμενος τώρα ο ίδιος σε υποχώρηση, κατάφερε (σύμφωνα με τον Σέρβια) να αντισταθεί αρκετά με τη ναυαρχίδα του, μια γαλεάσα και δέκα γαλέρες και να κρατηθεί, μέχρι να στρέψει ο Κολόννα τα κανόνια που υπήρχαν στα πλοία και τις γαλεάσες τής εμπροσθοφυλακής του προς τις επιτιθέμενες δυνάμεις τού Ουλούτζ Αλή. Η χριστιανική αριστερή πτέρυγα υπό τον Καναλέττο ελάχιστα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει, επειδή ο Σοράντσο είχε απομακρυνθεί πολύ.

Ήταν σχεδόν παρατρίχα διαφυγή, αλλά ο Ουλούτζ Αλή χρειάστηκε και πάλι να υποχωρήσει μπροστά στα βαριά πυροβόλα των χριστιανών. Υποχωρώντας προς το ακρωτήριο Μάινα (Ματαπά), κατευθύνθηκε τελικά προς τα λιμάνια τής Μεθώνης και τού Ναυαρίνου. Η χριστιανική αρμάδα υποχρεώθηκε από κακές καιρικές συνθήκες να επιστρέψει στο ενετικό νησί τού Τσιρίγο και στην ασφάλεια τού αγκυροβόλιου τού Σαν Νικκολό. Στο Τσιρίγο ανανεώνονταν οι διαφωνίες τους σχετικά με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ή στην Κέρκυρα σε αναζήτηση τού Δον Ζουάν, χωρίς τα πλοία και τις γαλέρες τού οποίου ήταν πια σαφές, ότι δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν να πετύχουν σημαντική νίκη επί τού παράξενου Ουλούτζ Αλή. Μήπως έπρεπε να αφήσουν τα πλοία μεταφοράς και τις γαλεάσες στο Τσιρίγο ή στον Χάνδακα, για να φτάσουν γρηγορότερα στη Ζάκυνθο ή στην Κέρκυρα; Όμως τι θα γινόταν άραγε, αν τούς παρεμπόδιζε στον δρόμο ο Ουλούτζ Αλή, χωρίς να έχουν αυτοί τα βαριά τους όπλα;150

Ξαναμπαίνοντας στο λιμάνι τού Τσιρίγο στις 11 Αυγούστου η «αρμάδα μας» παρέμεινε εκεί τέσσερις ημέρες, όταν υπήρξε φήμη, ότι ο εξοπλισμός τού Ουλούτζ ενισχυόταν με άλλες πενήντα γαλέρες. Οι Κολόννα, Φοσκαρίνι και Ζιλ ντε Αντράντε συσκέπτονταν για το τι έπρεπε να κάνουν με τα πλοία μεταφοράς (naves), καθώς θα επέστρεφαν στη Ζάκυνθο ή στην Κέρκυρα για να επανενωθούν με τον Δον Ζουάν. Ο Κολόννα και ο Ισπανός Ιωαννίτης ντε Αντράντε είχαν τη γνώμη, ότι έπρεπε να στείλουν τα πλοία στη μικρή απόσταση μέχρι τον Χάνδακα και στη συνέχεια να προχωρήσουν προς τη Ζάκυνθο με τις γαλέρες και τις γαλεάσες. Ο Φοσκαρίνι όμως είχε αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι κανένα λιμάνι στο νησί τής Κρήτης δεν θα ήταν ασφαλές από τουρκική επίθεση και από πυρπόληση των πλοίων, πράγμα που θα ήταν νίκη για τον εχθρό. Δεν υπήρχε λοιπόν εναλλακτική λύση από το να πάει ολόκληρη η αρμάδα στη Ζάκυνθο, όπου έφτασε στις 17 ή 18 Αυγούστου. Οι κάτοικοι τής Ζακύνθου, που ήταν ενετικό νησί, πήραν τα όπλα, λέει ο Σέρβια,

πιστεύοντας ότι ήταν η εχθρική αρμάδα, γιατί είχαν κακή γνώμη για τον στόλο μας, ως συνέπεια τής δεύτερης ναυμαχίας. Όταν είδαν ότι ήμασταν φίλοι, βγήκαν δύο ένοπλες γαλέρες, μια τής Μάλτας και η άλλη τής Νάπολης, τις οποίες έστελνε η Υψηλότητά του για να μάθουν νέα για τον στόλο μας. Επέστρεψαν στην Υψηλότητά του με την είδηση, ότι ο στόλος βρισκόταν ασφαλής στη Ζάκυνθο.

Αφού η Ζάκυνθος ήταν κοντά στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα, οι χριστιανοί διοικητές άφησαν τα βαριά πλοία στο λιμάνι και προχώρησαν στις 20 Αυγούστου με τις γαλέρες και γαλεάσες προς την Κεφαλονιά «για να υποδεχτούν την Υψηλότητά του». Παρέμειναν στην Κεφαλονιά για δύο μέρες, αναχωρώντας στις 24 τού μηνός για το γειτονικό νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας). Ο Δον Ζουάν είχε φτάσει στην Κέρκυρα το βράδυ στις 9 Αυγούστου. Τούς περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία περισσότερο από δύο βδομάδες και στις 28 τού μηνός έστειλε δύο γαλέρες στους Κολόννα και ντε Αντράντε, με εντολές «να πάει όλος ο στόλος στην Κέρκυρα» (que toda la armada fuese en Corfu). Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, ο Κολόννα και οι συνάδελφοί του διοικητές πήραν τα πλοία μεταφοράς (naves), τα οποία βρίσκονταν ήδη καθ’ οδόν προς βορρά με τα πανιά ανοιχτά. Στις 31 Αυγούστου ο στόλος έφτασε στο λιμάνι τής Ηγουμενίτσας, απέναντι από το νότιο άκρο τής Κέρκυρας, σταματώντας για να πάρει νερό, αλλά ο Δον Ζουάν απαίτησε να πάνε αμέσως στην Κέρκυρα οι Κολόννα και Φοσκαρίνι

και το μεσημέρι ο στόλος έφτασε στην Κέρκυρα, με μεγάλη ομοβροντία κανονιών και αρκεβουζίων, όπου βρήκαν την Υψηλότητά του με 50 γαλέρες, πέντε γαλιότες, δύο γαλεάσες τού δούκα τής Φλωρεντίας και τριάντα πλοία μεταφοράς.151

Παρά την ομοβροντία τού πυροβολικού, κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος με κανέναν. Ο Δον Ζουάν είχε αγανακτήσει, επειδή οι Κολόννα και Φοσκαρίνι δεν τον περίμεναν στην Κέρκυρα. Ο Κολόννα ήταν πολύ ενοχλημένος, επειδή ο Δον Ζουάν δεν είχε έρθει μέχρι τη Ζάκυνθο για να τούς συναντήσει, ενώ ο Φοσκαρίνι είχε διαφωνήσει από την αρχή να φύγουν από το Τσιρίγο, για να ενωθούν με τον Δον Ζουάν σε τέτοια απόσταση, όπως εκείνη τής Ζακύνθου. Επίσης, όπως εξηγούσε ο Κολόννα σε απολογία προς τον Φίλιππο Β’ (στις αρχές τού 1573), οι Ενετοί ήσαν πάντοτε αντίθετοι με τις επιθυμίες του και με εκείνες τού Ζιλ ντε Αντράντε, τον οποίο δεν θεωρούσαν διοικητή. Επιπλέον οι Ενετοί αρνούνταν να αναγνωρίσουν την αρχή τού Δον Ζουάν ως υπέρτατη, όταν επρόκειτο για λήψη σημαντικών αποφάσεων και ο αρχιστράτηγος απεύθυνε συνήθως τις εντολές του στον Κολόννα και στον Ζιλ ντε Αντράντε.152 Ο Σερένο έχει πολλά να πει για την έξαψη τού Δον Ζουάν και για τις δυσκολίες που είχαν οι Κολόννα και Ζιλ ντε Αντράντε με την ισχυρογνώμονα Υψηλότητά του. Ο διακριτικός όμως Σέρβια δεν κάνει ούτε υπαινιγμό για την εχθρότητα και φιλονικία η οποία σηματοδότησε την επανένωση των στρατηγών, σημειώνοντας απλώς και μόνο, ότι στις 3 Σεπτεμβρίου (1572) ο Δον Ζουάν συσκέφτηκε με τούς συναδέλφους του. Στη συνέχεια εκδόθηκαν εντολές να καθαριστούν να καλαφατιστούν και να πισσαριστούν οι καρίνες των γαλερών, των μεγάλων γαλερών (γαλεάσες) και των πλοίων και να πάρουν αρκετό νερό για δέκα μέρες. Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 7 τού μηνός, η διευρυμένη αρμάδα έφυγε από την Κέρκυρα για την Ηγουμενίτσα.

Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Δον Ζουάν ενημερώθηκε «ότι η εχθρική αρμάδα βρισκόταν στο Ναυαρίνο, λιμάνι στον Μοριά, με 218 άριστες γαλέρες και πενήντα γαλιότες, με κάθε πρόθεση να περιμένει τη ναυμαχία». Την επόμενη μέρα ο Δον Ζουάν απέπλευσε από την Ηγουμενίτσα, για να πάει σε αναζήτηση τής αρμάδας τού Ουλούτζ Αλή, με 195 γαλέρες, 25 γαλιότες, οκτώ γαλεάσες και 25 πλοία, αφήνοντας πίσω τις φρεγάτες και τα μπριγαντίνια. Η σειρά τής πλεύσης και τής ναυμαχίας ήταν σαν εκείνη στη Ναύπακτο, με τον Δον Ζουάν στη μέση τής κεντρικής μοίρας (battaglia) και με τις παπικές και ενετικές ναυαρχίδες από τις δύο πλευρές του, με 65 γαλέρες. Ο Αλβάρο ντε Μπαζάν, ο μαρκήσιος τής Σάντα Κρουζ, ήταν διοικητής τής δεξιάς πτέρυγας 50 γαλερών, ο Σοράντσο στην αριστερή πτέρυγα με άλλες 50 και ο Χουάν ντε Καρντόνα στην οπισθοφυλακή (soccorso) με τις υπόλοιπες τριάντα. Μια εμπροσθοφυλακή προχωρούσε οκτώ μίλια μπροστά από την αρμάδα κατά τη διάρκεια τής ημέρας και τέσσερα μίλια μπροστά τη νύχτα. Μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου η «Καθολική αρμάδα», όπως την ονομάζει ο Σέρβια, βρισκόταν στο λιμάνι τής Κεφαλονιάς, όπου δύο χριστιανοί που είχαν δραπετεύσει από τούς Τούρκους ανέφεραν, ότι ο Ουλούτζ Αλή φοβόταν να αντιμετωπίσει την αρμάδα, γιατί τα κανόνια του ήσαν ανεπαρκή.

Στις 15 Σεπτεμβρίου η χριστιανική αρμάδα βρισκόταν στο νησί «Αστανφαρία» (Σταμφάνη, Στροφάδες), όπου κατά τη διαφυγή του από το Λεπάντο το 1571 ο Ουλούτζ Αλή είχε κάψει το μοναστήρι και είχε σφάξει τούς μοναχούς. Το νησί βρισκόταν σχεδόν στα μισά τού δρόμου από τη Ζάκυνθο στο Ναυαρίνο. Ο Δον Ζουάν πέρασε τη μέρα στις Στροφάδες, περιμένοντας να αποπλεύσει το βράδυ και να πιάσει τον Ουλούτζ Αλή την αυγή στο Ναυαρίνο, πίσω από το ιστορικό νησί τής Σφακτηρίας. Κατά τη στιγμή όμως τής άφιξής του οι Τούρκοι είχαν πλεύσει λίγα μίλια νότια προς το λιμάνι τής Μεθώνης, «για να είναι πιο ασφαλείς απ’ όσο στο Ναυαρίνο». Οι ανταλλαγές πυρών δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Μάλιστα οι επόμενες τρεις εβδομάδες δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα.

Οι γαλέρες τής Ιεράς Συμμαχίας αγκυροβόλησαν στα ανοικτά τής νήσου Σαπιέντζα, μόλις ένα μίλι από το καλά οχυρωμένο λιμάνι τής Μεθώνης. Στις 18 Σεπτεμβρίου πήγαν γύρω από το ακρωτήριο Γκάλλο (Ακρίτας), για να πάρουν νερό από ρυάκι έξι μίλια βόρεια από το ψηλό, απόρθητο τουρκικό φρούριο τής Κορώνης. Οι στρατιώτες που στάλθηκαν στη στεριά για νερό δέχτηκαν επίθεση, αλλά όταν ο Δον Ζουάν αποβίβασε στρατιώτες, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν. Επιστρέφοντας στη Σαπιέντζα, οι χριστιανοί έκαναν διάφορα σχέδια και αρκετές προσπάθειες να εισέλθουν στο λιμάνι τής Μεθώνης, αλλά η τουρκική άμυνα ήταν τέτοια, που ένα προς ένα τα σχέδια απορρίπτονταν και οι προσπάθειες αποδεικνύονταν μάταιες. Ο Δον Ζουάν έστειλε για ενισχύσεις από το νησί τής Ζακύνθου και πήρε την αρμάδα του στο λιμάνι τού Ναυαρίνου (όπου το νερό ήταν άφθονο), από το οποίο θα μπορούσε να παρακολουθεί οποιαδήποτε τουρκική γαλέρα έβγαινε από τη γειτονική Μεθώνη.153

Το λεγόμενο θέατρο των επιχειρήσεων ήταν τώρα περιορισμένο στις στενές περιοχές στη στεριά και στη θάλασσα μεταξύ Ναυαρίνου και Μεθώνης. Παρά το δαπανηρό μεγαλείο των προετοιμασιών και τα περήφανα λάβαρα στις κορυφές των καταρτιών, η εκστρατεία τού 1572 ήταν όλο και λιγότερο πομπή νίκης απ’ όσο κωμική όπερα. Όταν το πρωί τής 20ης Σεπτεμβρίου τριάντα περίπου τουρκικές γαλέρες ξεκίνησαν από τη Μεθώνη για να μάθουν τι ετοίμαζε η αρμάδα τής συμμαχίας (para reconocer á donde iba la armada catolica), ο Δον Ζουάν έστειλε τον Αλβάρο ντε Μπαζάν να τις κυνηγήσει με τις γαλέρες τής δεξιάς πτέρυγας. Τα κανόνια τού Μπαζάν έστειλαν τούς Τούρκους σπεύδοντας πίσω στη Μεθώνη, πίσω από το καταφύγιο τής Σαπιέντζας. Όταν οι χριστιανοί βγήκαν στη στεριά για νερό και πάντοτε «έβγαιναν για νερό» (haciendo agua), οι Τούρκοι τούς επιτέθηκαν. Λιποτάκτες και χριστιανοί αιχμάλωτοι που είχαν δραπετεύσει από τη Μεθώνη ενημέρωσαν τον Δον Ζουάν, ότι ο Ουλούτζ Αλή ήταν πολύ ανήσυχος, έχοντας ενισχύσει τριανταδύο από τις γαλέρες του και έχοντας ρυμουλκήσει τις υπόλοιπες, με την πρύμνη μπροστά, στη χαμηλή ακτή τής Μεθώνης, τοποθετώντας τα κανόνια τους σε «φρούρια» που είχε στήσει στη γη.

Την επόμενη μέρα, 21 Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι στο κάστρο που υψωνόταν πάνω από τον κόλπο τού Ναυαρίνου εξαπέλυσαν τρεις ή τέσσερις γύρους βολών κανονιού. Ο Δον Ζουάν έστειλε άνδρες σε αποστολή ανίχνευσης, «για να αναγνωρίσουν το κάστρο» (para reconocer el castillo) και εκείνη τη νύχτα έστειλε είκοσι ένοπλες γαλέρες στη Ζάκυνθο, για να σύρουν τα πλοία μεταφοράς και να φέρουν στο Ναυαρίνο το γερμανικό πεζικό, για να συμβάλει στην αντιμετώπιση των Τούρκων. Το πρωί τής 23ης Σεπτεμβρίου τα πλοία έφυγαν από τη Ζάκυνθο για το Ναυαρίνο, ενώ στις είκοσι γαλέρες ανέβηκαν νέα στρατεύματα. Η θυελλώδης εποχή άρχιζε όμως και μια θύελλα την οποία προκάλεσε ο νοτιοδυτικός άνεμος οδήγησε τα πλοία πίσω στο λιμάνι τής Ζακύνθου. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ημερών κατέβασαν από τα πλοία μεταφοράς το πεζικό, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα εφόδια και τον εξοπλισμό των σκαπανέων και τα ανέβασαν στις γαλέρες, για να εξασφαλίσουν την ταχύτερη παράδοσή τους στον Δον Ζουάν. Αλλά δυστυχώς αυτή η μεταφορά ανθρώπων και υλικών αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αναγκαία, γιατί στις 26 Σεπτεμβρίου η θάλασσα ηρέμησε. Οι γαλέρες και τα πλοία σήκωσαν άγκυρα μαζί «με καλό καιρό» (con buen tiempo) και στις 27 τού μηνός έπλευσαν στον κόλπο τού Ναυαρίνου, όπου τούς περίμενε ο αρχιστράτηγος.

Στο μεταξύ δύο γαλέρες είχαν απογυμνωθεί, είχαν συνδεθεί μεταξύ τους και τα καταστρώματά τους είχαν καλυφθεί με σανίδες, για να σχηματίσουν εξέδρα για πυροβόλα, την οποία έλπιζαν ότι θα μπορούσαν να προωθήσουν μέσα στο κανάλι πίσω από τη Σαπιέντζα, όπου οι χριστιανοί πυροβολητές θα σκόρπιζαν σε κομμάτια τις τουρκικές γαλέρες, που συνωστίζονταν στο μικρό λιμάνι τής Μεθώνης. Η αρμάδα τού Δον Ζουάν δεν μπορούσε να μπει στο λιμάνι γιατί το κανάλι ήταν πολύ στενό και τα τουρκικά κανόνια ήσαν τοποθετημένα στην ακτή τής ενδοχώρας. Αλλά η εξέδρα για πυροβόλα, όπως όλα τα άλλα, υπήρξε αποτυχία. Ο χρόνος λιγόστευε. Ο νοτιοδυτικός άνεμος δυνάμωνε. Άρχιζε η βροχή. Υπήρχε ανάσα χειμώνα στην ατμόσφαιρα.

Στις 2 Οκτωβρίου ο Δον Ζουάν έβγαλε στη στεριά δύναμη πεζικού 5.000 ανδρών. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας ανέβηκαν την απότομη πλαγιά προς το τουρκικό κάστρο πάνω από τον κόλπο τού Ναυαρίνου. Η κατάληψη τού κάστρου, προφανώς πιο εύκολη από εκείνη τής Μεθώνης (την οποία υπεράσπιζαν ακόμη τα παλιά ενετικά τείχη της), θα έδινε στις αποθαρρυμένες δυνάμεις τής συμμαχίας ένα πάτημα στη στεριά. Στον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, τον ηγεμόνα τής Πάρμας, ανατέθηκε η ευθύνη τού πεζικού. Η μάταιη όμως προσπάθεια τριών ή τεσσάρων ημερών ήταν αρκετή και την Κυριακή 5 Οκτωβρίου ο Δον Ζουάν διέταξε την εκ νέου επιβίβαση των ανδρών και τού πυροβολικού, γιατί ο χρόνος ήταν λίγος, οι προμήθειες ήσαν λιγότερες, «και επίσης επειδή ο μπεηλερμπέης τής Ελλάδας είχε έρθει με δύναμη επικουρίας 20.000 ιππέων, ενώ περίπου 750 στρατιώτες είχαν χάσει τη ζωή τους στην πολιορκία».

Μιάμιση ώρα μετά το ξημέρωμα στις 7 Οκτωβρίου, κατά την πρώτη επέτειο τής Ναυπάκτου, ο Δον Ζουάν έδωσε εντολή να σηκώσουν άγκυρες και ο στόλος απέπλευσε για τη Μεθώνη, ενώ τα βαριά, αργοκίνητα πλοία άρχισαν την επιστροφή τους στη Ζάκυνθο. Προς απογοήτευση των Ενετών είχε ανακοινώσει, ότι η εκστρατεία είχε τελειώσει. Καθώς οι γαλέρες τής συμμαχίας έκαναν την τελευταία «επίσκεψή» τους στη Μεθώνη, διαπιστώθηκε ότι είκοσι τουρκικές γαλέρες καταδίωκαν ένα πλοίο δεκαπέντε μίλια μακριά στη θάλασσα. Οι χριστιανοί επιτάχυναν τον ρυθμό τους όσο πιο γρήγορα τούς επέτρεπαν πανιά και κουπιά, κατευθυνόμενοι στη Σαπιέντζα με τα κανόνια τους να βρυχώνται, προσπαθώντας να εμποδίσουν τις τουρκικές γαλέρες να ξαναμπούν στο καταφύγιο τής Μεθώνης. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν βιαστικά την προσπάθειά τους να καταλάβουν το πλοίο, σπεύδοντας προς τη Μεθώνη με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ο Ουλούτζ Αλή έστειλε έξω δεκαπέντε γαλέρες «να βομβαρδίσουν τον στόλο μας», για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τις είκοσι γαλέρες που απειλούνταν από την προσέγγιση τού Δον Ζουάν. Όλες οι τουρκικές γαλέρες μπήκαν με ασφάλεια στο λιμάνι, εκτός από μια, μια υπέροχη ναυαρχίδα (la galera enemiga capitana de fanal), την οποία ο Αλβάρο ντε Μπαζάν συνέλαβε ύστερα από μάχη.

Ο κυβερνήτης στον οποίο ανήκε η ναυαρχίδα ήταν διοικητής πενήντα γαλερών τής αρμάδας τού σουλτάνου, ο γιος τού Χασάν πασά, τού «βασιλιά τού Αλγεριού» και εγγονός τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Ο Τούρκος, «τον οποίο κατέστρεψε η αλαζονεία του» (el cual por bizarría se perdió), λέει ο Σέρβια, σκοτώθηκε από έναν από τούς δικούς του κωπηλάτες πρύμνης πριν ακόμη ανέβουν στη ναυαρχίδα οι άνδρες τού Μπαζάν. Ήταν εικοσιδύο ετών και είχε ανατραφεί σαν σκυλί των Τούρκων, εχθρός των χριστιανών. Διακόσιοι χριστιανοί διασώθηκαν και διακόσιοι γενίτσαροι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Το πλοίο το οποίο οι Τούρκοι είχαν προσπαθήσει να συλλάβουν ήταν ένα ενετικό πλοίο μεταφοράς (nave), που ερχόταν από τον Χάνδακα. Η ναυαρχίδα που συνελήφθη μεταφέρθηκε στη συνέχεια με τη χριστιανική αρμάδα στο Ναυαρίνο, από όπου τα πλοία είχαν αποπλεύσει για τη Ζάκυνθο.

Η ίδια η αρμάδα έφυγε από το Ναυαρίνο την επόμενη μέρα, στις 8 Οκτωβρίου. Έφτασε στη Ζάκυνθο στις 9 ή 10 τού μηνός, στην Κεφαλονιά στις 15 και παρά τις θύελλες μπήκε στο λιμάνι τής Ηγουμενίτσας στις 18, αν και μια παπική γαλέρα, η Σαν Πιέτρο, προσάραξε τα μεσάνυχτα. Στις 19 Οκτωβρίου ο Γκονζάλο Φερνάντεζ ντε Κόρδοβα, δούκας τής Σέσσα και ο Τζιανναντόνιο Ντόρια έφτασαν στην Ηγουμενίτσα «με δεκατρείς γαλέρες», λέει ο Σέρβια, «φορτωμένες με ισπανικό πεζικό και τούς υποδέχθηκαν με μεγάλη ομοβροντία πυροβολικού και αρκεβουζίων, αν και ήρθαν αργά». Στις 20 Οκτωβρίου η αρμάδα διέσχισε το κανάλι από την Ηγουμενίτσα στην Κέρκυρα και δύο μέρες αργότερα ο Δον Ζουάν, με βολές αποχαιρετισμού, αναχωρούσε για τη Μεσσίνα, όπου έφτασε στις 26 Οκτωβρίου με νέες χωρίς νόημα ομοβροντίες πυροβολικού, «που συγκλόνιζαν τη γη». Ο Κολόννα αναχώρησε επίσης για να επιστρέψει στη Ρώμη. Ο ενετικός στόλος παρέμεινε στα ευρύχωρα αγκυροβόλια στην Κέρκυρα. Παρά την κολοσσιαία δαπάνη η εκστρατεία δεν είχε πετύχει τίποτε, εκτός από τη σύλληψη μιας τουρκικής γαλέρας. Οι ηγέτες είχαν αποξενωθεί μεταξύ τους, παρά τις προς τα έξω ευγένειές τους και τις υποτιθέμενες ελπίδες να καταδιώξουν τον Τούρκο το επόμενο έτος. Ο καλός Φραγκισκανός Μιγκέλ Σέρβια τελειώνει την περιγραφή του για τη ναυτική εκστρατεία τού 1572 με την ευχή, ότι «μακάρι να ευχαριστεί τον Κύριο τον Θεό μας, να έχει η αρμάδα τής Ιεράς Συμμαχίας καλύτερη επιτυχία το επόμενο έτος και μακάρι να μην επιτρέψει οποιαδήποτε επίθεση εναντίον τής Χριστιανοσύνης, αλλά μόνο ειρήνη και ομόνοια».154

Υπήρχε ειρήνη μεταξύ των δύο κύριων στρατιωτικών εταίρων στη συμμαχία, τής Βενετίας και τής Ισπανίας, αλλά σίγουρα δεν υπήρχε αρκετή ομόνοια. Στις 24 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την αναχώρηση τού Δον Ζουάν από την Κέρκυρα, ο γενικός διοικητής Τζάκομο Φοσκαρίνι έγραφε στη Σινιορία, ότι οι Ισπανοί ήσαν ο μόνος λόγος για τον οποίο είχαν επιτευχθεί τόσο λίγα από την εκστρατεία. Αντί να προσπαθούν για την επίτευξη των στόχων τής συμμαχίας, είχαν επιδιώξει να αποδυναμώσουν και μάλιστα να καταστρέψουν τούς Ενετούς. Η καθυστερημένη άφιξη τού Δον Ζουάν και η αναποφασιστικότητά του σε όλη τη διάρκεια τής εκστρατείας δεν είχαν κανένα άλλο σκοπό, παρά να καταστρέψουν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τής Δημοκρατίας. Ενδιαφερόταν κυρίως να σημειώσουν οι Ισπανοί πρόοδο κατά των στασιαστών στην Φλάνδρα, αγνοώντας, ακόμη και βλάπτοντας, τα συμφέροντα τής συμμαχίας. Σχεδόν τίποτε δεν ήταν πιο εμφανές από την εσκεμμένη αντίθεση των Ισπανών σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποφέρει πλεονέκτημα στη Βενετία.

Αυτή ήταν η άποψη τού Φοσκαρίνι για την απόδοση τού Δον Ζουάν στη Μεθώνη και στο Ναυαρίνο. Ο Κολόννα ήταν πιο προσεκτικός. Ήταν υποτελής τού Φιλίππου Β’. Παρ’ όλα αυτά κι εκείνος αγανακτούσε με τις επικρίσεις τού αρχιστράτηγού του. Όσο για τον Δον Ζουάν, αν και διάλεγε τις λέξεις του με προσοχή, μικρή εκτίμηση είχε για τούς Ενετούς και έβλεπε τον Κολόννα ως σύμμαχό τους. Όταν οι τρεις στρατηγοί ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο στην Κέρκυρα καλό ταξίδι (στις 22 Οκτωβρίου), εξέφραζαν την αποφασιστικότητα να ξεκινήσουν νωρίτερα και να τα καταφέρουν καλύτερα, όταν ερχόταν η άνοιξη. Δεν πίστευαν όμως ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο, ούτε κανένας άλλος το πίστευε.155

Ο Φοσκαρίνι, αν και δεν βρισκόταν σε τόσο σοβαρά προβλήματα, όπως ο δυστυχής γέρος Τζιρολάμο Ζάνε μετά την αποτυχία του να βοηθήσει την Κύπρο, έπρεπε να κατηγορήσει κάποιον. Η επιστροφή του στη Βενετία θα ήταν ντροπιαστική. Όσο για τούς Ισπανούς, ο Φίλιππος Β’ είχε ξοδέψει περιουσίες στις εκστρατείες στην Ανατολική Μεσόγειο το 1570 και ιδιαίτερα το 1571 και το 1572, όταν θα προτιμούσε πολύ να είχε χρησιμοποιήσει τούς άνδρες και τα χρήματά του, το πυροβολικό και τις γαλέρες, εναντίον τού Αλγεριού και τής Μπιζέρτα, τής Τυνησίας και τής Τρίπολης. Οι Ενετοί ήταν πιθανό ότι θα κέρδιζαν τα περισσότερα από κάθε επιτυχία με διάρκεια που θα κατόρθωναν οι χριστιανοί στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Φίλιππος δεν ήταν φίλος των Ενετών. Τότε λοιπόν γιατί τούς είχε βοηθήσει; Η απάντηση είναι σαφής: αν δεν τούς είχε βοηθήσει, θα έκαναν ειρήνη με την Πύλη και ο Φίλιππος θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει μόνος του την παρουσία τού τουρκικού στόλου στην ακτή τής Μπαρμπαριάς. Αν οι συνδυασμένοι εξοπλισμοί τής Ισπανίας και τής Βενετίας μπορούσαν να καθηλώσουν τούς Τούρκους, ο Φίλιππος θα έχει προφανώς ευκολότερο έργο προσπαθώντας να καταλάβει τα μουσουλμανικά οχυρά στη Βόρεια Αφρική. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο Φίλιππος, ως ο ισχυρότερος μονάρχης τής Χριστιανοσύνης, αισθανόταν την υποχρέωση να αναλάβει δράση εναντίον των λεηλατούντων Τούρκων. Ήταν επιτακτικό καθήκον των Αψβούργων στην Ισπανία, καθώς και εκείνων στην Αυστρία.

Η παράκληση τού Μιγκέλ Σέρβια προς τον ουρανό για ειρήνη και ομόνοια είχε νόημα, γιατί το 1572 ήταν ανησυχητικό έτος. Στις 7 Ιουλίου ο Σίγκισμουντ Β’ Αύγουστος πέθανε χωρίς διάδοχο στο Κνύζυν τής βορειοανατολικής Πολωνίας. Ανησυχώντας πολύ για το μέλλον τής πατρίδας του, ο καρδινάλιος Στανίσλαους Χόσιους απεύθυνε ανοικτή επιστολή από το Σουμπιάκο (στις 31 Ιουλίου) προς τον ανώτερο κλήρο, τούς παλατινούς και τούς ευγενείς τής Πολωνίας. Εκφράζοντας τη διακαή ελπίδα, ότι ο Σίγκισμουντ είχε γίνει δεκτός «στην έδρα των ευσεβών» (in piorum sedes), δήλωνε ότι, όπως ήξεραν καλύτερα και από τον ίδιο, ο πρόωρος θάνατος τού βασιλιά έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρο το βασίλειο. Έπρεπε να εύχονται ευλαβικά, να επιλέξει η εκλογική δίαιτα ένα βασιλιά, με την ίδια «ταχύτητα και ευδαιμονία» με τις οποίες το κογκλάβιο είχε εκλέξει τον Γρηγόριο ΙΓ’ στον παπικό θρόνο πριν από λιγότερο από τρεις μήνες. Η Πολωνία είχε πληγεί από θρησκευτική διαφωνία για περίπου πενήντα χρόνια. Ο Χόσιους φοβόταν για το μέλλον. Φοβόταν το κακό έργο τού Σατανά. Την Πολωνία απειλούσαν Τούρκοι, Τάταροι, Βλάχοι, Μοσχοβίτες «και πιθανώς κι άλλοι, τούς οποίους προτιμώ να αποσιωπήσω». Η εκλογική δίαιτα είχε να αντιμετωπίσει σοβαρή ευθύνη.156

Στα μέσα Οκτωβρίου (1572), ένας Ισπανός Ιησουΐτης, ο Φρανσίσκο Τολέδο, συνάντησε τον Νικκολό Μπαρμπαρίγκο, Ενετό «συνήγορο τής Κοινότητας», ο οποίος βρισκόταν σε δικαστικό κύκλωμα στην περιοχή τής Βερόνα (στο Βερονέζε). Ο Τολέδο επέστρεφε στη Ρώμη από διπλωματική αποστολή στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’ στη Βιέννη. Στις αρχές τού έτους ο Τολέδο είχε βρεθεί στην Πολωνία. Γνωρίζοντας πιθανώς ο ένας τον άλλο από τη φήμη του, οι Μπαρμπαρίγκο και Τολέδο πέρασαν κάποιο χρόνο μαζί και ο δεύτερος ανοίχτηκε στον Ενετό με εκπληκτική ειλικρίνεια. Είπε στον Μπαρμπαρίγκο, ότι ακόμη κι αν ο αρχιδούκας Ερνστ, ο γιος τού αυτοκράτορα, εκλεγόταν βασιλιάς τής Πολωνίας, αμφέβαλλε πάρα πολύ αν η Πολωνία μπορούσε να προσελκυστεί στην Ιερά Συμμαχία. Αν εκλεγόταν ο γιος τού δούκα των Μοσχοβιτών, δεν θα υπήρχε καμία ελπίδα. Ο Τολέδο, υπηρέτης τής Αγίας Έδρας, έλεγε επίσης ότι έτεινε να πιστεύει, ότι η Βενετία θα έπαιρνε «περισσότερα λόγια παρά πράξεις» από τον πρόσφατα εκλεγμένο Γρηγόριο ΙΓ’ και ότι δεν έπρεπε να έχει πάρα πολλή εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις τού νέου πάπα. Ο Πίος Ε’ ήταν πιο ειλικρινής ψυχή, πιο ειλικρινής στις σχέσεις του με τούς άλλους και αρκετά αφοσιωμένος στην ευημερία τής Βενετίας. Όταν ο Μπαρμπαρίγκο επέστρεψε στην πατρίδα, εμφανίστηκε ενώπιον τού Κολλέγιου και έδωσε πλήρη αναφορά γι’ αυτά που τού είχε πει ο Τολέδο.157 Μπορεί κανείς να αναρωτιέται μόνο για την επίδραση που είχαν, αν είχαν, επί τής ενετικής πολιτικής οι παρατηρήσεις τού Τολέδο, αλλά όσον αφορά την εκστρατεία τού 1572, η Σινιορία δεν μπορούσε να έχει κανένα παράπονο για τον ζήλο τού Γρηγορίου για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων.

Στις αρχές τού επόμενου έτους ο Ερρίκος [Γ’] Ανζού (Ανδεγαυός), ο νεότερος αδελφός τού Καρόλου Θ’, επιλέχτηκε βασιλιάς τής Πολωνίας. Βασίλεψε για λίγο (το 1573-1574) και στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα για να διαδεχτεί τον αδελφό του ως βασιλιάς τής Γαλλίας. Πριν από δύο ή τρία χρόνια, αφού φαινόταν ότι ο Σίγκισμουντ Αύγουστος θα πέθαινε χωρίς κληρονόμους, οι Τούρκοι είχαν προτείνει την εκλογή τού Ερρίκου στον πολωνικό θρόνο.158 Η πολωνική εκλογή ήταν θέμα μεγάλης σημασίας για το ανατολικό μέτωπο το 1572-1573. Μάλιστα ήταν σημαντικό θέμα για ολόκληρη την Ευρώπη. Αν και ο Ερρίκος δεν ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τη Γαλλία, ο αδελφός του Κάρολος επέμενε. Ο Ιβάν Δ’ ο Τρομερός, ο μεγάλος δούκας τής Μόσχας, είχε ζητήσει τον θρόνο, αλλά κανένας δεν ήθελε αυτόν ή τον γιο του. Ο γιος τού Μαξιμιλιανού Β’, ο αρχιδούκας Ερνστ, ήταν η επιλογή τής Αγίας Έδρας. Πίστευαν μερικοί (αλλά όχι ο Φρανσίσκο Τολέδο), ότι η εκλογή του θα έφερνε τον πατέρα του καθώς και αυτόν στην Ιερά Συμμαχία εναντίον των Τούρκων. Οι Μοσχοβίτες παρακολουθούσαν την εκλογή, όπως και οι Τούρκοι.

Μια αναφορά από τη δίαιτα στη Βαρσοβία, με ημερομηνία 4 Μαΐου (1573), λίγες ημέρες πριν από την εκλογή τού Ερρίκου, έφερνε την είδηση, ότι ο Ιβάν Δ’ δεν είχε στείλει πρεσβευτή στη δίαιτα, αλλά είχε στείλει επιστολές: Αν οι Πολωνοί επέλεγαν να μην τον εκλέξουν, δεν έπρεπε να εκλέξουν τον αδελφό τού βασιλιά τής Γαλλίας, «ο οποίος είναι φίλος και σύμμαχος των Τούρκων». Αν έκαναν βασιλιά τον Ερρίκο, η προοπτική τους θα ήταν «ατελείωτος πόλεμος» (guerra perpetua). Σε περίπτωση όμως που επέλεγαν τον αρχιδούκα Ερνστ, ο Ιβάν δεν θα παρέλειπε να είναι φίλος τους, «πράγμα που προκαλούσε πολλές σκέψεις» (cosa che ha dato da pensar molto). Ο σουλτάνος Σελήμ δεν έστειλε κρατικό αγγελιοφόρο (τσαούς), αλλά είχαν έρθει επιστολές από τη Βλαχία, από τον πασά τής Βούδας, ο οποίος ενεργούσε κατόπιν εντολών από την Υψηλή Πύλη. Οι επιστολές τού πασά δήλωναν ότι οι Πολωνοί έπρεπε να εκλέξουν τον Ερρίκο και όχι έναν εχθρό των Τούρκων, «εκτός αν ήθελαν να δοκιμάσουν τη φοβερή δύναμη και την πανίσχυρη αυτοκρατορία τού Άρχοντά του, αλλά αν εξέλεγαν τον Γάλλο, τούς υποσχόταν διαρκή ειρήνη (pace perpetua).159

Η τουρκική κατάκτηση των Βαλκανίων είχε διευκολυνθεί από το σχίσμα μεταξύ ελληνικής Ανατολής και λατινικής Δύσης, ενώ από την εποχή τού Μαρτίνου Λούθηρου η σταδιακή διαίρεση τής Ευρώπης σε προτεσταντικό Βορρά και Καθολικό Νότο είχε σίγουρα διευκολύνει την πρόσβαση των Τούρκων στην ανατολική Ουγγαρία, στην Αδριατική και στις ακτές τής Βόρειας Αφρικής. Οι Λουθηρανοί ήσαν ακούσιοι και απρόθυμοι σύμμαχοι των Τούρκων.160 Όταν οι Λουθηρανοί δεν αποτελούσαν πρόβλημα, υπήρχαν οι Καλβινιστές, οι «Ουγενότοι», κυρίως στην Ολλανδία και στη Γαλλία.161 Ύστερα από μια δεκαετία πολιτικών και θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία, άρχισε σφαγή των Ουγενότων στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των πρώτων πρωινών ωρών τής Κυριακής 24 Αυγούστου (1572), ημέρας τής γιορτής τού Αγίου Βαρθολομαίου. Ο ηγέτης των Ουγενότων Γκασπάρ ντε Κολινύ, ο ναύαρχος τής Γαλλίας, ήταν μεταξύ των πρώτων που σκοτώθηκαν (από πρωτοπαλήκαρα τού Ανρί, δούκα τού Γκυζ) και η δολοφονική τρέλλα εξαπλώθηκε σε άλλα μέρη τού βασιλείου. Μόνο η θρησκεία θα μπορούσε να προτείνει το κακό (Tantum religio potuit suadere malorum). Ο Κολινύ είχε υπάρξει ο κύριος συνήγορος τού Καρόλου Θ’, βοηθώντας τούς Προτεστάντες στασιαστές στην Φλάνδρα. Ήταν αδελφός τού αιρετικού καρδινάλιου Οντέ ντε Σατιγιόν. Ο Φίλιππος Β’ χάρηκε με τη Σφαγή τού Αγίου Βαρθολομαίου και ο Γρηγόριος ΙΓ’ έκοψε μετάλλιο σε ανάμνηση τής «σφαγής των Ουγενότων» (Ugonottorum strages), αλλά η σφαγή δεν έφερε ούτε θρησκευτική ειρήνη, ούτε αλλαγή στην εξωτερική πολιτική τής Γαλλίας. Μετά την υποτιθέμενη ελευθερία λατρείας και συνείδησης που διακηρύχτηκε στη Συνθήκη τής Λα Ροσέλ (την 1η Ιουλίου 1573), οι Ουγενότοι παρέμειναν οι ισχυροί αντίπαλοι τής επερχόμενης Καθολικής Συμμαχίας.162

Παρά το γεγονός ότι ο Ερρίκος [Γ’] είχε ευθυγραμμιστεί με τη μητέρα του και με τούς Γκυζ, βοηθώντας να σκαρωθεί η Σφαγή τού Αγίου Βαρθολομαίου, για μια ακόμη φορά οι Προτεστάντες μπορούσαν να μοιράζονται την ικανοποίηση των Τούρκων για μια αποτυχία των Αψβούργων, γιατί η εκλογή τού Ερρίκου εμπόδιζε την προσθήκη τής Πολωνίας στην οικογενειακή συμμαχία των Αψβούργων των Ισπανιών, τής Νάπολης, τής Σικελίας, τής Λομβαρδίας, τής αυτοκρατορίας, τής Αυστρίας και τής Βοημίας. Ο Άγιος Βαρθολομαίος δεν σήμαινε ότι οι Βαλώνοι προσανατολίζονταν προς την Ισπανία, αλλά ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, επίσκοπος τού Νταξ, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη, βρισκόταν αρκετά δικαιολογημένα σε σύγχυση. Προς το τέλος Σεπτεμβρίου (1572) ο ντε Νοαίγ είχε αφήσει τα στενά τού Βοσπόρου, χωρίς να έχει καταφέρει να πραγματοποιήσει ειρήνη ανάμεσα στους Ενετούς και τούς Τούρκους. Όπως όμως έγραφε στον Κάρολο Θ’ από λιμάνι κοντά στη Ραγούσα στις 28 Νοεμβρίου (1572), είχε διαπραγματευτεί αυτό που θεωρούσε ως «την πιο άφθονη και συμφέρουσα συνθήκη που έχει ποτέ κερδηθεί από την Ανατολική Μεσόγειο». Ήταν στην πραγματικότητα μια γαλλο-τουρκική στρατιωτική συμμαχία κατά τής Ισπανίας.

Σύμφωνα με το (ιταλικό) κείμενο επιστολής τού σουλτάνου Σελήμ προς τον Κάρολο Θ’, ο τελευταίος έπρεπε να εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση στα εδάφη τού Φιλίππου Β’ σε κατάλληλο χρόνο και εποχή. Στις αρχές Ιουνίου ο σουλτάνος θα έστελνε διακόσιες γαλέρες στο γαλλικό λιμάνι τής Τουλόν, για να βοηθήσει στον πόλεμο εναντίον τού Φιλίππου. Εφ’ όσον συνεχίζονταν οι προσπάθειες τού Καρόλου κατά τής Ισπανίας, οι Τούρκοι θα έστελναν διακόσιες γαλέρες κάθε χρόνο, «για να βοηθήσουν και να ενθαρρύνουν αυτόν τον πόλεμο» (le quali siano per ajutare e favorire detta guerra). Επιπλέον, όποια εδάφη τού Φιλίππου καταλαμβάνονταν, είτε στην Ισπανία ή στην Ιταλία, θα ανήκαν στους Γάλλους, γιατί η Υψηλή Πύλη δεν θα είχε καμία αξίωση γι’ αυτά.

Όταν όμως ο Φρανσουά ντε Νοαίγ έφτασε στην ακτή τής Αδριατικής, όπως έγραφε στην Αικατερίνη των Μεδίκων, έμαθε για τον Άγιο Βαρθολομαίο, «τι συνέβη στο Παρίσι στις 24 τού περασμένου Αυγούστου» (ce qui estoit advenu à Paris le XXIIΙΙe d’ aoust dernier) και φοβόταν ότι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει «κάποια αλλαγή στις υποθέσεις τής αποστολής μου» (quelque changement aux affaires de ma légation). Αν και ήταν πιστός υπηρέτης τού Καρόλου και τής Αικατερίνης, ο ντε Νοαίγ ήταν στενός φίλος τού Κολινύ και τού αδελφού τού τελευταίου, τού αιρετικού καρδινάλιου ντε Σατιγιόν. Η γαλλική κυβέρνηση αναγνώριζε τον ντε Νοαίγ ως επίσκοπο τού Νταξ, αλλά αυτός βρισκόταν κάτω από την απαγόρευση τής Εκκλησίας για σχεδόν δέκα χρόνια.163 Ίσως δεν ήταν καλή στιγμή για την επιστροφή ενός αιρετικού στη Γαλλία. Σε κάθε περίπτωση ο ντε Νοαίγ καταλάβαινε, ότι ήταν λάθος να φύγει από την Ισταμπούλ. Όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Κάρολο (στην επιστολή του τής 28ης Νοεμβρίου), είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Πύλη

όχι τόσο με κάποια ελπίδα, ότι θα είμαι σε θέση να σάς προσφέρω κάποια υπηρεσία σε συμφωνία με την εντολή που μού έχετε δώσει, αλλά για να αντικρούσω τις απόψεις που οι Ισπανοί και άλλοι θα μπορούσαν να εξαπλώσουν στο εξωτερικό, στην Πύλη, σε σχέση με το τι έχει συμβεί στη Γαλλία….

Επίσης, όπως πρόσθετε ο ντε Νοαίγ, μετά την αποτυχία τής εκστρατείας τής Ιεράς Συμμαχίας αυτή τη χρονιά (1572), οι Ενετοί θα έχουν περισσότερη ανάγκη από ποτέ «το όνομα και το κύρος» τού Καρόλου, για να ρυθμίσουν ειρήνη με τούς Τούρκους.164

Ο ντε Νοαίγ παρέμεινε στη Ραγούσα μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 1573, όταν ξεκίνησε το μακρύ, αργό ταξίδι επιστροφής στην Ισταμπούλ με θυελλώδη καιρό σε κακούς δρόμους. Έφτασε στην τουρκική πρωτεύουσα στις 28 Φεβρουαρίου, όπως έγραφε στην Αικατερίνη των Μεδίκων μια βδομάδα αργότερα, οπότε μπορούσε επίσης να την ενημερώσει:

Όσο για την ειρήνη με τούς Ενετούς, ο πασάς [Μεχμέτ Σόκκολι] έχει ελεύθερα αναγνωρίσει, ύστερα από πολλές συζητήσεις για το θέμα, ότι ο βαΐλος [Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο] την είχε επιδιώξει και πάλι και ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στη σύναψη ειρήνης.165

Μάλιστα η ειρήνη είχε ήδη συμφωνηθεί και ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο την είχε υπογράψει για λογαριασμό τής Σινιορίας την επόμενη μέρα, στις 7 Μαρτίου, οκτώ μέρες μετά την άφιξη τού ντε Νοαίγ στον Βόσπορο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι έπρεπε να τού πιστωθεί η ειρήνη.166 Ίσως είχε κάτι να κάνει με αυτήν, αλλά προφανώς όχι πολλά.

Η ειρήνη ήταν έργο τού βαΐλου Μπάρμπαρο. Είχε μυστική εντολή από το Συμβούλιο των Δέκα, ήδη από τις 19 Σεπτεμβρίου 1572, να διαπραγματευτεί ειρήνη με την Πύλη. Οι Ενετοί αργότερα ισχυρίζονταν, ότι είχαν δαπανήσει περισσότερα από δώδεκα εκατομμύρια δουκάτα στον πόλεμο, ότι οι υπήκοοί τους στην Ανατολική Μεσόγειο είχαν υποβιβαστεί σε αφόρητη δυστυχία και «ότι τον επόμενο χρόνο η αρμάδα τού Τούρκου θα είναι πιο ισχυρή από ποτέ και θα αποτελείται από τετρακόσια σκάφη». Κάνοντας ειρήνη, σύμφωνα με τούς Ενετούς, είχαν σκεφτεί όχι μόνο την προστασία των κτήσεών τους, αλλά και την εξασφάλιση τής ασφάλειας τής Ιταλίας.167

Είχαν υπάρξει φήμες στη Ρώμη και αλλού, ότι οι Ενετοί ίσως έκαναν ειρήνη. Ο καρδινάλιος Τολομέο Γκάλλι, υπουργός εξωτερικών τού Γρηγόριου ΙΓ’, απεύθυνε ανήσυχο ερώτημα στον νούντσιο Τζιανναντόνιο Φακκινέττι, ο οποίος τού απάντησε στις 17 Ιανουαρίου (1573). Ο νούντσιος ανέφερε, ότι είχε διαβάσει σε τακτική συνεδρίαση τού Κολλέγιου το τμήμα τής επιστολής τού Γκάλλι που περιείχε έκφραση τής επιθυμίας τού πάπα να γνωρίζει τι προετοιμασίες έκαναν οι Ενετοί για τη ναυτική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων κατά την προσεχή άνοιξη. Το τελευταίο μέρος τής επιστολής Γκάλλι σχετικά με τις φήμες για συμφωνία με τούς Τούρκους ο Φακκινέττι το διάβασε αργότερα σε μικρή, κλειστή συνεδρίαση τού Κολλέγιου, κατά την οποία ήσαν παρόντες οι κεφαλές (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα. Όσο για τις ενετικές προετοιμασίες εναντίον των Τούρκων, ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο δήλωνε ότι η Σινιορία θα είχε έτοιμες τουλάχιστον 112 γαλέρες, πλοία αρκετά για να μεταφέρουν τρόφιμα και άλλα «αναγκαία πράγματα» γι’ αυτούς που θα βρίσκονταν πάνω στις γαλέρες και τουλάχιστον 12.000 στρατιώτες. Μάλιστα είχαν κατά νου το ίδιο εκείνο βράδυ να κάνουν πρόταση (mettere la parte) στη Γερουσία να προσλάβει κι άλλους 12.000 στρατιώτες. Η Σινιορία θα ήταν έτοιμη για δράση μέχρι το τέλος Μαρτίου.

Όσο για τις φημολογούμενες διαπραγματεύσεις για ειρήνη με τούς Τούρκους, ο Φακκινέττι δήλωνε, ότι η Αγιότητά του είχε στην καρδιά πέρα από οτιδήποτε άλλο «την ευτυχή πρόοδο αυτής τής Ιεράς Συμμαχίας» (il felice progresso di questa Santa Lega). Υπήρχε διαδεδομένη και πολύ ενοχλητική υποψία, ότι η Σινιορία επιδίωκε συμφωνία στην Ισταμπούλ με τη βοήθεια των Γάλλων. Ο νούντσιος ζήτησε από τον δόγη, από τούς επικεφαλής τού Συμβουλίου των Δέκα (Capi del Conseglio de’ X) και από άλλα μέλη τού Κολλέγιου να διαβεβαιώσουν τον πάπα «για τη σταθερότητα και την επιμονή τους στον πόλεμο», για έτσι θα μπορούσε κανείς να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στον Φίλιππο Β’, για να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει. Ο δόγης απάντησε σχεδόν οργισμένα, ότι είχε ήδη δηλώσει, ότι «δεν ήξεραν τον λόγο τού ερχομού τού επισκόπου τού Νταξ και ότι δεν βρίσκονταν σε καμία διαπραγμάτευση για συμφωνία με τον Τούρκο…». Ο δόγης πρόσθετε, προφανώς ενοχλημένος, ότι ο πάπας είχε ρωτήσει τον Ενετό πρεσβευτή Πάολο Τιέπολο γι’ αυτές τις υποτιθέμενες συζητήσεις με τούς Τούρκους «και ότι ήταν τώρα απαραίτητο γι’ αυτούς να σκέφτονται τον πόλεμο και όχι την ειρήνη, αυτά ήσαν ακριβώς τα λόγια τού δόγη!»

Κατά τη γνώμη τού Φακκινέττι, αν ο αυτοκράτορας προσχωρούσε στη συμμαχία και ο Φίλιππος Β’ έδινε το πράσινο φως (dicesse davero), οι Ενετοί θα επέμεναν στις στρατιωτικές τους προσπάθειες. Υπήρχε όμως πολύς σκεπτικισμός για την επόμενη κίνηση τού Φιλίππου, γιατί πολλά άτομα πίστευαν, ότι δεν ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει τις γαλέρες του σε ναυμαχία. Αν ο Φίλιππος σημείωνε επαρκή πρόοδο με τις γαλέρες και τα στρατεύματά του, ο Φακκινέττι πίστευε ότι τουλάχιστον το 1573 οι Ενετοί θα έκαναν ό,τι μπορούσαν εναντίον των Τούρκων στη θάλασσα. Δεν αναφέρει το γεγονός, αλλά παρά την ανανεωμένη συνθήκη τής 25ης Μαΐου 1571, σύμφωνα με την οποία οι σύμμαχοι έπρεπε να βρίσκονται στη θάλασσα κατά των Τούρκων τον Μάρτιο ή το αργότερο τον Απρίλιο, ο Δον Ζουάν δεν έφτασε στην Κέρκυρα μέχρι τον Σεπτέμβριο το 1571 και τον Αύγουστο το 1572. Παρ’ όλα αυτά, αν ο επίσκοπος τού Νταξ επρόκειτο να είναι το όργανο για την ειρήνη τής Σινιορίας με την Υψηλή Πύλη, πρόσφατες επιστολές καθιστούσαν σαφές, ότι «δεν είχε φύγει ακόμη από τη Ραγούσα».168

Μάλιστα ο Φίλιππος φαινόταν να κάνει εκτεταμένες προετοιμασίες,169 αλλά θα έφταναν άραγε πραγματικά οι ισπανικές δυνάμεις στην Κέρκυρα έγκαιρα, για επιτυχημένη εκστρατεία κατά των Τούρκων; Όποιες κι αν ήσαν οι αμφιβολίες τους, οι Ενετοί τις κρατούσαν για τον εαυτό τους και στη Ρώμη στις 27 Φεβρουαρίου 1573 ο πρέσβης Πάολο Τιέπολο υπέγραψε άλλη μια δεσμευτική συνθήκη παρουσία των καρδιναλίων Τζιοβάννι Μορόνε, Μαρκ Ζίττιχ ντε Άλτεμπς, Τολομέο Γκάλλι, Τζιαν-Πάολο ντέλλα Κιέζα, Πιέτρο Ντονάτο Τσέζι, Τζιοβάννι Αλντομπραντίνι και τού ανηψιού τού πάπα Φίλιππο Μπονκομπάνι. Για τέταρτη συνεχή χρονιά η συμμαχική εκστρατεία θα πήγαινε στην Ανατολική Μεσόγειο, για να κάνει στον εχθρό κάθε δυνατή ζημιά. Ο παπικός και ο «Καθολικός» στόλος θα συγκεντρώνονταν στη Μεσσίνα τον Μάρτιο, ένα μόλις μήνα μετά την ανανέωση τής συνθήκης, και θα προχωρούσαν αμέσως προς την Κέρκυρα, για να ενωθούν με τον ενετικό στόλο.

Οι τρεις συμμετέχοντες στην Ιερά Συμμαχία θα προσπαθούσαν να ετοιμάσουν για δράση 300 γαλέρες. Ο Γρηγόριος ΙΓ’ θα διέθετε τουλάχιστον 18, ο Φίλιππος 130 και η Σινιορία επίσης 130 γαλέρες. Μια γαλεάσα θα μετρούσε για δύο γαλέρες και επιτρεπόταν στους Ενετούς να συμπεριλάβουν 10 γαλεάσες στον στόλο τους των 130 γαλερών. Ο Φίλιππος θα διέθετε 24 πλοία (navi) και οι Ενετοί 16, για τη μεταφορά στρατευμάτων, τροφίμων, πυρομαχικών, όπλων και άλλων αναγκαίων. Ο συμμαχικός στρατός έπρεπε να αριθμεί τουλάχιστον 60.000 πεζούς στρατιώτες, από τούς οποίους ο πάπας θα διέθετε 3.000, ο Φίλιππος 34.200 και η Βενετία τούς υπόλοιπους 22.800 άνδρες. Έπρεπε να υπάρχουν επίσης 4.500 ιππείς, όπως απαιτούσε η συνθήκη τής 25ης Μαΐου 1571. Στην Κέρκυρα θα γινόταν επιθεώρηση τής αρμάδας, για να εξασφαλίζεται ότι κάθε γαλέρα μετέφερε τουλάχιστον 150 πεζούς στρατιώτες. Είχε υπάρξει λεπτομερής πρόβλεψη για όπλα και πολεμοφόδια.170 Στο μεταξύ στη Βενετία ο Ισπανός πρεσβευτής Ντιέγκο Γκουζμάν ντε Σίλβα θεωρούσε ότι η Σινιορία καθυστερούσε στις προετοιμασίες για την εκστρατεία, ενώ ο Δον Ζουάν ανησυχούσε, μήπως, όπως και στις προηγούμενες εκστρατείες, οι ενετικές γαλέρες ήσαν ανεπαρκώς επανδρωμένες.171

Ενώ ο Φίλιππος Β’ και ο Δον Ζουάν έδιναν κάθε ένδειξη, ότι συνέχιζαν τη στρατολόγηση στρατευμάτων και τον εξοπλισμό των γαλερών τους, προφανώς για δράση στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο επιδίωκε όσο πιο λογικούς όρους ειρήνης μπορούσε να πάρει από τον Μεχμέτ Σόκκολι. Οι υποψίες για τη Βενετία δεν υποχωρούσαν και στις 19 Μαρτίου (1573) ο Γρηγόριος ΙΓ’ εξέδωσε τη βούλλα «Στον Μυστικό Δείπνο τού Κυρίου» (In coena Domini), αφορίζοντας όσους προσπαθούσαν να διαλύσουν την Ιερά Συμμαχία.172 Όμως τώρα πια είχαν λυθεί οι δεσμοί που κρατούσαν τούς συμμάχους μαζί.

Στο Πέρα στις 7 Μαρτίου 1573, εγώ, ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, επίτροπος τού Αγίου Μάρκου και βαΐλος τού γαληνότατου δόγη, τού κύριου Αλβίζε Μοτσενίγκο και τής γαληνότατης Σινιορίας τής Βενετίας στην Υψηλή Πύλη τού Μεγάλου Άρχοντα σουλτάνου Σελήμ Χαν, γιου τού σουλτάνου Σουλεϊμάν Χαν, Αυτοκράτορα των μουσουλμάνων, με την αποστολή και την εξουσιοδότηση που μού έχει δοθεί από τον εν λόγω γαληνότατο δόγη και τη Σινιορία τής Βενετίας, έχω κάνει και συνάψει ειρήνη με τον προαναφερθέντα υψηλότατο και παντοδύναμο Μεγάλο Άρχοντα σουλτάνο Σελήμ Χαν, με βάση τα άρθρα που αναφέρονται παρακάτω…. Για την τήρηση όλων αυτών των άρθρων η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα θα δώσει την ευγενή του εντολή με τον όρκο και την υπόσχεσή του, ενώ για την επιβεβαίωση των ως άνω άρθρων εγώ, ο προαναφερθείς Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, με την εξουσιοδότηση που μού έχει δοθεί από τον γαληνότατο δόγη και τη Σινιορία τής Βενετίας, ορκίζομαι και υπόσχομαι στον Παντοδύναμο Θεό, τον Ιησού Χριστό και στα ιερά Ευαγγέλια, ότι η γαληνότατη Σινιορία θα τηρήσει απαραβίαστα και πλήρως την εν λόγω Διομολόγηση και σε υπόσχεση αλήθειας θα υπογράψω εδώ με το χέρι μου και θα σφραγίσω με τη σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου αυτή τη Διομολόγηση.

Σύμφωνα με τα άρθρα τής Διομολόγησης η Βενετία θα πλήρωνε στην Πύλη αποζημίωση 300.000 δουκάτα, «όπως γινόταν την εποχή τής ειρήνης με τον μακαρίας μνήμης σουλτάνο Σουλεϊμάν [στις 2 Οκτωβρίου 1540]», αλλά αφού η Σινιορία υποχρεωνόταν να παραδώσει το νησί τής Κύπρου, ο κυπριακός φόρος υποτέλειας 8.000 δουκάτων ακυρωνόταν από εδώ και πέρα. Η Βενετία έπρεπε να παραδώσει το φρούριο στο Σόποτο με όλα τα πυροβόλα του. Οι κάτοικοι τού κάστρου που επιθυμούσαν να παραμείνουν στις κατοικίες τους ήσαν ελεύθεροι να μείνουν. Μπορούσαν επίσης να φύγουν όσοι επιθυμούσαν, παίρνοντας μαζί τα παιδιά τους και την κινητή περιουσία τους, χωρίς να συναντούν κανενός είδους εμπόδια. Ο ενετικός φόρος υποτέλειας 500 δουκάτων τον χρόνο για ειρηνική κατοχή τού νησιού τής Ζακύνθου αυξανόταν σε 1.500 δουκάτα. Ο σουλτάνος Σελήμ Β’ ορκιζόταν να διατηρεί σε ισχύ και να τηρεί όλους τούς όρους τής ειρήνης που είχαν συμφωνηθεί με τον πατέρα του Σουλεϊμάν. Τα όρια τής τουρκικής και τής ενετικής επικράτειας στην Αλβανία και στη Δαλματία θα αποκαθίσταντο «όπως ήσαν πριν από τη διακοπή τής ειρήνης» (sì come stavano avanti il romper della pace), δηλαδή ακριβώς όπως ήσαν πριν από 1570. Θα απελευθερώνονταν οι Ενετοί και Τούρκοι έμποροι που κρατούνταν αιχμάλωτοι από το ένα μέρος ή το άλλο και θα αποκαθίσταντο τα αγαθά, τα εμπορεύματα και τα πλοία τους, ενώ αν κάποιο από τα υπάρχοντά τους είχε πουληθεί ή χαθεί, οι έμποροι θα έπαιρναν την κατάλληλη αποζημίωση.173

Οι όροι τής συνθήκης ήσαν τέτοιοι, που οι άνθρωποι τής εποχής έλεγαν, όπως σημείωνε ο Σαρριέρ, «φαίνεται ότι οι Τούρκοι είχαν νικήσει στη ναυμαχία τής Ναυπάκτου». Ενώ ο ντε Νοαίγ ήταν έτοιμος να διεκδικήσει επαίνους που δεν τού ανήκαν για την επίτευξη τής ειρήνης, δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να αποδοθεί σε αυτόν η σκληρότητα των όρων. Αμέσως μόλις έγραψε στον Κάρολο Θ’ για να τον ενημερώσει (στις 8 Μαρτίου) για την ειρήνη, ο ντε Νοαίγ έγραψε επίσης επιστολή προς τον κύριο ντε Φερράλ, τον Γάλλο πρεσβευτή στη Ρώμη. Όταν κάποιος μάθαινε, έλεγε σεμνά, ότι η ειρήνη είχε γίνει μέσα σε μια βδομάδα από την άφιξή του στην Ισταμπούλ, θα ήταν σαφές για ποιο λόγο είχε επιστρέψει από τη Ραγούσα. Αλλά προφανώς ήθελε να καταστήσει σαφές ο ντε Φερράλ στη Ρώμη, όπου η κούρτη τον αντιμετώπιζε με βδελυγμία, ότι είχε σοβαρές επιφυλάξεις για τούς όρους και ότι δεν ήταν υπεύθυνος γι’ αυτούς, αν και βέβαια είχε κάνει την ειρήνη. Έχουμε ήδη δει, ότι ο Σερένο στα Σχόλιά του (Commentari) περιέγραφε την αρμάδα που βγήκε υπό τον Ουλούτζ Αλή στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1572 ως «φτιαγμένη από πράσινη ξυλεία και μικρής αντοχής», αλλά, όπως είπαμε, ο ντε Νοαίγ είχε εγκωμιάσει την αρμάδα ως θαύμα σε επιστολές προς τον Κάρολο Θ’ στις 8 Μαΐου και 10 Ιουνίου 1572.174

Τώρα όμως ο καλός επίσκοπος τού Νταξ είχε αλλάξει γνώμη. Μπορούσε να απορεί για την αποδοχή τόσο επώδυνων όρων,

έχοντας δει προς το τέλος τού Ιουνίου [1572] μια αρμάδα να φεύγει από αυτό το λιμάνι, αποτελούμενη από νέα σκάφη, κατασκευασμένα από πράσινη ξυλεία, έχοντας ως κωπηλάτες πληρώματα που δεν είχαν ποτέ ξαναπιάσει κουπί, εφοδιασμένη με κανόνια που είχαν χυτευθεί βιαστικά, με πολλά κομμάτια φτιαγμένα από ανάμιξη σκουριασμένων και σάπιων υλικών, με μαθητευόμενους και ναυτικούς και ένοπλους άνδρες, που ήσαν ακόμη έκπληκτοι από την τελευταία ναυμαχία…

Οι στρατηγοί τής Ιεράς Συμμαχίας είχαν πλήρη επίγνωση τής αδυναμίας τής αρμάδας τού σουλτάνου (και κανείς περισσότερο από τον Ουλούτζ Αλή, ο οποίος είχε αποφύγει μετωπική σύγκρουση με τη χριστιανική αρμάδα). Όμως ο Κάρολος Θ’ είχε διατάξει τον ντε Νοαίγ να αποκαταστήσει την παλαιά καλή γειτονία μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Το είχε κάνει.175 Όσο για την παπική κούρτη, ήταν αρκετά κακό, περισσότερο από αρκετά κακό, ότι αυτός είχε πετύχει τη διάλυση τής Ιεράς Συμμαχίας. Δεν επιθυμούσε να θεωρείται υπεύθυνος για τον βαθμό στον οποίο οι Τούρκοι θα επωφελούνταν από την ειρήνη.

Στις 2 Απριλίου 1573 ο Φραντσέσκο Μπάρμπαρο, ο γιος τού βαΐλου Μαρκ’ Αντόνιο, έφτασε στη Βενετία, έχοντας έρθει ολοταχώς από την Ισταμπούλ, φέρνοντας επιστολές από τον πατέρα του, που απευθύνονταν στη Σινιορία και στις κεφαλές (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα. Οι πιο πρόσφατες επιστολές είχαν ημερομηνία 13 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία λίγες λεπτομέρειες τής συνθήκης είχαν αποσαφηνιστεί. Οι επιστολές που στέλνοντας στους επικεφαλής (Capi) περιείχαν πλήρη περιγραφή των διαπραγματεύσεων τού Μπάρμπαρο με τον Μεχμέτ Σόκκολι πασά, τον μεγάλο βεζύρη (primo visir), οι οποίες είχαν οδηγήσει στην αποκατάσταση τής ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Οι επικεφαλής (Capi) πρέπει να είχαν μείνει ευχαριστημένοι. Ο Μπάρμπαρο είχε ακολουθήσει τις οδηγίες τους από κάθε άποψη. Η Γερουσία είχε κάπως αιφνιδιαστεί. Στο πρώτο σχέδιο επιστολής τού δόγη με επαίνους και εγκώμια για τον Μπάρμπαρο (που εγκρίθηκε από τη Γερουσία στις 6 Απριλίου με 156 θετικές ψήφους, μόνο 4 αρνητικές και 6 αδέσμευτες), αναγνωριζόταν η εξυπηρετική διαμεσολάβηση τού λεγόμενου ραββίνου Σαλαμόν Ασκενάζι (col mezo di Rabbi Salamon). Όμως η αναφορά στη χρησιμότητα τού ραββίνου στις διαπραγματεύσεις διαγράφτηκε στο κείμενο τής επιστολής που στάλθηκε στον Μπάρμπαρο, στον οποίο δίνονταν όλοι οι έπαινοι για την επίτευξη τής τουρκικής συμφωνίας, αν και πρέπει να παραδεχτούμε, ότι στο διορθωμένο κείμενο ακόμη και οι έπαινοι για τον Μπάρμπαρο γίνονταν κάπως υποτονικοί. Ο τελευταίος ενημερωνόταν, ότι ο Αντρέα Μπαντοέρ είχε εκλεγεί πρεσβευτής στην Πύλη και ότι η Γερουσία θα επέλεγε σύντομα νέο βαΐλο «σύμφωνα με την επιθυμία και ανάγκη σας» (secondo il desiderio et bisogno vostro).176

Σε μακροσκελή επιστολή τής 3ης Απριλίου (1573) ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τούς Λεονάρντο Ντονάντο και Λορέντσο Πριούλι,177 τούς πρεσβευτές τους στη Μαδρίτη, για την ειρήνη που ο βαΐλος Μπάρμπαρο είχε κάνει με την Υψηλή Πύλη, αναθέτοντάς τους να δικαιολογήσουν τη δράση που είχε έτσι αναληφθεί, όταν θα ενημέρωναν τον Φίλιππο Β’ στο όνομα τής Σινιορίας, ότι η Βενετία έπαυε να είναι μέλος τής Ιεράς Συμμαχίας. Η Σινιορία είχε εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της απέναντι στη συμμαχία. Οι ενετικές γαλέρες και στρατεύματα ήσαν πάντοτε έτοιμα και στην ώρα τους. Τα εδάφη τής Δημοκρατίας στη Δαλματία βρίσκονταν σε σοβαρό κίνδυνο να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Δεν μπορούσαν πια να αντέξουν τη φωτιά και τη λεηλασία. Οι άνθρωποι ήσαν απελπισμένοι. Η Βενετία είχε υπερβεί τις δυνατότητές της οικονομικά και στρατιωτικά. Ο Τούρκος είχε ανακατασκευάσει πλήρως την αρμάδα του μετά την ήττα στο Λεπάντο. Ήταν τόσο ισχυρός στη θάλασσα όσο και στη στεριά, γιατί από όλες τις πλευρές ερχόταν η είδηση, ότι είχε έτοιμες περισσότερες από τριακόσιες γαλέρες και πάνω από εκατό άλλα «ένοπλα σκάφη», που περιλάμβαναν μεγάλο αριθμό από γαλεάσες (maone). Αυτή η γιγαντιαία αρμάδα τετρακoσίων τουλάχιστον σκαφών ήταν έτοιμη να βγει στη θάλασσα «για την καταστροφή μας».

Στη στεριά οι τουρκικές δυνάμεις ήσαν έτοιμες να κινηθούν όχι μόνο κατά τής Δαλματίας, αλλά και να εισέλθουν στο Φριούλι, «για να λεηλατήσουν και να υποβάλουν τη χώρα σε άλωση και πυρπόληση» (per depredare et mettere il paese a sacco et fuoco). Με την εμφάνιση και μόνο τής αρμάδας τού σουλτάνου κάθε ενετικό νησί στην Ανατολική Μεσόγειο θα παραδινόταν με ελάχιστη ή καθόλου αντίσταση, γιατί οι άνθρωποι είχαν εξαντληθεί, είχαν ταλαιπωρηθεί από τα φοβερά δεινά τους. Έχοντας χάσει την Κύπρο, η Σινιορία ανησυχούσε για την Κρήτη. Σύμφωνα με την επιστολή τής Γερουσίας, οι εκπρόσωποι τού Άρχοντα Τούρκου είχαν προτείνει ορισμένα «μέτρα συμφωνίας και ειρήνης», στα οποία ο βαΐλος δεν είχε εναλλακτική λύση από το να τα αποδεχτεί. Στην εκστρατεία τού 1572 οι χριστιανοί ηγεμόνες, με δυνάμεις ανώτερες από εκείνες τού Τούρκου, δεν είχαν καταφέρει τίποτε, ενώ τώρα οι εκπρόσωποι τού σουλτάνου είχαν κάνει αρκετά λογικές προτάσεις, δηλαδή λογικές με δεδομένη τη συνηθισμένη αλαζονεία των Τούρκων και την πρακτική των προηγούμενων σουλτάνων κάτω από παρόμοιες συνθήκες.

Η σύναψη τής ειρήνης καθιστούσε τώρα δυνατή για τη Βενετία τη διατήρηση των εδαφών της στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Δαλματία «προς όφελος τού κράτους μας και τής Χριστιανοσύνης». Χωρίς αυτή την ειρήνη πολλοί λαοί και τόποι θα είχαν σίγουρα πέσει στον εχθρό, θα είχαν χαθεί για τη Χριστιανοσύνη, αυξάνοντας τούς πόρους και τη φήμη των Τούρκων. Οι Ενετοί είχαν ενεργήσει προς το συμφέρον των ομοθρήσκων τους χριστιανών και ο δόγης και η Γερουσία ήθελαν να πιστεύουν, ότι οι εξηγήσεις τους θα γίνονταν κατανοητές και αποδεκτές από τον γαληνότατο Καθολικό βασιλιά. Ναι, σίγουρα η φυσική του καλοσύνη και η αγάπη που έδειχνε πάντοτε για τη Βενετία θα τον έκαναν να καταλάβει, γιατί θα ήταν ασύγκριτα πιο λυπημένος με την απώλεια για τη Χριστιανοσύνη των απειλούμενων κτήσεων τής Δημοκρατίας.178

Ο αγγελιοφόρος που έφερε την επιστολή τής Γερουσίας τής 3ης Απριλίου στους Ντονάντο και Πριούλι, έφτασε στη Μαδρίτη δύο ώρες πριν από το μεσημέρι στις 17 Απριλίου με «τα νέα, τα πιο απρόσμενα εδώ αυτή τη στιγμή, για τη σύναψη τής ειρήνης». Ζήτησαν άμεση ακρόαση από τον Φίλιππο Β’. Είπε ότι ήταν πάρα πολύ απασχολημένος. Μήπως μπορούσαν να δουν κάποιον από τούς υπουργούς του; Εκείνος θα τούς δεχόταν την επόμενη μέρα. Φοβούμενοι την άφιξη άλλου αγγελιοφόρου (από τη Ρώμη ή τη Νάπολη), που θα έφερνε στον βασιλιά την ίδια είδηση διατυπωμένη με πιο σκληρούς όρους, οι Ντονάντο και Πριούλι επέμεναν. Έστειλαν κι άλλον υπηρέτη στο παλάτι. Το ζήτημα ήταν κορυφαίας σημασίας. Αφορούσε τα συμφέροντα τής μεγαλειότητάς του. Καθώς αναρωτιόταν, ίσως μάλιστα υποψιαζόταν, ποιο να ήταν το μήνυμά τους, ο Φίλιππος έστειλε να τούς πουν, πριν ακόμη λάβει τη δεύτερη έκκλησή τους, να έρθουν να τον δουν αμέσως μετά το δείπνο.

Όταν έγιναν δεκτοί ενώπιον τής βασιλικής παρουσίας, οι δύο πρέσβεις αναφέρθηκαν διεξοδικά στα τρία χρόνια αδιάλειπτου πολέμου τής Σινιορίας με τούς Τούρκους και στο τίμημα που είχαν πληρώσει Ενετοί ευγενείς με το ίδιο τους το αίμα, για να διατηρήσουν την πολεμική σύγκρουση όχι μόνο για τη Δημοκρατία, αλλά για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη. Οι Ενετοί υπήκοοι είχαν εξαντληθεί. Η Σινιορία μίσθωνε τώρα κωπηλάτες από τη Βοημία με διπλάσιο από τον κανονικό μισθό. Οι πρεσβευτές επανέλαβαν τη θλιβερή ιστορία των φοβερών κακουχιών και κινδύνων στους οποίους είχαν εκτεθεί οι υπήκοοι τής Σινιορίας στη Δαλματία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο δόγης και η Γερουσία, όπως έλεγαν, είχαν αποφασίσει ότι η εκ μέρους τους συνέχιση τού πολέμου θα αποδεικνυόταν καταστροφική όχι μόνο για τη Βενετία, αλλά και για τον Χριστιανισμό. Διακυβεύονταν τα ιταλικά συμφέροντα, καθώς και εκείνα τής Ισπανίας.

Παίρνοντας το σύνθημά τους από την επιστολή τής Γερουσίας τής 3ης Απριλίου, οι Ντονάντο και Πριούλι ανέπτυξαν, ότι ο σουλτάνος έβαζε στη θάλασσα 400 εξοπλισμένα πλοία και ετοίμαζε δύο τεράστιους στρατούς για να εισβάλουν στη Δαλματία και στο Φριούλι. Η Σινιορία δεν είχε τρόπο αντίστασης ούτε στις ναυτικές ούτε στις χερσαίες επιθέσεις τού Τούρκου. Ύστερα λοιπόν από μακρά εξέταση, για να αποφευχθούν οι ακόμη μεγαλύτερες ζημίες που επρόκειτο να υποστεί η Χριστιανοσύνη, η Σινιορία είχε τελικά αποφασίσει να αποδεχτεί «τους μετριοπαθείς όρους ειρήνης που είχαν προσφέρει οι Τούρκοι υπουργοί στον βαΐλο μας που βρίσκεται στην Ισταμπούλ». Με υψηλούς επαίνους για τη «μεγάλη σύνεση και καλοσύνη» (bontà et somma prudentia) τού Φιλίππου, την οποία γνώριζε όλος ο κόσμος, οι δύο πρέσβεις ζητούσαν την κατανόησή του για τη σύνεση τής Βενετίας στη σύναψη ειρήνης «για την αποτροπή περαιτέρω ζημιών και από αναγκαιότητα» (per evitare danni maggiori et per necessità).

Ο βασιλιάς μάς άκουγε, πάντοτε με πολλή προσοχή και όσο περισσότερο παρατηρούσε την αδιάλειπτη σεμνότητα τής ομιλίας μας, καθώς αναπτύσσαμε τα επιχειρήματά μας και η ομιλία μας έπαιρνε τη στοργική μορφή τής απαγγελίας, την οποία απαιτούσε ένα τόσο σοβαρό θέμα, τόσο πιο στενά μάς εξέταζε η μεγαλειότητά του, κρατώντας τα μάτια του σταθερά προς την κατεύθυνσή μας. Δεν έδειξε καμία συγκίνηση, παρά μόνο όταν προς το τέλος έμαθε, ότι οι όροι τής ειρήνης είχαν γίνει δεκτοί, υπήρξε ένα ελαφρά ειρωνικό στρίψιμο των χειλιών του. Χαμογελούσε πάντοτε τόσο αχνά. Φαινόταν σαν να ήθελε να πει η μεγαλειότητά του, χωρίς να μάς διακόψει, «Ω, το κάνατε λοιπόν, όπως μού έλεγαν όλοι ότι θα το κάνατε». Τότε η μεγαλειότητά του, με τον συνηθισμένο του τρόπο, καθόλου ταραγμένος και αντιμετωπίζοντάς μας με τον ίδιο και συνηθισμένο τρόπο, απάντησε με αυτά τα λίγα λόγια: «Πρεσβευτές, ποτέ δεν υπήρξατε ενοχλητικοί για μένα. Κάνατε καλά που πήρατε αυτή την ευκαιρία να μιλήσετε μαζί μου, αλλά καθώς ήμουν εντελώς απληροφόρητος ότι θα μού φέρνατε τέτοια νέα και καθώς η δράση που έχει αναληφθεί είναι υψίστης σημασίας και απαιτεί πολλή σκέψη, δεν είναι σωστό να σάς απαντήσω πρόχειρα. Θα εξετάσω το θέμα και θα σάς δοθεί απάντηση.179

Για τούς Ενετούς η ειρήνη φαινόταν επιθυμητή, αλλά θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά επιζήμια για τη φήμη τους κατά το υπόλοιπο τού αιώνα και για τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν. Προκαλούσε την οργή των Σερράνο και Πάστορ ακόμη και κατά τον 20ό αιώνα. Οι Ενετοί είχαν παραπλανήσει τούς συμμάχους τους συσσωρεύοντας προμήθειες στη Σικελία για εκστρατεία επτά μηνών.180 Αλλά ούτε οι Ενετοί αξιωματούχοι ούτε ο πρεσβευτής Πάολο Τιέπολο στη Ρώμη γνώριζαν τις οδηγίες τού Συμβουλίου των Δέκα προς τον βαΐλο Μπάρμπαρο στην Ισταμπούλ. Η Κύπρος είχε προφανώς χαθεί. Αν όμως υποτεθεί ότι οι Τούρκοι είχαν απαιτήσει την παράδοση των ενετικών πόλεων στη δαλματική ακτή ή ακόμη και τού νησιού τής Κρήτης, σε τέτοιες απαιτήσεις ο Μπάρμπαρο δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει. Τότε η Σινιορία θα τηρούσε τη συνθήκη και αν οι ισπανικές γαλέρες έφταναν έγκαιρα στην Κέρκυρα, η Ιερά Συμμαχία θα είχε στείλει την τέταρτη εκστρατεία της στην Ανατολική Μεσόγειο.

Οι Ενετοί είχαν κάνει ειρήνη με την Υψηλή Πύλη, αλλά άραγε θα διαρκούσε; Στα τέλη Απριλίου και στα μέσα Ιουνίου υπήρχαν αναφορές, ότι 200 έως 270 τουρκικές γαλέρες ήταν πιθανό να μπουν στη θάλασσα την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1573. Η είδηση ερχόταν μέσω αποστολών ειδήσεων από τη Βιέννη και τη Ραγούσα. Ήταν ίσως πιο ανησυχητική για τούς Ισπανούς παρά για τούς Ενετούς, αλλά οι Τούρκοι είχαν παραβιάσει την τελευταία ειρήνη με την επίθεσή τους εναντίον τής Κύπρου. Παρά τη συνθήκη τής 7ης Μαρτίου ήταν άραγε ασφαλές το νησί τής Κρήτης; Υπήρχαν φήμες για θάνατο τού Ταμάσπ Α’, τού σάχη τής Περσίας, καθώς και για εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε δύο από τούς γιους του για τον θρόνο των Σαφαβιδών. Οι φήμες ήσαν αναληθείς, αλλά μπορούσε κανείς να αναρωτιέται ποια επίδραση θα είχε άραγε ο θάνατος τού γέρου σάχη (που θα ερχόταν τρία χρόνια αργότερα) επί τής τουρκικής πολιτικής.181 Στην πραγματικότητα θα οδηγούσε σε πόλεμο μεταξύ Υψηλής Πύλης και Περσίας, ο οποίος θα αποσπούσε την προσοχή των Τούρκων από τη Μεσόγειο.

Στο μεταξύ ο Αντρέα Μπαντοέρ, ο οποίος είχε εκλεγεί πρεσβευτής τής Σινιορίας στην Υψηλή Πύλη, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την Ισταμπούλ. Έπαιρνε μαζί του μεγάλο χρηματικό ποσό, καθώς και πολύτιμα δώρα για τον σουλτάνο και τούς πασάδες. Καθώς ο Μπαντοέρ θα ήταν απασχολημένος στον Βόσπορο με πιο σημαντικά θέματα από την τήρηση λογιστικών βιβλίων, η Γερουσία ψήφισε (στις 6 Μαΐου 1573) να τού δώσει ένα λογιστή (rasonato), για να παρακολουθεί την εκταμίευση των χρημάτων και τη διανομή των δώρων στην Πύλη. Ο βαΐλος Μπάρμπαρο είχε σκεφτεί, ότι δώρα ιδιαίτερης αξίας θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση των αιχμαλώτων που είχαν συλληφθεί στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο, για να μη μιλήσουμε για την απελευθέρωση των ενετικών πλοίων που κρατούσαν τότε οι Τούρκοι.182 Η Σινιορία δεν είχε ξεπεράσει ακόμη τα προβλήματα. Ένας επιδέξιος και έμπειρος διπλωμάτης, ο Αντόνιο Τιέπολο, ονομάστηκε διάδοχος τού Μπάρμπαρο ως βαΐλος στην Ισταμπούλ. Το έγγραφο τής αποστολής του έχει ημερομηνία 9 Ιουνίου (1573).183 Ο Μπάρμπαρο γύριζε στην πατρίδα και κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού επιστροφής του αναμενόταν να διευθετήσει ορισμένες από τις τουρκο-ενετικές μεθοριακές διαφορές στη Δαλματία και την Αλβανία.184 Οι διαφορές αυτές, οι οποίες δεν επιλύονταν εύκολα, απειλούσαν την πρόσφατα συμφωνημένη ειρήνη.

Καθώς οι Ενετοί ήσαν απορροφημένοι σε προσπάθειες να διατηρήσουν την ειρήνη, να μεριμνήσουν για την ανταλλαγή αιχμαλώτων και να εξασφαλίσουν την επιστροφή τής περιουσίας τους που βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, οι Ισπανοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα στρατεύματά τους και τις γαλέρες υπό τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας για εκστρατεία στην ακτή τής Μπαρμπαριάς. Στόχος τους ήταν η Τύνιδα, την οποία ο Ουλούτζ Αλή είχε καταλάβει προς το τέλος τού 1569 και ήταν τώρα το προπύργιο των μουσουλμάνων, το οποίο βρισκόταν πλησιέστερα προς τη Σικελία. Όμως οι Τούρκοι στην Ισταμπούλ είχαν επίσης βγει στη θάλασσα με πλοία, όπως είχαν αναφέρει ότι θα έκαναν οι ανακοινώσεις (avvisi) από τη Βιέννη, τη Ραγούσα και αλλού. Η κακοκαιρία και οι ελιγμοί τού τουρκικού στόλου στο Ιόνιο και στην Αδριατική καθυστέρησαν για βδομάδες την εκστρατεία τού Δον Ζουάν στην Τυνησία, όπου οι Ισπανοί κατείχαν το λιμάνι τής Λα Γκολέττα από το 1535. Ο Δον Ζουάν κατέλαβε την ανεπαρκώς υπερασπιζόμενη πόλη τής Τύνιδας, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα, στις 11 Οκτωβρίου 1573 και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Μπιζέρτα.185 Χωρίς όμως να ελέγχουν ευρείες περιοχές τής μουσουλμανικής ενδοχώρας, οι Ισπανοί δεν μπορούσαν να κρατήσουν τις κατακτήσεις τού Δον Ζουάν και ο σουλτάνος και οι πασάδες ήσαν αποφασισμένοι να ανατρέψουν ό,τι είχε κάνει.

Αντιστοίχως, όπως μάς ενημερώνει ειδοποίηση (avviso) από τη Λα Γκολέττα, η τουρκική αρμάδα έφυγε από την Ισταμπούλ στις 13 Μαΐου 1574, κατευθυνόμενη προς την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Λεγόταν ότι την αποτελούσαν 240 γαλέρες, πέρα από 25 γαλιότες από το Αλγέρι, 16 γαλεάσες (mahone), τρία γαλιόνια, τρία καραμουσαλίνια (caramusoli) και οκτώ πλοία μεταφοράς (navi). Υπήρχαν 120 Τούρκοι πάνω σε κάθε γαλέρα, 250 σε κάθε γαλεάσα και 300 σε κάθε πλοίο, συμπεριλαμβανομένων 8.000 γενιτσάρων, 4.000 σπαχήδων, «ενώ οι υπόλοιποι είναι απειροπόλεμοι Τούρκοι, σχεδόν άοπλοι, ως επί το πλείστον με τόξα». Η αρμάδα βρισκόταν υπό τις διαταγές τού Ουλούτζ Αλή, οι χερσαίες δυνάμεις υπό εκείνες τού Σινάν πασά, τού γαμπρού τού σουλτάνου Σελήμ. Υπήρχε φήμη, ότι ο Δον Ζουάν θα πήγαινε από τη Νάπολη στο Τράπανι για να ετοιμάσει για ένοπλη δράση 120 γαλέρες, μερικά πλοία μεταφοράς (navi) και άλλα σκάφη, «για να σπεύσουν αμέσως για τη διάσωση τής Γκολέττα» (per passarsine subito in soccorso alla Goletta).186 Δεν συνέβη όμως ποτέ, γιατί ο Φίλιππος Β’ απαγόρευσε στον Δον Ζουάν να προσπαθήσει προσωπικά να κρατήσει τα οχυρά τής Μπαρμπαριάς, ενώ μετά την άφιξη των Τούρκων οι ισπανικές κυβερνήσεις στη Νάπολη και στη Σικελία δεν έκαναν καμία προσπάθεια να στείλουν ενισχύσεις στην Τύνιδα και στη Γκολέττα.

Οι Ουλούτζ Αλή και Σινάν πασάς εμφανίστηκαν στον κόλπο τής Τύνιδας με τον τεράστιο εξοπλισμό τους στις 12 Ιουλίου (1574). Ύστερα από αποφασιστική πολιορκία ενός μηνός πήραν τη Γκολέττα (στις 25 Αυγούστου) και κατέβαλαν τη χριστιανική φρουρά στην Τυνησία στην τελευταία από αρκετές δολοφονικές επιθέσεις στις 13 Σεπτεμβρίου. Η τουρκική αρμάδα φαινόταν να υπερέχει ακόμη στη θάλασσα, κυριαρχία την οποία η ναυμαχία τής Ναυπάκτου είχε κάνει προφανώς ελάχιστα για να μειώσει.

Μετά την ανακατάκτηση τής Τύνιδας υπήρξε περαιτέρω ενίσχυση τής Οθωμανικής διοίκησης στα επαρχιακά φυλάκια τής Πύλης στο Μαγκρέμπ, στη «Δύση», δηλαδή στην Αλγερία, την Τυνησία και την Τριπολίτιδα. Οι Τούρκοι διέθεταν επίσης άνδρες και πυρομαχικά για να αντιταχθούν στις πορτογαλικές και ισπανικές φιλοδοξίες στο Μαρόκο. Ο βασιλιάς Σεμπάστιαν τής Πορτογαλίας, για να αντισταθεί στην προς τα δυτικά επέκταση τής Οθωμανικής εξουσίας στη Βόρεια Αφρική, ξεκίνησε τη λεγόμενη σταυροφορία, η οποία έληξε με την καταστροφή και τον θάνατό του στις 4 Αυγούστου 1578 στο Αλκαζαρκιβίρ (Κζαρ ελ Κεμπίρ), περίπου πενήντα ή περισσότερα μίλια νότια τής Ταγγέρης. Είναι αλήθεια ότι το σουλτανάτο τού Μαρόκου είχε την τάση να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του από την Υψηλή Πύλη, όταν την ίδια χρονιά με την ήττα τού Ντομ Σεμπάστιαν οι Τούρκοι έστρεψαν την προσοχή και τούς πόρους τους προς την Περσία. Παρ’ όλα αυτά το κυβερνώμενο από τούς Τούρκους Αλγέρι βρισκόταν πολύ πιο κοντά στην Ισπανία απ’ όσο η Μεσσίνα στην Τουρκία. Μετά το Λεπάντο η Υψηλή Πύλη ήταν πιο εδραιωμένη στη Βόρεια Αφρική απ’ όσο ήταν πριν.187

Οι Ενετοί βασανίζονταν πολύ, όπως έγραφαν στον νέο βαΐλο τους Αντόνιο Τιέπολο στην Ισταμπούλ στις 27 Μαΐου 1574, από την αξιοθρήνητη κατάσταση των χριστιανών που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι στον κυπριακό πόλεμο, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν υποβαθμιστεί σε καθεστώς δουλείας «από τη θλιβερή παράδοση τής πόλης τής Αμμοχώστου» (nella lacrimabile arresa della città di Famagosta). Ο Τιέπολο έπαιρνε εντολή να απευθύνει έκκληση στον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σόκολλι να τούς ελευθερώσει, σύμφωνα με την αντίληψη για δικαιοσύνη τού ίδιου τού σουλτάνου Σελήμ, γιατί είχαν παραδοθεί με καλή πίστη, πιστεύοντας τις υποσχέσεις που τούς έδωσαν οι «εκπρόσωποι τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας», δηλαδή ο Λάλα Μουσταφά πασάς και οι συνάδελφοί του. Η κατηγορία δεν ήταν ούτε πραγματική ούτε πιθανή, «όπως λέγεται εκεί», ότι μετά τη συμφωνία παράδοσης [την 1η Αυγούστου 1571] «οι άνδρες μας είχαν σκοτώσει μουσουλμάνους». Ο Τιέπολο έπρεπε να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την τουρκο-ενετική ανταλλαγή αιχμαλώτων και να ξεκινήσει συζητήσεις, ώστε να βρεθούν τρόποι ανταλλαγής άλλων (μη Ενετών) χριστιανών με τούς Τούρκους αιχμαλώτους που κρατούνταν από την Αγία Έδρα.188

Στις αρχές Ιουνίου (1574) ο ραββίνος Σαλαμόν Ασκενάζι, γιατρός και διπλωμάτης, ήρθε στη Βενετία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονταν με την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ο Σαλαμόν πρόσφερε επίσης στη Σινιορία τη διαθεσιμότητα των ναυτικών δυνάμεων τής Πύλης, αν οι Ενετοί επιθυμούσαν να κάνουν πόλεμο με τον Φίλιππο Β’ (offerendo le forze del serenissimo Gran Signor quando vogliamo far la guerra al serenissimo re di Spagna). Αλλά η Σινιορία βρισκόταν σε ειρήνη με τον Φίλιππο, διαβεβαίωνε ο δόγης τον Σαλαμόν, «σε σταθερή και αμοιβαία φιλία και σε πλήρη κατανόηση εδώ και πολλά χρόνια με τον γαληνότατο βασιλιά τής Ισπανίας». Η Βενετία ήθελε να διατηρήσει εξίσου καλή ειρήνη και φιλία με την Υψηλή Πύλη, όπως εκείνη που είχε με την Ισπανία. Ο Σαλαμόν έπρεπε, ακόμη κι έτσι, να ευχαριστήσει τον Μεγάλο Άρχοντα «για την ευγενική προσφορά που μάς έχει κάνει».

Η Σινιορία ήταν απελπισμένη με την παραβίαση εκ μέρους τού Λάλα Μουσταφά πασά των όρων παράδοσης στην Αμμόχωστο και με τη συνεχιζόμενη αιχμαλωσία εκείνων που είχαν συλληφθεί μετά την παράδοσή της, γιατί αυτό συνιστούσε παράβαση τής αμοιβαίας εμπιστοσύνης από την πλευρά τού ίδιου τού σουλτάνου. Οι υπερασπιστές τής Αμμοχώστου σίγουρα δεν είχαν σκοτώσει «Μουσουλμάνους» (Mussulmani) μετά τη συμφωνία παράδοσης. Ο Σαλαμόν είχε αναφερθεί ιδιαίτερα σε τέσσερις Οθωμανούς αιχμαλώτους σε χριστιανικά χέρια, αλλά αυτοί βρίσκονταν στην κατοχή τού πάπα και τού βασιλιά τής Ισπανίας. Δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσαν να κάνουν ο δόγης και η Γερουσία, εκτός από το να γράψουν και να ζητήσουν την απελευθέρωσή τους, «το οποίο φυσικά θα κάνουμε». Ο ραββίνος Σαλαμόν βρισκόταν στη Βενετία για περίπου δύο μήνες και όταν στα μέσα Αυγούστου ετοιμαζόταν να φύγει, η Γερουσία ψήφισε να τού δοθούν κατάλληλα δώρα σε χρήματα και υφάσματα.189

Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων απασχόλησε τη στενή και διακριτική προσοχή τής Σινιορίας κατά τη διάρκεια των ετών 1574-1575 και για κάποιο μετέπειτα διάστημα. Στις 18 Μαρτίου (1575) για παράδειγμα, η Γερουσία ενέκρινε επιστολή προς τον βαΐλο Τιέπολο, ενημερώνοντάς τον ότι ο Γρηγόριος ΙΓ’ είχε συμφωνήσει να στείλει «τους Τούρκους σκλάβους που είναι στη Ρώμη» αμέσως στην Αγκώνα, όπου θα ήσαν εύκολα διαθέσιμοι «για την πραγματοποίηση τής ανταλλαγής». Τούς είχαν αντιμετωπίσει καλά, ιδιαίτερα τον Μεχμέτ μπέη τού Νεγκροπόντε, στον οποίο είχαν διαθέσει φορείο, επειδή είχε λίγη ποδάγρα. Έτσι ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Σόκολλι μπορούσε να είναι βέβαιος για τη «κάθε δυνατή ευγένεια», με την οποία είχαν αντιμετωπιστεί οι Τούρκοι, όπως οι ίδιοι οι αιχμάλωτοι είχαν γράψει στον Σόκκολι. Ο δόγης έστελνε τόσο το τουρκικό κείμενο όσο και μετάφραση στον Τιέπολο, «για να δείτε το περιεχόμενο».

Ο Τιέπολο θα έδινε στον Σόκκολι το τουρκικό κείμενο των αιχμαλώτων, τονίζοντας πόσο σκληρά είχε εργαστεί η Σινιορία σε αυτό το ζήτημα, για το οποίο έπρεπε να είναι ευγνώμων. Οι Ενετοί θα έστελναν γαλέρες για να πάρουν τούς Τούρκους στην Αγκώνα. Ο Τιέπολο έπρεπε λοιπόν να καταστήσει σαφές στον Σόκκολι, ότι αφού οι Τούρκοι είχαν ήδη σταλεί στο λιμάνι τού πάπα στην Αδριατική, τίποτε δεν απέμενε για να οδηγηθεί η επιχείρηση σε ευτυχή κατάληξη, παρά μόνο να βάλει ο Σόκκολι τούς «Χριστιανούς σκλάβους που είναι εκεί» στον δρόμο προς τη Ραγούσα. Έλεγαν όμως στον Τιέπολο εμπιστευτικά, ότι ο πάπας είχε αναθέσει την ανταλλαγή των αιχμαλώτων στον Τολομέο Γκάλλι, τον καρδινάλιο τού Κόμο, ο οποίος επέμενε, ότι πριν επιβιβαστούν οι Τούρκοι, έπρεπε να είναι βέβαιος ότι οι χριστιανοί είχαν φτάσει στη Ραγούσα.190

Αν και ο Γρηγόριος ΙΓ’ προσπάθησε μέχρι το τέλος τής παπικής του θητείας να διαμορφώσει μια άλλη χριστιανική συμμαχία εναντίον των Τούρκων, κάνοντας έκκληση στην Ισπανία, στην αυτοκρατορία, στην Πολωνία και στη Βενετία, ποτέ δεν το κατόρθωσε. Η ενετο-τουρκική συνθήκη τής 7ης Μαρτίου 1573 ανανεώθηκε στις 10 Αυγούστου 1575.191 Κράτησε για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, μέχρι το ξέσπασμα τού πολέμου τού Χάνδακα (το 1645). Με την πάροδο τού χρόνου ο Φίλιππος Β’ εκτρεπόταν επίσης από επίθεση εναντίον των Τούρκων λόγω τού συνεχιζόμενου πόλεμου στην Φλάνδρα, λόγω των υποψιών του για γαλλική συμπαιγνία με τούς εχθρούς του, λόγω τής σύγκρουσης στη Γένουα ανάμεσα στην παλιά και τη νέα αριστοκρατία, λόγω τής επιθυμίας του να προσθέσει την Πορτογαλία στις ισπανικές του κτήσεις και λόγω των πολυάριθμων δυσκολιών του με τούς Άγγλους και με την Προτεστάντισσα βασίλισσά τους Ελισσάβετ. Ούτε ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Β’, ούτε οι Γερμανοί ηγεμόνες είχαν πρόθεση να παρασυρθούν σε πόλεμο με τούς Τούρκους. Η αυτοκρατορία παρέμενε λοιπόν σε ειρήνη με την Πύλη μέχρι τον όχι συστηματικό αλλά εξαντλητικό πόλεμο τού 1593-1606, που έληξε με τη συνθήκη τού Ζιτβατόροκ (ad Situa Torock) στις 11 Νοεμβρίου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου. Ο σουλτάνος Αχμέτ Α’ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις τουρκικές αξιώσεις σε όλες τις περιοχές τής Ουγγαρίας που κατέχονταν τότε από τούς Αψβούργους. Αν και οι «δύο αυτοκράτορες» θα αντάλλασσαν δώρα, η Υψηλή Πύλη δεν θα εισέπραττε πια τον ετήσιο φόρο 30.000 δουκάτων,192 για τον οποίο έχουμε δει πολλά σε προηγούμενα κεφάλαια.

Ο σουλτάνος Σελήμ Β’ πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1574 και στις 24 Ιανουαρίου ο δόγης Αλβίζε Μοτσενίγκο και η Γερουσία έστελναν τόσο στον νέο σουλτάνο Μουράτ Γ’ όσο και στον μεγάλο βεζύρη Σόκκολι επίσημες συλλυπητήριες δηλώσεις και την ικανοποίησή τους, ακόμη και «ευτυχέστατη εξύμνηση» (felicissima essaltatione) για τη διαδοχή, γιατί ήσαν βέβαιοι ότι ο Μουράτ Γ’ θα παρέμενε φίλος με τούς Ενετούς, οι οποίοι είχαν διατηρήσει «βαθύτατη αγάπη» για τον πατέρα του.193 Οι Τούρκοι ήσαν επίσης πρόθυμοι να εξετάσουν ειρήνη με την Ισπανία, γιατί το 1576 τον θάνατο τού Ταμάσπ Α’, γιου τού Μεγάλου σάχη Ισμαήλ, ακολούθησαν αγώνες για διαδοχή, που πρόσφεραν στην Πύλη νέες ευκαιρίες για κατάκτηση. Ύστερα από προκαταρκτικές ανακωχές που συμφωνήθηκαν ιδιωτικά (στις 18 Μαρτίου 1577 και ιδιαίτερα στις 7 Φεβρουαρίου 1578), ο Φίλιππος Β’ έδωσε την άδεια για ανοιχτές διαπραγματεύσεις με την Πύλη και (προς θλίψη τού Γρηγόριου ΙΓ’) στις 21 Μαρτίου 1580 συμφωνήθηκε δημοσίως εκεχειρία δέκα μηνών μεταξύ Ισπανίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας.194

Το 1577-1578 οι Τούρκοι ξεκίνησαν δώδεκα χρόνια δύσκολου αλλά επιτυχημένου πόλεμου με την Περσία, αποκτώντας τελικά με την ειρήνη τού 1590 τη σημαντική πόλη τής Ταμπρίζ, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος τής Γεωργίας, τού Αζερμπαϊτζάν, τού Σιρβάν, τού Λουριστάν και άλλες περιοχές. Ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε διαφωνήσει με τον πόλεμο, θεωρώντας, ότι ήταν πέρα από τούς πόρους τής Πύλης, αλλά αν και παρέμεινε μεγάλος βεζύρης, η επιρροή του ξεθώριασε γρήγορα με την άνοδο τού Μουράτ Γ’ στον θρόνο. Το φθινόπωρο τού 1579 ο Σόκκολι μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από δολοφόνο και τον διαδέχθηκε για έξι περίπου μήνες ο Αλβανός δεύτερος βεζύρης Αχμέτ πασάς.195 Οι καιροί άλλαζαν. Ο Μουράτ ήταν χειρότερος ακόμη και από τον μέθυσο πατέρα του, ενώ ο Αχμέτ πασάς και οι διάδοχοί του απείχαν πολύ από τον Σόκκολι.

Ακόμη και χωρίς τον Μεχμέτ Σόκολλι σε ετοιμότητα για να τούς προειδοποιεί, οι πασάδες ήξεραν, ότι ένας πόλεμος τη φορά ήταν αρκετός για την Υψηλή Πύλη. Στις 4 Φεβρουαρίου 1581, η τουρκο-ισπανική ανακωχή ανανεώθηκε για τρία ακόμη χρόνια. Όσο για τη Μεσόγειο, η Ισπανία και η Πύλη έχαναν σταδιακά ενδιαφέρον η μία για την άλλη, παρασυρόμενες μακριά. Σε αντίθεση με τούς Ενετούς, Ολλανδούς, Γάλλους, Πολωνούς και Μοσχοβίτες, οι Ισπανοί συνήθως δεν διατηρούσαν εγκατεστημένο πρεσβευτή στον Βόσπορο. Όμως είναι αλήθεια, ότι όταν το 1580 ο Φίλιππος Β’ έγινε και βασιλιάς τής Πορτογαλίας, ο ισπανο-πορτογαλικός πόλεμος με την Υψηλή Πύλη ανανεώθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, αλλά οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί και οι Τούρκοι γρήγορα εκδιώχθηκαν όλοι από τούς Άγγλους και τούς Ολλανδούς. Καθώς οι Ισπανοί επικέντρωναν τις προσπάθειές τους στην Ολλανδία, στην Αγγλία και στον Νέο Κόσμο, οι Τούρκοι έστρεφαν την αγενή προσοχή τους προς τη Μέση Ανατολή. Παρά κάποιες περιστασιακές εχθρικές συναντήσεις στην ακτή τής Μπαρμπαριάς, η ειρήνη συνεχιζόταν επ’ αόριστον μεταξύ Ισπανίας και Πύλης. Οι μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή τής Μεσογείου είχαν τελειώσει.

Παρά το γεγονός ότι οι Ισπανοί Αψβούργοι είχαν έτσι βρει ειρήνη με τούς Τούρκους, οι Αυστριακοί εξάδελφοί τους (όπως μόλις επισημάναμε) ενεπλάκησαν με την Πύλη στον πόλεμο τού 1593-1606, από την οποία περίοδο ξεκίνησαν πολυάριθμες εξεγέρσεις στα Βαλκάνια εναντίον τής Υψηλής Πύλης. Η ειρήνη τού Ζιτβατόροκ (το 1606) δεν έφερε ούτε ειρήνη ανάμεσα στη Βιέννη και την Ισταμπούλ, ούτε τέλος στην αναταραχή στα Βαλκάνια.196 Κατά τα τελευταία στάδια τού αυστρο-τουρκικού πολέμου, ενώ οι δυνάμεις τού σουλτάνου ήσαν απασχολημένες στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, ο Αμπάς ο Μέγας τής Περσίας άρχισε σειρά εκστρατειών κατά των Τούρκων, διώχνοντάς τους τελικά από την Ταμπρίζ, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία και ολόκληρη την περιοχή τού Καυκάσου.197 Οι Πέρσες τα πήγαιναν καλά, γιατί οι πασάδες είχαν υπερεκτιμήσει τούς εαυτούς τους και η Οθωμανική αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή. Η παρακμή όμως ήταν βαθμιαία και εξαιρετικά αργή.

Υπάρχει μακρινή ομοιότητα μεταξύ τής Ισπανικής και τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως προς τον χρόνο και τις αιτίες τής παρακμής τους. Και οι δύο συνδέθηκαν με πρακτικές τού παρελθόντος, με την «παράδοση», με διανοητική στασιμότητα, που σήμαινε αποτυχία να συμβαδίσουν με τις τεχνολογικές καινοτομίες τού ύστερου 16ου καθώς και τού 17ου αιώνα. Και οι δύο δεν ήσαν λοιπόν σε θέση να μοιραστούν σε σημαντικό βαθμό την πρόοδο που σημειωνόταν στον τομέα τής εξόρυξης και μεταλλουργίας, τής ιατρικής και φαρμακολογίας, τής παραγωγής υλικών, υφασμάτων, γυαλιού, ρολογιών και ιδιαίτερα στα πυροβόλα όπλα και στη ναυπηγική. Οι Ισπανοί και οι Τούρκοι παρεμποδίζονταν και οι δύο από αναποτελεσματικές κυβερνήσεις και από την αδυναμία να παράγουν μεσαία τάξη αρκετά ισχυρή, για να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο οικονομικό ανταγωνισμό τού 17ου αιώνα.

Η ισπανική Εκκλησία και η Ιερά Εξέταση ήσαν εμπόδια για την κοινωνική αλλαγή και την επιστημονική πρόοδο στην Ισπανία, ενώ η αύξηση τού μουσουλμανικού φανατισμού μεταξύ των Τούρκων είχε ακόμη πιο καταστροφικές επιπτώσεις στην κατανόηση και χρήση οποιασδήποτε επιστημονικής βελτίωσης ή οργάνου. Οι αποδυναμωμένες κεντρικές κυβερνήσεις, πιεζόμενες για χρήματα, συναντούσαν αυξανόμενες δυσκολίες στη διατήρηση τής υποδομής δρόμων, καναλιών και αναχωμάτων, γεφυρών, αποθηκών και δεξαμενών, όλων απαραίτητων για την εμπορική, στρατιωτική και ναυτική αποδοτικότητα.198

Έναν αιώνα μετά το Λεπάντο, ο Άγγλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη, ο Σερ Τζων Φιντς, σημείωνε, ότι «ο Τούρκος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς πόλεμο».199 Εν προκειμένω ο Καστιλλιάνος ήταν μάλλον σαν τον Τούρκο. Ο κόμης-δούκας Ολιβάρες (πέθανε το 1645), ο πρωθυπουργός τού Φιλίππου Δ’ και ο Καρά Μουσταφά πασάς (πέθανε το 1683), ο μεγάλος βεζύρης υπό τον Μεχμέτ Δ’, που υπηρετούσαν και οι δύο νωχελικούς μονάρχες, έλπιζαν ότι ο πόλεμος θα έλυνε τα προβλήματά τους και θα διατηρούσε τη δύναμη τού κράτους. Είχαν και οι δύο εξαπατηθεί και κατόρθωσαν να φέρουν καταστροφή και απώλεια στους ηγεμόνες τους, καθώς και πλήρη καταστροφή στον εαυτό τους. Ο Ολιβάρες δραπέτευσε σώζοντας τη ζωή του. Ο Καρά Μουσταφά εκτελέστηκε για την αποτυχία του μπροστά στη Βιέννη και στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του (1683-1702) δώδεκα μεγάλοι βεζύρηδες κράτησαν τα ηνία τής Οθωμανικής κυβέρνησης.

Όταν πριν από πολλά χρόνια άρχισα το έργο αυτό για τον Παπισμό και την Ανατολική Μεσόγειο, 1204-1571, ήξερα ότι θα ήταν απαραίτητο να φτάσω, έστω και υποτυπωδώς, στην τουρκο-ενετική ειρήνη τού 1573, στην τουρκική κατάληψη τής Λα Γκολέττα και τής Τύνιδας το 1574 και στην τουρκο-ισπανική ανακωχή τού 1581. Για τούς περισσότερους αναγνώστες οι τελευταίες αυτές χρονολογίες δεν θα είχαν νόημα, αλλά όλοι όσοι πήραν στα χέρια τους έναν από αυτούς τούς τόμους θα γνωρίζουν, ότι το έτος 1571 αναφέρεται στη Ναύπακτο, σε μια από τις πιο διάσημες ναυμαχίες. Ποια είναι λοιπόν η σημασία τής Ναυπάκτου; Μήπως σήμανε αυτή την αρχή τής παρακμής τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας; Όχι, αλλά μπορεί να ήταν μια πρώτη αμυδρή προειδοποίηση. Η αποτυχία τής χριστιανικής εκστρατείας τού 1572 και οι τουρκικές επιτυχίες τού 1574 δείχνουν σαφώς, ότι οι Ισπανοί δεν βρίσκονταν σε άνοδο όταν οι Οθωμανοί ήσαν σε παρακμή. Η ναυμαχία τής Ναυπάκτου λοιπόν αποδείχτηκε ότι δεν ήταν το αποφασιστικό στοιχείο, όπως θεωρούσαν ότι θα συνέβαινε οι συμμετέχοντες και οι δυτικοί σύγχρονοί τους, στην πρώτη έκσταση τής νίκης. Η ναυμαχία είχε προφανώς δείξει, ότι οι Τούρκοι δεν ήσαν ανίκητοι. Επίσης φαινόταν πιθανό ότι εκπλήρωνε ορισμένες παλαιές και γνωστές προφητείες για τον τουρκικό χαμό.200

Έχουμε ήδη επισημάνει τον ενθουσιασμό που πλημμύρισε τη Βενετία όταν στις 19 Οκτωβρίου (1571) ο Ονφρέ Τζουστινιάν έφτασε στη λιμνοθάλασσα με τις ειδήσεις τής συντριπτικής ήττας των Τούρκων στη Ναύπακτο, καθώς και τις εορταστικές εκδηλώσεις στη Ρώμη, όταν τη νύχτα τής 21-22 Οκτωβρίου επιστολή τού νούντσιου Φακκινέττι έφερνε τα νέα τής νίκης.201 Στη Ρώμη, όπως και στη Βενετία, οι γιορτές και τα κηρύγματα κράτησαν για βδομάδες. Όταν ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα επέστρεψε στον Τίβερη, οργανώθηκε γι’ αυτόν θρίαμβος (στις 4 Δεκεμβρίου 1571), που υπερέβαινε κατά πολύ σε πάθος την υποδοχή τής οποίας έτυχε ο Κάρολος Ε’ (στις αρχές Απριλίου 1536) μετά την κατάκτηση τής Τύνιδας.202 Στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία στο Αρατσέλι ο Γάλλος ανθρωπιστής Μαρκ-Αντουάν Μουρέ έκανε συγκλονιστικό κήρυγμα, επαινώντας τον Κολόννα (στις 13 Δεκεμβρίου), δηλώνοντας ότι η ένδοξη νίκη στη Ναύπακτο, που δεν θα ξεχνιόταν ποτέ, είχε κλείσει τη Μεσόγειο για τούς Τούρκους και την είχε ανοίξει για τούς χριστιανούς. Οι τελευταίοι έπρεπε τώρα να προωθηθούν στην Ιουδαία «κρατώντας τα χέρια τής σε ικεσία» και να ελευθερώσουν τον Πανάγιο Τάφο. Το κήρυγμα τού Μουρέ μεταφράστηκε αμέσως από τα λατινικά στα ιταλικά, τυπώθηκε από τούς κληρονόμους τού Αντόνιο Μπλάντο και έτυχε ευρείας κυκλοφορίας.203

Οι άνθρωποι τής εποχής κληροδότησαν τη σημασία τής Ναυπάκτου σε μεταγενέστερες γενιές, στα έργα ποιητών και κηρύκων, μυθιστοριογράφων και φυλλαδιογράφων, γλυπτών και κατασκευαστών μεταλλίων, ιστορικών και ζωγράφων. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες τραυματίστηκε στη Ναύπακτο και πάντοτε δόξαζε το γεγονός. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι γλύπτες Τζιρολάμο Καμπάνια, Ντομένικο ντα Σαλό και Αλεσσάντρο Βιττόρια έχουν αφήσει αναμνήσεις τής Ναυπάκτου σε έργα που έφτιαξαν στη Βενετία, όπως και οι ζωγράφοι Τζάκοπο και Ντομένικο Τιντορέττο, Αντρέα Βιτσεντίνο, Πάολο Βερονέζε, Τιτσιάνο και άλλοι. Υπάρχουν πολλά έργα ζωγραφικής και άλλα αναμνηστικά τής Ναυπάκτου στο Παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία, ενώ η Καπέλλα ντελ Ροζάριο, το παρεκκλήσι στην εκκλησία των Σάντι Τζιοβάννι και Πάολο, είναι αφιερωμένη στις 7 Οκτωβρίου 1571.204 Ο Πίος Ε’ ανέθεσε στον Τζόρτζιο Βαζάρι να φτιάξει τις τοιχογραφίες που επευφημούν τα επιτεύγματα τής Ιεράς Συμμαχίας και τη χριστιανική νίκη στη Σάλα Ρέτζια (Βασιλική Αίθουσα) τού Ανακτόρου τού Βατικανού, ενώ οι τουρίστες κάθε χρονιάς θαυμάζουν τη μεγάλη τοιχογραφία τής Ναυπάκτου από τούς Τζιοβάννι Κόλι και Φίλιππο Γκεράρντι, που δεσπόζει στην οροφή τής μεγάλης αίθουσας ή στοάς τού Παλάτσο Κολόννα στη Ρώμη. Στη Ρώμη επίσης τέσσερις γραφικοί επιτοίχιοι τάπητες στη Γκαλλερία Ντόρια-Παμφίλι απεικονίζουν τη νίκη στη Ναύπακτο.

Μπορεί κανείς να καταλάβει την αγαλλίαση στη Βενετία και τη Ρώμη. Μια τουρκική νίκη στη Ναύπακτο θα έφερνε την τουρκική αρμάδα βίαια στη βόρεια Αδριατική και στην Τυρρηνική θάλασσα, απειλώντας την ίδια τη Βενετία και το Λίντο τής Ρώμης. Οι ενετικές πόλεις και φρούρια στη Δαλματία και την Αλβανία σύντομα θα είχαν υποκύψει σε τουρκικές επιθέσεις.

Η ειρήνη τού 1573 έδωσε στη Βενετία μεγάλη ανάπαυλα, αλλά οι σχέσεις της με τούς πρώην συμμάχους της έγιναν ανήσυχες. Το 1579 η Σινιορία υποψιαζόταν τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’, ότι διέθετε κρυφά χρήματα στους πειρατικούς Ούσκοκ τής Σένια (Σεν), οι οποίοι αποτελούσαν απειλή τόσο για την ενετική ναυτιλία στην Αδριατική, όσο και για τούς Τούρκους τής ενδοχώρας,205 ενώ επίσης η Αγία Έδρα έβλεπε με μισό μάτι τη φιλικότητα των Ενετών προς τούς Τούρκους.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια οι Ενετοί, όντας σε ειρήνη με την Πύλη, χρειάζονταν λίγες αντι-τουρκικές επιδοτήσεις από την Αγία Έδρα, αν και η Σινιορία ήταν πάντοτε έτοιμη να συλλέξει οποιεσδήποτε παπικές επιδοτήσεις μπορούσε να πάρει. Κατά τη γνώμη τής παπικής κούρτης οι Ενετοί υπέσκαπταν την ελευθερία και τις ασυλίες τής Εκκλησίας. Ο Κλήμης Η’, που ήθελε να αναλάβει δράση εναντίον των Τούρκων, είχε τις δυσκολίες του με τη Σινιορία. Μια ρήξη, μια σοβαρή ρήξη μεταξύ Βενετίας και Αγίας Έδρας, ήρθε μετά τον θάνατο τού Κλήμεντα, όταν ο Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά), τον οποίο γνωρίσαμε ως πρέσβη τής Δημοκρατίας στον Φίλιππο Β’ κατά τη διάρκεια των ετών 1570-1573, εκλέχτηκε δόγης (στις 10 Ιανουαρίου 1606). Δεδομένου ότι ο Ντονάντο και η Γερουσία επέμεναν σε εκείνο που η κούρτη θεωρούσε ως παραβίαση των δικαιωμάτων τής Εκκλησίας, ο πάπας Παύλος Ε’ εξέδωσε το περίφημο σημείωμα τής 17ης Απριλίου (1606), αφορίζοντας τον δόγη, τη Γερουσία και όλους τούς οπαδούς τους, ενώ η Βενετία τέθηκε υπό απαγόρευση, μαζί με όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις, φρούρια και εδάφη υπό ενετική κυριαρχία.206 Παρ’ όλα αυτά, στη γιορτή τής Σάντα Μαρία ντελ Ροζάριο (1 Οκτωβρίου 1606) ο Μαρίνο Ζόρζι, ο Ενετός επίσκοπος τής Μπρέσσια, χοροστάτησε σε παπική λειτουργία σε ανάμνηση τής ναυμαχίας τής Ναυπάκτου.207

Η μάχη εκκλησίας και κράτους, κανονικού και κοσμικού δικαίου, συνεχιζόταν σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1606-1607, έως ότου, παρά τις διχαστικές προσπάθειες τού Πάολο Σάρπι, ο Παύλος Ε’ και η Σινιορία επανασυμφιλιώθηκαν στις 21 Απριλίου, ως αποτέλεσμα τής παρέμβασης τής Γαλλίας και τής Ισπανίας. Όταν γιορταζόταν η νίκη στη Ναύπακτο την πρώτη Κυριακή τού Οκτωβρίου τού 1607, η Βενετία και η Αγία Έδρα βρίσκονταν επίσημα σε ειρήνη, αλλά η Εκκλησία είχε υποφέρει πολύ κατά την πρόσφατη διαμάχη.208 Όμως στα μέσα τού αιώνα βρισκόταν εν όψει μεγαλύτερος αγώνας για τούς Ενετούς και ήταν αυτοί που υπέφεραν πολύ. Οι Ιππότες τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη, επιχειρώντας από το νησί τής Μάλτας κάθε χρόνο, κυνηγούσαν εδώ και καιρό την τουρκική ναυτιλία στο Αιγαίο. Στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1645 οι Τούρκοι ανταπέδωσαν στους επιτιθέμενους Χριστιανούς, αλλά όχι στους Μαλτέζους. Στόχος τους ήσαν οι Ενετοί στο νησί τής Κρήτης, όπου οι Έλληνες ήταν πιθανό να τούς καλωσόριζαν, γιατί η εξουσία τής Σινιορίας ήταν πάντοτε αντιδημοφιλής στο νησί. Ξανάρχιζε πόλεμος μεταξύ Βενετίας και Πύλης, μακροχρόνιος, δαπανηρός, εξαντλητικός πόλεμος, που κράτησε σχεδόν ένα τέταρτο τού αιώνα.

Η αντίδραση τής Σινιορίας στην πρόκληση υπήρξε εκπληκτική. Χρόνο με τον χρόνο οι Ενετοί απέκλειαν τα Δαρδανέλλια, μερικές φορές αποτελεσματικά, ενώ αν και οι στόλοι τους ήσαν μικρότεροι από εκείνους των Τούρκων, κατεδίωκαν τον εχθρό από τη μια άκρη τού Αιγαίου στην άλλη. Όμως οι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν στα Χανιά τής δυτικής Κρήτης και παρέμειναν εκεί, μετατρέποντας τις εκκλησίες σε τζαμιά και επεκτείνοντας σταδιακά την κυριαρχία τους σε ολόκληρο το νησί, μέχρι τη στιγμή που το λάβαρο με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου ανέμιζε μόνο πάνω από τις επάλξεις τής πόλης τού Χάνδακα και τριών άλλων μικρών οχυρών. Η πολιορκία τού Χάνδακα άρχισε την άνοιξη τού 1648. Οι Ενετοί νίκησαν τούς Τούρκους σε ναυμαχία μεταξύ των νησιών Πάρου και Νάξου στις 10 Ιουλίου 1650. Παρά το γεγονός ότι έχασαν την πρώτη ναυμαχία στα Δαρδανέλλια (στις 16 Μαΐου 1654), κέρδισαν τη δεύτερη ένα χρόνο αργότερα (στις 21 Ιουνίου 1655), καθώς και την τρίτη το επόμενο έτος (στις 26 Ιουνίου 1656). Μάλιστα το καλοκαίρι τού 1656 οι Ενετοί κατέλαβαν τα νησιά Τένεδο και Λήμνο ακριβώς στο στόμιο των Δαρδανελλίων, τα προπύργια (antemuralia) τής Ισταμπούλ. Οι Ενετοί ήσαν λιγότερο επιτυχείς στις συγκρούσεις τους με τούς Τούρκους το επόμενο έτος (στις 17-19 Ιουλίου 1657) και οι τελευταίοι ανέκτησαν τόσο την Τένεδο όσο και τη Λήμνο στα τέλη τού καλοκαιριού. Ο πόλεμος συνεχίστηκε με ελαφρά μείωση μέχρι τα έτη 1661-1665, περίοδο κατά την οποία, παρά τις μικρές ναυμαχίες στη θάλασσα, υπήρχε ανάπαυλα στις εχθροπραξίες.

Κατά τη διάρκεια των εικοσιτεσσάρων ετών σχεδόν αδιάκοπου πολέμου οι πάπες Ιννοκέντιος Ι’, Αλέξανδρος Ζ’ και Κλήμης Θ’ έστελναν γαλέρες και πλοία μεταφοράς στο Αιγαίο για να βοηθήσουν τούς Ενετούς, ενώ το ίδιο έκαναν και οι Ιωαννίτες, των οποίων οι διοικητές μερικές φορές βρέθηκαν σε αντίθεση με τούς γενικούς διοικητές τής Δημοκρατίας. Οι Γάλλοι επίσης έδιναν κάποια βοήθεια, αλλά ως επί το πλείστον οι Ενετοί χρειάζονταν πεζικό και πυροβολικό, για να υπηρετήσει στη στεριά και να σπάσει την πολιορκία τού Χάνδακα, που γινόταν όλο και πιο σφιχτή. Δυστυχώς για τούς Ενετούς ούτε οι παπικοί διοικητές ούτε οι Ιωαννίτες επέτρεπαν σε στρατιώτες και κωπηλάτες να πολεμούν στη στεριά. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών τού πολέμου ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλού ανέλαβε την άμεση ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων και όταν στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1669 οι γαλέρες των Γάλλων, τού πάπα και των Ιωαννιτών αποσύρθηκαν από τον Χάνδακα και το κοντινό νησί Ντία (Standia), ο Ενετός γενικός διοικητής Φραντσέσκο Μοροζίνι δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραδώσει τον Χάνδακα (στις 26 Σεπτεμβρίου 1669) και την επόμενη μέρα ο μεγάλος βεζύρης Κιοπρουλού παρέλαβε τα κλειδιά τής πόλης σε ασημένιο πιάτο.209 Η τουρκική κατοχή τής Κρήτης θα διαρκούσε διακόσια τριάντα χρόνια.

Ας παρακολουθήσουμε τις τύχες τής Βενετίας για μερικά ακόμη λεπτά. Με την αποτυχία τού Καρά Μουσταφά πασά κάτω από τα τείχη τής Βιέννης, οι Ενετοί ενώθηκαν με τούς Αυστριακούς και τούς Πολωνούς το 1684, την εποχή τού πάπα Ιννοκέντιου Θ’, σε άλλη Ιερά Συμμαχία εναντίον των Τούρκων.210 Οι Ρώσοι μπήκαν σύντομα στη συμμαχία (το 1686), αλλά παρέμειναν ανενεργοί για κάποιο διάστημα. Σε δυναμική και δαπανηρή εκστρατεία το 1685-1687, οι Ενετοί υπό τον γενικό διοικητή Φραντσέσκο Μοροζίνι, με Γερμανούς και άλλους μισθοφόρους, κατέλαβαν ολόκληρο τον Μοριά εκτός από το κάστρο τής Μονεμβασίας (Mαλβάζια), που κρατήθηκε μέχρι το 1690. Ο Μοροζίνι και ο Σουηδός διοικητής Όττο Βίλελμ φον Κένιγκσμαρκ πολιόρκησαν την Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1687. Το βράδυ τής 26ης τού μηνός, πέντε μέρες μετά την άφιξή τους, μια ατυχής βολή ενός από τούς πυροβολητές τού Μοροζίνι, ενός νεαρού υπολοχαγού από το Λύνεμπουργκ, πυροδότησε απόθεμα πυρίτιδας και βλήματα που αποθήκευαν οι Τούρκοι στον Παρθενώνα. Η έκρηξη κατέστρεψε μεγάλο μέρος τού ναού. Οι Τούρκοι άντεξαν πεισματικά για λίγες ακόμη μέρες, αλλά όταν έγινε σαφές ότι οι τουρκικές δυνάμεις στη Θήβα δεν έρχονταν σε βοήθειά τους, συμφώνησαν με τούς όρους τής παράδοσής τους στις 29 τού μηνός, ενώ πέντε μέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου, κατέβηκαν από την Ακρόπολη, το «κάστρο» τής Αθήνας. Όπως ανέφερε ο Μοροζίνι στην ενετική κυβέρνηση, ήταν τυχαία βολή (fortunato colpo), «τεράστια βόμβα, που προκάλεσε την ερήμωση τού μεγαλοπρεπούς ναού τού αφιερωμένου στην Αθηνά…»» (prodigiosa bomba che causo la desolazione del maestoso tempio dedicato a Minerva).211

Έξι περίπου μήνες ύστερα από την κατάληψη τής Αθήνας, φοβούμενος τις τουρκικές δυνάμεις στο νησί τού Νεγκροπόντε (Εύβοια), συνειδητοποιώντας ότι ο στρατός του δεν ήταν αρκετός για να κρατήσει την πόλη και ανησυχώντας για την πανούκλα που μάστιζε την Ελλάδα και τον Μοριά, ο Μοροζίνι αποσύρθηκε από την Αθήνα προς το νησί τού Πόρου στις 8 Απριλίου 1688. Η Ακρόπολη έμεινε σε ερείπια. Οι Ενετοί δεν κέρδισαν τίποτε από την επιχείρησή τους στην Αττική. Ο Μοροζίνι δεν έχασε τίποτε, γιατί καθώς ετοιμαζόταν για την αποχώρησή του από την κατεστραμμένη πόλη, εκλέχτηκε δόγης (στις 3 Απριλίου).

Οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) το 1684, το οποίο κράτησαν, καθώς και εκείνο τής Χίου (τον Σεπτέμβριο τού 1694), την οποία σύντομα εγκατέλειψαν (τον Φεβρουάριο τού 1695), γιατί βρισκόταν πολύ μακριά και θα ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθεί. Με τη συνθήκη τού Κάρλοβιτς (στις 26 Ιανουαρίου 1699), στην οποία θα επιστρέψουμε σε μια στιγμή, η Πύλη υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την κατοχή τού Μοριά και των νησιών τής Αγίας Μαύρας και τής Αίγινας από τη Δημοκρατία. Οι Ενετοί δεν επρόκειτο πια να πληρώνουν φόρο υποτέλειας για τη Ζάκυνθο, ενώ με την απόκτηση τής Αγίας Μαύρας κατείχαν πια και τα επτά νησιά τού Ιονίου, καθώς και το Βουθρωτό (Μπουτρίντο) και την Πάργα τής Ηπείρου. Οι Ενετοί κρατούσαν το νησί τής Τήνου στο Αιγαίο επί πεντακόσια χρόνια και τώρα συνέχιζαν να το κατέχουν. Στην πραγματικότητα φαινόταν για κάποιο διάστημα, ότι η ενετική «αυτοκρατορία» είχε ανασυσταθεί.212

Αυτά ήσαν μερικά από τα πιο δύσκολα χρόνια στην ιστορία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο μεγάλος βεζύρης Σουλεϊμάν πασάς υπέστη καταστροφική ήττα κοντά στο Μόχατς στη νότια Ουγγαρία (στις 12 Αυγούστου 1687), για την οποία πλήρωσε με τη ζωή του, ενώ στις 8 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους καθαιρέθηκε ο απρόσεκτος Μεχμέτ Δ’, που είχε βασιλεύσει για τριανταεννέα χρόνια. Τον διαδέχθηκε ο πιο ικανός αδελφός του, ο Σουλεϊμάν Β’, που κυβέρνησε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.213 Οι Ενετοί επωφελήθηκαν από αυτές τις αναταραχές, όπως και οι Αυστριακοί. Κατά την περίοδο 1686-1689 οι Τούρκοι έχασαν από τις φιλο-αυτοκρατορικές δυνάμεις τη Βούδα [Πέστη], το Έρλαου (Έγκερ), το Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν), το Βελιγράδι, το Στουλβάισενμπουργκ (Σεκεσφέχερβαρ), τη Νις, το Βιδίνι (Βίντιν) και αριθμό άλλων οχυρωμένων τόπων.214 Οι Τούρκοι κατείχαν τη Νις και το Βιδίνι, με κάποιες εναλλαγές τής τύχης, από τον ύστερο 14ο αιώνα, το Βελιγράδι από το 1521 και το Έρλαου από το 1596. Βέβαια το 1690 οι Τούρκοι ανέκτησαν τη Νις και το Βελιγράδι, αλλά δεν ήσαν ασφαλείς, γιατί τέσσερα χρόνια αργότερα δεν κατάφεραν να ανακτήσουν το Πετερβαρντάιν, ενώ οι Ρώσοι επιτέθηκαν στο Αζόφ, το οποίο κατόρθωσαν να καταλάβουν τον Ιούλιο τού 1696.

Ένα χρόνο αργότερα άλλος τουρκικός στρατός, αυτή τη φορά υπό τον σουλτάνο Μουσταφά Β’, συνάντησε την καταστροφή στην Ουγγαρία. Στη Ζέντα (Σέντα), στις 11 Σεπτεμβρίου 1697, ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας πέτυχε τον στρατό τού σουλτάνου αφρούρητο καθώς το ιππικό είχε διασχίσει τον ποταμό Τάις (Τίσα) και έσφαξε μερικές χιλιάδες Τούρκων πεζών στρατιωτών στη δεξιά όχθη τού ποταμού. Ήταν η μάχη τής Ζέντα αυτή που βοήθησε να υπάρξει η συνθήκη τού Κάρλοβιτς. Οι διαπραγματεύσεις ήσαν δύσκολες και κράτησαν εβδομηνταμία μέρες (από τις 17 Νοεμβρίου 1698 μέχρι τις 26 Ιανουαρίου 1699), αλλά αποκατέστησαν την ειρήνη, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, μεταξύ τής Αυστρίας, τής Υψηλής Πύλης, τής Πολωνίας, τής Ρωσίας και τής Βενετίας, ενώ έφεραν επιτέλους στους Αψβούργους την κατοχή τής Ουγγαρίας και τής Τρανσυλβανίας.215

Ίσως τίποτε δεν ερέθιζε το οθωμανικό πνεύμα τόσο πολύ, όσο η κατάκτηση τού Μοριά από τούς Ενετούς. Οι πατριάρχες τής Κωνσταντινούπολης (στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί βέβαια να πει κανείς Ισταμπούλ) και οι Έλληνες τού Φαναριού, οι «Φαναριώτες», οι οποίοι είχαν αρχίσει να κατέχουν προσοδοφόρες θέσεις στη Βλαχία και τη Μολδαβία, ενθάρρυναν τούς Τούρκους στην επιθυμία τους να εκδιώξουν τούς Ενετούς από τη χερσόνησο. Οι Ενετοί ήσαν Καθολικοί, σύμμαχοι τού πάπα και είχαν στοιχίσει στο Πατριαρχείο την υπεροχή του στον Μοριά (και τη μείωση των εσόδων του), επιτρέποντας στους Έλληνες να εκλέγουν δικούς τούς επισκόπους. Πριν θεσπίσουν οι Ενετοί αυτή την αλλαγή, πολύ πριν μάλιστα από την 4η Σταυροφορία, ο πατριάρχης τής Κωνσταντινούπολης διόριζε πάντοτε τούς επισκόπους τού Μοριά, καθώς και τούς ηγούμενους των μοναστηριών που ήσαν «σημειωμένα με σταυρό» (σταυροπηγιακά).216 Οι προσφορές των ιερέων και των ενοριών, που διανέμονταν μεταξύ των επισκόπων και τού πατριάρχη, τώρα πήγαιναν εντελώς στους επισκόπους. Παρ’ όλα αυτά οι Ενετοί ποτέ δεν κέρδισαν την υποστήριξη ούτε των Ελλήνων ούτε των επισκόπων τους στον Μοριά.

Το 1700-1703 οι Τούρκοι επιβεβαίωσαν τις συνθήκες ειρήνης και διευκρίνισαν τα εδαφικά τους σύνορα με την Αυστρία και την Πολωνία.217 Στη συνέχεια, έχοντας ανανεώσει την ειρήνη τους με τον Μεγάλο Πέτρο και έχοντας ανακτήσει το Αζόφ (το 1710-1712),218 προχώρησαν και πάλι σε πόλεμο με τη Βενετία (στις 11 Ιανουαρίου 1715). Οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν την Τήνο και την Αίγινα, την Κόρινθο, το φρούριο τού Παλαμηδιού πάνω στον λόφο και ακριβώς κάτω από αυτόν το κάστρο, την πόλη τού Ναυπλίου, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, όλα με τη βοήθεια των Ελλήνων, που τώρα φαίνονταν να προτιμούν τούς Τούρκους από τούς Καθολικούς. Για μια ακόμη φορά οι λατινικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά. Καταλήφθηκε η Μεθώνη, καθώς και η Μονεμβασία, ο Μυστράς, τα νησιά τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) και τού Τσιρίγο (Κύθηρα) και κάθε άλλο φρούριο στον Μοριά, όλα μέσα σε εκατόν μία μέρες.219

Όμως ευτυχώς για τη Σινιορία, στις 15 Οκτωβρίου (1715) ο Σάξωνας στρατιώτης Γιόχαν Ματίας φον ντερ Σούλενμπουργκ εισήλθε στην υπηρεσία τής Δημοκρατίας. Διεύθυνε την άμυνα τής Κέρκυρας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο τού 1716, τρέποντας τούς Τούρκους σε φυγή. Ανέκτησε επίσης το Βουθρωτό (Μπουτρίντο) και την Αγία Μαύρα, ενώ (το 1717) προχώρησε για να καταλάβει την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα στον Αμβρακικό Κόλπο. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο, ότι οι Ενετοί ανέγειραν μνημείο του μπροστά από το παλιό φρούριο τής Κέρκυρας. Ο Σούλενμπουργκ κινιόταν προς την Αλβανία, όταν αναγκάστηκε να σταματήσει, λόγω τής ειρήνης που συμφωνήθηκε με τη συνθήκη τού Πασσάροβιτς, σύμφωνα με την οποία η Βενετία υποχρεωνόταν να παραδώσει στους Τούρκους τα νησιά τής Τήνου και τής Αίγινας, καθώς και την πολύτιμη κτήση της, τον Μοριά. Όμως διατηρούσε τα επτά νησιά τού Ιονίου, συμπεριλαμβανομένης τής Αγίας Μαύρας, τα οχυρά τού Βουθρωτού και τής Πάργας, καθώς και τις πρόσφατες κατακτήσεις της, τις πόλεις τής Πρέβεζας και τής Βόνιτσας.220

Οι Ενετοί τα είχαν τελικά καταφέρει καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα είχε γίνει αν οι Αυστριακοί δεν είχαν παρέμβει για να τούς βοηθήσουν. Φοβούμενος τις συνέπειες τής επιτυχίας των Οθωμανών στην ανανέωση τού πολέμου με τη Βενετία, ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’ είχε κάνει συμμαχία με τη Βενετία στις 13 Απριλίου 1716, για τη συνέχιση τού πολέμου εναντίον τής Πύλης. Για ακόμη μια φορά ο πρίγκηπας Ευγένιος τής Σαβοΐας ανέλαβε δράση, επικεφαλής φιλο-αυτοκρατορικού στρατού, ο οποίος πέτυχε μεγάλη νίκη επί των Τούρκων, τη φορά αυτή στο Πετερβαρντάιν (στις 5 Αυγούστου 1716), ενώ στη συνέχεια πήγε να πολιορκήσει την οχυρωμένη πόλη Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα), «το τελευταίο προπύργιο τού Ισλάμ στην Ουγγαρία». Προς έκπληξη τού πρίγκηπα Ευγένιου η φρουρά προσφέρθηκε να παραδοθεί γρήγορα στις 12 Οκτωβρίου, ενώ τέσσερις ημέρες αργότερα οι Τούρκοι αποσύρθηκαν από το φρούριο, το οποίο η Υψηλή Πύλη είχε κρατήσει για 164 χρόνια. Ολόκληρο το Βανάτο (βόρεια τού Βελιγραδίου) βρισκόταν τώρα σε αυστριακά χέρια.

Ήρωας τής στιγμής, στην πραγματικότητα ήρωας των ετών, ο Ευγένιος παρέλαβε από τον Κλήμεντα ΙΑ’ το αγιασμένο καπέλο και σπαθί. Τα νέα τής πτώσης τού Τέμεσβαρ, που αποτελούσαν τρομερό πλήγμα για τούς Τούρκους, αποκρύφτηκαν στην Πύλη για περισσότερες από δύο βδομάδες. Τα τουρκικά στρατεύματα ανακλήθηκαν από την Κέρκυρα, το Βουθρωτό και το νησί τής Αγίας Μαύρας. Την επόμενη χρονιά ο Ευγένιος πολιόρκησε το Βελιγράδι, συνέτριψε τουρκικό στρατό που στάλθηκε σε επικουρία του (στις 16 Αυγούστου 1717), ενώ δύο μέρες αργότερα κατέλαβε την ίδια την πόλη, παίρνοντας όπως και στο Πετερβαρντάιν πλούσιο φορτίο κανονιών, λαβάρων, πυρομαχικών, προμηθειών και αντίσκηνων. Και πάλι, όπως και στο Πετερβαρντάιν, ο Ευγένιος κράτησε για τον εαυτό του το πλούσια κεντημένο αντίσκηνο ή περίπτερο ενός ηττημένου μεγάλου βεζύρη.221

Ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ’, ο οποίος βρισκόταν επίσης σε πόλεμο με τον Φίλιππο Ε’, τον Βουρβώνο βασιλιά τής Ισπανίας, για την κατοχή των νησιών τής Σαρδηνίας και τής Σικελίας, για να μη μιλήσουμε για τη Νάπολη, δέχτηκε βρετανική και ολλανδική διαμεσολάβηση για άλλη μια συνθήκη με την Υψηλή Πύλη. Αυτή ήταν η ειρήνη τού Πασσάροβιτς, η οποία συνήφθη στις 21 Ιουλίου 1718 και (όπως είδαμε) οι Αυστριακοί συμπεριέλαβαν τη Βενετία στη συνθήκη. Επρόκειτο να διαρκέσει εικοσιτέσσερα χρόνια. Με βάση τούς όρους που συμφωνήθηκαν στο Πασσάροβιτς οι Τούρκοι αναγνώρισαν την αυτοκρατορική κατοχή τού βανάτου τής Τέμεσβαρ, των δυτικών τμημάτων τής Βλαχίας και τής Σερβίας, τής οχυρωμένης πόλης τού Βελιγραδίου (την οποία οι Τούρκοι ανέκτησαν τον Σεπτέμβριο τού 1739) και μέρους τής Βοσνίας. Ήταν η πιο συμφέρουσα συνθήκη που είχε συνάψει ποτέ η Αυστρία με την Πύλη.222

Η ιδιοφυΐα και η τόλμη τού πρίγκηπα Ευγένιου τής Σαβοΐας είχαν εξυψώσει τη στρατιωτική φήμη τής Αυστρίας σε άνευ προηγουμένου ύψος. Η δόξα δεν θα διαρκούσε και, μαζί με το Βελιγράδι, οι Αυστριακοί θα έχαναν σύντομα τα περισσότερα από αυτά που είχαν αποκτηθεί στο Πασσάροβιτς. Ο Τούρκος είχε μπροστά του κι άλλους πολέμους να δώσει, ιδιαίτερα με τη Ρωσία. Αν και κουρασμένος, με πολλές ανησυχίες, θα χρειαζόταν να περάσει ένας αιώνας ή περισσότερο πριν μετατραπεί σε «μεγάλο ασθενή τής Ευρώπης». Όσο για τούς Ενετούς, ύστερα από το Πασσάροβιτς στράφηκαν από τον πόλεμο στο καρναβάλι, τις μάσκες και τούς χορούς, διατηρώντας όλες τις κτήσεις τους έως ότου, το 1797, η Δημοκρατία οδηγήθηκε σε τέλος.

<-23. Η Ιερά Συμμαχία, ο συνεχιζόμενος πόλεμος με τούς Τούρκους και η πτώση τής Αμμοχώστου (1571)
error: Content is protected !!
Scroll to Top