21. Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570)

<-20. Ο Πίος Ε’, η Ισπανία και η Βενετία. Οι Τούρκοι στη Χίο και την Αδριατική. Η εξέγερση τής Ολλανδίας 22. Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία->

21
Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570)

Image Image

Η Ενετική Σινιορία δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερη ικανοποίηση από εκείνη που γνώρισε όταν έφτασε από την Ισταμπούλ η χαρμόσυνη είδηση, ότι ο σουλτάνος είχε επικυρώσει τα άρθρα τής ειρήνης μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης. Η τελευταία ειρήνη είχε συναφθεί στις 2 Οκτωβρίου 1540, όταν (όπως είδαμε) οι Ενετοί υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στον σουλτάνο Σουλεϊμάν αποζημίωση 300.000 δουκάτων ως επανορθώσεις για τον πόλεμο που είχαν χάσει και, ακόμη πιο οδυνηρό, υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τόσο το Ναύπλιο όσο και τη Μονεμβασία. Όταν θα πέθαινε ο γέρος πολεμιστής, άραγε τι επρόκειτο να κάνει ο διάδοχός του, ο Σελήμ Β’; Προς τεράστια ανακούφιση τής Γερουσίας είχε επικυρώσει την ειρήνη στις 24 Ιουνίου 1567. Όμως είχε απαιτήσει, ότι όταν οι Ενετοί συλλάμβαναν στη θάλασσα κουρσάρους και πειρατές (corsari e leventi) που ήσαν Τούρκοι υπήκοοι, έπρεπε να τούς παραδίδουν «σώους και αβλαβείς στην Υψηλή Πύλη», όπου θα έπαιρναν την αρμόζουσα τιμωρία. Ο Ενετός πρεσβευτής Μαρίνο ντι Καβάλλι και ο βαΐλος Τζάκομο Σοράντσο (1566-1568) συμφώνησαν να το κάνουν αυτό1 και ενημέρωσαν αμέσως τη Σινιορία.

Στις 26 Ιουλίου (1567) ο δόγης Τζιρολάμο Πριούλι και η Γερουσία ενημέρωσαν τον Αντόνιο ντα Κανάλε, τον επιστάτη τού στόλου τής Γαληνοτάτης στα ανατολικά ύδατα, καθώς και τις αποικιακές αρχές Κύπρου, Κρήτης, Ζακύνθου, Κεφαλονιάς, Κέρκυρας, Καττάρο, Κούρτσολα, Λεσίνα (Χβαρ), Σπαλάτο, Τράου, Σεμπένικο, Ζάρας, τού νησιού Παγκ και άλλων ενετικών φυλακίων, ότι επιστολές με ημερομηνία 1 Ιουλίου από τούς Καβάλλι και Σοράντσο στην Ισταμπούλ είχαν φέρει τα νέα της επικύρωσης από τον σουλτάνο των «άρθρων τής ειρήνης» μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Οι Ενετοί αξιωματούχοι έπρεπε επομένως να συνεχίσουν να μεταχειρίζονται όλους τούς υπηκόους τού σουλτάνου «όχι διαφορετικά από τούς δικούς μας».2 Ίσως υπήρχε κάποια αμφιβολία στη Βενετία για την «αυστηρή τιμωρία» (gagliardo castigo), την οποία ο σουλτάνος υποσχόταν να επιβάλλει στους Τούρκους κουρσάρους, αλλά οι Καβάλλι και Σοράντσο έπρεπε να αποδεχτούν την τουρκική διαβεβαίωση. Η Σινιορία όμως ήταν δικαιολογημένα καχύποπτη για τον Σελήμ, γιατί ήταν από καιρό γνωστό, ότι δεν ήταν φίλος τής Δημοκρατίας.

Η Μεσόγειος ήταν γεμάτη με Τούρκους κουρσάρους και πειρατές τής Μπαρμπαριάς. Έμπαιναν επίσης στην Αδριατική, στον ενετικό «Κόλπο», όπου αποτελούσαν φοβερή απειλή για την μικρών αποστάσεων ναυτιλία κατά μήκος των δαλματικών ακτών. Έξι περίπου βδομάδες πριν από την επικύρωση τής ενετο-τουρκικής ειρήνης από τον Σελήμ Β’, ο δόγης και η Γερουσία είχαν γράψει επιστολή με χαρούμενους επαίνους στον Τζιανμπαττίστα Μπενεντέττι, διοικητή κυπριακής γαλέρας, για την καταδίωξη, μάχη και σύλληψη τής φούστας τού Τούρκου κουρσάρου Σουλεϊμάν Ρέις, «ο οποίος έχει προκαλέσει τεράστιες ζημιές σε αυτόν τον κόλπο μας». Η επιστολή εγκωμίαζε την ανδρεία ευγενή απόδοση τού Μπενεντέττι, η οποία είχε φέρει μεγάλη ικανοποίηση στη Γερουσία και υψηλή τιμή στον ίδιο και την οικογένειά του.3 Ο τόνος έξαρσης στην επιστολή, η οποία εγκρίθηκε από τη Γερουσία και στάλθηκε στο όνομα τού δόγη, είναι ασυνήθιστος. Ο Σουλεϊμάν Ρέις ήταν αξιόλογος κουρσάρος. Η είδηση της σύλληψής του πρέπει να είχε φτάσει στην Ισταμπούλ πολύ πριν από την τελική επικύρωση τής συνθήκης από τον σουλτάνο. Για χρόνια όμως οι Τούρκοι είχαν επιμείνει, ότι όλοι οι κουρσάροι που ήσαν Τούρκοι υπήκοοι έπρεπε να παραδίδονται στην Πύλη για τιμωρία.

Οι Τούρκοι ήσαν αντίθετοι με τη ληστεία στη θάλασσα σχεδόν όσο και η Σινιορία, αλλά αντιτάσσονταν πάντοτε σθεναρά στην καταδίκη από τούς Ενετούς υπηκόων τού σουλτάνου σε θάνατο με κατηγορίες για πειρατεία. Η Γερουσία ήταν απρόθυμη να παραδίδει στην Υψηλή Πύλη κουρσάρους που είχαν συλληφθεί, γιατί η τιμωρία τους ήταν αβέβαιη, ιδιαίτερα όταν διέθεταν μεγάλα χρηματικά ποσά, αλλά η επιφυλακτικότητα ήταν η βάση μεγάλου μέρους τής ενετικής πολιτικής. Στα μέσα Ιουνίου 1562 για παράδειγμα, αν και ο διοικητής τού Κόλπου δέχτηκε τα συγχαρητήρια τού δόγη και τής Γερουσίας επειδή είχε συλλάβει δύο πειρατικές φούστες, τού είπαν να μην εκτελέσει κανένα Τούρκο αιχμάλωτο, «χωρίς ρητές εντολές μας» και τού είπαν ακόμη να μην καταδιώξει εκείνους που είχαν δραπετεύσει από τις φούστες.4

Ο Μαρίνο ντι Καβάλλι εκλέχτηκε πρεσβευτής στην Πύλη στις 21 Οκτωβρίου 1566, για να συγχαρεί τον Σελήμ Β’ για την άνοδό του στον οθωμανικό θρόνο και να φροντίσει για την ανανέωση από τον νέο σουλτάνο των λεγομένων διομολογήσεων ή συνθηκολόγησης ειρήνης. Ο Καβάλλι δεν αναμενόταν να αναχωρήσει για την Ισταμπούλ πριν από τον Φεβρουάριο (1567), όπως έγραφε στον καρδινάλιο Μικέλε Μπονέλλι ο Τζιοβάννι Αντόνιο Φακκινέττι, επίσκοπος τού Νικάστρο και νούντσιος τού πάπα στη Βενετία.5 Όταν ο Καβάλλι πήγε τον Μάρτιο, πήρε μαζί του τα συνήθη δώρα από εκλεκτά και χρυσοκέντητα υφάσματα. Αν και έτυχε καλής υποδοχής κατά την άφιξή του στην Πύλη στις αρχές Μαΐου,6 τα προβλήματά του άρχισαν αμέσως μετά, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του στις 10 Ιουλίου με ένταλμα που είχαν επιδιώξει ορισμένοι Εβραίοι πιστωτές κάποιου Ιωσήφ ντ’ Ααρών ντε Σεγκούρα.

Ο Ααρών είχε εξασφαλίσει «τεράστιο συμβόλαιο στυπτηρίας» από τον σουλτάνο και έστελνε τη στυπτηρία μαζί με άλλα εμπορεύματα στη Βενετία, όπου είχε χρεωκοπήσει σε έκταση «πολλών χιλιάδων σκούδων». Οι πιστωτές του είχαν κατάσχει τις διαθέσιμες περιουσίες του. Ο σουλτάνος ανακήρυξε τον εαυτό του πιστωτή τού Ααρών για τόσο μεγάλη ποσότητα στυπτηρίας, που η κατάσχεση τής περιουσίας υπολειπόταν κατά πολύ τής απαίτησης. Η Υψηλή Πύλη ζήτησε από τη Σινιορία είτε να επιστρέψει όλα τα «εμπορεύματα» (mercantia) τού Ααρών που βρίσκονταν στη Βενετία, συμπεριλαμβανομένης τής στυπτηρίας, ή να πληρώσει τα χρέη του. Ο Ααρών βρισκόταν στη Βενετία τον Αύγουστο (1567) και συνελήφθη. Στο μεταξύ ο Καβάλλι είχε υποχρεωθεί να καταβάλει εγγύηση 100.000 σκούδων για να πετύχει τη δική του απελευθέρωση στην Ισταμπούλ.7

Η Σινιορία ήταν έξαλλη και διέταξε να συλληφθεί ο Μαρίνο ντι Καβάλλι κατά την επιστροφή του, δίνοντας εντολή στον «εισαγγελέα» (avogadore) να ασχοληθεί με την υπόθεσή του, με την κατηγορία ότι είχε υπερβεί την εξουσιοδότηση που είχε, η οποία ήταν απλώς να αποδεχτεί την έγκριση τής διομολόγησης από τον σουλτάνο. Ο σουλτάνος είχε αποδεχτεί τη συνθήκη με τροποποιήσεις, ενώ ο Καβάλλι δεν είχε μπορέσει να αλλάξει την τροπολογία για την επιστροφή των Τούρκων κουρσάρων στην Πύλη. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη διομολόγηση, ο Καβάλλι δεν έπρεπε να τεθεί υπό κράτηση, δεν ήταν δυνατό να κληθεί να λογοδοτήσει γι’ αυτό. Σύμφωνα με ορισμένες επιστολές στα εβραϊκά, σταλμένες από την Ισταμπούλ, που είχαν υποκλαπεί και αποκρυπτογραφηθεί, λεγόταν ότι ο Καβάλλι είχε δεχτεί χρήματα από Εβραίους στην Πύλη κάτω από ύποπτες συνθήκες. Όπως όμως καθιστούσε σαφές ο νούντσιος Φακκινέττι, «δεν πιστεύει κανείς ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλά αν η Σινιορία επαληθεύσει το γεγονός, ο κύριος Μαρίνο θα βρεθεί σε κίνδυνο να χάσει τη ζωή του, γιατί έχει λίγους συγγενείς και η οικογένειά του είναι σχετικά νέα».8

Παρά την προφανή ανανέωση τής ειρήνης με τούς Τούρκους, προφανώς τα νέα από το Βόσπορο δεν ήσαν καθόλου καθησυχαστικά. Η υπόθεση Καβάλλι ήταν αρκετά κακή, άραγε όμως θα φαίνονταν χειρότερα στον ορίζοντα; Στις 7 Αυγούστου (1567) ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στις κυβερνήσεις τής Κύπρου και τής Κρήτης, ότι επιστολές από την Ισταμπούλ με ημερομηνίες στις 12 Ιουλίου και νωρίτερα έκαναν να φαίνεται πιθανό, ότι το έτος 1568 επρόκειτο να εμφανιστεί τεράστια τουρκική αρμάδα έτοιμη για δράση. Ξυλουργοί δούλευαν πάνω στις γαλέρες στον ναύσταθμο, στη στεριά και στο νερό (in terra et in acqua). Οι Τούρκοι είχαν φτιάξει πενήντα κανόνια «και μεγάλο αριθμό μικρότερων κομματιών πυροβολικού». Οι Ενετοί αξιωματούχοι έπρεπε λοιπόν να προσθέτουν «επιμέλεια στην επιμέλεια» και να εξασφαλίζουν ότι οι οχυρώσεις για τις οποίες είχαν την ευθύνη ήσαν ασφαλείς και οι φρουρές καλά εφοδιασμένες. Έπρεπε φυσικά να παρακολουθούν τούς Τούρκους και να αναφέρουν στη Βενετία κάθε πληροφορία που μπορούσε να θεωρηθεί ότι «άξιζε να τεθεί υπόψη μας» (degno di nostra intelligentia).9

Ο τουρκικός στόλος δεν επρόκειτο να επιχειρήσει στην Αδριατική το 1568, αλλά κανένας δεν μπορούσε να είναι βέβαιος. Εν πάση περιπτώσει, προς το τέλος τού Αυγούστου (1567), ειπώθηκε στη Βενετία, ότι ο Μαρίνο ντι Καβάλλι είχε ήδη φτάσει στο νησί τής Ζακύνθου κατά το ταξίδι επιστροφής του. Η υπόθεση Καβάλλι συζητήθηκε στο Κολλέγιο και τη Γερουσία. Ορισμένα μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να ανακληθεί ο βαΐλος Τζιάκομο Σοράντσο, ακόμη κι αν δεν ήταν δυνατό να κατηγορηθεί για τίποτα περισσότερο από δειλία, αλλά μεγάλη πλειοψηφία ψήφισε να μην τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του. Όμως αποφασίστηκε, «ύστερα από μεγάλη συζήτηση» (dopo gran discussione), να σταλεί άλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ και εκλέχτηκε ο γέρος Τζιρολάμο Ζάνε, την αποστολή τού οποίου θα προσδιόριζε το Κολλέγιο. Ο Ζάνε έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για τη σύλληψη τού Καβάλλι από τούς Τούρκους ως αντίθετη προς τη διομολόγηση και με κάποιον τρόπο να πετύχει την ακύρωση τής παροχής εγγύησης 100.000 σκούδων από τον Καβάλλι για χρέη τού Ααρών ντε Σεγκούρα.10 Αφού προσδιορίστηκαν οι όροι τής αποστολής, στις 13 Σεπτεμβρίου (1567) η Γερουσία ψήφισε να σταλεί ο Ζάνε στην τουρκική αυλή «με κάθε δυνατή ταχύτητα». Ο Ζάνε θα έπαιρνε για τις δαπάνες του ως πρεσβευτής στον Μεγάλο Τούρκο 1.200 δουκάτα σε χρυσό για έξι μήνες, «διακόσια δουκάτα τον μήνα», για τα οποία δεν θα χρειαζόταν να υποβάλει απόδοση λογαριασμού κατά την επιστροφή του στην πατρίδα.11

Στα τέλη Οκτωβρίου επιστολές από την Ισταμπούλ έφεραν την είδηση, ότι η δέσμευση τού Καβάλλι απέναντι στην Υψηλή Πύλη είχε ακυρωθεί. Ειπώθηκε στον Ζάνε, που βρισκόταν τότε στην Ίστρια, να παραμείνει εκεί μέχρι να έρθει από την Πύλη τσαούς (Τούρκος αγγελιοφόρος), ο οποίος αναμενόταν στη Βενετία «από ώρα σε ώρα». Λεγόταν στον Βόσπορο, ότι η τουρκική αρμάδα θα ξεκινούσε σίγουρα μεγάλης κλίμακας εκστρατεία την άνοιξη τού 1568, εναντίον τής Κύπρου ή τής Μάλτας, τού Οράν ή τού Πενιόν ντε Βέλεζ.12

Τώρα ο τσαούς ήρθε και έγινε δεκτός από τον Κολλέγιο το πρωί τής 31ης Οκτωβρίου (1567). Την επόμενη μέρα ο Τζιανναντόνιο Φακκινέττι έγραφε στον καρδινάλιο Μπονέλλι, ότι υπήρχε η άποψη ότι ο τσαούς ερχόταν λόγω τής οφειλής, για την οποία είχε συλληφθεί ο Καβάλλι στην Ισταμπούλ. Παρά το γεγονός ότι η εγγύησή του των 100.000 σκούδων είχε μπει στην άκρη, ο σουλτάνος ήταν πράγματι ο πιστωτής τής υπό πτώχευση εταιρείας τού Ααρών ντε Σεγκούρα και των συνεργατών του και ήθελε αποζημίωση σύμφωνα με τούς όρους τού συμβολαίου τού Ααρών για τη στυπτηρία, η οποία είχε παραδοθεί στη Βενετία. Ο Φακκινέττι πίστευε, ότι η Σινιορία έπρεπε να ικανοποιήσει την Πύλη, τουλάχιστον στην έκταση τής προβλεπόμενης τιμής τής στυπτηρίας.13 Στο μεταξύ, κατά την επιστροφή του από την Ισταμπούλ, ο Καβάλλι είχε συλληφθεί, ενώ καθώς ξεκινούσε η δίκη του, ο Τζιρολάμο Ζάνε επέστρεψε στη Βενετία στις 6 Μαρτίου. Ο Φακκινέττι ήταν προσεκτικός στις αναφορές του προς τη Ρώμη σχετικά με τον Καβάλλι μέχρι τις 22 Μαΐου (1568), όταν μπόρεσε να γράψει, ότι ο δυστυχισμένος άνθρωπος είχε επιτέλους απαλλαγεί πλήρως από τις κατηγορίες που διατυπώνονταν εναντίον του: «Σήμερα ο κύριος Μαρίνο Καβάλλι απαλλάχτηκε με ευρύτατη απόφαση!» (Hoggi Messer Marino Cavalli è stato assoluto di larghissimo giuditio!)14

Υπήρχαν σχεδόν τόσες φήμες για τούς Τούρκους, τούς Ισπανούς, τούς Γάλλους, τούς Αυστριακούς και τούς Ολλανδούς, όσες γαλέρες υπήρχαν στη Μεσόγειο. Οι διπλωματικές αποστολές τού 1567-1568 είναι γεμάτες από φήμες. Οι περισσότερες από αυτές ήσαν αβάσιμες. Μερικές είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι στις 13 Νοεμβρίου (1567) ο κύριος ντε Φουρκεβώ έγραφε στον Κάρολο Θ’, ότι ο Σελήμ Β’ εξόπλιζε σαράντα γαλέρες στο λιμάνι τού Σουέζ «στην Ερυθρά Θάλασσα», για να τις στείλει σε βοήθεια ενός βασιλιά τής Σουμάτρας. Θα ήταν καλή ιδέα, πίστευε, να ταπεινωθούν οι περήφανοι Πορτογάλοι και να διαλυθούν οι συναλλαγές τους με τις Ανατολικές Ινδίες. Επίσης οι Γάλλοι θα έπαιρναν μπαχαρικά με καλύτερους όρους στην Αλεξάνδρεια και στα άλλα τουρκικά λιμάνια στη Συρία.15 Οι Ενετοί θα βρίσκονταν σε ακόμη καλύτερη θέση, γιατί η πορτογαλική επιχείρηση δημιουργούσε επί δεκαετίες προβλήματα στο δικό τους εμπόριο μπαχαρικών.

Υπήρχε ανησυχία στη Βενετία, την οποία τροφοδοτούσαν αναφορές από την Ισταμπούλ καθώς και φήμες από αλλού. Η ζωή συνεχιζόταν βέβαια από μέρα σε μέρα, αλλά το μωραΐτικο παρελθόν των Ενετών είχε δυσάρεστες συνέπειες γι’ αυτούς και συνήθως τούς κόστιζε κάτι. Η Σινιορία έκανε κάποια προσπάθεια να φροντίσει τούς πρώην υπηκόους της, ιδιαίτερα εκείνους που είχαν υπηρετήσει το κράτος και υπέφεραν από τούς Τούρκους. Για παράδειγμα στις 13 Σεπτεμβρίου (1567) η Γερουσία ψήφισε εξουσιοδότηση ή προσδόκιμο (espettativa) για κάποιον Κωνσταντίνο, γιο τού αείμνηστου Δημητρίου Καλογερά (Calogiera) τού Ναυπλίου, ο οποίος είχε υποδουλωθεί από τούς Τούρκους «κατά την εποχή τής πολιορκίας τής πόλης». Ο Κωνσταντίνος είχε τελικά αποδράσει επιτέλους από τούς Τούρκους και έκανε τώρα έκκληση στη Γερουσία, η οποία ενέκρινε γι’ αυτόν ένα προσδόκιμο σε κάποια από τα γραφεία της (που απέφερε τρία έως τέσσερα δουκάτα τον μήνα), τα οποία προορίζονταν για ντόπιους τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας. Περιορισμένος αριθμός τέτοιων θέσεων ίσως υπήρχε στη Βενετία καθώς και στις αποικιακές κτήσεις τής Σινιορίας. Ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε το πρώτο τέτοιο προσδόκιμο που θα έμενε κενό μετά την ικανοποίηση προηγουμένων δεσμεύσεων τού ίδιου είδους. Τού δινόταν αυτή η αμοιβή ως ανταμοιβή για την αρετή του, αλλά και ως αποζημίωση για την απώλεια τής περιουσίας του.16

Ένα χρόνο αργότερα (στις 29 Σεπτεμβρίου 1568) η Ενετική Γερουσία ενέκρινε την παραχώρηση στον Τζάκομο τής Ζακύνθου, γιο τού αιδεσιμότατου ιερέα Κωνσταντίνο Λάζαρο, μιας από τις εκκλησίες για τις οποίες η Σινιορία είχε στο νησί το δικαίωμα παραχώρησης (juspatronato). Ο Τζάκομο θα έπαιρνε την πρώτη εκκλησία που θα έμενε κενή, «όταν θα έχουν ικανοποιηθεί όλα τα άλλα προσδόκιμα, που έχουν χορηγηθεί μέχρι τώρα». Έπρεπε όμως να γίνει κατανοητό, ότι ο Τζάκομο δεν θα είχε πρόσβαση σε μία από τις εκκλησίες που προοριζόταν για χειροτονημένους μοναχούς (sacerdoti calogieri), γιατί αυτές έπρεπε να φυλάσσονται για τούς εν λόγω μοναχούς (καλόγερους), «όπως συμβουλεύουμε τον επιστάτη και τούς συμβούλους τού νησιού μας τής Ζακύνθου».17

Υπήρχε επίσης ανησυχία στην Κύπρο, για χρόνια μάλιστα, όπως θα υπενθύμιζε σύντομα ο Πιέτρο Βαλντέριο, ο υποκόμης τής Αμμοχώστου. Τα προβλήματα των Κυπρίων ήσαν δικής τους κατασκευής, αποτέλεσμα τής δικής τους υπερηφάνειας, ανεντιμότητας, βλασφημίας και πλήρους εγκατάλειψης κάθε αρετής. Ζούσαν λάγνες ζωές και ήσαν ένοχοι αχαλίνωτης ανυπακοής προς τούς άρχοντές τους. Αλλά έπρεπε να ειπωθούν λίγα και για τούς ίδιους τούς άρχοντες, οι οποίοι τυραννούσαν και κακομεταχειρίζονταν τις φτωχές ψυχές στα απομακρυσμένα χωριά. Οι άρχοντες θα μπορούσαν να είχαν βρει θεραπείες για τα κοινωνικά δεινά τής Κύπρου, λέει ο Βαλντέριο, αλλά δεν είχαν καμία διάθεση να το κάνουν. Ήταν αναπόφευκτο ότι θα παρέμβαινε ο Θεός και θα έπαιρνε την όμορφη χώρα από τούς ανάξιους άρχοντές της, «και ότι εμείς, άλλα άθλια πλάσματα, επρόκειτο να οδηγηθούμε σε ναυάγιο και καταστροφή, όπου κάποιοι από εμάς θα μετατρέπονταν σε αιχμάλωτους και σκλάβους, άλλοι θα κόβονταν σε κομμάτια και θα λεηλατούνταν…».

Εν μέσω των προάγγελων καταστροφών, γιατί άραγε δεν θα μπορούσε να δει κανείς τι θα ακολουθούσε; Ο Βαλντέριο μάς λέει ότι το νησί υπέφερε από πείνα για τα τέσσερα ή πέντε χρόνια μεταξύ 1556 και 1560 και ότι τον τελευταίο αυτόν χρόνο η Λευκωσία μαστιζόταν από θρησκευτική διαμάχη μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Το φθινόπωρο τού 1566 ανεμοστρόβιλος έπληξε την Αμμόχωστο σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους. Η δύναμή του ήταν τόσο μεγάλη (un tal orribile sion), που γκρέμισε σπίτια και ξερίζωσε δέντρα, παρασύροντάς τα μαζί (σύμφωνα με τον Βαλντέριο) σε απόσταση ενός ολόκληρου μιλίου. Στρατιώτες ανυψώθηκαν στον αέρα καθώς περπατούσαν στους δρόμους. Ένας από αυτούς, ονομαζόμενος Γκρεγκόριο, σηκώθηκε ψηλά και μεταφέρθηκε από τον αέρα για περισσότερο από διακόσια μέτρα. Όταν επέστρεψε στη γη, αντί να ευχαριστήσει τον Θεό για την καλοσύνη που τον είχε σώσει, άρχισε με όλη τη δύναμη τής φωνής του να καταριέται το ίδιο του το όνομα.

Στις 29 Οκτωβρίου 1567 θύελλα τέτοιας μανίας έπεσε πάνω στο λιμάνι των Αλυκών στον κόλπο τής Λάρνακας, που βύθισε είκοσι πλοία φορτωμένα με φορτία «που άξιζαν θησαυρό». Το έτος 1568 έφερε τόσο φοβερή ασθένεια στο νησί τής Κύπρου, που έχασαν τη ζωή τους 30.000 παιδιά, «ενώ το ίδιο συνέβη και με τα μικρά ζώα». Φαινόταν να μην υπάρχει τέλος στις συμφορές που πρόσβαλλαν τούς Κυπρίους, γιατί η Αμμόχωστος δέχτηκε ισχυρά πλήγματα από τρεις σεισμούς κατά την έκτη, ένατη και ενδέκατη ώρα τής νύχτας στις 13 Οκτωβρίου 1569. Κανένας δεν ήταν ασφαλής, είτε βρισκόταν στο σπίτι ή στην ύπαιθρο. Ήταν σαν να έπεφτε ο κόσμος σε άβυσσο. Επίσης κατά την πρώτη ώρα τής ημέρας, όταν όλοι οι χριστιανοί κληρικοί, «Λατίνοι και Έλληνες» (tanto latini quanto greci), συγκεντρώθηκαν σε επίσημη πομπή, «ήρθε κι άλλος σεισμός με τόσο σκληρό τρόπο, που πιστέψαμε όλοι ότι θα χανόμασταν επί τόπου, αποκλεισμένοι στον δρόμο των Αγίων Πέτρου και Παύλου, γιατί ο δρόμος είναι στενός και τα σπίτια πολύ ψηλά, αλλά μάς έσωσε ο Κύριος ο Θεός μας». Η Εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου βρισκόταν (και εξακολουθεί να βρίσκεται) στο δυτικό τμήμα τής περιτειχισμένης πόλης τής Αμμοχώστου, πίσω από τον προμαχώνα Μοράττο.

Στο μεταξύ το βράδυ τής 26ης Αυγούστου (1569) στη Λευκωσία άθλιος όχλος, «μια σέχτα απατεώνων» (una setta di canaglia) όπως τούς περιγράφει ο Βαλντέριο, επιτέθηκε στον υποδιοικητή τής πόλης, τον Κοστάντσο Γκρίττι, με ανάρμοστες λέξεις σε καταχρηστικούς τόνους. Ο λόγος ήταν, ότι δεν είχαν βρει ψωμί έτοιμο στην πλατεία. Σχεδόν πολιόρκησαν τον Γκρίττι στο Παλάτσο Ρέτζο (Βασιλικό Ανάκτορο). Εκείνος τούς είπε ότι έπρεπε να κάνουν τα παράπονά τους στον επιστάτη (provveditore), έναν αξιότιμο κύριο που ονομαζόταν Αντόνιο Μπράγκαντιν, γνωστόν ως «ο Ωραίος» «που ήταν πραγματικά πολύ ωραίος στα ενδύματα και σε κάθε αρετή» (et veramente bello di costumi et d’ ogni virtù). Έτσι το σκυλολόι έφυγε για το σπίτι τού Μπράγκαντιν. Όταν ο φύλακας δεν τούς επέτρεψε να εισέλθουν, μερικοί από τούς φουκαράδες άρχισαν να ρίχνουν πέτρες στα μπαλκόνια και στις πόρτες τού σπιτιού. Ο Μπράγκαντιν διαβουλευόταν τότε με τούς κορυφαίους άνδρες τής Λευκωσίας, ενώ αν δεν είχαν πείσει ήπια και επιδέξια τον όχλο να αποχωρήσει με την υπόσχεση ότι θα έφτιαχναν ψωμί γι’ αυτούς, ο άξιος Μπράγκαντιν θα είχε σκοτωθεί, παρά το γεγονός ότι η εξασφάλιση τής προσφοράς ψωμιού στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε δική του υπευθυνότητα. Λίγους μήνες αργότερα ο Μπράγκαντιν πέθανε έτσι κι αλλιώς, όπως σημειώνει με κατήφεια ο Βαλντέριο, προσθέτοντας έναν ακόμη στους κακούς οιωνούς, που προέλεγαν την καταστροφή που ερχόταν στην Κύπρο.18

Ο δόγης και η Γερουσία πάντοτε συμβούλευαν και καθοδηγούσαν, ερευνούσαν και διέταζαν τούς αποικιακούς αξιωματούχους τους, οι οποίοι υπηρετούσαν στο αξίωμα για δύο ή τρία χρόνια, επέστρεφαν στην πατρίδα και συνήθως στέλνονταν αλλού. Σπανίως παρέμεναν σε μέρος αρκετό καιρό, ώστε να αποκτήσουν επαρκή κατανόηση των αναγκών και των διαθέσιμων πόρων. Από την Κύπρο μέχρι την Κρήτη, από την Κέρκυρα μέχρι το Σεμπένικο, η ενετική διοίκηση ήταν αναποτελεσματική και σπάταλη. Ήταν επίσης διεφθαρμένη. Σε γενικές γραμμές ήταν πάντοτε διεφθαρμένη. Διαβάζοντας τα έγγραφα είναι ευχάριστο όταν βρίσκουμε περιπτώσεις ανώτερης ικανότητας, ακόμη και σε ξυλουργό πλοίου. Η Γερουσία είχε επίσης την ευχαρίστηση στις 20 Δεκεμβρίου 1567 να ανταμείψει τον Τζιοβάννι Πίκκολο, ο οποίος είχε επινοήσει νέο τρόπο κατασκευής γαλερών, λιγότερο δαπανηρό και περισσότερο αποτελεσματικό από την πολλών γενεών παλαιά μέθοδο, την οποία χρησιμοποιούσαν «μέχρι τότε» στον ενετικό Ναύσταθμο (Αρσενάλε). Ο Πίκκολο, που ήξερε καλά τη ναυπηγική, είχε επαινεθεί από τούς επιστάτες και τούς διοικητές γαλερών, καθώς και από τον «ναύαρχο» και τούς επιβλέποντες τού Ναυστάθμου. Για την προφανώς σημαντική του συμβολή στην εμπορική και ναυτική ευημερία τής Βενετίας αύξησαν το ημερομίσθιο τού Τζιοβάννι Πίκκολο από 24 σε 30 σόλιδους (soldi), πράγμα το οποίο (έλπιζε η Γερουσία) θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για άλλους εργάτες, για να βρίσκονται σε επιφυλακή για βελτιώσεις.19

Ήταν άλλο πράγμα να είσαι ξυλουργός πλοίου και άλλο να διοικείς τον ενετικό στόλο. Ύστερα από τρία χρόνια ως «επόπτης τού στόλου μας» (proveditor dell’ armata nostra), ο Αντόνιο ντα Κανάλε είχε γράψει στον δόγη και τη Γερουσία, ζητώντας επειγόντως την αντικατάστασή του. Ο Κανάλε είχε διεκπεραιώσει τα σημαντικά του καθήκοντα με σύνεση και ανδρεία, κατά τη γνώμη τής Γερουσίας, η οποία στις 7 Φεβρουαρίου 1568 ψήφισε, ότι έπρεπε να εκλεγεί διάδοχος με τον συνήθη μισθό. Ο διάδοχος τού Κανάλε ενδεχομένως θα απαλλασσόταν από κάθε αξίωμα στη Βενετία (ή σε οποιαδήποτε αποικιακή κυβέρνηση τής Δημοκρατίας), προκειμένου να ελευθερωθεί για την «επιστασία τού στόλου» (proveditorato dell’ armata). Ο εν λόγω διάδοχος δεν μπορούσε να αρνηθεί τη θέση χωρίς να υποστεί «όλες τις κυρώσεις που έχουν αποφασιστεί εναντίον εκείνων, που αρνούνται πρεσβείες σε εστεμμένες κεφαλές». Η απόφαση τής Γερουσίας και η επιλογή νέου επιστάτη θα παρέμενε, ως συνήθως, αντικείμενο επικύρωσης με ψηφοφορία από το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio).20

Ο Αντόνιο ντα Κανάλε είχε αποδειχτεί ως άνθρωπος από τον οποίο μπορούσαν να εξαρτώνται για την προσφορά «ευδόκιμης υπηρεσίας» στο κράτος.21 Ο Τζάκομο Τσέλσι επιλέχτηκε για να αντικαταστήσει τον Κανάλε ως επιστάτης (provveditore) τού στόλου. Το έγγραφο τής αποστολής του, με ημερομηνία 7 Ιανουαρίου 1569, τον κατεύθυνε προσεκτικά να τηρεί «τα άρθρα … τής ειρήνης που έχουμε με τον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο σε ζητήματα πολεμικών στόλων, σκαφών και ναυσιπλοΐας» (li capitoli… della pace che habbiamo col serenissimo Signor Turco in materia di armate, di navilii, et [di] navigatione).22 Έξι περίπου βδομάδες αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου (1569), ο Λορέντσο Μπέμπο έπαιρνε το έγγραφο τής αποστολής του ως γενικός επιστάτης (provveditore generale) τού λεγόμενου «βασιλείου» τής Κύπρου,23 όπου και πέθανε την 1η Ιανουαρίου 1570,24 ύστερα από επιθεώρηση των ευάλωτων παράκτιων εδαφών τού νησιού μαζί με τον Αστόρρε Μπαλιόνε, τού οποίου η υπεράσπιση τής Αμμοχώστου κατά των Τούρκων επρόκειτο να τον κάνει διάσημο. Όταν ήταν επικείμενος ο πόλεμος με τούς Τούρκους, το όνομα τού Κανάλε τέθηκε και πάλι ενώπιον τής Γερουσίας (στις 20 Μαρτίου 1570) από εκείνους που επιθυμούσαν να τον δουν να διορίζεται και πάλι επιστάτης τού στόλου. Αν και η πρόταση φαίνεται ότι δεν εγκρίθηκε (με ενενηντατέσσερις ψήφους),25 ο Κανάλε στην πραγματικότητα θα επανεκλεγόταν σύντομα και θα υπηρετούσε με τον Τζάκομο Τσέλσι ως συν-επιστάτης τού στόλου στην καταστροφική σύγχυση τού επερχόμενου πολέμου.26

Η ανησυχία τής Σινιορίας μετατρεπόταν σιγά-σιγά σε συναγερμό. Στις 14 Φεβρουαρίου 1568 ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι, τον πρεσβευτή τους στον Φίλιππο Β’, καθώς και στον Πάολο Τιέπολο, τον πρεσβευτή τους στον Πίο Ε’, για τις εργασίες κατασκευής τού τουρκικού στόλου, κατά πάσα πιθανότητα στον ναύσταθμο στην Ισταμπούλ. Μαζί με αυτές τις επιστολές έστελναν στον Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι και στον Τιέπολο τις αναφορές από τα στενά τού Βοσπόρου, για «τις προετοιμασίες, οι οποίες με πολλή φροντίδα και επιμέλεια γίνονται από τον Άρχοντα Τούρκο για τον στόλο» (le preparationi che con molta solicitudine et diligentia vengono fatte dal Signor Turco di armata). Οι τουρκικές προετοιμασίες ήσαν τέτοιες, που έπρεπε να ανησυχούν όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες.27

Καθώς βαΐλοι και απεσταλμένοι επέστρεφαν στη Βενετία από την Ισταμπούλ, έδιναν αναφορές (relazioni) στον δόγη και τη Γερουσία για την αποστολή τους στην Πύλη, συνήθως αναπτύσσοντας την αύξηση τού μεγαλείου των Τούρκων, τα έθιμα τής Οθωμανικής αυλής, τις βαθμίδες τής γραφειοκρατίας της, τις αποδοχές των «σκλάβων» τού σουλτάνου, τούς τρόπους ενδυμασίας, τα έσοδα και τα έξοδα τού σουλτάνου, καθώς και την ευρεία έκταση τής αυτοκρατορίας του. Όταν ο Μαρίνο ντι Καβάλλι έδωσε την αναφορά του ως πρώην βαΐλος κατά το δεύτερο εξάμηνο τού 1560 (επτά ή οκτώ χρόνια πριν μπλεχτεί με το πρόβλημα που περιγράψαμε πιο πάνω), έλεγε, ότι θα ήταν χάσιμο χρόνου να επαναλάβει αυτά που είχαν πει οι προκάτοχοί του, γιατί τα κείμενά τους ήσαν συχνά διαθέσιμα σε έντυπη μορφή καθώς και σε χειρόγραφα. Αν και λίγα είχαν αλλάξει στην Πύλη, το ενετικό εμπόριο βρισκόταν σε πτωτική πορεία, λόγω τού ανταγωνισμού από τούς Εβραίους και λόγω τής μεγάλης ηλικίας τού σουλτάνου και τής απλότητας τού ντυσίματός του. Ο Σουλεϊμάν είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για πολυτέλεια και, όπως απαιτούσε ο Ισλαμικός νόμος, ντυνόταν τώρα μόνο με μάλλινα και καμηλό υφάσματα. Η αυλή ακολουθούσε το παράδειγμά του.

Σύμφωνα με τον Καβάλλι, το ενετικό εμπόριο με την Υψηλή Πύλη είχε πέσει σε ετήσιο επίπεδο περίπου 150.000 δουκάτων σε είδη όπως μεταξωτά, μάλλινα, γυαλί, χρωστικές ουσίες και ορισμένα άλλα, ενώ ανερχόταν σε όχι περισσότερα από 130.000 δουκάτα τον χρόνο σε παστά κρέατα, πουλερικά, δέρματα, σχοινιά, στυπτηρία, «και παρόμοια» (e simili). Μεταξωτά καφτάνια, που δίνονταν ως δώρα στον σουλτάνο, τώρα πωλούνταν ώστε να μη συσσωρεύονται πολλά και για να μετατραπούν σε κέρδος. Αυτό που θα ήταν ντροπή να κάνει ένα συνηθισμένο άτομο, ήταν εντάξει για έναν ηγεμόνα. Όλα αυτά όμως ίσως άλλαζαν όταν άλλαζε ο σουλτάνος και ο Σουλεϊμάν ήταν γέρος.

Οι Ενετοί έμποροι διατηρούσαν δέκα ή δώδεκα εμπορικούς οίκους στην Ισταμπούλ, με μικρή ταλαιπωρία και μεγάλα δικά τους κέρδη, γιατί έκαναν τα πάντα μέσω Εβραίων μεσαζόντων. Αγόραζαν μαλλί από τούς Εβραίους, το μετέτρεπαν σε ύφασμα, το έδιναν πίσω στους Εβραίους, οι οποίοι το μεταπωλούσαν στη συνέχεια και πετύχαιναν καλό κέρδος. Οι Ενετοί έμποροι έκαναν το ίδιο με τη στυπτηρία (την οποία χρησιμοποιούσαν στη βυρσοδεψία δερμάτων και στη βαφή υφασμάτων), με το καμηλό ύφασμα και με όλα τα υπόλοιπα, κάνοντας μόνο τα μισά απ’ όσα θα έκαναν αν εργάζονταν μόνοι τους. Ο Καβάλλι αναρωτιόταν επίσης για τον βαθμό στον οποίον οι Εβραίοι ταξίδευαν «σαν Ενετοί» με τα πλοία μεταφοράς και τις γαλέρες τής Δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν έδιναν καμία προσοχή στους Εβραίους, ο Καβάλλι πίστευε, ότι αυτό δεν βρισκόταν σε συμφωνία με την ειρήνη τής Δημοκρατίας με την Υψηλή Πύλη. Παραδόξως ο Καβάλλι θα βρισκόταν μπλεγμένος στην υπόθεση τής πτώχευσης τού Ααρών ντε Σεγκούρα.

Ο Καβάλλι είχε περάσει εικοσιτέσσερις πλήρεις μήνες στην Ισταμπούλ (1558-1560), όπου είχε σίγουρα συζητήσει το κυπριακό πρόβλημα με Ενετούς εμπόρους, διάφορους ταξιδιώτες και άλλους. Το μακρινό νησί είχε αποτελέσει πηγή άγχους καθώς και εξόδων για τη Σινιορία από τότε που ο Σελήμ Α’ είχε καταλάβει τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο το 1516-1517. Για χρόνια η Βενετία πλήρωνε στον Οθωμανό σουλτάνο, όπως και στον Αιγύπτιο σουλτάνο πριν από αυτόν, ετήσιο φόρο υποτέλειας 8.000 δουκάτων για την κατοχή τού νησιού, αναγνωρίζοντας έτσι, αλλά μη προσδιορίζοντας ποτέ, κάποιο είδος τουρκικού συμφέροντος, αν όχι επικυριαρχίας, επί τής Κύπρου. Το καταπληκτικό ήταν, ότι ο Σουλεϊμάν σε αυτά τα τελευταία σαράντα χρόνια δεν είχε ποτέ προσπαθήσει να προσθέσει την Κύπρο στις άλλες κατακτήσεις του. Ο Καβάλλι αναμφίβολα αναμενόταν να πει κάτι σχετικά με την Κύπρο στις αναφορές του (relazione) και το έκανε, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε, ότι (όπως και άλλοι βαΐλοι στις αναφορές τους προς τον δόγη και τη Γερουσία) θα έκανε καλύτερα αν εξέταζε το παρελθόν (ή το παρόν), παρά αν προσπαθούσε να αξιολογήσει τα μελλοντικά ενδεχόμενα. Απευθυνόμενος στον δόγη Τζιρολάμο Πριούλι, ο Καβάλλι δήλωνε:

Το βασίλειο τής Κύπρου είναι καλά φροντισμένο, όπως καταλαβαίνω, και δεν θα μπορούσε να παρθεί [από τούς Τούρκους] σε ένα χρόνο, λόγω των φρουρίων που υπάρχουν και επειδή υπάρχει μεγάλος κίνδυνος στην προσπάθεια διατήρησης στρατού σε νησί τον χειμώνα, γιατί μπορεί να πολιορκηθεί από πλοία και γαλέρες. Οι Τούρκοι γνωρίζουν πολύ καλά, ότι κάθε φορά που θα κάνουν πόλεμο κατά τής Γαληνοτάτης Υψηλότητάς σας, θα σάς βοηθά η Ισπανία και ο αυτοκράτορας και έτσι θα είναι πάντοτε πιο αδύνατοι, [ακόμη και] σε ναυτική δύναμη. Αν είχαν υποψιαστεί, ότι η Ρόδος θα έπαιρνε βοήθεια, δεν θα ξεκινούσαν ποτέ την επιχείρηση εκείνη, τόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος επίθεσης κάποιου σε νησί με μεγάλη δύναμη, χωρίς να είναι κύριος τής θάλασσας. Οι Γάλλοι δεν θα είχαν καταλάβει την Κορσική, αν δεν υπήρχε η τουρκική αρμάδα. Ο Μεγάλος Άρχοντας δεν θα διακινδυνεύσει λοιπόν και πάλι το άτομό του σε νησί και χωρίς αυτόν λίγα θα μπορούσε να κάνει ένας πασάς, όπως έχει παρατηρηθεί [στις εκστρατείες] στην Ουγγαρία, από τις οποίες ποτέ δεν προέκυψε κάποια σημαντική αλλαγή, εκτός αν συμμετείχε προσωπικά ο Μεγάλος Άρχοντας.

Ο Καβάλλι δεν διατηρούσε καμία ανησυχία για την Κρήτη, την Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, ούτε για το Καττάρο, το Τράου, το Σεμπένικο και τη Ζάρα στη δαλματική ακτή. Ήταν πολύ καθησυχαστικός. Αν και είχε μόλις δηλώσει, ότι το ενετικό εμπόριο με την Υψηλή Πύλη είχε μειωθεί, ο Καβάλλι προχωρούσε ενημερώνοντας τον δόγη και τη Γερουσία, ότι ο Μεγάλος Άρχοντας δεν θα έκανε πόλεμο κατά τής Βενετίας «χωρίς αιτία», γιατί θα αισθανόταν τη «μεγάλη απώλεια» εσόδων από τα τέλη και τις επιβολές του επί των Ενετών εμπόρων, γιατί ούτε οι Γάλλοι ούτε οι έμποροι άλλων εθνών θα μπορούσαν ποτέ να αναλάβουν τη σκυτάλη και να αντικαταστήσουν μια τέτοια απώλεια.28

Καθώς Ενετοί έμποροι με τούς Εβραίους συνεργάτες τους έκαναν τα συνηθισμένα ταξίδια τους μεταξύ των ιταλικών λιμανιών και εκείνων τής Ανατολικής Μεσογείου, το ίδιο έκαναν και οι κουρσάροι, οι οποία συχνά ανέμιζαν στα πλοία τους ψεύτικες σημαίες, προσποιούμενοι ότι ήσαν Ενετοί ή Ισπανοί, Γάλλοι ή Τούρκοι, ανάλογα με τις περιστάσεις τής ώρας. Όταν οι κινήσεις μιας γαλέρας ή γαλιότας προκαλούσαν υποψία, συχνά ανέβαιναν για να βεβαιωθούν ότι είχε το δικαίωμα να φέρει το «άνθος τού κρίνου» (fleur-de-lis) ή το αστέρι και την ημισέληνο. Σχεδόν αναπόφευκτα το αποτέλεσμα ήταν σύγκρουση. Παρά την αιώνια ομοιότητα των οδηγιών που έπαιρναν οι Ενετοί διοικητές να τηρούν «τα άρθρα τής ειρήνης μας με τον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο», οι ναυτικοί αξιωματικοί τής Δημοκρατίας μπορούσαν να γίνουν τόσο δύστροποι, όσο οι Τούρκοι. Αν η Πύλη ήθελε πόλεμο με τη Βενετία, γιατί το αντίθετο ήταν απίθανο να συμβαίνει, έπρεπε μόνο να περιμένει λίγο, για να διαπιστώσει παραβίαση των «άρθρων τής ειρήνης» (capitoli della pace).

Στις 20 Αυγούστου 1563 ο κύριος ντε Μπουασταίγ, ο Γάλλος απεσταλμένος στη Βενετία, έγραφε στην Αικατερίνη των Μεδίκων, «ότι ένας τσαούς είχε μόλις έρθει από τον Μεγάλο Τούρκο, απαιτώντας εξήγηση για την κατάληψη μιας από τις γαλέρες του από τούς Ενετούς. Αριθμός Τούρκων είχαν προφανώς σκοτωθεί στη σύγκρουση και ο σουλτάνος απαιτούσε βαριά πληρωμή «για κάθε δοκιμασία Τούρκου, που είχε στη συνέχεια σκοτωθεί» (pour chacune teste de Turcqs qui furent lors tuez…). Θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή ρήξη με την Πύλη, είπε ο απεσταλμένος, αλλά η Σινιορία ήταν «αρκετά ειδική» σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και οι Ενετοί θα εύρισκαν ειρηνική λύση «αν μπορούσαν».29 Δεν θα χρειαζόταν να περιμένει κανείς πολύ για νέο τέτοιο συμβάν.

Η επόμενη καταγραφή παρόμοιου παράπονου ήρθε μόλις τρεις μήνες αργότερα. Αυτή τη φορά εμπλεκόταν η Κύπρος. Στις 19 Νοεμβρίου (1563) ο Αντουάν Πετρεμόλ, ο Γάλλος εκπρόσωπος στην Ισταμπούλ, έστειλε στον κύριο ντε Μπουασταίγ πληροφορίες για τα «μεγάλα παράπονα και διαμάχες» (grandes querelles et plainctes) που προβάλλονταν στην Πύλη κατά των Ενετών, οι οποίοι λεγόταν ότι είχαν καταλάβει και βυθίσει ορισμένες (πιθανώς τουρκικές) γαλιότες κατά τη διάρκεια τού περασμένου καλοκαιριού. Επιπλέον οι Ιωαννίτες τής Μάλτας, τόσο δραστήριοι όσο όλοι οι κουρσάροι στη Μεσόγειο, είχαν καταλάβει «αρκετά τουρκικά πλοία, ερχόμενα από την Τρίπολη και την Αλεξάνδρεια». Οι Ιωαννίτες είχαν στη συνέχεια αποσυρθεί σε ένα από τα λιμάνια τής Κύπρου. Ο σουλτάνος ήταν έξω φρενών. Κάλεσε τον Ενετό βαΐλο [Ντανιέλε Μπαρμπαρίγκο] να απαντήσει στις απαιτήσεις των διαφόρων εναγόντων που είχαν υποστεί ζημιές. Διέταξε επίσης τον Τούρκο «στρατηγό τής θάλασσας» να ετοιμάσει 150 γαλέρες για υπηρεσία την ερχόμενη άνοιξη. Υπήρχε η άποψη ότι εισβολή στην Κύπρο βρισκόταν τώρα προ των πυλών, βήμα για το οποίο ο Σελήμ και οι γαμπροί του, περιλαμβανομένου τού Πιαλή πασά, προέτρεπαν τον σουλτάνο. Η μεγάλη ηλικία τού Σουλεϊμάν ίσως καθυστερούσε οποιαδήποτε τέτοια επιχείρηση, «ενώ η σύνεση των Ενετών, οι οποίοι έχουν ενημερωθεί για την κατάσταση από τον βαΐλο τους, θα την ανατρέψει».30

Έχουμε ήδη επισημάνει την επιστολή τού Πετρεμόλ στις 25 Νοεμβρίου 1564 προς τον Κάρολο Θ’, την σχετική με τις τεράστιες προετοιμασίες τού Σουλεϊμάν για ναυτική εκστρατεία την άνοιξη τού 1565. Οι Τούρκοι λεγόταν ότι ετοίμαζαν 150 γαλέρες και 150 γαλεάσες, «ή μαόνες όπως τις αποκαλούν», καθώς και πλοία μεταφοράς για άλογα και πυρομαχικά. Κάποιοι πίστευαν ότι η επίθεση θα ήταν εναντίον τής Μάλτας. Άλλοι πίστευαν ότι η εκστρατεία θα στρεφόταν κατά τής Απουλίας, «αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν, ότι θα είναι εναντίον τού νησιού τής Κύπρου». Η υποψία ότι η Κύπρος θα αποτελούσε τον στόχο των Τούρκων ενισχυόταν από το γεγονός, ότι ο Σουλεϊμάν έστελνε πυρομαχικά, «καθώς και πυροβολικό και άλλα απαραίτητα πράγματα» (tant d’ artillerie que aultres choses nécessaires), σε κάστρο που είχε χτίσει στην ακτή τής Ανατολίας, απέναντι από το νησί. Όλοι οι πασάδες, εκτός από τον πρώτο [Αλή], προέτρεπαν τον σουλτάνο για την εκστρατεία, «ιδιαίτερα ο πασάς τής θάλασσας [Πιαλή], ο οποίος έχει παντρευτεί μια από τις κόρες τού σουλτάνου Σελήμ». Η μεγάλη αρμάδα θα απέπλεε ίσως κατά τής Κύπρου όταν ερχόταν η άνοιξη, εκτός αν ο ηλικιωμένος σουλτάνος υπέκυπτε στη συμβουλή τού Αλή πασά να αντιμετωπίζει τη ζωή απλά ή εκτός αν η επιφυλακτικότητα των Ενετών, «η οποία επηρεάζει την υπόθεση» (auxquels touche l’ affaire), κατόρθωνε να την εκτρέψει.31

Ο Πετρεμόλ δεν ήταν ο μόνος που πίστευε, ότι οι Τούρκοι θα επιδίωκαν να καταλάβουν την Κύπρο. Σε επιστολή τής 29ης Δεκεμβρίου 1564 ο Λεονάρντο Κονταρίνι, ο Ενετός πρεσβευτής στη Βιέννη, ανέφερε στον δόγη Τζιρολάμο Πριούλι μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή που μόλις είχε με τον Μαξιμιλιανό Β’. Ο αυτοκράτορας τον είχε ρωτήσει αν ο Κονταρίνι είχε λάβει «κάποια ανακοίνωση από την Κωνσταντινούπολη» (alcuno aviso da Costantinopoli). Εκείνος είχε απαντήσει ότι δεν είχε λάβει και ο Μαξιμιλιανός τού είπε, ότι είχε πολύ πρόσφατα ενημερωθεί, ότι όταν ερχόταν η άνοιξη θα απέπλεε «μεγάλος τουρκικός στόλος» (grossa armata turchesca). Πιθανώς δεν θα επιτίθετο σε εδάφη τού Φιλίππου Β’, γιατί εκείνος είχε πολύ μεγάλο στόλο σε ετοιμότητα για δράση. Κατά τη γνώμη τού Μαξιμιλιανού οι φοβεροί Τούρκοι θα έπεφταν πάνω στην Κύπρο, «η οποία Κύπρος» (quel Cipro), φώναξε, «η οποία Κύπρος είναι πιο κοντά και είναι πολύ αμελητέα στα μάτια!» (quel Cipro è molto vicino et gli sta molto negl’ occhi!).32 Ο Πετρεμόλ υπέθετε ότι ο ίδιος ο Σουλεϊμάν θα οδηγούσε τον «μεγάλο στρατό του» (grande armée) εναντίον τής Κύπρου. Και οι δύο υποθέσεις ήσαν λάθος, γιατί ο Σουλεϊμάν δεν θα πήγαινε προσωπικά στην εκστρατεία, ενώ (ο Μαξιμιλιανός έκανε επίσης λάθος) τουρκικός στόχος θα ήταν φυσικά όχι η Κύπρος, αλλά η Μάλτα.

Η προσπάθεια κατάληψης τής Μάλτας είχε αποτύχει και ο Σουλεϊμάν πέθανε τον επόμενο χρόνο στην τελευταία, μάταιη εισβολή του στην Ουγγαρία. Όταν ο Σελήμ Β’ διαδέχθηκε τον πατέρα του ως κυβερνήτης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, βιαζόταν να αποκαταστήσει το κύρος των Τούρκων και να ανανεώσει τη φήμη τους ως κατακτητών. Πολλοί γερουσιαστές πρέπει να θυμούνταν την «αναφορά» (relatione) τού γέρου Μπερνάρντο Ναβαγκέρο τον Φεβρουάριο τού 1553, η οποία είχε παραδοθεί περίπου δύο μήνες μετά την επιστροφή του από την πολύχρονη θητεία του ως βαΐλος στην Πύλη. Ο Ναβαγκέρο είχε σκιαγραφήσει ζοφερό πορτρέτο τού Σελήμ. Ο τελευταίος, όπως έλεγε, παρίστανε το δίκαιο και άξιο άτομο, αλλά συχνά φαινόταν σκληρός και άπληστος. Ήταν δοσμένος στην ακολασία και έπινε τόσο πολύ κρασί, που έχανε κάθε λογική. Αλλά, δυστυχώς, όπως είχε παρατηρήσει τότε ο Ναβαγκέρο, ο τροχός τής τύχης θα μπορούσε να κάνει σουλτάνο τον Σελήμ,33 ενώ τώρα, πράγματι δυστυχώς, τον είχε κάνει.

Στην Ισταμπούλ ο βαΐλος Τζάκομο Σοράντσο κρατούσε την Ενετική Σινιορία καλά ενημερωμένη. Με επιστολή ή επιστολές τής 1ης Ιανουαρίου 1568 ανέφερε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι σε πρόσφατη ακρόαση με τον Μεχμέτ Σόκκολι πασά, «τον επιφανή πασά» (il magnifico bassa), τού είχε πει ότι κάθε μέρα έφταναν «πολλές καταγγελίες» στην Υψηλή Πύλη, για πράγματα που συνέβαιναν στην Κύπρο. Αποτελούσαν πηγή ακραίας ενόχλησης για τον σουλτάνο Σελήμ, είχε δηλώσει ο Σόκκολι, και θα οδηγούσαν σε «μεγάλες αναταραχές». Η Σινιορία έπρεπε επομένως να στείλει εντολές στους Ενετούς αξιωματούχους στο βασίλειο τής Κύπρου, να άρουν κάθε αιτία και αφορμή για τέτοιου είδους καταγγελίες. Η απάντηση τού δόγη και τής Γερουσίας ήταν άμεση. Σε επιστολή τής 7ης Φεβρουαρίου, «επειδή παίρνουμε αυτό το θέμα πολύ εγκάρδια», η αποικιακή κυβέρνηση στη Λευκωσία και ο Φραντσέσκο Μπάρμπαρο, ο γενικός επιστάτης τής Κύπρου (1566-1568), έπαιρναν εντολές να φροντίσουν, ότι δεν θα έφταναν πια στην Πύλη τέτοιες καταγγελίες, «απομακρύνοντας όλες τις περιπτώσεις από τις οποίες μπορούν να γεννηθούν τέτοια παράπονα και παρέχοντας έτσι κάθε καλή μεταχείριση στους υπηκόους τού εν λόγω γαληνότατου Άρχοντα» (levando tutte le occasioni dallequali potesseno nascer ditte querele et perciò facendo ogni bon trattamento alli sudditi di quel serenissimo Signor). Την ίδια μέρα ανάλογες εντολές εγκρίθηκαν από τη Γερουσία, οι οποίες στάλθηκαν στον Μάρκο Μιτσιέλ, τον διοικητή τής Αμμοχώστου.34

Κάθε φορά που το θέμα τής Κύπρου ερχόταν ενώπιον τής Γερουσίας —και ερχόταν συνεχώς—σκεφτόταν κανείς το κόστος τής υπεράσπισής της και το γεγονός τής απόστασής της. Στις 5 Δεκεμβρίου (1567) η Γερουσία αποφάσισε να προσθέσει 1.000 πεζούς στρατιώτες στους 3.000 που είχαν ήδη σταλεί στην Κύπρο. Στις 27 Ιανουαρίου (1568) άλλαξαν γνώμη, «να μην αναληφθεί αυτό το βάρος χωρίς ανάγκη» (per non far questa spesa senza bisogno), αλλά τώρα στις 12 Φεβρουαρίου επέστρεφαν στην απόφασή τους να στείλουν στρατεύματα στην Κύπρο «για λόγους γνωστούς σε κάθε μέλος τού Συμβουλίου αυτού», δηλαδή τής Γερουσίας.35 Δύο μέρες αργότερα (στις 14 Φεβρουαρίου) η Γερουσία ψήφιζε με συντριπτική πλειοψηφία να στείλει 2.000 πεζούς στρατιώτες στην Κύπρο, εκτός από τούς εν λόγω προηγούμενους 1.000, καθώς και άλλους 1.400 πεζούς στρατιώτες στην Κρήτη.36

Υπήρχαν πάντοτε εκείνοι στη Γερουσία, που ήσαν πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τούς κινδύνους τού πολέμου για να διατηρήσουν τη δύναμη και το κύρος τής Δημοκρατίας. Υπήρχαν επίσης εκείνοι, που θα επιδίωκαν με διαπραγματεύσεις τη διατήρηση τής ειρήνης σχεδόν με οποιοδήποτε τίμημα. Η παραλαβή όμως των επιστολών από τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, ακόμη και των ειδοποιήσεων (avvisi) από τούς εκπροσώπους των Φούγκερ στη Βενετία, μπορούσε να μεταβάλει τις απόψεις των γερουσιαστών, των οποίων οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν βρίσκονταν πάντοτε σε αρμονία. Στις 19 Μαρτίου (1568) μείωσαν την προτεινόμενη αποστολή δύναμης πεζικού 3.000 ανδρών στην Κύπρο σε 2.000, ενώ μείωσαν επίσης τον αριθμό των στρατιωτών που θα διέθεταν για τη φύλαξη τής Κρήτης.37 Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι γερουσιαστές ήσαν πολύ φειδωλοί, το βασικό ερώτημα ήταν αν θα μπορούσε η Βενετία, εφόσον εύρισκε επαρκή χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό, να κρατήσει την Κύπρο εναντίον τουρκικής εισβολής. Να απορεί μόνο μπορεί κανείς με την απόφαση που πάρθηκε οκτώ μήνες αργότερα (στις 18 Νοεμβρίου 1568), να μειωθεί το στράτευμα των στραντιότι (stradioti) στην Κύπρο από 800 σε 500, ως επαρκές «για την ανάγκη να υπερασπίζεται αυτές τις ακτές από κουρσάρους και να αναλαμβάνει τις άλλες λειτουργίες, που θα μπορούσαν να συμβούν σε καιρό πολέμου» (al bisogno di tenir difese quelle marine da corsari et far l’ altre fattioni che potessero occorrer in tempo di guerra)!38

Στις αρχές τού έτους 1568 η ειρήνη τής Δαλματίας ανατράπηκε από την εισβολή Τούρκων ιππέων σε ενετικά εδάφη, «με απώλειες για τούς υπηκόους μας», ενώ στις 21 Φεβρουαρίου οι πολιτικοί διοικητές τής Ζάρας (Ζάνταρ) και ο γενικός επιστάτης τής Δαλματίας προειδοποιήθηκαν ότι πολλοί καλά οπλισμένοι Τούρκοι ιππείς δραστηριοποιούνταν ακόμη σε περιοχές ενετικής δικαιοδοσίας «με σχέδιο και πρόθεση να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερες απώλειες».39 Σε κάθε περίπτωση η Γερουσία αναμφίβολα ανακουφίστηκε από το γεγονός, ότι ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, όνομα που έχει εμφανιστεί και επανεμφανιστεί τόσο συχνά σε αυτούς τούς τόμους, βρισκόταν τότε στη Ζάρα, με το βλέμμα στραμμένο στις οχυρώσεις.40

Ήταν ενοχλητικό όμως να μαθαίνουν πόσο ενοχλητικοί γίνονταν οι Τούρκοι στην Κλίσσα (Κλις), γιατί η Κλίσσα απείχε μόλις πέντε μίλια από τον σημαντικό ενετικό σταθμό στο Σπαλάτο (Σπλιτ).41 Όταν θα ερχόταν ο τουρκο-ενετικός πόλεμος το 1570, οι Ενετοί θα πιέζονταν ιδιαίτερα στη Δαλματία,42 όπου ο κόμης Τζούλιο Σαβορνιάν (ο οποίος είχε σχεδιάσει τις οχυρώσεις τής Λευκωσίας στην Κύπρο και είχε επιβλέψει την κατασκευή τους το 1567), επρόκειτο να υπηρετήσει ως «γενικός κυβερνήτης τής πολιτοφυλακής» τής Δημοκρατίας.43 Ο λεγόμενος πόλεμος τής Κύπρου δεν περιοριζόταν στην Κύπρο.

Κάθε κυβέρνηση στην Ευρώπη πρέπει να έχει επίγνωση των εκτεταμένων ναυτικών προετοιμασιών τού Σελήμ Β’. Ενώ οι Ενετοί φοβούνταν για την Κύπρο, ο Πίος Ε’ θεωρούσε πιθανό, ότι οι Τούρκοι θα χτυπούσαν και πάλι στη Μάλτα. Στις 28 Φεβρουαρίου 1568 μια ειδοποίηση (avviso) από τη Ρώμη έφερνε τη είδηση, ότι ο Πίος επέτρεπε την πρόσληψη 1.500 πεζών στρατιωτών «για την υπεράσπιση τής Μάλτας» (per diffensione di Malta). Βοηθούσε επίσης στην πληρωμή των μισθών τους, γιατί είχε πρόσφατα δώσει στους Ιωαννίτες κοσμήματα αξίας 10.000 σκούδων, τα οποία είχαν πρόσφατα κατασχεθεί από τον Ματτέο Μινάλε, τον ταμία τού Πίου Δ’, ο οποίος φαίνεται ότι είχε εξαλείψει μερικά από τα παπικά οικονομικά αρχεία. Ο Μινάλε θα καταδικαζόταν σε ισόβια στις γαλέρες. Χιλιάδες σκούδα που ανήκαν (ή δεν ανήκαν) στον Μινάλε είχαν ανακαλυφθεί στη Γένουα και μόλις την προηγούμενη μέρα (27 Φεβρουαρίου) είχε δημοσιευτεί παπικό διάταγμα, που ζητούσε από οποιονδήποτε ήξερε πού μπορούσαν να βρεθούν άλλα χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία τού Μινάλε να αποκαλύψει τώρα το μέρος που βρίσκονταν.44

Αν και η Σινιορία δεν εξέταζε ακόμη σοβαρά την ένωσή της με την Αγία Έδρα και την Ισπανία σε συμμαχία εναντίον των Τούρκων, η Γερουσία άρχιζε τα ανοίγματα προς τούς Αψβούργους. Ο Σελήμ είχε μόλις επικυρώσει τη συνθήκη με τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό, η οποία θα ελευθέρωνε την Πύλη για κάποια άλλη επιχείρηση. Η Βενετία δεν είχε προσφέρει βοήθεια ούτε στον Μαξιμιλιανό ούτε στους Ιωαννίτες στους αγώνες τους με τούς Τούρκους, ενώ η Ισπανία δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για ένωση με τη Βενετία στην αντι-τουρκική συμμαχία που υποστήριζε ο Πίος Ε’.45 Αν ο Σελήμ κινιόταν εναντίον τής Κύπρου, άραγε σε ποιους θα μπορούσε να στραφεί η Βενετία για βοήθεια, πέρα από τον Πίο και τον Φίλιππο Β’; Ο Πίος όμως δεν είχε γαλέρες, γιατί ο μικρός παπικός στόλος είχε χαθεί στη Τζέρμπα.

Όταν ο Ενετός πρέσβης στην ισπανική αυλή, ο Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι, ενημέρωσε τον δόγη και τη Γερουσία, ότι ο Φίλιππος είχε ορίσει τον ετεροθαλή αδελφό του Δον Ζουάν τής Αυστρίας, τότε είκοσι ετών, ως γενικό διοικητή τού ισπανικού στόλου, έγραψαν στον Δον Ζουάν επιστολή γεμάτη επαίνους (στις 22 Απριλίου 1568), «με μεγάλη ικανοποίησή μας και χαρούμενη διάθεση» (con nostra grande satisfattione et contento d’ animo). Μόνο καλό μπορούσε να έρθει από τα ουράνια χαρίσματα τού νου και τού πνεύματος τού Δον Ζουάν. Η Βενετία ένιωθε γι’ αυτόν «πολλή στοργή και καλοσύνη» (molta affettione et benevolentia), γιατί ήταν γιος τού διάσημου αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, «πραγματικά φίλου τής Δημοκρατίας μας» (πράγμα που ο Κάρολος δεν είχε υπάρξει ποτέ). Ο δρόμος προς την τιμή και τη δόξα είχε ανοίξει για τον Δον Ζουάν και ο δόγης και η Γερουσία προσεύχονταν στον Παντοδύναμο να τον οδηγεί στον στόχο που επιδίωκε «με ικανοποίηση για την Καθολική του Μεγαλειότητα».46 Ύστερα από αυτή την σχεδόν εκστατική συγχαρητήρια επιστολή προς τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας για τον διορισμό του στην ανώτατη διοίκηση τού ισπανικού στόλου, είναι λυπηρό που πρέπει να σημειωθεί, ότι τα Αρχεία στο Φράρι δείχνουν, ότι οι Ενετοί κρατούσαν την Πύλη ενήμερη για τις κινήσεις τού Δον Ζουάν το καλοκαίρι τού 1568.47 Την ίδια μέρα που η Γερουσία ενέκρινε τη συγχαρητήρια επιστολή προς τον Δον Ζουάν (22 Απριλίου 1568), ενέκρινε επίσης την αποστολή ειδοποίησης στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης, με την καθησυχαστική είδηση ότι επιστολές από τον βαΐλο Τζάκομο Σοράντσο στην Ισταμπούλ, που γράφτηκαν στις 13 Μαρτίου και παραλήφθηκαν στη Βενετία στις 6 Απριλίου, είχαν αναφέρει ότι όλα φαίνονταν ήσυχα στο οθωμανικό μέτωπο, «ώστε να μπορεί κανείς να ελπίζει, ότι το τρέχον έτος θα περάσει χωρίς περαιτέρω ωδίνες ή αναταραχές».48 Περίπου τρεις μήνες αργότερα (στις 3 Ιουλίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Φρειδερίκο Γ’, παλατινό κόμη τού Ρήνου, σε απάντηση ερωτήματος, ότι κατανοούσαν ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός είχε κάνει «ειρήνη ή μάλλον ανακωχή» με την Υψηλή Πύλη για οκτώ χρόνια. Ο Μαξιμιλιανός είχε μάλιστα επικυρώσει την ειρήνη στη Βιέννη πριν από λίγες εβδομάδες, όπως έπρεπε να είχε μάθει η Σινιορία. Όσο για την τουρκική αρμάδα, έλεγαν στον παλατινό κόμη ότι περίπου ογδόντα γαλέρες είχαν αποπλεύσει από το «Βυζάντιο» προς ορισμένα λιμάνια και νησιά τού Αιγαίου. «Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα»49 ποια πορεία θα πάρει αργότερα. Αλλά αν η αρμάδα εισερχόταν στην Αδριατική (όπως το 1566), οι Ενετοί ναυτικοί διοικητές θα έπαιρναν φυσικά εντολή (όπως πράγματι πήραν) να αποφύγουν κάθε επαφή μαζί της.50 Προς προφανή ανακούφιση τής Σινιορίας η αρμάδα δεν έφτασε τόσο δυτικά μέχρι την Αδριατική. Την 1η Σεπτεμβρίου η Γερουσία μπορούσε να υποθέτει, ότι οι ογδόντα γαλέρες τού σουλτάνου επέστρεφαν στην Ισταμπούλ.51

Τρεις ημέρες αργότερα (στις 4 Σεπτεμβρίου 1568) ο δόγης Πιέτρο Λορεντάν έγραφε στον επιστάτη τού ενετικού στόλου:

Για να μπορείτε να ξέρετε την επιθυμία μας όσον αφορά τον αφοπλισμό των γαλερών τού Χάνδακα, σάς ενημερώνουμε, μαζί με τη Γερουσία, ότι όταν λάβετε πληροφορία, ότι η τουρκική αρμάδα έχει περάσει το ακρωτήριο Μαλέα [τής Λέσβου, όχι τού νοτιοανατολικού Μοριά] για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να διατάξετε τον αφοπλισμό των εν λόγω γαλερών, υπό την καθοδήγηση και τη σύμφωνη γνώμη τού διοικητή των σκλάβων των γαλερών.52

Αφοπλισμός γαλερών σήμαινε την απομάκρυνση κωπηλατών και μισθοφόρων. Εξοικονομούσε χρήματα και μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε αυτόν, όταν ο Τούρκος ήταν ήσυχος. Η Γερουσία προτιμούσε να εξοικονομεί χρήματα, προσπαθούσε να κρατά τον Τούρκο ήσυχο και πάντοτε αναζητούσε τα μέσα για να το κάνει αυτό. Έτσι τώρα ο δόγης, όπως είχε ψηφιστεί από τη Γερουσία, έστελνε εντολές στον Μάρκο Κουρίνι, τον «διοικητή τού Κόλπου» (της Αδριατικής), να προστατεύει Τούρκους καθώς και Ενετούς υπηκόους από τις επιθέσεις και επιδρομές των Ούσκοκ.53 Αν οι Ούσκοκ τής Σένια (Σεν) αναγνώριζαν πάνω τους τη δικαιοδοσία κάποιων, αυτοί ήσαν οι Αυστριακοί Αψβούργοι, οι οποίοι δεν στενοχωριούνταν ιδιαίτερα με την παρενόχληση των Ενετών και των Τούρκων από τούς Ούσκοκ.54

Οι αναφορές ότι ογδόντα γαλέρες είχαν αποπλεύσει από το Βυζάντιο προς ορισμένα λιμάνια και νησιά τού Αιγαίου είχαν κάποια ουσία. Ο Πιέτρο Βαλντέριο αναφέρει, ότι όταν οι Τούρκοι είχαν λίγο-πολύ αποφασίσει την «επιχείρηση» τής Κύπρου, ο Σελήμ Β’ έστειλε τον Πιαλή πασά στη Νικομήδεια, για να φροντίσει να κατασκευαστούν ή να εξοπλιστούν γαλεάσες (maone) και γαλέρες. Ο Λάλα Μουσταφά πασάς βγήκε για να συγκεντρώσει δυνάμεις, ιδιαίτερα για τον στρατό ξηράς. Ο Αλή πασάς διατάχτηκε να πάει στην Κύπρο, με το πρόσχημα ότι ήθελε να φορτώσει τις γαλέρες του με ξυλεία στον κόλπο τής Αλεξανδρέττας (Lajazzo, il Colfo della Giazza) και να πάει την ξυλεία στην Αλεξάνδρεια, προκειμένου να τη στείλει στην Ερυθρά Θάλασσα, για την κατασκευή γαλερών που θα πήγαιναν στην Ινδία. Ο Αλή εξάπλωνε επίσης τη φήμη, ότι η αρμάδα, που όλοι γνώριζαν ότι φτιαχνόταν στην Ισταμπούλ και αλλού, θα στελνόταν στην Ισπανία για να βοηθήσει τούς Μορίσκος. Ο στρατός ετοιμαζόταν για υπηρεσία κατά τού σούφι τής Περσίας.

Ξαφνικά στις 8 Σεπτεμβρίου 1568 ήρθε στην Αμμόχωστο η είδηση από την Πάφο, ότι μεγάλος αριθμός τουρκικών γαλερών είχαν εμφανιστεί στα ανοιχτά υπό τον Αλή πασά, «αυτόν τον στρατηγό πασά» (il loro bassà generale), ο οποίος δεν θα επέτρεπε στους άνδρες του να κάνουν ζημιά σε κανένα σημείο, υποστηρίζοντας, ότι είχε έρθει ως φίλος. Κατευθυνόταν στο Αγιάς (αρχαίες Αιγαιαί, Lajazzo) και θα πήγαινε στην Αμμόχωστο για να πάρει έναν πιλότο που γνώριζε την περιοχή τού Κόλπου τής Αλεξανδρέττας. Ο Μάρκο Μιτσιέλ, τότε διοικητής τής Αμμοχώστου, πήρε τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την πόλη και να υποδεχτεί τον Αλή με τη συνηθισμένη ευγενική χειρονομία ενός αξιόλογου δώρου.

Στις 10 τού μηνός η αρμάδα τού Αλή από εξηντατέσσερις γαλέρες κύκλωσε το Κάβο Γκρέκο στη νοτιοανατολική γωνία τού νησιού τής Κύπρου. Ο Μιτσιέλ κάλεσε τον Τζερόνιμο Γκρεγκέττο, τον οποίο ο Βαλντέριο επρόκειτο σύντομα να διαδεχτεί ως υποκόμης τής Αμμοχώστου. Κάλεσε επίσης τον Βαλντέριο, ο οποίος ήταν τότε επιστάτης (provveditore) τής πόλης, καθώς και τον Ζόρζι Σκουαρτσαλούπι και τον Δρα Σολιμάν ντι Ρόσσι. Ανοίχτηκαν με τη γαλέρα τού Αντσόλο Σουριάν «με υπέροχο δώρο χίλια γρόσια σε ασημένιο κύπελλο», μαζί με δεκάδες φορτία κρέατος, αναψυκτικών και άλλων πραγμάτων. Ανέβηκαν στη γαλέρα τού Αλή και παρουσίασαν τα δώρα «με τις συνηθισμένες τελετές».

Ο Βαλντέριο σημειώνει στη συνέχεια, ότι ο Αλή πασάς «με ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι ανοικοδομούσαμε την πόλη τής Λευκωσίας και τη μετατρέπαμε σε φρούριο. Τού απάντησα λέγοντας ότι ήταν αλήθεια και ρώτησε για ποιον σκοπό;» Ο Αλή συνέχισε λέγοντας, ότι οι Ενετοί άρχοντες πετούσαν απλώς τα χρήματά τους, γιατί ήσαν «αδελφοί και φίλοι» τού γαληνότατου σουλτάνου. Δεν υπήρχε βέβαια λόγος να δυσπιστούν για τον σουλτάνο, ούτε χρειαζόταν να φοβούνται τον Φίλιππο [Β’], ο οποίος, όπως όλοι γνώριζαν, δεν ήταν φίλος τής Βενετίας, γιατί αν ο Φίλιππος έκανε κίνηση εναντίον τής Κύπρου, ο σουλτάνος θα ήθελε να υπερασπιστεί το νησί, ώστε να μην έχει τόσο κοντά του τέτοιον εχθρό. Ο Βαλντέριο αναγνώριζε, ότι η τουρκική του εξοχότητα είχε δίκιο. Οι Ενετοί δεν αμφέβαλλαν καθόλου γι’ αυτά που έλεγε, αλλά επειδή τόσο πολλοί από τούς φτωχούς στο «βασίλειο» τής Κύπρου δεν είχαν κανένα μέσο στήριξης, οι ηγεμόνες τους έπρεπε να τούς βοηθήσουν, «ώστε τα άθλια πλάσματα να μπορέσουν να επιζήσουν και να βοηθήσουν τα παιδιά τους». Όλα τα οικοδομικά έργα στη Λευκωσία είχαν σκοπό να προσφέρουν απασχόληση σε εκείνους που τη χρειάζονταν. Ο Αλή φάνηκε ικανοποιημένος με την απάντηση τού Βαλντέριο και αλλάζοντας θέμα ζήτησε έναν πιλότο και «είπα ότι θα το κάναμε αυτό για εκείνον ως πράξη ευγένειας, όταν θα επιστρέφαμε στην πόλη».

Ένας από τούς γιους τού Αλή πασά μπήκε στο λιμάνι με τον Βαλντέριο και τούς συντρόφους του. Ο νεαρός συνοδευόταν από έξι ή οκτώ διοικητές «και άλλα σημαντικά πρόσωπα, μέχρι τριάντα στον αριθμό». Παρουσιάστηκαν όλοι δεόντως στον Μάρκο Μιτσιέλ, τον διοικητή τής Αμμοχώστου και (προφανώς δεν υπήρχε διακριτική εναλλακτική λύση) τούς έδειξαν το φρούριο από το ένα μέρος στο άλλο «προς μεγάλη θλίψη μας». Το επόμενο πρωί, όταν οι Τούρκοι βγήκαν στη στεριά για να πάρουν νερό, «με τον πασά αγνώριστο (incognito) ανάμεσά τους», πήγαν στον ναύσταθμο, όπου (λέει ο Βαλντέριο) ο πασάς έκανε όση κατασκοπεία ήθελε. Επιχειρώντας νότια των τειχών τής Αμμοχώστου, πήγαν προς τούς λόφους, «όπου βρίσκονται τα μνήματα των Εβραίων» (dove sono le sepulture degli Εbrei). Στο πλευρό τού Αλή βρισκόταν πάντοτε κάποιος Γιοζέφι Αττάντο από την Τρίπολη, ο οποίος για τις πράξεις του είχε καταδικαστεί στο κουπί από τον ποντεστά τής Αμμοχώστου. Έχοντας υπηρετήσει για πέντε χρόνια, ο Αττάντο είχε δραπετεύσει και είχε πάει στην Ισταμπούλ. Όντας μηχανικός, είχε έρθει τώρα στην Κύπρο με επιστολές από τον Ενετό βαΐλο, με αίτημα να τού επιτραπεί να περάσει από το νησί για να βρει «τέσσερις όμορφες στήλες», που ήσαν απαραίτητες για μια κατασκευή που έχτιζε ο Αττάντο για τον σουλτάνο. Χρησιμοποιώντας αυτό το πρόσχημα, λέει ο Βαλντέριο, ο αχρείος κατασκόπευε κάθε γωνία και σχισμή που επέλεγε.

Ο Αττάντο είχε μείνει για λίγο στην Αμμόχωστο «όπως τον ευχαριστούσε» και στη συνέχεια, αφού γύρισε το νησί, επέστρεψε σε δέκα μέρες, λέγοντας ότι δεν είχε βρει καμία στήλη που να εξυπηρετούσε τον σκοπό του. Όταν ο Αλή πασάς ετοιμαζόταν να αναχωρήσει και τού δόθηκε Τούρκος ή Έλληνας πιλότος, ο Γιοζέφι Αττάντο έφυγε μαζί του από την Κύπρο. Σε λίγες ημέρες έμαθαν στην Αμμόχωστο, ότι ο Αλή δεν είχε πάει στον κόλπο τής Αλεξανδρέττας, αλλά είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ, συλλαμβάνοντας στον δρόμο του μια καραβιά Αμμοχωστιανών στρατιωτών. Ο Αλή έδωσε στον σουλτάνο αναφορά για όλα όσα είχε δει στην Αμμόχωστο (και για όλα όσα είχε μάθει ο Γιοζέφι Αττάντο στη Λευκωσία), «προσφερόμενος να αναλάβει την εκστρατεία». Σε συνάντηση των πασάδων συζητήθηκαν σχέδια για εισβολή στην Κύπρο. Λεγόταν ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι ήταν αντίθετος με την ιδέα, αλλά ο Λάλα Μουσταφά πασάς προέτρεπε γι’ αυτήν τον σουλτάνο, «και έτσι αποφασίστηκε ο πόλεμος, αλλά κρυφά και μεταξύ τους».55

Έχουμε ήδη αναφερθεί στον Μάρκο Κουρίνι, τον διοικητή τού Κόλπου, ο οποίος επρόκειτο να παίξει μεγάλο ρόλο στον επερχόμενο πόλεμο με τούς Τούρκους. Η τύχη και η δική τους προβολή επρόκειτο να δώσει ακόμη πιο εμφανή ρόλο στον Σεμπαστιάνo Βενιέρ και στον Τζιρολάμο Ζάνε στα γεγονότα τού 1570-1571, κάνοντας το όνομά τους γνωστό σε όλη την Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Βενιέρ διορίστηκε ειδικός γενικός επιστάτης στην Κέρκυρα στις 19 Ιουνίου 1568. Έπρεπε κυρίως να επιβλέπει θέματα που αφορούσαν «την επιμέλεια και την ασφάλεια αυτής τής πόλης και τού νησιού», ελαφρύνοντας το φορτίο τού Κερκυραίου βαΐλου και τού τακτικού επιστάτη, οι οποίοι είχαν παγιδευτεί στα πολλαπλά τους καθήκοντα, «σχετικά με την αστική και ποινική δικαιοσύνη».56 Τον Νοέμβριο τού 1569 βρίσκουμε τον Βενιέρ να υπηρετεί ως ένας από τούς τρεις Ενετούς επιτρόπους που θα συναντούσαν ορισμένους εκπροσώπους των Αψβούργων, για να προσπαθήσουν να διευθετήσουν κάποια από τα προβλήματα που προέκυπταν πάντοτε κατά μήκος των «ορίων» τού Φριούλι, όπου τα ίδια τα σύνορα βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση.57 Στις 17 Ιουνίου 1570 ο Βενιέρ εκλέχτηκε γενικός επιστάτης τού ενετικού «βασιλείου» τής Κύπρου και ενημερώθηκε επισήμως για τα νέα του καθήκοντα πέντε μέρες αργότερα.58

Προς ατυχία του ο Τζιρολάμο Ζάνε εκλέχτηκε και πάλι ναυτικός γενικός διοικητής και τού ζητήθηκε ζωηρά να αναλάβει τη διοίκηση τού ενετικού στόλου την Πέμπτη 5 Αυγούστου 1568, μαζί με τον Τζάκομο Τσέλσι, ο οποίος είχε πρόσφατα εκλεγεί διάδοχος τού Αντόνιο ντα Κανάλε ως επιστάτης τού στόλου. Ο Κανάλε όμως θα ενωνόταν μαζί τους σύντομα, όπως και τριάντα διοικητές γαλερών με τα πληρώματά τους.59

Μια απόφαση τής Γερουσίας, που ψηφίστηκε στις 12 Αυγούστου 1568, τόνιζε τη μεγάλη σημασία ορισμένων στοιχείων τής επιχείρησης «που από καιρό σε καιρό αντιμετωπίζονται από τούς βαΐλους μας στην Κωνσταντινούπολη» (che di tempo in tempo sono trattati dalli bayli nostri in Constantinopoli). Οι βαΐλοι απεύθυναν επιστολές πολύ κρίσιμης φύσης όχι μόνο στη Σινιορία, αλλά και στους πολιτικούς διοικητές των αποικιακών κυβερνήσεων και στους ναυτικούς αξιωματικούς τής Δημοκρατίας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αυτές οι επικοινωνίες ήσαν γραμμένες σε κρυπτογραφικό κώδικα, «που απαιτεί πολύ χρόνο και πολλή εργασία». Έπρεπε λοιπόν ο γραμματέας τού βαΐλου να έχει ένα βοηθό, προερχόμενο από τα κυβερνητικά γραφεία (uno coaggiutore della cancellaria nostra). Τέτοιοι διορισμοί είχαν γίνει στο παρελθόν και τώρα ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο νεοδιορισμένος βαΐλος στην Πύλη, είχε ζητήσει από τη Σινιορία να διαθέσει σε αυτόν και στον γραμματέα του έναν τέτοιο βοηθό. Ο γραμματέας μπορεί να αρρώσταινε και οι ασθένειες ταλάνιζαν συχνά τούς Ενετούς στην Ισταμπούλ. Ίσως τού συνέβαινε κάποιο ατύχημα και τότε ποιος άραγε θα ετοίμαζε τις κρυπτογραφημένες επιστολές;

Κείμενα τέτοιας σημασίας έπρεπε να ανατίθενται μόνο σε «πρόσωπα δημόσια και πιστά» (persona publica et fedele), τα οποία, αποκτώντας την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία στην Πύλη, θα ήσαν αναπόφευκτα χρήσιμα για τη Σινιορία καθώς και για τον βαΐλο. Με μεγάλη λοιπόν πλειοψηφία δινόταν εφεξής στον Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο και στους διαδόχους του η άδεια, να παίρνουν μαζί τους κατάλληλο βοηθό, ο οποίος θα επιλεγόταν από την κυβέρνηση και θα πληρωνόταν από τη Σινιορία.60 Όταν τον Φεβρουάριο τού 1570 ο Μπάρμπαρο χρειάστηκε, όπως θα δούμε, να στείλει στη Βενετία τον γραμματέα του, τον Αλβίζε Μπουονρίτσο, μαζί με τον Τούρκο τσαούς Κουμπάντ, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν για να ζητήσει από τη Σινιορία την παράδοση τής Κύπρου, ο Μπάρμπαρο βρισκόταν στην ευχάριστη θέση, να έχει μαζί του στην Ισταμπούλ «ένα βοηθό από τα γραφεία τής κυβέρνησής μας».61

Ο Ζαν Παρισώ ντε λα Βαλέτ, μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, πέθανε στις 21 Αυγούστου 1568. Αφού περίμεναν την εκλογή τού διαδόχου του, τού Ιταλού Πιέτρο ντελ Μόντε, ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν στον ντελ Μόντε στις 12 Οκτωβρίου 1568 έκφραση τής μεγάλης δυσαρέσκειας, την οποία έλεγαν ότι είχαν νιώσει «για την απώλεια ενός τόσο σοφού και γενναίου κυρίου» (per la perdita d’uno così savio et valoroso signore). Εξυμνούσαν την ένδοξη μνήμη που είχε αφήσει πίσω του ο ντε λα Βαλέτ, ενώ σίγουρα η εκ μέρους του υπεράσπιση τής Μάλτας κατά των Τούρκων ήταν ένα από τα μεγάλα κατορθώματα τού αιώνα. Αλλά η επιστολή τού ντελ Μόντε με ημερομηνία 6 Σεπτεμβρίου προς τη Σινιορία είχε φέρει ευτυχία και παρηγοριά στις ενετικές καρδιές, γιατί ο ντελ Μόντε τούς είχε ενημερώσει για την εκλογή του στο αξίωμα τού Μεγάλου μάγιστρου τού Τάγματος τού Αγίου Ιωάννη. Έχοντας προβλήματα με τούς Ιωαννίτες για ατέλειωτα χρόνια, ο δόγης και η Γερουσία ήσαν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από τη διαβεβαίωση τού νέου μεγάλου μάγιστρου, ότι οι Ιωαννίτες «είχαν πρόθεση και υπόσχονταν να μην επιτρέπουν σε γαλέρες και άλλα ένοπλα σκάφη τού Τάγματός τους να έρχονται στα δικά μας [χωρικά] ύδατα».62

Ο ντε λα Βαλέτ ήταν έξυπνος διαχειριστής καθώς και επιδέξιος διοικητής. Περισσότερο από ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η νήσος Κύπρος ήταν καταδικασμένη. Είχε λοιπόν εξασφαλίσει την εισαγωγή διάταξης στο καταστατικό τού Τάγματος, η οποία προέβλεπε ότι έπρεπε να βρεθούν τρόποι για την ανταλλαγή ακινήτων των Ιωαννιτών στο νησί με κτήματα στο βασίλειο τής Νάπολης ή στη Σικελία. Επόμενο βήμα του ήταν να αναθέσει στον Τζουζέππε Καμπιάνο, τον πρέσβη τού Τάγματος στη Ρώμη, να διαπραγματευτεί με τον καρδινάλιο Αλβίζε Κορνέρ (Κορνάρο), τον «μεγάλο διοικητή» (gran commendatore) τής Κύπρου, τα μέσα πραγματοποίησης τέτοιων ανταλλαγών ή πώλησης των ακινήτων τού Τάγματος στην Κύπρο «με μεγάλο όφελος και πλεονέκτημα για τη Θρησκεία» (con maggior utile e vantaggio della Religione). Ο Καμπιάνο θα μεριμνούσε, ώστε οι ανταλλαγές και οι πωλήσεις να είχαν για τον καρδινάλιο όφελος όχι λιγότερο από εκείνο που θα είχαν για τούς Ιωαννίτες. Και όλα αυτά θα γίνονταν «με καλή χάρη και παπική άδεια».63

Όσο για τούς Ιωαννίτες, από τη στιγμή που θα ξεφορτώνονταν τα κυπριακά τους υπάρχοντα, ας βυθιζόταν το νησί στη θάλασσα και οι Ενετοί μαζί του. Καθώς όμως ξεκινούσαν οι τουρκικές επιθέσεις, η κοινή γνώμη σε συνδυασμό με τη δική τους αποστροφή για το Ισλάμ ανάγκασε τούς Ιωαννίτες να πάρουν μέτρα, για να βοηθήσουν στην απόκρουση τής εισβολής. Αλλά αν και η φήμη τού Τάγματος είχε αυξηθεί, η αποτελεσματικότητά του είχε μειωθεί. Οι Ιππότες είχαν υποστεί τρομερές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τής Μάλτας και τώρα όλοι οι πόροι τους πήγαιναν στην ανακατασκευή των οχυρώσεών τους. Η πολιορκία είχε υπάρξει εντελώς εξουθενωτική και ο θάνατος τού ντε λα Βαλέτ είχε ολέθριες επιπτώσεις για το Τάγμα. Στα μέσα Ιουλίου 1570 οι Ιωαννίτες έχασαν περίπου ογδόντα Ιππότες σε σύγκρουση με τον Αλγερινό κουρσάρο Ουλούτζ-Αλή (Οκκιαλή) στα ανοιχτά τής νότιας ακτής τής Σικελίας. Έχασαν επίσης δύο ή τρεις γαλέρες φορτωμένες με κρασί και τρόφιμα, τα οποία ο Φραντσέσκο ντι Σαν Κλεμέντε, ο ανόητος «στρατηγός των γαλερών» τους, προσπαθούσε να παραδώσει στη Μάλτα με κάθε κόστος. Σίγουρα το κόστος ήταν υψηλό. Ο Μπόσιο παρέχει τα ονόματα περισσότερων από εξήντα Ιπποτών, «μεταξύ εκείνων που πάρθηκαν σκλάβοι ή σκοτώθηκαν».64

Αν η Ενετική Σινιορία λίγη βοήθεια μπορούσε να αναμένει από τούς Ιωαννίτες, δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι ο Αστόρρε Μπαλιόνε θα άξιζε περισσότερο από το βάρος του σε χρυσό, αν αποδεικνύονταν αληθινές οι τρέχουσες φήμες, ότι οι Τούρκοι θα επιτίθεντο στην Κύπρο. Στις 21 Αυγούστου 1568, τη μέρα που πέθαινε ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, η Γερουσία ψήφιζε να στείλει τον Μπαλιόνε να αντικαταστήσει τον στρατιώτη-μηχανικό κόμη Τζούλιο Σαβορνιάν ως γενικός κυβερνήτης τής πολιτοφυλακής στο «βασίλειό μας τής Κύπρου». Ο Σαβορνιάν εργαζόταν για σχεδόν ένα χρόνο στις (ακόμη ανολοκλήρωτες) οχυρώσεις τής Λευκωσίας. Ως χειρονομία εκτίμησης για τις παρελθούσες υπηρεσίες τού Μπαλιόνε, τότε στρατηγού τού ελαφρού ιππικού τής Δημοκρατίας, καθώς και ως έκφραση τής εμπιστοσύνης της στις μελλοντικές του προσπάθειες, η Γερουσία ψήφισε να δοθεί στον Μπαλιόνε δώρο πεντακοσίων δουκάτων στις 6 Νοεμβρίου 1568, καθώς ο ίδιος ετοιμαζόταν να φύγει για την Κύπρο.65 Ο Μπαλιόνε επρόκειτο να αποδειχτεί ένας από τούς ήρωες, ένας από τούς δύο ξεχωριστούς ήρωες, στην επερχόμενη πολιορκία τής Αμμοχώστου.

Ένα-ένα τα ονόματα εκείνων που θα διακρίνονταν στον πόλεμο τής Κύπρου κάνουν την εμφάνισή τους στα ενετικά έγγραφα τού 1568-1569. Καθώς όμως ερχόταν το καλοκαίρι τού 1568, γινόταν αρκετά σαφές ότι οι Τούρκοι, που είχαν πρόβλημα με τούς Άραβες, καθώς και με τούς Μοσχοβίτες, δεν επρόκειτο εκείνο το έτος να κάνουν προσπάθεια κατά τής Κύπρου. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, η Γερουσία ψήφισε (στις 20 Νοεμβρίου 1568) για τη μείωση των «περιττών εξόδων», περιορίζοντας τούς μισθοφόρους στρατιώτες στην πρωτεύουσα Λευκωσία, στην πόλη-λιμάνι τής Κερύνειας, καθώς και στο σημαντικό φρούριο τής Αμμοχώστου. Οι πηγές περιέχουν πολλά παράπονα για τούς στραντιότι και άλλους μισθοφόρους που στέλνονταν στην Κύπρο. Παντρεύονταν, αποκτούσαν παιδιά και στρέφονταν ακόμη στην καλλιέργεια τού εδάφους, πράγμα που ήταν το τέλος τής χρησιμότητάς τους ως στρατιώτες. Στη Γερουσία υπήρχε η αίσθηση, ότι τα χρήματα που ξοδεύονταν για τούς εν λόγω μισθοφόρους θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν καλύτερα «σε άλλα ζητήματα, πιο αναγκαία για το βασίλειο αυτό» (in altre provisioni per quel regno più necessarie). Με την πάροδο λοιπόν τής θητείας των δύο ετών, για την οποία είχαν προσληφθεί οι Έλληνες στρατιώτες στην Αμμόχωστο, οι συμβάσεις τους δεν έπρεπε να ανανεώνονται. Έπρεπε να χρησιμοποιούνται ευρύτερα και πιο αποτελεσματικά οι στρατιώτες στις τακτικές φρουρές στη Λευκωσία, την Κερύνεια και την Αμμόχωστο. Αυτή τουλάχιστον ήταν η απόφαση τής Γερουσίας.66

Στις αρχές τού 1569 οι οθωμανικές αρχές στην Αλεξάνδρεια είχαν υπό κράτηση ορισμένα σκάφη και εμπορεύματα, που ανήκαν σε Γάλλους και άλλους, οι οποίοι εμπορεύονταν υπό τη γαλλική σημαία στα λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου. Τα πλοία και τα εμπορεύματα είχαν κατασχεθεί ως πληρωμή ή μερική πληρωμή των 150.000 χρυσών νομισμάτων (écus) ή δουκάτων, τα οποία ο Γάλλος πρεσβευτής κύριος Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ αναγνώριζε, ότι ο κύριός του Κάρολος Θ’ χρωστούσε στον Ιωσήφ Νάσι, τον δούκα τής Νάξου. Όμως δριμύτατες καταγγελίες έρχονταν σύντομα από την Αίγυπτο, ότι τέτοιες ενέργειες θα κατέστρεφαν το λιμάνι τής Αλεξάνδρειας και το εμπόριο ολόκληρης τής περιοχής «και ότι αυτό το λιμάνι ήταν ελεύθερο από την εποχή των Μαμελούκων για όλα τα έθνη τού κόσμου». Το ανατολικό-δυτικό εμπόριο ήταν το μόνο μέσο με το οποίο οι κάτοικοι τής περιοχής μπορούσαν να ζουν και να πληρώνουν τον φόρο υποτέλειάς τους στον σουλτάνο «και… αν τούς το έπαιρναν, δεν θα μπορούσαν πια να πληρώνουν». Από την Ισταμπούλ στις 14 Μαρτίου (1569) ο Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ μπορούσε να αναφέρει στον βασιλιά, ότι οι Τούρκοι είχαν ελευθερώσει τα πλοία, τούς άνδρες και τα εμπορεύματα που ανήκαν σε άλλα έθνη «και κρατούν μόνο εκείνα των υπηκόων σας, που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 42.000 δουκάτων».67

Αργότερα την ίδια χρονιά (στις 19 Ιουλίου) ένας Γάλλος οικονομικός παράγοντας, ο Κλωντ ντυ Μπουργκ ντε Γκερέν, έφτασε στην Ισταμπούλ για να διαπραγματευτεί την ανανέωση των «διομολογήσεων» τής παλαιάς γαλλο-τουρκικής συνθήκης εμπορίου. Ο ντυ Μπουργκ έτυχε ευνοϊκής υποδοχής στην Πύλη και εργάστηκε τόσο γρήγορα, που στις 30 Αυγούστου μπορούσε να ενημερώνει τον Κάρολο Θ’, ότι ο σουλτάνος είχε επικυρώσει τη συνθήκη. Σύμφωνα με τούς όρους της, θα γινόταν επιστροφή (ή τουλάχιστον μερική αποκατάσταση) των γαλλικών αγαθών και σκαφών που είχαν κατασχεθεί στην Αλεξάνδρεια.68 Ο ντυ Μπουργκ είχε ονομαστεί Γάλλος εκπρόσωπος στην Πύλη το 1563 για να αντικαταστήσει τον Αντουάν Πετρεμόλ, αλλά ο διορισμός του είχε ακυρωθεί. Γεννημένος ραδιούργος και ταραχοποιός, ο ντυ Μπουργκ μπλέχτηκε σε διεθνείς επιπλοκές που είναι ακόμη δύσκολο να ξετυλιχτούν.

Στην αναφορά του προς τον Κάρολο Θ’ στις 30 Αυγούστου (1569) ο ντυ Μπουργκ αναφέρει, ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι μιλούσε ευνοϊκά για τον προτεινόμενο γάμο τής γαλλικής του Μεγαλειότητας με την Ελισσάβετ, κόρη τού Μαξιμιλιανού Β’, ο οποίος, ως αποτέλεσμα τής πρόσφατης οκταετούς ειρήνης μεταξύ Αυστρίας και Υψηλής Πύλης, είχε γίνει «καλός φίλος» (bon amy) των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια των Αυγουστιάτικων συναντήσεων τού ντυ Μπουργκ με τον Μεχμέτ, ο τελευταίος συζήτησε επίσης για τον νεώτερο αδελφό τού Καρόλου, τον Ερρίκο [Γ’], δούκα τού Ανζού: «και σχετικά με τον εν λόγω δούκα, τον αδελφό σας, ο εν λόγω πασάς μού άνοιξε μια άλλη παρτίδα» (et au regard de mondit seigneur le duc vostre frère, le dit bassa m’ a ouvert ung aultre party). Σε υπόμνημα σχετικό με την αποστολή του στην Ισταμπούλ, το οποίο ο ντυ Μπουργκ ετοίμασε στη Βενετία μερικούς μήνες αργότερα (στον δρόμο τής επιστροφής του στη Γαλλία), εξηγούσε την «παρτίδα» (party) που τού είχε προτείνει ο μεγάλος βεζύρης. Ο Μεχμέτ είχε επισημάνει, ότι ο Σίγκισμουντ Αύγουστος, ο βασιλιάς τής Πολωνίας, ήταν χωρίς κληρονόμους [αν και είχε παντρευτεί τρεις φορές]. Σύμφωνα με τον Μεχμέτ, τουλάχιστον όπως διηγείται ο ντυ Μπουργκ, η πολωνική αριστοκρατία είχε ορίσει την αδελφή τού Σίγκισμουντ [την Άννα] ως διάδοχο τού θρόνου. Ο Μεχμέτ πρότεινε λοιπόν, να παντρευτεί ο Ερρίκος τού Ανζού την ώριμη Άννα και να διαδεχτεί τούς Γιαγκελλόνιους ως βασιλιάς τής Πολωνίας.

Είναι παράξενο ότι οι Τούρκοι ήσαν μεταξύ των πρώτων, που είχαν σκεφτεί τον Ερρίκο ως υποψήφιο για τον πολωνικό θρόνο, αλλά στην πραγματικότητα θα ανακηρυσσόταν βασιλιάς τής Πολωνίας στις 11 Μαΐου 1573 από την εκλογική δίαιτα στη Βαρσοβία.69

Ο ντυ Μπουργκ προφανώς εύρισκε τούς Τούρκους πολύ συμπαθείς. Τώρα που ήταν νεκρή η τρίτη σύζυγος τού Φιλίππου Β’, η Ελισσάβετ των Βαλώνων, ο Μεχμέτ φαινόταν να βλέπει ευνοϊκά την προοπτική τού γάμου τού Φιλίππου με την κόρη τού Μαξιμιλιανού Άννα, καθώς ο Κάρολος Θ’ έπαιρνε ως σύζυγό του την αδελφή της, την Ελισσάβετ των Αψβούργων. Τι συνέβαινε με τούς Τούρκους; Άραγε ενέκριναν πραγματικά αυτή την ένωση τής Αυστρίας, τής Γαλλίας και τής Ισπανίας; Μήπως ο σουλτάνος είχε χάσει το μυαλό του; Μήπως ήσαν όλα αυτά «κρίση τού Θεού για την ανατροπή τής αυτοκρατορίας των Οθωμανών;» (un jugement de Dieu pour la subversion de l’ empire des Othomans?) Ή μήπως αυτό σήμαινε, ότι ο σουλτάνος θα φοβόταν λιγότερο τον Φίλιππο, αν ένας από τούς συμμάχους τού Φιλίππου ήταν ο Κάρολος, φίλος των Τούρκων, ενώ ο άλλος ήταν ο Μαξιμιλιανός, που δεσμευόταν τώρα για οκταετή ειρήνη; Μήπως αυτή η πολιτική τής ξαφνικής φιλικότητας προς τη Δύση είχε σχεδιαστεί για να ελευθερώσει τούς Τούρκους να προχωρήσουν εναντίον των Περσών και των Μοσχοβιτών; Ή μήπως ο σουλτάνος αφόπλιζε τις τρεις κύριες δυνάμεις τής Χριστιανοσύνης, ώστε να μπορέσει να χτυπήσει τη Βενετία και να πάρει στην κατοχή του το βασίλειο τής Κύπρου; Οι Αψβούργοι δεν ήσαν λάτρεις τής Βενετίας. Ίσως επιτίθεντο στη Βενετία από πίσω, «στην ενδοχώρα» (en la terre ferme), ενώ οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Αυτά ήσαν τα ερωτήματα που σκεφτόταν ο ντυ Μπουργκ στη Βενετία την άνοιξη τού 1570, ως αποτέλεσμα τής παραμονής του στην Ισταμπούλ το προηγούμενο έτος.70

Στο μεταξύ αναφορές έρρεαν προς τα δυτικά για τον μεγάλο εξοπλισμό που κατασκεύαζαν οι Τούρκοι. Στην επιστολή του τής 14ης Μαρτίου (1569) ο Γάλλος πρεσβευτής ντε Γκρανσάμπ είχε εκφράσει την άποψη, ότι θα επιτίθεντο στο Οτράντο, «αρχικά στην Απουλία» (au commencement de la Pouille), απέναντι από την τουρκοκρατούμενη Αυλώνα, μόλις 60 με 80 μίλια μακριά. Ο Πιαλή πασάς, υποστηριζόμενος από τον Ιωσήφ Νάσι και άλλους αποστάτες, λεγόταν ότι προέτρεπε τον σουλτάνο Σελήμ για εκστρατεία εναντίον των Ισπανών στην Απουλία. Οι τουρκικές προετοιμασίες «για το επόμενο έτος» περιλάμβαναν, σύμφωνα με τον ντε Γκρανσάμπ, την κατασκευή εξήντα πλοίων μεταφοράς (parandariae, parandrées), «σκαφών τα οποία μπορούν να μεταφέρουν τριάντα άλογα το καθένα». Kατασκευάζονταν επίσης πενήντα γαλεάσες (mahonnes), οι οποίες μπορούσαν να μεταφέρουν ατέλειωτες προμήθειες, πυρομαχικά, καθώς και άλογα. Οι Τούρκοι επισκεύαζαν όλες τις παλιές γαλέρες τους και έφτιαχναν καινούργιες «σε διάφορα μέρη». Σχεδίαζαν να εισβάλουν στην Απουλία με 60.000 ιππείς και 200.000 έως 300.000 πεζούς στρατιώτες, «πράγμα το οποίο θα ήταν εύκολο γι’ αυτούς, αν δεν συναντούσαν αντίσταση».71 Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές, ότι ο κύριος ντε Γκρανσάμπ είχε εντυπωσιαστεί από την έκταση των τουρκικών προετοιμασιών.

Ολόκληρη την άνοιξη τού 1569, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια των Τούρκων για το επόμενο έτος, οι δραστηριότητές τους στη θάλασσα περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αποστολή τριάντα περίπου γαλερών (και διάφορων πλοίων μεταφοράς) στη Μαύρη Θάλασσα, «στα σύνορα των Μοσχοβιτών» (alli confini de Moscoviti) και σε έναν αντίστοιχο αριθμό που περιπολούσε στο Αιγαίο.72 Οι Ενετοί θεωρούσαν πάντοτε τη Μαύρη Θάλασσα ως καλή θέση για τις τουρκικές γαλέρες και δεν είχαν καμία αντίρρηση για τις περιπολίες στο Αιγαίο, αφού τούς βοηθούσαν να απαλλάξουν τη θάλασσα από κουρσάρους, που αποτελούσαν διαρκή ενόχληση και ήσαν ακόμη και τότε λόγος ανανεωμένης ανησυχίας στην Αδριατική.73 Αλλά αυτό που ρωτιόταν συνεχώς στο Ριάλτο ήταν τι θα γινόταν τον επόμενο χρόνο.

Αν ο Ζαν ντε λα Βαλέτ θεωρούσε την Κύπρο χαμένη ήδη από το 1567, άραγε μπορούμε να θεωρούμε τούς Ενετούς λιγότερο διορατικούς; Καθόλου. Ο Λούις ντε Ρεκέσενς είχε γράψει στον Φίλιππο Β’ από τη Ρώμη (στις 24 Οκτωβρίου 1567), ότι ο Πίος Ε’ τού είχε μόλις πει, ότι δεν περίμενε από τη Σινιορία να ανταποκριθεί θετικά σε παπική έκκληση για την αποστολή στη Γαλλία περαιτέρω βοήθειας κατά των Ουγενότων, «γιατί γνωρίζει ότι πριν από λίγες ημέρες οι Ενετοί είχαν ζητήσει πολύ επειγόντως από την χριστιανικότατη βασίλισσα [Αικατερίνη των Μεδίκων], να τούς καταβάλει τις 400.000 [!] δουκάτα που είχαν δανείσει στο στέμμα…». Χρειάζονταν χρήματα για την άμυνα τής Κύπρου «και άλλων τόπων» (y en otras partes). Την επόμενη μέρα (25 Οκτωβρίου) ο Φακκινέττι, ο νούντσιος στη Βενετία, έγραφε στον καρδινάλιο-ανηψιό Μικέλε Μπονέλλι, ότι πολλοί Ενετοί εξακολουθούσαν να κατηγορούν γαλλική συνενοχή με τούς Τούρκους για την απώλεια τού Ναυπλίου και τής Μονεμβασίας το 1540. Φαίνεται όμως ότι ο Ρεκέσενς είχε παρανοήσει τον πάπα. Οι Ενετοί ζητούσαν αναμφίβολα την επιστροφή των δύο δανείων που είχαν κάνει στους Γάλλους και ανέρχονταν σε 200.000 δουκάτα. Ο Γάλλος πρεσβευτής είχε μόλις εμφανιστεί ενώπιον τού Κολλέγιου και είχε υποβάλει αίτηση στο όνομα τού Καρόλου Θ’ για ένα ακόμη δάνειο 400.000 σκούδων, το οποίο η Σινιορία είχε αρνηθεί.74

Επιπλέον οι Ενετοί είχαν μάθει ή νόμιζαν ότι είχαν μάθει, ότι αφού είχαν δανείσει στους Γάλλους «άλλα 100.000 δουκάτα» [το σύνολο φαίνεται ότι ήταν 200.000], οι τελευταίοι προσπαθούσαν να τούς κάνουν να χάσουν το νησί τής Κέρκυρας. Αν η Γαλλία πραγματικά κατέρρεε, οι Ενετοί θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποια βοήθεια κατά των Ουγενότων ως αντίβαρο στην Ισπανία, γιατί δεν θα ήθελαν να γίνει ο Φίλιππος Β’ ο μοναδικός κριτής των γαλλικών υποθέσεων. Αλλά όπως είχε γράψει ο νούντσιος στον Μπονέλλι πριν από ένα μήνα (στις 27 Σεπτεμβρίου 1567), η Σινιορία ζητούσε την άμεση καταβολή [τουλάχιστον] 100.000 δουκάτων, τα οποία ήσαν τόσο αναγκαία «για τα οχυρωματικά τους έργα».75 Το δάνειο δεν αποπληρώθηκε και έτσι τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για τις οχυρώσεις τής Κύπρου, αν και η Σινιορία αφιέρωσε πολύ χρόνο σε αυτές. Έξι μήνες μετά την πτώση τής Αμμοχώστου η Γερουσία επιδίωκε ακόμη την επιστροφή των 200.000 σκούδων ή δουκάτων, που χρωστούσε ο βασιλιάς τής Γαλλίας στη Δημοκρατία.76

Αλλά την άνοιξη τού 1569, όπως είδαμε, τα νερά τής Μεσογείου αναστατώνονταν μόνο από κουρσάρους. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ, είχε διαβεβαιώσει τη Σινιορία στις 12 Μαρτίου, ότι η τουρκική αρμάδα δεν θα «έβγαινε αυτόν τον χρόνο». Ένα μήνα αργότερα (στις 16 Απριλίου) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας να μειώσει τον αριθμό των μισθωμένων στρατευμάτων στο νησί, εκτός αν έπαιρναν «άλλη επιστολή για το αντίθετο από τον βαΐλο μας», πράγμα το οποίο φαινόταν όμως απίθανο. Από τούς τετρακόσιους πεζούς στρατιώτες στο νησί έπρεπε να διαλέξουν τούς καλύτερους, μειώνοντας τον αριθμό σε τριακόσιους. Έπρεπε να αφήσουν τούς άλλους να φύγουν, παρέχοντάς τους τη συνηθισμένη γαλέτα και μεταφορά στην πατρίδα με τον τρόπο που θα εύρισκαν κατάλληλο.77 Τα νερά ήσαν ήρεμα, αλλά οι παραμεθόριες περιοχές μεταξύ Δαλματίας και Αλβανίας δεν ήσαν. Έχουμε ήδη επισημάνει τις τουρκικές επιδρομές στη Δαλματία στις αρχές τού 1568. Τέτοιες συγκρούσεις κατά μήκος των συνόρων συνέβαιναν φυσικά από καιρό σε καιρό, αλλά τώρα τα πράγματα φαίνονταν να παίρνουν στροφή προς το χειρότερο.

Η Σινιορία είχε μόλις πάρει επιστολή από τον σουλτάνο Σελήμ, που διαμαρτυρόταν για την ενετική παρουσία σε ορισμένες καθορισμένες περιοχές κατά μήκος των συνόρων τής Δαλματίας και τής Αλβανίας. Στις 11 Ιουνίου (1569) ο δόγης και η Γερουσία απάντησαν με επιστολή διαμαρτυρίας προς τον σουλτάνο. Οι εν λόγω εκτάσεις ανήκαν στη Βενετία «για τόσο πολλά χρόνια», όπως μπορούσε να αποδειχτεί από προηγούμενες συνθήκες, τις οποίες είχαν επικυρώσει προγενέστεροι σουλτάνοι. Μπορούσε επίσης να αποδειχτεί από αυθεντικά κείμενα, όπως θα καθιστούσε σαφές ο βαΐλος Μπάρμπαρο στην Υψηλή Πύλη. Η διεκδίκηση τού σουλτάνου σε αυτά τα ενετικά εδάφη ήταν αδικαιολόγητη. Όλο το ζήτημα ήταν έργο ταραχοποιών, «ανθρώπων πρόθυμων για καινοτομία» (persone desiderose di novita), που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την αληθινή φιλία των Ενετών με τον σουλτάνο. Αφού η μεγαλειότητά του διέθετε τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, σίγουρα δεν θα ήθελε να πάρει τα εδάφη των φίλων του. Ο δόγης και η Γερουσία ζητούσαν λοιπόν, να διατάξει η μεγαλειότητά του τούς σαντζακμπέηδές του και τούς άλλους εκπροσώπους του στις παραμεθόριες περιοχές τής Δαλματίας και τής Αλβανίας, «να απέχουν από αυτές τις διαταραχές», αφήνοντας τούς υπηκόους τής Δημοκρατίας στην ειρηνική κατοχή των εδαφών που ήσαν δικά τους για «τόσο πολλά χρόνια, χωρίς την παραμικρή δυσκολία ή αναταραχή».78

Καθώς ο Πίος Ε’ μοιραζόταν τον φόβο των Ενετών για την επόμενη κίνηση τού σουλτάνου, βασανιζόταν επίσης, όπως και οι Ενετοί, από κουρσάρους. Μια επιστολή ειδήσεων τού Φούγκερ με ημερομηνία 6 Ιουλίου (1569) ανέφερε, ότι κουρσάροι είχαν μόλις καταλάβει «μερικά σκάφη που έρχονταν στη Ρώμη, μεταξύ των οποίων υπήρχε ένα φορτωμένο με κρασί για τον πάπα, με τριάντα άτομα πάνω του, τούς οποίους οι κουρσάροι προσφέρονταν να ελευθερώσουν για λύτρα εκατό σκούδων τον καθένα». Οι δύστυχοι συγγενείς και φίλοι των αιχμαλώτων είχαν κάνει έκκληση στον Πίο για βοήθεια. Αυτός πρόσφερε «25 δουκάτα ανά άτομο» (25 ducati per homo) και οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν. Στο μεταξύ όμως ο Τζιανναντρέα Ντόρια είχε πλεύσει προς νότο κατά μήκος τού Λίντο ντι Ρόμα με εικοσιτέσσερις γαλέρες και 1.500 Ισπανούς στρατιώτες. Στην κούρτη θεωρούσαν δεδομένο, ότι ο Ντόρια είχε καταλάβει τις φούστες των κουρσάρων.79

Οι εκπρόσωποι και συνεργάτες των Φούγκερ βρίσκονταν σε εγρήγορση στη συλλογή ειδήσεων, τις οποίες διαβίβαζαν μέσω Βενετίας στον τραπεζικό οίκο στο Άουγκσμπουργκ. Μια επιστολή τής 30ής Ιουλίου (1569) έφερνε την πληροφορία, ότι ο Τζιανναντρέα Ντόρια πέρασε κατά μήκος τής Τυρρηνικής ακτής «την άλλη μέρα», πέρασε από την Τσιβιταβέκκια και τη Νάπολη, κατευθυνόμενος στα σικελικά ύδατα, για να προσθέσει τις γαλέρες του σε εκείνες τού νησιωτικού βασιλείου και τής Μάλτας. Ο λόγος ήταν να εντοπίσει και να επιτεθεί στις δεκαοκτώ γαλιότες ορισμένων κουρσάρων, που δρούσαν κατά πάσα πιθανότητα με ορμητήριο το Αλγέρι.

Την ίδια στιγμή μάθαινε κανείς, ότι ο Δον Περ Αφάν ντε Ριμπέρα, ο δούκας τού Αλκαλά, αντιβασιλέας τής Νάπολης, είχε εκφράσει λύπη στον καρδινάλιο Μπονέλλι, που δεν μπορούσε κάποιος να εξάγει άλογα από το βασίλειο χωρίς άδεια από τον Φίλιππο Β’. Τα λόγια τού αντιβασιλέα είχαν προκληθεί από το γεγονός, ότι ο αρχιεπίσκοπος τής Νάπολης είχε δώσει στον Μπονέλλι ένα όμορφο άλογο. Οι Πίος Ε’ και Αλκαλά βρίσκονταν σε διαμάχη για την άρνηση τού τελευταίου να επιτρέψει τη δημοσίευση στο βασίλειο, χωρίς «άδεια εκτέλεσης» (exsequatur) ή βασιλική άδεια, τής βούλλας «Στον Μυστικό Δείπνο τού Κυρίου» (In coena Domini), με τούς ακραίους ισχυρισμούς της για παπική εξουσία. Η άρνηση τού Αλκαλά να επιτρέψει την απομάκρυνση τού αλόγου από το βασίλειο φαίνεται όντως μικροπρεπής χειρονομία, αλλά αναμφίβολα είχε κάποιο ενδιαφέρον για τούς ανθρώπους τής εποχής. Η επιστολή τής 30ής Ιουλίου κλείνει με την πληροφορία, ότι «ο πάπας έχει δώσει 3.000 σκούδα στο Τάγμα στη Μάλτα, για να βοηθήσει στην κατασκευή τής νέας πόλης που φτιάχνουν σε αυτό το νησί».80

Οι δυσκολίες τού Πίου Ε’ με τον δούκα τού Αλκαλά δεν διευκόλυναν τον δρόμο για την αντι-τουρκική συμμαχία που επιδίωκε ο Πίος, αλλά υπήρχαν και άλλα, μεγαλύτερα εμπόδια για την πολυπόθητη από τον πάπα ένωση τής Βενετίας και τής Ισπανίας κατά τής Πύλης. Οι σύμβουλοι τού Φιλίππου Β’ πίστευαν, ότι ο σχηματισμός τής συμμαχίας που υποστηριζόταν από τον πάπα, τον «μεγάλο ιεροεξεταστή», ήταν βέβαιο ότι θα υποκινούσε τούς Γερμανούς Προτεστάντες εναντίον τόσο τής Ισπανίας όσο και τής αυτοκρατορίας. Οι Προτεστάντες θα θεωρούσαν ότι η «ιερή ένωση» (unión sagrada) στρεφόταν εναντίον τους και όχι κατά των Τούρκων. Ήδη βοηθούσαν και υποκινούσαν τούς αντάρτες στην Φλάνδρα και η δημιουργία τής Καθολικής συμμαχίας θα έτεινε να κάνει την εξέγερση στις βόρειες χώρες διεθνή, θρησκευτική σύγκρουση, ενώ ο Φίλιππος και ο δούκας τού Άλβα επέμεναν να τη θεωρούν κοσμική προδοσία στο εσωτερικό των εδαφών των Ισπανο-Αψβούργων.81

Όσο για τούς Ενετούς, αυτοί είχαν από καιρό τις διαφορές τους με τούς Αυστριακούς Αψβούργους για το Φριούλι και φοβούνταν κυριαρχία τού Φιλίππου στην Ιταλία. Επίσης φυσικά, αν η Σινιορία εντασσόταν σε ισπανική συμμαχία, αυτό θα σήμαινε «εκ των πραγμάτων» (eo ipso) ρήξη με την Υψηλή Πύλη και θα εξέθετε την Κύπρο και την Κρήτη στο αναπόφευκτο τουρκικής επίθεσης. Για σχεδόν τριάντα χρόνια η Βενετία είχε παραμείνει σε ειρήνη με τούς Τούρκους, δίνοντας χρήματα και δώρα στους πασάδες, παρέχοντάς τους πληροφορίες για τις χριστιανικές δυνάμεις και πληρώνοντας στον σουλτάνο ετήσιο φόρο 8.000 δουκάτων για την Κύπρο και 500 για τη Ζάκυνθο. Η Βενετία μπορούσε να ανέχεται τις τουρκικές επιδρομές κατά μήκος των συνόρων τής Δαλματίας και τής Αλβανίας, όπως είχε κάνει για πολλές γενιές, αλλά αν οι Τούρκοι αποβιβάζονταν δυναμικά στην Κύπρο ή στην Κρήτη, θα αναζητούσε συμμάχους οπουδήποτε μπορούσε να τούς βρει. Προφανώς ο ισχυρός βασιλιάς τής Ισπανίας θα ήταν ο καλύτερος σύμμαχος. Αν ο Πίος Ε’ μπορούσε να διοργανώσει συμμαχία τής αυτοκρατορίας, τής Γαλλίας και τής Ισπανίας κατά τής Πύλης, η Βενετία θα εντασσόταν σε αυτήν. Όμως ήταν μάλλον απίθανο ότι η Αικατερίνη των Μεδίκων θα εγκατέλειπε τη γαλλική κατανόηση με την Πύλη. Ο Μαξιμιλιανός Β’ ήταν τόσο επιφυλακτικός, όσο η Σινιορία. Επίσης, όπως η Βενετία, τώρα είχε ειρήνη με τούς Τούρκους.

Άραγε λοιπόν, τι μπορούσε να κάνει η Βενετία, καθώς τα σύννεφα σκοτείνιαζαν τον ουρανό το 1569; Μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε, δηλαδή να προσθέτει στις οχυρώσεις τής Κρήτης και τής Κύπρου. Πολλά είχαν ήδη δαπανηθεί για την άμυνα τής Λευκωσίας και στις 23 Ιουλίου (1569) η Γερουσία ψήφισε να κατατεθούν 5.000 δουκάτα «στο ταμείο των θαλασσινών οχυρών» (nella cassa delle fortezze da mar). Τα χρήματα θα διανέμονταν από τούς επιστάτες στον Μαρκ’ Αντόνιο Μπράγκαντιν, ο οποίος είχε εκλεγεί πρόσφατα διοικητής τής Αμμοχώστου. Οι Ενετοί, για γνωστούς λόγους, δεν θα ξεχνούσαν ποτέ τον Μπράγκαντιν. Ως διοικητής τής Αμμοχώστου έπρεπε τώρα να διαβουλευτεί με άλλους και να μελετήσει τα υπομνήματα και τα σχέδια, τα οποία είχε αφήσει ο στρατιώτης-μηχανικός κόμης Τζούλιο Σαβορνιάν, σχετικά με τις οχυρώσεις τής Αμμοχώστου, ενώ στη συνέχεια ο Μπράγκαντιν έπρεπε να δαπανήσει τα 5.000 δουκάτα σε εξασφαλίσεις που δεν επιδέχονταν την παραμικρή καθυστέρηση και ήσαν «απολύτως αναγκαίες για την ασφάλεια εκείνου τού φρουρίου». Άλλα 1.000 δουκάτα θα διατίθεντο στον Μπράγκαντιν για να τα δαπανήσει για καταλύματα των στρατιωτών του, ενώ οι επιστάτες τού Ναυστάθμου έπαιρναν εντολή, να δώσουν στον Μπράγκαντιν 100 ασπίδες και 200 λόγχες.82 Αν ενόψει τού αναλαμβανομένου κίνδυνου (ο οποίος πίστευαν πολλοί ότι ήταν επικείμενος) οι δαπάνες αυτές φαίνονται τσιγγούνικες, πρέπει να λάβουμε υπόψη επιστολή, την οποία ο νούντσιος Φακκινέττι απεύθυνε τότε στον καρδινάλιο Μπονέλλι: «Χτες το βράδυ τονίστηκε στη Γερουσία, ότι η Δημοκρατία αντιμετώπιζε δαπάνες, που υπερέβαιναν κατά 400.000 σκούδα το πιθανό εισόδημά της.83

Όπως ήξεραν καλά οι Ενετοί από προηγούμενη εμπειρία, οι δαπάνες τού πολέμου ήσαν μεγάλες και ως συνήθως, όταν έρχονταν αντιμέτωποι με την τουρκική απειλή, απευθύνονταν στον πάπα για παραχώρηση των φόρων δεκάτης που επέβαλλαν στον κλήρο στα εδάφη τής Δημοκρατίας. Όμως στις 3 Αυγούστου (1569) ο καρδινάλιος-ανηψιός Μικέλε Μπονέλλι έγραφε στον Τζιανναντόνιο Φακκινέττι, τον νούντσιο στη Βενετία, ότι η Αγιότητά του δεν πίστευε ότι οι Ενετοί ήσαν ήδη αρκετά πιεσμένοι, ώστε να δικαιολογούνται να απλώνουν τα χέρια τους στους πόρους τής Εκκλησίας. Δεν υπήρχε λόγος να εκπλήσσεται η Σινιορία με την απόρριψη τού αιτήματός τους από τον πάπα, όπως έπρεπε να εξηγήσει ο Φακκινέττι στους άρχοντες τής Βενετίας.84 Το Κολλέγιο θα άκουγε τον Φακκινέττι ευγενικά —και λυπημένα— αλλά η Σινιορία θα συνέχιζε τις προσπάθειές της για να εξασφαλίσει τούς φόρους δεκάτης. Επτά μήνες αργότερα ο πάπας θα συμφωνούσε, ότι οι Ενετοί ήσαν αρκετά πιεσμένοι, ώστε να δικαιολογείται το άπλωμα των χεριών στην Εκκλησία για χρήματα. Θα τούς χορηγούσε λοιπόν το δικαίωμα συλλογής των φόρων δεκάτης.

Ο Τζιανναντόνιο Φακκινέττι κρατούσε την κούρτη ενημερωμένη για τις τουρκικές ειδήσεις όσο καλύτερα μπορούσε. Περιστασιακά έπαιρνε πιθανότατα αντίγραφα αποστολών από τούς εκπροσώπους των Φούγκερ, τούς οποίους εύρισκε προφανώς στον Ξενώνα των Γερμανών (Fondaco dei Tedeschi) στο Ριάλτο. Όμως δεν τούς αναφέρει και οι περισσότερες από τις πληροφορίες του σίγουρα προέρχονταν από τη Σινιορία. Μια βδομάδα αφότου ο Μπονέλλι είχε δώσει εντολή στον Φακκινέττι να ενημερώσει τη Σινιορία, ότι ο Πίος Ε’ δεν θα χορηγούσε τούς φόρους δεκάτης, ο νούντσιος έστειλε στη Ρώμη (στις 10 Αυγούστου 1569) τα τελευταία νέα από τον Βόσπορο. Οι Τούρκοι εργάζονταν σκληρά, παράγοντας προμήθειες και εξοπλισμό για τον στρατό τους, καθώς και για την αρμάδα. Κατασκεύαζαν τα συνηθισμένα πλοία μεταφοράς (palandarie et maone), που θα μετέφεραν πυρομαχικά, άλογα και μεγάλο αριθμό από κάποιους νεότευκτους καταπέλτες. Αυτοί οι καταπέλτες έπαιρναν μπάλες βάρους δύο λιβρών και μπορούσαν να μεταφέρονται πάνω σε μουλάρια. Όμως δεν θα χρησιμοποιούνταν για να εκτοξεύουν μπάλες, αλλά «φτερωτά» βλήματα. Αυτόπτες μάρτυρες λεγόταν ότι είχαν δει αυτές τις προετοιμασίες, αλλά δεν ήταν ακόμη βέβαιο αν ο Τούρκος είχε πρόθεση να στείλει την αρμάδα του [την άνοιξη τού 1570] ή αν όλη αυτή η δραστηριότητα στα εργαστήρια ήταν απλώς για να επανεξοπλιστεί ο ναύσταθμος, ο οποίος είχε περιέλθει σε τέλμα.

Οι επαναστατημένοι Μορίσκος στην Ισπανία είχαν στείλει αντιπροσώπους στην Πύλη, για να ζητήσουν βοήθεια εναντίον τού Φιλίππου Β’. Υπήρχαν αμφίβολες αναφορές, ότι ο σούφι ή σάχης τής Περσίας ήταν νεκρός [ο Ταμάσπ Α’ πέθανε το 1576, ύστερα από βασιλεία περισσοτέρων από πενήντα χρόνια], αλλά φαίνεται ότι είτε ήταν νεκρός ή ο μεγαλύτερος γιος του είχε αρπάξει τα ηνία τής κυβέρνησης στην Περσία, γιατί τα σύνορα τού βασιλείου βρίσκονταν στη δίνη των όπλων. Ο Τούρκος είχε πραγματοποιήσει δημόσιο συμβούλιο (ντιβάνι), «το οποίο ονομάζουν έφιππο συμβούλιο», με τα στρατεύματα παραταγμένα στη σειρά, «συμβούλιο τού είδους που δεν διεξάγεται ποτέ, παρά μόνο όταν είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν κάποια σημαντική εκστρατεία». Στο συμβούλιο (ντιβάνι) ο σουλτάνος είχε περάσει πολλή ώρα με τον Λάλα Μουσταφά πασά, πράγμα που υποδείκνυε κάποια μείωση τής επιρροής τού Μεχμέτ Σόκολλι. Από την άλλη πλευρά ο αγάς των γενιτσάρων, ο οποίος δεν ήταν φίλος τού Μεχμέτ, είχε απομακρυνθεί από το αξίωμά του, το οποίο είχε δοθεί σε έναν από τούς γαμπρούς τού τελευταίου.85 Φαινόταν λοιπόν ότι η θέση τού Μεχμέτ ως μεγάλου βεζύρη ήταν ακόμη ασφαλής.

Καθώς η ενετική κυβέρνηση έψαχνε παντού για χρήματα, άνδρες, πυρομαχικά και προμήθειες, η Γερουσία είχε λόγους να αγανακτεί (στις 16 Αυγούστου 1569) με τη θλιβερή είδηση, ότι η συγκομιδή σιταριού τού 1567, που ήταν αποθηκευμένη σε λάκκους στην Αμμόχωστο (formenti infossati), είχε χαλάσει. Πώς άραγε μπορούσαν οι πολιτικοί διοικητές τής πόλης να είναι τόσο απρόσεκτοι! Η Γερουσία ενέκρινε ιδιαιτέρως την άποψη, ότι από καιρό σε καιρό έπρεπε να φτιάχνεται γαλέτα από το απόθεμα σιταριού και να πωλείται στην επικρατούσα τιμή σε εκείνους που βρίσκονταν στα πλοία που εισέρχονταν στον κόλπο τής Αμμοχώστου. Με τα χρήματα που θα εισπράττονταν έτσι, θα μπορούσαν να συνεχίζουν να αγοράζουν νέες προμήθειες σιταριού. Σε τι κατάσταση βρισκόταν άραγε η συγκομιδή τού 1565 και τού 1566, που είχε αποθηκευτεί επίσης σε λάκκους; Στο μέλλον έπρεπε να είναι λιγότερο σπάταλοι, πιο προνοητικοί.86 Αν δεν ήταν διαφθορά, ήταν απροσεξία. Τέτοια ήταν η φύση τής ενετικής διοίκησης.

Η συγκομιδή ήταν κακή στη διάρκεια τού έτους 1569 και η Γερουσία είχε αυξήσει το επίδομα τροφής για τούς ελεύθερους άνδρες που επέβαιναν στις γαλέρες από 6 σόλιδους (soldi) και 8 πέννες (piccoli) την ημέρα (per diem) σε 8 σόλιδους «κατά κεφαλήν». Οι τέσσερις επιπλέον πέννες (piccoli) είχαν εγκριθεί για μέχρι τις 7 Νοεμβρίου, αλλά επειδή εξακολουθούσαν να υφίστανται συνθήκες σχεδόν λιμού, στις 19 Νοεμβρίου η Γερουσία ψήφισε τη συνέχιση τής αύξησης τού επιδόματος για τα επόμενα δύο χρόνια, έτσι ώστε οι διοικητές των γαλερών να μπορούσαν να ικανοποιήσουν το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων.87 Δεν αποτελούσε λοιπόν έκπληξη το γεγονός, ότι η Γερουσία είχε εξοργιστεί με την αλλοίωση τού σιταριού, που ήταν αποθηκευμένο σε λάκκους σιτηρών στην Αμμόχωστο.

Τα ναυπηγεία τής Βαρκελώνης και τής Γένουας, τής Νάπολης και τής Μεσσίνα είχαν προσθέσει στη ναυτική δύναμη τού Φιλίππου Β’ με την κατασκευή και επισκευή γαλερών και πλοίων μεταφοράς. Οι κουρσάροι τού Αλγεριού και τής Τρίπολης προκαλούσαν στους διοικητές του μεγαλύτερη ανησυχία από τις πιθανές κινήσεις των Τούρκων στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ισπανοί δεν ανησυχούσαν πολύ με την κατανοήσιμη απώλεια τής Κύπρου για τούς Ενετούς. Οι Ενετοί θα μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Δεν είχαν πιάσει ούτε κουπί στη Τζέρμπα ή στη Μάλτα. Η απειλή όμως για την Κύπρο επιτάχυνε τούς ρυθμούς ναυπηγικών εργασιών στον μεγάλο Ναύσταθμο στο δυτικό άκρο τής Βενετίας. Τουλάχιστον η Σινιορία προσπαθούσε να επιταχύνει τον ρυθμό.

Οι εργασίες καθυστερούσαν στον Ναύσταθμο για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στις 10 Σεπτεμβρίου (1569) η Γερουσία ανέλαβε δράση. Οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι (li maistranze), οι οποίοι πληρώνονταν με τη μέρα, δεν είχαν κάνει τουλάχιστον όσα είχε κανείς κάθε δικαίωμα να περιμένει από αυτούς, λαμβανομένου υπόψη τού Μεγάλου αριθμού των απασχολουμένων. Η πλειοψηφία τής Γερουσίας πίστευε, ότι το σφάλμα βάρυνε τούς επιστάτες ή επόπτες (proti), οι οποίοι, έχοντας αποκτήσει τις θέσεις τους, τις κρατούσαν για μια ζωή και στη συνέχεια παρουσιάζονταν «πολύ ψυχροί στην εξυπηρέτηση και την ωφέλεια των δημοσίων υποθέσεων» (assai fredi nel servicio et beneficio delle cose publice). Ήταν παλιά ερώτηση. Άραγε τα άτομα με θητεία υποχρεώνονταν να συνεχίζουν να δίνουν όλη την προσοχή και την ενέργειά τους σε αυτό που έκαναν; Η Γερουσία αποφάσισε ότι στο εξής όλοι οι επόπτες, που είχαν εκλεγεί με τον συνηθισμένο τρόπο, έπρεπε να κατέχουν τις θέσεις τους για πέντε μόνο χρόνια. Στο μέλλον, κάθε φορά που τελείωνε η πενταετής θητεία ενός επιστάτη, «αν αυτός έχει φερθεί καλά και πιστά και έχει εργαστεί για το κοινό καλό», μπορούσε να συνεχίσει στη θέση του για άλλα πέντε χρόνια με απόφαση τού Κολλέγιου, στη βάση επιβεβαιωτικής ψηφοφορίας, με πλειοψηφία δύο τρίτων, των επιστατών (provveditori) και προστατών (patroni) τού Ναυστάθμου, «και με τον ίδιο τρόπο εφεξής από καιρό σε καιρό».88

Αμέσως μόλις η Γερουσία περιόρισε τη θητεία των επιστατών σε πέντε χρόνια, υπήρξε σοβαρή πυρκαγιά στον Ναύσταθμο. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας στις 13-14 Σεπτεμβρίου (1569) εξερράγη πυριτιδαποθήκη, προκαλώντας την ανάφλεξη. Θα μπορούσε να είναι καταστροφή, αν δεν υπήρχαν οι γενναίες και επιτυχείς προσπάθειες κάποιων από τούς εργαζόμενους για να ελέγξουν τις φλόγες. Η Γερουσία, αφού τούς επέκρινε ως αδρανείς ανθρώπους στις 10 Σεπτεμβρίου, εξέφρασε θαυμασμό γι’ αυτούς στις 19 τού μηνός. Η τόλμη και η ταχύτητα αντίδρασης των εργαζομένων σε αυτή την περίπτωση έκτακτης ανάγκης άξιζε περισσότερο από επαίνους και η Γερουσία αποφάσισε, με βάση τα στοιχεία που έδωσαν οι επιστάτες (provveditori) και οι προστάτες (patroni), ότι σε 237 ξυλουργούς, σε 30 κατασκευαστές κουπιών και άλλους τεχνίτες και σε 79 καλαφάτες έπρεπε τώρα να δίνονται δύο σόλιδοι (soldi) τη μέρα, ένας περισσότερο από τον συνηθισμένο ένα μόνο σόλιδο, που έπαιρναν κανονικά κατά τις εργάσιμες ημέρες.89

Σε επιστολή του προς τον Μπονέλλι τής 14ης Σεπτεμβρίου ο Φακκινέττι τοποθετεί την έκρηξη στις 1-2 π.μ. (tra le 6 e 7 hore). Προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Μερικοί πίστευαν ότι ήταν σεισμός, κάποιοι ότι είχε έρθει η μέρα τής κρίσης, άλλοι ότι ήταν η καταστροφή που είχε προφητεύσει ένας Αρμένιος τσαρλατάνος. Πολλά σπίτια καταστράφηκαν και πολλές εκκλησίες έπαθαν ζημιές, όπως η εκκλησία και το μοναστήρι τής Σάντα Μαρία Τσελέστε, καθώς και οι εκκλησίες τού Σαν Φραντσέσκο ντέλλα Βίνια, τού Τορέστι και τού Σαν Ντομένικο. Από τις τρεις τελευταίες, η εκκλησία τού Σαν Φραντσέσκο υπέστη τις περισσότερες ζημιές, αφού ήταν η πλησιέστερη προς τον Ναύσταθμο (και η πρόσοψή της χρειάστηκε να ξαναχτιστεί το 1569-1572). Οι Ενετοί όμως ήσαν τυχεροί, γιατί δεν φυσούσε άνεμος. Η πυρκαγιά δεν είχε εξαπλωθεί. Όσον για τον Ναύσταθμο, είχαν καταστραφεί μόνο τα κτίρια όπου αποθηκεύονταν τα πυρομαχικά, καθώς και περίπου πενήντα βήματα τού περιβάλλοντος τείχους. Η συνολική ζημιά θεωρήθηκε ότι δεν υπερέβαινε τα 30.000 περίπου σκούδα. Κανείς δεν ήξερε ακόμη ποιος ήταν ο υπεύθυνος (l’ auttore et causa di questo male non si sa per ancora).90 Πολύ σύντομα όμως υπήρχαν φήμες, ότι άνθρωποι τού Ιωσήφ Νάσι, δούκα τής Νάξου, ή σαμποτέρ στην υπηρεσία των Τούρκων είχαν βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και είχαν προκαλέσει την πυρκαγιά.91 Σε κάθε περίπτωση η Γερουσία ήθελε, ενώ οι συνθήκες φαίνεται ότι απαιτούσαν, αύξηση τής παραγωγής στον Ναύσταθμο. Η αύξηση των μισθών θα ενθάρρυνε τούς ξυλουργούς, καλαφάτες και άλλους να εργαστούν σκληρότερα. Επίσης η Γερουσία βρήκε τελικά χρόνο να ασχοληθεί με την φροντίδα των ναυτικών τής Γαληνοτάτης και να χτίσει το προβλεπόμενο ναυτικό νοσοκομείο στην Κέρκυρα.

Στον δρόμο από τη Βενετία προς την Κρήτη και την Κύπρο βρισκόταν το σημαντικό νησί τής Κέρκυρας, το οποίο θα παρέμενε ενετική κτήση μέχρι το 1797. Με ψήφισμα τής Γερουσίας στις 20 Μαΐου 1566 αποφασίστηκε να χτιστεί ναυτικό νοσοκομείο στην ακτή κοντά στην πόλη τής Κέρκυρας. Για να βοηθήσει στη διάθεση των αναγκαίων κονδυλίων η Γερουσία είχε αποφασίσει, ότι κάθε κωπηλάτης (galeotto) τού στόλου τής Γαληνοτάτης, κατάδικοι καθώς και ελεύθεροι, έπρεπε να φορολογούνται ένα σόλιδο σε κάθε πληρωμή μισθού. Οι περισσότεροι κωπηλάτες στις ενετικές γαλέρες και φούστες ήσαν ελεύθεροι, αν και γινόταν αυξανόμενη χρήση «καταδίκων» (condannadi). Οι άγαμοι θα φορολογούνταν με δύο σόλιδους. Οι κωπηλάτες πληρώνονταν περίπου δέκα λίρες ντι πίκκολι (lire di piccoli) τον μήνα, με είκοσι σόλιδους στη λίρα. Οι κατάδικοι έπαιρναν τουλάχιστον κάτι. Το νοσοκομείο δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Τα χρήματα συγκεντρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς.

Η Γερουσία επέστρεφε λοιπόν στο θέμα στις 16 Σεπτεμβρίου 1569, «ώστε κανείς να μην παραλείψει να κάνει τόσο καλό έργο». Έτσι, σύμφωνα με την απόφαση που είχε παρθεί πριν περισσότερα από τρία χρόνια, η Γερουσία ψήφιζε τώρα, ότι έπρεπε να σταλούν εντολές στον βαΐλο και στον γενικό επιστάτη (provveditore generale) τής Κέρκυρας αλλά και στον επιστάτη τού στόλου, «ότι το εν λόγω νοσοκομείο έπρεπε να αρχίσει». Έπρεπε να χρησιμοποιηθούν κεφάλαια διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό, ενώ η συλλογή σόλιδων από τούς κωπηλάτες έπρεπε να συνεχιστεί και να επιβάλλεται αμερόληπτα σε όλους εκείνους που υπηρετούσαν στους πάγκους των κωπηλατών.92

Ενώ ο Ιωσήφ Νάσι με το ψευδώνυμο «Μίκεζ» προωθούσε την αξίωσή του για 150.000 σκούδα από το γαλλικό στέμμα, με ανέντιμα μέσα, σύμφωνα με τον πρεσβευτή τού Καρόλου Θ’ Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ, οι Τούρκοι αναγνώριζαν ανοιχτά ήδη από τον Οκτώβριο τού 1569 τη βεβαιότητα τής επίθεσής τους στην Κύπρο. Όπως ενημέρωνε ο ντε Γκρανσάμπ τον Κάρολο σε μακροσκελή, φορτωμένη με γεγονότα επιστολή,

θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμη στοιχείο, για το οποίο μού μίλησε πρόσφατα ο Μουσταφά πασάς, ζήτημα το οποίο έχει επιβεβαιώσει ο τσαούς, ότι δηλαδή αργά ή γρήγορα ο κύριός τους θα αναλάβει κάποια καλή και εύκολη επιχείρηση και ότι ήταν αδύνατο γι’ αυτόν να μην επιτεθεί στην Κύπρο. Δεν είναι πια πρόθυμος να βλέπει τούς Ενετούς τόσο ισχυρούς, ενώ πρέπει να προστεθεί σε αυτό το γεγονός, ότι ο ίδιος έχει πάρει αρκετές αναφορές για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί δένονται όλο και πιο στενά με τον βασιλιά τής Ισπανίας. Αλλά όσο γι’ αυτόν [τον Μουσταφά], δεν νομίζει ότι το σχέδιο αυτό έπρεπε να προχωρήσει αρκετά, χωρίς να γνωρίζουν αν η μεγαλειότητά σας ή ο άρχοντας τής Σαβοΐας δεν θα προβάλουν κάποια διεκδίκηση για τον εαυτό τους, πολύ περισσότερο επειδή αν αυτό το βασίλειο [τής Κύπρου] κυβερνηθεί από τούς Τούρκους, θα πέσει αμέσως σε ερήμωση και καταστροφή και θα ήταν καλύτερο να το δώσουν και να το εμπιστευτούν σε κάποιο Χριστιανό ηγεμόνα, δικό τους φίλο, ο οποίος θα αυτοανακηρυσσόταν υποτελής τους, αντλώντας έτσι από το βασίλειο καλό φόρο υποτέλειας τής τάξης των 200.000 ή 250.000 δουκάτων τον χρόνο. Μπορεί κανείς να δει εύκολα το παράδειγμα στο φτωχό μικρό νησί τής Χίου, το οποίο απέδιδε εισόδημα 70.000 ή 80.000 σκούδων στους άρχοντες που το κατείχαν και το οποίο αποδεικνύεται τώρα, ότι είναι τόσο έρημο και κατεστραμμένο, που εφεξής θα χρειάζεται να κάνουν έξοδα γι’ αυτό αντί να παίρνουν κάτι.93

Η δήλωση τού Μουσταφά πασά προς τον ντε Γκρανσάμπ είχε προφανώς την πρόθεση να ευχαριστήσει την Αικατερίνη των Μεδίκων και να διευρύνει το ρήγμα με την Ισπανία. Αν μπορούσε να ερεθίσει τη φιλοδοξία τού Εμμανουέλ Φιλμπέρ τής Σαβοΐας να προωθήσει μια εν υπνώσει οικογενειακή διεκδίκηση επί τής Κύπρου, αυτό θα τον απομάκρυνε από το πλευρό τής Βενετίας και τής Ισπανίας. Ο Άντζελο Καλέπιο έχει σημειώσει στην περιγραφή του για την πολιορκία τής Λευκωσίας, ότι ο Σελήμ Β’ έχτιζε τζαμί και σχολείο στην Αδριανούπολη (Εντίρνε), αλλά «σύμφωνα με τη νομοθεσία τους ο Σελήμ δεν μπορούσε να προικίσει το κτίριο [τα κτίρια] που πρότεινε να αναγείρει με χρήματα από τα εισοδήματα τής [Οθωμανικής] αυτοκρατορίας ή από το ταμείο του». Επιπλέον,

ο μουφτής τους [Αμπού Σαούντ αλ-Αμάντι], τον οποίο σέβονται ως δικό τους πάπα ή καγκελλάριο, έπεισε τον αυτοκράτορα, ότι δεν έπρεπε να χτίσει τζαμί, πριν καταφέρει κάποια πολεμική επιχείρηση εναντίον των χριστιανών, επεκτείνοντας την πίστη και την αυτοκρατορία, όπως είχαν κάνει οι πρόγονοί του…. Έτσι θα αποκτούσε και εισόδημα για το τζαμί του.94

Ήταν ευρέως γνωστό, ότι ο Σελήμ Β’ έπρεπε να κάνει κάτι για την πίστη. Στο μεταξύ οι Ενετοί θρηνούσαν τουρκικές αγριότητες,95 με το βλέμμα στραμμένο στην άμυνα τής Αμμοχώστου96 και αποδεχόμενοι τις προσφορές εκείνων που ήθελαν να πάνε εθελοντικά στην Κύπρο, για να αντιμετωπίσουν κάθε πιθανή τουρκική επίθεση.97 Χιλιάδες δουκάτα στέλνονταν ολοταχώς στο νησί για να προσθέσουν στις οχυρώσεις τής Αμμοχώστου και ιδιαίτερα τής Λευκωσίας. Ο βαΐλος Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο διατηρούσε τη ροή των ανησυχητικών αναφορών από τα στενά τού Βοσπόρου, πράγμα που οδήγησε τον δόγη και τη Γερουσία να εκδώσουν περαιτέρω προειδοποιήσεις προς την κυβέρνηση τής Κύπρου, τον διοικητή τής Αμμοχώστου και τον γενικό επιστάτη τού βασιλείου. Δήλωναν επίσης ότι έστελναν, με τρία πλοία, άλλους χίλιους πεζούς στρατιώτες, για να κατανεμηθούν μεταξύ Λευκωσίας και Αμμοχώστου. Ενετοί αξιωματούχοι στο νησί τής Κρήτης ειδοποιήθηκαν για τις τουρκικές ναυτικές προετοιμασίες, με εντολή να εξοπλίσουν τις τοπικά διαθέσιμες γαλέρες, ενώ ειδοποιήθηκαν να ετοιμαστούν για την αποστολή τετρακοσίων περίπου πεζών στρατιωτών κατανεμημένων ανάμεσα στον Χάνδακα και τα Χανιά.98

Το έτος 1570 άρχιζε με αμφιβολία και τρόμο για τούς Ενετούς. Στις 28 Ιανουαρίου η Γερουσία ενέκρινε το κείμενο επιστολής, την οποία ο δόγης επρόκειτο να στείλει στον Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι, τον Ενετό πρέσβη στον Φίλιππο Β’, που αφορούσε τις «προετοιμασίες στόλου που γίνονται στην Κωνσταντινούπολη» (preparationi d’ armata che si fanno in Constantinopoli). Όλοι συμφωνούσαν, ότι η αρμάδα τού σουλτάνου θα ήταν μεγάλη και ισχυρή, αλλά ήσαν διχασμένες οι γνώμες για τον στόχο της. Μερικοί νόμιζαν ακόμη ότι οι Τούρκοι θα κατευθύνονταν στη Μάλτα, ενώ άλλοι πίστευαν ότι επρόκειτο να επιτεθούν στην Κύπρο. Είτε ως τέχνασμα για να παραπλανήσει τούς παρατηρητές είτε όχι, ο Τούρκος ναύαρχος (capitanio del mar), πιθανώς ο Πιαλή πασάς, είχε μαθευτεί ότι μελετούσε τη θαλάσσια διαδρομή προς την Ισπανία και κυρίως την ακριβή θέση τής Καρθαγένης και τις συνθήκες στο λιμάνι, το οποίο θα ήταν εύκολα προσβάσιμο από το Αλγέρι, απέναντι από στενή λωρίδα τής Μεσογείου.

Οι άνθρωποι στην Ισταμπούλ έλεγαν προσευχές και πίεζαν για αποστολή βοήθειας στους Μορίσκος τής Γρανάδας, οι οποίοι βρίσκονταν σε εξέγερση για περισσότερο από ένα χρόνο. Ο δόγης ενημέρωνε επίσης τον Καβάλλι, «ότι ο μουφτής, που είναι σαν δικός τους πάπας, πείθει τον Άρχοντα ότι στο όνομα τής θρησκείας είναι υποχρεωμένος να συμπαρασταθεί σε εκείνους τούς Μαυριτανούς» (che il mufti, che è come il loro papa, persuade il Signor che per conto di religione è obligato soccorrer detti Mori). Στην Ισταμπούλ λεγόταν ότι η τουρκική αρμάδα θα κατευθυνόταν στην Ισπανία και θα επιτίθετο στην Καρθαγένη για να καταλάβει το λιμάνι. Ο Καβάλλι έπρεπε να διαβιβάσει αυτή την πληροφορία στον Φίλιππο Β’ κατ’ ιδίαν (da solo a solo), ζητώντας του να μην αποκαλύψει τη Βενετία ως πηγή των πληροφοριών αυτών. Η πρόθεση των Τούρκων, από τη στιγμή που θα απέπλεε η μεγάλη αρμάδα, ήταν ζήτημα σημαντικό για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, όπως έπρεπε να τονίσει ο Καβάλλι στον βασιλιά, ενώ κάθε ηγεμόνας τα εδάφη τού οποίου ακουμπούσαν στη Μεσόγειο έπρεπε να τηρείται ενήμερος και να παίρνει κατά καιρούς τις απαραίτητες προφυλάξεις, όπως είχε ήδη αρχίσει να κάνει η Βενετία.99

Οι Ενετοί ακολουθούσαν μάλιστα τις συμβουλές, τις οποίες ο Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι είχε πάρει εντολή να δώσει στον Φίλιππο Β’. Στις 31 Ιανουαρίου (1570) ενημέρωναν τούς διοικητές και τούς συμβούλους τους στο νησί τής Κύπρου, ότι οι τουρκικές προετοιμασίες στην Ισταμπούλ τούς είχαν κάνει να αποφασίσουν να προσθέσουν πεζικό 2.500 ανδρών στους 1.000 που η Γερουσία είχε ήδη εγκρίνει, ώστε τώρα οι κυπριακές δυνάμεις να ενισχυθούν με 3.500 άνδρες. Γαλέρες ετοιμάζονταν και εξοπλίζονταν, γιατί η Γερουσία ήταν αποφασισμένη να μην παραβλέψει τίποτε. Κάθε υλικός και ηθικός πόρος επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για την υπεράσπιση των υπηκόων τής Δημοκρατίας και των αποικιακών κτήσεων, ιδιαίτερα εκείνων στην Κύπρο. Όλοι είχαν επίγνωση των κολοσσιαίων δαπανών που αναλάμβανε η Βενετία για την ασφάλεια τού νησιού και των κατοίκων του. Η Γερουσία ήταν λοιπόν βέβαιη, ότι οι Κύπριοι φεουδάρχες, ιππότες και πιστοί υπήκοοι τής Δημοκρατίας, «τους οποίους αγαπάμε σαν αληθινά παιδιά μας» (da noi amati come proprii figliuoli), δεν θα παρέλειπαν να κάνουν το καθήκον τους για την αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης, που ενδεχομένως θα προέκυπτε.

Η Σινιορία είχε ήδη διαθέσει στους υπερασπιστές τής Κύπρου άφθονο πυροβολικό, πυρίτιδα, οβίδες και άλλα απαραίτητα πυρομαχικά, καθώς και πυροβολητές, «ειδικευμένους και μαθητευόμενους» (maestri et scolari), ενώ άλλοι δώδεκα πυροβολητές βρίσκονταν καθ’ οδόν προς τη Λευκωσία, με αντίστοιχο αριθμό καθ’ οδόν προς Αμμόχωστο. Οι τοπικές αρχές έπρεπε να μεριμνήσουν για την προμήθεια τροφίμων και ζωοτροφών. Τριάντα γαλέρες θα εξοπλίζονταν στον ναύσταθμο στη Βενετία, όπου άλλες εκατό διατηρούνταν σε ετοιμότητα, πέρα από εκείνες που βρίσκονταν ήδη σε υπηρεσία με τον στόλο και εκείνες που θα εξοπλίζονταν στην Κρήτη.100 Η ανάγκη να εφοδιαστεί το νησί αυτό με άνδρες και χρήματα δεν προκαλούσε λιγότερη ανησυχία στη Γερουσία απ’ όση το πιθανό δράμα τής Κύπρου.101 Η απώλεια τής Κρήτης θα αποτελούσε καταστροφή, κόβοντας τον δρόμο προς την Κύπρο. Η Κέρκυρα έπρεπε επίσης να προστατευτεί.102 Ήταν σημαντικό λιμάνι επίσκεψης στη διαδρομή προς τα δύο μεγάλα νησιά τής Ανατολικής Μεσογείου.

Ο Φακκινέττι έγραψε εκτενώς στον Μπονέλλι (επίσης στις 31 Ιανουαρίου), περιγράφοντας λεπτομερώς τα σχέδια τής Σινιορίας να έχει έτοιμες 150 ελαφρές γαλέρες και δέκα βαριές γαλέρες μέχρι το τέλος Μαρτίου. Δέκα βαριές γαλέρες ήσαν πιο σημαντικές από σαράντα ελαφρές. Είχαν διοριστεί εξήντα διοικητές γαλερών (governatori di galere), δέκα για τις βαριές και πενήντα για τις ελαφρές γαλέρες. Δώδεκα έως δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες έπρεπε να μεταφερθούν στην Κύπρο. Υπήρχαν 180.000 άνθρωποι στο νησί, σύμφωνα με τον νούντσιο, από τούς οποίους 100.000 θα μπορούσαν να προστατευτούν στη Λευκωσία, 40.000 στην Αμμόχωστο και οι υπόλοιποι θα μπορούσαν είτε να αναζητήσουν καταφύγιο σε ορεινά οχυρά ή να απομακρυνθούν από το νησί. Αν οι Τούρκοι επιτίθεντο στην Κύπρο ή στην Κρήτη, οι Ενετοί θα μπορούσαν να τούς επιτεθούν στον Μοριά ή στην Ελλάδα ή ακόμη και να κινηθούν εναντίον τής Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο.

Παρά το γεγονός ότι ο Φακκινέττι διατηρεί αρκετές αμφιβολίες γι’ αυτά που κατανοούσε ως σχέδια τής Σινιορίας για την αντιμετώπιση τουρκικών επιθέσεων στην Κύπρο ή στην Κρήτη, σημείωνε όντως, ότι οι γαλέρες τού σουλτάνου φτιάχνονταν «με λίγη επιδεξιότητα» και ότι τα πληρώματα και οι ναυτικοί τους δεν ήσαν έμπειροι στη μάχη. Αν ο Θεός συγχωρούσε τούς χριστιανούς για τις αμαρτίες τους και οι Τούρκοι γνώριζαν την ήττα, ο σουλτάνος θα δυσκολευόταν να ξαναφτιάξει την αρμάδα λόγω έλλειψης των απαραίτητων υλικών και έτσι θα μπορούσε θεωρητικά να χάσει μεγάλο μέρος τής αυτοκρατορίας του. Ο Φακκινέττι μοιραζόταν την ελπίδα των Ενετών, ότι τέτοιες σκέψεις ίσως απέτρεπαν τον σουλτάνο και τούς πασάδες του από την εισβολή είτε στην Κύπρο ή στην Κρήτη.103

Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου λοιπόν, η Γερουσία ενεργούσε με βάση τις ζοφερές ειδοποιήσεις (avvisi) και παραινέσεις που τής έστελνε ο βαΐλος Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο από την Υψηλή Πύλη. Άλλοι βαΐλοι σε προηγούμενα χρόνια είχαν στείλει τέτοιες προειδοποιήσεις και όμως, όταν έμπαινε στη θάλασσα η αρμάδα τού σουλτάνου, οι Τούρκοι δεν επιτίθεντο στις απομακρυσμένες κτήσεις τής Βενετίας, αλλά μάλλον στο ναπολιτάνικο βασίλειο, στη Σικελία και στη Μάλτα. Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι δεν είχαν επιτεθεί σε ενετικές αποικίες και φυλάκια από την ειρήνη τού 1540, ούτε καν όταν ο Πιαλή πασάς είχε φέρει την αρμάδα στην Αδριατική το 1566. Υπήρχαν εκείνοι στη Γερουσία που έλπιζαν και κάποιοι που πίστευαν, ότι ίσως η Μάλτα ή η Καρθαγένη επρόκειτο να είναι πραγματικά ο τουρκικός στόχος. Ίσως η αναδρομική σοφία τού ιστορικού τον κάνει να υπερβάλλει την αίσθηση προαγγελίας στη Γερουσία, αλλά τα μέτρα που λαμβάνονταν για την αύξηση τού ενετικού ναυτικού εξοπλισμού υπερέβαιναν κατά πολύ τη συνηθισμένη ανταπόκριση στις συνηθισμένες προειδοποιήσεις από την Ισταμπούλ.104 Ταυτόχρονα η Γερουσία έκανε μεγάλα βήματα για τον επανεξοπλισμό τού φρουρίου στην Αμμόχωστο, τού στόλου στην Αδριατική και των οχυρώσεων τής Ζάρας, τού Αντίβαρι, τού Καττάρο, τής Κεφαλονιάς και τής Ζακύνθου και (όπως είπαμε) εκείνων τής Κέρκυρας και τής Κρήτης.105

Ο Τζιρολάμο Μαρτινένγκο σύντομα θα στελνόταν στην Αμμόχωστο με 2.000 πεζούς στρατιώτες.106 Ο Μαρτινένγκο προερχόταν από οικογένεια η οποία είχε υπηρετήσει καιρό στη Βενετία και στις 11 Μαρτίου (1570), δεκαοκτώ ημέρες πριν από την αναχώρησή του, η Γερουσία ψήφισε να τού κάνει δώρο 2.000 δουκάτα.107 Σύμφωνα με τον Καλέπιο, η Βενετία

έστειλε με κάθε ταχύτητα τον κύριο Ιερώνυμο Μαρτινένγκο με τρεις χιλιάδες άνδρες [sic], αλλά ο στρατηγός πέθανε έξω από την Κέρκυρα και μικρότερος από αυτό τον αριθμό έφτασε στην Κύπρο. Προορίζονταν να επανδρώσουν τη φρουρά τής Αμμοχώστου και μετέφεραν μαζί τους το σώμα τού Μαρτινένγκο. Ολόκληρη η πρωτεύουσα [Λευκωσία] βγήκε για να το παραλάβει και με πικρούς θρήνους το έφερε μέσα στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Περίμεναν λίγο για να ξεκουραστούν οι πεζοί στρατιώτες και στη συνέχεια προχώρησαν στην Αμμόχωστο, μεταφέροντας μαζί τους σε φέρετρο το λείψανο τού στρατηγού τους.108

Ο καθεδρικός ναός τής Αγίας Σοφίας, χτισμένος σε μεγάλο βαθμό κατά τον 13ο αιώνα, μετατράπηκε σε τζαμί μετά την τουρκική κατάκτηση. Είναι το μεγαλύτερο διασωζόμενο μνημείο των λατινικών καθεστώτων στην Κύπρο, αλλά η εμφάνισή του έχει δυστυχώς αλλοιωθεί από τούς σεισμούς, το πέρασμα τού χρόνου και την προσθήκη δύο πανύψηλων μιναρέδων. Ήταν γνωστός από καιρό ως Τζαμί τής Αγιασοφιάς,109 αλλά το 1954 ο μουφτής τής Κύπρου άλλαξε το όνομά του σε Σελιμιέ, προς τιμήν τού Σελήμ Β’.

Καθώς ο Μαρτινένγκο ετοιμαζόταν να αποπλεύσει, μέλη πληρωμάτων προσλαμβάνονταν στα νησιά τής Δαλματίας Πάγκο (Παγκ), Μπράτσα (Μπρατς) και Κούρτσολα (Κόρτσουλα) και στις παραλιακές πόλεις Σπαλάτο (Σπλιτ), Σεμπένικο (Σίμπενικ) και Τράου (Τρογκίρ).110 Λαμβάνονταν μέτρα για την προστασία τού νησιού τής Τήνου στο Αιγαίο, «της πιστότατης κοινότητας τής Τήνου» (la fidelissima communita di Tine).111 Στο Βένετο και στο Φριούλι, στη Δαλματία και στην Ελλάδα, η Σινιορία έψαχνε για ανθρώπινο δυναμικό, κωπηλάτες και στρατιώτες, για να επανδρώσουν τις μεγάλες γαλέρες στον ενετικό στόλο. Χρειάζονταν κουρείς καθώς και πυροβολητές.112

Στις 4 Φεβρουαρίου (1570) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον βαΐλο στην Ισταμπούλ, ότι αφού ο επόμενος χρόνος θα έβλεπε τούς στόλους των «διαφόρων ηγεμόνων» στη θάλασσα, η Σινιορία αύξανε τις ναυτικές δυνάμεις τής Δημοκρατίας με τον κατάλληλο αριθμό γαλερών. Γενικός διοικητής αυτών των δυνάμεων θα ήταν ο Τζιρολάμο Ζάνε, «ένας από τούς επικεφαλής γερουσιαστές μας», ο οποίος καταλάβαινε αυτό που ήθελε η Σινιορία, «δηλαδή τη διατήρηση τής καλής και ειλικρινούς ειρήνης μας με τη μεγαλειότητά του [Σελήμ Β’]». Ο Ζάνε θα χρησιμοποιούσε κάθε προσπάθεια και κάθε μέσο για την αποφυγή παραβάσεων ή οποιασδήποτε επιθετικής πράξης κατά των Τούρκων, με τούς οποίους η Σινιορία επιθυμούσε ειρήνη και φιλία. Αλλά η Βενετία έπρεπε να είναι σίγουρη, ότι ο σουλτάνος και οι πασάδες θα τηρούσαν αντίστοιχη στάση απέναντί της. Ο βαΐλος έπαιρνε λοιπόν εντολή, να ζητήσει ακρόαση με τον Μεχμέτ πασά, τον μεγάλο βεζύρη, για να ζητήσει από τον σουλτάνο να δώσει εντολές στους διοικητές τού στόλου του «με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο», για να αποφεύγεται κάθε αδίκημα και διαφωνία για τη Βενετία και τούς υπηκόους της. Μόλις ο βαΐλος έβλεπε τον Μεχμέτ, έπρεπε να γράψει αμέσως στη Σινιορία τα αποτελέσματα τής ακρόασής του.113 Μέχρι να ριχτούν τα πρώτα πυρά και μέχρι να αποβιβαστούν τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα σε ενετική επικράτεια, η Σινιορία θα προσπαθούσε να διατηρήσει την «ειλικρινή φιλία μας» με τον σουλτάνο, αλλά το ύφος τής επιστολής τού δόγη στις 4 Φεβρουαρίου καθιστά σαφές, ότι η Γερουσία μικρή εμπιστοσύνη εναπέθετε τώρα στην προοπτική για ειρήνη.

Ο Γάλλος εκπρόσωπος Κλωντ ντυ Μπουργκ ντε Γκερέν, ο οποίος είχε διαπραγματευτεί συνθήκη με την Υψηλή Πύλη (την οποία ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ είχε απορρίψει), έφτασε στη Βενετία στις 16 Ιανουαρίου 1570 και έγραψε αμέσως στον Κάρολο Θ’ την επόμενη μέρα. Τον ντυ Μπουργκ συνόδευε ο Μαχμούτ μπέης, πολύ γνωστός δραγουμάνος και «πρεσβευτής τού Μεγάλου Άρχοντα» (l’ ambassadeur du Grand Seigneur). Είχαν φύγει από τον Βόσπορο την 1η Νοεμβρίου (1569) και ταξίδεψαν χαλαρά προς τη Ραγούσα, απ’ όπου τρεις ενετικές γαλέρες τους είχαν πάει στην Ίστρια και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στη λιμνοθάλασσα.114 Ο Γάλλος πρεσβευτής ντε Γκρανσάμπ είχε γράψει στον Κάρολο Θ’ με ακραία ενόχληση, ότι «ο ντυ Μπουργκ έχει καταντήσει τις διομολογήσεις όπως εκείνες των Ενετών» (du Bourg a tiré des capitullations comme celles des Venetians), όπου οι όροι των διομολογήσεων αποτελούσαν (κατά τη γνώμη τού ντε Γκρανσάμπ) δυσφήμηση τού μεγαλείου και τής αξιοπρέπειας τού γαλλικού στέμματος.115 Οι δύο Γάλλοι είχαν σοβαρές διαφορές στην Ισταμπούλ, όπου ο ντυ Μπουργκ αντιμετώπιζε απρόσεκτα τούς Τούρκους, ενώ ο ντε Γκρανσάμπ διέσυρε τον εκπρόσωπο «για την ελαφρότητα τού μυαλού του» (pour la légièreté de son cerveau).116

Ο Μαχμούτ μπέης είχε φέρει επιστολή από τον Σελήμ Β’ στη Σινιορία. Ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν την απάντησή τους στον βαΐλο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο οποίος θα τη διαβίβαζε στον Μεχμέτ Σόκολλι, για να την παρουσιάσει στον σουλτάνο. Αφού ο Μαχμούτ είχε φέρει επιστολή τού Σελήμ στη Βενετία, ο δόγης τού είχε επίσης δώσει κείμενο τής απάντησης τής Γερουσίας να στείλει ή να μεταφέρει πίσω στην Πύλη. Αυτές οι δύο πανομοιότυπες επιστολές προς τον σουλτάνο ήσαν φυσικά σφραγισμένες. Ο Μαρκ’ Αντόνιο, όπως γινόταν συνήθως, θα έπαιρνε αντίγραφο τής επιστολής τού σουλτάνου και τής απάντησης τού δόγη, ώστε να μπορεί να ξέρει με ποιον τρόπο να αντιμετωπίζει τον Μεχμέτ Σόκολλι, αν εκείνος έθετε οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με αυτή την αλληλογραφία. Αν ο μεγάλος βεζύρης δεν ανέφερε αυτές τις επιστολές, ούτε ο βαΐλος έπρεπε να τις αναφέρει. Οι λεπτομέρειες αυτές εμφανίζονται σε επιστολή τού δόγη —και τής Γερουσίας— προς τον βαΐλο, με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1570. Η αποστολή της εγκρίθηκε στη Γερουσία με 163 ψήφους. Ήταν η τελευταία επιστολή που γράφτηκε στο όνομα τού δόγη προς τον βαΐλο Μαρκ’ Αντόνιο,117 η τελευταία δηλαδή μέχρι τις 8 Μαρτίου 1571, περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα.

Ο Μαχμούτ μπέης ήταν άνθρωπος κάποιας σημασίας, γιατί είχε όντως σταλεί ως πρεσβευτής τού σουλτάνου στη Βενετία και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι σκόπευε να συνεχίσει στη Γαλλία «τη γλυκύτητα τού δρόμου» (la doulceur du chemin), την οποία ο ντυ Μπουργκ λέει ότι είχαν απολαύσει από την Ισταμπούλ μέχρι την Ίστρια. Αλλά στη Γαλλία ο αποκαλούμενος τρίτος θρησκευτικός πόλεμος βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Οι Ουγενότοι είχαν ηττηθεί στο Ζαρνάκ και στο Μονκοντούρ το 1569, αλλά η ειρήνη τού Σαιν Ζερμαίν δεν θα γινόταν μέχρι τον Αύγουστο τού 1570.118 Τώρα πια είχε καταστεί σαφές, ότι οι Ενετοί, οι οποίοι είχε δανείσει στον Κάρολο Θ’ 200.000 δουκάτα για τον αγώνα του με τούς Ουγενότους, αντιμετώπιζαν πόλεμο με τούς Τούρκους. Ο Κάρολος χρειαζόταν την υποστήριξη τού Φιλίππου Β’ και τού Πίου Ε’, ενώ ο τελευταίος προσπαθούσε να φέρει την Ισπανία και τη Βενετία μαζί, σε συμμαχία εναντίον τής Πύλης.

Ο ντυ Μπουργκ είχε σπείρει τούς σπόρους τής διχόνοιας μεταξύ Μεχμέτ Σόκολλι και Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ, «στον οποίο έχουμε αναθέσει την πλήρη ευθύνη των υποθέσεων μας στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως έγραφε ο Κάρολος στον Σόκκολι στις 9 Φεβρουαρίου 1570. Από την ημερομηνία αυτή ο Κάρολος δεν ήξερε πού βρισκόταν ο ντυ Μπουργκ, μη έχοντας λάβει ακόμη την επιστολή του τής 17ης Ιανουαρίου. Μάλιστα ο Κάρολος ζητούσε από τον Σόκκολι να συλλάβει το κάθαρμα και να τον παραδώσει στον ντε Γκρανσάμπ, που θα τον έστελνε πίσω στη Γαλλία.119

Ο Κλωντ ντυ Μπουργκ θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του, αλλά ο Κάρολος τού απαγόρευσε να φέρει στη Γαλλία τον Μαχμούτ μπέη και τούς οκτώ ή εννέα Τούρκους τής ακολουθίας του. Η απόδοση τού ντυ Μπουργκ στην Ισταμπούλ και οι αστεϊσμοί τού ταξιδιού του με τον Μαχμούτ στη Βενετία ήσαν αρκετά σκανδαλώδεις.120 Όμως ο Κάρολος δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τον ερχομό τού Μαχμούτ στη Γαλλία, γιατί στις αρχές Μαρτίου (1570) η Σινιορία διέταξε τη σύλληψη τού Μαχμούτ και όλων των Τούρκων που τον συνόδευαν. Ο πρεσβευτής τού σουλτάνου περιορίστηκε στην κατοικία, «όπου βρίσκεται επί τού παρόντος». Τοποθετήθηκαν φρουροί στις πόρτες του και κανείς δεν επιτρεπόταν να μιλήσει μαζί του χωρίς την άδεια τού Κολλέγιου. Επίσης τού αφαιρέθηκε το διπλωματικό επίδομα δέκα δουκάτων τη μέρα. Το βράδυ τής 4ης Απριλίου (1570) ο Μαχμούτ με δύο Τούρκους συνοδούς τής επιλογής του μεταφέρθηκε από τη Βενετία στη Βερόνα, όπου και οι τρεις επρόκειτο να παραμείνουν κρατούμενοι μέχρι το τέλος τού πολέμου τής Κύπρου. Οι άλλοι Τούρκοι που ήσαν μέλη τής ακολουθίας τού Μαχμούτ κρατούνταν στη φυλακή στη Βενετία, όπως και άλλοι Τούρκοι και Εβραίοι υπήκοοι τής Πύλης.121

Στο μεταξύ στις 11 Φεβρουαρίου (1570) ο Τζιοβάννι Μιτσιέλ, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή, είχε γράψει στη Σινιορία από την Πράγα για ακρόαση που μόλις είχε με τον Μαξιμιλιανό Β’, «για τούς πολεμικούς εξοπλισμούς που γίνονται από τον Άρχοντα Τούρκο για την επιχείρηση τής Κύπρου» (circa li apparati di guerra che per il Signor Turco sono fatti per l’ impresa di Cipro). Αφού ο Μαξιμιλιανός είχε δείξει δήθεν ακραία καλοσύνη προς τη Βενετία κατά τη συζήτηση τής τουρκικής απειλής για την Κύπρο, ο δόγης και η Γερουσία έδιναν εντολή στον Μιτσιέλ δύο βδομάδες αργότερα, να ευχαριστήσει τη μεγαλειότητά του, να επαινέσει τη σοφία των παρατηρήσεών του σχετικά με τούς Τούρκους, ενημερώνοντάς τον, ότι η Σινιορία είχε στείλει ισχυρές φρουρές και φορτία πυρομαχικών «στα νησιά μας στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Δαλματία». Η Βενετία είχε επίσης ετοιμάσει ισχυρό στόλο «και είμαστε σίγουροι ότι, σε περίπτωση [Τουρκικής επίθεσης], θα βοηθηθούμε και θα υποστηριχτούμε από την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα».122 Αυτό ήταν απίθανο, αλλά (όπως είδαμε) ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου 1564 ο Μαξιμιλιανός είχε προειδοποιήσει τον Ενετό πρεσβευτή, ότι οι Τούρκοι είχαν τα μάτια τους στην Κύπρο.

Επιστολές από την Ισταμπούλ στις 21-25 Ιανουαρίου (1570), οι οποίες έφτασαν στη Βενετία ένα μήνα αργότερα, εξακολουθούσαν να τονίζουν τη δραστηριότητα που συνεχιζόταν στον τουρκικό ναύσταθμο, όπου ο «διοικητής τής θάλασσας», πιθανώς ο Πιαλή πασάς, ήταν συνεχώς παρών, ασκώντας πάντοτε πίεση στους εργάτες. Ο Μεχμέτ Σόκκολι, ο μεγάλος βεζύρης, τού οποίου η επιθυμία να αποφύγει τον πόλεμο με τη Βενετία έχει ίσως μεγαλοποιηθεί, έκανε επίσης συχνές επισκέψεις στον ναύσταθμο, μαζί με τούς άλλους πασάδες, «για να βάζει σε τάξη τα πιο σημαντικά πράγματα» (per dar ordine alle cose più importante). Όλοι οι καλύτεροι ξυλουργοί και τεχνίτες είχαν παρθεί από την εργασία τους σε «πλοία και άλλα σκάφη», για να προσφέρουν τις δεξιότητές τους αποκλειστικά στην ολοκλήρωση των γαλερών. Ήταν γενικά αποδεκτό, ότι η αρμάδα τού σουλτάνου θα απέπλεε στην ώρα της, δηλαδή την άνοιξη και θα ήταν «πάρα πολύ δυνατή» (molto et molto potente). Καθένας στον Βόσπορο επιβεβαίωνε το γεγονός, ότι θα πήγαινε στην Κύπρο, «αν και λεγόταν επίσης ότι ο πρώτος πασάς [Μεχμέτ Σόκκολι] είχε την τάση να ευνοεί την αποστολή βοήθειας προς τούς Μορίσκος που είχαν ξεσηκωθεί στην Ισπανία. Τέτοια βοήθεια είχε επιδιώξει κάποιος Ιμπραήμ από τη Γρανάδα, ο οποίος βρισκόταν στην Ισταμπούλ». Πιθανότατα τριάντα ή σαράντα γαλέρες θα απέπλεαν πριν από το κύριο σώμα τής αρμάδας. Είχε εξαπλωθεί η φήμη, ότι θα στέλνονταν άνδρες στην Αλεξάνδρεια για να πάρουν πυρίτιδα, ενώ άλλοι θα πήγαιναν στην ακτή τής Μπαρμπαριάς για να δημιουργήσουν την υποψία, ότι τελικά η αρμάδα ίσως κινιόταν προς τα δυτικά.

Ο Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι, ο οποίος εξακολουθούσε να λειτουργεί ως Ενετός πρεσβευτής στην Ισπανία, πήρε εντολή να μεταβιβάσει όλες αυτές τις ανακοινώσεις (avvisi) στον Φίλιππο Β’, δίνοντας έμφαση στο γεγονός, ότι «αυτή η αρμάδα θα είναι η μεγαλύτερη και η πιο ισχυρή, που έχει αποπλεύσει ποτέ από την Κωνσταντινούπολη». Οι χριστιανοί ηγεμόνες των οποίων τα εδάφη έφταναν στη Μεσόγειο έπρεπε να συλλογιστούν τον κίνδυνο και να εξετάσουν τις συνέπειες που επέτρεπαν στους Τούρκους να θεωρούν την αρμάδα τους ως «κυρία τής θάλασσας», χωρίς καν να υποψιάζονται, ότι άλλοι έκαναν ακόμη μεγαλύτερες προετοιμασίες, για να αντιμετωπίσουν την παρούσα πρόκλησή τους. Ο Καβάλλι έπρεπε να πει στον Φίλιππο, ότι η Σινιορία ήταν πεπεισμένη, ότι ο Φίλιππος, όπως και η Βενετία, έκανε τέτοιες προετοιμασίες «με κάθε δυνατή προσπάθεια και επιμέλεια». Η Βενετία μάλιστα προσπαθούσε να βάλει στη θάλασσα «τον μεγαλύτερο στόλο που έχουμε κατασκευάσει ποτέ». Ο Καβάλλι θα ανέφερε φυσικά την αντίδραση τού Φιλίππου σε όλα αυτά, με τη σπουδή την οποία η Σινιορία ανέμενε από πρεσβευτές σε περιόδους κρίσης.123 Στη Ρώμη στις 25 Φεβρουαρίου (1570) ο Μικέλε Σουριάν, ο Ενετός πρεσβευτής στην κούρτη, έλαβε από τα χέρια γρήγορου αγγελιοφόρου νέο σύνολο ειδοποιήσεων από την Ισταμπούλ, «που επιβεβαίωναν την άφιξη τής τουρκικής αρμάδας στην Κύπρο» (que confirmavan la venida de la armada del Turco sobre Chipre). Ο Χουάν ντε Θουνίγκα έστειλε στον Φίλιππο Β’ αναφορά από τη Ρώμη τρεις ημέρες αργότερα. Οι Ενετοί ανανέωναν τώρα την έκκλησή τους στον πάπα, για να τούς δώσει άδεια να συλλέξουν τούς φόρους δεκάτης από τον κλήρο στα ενετικά εδάφη. Στις 27 Φεβρουαρίου ο Πίος Ε’ συγκάλεσε εκκλησιαστικό συμβούλιο για να ασχοληθεί με το θέμα «και αποφάσισε, ότι ήταν σωστό να τούς χορηγήσει τη χάρη που ζητούσαν». Μερικοί καρδινάλιοι δήλωναν ότι τώρα ήταν η ώρα για την πραγματοποίηση συμμαχίας μεταξύ Ισπανίας και Βενετίας εναντίον τού Τούρκου.124 Οι φόροι δεκάτης (ή tasse) θα απέφεραν 100.000 χρυσά δουκάτα, αλλά ο νούντσιος Φακκινέττι πίστευε, τώρα που οι Ενετοί εισέρχονταν σε πόλεμο με τούς Τούρκους, ότι «θα δαπανούσαν όχι λιγότερα από δυόμιση εκατομμύρια χρυσά δουκάτα τον χρόνο».125

Όμως στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 27ης Φεβρουαρίου ο Αντουάν Περρενώ, καρδινάλιος ντε Γκρανβέλ, είχε μιλήσει πολύ μειωτικά για τούς Ενετούς, ισχυριζόμενος ότι μικρή εμπιστοσύνη μπορούσε να έχει κανείς σε αυτούς. Άραγε ποια βοήθεια είχαν δώσει στον Φίλιππο Β’, όταν η τουρκική αρμάδα είχε επιτεθεί στα κράτη του; Αν η αρμάδα επέστρεφε στη Μάλτα ή στη Λα Γκολέττα, οι Ενετοί θα ακολουθούσαν απλώς τα δικά τους συμφέροντα. Ας έκανε λοιπόν ο Τούρκος επίθεση στην Κύπρο. Τότε οι Ενετοί θα αναγκάζονταν να τα σπάσουν μαζί του. Ο Γκρανβέλ, φίλος και σύμβουλος τού Φιλίππου, δεν θα βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις για ενετο-ισπανική συμμαχία. Ο καρδινάλιος Κομμεντόνε, που ήταν Ενετός, μίλησε σε έντονη αντίθεση με τον Γκρανβέλ, υπενθυμίζοντας με πικρία το τίμημα που είχε καταβάλει η Βενετία, όταν είχε συμμαχήσει με την Ισπανία στον πόλεμο τού 1537-1540.

Στην επιστολή του προς τον Φίλιππο στις 28 Φεβρουαρίου, τη μέρα μετά το φορτισμένο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο Θουνίγκα πρόσθετε το ενδιαφέρον γεγονός, ότι Ιταλός έμπορος ο οποίος ζούσε στη Λυών στη Γαλλία, αλληλογράφος τού Γκρανβέλ, είχε γράψει στον τελευταίο «την άλλη μέρα», ότι είχε μάθει από πρόσωπο που εμπλεκόταν πολύ στις γαλλικές υποθέσεις, «ότι ο τσαούς τον οποίο στέλνει τώρα ο Τούρκος στον χριστιανικότατο βασιλιά [Κάρολο Θ’] έχει λάβει εντολές, να ρωτήσει αν ο αυτός είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί ειρήνη μεταξύ τής μεγαλειότητάς σας [του Φιλίππου] και τού Τούρκου».126 Χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί για την Ισπανία, ο Σελήμ Β’ θα είχε τούς Ενετούς στην Κύπρο εξ ολοκλήρου στο έλεός του και αυτός ήταν απολύτως κατανοητός λόγος, για τον οποίο ο Κλωντ ντυ Μπουργκ ήθελε να πάει τον Μαχμούτ μπέη στη Γαλλία.

Όταν ο Σουριάν έδειξε στον Πίο Ε’ τις επιστολές που σχετίζονταν με τούς Τούρκους (τις οποίες είχε λάβει από τη Βενετία), ο Πίος τον κατεύθυνε να γράψει αμέσως στα μέλη τής Σινιορίας, «προτρέποντάς τους από την πλευρά του να κάνουν συμμαχία με τον Καθολικό βασιλιά» (esortandoli da sua parte a far lega col Re Cattolico). Την ίδια εκείνη μέρα ο Σουριάν έστειλε αγγελιοφόρο στη Βενετία. Έλαβε απάντηση το Σάββατο 4 Μαρτίου, με την οποία η Σινιορία εξουσιοδοτούσε τον πάπα (και τον πρεσβευτή της) να διαπραγματευτεί με την Καθολική του Μεγαλειότητα τη συμμαχία που επιδίωκε ο Πίος από την αρχή τής παπικής του θητείας. Τη Δευτέρα, 6 Μαρτίου ο Πίος κάλεσε τον Δον Λούις ντε Τόρρες, «υπάλληλο τού Αποστολικού του Ταμείου» (cherico della sua Camera Apostolica), και τού είπε ότι ήθελε να τον στείλει ως έκτακτο νούντσιο στον Φίλιππο Β’, για να εξασφαλίσει την προσχώρησή του στην αντι-τουρκική συμμαχία. Ο ντε Τόρρες αποδέχτηκε την αποστολή.127 Θα επιστρέψουμε σε αυτόν σύντομα.

Τον Μάρτιο 1570, καθώς κλίμα σοβαρού άγχους χαρακτήριζε τις ολοήμερες συνεδριάσεις τής Γερουσίας, λαμβανόταν μέριμνα για την αποστολή περισσότερων ανδρών, πυρομαχικών και προμηθειών στα ελληνικά νησιά, καθώς και στην Κύπρο. Στις 6 τού μηνός μια απόφαση τής Γερουσίας διέταζε τούς επιστάτες (provveditori) και τούς προστάτες (patroni) τού Ναυστάθμου να στείλουν με τα πρώτα διαθέσιμα πλοία διάφορα «υλικά» (robbe) στον διοικητή τής Αμμοχώστου, όπως ζητιόταν από τον Τζιρολάμο Μαρτινένγκο, «ο οποίος πηγαίνει ως κυβερνήτης εκείνου τού φρουρίου». Εγκρίθηκε πληρωμή 815 δουκάτων για τα «υλικά» που ήθελε ο Μαρτινένγκο, που περιλάμβαναν εξοπλισμό για πυροβολικό, σκάλες, πίσσα, ρητίνη, φανάρια, γαϊδούρια, χοντρό σκοινί, δύο χιλιάδες πήλινα μαγειρικά σκεύη, μεγάλα κόσκινα για τα σιτηρά και άλλα αντικείμενα για τα οποία ήταν γνωστό ότι υπήρχε έλλειψη στην Αμμόχωστο.128 Αν δεν ήταν το ένα, ήταν το άλλο. Η ημερήσια διάταξη τής Γερουσίας ετοιμαζόταν στο Κολλέγιο, το οποία είχε πάρα πολλή δουλειά να κάνει, ως συνέπεια τού «Τουρκικού πολέμου». Στις 9 Μαρτίου λοιπόν, η Γερουσία ψήφισε να εγκρίνει την εκλογή «τριών από τούς αξιότιμους ευγενείς μας ως εκτελεστών των αποφάσεων (deliberationi) που έχουν ληφθεί και οι οποίες θα ληφθούν από το εν λόγω Συμβούλιο [δηλαδή τη Γερουσία] σε θέματα που σχετίζονται με τη θάλασσα». Οι τρεις ευγενείς θα είχαν την ίδια εξουσία, όπως το Κολλέγιο, να θέτουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις τής Γερουσίας.129

Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία για τον «Τουρκικό πόλεμο». Στις 9 Φεβρουαρίου 1570 ο κύριος ντε Γκρανσάμπ έγραφε στον Πωλ ντε Φουά, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Αρνώ ντυ Φερριέ ως Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία:

Κύριε, σάς έχω γράψει τόσο πολλά, που ήσαν σε αντίθεση με τη γνώμη όλων των άλλων, ώστε τώρα μπορείτε να αποφασίσετε αν ο Θεός μού έχει δώσει μεγαλύτερη διορατικότητα γι’ αυτούς τούς ανθρώπους, ύστερα από είκοσι χρόνια που έχω περάσει ανάμεσά τους, από όση πιστεύατε, όπως μπορείτε να δείτε από την απαίτηση που στέλνει ο Μεγάλος Άρχοντας στη Σινιορία, ζητώντας [από τούς Ενετούς] να τού παραδώσουν την Κύπρο είτε τούς αρέσει είτε όχι.

Αυτό ήταν το τέλος τής φιλίας μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης. Οι Τούρκοι όμως εξαπατούσαν ως προς τις προετοιμασίες τους για την προβλεπόμενη εκστρατεία, γιατί είχε έρθει στο φως το γεγονός, ότι περισσότερες από τριανταπέντε γαλέρες τους βρίσκονταν σε ολέθρια κατάσταση και δεν θα ήσαν σε θέση να πλεύσουν. Όσο για τα μεταφορικά τους πλοία (palanderies), δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν τον αριθμό που χρειάζονταν. Θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο.

Κατά τη γνώμη τού ντε Γκρανσάμπ οι Τούρκοι είχαν λόγους να φοβούνται ένα τολμηρό αντίπαλο (quelque cerveau résolu), ο οποίος θα μπορούσε να τούς οδηγήσει σε θλιβερό τέλος, «το οποίο θα προκαλούσε σε εμάς μόνο μεγάλη θλίψη, λόγω τής φιλίας που έχουμε γι’ αυτούς». Ό,τι κι αν συνέβαινε, ο ντε Γκρανσάμπ ήθελε να πει στον Πωλ ντε Φουά, ότι ο Αλβίζε Μπουονρίτσο, «κομιστής τής παρούσας επιστολής», είχε επιλεγεί να συνοδεύσει τον τσαούς Κουμπάντ στη Βενετία και να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα τής «αγόρευσης» που θα έκανε ο τσαούς στη Σινιορία. Ο ντε Γκρανσάμπ συνιστούσε τον Μπουονρίτσο στον ντε Φουά, τον οποίο είχε πάντοτε βρει «τόσο στοργικό για το γαλλικό έθνος» (si affectionné à la nation françoise), ως κάποιον στον οποίον οι Γάλλοι είχαν μεγάλη υποχρέωση για τη φιλία και την εξυπηρετικότητά του:

Πάνω απ’ όλα, κάντε μου αυτή τη χάρη, ασκήσετε την επιρροή σας για να εξασφαλίσετε, ότι αυτός ο δύστυχος δεν θα επιστρέψει εδώ, για να πεθάνει ως σκλάβος στα χέρια αυτών των ανθρώπων…. Δεν μπορώ να σάς γράψω περισσότερα, τόσο επειδή ο χρόνος είναι περιορισμένος, όσο και λόγω τής εξωφρενικής εντολής που έχει δώσει ο πασάς στον κομιστή [Μπουονρίτσο], να μη μεταφέρει καμία δική μου επιστολή! Όπως συνηθίζω, έχω τελειώσει αυτή την επιστολή μου προς εσάς με υπερβολική βιασύνη. Ξέχασα να σάς πω, ότι όλα τα ενετικά πλοία έχουν κατασχεθεί, καθώς και τα εμπορεύματά τους, όπως και χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες τις οποίες αφήνω στον κομιστή.130

Αυτή είναι η τελευταία διασωζόμενη επιστολή τού ντε Γκρανσάμπ από την Ισταμπούλ.

Καθώς ο τσαούς ή κρατικός αγγελιοφόρος Κουμπάντ πλησίαζε αργά στη Βενετία, ο δόγης και η Γερουσία έστελναν επιστολή με ημερομηνία 17 Μαρτίου (1570) στον Τζιοβάννι Μιτσιέλ, τον πρεσβευτή τους στην αυτοκρατορική αυλή. Την ίδια στιγμή έγραφαν στον Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι, τού οποίου ο διάδοχος ως πρεσβευτής τής Δημοκρατίας στον Φίλιππο Β’, ο Λεονάρντο Ντονάντο, θα έφτανε αναμφίβολα στην ισπανική αυλή κάποιο χρονικό διάστημα μετά την άφιξη τής επιστολής τους. Οι Μιτσιέλ και Καβάλλι ενημερώνονταν, ότι ο τσαούς «έχει αποστολή να ζητήσει το νησί μας τής Κύπρου και αν δεν θέλουμε να το δώσουμε, να κηρύξει τον πόλεμο» (ha commissione di dimandarne l’ isola nostra di Cipro, et non volendo noi cederla d’ intimarne la guerra). Οι πρεσβευτές έπρεπε να πουν στον Μαξιμιλιανό και στον Φίλιππο, ότι ο τσαούς θα έπαιρνε την απάντηση που άρμοζε σε μια τέτοια άδικη και ανέντιμη απαίτηση. Μια επιστολή τής 6ης Φεβρουαρίου από τον βαΐλο Μπάρμπαρο στην Ισταμπούλ είχε αναφέρει, ότι ο σουλτάνος Σελήμ Β’ πήγαινε ο ίδιος στον ναύσταθμο και στο οπλοστάσιο, για να επιταχύνει την έναρξη τής εκστρατείας. Γαλέρες γλιστρούσαν έξω από τον ναύσταθμο ύπουλα τη νύχτα, δύο ή τρεις κάθε φορά, ενώ τώρα πια το μεγαλύτερο μέρος τής αρμάδας είχε ήδη φύγει από την τουρκική πρωτεύουσα.

Οι πρεσβευτές έπαιρναν επίσης οδηγίες να ενημερώσουν τον Μαξιμιλιανό και τον Φίλιππο, ότι η Βενετία θα υπερασπιζόταν την τιμή και την υπόληψή της. Η Σινιορία συγκέντρωνε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο στόλο. Ο επιφανής διοικητής Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, άλλοτε υπηρέτης τού εκλιπόντος αυτοκράτορα Φερδινάνδου, θα πήγαινε με τον στόλο, μαζί με μεγάλη δύναμη πεζικού. Ο Μιτσιέλ έπρεπε να πει στον Μαξιμιλιανό για την ελπίδα που έτρεφαν στη Βενετία, ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα θα ανταποκρινόταν στην παρούσα έκτακτη ανάγκη για την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου. Ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να γνωρίζει, ότι οι Τούρκοι είχαν υποκλέψει σχεδία με επιστολές που στέλνονταν μεταξύ Βενετίας και Ισταμπούλ.131

Όταν η Γερουσία συνεδρίασε την επομένη τής ημέρας κατά την οποία έδωσε άδεια στον δόγη και το Κολλέγιο να στείλουν στον Μαξιμιλιανό και στον Φίλιππο τις επιστολές τις οποίες μόλις σημειώσαμε, αποφάσισε σχεδόν ομόφωνα (195, 1, 1), ότι επιτέλους ο Τζιρολάμο Ζάνε έπρεπε να αποπλεύσει. Είχε εκλεγεί ναυτικός γενικός διοικητής το καλοκαίρι τού 1568, γιατί η Γερουσία πίστευε ότι θα ήξερε πώς να προστατεύσει την αξιοπρέπεια και να εγγυηθεί την ασφάλεια τού κράτους. Η Γερουσία όριζε τώρα τη Δευτέρα 27 Μαρτίου (1570), τη μέρα μετά το Πάσχα, ως ημέρα κατά την οποία αυτός θα έπαιρνε το λάβαρο τού Αγίου Μάρκου «με τη συνήθη επισημότητα» και θα έφευγε αμέσως μετά με τις γαλέρες, που ήσαν τότε έτοιμες στη Βενετία.132 Ναι, ο πόλεμος είχε αρχίσει στα σοβαρά, όπως ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον Τζάκομο Τσέλσι, τον επιστάτη τού στόλου. Μάρτυρας ήταν οι τουρκικές επιθέσεις «κατά μήκος των συνόρων μας στη Δαλματία, στην Αλβανία και αλλού». Ήταν ο σουλτάνος εκείνος που είχε παραβιάσει την ειρήνη «και είχε παραβιάσει τον όρκο και την υπόσχεση που είχε δώσει στη Σινιορία μας». Ο Τσέλσι, ενώ έπαιρνε εντολή να φροντίσει για την υπεράσπιση των πόλεων, των πλοίων και των υπηκόων τής Δημοκρατίας με τη συνηθισμένη επιμέλειά του, έπαιρνε επίσης τελικά εντολή, να αναλάβει επίθεση κατά των υπηκόων και αξιωματούχων τής Πύλης, «όπως η επίθεση σε ανοιχτό πόλεμο, αντιμετωπίζοντάς τους ως εχθρούς…» (come è questa di aperta guerra, trattandolì da nemici…). Παρόμοιες επιστολές στέλνονταν σε άλλους Ενετούς ναυτικούς διοικητές και στους πολιτικούς διοικητές (και άλλους αξιωματικούς) τής Ζάρας, τού Σεμπένικο, τού Τράου, τού Σπαλάτο, τής Λεσίνα (Χβαρ), τής Κούρτσολα και περίπου τριάντα άλλων ενετικών κτήσεων.133

Στις 27 Μαρτίου (1570) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Λεονάρντο Ντονάντο, ο οποίος έφτασε στην ισπανική αυλή στις αρχές Μαΐου, ότι ο τσαούς είχε φτάσει στη Βενετία στις 25 τού μηνός. Είχε παρουσιάσει στο Κολλέγιο την απαίτηση τού σουλτάνου για την Κύπρο, τού είχαν απαντήσει λακωνικά και τον είχαν αφήσει να φύγει με συνοπτικές διαδικασίες.

Στον Ντονάντο στελνόταν αντίγραφο τής απάντησης τού δόγη προς τον τσαούς, για να το δώσει στον βασιλιά.134 Η επιστολή που είχε φέρει ο Κουμπάντ στη Βενετία, προσφέροντας στη Σινιορία τις εναλλακτικές λύσεις είτε τής παράδοσης τής Κύπρου ή τής αντιμετώπισης τού «πιο βάναυσου πόλεμου σε όλα τα μέτωπα», ήταν συνοπτική και σαφής. Σύντομα έγινε γνωστή σε όλη τη Μεσόγειο και ο Πιέτρο Βαλντέριο (γράφοντας το 1573;) εισήγαγε αντίγραφό της στις πρώτες σελίδες τής ιστορίας του για τον κυπριακό πόλεμο.135

Καθένας στη Βενετία ήταν ενήμερος για τη σημασία τής αποστολής τού Κουμπάντ τσαούς, συμπεριλαμβανομένου τού αντιπροσώπου τού Ούλριχ Φούγκερ, ο οποίος έστειλε αναφορά ειδήσεων στο Άουγκσμπουργκ στις 27 Μαρτίου. Σύμφωνα με την αναφορά αυτή, η γαλέρα Σουριάνα είχε φτάσει την προηγούμενη μέρα, φέρνοντας τον τσαούς (chiaussio), τον γραμματέα Αλβίζε Μπουονρίτσο και τον γιο τού βαΐλου Μπάρμπαρο [επίσης Αλβίζε]. Η γαλέρα είχε σταματήσει στο Λίντο, αλλά στην αρχή μόνο ο Μπουονρίτσο είχε αποβιβαστεί, «και λένε ότι χτες μετά το δείπνο είχε ακρόαση με τούς Άρχοντες Σοφούς (Signori Savi)». Στις 26 Μαρτίου, που ήταν Κυριακή τού Πάσχα, όταν ο δόγης και άλλα μέλη τής Σινιορίας πήγαν στην εκκλησία τού Αγίου Ζαχαρία στη λιτανεία τής συγχώρεσης (al perdono), μπροστά τους προχωρούσαν οι κόκκινες σημαίες, «που λένε, ότι είναι σημάδι για το ξέσπασμα πολέμου». Ο Πιέτρο Σανούντο, ο οποίος πήγαινε ως διοικητής στην Πάδουα, κρατούσε το συμβολικό σπαθί. Το πρωί στις 27 τού μηνός πλήθος ευγενών συγκεντρώθηκε στην εκκλησία τού Αγίου Μωυσή (San Moisè) και διέσχισαν την πλατεία για να παρακολουθήσουν λειτουργία στον Άγιο Μάρκο, μετά την οποία ο δόγης Πιέτρο Λορεντάν έδωσε στον Τζιρολάμο Ζάνε το σκήπτρο τής ανώτατης διοίκησης ως ναυτικός γενικός διοικητής.

Στη συνέχεια, με τη σημαία τής Γαληνοτάτης να ανεμίζει ψηλά, συνόδευσαν τον Ζάνε στη γαλέρα του μέλη τής Σινιορίας, ο κλήρος τού Αγίου Μάρκου, όλοι οι διοικητές των γαλερών, πλήθος ευγενών, καθώς και ομάδα δορυπελεκηφόρων (halberdiers). Ενώ η πομπή κατευθυνόταν στο Μπατσίνο (Λεκάνη), χίλιοι πεζοί στρατιώτες στέκονταν προσοχή στην Πιάτσα Σαν Μάρκο, εκατό από τούς οποίους ήσαν νεοσύλλεκτοι τού Τζούλιο Σαβορνιάν, όπου κάποιοι πήγαιναν στη Ζάρα και οι υπόλοιποι στον Χάνδακα. Δόθηκε βολή χαιρετισμού από κανόνι, «ωραία βολή» (una bella salva). Όταν ο Ζάνε έφτασε στη ναυαρχίδα του και τοποθετήθηκε η σημαία, «όλες οι γαλέρες, που ήσαν περίπου τριάντα, εξαπέλυσαν θαυμάσια βολή πυροβολικού». Ο Ζάνε αναχώρησε αμέσως, «και πήγε να δειπνήσει στο Λίντο και υπάρχει η άποψη ότι αύριο το πρωί θα παραλάβει το έγγραφο τής αποστολής του και θα φύγει με είκοσι γαλέρες, ενώ οι υπόλοιπες δέκα θα φύγουν σε οκτώ ημέρες».136 Όπως πάντοτε όμως, θα υπήρχε κάποια καθυστέρηση.

Μια άλλη ειδοποίηση (avviso) από τη Βενετία με ημερομηνία 30 Μαρτίου έφερνε στους Φούγκερ τα εξής νέα:

Χτες το πρωί απέπλευσαν τα πλοία για την Κύπρο με τον άρχοντα Τζιρολάμο Μαρτινένγκο και τούς δύο χιλιάδες στρατιώτες που στέλνονται στην Κύπρο. Απόψε ο επιφανής γενικός [διοικητής] τού στόλου και ο διακεκριμένος γενικός επιστάτης (provveditore generale) τής Δαλματίας αναχώρησαν με μερικές γαλέρες. Ο τσαούς έχει επίσης φύγει με γαλέρα για τη Ραγούσα. Ο γραμματέας έχει παραμείνει εδώ. Λέγεται ότι θα εκλεγεί (ειδικός) απεσταλμένος για να σταλεί στον αυτοκράτορα, καθώς και απεσταλμένος στην Πολωνία.137

Έτσι, σύμφωνα με τη μαρτυρία αξιόπιστου συντάκτη, ο οποίος όπως ο Φακκινέττι βρισκόταν στη Βενετία εκείνη την εποχή, ο Ζάνε έφυγε από το Λίντο το βράδυ τής 30ης Μαρτίου και καταπλέοντας αργά τη δαλματική ακτή έφτασε στη Ζάρα (Ζάνταρ) στις 13 Απριλίου ή κάπου τότε.138 Ασθένειες μεταξύ των κωπηλατών και τού πεζικού του, καθώς και άλλα προβλήματα, θα κρατούσαν τον Ζάνε και τον στόλο στη Ζάρα για δύο μήνες, καθώς περίμενε μάταια όπλα για τούς στρατιώτες του και τις γαλέρες των συμμάχων του.139

Κατά τη διάρκεια των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 1570, οι επιστολές τού δόγη Πιέτρο Λορεντάν προς τούς Ενετούς πρεσβευτές στην Ισπανία, την αυτοκρατορία, τη Γαλλία και τη Σαβοΐα, καθώς και προς τούς ναυτικούς διοικητές και άλλους αξιωματούχους τής Δημοκρατίας, επαναλαμβάνουν όλο και περισσότερο τη δύναμη τού Άρχοντα Τούρκου και τής τεράστιας αρμάδας του.140 Προσπαθώντας να απεικονίσουμε από βδομάδα σε βδομάδα την πορεία των γεγονότων και την αυξανόμενη ένταση στη Γερουσία, είναι πιθανό, σχεδόν αναπόφευκτο, να υπάρχουν επαναλήψεις στην περιγραφή μας. Υπήρχε η άποψη ότι η κινητοποίηση των τουρκικών δυνάμεων στη στεριά δεν ήταν καθόλου λιγότερο τρομερή από εκείνη στη θάλασσα. Έχουμε παρατηρήσει τον Πίο Ε’, «παρακινούμενο από το Άγιο Πνεύμα» (mosso dal Spirito Santo), στις παρατεταμένες προσπάθειές του να πείσει τη Βενετία να εισέλθει «σε συμμαχία και ένωση με τον γαληνότατο Καθολικό βασιλιά» (lega et unione con il serenissimo Re Catholico). Όμως ο νούντσιος Τζιανναντόνιο Φακκινέττι εύρισκε τη Σινιορία σταθερά απρόθυμη να δεσμευτεί σε αντι-τουρκική συμμαχία με την Ισπανία, τα συμφέροντα τής οποίας βρίσκονταν στη Βόρεια Αφρική και όχι στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την Αγία Έδρα οι Ενετοί ζητούσαν άνδρες, χρήματα και πυρομαχικά, κωφεύοντας πάντοτε στις εκκλήσεις τού Φακκινέττι για συμμαχία, που θα υποχρέωνε τη Βενετία να υπερασπίζεται τη Λα Γκολέττα, το Οράν ή ακόμη και το Πενιόν ντε Βέλεζ ντε λα Γκομέρα, όλες ισπανικές κτήσεις στην ακτή τής Βόρειας Αφρικής.141

Καθώς ο τσαούς Κουμπάντ ταξίδευε προς τα δυτικά και καθώς ο πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος, η Σινιορία άλλαξε γνώμη. Στις 30 Μαρτίου (1570) ο δόγης έγραψε τελικά στον Ενετό πρεσβευτή στην αυλή τού Φιλίππου Β’, εγκρίνοντας απολύτως την από καιρό πρόταση τού Πίου Ε’, ότι

οι δυνάμεις τής Καθολικής του Μεγαλειότητας έπρεπε να είναι ενωμένες με τις δικές μας, προκειμένου να αντιταχτούν στην οργή και τη δύναμη των Τούρκων, στο οποίο έχουμε συναινέσει εύκολα, λόγω τής επιθυμίας μας για το παγκόσμιο καλό και επειδή ελπίζουμε, ότι ο κύριος ο Θεός έχει στρέψει τα συμπονετικά του μάτια προς τη Χριστιανοσύνη και ότι είναι διατεθειμένος αυτή τη στιγμή να καταστείλει το θράσος των απίστων.142

Ταχύτητα ήταν τώρα απαραίτητη. Ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Μικέλε Σουριάν, έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσει συμφωνία με τον πάπα, ως προοίμιο για την τριπλή συμμαχία Αγίας Έδρας, Βενετίας και Ισπανίας, «ενώ, για να μη χαθεί χρόνος, επειδή κάθε μικρή καθυστέρηση θα μπορούσε να είναι επιζήμια, στέλνουμε στη Ρώμη επιτροπή και επαρκείς εξουσιοδοτήσεις, για να διευθετήσουν τις λεπτομέρειες που θα είναι αναγκαίες γι’ αυτή την ένωση».143

Στη Ρώμη η προοπτική πολέμου προκαλούσε αναταραχή. Σύμφωνα με νέα επιστολή τής 18ης Μαρτίου (1570), είχαν εκδοθεί διατάγματα, σύμφωνα με τα οποία όλοι οι Ιππότες τής Μάλτας έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους,

ενώ σήμερα το πρωί δημοσιεύτηκε παπικό σημείωμα, με το οποίο ο ποντίφηκας διατάζει όλους τούς Ιππότες… να πάνε κατά τη διάρκεια τού μήνα Απριλίου [στη Μάλτα], για να παρουσιαστούν στον μεγάλο μάγιστρό τους, επί ποινή απώλειας των εσόδων τους [commende], έτσι ώστε να μπορέσουν να πάνε σε αυτόν τον πόλεμο.

Ο Ενετός πρεσβευτής Σουριάν ανέφερε ότι δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τη μάζα «αρχόντων και κυρίων», που έρχονταν σε αυτόν προσφερόμενοι να υπηρετήσουν με δικά τους έξοδα ως «στρατιώτες τής τύχης» (venturieri) στον επερχόμενο πόλεμο. Προφανώς το κύριο πρόβλημα τού Σουριάν ήταν να βρεθεί κατάλληλη θέση γι’ αυτούς πάνω στις ενετικές γαλέρες. Υπήρχε φήμη στη Ρώμη, ότι ο Κόσιμο Α’ Μέδικος είχε προσφέρει στη Σινιορία μεγάλη βοήθεια.144

Παρά τις αντιρρήσεις τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, ο Πίος Ε’ είχε εξυψώσει τον Κόσιμο στον βαθμό τού Μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης με βούλλα με ημερομηνία 27 Αυγούστου 1569, η οποία είχε δημοσιευτεί στις 12 Δεκεμβρίου τού ίδιου έτους σε τελετή στο Παλάτσο Βέκκιο στη Φλωρεντία. Τρεις μήνες αργότερα (στις 5 Μαρτίου 1570) ο Πίος είχε τοποθετήσει το στέμμα τού Μεγάλου δούκα στο κεφάλι τού Κόσιμο, σε επίσημη συγκέντρωση στην Καπέλλα Σιξτίνα. Ενώ ο Μαξιμιλιανός δημοσιοποιούσε την αντίθεσή του στην ανύψωση τού Κόσιμο, ο Φίλιππος δεν είχε εκφράσει ακόμη τη δική του αποδοκιμασία για την απονομή τού νέου τίτλου από τον πάπα στον Κόσιμο. Μια άλλη όμως ειδοποίηση (avviso) από τη Ρώμη στις 18 Μαρτίου περιείχε την είδηση, ότι «την Πέμπτη [16 Μαρτίου] ο σεβασμιότατος ντε Τόρρες… έφυγε από εδώ για την Ισπανία, σταλμένος από τον πάπα για να δώσει στον Καθολικό βασιλιά περιγραφή τής στέψης και τού τίτλου τού Μεγάλου δούκα τής Τοσκάνης και για να προτρέψει τη μεγαλειότητά του να εισέλθει σε συμμαχία με τούς Ενετούς».145 Ο Λούις ντε Τόρρες, τότε τριανταεπτά ετών, ήταν ο κύριος υπάλληλος τού Παπικού Ταμείου (Camera Apostolica), θέση στην οποία είχε εντυπωσιάσει τον πάπα, ο οποίος τον επέλεξε για την αποστολή στην Ισπανία επειδή ήταν Ισπανός ευγενής. Αν και ο νέος τίτλος τού Κόσιμο Μέδικου παρέμεινε για πολύ μήλο τής έριδος, και ο Δον Λούις έπρεπε να προσπαθήσει να καθησυχάσει τον Φίλιππο Β’, ότι ο πάπας δεν επιδίωκε να σφετεριστεί την εξουσία ηγεμόνων απονέμοντάς του τον τίτλο, το σημαντικό ήταν να πείσει τον Φίλιππο να εισέλθει στην αντι-τουρκική συμμαχία με τούς Ενετούς.146

Ο Δον Λούις ντε Τόρρες έφυγε από τη Ρώμη στις 16 Μαρτίου (1570). Οι νούντσιοι έστελναν τις αναφορές τους στους καρδινάλιους υπουργούς εξωτερικών, όχι στον πάπα, ενώ οι πρώτες επιστολές τού Τόρρες προς τον καρδινάλιο-ανηψιό Μικέλε Μπονέλλι στάλθηκαν από τη Σιένα και την Κάσινα στις 18 και 19 Μαρτίου.147 Την Τρίτη 21 Μαρτίου, έχοντας κρατηθεί μια μέρα στο λιμάνι από θυελλώδη καιρό, ο Τόρρες έφτασε στη Γένουα, όπου βρήκε ότι ο δόγης Πάολο Μονέλια Τζουστινιάνι και η Σινιορία παρείχαν στον Ενετό πρεσβευτή Λεονάρντο Ντονάντο (Ντονά) διέλευση με γαλέρα που πήγαινε στην Ισπανία. Θα υπήρχε κάποια καθυστέρηση στην αναχώρησή του, επειδή οι Γενουάτες θεωρούσαν ότι ήταν κακός οιωνός (per mai augurio) να ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια διακοπών. Τα πιο εύκολα θα έρχονταν στις 26 Μαρτίου. Οι Τόρρες και Ντονάντο πήγαν μαζί στο σπίτι τού Γκουζμάν ντε Σίλβα, τού Ισπανού πρεσβευτή στη Δημοκρατία τής Γένουας, στο οποίο κατέλυσε ο Τόρρες. Ο νούντσιος και ο Ενετός πρέσβης είχαν τώρα τον ίδιο σκοπό πηγαίνοντας στην Ισπανία. Η σπουδή ήταν απαραίτητη και ζήτησαν από τη Σινιορία να επισπεύσει την αναχώρηση των γαλερών.

Ο Τόρρες ήταν βέβαιος, ότι για να ευχαριστήσουν την Αγιότητά του ο δόγης και οι διοικητές τής Γένουας θα έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Πισσαρίστηκε η καρίνα τής γαλέρας «με μεγάλη σπουδή» (con molta furia), όπως έγραφε ο Τόρρες στον Μπονέλλι στις 23 Μαρτίου και ανέβασαν προμήθειες στο πλοίο για το ταξίδι. Έλπιζε να αποπλεύσει εκείνη τη νύχτα, αλλά αυτός και ο Ντονάντο καθυστέρησαν για ακόμη δύο ή τρεις ημέρες. Όσο βρισκόταν στη Γένουα, ο Τόρρες προσπάθησε να προσδιορίσει τον αριθμό των γαλερών τού Φιλίππου Β’ στα ιταλικά ύδατα. Μετρώντας δύο γαλέρες τής Σαβοΐας και δύο που ανήκαν στη Γένουα, ο Φίλιππος είχε εικοσιτρείς στην περιοχή, καθώς και δεκαπέντε ναπολιτάνικες και δέκα σικελικές γαλέρες. Ο Τόρρες πίστευε, ότι οι Ιωαννίτες μπορούσαν να υπολογίζονται για τέσσερις γαλέρες και ο νέος μεγάλος δούκας Κόσιμο για έξι ελαφριές και δύο βαριές γαλέρες. Το σύνολο ήταν εξήντα γαλέρες. Παρά το γεγονός, ότι οι εικοσιτρείς γαλέρες στη Γένουα θα απέπλεαν πολύ σύντομα για το ισπανικό φυλάκιο στη Λα Γκολέττα,148 ο Φίλιππος είχε ακόμη στη διάθεσή του προφανώς σημαντική δύναμη, την οποία μπορούσε να θέσει γρήγορα σε κίνηση εναντίον των Τούρκων.149

Επιστολές τού Τόρρες τον τοποθετούν στη Μασσαλία, στις 29-30 Μαρτίου, στη Βαρκελώνη στις 8 Απριλίου και «από εδώ θα συνεχίσω το πρωί» (di qui seguiterò domattina), όπως έγραφε στον νούντσιο Τζιανμπαττίστα Καστάνια, ο οποίος βρισκόταν τότε στην Κόρδοβα, «με τη βοήθεια τού Θεού, το ταξίδι μου» (con l’ aiuto di Dio, il mio viaggio). Ο Τόρρες ήταν στην Άριζα, είκοσι μίλια ή περισσότερα νοτιοδυτικά τής Καλαταγιούντ στα μέσα Απριλίου. Ταξιδεύοντας με ταχείς ρυθμούς, έφτασε στην ισπανική αυλή στην Κόρδοβα στις 19 Απριλίου. Δύο μέρες αργότερα είχε μακρά και αλησμόνητη ακρόαση με τον Φίλιππο Β’, που υποδέχθηκε και τον Καστάνια την ίδια στιγμή. Αν και ο Τόρρες προχώρησε στη δουλειά χωρίς καθυστέρηση, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τον τουρκικό κίνδυνο και ο Φίλιππος τον άκουγε «με χαρούμενο πρόσωπο και πολλή προσοχή» (con allegra faccia e molta attenzione), η μεγαλειότητά του είπε, ότι η σύναψη τής προτεινόμενης συμμαχίας με τη Βενετία [και με την Αγιότητά του] έπρεπε να αναβληθεί, επειδή πήγαινε με την αυλή στη Σεβίλλη. Την επόμενη μέρα, στις 22 Απριλίου, ο Τόρρες δείπνησε με τον επικεφαλής υπουργό τού Φιλίππου, τον καρδινάλιο Ντιέγκο Εσπινόζα, ο οποίος τού είπε, ότι ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να συναινέσει στα δύο πιο άμεσα αιτήματα τού Τόρρες, πρώτον, ότι θα διέταζε να συγκεντρωθούν οι διαθέσιμες γαλέρες στη Σικελία υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια, ο οποίος έπρεπε να υπακούει τον πάπα σε όλα τα ζητήματα και δεύτερον, ότι θα έγραφε τόσο στον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, αντιβασιλέα τής Σικελίας, όσο και στον Δον Περ Αφάν ντε Ριμπέρα, τον δούκα τού Αλκαλά και αντιβασιλέα τής Νάπολης, να διαθέσουν στον ενετικό στόλο τρόφιμα, σύμφωνα με τούς πόρους των δύο βασιλείων.

Η ουσία τού επιχειρήματος τού Τόρρες ήταν, ότι ούτε οι ενετικές ούτε οι ισπανικές δυνάμεις, ενεργώντας μόνες τους, ήσαν τόσο δυνατές όσο οι τουρκικές. Μαζί όμως, και με την προσθήκη των γαλερών τού πάπα και των Ιωαννιτών, θα μπορούσαν να βάλουν στη θάλασσα στόλο περισσότερων από 250 γαλέρες, δύναμη την οποία δεν θα μπορούσε να αντιπαρατάξει ο Μεγάλος Τούρκος. Θα μπορούσε να αναλάβουν επιθετική δράση και να κάνουν στους Τούρκους ζημιά χωρίς τέλος. Ένας από τούς κύριους λόγους για τούς οποίους ο Μεγάλος Τούρκος τα είχε σπάσει με τη Βενετία ήταν η παραδοχή του, ότι η Σινιορία δεν θα είχε καμία ελπίδα για ένωση με την Ισπανία, γιατί πίστευε, ότι ο Φίλιππος θα ήταν τόσο απασχολημένος με τούς πολέμους με τούς Ολλανδούς και τούς Μορίσκος τής Γρανάδας,

που δεν θα ήταν σε θέση να συμμετάσχει τόσο στον ένα όσο και στον άλλο, ενώ επίσης δεν θα ήταν αρμόζον για τη δύναμη και το μεγαλείο τής μεγαλειότητάς του να αποδειχθεί ότι τα αποτελέσματα ήσαν σύμφωνα με αυτή την παραδοχή τού Τούρκου.150

Η ένωση τής Ισπανίας, τής Βενετίας και τής Αγίας Έδρας για να κάνουν πόλεμο με τον Τούρκο γρήγορα έγινε κύριο μέλημα τού Συμβουλίου τού κράτους τού Φιλίππου, τής Ενετικής Σινιορίας και τής Ρωμαϊκής κούρτης. Την 1η Απριλίου (1570) ο δόγης Πιέτρο Λορεντάν και η Γερουσία έγραφαν στον Ενετό πρεσβευτή στην αυλή τού Φιλίππου, ο Καβάλλι βρισκόταν ακόμη εκεί, ότι οι τελευταίες πληροφορίες από την Ανατολική Μεσόγειο ανέφεραν, ότι οι πασάδες σχεδίαζαν να επιτεθούν όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Κέρκυρα, για να παρεμποδίσουν την ένωση τού ισπανικού και τού ενετικού στόλου. Ο πρέσβης έπρεπε να μεταφέρει στον Φίλιππο και στους συμβούλους του την πεποίθηση τής Γερουσίας, ότι τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο σημαντικό, καθώς ο πόλεμος άρχιζε, από την ένωση των δύο στόλων όσο το δυνατόν συντομότερα. Έπρεπε επομένως να ελπίζουν, ότι ο βασιλιάς θα διάταζε τώρα τον ναυτικό εξοπλισμό του στα νερά τής Σικελίας, ώστε με την προσθήκη τής δύναμής του σε εκείνη τής Βενετίας να μπορούσαν οι σύμμαχοι να αναλάβουν αποτελεσματική δράση «για να καταστρέψουν τα σχέδια τού κοινού εχθρού» (per disturbar li dissegni del commune inimico).151

Δεδομένου ότι οι Ενετοί έβλεπαν με φόβο το αναπόφευκτο κόστος τού πολέμου, συνέχιζαν με περιορισμένη επιτυχία τις προσπάθειες εξασφάλισης τής αποπληρωμής τού δανείου των 200.000 σκούδων, που είχαν κάνει στον Κάρολο Θ’ τής Γαλλίας και τη μητέρα του Αικατερίνη των Μεδίκων. Ο Ενετός πρεσβευτής στη Γαλλία, ο Αλβίζε Κονταρίνι (ο οποίος βρισκόταν στη θέση του για ένα σχεδόν χρόνο), έπρεπε να ασκήσει όση πίεση μπορούσε στις χριστιανικότατες μεγαλειότητές τους, για να ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους απέναντι στη Δημοκρατία, η οποία είχε πια τόσο απόλυτη ανάγκη αυτών των χρημάτων.152 Μέχρι τις 7 Οκτωβρίου (1570), μετά την πτώση τής Λευκωσίας, στην οποία θα έρθουμε σε εύθετον χρόνο, η Σινιορία δεν είχε πάρει πάνω από 11.807 δουκάτα με συναλλαγματικές επιστολές από τη Λυών.153 Ήταν δύσκολο να ασκήσει πίεση στους βασιλικούς οφειλέτες και, με επόμενο σκληρό έτος μπροστά, οι Ενετοί προσέβλεπαν στους σιτοβολώνες τής Προβηγκίας και τής Βουργουνδίας για γαλέτα για τον στόλο.154

Οι Ενετοί, λέει ο Σερένο, άνοιγαν κάθε δρόμο που οδηγούσε σε χρήματα. Δημιουργήθηκαν οκτώ νέοι Επίτροποι τού Αγίου Μάρκου (Procuratori di S. Marco), καθένας από τούς οποίους έδωσε στη Σινιορία 20.000 σκούδα σε μετρητά υπό το πρόσχημα δανείου. Το αξίωμα τού επιτρόπου ήταν το υψηλότερο αξίωμα στη Βενετία ύστερα από εκείνο τού δόγη. Νεαροί ευγενείς ηλικίας τουλάχιστον δεκαοκτώ ετών έγιναν δεκτοί στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) με την καταβολή εκατό σκούδων. Αυτό ήταν κάτω από το νόμιμο όριο ηλικίας, αλλά, όπως λέει ο Παρούτα, τούς δόθηκε το δικαίωμα να ψηφίζουν για όλους τούς δικαστές. Δημόσια ακίνητα διατίθεντο προς πώληση και αυξάνονταν όλων των ειδών οι φόροι και επιβολές. Στο Νομισματοκοπείο ή Ζέκκα (τώρα το νότιο άκρο τής Εθνικής Μαρκιανής Βιβλιοθήκης) αξιωματούχοι δέχονταν καταθέσεις «προς μεγάλο όφελος εκείνων που έφερναν χρυσό και ασήμι», σύμφωνα με τον Παρούτα, «ενώ με διάφορους άλλους τρόπους προσπαθούσαν να μαζέψουν χρήματα από κάθε πηγή». Με τέτοιους τρόπους, όπως λεγόταν, συγκεντρώθηκαν 300.000 σκούδα.155

Οι άνδρες βρίσκονταν σε μικρότερη προσφορά από το χρήμα. Η Σινιορία δυσκολευόταν να ανεβάσει αρκετό πεζικό στις γαλέρες και στα άλλα πλοία, που υποτίθεται ότι θα πήγαιναν στην Κέρκυρα, στην Κρήτη και στην Κύπρο. Εκτός από τα πολυάριθμα στρατεύματα στις δαλματικές φρουρές και εκείνα σε πολλά νησιά που ανήκαν στη Βενετία, στις αρχές Απριλίου (1570) η Γερουσία πάλευε με την πρόσληψη και κατανομή περίπου 18.000 στρατιωτών, χωρίς να προσμετρώνται άλλες στρατολογήσεις και χωρίς να υπολογίζονται οι 2.000 άνδρες που είχαν αποπλεύσει με τον Τζιρολάμο Μαρτινένγκο στα τέλη Μαρτίου.156 Σε γενικές γραμμές ήταν προφανώς πιο δύσκολο να βρεθούν κωπηλάτες παρά πεζικό και στις 9 Απριλίου η Γερουσία αρνήθηκε την προσφορά ιππικού και πεζών από έναν από τούς Γερμανούς δούκες σε αναζήτηση περιπέτειας.157 Καθώς προχωρούσε το έτος, η εξεύρεση χρημάτων γινόταν σχεδόν τόσο δύσκολη όσο εκείνη των κωπηλατών, ενώ οι δαπάνες τού στόλου γίνονταν όλο και πιο επαχθείς.158

Στις 18 Απριλίου (1570) ψηφίστηκε η επίσημη αποστολή τού Τζιρολάμο Ζάνε ως ναυτικού γενικού διοικητή «σε αυτή την πολύ σημαντική στιγμή και ευκαιρία τού πολέμου με τον Τούρκο» (in questo importantissimo tempo et occasione della guerra con il Turco). Έπαιρνε εντολή να παραμένει σε δαλματικά ύδατα, μέχρι να μπορέσει η Γερουσία να τού στείλει τις γαλέρες που εξοπλίζονταν ακόμη και να περιμένει την άφιξη τού «γενικού κυβερνήτη» Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι και των αξιωματικών, οι οποίοι θα ενώνονταν σύντομα μαζί του με 12.000 πεζικό και 1.500 «σκαπανείς» ή «πρωτοπόρους» (guastadori), τούς οποίους η Γερουσία είχε αποφασίσει να ανεβάσει στον στόλο. Ο Ζάνε έπρεπε να διατηρεί στενή επαφή με τούς πολιτικούς διοικητές Κέρκυρας, Ζακύνθου, Κεφαλονιάς, Τσιρίγο (Κυθήρων) και Κρήτης και προφανώς έπρεπε να παρακολουθεί την «εξέλιξη και πρόοδο» (andamenti et progressi) τού τουρκικού στόλου, ιδιαίτερα των γαλερών που είχαν φύγει πρόσφατα από την Ισταμπούλ.

Ως γενικός διοικητής σε περίοδο κρίσης, ο Ζάνε λάμβανε τα συνήθη δικαιώματα να επιτάσσει και να εξοπλίζει κάθε γαλέρα, φούστα ή πλοίο μεταφοράς που χρειαζόταν, να ανοίγει όλες τις επιστολές που απευθύνονταν στη Σινιορία και να τιμωρεί διοικητές γαλερών και άλλους, που αγνοούσαν τις απαγορεύσεις κατά τού εμπορίου ή που προσπαθούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να αφαιρέσουν από το κράτος με απάτη δημόσιους πόρους. Ο αγώνας για την πρόληψη τής διαφθοράς ήταν αιώνιος και συχνά ανεπιτυχής στη Βενετία και ιδιαίτερα στις αποικίες, όπου η επιτήρηση ήταν πιο δύσκολη.

Ο Ζάνε έπρεπε να διατηρεί τις γαλέρες, τα ξάρτια τους και όλο τον εξοπλισμό στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Σε ταραχώδεις εποχές καταναλώνονταν κουπιά, πανιά και εξοπλισμός σε ποσοστό διπλάσιο ή τριπλάσιο από το κανονικό (il doppio et for se il triplo di quello che si soleva consumar ad altri tempi). H έκταση τής «κατανάλωσης» την οποία προκαλούσαν οι ταραχώδεις εποχές καταδεικνύεται από το γεγονός, ότι ο Ζάνε έπαιρνε τώρα το ποσό των 145.167 δουκάτων για έξοδα.159 Ήταν πίθος των Δαναΐδων. Λίγους μήνες αργότερα (στις 31 Ιουλίου) η Γερουσία ψήφιζε να τού στείλει κι άλλα 25.000 δουκάτα «για έξοδα που χρειάζεται καθημερινά ο στόλος μας» (per le spese che li occorreno per giornata per l’ armata nostra).160

Ο Πίος Ε’ έψαχνε επίσης για χρήματα, όπως και ο Φίλιππος Β’. Είχε αναφερθεί από τη Ρώμη στις 29 Απριλίου (1570), ότι η Αγιότητά του ήταν αποφασισμένος να προσφέρει στους Ενετούς όλη τη δυνατή βοήθεια «για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων» (per la guerra contra Turchi). Κατ’ αρχάς έπρεπε να εξοπλίσει δεκαπέντε γαλέρες, στις οποίες θα διόριζε διοικητή, ο οποίος θα αναφερόταν στον γενικό διοικητή των Ενετών, στον Ζάνε. Παπικός διοικητής ίσως ήταν είτε ο καρδινάλιος Αλβίζε Κορνέρ (Κορνάρο) ή ο Τζιανφραντσέσκο Κομμεντόνε, Ενετοί και οι δύο. Όμως αν η Αγιότητά του διάλεγε έξω από την κούρτη, η διοίκηση των γαλερών του μπορούσε να ανατεθεί στον Ρωμαίο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Ο καρδινάλιος Μικέλε Μπονέλλι είχε μόλις πραγματοποιήσει «σύναξη» (congregatione) στο σπίτι του, στην οποία είχαν κληθεί οι Ρωμαίοι βαρώνοι. Ο Μπονέλλι τούς είχε πει, ότι ο πάπας ήθελε από αυτούς να διαθέσουν άνδρες που θα υπηρετούσαν ως κωπηλάτες και τα χρήματα για να τούς πληρώσει, δηλαδή ήθελε τέσσερις άνδρες από κάθε εκατό νοικοκυριά (fuochi) των υποτελών τους. Ο πάπας θα παρείχε στους κωπηλάτες τρόφιμα αξίας μέχρι δύο σκούδων τον μήνα, καθώς και μηνιαίες αποδοχές άλλων δύο σκούδων, αλλά σε κάθε περίπτωση καμία οικογένεια δεν θα φορολογιόταν για περισσότερο από ένα σκούδο τον χρόνο.161

Ο Φίλιππος Β’ είχε βέβαια συμφωνήσει να διαθέσει προμήθειες και πυρομαχικά στους Ενετούς από τα αποθέματα στα βασίλεια τής Νάπολης και τής Σικελίας. Είχε επίσης δώσει εντολή στον Τζιανναντρέα Ντόρια (όπως είχε υποσχεθεί στον Τόρρες) να συγκεντρώσει τις διαθέσιμες γαλέρες στη Σικελία. Ήταν όμως σαφές, ότι ο Φίλιππος δεν θα έστελνε τον στόλο του εναντίον των Τούρκων και δεν θα συμμετείχε στην ένωση με τη Βενετία, έως ότου ο πάπας τού χορηγούσε την «επιδότηση» (el subsidio) και τον «σταυροφορικό φόρο» (cruzada), που επιδίωκε ανεπιτυχώς για μήνες.

Ο Φίλιππος και οι σύμβουλοί του εύρισκαν την ένωση με τούς Ενετούς δύσκολη, γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη στην ιδιοτελή Σινιορία.162 Αλλά ο Φίλιππος ήταν επίμονος και έτσι ήσαν και οι εκπρόσωποί του στη Ρώμη. Τελικά στις 22 Μαΐου (1571) ο πρέσβης Χουάν ντε Θουνίγκα μπορούσε να γράφει στον Φίλιππο, ότι, αν και η συμμαχία δεν είχε ακόμη συναφθεί, ο Πίος είχε συμφωνήσει στην παραχώρηση τόσο τού «σταυροφορικού φόρου» (cruzada), όσο και τής «επιδότησης» (subsidio) σε ακρόαση που είχε με την Αγιότητά του πριν από μια βδομάδα.163

Λίγες ημέρες μετά την αποστολή τής είδησης στις 29 Απριλίου 1570, στην οποία λεγόταν ότι ο Πίος Ε’ ετοιμαζόταν να εξοπλίσει δεκαπέντε γαλέρες, άλλη αναφορά (της 3ης Μαΐου) τον παρουσιάζει ως «αποφασισμένο να εξοπλίσει εικοσιτέσσερις γαλέρες για την υπηρεσία τής Ενετικής Σινιορίας». Δώδεκα από αυτές τις γαλέρες έπρεπε να φτάσουν στην Αγκώνα σε λίγες ημέρες. Η Αγιότητά του βρισκόταν σε οικονομικό αδιέξοδο, λόγω «αυτών των υπέρογκων δαπανών». Έπρεπε να βρει χρήματα, «και έτσι η προαγωγή καρδιναλίων θεωρείται βέβαιη, ενώ σύμφωνα με την κοινή γνώμη ο αριθμός τους θα είναι από δέκα έως δώδεκα…».164 Η νέα αποστολή ειδήσεων τής 3ης Μαΐου (όπως και εκείνη τής 29ης Απριλίου) είχε ετοιμαστεί από εκπρόσωπο τού Φούγκερ στη Ρώμη για μετάδοση στη Βενετία και από εκεί στο Άουγκσμπουργκ. Ο εκπρόσωπος ήταν καλά ενημερωμένος, γιατί δύο βδομάδες αργότερα (στις 17 Μαΐου) στις τρίτες και τελευταίες προαγωγές ο Πίος δημιούργησε δεκαέξι καρδινάλιους.165 Σύμφωνα με τον Σερένο καθένας από αυτούς κατέβαλε 30.000 δουκάτα για το κόκκινο καπέλο.166 Σε κάθε περίπτωση ο Σαρλ ντ’ Ανζέν, επίσκοπος τού Λε Μαν και Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη, ήταν ανάμεσά τους. Ανέλαβε τον τίτλο τού καρδινάλιου τού Ραμπουγιέ και οι επιστολές του προς τον Κάρολο Θ’ από την παπική κούρτη αποτελούν σημαντική πηγή για την ιστορία των ταραγμένων ετών 1570-1571.167

Μάλιστα στις αρχές Μαΐου (1570) ο Ραμπουγιέ έγραφε στον Κάρολο, ότι

ο πάπας είναι αμετάκλητα αποφασισμένος να βοηθήσει τούς Ενετούς στον μέγιστο δυνατό βαθμό τής δύναμής του σε αυτόν τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων και αναμένει πολύ σύντομα τούς σκελετούς εικοσιτεσσάρων γαλερών που στέλνονται στην Αγκώνα, έτσι ώστε ο πάπας, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, να τις εξοπλίσει και να τις συντηρήσει. Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρει, όχι λόγω τής δαπάνης, αλλά λόγω τής έλλειψης ναυτικών για πρόσληψη σε αυτό το κράτος. Όσο για τη δαπάνη, η Αγιότητά του ετοιμάζεται να μπορέσει να την αντιμετωπίσει, αν δεν είναι υπερβολικά μεγάλη. Κατ’ αρχήν έχει αναλάβει το αξίωμα τού οικονόμου (l’ estat de camerlingat), το οποίο έχει στερήσει από τον ανηψιό του καρδινάλιο Αλεσσάντρια (Alessandrino) και το έχει πουλήσει για 68.000 χρυσά σκούδα στον καρδινάλιο [Αλβίζε] Κορνέρ. Πολλά άτομα έχουν αναρωτηθεί γι’ αυτό, αλλά θέλησε να ξεκινήσει με τον δικό του ανηψιό, έτσι ώστε ούτε οι κάτοχοι αξιωμάτων ούτε κανένας άλλος να μπορεί να παραπονείται, αν, σε ένα πόλεμο τόσο σημαντικό και για μια υπόθεση τόσο δίκαιη, τούς επιβάλει κάποιους φόρους. Όπως το καταλαβαίνω, η Αγιότητά του θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πάρει 20.000 ή 25.000 σκούδα περισσότερα για το αξίωμα τού οικονόμου, αλλά δεν ήθελε ποτέ να το δει στα χέρια ενός καρδινάλιου-ηγεμόνα ή ενός Ρωμαίου.

Ίσως οι προσλήψεις δεν θα ήσαν τόσο δύσκολες, έτσι κι αλλιώς, γιατί ήδη οι δρόμοι προς την Αγκώνα ήσαν γεμάτοι από μισθοφόρους που αναζητούσαν να χρησιμοποιηθούν κατά των Τούρκων. Ο Ραμπουγιέ βρισκόταν επίσης σε θέση να ενημερώνει τον Κάρολο, ότι αγγελιοφόρος από τη Σικελία μόλις είχε φέρει την είδηση στη Ρώμη, ότι ο στόλος τού Σελήμ Β’ θα περιλάμβανε τουλάχιστον 170 γαλέρες, ότι ο Πιαλή πασάς είχε αποπλεύσει με τις πρώτες εκατό γαλέρες τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) και ότι ο Αλή πασάς θα ακολουθούσε σύντομα με τις υπόλοιπες εβδομήντα, «όλες για την επιχείρηση τής Κύπρου» (le tout pour l’ entreprise de Cypre).168

Προς το τέλος Μαΐου (1570) η Ενετική Γερουσία ψήφισε να στείλει κι άλλους σαράντα πεζούς στρατιώτες για να προστατεύουν το νησί τού Παγκ, όπου οι αλυκές και οι αποθήκες ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκικές επιδρομές από την κοντινή πόλη τού Όμπροβατς,169 το δυτικότερο προπύργιο των Τούρκων κατά τη διάρκεια τού ενάμιση αιώνα τους στη Δαλματία (1527-1685). Ο ενετικός στόλος βρισκόταν ακόμη στη Ζάρα στη βόρεια Αδριατική, αλλά στις 30 Μαΐου η Γερουσία ενέκρινε το κείμενο επιστολής προς τον γενικό διοικητή Τζιρολάμο Ζάνε, ενημερώνοντάς τον, ότι είχε τώρα φτάσει πληροφορία από τον Μικέλε Σουριάν, τον πρεσβευτή τους στη Ρώμη, ότι ο Πίος Ε’ είχε μόλις διατάξει τον Τζιανναντρέα Ντόρια να ενώσει τον στόλο τού Καθολικού βασιλιά με εκείνον τής Δημοκρατίας. Τον στόλο τού Φιλίππου θα αποτελούσαν «τουλάχιστον πενηνταπέντε γαλέρες με τουλάχιστον εκατό καλούς στρατιώτες πάνω σε κάθε γαλέρα». (Οι Ενετοί συνήθως έστελναν τις γαλέρες καθεμιά με εξήντα στρατιώτες.) Οι τέσσερις γαλέρες των Ιωαννιτών έπρεπε επίσης να προστεθούν στις ναυτικές δυνάμεις τής Βενετίας και τής Ισπανίας. Η Γερουσία χάρηκε μαθαίνοντας ότι οι γαλέρες των Ιωαννιτών θα βρίσκονταν υπό τη διοίκηση τού ηγούμενου τής Μεσσίνα, τού αδελφού Πιέτρο Τζουστινιάν, Ενετού ευγενή.

Οι γαλέρες θα συγκεντρώνονταν στην Κέρκυρα. Δεν θα εξυπηρετούσε αν οι γαλέρες τού Φιλίππου έφταναν στα κερκυραϊκά ύδατα πριν από εκείνες τής Σινιορίας. Ο Ζάνε έπρεπε λοιπόν να βάλει τον ενετικό στόλο σε τάξη «με κάθε επιμέλεια» και να σπεύσει στην Κέρκυρα για την ένωση των κύριων ναυτικών εξοπλισμών τής Χριστιανοσύνης. Ο Ζάνε θα ήξερε πώς να υπηρετήσει τη Δημοκρατία, με τη βοήθεια τού Θεού, «έχοντας ως κύριο σκοπό την ήττα τής τουρκικής αρμάδας!» (havendo per principal il batter l’ armata Turchescha!).170

Ο Πίος Ε’ διέθετε επίσης γαλέρες, όπως είδαμε, καθώς και μεγάλο μέρος των κωπηλατών και των άλλων που επέβαιναν στα παπικά πλοία, τα οποία είχαν ήδη φτάσει στην Αγκώνα. Ο Πίος είχε δράσει γρήγορα. Οι σύμμαχοί του έπρεπε να δράσουν γρήγορα. Όπως προειδοποιούσαν ο δόγης και η Γερουσία τον Ντονάντο, τον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φιλίππου, σε επείγουσα επιστολή τής 10ης Ιουνίου (1570), που έπρεπε να διαβιβάσει την προειδοποίηση στον βασιλιά, δεν έπρεπε να επιτρέψουν «στην αρμάδα τού εχθρού να πηγαινοέρχεται ελεύθερα στη θάλασσα, ούτε να ξεκινά οποιαδήποτε επιχείρηση επέλεγε, τόσο εναντίον των κρατών τής μεγαλειότητάς του, όσο και εναντίον τού δικού μας».171

Ο πάπας κινιόταν γρήγορα, όπως και οι Ενετοί, πολύ γρήγορα για τον Φίλιππο Β’, ο οποίος, συνήθως χρειαζόταν πολύ χρόνο για να αποφασίσει. Με επίσημη όμως δήλωση, στην οποία μπήκε η βασιλική σφραγίδα στις 16 Μαΐου 1570, ο Φίλιππος έδινε πλήρη εξουσιοδότηση στους καρδινάλιους Αντουάν Περρενώ ντε Γκρανβέλ και Φρανσίσκο Πατσέκο ντε Τολέδο, μαζί με τον πρέσβη Δον Χουάν ντε Θουνίγκα, να διαπραγματευτούν «συμμαχία, συνομοσπονδία και ένωση με την επιφανέστατη Δημοκρατία τής Βενετίας», με σκοπό να αντισταθούν και να αντιταχθούν, να επιτεθούν και να εισβάλλουν στον Τούρκο, τον κοινό εχθρό τής Χριστιανοσύνης.172 Την ίδια μέρα ο Φίλιππος έγραφε στον Θουνίγκα, ότι αν και είχε υποκύψει στη δίκαιη προτροπή τού πάπα Πίου να ενταχθούν στην προτεινόμενη συμμαχία, θα μπορούσε να το κάνει μόνο «με βάση τη συνδρομή και βοήθεια που θα μού προσφέρει η Αγιότητά του με τις χάρες που προτείνονται…» (sobre el fundamento del socorro y ayuda que su Santidad me ha de hazer por medio de las gracias que se le proponen…). Ο πάπας έπρεπε να τού χορηγήσει τις οικονομικές «χάρες» που χρειαζόταν, αλλιώς θα ήταν ανίκανος να κινηθεί. Για να βοηθήσει τον Θουνίγκα και τούς βασιλικούς επίτροπους στις διαπραγματεύσεις τους με τη Βενετία και την Αγία Έδρα, ο Φίλιππος έστειλε αντίγραφο των όρων, με βάση τούς οποίους είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συμμαχία τού 1537.173 Σε άλλη επιστολή του προς τον Θουνίγκα ο Φίλιππος ανέφερε, ότι ενώ ήταν έτοιμος να αποδεχτεί τη συμμαχία, οι επίτροποί του έπρεπε να εξασφαλίσουν τον σταυροφορικό φόρο (κρουζάδα) και άλλες οικονομικές παραχωρήσεις.174

Στις 16 Μαΐου ο Φίλιππος έγραψε επίσης στον πάπα, επαινώντας τη σοφία του στην υποστήριξη συμμαχίας των χριστιανών ηγεμόνων εναντίον τής ισχύος, τής αυθάδειας και τής φιλοδοξίας τού Τούρκου, οι οποίες αυξάνονταν μέρα με τη μέρα. Θέλοντας να ικανοποιήσει την Αγιότητά του, είχε αποφασίσει να εισέλθει στη συμμαχία, σύμφωνα με τούς όρους που είχε εξηγήσει στον νούντσιο Δον Λούις ντε Τόρρες. Οι εκπρόσωποί του στη Ρώμη, οι Θουνίγκα, Γκρανβέλ και Πατσέκο, θα συσκέπτονταν με τούς Ενετούς και με εκείνους που θα επέλεγε η Αγιότητά του για τις συζητήσεις.175 Ο Θουνίγκα και οι συνάδελφοί του έλαβαν λεπτομερέστατες οδηγίες. Πρώτα απ’ όλα, αντιμετωπίζοντας τόσο μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις (στη Φλάνδρα και αλλού), ο Φίλιππος χρειαζόταν τις οικονομικές παραχωρήσεις από τον παπισμό. Η συμμαχία επρόκειτο να είναι κατά των απίστων. Ο Τούρκος ήταν ο βασικός άπιστος, αλλά υπήρχαν κι άλλοι, «όπως ο βασιλιάς τού Αλγεριού, ο διοικητής τής Τρίπολης και εκείνος που κατέχει την Τύνιδα». Κάθε πρόβλημα προβλεπόταν και αντιμετωπιζόταν. Έτσι κι αλλιώς, όπως ήξερε κάθε Αψβούργος, όταν κανείς ασχολιόταν με τη Βενετία, έπρεπε να βρίσκεται σε επαγρύπνηση.176

Από τη Σεβίλλη στις 18 Μαΐου (1570) οι Σιγκισμόντο ντι Καβάλλι και Λεονάρντο Ντονάντο έγραφαν στη Σινιορία, ότι ο Φίλιππος Β’ δεν είχε ακόμη διατάξει τον στόλο του να ενωθεί με εκείνον τής Βενετίας. Μεταξύ των λόγων του ήταν ότι δεν τού φαινόταν κατάλληλο να εκδίδει εντολές ο Ενετός γενικός διοικητής Τζιρολάμο Ζάνε για τον Τζιανναντρέα Ντόρια, τον διοικητή των γαλερών τής Ισπανίας, τής Νάπολης και τής Σικελίας, καθώς και ότι δεν ήταν σύμφωνο με την βασιλική του αξιοπρέπεια να είναι ο ενετικός στόλος τόσο πολύ μεγαλύτερος από τον δικό του και να τον ρίχνει στη σκιά. Απαντώντας στην επιστολή των πρεσβευτών τους, ο δόγης και η Γερουσία δήλωναν (στις 10 Ιουνίου), ότι τέτοια ήταν η κοινή υπόθεση τής Χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων, που καθένας στο κατάστρωμα των συμμαχικών στόλων θα είχε μια επιθυμία και ενιαία βούληση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σύγκρουση σε επίπεδο διοίκησης. Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί μπορούσαν από μόνοι τους να αντέξουν για κάποιο διάστημα κατά των τουρκικών δυνάμεων, θα ήταν επικίνδυνο. Οι ελιγμοί στη θάλασσα ήσαν χρονοβόροι. Δεν μπορούσε κανείς εύκολα να προελαύνει και να υποχωρεί, όπως επέλεγε. Μπορούσε κανείς να βρεθεί στη μάχη εξαναγκασμένος σε μειονεκτική θέση ή υποχρεωμένος να αφήσει τον εχθρό να ξεγλιστρήσει για να κάνει ό,τι τού αρέσει. Οι πρεσβευτές έπρεπε να προσπαθήσουν να πείσουν τον Φίλιππο να διατάξει τον στόλο τού Ντόρια να ενωθεί με εκείνο τής Βενετίας, για την αποφυγή τέτοιων λυπηρών εναλλακτικών λύσεων, που θα έφερναν είτε απώλεια ή ντροπή στη Χριστιανοσύνη.177

Όταν οι τρεις πληρεξούσιοι τού Φιλίππου Β’ και ο Ενετός πρέσβης Μικέλε Σουριάν είχαν παραλάβει όλα τα έγγραφα τής αποστολής τους και τις οδηγίες τους, ο Πίος Ε’ τούς κάλεσε σε ακρόαση την 1η Ιουλίου (1570). Έκανε «μακρά ομιλία» για τη θλιβερή κατάσταση των χριστιανικών υποθέσεων και για το τι έπρεπε να γίνει ως προοίμιο για τη μείωση τής οργής τού Θεού για τις αμαρτίες τους. Μια συμμαχία και ένωση των χριστιανών ηγεμόνων, ιδιαίτερα τού Φιλίππου και τής «Γαληνοτάτης Σινιορίας» τής Βενετίας, θα ήταν αναγκαία «για να καταστείλει την αυθάδεια και τη μανία εκείνου τού σκύλου [του Τούρκου] και να μην τού επιτρέψει να συνεχίσει να αποκτά περαιτέρω δύναμη». Ο Πίος μίλησε για το απειλούμενο βασίλειο τής Κύπρου, το οποίο έπρεπε να διατηρηθεί σε χριστιανικά χέρια, γιατί ήταν η μόνη οδός προσέγγισης προς το βασίλειο τής Ιερουσαλήμ και τον Πανάγιο Τάφο.

Ο Πίος έλεγε, ότι όταν συναπτόταν η συμμαχία μεταξύ Φιλίππου και Σινιορίας, θα προσκαλούσαν τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό να συμμετάσχει σε αυτήν, ως πρώτον σε αρχή μεταξύ των κοσμικών ηγεμόνων. Ενώ τα άρθρα τής προβλεπόμενης συμμαχίας δεν θα μπορούσαν να τεθούν σε ισχύ για το έτος 1570, οι στόλοι τού Καθολικού βασιλιά και τής Σινιορίας μπορούσαν να ενωθούν και θα ήσαν αρκετά ισχυροί, όχι μόνο για να αντισταθούν στον Τούρκο, αλλά και για να τον υποτάξουν. Ο Πίος τότε έκλεισε με τη συνηθισμένη παπική σταυροφορική μακρηγορία, ότι αν η προσωπική του παρουσία εξυπηρετούσε με οποιονδήποτε τρόπο την υπόθεση, θα συμμετείχε με χαρά στο Καθολικό στράτευμα και θα ήταν μεταξύ των πρώτων που θα πέθαιναν «για τη δόξα τού Θεού και την ευημερία τής χριστιανικής Κοινοπολιτείας».

Στις 2 Ιουλίου ο Πίος παρουσίασε στους εκπροσώπους τού Φιλίππου και στον Ενετό πρέσβη σχέδιο των όρων στους οποίους θα μπορούσε να βασίζεται η συμμαχία, «τη μορφή των διομολογήσεων» (la forma delle capitolationi), το οποίο είχε συνταχθεί από επιτροπή καρδιναλίων. Συμφωνήθηκε ότι οι όροι ή διομολογήσεις τής Ιεράς Συμμαχίας τού 1537-1538 θα αποτελούσαν τη βάση των διαπραγματεύσεών τους, «της διαρκούς συμμαχίας χωρίς χρονικό όριο» (la lega senza tempo et perpetua). Ήταν μεγαλειώδης αφαίρεση,

την οποία αποδέχτηκε ο Ενετός πρεσβευτής, για να μην υποθάλψει την καχυποψία που έχουν πολλά άτομα, ότι η Σινιορία ήθελε να διαμορφώσει τη συμμαχία για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να εξοικονομήσει χρόνο και για κανέναν άλλο σκοπό, παρά μόνο για να έχει τη βοήθεια τού στόλου τού βασιλιά.

Την Τρίτη 4 Ιουλίου άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις για τις ποικίλες λεπτομέρειες και τις δυσκολίες που βρίσκονταν στον δρόμο προς μια νέα Ιερά Συμμαχία.

Οι διαπραγματευτές κλήθηκαν να εξετάσουν τούς κινδύνους που προκαλούσε η επικείμενη τουρκική επίθεση κατά τής Κύπρου [οι δυνάμεις τού σουλτάνου αποβιβάστηκαν στη Λεμεσό και στις Αλυκές (Salines) στις 1-3 Ιουλίου], ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος για την αντιμετώπιση τής έκτακτης ανάγκης και το ζήτημα τού ποιος έπρεπε να φέρει πόσο από το βάρος και το κόστος μιας εκστρατείας εναντίον τού εχθρού. Κατά τούς Ισπανούς, χωρίς παπική παραχώρηση τού σταυροφορικού φόρου (κρουζάδα) και τής «συγχωρημένης» (εξκουζάδο) παραχώρησης, ο Φίλιππος Β’ δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να συμμετάσχει στη συμμαχία και να αναλάβει την επίθεση κατά των Τούρκων, γιατί χρειαζόταν τα άμεσα οικονομικά οφέλη από αυτές τις «χάρες» για να κρατήσει τις γαλέρες του στη θάλασσα. Ο Φίλιππος ήθελε επίσης να ανακαλέσει ο Πίος την απαλλαγή από αυτές τις επιβολές, την οποία είχε χορηγήσει στα Τάγματα επαιτών και σε ορισμένους εκκλησιαστικούς οργανισμούς. Αν η Ισπανία βοηθούσε τη Βενετία στην Ανατολική Μεσόγειο, η Βενετία έπρεπε να βοηθήσει την Ισπανία στη Βόρεια Αφρική. Υπήρχαν πολλά προβλήματα. Ο στόχος είχε πολλές δυσκολίες.

Ποιος θα ήταν ο στρατιωτικός διοικητής; Υπήρχε γενική συμφωνία, ότι έπρεπε να είναι ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας, αλλά ποιος έπρεπε να είναι δεύτερος στην ιεραρχία; Πώς θα χωρίζονταν τα κατακτημένα εδάφη; Μήπως έπρεπε να επιβάλλονται εκκλησιαστικές μομφές σε οποιοδήποτε μέλος απογοήτευε τούς συμμάχους κάνοντας ειρήνη με τούς Τούρκους; Ο αυτοκράτορας έπρεπε να κληθεί να συμμετάσχει στη συμμαχία. Ποιοι άλλοι ηγεμόνες; Οι Ενετοί ήθελαν να επικεντρώσει η συμμαχία την προσοχή της αμέσως στην Κύπρο. Ο καρδινάλιος Γκρανβέλ, ο οποίος ήταν πολύ δύσκολος στην αντιμετώπιση, καθώς και οι Ισπανοί, ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανάληψη δράσης εναντίον τού Αλγεριού, τής Τρίπολης και τής Τύνιδας. Οι συζητήσεις, πολλές, έντονες και φορτισμένες κατά τη διάρκεια τού Ιουλίου, συνεχίζονταν για μήνες, μερικές φορές με παρατεταμένες διακοπές, αλλά δεν κατάφεραν να επιτύχουν τον σχηματισμό τής συμμαχίας.178

Δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να εισέλθει ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός στη συμμαχία, γιατί η οκταετής τού ειρήνη με την Υψηλή Πύλη είχε ακόμη μπροστά της έξι χρόνια. Ο Σίγκισμουντ Αύγουστος τής Πολωνίας δεν θα είχε τα μέσα να εμπλακεί με τούς Τούρκους. Είχε αρκετά προβλήματα με τούς Μοσχοβίτες. Ο Πίος Ε’ δεν μπορούσε να κάνει έκκληση στην Ελισσάβετ, τη βασίλισσα τής Αγγλίας, την οποία είχε αφορίσει και καθαιρέσει (στις 25 Φεβρουαρίου 1570).179 Γι’ αυτήν το νησί τής Κύπρου δεν υπήρχε καν. Οι Γάλλοι ήσαν φίλοι των Τούρκων για δύο σχεδόν γενιές. Επίσης η Αικατερίνη των Μεδίκων, όπως η Ελισσάβετ, ήθελε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διώξει τούς Ισπανούς από την Ολλανδία. Καμία γαλλο-ισπανική συμμαχία δεν ήταν δυνατή. Δεν θα ήταν δυνατό να πειστεί ο Κάρολος Θ’ να ενωθεί με τη Βενετία και την Ισπανία κατά των Τούρκων. Μάλιστα ο Κάρολος είχε προσφερθεί να προσπαθήσει να κάνει ειρήνη μεταξύ τού σουλτάνου και των Ενετών.180 Παρά την εκλογή τού ηγέτη τής φιλοπόλεμης παράταξης Αλβίζε Μοτσενίγκο ως δόγη τής Βενετίας (στις 11 Μαΐου 1570), υπήρχε ευρέως η άποψη, ότι οι Ενετοί έψαχναν τρόπους για να αποφύγουν τον πόλεμο με τούς Τούρκους.181

Λιγότερο από ένα μήνα μετά την εκλογή του, ο Μοτσενίγκο (και η Γερουσία) έγραφε στις 3 Ιουνίου στους Ενετούς πρεσβευτές στις αυλές τού Μαξιμιλιανού Β’ και τού Φιλίππου Β’, ότι ο Τούρκος κρατικός αγγελιοφόρος (τσαούς), ο οποίος είχε φύγει από την Ισταμπούλ στις 16 Απριλίου, ήταν υπεύθυνος για τη διάδοση φημών από τη Βούδα, «ότι βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση συμφωνία μαζί μας [στην Πύλη] και ότι ο βαΐλος μας είχε ανακτήσει την ελευθερία του». Οι φήμες αποτελούσαν φοβερό ψεύδος και απάτη, τουρκικό τέχνασμα για να προκληθούν υποψίες στους χριστιανούς ηγεμόνες και να μειωθεί η προθυμία τούς να ενταχθούν στην αντι-τουρκική ένωση, την οποία προωθούσε ο πάπας. Αν και ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, ο βαΐλος στην Ισταμπούλ, είχε επινοήσει τρόπους να στείλει κρυφά μερικές επιστολές από τον Βόσπορο, δεν είχε γράψει απολύτως τίποτε «στο όνομα των Τούρκων» (per nome de Turchi), ενώ καμία επικοινωνία οποιουδήποτε είδους, «πρακτική ή εμπορική» (pratica o comerciο) δεν είχε απευθυνθεί στους Τούρκους από τη Βενετία μετά τις 4 Δεκεμβρίου (1569), «δηλαδή πριν έξι πλήρεις μήνες από σήμερα».

Οι Τούρκοι είχαν διακόψει την ειρήνη με τη Βενετία, την οποία μόλις λίγο πριν είχαν ορκιστεί να τηρούν και η Γερουσία είχε αποφασίσει να μην έχει καμία σχέση μαζί τους. Ίσως φαινόταν ότι ο βαΐλος είχε ελευθερωθεί στην Ισταμπούλ. Οι Τούρκοι μπορεί να φαινόταν ότι είχαν τερματίσει τη φυλάκισή του, για να δώσουν αέρα αληθοφάνειας στις κακόβουλες αναφορές τους για «πρακτική συμφωνίας» (pratica d’ accordo) και να ξεσηκώσουν υποψίες μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων. Όμως η αυτοκρατορική και η ισπανική αυλή μπορούσαν να είναι σίγουρες, ότι οι Τούρκοι φρουρούσαν στενά τον βαΐλο, όπως και τούς Ενετούς εμπόρους, οι οποίοι είχαν φυλακιστεί και των οποίων τα εμπορεύματα είχαν κατασχεθεί από την Ισταμπούλ μέχρι τη Συρία και την Αλεξάνδρεια.182

Οι άρχοντες τής λιμνοθάλασσας δικαίως ανησυχούσαν. Τούς υποψιάζονταν. Ο Θουνίγκα έγραφε στον Φίλιππο Β’ από τη Ρώμη στις 20 Ιουνίου (1570), ότι, όπως καταλάβαινε, οι Ενετοί δεν είχαν πια καμία επιθυμία να δουν να τίθεται σε ισχύ η συμμαχία «και πιστεύω ότι έχουν μετανιώσει που την πρότειναν», γιατί ήσαν σχεδόν βέβαιοι ότι θα γνώριζαν ήττα κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού που ερχόταν και έτσι σκέφτονταν να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Τούρκο και να τελειώνουν με τη συμμαχία.183 Καθώς οι Ενετοί γίνονταν όλο και πιο δυσαρεστημένοι με τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες καθυστερούσαν στη Ρώμη, πράγματι αναζητούσαν τρόπους για τον τερματισμό τού πολέμου, που είχε αρχίσει για τα καλά όταν ο Πιαλή πασάς είχε μπει στο Αιγαίο με ογδόντα περίπου γαλέρες τον Απρίλιο (1570). Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου εκείνης τής ζοφερής χρονιάς ο βαΐλος Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο, που δεν ήταν μέλος τής φιλοπόλεμης παράταξης, είχε όντως συζητήσει ανεπίσημα πιθανούς όρους ειρήνης με τούς πασάδες. Γιατί όχι; Έπρεπε να γίνει ειρήνη κάποια στιγμή και κατά τη γνώμη τού βαΐλου όσο πιο γρήγορα έμπαιναν οι βάσεις, τόσο καλύτερο θα ήταν.

Στη Βενετία ο νούντσιος Φακκινέττι συνέχιζε να έχει επιφυλάξεις με τη Σινιορία. Είχε πλήρη επίγνωση τής εξάρτησης των Ενετών από το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου και δεν είχε καμία αμφιβολία για την επιθυμία τους να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Μεγάλο Τούρκο. Στις 26 Αυγούστου (1570), προειδοποίησε τον καρδινάλιο Τζιρολάμο Ρουστικούτσι, ο οποίος είχε τότε το χειρισμό των εξωτερικών υποθέσεων τού Βατικανού «δείχνoντας ότι όλοι οι ηγεμόνες γνώριζαν πόσο ενδιέφερε αυτή τη Δημοκρατία το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου και ότι γι’ αυτό έπρεπε να υποψιάζονται, ότι θα προσπαθούσε, αν ήταν δυνατό, να συμφωνήσει με τον Τούρκο…» (mostrando che tutti i principi conoscono quanto importa a questa Republica il commertio di Levante, et che perciò debbono sospettare ch’ ella, potendo, cercherà accordarsi col Turco…).184 Ένα περίπου μήνα αργότερα (στις 20 Σεπτεμβρίου) ο Φακκινέττι έγραφε στον Ρουστικούτσι, ότι ο πάπας μπορούσε να θεωρεί δεδομένο, «ότι ο βαΐλος στην Κωνσταντινούπολη δελεαζόταν και δελεάζεται συνεχώς για συμφωνία» (che il bailo in Constantinopoli è stato et è di continuo tentato d’ accordo). Ανησυχώντας με τον μόχθο και τα προβλήματα τού πολέμου και τη θλιβερή του προοπτική, η Σινιορία δεν είχε διατάξει τον βαΐλο να απέχει. Αλλά ήταν απρόθυμη να δώσει την παραμικρή επιδοκιμασία στις διαπραγματεύσεις του, γιατί η εμπειρία είχε δείξει, ότι καμία συμφωνία με τον Τούρκο δεν θα έφερνε τη διασφάλιση τής ασφάλειάς τους. Αν οι δραστηριότητες τού βαΐλου προκαλούσαν στους χριστιανούς ηγεμόνες δυσπιστία και αυτοί τούς εγκατέλειπαν, οι Ενετοί ήξεραν ότι θα έχαναν την Κύπρο. Αν προέκυπτε ασφαλής και λογική ευκαιρία να κάνουν ειρήνη με τον Τούρκο με κάποιες εγγυήσεις για το μέλλον, θα την άρπαζαν σίγουρα, «γιατί το κόστος [του πολέμου] γίνεται υπερβολικά επαχθές γι’ αυτούς και αυτή η πόλη δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς το εμπόριο με την Ανατολική Μεσόγειο».185

Ό,τι μπορούσαν να κάνουν οι περιορισμένοι οικονομικοί και οι απεριόριστοι πνευματικοί πόροι τής Αγίας Έδρας για να βοηθήσουν τούς Ενετούς εναντίον των Τούρκων, γινόταν. Σε παπικό σημείωμα τής 10ης Ιουνίου (1570) προς τον Τζιρολάμο Ζάνε, «γενικό διοικητή τού μεγάλου στόλου τής Ενετικής Δημοκρατίας» (classis inclytae Venetornm reipublicae capitaneus generalis), ο Πίος Ε’ έδινε την άδεια για υπηρεσία στις ενετικές γαλέρες όσων κοσμικών και τακτικών ιερέων ήσαν απαραίτητοι, για να φροντίζουν για τις θρησκευτικές ανάγκες όλων των στρατιωτών και ναυτών, που θα ξεκινούσαν εναντίον των Τούρκων.186 Την ίδια μέρα στον Μάρκο Λορεντάν, επίσκοπο τής Νόνα (Νιν) στη Δαλματία, δόθηκε η «αρμοδιότητα» απαλλαγής των «μαχητών κατά των Τούρκων» (militantes contra Turcas) και τής χορήγησης σε αυτούς, υπό τις συνήθεις συνθήκες, πλήρους άφεσης για όλες τις αμαρτίες τους.187 Και την επόμενη μέρα (11 Ιουνίου) ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο δούκας τού Παλιάνο, τότε τριανταπέντε ετών, παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του ως γενικός διοικητής τού στόλου τής Αγιότητάς του και τής Αγίας Έδρας «εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι αναλαμβάνουν μεγάλο πόλεμο για την καταστροφή των Ενετών και όλων των χριστιανών».

Στον Κολόννα θα δινόταν μηνιαίος μισθός 600 σκούδων, σε ισοτιμία δέκα μεγάλων ασημένιων νομισμάτων (pauli) στο σκούδο, καθώς και η συνηθισμένη πρόβλεψη για δώδεκα επίλεκτους στρατιώτες, κοινώς ονομαζόμενους «σπασμένες λόγχες» (lanze spezzate), καθώς και για εικοσιτέσσερις δορυπελεκηφόρους (halberdiers), όπου οι τελευταίοι θα υπηρετούσαν ως σωματοφυλακή του. Με τον διορισμό του ως γενικός διοικητής ο Κολόννα έπαιρνε όλα τα εθιμικά δικαιώματα, προνόμια, διακρίσεις και δικαιοδοσίες, με εξουσία επί όλων των διοικητών και στρατιωτών που επέβαιναν στις παπικές γαλέρες: «Λοιπόν, γιε μου, θα προσπαθήσεις να δράσεις και να αναλάβεις αυτή την ευθύνη, την οποία πρόθυμα σου αναθέτουμε, με τέτοια επιμέλεια και ταχύτητα, ώστε να σταθείς στο ύψος των προσδοκιών που έχουμε από σένα εμείς και όλοι οι άνδρες».188

Ο Σαρλ ντε Ραμπουγιέ δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα πήγαιναν καλά. Σε επιστολή τής 5ης Ιουνίου (1570) είχε ειδοποιήσει τον Κάρολο Θ’ για το γεγονός, ότι ο Πίος είχε αποφασίσει να κάνει τον Κολόννα διοικητή των γαλερών του: «Νομίζω, ότι θα φύγει [για τη Βενετία] σε οκτώ ή δέκα μέρες και φοβάμαι ότι ο αριθμός των γαλερών τής Αγιότητάς του δεν θα είναι τόσο μεγάλος, όσο ελπίζαμε». Η συμμαχία εναντίον τού Τούρκου φαινόταν να προοδεύει. Την επιτροπή τού πάπα που θα βοηθούσε στις διαπραγματεύσεις αποτελούσαν οι καρδινάλιοι Μορόνε, Μπονέλλι, Τσέζι, Γκράσσι, Αλντομπραντίνι και Ρουστικούτσι.

Οι Ενετοί έκαναν πολύ θόρυβο, αλλά (τουλάχιστον κατά τη γνώμη τού Ραμπουγιέ) εξοπλίζονταν πολύ αργά. Διεκπεραίωναν τις υποθέσεις τους με τη μεγαλύτερη μυστικότητα και υπήρχε ευρέως η άποψη στην Ιταλία, ότι επιδίωκαν συμφωνία με τούς Τούρκους. Ο Πίος ήταν πολύ δραστήριος, «αλλά κατά τη γνώμη μου με πολύ μικρό αποτέλεσμα, χωρίς να εξοπλίζει άλλες γαλέρες από εκείνες που τού διέθεταν οι Ενετοί, από τις οποίες μόνο τέσσερις είχαν εμφανιστεί στην Αγκώνα, εντελώς απογυμνωμένες, σε πολύ κακή κατάσταση και σχεδόν χωρίς ξάρτια». Οι περισσότερες από τις γαλέρες τού Φιλίππου Β’ βρίσκονταν στη Σικελία υπό τις διαταγές τού Τζιανναντρέα Ντόρια, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν «ο καλύτερος ναυτικός που υπάρχει στην υπηρεσία του» (le meilleur homme de mer qui soit à son service). Μέχρι τώρα ο Ντόρια δεν είχε πάρει διαταγές να προσθέσει τις γαλέρες του σε εκείνες τής Βενετίας.189

Σύμφωνα με αποστολή ειδήσεων από τη Βενετία, ο Παλλαβιτσίνο Ρανγκόνε στελνόταν στην Αμμόχωστο με χίλια δουκάτα το Σάββατο 17 Ιουνίου 1570. (Όταν όμως έφτανε στην Κρήτη, θα αποφάσιζε αν θα προχωρούσε πιο πέρα.) Ο Σεμπαστιάνo Βενιέρ έγινε γενικός επιστάτης (provveditore generale) τού νησιού τής Κύπρου και ήρθε πληροφορία από τη Ρώμη, ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είχε παραλάβει τη σκυτάλη για τη διοίκηση των παπικών γαλερών. Ο Κολόννα αναμενόταν να φτάσει σύντομα στη Βενετία. Αναφορές από την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο έδειχναν,

ότι δεν γνώριζαν ακόμη με βεβαιότητα που βρισκόταν η τουρκική αρμάδα (αν και λεγόταν ότι ήταν στο Νεγκροπόντε), ότι στον Μοριά όλοι οι σπαχήδες ετοιμάζονταν να επιβιβαστούν στην αρμάδα και ότι οι Τούρκοι σε αυτούς τούς [δύο] τόπους είχαν μεγάλο φόβο.

Μάλιστα πολλοί από τούς Τούρκους διέφευγαν στα δάση και οι Εβραίοι που βρίσκονταν στις ακτές διέφευγαν επίσης προς την ενδοχώρα. Επιπλέον, «λένε, ότι ο πάπας έχει γράψει στον κύριο Τζιανναντρέα Ντόρια και τού έστειλε την εντολή τού Καθολικού βασιλιά, ότι πρέπει να προχωρήσει αμέσως προς την Κέρκυρα με τις γαλέρες του, για να τις ενώσει με τον ενετικό στόλο…».190

Η αποστολή ειδήσεων προερχόταν φυσικά από εκπρόσωπο τού Φούγκερ και ως συνήθως ήταν σωστή. Στις 9 Ιουλίου ο Πίος Ε’ έστειλε σημείωμα στον Πιέτρο ντελ Μόντε, τον μεγάλο μάγιστρο τού Οσπιταλίου, ενημερώνοντάς τον ότι «τις τελευταίες αυτές ημέρες γράψαμε στον αγαπημένο μας γιο Τζιανναντρέα Ντόρια, ότι πρέπει να ενώσει το συντομότερο δυνατό τις γαλέρες που έχει μαζί του με τον ενετικό στόλο». Δυστυχώς όμως, όπως έλεγε ο Πίος στον ντελ Μόντε, ο Ντόρια δεν μπορούσε να το κατορθώσει αυτό όσο γρήγορα ελπίζαμε, «λόγω ορισμένων δυσκολιών» (ob quaedam impedimenta). Παρ’ όλα αυτά ο Πίος ήθελε από τον ντελ Μόντε να στείλει τις γαλέρες των Ιωαννιτών στην Κέρκυρα με την πρώτη ευκαιρία, ώστε αυτές να μπορέσουν να επιχειρήσουν μαζί με τις παπικές γαλέρες υπό τις διαταγές τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα.191

Ο Πίος Ε’ διαβεβαίωνε τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη, «σύμφωνα με τις εντολές και επιστολές που είχαν έρθει από τον γαληνότατο Καθολικό βασιλιά», ότι είχε στείλει παπικό σημείωμα στον Ντόρια, κατευθύνοντάς τον να προσθέσει τις «περίπου πενήντα» γαλέρες υπό τις διαταγές του με εκείνες τού ενετικού στόλου.192 Και ο Πίος το είχε κάνει, έχοντας παραπλανηθεί από ωραία λόγια διπροσωπίας. Όταν ο Λούις ντε Τόρρες είχε δειπνήσει με τον καρδινάλιο Ντιέγκο Εσπινόζα στην Κόρδοβα στις 22 Απριλίου (1570), ο Εσπινόζα τού είχε πει, όπως έχουμε αναφέρει, ότι ο Φίλιππος Β’ ήταν διατεθειμένος να συναινέσει σε δύο από τα αιτήματα που είχε υποβάλει ο Τόρρες στο όνομα τού πάπα, δηλαδή να διατάξει συγκέντρωση των βασιλικών γαλερών στη Σικελία υπό τον Τζιανναντρέα Ντόρια, ο οποίος έπρεπε να υπακούει σε κάθε εντολή τού πάπα και να γράψει στους αντιβασιλείς τής Νάπολης και τής Σικελίας, για να εφοδιάσουν τον ενετικό στόλο με τις προμήθειες, στον βαθμό που υπήρχαν διαθέσιμες.193 Αν επρόκειτο απλώς για ευγενική ομιλία στην αυλή, ο Τόρρες θα είχε καταλάβει ότι ήταν τέτοια. Παρ’ όλα αυτά ο Φίλιππος δεν είχε δώσει εντολή στον Ντόρια να υπακούει σε κάθε εντολή τής Αγιότητάς του.

Οι Καβάλλι και Ντονάντο ενημέρωναν τη Σινιορία (σε επιστολή τής 25ης Μαΐου 1570), ότι πράγματι ο Φίλιππος δεν τούς είχε δώσει καμία υπόσχεση, ότι θα ζητούσε από τον Ντόρια να ενώσει τον Καθολικό στόλο με εκείνον τής Βενετίας. Ο Φίλιππος είχε όμως διατάξει να ετοιμαστούν προμήθειες, προφανώς για τις δικές του δυνάμεις καθώς και για εκείνες τής Σινιορίας. Είχε επίσης υποσχεθεί στους Καβάλλι και Ντονάντο να γνωστοποιήσει τώρα την απόφασή του. Θα περνούσε κάποιος καιρός πριν μπορέσουν να ενωθούν οι στόλοι.194

Ο Πίος, συγχυσμένος από την αποτυχία τού Αντρέα Ντόρια να υπακούσει «σε κάθε εντολή του», ρώτησε τούς Γκρανβέλ, Πατσέκο και Θουνίγκα, όπως έγραφαν αυτοί στον Φίλιππο Β’ από τη Ρώμη (στις 26 Ιουνίου 1570), «αν ο Τζιανναντρέα Ντόρια θα πήγαινε με τις γαλέρες τής μεγαλειότητάς σας να πραγματοποιήσει ένωση με τούς Ενετούς στην Κέρκυρα». Κατά την άποψη τους, όπως τού είχαν πει, ο Ντόρια θα μπορούσε να είχε πάρει μόνο εντολές για τη συγκέντρωση τού στόλου τού βασιλιά στη Μεσσίνα, «σύμφωνα με το αίτημα τής Αγιότητάς του». Ο Πίος απάντησε ότι υπέθετε ότι ο Ντόρια θα πρόσθετε τις βασιλικές γαλέρες σε εκείνες τής Βενετίας «και ότι αν δεν το έκανε θα ήταν απώλεια μεγάλης ευκαιρίας». Οι εκπρόσωποι τού Φιλίππου δήλωσαν τότε, ότι αν μελετούσε κανείς τις οδηγίες που είχαν δοθεί στον Τόρρες, θα διαπίστωνε ότι η Αγιότητά του είχε μόνο ζητήσει να συγκεντρωθούν οι γαλέρες τού βασιλιά στη Σικελία, «η Αγιότητά του δεν είχε ζητήσει κάτι άλλο» (no hallaría que su Santidad huviesse pedido otra cosa).195 Βρίσκονταν όμως στην ευχάριστη θέση να πουν στον πάπα, ότι είχαν γράψει στον Ντόρια, ζητώντας του να πραγματοποιήσει ένωση με τον ενετικό στόλο στην Κέρκυρα, αν κάτι τέτοιο ήταν σύμφωνο με τις εντολές που είχε λάβει από τη μεγαλειότητά του. Στο μεταξύ μπορούσαν μόνο να γράψουν στον βασιλιά τους και να ελπίζουν ότι οι Ενετοί θα προχωρούσαν με επιτυχία εναντίον των Τούρκων,196 γιατί γνώριζαν καλά, ότι αν η Σινιορία κατέληγε σε συμφωνία με την Υψηλή Πύλη, η πλήρης δύναμη τού τουρκικού στόλου θα κατευθυνόταν αναμφίβολα εναντίον των κρατών τού Φιλίππου στη Μεσόγειο.

Ο γενικός διοικητής Ζάνε έφυγε από το λιμάνι τής Ζάρας (Ζάνταρ) με εβδομήντα ελαφρές γαλέρες στις 12 Ιουνίου, προχωρώντας προς τη Λεσίνα (Χβαρ), όπου πρόσθεσε έξι μεγάλες γαλέρες και κάποια πλοία στη ναυτική του δύναμη. Από τη Λεσίνα κατέπλευσε την ακτή προς το Μπόκε ντι Καττάρο, τον σύγχρονο κόλπο τού Κότορ (Kotorski Zaljev) και από εκεί στην Κέρκυρα, χωρίς να επιχειρήσει στο Καστελνουόβο (Χέρτσεγκ Νόβι) ή στο Δυρράχιο.197 Οι γαλέρες του ήσαν ανεπαρκώς επανδρωμένες, ενώ τα πληρώματα και οι στρατιώτες πλήττονταν από τυφοειδή πυρετό. Την αποθάρρυνση τού Ζάνε μεγάλωσαν στις 22 Ιουνίου οι ζοφερές ειδήσεις που έστελναν ο δόγης και η Γερουσία από τούς Καβάλλι και Ντονάντο. Τώρα όμως ο Ζάνε διαταζόταν να προχωρήσει στην Κέρκυρα:

Παρ’ όλα αυτά θέλουμε, με βάση τις αναφορές που θα έχετε όταν φτάσετε στην Κέρκυρα για τις κινήσεις τού στόλου τού εχθρού, να μπορέσετε να προχωρήσετε με τον στόλο μας σε κάποια άλλη στρατηγική θέση, είτε δική μας ή τού εχθρού….

Ο Ζάνε έπρεπε στη συνέχεια να αναλάβει τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που θα τού έδινε ο Θεός, καθοδηγούμενος από τις συμβουλές τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, «του γενικού μας διοικητή» (governator nostro general) και των δύο άλλων συναδέλφων του, τού Τζάκομο Τσέλσι και τού Αντόνιο ντα Κανάλε, όπου και οι δύο ήσαν επιστάτες τού στόλου. Η Γερουσία έστελνε επίσης το σημείωμα τού Πίου (της 10ης Ιουνίου), που χορηγούσε πλήρη άφεση «σε όλους εκείνους που θα πέθαιναν σε αυτή την εκστρατεία, πολεμώντας εναντίον των απίστων». Ο Ζάνε έπρεπε να δημοσιοποιήσει το σημείωμα, έτσι ώστε όλοι οι επιβαίνοντες στον στόλο να εμπνέονταν για μεγαλύτερη προσπάθεια. Έπρεπε να γίνουν κηρύγματα για τη σημασία αυτής τής άφεσης. Στο μεταξύ 40.000 δουκάτα είχαν διατεθεί, τα μισά για την Κρήτη και τα άλλα μισά για την Αμμόχωστο, «για πληρωμή τού πεζικού».198 Η συνεχιζόμενη αναποφασιστικότητα τού Φιλίππου Β’ και η παράλειψή του να διατάξει τον στόλο του να ενώσει τις δυνάμεις του με εκείνες τής Βενετίας, αποτελούσε, όπως μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς, πηγή ακραίας ενόχλησης και αγωνίας για τη Γερουσία.199

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ως γενικός διοικητής των παπικών γαλερών,200 έφτασε στη Βενετία προς το τέλος Ιουνίου.201 Δύο βδομάδες αργότερα (στις 11 Ιουλίου 1570) έγραφε στον Φίλιππο Β’ από τη λιμνοθάλασσα, ότι δεν υπήρχε καμία είδηση για την τουρκική αρμάδα, ούτε είχε ενημερωθεί ακόμη η Σινιορία ότι ο ενετικός στόλος είχε φτάσει στην Κέρκυρα. Οι τελευταίες αναφορές για τούς Τούρκους έλεγαν ότι είχαν πανούκλα στα καράβια τους. Όσο για τον στόλο που διοικούσε ο Ζάνε, τον αποτελούσαν 145 γαλέρες, 11 μεγάλες γαλέρες, ένα γαλιόνι και 20 πλοία μεταφοράς. Όμως οι 145 γαλέρες περιλάμβαναν 22 από τον Χάνδακα, που δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στον στόλο. Εκτός από τούς συνήθεις κωπηλάτες και άλλους, «τους συνηθισμένους άνδρες» (la genie ordinaria), υπήρχαν 12.000 πεζοί στρατιώτες. Είχε σταματήσει ευτυχώς ο τυφοειδής πυρετός (la infirmità di peteccie).202

Σαν να μην ήταν αρκετός ο τυφοειδής πυρετός, οι κωπηλάτες στις ενετικές γαλέρες βασανίζονταν από τη σκληρότητα των αξιωματικών τους. Ο δόγης και η Γερουσία ήσαν βέβαιοι, ότι ο Ζάνε δεν είχε παραλείψει να δώσει εντολές, ότι «στους ανθρώπους στα κουπιά» (le genti da remo) έπρεπε «να φέρονται καλά και ευγενικά, ώστε να μπορούν να μάς υπηρετούν με δύναμη και με καλό πνεύμα». Αυτό τουλάχιστον έγραφαν στον γενικό διοικητή (στις 22 Ιουνίου 1570), αλλά δυστυχώς κάποιοι από τούς άρρωστους και τραυματίες είχαν άλλη ιστορία να πουν όταν επέστρεψαν στη Βενετία, ύστερα από την απόλυσή τους από τον στόλο. Μερικοί από αυτούς τούς δύστυχους φουκαράδες είχαν δεχτεί χτυπήματα με ρόπαλα και κλωτσιές και είχαν σακατευτεί από τούς «αξιωματούχους» (officiali) των γαλερών και τώρα έκαναν τα παράπονά τους ενώπιον των επιστατών (provveditori) στη Βενετία. Δεν είχαν παραπονεθεί όσο βρίσκονταν ακόμη με τον στόλο, επειδή φοβούνταν μήπως υποστούν ακόμη χειρότερη μεταχείριση, «πράγμα που τούς είχε προκαλέσει μεγάλη θλίψη» (il che ne ha portato dispiacere grande). Ο δόγης και η Γερουσία έδιναν λοιπόν εντολή στον Ζάνε, να διατάξει τούς διοικητές γαλερών (gοvernatori et sopracomiti), να εξασφαλίζουν καλή μεταχείριση και φροντίδα για τα πληρώματά τους, «έτσι ώστε στο μέλλον να επιστρέφουν πολύ πρόθυμα στην υπηρεσία μας». Δεν υπήρξε όμως καμία πρόταση για τιμωρία εκείνων που είχαν κακομεταχειριστεί τούς ναυτικούς, ενός από τούς οποίους είχαν βγάλει το μάτι.203

Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, ότι οι κωπηλάτες (galeotti) προσποιούνταν συχνά ασθένεια και τραυματισμό, για να ξεφύγουν από τη σκληρή δυστυχία τής υπηρεσίας στα κουπιά.204 Αλλά υπήρχε πολλή αρρώστια, παρά τη διαβεβαίωση τού Κολόννα προς τον Φίλιππο Β’, ότι «η αρρώστια τού τυφοειδούς πυρετού έχει περάσει» (la infirmità che vi era di peteccie è cessata). Δυστυχώς για τούς Ενετούς υπήρχε φοβερή συνέχιση τής «επιρροής πολλών ασθενειών και θανάτων στον στόλο μας» (l’ influsso di tante malatie et morti nell’ armata nostra).205 Οι συνθήκες ήσαν χειρότερες πάνω στις γαλέρες σε σχέση με εκείνες στις φρουρές, αλλά οι στρατιώτες τής Σινιορίας στη Δαλματία φαίνεται ότι είχαν επίσης υποστεί κακομεταχείριση σε ορισμένες περιπτώσεις και τούς έλειπε η τροφή.206

O Κολόννα είχε πάει στη Βενετία για να εξοπλίσει τέσσερις από τις δώδεκα γαλέρες τού πάπα, των οποίων η Βενετία είχε διαθέσει τούς σκελετούς. Οι υπόλοιπες οκτώ εξοπλίζονταν στην Αγκώνα. Κατά την άφιξή του ο Κολόννα είχε αντιμετωπίσει αμέσως τις δυσκολίες που βρίσκονταν στον δρόμο τής διαπραγμάτευσης τής συμμαχίας, όπως ο ίδιος εξηγούσε στην επιστολή του τής 11ης Ιουλίου προς τον Φίλιππο Β’, ιδιαίτερα την απροθυμία τής Σινιορίας να συμπεριλάβει την Τύνιδα, την Τρίπολη και το Αλγέρι ως στόχους τής επιθετικής δράσης τής συμμαχίας. Ο Κολόννα αποδείχτηκε ότι ήταν αποτελεσματικός διπλωμάτης, γιατί

αν και είναι πεπεισμένοι ότι η μεγαλειότητά σας θα επιμείνει, ότι η εκστρατεία εναντίον τού Αλγεριού πρέπει να είναι από τις πρώτες, παρ’ όλα αυτά χτες το βράδυ στο Συμβούλιό τους των 250 μελών, το οποίο αποκαλούν «Γερουσία» (Pregadi), όντως υπέκυψαν. Επειδή ήξερα ότι τα μέλη τού Κολλέγιου, τα οποία αναλαμβάνουν πρώτα και συζητούν την ημερήσια διάταξη, διατύπωναν αντιρρήσεις σε αυτό το θέμα, χρησιμοποίησα κάθε δυνατό τρόπο για να τούς πείσω, όπως τούς έπεισα, έτσι ώστε βάζοντας την πρόταση ενώπιον τής Γερουσίας χωρίς αντίρρηση, να περάσει χωρίς περαιτέρω δυσκολία.

Ο Κολόννα τα πήγαινε πολύ καλά με τούς Ενετούς, αν και στην αρχή δεν είχαν εγκρίνει τον διορισμό του ως γενικό διοικητή των παπικών γαλερών, αφού προτιμούσαν για τη θέση τον Κομμεντόνε ή τον Κορνέρ. Τα χρήματα αποτελούσαν επίσης πρόβλημα, γιατί (παρά τις προγενέστερες αναφορές) ο Πίος Ε’ παρείχε επιδοτήσεις μόνο για δώδεκα γαλέρες, «ώστε να φαίνεται σε αυτούς τούς κυρίους, ότι το μερίδιό τους [στο κόστος] θα παραμείνει υπερβολικά μεγάλο». Αποτέλεσμα ήταν, ότι ο Κολόννα δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με τις γαλέρες που πήρε από τη Σινιορία, παλιά κελύφη μετασκευασμένα και ανακαινισμένα: «Έχω μεγάλη δυσκολία να εξοπλίσω αυτές τις γαλέρες» (Ho havuto difficoltà grande ad armar queste galere). Παρ’ όλα αυτά ενώθηκε καθαρά με τη Σινιορία, ελπίζοντας στην ένωση τού ενετικού και τού «Καθολικού» στόλου τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.207

Ο Κολόννα έφυγε από τη Βενετία αμέσως μετά τις 22 Ιουλίου,208 μέρα κατά την οποία ο δόγης συμβούλευε τον Ζάνε:

Όσο για την ένωση με τις ισπανικές γαλέρες, δεν μπορούμε να σάς πούμε τίποτα σίγουρο. Οι γαλέρες τής Μάλτας πρέπει να βρίσκονται μαζί σας σύντομα. Ο επιφανής άρχοντας Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είναι πια απολύτως έτοιμος με τις γαλέρες που εξοπλίστηκαν σε αυτή την πόλη, ενώ εκείνες που έχουν εξοπλιστεί στην Αγκώνα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση [ετοιμότητας]. Αυτό το βράδυ η επιφανής εξοχότητά του βρίσκεται στο σημείο τής αναχώρησης, για να έρθει να σάς συναντήσει εκεί που βρίσκεστε…. Θέλουμε, όταν ο εν λόγω επιφανής άρχοντας ενωθεί μαζί σας, να τού κάνετε κάθε τιμή και να τού δείξετε κάθε σημάδι φιλίας. Ιδέα δική μας και τής Γερουσίας είναι, ότι πρέπει να τού δώσετε το υψηλότερο αξίωμα τού γενικού διοικητή και εκπροσώπου τής Αγιότητάς του, αλλά ότι σε ζητήματα σημασίας πρέπει να αναλαμβάνετε εσείς τον έλεγχο, κάνοντάς τον όμως να συμμετέχει στις διαβουλεύσεις σας.209

Σε συμπλοκή ή περίπτωση έκτακτης ανάγκης στη θάλασσα η Γερουσία ήθελε φυσικά να δίνει εντολές στους διοικητές των γαλερών της ο δικός της γενικός διοικητής. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα δεν είχε ναυτική εμπειρία. Ένας λόγος για τον οποίο ο Πίος Ε’ είχε αναθέσει τις παπικές γαλέρες στον Κολόννα ήταν το γεγονός, ότι ήταν υπήκοος τού Φιλίππου Β’ στο δουκάτο τού Παλιάνο. Μάλιστα ο Κολόννα όφειλε το Παλιάνο στον Φίλιππο, όπως έχουμε δει στην περιγραφή μας για την πτώση των Καράφα, τούς οποίους συμπαθούσε ο καρδινάλιος Μικέλε Γκιζλιέρι, τώρα πάπας, ενώ είναι σαφές, ότι ο διορισμός τού Κολόννα ως γενικού διοικητή τής Εκκλησίας προοριζόταν ως κίνητρο για την ένταξη τού Φιλίππου στη συμμαχία.210 Παρά το γεγονός ότι ο Φίλιππος ήταν κάπως ενοχλημένος, που ο Κολόννα είχε αποδεχτεί την υπευθυνότητα χωρίς να τον συμβουλευτεί, έστειλε από το Εσκοριάλ στις 15 Ιουλίου (1570) στον υπάκουο υπήκοό του έκφραση ικανοποίησης για τον διορισμό του, λέγοντάς του ότι είχε διατάξει τώρα τον Τζιανναντρέα Ντόρια να πάρει τις [σαρανταεννέα] γαλέρες που είχαν συγκεντρωθεί στα νερά τής Σικελίας και να τις προσθέσει στις παπικές και στις ενετικές γαλέρες. Επίσης ο Ντόρια έπρεπε να υπακούει τον Κολόννα και να ακολουθεί την παπική σημαία. Την ίδια μέρα ο Φίλιππος έγραφε στον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο με το ίδιο περιεχόμενο.211

Προς ακραία ενόχληση τού καρδινάλιου ντε Ραμπουγιέ, αδιαπέραστο απόρρητο είχε αποκρύψει όλες τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων για τη συμμαχία. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε ελπίδα συμπερίληψης των Γάλλων, ο Ραμπουγιέ δεν ήταν μυημένος στο τι συνέβαινε. «Είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλύψω οτιδήποτε…», όπως ο ίδιος διαμαρτυρόταν στον Κάρολο Θ’ (στις 17 Ιουλίου 1570). «Μερικοί άνθρωποι με ενημέρωσαν σήμερα το πρωί, ως βεβαιότητα, ότι η συμμαχία έχει συναφθεί, αλλά πρέπει ακόμη να τη δω δημοσιευμένη πριν την πιστέψω, ενώ αν πραγματοποιηθεί, μόνο ο Θεός ξέρει πόσο θα διαρκέσει». Οι εκπρόσωποι τού Καθολικού βασιλιά ζητούσαν αδύνατα πράγματα από τούς Ενετούς, οι οποίοι δεν έπρεπε να εγκρίνουν καμία συμφωνία κανενός είδους με τούς Τούρκους για δέκα χρόνια. Έπρεπε να αντικαταστήσουν με δικά τους έξοδα όλα τα σκάφη που θα έχανε ενδεχομένως ο Φίλιππος κατά τη διάρκεια τής συμμαχίας, είτε σε ναυμαχία ή από απλή «τύχη τής θάλασσας». Επίσης έπρεπε να βοηθήσουν τη μεγαλειότητά του «σε όλες τις θάλασσες, καθώς και σε εκείνη τής Ανατολικής Μεσογείου και πολλές άλλες τέτοιες απαιτήσεις». Οι εκπρόσωποι τού βασιλιά προσπαθούσαν να αποσπάσουν από τον πάπα «χάρες», τις οποίες η Αγιότητά του δεν ήταν ποτέ πρόθυμος να τούς παραχωρήσει (τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό), όπως ο σταυροφορικός φόρος (cruzada) στην Ισπανία, ο «εκτελεστικός» (exsequatur) στη Νάπολη «και άλλα τέτοια πράγματα» (et aultres telles choses). Όσον για το σημαντικό ζήτημα τού ποιος θα ήταν στρατιωτικός διοικητής τού συνδυασμένου στόλου, τα πρόσωπα που αναφέρονταν συχνότερα ήσαν ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας και ο Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε, ο δούκας τού Ουρμπίνο.212 Ο χρόνος θα έδειχνε αν η κρίση τού Ραμπουγιέ ήταν σωστή.

Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα έφυγε από την Βενετία στα τέλη Ιουλίου. Όταν έφτασε με τις δώδεκα γαλέρες τού πάπα στο Οτράντο (στις 6 Αυγούστου), βρήκε τη συγχαρητήρια επιστολή τού Φιλίππου για τον διορισμό του και την καθησυχαστική είδηση, ότι ο Τζιανναντρέα Ντόρια θα υπηρετούσε υπό τις διαταγές του και κάτω από την παπική σημαία.213 Όπως αναφέρει ο Μικέλε Σουριάν, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη, στην περιγραφή του για τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη και στις οποίες ο πάπας βάσιζε τις ελπίδες του για τη συμμαχία, στις 27 Ιουλίου (1570) αγγελιοφόρος έφτασε από την Ισπανία, φέρνοντας νέα τής από καιρό καθυστερούσας απόφασης τού Φιλίππου Β’, «ότι ο στόλος τού βασιλιά έπρεπε να ενωθεί με εκείνον τής Σινιορίας υπό την υπακοή στον στρατηγό τού πάπα» (che l’ armata del Re si congiungesse con quella della Signoria sotto l’ obedienza del generale del papa).214 Ο Ντόρια έπρεπε να προσθέσει τις γαλέρες τού βασιλιά σε εκείνες τής Βενετίας και να τεθεί υπό τις διαταγές τού Κολόννα.

Αν και δεν υπήρχε ακόμη συμμαχία, ο Πίος ήταν ευχαριστημένος από την εμφανή πρόοδο. Ήταν τώρα πρόθυμος να χορηγήσει στον βασιλιά τις οικονομικές χάρες, τον σταυροφορικό φόρο (cruzada), την επιδότηση (sussidio) και τη «συγχωρημένη» (excusado), αλλά ο Θουνίγκα φοβόταν, ότι οι βούλλες παραχώρησης θα περιείχαν πολλά νέα χαρακτηριστικά (muchas novedades), τα οποία, με την προσθήκη ή παράλειψη ορισμένων λέξεων, «θα μπορούσαν να μειώσουν πολύ την ουσία εκείνων για τα οποία μάς έχουν μέχρι τώρα διαβεβαιώσει».215 Αν παραχωρώντας αυτές τις χάρες ήθελαν να εξασφαλίσουν πραγματικά τη ναυτική βοήθεια τού Φιλίππου Β’ εναντίον των Τούρκων, δεν έπρεπε να τις χορηγήσουν πολύ γρήγορα.

Κατά τη διάρκεια των δύο περίπου μηνών που είχε περάσει ο Ζάνε στη Ζάρα, είχε δυσκολίες προσπαθώντας να ταΐσει τις άρρωστες δυνάμεις του, γιατί οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την ενδοχώρα. Όταν ο Αλμόρο Τιέπολο παρέλαβε στις 20 Ιουλίου (1570) το έγγραφο τής αποστολής του ως «διοικητής στις φούστες», είχε προειδοποιηθεί να επιτηρεί το ενετικό φρούριο στο Νόβιγκραντ (στη νότια όχθη τής λίμνης Νοβιγκράντσκο Μόρε), μερικά μίλια εσωτερικά τού Ζάνταρ.216 Το Καττάρο (Κότορ) βρισκόταν επίσης κάτω από σοβαρή απειλή, όπως καταλάβαινε ο γενικός επιστάτης τής Δαλματίας από τις πρόσφατες αναφορές που τού έστελναν ο δόγης και η Γερουσία.217 Το κάστρο τού Σαν Νικκολό στο Σεμπένικο (Σίμπενικ) έπρεπε να εξασφαλίζεται κατά τουρκικής επίθεσης.218 Πιο νότια, κατά μήκος τής ακτής, οι Αλβανοί έδειχναν θαρραλέα «αφοσίωση και πίστη» (la devotione et fede) υποστηρίζοντας τη Βενετία εναντίον των Τούρκων,219 πράγμα που ήταν πολύ χρήσιμο, αλλά στα βόρεια οι Τούρκοι ήσαν πάντοτε έτοιμοι να κάνουν επιθέσεις πιο κοντά στην πατρίδα, στο Φριούλι.220

Οι επιθέσεις δεν ήσαν όλες μονόπλευρες (αν και ως επί το πλείστον θα ήσαν), γιατί στις 30 Ιουνίου (1570) ο Μάρκο Κουρίνι, ο διοικητής τού Κόλπου, κατέλαβε και κατέστρεψε το τουρκικό φυλάκιο στον Βραχίονα τής Μάνης (Brazzo di Maina) στο μεσαίο πόδι τού νότιου Μοριά. Τρεις εβδομάδες αργότερα ο δόγης και η Γερουσία τού έγραφαν για την ικανοποίηση που είχαν νιώσει με την είδηση τής επιτυχίας του.221 Κατά τούς προσεχείς όμως μήνες, μέχρι τη μέρα τής Ναυπάκτου, οι Ενετοί δεν θα γνώριζαν ούτε ικανοποίηση ούτε επιτυχία, καθώς η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ακολουθούσε την αμείλικτη πορεία της.

Στις 22 Ιουλίου λίγο πριν αποπλεύσει ο γενικός διοικητής Τζιρολάμο Ζάνε με τον στόλο από την Κέρκυρα προς το αγκυροβόλιο τού Κόλπου τής Σούδας, τού καλύτερου λιμανιού στο νησί τής Κρήτης, ο δόγης και η Γερουσία τού έστειλαν την πολυαναμενόμενη είδηση. Ολόκληρη η τουρκική αρμάδα, μεταφέροντας τις δυνάμεις που είχαν στρατολογηθεί στην Ανατολία και τη Συρία, είχε πλεύσει κάτω από δύο πασάδες «προς το βασίλειό μας τής Κύπρου». Έχοντας υιοθετήσει την επιθυμία τού σουλτάνου να κατέχει την Κύπρο, οι δύο πασάδες ήσαν αποφασισμένοι να καταλάβουν το νησί, το οποίο ο Ζάνε και ο στόλος του έπρεπε να υπερασπιστούν, με ή χωρίς την υποστήριξη των παπικών και των Ισπανών συμμάχων τους, «πάνω από οτιδήποτε άλλο». Εκτός από τη «χρησιμότητα» τού νησιού και τη φήμη που κέρδιζε η Βενετία από την κατοχή του, η απώλεια τής Κύπρου θα προξενούσε στο κράτος ζημιές χωρίς τέλος, «από τις οποίες μακάρι ο Κύριος ο Θεός να καταδεχτεί να μάς προστατεύσει, αν συμβεί κάποιο δυσάρεστο γεγονός».

Η Γερουσία ήταν σίγουρη, ότι ο εχθρός θα αντιμετώπιζε γενναία αντίσταση στο νησί, «δεδομένου ότι έχουμε κάνει πολλές προβλέψεις για την υπεράσπισή του» (havendo noi fatte le molte provisioni per la sua difesa). Αν και μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στην τοπική αριστοκρατία και στους «άλλους υπηκόους μας, που είναι τόσο ευνοϊκά διακείμενοι», καθώς επίσης και στους στρατιώτες και στην ηγεσία τού νησιού, «παρ’ όλα αυτά, από την άλλη πλευρά, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη δύναμη τού εχθρού, δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι». Όση κι αν ήταν η αποφασιστικότητα τής Σινιορίας να συνεχίσει κατά των Τούρκων, υπάρχει σχεδόν νοσταλγικός τόνος σε αυτή την επιστολή προς τον Ζάνε: «Δεν υπάρχει τίποτε πιο αμφίβολο από την έκβαση μεγάλων επιχειρήσεων, όπως αυτή τής υπεράσπισης ενός βασιλείου τόσο μακριά και κάτω από την επίθεση εχθρού τόσο κοντά και τόσο ισχυρού…». Υποκύπτοντας όμως στην απόφαση τού Ζάνε και των συμβούλων του, η Γερουσία ήταν προετοιμασμένη για άμεση, επιθετική δράση. Χρησιμοποιώντας σχεδόν τις ίδιες λέξεις όπως και στην επιστολή τους προς τον Ζάνε πριν από ένα μήνα (22 Ιουνίου), δήλωναν «ότι πρέπει να κινηθείτε προς εκείνα τα μέρη, είτε δικά μας ή τού εχθρού, όπου φανεί καλύτερο σε εσάς και να αποφασίσετε να κάνετε ό,τι σάς δείξει ο Κύριος ο Θεός ότι είναι πιο επωφελές για τη Χριστιανοσύνη και για τις υποθέσεις μας…».222

Δύο πασάδες είχαν μάλιστα αποπλεύσει με την τουρκική αρμάδα «προς το βασίλειό μας τής Κύπρου» και ο Κάρολος Θ’ σύντομα ενημερωνόταν για τις λεπτομέρειες από κάποιον Ιωσήφ Τζουστινιάν, ο οποίος έφυγε από την Ισταμπούλ στις 12 Ιουλίου και συνέταξε αναφορά στη Βενετία στις 19 Αυγούστου (1570). Ο Τζουστινιάν είχε σταλεί από τον Σελήμ Β’ και από τον Μεχμέτ Σόκολλι να πάει στη Γαλλία την τουρκική απάντηση στις επιστολές, που είχε γράψει ο Κάρολος για την επιστροφή τού Κλωντ ντυ Μπουργκ στην πατρίδα. Έπρεπε επίσης να προσπαθήσει, ευρισκόμενος στη Βενετία, να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού Μαχμούτ μπέη, τού δεύτερου δραγουμάνου και απεσταλμένου τού σουλτάνου στη Σινιορία, τον οποίο κρατούσαν ως κατάσκοπο και όμηρο από τον προηγούμενο Μάρτιο και ήταν τώρα φυλακισμένος στη Βερόνα. Ο Σόκκολι σχεδίαζε να στείλει Τούρκο στη Βενετία για να απαιτήσει την απελευθέρωση τού Μαχμούτ, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ τον είχε αποθαρρύνει. Γιατί να έχανε δύο δραγουμάνους; Ο ντε Γκρανσάμπ είχε δυσκολευτεί να πείσει τον Σόκκολι, αλλά τελικά το είχε κατορθώσει συνιστώντας τον Τζουστινιάν, ο οποίος ανέλαβε την αποστολή. Σύμφωνα με τον Τζουστινιάν, όταν ο Κουμπάντ τσαούς είχε επιστρέψει στην Πύλη με την κατηγορηματική απάντηση των Ενετών στην τουρκική απαίτηση για την Κύπρο, «o Μεγάλος Άρχοντας και ο πρώτος πασάς βρέθηκαν αρκετά έκπληκτοι» (le Grand Seigneur et premier bassa se trouvèrent fort estonnez) και ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες τους σε βιαστική σύγχυση.

Ο Τζουστινιάν ανέφερε από τη Βενετία ότι

στις 17 Απριλίου ο Πιαλή [πασάς] ξεκίνησε με περίπου ογδόντα γαλέρες τόσο άσχημα επανδρωμένες και εν μέσω τέτοιου τρόμου, που αν ο στόλος αυτών των κυρίων [των Ενετών], αντί να κάνει περίπατους στη Ζάρα, είχε συνεχίσει προς Νεγκροπόντε, ο στόλος τους είτε θα είχε νικήσει εκείνον τού Τούρκου ή θα τον είχε υποχρεώσει να γυρίσει βιαστικά πίσω.

Στη συνέχεια ο Αλή, ο καπουδάν πασάς (ναύαρχος), απέπλευσε «με καλό αριθμό γαλερών», ο οποίος, μαζί με την ακτοφυλακή, υπολογιζόταν σε 160 περίπου σκάφη. Στις 17 Ιουνίου οι Πιαλή και Αλή είχαν έρθει μαζί με τις δυνάμεις τους στην Αττάλεια (Satalia, Setelye, Adalia) στον κόλπο τής Αττάλειας στη νοτιοδυτική Ανατολία. Εδώ έπρεπε να εύρισκαν 34.000 άνδρες, 12.000 από τούς οποίους θα ήταν ιππικό, «έτοιμους όλους να πάνε με τις γαλέρες και τα πλοία μεταφοράς στην Κύπρο». Μη βρίσκοντας όμως κανέναν, έστειλαν με κάθε σπουδή παράπονα στον σουλτάνο, ο οποίος απέλυσε τον μπεηλερμπέη τής Καραμανίας, που υποτίθεται ότι θα συγκέντρωνε τον στρατό ξηράς. Μια περίπου βδομάδα αργότερα (στις 23 Ιουνίου) έφτασε αγγελιοφόρος στον Πιαλή, λέγοντας ότι ο στρατός θα έφτανε σύντομα. Όταν ο Τζουστινιάν έφυγε από την Ισταμπούλ στις 12 Ιουλίου, «ο Μεγάλος Άρχοντας δεν είχε λάβει ακόμη νέα, ότι οι δυνάμεις του είχαν πάει στην Κύπρο».223

Οι λεπτομέρειες για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τόσο για τον αριθμό των ανθρώπων όσο και για εκείνο των γαλερών, ποικίλλουν πολύ στις πηγές. Οι ημερομηνίες καταγράφονται μερικές φορές απρόσεκτα και σε αντίθεση με τα γεγονότα. Την ίδια δυσκολία συναντά κανείς προσπαθώντας να περιγράψει τη δύσμοιρη εκστρατεία που είχε επικεφαλής τούς Ζάνε, Κολόννα και Ντόρια. Οι αρχειακές πηγές είναι πιο αξιόπιστες αν και λιγότερο γραφικές. Μετά το 1572-1573 υπήρξε πλημμύρα μεταπολεμικής «δημοσιογραφίας», μεγάλο μέρος τής οποίας ήταν έργο συμμετεχόντων στα γεγονότα που περιγράφουν, το οποίο όμως δεν σημαίνει, ότι βρίσκονται σε συμφωνία ως προς ημερομηνίες και γεγονότα. Είτε ο Πιαλή πασάς έφυγε από τον Βόσπορο στις 17 ή στις 23 Απριλίου (1570), επιτέθηκε στο φρούριο στο νησί τής Τήνου (στις αρχές Μαΐου),224 το οποίο, όπως είπαμε πιο πάνω, οι Ενετοί είχαν ενισχύσει. Η αποτυχία του να καταλάβει το νησί αποδείχτηκε δαπανηρή, αλλά παίρνοντας προμήθειες και πισσάροντας τις καρίνες του στο Νεγκροπόντε απέπλευσε στις 28 Μαΐου ή κάπου τότε για τη Ρόδο, όπου λίγες ημέρες αργότερα ενώθηκε μαζί του ο Αλή πασάς με το άλλο μισό τής αρμάδας τού σουλτάνου.

Στις αρχές Ιουνίου οι δύο πασάδες, ο Πιαλή και ο Αλή, έπλευσαν από κοινού προς τον κόλπο τής Αττάλειας, ή εκείνον τής Φοινίκης λίγο πιο νότια, δυτικά τού ακρωτηρίου Χελιδόνια (Gelidonya), όπου δεν βρήκαν τούς άνδρες και τα άλογα που περίμεναν. Το στράτευμα όμως συγκεντρώθηκε σύντομα και στις 27 Ιουνίου η αρμάδα κατευθύνθηκε στις δυτικές ακτές τής Κύπρου. Κύκλωσε το ακρωτήριο Αρναούτης και έπλευσε στα ανοιχτά τής Πάφου, με τούς πασάδες να κάνουν την πρώτη απόβασή τους στο νότιο λιμάνι τής Λεμεσού την 1η Ιουλίου, ενώ στις 3 τού μηνός έβγαλαν τον στρατό ξηράς και το πυροβολικό στη στεριά στις Αλυκές (Salines) κατά μήκος τής δυτικής ακτής τού Κόλπου τής Λάρνακας. Περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα, μεταξύ 24 και 26 Ιουλίου (1570), ο στρατός κατευθύνθηκε αργά, τώρα κάτω από τον Λάλα Μουσταφά πασά, τον στρατιωτικό διοικητή τής εκστρατείας, προς την πόλη τής Λευκωσίας, την πρωτεύουσα τού νησιού. Στήνοντας τα κανόνια του στις πλαγιές που υψώνονταν στα νότια και στα νοτιοανατολικά τής πόλης (απέναντι από τούς προμαχώνες Τρίπολης, Νταβίλα, Κοστάντσο και Ποντοκατάρο, οι οποίοι κατέχουν εξέχουσα θέση σε όλες τις περιγραφές τής πολιορκίας), ο Μουσταφά ξεκίνησε την κατάκτηση τής Κύπρου.225

Καθώς ο Μουσταφά πασάς άρχιζε την προς βορρά πορεία του από τις ακτές τού Κόλπου τής Λάρνακας προς τη Λευκωσία, ο Τζιρολάμο Ζάνε άρχιζε το ταξίδι του από την Κέρκυρα προς το νησί τής Κρήτης, όπου έφτασε στις 4 Αυγούστου. Ο στόλος όμως των Ενετών δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο επωφελώς όπως ο τουρκικός στρατός. Ο στόλος ήταν καταπονημένος από την αρρώστια και με πεσμένο ηθικό και η Σινιορία ανησυχούσε για τα πιθανά αποτελέσματα τής διαιρεμένης ηγεσίας. Στις 26 Ιουλίου (1570), καθώς οι Τούρκοι έστηναν τούς καταυλισμούς τους στα νοτιοανατολικά τής Λευκωσίας, η Γερουσία ενέκρινε το κείμενο επιστολής τού δόγη προς τον Ζάνε. Παρά το γεγονός ότι ο ενετικός στόλος έπρεπε να συνοδεύεται από τις παπικές γαλέρες υπό τον Κολόννα, τις Καθολικές γαλέρες υπό τον Ντόρια και τουλάχιστον κάποιες που ανήκαν στους Ιωαννίτες Ιππότες, «όλες βοηθητικές δυνάμεις που έχουν σταλεί για να μάς ενισχύσουν και να μάς συνδράμουν», ο δόγης προειδοποιούσε τον Ζάνε, ότι έπρεπε να διατηρεί πλήρως τη διοίκηση τής συμμαχικής αποστολής.

Ο Ζάνε έπρεπε φυσικά να περιλαμβάνει τον Τζιανναντρέα Ντόρια όχι λιγότερο απ’ όσο τον Κολόννα σε όλες τις σημαντικές διαβουλεύσεις. Όμως στο σημαντικό θέμα τού προβαδίσματος, «στην υπεροχή στη θέση» (alla precedenza del luogo), ο Τζιανναντρέα έπρεπε να παραμερίζει για τον Κολόννα, γιατί ο τελευταίος ήταν ο γενικός διοικητής τής Αγιότητάς του.

Παρ’ όλα αυτά, αν ο Ζάνε έβλεπε ότι ο Τζιανναντρέα, «ως διοικητής τής Καθολικής Μεγαλειότητας» (come capitano della Maestà Catholica), ήθελε τη θέση δίπλα στον Κολόννα σε όλες τις επίσημες περιστάσεις, ο Ζάνε έπρεπε να τον αφήνει να την έχει. Η εθιμοτυπία δεν έπρεπε να παρεμποδίζει τούς σκοπούς των στόλων, που ήταν «η ευημερία τού κράτους μας», δηλαδή η διάσωση τής Κύπρου από τούς Τούρκους. Ο Κολόννα είχε φύγει από τη Βενετία το βράδυ τής 24ης Ιουλίου με τις τέσσερις γαλέρες που είχαν εξοπλιστεί γι’ αυτόν στον Ναύσταθμο. Θα σταματούσε στην Αγκώνα για να προσθέσει τις άλλες οκτώ γαλέρες τού πάπα και στη συνέχεια θα έπλεε προς τα ανατολικά, για να ενωθεί με τον ενετικό στόλο «το συντομότερο δυνατόν». Ο δόγης ενημέρωνε τώρα τον Κολόννα, ότι είχαν μόλις φτάσει στη Βενετία τα ευχάριστα νέα, ότι ο Φίλιππος Β’ είχε διατάξει τον «Καθολικό στόλο» υπό τον Τζιανναντρέα να ενωθεί με εκείνον τής Σινιορίας.226 Όταν ο Ζάνε έλαβε την επιστολή τού δόγη, βρισκόταν ακόμη στην Κρήτη και θα περίμενε πολύ μέχρι να τον συναντήσουν εκεί ο Κολόννα και ο Ντόρια.

Την ίδια μέρα (26 Ιουλίου 1570) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον Τζιανναντρέα Ντόρια την είδηση που αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ακόμη λάβει. Τον ενημέρωναν ότι οι πρεσβευτές τους στην Ισπανία, οι Καβάλλι και Ντονάντο, είχαν στείλει αγγελιοφόρο το μεσημέρι στις 13 Ιουλίου,227 ο Φίλιππος Β’ βρισκόταν τότε στο Εσκοριάλ, με επιστολή με την οποία η Καθολική του Μεγαλειότητα, «για να ευχαριστήσει τον πάπα, αλλά και για να προσφέρει βοήθεια στη Δημοκρατία μας», είχε αποφασίσει να διατάξει την επιφανέστατη εξοχότητά του να αποπλεύσει με όλες τις [σαρανταεννέα] γαλέρες του και στο όνομα τού Θεού «να έρθει μαζί με τον στόλο μας». Επιστολές προς τον σκοπό αυτό έπρεπε να είχαν σταλεί από το Εσκοριάλ στον Τζιανναντρέα «το βράδυ τής ίδιας ημέρας» (13 Ιουλίου). Γνωρίζοντας καλά την ανδρεία τού Τζιανναντρέα και όντας βέβαιοι για την επιθυμία του να βοηθήσει τη Βενετία καθώς και τη χριστιανική κοινοπολιτεία, ο δόγης και η Γερουσία δεν θα τού ζητούσαν να υπακούσει στην εντολή τού βασιλιά με κάθε σπουδή και επιμέλεια, γιατί ήξεραν πολύ καλά, ότι θα το έκανε με μεγάλη χαρά, συμφωνώντας ο ίδιος.228 Ο Φίλιππος Β’ είχε τελικά διατάξει τον Τζιανναντρέα Ντόρια να προσθέσει τις βασιλικές γαλέρες σε εκείνες τής Βενετίας και τής Αγίας Έδρας. Το πρόβλημα ήταν, έλεγε ο Φίλιππος, ότι ο νούντσιος Δον Λούις ντε Τόρρες είχε ζητήσει μόνο τη συγκέντρωση των γαλερών στη Σικελία, όχι την ένωση των στόλων.229 Μπορεί κανείς να μην πιστεύει ένα βασιλικό σύμμαχο, αλλά όχι να τον αμφισβητεί. Υπήρχε όμως κι άλλος παράγοντας, ακόμη μεγαλύτερης σημασίας, τον οποίο δεν γνώριζαν ακόμη ο Πίος Ε’ και ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, η Σινιορία και ο Τζιρολάμο Ζάνε: Ακριβώς όπως ο Φίλιππος είχε απαγορεύσει στον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο να προχωρήσει σε άμεση επίθεση κατά των Τούρκων κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τής Μάλτας πριν από πέντε χρόνια, έτσι και τώρα έδινε στον Τζιανναντρέα μυστικές οδηγίες, να προστατεύσει τον βασιλικό στόλο και κατά το τρέχον έτος 1570 να αποφύγει σύγκρουση με την τουρκική αρμάδα.230

<-20. Ο Πίος Ε’, η Ισπανία και η Βενετία. Οι Τούρκοι στη Χίο και την Αδριατική. Η εξέγερση τής Ολλανδίας 22. Η αποτυχία τής εκστρατείας τού 1570 και οι προσπάθειες τού Πίου Ε’ να συγκροτήσει την αντι-τουρκική συμμαχία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top