<-19. Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας | 21. Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570)-> |
20
Ο Πίος Ε’, η Ισπανία και η Βενετία. Οι Τούρκοι στη Χίο και την Αδριατική. Η εξέγερση τής Ολλανδίας
![]() |
![]() |
Η ηρεμία τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’ διατηρήθηκε και μετά τον θάνατό του. Σε ολόκληρη τη διάρκεια τού κογκλάβιου το οποίο εξέλεξε τον διάδοχό του η πόλη παρέμεινε ήρεμη. Δεν υπήρξε εξέγερση, ούτε πανηγυρισμοί, όπως είχε γίνει μετά τον θάνατο τού Παύλου Δ’, ούτε λεηλασίες, ούτε βανδαλισμοί. Τα κελλιά κατασκευάστηκαν βιαστικά στο Βατικανό στη Βασιλική Αίθουσα (Σάλα Ρέγκια), στις αίθουσες γύρω από την αυλή τής Βιβλιοθήκης τού Βατικανού (Κορτίλε ντέλλα Λιμπρερία Βατικάνα), στον Πύργο Βοργία, καθώς και στην αίθουσα κάτω από την Αίθουσα Κωνσταντίνου (Σαλόνε ντι Κονσταντίνο), εβδομήντα κελλιά για εβδομηνταδύο εν ζωή καρδινάλιους,1 αν και όλοι γνώριζαν ότι θα υπήρχαν πολλές απουσίες. Ύστερα από τα συνήθη εννιάμερα τού πένθους και τις λειτουργίες, οι καρδινάλιοι που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη, σαρανταοκτώ σε αριθμό, μπήκαν στο κογκλάβιο γύρω στις 3 μ.μ. τής Τετάρτης 19 Δεκεμβρίου 1565. Αργά το απόγευμα στις 20 τού μηνός το κογκλάβιο έκλεισε. Καθώς έφταναν στην πόλη και άλλα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου ο αριθμός των καρδιναλίων στην εκλογική συνέλευση ανέβηκε στους πενηντατρείς. Μειώθηκε σε πενηνταδύο στις 6 Ιανουαρίου, όταν πέθανε ο νεαρός καρδινάλιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν από τούς ηγεμόνες για να πετύχουν την εκλογή ή τον αποκλεισμό ορισμένων υποψηφίων για την τιάρα, οι προσπάθειες παρέμβασης των ηγεμόνων —και εδώ ο Φίλιππος Β’ έδειξε μοναδική αυτοσυγκράτηση— ήσαν λιγότερο έντονες από εκείνες στα κογκλάβια, από τα οποία είχαν αναδειχτεί ως πάπες οι Ιούλιος Γ’ και Πίος Δ’.
Οι φρουροί τού κογκλάβιου και οι ίδιοι οι καρδινάλιοι διατηρούσαν αυστηρότερο εγκλεισμό απ’ ό,τι είχε παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου δόλιοι κογκλαβιστές, για να μεταφέρουν μηνύματα μέσα και έξω από το κογκλάβιο. Κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να βγει από τις καλά κλεισμένες πόρτες και παράθυρα. Αναμενόταν να είναι μακροχρόνιο κογκλάβιο, με πολλούς υποψηφίους και πολλές παρατάξεις. Καθώς άρχιζε το κογκλάβιο, ο καρδινάλιος Φρανσίσκο Πατσέκο έγραφε στον Φίλιππο Β’, ότι οι συνάδελφοί του Ιππόλιτο ντ’ Έστε και Τζιοβάννι Μορόνε θεωρούνταν σε γενικές γραμμές, ότι είχαν εισέλθει σε αγώνα δρόμου για τον παπικό θρόνο. Όμως έτρεχαν κατά μήκος διαφορετικών διαδρομών. Ο ντ’ Έστε διαπραγματευόταν δημοσίως και επιτίθετο στους συναδέλφους τού καρδινάλιους κατά πρόσωπο, ζητώντας την ψήφο τους, «υπόθεση που σκανδαλίζει όχι μόνο το Κολλέγιο αλλά και ολόκληρη τη Ρώμη!» (cosa que no solo escandaliza al Collegio mas a toda Roma!).
Υποστήριζε, ότι είχε είκοσι ψήφους, αλλά ο Πατσέκο δεν μπορούσε να τις βρει. Μάλιστα ο Πατσέκο πίστευε, ότι ο ντ’ Έστε δεν θα έπαιρνε καμία ψήφο πέρα από εκείνες των Γάλλων οπαδών του και μερικών φίλων, όχι τόσο πολυάριθμων, όταν έμπαιναν μαζί, για να τον κάνουν πάπα. Αλλά όταν ο ίδιος συμμαχούσε με μερικούς από τούς πιο ηλικιωμένους καρδιναλίους, που είχαν επίσης τα μάτια τούς πάνω στην τιάρα, θα ήταν σε θέση να επιφέρει τον αποκλεισμό τού εχθρού του, τού Μορόνε.
Με χαρακτηριστικό τρόπο ο ντ’ Έστε διέβαλε τον Μορόνε, υπενθυμίζοντας σε όλους, ότι ο τελευταίος είχε κατηγορηθεί για αίρεση ενώπιον τής Ιεράς Εξέτασης και ότι ήταν διατεθειμένος να επιδιώξει την επιστροφή των Λουθηρανών στην Εκκλησία, χορηγώντας τους το δισκοπότηρο και επιτρέποντας τον γάμο των ιερέων. Ο Μορόνε δεν διαπραγματευόταν. Προφανώς αισθανόταν ότι είχε κερδίσει την υποστήριξη και την ευγνωμοσύνη των ανηψιών τού Πίου Δ’, αλλά ο Πατσέκο φοβόταν, ότι τέτοιοι ήσαν οι ενδοιασμοί τού Κάρλο Μπορρομέο, που μπορούσε να μην εκτεθεί ο ίδιος και να «αφήσει τα πλάσματά του να πάνε εκεί που ήθελαν». Οι Πατσέκο και Μπορρομέο είχαν συμφωνήσει, ότι οι καρδινάλιοι έπρεπε να εκλέξουν άξιο πάπα, «πολύ χρήσιμο στην υπηρεσία τού Θεού και τής Εκκλησίας» (muy en servicio de Dios y util de la su Iglesia). Ο Μπορρομέο επιθυμούσε να δει έναν από τούς καρδιναλίους τού θείου του να εκλέγεται πάπας. Ο Πατσέκο εξέφρασε επιδοκιμασία και προχώρησαν στα ονόματα: ο Μπορρομέο υπέδειξε τον Λέο Μπονκομπάνι [τότε παπικό λεγάτο στην Ισπανία], τον Μαρκ’ Αντόνιο ντα Μούλα και τον Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε. Ο Πατσέκο θεωρούσε, ότι οι δύο πρώτοι ήσαν καλή ιδέα, «ενώ τον τρίτο, τον Κομμεντόνε, δεν τον ξέρω και νομίζω ότι είναι [πολύ] νεαρός».
Ο Πατσέκο προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τού Μπορρομέο «ώστε είτε να μπορέσουμε να εκλέξουμε άξιο άτομο από τούς δικούς του ανθρώπους, εφόσον μπορέσουμε, είτε —αν δεν μπορέσουμε και πιστεύω ότι θα είναι αδύνατο, επειδή οι παλαιότεροι δεν θα δεχτούν τέτοιους νέους καρδινάλιους— έπρεπε να πάρουμε από τα πρόσωπα που έχει προτιμήσει η μεγαλειότητά σας. Και πιστεύω, ότι θα είναι πολύ πιο εύκολο πράγμα να τον έλξουμε προς τον [Κλεμέντε Ντολέρα, καρδινάλιο του] Αρατσέλι απ’ ό,τι στον [Τζιοβάννι Ρίτσι, καρδινάλιο του] Μοντεπουλκιάνο». Πράγματι, ο Μπορρομέο περιφρονούσε τον Ρίτσι.
Ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε φτάσει στη Ρώμη, γεμάτος από διαβεβαιώσεις προς τον Πατσέκο, ότι επιθυμούσε να υπηρετήσει τα συμφέροντα τού Φιλίππου Β’, αλλά με κάθε πρόθεση να διεκδικήσει την τιάρα για τον εαυτό του. Όμως ο Πατσέκο ήταν βέβαιος, ότι ο Φαρνέζε δεν είχε καμία τύχη, τουλάχιστον στο προσεχές κογκλάβιο, αλλά ότι τελικά θα ενωνόταν με τον Μπορρομέο για να εκλέξουν έναν από τούς μεγαλύτερους σε ηλικία καρδινάλιους (πράγμα που στην πραγματικότητα θα έκανε). Σε κάθε περίπτωση ο Πατσέκο φοβόταν, ότι οι ελιγμοί τού Ιππόλιτο ντ’ Έστε μπορούσαν να παρατείνουν το κογκλάβιο για ολόκληρο έτος.2 Δεν υπήρχε πιο πανούργος ή σε μεγαλύτερη ετοιμότητα παρατηρητής στη Ρώμη από τον Φρανσίσκο Πατσέκο, αλλά έκανε λάθος. Επρόκειτο να είναι σύντομο κογκλάβιο.
Ο Κάρλο Μπορρομέο μπορούσε να είχε αναδειχτεί πάπας, αν είχε ασκήσει αυστηρή πειθαρχία επί των καρδιναλίων τούς οποίους είχε διορίσει ο θείος του Πίος Δ’. Υπήρχαν περισσότεροι από εικοσιπέντε τέτοιοι, ενώ ο Μπορρομέο είχε και έξι περίπου άλλους υποστηρικτές.3 Όταν το κογκλάβιο θα έφτανε στους 50 με 53 εκλέκτορες, οι 34 ή 35 ψήφοι θα αποτελούσαν πλειοψηφία δύο τρίτων. Στις 19 και 20 Δεκεμβρίου, πριν ακόμη από την επίσημη ολοκλήρωση τού κογκλάβιου, απέτυχε προσπάθεια να εκλεγεί ο Μορόνε δια «λατρείας». Οι οπαδοί τού Μπορρομέο είχαν υποστηρίξει την προσπάθεια. Αν ο Μορόνε και οι οπαδοί του είχαν εργαστεί πιο σκληρά και ήσαν πιο αποφασισμένοι, μπορούσε να πετύχει. Αλλά ο μεγάλος ιεροεξεταστής Μικέλε Γκιζλιέρι και οι καρδινάλιοι τού Παύλου Δ’ βρίσκονταν αμετάκλητα σε αντίθεση με τον φίλο και έμπιστο τού Πίου Δ’, τον Μορόνε, αν και είχε οδηγήσει τη Σύνοδο τού Τρεντ σε αίσιο πέρας.
Φρενήρεις ελιγμοί πραγματοποιούνταν κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 23ης Δεκεμβρίου από τούς υποστηρικτές τού Μορόνε, για να εξασφαλίσουν την εκλογή του. Καρδινάλιοι χωρίς να συνοδεύονται από τούς κογκλαβιστές τους περιφέρονταν στις εκλογικές αίθουσες, «άλλοι χωρίς φώτα ή καθόλου ντυμένοι» (alii sine luminibus nec omnino vestiti), ασχολούμενοι όλοι με τις διαπραγματεύσεις με κομμένη την ανάσα. Ο τελετάρχης Κορνέλιους Φιρμάνους τής Ματσεράτα έχει περιγράψει την αξέχαστη νύχτα και την αποτυχία τής τελευταίας ευκαιρίας τού Μορόνε να γίνει πάπας:
Αλλά αν εκείνο το βράδυ ο προαναφερόμενος σεβασμιότατος Μορόνε είχε οδηγηθεί στο παρεκκλήσι [Παολίνα], σίγουρα θα ήταν ο ποντίφηκας, γιατί οι αντίπαλοί του ήσαν τρομοκρατημένοι. Τα πρόσωπά τους είχαν γίνει άσπρα σαν το λινό και στην αρχή δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αλλά όταν βρήκαν τον χρόνο να μεριμνήσουν για τον αποκλεισμό [του Μορόνε] πριν γίνει η ψηφοφορία, είτε επειδή τέτοιο ήταν το θέλημα τού Θεού, τα μυστικά τού οποίου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, ή επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα του, κατόρθωσαν πράγματι να πετύχουν πλήρη και ασφαλή αποκλεισμό. Το πρωί εξάλλου, πριν ξημερώσει, οι καρδινάλιοι ήσαν όλοι πρόθυμοι να ψηφίσουν για τον ποντίφηκα, επιθυμώντας με κάθε βιασύνη να έρθουν στο παρεκκλήσι για να ολοκληρωθεί η δουλειά. Με πίεζαν να χτυπήσω αμέσως την καμπάνα για λειτουργία, έτσι ώστε να γίνει γρήγορα η ψηφοφορία…. Η λειτουργία έγινε σύμφωνα με το έθιμο και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η ψηφοφορία, στην οποία ο προαναφερόμενος σεβασμιότατος Μορόνε έλαβε 26 ψήφους υπέρ και τρεις προσχωρήσεις (accessus), που τού έδωσαν οι σεβασμιότατοι Σφόρτσα, Ορσίνι και Βερτσέλλι.4
Εικοσιεννέα ψήφοι δεν ήσαν αρκετές. Ο Μορόνε αποδέχθηκε την ήττα με αξιοπρέπεια και ψυχραιμία. Ο γαλλόφιλος Ιππόλιτο ντ’ Έστε, τού οποίου η προεκλογική εκστρατεία είχε «σκανδαλίσει όχι μόνο το Κολλέγιο, αλλά ολόκληρη τη Ρώμη», δεν είχε τύχη. Ο Ισπανός πρεσβευτής Ρεκέσενς είχε επιστρέψει στη Ρώμη μετά τον θάνατο τού Πίου Δ’, φτάνοντας εκεί στις 21 Δεκεμβρίου, τη μέρα που ο Φίλιππος Β’ τού έγραφε, ότι μόνη του επιθυμία ήταν η εκλογή έντιμου πάπα, που θα υπερασπιζόταν την πίστη και θα διατηρούσε την ειρήνη, ιδιαίτερα στη δυστυχισμένη και διχασμένη από τον πόλεμο Ιταλία.5 Αλλά ένας διπλωμάτης μπορούσε να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές τής επιστολής τού κυρίου του και να ακούσει αυτό που δεν έλεγε. Ο Ρεκέσενς και οι Ισπανοί συνάδελφοί του κινήθηκαν αθόρυβα. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να επαναλάβουν τις ασυνήθιστες γελοιότητες τού Βάργκας, οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τον στενό περιορισμό τού κογκλάβιου, θα ήσαν πολύ πιο δύσκολες. Όμως δεν έκρυβαν την αντίθεσή τούς προς τον ντ’ Έστε. Μπορούσαν να μετριάζουν τον ενθουσιασμό τους για τον Φαρνέζε, αλλά εύρισκαν πλήρως αποδεκτούς τούς Ρίτσι, Ντολέρα και Γκιζλιέρι. Ο Μπορρομέο παρέμενε σε αντίθεση με τον Ρίτσι και μιλούσε για τις αδυναμίες του τόσο ανοιχτά, «που τού έκανε μεγάλο κακό». Παρ’ όλα αυτά ο Ρίτσι συγκέντρωσε τριάντα ψήφους και ο Πατσέκο πίστευε, ότι αν οι εκλογές είχαν καθυστερήσει για άλλες δύο μέρες, ο Ρίτσι θα ανέβαινε στον θρόνο, παρά την αντίθεση τού Μπορρομέο.6 Ο Μπορρομέο δεν είχε επίσης τίποτε κοινό με τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ο οποίος προσπαθούσε μάταια να επιστρατεύσει την υποστήριξή του.
Το πρωί τής 4ης Ιανουαρίου (1566) Ισπανός αγγελιοφόρος έφτασε στη Ρώμη, όπως έγραφε ο Ρεκέσενς στον Φίλιππο Β’ μία βδομάδα αργότερα και «έχει έρθει πληροφορία στη Ρώμη, ότι η μεγαλειότητά σας κατονομάζει ένα μόνο άτομο για πάπα και ότι αυτό είναι ο καρδινάλιος τής Αλεσσάντρια» (se echo una voz por Roma que vuestra Majestad nombrava solo un subiecto para papa, y que este era el Cardenal Alexandrino). Διαδιδόταν λοιπόν στην πόλη καθώς και στο κογκλάβιο η φήμη, ότι ο Φίλιππος είχε ονομάσει ως υποψήφιό του τον καρδινάλιο τής Αλεσσάντρια, δηλαδή τον Μικέλε Γκιζλιέρι. Ο Ρεκέσενς ισχυριζόταν, ότι η φήμη αποτελούσε εφεύρεση των πρωτοπαλλήκαρων τού Ιππόλιτο ντ’ Έστε «και σκέφτονται να υποκινήσουν με αυτήν όλους τούς καρδινάλιους» (y pensaron con ella amotinar todos los cardenales). Σκοπός τους θα ήταν να ερεθίσουν και να αναστατώσουν όλους τούς καρδινάλιους, προκειμένου να τούς στρέψουν εναντίον τής Ισπανίας. Ο Γκιζλιέρι ήταν ο ιεροεξεταστής και λεγόταν ότι ο Φίλιππος ήθελε να θεσπίσει την Ιερά Εξέταση σε όλα τα κράτη του. Ο Ρεκέσενς εμφανίστηκε στην πόρτα τού κογκλάβιου την επόμενη μέρα, καταγγέλλοντας την αναφορά ως κακόβουλη και υποστηρίζοντας ότι ο Φίλιππος δεν είχε κατονομάσει απολύτως κανέναν ως επιλογή του για εκλογή στην Αγία Έδρα.7
Στο σκοτάδι τής αυγής τής 5ης Ιανουαρίου, ο Κορνήλιος Φιρμάνους λέει στις 5 π.μ. (summo mane hora XII), υπήρξε άλλη αναταραχή στις απομονωμένες αίθουσες τού Ανάκτορου τού Βατικανού. Ο Μπορρομέο και οι οπαδοί του είχαν προβάλει το όνομα τού μορφωμένου Γκουλιέλμο Σιρλέτο, ο οποίος ήταν ίσως το μόνο μέλος τού κογκλάβιου που δεν ήθελε να γίνει πάπας, αλλά ο Μπορρομέο κακοδιαχειρίστηκε προσπάθεια να εξασφαλίσει την ανύψωση τού Σιρλέτο δια λατρείας. Αν είχε ενημερώσει τον φίλο και θαυμαστή τού Σιρλέτο, τον Αλεσσάντρο Σφόρτσα, ο οποίος αγανάκτησε που δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων και αν είχε ζητήσει τη στήριξη τού Φαρνέζε, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα καταλάβαινε, ότι οι δικές του ελπίδες ήσαν καταδικασμένες, ποιος ξέρει άραγε τι θα μπορούσε να είχε προκύψει από την απρόθυμη υποψηφιότητα τού Σιρλέτο; Όπως έγινε όμως, τίποτε δεν προέκυψε από αυτήν.8
Ο κατάλογος των πιθανών υποψηφίων γινόταν ολοένα και μικρότερος. Η απουσία τού Μπονκομπάνι στην Ισπανία είχε αφαιρέσει ισχυρό διεκδικητή. Οι Μαρκ’ Αντόνιο ντα Μούλα και Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, Ενετοί και οι δύο, προσπεράστηκαν. Ο Μορόνε είχε αποκλειστεί με τυπική ψηφοφορία, ενώ η υποψηφιότητα τού Ντολέρα δεν οδηγούσε πουθενά. Παρά την ισπανική έγκριση και την ισχυρή υποστήριξη τού δούκα Κόσιμο Μέδικου, ο Ρίτσι είχε επίσης αποκλειστεί. Υπήρχε ισχυρή προκατάληψη εναντίον των υποστηριζόμενων από ηγεμόνες υποψηφίων.
Ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε είχε εξαλειφθεί, αλλά τι άραγε θα γινόταν με τον πλούσιο και δημοφιλή Αλεσσάντρο Φαρνέζε; Οι φίλοι του είχαν συγκεντρώσει 28 με 30 ψήφους. Υπήρχε συγκρατημένος αλλά απελπισμένος τόνος στις εκκλήσεις του για ψήφους, επειδή (όπως έγραφε ο Ρεκέσενς στον βασιλιά του στις 3 Ιανουαρίου) ο Φαρνέζε συνειδητοποιούσε, ότι ήταν ή τώρα ή ποτέ (…tanto mas que si no lo era agora, sabía que no lo seria nunca).9
Ο Παύλος Γ’ Φαρνέζε είχε κάνει τον Τζιανάντζελο Μέδικο καρδινάλιο (το 1549), ενώ μια δεκαετία αργότερα ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε βοηθήσει για την εκλογή του ως Πίος Δ’. Οι οικογένειες των Μπορρομέο, φον Χόενεμς (Άλτεμπς) και Σερμπελλόνι όφειλαν τις τύχες τους αποκλειστικά στον Πίο. Παρά την προφανή αχαριστία, ο Κάρλο Μπορρομέο κατέστησε τελικά σαφές στον Αλεσσάντρο, ότι δεν επρόκειτο να υποστηρίξει την υποψηφιότητά του «αυτή τη φορά». Προέτρεψε τον Αλεσσάντρο να ενωθεί μαζί του στην εκλογή άξιου πάπα. Μη έχοντας εναλλακτικές λύσεις, ο Αλεσσάντρο πρότεινε τέσσερις από τούς συναδέλφους τους, τον Θεατινό Μπερναρντίνο Σκόττι, αρχιεπίσκοπο τού Τράνι,10 τον Μινορίτη Κλεμέντε Ντολέρα, γνωστό ως καρδινάλιο τού Αρατσέλι, τον μεγάλο ιεροεξεταστή Μικέλε Γκιζλιέρι τής Αλεσσάντρια (il Alessandrino) και τον Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλκιάνο. Ο Μπορρομέο επέλεξε τον Γκιζλιέρι. Μέσα σε δύο ώρες είχαν μαζέψει αρκετές ψήφους, ώστε να εξασφαλίζουν την εκλογή του.
Το απόγευμα τής 7ης Ιανουαρίου (1566), ανάμεσα στις 2 και 3 μ.μ., (inter horam 21mam et 22mam) κατά τον Κορνέλιους Φιρμάνους, όλοι οι καρδινάλιοι πήγαν στο κελί τού Γκιζλιέρι (ήταν το υπ’ αριθ. 52 στον Πύργο Βοργία) «και τον οδήγησαν σχεδόν απρόθυμα και με τη βία στην Καπέλλα Παολίνα». Ύστερα από κάποια διαφωνία και σύγχυση ως προς τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξη τού ευσεβούς σκοπού τους, αποφάσισαν «να ψηφίσει δημοσίως και προφορικά κάθε καρδινάλιος και έτσι να γίνει η εκλογή» (quod publica voce danda essent vota per quemlibet cardinalem, et ita fieri deberet electio). Όταν κατακάθισε η οχλοβοή, πήραν τις συνηθισμένες θέσεις τους στο παρεκκλήσι και ο ηλικιωμένος καρδινάλιος Φραντσέσκο Πιζάνι, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, σηκώθηκε και έριξε την πρώτη διά φωνής ψήφο. Τον ακολούθησε ο Μορόνε και ύστερα ο Κριστόφορο Μαντρούτσο. Ο Φαρνέζε ψήφισε επόμενος και στη συνέχεια ο Τιμπέριο Κρίσπι και όλοι οι υπόλοιποι. Για μια ακόμη φορά ο πάπας είχε εκλεγεί χωρίς επίσημη «ψηφοφορία» με γραπτές ψήφους, η οποία δεν έγινε καν ύστερα από τη γενική ανακήρυξη δημοσίως και προφορικώς (publica voce), παρόλο που ο Φιρμάνους πίστευε ότι έπρεπε να γίνει «για να μην υπάρχουν επιφυλάξεις για την εκλογή». Όταν είχε δοθεί και η τελευταία ψήφος, οι καρδινάλιοι σηκώθηκαν όλοι και πλησίασαν τον Γκιζλιέρι. Ο αρχιμανδρίτης Πιζάνι τον ρώτησε αν δεχόταν την εκλογή του από το Ιερό Κολλέγιο. Στάθηκε για λίγο χωρίς να απαντά. Όταν πιέστηκε, απάντησε απλά, «Είμαι ευχαριστημένος» (Mi contento su). Σε αναγνώριση τής οφειλής του προς τον Μπορρομέο, ο Γκιζλιέρι πήρε το όνομα Πίος Ε’. Ήταν περίεργη επιλογή. Αυτός και ο Πίος Δ’ αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλο. Ο Γκιζλιέρι ήταν πλάσμα τού Παύλου Δ’, στον οποίο έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο, ενώ έχει συχνά ειπωθεί, ότι έπρεπε να αποκαλέσει τον εαυτό του Παύλο Ε’.11 Εκείνο το βράδυ, στις 7 Ιανουαρίου, οι Ρεκέσενς, Μπορρομέο και Πατσέκο έγραψαν όλοι στον Φίλιππο Β’, για να τον ενημερώσουν για το σχεδόν θαύμα τής εκλογής τού Πίου Ε’, «πράγμα το οποίο», με τα λόγια τού Ρεκέσενς,
κανείς δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε, αν και κατά την κρίση μου το άξιζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο Κολλέγιο. Είχε τη βοήθεια και την εύνοια τής παράταξης τής μεγαλειότητάς σας, αλλά σίγουρα η εκλογή του είναι έργο μόνο τού Θεού.
Όταν άνοιξε η πόρτα τού κογκλάβιου, ο Ρεκέσενς ήταν μεταξύ των πρώτων που μπήκαν για να φιλήσουν τα πόδια τού νέου πάπα «στο όνομα τής μεγαλειότητάς σας». Ο Μπορρομέο εξέφρασε ικανοποίηση για την εκλογή τού Γκιζλιέρι, ως «προσώπου τέτοιου ζήλου και ευλάβειας… πολύ γνωστών στη μεγαλειότητά σας», ενώ ο Πατσέκο επαινούσε τούς ανηψιούς τού Πίου Δ’ για την εκλογή, η οποία, όπως ορθώς θεωρούνταν, θα συντελούσε σε όφελος τής Ισπανίας: «Οι καρδινάλιοι Μπορρομέο και Άλτεμπς τον έχουν κάνει [πάπα], αν και τού είχε φερθεί σκληρά ο θείος τους, ενώ λέω ότι αυτοί τον έκαναν, γιατί ήταν στο χέρι τους να τον αποκλείσουν…». Ο Μπορρομέο είχε προσφέρει στους συναδέλφους τού καρδινάλιους παράδειγμα προς μίμηση για τα επόμενα χρόνια.12
Για μήνες πριν από το κογκλάβιο το οποίο εξέλεξε τον Πίο Ε’ και για χρόνια μετά, οι Τούρκοι αποτελούσαν τρομακτική ανησυχία για την παπική κούρτη καθώς και για την ισπανική αυλή. Ο καρδινάλιος Ούγκο Μπονκομπάνι είχε σταλεί στην Ισπανία από τον Πίο Δ’ σε λεγατινή αποστολή, για να ασχοληθεί με διάφορα προβλήματα, τρία από τα οποία ήσαν ιδιαίτερα σημαντικά: πρώτον, η αυτοκρατορική δίαιτα που είχε συγκληθεί για συνεδρίαση στο Άουγκσμπουργκ τον Ιανουάριο (1566), δεύτερον, ο πόλεμος τού Μαξιμιλιανού Β’ στην Τρανσυλβανία και η πιθανότητα τουρκικής εκστρατείας εναντίον του και τρίτον, τα δεινά των Ιωαννιτών Ιπποτών τώρα σχεδόν ανυπεράσπιστων στα ερείπια των πάλαι ποτέ οχυρώσεών τους. Ο Μαρκ Ζίττιχ φον Χόενεμς (Άλτεμπς) είχε περιγράψει την ανησυχία τού παπικού του θείου σε επιστολή προς τον Μπονκομπάνι στις 14 Νοεμβρίου (1565). Ο Πίος Δ’ είχε προγραμματίσει να στείλει στη δίαιτα στο Άουγκσμπουργκ «κάποια προσωπικότητα μεγαλύτερου βαθμού και αξίας» από απλό νούντσιο, για να εξασφαλίσει ότι δεν θα λαμβάνονταν στη δίαιτα μέτρα, που θα ήσαν επιζήμια για την πίστη. Ο Πίος ήθελε να στείλει και ο Φίλιππος κατάλληλο απεσταλμένο στη δίαιτα, ως επίσης υπερασπιστή τής ορθοδοξίας από την πιθανότητα περαιτέρω θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων στην αυτοκρατορία.
Μαζί με την αγωνία του για τη δίαιτα, ο Πίος [Δ’] είχε ενδιαφερθεί να στείλει στον Μαξιμιλιανό βοήθεια, «ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στον πόλεμο με τούς Τούρκους» (acciò possa resistere a la guerra di Turchi). Ο Πίος προσέβλεπε επίσης στον Φίλιππο για βοήθεια
σε συμφωνία με τη δύναμη και το μεγαλείο του και αυτό όχι μόνο λόγω τής ανησυχίας που έχουν όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες σε πόλεμο τέτοιου είδους κατά εχθρού τού Θεού και τής πίστης και τόσο ισχυρού όσο αυτός [ο σουλτάνος], αλλά και λόγω τής φυσικής υποχρέωσης που έχει η Καθολική του Μεγαλειότητα προς τον αδελφό του….
Οι δύο βασιλείς ήσαν πρώτοι εξάδελφοι. Ο πάπας φοβόταν, ότι αν ο Μαξιμιλιανός έβλεπε τον εαυτό του εγκαταλειμμένο από τούς άλλους ηγεμόνες, ίσως αυτό τον παρακινούσε να κάνει κάποια ειρήνη ή ανακωχή με τον Τούρκο «ανάξια τού ονόματος και τής αξιοπρέπειας Χριστιανού ηγεμόνα και επιζήμια για το κοινό καλό».
Η Μάλτα ήταν το τρίτο θέμα που ανησυχούσε τον πάπα, «ίσως όχι λιγότερο σημαντικό από τα προαναφερόμενα δύο», γιατί το Μπόργκο και το Οχυρό Σαν Έλμο βρίσκονταν σε ερείπια. Αν δεν ξαναχτίζονταν και οχυρώνονταν, θα εξακολουθούσαν να αποτελούν βορά για όποιον επέλεγε να τούς επιτεθεί. Ο Τούρκος θα επέστρεφε. Ο μεγάλος μάγιστρος είχε στείλει απεσταλμένο στον πάπα, τον κόμη Μπροκκάρντο, για να κάνει έκκληση για βοήθεια. Από τη Ρώμη ο Μπροκκάρντο θα πήγαινε στην Ισπανία για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πίος [Δ’] ήταν τόσο συγκινημένος από τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν οι Ιππότες, ώστε είχε αποφασίσει να τούς δώσει εικοσιπέντε χιλιάδες δουκάτα, ενώ είχε διαθέσει αμέσως χίλια, για να ξεκινήσουν το μακρύ έργο τής ανοικοδόμησης. Είχε επίσης υποσχεθεί στον μεγάλο μάγιστρο δύναμη πεζικού τριών χιλιάδων ανδρών για το επόμενο καλοκαίρι. Δεδομένου όμως ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, στις 12 Νοεμβρίου (1565) ο Πίος είχε καλέσει όλους μαζί τους πρέσβεις των ηγεμόνων και ορισμένους καρδινάλιους προστάτες τού Τάγματος, όπως οι Φρανσίσκο Πατσέκο και Ιππόλιτο ντ’ Έστε, για να εξετάσουν την απεγνωσμένη ανάγκη τού Μεγάλου μάγιστρου. Οι ηγεμόνες έπρεπε να βοηθήσουν. Μοιράζονταν την τουρκική απειλή με τούς Ιππότες. Πάνω απ’ όλα ο Φίλιππος Β’ έπρεπε να βοηθήσει. Όλοι οι παρόντες επαινούσαν την ανταπόκριση τού Πίου στην ανάγκη των Ιωαννιτών και υπόσχονταν να κάνουν ό,τι μπορούσαν.13
Με την παραλαβή τής επιστολής τού φον Χόενεμς τής 14ης Νοεμβρίου, ο Μπονκομπάνι έστειλε τον νούντσιο Τζιανμπαττίστα Καστάνια, αρχιεπίσκοπο τού Ροσσάνο (και αργότερα Ούρμπαν Ζ’), στον Φίλιππο Β’, προκειμένου να συζητήσει μαζί του τα τρία ζητήματα που έθετε ο πάπας. Ο Καστάνια έχει περιγράψει την ακρόασή του με τον Φίλιππο σε επιστολή του προς τον φον Χόενεμς με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία ο Πίος Δ’ ήταν νεκρός. Ο Φίλιππος δήλωσε, ότι δεν μπορούσε να στείλει Ισπανό άρχοντα στο Άουγκσμπουργκ. Έπρεπε να εξετάσει περαιτέρω αν θα έστελνε απεσταλμένο στη δίαιτα ή θα βοηθούσε τον πάπα να πετύχει τον στόχο του με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Φίλιππος όμως είχε διαβεβαιώσει τον Καστάνια, ότι δεν θα αποτύγχανε να βοηθήσει τον Μαξιμιλιανό. Όσο για τη Μάλτα, η ασφάλεια τής οποίας ήταν μέγιστης σημασίας για τα διάφορα κράτη του, ο Φίλιππος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τον Πίο [Δ’] για τη βοήθειά του προς τούς Ιππότες, «λέγοντας ότι δεν θα παρέλειπε να τούς δώσει όση βοήθεια μπορούσε» (dicendo che non lassarà di darli aiuto in tutto quello che potrà).14
Στις 28 Δεκεμβρίου χορηγήθηκε στον Ενετό πρέσβη δημόσια ακρόαση στην πόρτα τού κογκλάβιου. Έδωσε στους καρδινάλιους τα νέα που είχε από την Ανατολική Μεσόγειο, «διαβεβαιώνοντας ότι αυτό το καλοκαίρι ο στόλος των Τούρκων θα έλθει πιο ισχυρός απ’ όσο το προηγούμενο» (certificandoles que vendría este verano la armada del Turco mas poderosa que el passado). Ο σουλτάνος θα έστελνε μεγαλύτερη αρμάδα από ποτέ στα δυτικά νερά, όταν ερχόταν το καλοκαίρι. Οι καρδινάλιοι έπρεπε να επιταχύνουν την εκλογή πάπα.15 Όλοι προειδοποιούσαν όλους για την τουρκική απειλή.
Ο νέος πάπας έπρεπε να συμβάλει στην αντιμετώπισή της. Ο Φίλιππος Β’ προετοιμαζόταν γι’ αυτό, όπως έγραφε ο Ρεκέσενς στις 18 Ιανουαρίου, γιατί διάταζε την πρόσληψη έντεκα ή δώδεκα χιλιάδων Γερμανών μισθοφόρων και «καλό αριθμό Ιταλών». Αυτά τα στρατεύματα,
μαζί με τούς παλιούς Ισπανούς τούς οποίους διατηρούμε στα βασίλειά μας [ιδιαίτερα τής Νάπολης και τής Σικελίας], σχεδιάζουμε να χρησιμοποιήσουμε για υπεράσπιση αυτού τού τμήματος τής Χριστιανοσύνης, στο οποίο υπάρχει η άποψη ότι σχεδιάζει να επιτεθεί ο κοινός και αιώνιος εχθρός, ιδιαίτερα στη Μάλτα….
Η αντίσταση των Ιπποτών είχε εξοργίσει τον σουλτάνο και είχε ενισχύσει την αποφασιστικότητά του να καταλάβει το νησί. Ο Ρεκέσενς θα υπενθύμιζε στο Ιερό Κολλέγιο —και στον νέο πάπα— την υπόσχεση τού Πίου Δ’ για την ενίσχυση τού Μεγάλου μάγιστρου και των Ιπποτών «με άνδρες και χρήματα».16
Ο Φίλιππος Β’ μπορούσε να εξαρτάται από τον νέο πάπα για τη διάθεση «ανδρών και χρημάτων» εναντίον των Τούρκων. Ο Πίος Ε’ είχε μόλις εκλεγεί, όταν ο Ρεκέσενς έγραφε στον Φίλιππο, ότι ο Πίος είχε ήδη χορηγήσει το «κουϊνκουένιο» (quinquenio), την πενταετή επιδότηση που θα επιβαλλόταν στα εκκλησιαστικά έσοδα στα ισπανικά βασίλεια τού Φιλίππου. Στις 11 Ιανουαρίου ο Ρεκέσενς έγραφε στον Γκονζάλο Πέρεζ, γραμματέα τού Φιλίππου, ότι το προηγούμενο «κουϊνκουένιο» (quinquenio) είχε κοστίσει στον βασιλιά «ενοίκιο» τουλάχιστον 15.000 δουκάτων, προερχόμενο από υποτελείς στο βασίλειο τής Νάπολης, καθώς και 12.000 δουκάτα σε συντάξεις για τούς ανηψιούς τού Πίου Δ’, που προέρχονταν από πηγές στην Ισπανία, εκτός από τα χρήματα που είχαν δαπανηθεί για την αποστολή εκπροσώπων για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, που ήσαν πάντοτε απαραίτητες. Αυτή τη φορά η επιδότηση δεν είχε κοστίσει ούτε ένα κέρμα (maravedi)!17 Σκοπός τού «κουϊνκουένιο» (quinquenio), τουλάχιστον κατά την Αγία Έδρα, ήταν να βοηθήσει τη διατήρηση τού ισπανικού στόλου σε ετοιμότητα εναντίον των Τούρκων. Στις αναλυτικές αποστολές τού Ραϋμόν ντε Ρουέρ, άρχοντα τού Φουρκεβώ, τον οποίο η Αικατερίνη των Μεδίκων είχε στείλει πρόσφατα ως Γάλλο πρεσβευτή στην αυλή τού Φιλίππου, υπάρχει συνεχής αναφορά στην απειλή των Τούρκων και στις προετοιμασίες τού Φιλίππου Β’ εναντίον τους. Ο Φουρκεβώ ενδιαφερόταν πολύ για τις τότε τρέχουσες συζητήσεις για συμμαχία τής αυτοκρατορίας, τής Ισπανίας και τής Γαλλίας, «των τριών κυρίων στεμμάτων τής Χριστιανοσύνης» (les trois principalles couronnes de Chrestienté), εναντίον των Τούρκων, αλλά η Γαλλία είχε σοβαρά προβλήματα και βρισκόταν ως συνήθως σε ειρήνη με την Πύλη.18
Παρά την ειρήνη τού Κατώ-Καμπρεσί και τον γάμο τής αδελφής τού Καρόλου Θ’ Ελισσάβετ με τον Φίλιππο Β’, μικρή ήταν η αρμονία μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Οι Γάλλοι είχαν προσπαθήσει να εγκατασταθούν στη Φλόριντα, όπου δύο ομάδες Ουγενότων είχαν πάει για δημιουργία αποικιών (1562-1565), αλλά ο Ισπανός διοικητής Δον Πέδρο Μενέντεζ ντε Άβιλες είχε καταστρέψει τη μια εναπομείνασα φρουρά τους στο Φορτ Καρολάιν (στις 21 Σεπτεμβρίου 1565), σκοτώνοντας τον Γάλλο διοικητή Ζαν Ριμπώ και σφάζοντας εκατοντάδες συμπατριωτών του, όταν τα σκάφη τους ναυάγησαν σε θύελλα. Ο κύριος ντε Φουρκεβώ έβραζε από αγανάκτηση μόλις έγιναν γνωστά τα γεγονότα. Στην αυλή στη Μαδρίτη υπήρχαν περισσότεροι πανηγυρισμοί για το μακελειό των φτωχών Γάλλων, μερικοί από τούς οποίους ήσαν «άοπλοι και λιμοκτονούντες» (sans armes et mourantz de fain), απ’ όσο αν οι Ισπανοί είχαν πετύχει νίκη επί των Τούρκων, γιατί έλεγαν με ειλικρίνεια, ότι η Φλόριντα σήμαινε περισσότερα γι’ αυτούς από το νησί τής Μάλτας. Κατά τη γνώμη τού Φουρκεβώ ο Πέδρο Μενέντεζ ήταν περισσότερο δήμιος παρά αληθινός στρατιώτης. Οι Τούρκοι δεν είχαν δείξει τέτοια απανθρωπιά, όταν είχαν καταλάβει το Καστελνουόβο [στις 7 Αυγούστου 1539] και τη Τζέρμπα [το 1560], ενώ αν και ήσαν βάρβαροι, δεν ήσαν ποτέ ένοχοι για τέτοια σκληρότητα.19
Οι Ισπανοί δικαιολογούσαν τη σφαγή των Γάλλων στη Φλόριντα, επειδή ήσαν όλοι Ουγενότοι. Αλλά υπήρχαν πολλοί Ουγενότοι στη Γαλλία και παρόλο που η γαλλική αυλή φαίνεται ότι είχε συγκινηθεί κάπως λιγότερο απ’ όσο ο Φουρκεβώ για την αιματοχυσία τού Πέδρο Μενέντεζ, υπήρχαν λίγα πρόσωπα εξουσίας στο Παρίσι, που θα έκαναν πολλά για να συμβάλουν στην άρση τής τουρκικής απειλής από τα Μεσογειακά κράτη τού Φιλίππου Β’. Οι Ισπανοί όμως έψαχναν για σύμμαχο. Είχαν ένα με τον Πίο Ε’, αλλά η Αγία Έδρα διέθετε λίγες γαλέρες. Σε επιστολή τής 22ας Φεβρουαρίου (1566), μια από τις επιστολές στις οποίες ο Φουρκεβώ διαμαρτυρόταν για το ισπανικό μακελειό στη Φλόριντα, λεγόταν ότι ο Φίλιππος Β’ στρεφόταν προς τη Βενετία.
Ο Γάλλος πρεσβευτής είχε μόλις πληροφορηθεί, ότι ο Φίλιππος Β’ προσπαθούσε τώρα να παρακινήσει τη Σινιορία να ενωθεί μαζί του σε συμμαχία εναντίον των Τούρκων. Λεγόταν ότι πρόσφερε στους Ενετούς «τέσσερις πόλεις στην Ιταλία» (quatre villes en Itallie), αν και ο Φουρκεβώ δεν ήξερε αν αυτές οι πόλεις ήσαν στη Λομβαρδία ή στην Απουλία. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ο Αντόνιο Τιέπολο, ο Ενετός εγκατεστημένος πρεσβευτής στην ισπανική αυλή, διαβεβαίωνε πάντοτε τον Φουρκεβώ, ότι η Σινιορία δεν θα τα έσπαγε ποτέ με τούς Τούρκους. «Είναι πολύ ενοχλημένοι εδώ [στη Μαδρίτη]», προσθέτει ο Φουρκεβώ,
από την αρπαγή τού Πόρτο Βέκκιο στην Κορσική, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον συνταγματάρχη Σαμπιέτρο [Κόρσο], τον οποίο βοήθησαν έξι τουρκικές γαλιότες και φοβούνται πολύ, ότι ολόκληρη η τουρκική αρμάδα μπορεί να έρθει στο εν λόγω νησί, έχοντας χτυπήσει και πάλι στη Μάλτα.20
Ο Σαμπιέτρο Κόρσο, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ήταν επαναστάτης Γενουάτης, προστατευόμενος των Γάλλων, καλός φίλος των Τούρκων και εχθρός των Ισπανών, των κυρίων ουσιαστικά τής Γένουας.
Στη Γαλλία ο Προτεσταντισμός είχε φτάσει σε μεγάλη δύναμη το 1566. Οι δόλιες πολιτικές τής Αικατερίνης των Μεδίκων είχαν παράγει εκτεταμένη δυσπιστία και καχυποψία, καθώς οι Γκυζ βρίσκονταν σε αντίθεση με τούς Μονμορενσύ, τούς Σατιγιόν και τούς Ροάν. Οι Ουγενότοι ιεροκήρυκες ήσαν δραστήριοι στη Φλάνδρα, προσθέτοντας πολιτική αναταραχή στη δογματική απόκλιση. Προτεστάντες διαφωνούντες από την Ολλανδία εύρισκαν κρησφύγετα στη Γαλλία, όπου τα νέα τής ισπανικής σφαγής των Ουγενότων στη Φλόριντα τροφοδοτούσαν τη θρησκευτική φλόγα. Αν η Αικατερίνη ήταν απατεώνας, τέτοιος ήταν και ο Φίλιππος Β’, ο οποίος συνωμοτούσε με τον εξάδελφό του Μαξιμιλιανό για να πετύχει την αυτοκρατορική ανάκτηση τού Μετς, τής Τουλ και τού Βερντύν, σκοτεινή επιχείρηση στην οποία ο Σαρλ ντε Γκυζ, ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης, έπαιζε προδοτικό ρόλο.
Η πολιορκία τής Μάλτας είχε εκτρέψει την προσοχή τού Φιλίππου από τούς Προτεστάντες στην Ολλανδία —για μια ακόμη φορά οι Τούρκοι είχαν βοηθήσει τον Προτεσταντισμό—, αλλά σύντομα θα στρεφόταν στην καταστολή τους και στην εξάλειψη τής αίρεσης. Αν και οι ηγέτες των διαφόρων γαλλικών παρατάξεων, εκτός ίσως από τούς Γκυζ, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τον Φίλιππο να προστατεύσει τα εδάφη του από τούς Τούρκους, οι Γάλλοι συμπαθούσαν τούς Ιωαννίτες Ιππότες, των οποίων η ηρωική άμυνα τού νησιωτικού οχυρού τους είχε κερδίσει τον θαυμασμό των Προτεσταντών, καθώς και των Καθολικών σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με επιστολή με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου (1566) τού ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί, τού Γάλλου πρεσβευτή στη Ρώμη, ο νέος πάπας Πίος Ε’ και η κούρτη είχαν ενημερωθεί δεόντως για τη γενναιοδωρία τού γαλλικού στέμματος, που υποτίθεται ότι είχε δώσει στους Ιωαννίτες 140.000 λίρες, «πράγμα που έχει επαινεθεί ιδιαίτερα και έχει εκτιμηθεί από όλο τον κόσμο» (chose qui a esté grandement louée et estimée de tout le monde). Λεγόταν ότι ο Φίλιππος Β’ ήταν έτοιμος να στείλει 6.000 άνδρες στη Μάλτα υπό τις διαταγές τού Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια και ότι είχε δώσει στους Ιππότες εφόδια και πυρομαχικά αξίας 50.000 χρυσών νομισμάτων (écus). Στη Ρώμη ήξεραν πολύ καλά, ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έκανε «μεγάλες προετοιμασίες στη στεριά και τη θάλασσα» (grandz préparatifz par mer et par terre). Η εκ μέρους του στρατολόγηση χερσαίων δυνάμεων πίστευαν ότι ήταν η αρχή εκστρατείας κατά τής Ουγγαρίας. Όμως οι ναυτικές του προετοιμασίες μπορούσαν κάλλιστα να είναι εναντίον τής Μάλτας και ο πάπας προέτρεπε τον ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί να υπερασπιστεί την υπόθεση των Ιωαννιτών στον Κάρολο Θ’, «λέγοντάς μου ότι αν πάθουν αυτοί κακό τώρα, εσείς θα το αισθανθείτε αύριο».
Ο ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί ενημέρωσε την Αικατερίνη των Μεδίκων σε επιστολή τής 18ης Φεβρουαρίου (1566) για την προτεινόμενη από τον Φίλιππο Β’ εισφορά 10.000 Λαντσκνέχτε, καθώς επίσης και «άλλης αποστολής 8.000 Ιταλών κάτω από τέσσερις συνταγματάρχες». Μερικά από αυτά τα στρατεύματα θα στέλνονταν, μαζί με Ισπανούς, στη Μάλτα, στη Λα Γκολέττα και στη Σικελία, αλλά οι αναφορές για τις τουρκικές προετοιμασίες ήσαν τέτοιες, που ο ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί πίστευε, ότι η μοίρα τής Μάλτας κρεμόταν από μια κλωστή. Κατά τη γνώμη του οι Ιωαννίτες, που στέκονταν μέσα στα κατεστραμμένα οχυρά τους, ίσως δεν θα ήσαν σε θέση να προστατεύσουν τούς εαυτούς τους, «εκτός αν πάρουν μεγάλη βοήθεια και μάλιστα εγκαίρως».21
Τον Μάρτιο (1566) ο Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη έστελνε στον Κάρολο Θ’ ζοφερές εκτιμήσεις για τις πιθανότητες των Ιωαννιτών να κρατηθούν στη Μάλτα, γιατί ο μεγάλος μάγιστρος είχε γράψει στον απεσταλμένο του στον πάπα, τον κόμη Μπροκκάρντο, ότι φαινόταν ότι ίσως αναγκαζόταν να αποσυρθεί στη Σικελία, «βλέποντας ότι η βοήθεια, τρόφιμα και πυρομαχικά, που τού έχουν υποσχεθεί, δεν έρχεται εγκαίρως και ότι τα φρούριά του είναι σε άσχημη κατάσταση». Η διαβεβαίωση τού Φιλίππου Β’ για έξι χιλιάδες άνδρες είχε πια μειωθεί σε τρεις. Αν η Μάλτα χρειαζόταν να εγκαταλειφθεί, αυτό δεν θα ήταν σφάλμα τού Μεγάλου μάγιστρου. Κατά τη γνώμη τού ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί το να αφήσουν στρατιώτες «σε δύο θέσεις μάλλον φτωχές» (en deux places assez mauvaises), πιθανώς στο Σαν Έλμο και στο Μπόργκο, θα ήταν σαν να τούς εγκατέλειπαν για να τούς καταπιούν οι λύκοι. Θα επρόκειτο για πρόσκληση σε καταστροφή, γιατί «υπάρχει φόβος, ότι ο εχθρός είναι πολύ ισχυρότερος από εμάς στη θάλασσα, οι γαλέρες του και οι γαλιότες του καλύτερα εξοπλισμένες από τις δικές μας και τα πληρώματα του αρκετά ανώτερα…». Ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός ανησυχούσε με την προοπτική τουρκικής εισβολής στην Ουγγαρία και έκανε έκκληση στον Πίο Ε’ για την ενίσχυση που είχε υποσχεθεί ο προκάτοχός του, «που ήταν 200.000 χρυσά νομίσματα (écus), από τα οποία κατά τον θάνατό του είχε ήδη πληρώσει 50.000». Ο Μαξιμιλιανός ήθελε τώρα τα υπόλοιπα, «για τα οποία η Αγιότητά του ήταν σε γενικές γραμμές ευνοϊκά διατεθειμένος» (à quoy sa Sainteté monstre en termes généraux d’ estre assez bien inclinée).22
Ένα μήνα περίπου αργότερα (στις 29 Απριλίου 1566) ο ντ’ Ουζέλ ντε Βιγιεπαριζί έγραφε στον Κάρολο Θ’ από τη Ρώμη, ότι ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, «ο μεγάλος μάγιστρος τής Θρησκείας τής Μάλτας» (le grand maistre de la Religion de Malthe), φαινόταν ότι είχε αλλάξει γνώμη για την απόσυρση στη Σικελία. Οι εργασίες προχωρούσαν με κάθε επιμέλεια στις οχυρώσεις. Για να ευχαριστήσουν τούς Ισπανούς και για να κρατήσουν ήσυχο τον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, οι Ιωαννίτες είχαν πάρει απόφαση, σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο η μέρα τής γιορτής τής Γέννησης τής Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) ή η παραμονή της (7 τού μηνός), η μέρα τής αποβίβασης τής ισπανικής δύναμης στη Μάλτα, έπρεπε να γιορτάζεται ως «επισημότητα» στη μνήμη τής δύναμης επικουρίας που είχε σταλεί από τον Φίλιππο Β’ και είχε επικεφαλής τον Δον Γκαρσία. Όσο για τις τρεις χιλιάδες άνδρες, τούς οποίους ο Πίος Ε’ είχε υποσχεθεί για το τρέχον έτος, οι διοικητές ήσαν όλοι έτοιμοι, αναμένοντας την παπική εντολή. Ο Πίος όμως δεν είχε ακόμη διατάξει την πρόσληψη των στρατευμάτων για τη Μάλτα. Ήθελε να είναι σίγουρος τι σκόπευε να κάνει ο Φίλιππος και να εξασφαλίσει ότι οι ισπανικές δυνάμεις βρίσκονταν πραγματικά καθ’ οδόν. Αν η τουρκική αρμάδα ερχόταν τόσο γρήγορα όσο έλεγαν οι φήμες, θα εύρισκε τη Μάλτα ουσιαστικά χωρίς άμυνα. Στη Ρώμη υπήρχαν αναφορές για φωτιές χαράς για «την ήττα των ανθρώπων μας στη Φλόριντα» (la deffaicte de noz gens à la Floride) και οι Ισπανοί έκαναν ακόμη φασαρία για το πρόβλημα τού τελετουργικού προβαδίσματος στην κούρτη.
Σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές από την Ανατολική Μεσόγειο, ο σουλτάνος φαινόταν ότι δεν βιαζόταν να στείλει την τουρκική αρμάδα δυτικά, τουλάχιστον όχι για επίθεση εναντίον τής Μάλτας. Στην πραγματικότητα η παπική εισφορά τριών χιλιάδων στρατιωτών για την υπεράσπιση τής Μάλτας είχε σαφώς «γίνει καπνός». Τώρα η Ουγγαρία αποτελούσε την κύρια ανησυχία και ο Πίος Ε’ είχε υποσχεθεί να προσλάβει τέσσερις χιλιάδες άνδρες για όσο διάστημα θα διαρκούσε ο πόλεμος τού Μαξιμιλιανού με τούς Τούρκους. Το εκτιμώμενο κόστος ήταν δεκαέξι χιλιάδες χρυσά νομίσματα (écus) τον μήνα, το οποίο θα ανερχόταν σε περίπου πενήντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα (écus) τον Αύγουστο. Πριν όμως δαπανηθεί το τελευταίο αυτό ποσό, ο Πίος θα έδινε εντολές για τη διάθεση περαιτέρω κονδυλίων. Στο μεταξύ, για καλό ή για κακό, τολμηροί νεαροί Γάλλοι συνέρρεαν στην Ιταλία καθ’ οδόν προς Μάλτα, πράγμα που μπορούσε να είναι τόσο καλό για τη φήμη τής Γαλλίας στην Ευρώπη, όσο επιβλαβές ήταν για το γαλλικό εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο.23
Αν και είχε γίνει ακόμη σαφέστερο, καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, ότι η επόμενη μεγάλη τουρκική επίθεση θα ήταν στη νότια Τρανσυλβανία και στην Ουγγαρία, η τουρκική αρμάδα ίσως ερχόταν τελικά προς τα δυτικά, για να εξαπολύσει επίθεση στη Μάλτα ή (με τη συνεργασία τού Σαμπιέτρο Κόρσο) για να επιτεθεί στους Γενουάτες στην Κορσική. Έχουμε ασχοληθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο με την επιχείρηση τού Σουλεϊμάν στην Ουγγαρία, την δέκατη τρίτη και τελευταία εκστρατεία του, κατά τη διάρκεια τής οποίας έχασε τη ζωή του στην πολιορκία τού Σίγκετ (Σίγκετβαρ) τη νύχτα στις 5 προς 6 Σεπτεμβρίου 1566. Ενώ η μοιραία πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, ο κύριος ντε Φουρκεβώ απεύθυνε επιστολή προς τον Κάρολο Θ’ από τη Σεγκόβια (στις 18 Αυγούστου): Η μεγαλειότητά του έπρεπε να είναι ευχαριστημένος με την αποφασιστική «επιχείρηση» (entreprinse) τού Μεγάλου Άρχοντα στην Ουγγαρία, γιατί αν υπήρχε ειρήνη στο ανατολικό μέτωπο, ο γερμανικός όχλος [μισθοφόρων] θα επέστρεφε στη Γαλλία, «έχοντας μάθει τούς σχετικούς τρόπους και δρόμους για να γευτούν τα γλυκά λάφυρα των υπηκόων σας» (ayant aprins les voyes et sentiers d’ icelluy et gousté la friandize des despoilles de voz subjectz), λεηλατώντας τούς παρενοχλούμενους υπηκόους τού Καρόλου.24
Πέντε μέρες αργότερα ο Φουρκεβώ έπαιρνε και πάλι πέννα στο χέρι:
Μεγαλειότατε, δεν έχω μάθει κάτι νέο από την τελευταία επιστολή μου τής Δευτέρας 18 τρέχοντος μηνός, εκτός από το ότι μού έχουν πει από καλή πηγή, ως μεγάλο μυστικό, ότι ο αυτοκράτορας [Μαξιμιλιανός] υποσχέθηκε στον Καθολικό βασιλιά [Φίλιππο] κατά την επιστροφή του από την Ουγγαρία να εξαπολύσει εναντίον των Λουθηρανών όσο βαρύτερο πόλεμο μπορεί. Δεδομένου ότι ο πόλεμος αυτός δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ως κατά των Γερμανών, γιατί δεν θα τολμούσε καν να το σκεφτεί, πρέπει να είναι κατά τής Ολλανδίας ή κατά άλλων εκεί κοντά, δηλαδή κατά των Ουγενότων στη Γαλλία.25
Δεν μπορεί κανείς να πιστεύει όλα όσα οι πρεσβευτές γράφουν στους κυρίους τους. Αναφέρουν συχνά φήμες και κάνουν λάθος. Αλλά οι πρεσβευτές δεν ήσαν ηλίθιοι. Ακόμη και μια λανθασμένη φήμη μπορεί να είχε κάποια εγκυρότητα. Ήταν σαφές, ότι όχι μόνο οι Γάλλοι ήσαν πιασμένοι ανάμεσα στην Ισπανία και την Υψηλή Πύλη στο ζήτημα τού Μεσογειακού τους εμπορίου, αλλά ήσαν επίσης πιασμένοι ανάμεσα στον Φίλιππο και τον Μαξιμιλιανό στο ζήτημα τού Μετς, τής Τουλ και τού Βερντύν. Ο Φίλιππος είχε λιγότερα να φοβάται από μια γαλλο-τουρκική κατανόηση απ’ όσα φοβόταν ο πατέρας του Κάρολος Ε’, γιατί η Γαλλία κατρακυλούσε στο χάος και τώρα λίγη κατανόηση είχε απομείνει μεταξύ Γαλλίας και Υψηλής Πύλης.
Αν και τώρα πια ο Φίλιππος Β’ λίγα είχε να φοβάται από τούς Γάλλους, τίποτε δεν ήταν πιο φανερό από την ανησυχία του για τούς Τούρκους. Δεν ήταν βέβαια μόνος. Ο φόβος θα διαρκούσε μέχρι και μετά το Λεπάντο (Ναύπακτο). Κυρίευε το Βατικανό, καθώς και το παλάτι των δόγηδων στη Βενετία. Ίσως πάνω απ’ όλα εισέβαλλε στα ισπανικά βασίλεια τής Σικελίας και τής Νάπολης. Όταν ο Αντόνιο Τιέπολο, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυλή τού Φιλίππου, επέστρεψε στην πατρίδα του και έδωσε τον Αύγουστο τού 1567 την αναφορά του στον δόγη και τη Γερουσία, ανέπτυσσε τούς λόγους αυτού τού φόβου. Το νησί τής Σικελίας παρείχε στον Φίλιππο ετήσιο εισόδημα 600.000 δουκάτων, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να καλύψει το κόστος των 3.000 Ισπανών στρατιωτών, τις φρουρές των οχυρών, δώδεκα γαλέρες και την υπεράσπιση τής Λα Γκολέττα, για να μη μιλήσουμε για τις πληρωμές προς τον αντιβασιλέα και τούς αξιωματούχους στο νησί. Κάθε χρόνο ο Φίλιππος έπρεπε να βρει επιπλέον 200.000 έως 300.000 δουκάτα για την κάλυψη αυτών των δαπανών.
Το κύριο πλεονέκτημα τής Σικελίας ήταν τα σιτηρά που παρήγαγε το νησί. Κάποτε σιτοβολώνας τής Ρώμης, τώρα κρατούσε τη Γένουα και διάφορα μέρη τής Ισπανίας καλά εφοδιασμένα. Ο βασιλιάς Φίλιππος έβγαζε πολλά χρήματα από το εμπόριο σιτηρών, επί τού οποίου διατηρούσε τον έλεγχο. Αν αυτό λειτουργούσε σε βάρος των εμπόρων, προκαλούσε επίσης ζημιά στον λαό, ο οποίος έπρεπε να μειώσει την τιμή των σιτηρών, προκειμένου να τα πουλήσει. Οι νησιώτες έπρεπε επίσης να φέρουν «πολλά άλλα νέα βάρη». Δεν δινόταν η δέουσα προσοχή στα παραδοσιακά τους προνόμια, «που είναι τής ίδιας φύσης με εκείνα τής Αραγωνίας, εξάρτηση τού βασιλείου τής οποίας αποτελεί το νησί». Οι Σικελοί ήσαν όλοι τόσο δυσαρεστημένοι και απελπισμένοι, ευγενείς καθώς και κοινοί, που αν δεν κρατούνταν υπό έλεγχο μέσω τής δύναμης, όπου κάθε τόπος ήταν γεμάτος Ισπανούς, και αν είχαν ισχυρό ηγεμόνα στον οποίο να μπορούσαν να προσφύγουν για υποστήριξη, σίγουρα θα έβλεπε κανείς μερικές σημαντικές αλλαγές!
Επιπλέον η Σικελία δεν ήταν ασφαλής από εξωτερικές επιθέσεις. Βέβαια οι Συρακούσες και το Τράπανι, η μία με μεγάλο λιμάνι, το άλλο με όμορφη παραλία, ήσαν τόσο ισχυρές, που θα απαιτούνταν μεγάλη δύναμη και πολύς χρόνος για να καταληφθούν. Από την άλλη πλευρά η Αουγκούστα είχε έξοχο λιμάνι, η Κατάνια εξαιρετική παραλία και το Φάρο ντι Μεσσίνα επίσης καλό λιμάνι. Αλλά αυτές οι θέσεις ήσαν χωρίς φρούριο. Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες που τις γνώριζαν, πίστευαν ότι μπορούσαν εύκολα να καταληφθούν. Αν η αρμάδα τού σουλτάνου επιτίθετο στην ανατολική ακτή τής Σικελίας, οι Τούρκοι θα εύρισκαν τα λιμάνια και τις ανυπεράσπιστες παραλίες πολύ βολικές,
ούτε θα ήταν δύσκολο να αναλάβουν την κατοχή τής Μεσσίνα, τής κύριας πόλης τού νησιού, η οποία βρίσκεται κάτω από τούς λόφους με τέτοιο τρόπο, ώστε ολόκληρη η πόλη μέχρι την ίδια την βάση των τειχών της να μπορεί να σφυροκοπηθεί από πυροβολικό. Με τη Μεσσίνα χαμένη ή την Κατάνια οχυρωμένη από τον εχθρό, πράγμα που μπορούσε να γίνει γρήγορα, το υπόλοιπο νησί θα βρισκόταν σε κακή κατάσταση.26
Ο Τιέπολο συνέχιζε σημειώνοντας, ότι η Λα Γκολέττα, το Οράν και το Πενιόν ντε Βέλεζ, «τρεις τόποι στη Μπαρμπαριά» (tre luoghi in Barberia), αποτελούσαν δαπάνη για τον Φίλιππο Β’, αλλά η εκ μέρους του κατοχή αυτών των τόπων αποτελούσε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα για την Ιταλία καθώς και για την Ισπανία. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαν γίνει φωλιές πειρατών, αλλά όπως ήσαν, ο Φίλιππος μπορούσε να αποβιβάσει όσους άνδρες και προμήθειες ήθελε, «για να σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε εκείνα τα μέρη» (per far maggior progresso in quelle parti). Δηλαδή από το Πενιόν μπορούσε να αποβιβάζει στρατεύματα στη μαροκινή ακτή, καθώς και να προστατεύει τη ναυτιλία στην άπω δυτική Μεσόγειο. Το Οράν αποτελούσε είσοδο στη δυτική Αλγερία, αν ο Φίλιππος επέλεγε να κινηθεί «σε εκείνα τα μέρη», ενώ στη Λα Γκολέττα είχε πάτημα στον Κόλπο τής Τύνιδας. Ο Τιέπολο δεν εύρισκε λόγο να συζητά τη Σαρδηνία. Ήταν σχεδόν έρημη, περισσότερο οικονομικό βάρος παρά όφελος. Το ίδιο μπορούσε να πει κανείς και για τα νησιά τής Μαγιόρκα, τής Μινόρκα και τής Ίμπιζα, «τα οποία είναι επίσης κάτι, για το οποίο δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη συζήτηση» (le quali pure sono cosa che non merita particolare discorso).
Λαμβάνοντας υπόψη την πρόσβαση τού Φιλίππου Β’ στο χρυσάφι, στο ασήμι, στα μαργαριτάρια «και σε διάφορα άλλα αγαθά» στον Νέο Κόσμο, καθώς και τα σημαντικά εισοδήματα που αποκτούσε από τα ισπανικά βασίλεια, γιατί άραγε διατηρούσε μόνο εξηνταπέντε δικές του ένοπλες γαλέρες; Όπως γνώριζαν όλοι, ο Φίλιππος μίσθωνε γαλέρες όταν τις χρειαζόταν (και όπως έχουμε δει στις πολιορκίες τής Τζέρμπα και τής Μάλτας). Πολύ καλά, «θα σάς πω τι έχω ακούσει να λέγεται από πρόσωπα κύρους σε εκείνη την αυλή», όπου ο Τιέπολο είχε περάσει τριανταένα μήνες: ο Φίλιππος πίστευε ότι δεν ήταν αναγκαίο να διατηρεί πάνω από εξηνταπέντε γαλέρες και ότι θα ήταν σε βάρος του αν το έκανε. Δεν μπορούσε να ελπίζει να ανταγωνιστεί το «μεγαλείο τής αρμάδας τού Τούρκου». Ο σουλτάνος μπορούσε πάντοτε να τον ξεπεράσει. Η εμπειρία είχε δείξει για παράδειγμα, ότι όταν ο Κάρολος Ε’ είχε εξήντα γαλέρες, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε φτιάξει εκατό. Τώρα που ο ίδιος ο Φίλιππος μπορούσε να συγκεντρώσει εκατό γαλέρες, η αρμάδα τού Σουλεϊμάν είχε αυξηθεί σε διακόσιες. Γιατί άραγε να ενθαρρύνει τον σουλτάνο να αυξάνει τη ναυτική του ισχύ και να μεγαλώνει τη δύναμή του να επιτίθεται στις θαλάσσιες κτήσεις τού Φιλίππου;
Υπήρχε βέβαια άλλος λόγος για τον περιορισμό τού αριθμού των ισπανικών γαλερών. Όλοι οι κωπηλάτες στις γαλέρες τού Φιλίππου ήσαν σκλάβοι και κατάδικοι, από τούς οποίους ποτέ δεν μπορούσαν να υπάρχουν τόσο πολλοί, ώστε να επανδρώνουν οποιονδήποτε μεγάλο αριθμό γαλερών. Δεν θα ήταν δυνατό να βάλουν γρήγορα στους πάγκους ελεύθερους ανθρώπους, όπως εκείνους που χρησιμοποιούσε η Βενετία για να κωπηλατούν στις γαλέρες, γιατί οι Ισπανοί δεν ήσαν εξοικειωμένοι με τέτοια υπηρεσία. Άλλωστε όλοι γνώριζαν την κακομεταχείριση των κατάδικων (galeotti) στις ισπανικές γαλέρες, όπου πέθαιναν από κάθε είδους βάσανα. Όποια κι αν ήταν η περίοδος για την οποία καταδικαζόταν κανείς σε υπηρεσία στις ισπανικές γαλέρες, ακόμη κι αν ήταν μόνο για ένα χρόνο, δεν είχε ποτέ την παραμικρή ελπίδα απελευθέρωσης, ιδιαίτερα αν αποδεικνυόταν δυνατός κωπηλάτης. Τέτοιος ήταν ο φόβος των Ισπανών για το κουπί, που καμία ποσότητα χρυσού δεν θα αρκούσε για να προσλάβουν ελεύθερους ανθρώπους για τούς πάγκους.27 Όμως καθένας στη Γερουσία που άκουγε ή διάβαζε την ομιλία τού Τιέπολο ήξερε πολύ καλά, ότι η Δημοκρατία είχε επίσης αμέτρητα προβλήματα να βρίσκει αρτιμελείς κωπηλάτες και ότι κατάδικοι (condennati) γέμιζαν τούς πάγκους πολλών ενετικών γαλερών.
Για γενιές οι Τούρκοι καθώς και οι κουρσάροι είχαν προκαλέσει σοβαρή ανησυχία κατά μήκος των ακτών τής νότιας Ευρώπης. Με αφορμή ή χωρίς, ο σουλτάνος μπορούσε να τα σπάσει με τούς Ενετούς, διαταράσσοντας το ανατολικό τους εμπόριο, αποκόπτοντας τις γραμμές επικοινωνίας τους με την Κρήτη και την Κύπρο και σταματώντας τις δικές τους εισαγωγές σιτηρών από την περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας. Όταν ξεσπούσε πόλεμος, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ βρισκόταν σε οδυνηρή κατάσταση. Ακόμη και σε καιρό ειρήνης δεν είχε καθόλου αξιοζήλευτη θέση, την οποία πολλοί από εκείνους που είχαν εκλεγεί στη θέση είχαν προσπαθήσει να αποφύγουν, πληρώνοντας συχνά βαρύ πρόστιμο για την άρνησή τους. Οποιαδήποτε κίνηση τής αρμάδας τού σουλτάνου προς τα δυτικά ήταν δυνατό, είτε από τουρκικό σχέδιο ή από ενετικό ατύχημα, να οδηγήσει σε εχθρική σύγκρουση. Από τη Τζέρμπα μέχρι τη Μάλτα ο τουρκο-ισπανικός πόλεμος είχε αυξήσει την ένταση σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Ενετοί ήσαν ιδιαίτερα ανήσυχοι για την Κέρκυρα, την Κρήτη και την Κύπρο, ενώ οι έμποροί τους στον Κεράτιο Κόλπο έκαναν τώρα τις δουλειές τους με αγωνία.
Ο Βιττόρε Μπράγκαντιν εξακολουθούσε να λειτουργεί ως βαΐλος στην Ισταμπούλ. Ύστερα όμως από την πάροδο μηνών, μετά την απόδραση τού Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο από το ανεπιθύμητο αξίωμα, ο Τζάκομο Σοράντσο αποδέχτηκε τελικά την υπευθυνότητα στις αρχές Νοεμβρίου 1565. Αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να ταξιδέψει από τη στεριά, η οποία ήταν πάντοτε γεμάτη κινδύνους. Επικαλούμενος ασθένεια και ανικανότητα για ιππασία, ζήτησε μεταφορά προς και από την Ισταμπούλ με γαλέρες. Η Γερουσία ενέκρινε το αίτημα με μεγάλη πλειοψηφία. Τρεις γαλέρες θα τον μετέφεραν στα Δαρδανέλλια. Μια από αυτές θα έμπαινε στη θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα) και θα τον πήγαινε στην Ισταμπούλ. Οι άλλες δύο θα παρέμεναν στην είσοδο των Δαρδανελλίων μέχρι να επανενωθεί με αυτές η πρώτη γαλέρα, «όπως γίνεται συνήθως, όταν οι βαΐλοι μας πηγαίνουν στην Ισταμπούλ με γαλέρες…».28
Ύστερα από δεκαεπτά μήνες ως βαΐλος, ο Τζάκομο Σοράντσο ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του, προβάλλοντας κακή υγεία «λόγω των πολλών και συνεχών ταξιδιών του και ιδιαίτερα αφότου βρέθηκε σε αυτή τη θέση βαΐλου» (per causa delli molti et continui viaggi suoi, et specialmente dopo che s’ attrova in quel bayllaggio). Η πρόταση για την απαλλαγή του από τη θέση τέθηκε ενώπιον τής Γερουσίας στις 28 Ιουλίου 1567, ώστε να μην παραμείνει πια στον Βόσπορο «με κίνδυνο για τη ζωή του», γιατί τη στιγμή που ο διάδοχός του θα έφτανε στην Πύλη, θα είχε σίγουρα συμπληρωθεί η απαιτούμενη θητεία δύο ετών. Όμως παρά τα χρόνια υπηρεσίας τού Σοράντσο στο κράτος, πριν από τη δυσάρεστη παραμονή του ως βαΐλος στην Ισταμπούλ, η Γερουσία δεν τού επέτρεψε να συντομεύσει τη θητεία του, απορρίπτοντας την αίτησή του σε δύο χωριστές ψηφοφορίες (140-29-2 και 130-43-1).29
Μόλις στις 10 Ιανουαρίου 1568 η Γερουσία ενέκρινε την εκλογή διαδόχου τού Σοράντσο και τού επέτρεψε έτσι να επιστρέψει στη Βενετία.30 Ο Αλβίζε Γκριμάνι είχε διοριστεί τότε βαΐλος στην Πύλη, ύστερα από τις συνήθεις καθυστερήσεις,31 αλλά η εκλογή του έθετε διαδικαστικά και συνταγματικά προβλήματα. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο επιλέχτηκε στη συνέχεια για τη θέση και στις 19 Μαΐου (1568) ο Σοράντσο πληροφορήθηκε, ότι ο Μπάρμπαρο θα αναχωρούσε για την Ισταμπούλ στο τέλος Ιουλίου,32 διαβεβαίωση που αποδείχτηκε πολύ αισιόδοξη.33 Το έγγραφο τής αποστολής τού Μπάρμπαρο έχει ημερομηνία 12 Αυγούστου (1568),34 μετά την οποία (όπως όλοι οι εκλεγμένοι βαΐλοι) θα καθυστερούσε την αναχώρησή του όσο το δυνατόν περισσότερο. Με τον καιρό βέβαια ο Μπάρμπαρο θα ακολουθούσε «το παράδειγμα» (con instantia) να πείσει τη Γερουσία να φροντίσει για την εκλογή τού διαδόχου του.35 Το έκανε στις αρχές τού έτους 1570, που ήταν καλή στιγμή για οποιονδήποτε Ενετό να φύγει από την Ισταμπούλ.
Η ζωή πολλών διπλωματών που ζούσαν μακριά από την πατρίδα ταραζόταν τόσο από προσωπικές ανησυχίες όσο και από κρατικές μέριμνες. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1566 η Ενετική Γερουσία εξέτασε το πρόβλημα τού Βιττόρε Μπράγκαντιν. Είχε στείλει επιστολές στη Σινιορία περιγράφοντας τα αίτια τής δυσφορίας του. Οι ελλείψεις αγαθών και ο προοδευτικά αυξανόμενος πληθωρισμός στην Ισταμπούλ είχαν αυξήσει τις τιμές σε δυσθεώρητα ύψη. Ο Μπράγκαντιν πιεζόταν ιδιαίτερα «από μεγάλη έλλειψη όλων των απαραίτητων για ανθρώπινη χρήση πραγμάτων» (per la grandissima carestia di tutte le cose necessarie all’ uso humano). Το κόστος τού κρασιού δεν ήταν η μικρότερη από τις ανησυχίες του, «λόγω τής αυστηρής απαγόρευσης που έχει τεθεί σε ισχύ εκεί πέρα, με εντολή τού γαληνοτάτου Άρχοντα». Ο Μπράγκαντιν ξόδευε περισσότερο από το μισό επίδομά του μόνο για κρασί. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν, ότι δεν έπρεπε να ανέχεται χωρίς να διαμαρτύρεται μια τέτοια οικονομική δυσκολία, γιατί (όπως τόσο πολλοί βαΐλοι στην Ισταμπούλ) έπασχε από «σοβαρή ασθένεια».
Πιο σημαντικό ήταν ίσως το γεγονός, ότι ο Μπράγκαντιν είχε περιορισμένους πόρους και έπρεπε να φροντίσει έξι παιδιά, δύο γιους και τέσσερις κόρες. Είχε υπηρετήσει καλά το κράτος ως βαΐλος και προτάθηκε να δείξει η Σινιορία κάποιο μέτρο ευγνωμοσύνης προς ένα πιστό υπηρέτη τής Δημοκρατίας. Νωρίτερα την ίδια μέρα είχε εγκριθεί στο Κολλέγιο πρόταση (με ψήφους 20-3-0), να κάνουν δώρο στον Μπράγκαντιν χίλια δουκάτα
με ισοτιμία έξι λίρες και τέσσερις σόλιδους ανά δουκάτο, έτσι ώστε έχοντας ενημερωθεί για τη συμπάθεια και τη γενναιοδωρία μας, να έχει τα μέσα να συντηρηθεί για το υπόλοιπο τού χρόνου που πρέπει να παραμείνει στο αξίωμα τού βαΐλου, χωρίς τόσο μεγάλη ανησυχία και ζημιά για τη φτωχή οικογένειά του.
Όμως η πρόταση τού Κολλέγιου προφανώς απέτυχε να υπερψηφιστεί σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες, όταν τέθηκε ενώπιον τής Γερουσίας,36 όπου τα χρήματα εγκρίνονταν πιο εύκολα για δώρα σε Τούρκους ναυάρχους και πασάδες παρά για επιβράβευση τής εκτέλεσης τού καθήκοντος κάποιου απέναντι στο κράτος.
Υπήρχε κάποια λογική στην πολιτική τής Ενετικής Γερουσίας για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να δαπανώνται περιορισμένοι πόροι. Αν οι Γενουάτες στη Χίο, οι Μαχονέζοι, έδιναν αφειδώς δώρα στον Μεχμέτ Σόκολλι πασά, τον μεγάλο βεζύρη, ίσως είχαν στην κατοχή τους το νησί τους για περίπου άλλη μια δεκαετία. Αργά ή γρήγορα όμως, οι Τούρκοι αναμφίβολα θα τούς έδιωχναν. Σε κάθε περίπτωση, τέσσερα χρόνια πριν χρειαστεί να αντιμετωπίσουν οι Ενετοί τούς Τούρκους στην Κύπρο, ο Πιαλή πασάς έπαιρνε εντολές να αποβιβάσει στρατεύματα στη Χίο. Τώρα πια (1566) η κυριαρχία των Γενουατών στο νησί είχε διαρκέσει ακριβώς 220 χρόνια, από τότε που ο ναύαρχος Σιμόνε Βινιόζο είχε αναλάβει την κατοχή τής Χίου το περιπετειώδες καλοκαίρι τού 1346.37 Οι συνθήκες στη Χίο ήσαν ασταθείς από τα πρώτα χρόνια τής κατοχής, ενώ μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’, το γενουάτικο μέλλον τού νησιού ήταν πάντοτε αβέβαιο.
Ύστερα από εννέα ή δέκα γενιές γενουάτικης διακυβέρνησης, αυτής που ήταν, η Χίος είχε πέσει (από τις δεκαετίες τού 1550 και τού 1560) σε χαμηλό επίπεδο δυσφορίας και δυσαρέσκειας. Η ανομία είχε κυριαρχήσει στο νησί ως αναπόφευκτη συνέπεια των συγκρούσεων, των φιλονικιών και των αντιπαλοτήτων τού πολιτικού διοικητή (ποντεστά), των επισκόπων και των Μαχονέζων. Η κυβέρνηση τού νησιού βρισκόταν λίγο-πολύ στα χέρια των Μαχονέζων, που διεκπεραίωναν τις υποθέσεις και μάζευαν τα έσοδα τής Χίου μέχρι να μπορέσει η Γενουάτικη Σινιορία να εξοφλήσει την οφειλή τής Δημοκρατίας προς την Μαχόνα ή εταιρεία των μετόχων, των οποίων οι πρόγονοι είχαν χρηματοδοτήσει την αρπαγή τού νησιού από τούς Έλληνες, την οποία είχε διαπράξει ο Βινιόζο.38 Οι συνθήκες ήσαν ιδιαίτερα κακές κατά τα δεκατέσσερα χρόνια που προηγήθηκαν τής τουρκικής κατάληψης τού νησιού.
Η γενουάτικη κυβέρνηση διατηρούσε από καιρό υπερήφανο αλλά συγκρατημένο ενδιαφέρον για τη Χίο, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι αν οι Τούρκοι κινούνταν εναντίον τού νησιού, δεν θα υπήρχε τίποτε που η Σινιορία θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει. Οι Τούρκοι ήσαν ικανοποιημένοι με φόρο υποτέλειας περίπου 10-12.000 δουκάτων τον χρόνο, χωρίς κανένα κόστος ή κόπο για τούς ίδιους. Η οικονομία τού νησιού ήταν υποβαθμισμένη. Κάθε χρόνο οι Μαχονέζοι έκαναν απελπισμένη προσπάθεια να συγκεντρώσουν τον φόρο υποτέλειας. Εν πάση περιπτώσει θα υπήρχε όριο στην τουρκική ανοχή. Στη Χίο υπήρχε πάντοτε πρόβλημα. Μετά την εκδίωξη το 1552-1553 τού Γενουάτη ποντεστά Φράνκο Σάουλι, για τον οποίο οι Τούρκοι είχαν αντίρρηση ως «ξένο» (forestiero), ο δόγης και οι διοικητές τής Δημοκρατίας είχε στείλει δύο επιτρόπους (commissarii), τούς Τζιοβανμπαττίστα Τζεντίλε και Μπαλντασσάρε Τζουστινιάνι, για να αντιπροσωπεύουν τη Σινιορία μέχρι να μπορέσει να διοριστεί άλλος ποντεστά.
Οι δύο επίτροποι βρέθηκαν σύντομα σε απελπιστική αντίθεση με τον τοπικό ιεροεξεταστή, καθώς και με τούς Μαχονέζους. Ο Παύλος Δ’ εξοργίστηκε από τα μέτρα που πάρθηκαν εναντίον τού ιεροεξεταστή «προς μεγάλη ζημιά τις ιερής, ορθόδοξης και καθολικής Εκκλησίας», τα οποία (έλεγε) μπορούσε επίσης να επιφέρουν «ολική καταστροφή αυτού τού νησιού» (la total rovina di quella isola).39 Τα προβλήματα στη Χίο βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και όταν διορίστηκε επίσημα ο νέος ποντεστά, ο Τζιοβανμπαττίστα Τζουστινιάνι (γύρω στην αρχή τού έτους 1558), η διαμάχη αυξήθηκε. Πρέπει να προσπεράσουμε τις λεπτομέρειες, οι οποίες δεν είναι απολύτως σαφείς. Τα πράγματα όμως άρχισαν να φαίνονται καλύτερα μετά τον διορισμό άλλου ποντεστά, τού Βιντσέντσο Τζουστινιάνι, στις αρχές τού 1562, αλλά το παράξενο διάλειμμα γαλήνης και ηρεμίας δεν κράτησε πολύ.
Ο εξάδελφος τού Βιντσέντσο, ο Τιμότεο Τζουστινιάνι, ονομάστηκε επίσκοπος Χίου (στις 14 Απριλίου 1564), αλλά αντί η σχέση να οδηγήσει σε αύξηση τής αρμονίας, η συνήθης διαμάχη πήρε μεγαλύτερη ορμή. Τώρα, όπως συχνά στο παρελθόν, ανανεωνόταν η φιλονικία μεταξύ ποντεστά και επισκόπου, μεταξύ λαϊκών και εκκλησιαστικών δικαστηρίων και μεταξύ των υποστηρικτών τής αστικής διακυβέρνησης, που τελικά ονομάστηκαν «πραιτωριανοί» (pretoriani) και των υποστηρικτών τής εκκλησιαστικής αρχής, των «επισκοπικών» (vescovani).40
Οι δεσμοί μεταξύ τής κυβέρνησης τής πατρίδας και των Μαχονέζων είχαν χαλαρώσει κατά τη μακρά περίοδο κατά την οποία οι τελευταίοι είχαν εξασφαλίσει εξαιρέσεις, προνόμια και θέσεις (στη Μαχόνα) για τούς ίδιους και για τις οικογένειές τους. Μέχρις ότου η Δημοκρατία αποπλήρωνε το χρέος περισσοτέρων από δύο αιώνες, πράγμα που από τα πρώτα χρόνια τής τουρκικής ηγεμονίας στον χώρο τού Αιγαίου δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει, υπήρχαν όρια στην έκταση στην οποία η Σινιορία μπορούσε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις τής Χίου. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που ο Βιντσέντσο Τζουστινιάνι υπηρέτησε ως ποντεστά στο νησί, ποτέ δεν έλαβε προφανώς επίσημη απάντηση σε καμία από τις επιστολές και εκκλήσεις που έστειλε στη γενουάτικη κυβέρνηση. Αν και η ιδέα τής «αυτοκρατορίας» (imperio) ήταν ακόμη ελκυστική για τούς διοικητές τής Δημοκρατίας, αυτοί δεν επρόκειτο να εμπλακούν σε καμία δαπάνη ή ενόχληση για την άσκηση εξουσίας τού είδους που υποτίθεται ότι είχαν στο νησί. Γιατί να ασχολούνταν; Τα παράπονα και καυγάδες ήσαν χωρίς τέλος στη Χίο. Οι Τούρκοι μπορούσαν να εισβάλουν ανά πάσα στιγμή και η Γένουα δεν είχε προφανώς τούς άνδρες και τα χρήματα για την υπεράσπιση ενός τόσο μακρινού και διχασμένου τόπου εναντίον τής παντοδύναμης Πύλης.
Ο μεγάλος βεζύρης Μεχμέτ Σόκολλι λέγεται από σύγχρονη πηγή ότι ήταν εχθρικός προς τούς Χιώτες, ακόμη και σε βαθμό να απαιτήσει κάποτε να πληρώσουν δύο φορές τον καθυστερούμενο για τρία χρόνια φόρο υποτέλειας (il compimento di tre carachii), επειδή είχε διατάξει τον ταμία στην Πύλη να παρακρατήσει την απόδειξη πληρωμής: «Έγινε η πληρωμή χωρίς να δοθεί απόδειξη, την οποία δεν μπορούμε να δείξουμε στην εξοχότητά σας [στον ίδιο τον Μωάμεθ Β’!], αν και έλεγαν ότι είχε καταβληθεί, θα χρειαζόταν να πληρώσουμε κι άλλη φορά!» (Fu fatto il pagamento senza tal ricevuta, la quale non potendo mostrare a sua Altezza, benchè li dicessero haver compito, fu bisogno pagare un’ altra volta!”).41 Δεν είναι αδύνατο. Ο Σόκολλι είχε διάφορους λόγους να είναι ενοχλημένος με τούς Χιώτες, από τούς οποίους όχι μικρότερος ήταν η διαβόητη απέχθειά του για τούς Αψβούργους, τόσο αυτούς τής Ισπανίας όσο και εκείνους τής Αυστρίας. Από το καλοκαίρι τού 1528, όταν ο Αντρέα Ντόρια εισήλθε στην υπηρεσία τού Καρόλου Ε’ και πήρε το μέρος τής Ισπανίας, η Γένουα είχε γίνει στην πραγματικότητα εξάρτηση των Αψβούργων.
Οι Γάλλοι είχαν εκδιωχτεί από τη Γένουα τον Σεπτέμβριο τού 1528. Η κυβέρνηση είχε μεταρρυθμιστεί και είχαν αποκατασταθεί τα φτιασίδια ενός ρεπουμπλικανισμού των πατρικίων, αλλά ο Αντρέα Ντόρια, τότε ηγεμόνας τού Μέλφι, παρέμενε η κυρίαρχη φυσιογνωμία στην πόλη-κράτος. Τη δεκαετία τού 1560 οι Γενουάτες, που αισθάνονταν την πίεση τής γαλλικής εχθρότητας, ήσαν πιστοί πελάτες τού Φιλίππου Β’, στον στόλο τού οποίου ο Τζιανναντρέα Ντόρια είχε προσθέσει τις δικές του γαλέρες, τόσο στη Τζέρμπα όσο και στη Μάλτα. Παρά την άμεση παρέμβαση τής Πύλης στις χιώτικες υποθέσεις (το 1534 και το 1552), οι Μαχονέζοι ορθώς θεωρούσαν το νησί τους ως ευρισκόμενο υπό την κυριαρχία των Γενουατών. Οι Τούρκοι τούς θεωρούσαν Χιώτες, οι οποίοι τούς πλήρωναν φόρο υποτέλειας ως υπήκοοι τής Πύλης.
Στη μέση τού Αιγαίου, ακριβώς έξω από την ακτή τής Ανατολίας, η Χίος βρισκόταν σε στρατηγική θέση, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τα πήγαινε-έλα των τουρκικών γαλερών, οι οποίες συχνά ελλιμενίζονταν στο νησί. Όπως οι Ενετοί στην Κρήτη και στην Κύπρο, οι οποίοι έστελναν πάντοτε αναφορές στον δόγη και τη Γερουσία, οι Μαχονέζοι τής Χίου αναμφίβολα και αναπόφευκτα παρείχαν πληροφορίες στη γενουάτικη κυβέρνηση, η οποία τις διαβίβαζε στην αυλή τού Φιλίππου Β’ και στους αντιβασιλείς του στη Νάπολη και τη Σικελία. Η Χίος ήταν επίσης καταφύγιο για Χριστιανούς σκλάβους, που κατάφερναν να ξεφύγουν από τούς Τούρκους κυρίους τους. Μερικές φορές μέχρι και πεντακόσιοι χριστιανοί τον χρόνο ανακτούσαν την ελευθερία τους μέσω Χίου, όπου υπήρχε «γραφείο σκλάβων», προς αγανάκτηση των Τούρκων ιδιοκτητών, οι οποίοι υπέβαλλαν τα παράπονά τους στην Πύλη.42
Σύμφωνα με ειδοποίηση (avviso) ή ενημερωτικό δελτίο από το Άουγκσμπουργκ (με ημερομηνία 4 Μαΐου 1566), η οποία προερχόταν από το πρακτορείο ειδήσεων Φούγκερ στη Βενετία, οι Μαχονέζοι τής Χίου είχε καθυστερήσει τρία χρόνια να πληρώσουν στην Πύλη τον φόρο υποτέλειας (ή χαράτσι).43 Με εντολές τού σουλτάνου να διερευνήσει τον λόγο για τον οποίο οι Μαχονέζοι δεν πλήρωναν το χαράτσι, ο Πιαλή πασάς είχε αποπλεύσει από την Ισταμπούλ στις αρχές Απριλίου 1566, με στόλο ίσως περίπου 80 γαλερών, πάνω στις οποίες υπήρχαν 3.000 γενίτσαροι και 4.000 σπαχήδες. Το Σάββατο 13 Απριλίου αγκυροβόλησε τις γαλέρες του στα ανοιχτά τής ακτής τής Ανατολίας μεταξύ των τουρκικών χωριών τού Καραμπουρούν και τού Τσεσμέ, ακριβώς απέναντι από την είσοδο τού λιμανιού τής Χίου, στην ανατολική πλευρά τού νησιού. Με υπερβολική ευγένεια αρνήθηκε να μπει στο λιμάνι, για να μη διαταράξει τις θρησκευτικές λειτουργίες των χριστιανών την Κυριακή τού Πάσχα, στις 14 τού μηνός. Τουρκική αρμάδα έκανε τουλάχιστον μία επίσημη επίσκεψη στη Χίο κάθε χρόνο, ενώ τουρκικές γαλέρες συχνά σταματούσαν εκεί κατά τη διαδρομή τους. Οι επισκέψεις αυτές προκαλούσαν πάντοτε κάποια ανησυχία στο νησί, αλλά υπήρχε προφανώς κάτι στην ορθότητα και τον σεβασμό τού Πιαλή, που μεγάλωνε τον φόβο των κατοίκων.
Ύστερα από δύο επίσημες προσκλήσεις να μπει στο λιμάνι και να βγει στη στεριά, ο Πιαλή πασάς δήλωσε, ότι όταν περνούσε η Κυριακή θα ερχόταν φυσικά «και ότι είχε την πρόθεση να μείνει τρεις ή τέσσερις ημέρες για να χαλαρώσει στους κήπους» (et ch’ el voleva stare tre o quatro giomi per solazzar alli giardini). Το πρωί τής Δευτέρας 15 Απριλίου ολόκληρη η αρμάδα μπήκε στο λιμάνι με βολές κανονιών και χαιρετισμό «με τη συνήθη φασαρία» (con la solita gazara), ενώ οι Χιώτες εκτόξευσαν τρεις γύρους βολών πυροβολικού για καλωσόρισμα. Δύο από τούς άρχοντες Μαχονέζους (signori mahonesi) ανέβηκαν στη ναυαρχίδα τού Πιαλή, για να μάθουν ότι την Τρίτη θα πήγαινε περίπατο στον κήπο τής Κρήνας.
Όταν όμως οι δώδεκα άρχοντες πήγαν στη γαλέρα του την επόμενη μέρα, έμαθαν ότι είχε ήδη βγει στη στεριά με φρεγάτα, έχοντας αποβιβαστεί στους μύλους τού Αγίου Θωμά. Από εκεί είχε πάει με άλογο στο Βαρβάσι, «όπου υπάρχουν όμορφοι κήποι» (dove sono belli giardini) και στη συνέχεια, περπατώντας κατά μήκος τής όχθης τού ποταμού, πήγε μέχρι την κορυφή των Αγίων Σαράντα. Εδώ τον συνάντησαν τελικά οι δώδεκα πληρεξούσιοι άρχοντες (signori deputati). Περπάτησαν μαζί κατά μήκος των λόφων που υψώνονταν πάνω από την πόλη τής Χίου. Ο Πιαλή συνοδευόταν από αρκετούς σαντζακμπέηδες, ένα μηχανικό και αριθμό στρατιωτικών προφανούς σημασίας. Κάνοντας ό,τι μπορούσε για να είναι ευχάριστος, «δείχνοντας πάντοτε ιδιαίτερη χαρά» (mostrando sempre allegra chiera), είπε τελικά στους άρχοντες, ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει, γιατί είχε μικρό στομαχόπονο.
Επιστρέφοντας μέσω Παλαιόκαστρου, περνώντας τούς μύλους τής Τσαντίλλας, χαιρετίστηκε από πυρά πυροβολικού όταν έφτασε στο φρούριο. Ἰππευσε κατά μήκος τής τάφρου, προφανώς παρατηρώντας τις επάλξεις. Τελικά ήρθε στο λιμάνι, όπου επιβιβάστηκε στην προβλήτα τής Μεστραρίας με άλλη βολή πυροβολικού. Οι πληρεξούσιοι άρχοντες (signori deputati) γύρισαν στο παλάτι, όπου περιέγραψαν τι είχε συμβεί στον ποντεστά Βιντσέντσο Τζουστινιάνι και στους διοικητές, οι οποίοι άρχιζαν να κάνουν σχέδια για την Τετάρτη 17 Απριλίου.44 Μέχρι εδώ όλο καλά ή έτσι φαινόταν.
Το επόμενο πρωί ο Πιαλή πασάς έστειλε μήνυμα ότι έφευγε από τη Χίο, αλλά πριν από την αναχώρησή του ήθελε να συζητήσει ένα σημαντικό θέμα με τον ποντεστά και τούς δώδεκα «άρχοντες κυβερνήτες» (signori governatori) τού νησιού. Σύμφωνα όμως με τον Μπόσιο, ο Πιαλή είχε ήδη στείλει 10-12.000 άνδρες στην πόλη, με γιαταγάνια κρυμμένα κάτω από τις μακριές τους ρόμπες, «υπό το πρόσχημα τής αγοράς ρούχων, υφασμάτων και άλλων πραγμάτων που χρειάζονταν οι στρατιώτες».45 Τώρα έξι ανώτερα μέλη τού συμβουλίου διοίκησης έρχονταν να επισκεφτούν τον πασά, λέγοντας «ότι εκπροσωπούσαν την κυβέρνηση». Ο Πιαλή αρνήθηκε να τούς δεχτεί. Ο ποντεστά και όλοι οι δώδεκα κυβερνήτες, έλεγε, είχαν κάνει επίσημες επισκέψεις σε άλλους πασάδες σε άλλες περιπτώσεις. Δεν έπρεπε να κάνουν κάτι λιγότερο γι’ αυτόν. Ήταν φίλος τους και δεν περίμενε τέτοια νωθρή ανταπόκριση στο αίτημά του. Ο ποντεστά και οι κυβερνήτες δεν εύρισκαν διαφυγή, αλλά ανησυχούσαν, «γνωρίζοντας την κακή διάθεση που είχε ο Μεχμέτ [Σόκολλι] πασάς εναντίον αυτού τού νησιού» (sapendo il cativo animo che Meemeth [Sokolli] Bassa havea contra essa isola).
Ο Μεχμέτ είχε στείλει πρόσφατα φορτίο σιτηρών στη Χίο, υπό την ευθύνη ενός Γενουάτη αποστάτη, «τον οποίο εμπιστευόταν πλήρως», αλλά το κάθαρμα είχε πουλήσει το σιτάρι και το είχε σκάσει με τα έσοδα. Ο Μεχμέτ πασάς είχε παραπονεθεί στους άρχοντες (signori), οι οποίοι, ενεργώντας με κάθε επιμέλεια, είχαν πιάσει τον αποστάτη και τον είχαν παραδώσει στους Τούρκους, που είχαν έρθει στη Χίο με πλοίο τού Μεχμέτ. Φοβούμενος ότι θα θανατωθεί, ο ένοχος είχε ξεφύγει και πάλι και δεν είχε βρεθεί. Ο Μεχμέτ ήταν ιδιαίτερα αγανακτισμένος, «απειλώντας τούς προαναφερθέντες άρχοντες και επιτιθέμενος βίαια εναντίον τους». Οι Χιώτες κυβερνήτες έστειλαν τότε απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, για να κατευνάσει τον οργισμένο πασά και να κάνει οικονομικές επανορθώσεις. Αλλά είχε άραγε ο απεσταλμένος τους καταφέρει να μειώσει την οργή τού Μεχμέτ;
Με φόβο και απροθυμία ο ποντεστά Βιντσέντσο Τζουστινιάνι και οι δώδεκα κυβερνήτες πήγαν στη ναυαρχίδα τού Πιαλή πασά. Μόλις ανέβηκαν, σηκώθηκε αγκαλιάζοντας τον ποντεστά και χαιρετώντας τούς νευρικούς συναδέλφους του. Τούς διέταξε να καθίσουν. Κάθισαν. Παρέμενε όρθιος, σαν να ήταν χαμένος σε σκέψεις. Ρώτησαν για την υγεία του. Φυσικά ήσαν ευτυχείς που είχαν έρθει, έλεγαν, αν και ένας ποντεστά και όλοι οι δώδεκα κυβερνήτες ποτέ δεν είχαν κάνει τέτοια επίσκεψη σε κανένα πασά. Ήθελαν να τον ευχαριστήσουν, σίγουρα όχι να τον προσβάλουν. Τι ήθελε από αυτούς; Ήσαν έτοιμοι να υπακούσουν κάθε εντολή του.46
Τότε, αν και μιλώντας ήπια, ο Πιαλή πασάς κατηγόρησε τούς Μαχονέζους για κατασκοπεία, υπόθαλψη σκλάβων και κουρσάρων, παράλειψη πληρωμής τού «φόρου τιμής», καθώς και παροχή πληροφοριών στους χριστιανούς εχθρούς τής Πύλης. Σύμφωνα με την περιγραφή τού Τζιρολάμο Τζουστινιάνι, τού γιου τού ποντεστά Βιντσέντσο, ο Πιαλή διάβασε στη συνέχεια αυτοκρατορικό φιρμάνι, που έδινε εντολή για κατάλληλη τιμωρία των προδοτικών Μαχονέζων: «Οι κατηγορίες και διαμάχες των μουσουλμάνων πιστών μας εναντίον σας είναι αμέτρητες. Έχετε λοιπόν αποκλειστεί από την επιείκεια μας. Σε όσους αμαρτάνουν εσκεμμένα, αξίζει διπλή ποινή και διπλή τιμωρία» (Le accuse et querelle de’ musulmani nostri fedeli sono contra voi infinite—perciò siate voi esclusi dalla gratia nostra: A coloro che voluntariamente peccano, a essi doppia pena et doppio castigo merita). Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε λοιπόν στείλει τον σκλάβο τού Πιαλή, «από τον οποίο θα μάθετε προφορικά την επιθυμία μας». Ο Τζουστινιάνι παρέχει μακροσκελές και μάλλον φανταστικό κείμενο τής απάντησης των αρχόντων Μαχονέζων στους ισχυρισμούς τού Πιαλή, με πολλή χριστιανική ηθικολογία και αθωότητα από όλες τις κατηγορίες που απευθύνονταν εναντίον τους.
Όταν ο Λάζαρο Τζουστινιάνι, ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τούς κυβερνήτες, πρότεινε να τούς δοθεί γραπτό αντίγραφο τού φιρμανιού τού σουλτάνου, το οποίο θα μπορούσαν να έχουν διαθέσιμο για την υπεράσπισή τους στην Πύλη, ο Πιαλή θύμωσε και έδιωξε από μπροστά του τούς κυβερνήτες. Τούς περιόρισε στη μέση τής γαλέρας του, ενώ ο ίδιος συσκεφτόταν με τούς αξιωματικούς του στο πρυμναίο κατάστρωμα. Οι κυβερνήτες στη συνέχεια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν δύο-δύο με συνοδεία σε άλλες γαλέρες.47 Ο Τζουστινιάνι λέει, ότι ο Πιαλή απαίτησε, πέρα από τον φόρο υποτέλειας, μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο οι Μαχονέζοι δεν χρωστούσαν στην Πύλη και απειλούσε, αν δεν πλήρωναν, «να θέσει την πόλη δια πυρός και σιδήρου».
Τα άσχημα νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Στην πόλη τής Χίου άνδρες συνέρρεαν στο Παλάτσο από παντού, «με μεγάλο φόβο, σχεδόν έξαλλοι, με δάκρυα στα μάτια τους». Οι Τούρκοι τούς χλεύαζαν σαρκαστικά. Υπήρξαν απειλές και δόθηκαν χτυπήματα, ίσως και από τις δύο πλευρές, καθώς οι απελπισμένοι Χιώτες συγκεντρώνονταν στην πλατεία. Ήσαν όλοι σε έξαψη, όχι μόνο οι ευγενείς, αλλά και οι κοινοί πολίτες, καθώς, «ακόμη και γυναίκες κάθε βαθμίδας και κατάστασης», που έτρεχαν στους δρόμους σε απόλυτη τρέλλα, κάποιες προσφέροντας χρήματα στους Τούρκους, άλλες δίνοντάς τους χρυσές αλυσίδες, ασημένια αγγεία και κάθε λογής πολύτιμα πράγματα, σαν να μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να ελευθερώσουν κατά κάποιο τρόπο το νησί τους, «το οποίο έβλεπαν να περιέρχεται σε υποτέλεια».48
Παρά το γεγονός ότι ο Πιαλή πασάς λέγεται ότι είχε εκφράσει λύπη έχοντας αναλάβει τη σκληρή αποστολή του στη Χίο, έδωσε στους Μαχονέζους τρεις ημέρες για να πληρώσουν τον φόρο και προφανώς για να καλύψουν επίσης τις άλλες ανάγκες του. Μια πηγή ανεβάζει τον φόρο (μαζί με τις πρόσθετες απαιτήσεις τού Πιαλή;) σε πενήντα χιλιάδες δουκάτα και σημειώνει, ότι όταν οι Μαχονέζοι ζήτησαν αναστολή έξι μηνών, ο Πιαλή αμέσως «αποβιβάστηκε με 3-4.000 στρατιώτες, μπήκε στο φρούριο και ανέλαβε την κατοχή τού νησιού στο όνομα τού Μεγάλου Άρχοντα».49
Μια άλλη πηγή αναφέρει, ότι μόλις ο Πιαλή είχε τούς άρχοντες τής Μαχόνα πάνω στη γαλέρα του, οι στρατιώτες που είχε στείλει στη στεριά προέλασαν εναντίον τού Χιώτικου φρουρίου, τού οποίου ανέλαβαν την κατοχή εύκολα, δίνοντας στον Πιαλή το αναμενόμενο σήμα. Κατέβασαν τη σημαία τής πόλης. Η ημισέληνος πήρε τη θέση της. Ως συνήθως, όταν ο τουρκικός στόλος ερχόταν στη Χίο, επιλεγμένοι αξιωματικοί των γενιτσάρων πήγαιναν στην πόλη, για να εξασφαλίσουν ότι οι κάτοικοι δεν είχαν κακοποιηθεί. Όταν αποβιβάστηκε ο Πιαλή, έδωσε εντολές, να αναλάβουν στρατεύματα τις πύλες τής πόλης. Τούρκοι ιππείς περιφέρονταν στους δρόμους, «διατάζοντας τούς Τούρκους επί ποινή απαγχονισμού να μην κάνουν ζημιά σε κανένα Χριστιανό». Οι φοβισμένοι κάτοικοι διαβεβαιώνονταν ότι δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν, αλλά δεν έπρεπε να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Τιμωρία περίμενε μόνο εκείνους που δεν υπάκουαν τις προσταγές τού Άρχοντα Τούρκου. Ο Πιαλή, φορώντας χρυσοκέντητο λευκό, ίππευε μέσα στην πόλη για να βεβαιωθεί, ότι τα στρατεύματά του δεν έκαναν ζημιές. Δύο Τούρκοι απαγχονίστηκαν «προς παραδειγματισμό των άλλων» (pour encourager les autres). Ο Πιαλή κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα στη στεριά, ενώ τα στρατεύματά του είχαν εξαπλωθεί σε όλη την πόλη.50 Σε μικρές λεπτομέρειες οι πηγές βρίσκονται σε προφανή διαφωνία, αλλά ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο: η Δημοκρατία τής Γένουας και οι Μαχονέζοι είχαν χάσει τη Χίο.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Απριλίου (1566), ο Πιαλή πασάς πήγε στον καθεδρικό ναό, όπου κατέστρεψε τα αγάλματα και τούς ζωγραφικούς πίνακες, άρπαξε όλα τα χρυσά και ασημένια δοχεία, κατεδάφισε τούς βωμούς και έριξε τις καμπάνες τής Εκκλησίας στο έδαφος. Έκανε το ίδιο πράγμα στον Σαν Ντομένικο και στη Μαντόννα ντέλλε Γκράτσιε, που μετατράπηκαν σε τζαμιά τουρκικά (alla Turchescha). Αν και άφησε τον καθεδρικό ναό στους χριστιανούς, έσχισε ή έσπασε σε κομμάτια όλα τα αντικείμενα και στολίδια που χρησιμοποιούσαν στις θρησκευτικές τελετές τους, όπως έγραφε ο Ενετός βαΐλος Βιττόρε Μπράγκαντιν στον δόγη και τη Γερουσία (στις 25 Απριλίου 1566), «προς άπειρη θλίψη των φτωχών χριστιανών, που στέκονταν ως θεατές τού φοβερού θεάματος και θεωρούσαν αναγκαίο να παραμένουν ήσυχοι».51
Την Παρασκευή 19 Απριλίου ο Πιαλή κάλεσε στο Παλάτσο όλους τούς Τζουστινιάνι, δηλαδή όλους τούς Μαχονέζους. Ήρθαν με φόβο για τη ζωή τους. Ο Πιαλή τούς είπε να καθίσουν, «πράγμα που από σεβασμό δεν τόλμησαν να κάνουν», μέχρι να καθίσουν ο επίσκοπος Τιμότεο και άλλοι γέροντες. Με ένα τόξο και τρία βέλη στο χέρι, ο Πιαλή ρώτησε τούς Μαχονέζους αν ήσαν διατεθειμένοι να υποκύψουν στο θέλημα τού Μεγάλου Άρχοντα. Απάντησαν ότι ήσαν πάντοτε σκλάβοι του. Οι διαταγές του βρίσκονταν πάντοτε στο μυαλό τους. Ο Πιαλή παρατήρησε ότι κι αυτός ήταν σκλάβος τού σουλτάνου και πάντοτε υπάκουε κάθε εντολή του. Έχοντας περάσει από αυτό το τελετουργικό τής υπακοής τρεις φορές, ο Πιαλή σηκώθηκε όρθιος και έδωσε το τόξο και τα τρία βέλη σε ακόλουθο.
Στρεφόμενος στους Μαχονέζους δήλωσε, «αγαπημένοι μου άρχοντες, ο Θεός ξέρει πόσο γεμάτη είναι η καρδιά μου με θλίψη και πώς αισθάνομαι για εσάς…». Δεν ήξερε, έλεγε, και δεν είχε υποψιαστεί τίποτε, όταν, ευρισκόμενος πάνω στη ναυαρχίδα του, με την αρμάδα έτοιμη να αποπλεύσει, έλαβε ξαφνικά τις διαταγές τού σουλτάνου από τον Μεχμέτ [Σόκολλι] πασά. Δεν είχε χρόνο για να διαμαρτυρηθεί. Μπορούσε μόνο «να σηκώσει τούς ώμους του» και να εκτελέσει τις εντολές, πράγμα που είχε κάνει με όσο λιγότερο κακή διάθεση μπορούσε.
Και σάς ορκίζομαι στο κεφάλι τού Κυρίου μου και στο σπαθί που ζώνομαι, ότι δεν έχω κάνει όσα είχα εντολή να κάνω και επομένως πρέπει να έχετε καλή καρδιά, γιατί δεν θα παραλείψω να κάνω ό,τι μπορώ για λογαριασμό σας.52
Ο Πιαλή πασάς στη συνέχεια ζήτησε και τού δόθηκαν οι «συμβάσεις, σύμφωνα και προνόμια που είχαν αυτοί οι Τζουστινιάνι με τον Άρχοντα Τούρκο». Τα σύμφωνα υπενθύμιζαν την κατοχή τού νησιού από τούς Μαχονέζους [από το 1346] με το δικαίωμα να εκδίδουν νόμισμα με τα οικόσημα των Τζουστινιάνι σε χρυσό, ασήμι και χαλκό. Οι Τζουστινιάνι δεσμεύονταν από τις λεγόμενες συμβάσεις να πληρώνουν κάθε χρόνο στον Μεγάλο Τούρκο 600.000 άσπρα ή 10.000 δουκάτα, ενώ ο ίδιος θα τούς προστάτευε από τούς εχθρούς τους και θα τούς διέθετε σιτηρά και τρόφιμα. Πλοία, έμποροι και ταξιδιώτες θα προστατεύονταν σε Χιώτικα λιμάνια. Αν κάποια στιγμή οι Τζουστινιάνι δεν διέθεταν τα μέσα για να καταβάλλουν τον φόρο υποτέλειας (χαράτσι, khardj, carachio), «λόγω κακών καιρών», ο Άρχοντας Τούρκος θα τούς επέτρεπε να καθυστερήσουν τρεις, αλλά όχι περισσότερες από τέσσερις ετήσιες καταβολές (li havessi ad aspettar tre, sino in quatro carachii). Αν και πάλι δεν γινόταν πληρωμή, ο Μεγάλος Άρχοντας θα έστελνε κάποιον στη Χίο για να εξετάσει το θέμα και θα ενημέρωνε επίσημα τούς Τζουστινιάνι, ότι σε περίπτωση απροθυμίας ή αδυναμίας τους να καταβάλουν την πληρωμή, έπρεπε να παραδώσουν το νησί σε αυτόν. Μόνο για τέτοια μη καταβολή ή για προδοσία (laesa maiestas) μπορούσαν να χάσουν το νησί, αλλά τώρα ο Πιαλή παρακρατούσε τα υπογεγραμμένα κείμενα των συμφώνων, «επειδή δεν έχουν τηρηθεί» (perchè non fusseron visti) και έτσι δεν έπρεπε να τα δουν άλλοι.53
Ακολουθώντας έντιμη παράδοση, ο Πιαλή ανακοίνωσε δημοσίως, ότι αν κάποιος είχε αδικηθεί ή υποστεί βλάβη από τούς Τζουστινιάνι, έπρεπε να εμφανιστεί για να εκθέσει τα επιχειρήματά του και να αποδοθεί δικαιοσύνη (per rihaver il suo). Κανείς δεν πήγε σε αυτόν ή στο προσωπικό του με καταγγελία κατά των Μαχονέζων (αν και πολλές διαμαρτυρίες εναντίον τής κακοδιοίκησης και ιδιοτέλειάς τους είχαν πάει στη Γένουα κατά τη διάρκεια των ετών), «αλλά», λέει η κύρια πηγή μας, «όλοι οι άνθρωποι πήγαν στην εξοχότητά του και μεσολάβησαν για τούς Τζουστινιάνι, ζητώντας του να μην τούς μεταχειριστεί άσχημα, γιατί χωρίς αυτούς θα χάνονταν όλοι». Ο Πιαλή όμως δήλωσε, ότι είχε στείλει φρεγάτα στην Ισταμπούλ που είχε επιστρέψει με την απόφαση τού σουλτάνου, ότι έπρεπε να θανατωθούν οι επικεφαλής Μαχονέζοι (che li primati fusseron tagliati in pezzi) και οι άλλοι να σταλούν εξορία στον Καφφά (Θεοδοσία, Φεοντοσίγια). Όταν ο λαός έκανε έκκληση σε αυτόν, να χρησιμοποιήσει τις καλές του υπηρεσίες στην Πύλη για λογαριασμό των Μαχονέζων, είπε, ότι θα ήταν πολύ ικανοποιημένος να το κάνει, αλλά φαίνεται, ότι οι Τζουστινιάνι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να καλύψουν το κόστος, «μια υπερβολική δαπάνη» (una spexa eccessiva), για να στείλει άλλη φρεγάτα στην Ισταμπούλ και να φέρει πίσω την απάντηση τού σουλτάνου. Προφανώς δημόσιες συνεισφορές κάλυψαν τις εμπλεκόμενες δαπάνες και ο Πιαλή «έστειλε ή προσποιήθηκε» ότι έστειλε άλλη φρεγάτα στην Πύλη.
Όταν λεγόταν ότι είχε επιστρέψει η δεύτερη φρεγάτα, ο Πιαλή έκανε γνωστό το γεγονός, ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν χάριζε τη ζωή στον ποντεστά και στους δώδεκα «κυβερνήτες Μαχονέζους» (governatori mahonesi), αλλά έπρεπε «να πάνε εξορία», πράγμα που σύντομα θα σήμαινε περιορισμό στον Καφφά. Οι άλλοι μπορούσαν να εξαγοράσουν ή να εξοφλήσουν τούς εαυτούς τους ως «σκλάβοι» για χίλια ή τουλάχιστον για πεντακόσια δουκάτα ο καθένας. Για να συγκεντρώσουν τα χρήματα χρειάστηκε να οργανώσουν αυτές που ονομάζονταν «πωλήσεις», των σπιτιών, των κήπων και των αμπελιών τους στον Πιαλή «και έτσι στις σαρανταεπτά ημέρες που η εξοχότητά τού παρέμεινε στη Χίο φρόντισε να απομυζήσει τούς δύστυχους Τζουστινιάνι, τώρα με τον ένα τρόπο, ύστερα με τον άλλο, χωρίς να κάνει κακό σε κανέναν». Παρέμενε όμως ακόμη να πληρωθεί ο φόρος υποτέλειας τριών ετών. Οι κατώτεροι Μαχονέζοι ζήτησαν λοιπόν να επιτραπεί στους δώδεκα διοικητές (li dodeci signori) να βγουν στην στεριά, για να συζητήσουν μαζί τους πού και πώς θα βρίσκονταν τα χρήματα.
Με τη συγκατάθεση τού Πιαλή οι πρώην κυβερνήτες τής Χίου, φορώντας ακόμη τα βελούδινα ράσα τού αξιώματός τους και βελούδινα καπέλα, «ντυμένοι ως γερουσιαστές», (vestiti da senatori), μεταφέρθηκαν από τις γαλέρες. Με σιδερένιες αλυσίδες στα πόδια, τούς υποχρέωσαν να παρελάσουν μέσα από το τουρκικό πεζικό που ήταν παραταγμένο στα όπλα. Μεταξύ το φρουρίου και τής πόλης οι διοικητές συνομίλησαν με τούς κατώτερους και τώρα πιο τυχερούς συναδέλφους τους. Δεν είναι σαφές κατά πόσον επινοήθηκε κάποιος τρόπος για την πληρωμή τού φόρου υποτέλειας. Σε κάθε περίπτωση ο ποντεστά Βιντσέντσο Τζουστινιάνι και οι δώδεκα άρχοντες Μαχονέζοι, μαζί με τις οικογένειές τους και δεκαοκτώ (ή εικοσιδύο) αγόρια ηλικίας μεταξύ δέκα και δώδεκα ετών, στάλθηκαν στην Ισταμπούλ με τις δώδεκα γαλέρες τού Κουσανί Μπαλή. Τα αγόρια, γόνους όλους τής φάρας (albergo) των Τζουστινιάνι, τα ανέθεσαν στο χαρέμι τού σουλτάνου, δηλαδή στο παλιό Σεράι (Topkapi Sarayi) με θέα στη θάλασσα τού Μαρμαρά.
Ο ποντεστά και οι δώδεκα διοικητές στάλθηκαν γρήγορα στον Καφφά, όπου, σύμφωνα με αυτοκρατορικό φιρμάνι, «θα προετοιμαστεί κατάλληλο κατάλυμα για καθέναν από αυτούς, και… κανένας δεν θα τούς εμποδίσει να ασκούν καθένας την επιχειρηματική ή επαγγελματική του δραστηριότητα». Η εξορία τους κράτησε περίπου ένα χρόνο. Την άνοιξη ή το καλοκαίρι τού 1567 εξαγοράστηκαν, με μεσολάβηση τού κυρίου ντε Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ, τού Γάλλου πρεσβευτή στην Υψηλή Πύλη, για το μικρό ποσό των έξι χιλιάδων δουκάτων.54
Σύμφωνα με τις εντολές από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο Πιαλή πασάς μετέτρεψε αμέσως το νησί τής Χίου σε τουρκική επαρχία (σαντζάκι) με τη συνηθισμένη διοίκηση ενός κυβερνήτη, ενός καδή (δικαστή), ενός σούμπαση (αρχηγού τής αστυνομίας) και ενός αρχηγού των αζάπηδων (ναυτικών). Εξέδωσε επίσης διακήρυξη, ότι όλοι οι τεχνίτες έπρεπε να ανοίξουν τα καταστήματα τους. Δεν έπρεπε να φοβούνται, γιατί δεν θα τούς έπαιρναν τίποτε. Ο Πιαλή άφησε πέντε γαλέρες στη Χίο για να φρουρούν το νησί υπό τον νέο κυβερνήτη ή σαντζακμπέη, τον Γκαζανφέρ μπέη, τον οποίο ο Μπόσιο περιγράφει ως Ούγγρο εξωμότη. Φοβούμενος μήπως οι πλουσιότεροι Χιώτες, «όντας καλοί και Καθολικοί χριστιανοί» (essendo buoni et Cattolici Christiani), τραπούν σε φυγή και αφήσουν την πόλη χωρίς τούς ικανότερους κατοίκους της, ο Πιαλή απαγόρευσε σε όλους να μεταναστεύσουν χωρίς άδεια, «υπό βαρύτατη ποινή» (sotto pene gravissime). Αφήνοντας στον Γκαζανφέρ μπέη δύναμη περίπου πεντακοσίων γενίτσαρων και διακοσίων σπαχήδων για να φρουρούν το νησί, λέει ο Μπόσιο, ο Πιαλή «ήρθε με την τουρκική αρμάδα στις δυτικές θάλασσες» (con l’ armata Turchesca alla volta di questi mari se ne venne).
«Έτσι το όμορφο και ευχάριστο νησί τής Χίου», για να παραθέσουμε πάλι τον Μπόσιο, παρέμεινε υπό την εξουσία των άπιστων βαρβάρων και οι δύστυχοι Μαχονέζοι είχαν λεηλατηθεί, τούς είχαν κλέψει το κράτος τους. Η καταστροφή τους προκάλεσε μεγάλη θλίψη και συμπόνια ανάμεσα στους χριστιανούς, γιατί η απώλεια ήταν ευρέως διαδεδομένη, επειδή αυτοί οι άρχοντες [τής Χίου] πρόσφεραν στην πραγματικότητα μεγάλη υπηρεσία στη χριστιανική κοινοπολιτεία, όχι μόνο ενημερώνοντας τούς ηγεμόνες μας με γενναιόδωρη προσοχή και επιμέλεια για κάθε προετοιμασία, κάθε δόλιο κίνδυνο και κάθε κίνηση που μπορούσε να κάνει ο Τούρκος εναντίον τους, αλλά κάθε χρόνο ελευθέρωναν μεγάλο αριθμό χριστιανών από τη σκληρή δουλεία των βαρβάρων, πληρώνοντας τα λύτρα πολλών χριστιανών εξ ολοκλήρου με δικά τους χρήματα.55
Έχουμε αναφερθεί περισσότερες από μία φορά στην επιστολή τής 2ας Μαΐου 1566, την οποία ο Γενουάτης εκπρόσωπος ή έμπορος Μπαττίστα Φερράρο έγραψε σε κάποιον Πανταλεόνε Μαρκιάνο, στέλνοντάς του τα νέα από την Ισταμπούλ. Πέρα από την παροχή στον Μαρκιάνο διάφορων λεπτομερειών σχετικών με την αποστολή τού Πιαλή πασά στη Χίο, ο Φερράρο σημειώνει ότι είχε φτάσει αναφορά στον Βόσπορο, για το πώς ο Μιχαήλ Τσέρνοβιτς, ο πρώην απεσταλμένος τού Μαξιμιλιανού Β’ στην Πύλη (στα τέλη τού 1564 και στις αρχές τού 1565), είχε πέσει σε δυσμένεια στην αυτοκρατορική αυλή. Λεγόταν μάλιστα ότι είχε υποχρεωθεί να φύγει από την αυλή «και ότι θα πάει να ζήσει στη Ρώμη». Ο Φερράρο προσθέτει επίσης, ότι στην Ισταμπούλ λεγόταν με βεβαιότητα, ότι ο σουλτάνος Σελήμ, ο οποίος σύντομα θα διαδεχόταν τον πατέρα του Σουλεϊμάν, είχε μόλις παραχωρήσει το δουκάτο τής Νάξου στον Ζοάο Μικέζ, «στον Μαρράνο» (Εβραίο εξωμότη), με το ψευδώνυμο Ιωσήφ Νάσι, ο οποίος επρόκειτο να καταβάλλει ετήσιο φόρο υποτέλειας τέσσερις χιλιάδες δουκάτα για την κτήση του, γι’ αυτό δηλαδή που ήταν για περισσότερο από τρεισήμισι αιώνες το μεγαλύτερο φραγκικό κράτος στο Αρχιπέλαγος.56 Ακριβώς όπως οι Κρίσπο έχαναν τώρα τη Νάξο με τα εξαρτώμενα από αυτήν νησιά, έτσι και οι Σομμαρίπα σαρώθηκαν από την Άνδρο και τη Τζια, ενώ οι Γκοζαντίνι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί τής Σίφνου. Το 1566-1567 μόνο το ενετικό νησί τής Τήνου βρισκόταν ακόμη σε λατινικά χέρια.
Οι Τούρκοι είχαν αναπόφευκτα συνδέσει τη Χίο με τη Γένουα, η οποία είχε μετατραπεί σε ισπανική εξάρτηση.
Είκοσι χρόνια μετά την τουρκική κατοχή τού νησιού ο Τζιρολάμο Τζουστινιάνι, ο γιος τού ποντεστά Βιντσέντσο (ο οποίος εισήλθε στην υπηρεσία τής Γαλλίας μετά την απελευθέρωσή του από τον Καφφά), έγραψε ιστορία τού νησιού που γεννήθηκε. Ο Τζιρολάμο έκανε επίσης τη σύνδεση τής Χίου με την Ισπανία. Έχοντας γίνει γαλλόφιλος, ο Τζιρολάμο βρισκόταν σε αντίθεση με τη γενουάτικη κυβέρνηση τής εποχής του καθώς και με την ισπανική μοναρχία. Η Ισπανία ίσως είχε ανέβει στον αφρό τού κύματος, αλλά μπορούσε κάλλιστα να βυθιστεί. Η Γαλλία θα ανέβαινε στην επιφάνεια και πάλι. Οι Γενουάτες έπρεπε να προσέξουν: «Η Γαλλία δεν είχε ακόμη εκλείψει. Ακόμη και εκεί που ανθίζει η Ισπανία, θα μετανιώσετε!» (Franza non è anchora estinta: anchor che Spagna fiorisse, vi repentirete!).57
Επανεξετάζοντας τα δεινά των Χίων συμπατριωτών του, ο Τζιρολάμο έγραφε με κάποια πικρία:
Αν ο στρατηγός τού Καθολικού βασιλιά [Φιλίππου Β’], ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, να τον συγχωρήσει ο Θεός, είχε χρησιμοποιήσει την κατάλληλη επιμέλεια, οι Χιώτες δεν θα είχαν πέσει σε αυτή την καταστροφή. Χωρίς αμφιβολία μπορούσε εύκολα να συντρίψει και να βυθίσει την τουρκική αρμάδα, η οποία, όσον αφορά την τρωτότητά της, μετά βίας ήταν σε θέση να διαφύγει από τη λαβή του κατά τη στιγμή τής επιστροφής της από τη Μάλτα, όταν είχε αρθεί η πολιορκία.58
Ο Τζιρολάμο Τζουστινιάνι ίσως είχε δίκιο, αλλά (πρέπει να πούμε και πάλι) ο Δον Γκαρσία ακολουθούσε απλώς διαταγές, γιατί ο Φίλιππος Β’ δεν θα διακινδύνευε τον ισπανικό στόλο σε αυτό που θεωρούσε περιττή σύγκρουση με τούς Τούρκους. Υπήρχαν οι συνηθισμένες διαφέρουσες αναφορές για ναυτικές προετοιμασίες στην Ισταμπούλ, αλλά καθώς ερχόταν η άνοιξη τού 1566, ήταν σαφές ότι ο Σουλεϊμάν επρόκειτο να επιτεθεί εναντίον τού Μαξιμιλιανού Β’ στην Ουγγαρία και στην Τρανσυλβανία. Φαινόταν λοιπόν πιθανό, ότι αν έστελνε την αρμάδα του στα ιταλικά νερά, θα ήταν πολύ μικρότερη επιχείρηση από εκείνη τού προηγούμενου έτους, αλλά βεβαίως ο Τούρκος ήταν Τούρκος και δεν μπορούσε κανείς να είναι ποτέ σίγουρος.
Στην αρχή τής παπικής του θητείας ο Πίος Ε’ είχε χορηγήσει στον Φίλιππο Β’ ανανέωση τού «κουϊνκουένιο» (quinquenio), τής εκκλησιαστικής επιδότησης πέντε ετών (η οποία είχε λήξει τον Αύγουστο τού 1565), όπως είδαμε, ενώ τώρα ο Πίος ανησυχούσε κάπως λιγότερο για την άμυνα τής Μάλτας, τής Σικελίας και τού βασιλείου τής Νάπολης απ’ όσο για τις συνθήκες στην Αυστρία-Ουγγαρία. Η πενταετής εκκλησιαστική επιδότηση (quinquenio) βάρυνε ολόκληρο τον ισπανικό κλήρο. Υποτίθεται, ότι θα παρήγαγε 420.000 δουκάτα ετησίως. Εξαιρούνταν από τη γενική εισφορά για την κάλυψη τής επιδότησης οι καρδινάλιοι και τα Τάγματα τού Σαντιάγο και τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ. Ο ισπανικός κλήρος πλήρωνε υψηλό τίμημα για τη συντήρηση τού στόλου τού Φιλίππου εναντίον των Τούρκων. Βογγούσαν κάτω από τη χρέωση και διαμαρτύρονταν στους πάπες, οι οποίοι έπρεπε να μετριάζουν τις δικές τους οικονομικές προσδοκίες από τα ισπανικά βασίλεια. Ο Πίος Δ’ δαπανούσε πολλά, ιδιαίτερα σε κτίρια, ενώ ο διάδοχός του είχε έλλειψη κεφαλαίων ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο ίδιος.
Ο Ισπανός πρεσβευτής Δον Λούις ντε Ρεκέσενς κρατούσε τον κύριό του καλά ενημερωμένο σχετικά με τα γεγονότα (acta et facta) στην παπική κούρτη. Σε επιστολή τής 18ης Μαρτίου (1566) σημειώνει:
Ο πάπας μού είπε, αφού διέταξε να σταλεί το σημείωμα [με το οποίο εγκρινόταν η πενταετής επιδότηση (quinquenio)], ότι με τον ερχομό των Τούρκων στην Ουγγαρία ο αυτοκράτορας τού ζητούσε βοήθεια και ότι πραγματικά δεν είχε ούτε ρεάλι, όπως σίγουρα δεν είχε. Επίσης ότι δεν θα ήθελε να επιβαρύνει τον λαό, ούτε να πουλήσει τη μικρή περιουσία που απέμενε ακόμη στην Εκκλησία. Αν γινόταν απαραίτητο, έλεγε ότι η μεγαλειότητά σας έπρεπε να τον βοηθήσει, ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τον αυτοκράτορα, ή ότι η μεγαλειότητά σας έπρεπε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα…. τού απάντησα με γενικά λόγια, δηλώνοντας ότι η μεγαλειότητά σας θα έδειχνε ότι δεν θα τής έλειπε τίποτε που μπορούσε να προσφέρει υπηρεσία στον Θεό και στην Αγιότητά του και να είναι ωφέλιμο για τον αυτοκράτορα….
Όταν όμως προέκυψε η ευκαιρία, ο Φίλιππος θα υπενθύμιζε στον πάπα, ότι η Αγία Έδρα είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει την άμυνα τής Χριστιανοσύνης σε αυτόν.
Ήταν σαφές για τον Ρεκέσενς, ότι οι πάπες μπορούσαν να κάνουν περισσότερα απ’ όσα είχαν κάνει, για να βοηθήσουν στην προστασία από την τουρκική απειλή. Μπορούσαν να πάρουν περισσότερους άνδρες και χρήματα από τα παπικά κράτη. Βέβαια λίγα μπορούσαν να κάνουν από στρατιωτική άποψη. Ο Πίος Δ’ είχε βάλει εξακόσιους άνδρες στον δρόμο για τη Μάλτα το προηγούμενο έτος. Τι καλό είχαν κάνει αυτοί; Είχαν διαλυθεί πριν καν φτάσουν στο νησί. Πολύ πιθανό το ίδιο πράγμα θα συνέβαινε με τούς τρεις χιλιάδες παπικούς στρατιώτες που προσλαμβάνονταν για το τρέχον έτος. Όπου χτυπούσε ο Τούρκος, τουλάχιστον στην περιοχή τής Μεσογείου, ο Φίλιππος έπρεπε να τον αντιμετωπίζει, «όπως έχει κάνει πάντοτε η μεγαλειότητά σας». Χίλιοι πεντακόσιοι Ισπανοί στρατιώτες άξιζαν περισσότερο από κάθε παπική εισφορά τριών χιλιάδων, γιατί οι τελευταίοι θα είχαν λίγους έμπειρους στρατιώτες ανάμεσά τους. Επίσης οι εκπρόσωποι τού πάπα σύντομα θα άρχιζαν να τούς μαδούν (y sus ministros les hurtan infinitο). Ο πάπας μπορούσε να γλυτώσει από το κόστος συγκέντρωσης τέτοιων στρατευμάτων χορηγώντας στον Φίλιππο παραχωρήσεις [όπως το quinquenio], «από τις οποίες η μεγαλειότητά σας θα αποκόμιζε πολύ μεγαλύτερο όφελος για τον εαυτό του, αλλά και για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, σε σχέση με εκείνο που αποκομίζει από αυτές τις [παπικές] δυνάμεις επικουρίας».
Ο Ρεκέσενς δεν διευκρινίζει όμως αν αυτό το σκεπτικό (esta razón) θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα με άλλους πάπες απ’ όση με τον Πίο Ε’. Άλλοι κατά πάσα πιθανότητα θα ήσαν λιγότερο ευσυνείδητοι κάνοντας παραχωρήσεις και θα βρίσκονταν σε επιφυλακή για κάτι για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους (y tendrán mas pretensiones particulares). Ο Πίος Ε’ δεν ήταν μόνο φτωχός, αλλά δυστυχώς δεν είχε καμία πρόθεση να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες του. Δεν ήθελε να επιβάλει τέτοιους φόρους στα παπικά κράτη, όπως εκείνους που είχε εισπράξει ο προκάτοχός του, ούτε ενδιαφερόταν να κάνει παραγωγικό το παπικό γραφείο επιδομάτων (dataria). Μπορούσε να μαζέψει 100.000 δουκάτα από την περαιτέρω εκμετάλλευση τού συνταξιοδοτικού ταμείου τού προκατόχου του (monte), αλλά δεν θα το έκανε, ούτε θα είχε πουλήσει για περισσότερα από 80.000 δουκάτα ένα μέρος, το οποίο ο Πίος Δ’ είχε αποσπάσει από αββαείο «με σκοπό να το πουλήσει». Μάλιστα ο πάπας είχε δώσει το μέρος στο διηνεκές στο Γραφείο τής Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης, για να βοηθήσει τούς ιεροεξεταστές να αντιμετωπίσουν τα έξοδά τους. Κάποιος είχε βρει τελευταία, ότι ο Πίος Δ’ είχε απαλλοτριώσει και πουλήσει περιουσίες αξίας 183.000 δουκάτων που ανήκαν στην Αποστολική Έδρα, καθώς και ότι κατά τη διάρκεια των έξι ετών τής παπικής του θητείας το παπικό γραφείο επιδομάτων (dataria) τού είχε αποφέρει 1.255.000 δουκάτα, για να μη μιλήσουμε για πολλές άλλες πηγές εισοδήματος, «και από όλα αυτά δεν βλέπει κανείς άλλο αποτέλεσμα εκτός από τα κτίρια στη Ρώμη».
Ο Τζιοβάννι Ρίτσι, ο καρδινάλιος τού Μοντεπουλκιάνο, είχε πει στον Ρεκέσενς, ότι είχε προτείνει στον Πίο Ε’ την επιβολή φόρων δεκάτης στα εκκλησιαστικά εισοδήματα στην Ιταλία, όπως είχαν κάνει μερικές φορές οι πάπες σε συνθήκες ανάγκης. Ο Πίος δεν ήθελε να τον ακούσει. Ο Ρίτσι πρόσθετε εξάλλου, ότι ο προηγούμενος πάπας (Πίος Δ’) τον είχε ενημερώσει, ότι δεν είχε επιβάλλει τέτοιους φόρους δεκάτης,
για να μην τού ζητήσει η μεγαλειότητά σας μέρος των φόρων δεκάτης τού βασιλείου τής Νάπολης και τού κράτους τού Μιλάνου, αφού συνηθιζόταν να απαιτούν οι ηγεμόνες μερίδιο, όταν οι πάπες επέβαλλαν φόρους δεκάτης.59
Οι πάπες ήσαν όμως αναγκασμένοι να έχουν χρήματα, γιατί τα είχαν ανάγκη. Ακόμη και ο ευσεβής διάδοχος τού σπάταλου Πίου Δ’ έπρεπε να συγκεντρώσει χρήματα. Όταν ο Ρεκέσενς ανακάλυψε, ότι αν ο Πίος Ε’ δεν ξόδευε τα χρήματά του σε άχρηστα στρατεύματα, οι Ιωαννίτες θα μπορούσαν να πάρουν κάποια από τα χρήματα, αναθεώρησε την εκτίμησή του για την αξία των παπικών στρατολογήσεων. Έτσι μόλις ένα μήνα μετά την έκφραση τής περιφρόνησής του για τούς παπικούς νεοσύλλεκτους, ο Ρεκέσενς έγραφε στον Φίλιππο Β’ (στις 18 Απριλίου 1566), ότι ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, ο μεγάλος μάγιστρος, είχε διαβεβαιώσει τόσο τον Πίο Ε’ όσο και τον πρεσβευτή των Ιωαννιτών στη Ρώμη, «τόσο πολλές φορές, ότι η τουρκική αρμάδα δεν θα ερχόταν», που η Αγιότητά του φαινόταν να έχει εγκαταλείψει τη σκέψη τής πρόσληψης στρατευμάτων. Τώρα ο Ρεκέσενς εύρισκε την ιδέα ενοχλητική. Δεν είχε αμφιβολία, ότι ο μεγάλος μάγιστρος πίστευε αυτά που έλεγε, ότι δεν θα χρειαζόταν τα στρατεύματα.
Περισσότερο από αυτό όμως ο Ρεκέσενς υποψιαζόταν, ότι πρόθεση τού ντε λα Βαλέτ ήταν να πείσει τον Πίο να δαπανήσει για τις οχυρώσεις τής Μάλτας τις εικοσιπέντε ή τριάντα χιλιάδες σκούδα που θα κόστιζαν τα στρατεύματα. Ο Ρεκέσενς δεν ήταν τόσο σίγουρος για την πρόβλεψη τού Μεγάλου μάγιστρου, την οποία ο πρεσβευτής των Ιωαννιτών προφανώς συνέχιζε να επαναλαμβάνει στην κούρτη. Ο πάπας θα έκανε καλύτερα, κατά τη γνώμη τού Ρεκέσενς, «να δαπανήσει κάποια χρήματα για τα στρατεύματα, αντί να διατρέξει τον κίνδυνο λάθους τού Μεγάλου μάγιστρου. Οι πρόσφατες αναφορές τού αντιβασιλέα, που επιβεβαιώνονταν από εκείνες από τη Βενετία, ήσαν ανησυχητικές. Ο Ρεκέσενς είχε μόλις στείλει αυτές τις ειδοποιήσεις (avisos) στον πάπα, με τον οποίο θα είχε ακρόαση στις 19 Απριλίου.
Οι σύμμαχοι προφανώς δεν βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία ως προς τούς καλύτερους τρόπους δαπάνης των διαθέσιμων κεφαλαίων τους για την άμυνά τους κατά των Τούρκων. Όπως ανέφερε ο Ρεκέσενς στην επιστολή του τής 18ης Απριλίου προς τον Φίλιππο Β’, θα παρότρυνε τον Πίο Ε’ να προσλάβει περισσότερους στρατιώτες,
και έχω πει στον πρεσβευτή τού Τάγματος, ότι από την πλευρά του έπρεπε να κάνει το ίδιο, αν και το κάνει πολύ πιο χλιαρά απ’ όσο θα ήθελα. Κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων ημερών έχει αρχίσει να διαλύει εδώ [στη Ρώμη] ομάδα τριακοσίων ανδρών, τούς οποίους είχε στρατολογήσει με δαπάνη τού Τάγματος. Λέει όμως, ότι στη Νάπολη και στη Σικελία έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι απαραίτητοι άνδρες για να φτάσουν στον αριθμό των τριών χιλιάδων, τον οποίο ο [μεγάλος] μάγιστρος προσφέρθηκε να διατηρήσει με δαπάνη του, αν και, όπως έχω γράψει στη μεγαλειότητά σας, όντως υποπτεύομαι, ότι θα είναι πολύ λιγότεροι από τόσους και παρ’ όλα αυτά τα στρατεύματα τού πάπα θα συγκεντρωθούν αν τον πιέσει ο πρεσβευτής, γιατί στο συγκεκριμένο θέμα έχω πάντοτε βρει πολύ καλή διάθεση από την Αγιότητά του.
Κατά την άποψη τού Ρεκέσενς ήσαν οι Ιππότες εκείνοι που δημιουργούσαν πρόβλημα καταστρέφοντας τα σχέδια. Όταν είχαν πει στον παπικό διοικητή Πομπέο Κολόννα, ότι τα στρατεύματά του δεν ήσαν πια αναγκαία, αυτός είχε απολύσει κάποιους διοικητές και κάποιους άλλους τούς οποίους διατηρούσε σε ετοιμότητα. Πράγματι, πριν από δύο βδομάδες ο Κολόννα είχε δείξει στον Ρεκέσενς επιστολή, με την οποία ήταν έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό με στράτευμα πεντακοσίων ιππέων. Ο Κολόννα είχε ρωτήσει τον Ρεκέσενς αν ο Φίλιππος Β’ θα ήταν ευχαριστημένος με αυτήν την ιδέα. Αν όχι, δεν θα το πρότεινε στον αυτοκράτορα. Ο Ισπανός πρεσβευτής απάντησε, ότι ο Φίλιππος θεωρούσε δικές του τις ανησυχίες τού εξαδέλφου τού Μαξιμιλιανού, «κυρίως επειδή ήσαν εναντίον τού Τούρκου, που ήταν ο κοινός εχθρός» (mayormente siendo contra el Turco que era el enemigo comun), αλλά ότι έπρεπε να προειδοποιήσει τον Κολόννα να κάνει την προσφορά του στον αυτοκράτορα να εξαρτάται από τις ανάγκες τού πάπα. Αν στο μεταξύ ο πάπας ήθελε να συγκεντρώσει στρατεύματα λόγω κάποιας «νέας αναφοράς από την Ανατολική Μεσόγειο», ο Κολόννα έπρεπε να θέσει την υποχρέωσή του προς την Αγία Έδρα πάνω από οποιαδήποτε άλλη. Και φυσικά ο Κολόννα συμφώνησε, διαβεβαιώνοντας τον Ρεκέσενς, ότι θα πρόσφερε τον εαυτό του στον αυτοκράτορα μόνο «αν δεν ήταν απαραίτητος εδώ».60
Οι αναφορές από την Ισταμπούλ μπορεί να ήσαν ανησυχητικές για τούς Ισπανούς στο ναπολιτάνικο βασίλειο, αλλά προφανώς ήσαν λιγότερο ανησυχητικές για τη Σινιορία τής Βενετίας. Η αρμάδα τού Πιαλή πασά είχε βγει από την Ισταμπούλ στις 30 Μαρτίου (1566) και απέπλευσε από την Καλλίπολη στις 7 Απριλίου κινούμενη προς τα κάτω στην ακτή τής Ανατολίας, προς τη Χίο, με τα αποτελέσματα που έχουμε μόλις δει. Αν και ο Πιαλή αναμενόταν να έρθει προς τα δυτικά, η Σινιορία δεν είχε θορυβηθεί περισσότερο από τούς Ιωαννίτες. Η Γερουσία δεν έκρινε απαραίτητο να διατηρεί περισσότερες από δύο γαλέρες στην Κέρκυρα, αν και όπως πάντοτε οι Ενετοί διοικητές στην Αδριατική και στο Ιόνιο θα παρέμεναν σε επιφυλακή.61 Σύμφωνα με τις συνήθεις οδηγίες (που έχουμε επισημάνει πολλές φορές), οι γαλέρες τής Γαληνοτάτης έπρεπε να προσπαθούν να αποφεύγουν οτιδήποτε έμοιαζε με συνάντηση με τούς Τούρκους στη θάλασσα. Ίσως ήταν αυτονόητο, αλλά λεγόταν έτσι κι αλλιώς, ότι, αν χρειαζόταν, έπρεπε να υπερασπιστούν τις ενετικές κτήσεις.62
Στις 29 Μαρτίου ο κύριος ντε Φουρκεβώ είχε γράψει στον Κάρολο Θ’ από τη Μαδρίτη, ότι στην ισπανική αυλή ο Φίλιππος Β’ και οι σύμβουλοί του ήσαν προφανώς πεπεισμένοι, ότι ο Τούρκος θα έφερνε ολόκληρη τη δύναμή του εναντίον τής Ουγγαρίας και ότι δεν θα έστελνε περισσότερες από ογδόντα γαλέρες «για την προστασία τού Αρχιπελάγους». Παρά το γεγονός ότι ο Ισπανός διοικητής Αλβάρο ντε Μπαζάν είχε λάβει εντολή να προσλάβει δύο χιλιάδες Ισπανούς πεζούς στρατιώτες «για να εξοπλίσει τις γαλέρες του», τώρα διατασσόταν να μην το κάνει.63 Προφανώς οι Ισπανοί, τουλάχιστον στη Μαδρίτη, δεν ανησυχούσαν περισσότερο από τούς Ιωαννίτες στη Μάλτα από τη σκέψη, ότι μεγάλης κλίμακας τουρκική εκστρατεία ίσως βρισκόταν στον δρόμο της για να τούς επιτεθεί.
Κανένας όμως στην Ευρώπη δεν ήταν πιο προσεκτικός για τουρκικά νέα από τον Φίλιππο Β’ και τον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, τον ναυτικό γενικό διοικητή και αντιβασιλέα τού νησιωτικού βασιλείου τής Σικελίας. Με επιστολές τής 16ης και 26ης Μαρτίου (1566), καθώς και με την αποστολή άλλων ειδοποιήσεων (avisos), ο Δον Γκαρσία είχε στείλει στον βασιλιά τα τότε τρέχοντα νέα από την Ανατολική Μεσόγειο. Απαντώντας στον αντιβασιλέα στις 9 Μαΐου ο Φίλιππος σημείωνε, ότι γινόταν γενικά αποδεκτό ως γεγονός, «ότι ο Τούρκος δεν θα εξοπλίσει περισσότερες από εκατό ή εκατόν είκοσι γαλέρες αυτό το καλοκαίρι για την προστασία των δικών του εδαφών»,64 τα οποία βρίσκονταν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η τουρκική εκστρατεία στην Ουγγαρία θα έδινε στους Ισπανούς και στους Ιωαννίτες την απαραίτητη ανάπαυλα, για να φροντίσουν τις οχυρώσεις τής Λα Γκολέττα και τής Μάλτας.
Η ισπανική αλληλογραφία είναι γεμάτη από χρήματα και στρατιώτες, γαλέρες και κανόνια, τρόφιμα και πυρομαχικά. Το κύριο μέλημα ήταν η άμυνα κατά των Τούρκων και των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς. Έτσι από τη Μαδρίτη την 1η Ιουνίου ο Φίλιππος έστελνε στον Δον Γκαρσία μια έρευνα, σχετική με το ότι ίσως δεν ήταν σοφό να διατηρούν εξήντα γαλέρες στο λιμάνι τού Μπρίντιζι «για την ασφάλεια τής Απουλίας». Οι γαλέρες θα χρησίμευαν επίσης για την προστασία τής Σικελίας και τής Μάλτας, αν οι Τούρκοι ξέφευγαν από τον έλεγχο. Ένας ναυτικός εξοπλισμός τέτοιων διαστάσεων μπορούσε να σπάσει την τουρκική συνήθεια των κατά βούληση επιδρομών στη Χριστιανοσύνη κάθε χρόνο. Οι εξήντα γαλέρες θα μπορούσαν να σπείρουν τον όλεθρο σε εδάφη τού ίδιου τού Τούρκου, ιδιαίτερα όταν η αρμάδα του έκανε την ετήσια επιστροφή της στον Βόσπορο. Μια τέτοια δύναμη θα αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τούς Έλληνες, οι οποίοι θα μπορούσαν πραγματικά να παρακινηθούν σε εξέγερση εναντίον τού Τούρκου. Οι κινήσεις της στην Αδριατική και στο Ιόνιο θα ενίσχυαν τη φήμη τής Ισπανίας, ιδιαίτερα επειδή τόσο οι Ενετοί όσο και ορισμένοι άλλοι ηγεμόνες αντιμετώπιζαν φιλικά και συναλλάσσονταν με τον Τούρκο και τούς υπηκόους του.65
Η στάθμευση εξήντα γαλερών στο Μπρίντιζι ως σημείο αναχώρησης (point de départ) για την ανάληψη δράσης κατά τού τουρκικού στόλου (κάθε φορά που εμφανιζόταν στα δυτικά ύδατα) ήταν ίσως καλή ιδέα, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Στο μεταξύ όμως, άραγε πού ήταν ο Πιαλή πασάς και τί έκανε ύστερα από την κατάληψη τής Χίου; Στις 19 Ιουνίου (1566) ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο έστειλε τον Χουάν Θανογκέρα από τη Μεσσίνα προς τα ανατολικά με δύο γαλέρες, «για να μάθει νέα για τον τουρκικό στόλο» (para tomar lengua de la armada turquesa). Ο Δον Χουάν δεν πήγε πολύ πέρα από τα νησιά τής Κεφαλονιάς και τής Ζακύνθου και είχε επιστρέψει στη Μεσσίνα την Παρασκευή 28 Ιουνίου. Παρά το γεγονός ότι στη μέση τού ταξιδιού του είχε πάρει αναφορές για την προσέγγιση τής αρμάδας τού Πιαλή, ήθελε να επαληθεύσει ο ίδιος τα στοιχεία, πράγμα που τελικά κατάφερε.
Όταν μερικοί από τούς ναύτες προσπάθησαν να τον πείσουν, ότι είχαν πραγματικά δει τον στόλο και ότι φαινόταν να είναι μεγάλη δύναμη, ο Θανογκέρα απάντησε ότι δεν τον είχε δει, «τους είπα, ότι δεν είχα έρθει για να παίρνω περιγραφή αυτών που βλέπουν άλλοι» (y les dije que yo no era venido para dar relación por vista de otros). Σε τόσο έντονο φως τού ήλιου, έλεγε, δεν ήταν δυνατό να είχαν δει οι ναύτες την αρμάδα. Αλλά μια ώρα μετά το μεσημέρι ναύτες σε επιφυλακή ανέμιζαν σημαία ως σήμα ότι είχαν σίγουρα δει την αρμάδα τού Πιαλή. Στη συνέχεια ο Θανογκέρα μπορούσε να την δει και ο ίδιος έξι μίλια μακριά. Προσπάθησε να μετρήσει τις γαλέρες. Δεν μπορούσε. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός. Παρ’ όλα αυτά έκρινε ότι ήσαν «εκατό γαλέρες ή μισή ντουζίνα περισσότερες ή λιγότερες» (cient galeras sin haber cuatro ó seis mas ó menos). Αυτό ήθελε να ξέρει. Τώρα ήταν ώρα να φύγουν και βιαστικά!
Καθώς έπλεε από όρμο τού νησιού προς τη Ζάκυνθο, άνδρες στην εμπροσθοφυλακή τής αρμάδας πρωτοαντίκρυσαν τις γαλέρες του. Πυροβολητές στην εμπροσθοφυλακή άνοιξαν πυρ, «που ήταν σήμα για να μάς κυνηγήσουν». Τότε μια μεγάλη γαλέρα έριξε δεύτερη βολή και άρχισε να βγαίνει από την οπισθοφυλακή τής αρμάδας, προχωρώντας προς τον Θανογκέρα με πλήρη ταχύτητα. Τρεις άλλες γαλέρες ακολουθούσαν δύο μίλια πίσω της. Και τρία μίλια πίσω από αυτές άλλες τέσσερις γαλέρες έρχονταν γρήγορα. Με αυτές τις τέσσερες ενωνόταν στο κυνήγι μια μεγάλη γαλέρα, που οι χριστιανοί θεωρούσαν ότι ήταν η ναυαρχίδα τού Πιαλή πασά. Ανοίγοντας τα πανιά και παλεύοντας με τα κουπιά ενάντια σε ισχυρό βορειοδυτικό άνεμο (el maestral), οι άνδρες τού Θανογκέρα —και οι σκλάβοι τής γαλέρας— απομακρύνθηκαν από τον κίνδυνο μεταξύ των νησιών τής Ζακύνθου και τής Κεφαλλονιάς. Ήταν πολύ δύσκολη διαφυγή, αλλά όταν έπεσε η νύχτα την Τρίτη 25 Ιουνίου ήσαν εξήντα μίλια από τη Ζάκυνθο. Καθώς οι γαλέρες τού Θανογκέρα διέσχιζαν το Ιόνιο Πέλαγος προς τη Σικελία, οι Τούρκοι εγκατέλειπαν την καταδίωξη, γιατί ο Πιαλή σκόπευε να εισέλθει στην Αδριατική. Ο Θανογκέρα επέστρεψε στη Μεσσίνα όταν ξημέρωνε στις 28 Ιουνίου κι ερχόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε, «για να ειδοποιήσει τον Δον Γκαρσία» (para dar aviso al Sr. Don Garcia).66
Αργότερα την ίδια μέρα ο Δον Γκαρσία έστειλε στον Ζαν ντε λα Βαλέτ νέα για την αποστολή ανίχνευσης τού Θανογκέρα. «Σήμερα Παρασκευή τη δέκατη ώρα το πρωί [7 π.μ.], με τον τρόπο που υπολογίζουν οι Ιταλοί την ώρα, έφτασε εδώ ο Δον Χουάν Θανογκέρα, τον οποίο είχα στείλει προς τα ανατολικά με δύο γαλέρες με εντολή να εντοπίσει την [τουρκική] αρμάδα και να δει με τα μάτια του πόσο μεγάλη είναι». Ο Θανογκέρα είχε ανακαλύψει αρχικά την αρμάδα τη μέρα τής γιορτής τής γέννησης τού Αγίου Ιωάννη (24 Ιουνίου) κοντά στις Στροφάδες, εικοσιοκτώ περίπου μίλια νοτιοανατολικά τής Ζακύνθου, ενώ τη συνάντησε ξανά την Τρίτη το απόγευμα, στις 25 τού μηνός. Οι Τούρκοι είχαν ανοίξει πυρ εναντίον του και τον καταδίωξαν για ενενήντα περίπου μίλια. Ο Δον Γκαρσία ενημέρωνε τον ντε λα Βαλέτ, ότι ο Πιαλή πασάς είχε 106 γαλέρες και επτά γαλιότες, έχοντας στείλει οκτώ γαλέρες στην Ισταμπούλ με τούς αιχμάλωτους που είχε πάρει στη Χίο.
«Επίσης πιστεύω, αν και ίσως κάνω λάθος σε αυτό, ότι ο στόλος δεν κατευθύνεται ούτε στη Μάλτα, ούτε στη Λα Γκολέττα…». Ο Δον Γκαρσία ανέμενε την άφιξη στη Μεσσίνα των γαλερών τού Αλβάρο ντε Μπαζάν και εκείνων τής Σαβοΐας, που ήξερε ότι είχαν ήδη αναχωρήσει από τη Γένουα. Πρότεινε να στείλει ο ντε λα Βαλέτ τις δύο γαλέρες των Ιωαννιτών στη Μεσσίνα. Τότε ο ισπανικός στόλος θα διέθετε ενενήντα γαλέρες και σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Δον Γκαρσία ήταν σίγουρος, ότι μπορούσε να εξοπλίσει άλλες δώδεκα ή δεκαπέντε. «Αυτή είναι η κατάσταση. Όταν έχω περισσότερα νέα, θα ενημερώσω την επιφανέστατη εξοχότητά σας».67
Στις 9 Ιουλίου (1566) ο Δον Γκαρσία έστειλε τον Τζιανναντρέα Ντόρια με δώδεκα γαλέρες για να αναφέρει για την πρόοδο τού τουρκικού στόλου, ο οποίος, όπως ο Τζιανναντρέα μάθαινε σύντομα στο Οτράντο, εισήλθε πια στο «κανάλι» τής Κέρκυρας στις 10 τού μηνός.68 Δέκα μέρες αργότερα ο Δον Γκαρσία έγραφε στον Φίλιππο Β’, ότι ο Πιαλή πασάς είχε μπει, όπως αναμενόταν, στον κόλπο, δηλαδή στην Αδριατική. Ο Τζιανναντρέα είχε επιστρέψει με τα νέα (στις 18 Ιουλίου) και ο Δον Γκαρσία τον έστελνε τώρα με δύο πολύ καλά οπλισμένες γαλέρες στη Γένουα, για να φέρει τα χρήματα που απαιτούνταν για την εξόφληση ορισμένων στρατιωτών τού πεζικού που αποστρατεύονταν. Οι πληροφοριοδότες τού Τζιανναντρέα ισχυρίζονταν ότι είχαν μετρήσει 140 σκάφη στην αρμάδα. Ως συνήθως όμως άλλοι είχαν διαφορετικά στοιχεία, 100 γαλέρες και 20 γαλιότες.69 Υπήρχε φήμη ότι ο Πιαλή είχε πρόθεση να πλεύσει κατά μήκος τής Αδριατικής, φτάνοντας μέχρι το Φιούμε (Ριγιέκα).70 Σε κάθε περίπτωση η Μάλτα και η Λα Γκολέττα δεν βρίσκονταν σε κίνδυνο και μπορούσε κανείς να αφήσει να φύγουν τα περιττά στρατεύματα.
Από τη Χίο η τουρκική αρμάδα είχε κινηθεί αργά προς τα δυτικά, αφού πρώτα πισσάρισαν τις καρίνες και πήραν προμήθειες στο Ναβαρίνο και στη Μεθώνη. Περί τα μέσα Ιουλίου (1566) ανέβαινε την αλβανική ακτή από την Κέρκυρα προς το Δυρράχιο. Σύμφωνα με τον Μπόσιο, ο Πιαλή πασάς αποβίβασε οκτώ περίπου χιλιάδες Τούρκους στη Χειμάρρα, την παράκτια περιοχή τής Αλβανίας ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Αυλώνα. Ο Μπόσιο προσδιορίζει τη Χειμάρρα ως «ήδη αρχαία και διάσημη πόλη τής Αλβανίας» (già antica e celebre citta dell’ Albania), αλλά είτε ήταν διάσημη πόλη ή όχι, οι Χειμαρριώτες ήσαν, όπως λέει, τραχύς, περήφανος λαός, οι οποίοι βασάνιζαν συχνά τούς γείτονές τους στο τουρκικό έδαφος. Επίσης οι Χειμαρριώτες δεν ήσαν πια διατεθειμένοι να πληρώνουν τον τουρκικό φόρο υποτέλειας. Όταν αποβιβάζονταν οι Τούρκοι, οι Χειμαρριώτες οπισθοχωρούσαν στα άγρια βουνά, «τα οποία αφθονούν στη χώρα τους» και εδώ συγκέντρωναν ήσυχα τις δυνάμεις τους. Όταν οι Τούρκοι, που δεν έβλεπαν τίποτε που να τούς φοβίζει, προχωρούσαν πολύ στην ενδοχώρα και πορεύονταν χωρίς ιδιαίτερη τάξη, οι Χειμαρριώτες έπεφταν ξαφνικά πάνω τους, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς και αναγκάζοντας τούς άλλους να αναζητήσουν την ακτή και να ανέβουν βιαστικά στα πλοία.71
Ενώ βρισκόταν ακόμη στον δίαυλο τής Κέρκυρας, ο Πιαλή πασάς είχε στείλει έναν τσαούς με γαλιότα στη Βενετία, για να διαβεβαιώσει τη Γερουσία, ότι αν και είχε εισέλθει με την τουρκική αρμάδα στην Αδριατική, στον «κόλπο τής Βενετίας», δεν είχε καμία πρόθεση να βλάψει με οποιονδήποτε τρόπο τούς υπηκόους και τα εδάφη τής Σινιορίας. Μοναδικός του σκοπός ήταν να αναλάβει δράση κατά τού βασιλιά τής Ισπανίας και κατά των Αυστριακών εχθρών τού σουλτάνου. Ο Πιαλή έστελνε μάλιστα στη Γερουσία αντίγραφο των οδηγιών του. Φαίνεται ότι είχε κινηθεί για λίγο μπρος-πίσω, δένοντας στην Πρέβεζα για να κάνει επισκευές στις γαλέρες του και να πάρει περισσότερα κουπιά, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην πορεία του ανεβαίνοντας τη δαλματική ακτή. Πολλοί παρατηρητές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Πιαλή επρόκειτο να δοκιμάσει με τούς Ραγουσαίους το ίδιο κόλπο που είχε παίξει με τούς Χιώτες. Πλησιάζοντας στο Καστελνουόβο (Χερτσεγκνόβι), στη βορειοδυτική είσοδο τού Κόλπου τού Καττάρο (Κότορ), έδειχνε ότι επιθυμούσε να εισέλθει στο λιμάνι τής Ραγούσας (Ντουμπρόβνικ). Σε επιστολή προς τον Φίλιππο Β’, που χρονολογείται στη Μεσσίνα στις 2 Αυγούστου, ο Δον Γκαρσία σημείωνε, «ότι η αρμάδα τού Τούρκου έχει εισέλθει στον κόλπο τής Βενετίας και έχει έρθει στο Καστελνουόβο» (que la armada del Turco ha entrado en el Golfo de Venecia y llegado á Castilnovo).72
Οι Ραγουσαίοι, έχοντας γίνει επιφυλακτικοί από την τύχη των Χίων, ήσαν ακόμη πιο προσεκτικοί με τούς Τούρκους απ’ όσο ήταν ο Δον Γκαρσία. Γρήγορα πήραν τα όπλα, στρέφοντας τα κανόνια τους προς τούς δίδυμους κολπίσκους στο καλά οχυρωμένο λιμάνι τους (τη Γκράντσκα Λούκα) και έστειλαν μήνυμα στον Πιαλή πασά, ότι αν χρειαζόταν νερό και προμήθειες, έπρεπε να τούς ενημερώσει. Οι Ραγουσαίοι θα παρείχαν πρόθυμα νερό και προμήθειες, αλλά ο Πιαλή δεν έπρεπε να σκεφτεί διαφορετικά, ότι θα έμπαινε στο λιμάνι. Η αρμάδα δεν θα τύχαινε καλής υποδοχής. Χωρίς να επιμένει, ο Πιαλή απέπλευσε στη συνέχεια βόρεια από το Καστελνουόβο προς το Φιούμε (Ριγιέκα) και την Τεργέστη, «πόλεις τού οίκου τής Αυστρίας», των οποίων η εγγύτητα στη Βενετία προκάλεσε κάποιο βαθμό συναγερμού στο Ριάλτο. Οι Ενετοί δεν είχαν εκδώσει κανενός είδους κάλεσμα στα όπλα, «για να μην δείχνουν δυσπιστία», αλλά όταν η τουρκική αρμάδα είχε μπει για τα καλά στην Αδριατική, η Σινιορία εξόπλισε περισσότερες γαλέρες, στρατολόγησε έξι χιλιάδες πεζούς στρατιώτες και εξέλεξε τον Τζιρολάμο Ζάνε ως «στρατηγό» τού ενετικού στόλου.73
Ο Πίος Ε’ απεύθυνε δύο σημειώματα στις 2 και 3 Αυγούστου (1566) στον Δον Γκαρσία, ενημερώνοντάς τον, ότι οι Ενετοί, ως συνήθως σε περιόδους κινδύνου, είχαν μόλις εκλέξει «στρατηγό τού στόλου τους» και είχαν εξοπλίσει πολλές γαλέρες, εκτός από εκείνες που η Σινιορία διατηρούσε πάντοτε σε ετοιμότητα για τη φύλαξη των εδαφών της, «έτσι ώστε τώρα έχουν έτοιμες περίπου εκατό γαλέρες». Ανήσυχος για την ευημερία και την ασφάλεια όλων των χριστιανών, όπως έλεγε, ο Πίος προέτρεπε τον Δον Γκαρσία να συγκεντρώσει όλες τις ένοπλες γαλέρες του και να προχωρήσει αμέσως προς την ακτή τής Απουλίας, στο Οτράντο ή στο Μπρίντιζι ή (αν προτιμούσε) στην Αγκώνα. Ο Δον Γκαρσία έπρεπε να επωφεληθεί από αυτή την ευκαιρία που τού είχε δώσει ο Θεός, για να καταστρέψει την αρμάδα τού εχθρού. Χρειαζόταν ταχύτητα και επιμέλεια. Έπρεπε να επιτεθούν όταν το σίδερο ήταν καυτό, γιατί «από τώρα και στο εξής δεν θα βρείτε καλύτερη και πιο ευνοϊκή ευκαιρία για να συντρίψετε ή τουλάχιστον να καταστείλετε αυτό τον φρικτό και απάνθρωπο εχθρό».
Στο δεύτερο σημείωμά του (της 3ης Αυγούστου) ο Πίος έγραφε στον Δον Γκαρσία, ότι αν και καταλάβαινε, ότι οι Ενετοί δεν ήσαν ακόμη διατεθειμένοι «να τα σπάσουν με τον Τούρκο», όμως η παρουσία τού ισπανικού στόλου θα μπορούσε να τούς κάνει να επανεξετάσουν την κατάσταση. Αν και εμφανώς ενοχλημένοι από την επιθετικότητα των Τούρκων στην Αδριατική, οι Ενετοί δεν αναμενόταν να κινηθούν, «εκτός αν είχαν κάπου κοντά τον Καθολικό στόλο».74
Οι Τούρκοι είχαν όντως υπάρξει επιθετικοί. Μια ειδοποίηση (avviso) τής 1ης Αυγούστου από το Άσκολι Πιτσένο έγινε σύντομα γνωστή στον Δον Γκαρσία καθώς και στον Πίο Β’. Σύμφωνα με τον συντάκτη,
Αυτή τη στιγμή, την πέμπτη ώρα τής νύχτας [περίπου 1 π.μ.], έχει φτάσει σε μένα η είδηση, ότι η αρμάδα των απίστων έχει κάνει απόβαση είκοσι περίπου μίλια από εδώ και ότι έχουν κάψει τη Φρανκαβίλλα [αλ Μάρε] μαζί με άλλα πέντε χωριά, που ανήκουν στον άρχοντα δούκα τού Άτρι. Το τουρκικό ιππικό έχει τώρα επιχειρήσει μέχρι τη Βιλλαμάνια, θέση σε κάποια απόσταση από αυτή την περιοχή, έτσι ώστε όχι μόνο ο άρχοντας δούκας στο Άτρι, αλλά όλοι οι άνθρωποί του στην περιοχή αυτή ζουν σε τρόμο. Η παρούσα αναφορά είναι σύμφωνη με την ίδια είδηση που έχω ήδη γράψει στην επιφανέστατη εξοχότητά σας [ότι η αρμάδα περιλαμβάνει] 150 σκάφη.75
Στις 7 και 8 Αυγούστου ο Δον Γκαρσία απάντησε στα δύο σημειώματα τού Πίου Ε’, αναγνωρίζοντας επίσης παρόμοια επιστολή έκκλησης από τον ανηψιό τού Πίου, τον Μικέλε Μπονέλλι, τώρα γνωστό ως καρδινάλιο τής Αλεσσάντρια. Οι απαντήσεις του ήσαν απλώς ρητορικές. Η εκλογή τού Πίου ήταν, όπως έλεγε, το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε ενδεχομένως να πάρει η Χριστιανοσύνη σε αυτή την ταραχώδη εποχή. Κάτω από ένα τόσο ιερό ποντίφηκα, όπως ο Πίος και ένα τόσο Καθολικό βασιλιά, όπως ο Φίλιππος Β’, ο Δον Γκαρσία έλπιζε να δει μεγαλύτερες επιτυχίες από εκείνες που επιδίωκε ο Πίος, αν και βέβαια αυτές ήσαν αρκετά μεγάλες. Ο Δον Γκαρσία υποστήριζε, ότι είχε πάρει όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Είχε διαθέσει φρουρές για την προστασία των ανθρώπων. Όμως λίγες ελπίδες είχε ότι οι Ενετοί θα ένωναν τον ναυτικό τους εξοπλισμό με τον ισπανικό στόλο, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρόκληση των Τούρκων εναντίον τους, «ακόμη κι αν με δουν σε αυτές τις ακτές». Ο Δον Γκαρσία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην έκκληση τού πάπα, γιατί ο Πίος έπρεπε να γνωρίζει, ότι την τουρκική αρμάδα αποτελούσαν 150 σκάφη, εναντίον των οποίων μπορούσε να αντιτάξει μόνο ενενήντα.76
Ο Δον Γκαρσία προσπαθούσε πάντοτε να προβλέπει τις επιθυμίες τού βασιλιά του και να υπακούει τις διαταγές του, ενώ ο Φίλιππος Β’ εξέφραζε συχνά την έγκρισή του για τις ενέργειες ή την αδράνεια τού «ναυτικού γενικού διοικητή μας και αντιβασιλέα τής Σικελίας» (nuestro capitán general de la mar y visorey de Sicilia). Όμως σε γενικές γραμμές οι σύγχρονοί του (περιλαμβανομένων και των δικών του υφισταμένων) δεν διατηρούσαν πάντοτε θετική άποψη για τις δραστηριότητές του. Όπως έχουμε παρατηρήσει, ο θαυμασμός τού Ζαν ντε λα Βαλέτ για τον Δον Γκαρσία ήταν περιορισμένος. Ενώ οι δυνάμεις τού Πιαλή πασά τρομοκρατούσαν τούς Ιταλούς χωρικούς από το Άτρι μέχρι τη Βιλλαμάνια (εσωτερικά τής Πεσκάρα και τής Φρανκαβίλλα), ο Σάντσο ντε Λέυβα έστελνε στις 9 Αυγούστου (1566) στον γραμματέα τού Φιλίππου Β’, στον Φρανσίσκο ντε Εράζο, έκφραση τής δικής του δυσαρέσκειας για τον τρόπο με τον οποίο πήγαιναν τα πράγματα. Ο Δον Γκαρσία βρισκόταν τότε χωρίς επαρκείς σε αριθμό στρατιώτες και κωπηλάτες για την επάνδρωση τού ισπανικού στόλου, αν και τού φαινόταν ότι έπρεπε να πάει στο Μπρίντιζι «για να δει τι κάνει η τουρκική αρμάδα, πράγμα το οποίο κατά τη γνώμη μου», έγραφε ο ντε Λέυβα, «θα ήταν καλύτερο να το είχε κάνει πριν από δύο μήνες!»
Ο Δον Γκαρσία είχε στείλει τον ντε Λέυβα στη Λα Γκολέττα στις 30 Ιουλίου, για να πάρει τα στρατεύματα τού ναπολιτάνικου συντάγματος (tercio) που στάθμευαν εκεί και να τα φέρει πίσω στη Σικελία, για να τα βάλει στα πλοία τού στόλου. Ο ντε Λέυβα είχε φτάσει στη Λα Γκολέττα στις 4 Αυγούστου. Οι εργασίες για τις νέες οχυρώσεις προφανώς προχωρούσαν αργά. Τα στρατεύματα και οι κάτοικοι τής περιοχής ήσαν δυσαρεστημένοι. Η ζωή στη Λα Γκολέττα ήταν όλο δουλειά και κίνδυνος και δυσαρέσκεια. Η εκεχειρία με τον βασιλιά τής Τύνιδας είχε φτάσει πια στην ημερομηνία λήξης. Με κάποιο κίνδυνο ο ντε Λέυβα είχε συσκεφτεί επί ώρα με τον βασιλιά, για να τού δώσει κάποια ελπίδα, ότι η εκεχειρία θα επεκτεινόταν όταν θα την επανεξέταζε ο Φίλιππος Β’.77
Μια μέρα πριν (στις 8 Αυγούστου) ο Σάντσο ντε Λέυβα είχε περιγράψει τις συνθήκες στη Λα Γκολέττα σε επιστολή του προς τον Φίλιππο Β’. Το ισπανικό φυλάκιο βρισκόταν στη λωρίδα άμμου ανάμεσα στη λίμνη και στον κόλπο τής Τύνιδας. Η φρουρά αποτελούσε σημαντικό τμήμα τού ισπανικού αμυντικού συστήματος στην κεντρική Μεσόγειο. Στην επιστολή του τής 8ης Αυγούστου ο ντε Λέυβα περιγράφει τη συνάντησή του με τον βασιλιά τής Τύνιδας (σε κήπο στην Καρχηδόνα), η οποία κατέληξε σε ιδιωτική συζήτηση δυόμιση ωρών. Ο βασιλιάς ήταν πολύ φιλικός, ήθελε να διαπραγματευτεί «διαρκή ειρήνη» με τον Φίλιππο και ήθελε να δώσει σε αυτόν αποδείξεις «πίστης και αλήθειας» (lealtad y verdad). Μέχρι τότε οι Ισπανοί αξιωματικοί έκαναν προφανώς ειρήνη ή πόλεμο κατά την κρίση τους, αλλά ο βασιλιάς τής Τύνιδας ποτέ δεν ήταν σίγουρος, αν ενεργούσαν ή όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες τού Φιλίππου. Οι άνθρωποι στη Λα Γκολέττα δεν ήσαν μόνο δυσαρεστημένοι, αλλά ως επί το πλείστον ήσαν τόσο απελπισμένοι, «που αν τούς δέχονταν οι Μαυριτανοί, οι περισσότεροι θα περνούσαν σε αυτούς». Μεταξύ των στρατιωτών οι λιποταξίες αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο.78 Αν και, όπως είδαμε στη Τζέρμπα, ο ντε Λέυβα είχε την τάση να διαμαρτύρεται, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Λα Γκολέττα βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση. Μερικά χρόνια αργότερα (το 1574) θα έπεφτε στους Τούρκους.79
Παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί και οι Ισπανοί ήσαν προφανώς οι πιο ενοχλημένοι από την επιχείρηση τού Πιαλή πασά στην Αδριατική, οι Γάλλοι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του με περισσότερο από απλό ενδιαφέρον. Στις 3 Σεπτεμβρίου (1566) ο Ραϋμόν ντε Ρουέρ, άρχοντας τού Φουρκεβώ, ο Γάλλος πρεσβευτής στην αυλή τού Φιλίππου Β’, έγραφε στον Κάρολο Θ’ από τη Σεγκόβια:
Χτες, Μεγαλειότατε, έφτασε εδώ αγγελιοφόρος, που έφυγε από τη Ρώμη στις 14 ή 15 Αυγούστου. Έφερε την είδηση ότι η τουρκική αρμάδα, αφού κατέλαβε και λεηλάτησε τη Φρανκαβίλλα, το Βάστο [Λεγκάστ] και άλλη μικρή πόλη στην ακτή τού Αμπρούτζο, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια εναντίον τής Πεσκάρα ή τού φρουρίου σε αυτό το λιμάνι, συνέχισε προς Ραγούσα, όπου έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Ύστερα εισήλθε στον κόλπο τής Βενετίας και μπορεί να βρίσκεται στο Καποντίστρια [Κάπο ντ’ Ίστρια], πλέοντας κατά μήκος των ακτών των εδαφών των αδελφών τού αυτοκράτορα, όπου οι Τούρκοι έχουν κάνει όση ζημιά μπορούσαν, με τη βοήθεια μεγάλου αριθμού άλλων Τούρκων στη στεριά. Ο Δον Γκαρσία έχει επιβιβάσει τούς Ισπανούς στη Μάλτα και τούς έβαλε πάνω στις γαλέρες, αποφασισμένος να ακολουθήσει την αρμάδα, η οποία βρίσκεται σε κακή κατάσταση όσον αφορά τα στρατεύματα και τα πληρώματα.
Οι Τούρκοι έχασαν τρεις γαλέρες, που χρειάστηκε να δέσουν στην ακτή τού Αμπρούτζο, όπου δεν υπάρχει λιμάνι. Ο Δον Γκαρσία έχει αποδεσμεύσει το γερμανικό σύνταγμα, το οποίο είχε στείλει στη Μάλτα, αφού η περίοδος θα είναι από εδώ και πέρα δυσμενής για να ταξιδεύουν οι Τούρκοι στη θάλασσα. Εξαρτάται από τούς Ενετούς να είναι σε επιφυλακή κατά των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονται τόσο κοντά στην πόλη τους, ενώ νομίζω ότι είναι επικίνδυνο που εξοικειώνονται τόσο πολύ [με την περιοχή], πλησιάζοντας λιγότερο από σαράντα λεύγες [από τη Βενετία].80
Η δυτική Μεσόγειος ήταν ακόμη πιο ανασφαλής για τούς Τούρκους απ’ όσο για τούς χριστιανούς. Σε επιστολή τής 20ής Αυγούστου (1566) ο Δον Γκαρσία ενημέρωνε τον Φίλιππο Β’, ότι ο κόμης τής Αλταμίρα είχε φτάσει στη Μεσσίνα πριν από μία βδομάδα, έχοντας συλλάβει στον δρόμο του οκτώ τουρκικά σκάφη. Είχε απελευθερώσει μεγάλο αριθμό χριστιανών, που βρίσκονταν πάνω στα πλοία. Στη συγκομιδή του περιλαμβάνονταν περισσότεροι από τριακόσιοι Τούρκοι, δύο από τα μεγαλύτερα πλοία των Αλγερινών και δύο από τούς καλύτερους διοικητές τους.81 Ο Δον Γκαρσία είχε τώρα λίγο περισσότερους σκλάβους γαλερών, οι οποίοι ήσαν πάντοτε απαραίτητοι, γιατί πολλές φορές υπέκυπταν στις καθημερινές τους κακουχίες.
Οι Τούρκοι είχαν να αντιμετωπίσουν κινδύνους πάνω στον στόλο και ακόμη και στην Ισταμπούλ, γιατί ο Φίλιππος Β’ συνωμοτούσε τώρα με τον Τζιανμαρία Ρέντσι, ένα Γενουάτη, ο οποίος είχε ήδη πάει στην τουρκική πρωτεύουσα δύο φορές για τούς Ισπανούς σε συγκαλυμμένες αποστολές. Ο Ρέντσι είχε πειστεί, ότι ο Φίλιππος βρισκόταν σε συμπαιγνία με ορισμένους σημαντικούς αποστάτες Χριστιανούς, που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην πίστη τους και να τεθούν στην υπηρεσία τού βασιλιά. Ο Φίλιππος ενέκρινε τα σχέδια τού Ρέντσι να στρατολογήσει τη συνεργασία αυτών των αποστατών, για να υποδαυλίσει ανταρσία στην τουρκική αρμάδα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδράσουν με κάποιες γαλέρες, τις οποίες θα παρέδιδαν στους Ισπανούς. Ο Ρέντσι σχεδίαζε επίσης να κάψει τον τουρκικό ναύσταθμο στην Ισταμπούλ και να καταστρέψει τις εκεί γαλέρες. Ο περιπετειώδης Ρέντσι θα βρισκόταν σύντομα σε επαφή με τον Δον Γκαρσία, ο οποίος έπρεπε να τον βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε και ο οποίος έπρεπε να βρίσκεται σε επιφυλακή, για να επωφεληθεί από κάθε επιτυχία, την οποία θα μπορούσε να κατορθώσει ο Ρέντσι.82
Για διάφορους λόγους ο Δον Γκαρσία δεν κινήθηκε στην Αδριατική, όπως ήθελε ο Πίος Ε’. Δεν πίστευε καθόλου ότι οι Ενετοί θα αναλάμβαναν οποιαδήποτε δράση εναντίον τής αρμάδας τού Πιαλή πασά, ό,τι κι αν έλεγαν στον πάπα.83 Παρά το γεγονός ότι προς το τέλος Αυγούστου η αρμάδα αναμενόταν να επιστρέψει στην Πρέβεζα,84 ο Πιαλή σταμάτησε στην Αυλώνα, όπου άρχισε τις εκτεταμένες προετοιμασίες για το μακρύ ταξίδι τής επιστροφής στον Βόσπορο. Προς το τέλος Σεπτεμβρίου οι Ενετοί μπορούσαν να αρχίζουν να αφοπλίζουν τις δικές τους γαλέρες.85 Ο κίνδυνος είχε περάσει. Η αρμάδα βρισκόταν σύντομα στο Ιόνιο Πέλαγος και κατευθυνόταν στην Ισταμπούλ.
Γράφοντας τριάντα περίπου χρόνια ύστερα από αυτά τα γεγονότα, ο Τζάκομο Μπόσιο (πέθανε το 1627), ο επίσημος ιστορικός των Ιωαννιτών, παραστράτησε στην περιγραφή του για την εκστρατεία των Τούρκων στην Αδριατική το 1566. Αν και αποτελεί πολύτιμη πηγή και στο σύνολό της αξιόπιστη, ο Μπόσιο μερικές φορές απέτυχε να συμμορφωθεί με την παλαιά παροιμία, «ότι αυτό που δεν υπάρχει στις πράξεις, δεν υπάρχει ούτε στην παρουσίαση των γεγονότων» (quod non est in actis, non est in factis). Απεικονίζει τον Δον Γκαρσία ως ασχολούμενο κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού Πιαλή πασά με προσπάθειες να ενώσει τις ναυτικές μονάδες των Ισπανών, τής Σικελίας, τής Νάπολης, των Γενουατών και των Ιωαννιτών (tutte le galere di sua Maestà Cattolica e de’ confederati suoi) σε γραμμή άμυνας εναντίον των Τούρκων, πράγμα που ήταν αλήθεια. Ο Μπόσιο όμως αναφέρει, ότι ο Δον Γκαρσία έλπιζε ότι οι Ενετοί θα υπέκυπταν τώρα στην οργή και την αγανάκτηση, γιατί θεωρούσε ότι η τόσο βαθιά διείσδυση τού Πιαλή στον λεγόμενο κόλπο τής Βενετίας αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση των συμφώνων και διομολογήσεων τής Σινιορίας με την Υψηλή Πύλη. Λέει ότι ο Δον Γκαρσία πίστευε ότι η Βενετία θα αποδεχόταν την «ωραία προσφορά» (bella offertà) που έκανε τώρα η Σινιορία με τη μεσολάβηση τού πάπα Πίου Ε’. Η ωραία προσφορά ήταν η ένωση τού «Καθολικού στόλου» με εκείνον τής Βενετίας κατά των Τούρκων.
Ο Δον Γκαρσία δήλωνε, σύμφωνα με τον Μπόσιο, ότι προσθέτοντας τον ένα στόλο στον άλλο μπορούσαν να μπουν στη θάλασσα αμέσως 85 έως 90 καλά οπλισμένες γαλέρες. Το γεγονός είναι, όπως έγραφε ο Δον Γκαρσία στον Φίλιππο Β’ στις 22 Αυγούστου (1566), ότι μόνο ο στόλος τού τελευταίου περιλάμβανε «85 γαλέρες, συμπεριλαμβανομένων των τριών που ανήκουν στο Τάγμα [των Ιωαννιτών] και των δύο που ανήκουν στον [μεγάλο] μάγιστρο.86 Ο Δον Γκαρσία φέρεται να υποστήριζε, ότι οι συνδυασμένοι στόλοι τής Ισπανίας και τής Βενετίας, «85 έως 90 γαλέρες καλά εξοπλισμένες [!]» (al numero di 85 o di 90 galere ben’ armate[!]), ήσαν πολύ ισχυρότεροι από την αρμάδα τού Πιαλή [!], την οποία θα μπορούσαν να αποκλείσουν στην Αδριατική και να την καταστρέψουν εύκολα. Ο Δον Γκαρσία άρχισε στη συνέχεια την προετοιμασία για να θέσει τη συμμαχία σε εφαρμογή με τόσο εμφανή τρόπο, που πολλά άτομα πίστευαν ότι αυτή αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός, «με επιθυμία και εντολή τής Καθολικής του Μεγαλειότητας» (con volontà et ordine di sua Maestà Cattolica).87
Ο Μπόσιο δεν είχε τη δική μας πρόσβαση στην επίσημη αλληλογραφία τού 1566, δηλαδή στις επιστολές τού Πίου Ε’, τού Φιλίππου Β’, τού Δον Γκαρσία, τού Λούις ντε Ρεκέσενς, τού Φρανσίσκο ντε Εράζο, τού Σάντσο ντε Λέυβα και άλλων, που προέρχονται από τα Αρχεία τού Σιμάνκας και τού δούκα τής Μεντίνα-Σιντόνια [και δημοσιεύθηκαν στα Documentos ineditos, XXX]. Έτσι ο Μπόσιο έκανε λάθος. Μη διαθέτοντας τα στοιχεία για τα γεγονότα, τα έφτιαξε ο ίδιος, όπως έχουν κάνει πολλοί άλλοι ιστορικοί πριν και μετά από αυτόν.88
Η συμμαχία τής Αγίας Έδρας, τής Ισπανίας και τής Βενετίας θα ερχόταν, αλλά όχι ακόμη. Βαθιά αίσθηση προαγγελίας είχε ήδη αρχίσει να εισβάλει στην Ενετική Σινιορία, η οποία με τον φόβο τού Τούρκου αναπόφευκτα θα κινιόταν πιο κοντά στην Αγία Έδρα και την Ισπανία. Οι Ενετοί ασχολούνταν με τις οχυρώσεις τής Κύπρου, τής Κρήτης, τής Κέρκυρας και των δαλματικών τους κτήσεων. Οι Τούρκοι είχαν πλήρη επίγνωση τού γεγονότος. Οι Ενετοί φρόντιζαν επίσης το στρατιωτικό προσωπικό τους. Κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’, η Γερουσία υπερασπιζόταν σθεναρά το άτομο και την περιουσία τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, εναντίον τού οποίου είχε αναλάβει δράση ο Πίος. Το όνομα τού Παλλαβιτσίνι αποτελούσε ανάθεμα στην παπική κούρτη για δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, από τη συμμετοχή του (όπως είδαμε) στη δολοφονία τού αδελφού Γεώργιου Μαρτινούτσι. Αλλά ο Παλλαβιτσίνι βρισκόταν εδώ και καιρό στην υπηρεσία των Ενετών, τούς οποίους υπηρετούσε πιστά ως «γενικός μας διοικητής» (governator nostro generale) και οι οποίοι είχαν αρχίσει να τον χρειάζονται περισσότερο από ποτέ.89
Η στρατιωτική σύμβαση (condotta) τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι επρόκειτο να λήξει στις 28 Φεβρουαρίου 1567, αλλά μετά την πρόσφατη εμφάνιση τού τουρκικού στόλου στη βόρεια Αδριατική, λίγα μέλη τής Γερουσίας ήσαν διατεθειμένα να δουν να εγκαταλείπει την υπηρεσία τής Σινιορίας ένας από τούς ικανότερους και πιο αξιόπιστους στρατιώτες τους. Στις 7 και 12 Οκτωβρίου 1566 η Γερουσία ανέλαβε δράση, για να ανανεώσει τη σύμβασή του για άλλα πέντε ή (κατά την κρίση τής Σινιορίας) επτά χρόνια:
«Στο όνομα τού Αγίου Πνεύματος ο επιφανέστατος άρχοντας μαρκήσιος Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι θα συνεχίσει ως γενικός διοικητής των ανδρών αυτού τού εξοχότατου κράτους, με τις συνήθεις τιμές, την υπεροχή και το αξίωμα των άλλων διοικητών τού εν λόγω γαληνότατου κράτους…» (che con il nome del Spirito Santo l’ illustrissimo Signor Sforza marchese Pallavicino sia ricondotto per governator general delle genti di questo eccellentissimo Dominio con li honori, preheminentie, et dignità solite delli altri governatori del detto Serenissimo Dominio…).90
Στις 26 Οκτωβρίου (1566) βρίσκουμε τον Παλλαβιτσίνι να ασχολείται με την οχύρωση τού Ούντινε,91 το οποίο μετά την πρόσφατη εκστρατεία τού Σουλεϊμάν στην Ουγγαρία αποτελούσε προφανή πηγή ανησυχίας για τη Γερουσία. Τον Μάρτιο τού 1567 βρίσκουμε τον Παλλαβιτσίνι να συμβουλεύει τη Σινιορία για τις οχυρώσεις τής Κύπρου και τής Κρήτης,92 των πολύτιμων κτήσεων τής Βενετίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αν και η Σινιορία είχε προσπαθήσει να προστατεύσει την περιουσία τού Παλλαβιτσίνι από τη νεποτιστική λαβή τού Πίου Δ’, ο Πίος είχε καταλάβει το κάστρο και τα εδάφη τού Παλλαβιτσίνι στο Καστέλ Σαντ’ Αρκάντζελο προς πικρή αγανάκτηση των Ενετών. Ο Πίος Δ’ φαίνεται ότι είχε παραχωρήσει την περιουσία στον ανηψιό του, τον κόμη Αννιμπάλε φον Χόενεμς (Άλτεμπς). Τώρα όμως υπό τον Πίο Ε’ οι Ενετοί προσπαθούσαν πάλι και «έχοντας ξεπεραστεί πολλές δυσκολίες», όπως υπενθύμιζε στον δόγη ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη (1565-1568) Πάολο Τιέπολο σε αναφορά του (relatione) στις 12 Μαρτίου 1569, «αποφασίστηκε, ότι [το Σαντ’ Αρκάντζελο] πρέπει να επιστραφεί στον άρχοντα Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, γενικό διοικητή των ενόπλων δυνάμεων τής Γαληνοτάτης Υψηλότητάς σας».93
Οι Ενετοί δεν τα είχαν πάει καλά κάτω από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, ο οποίος (όπως είδαμε περισσότερες από μία φορά) είχε πεθάνει κατά την πολιορκία τού Σίγκετ (Σίγκετβαρ) στις αρχές Σεπτεμβρίου 1566, κατά τη διάρκεια τής εισβολής του στην Ουγγαρία. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να υποθέτουν ότι θα τα πήγαιναν καλύτερα υπό τον νέο σουλτάνο, τον Σελήμ Β’ «τον Μέθυσο». Έπρεπε να φροντίσουν την Κύπρο και την Κρήτη, οι οποίες, ευρισκόμενες στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήσαν μόνο σε κοντινή απόσταση από την Ισταμπούλ, αλλά ήσαν περικυκλωμένες από τουρκικές δυνάμεις στον Μοριά, στη νότια Ανατολία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Καθώς οι Ενετοί κινούνταν προς νότο κατά μήκος τής Αδριατικής, ήσαν πάντοτε εκτεθειμένοι σε πιθανές τουρκικές επιθέσεις από την Αυλώνα και την Πρέβεζα (κοντά στο Στενό τού Οτράντο). Δεν χρειάζονταν τις συμβουλές τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι για να προσπαθήσουν να κάνουν τόσο την Κύπρο όσο και την Κρήτη κατά το δυνατόν αυτάρκεις, γιατί ποτέ δεν μπορούσαν να γνωρίζουν αν ή πότε οι Τούρκοι θα επιτίθεντο. Κάθε χρόνο εργάζονταν εκατοντάδες άνδρες στον ναύσταθμο στην Ισταμπούλ. Άραγε θα πήγαιναν οι τουρκικές γαλέρες σε ειρηνικό κύκλωμα επιτήρησης από το ένα ανατολικό λιμάνι στο άλλο; Μήπως έρχονταν προς τα δυτικά για να επιτεθούν στις ακτές τής Σικελίας και στο βασίλειο τής Νάπολης; Ή θα παρέμεναν στην Ανατολική Μεσόγειο, για να επιτεθούν στην Κύπρο ή την Κρήτη;
Σε συνεδρίαση τής Ενετικής Γερουσίας στις 24 Μαρτίου 1567 αποφασίστηκε ότι έπρεπε να φτιαχτούν χυτήρια τόσο στην Αμμόχωστο τής Κύπρου όσο και στον Χάνδακα τής Κρήτης, για να φτιάχνουν τα κανόνια που απαιτούνταν για την άμυνα των νησιών. Τα χυτήρια θα επέτρεπαν επίσης την αναχύτευση κομματιών πυροβολικού και τη μετατροπή τους από άχρηστα σε χρήσιμα. Έπρεπε να ετοιμαστούν φούρνοι και ακόνια για να φτιάξουν και να αποξηράνουν την πυρίτιδα [από νιτρικό κάλιο, κάρβουνο και θειάφι]. Όλα έπρεπε να γίνουν το συντομότερο δυνατό. Μαζί με κάθε χυτήριο και κάθε φούρνο, στην Αμμόχωστο και στον Χάνδακα, έπρεπε να φτιαχτούν δύο λεγόμενα ακόνια. Έμπειροι χύτες, εγκεκριμένοι από το Κολλέγιο, έπρεπε να σταλούν στα νησιά. Οι δαπάνες θα αντιμετωπίζονταν με τη λήψη χιλίων δουκάτων αφενός από τις πενήντα χιλιάδες που είχαν διατεθεί για την άμυνα τής Κύπρου και αφετέρου από τις είκοσι χιλιάδες για εκείνη τής Κρήτης, όπου τα εν λόγω χρήματα θα χρησιμοποιούνταν γι’ αυτόν και για κανέναν άλλο σκοπό.94 Λίγους μήνες αργότερα οι ένοπλες δυνάμεις τής Κύπρου, «στρατιώτες και πυροβολητές» (fanti et bombardieri), αυξήθηκαν επίσης.95
Για την υπεράσπιση των νησιών θα ήταν φυσικά απαραίτητη επαρκής προσφορά πυρίτιδας. Η απόσταση όμως αποτελούσε πρόβλημα, ενώ για τούς γερουσιαστές, οι οποίοι μετρούσαν πάντοτε τα δουκάτα, πρόβλημα ήταν και η δαπάνη. Κοιτάζοντας για μια στιγμή στο μέλλον, όπως σύντομα θα καθιστούσαν σαφές τα γεγονότα στον δεκατριών μηνών πόλεμο τής Κύπρου (1570-1571), η τροφοδοσία τού απομακρυσμένου νησιού θα άφηνε πολλά ζητήματα ακάλυπτα. Η Βενετία θα έστελνε περισσότερους άνδρες και περισσότερα χρήματα στην Κύπρο, αλλά ίσως ήταν αδύνατο να στείλει επαρκή βοήθεια. Ο Πιέτρο Βαλντέριο, ο υποκόμης τής Αμμοχώστου, τού οποίου το αδημοσίευτο και προφανώς άγνωστο έργο «Πόλεμος τής Κύπρου» (Guerra di Cipro) φαίνεται να περιέχει την καλύτερη περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα για την πολιορκία τής Αμμοχώστου, μάς λέει με λύπη ότι οι υπερασπιστές τής Κύπρου, ένας από τούς οποίους ήταν κι αυτός, βρίσκονταν «στο στόμα τού λύκου», γιατί οι Τούρκοι απείχαν έξι μόνο ώρες από τις ακτές τους!
Η Γερουσία, υπολογίζοντας το κόστος, την απόσταση και την πιθανότητα αποτυχίας, όχι μόνο δεν επρόκειτο να στείλει μεγάλη δύναμη επικουρίας στην Κύπρο, αλλά (επιστρέφοντας στην απόφαση τής Γερουσίας τής 24ης Μαρτίου 1567) δεν μπορούσε καν να διατηρήσει εφοδιασμένες με αρκετό μπαρούτι τις ενετικές δυνάμεις στο νησί. Στην από μέρα σε μέρα περιγραφή του για την πολιορκία τής Αμμοχώστου, ο Βαλντέριο σημειώνει σε εγγραφή με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1571 (ο πόλεμος τής Κύπρου έληξε οκτώ ή δέκα μέρες αργότερα με την πτώση τής Αμμοχώστου στους Τούρκους), ότι ορισμένες προμήθειες είχαν έρθει μέσω Απουλίας, οι οποία συλλέχθηκαν και στάλθηκαν για άλεσμα «για να φτιαχτεί πυρίτιδα». Οι χριστιανοί όμως δεν είχαν ούτε κάρβουνο ούτε νιτρικό κάλιο, δύο από τα τρία συστατικά τής πυρίτιδας, «πράγμα που ήταν», λέει ο Βαλντέριο, «η σωτηρία τού εχθρού και η καταστροφή μας».96
Καθώς οι Ισπανοί έφτιαχναν γαλέρες στη Βαρκελώνη και τη Νάπολη και οι Ενετοί ενίσχυαν τις δυνάμεις τους στην Κρήτη και την Κύπρο, ήταν σημαντικό να μην αυξάνουν το τουρκικό απόθεμα όπλων οι χριστιανοί λαθρέμποροι. Με τη βούλλα «Συνηθισμένοι οι Ρωμαίοι ποντίφηκες» (Consueverunt Romani pontifices), που δημοσιεύτηκε στις 27-29 Μαρτίου 1567, ο Πίος Ε’ επαναλάμβανε τον παλαιό αφορισμό και το ανάθεμα εκείνων που πωλούσαν ή εξήγαγαν στους Τούρκους και σε άλλους εχθρούς τής Χριστιανοσύνης «άλογα, όπλα, σίδηρο, χάλυβα και όλα τα άλλα είδη μετάλλων, καθώς και εργαλεία τού πολέμου, κάνναβη, σχοινί και παρόμοια».97 Οι Ενετοί βέβαια θα προτιμούσαν να συναλλάσσονται με τούς Τούρκους παρά να πολεμούν εναντίον τους, γιατί ο πόλεμος ήταν δαπανηρός και το εμπόριο τής Ανατολικής Μεσογείου παρέμενε κερδοφόρο. Παρ’ όλα αυτά, προβλήματα προέκυπταν συνεχώς στην Ισταμπούλ και επιστολές γραμμένες στα τουρκικά στέλνονταν πάντοτε στη Σινιορία. Τουλάχιστον κάποιοι Ενετοί έπρεπε να μάθουν τουρκικά, προκειμένου να υπηρετούν τη Δημοκρατία ως δραγουμάνοι στην Πύλη και να μεταφράζουν τις επιστολές που λάμβανε αυτή από τούς σουλτάνους.
Δύο νέοι Ενετοί έπρεπε να στέλνονται στην Ισταμπούλ κάθε πέντε χρόνια για να μάθουν τουρκικά. Έτσι στις 24 Μαρτίου 1567, την ίδια μέρα που η Γερουσία πρόβλεψε για την παραγωγή πυρίτιδας στην Αμμόχωστο (Φαμαγκούστα) και στον Χάνδακα, κάποιος Ματτέο Μαρουτσίνι, τότε εικοσιδύο περίπου ετών, επιλέχτηκε για υποτροφία στον Βόσπορο. Ήταν νέος άνθρωπος, πολλά υποσχόμενος. Ήταν επίσης αδελφός τού Λοντοβίκο, τού «μεγάλου δραγουμάνου» (dragoman grande) των Ενετών στην Πύλη. Κάτω από την πειθαρχία και κηδεμονία τού αδελφού του, ο Ματτέο μπορούσε όχι μόνο να μάθει να μιλά, να διαβάζει και να γράφει τουρκικά, αλλά και να διαπραγματεύεται (il modo del negotiare) με τούς Τούρκους, οι οποίοι (όπως γνώριζε κάθε βαΐλος) μερικές φορές ήσαν δύσκολοι. Υπέθεταν ότι δεν θα περνούσαν πολλά χρόνια, μέχρι να άρχιζε η Σινιορία να χρησιμοποιεί τον Ματτέο ως δραγουμάνο «προς όφελος των υποθέσεών μας».
Όπως ήταν λοιπόν αναμενόμενο, η Γερουσία ψήφισε να τον στείλουν στον βαΐλο στην Ισταμπούλ με οποιοδήποτε δρομολόγιο ή μέσο μετακίνησης έκρινε κατάλληλο το Κολλέγιο. Ο Ματτέο θα ζούσε, με δαπάνες τής Σινιορίας, στο νοικοκυριό τού βαΐλου. Θα έπαιρνε μισθό πενήντα δουκάτα τον χρόνο, με ισοτιμία έξι λιρών (lire) και τεσσάρων σόλιδων (soldi) ανά δουκάτο. Ο βαΐλος θα κατέβαλλε τον μισθό, «όπως ακριβώς κάνει για τούς άλλους νέους που υπάρχουν εκεί γι’ αυτόν τον λόγο». Όμως για το πρώτο έτος ο Ματτέο θα έπαιρνε προκαταβολικά τον μισθό των πενήντα δουκάτων, για να μπορέσει «να ετοιμαστεί για την αναχώρησή του».98
Ενώ οι Ενετοί γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι με τούς Τούρκους, ήσαν επίσης ενοχλημένοι με τούς Ισπανούς, οι οποίοι είχαν επιβάλει πρόσφατα φόρους (nova gravezza) στο ενετικό εμπόριο στο βασίλειο τής Νάπολης, «σε αντίθεση με τα προνόμια που παρέχονταν στο έθνος μας από τούς γαληνότατους προκατόχους τής Καθολικής του Μεγαλειότητας».99 Είχαν επίσης διαφορές με τούς Ισπανούς για τα όρια τού δουκάτου τού Μιλάνου.100 Ο Πίος Ε’ και ο Φίλιππος Β’ πάλευαν με ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, μεγαλύτερο ακόμη και από τούς Τούρκους. Ήταν η αίρεση.
Ο Λουθηρανισμός είχε υπάρξει αρκετά κακός, περισσότερο από αρκετά, αλλά τώρα στις αντι-γερμανικές περιοχές τής Ανατολικής Ευρώπης εξαπλωνόταν ο Καλβινισμός. Ο Καλβινισμός εισερχόταν επίσης στην Αγγλία και στην Ολλανδία. Ο Φίλιππος είχε συγκλονιστεί από τον εθισμό των Ολλανδών σε αυτή την αίρεση. Λίγο μετά την εκλογή του στον παπικό θρόνο, ο Πίος έγραφε στον Φίλιππο (στις 24 Φεβρουαρίου 1566):
Δεν μπορούμε, δεν πρέπει και δεν θα παραλείψουμε να χορηγήσουμε στην Καθολική σας Μεγαλειότητα την πενταετή επιδότηση (quinquennio) για την υποστήριξη των γαλερών σας, αλλά σάς συμβουλεύουμε και προσευχόμαστε για εσάς να διορίσετε ως εκπροσώπους για τη συλλογή τής επιδότησης διακριτικούς ιερωμένους, οι οποίοι δεν θα προκαλέσουν στον κλήρο μεγαλύτερη επιδείνωση απ’ όση χρειάζεται, έτσι ώστε οι κραυγές των καταπιεσμένων να μη διαπεράσουν τα αυτιά τού Θεού και κάνουν στη μεγαλειότητά σας μεγαλύτερη ζημιά από την τουρκική αρμάδα.
Ο Πίος επιθυμούσε να στείλει ο Φίλιππος απεσταλμένο στη δίαιτα, η οποία βρισκόταν μόλις σε εξέλιξη στο Άουγκσμπουργκ, γιατί είχε στείλει παπικό λεγάτο [τον Κομμεντόνε] και νούντσιους στη δίαιτα, «για να διορθώσουν όσο μπορούν τη βλάβη στις φτωχές ψυχές, που έχουν αποξενωθεί από το αληθινό φως» (per riparar quanto possemo dani de le pouere anime alienate da la vera luce). Ευχαριστούσε τον Φίλιππο για τη διατήρηση στη Ρώμη τού Λούις ντε Ρεκέσενς, «του μεγάλου διοικητή τής Καστίλλης» (comandator maior di Castiglia), καθώς και Ισπανού πρεσβευτή. Κανένας πρεσβευτής δεν μπορούσε να είναι πιο ευχάριστος από τον Ρεκέσενς, λόγω των «σπάνιων αρετών του». Αλλά κύριο μέλημα τού Πίου ήταν η αίρεση: «Στη Γαλλία και στη Βουργουνδία υπάρχει φοβερή ανάπτυξη τής πανούκλας των αιρέσεων και πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει ταχύτερη θεραπεία από το να πάει εκεί [στην Ολλανδία] προσωπικά η Καθολική σας Μεγαλειότητα».101
Την άνοιξη τού 1566 καταιγίδα ετοιμαζόταν να ξεσπάσει στην Φλάνδρα. Κάθε ενημερωμένος το ήξερε, συμπεριλαμβανομένου τού Πίου Ε’, ο οποίος επέμενε, ότι ο Φίλιππος Β’ έπρεπε να πάει αυτοπροσώπως στην Ολλανδία για να ηρεμήσει τα ταραγμένα νερά.102 Δεν πήγε. Στις 10 Αυγούστου η καταιγίδα ξέσπασε με την καταστροφική μανία, που ίσως μόνο η θρησκευτική έχθρα μπορεί να παράγει. Η βία εξαπλώθηκε σύντομα στη Ζηλανδία, την Ολλανδία και τη Φρισία. Εκκλησίες και μοναστήρια λεηλατήθηκαν παντού. Καταστράφηκαν χαραγμένες εικόνες, πίνακες ζωγραφικής, δισκοπότηρα, λειψανοθήκες, ψηφιδωτά παράθυρα, άμφια και χειρόγραφα. Οι καλλιτεχνικές απώλειες ήσαν τεράστιες.
Στις 12 Αυγούστου, πριν φτάσουν στη Σεγκόβια τα νέα τού σχεδόν απίστευτου ξεσπάσματος, ο Φίλιππος Β’ έγραφε αναλυτικά στον Ρεκέσενς για την ανησυχία τού Πίου Ε’ «για τις υποθέσεις τής Φλάνδρας» (sobre las cosas de Flandes), για την ανάγκη να υπερασπιστεί την πίστη και για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την ευημερία και για τη διατήρηση των κρατών του στην Ολλανδία. Ο Φίλιππος ασχολήθηκε με σειρά από πράγματα, ειδικά με την Αίτηση (la Requête), την οποία οι Ολλανδοί ευγενείς είχαν υποβάλει στην αντιβασιλέα Μαργαρίτα τής Πάρμας στις Βρυξέλλες [στις 5 Απριλίου 1566], ζητώντας «την κατάργηση τής Ιεράς Εξέτασης σε όλα τα κράτη [τής Ολλανδίας] και τη μετριοπάθεια των διαταγμάτων που εκδόθηκαν από τον ένδοξο κύριό μου τον αυτοκράτορα [Κάρολο Ε’] και απαιτώντας γενική αμνηστία…».
Ναι, ο Φίλιππος γνώριζε ότι το κακό στη βόρεια χώρα αυξανόταν. Οι «συνωμότες» ζητούσαν και πάλι με μεγάλη επιμονή συνέλευση των Γενικών Αρχόντων. Δεν ήταν ώρα για συνάντηση των Αρχόντων. Είχε διατάξει τούς διοικητές των επαρχιών στην Ολλανδία να απαγορεύσουν και να αποτρέψουν τόσο τις συνελεύσεις (juntas) όσο και τα χωρίς τέλος κηρύγματα (prédicas) των Προτεσταντών. Η φορολογία έπρεπε να παράσχει τα κονδύλια για την πρόσληψη 3.000 ιππέων και 10.000 πεζών στρατιωτών στη Γερμανία. Ο Φίλιππος έγραφε σε διάφορα πρόσωπα στην Ολλανδία να βοηθήσουν τη Μαργαρίτα τής Πάρμας ως καλοί και πιστοί υπηρέτες που ήσαν και όφειλαν να είναι. Τα γερμανικά στρατεύματα που θα προσλαμβάνονταν επρόκειτο να τεθούν στη διάθεση τής Μαργαρίτας. Ο Φίλιππος έψαχνε για διαδρομή προς την Ολλανδία διαφορετική από τη «δυτική θάλασσα» γιατί με τον επερχόμενο χειμώνα το ταξίδι στη βόρεια χώρα θα ήταν πολύ ενοχλητικό. Αλλά θα πήγαινε σίγουρα στην Ολλανδία «για τη θεραπεία και τη διόρθωση όλων των δεινών και των έργων σε εκείνα τα μέρη» (para el remedio y reparo de todos los males y trabajos que ay en aquellas partes).
Θα επιδίωκε να διασφαλίσει τη θρησκευτική συμμόρφωση χωρίς προσφυγή στα όπλα, αν εύρισκε τη δυνατότητα να το πράξει, γιατί ο πόλεμος ίσως σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή τής Ολλανδίας. Αλλά, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, ο Φίλιππος σκόπευε να αποκαταστήσει την εξουσία του και τη θρησκεία του. «Και έτσι μπορείτε να διαβεβαιώσετε την Αγιότητά του», έγραφε στον Ρεκέσενς, «ότι πριν επιτρέψω την παραμικρή φθορά τής πίστης μας και τής υπηρεσίας τού Θεού, θα προτιμούσα να χάσω όλα τα κράτη μου και εκατό ζωές αν είχα, γιατί δεν έχω την πρόθεση, ούτε είμαι διατεθειμένος, να είμαι κύριος αιρετικών».103
Ο Φίλιππος απεύθυνε κι άλλη επιστολή στον Ρεκέσενς την ίδια μέρα (12 Αυγούστου), λίγο-πολύ σε απάντηση προς το παπικό σημείωμα (της 16ης Ιουλίου), το οποίο είχε μόλις λάβει. Ο πάπας τον είχε προτρέψει και πάλι να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση προς την Φλάνδρα. Ο Φίλιππος απαντούσε ως πολύ υπάκουος γιος τού Πίου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το μήνυμα τού πάπα ήταν αποτέλεσμα «του πολύ μεγάλου και ιερού ζήλου και τής ένθερμης διάθεσης και τού πνεύματος, με τα οποίο αντιμετωπίζει τα σχετικά με την θρησκεία και την Καθολική πίστη» (de su muy grande y sancto zelo y del ferviente animo y espíritu con que tracta lo que toca a la religión y fe cathólica). Έλεγε ότι μοιραζόταν την ανησυχία τού πάπα με κάθε τρόπο. Ήταν πλήρως ενημερωμένος για το οδυνηρό θέμα τής Φλάνδρας. Επιστρέφοντας όμως γρήγορα «στην καθυστέρηση και τη βραδύτητα που η Αγιότητά του επιθυμεί να μού καταλογίσει, επειδή δεν έχω πάει νωρίτερα στα εν λόγω κράτη [στη Φλάνδρα]», ο Φίλιππος δήλωνε ότι σοβαρά θέματα είχαν απαιτήσει την παραμονή του στα ισπανικά βασίλεια.
Σίγουρα δεν θα επιδίωκε να αποφύγει ούτε την ταλαιπωρία ούτε τον κίνδυνο, αλλά η Αγιότητά του έπρεπε να εκτιμήσει σοβαρά την απόσταση τής Φλάνδρας και την εχθρότητα των γειτονικών περιοχών, «που με τόση μελέτη και επιμέλεια ζητούν και επιδιώκουν να προωθήσουν και να επιβάλουν αυτή τη φωτιά, που υπάρχει τώρα εκεί» (que con tanto estudio y diligencia los solicitan y procuran de promover y esforzar este fuego que está ally tan encendido). Η μετάβαση τού Φιλίππου στη Φλάνδρα δεν θα είχε το αποτέλεσμα που φαινόταν να πιστεύει ο Πίος. Καθόλου. Έπρεπε να πάει με την πληρότητα τής βασιλικής εξουσίας, έπρεπε να πάει με στρατό. Καθένας έπρεπε να γνωρίζει, ότι το κόστος μιας τέτοιας αποστολής θα ήταν τεράστιο,
και ότι επίσης η Αγιότητά του πρέπει να εξετάσει τις πολλές άλλες σημαντικές υποχρεώσεις και καθήκοντα που έχω, για τη συντήρηση και προστασία των βασιλείων μου στον αδιάκοπο πόλεμο που διεξάγω κατά των απίστων [Τούρκων], για την υπεράσπιση τής Χριστιανοσύνης και των δημοσίων συμφερόντων τής Καθολικής πίστης.
Ανάμεσα στα αμέτρητα έξοδα τού Φιλίππου, όπως έπρεπε να υπενθυμίσει ο Ρεκέσενς στον πάπα, ήταν η βοήθεια που είχε δώσει στον Κάρολο Θ’ «για να ηρεμήσει τα πράγματα τής θρησκείας στο βασίλειό του» (para aquietar las cosas de la religion en su reyno), δηλαδή εναντίον των Ουγενότων. Έπρεπε επίσης, να προστατεύει τα «σύνορά» του στην Αφρική καθώς και τη μακρά ακτογραμμή τού ναπολιτάνικου βασίλειου και τής Σικελίας. Η βασιλική του κληρονομιά είχε εξαντληθεί, οι υπήκοοί του είχαν εξαθλιωθεί. Χρειαζόταν περισσότερα χρήματα, περισσότερες «χάρες» (gracias) από τον πάπα και την Αγία Έδρα, γιατί η υπόθεση για την οποία εργαζόταν και την οποία υπερασπιζόταν ήταν «υπόθεση τού Θεού και τής τιμής του και τής Αγίας πίστης και θρησκείας» (esta causa de Dios y de su honor y de su sancta fe y religión).104
Όταν έφτασε στην ισπανική αυλή στις 10 Αυγούστου (1566) η είδηση της ολλανδικής εξέγερσης που είχε ξεσπάσει, ήταν πάρα πολύ εμφανές, ότι ο Φίλιππος Β’ θα χρειαζόταν στρατό για να στηρίξει την εξουσία του στην Φλάνδρα. Δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τη Γαλλία, τουλάχιστον όχι με στρατό. Επίσης οι Γάλλοι ήσαν εξοργισμένοι από τη σφαγή στη Φλόριντα και (όπως έχουμε μόλις παρατηρήσει σε σημείωση) ο Φίλιππος φοβόταν το ενδεχόμενο τής δολοφονίας από κάποιους Ουγενότους. Όμως στις 18 Αυγούστου ο κύριος ντε Φουρκεβώ έγραφε στον Κάρολο Θ’, ότι ο Φίλιππος προσλάμβανε τρεις χιλιάδες ιππείς και οκτώ χιλιάδες πεζούς στρατιώτες στη Γερμανία. Αν ο Φίλιππος είχε πρόβλημα φτάνοντας στην Ολλανδία, προφανώς τα στρατεύματά του δεν θα είχαν, γιατί ο Φουρκεβώ καταλάβαινε, ότι ο βασιλιάς μετακινούσε πέντε ή έξι χιλιάδες Ισπανούς και επτά ή οκτώ χιλιάδες Ιταλούς από τη Νάπολη και τη Σικελία προς τις επαναστατημένες επαρχίες.
Θα έπαιρνε κάποιο χρόνο, γιατί ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο έπρεπε να τούς μεταφέρει στη Λα Σπέτσια και στη Γένουα. Στη συνέχεια θα περνούσαν από το δουκάτο τού Μιλάνου και από το Πεδεμόντιο και θα κατευθύνονταν στην Φρανς-Κοντέ μέσω τής Βάλλε ντ’ Αόστα. Αυτό θα τούς έφερνε κοντά στη Γενεύη. Έπρεπε να παραμένουν σε επιφυλακή, γιατί μια τέτοια εγγύτητα θα τρόμαζε τούς Ελβετούς. Σε κάθε περίπτωση,
Θα πω, πιστεύοντας ότι θα μού συγχωρηθεί, ότι η μεγαλειότητά σας έπρεπε να θεωρεί πλεονέκτημα και να κάνει χρήση τού γεγονότος, ότι ο Μεγάλος Άρχοντας των Τούρκων επιμένει πεισματικά στην ουγγρική αποστολή του, γιατί διαφορετικά ο γερμανικός όχλος (τώρα στο ανατολικό μέτωπο) είναι αυτός που πρέπει κυρίως να φοβόμαστε. Αν ηρεμήσουν τα πράγματα εκεί, θα επιστρέψουν στο βασίλειό σας, έχοντας μάθει τούς δρόμους και τούς παραδρόμους για να φτάσουν εκεί και έχοντας δοκιμάσει τις απολαύσεις τής λεηλασίας των υπηκόων σας.105
Θα χρειάζονταν πολλά χρήματα καθώς και χρόνος για τη μεταφορά χιλιάδων στρατιωτών από τη Νάπολη και τη Σικελία στην Ολλανδία. Ενώ ο Πιαλή πασάς δραστηριοποιούνταν στην Αδριατική, οι Αλγερινοί παρενοχλούσαν την ισπανική ναυτιλία στη δυτική Μεσόγειο.106 Άσχημα νέα έφταναν στην ισπανική αυλή στο δασωμένο Πάρκο τής Σεγκόβια τόσο από την ακτή τού Αμπρούτζο όσο και από την Φλάνδρα, περίπου ταυτόχρονα.107 Ο Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, ο δούκας τής Άλβα, λεγόταν στις 21 Σεπτεμβρίου (1566) ότι ήταν στενοχωρημένος σε σημείο απόγνωσης «από την καθυστέρηση και τη χρονοτριβή τού Καθολικού βασιλιά, χωρίς να θεραπεύει τις αναταραχές στη Φλάνδρα» (pour la dilation et longueur dont le Roy Catholique uze sans remédier aux désordres de Flandres),108 αλλά κατά την ημερομηνία αυτή ο Πιαλή βρισκόταν ακόμη στην Αυλώνα στην Αδριατική. Όμως ήταν ο ίδιος ο Άλβα εκείνος που εξηγούσε στον Φουρκεβώ (στις 3 Δεκεμβρίου), ότι
οι επιθέσεις που είχε κάνει ο Τούρκος κατά τής Χριστιανοσύνης εκείνο και τον προηγούμενο χρόνο, καθώς και ορισμένοι άλλοι λόγοι, έχουν εμποδίσει τον Καθολικό βασιλιά από το να βρεθεί σε θέση να σταματήσει τις υπερβολές ορισμένων από τούς υπηκόους του στην Ολλανδία.109
Αν και οι Ενετοί ακολουθούσαν ακόμη τον δικό τους τρόπο, οι υποθέσεις τής Τουρκίας και των Ολλανδιών, τής Αυστρίας-Ουγγαρίας και τής Ισπανίας, γίνονταν άρρηκτα συνυφασμένες. Οι σχέσεις τής Αγίας Έδρας με την Ισπανία ήσαν οι πιο στενές, αλλά η παρατεταμένη κατηγορία για αίρεση κατά τού Μπαρτολομέ Καρράντσα ντε Μιράντα, τού αρχιεπίσκοπου τού Τολέδο, αποτελούσε πηγή τριβής. Ο Καρράντσα είχε συλληφθεί το 1558. Το 1564 προσέφυγε στον Πίο Δ’ για δίκη στη Ρώμη. Η περίπτωσή του προβάλλει ιδιαίτερα στη διπλωματική αλληλογραφία τού 1566. Ο Πίος Ε’ είχε επιμείνει να σταλεί ο Καρράντσα στη Ρώμη για δίκη και τελικά προς το τέλος τού έτους ο Φίλιππος υποχώρησε. Στις 23 Νοεμβρίου (1566) ο Καστάνια μπορούσε να γράφει στον καρδινάλιο Μπονέλλι, ότι την 1η Δεκεμβρίου ο Καρράντσα επρόκειτο να απελευθερωθεί από τη φυλακή, «όπου έχει βρεθεί για τόσα πολλά χρόνια». Θα στελνόταν υπό φρούρηση (και με δύο ιεροεξεταστές) στην Καρθαγένη, για να ξεκινήσει για τη Ρώμη, όταν ο καιρός θα γινόταν κατάλληλος για ναυσιπλοΐα. Η υπόθεση Καρράντσα επρόκειτο να διευθετηθεί. Ο Πίος όμως ήταν επίσης ενοχλημένος από την άρνηση τού Φιλίππου —και των αντιβασιλέων Σικελίας και Νάπολης—, να επιτρέψει τη δημοσίευση τής βούλλας «Στον Μυστικό Δείπνο τού Κυρίου» (In coena Domini), με τούς ισχυρισμούς της για παπική εξουσία, στα διάφορα εδάφη τού Φιλίππου, χωρίς την «άδεια εκτέλεσης» (exsequatur), χωρίς δηλαδή την άδεια τού βασιλιά. Μάλιστα χωρίς την «άδεια εκτέλεσης» (exsequatur) όλες οι βούλλες υπόκεινταν σε παρακράτηση (retención) και η κοσμική εξουσία επικρατούσε σε όλες τις περιπτώσεις, όταν γινόταν προσφυγή σε εκκλησιαστικές αποφάσεις.110
Παρά τα προβλήματα αρχής και δικαιοδοσίας, τα οποία ενέπλεκαν την Αγία Έδρα σε διαφορές με κάθε σχεδόν κράτος στην Ευρώπη, ο Πίος Ε’ αναγνώριζε την ανάγκη να αποφευχθεί η σύγκρουση. Απελπισμένος όπως ήταν από την εξάπλωση αιρέσεων στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ανατολική Ευρώπη, είχε εξίσου στο μυαλό του τούς Τούρκους. Στις 14 Νοεμβρίου (1566) ο καρδινάλιος-ανηψιός τού Πίου και υπουργός εξωτερικών, ο Μικέλε Μπονέλλι, έγραφε στον Τζιανμπαττίστα Καστάνια στη Μαδρίτη, ότι ο πάπας έβλεπε μια συμμαχία των χριστιανών ηγεμόνων ως το μόνο μέσο σωτηρίας τής Ευρώπης από την καταστροφή. Ο Καστάνια έπρεπε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να πείσει τον Φίλιππο Β’ «να ενωθεί με τον αυτοκράτορα [Μαξιμιλιανό Β’] και με τη Γαλλία για την υπεράσπιση ολόκληρης τής Χριστιανοσύνης και προπαντός των δικών τους κρατών». Αν δεν επιτυγχανόταν τέτοια ένωση, «τόσο άγια και απαραίτητη αυτή την εποχή» (così santa et necessaria a questi tempi), η Αγιότητά του προέβλεπε την «προφανή καταστροφή τής Γερμανίας και τής Ιταλίας και στη συνέχεια κομμάτι-κομμάτι όλων των υπόλοιπων». Είχαν φτάσει αναφορές στη Ρώμη, ότι ο νέος τύραννος στην Ισταμπούλ, ο Σελήμ Β’, σχεδίαζε επίθεση κατά τής Βιέννης την άνοιξη τού 1567.111
Την ίδια μέρα ο Ρεκέσενς συνέταξε επιστολή προς τον Φίλιππο Β’ για τούς δύο ολέθρους τής παπικής ύπαρξης, τούς αιρετικούς και τούς Τούρκους. Η εκστρατεία τού Σουλεϊμάν στην Ουγγαρία ήταν φοβερή επιχείρηση. Ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε πείσει τον πάπα, ότι έπρεπε να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει ένωση των χριστιανών ηγεμόνων κατά των Τούρκων και ότι έπρεπε την ίδια στιγμή να επιβάλει σε κάθε ηγεμόνα να ξεριζώσει όλες τις αιρέσεις στο βασίλειό του. Ο Πίος είχε τότε ορίσει επιτροπή από πέντε καρδιναλίους, τούς Μορόνε, Φαρνέζε, Γκρανβέλ, ντα Μούλα και Κομμεντόνε, για να αναλάβουν τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις. Όμως οι Γκρανβέλ και Ρεκέσενς είχαν συζητήσει το θέμα εκτεταμένα και έβλεπαν μικρή πιθανότητα είτε για ρήξη των Γάλλων με τον Τούρκο ή για ένωσή τους με την Αγία Έδρα κατά των Ουγενότων. Μάλιστα υπήρχαν πάρα πολλοί Ουγενότοι στο βασιλικό Συμβούλιο και στην κυβέρνηση τής Γαλλίας και δεν μπορούσε κανείς να προσδοκά πολλά από την Αικατερίνη των Μεδίκων.112 Στη Μαδρίτη στα μέσα Δεκεμβρίου ο Καστάνια συζήτησε με τον Φίλιππο Β’ την επείγουσα έκκληση τού πάπα, να αφυπνιστούν οι χριστιανοί ηγεμόνες από τον επικίνδυνο λήθαργό τους και να διαμορφώσουν ένωση «εναντίον αυτού τού κοινού εχθρού, τού Τούρκου» (contra questo comune inimico il Turco). Η δύναμη τού σουλτάνου ήταν τόσο μεγάλη, «που κανένας δεν μπορεί μόνος του να τής αντισταθεί». Μια συμμαχία των ηγεμόνων θα αποτελούσε όχι μόνο άμυνα για τις αναρίθμητες φτωχές ψυχές τής Χριστιανοσύνης που απειλούνταν από τούς Τούρκους, «η οποία από μόνη της έπρεπε να είναι αρκετή για να τούς απωθήσει», αλλά θα συνιστούσε επίσης την καλύτερη άμυνα για τα δικά τους κράτη. Ως συνήθως ο Φίλιππος άκουγε ευγενικά. Ως συνήθως δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση. Ήταν εντυπωσιασμένος από τον «ιερό ζήλο» τού πάπα, αλλά η προτεινόμενη ένωση ήταν θέμα τόσο μεγάλης σημασίας, που έπρεπε ασφαλώς να το εξετάσει προσεκτικά. Θα απαντούσε αργότερα.113
Πράγματι, η απάντηση ήρθε με εκπληκτική ταχύτητα μια περίπου βδομάδα αργότερα. Εκπρόσωπος τού βασιλιά ήταν ο δούκας τής Άλβα:
Ο εν λόγω δούκας δήλωνε εν ολίγοις, ότι η μεγαλειότητά του επαινούσε ιδιαίτερα τον ιερό ζήλο και την αξιέπαινη επιθυμία [να βοηθήσει], που δείχνει η Αγιότητά του προς την χριστιανική κοινοπολιτεία και τούς ηγεμόνες της. Δίνει επίσης την έγκρισή του στο σχέδιο για συμμαχία και ένωση, αλλά ακριβώς όπως το να κάνουν αυτό το βήμα θα ήταν καλό πράγμα και αξιέπαινο, όταν έβλεπε κανείς ότι έτσι μπορούσε με καλό αποτέλεσμα να πετύχει άμυνα εναντίον τού εχθρού, έτσι κατά τη γνώμη τής μεγαλειότητάς του το να γίνει αυτό το βήμα σε λάθος χρόνο και εκτός εποχής θα ήταν επιζήμιο και κατακριτέο. Προς το παρόν η μεγαλειότητά του θεωρεί, ότι οποιαδήποτε τέτοια διαπραγμάτευση για συμμαχία όχι μόνο δεν θα ήταν χρήσιμη, αλλά θα ήταν πολύ επικίνδυνη και επιζήμια. Δεν θα ήταν χρήσιμη, επειδή τέτοια εγχειρήματα έπρεπε [μόνο] να αναλαμβάνονται, όταν οι ηγεμόνες είχαν τις δυνάμεις τους άθικτες, ασφαλείς και με αυτοπεποίθηση. Τώρα αυτές οι δυνάμεις ήσαν αδύνατες, διαιρεμένες και καχύποπτες.
Ο Φίλιππος Β’, όπως παρατηρούσε ο Άλβα, είχε ενώπιόν του επείγουσα «επιχείρηση» στη Φλάνδρα, «όπου βρίσκεται μέρος των δυνάμεών του». Τώρα, για να μην τις χάσει εντελώς, έπρεπε να χρησιμοποιήσει το άλλο μέρος των δυνάμεών του εναντίον τους, δηλαδή τα συντάγματα Λομβαρδίας, Νάπολης και Σικελίας έπρεπε να σταλούν εναντίον των ανυπότακτων Ολλανδών. Όσο για τον Κάρολο Θ’, ο Άλβα έλεγε ότι το βασίλειό του ήταν τόσο διχασμένο και διεφθαρμένο, που δεν μπορούσε να φιλοδοξεί να βοηθήσει άλλους πριν καταφέρει να βοηθήσει τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να σκέφτεται να υπερασπιστεί το σπίτι άλλου, όσο δεν ήταν κύριος τού δικού του σπιτιού.
Οι τουρκικές επιθέσεις από το εξωτερικό ήσαν λιγότερο επικίνδυνες από το εσωτερικό κακό (male intestine) των αιρετικών και των στασιαστών. Ο Φίλιππος Β’ θα ήταν πάντοτε έτοιμος, όπως διαβεβαίωνε ο Άλβα τον Καστάνια, να ενωθεί με άλλους Χριστιανούς ηγεμόνες για το κοινό καλό, όταν εκείνοι θα είχαν πετύχει σταθερότητα στις δικές τους επικράτειες και όταν αυτός θα είχε μεριμνήσει για το φλαμανδικό πρόβλημά του. Ο Άλβα είπε «αυτά και πολλά άλλα σπουδαία λόγια». Επιπλέον ο Άλβα προειδοποίησε τον Καστάνια (και μέσω αυτού την Αγία Έδρα), όπως έγραφε ο νούντσιος στον καρδινάλιο-ανηψιό, ότι
πρέπει κανείς να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά τής Φλάνδρας όπως έγινε στη Γερμανία, δηλαδή με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη φαίνεται ότι ξεκινάμε εκστρατεία λόγω τής θρησκείας, αλλά για το κράτος, όχι εναντίον αιρετικών, αλλά εναντίον στασιαστών, γιατί νομίζει ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να αφαιρέσει από τούς Γερμανούς, τούς Άγγλους και άλλους την ευκαιρία να αναλάβουν δράση με το πρόσχημα τής υπεράσπισης τής πίστης τους.114
Ο Φίλιππος Β’ και ο δούκας τής Άλβα είχαν απόλυτο δίκιο. Δεν υπήρχε λόγος να γίνει αντι-τουρκική συμμαχία με τον Μαξιμιλιανό Β’, ο οποίος μετά βίας μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του. Όσο για τον Κάρολο Θ’, δεν μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του, ενώ αν και επισφαλής, η γαλλο-τουρκική συνεννόηση εξακολουθούσε να υπάρχει. Ο Άλβα δεν είχε αναφέρει τη Βενετία, που αποτελούσε ακόμη τη μεγάλη ναυτική δύναμη στην Ευρώπη. Πάντοτε καχύποπτη με τούς Αψβούργους και σε αντίθεση με τον Πίο Ε’ για την Ιερά Εξέταση, η Σινιορία θα συνέχιζε να παίζει πασιέντζα. Στις 27 Δεκεμβρίου (1566) ο Ρεκέσενς έγραφε στον Φίλιππο από τη Ρώμη, ότι
μέσω Βενετίας έχουμε μάθει εδώ, ότι ο Γάλλος πρεσβευτής στον Τούρκο κατάφερε τώρα να επιβεβαιωθεί από τον γιο [Σελήμ Β’] η υπόσχεση τού πατέρα [Σουλεϊμάν], ότι την ερχόμενη χρονιά θα στείλει αρμάδα στην Κορσική και [ότι] αν την καταλάβει, θα τη διαθέσει όπως θέλουν οι Γάλλοι.115
Δεν χρειάζεται να πάρει κανείς σοβαρά αυτή την αναφορά, αλλά απλώς να υποθέσει, ότι αν οι Τούρκοι έκαναν επίθεση στην Κορσική (όπως τούς προέτρεπε ο Σαμπιέτρο Κόρσο), άραγε μπορούσε κανείς να φανταστεί τούς Ενετούς να χρησιμοποιούν τις γαλέρες τους, για να βοηθήσουν στην αποτροπή τουρκικής επίθεσης εναντίον τής Κορσικής, την οποία διεκδικούσε η Γένουα, εξάρτηση τής Ισπανίας;116 Είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο δεν εξεταζόταν σοβαρά η ενετική συμμετοχή σε αντι-τουρκική συμμαχία. Αν ο Πιαλή πασάς είχε επιτεθεί σε ενετικά οχυρά κατά μήκος τής δαλματικής ακτής το καλοκαίρι τού 1566, ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο δεν θα είχε κουνήσει ούτε γαλέρα για να βοηθήσει στην υπεράσπισή τους. Θα χρειαζόταν προσπάθεια για να γίνουν η Βενετία και η Ισπανία σύμμαχοι κατά των Τούρκων, αλλά στην πραγματικότητα θα γίνονταν.
Οι Τούρκοι ήσαν όμως πάντοτε ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα για τον Φίλιππο Β’ στην προσπάθειά του είτε για την ασφάλεια τής ισπανικής ναυτιλίας στη Μεσόγειο ή για τη διατήρηση τής βασιλικής εξουσίας στην Φλάνδρα. Έτσι στις 18 Δεκεμβρίου 1566 η αδελφή του, η Μαργαρίτα τής Πάρμας, η κυβερνήτης τής Ολλανδίας, έγραφε στον Φίλιππο, ότι ο κόμης Λουδοβίκος τού Νασσάου (ένας μικρότερος αδελφός τού Γουλιέλμου τής Οράγγης) είχε στείλει στη Γερμανία για να καλέσει κάποιους Λουθηρανούς ιεροκήρυκες στην Αμβέρσα. Παρά τις προσπάθειες τής Μαργαρίτας να αποτρέψει τον ερχομό τους, τέσσερις τέτοιοι ιεροκήρυκες είχαν εισέλθει στην Ολλανδία, αλλά, αν ήταν αλήθεια, υπήρχαν χειρότερα νέα από αυτό. Είτε γεγονός ή φήμη, είχε λεχθεί ότι οι αντι-Αψβούργοι σύμμαχοι και η λουθηρανική και άλλες αιρέσεις επρόκειτο να απαιτήσουν από τον αυτοκράτορα, κατά την προσεχή δίαιτα τού Άουγκσμπουργκ, να μεσολαβήσει στον Φίλιππο για να μην εισέλθει στις Κάτω Χώρες με στρατό. Αν αποτύγχαναν να πείσουν τον αυτοκράτορα, θα επιδίωκαν να πείσουν τούς Γερμανούς εκλέκτορες να τού αρνηθούν κάθε βοήθεια εναντίον των Τούρκων, «υπό το πρόσχημα ότι έπρεπε να προφυλάσσουν τα εδάφη και τις περιουσίες τους από τα στρατεύματα τού βασιλιά». Η Μαργαρίτα δεν πίστευε αυτήν και άλλες φήμες, αλλά η αναταραχή ετοιμαζόταν με ανησυχητικό ρυθμό να ξεσπάσει στη βόρεια χώρα.117
Σίγουρα η εξέγερση στην Ολλανδία είχε καταστεί το κύριο πρόβλημα τού Φιλίππου Β’ και παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος τής Βασιλείας του. Ήταν, όπως είχε πει ο Άλβα στον Καστάνια, «εσωτερικό κακό» (male intestino). Όσο για την τουρκική απειλή, ο Άλβα είχε δηλώσει, ότι ήταν «όχι μεγάλης σημασίας» (non peró di molta importantia). Οι Φλαμανδοί στη Μαδρίτη συμβούλευαν τον βασιλιά να μη στείλει στρατό στην Φλάνδρα, «για να αποφευχθεί ο αφανισμός των δικών του εδαφών και πόλεων». Δεδομένου όμως ότι είχε καταστεί σαφές, ότι ο Φίλιππος ήταν αποφασισμένος να στείλει τον Άλβα με ένοπλη δύναμη στις στασιάζουσες Κάτω Χώρες πριν πάει ο ίδιος προς βορρά, οι Φλαμανδοί προέτρεπαν τον Φίλιππο να στείλει πρώτα στην Φλάνδρα τον αντίπαλο και ανταγωνιστή τού Άλβα, τον Ρούι Γκόμεζ, «που είναι πολύ αγαπητός και τον εμπιστεύονται πολύ ο κόμης τού Έγκμοντ, ο ηγεμόνας τής Οράγγης και άλλοι».
Ο Γκόμεζ, έλπιζαν, μπορούσε να κατευνάσει τούς πεδινούς ηγεμόνες, να βάλει πιστούς άνδρες σε σημαντικές θέσεις και να αναλάβει την κατοχή των λιμανιών, έτσι ώστε ο βασιλιάς να μπορέσει να κατευθυνθεί εύκολα στην Φλάνδρα μέσω τής «θάλασσας τού ωκεανού» και να αποβιβαστεί όπου επέλεγε. Πολλά μέλη τού Συμβουλίου τού βασιλιά, όπως ενημέρωνε ο Καστάνια τον καρδινάλιο Μπονέλλι, συμφωνούσαν με αυτή τη συμβουλή, αλλά από τα μέσα Δεκεμβρίου (1566) προφανώς καμία απόφαση δεν είχε επιτευχθεί. Σε κάθε περίπτωση ο Άλβα θα πήγαινε στην Ιταλία «για να ετοιμάσει τον στρατό». Υπό αυτές τις συνθήκες οι υπέρμαχοι ειρηνικής λύσης τού φλαμανδικού προβλήματος έκαναν χρήση τής προγενέστερης έκκλησης τού Πίου Ε’ προς τον Φίλιππο, να πάει ο ίδιος στην Ολλανδία «με συμπόνια και όχι με φωτιά και σπαθί», γιατί έτσι θα μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα και να μην τα επιδεινώσει.118
Θα ήταν πιο εύκολο να επιδεινώσει τα πράγματα παρά να τα διορθώσει. Η Ολλανδία είχε σε γενικές γραμμές διοικηθεί αρκετά καλά από τη διαδοχή τριών γυναικών, τής θείας τού Καρόλου Ε’ Μαργαρίτας τής Αυστρίας (πέθανε το 1530), τής αδελφής του Μαρίας τής Ουγγαρίας και τής κόρης του Μαργαρίτας τής Αυστρίας-Πάρμας. Η εξουσία τής τελευταίας πλησίαζε γρήγορα προς το τέλος της. Οι Κάτω Χώρες ήσαν γεμάτες ανησυχία και αγανάκτηση. Πρώτα απ’ όλα οι Ολλανδοί μισούσαν τούς Ισπανούς και δεν μπορούσαν να ανεχτούν την αλαζονική παρουσία των Ισπανών στρατιωτών. Είχαν επίσης αντιταχθεί έντονα στην υποδιαίρεση των τριών παλαιών ολλανδικών αρχιεπισκοπών τού Τουρναί, τού Αρράς και τής Ουτρέχτης σε τρεις νέες αρχιεπισκοπές και δεκαπέντε επισκοπικές έδρες. Η νέα εκκλησιαστική δομή θα κόστιζε πολύ περισσότερο. Φαινόταν επίσης ως μέσο για την εξάλειψη των διαδεδομένων στην Ολλανδία αιρέσεων και πιθανώς για την εισαγωγή τής ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.119 Η συμπόνια δεν ήταν πιθανό να εξαλείψει την αίρεση. Ο Φίλιππος θα προσπαθούσε «δια πυρός και σιδήρου».
Ο δούκας τής Άλβα έπρεπε πράγματι να πάει στην Ιταλία, όπως έλεγε ο Καστάνια, «για να ετοιμάσει τον στρατό» (preparando lo exercito), γιατί (σύμφωνα με τον Φουρκεβώ) ο Φίλιππος Β’ επιστράτευε δέκα χιλιάδες πεζούς στην Ισπανία «κάτω από τριάντα σημαίες». Τώρα έπρεπε να ξεκινήσουν με πλοία για τη Λομβαρδία, τη Νάπολη, τη Σαρδηνία και τη Σικελία, για να επανδρώσουν τις φρουρές, από τις οποίες η μεγαλειότητά του σχεδίαζε να πάρει τον ίδιο αριθμό «παλαιών Ισπανών στρατιωτών» (vieulx soldatz Espaignolz) για να τούς στείλει στην Φλάνδρα.120 Όμως η πρόσληψη στρατευμάτων, η αγορά προμηθειών και η συγκέντρωση γαλερών εύκολα θα προκαλούσε την υποψία, ότι τέτοιες προετοιμασίες προορίζονταν για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που ανακοινωνόταν.
Ο δούκας τής Άλβα, αυτός «ο ειδικός τής προσποίησης και τής απόκρυψης», είχε μιλήσει τόσο συχνά για την επερχόμενη εκστρατεία στην Φλάνδρα, η οποία λεγόταν ότι ήταν ο λόγος για τον οποίο ετοιμαζόταν ισχυρός στόλος, που στο μυαλό τού Φουρκεβώ δημιουργούνταν αμφιβολίες. Οι πρεσβευτές πληρώνονταν για να είναι δύσπιστοι, αλλά τότε τι ήταν όλος αυτός ο ισπανικός ναυτικός εξοπλισμός; Προσθέτοντας τις νέες γαλέρες, που είχαν κατασκευαστεί στη Βαρκελώνη, σε εκείνες τής Μάλτας, τής Αγίας Έδρας, τής Φλωρεντίας, τής Γένουας και τής Σαβοΐας, ο Φίλιππος Β’ είχε υπό τις διαταγές του 130 ή περισσότερες γαλέρες, χωρίς να συνυπολογίζονται τα πλοία μεταφοράς για τη μεταφορά ιππικού και πεζικού, πυρομαχικών και τροφίμων. Αποθέματα προμηθειών είχαν συσσωρευτεί σε διάφορα λιμάνια όλο τον χρόνο. Και ποιος ήταν άραγε στην πραγματικότητα ο ισπανικός στόχος; «Πιστεύω Μεγαλειότατε», έγραφε ο Φουρκεβώ, «ότι είναι το Αλγέρι, αλλά η επιχείρηση διεξάγεται με μεγάλη μυστικότητα». Σε κάθε περίπτωση ο Κάρολος Θ’ θα ήταν καλό να εξασφαλίσει, ότι οι ακτές τής Προβηγκίας και τού Λανγκντόκ φρουρούνταν καλά, «παρά το γεγονός, ότι μού φαίνεται απίστευτο και αδύνατο, ότι ο εν λόγω άρχοντας βασιλιάς [Φίλιππος], ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του ως τόσο πολύ φίλο σας, θα σκεφτόταν ποτέ να εισβάλει σε έδαφος που ανήκει σε εσάς, Κύριε». Σίγουρα όμως έπρεπε να εξασφαλίζεται, ότι το λιμάνι τής Μασσαλίας θα ήταν εφοδιασμένο με επαρκή αριθμό γαλερών.121 Για κάθε περίπτωση.
Ο κύριος ντε Φουρκεβώ ήταν αδικαιολόγητα καχύποπτος. Οι προετοιμασίες που έκαναν ο Φίλιππος Β’ και ο Άλβα στρέφονταν εναντίον τής Φλάνδρας. Με διαπιστευτήρια επιστολή, γραμμένη στη βασιλική έπαυλη στο Αράνχουεζ (στην αριστερή όχθη τού ποταμού Τάγου) στις 15 Απριλίου 1567, ο Φίλιππος διόριζε τον Άλβα γενικό του διοικητή «στη βελγική επαρχία» (ad provinciam Belgicam), δίνοντάς του εντολή να καταστείλει την ταραχή, τα σκάνδαλα, τις συνωμοσίες και την εξέγερση στις Κάτω Χώρες. Ο Άλβα έπρεπε να συλλαμβάνει, να φυλακίζει και να τιμωρεί «με τις δέουσες και νόμιμες ποινές» (debitis ac legitimis poenis) όλους όσοι ήσαν ένοχοι αυτής τής προδοσίας, συμπεριλαμβανομένων των Ιπποτών τού Χρυσόμαλλου Δέρατος, παρά τα προνόμια και τις απαλλαγές που συνόδευαν το Τάγμα τους.122
Έχοντας διεκπεραιώσει διάφορες δραστηριότητες, ο Άλβα έσπευσε στην Καρθαγένη, όπου έφτασε στις 25 Απριλίου. Επιβίβασε γρήγορα όλα τα στρατεύματα και όλα τα τρόφιμα που βρήκε εκεί. Ήταν απογοητευμένος που δεν είχε φτάσει από τη Σεβίλλη το αναμενόμενο ποσό 100.000 δουκάτων. Στις 21 τού μηνός έγραψε στον Φίλιππο Β’ και στον γραμματέα του, τον Φρανσίσκο ντε Εράζο. Για μη να χάσει καθόλου χρόνο σχεδίαζε να αποπλεύσει εκείνη τη νύχτα. Οι περισσότερες γαλέρες ήσαν έτοιμες. Θα άφηνε δώδεκα από αυτές πίσω για να περιμένουν τα χρήματα και να τού τα φέρουν αργότερα. Τα χρήματα θα ήσαν ασφαλή, όπως και οι γαλέρες, «τόσο γεμάτες με στρατιώτες». Ενοχλημένος από τις επακριβείς, εκτενείς λεπτομέρειες των εντολών που είχε, ο Άλβα έγραψε στον Φίλιππο άλλες δύο επιστολές από την Καρθαγένη στις 27 Απριλίου, όπου καθυστέρησε μια μέρα, επειδή τα 100.000 δουκάτα είχαν μόλις έλθει. Είχαν φορτωθεί στις γαλέρες «και σε τρεις ή τέσσερις ώρες με τη βοήθεια τού Θεού θα είμαστε στον δρόμο μας».123
Ο Άλβα ήταν από τούς μεγάλους στρατιώτες τού αιώνα, ανεμπόδιστος από συνείδηση ή συμπόνια. Πολύ σύντομα η Μαργαρίτα τής Πάρμας θα προειδοποιούσε τον Φίλιππο Β’ για τις καταστροφικές συνέπειες που ήταν πιθανό να συνοδεύσουν τον διορισμό τού Άλβα στην Ολλανδία. Ήταν τόσο απεχθής, έλεγε, ώστε να κάνει ολόκληρο το ισπανικό έθνος μισητό.124 Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Άλβα κινιόταν, κινιόταν γρήγορα. Παρά μια καταιγίδα και επίθεση ποδάγρας στο ένα πόδι —γιατί άραγε κάθε αρσενικός έπασχε τότε από ποδάγρα;— στις 4 Μαΐου ο Άλβα είχε φτάσει στο Ματαρό, ακριβώς βορειοανατολικά τής Βαρκελώνης. Οι ισπανικές γαλέρες κινήθηκαν στη συνέχεια προς τα πάνω παράλληλα με την ακτή μέχρι το Παλαμός και στις 6 τού μηνός ο Άλβα έγραφε στον Φίλιππο Β’ από το Κάμπο ντε Κρέουζ. Αποβιβάστηκε στη Σαβόνα στις 17 τού μηνός και έγραφε στον Φίλιππο από τη Γένουα στις 24 Μαΐου.125 Από τη Γένουα, όπου η ψυχαγωγία δεν έκανε καλό στην ποδάγρα του, ο Άλβα έσπευσε προς βορρά στην Αλεσσάντρια και από εκεί προς Άστι. Μπαίνοντας στο Άστι στις 6 Ιουνίου, περίμενε εκεί τρεις ή τέσσερις ημέρες για την άφιξη δύο τουλάχιστον σωμάτων στρατιωτών. Η προέλασή του επιβραδυνόταν από την ασθένεια, από πυρετό τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να αφήσει το κρεβάτι του και να καθίσει σε καρέκλα, «ενώ ο γιατρός μου διαμαρτυρόταν φωνάζοντας, ότι αν σηκωνόμουν και πάλι θα έβαζα σε κίνδυνο τη ζωή μου». Παρέμεινε ήσυχος για οκτώ μέρες. Ο πυρετός τον άφησε στις 13 Ιουνίου και στις 17 τού μηνός έφυγε για το Τορίνο.
Τώρα συναντούσε τον δούκα τής Σαβοΐας, τον Εμμανουέλ Φιλμπέρ, με τον οποίο πέρασε μια ώρα. Ο δούκας έκανε στον Άλβα «μεγάλες προσφορές στην υπηρεσία τής μεγαλειότητάς σας» (grandes ofrecimientos en el servicio de vuestra Majestad) και δήλωσε απολύτως πρόθυμος να πάει μαζί του μέσω τής Σαβοΐας, ακόμη και σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Φλάνδρα. Στις 19 Ιουνίου ο Άλβα βρισκόταν στο Ρίβολι, μόλις βορειοδυτικά τού Τορίνο, και αμέσως μετά στη Νοβαλέζα, βόρεια τής Σούσα. Στη Νοβαλέζα περίμενε την άφιξη τού κύριου σώματος τού στρατού του, τον οποίο είχε βάλει να πορευτεί σε τρία τμήματα, για να διευκολύνει τη διάθεση καταλυμάτων και για να αποφύγει μερικούς από τούς κινδύνους τής πολύ μεγάλης συγκέντρωσης στρατιωτών. Καθώς συνεχιζόταν η πορεία προς Φλάνδρα, ο Άλβα ανέλαβε τη διοίκηση τής εμπροσθοφυλακής, ο ηγούμενος Δον Ερνάνδο εκείνη τής κύριας δύναμης και ο Κιαππίνο Βιτέλλι, τον οποίο έχουμε δει στη Μάλτα, τη διοίκηση τής οπισθοφυλακής.
Ένας εκπρόσωπος των «τεσσάρων Καθολικών καντονιών» τής Ελβετίας είχε ήδη διαβεβαιώσει τον Άλβα για την καλή τους θέληση και την επιθυμία τους να υπηρετήσουν τον Ισπανό κύριό του. Ο Άλβα είχε τώρα πια πάρει «πολλές και διαφορετικές αναφορές», ότι οι Γάλλοι στρατολογούσαν 6.000 Ελβετούς μισθοφόρους. Ετοίμαζαν τις ομάδες να πάρουν τον δρόμο προς το Ντωφίν (για να προστατεύσουν τα γαλλικά σύνορα), αλλά ο Άλβα ήταν βέβαιος, ότι δεν είχαν προσληφθεί για να τα βάλουν μαζί του. Σε κάθε περίπτωση ο Άλβα αποφάσισε επίσης να στρατολογήσει 6.000 Ελβετούς στα Καθολικά καντόνια. Γράφοντας στον Φίλιππο Β’ στις 28 Ιουνίου (1567) ο Άλβα ζητούσε από τη μεγαλειότητά του να στείλει στη Φλάνδρα με τα πρώτο πλοία που θα έφευγαν από τον Βισκαϊκό Κόλπο 4.000 περίπου λογχοφόρους, επειδή το πεζικό του είχε λίγους, αν και φαινόταν να πιστεύει ότι είχε αρκετά αρκεβούζια.126
Παρά το γεγονός ότι ο Πίος Ε’ δεν ήταν πρόθυμος (στα τέλη Νοεμβρίου 1566), έχοντας παραχωρήσει την πενταετή επιδότηση (quinquenio), να χορηγήσει στον Φίλιππο και τον σταυροφορικό φόρο (Cruzada) και ορισμένες άλλες «χάρες» που είχε ζητήσει,127 τελικά υπέκυψε στην ισπανική πίεση και στις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις τού Φιλίππου, ότι θα πήγαινε στη Φλάνδρα μετά την άφιξη τού Άλβα εκεί. Στις 15 Ιουλίου 1567 ο Πίος χορήγησε στον Φίλιππο την επιδότηση που είναι γνωστή ως «συγχωρημένη» (excusado), φόρο δεκάτης σε κάθε τρίτο νοικοκυριό (una domus post duas) σε κάθε ενορία στα βασίλεια των Ισπανιών και των παρακειμένων νησιών. Αυτή η εκτροπή προς τον βασιλιά τού ενός τρίτου τού γενικού φόρου δεκάτης, που επρόκειτο να αρχίσει την 1η Ιανουαρίου 1568 και επρόκειτο να διαρκέσει για πέντε χρόνια, ήταν άλλο είδος πενταετούς επιδότησης (quinquenio). Ο λόγος για την έγκριση τής «συγχωρημένης» (excusado), εκτός από τα έξοδα τού ιππικού και τού πεζικού που επρόκειτο να στείλει ο Φίλιππος στη Φλάνδρα, ήταν η μεγάλη δαπάνη στην οποία είχε υποβληθεί «για την υπεράσπιση τής χριστιανικής θρησκείας εναντίον των Τούρκων, τού πιο απάνθρωπου τύραννου» (pro tuitione religionis Christianae contra immanissimum Turcarum tyrannum).128 Τώρα πια ο Πίος ασχολιόταν λιγότερο με την επίδειξη συμπόνιας απ’ όσο με την καταστολή τής αίρεσης.
Φαίνεται ότι είμαστε καλά ενημερωμένοι για τον αριθμό των στρατιωτών τούς οποίους ο Άλβα οδηγούσε τώρα προς την Φλάνδρα. Σύμφωνα με στοιχεία τής εποχής, υπήρχαν 1.250 ελαφρά οπλισμένοι ιππείς και έφιπποι μουσκετοφόροι, 2.000 πεζοί τού συντάγματος (tercio) τής Λομβαρδίας, 3.500 από το σύνταγμα τής Νάπολης, 1.800 από το σύνταγμα τής Σαρδηνίας και 1.500 από το σύνταγμα τής Σικελίας, συνολικά 10.050 ένοπλοι. Φεύγοντας από το Άστι (όπως φαίνεται στις 25 Ιουνίου) και αφού καθορίστηκε η πορεία τους, σύντομα πέρασαν μπροστά από τον Άλβα και έφτασαν στις Βρυξέλλες στις 9 Αυγούστου σύμφωνα με το εν λόγω κείμενο.129 Σε κάθε περίπτωση ο Άλβα έγραφε στον Φίλιππο Β’ από το Λουξεμβούργο στις 8 Αυγούστου,130 ενώ έφτασε στις Βρυξέλλες το απόγευμα τής Παρασκευής στις 22 τού μηνός, συνοδευόμενος από την προσωπική του φρουρά και ευγενείς. Δεν υπήρξε καλωσόρισμα ούτε δημόσια υποδοχή.
Απαλλαγμένοι από βαρύ πυροβολικό, οι δέκα χιλιάδες στρατιώτες τού Άλβα, Ισπανοί και Ιταλοί, ως επί το πλείστον πεζικό, είχαν πορευτεί γρήγορα μέσω τού αυχένα τού όρους Σενί, μέσω Σαβοΐας στη Φρανς-Κοντέ και από εκεί στη Λωρραίνη, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία.131 Όλοι γνώριζαν, ότι καθώς οι δυνάμεις τού Άλβα θα πήγαιναν από τη Σαβοΐα στη Φρανς-Κοντέ, θα περνούσαν οκτώ ή δέκα λεύγες από τη Γενεύη. Ο Πίος Ε’ είχε δει την παρουσία ισπανικού στρατού σε κοντινή απόσταση επίθεσης κατά τής Γενεύης ως θαυμάσια ευκαιρία για να καταστρέψει αυτή τη φωλιά των προτεσταντικών φιδιών. Όμως ο Φίλιππος Β’ είχε δηλώσει, «ότι τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για την επιχείρηση τής Γενεύης…».132
Προφανώς θα ήταν σκόπιμο να περιμένουν, αλλά η ευκαιρία ενός στρατού στην Ολλανδία δεν έπρεπε να χαθεί. Όπως είχε γράψει ο καρδινάλιος-ανηψιός Μικέλε Μπονέλλι στον νούντσιο Τζιανμπαττίστα Καστάνια στη Μαδρίτη (στις 29 Απριλίου 1567), ο τελευταίος έπρεπε να ζητήσει και πάλι από τον Φίλιππο Β’ «για το καλό τής θρησκείας» (per beneficio della religione) να μην απολύσει τον στρατό όταν θα τακτοποιούσε τα ζητήματα στην Ολλανδία. Έπρεπε τότε να επιστρέψει στην «επιχείρηση τής Γενεύης», πράγμα που θα πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στην Εκκλησία. Επίσης η Γενεύη ήταν από καιρό άσυλο για αντάρτες από τα κράτη τής μεγαλειότητάς του, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Μπραμπάντ και την Φλάνδρα, καθώς και από τη Γαλλία, τη Σαβοΐα και τη Γερμανία. Ήταν από καιρό κέντρο συνωμοσίας εναντίον των Καθολικών ηγεμόνων. Αν τα στρατεύματα τού Φιλίππου έδιωχναν αυτούς τούς αντάρτες και πρόσφυγες από τη Γενεύη, θα δυσκολεύονταν να βρουν άλλο τόπο «στον οποίο να μπορούσαν να μαζευτούν τόσες γλώσσες, με τόση ελευθερία και άνεση ζωής» (nel quale potessero convenire tante lingue, con tanta libertà e commodità de vivere). Αν όμως ο Φίλιππος σχεδίαζε, μετά τη διευθέτηση των φλαμανδικών υποθέσεων, να αφήσει τον στρατό στην Ολλανδία να πάει να υπηρετήσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Β’ κατά των Τούρκων, ο Πίος δεν θα επιδίωκε να παρέμβει, αλλά θα προτιμούσε σαφώς να δει τα συντάγματα τής Λομβαρδίας και τής Νάπολης να χρησιμοποιούνται κατά τής Γενεύης και όχι κατά των Τούρκων.133 Η Αγία Έδρα, η Γενεύη και η Ολλανδία, η Ισπανία, η αυτοκρατορία και οι Τούρκοι, ήσαν όλοι παγιδευμένοι μαζί σε διεθνή λαβύρινθο.134
Ο Άλβα είχε φτάσει στις Βρυξέλλες, όπως έχουμε αναφέρει, το απόγευμα τής Παρασκευής 22 Αυγούστου (1567), χωρίς να τον καλωσορίσουν ούτε ο λαός ούτε οι Ολλανδοί ηγεμόνες. Πήγε κατευθείαν στο παλάτι, όπου τον περίμενε η αντιβασιλέας Μαργαρίτα τής Πάρμας. Καθώς άρχιζε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, ο διοικητής τής φρουράς τής Μαργαρίτας και οι τοξότες της σταμάτησαν την άνοδο των δορυπελεκηφόρων (halberdiers) τού Άλβα. Ήταν δύσκολη, επικίνδυνη στιγμή, καθώς τοξότες και δορυπελεκηφόροι έπαιρναν τα όπλα τους στα χέρια. Ο αρχηγός τής φρουράς είπε τότε στον δούκα, ότι είχαν δοθεί εντολές να μην ανέβουν οι δορυπελεκηφόροι του τα σκαλιά. Ο Άλβα απάντησε ότι θα έκανε αυτό που διέταζε η Κυρία,
και η φρουρά τού δούκα τής Άλβα σταμάτησε και αποσύρθηκε, ενώ ο ίδιος μπήκε και μίλησε με την κυρία στο δωμάτιο όπου έχει το κρεβάτι της και όπου συνηθίζει να παραχωρεί ακροάσεις. Αυτή στεκόταν και δεν κινιόταν ούτε προς τα εμπρός ούτε πίσω….
Χρωστάμε αυτή την περιγραφή τής συνάντησης τού Άλβα με τη Μαργαρίτα τής Πάρμας σε επιστολή την οποία ο Μιγκέλ ντε Μεντιβίλ, αξιωματικός πυροβολικού, έγραψε στον Φίλιππο Β’ από τις Βρυξέλλες στις 29 Αυγούστου (1567), μια βδομάδα αργότερα. Ενημέρωνε τον βασιλιά —και εμάς— ότι ο Άλβα προχώρησε για να συναντήσει τη Μαργαρίτα «με τόση ευγένεια και σεβασμό, όπως κάποιος θα πλησίαζε την κυρία μας, τη βασίλισσα». Καθώς μιλούσε με τη Μαργαρίτα, παρέμενε με το κεφάλι ακάλυπτο, αν και εκείνη τού έλεγε συνεχώς να ξαναφορέσει το καπέλο του. Τελικά το φόρεσε και στάθηκαν μιλώντας για ένα ολόκληρο ημίωρο, καθώς η Μαργαρίτα ακουμπούσε σε τραπέζι. Σύμφωνα με τον Μεντιβίλ, ο Άλβα ήταν υπόδειγμα ευγενικών τρόπων. Η Μαργαρίτα ήταν ατάραχη, άκαμπτη, όπως όταν ασχολιόταν με τον Έγκμοντ «και εκείνους τούς άλλους άρχοντες εδώ».
Υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των συμβούλων τής Μαργαρίτας, καθώς και μεταξύ άλλων, που είχε επιτραπεί στον Άλβα η είσοδος στις Βρυξέλλες, «χωρίς να τού ζητήσουν να επιδείξει τις επιστολές αρμοδιότητας (poderes), που έφερνε από τη μεγαλειότητά σας». Η Κυρία, έλεγαν, έπρεπε να ζητήσει αυτά τα έγγραφα αποστολής χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Μάλιστα το Συμβούλιο αποφάσισε να τα ζητήσει από τον Άλβα την επόμενη μέρα. Έτσι είχαν πει στον Μεντιβίλ. Ενημέρωσε τον Άλβα, ο οποίος κάλεσε τον πρόεδρο τού Συμβουλίου και τον έδιωξε δίνοντάς του επιστολή από τον Φίλιππο Β’, καθώς και τα έγγραφα των αποστολών του. Όταν οι σύμβουλοι τα είδαν, ένιωσαν «όλοι πολύ θιγμένοι» (todos muy lastimados). Το ίδιο ένιωσε και η Μαργαρίτα, η οποία έλεγε σε όλους και σε διάφορους, ότι ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα της, στην Ιταλία, «λόγω των προσβολών που τής έχει κάνει η μεγαλειότητά σας».
Ο Μεντιβίλ ανέφερε στον Φίλιππο, ίσως χωρίς υπερβολή, τη δυσαρέσκεια και τη δυσφορία των Ολλανδών με τούς Ισπανούς. Μερικοί από τούς υπηρέτες τής Μαργαρίτας, καθώς και οι Ολλανδοί άρχοντες, διοικητές, αξιωματούχοι και άλλοι, είχαν όλοι επαναστατική διάθεση,
λέγοντας ότι έχουν απογοητευθεί και ατιμωθεί λόγω αυτών των Ισπανών και ότι τώρα οι τελευταίοι θέλουν να τούς υποτάξουν, να τούς καταστρέψουν, να τούς επιβάλουν τυραννία και χίλια άλλα πράγματα αυτού τού είδους, που λέγονταν τόσο ανοιχτά και ξεδιάντροπα, ώστε το όλο ζήτημα να αποτελεί μεγάλο σκάνδαλο και κίνδυνο.
Ο χειρότερος φταίχτης φαίνεται ότι ήταν ένας Φραγκισκανός μοναχός, ο εξομολόγος και ιεροκήρυκας τής Μαργαρίτας, γιατί
την περασμένη Κυριακή [24 Αυγούστου], κάνοντάς της κήρυγμα στο παρεκκλήσι τού παλατιού, δεν ασχολήθηκε σχεδόν με τίποτε άλλο σε ολόκληρο το κήρυγμα, αλλά ότι οι Ισπανοί ήσαν προδότες και κλέφτες, βιαστές γυναικών και ότι όποια χώρα έμπλεκε μαζί τους καταστρεφόταν ολοσχερώς, όλα με τέτοια φοβερή βία και κακία, που άξιζε να καεί.
Όταν υποβλήθηκε διαμαρτυρία στη Μαργαρίτα ότι ο ιεροκήρυκας έπρεπε να τιμωρηθεί, εκείνη τον διέταξε απρόθυμα να φύγει από τις Βρυξέλλες. Όσο για τον πρόεδρο τού ιδιαίτερου συμβουλίου της (τον Viglius), είπε στον μοναχό ότι δεν τού άξιζε τιμωρία «γιατί είχε κηρύξει την αλήθεια!»
Τέλος είχαν έρθει τώρα πληροφορίες από την Ιταλία, ότι ο σύζυγος τής Μαργαρίτας, ο Οττάβιο Φαρνέζε, δούκας τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα, ο γιος της Αλεσσάντρο (που θα γινόταν επίσης γενικός κυβερνήτης τής Ολλανδίας δώδεκα περίπου χρόνια αργότερα) και ο κουνιάδος της καρδινάλιος Αλεσσάντρο, τής είχαν όλοι γράψει, «ότι πρέπει να αποσυρθεί και να εγκαταλείψει την κυβέρνηση, αφού η μεγαλειότητά σας έχει στείλει τον δούκα τής Άλβα». Η Μαργαρίτα είχε ήδη γράψει στον Φίλιππο Β’, ζητώντας να τής επιτραπεί να φύγει.135 Ο Φίλιππος τής έγραψε από τη Μαδρίτη στις 13 Οκτωβρίου (1567), εγκρίνοντας «τη μεγάλη επιθυμία σας να αποσυρθείτε» (vostre si grand désir de vous retirer) και στο τέλος τού έτους έφυγε από την Ολλανδία. Ο Άλβα την αντικατέστησε ως αντιβασιλέας.136
Δεν είχε καλά-καλά φτάσει ο Άλβα και άρχιζαν οι πικρές καταγγελίες. Οι Ισπανοί ήσαν ένοχοι για τη μια θηριωδία μετά την άλλη. Κυκλοφορούσε φήμη ότι δήμευαν τα πάντα, «λέγοντας ότι όλοι όσοι έχουν περιουσία είναι αιρετικοί και πρέπει να τη χάσουν». Λεγόταν ότι η πανούκλα θέριζε τον καταυλισμό τους, όπως και η δυσεντερία. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν. Λεγόταν επίσης, ότι είχαν φέρει μαζί τους περισσότερες από δύο χιλιάδες πόρνες «κι έτσι δεν θα έχουμε καμία έλλειψη από πόρνες, λαμβάνοντας υπόψη και αυτές που ήδη έχουμε». Το σικελικό πεζικό έφτασε στις Βρυξέλλες στις 25 Αυγούστου. Κάθε Ολλανδός έπρεπε να τοποθετήσει την ελπίδα του στον Θεό και στον βασιλιά, αλλά τουλάχιστον ένας υποστήριζε, ότι έχει εμπιστοσύνη στον άρχοντα δούκα τής Άλβα, «προσωπικότητα ενάρετη, επιφανή, έμπειρη, σοφή και συνετή».137
Η εξέγερση μεγάλωνε στην Ολλανδία, όπως μεγάλωνε και η μετανάστευση χιλιάδων από τούς ικανότερους πολίτες, οι οποίοι μετέφεραν τον πλούτο και τις δεξιότητές τους στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Και η έξοδός τους συνεχιζόταν, παρά τα σκληρά μέτρα που πήρε σύντομα ο Φίλιππος Β’ για να αποτρέψει την απόδρασή τους από την ισπανική τυραννία.138 Στις 9 Σεπτεμβρίου (1567) οι εξέχοντες διαφωνούντες ο Λαμοράλ, κόμης τού Έγκμοντ και νικητής τού Σαιν Κεντέν και τού Γκραβλίν, καθώς και ο Φιλίπ ντε Μονμορενσύ, κόμης τού Χουρν, ναύαρχος τού στόλου ο οποίος είχε φέρει πίσω στην Ισπανία τον Φίλιππο Β’ από την Ολλανδία (το φθινόπωρο τού 1559), συνελήφθησαν και οι δύο στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια φυλακίστηκαν στη Γάνδη. Ο Άλβα έστειλε αμέσως αγγελιοφόρο στον Ρεκέσενς, ώστε ο τελευταίος να ενημερώσει τον Πίο Ε’, ο οποίος εξέφραζε ικανοποίηση που είχε τώρα βρεθεί «θεραπεία» στα θρησκευτικά δεινά των Κάτω Χωρών.139 Αφού καταδικάστηκαν από το «Συμβούλιο Αίματος» τού Άλβα στις αρχές Ιουνίου 1568, αποκεφαλίστηκαν αμέσως στην κεντρική πλατεία στις Βρυξέλλες.
Προφανώς η είδηση έφτασε για πρώτη φορά στη Ρώμη μέσω Βενετίας, την ίδια στιγμή που αναφερόταν ότι η τουρκική αρμάδα ήταν γνωστό ότι είχε αποπλεύσει «και οι Ενετοί έσπευδαν να βάλουν τις γαλέρες τους σε τάξη». Ο Πίος φοβόταν ότι η αρμάδα κατευθυνόταν στη Ραγούσα, «πράγμα που θα ήταν κακή γειτονία για όλους στην Ιταλία» (que sería mala vezindad para toda Italia). Είχε επίσης πάρει αναφορές, ότι η αρμάδα αποτελούσε πιθανή απειλή για την Αγκώνα, τις οποίες ακόμη και ο ίδιος δεν πίστευε. Έτσι έγραφε στον Φίλιππο Β’ στις 25 Ιουνίου (1568) ο Χουάν ντε Θουνίγκα, που είχε αντικαταστήσει τον αδελφό του Ρεκέσενς ως Ισπανός πρεσβευτής στη Ρώμη. Δύο βδομάδες αργότερα, σε επιστολή τής 9ης Ιουλίου ο Θουνίγκα μπορούσε να ενημερώνει τον Φίλιππο, ότι ο Πίος ήταν πολύ ικανοποιημένος με τις ποινές που είχαν αναγγελθεί κατά των κόμητων Έγκμοντ και Χουρν «με την περιγραφή τού τρόπου με τον οποίο είχαν εκτελεστεί». Ο Άλβα είχε στείλει αντίγραφα των ποινών και αναφορά (relation) των εκτελέσεων στον καρδινάλιο Φρανσίσκο Πατσέκο, ο οποίος είχε υποβάλει το υλικό στον πάπα.
Όμως ο Ενετός πρεσβευτής είχε πει, ότι τού φαινόταν ότι πάρα πολύ αίμα είχε χυθεί στην Φλάνδρα. Όλος ο κόσμος ήξερε τις υπηρεσίες τού Έγκμοντ προς τούς Αψβούργους. Φαινόταν ότι μόνο εκείνος και ο Χουρν είχαν κάνει κάτι που άξιζε τέτοια τιμωρία! Ο Πίος Ε’ είχε απαντήσει με ενόχληση, ότι αφού ο Φίλιππος Β’ είχε διατάξει την τιμωρία, έπρεπε να τούς άξιζε. Λίγο αργότερα, όταν είχε λάβει αντίγραφα των ποινών τους, τα έστειλε στον πρέσβη, ο οποίος δικαιολογήθηκε σηκώνοντας τούς ώμους, επειδή, όπως το έθετε ο ίδιος, δεν γνώριζε τις κατηγορίες.
Προσέβλεπε κανείς πάντοτε στα τελευταία νέα από το Ριάλτο, όπου οι εκπρόσωποι τού Ούλριχ Φούγκερ μοιράζονταν συχνά τις ειδοποιήσεις τους (avvisi) με τη Σινιορία. Ο βαΐλος στην Ισταμπούλ βρισκόταν σε εγρήγορση, όπως και οι αξιωματούχοι τής Δημοκρατίας στην Κύπρο και την Κρήτη. Με βάση αναφορές από τη Βενετία, ο Χουάν ντε Θουνίγκα μπορούσε να καθησυχάζει τον Φίλιππο Β’ (στην επιστολή του τής 9ης Ιουλίου), ότι δεν έπρεπε πια να φοβούνται την τουρκική αρμάδα, τουλάχιστον όχι για το έτος 1568. «Δεν είναι τόσο ισχυρή» (No viene tan poderosa). Ογδόντα τουρκικές γαλέρες είχαν σταματήσει στη Χίο από την πανούκλα. Έξι είχαν χαθεί σε καταιγίδα. Η εξέγερση στην Αραβία συνεχιζόταν. Ο σουλτάνος έπρεπε να στρέψει σε αυτήν την προσοχή του. Η ειρήνη που είχε γίνει μεταξύ Πολωνών και Μοσχοβιτών είχε επίσης θέσει τον σουλτάνο σε επιφυλακή. Είχε στείλει στρατεύματα στα σύνορά τους. Ο Θουνίγκα πίστευε υπό το φως όλων αυτών, ότι καμία «πολύ ισχυρή» αρμάδα δεν θα ερχόταν προς τα δυτικά σε καμία «μεγάλη επιχείρηση».
Οι Τούρκοι είχαν εξοπλίσει τις γαλέρες τους αποκλειστικά και μόνο για άμυνα, από φόβο για τον ισπανικό στόλο. Ήξεραν πολύ καλά, ότι η μεγαλειότητά του είχε ονομάσει τον Δον Ζουάν τής Αυστρίας ναυτικό γενικό διοικητή και φοβούνταν ότι κατά το πρώτο έτος τής διοίκησής του ίσως προσπαθούσε «κάποια επιχείρηση στα εδάφη τους». Ίσως βέβαια με ογδόντα γαλέρες στη θάλασσα, καθώς και με εκείνες των κουρσάρων, έρχονταν προς τα δυτικά «για να ληστέψουν ό,τι μπορούσαν, ξέροντας [τώρα] ότι οι γαλέρες τής μεγαλειότητάς σας είναι διασκορπισμένες». Ο Ενετός πρεσβευτής ήταν ανήσυχος και είχε μόλις στείλει τον γραμματέα του στον Θουνίγκα, για να ρωτήσει αν ο Δον Ζουάν έφερνε γαλέρες στην Ιταλία:
Του είπα ότι η μεγαλειότητά σας είχε στείλει τον άρχοντα Δον Ζουάν να καταδιώξει την αρμάδα τού Αλγεριού, που συνήθως βγαίνει για να επιτεθεί στον στόλο που έρχεται από τις Ινδίες. Τού είπα ότι όταν αυτό τελείωνε, δεν ήξερα τι θα τον διέταζε η μεγαλειότητά σας να κάνει.140
Οι Τούρκοι αποτελούσαν πάντοτε ανησυχία και δαπάνη, ακόμη και όταν δεν ξεκινούσαν εκστρατεία εναντίον των Αψβούργων τής Ουγγαρίας ή ναυτική εκστρατεία στη δυτική Μεσόγειο. Τον προηγούμενο χειμώνα για παράδειγμα, όταν κανείς να μαντέψει μπορούσε μόνο τα ανοιξιάτικα σχέδια των Τούρκων, ο πρέσβης τού Μαξιμιλιανού Β’, ο βαρώνος φον Ντητριχστάιν, είχε ρωτήσει τον Φίλιππο Β’ για την εισφορά, την οποία οι άρχοντες τής αυτοκρατορίας είχαν επιβάλει στην Ολλανδία (ως τμήμα τής αυτοκρατορίας) «για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων», γιατί ο Μαξιμιλιανός βρισκόταν ακόμη σε ένοπλη σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη. Το προσδιορισμένο ποσό ήταν 130.616 φλορίνια. Με επιστολή τής 18ης Δεκεμβρίου 1567 ο Φίλιππος έδινε εντολή στον Άλβα να καταβάλει το αιτούμενο ποσό από τοπικούς πόρους, αν ήταν δυνατόν, διαφορετικά από τα χρήματα που είχαν σταλεί από την Ισπανία.141
Ο Άλβα είχε συλλάβει τούς Έγκμοντ και Χουρν κατηγορώντας τους για το έγκλημα τής προδοσίας (laesa majestas), «trahison όπως λένε στα γαλλικά» (el caso de trahison que dicen en frances). Οι Έγκμοντ και Χουρν ήσαν Ιππότες τού Χρυσόμαλλου Δέρατος. Τέτοιος ήταν και ο Γουλιέλμος, ο ηγεμόνας τής Οράγγης, ο οποίος ήταν πολύ προσεκτικός και δεν έπεσε στην ύπουλη παγίδα τού Άλβα. Σύμφωνα όμως με το κατηγορητήριο κατά τού Γουλιέλμου, ήταν ο πρωτουργός και εμπνευστής τής εξέγερσης, γιατί λεγόταν ότι αποτελούσε κοινή γνώση, που επιβεβαιωνόταν από τη μαρτυρία αξιόπιστων μαρτύρων, «ότι ο Γουλιέλμος τού Νασσάου, ηγεμόνας τής Οράγγης, ήταν ο κύριος αυτουργός και υποστηρικτής ολόκληρης τής συνωμοσίας και εξέγερσης των εν λόγω επαρχιών κατά τής βασιλικής Μεγαλειότητας και τής ευημερίας τής Δημοκρατίας…» (que Guillermo de Nassao, príncipe de Orange, fué principal autor y promovedor de toda la conspiración, conjuración y rebelión que en estas provincias se hizo contra la real Magestad y la prosperidad de la república…). Υπαρχηγός τού Γουλιέλμου και συμπολεμιστής του για ελευθερία από την Ισπανία ήταν ο αδελφός του, ο Λουδοβίκος τού Νασσάου.142 Ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Β’ είχε παρέμβει (στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1567) για λογαριασμό των Έγκμοντ και Χουρν.143 Δεν είχε καταφέρει τίποτε καλό.
Ο Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, δούκας τής Άλβα, ήταν τώρα αντιβασιλέας και γενικός κυβερνήτης τής Ολλανδίας καθώς και γενικός διοικητής των ενόπλων δυνάμεων τού Φιλίππου Β’. Η δική του βασιλεία τού τρόμου βρισκόταν σε καλό δρόμο. Στην Ολλανδία οι Ισπανοί άρχιζαν να πέφτουν σε τέλμα, από το οποίο δεν θα έβγαιναν ποτέ. Θα ολοκληρώσουμε όμως αυτό το κεφάλαιο, χωρίς να πέσουμε στο τέλμα μαζί τους. Παρ’ όλες τις υποσχέσεις του να επιστρέψει στην Ολλανδία, ο Φίλιππος Β’ δεν επέστρεψε ποτέ. Η εξουσία τού Άλβα διήρκεσε έξι χρόνια (1567-1573). Ακολούθησαν ο Λούις ντε Ρεκέσενς (πέθανε το 1576), ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας (πέθανε το 1578) και ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε (πέθανε το 1592), όπου ο τελευταίος ήταν ο ικανότερος από όλους τούς γενικούς διοικητές τής Ολλανδίας. Χρόνια πολέμου, στασιμότητας και προσπαθειών συμβιβασμού βρίσκονταν μπροστά, αλλά νωρίς το 1579 το μέλλον άρχιζε να διακρίνεται. Στις 5 Ιανουαρίου εκείνου τού έτους, με τον σχηματισμό τής ένωσης τού Αρράς, οι Καθολικοί «αντάρτες» τού νότου αποσπάστηκαν από τις βόρειες επαρχίες, επαναβεβαιώνοντας την προσήλωσή τους στον Καθολικισμό και την υπακοή τους στον Φίλιππο Β’. Οι βόρειοι τότε συγκρότησαν (στις 23 Ιανουαρίου) την περίφημη Ένωση τής Ουτρέχτης144 και όταν με το τέλος τού 1585 ο Φαρνέζε είχε πάρει την Φλάνδρα και τη Μπραμπάντ, η Ισπανία και η Αγία Έδρα είχαν κερδίσει στον νότο και είχαν χάσει στον βορρά.
Οι Ισπανοί δεν εγκατέλειψαν τη διεκδίκησή τους για τις βόρειες επαρχίες. Ύστερα από ανακωχή δώδεκα ετών (1609-1621)145 ο πόλεμος ξανάρχισε. Οι Ολλανδοί στις Ενωμένες Επαρχίες ήσαν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και το έκαναν. Αν και οι Ισπανοί πήραν τη Μπρέντα το 1625, γεγονός που μνημονεύεται από τον Βελάσκεθ στον γνωστό πίνακά του, τώρα στο Πράδο στη Μαδρίτη, η πόλη ανακτήθηκε από τον οίκο τής Οράγγης το 1637. Θα περνούσαν όμως άλλα δώδεκα χρόνια πριν κάνουν ειρήνη ο Φίλιππος Δ’ τής Ισπανίας και οι Γενικοί Άρχοντες των Ενωμένων Επαρχιών με τη συνθήκη τού Μύνστερ τής Βεστφαλίας (στις 30 Ιανουαρίου 1648),
«ύστερα από τη μακρά πορεία αιματηρών πολέμων, που είχαν πλήξει επί τόσα χρόνια λαούς, υπηκόους, βασίλεια και χώρες που ανήκαν στον άρχοντα βασιλιά τής Ισπανίας και στους Γενικούς Άρχοντες των Ενωμένων Επαρχιών τής Ολλανδίας» (aprés le long cours des sanglantes guerres, qui ont affligé par tant d’ années les peuples, sujets, royaumes, et pays de l’ obeissance des seigneurs Roy des Espagnes et Estats Généraux des Provinces-Unies du Pays-Bas).
Με το πρώτο άρθρο τής «διαρκούς ειρήνης», η οποία υπογραφόταν τώρα μεταξύ τού βασιλιά των Ισπανιών και των απεσταλμένων των Αρχόντων, η πλήρης και απόλυτη ανεξαρτησία των προτεσταντικών Κάτω Χωρών (libres et souverains estats) αναγνωριζόταν από τον Φίλιππο Δ’ για τον ίδιο και τούς κληρονόμους του για πάντα.146 Είχαν τεθεί τα θεμέλια όχι μόνο για το σύγχρονο κράτος τής Ολλανδίας, αλλά και για εκείνο τού Βελγίου (από το 1830).
Αν και η εξέγερση τής Ολλανδίας αποτελούσε σοβαρό και μετατράπηκε σε δαπανηρό περισπασμό, η προσοχή τού Φιλίππου Β’ και των συμβούλων του (συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους) δεν εκτράπηκε γρήγορα από τη Μεσόγειο. Όταν τα ισπανικά και τα ιταλικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη Λομβαρδία και τη Νάπολη, από τη Σικελία και τη Σαρδηνία, για να σταλούν στην Φλάνδρα, αντικαταστάθηκαν αμέσως από νέες στρατολογήσεις από την Ισπανία.147 Επιπλέον, όπως είδαμε, ο Φίλιππος είχε ακόμη υπό τις διαταγές του 130 ή περισσότερες γαλέρες για χρήση εναντίον των Τούρκων, αν χρειαζόταν.148 Από τη μακρινή δύση οι Ισπανοί δεν μπορούσαν να χτυπήσουν την Τουρκία, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν, παρά τη βοήθεια από τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς, να αφήσουν ιδιαίτερο αποτύπωμα στις ισπανικές ακτές. Η ιταλική χερσόνησος και η Σικελία ήσαν εμφανώς λιγότερο ευάλωτες απ’ όσο ήσαν κατά την προηγούμενη δεκαετία τού 1550, γιατί οι Ισπανοί είχαν γίνει καλύτερα οργανωμένοι ενώ, έχοντας ακόμη να ανησυχεί και για τη Φλάνδρα, ο Φίλιππος είχε λιγότερους περισπασμούς από εκείνους που είχε ο πατέρας του Κάρολος Ε’. Οι Ιωαννίτες επανοχύρωναν το νησιωτικό τους οχυρό στη Μάλτα και έμπαιναν πάλι στη θάλασσα. Αν και οι Τούρκοι έπαιρναν ευχαρίστηση από τις καταστροφικές τους επιδρομές κατά τής Ιταλίας και τής Σικελίας, τις εύρισκαν επίσης δαπανηρές. Εκτός από ορισμένους σκλάβους και την ικανοποίηση τής πρόκλησης ζημιάς στον εχθρό, οι επιδρομές είχαν αποφέρει στην Υψηλή Πύλη μικρό κέρδος.
Μετά τον θάνατο τού σουλτάνου Σουλεϊμάν ο πόλεμος τού Μαξιμιλιανού Β’ με τούς Τούρκους επιβραδυνόταν μέχρι που σταμάτησε, ενώ στα φιλικά του ανοίγματα η Πύλη ανταποκρίθηκε σχεδόν ως καλός γείτονας. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1567 τρεις αυτοκρατορικοί πρεσβευτές, ο Βέλγος Αλμπέρ φον Βυς, ο Στύριος Κρίστοφ Τόϋφφενμπαχ και ο Κροάτης Άντον Φεράντιους, επίσκοπος Έρλαου (Έγκερ) στη βόρεια Ουγγαρία, έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής σε ακρόαση από τον σουλτάνο Σελήμ Β’. Στη συνέχεια σε περίοδο πέντε μηνών οι εκπρόσωποι τού Μαξιμιλιανού είχαν δεκατέσσερις συναντήσεις, μερικές φορές δύσκολες, με τον μεγάλο βεζύρη Μεχμέτ Σόκολλι. Για να κερδίσουν την εύνοιά του, ήσαν εφοδιασμένοι με δώρα όχι μικρής αξίας που θα έδιναν σε αυτόν: τέσσερις χιλιάδες δουκάτα, τέσσερα ασημένια ποτήρια και ένα ρολόι.149
Σύμφωνα με τις διατάξεις τής τελευταίας αυστρο-τουρκικής συνθήκης, ο μεγάλος βεζύρης θα έπαιρνε 2.000 δουκάτα τον χρόνο και ο σουλτάνος ετήσιο «δώρο» (όχι φυσικά φόρο υποτέλειας) 30.000 δουκάτων, μαζί με είκοσι επίχρυσα ποτήρια και δύο ή τρία ρολόγια. Στον δεύτερο βεζύρη θα πρόσφεραν για τη βοήθειά του 2.000 δουκάτα, δύο επίχρυσα ποτήρια και ένα ρολόι. Στον τρίτο βεζύρη, 1.000 δουκάτα και δύο ασημένια ποτήρια. Και σε καθένα από τούς άλλους τρεις βεζύρηδες, 1.000 δουκάτα τον χρόνο. Ο δραγουμάνος Ιμπραήμ μπέης, ο Πολωνός αποστάτης που είχε γίνει φίλος με τον Μπουσμπέκ, επρόκειτο να πάρει 500 δουκάτα και ο δεύτερος δραγουμάνος Μαχμούτ, ένας Γερμανός, 300 δουκάτα. Οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι θα έκαναν επίσης δώρο 2.000 δουκάτα στον Ιωσήφ Νάσι, τον Εβραίο δούκα τής Νάξου, τού οποίου τα λόγια είχαν βάρος με τον φίλο του σουλτάνο Σελήμ.
Υπήρχαν δύσκολα ζητήματα προς ρύθμιση στις διαπραγματεύσεις. Ο Μαξιμιλιανός είχε δώσει εντολή στους απεσταλμένους του να μη συμφωνήσουν με την κατεδάφιση των οχυρώσεων τού Βέσπρεμ, τής Τάτα και τού Τοκάυ, αλλά να προσπαθήσουν να πείσουν τούς Τούρκους να καταστρέψουν τα οχυρά τους στο Μπέρεντσε και στην πόλη τής Μπαμπότσα στη νοτιοδυτική Ουγγαρία. Υπήρχαν συγκρούσεις συμφερόντων στα ουγγρο-τρανσυλβανικά σύνορα και στη διαίρεση τής αγροτιάς στις αμφισβητούμενες καλλιεργούμενες εκτάσεις. Πέρα από όλα αυτά, οι απεσταλμένοι έπρεπε να κάνουν το καλύτερο δυνατό, ώστε να εξασφαλίσουν ότι ούτε η Γαλλία ούτε η Βενετία θα συμπεριλαμβάνονταν στην προβλεπόμενη συνθήκη, αν και η Γαλλία ήταν σχεδόν σύμμαχος τής Υψηλής Πύλης και η Βενετία δεν είχε καμία σύγκρουση με τούς Τούρκους από τις «διομολογήσεις» τού 1540. Όμως ο σουλτάνος είχε άλλα ενδιαφέροντα και άλλα προβλήματα πέρα από τον πόλεμο με τον Μαξιμιλιανό και τελικά στις 21 Φεβρουαρίου 1568 υπογράφτηκε ειρήνη μεταξύ Αυτοκρατορίας και Πύλης, σε μεγάλο βαθμό με βάση την «προηγούμενη κατάσταση» (status quo ante), διευθέτηση ίσως πιο ευνοϊκή από εκείνη που θα περίμεναν οι Αυστριακοί απεσταλμένοι.
Η συνθήκη ήταν για οκτώ χρόνια. Άφηνε στον Μαξιμιλιανό και στους αδελφούς του Φερδινάνδο και Κάρολο την κατοχή των εδαφών τους στην Ουγγαρία, τη Δαλματία, την Κροατία και τη Σλαβονία, με την προϋπόθεση ότι δεν έπρεπε να επεμβαίνουν στους Τούρκους στην Τρανσυλβανία, τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλάμβαναν την υποχρέωση να εμποδίζουν την παραβίαση τής ειρήνης από όλα τα άτομα υψηλού και χαμηλού βαθμού, από βοεβόδες μέχρι ληστές. Οι ληστές έπρεπε να τιμωρούνται και η λεία τους να επιστρέφεται στους νόμιμους ιδιοκτήτες της. Δραπέτες σκλάβοι και λιποτάκτες έπρεπε να επιστρέφονται. Οι διαφορές μεταξύ των δύο δυνάμεων έπρεπε να επιλύονται με διαιτησία. Τα άτομα των πρέσβεων και των μελών τής ακολουθίας τους έπρεπε να είναι ασφαλή από κράτηση ή επίθεση. Σε περίπτωση παραβίασης τής ειρήνης, οι πρέσβεις και τα μέλη τής ακολουθίας τους μπορούσαν να επιστρέψουν χωρίς παρενόχληση στους εντολείς τους. Μπορούσαν να έχουν τούς δικούς τους δραγουμάνους και αγγελιοφόρους και να επιλέγουν τον τόπο κατοικίας τους, ανάλογα με την προτίμησή τους, στην Ισταμπούλ ή στα βόρεια τού Κεράτιου Κόλπου στον Γαλατά. Τα άλυτα προβλήματα των συνόρων και τής διαίρεσης τής αγροτιάς θα υποβάλλονταν στη μελέτη και απόφαση επιτροπής από τα δύο μέρη. Ο σουλτάνος θα έπαιρνε «τιμητικά» (munere honorario) από τον αυτοκράτορα 30.000 ουγγρικά δουκάτα κάθε χρόνο.
Τρεις ημέρες αφότου οι απεσταλμένοι τού Μαξιμιλιανού πίστευαν ότι είχε επιτευχθεί θεμελιώδης συμφωνία, ο Μεχμέτ Σόκολλι υπέβαλε και άλλα τρία αιτήματα: Πρώτον, ότι η Γαλλία, η Βενετία και η Πολωνία έπρεπε να περιληφθούν στη συνθήκη. Δεύτερον, ότι ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να αναφέρεται στη συνθήκη ως φίλος των φίλων τού σουλτάνου και εχθρός των εχθρών του. Και τρίτον, ότι οι αγρότες που κατοικούσαν στις περιοχές που θα διαιρούνταν έπρεπε να κατανεμηθούν στις δύο εξουσίες σύμφωνα με το φορολογικό μητρώο τού Οθωμανού υπουργού Οικονομικών Χαλίλ. Οι απεσταλμένοι απέρριψαν το πρώτο αίτημα, το οποίο φαίνεται ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε υποβάλει ύστερα από αίτηση τού Γκραντρί ντε Γκρανσάμπ, τού Γάλλου πρεσβευτή στην Πύλη. Επίσης αρνήθηκαν να δεχτούν το δεύτερο, με το επιχείρημα ότι δεν είχε προηγούμενο στις αυστρο-τουρκικές σχέσεις, ενώ για το τρίτο είπαν, ότι τα δύο μέρη είχαν μόλις συμφωνήσει να παραπέμψουν το θέμα σε επιτροπή.
Ο μεγάλος βεζύρης υποχώρησε, προφανώς χωρίς λογομαχία. Προφανώς ο Σελήμ Β’ και μερικοί από τούς συμβούλους του, ιδιαίτερα ο Ιωσήφ Νάσι, ήθελαν ειρήνη. Ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε συμπεριλάβει τη Γαλλία αναμφίβολα για να ευχαριστήσει τον κύριο ντε Γκρανσάμπ. Ο Σόκολλι όμως αρνήθηκε το αίτημα των απεσταλμένων για μια καμηλοπάρδαλη για το αυτοκρατορικό θηριοτροφείο. Όχι, οι Τούρκοι είχαν μόνο μία καμηλοπάρδαλη. Την χρειάζονταν για να συνηθίζουν τα άλογά τους το πανύψηλο πλάσμα, ώστε να μην τρομάζουν. Οι Τρανσυλβανοί απεσταλμένοι έφτασαν πολύ αργά για να μπορέσουν να εμποδίσουν ή να τροποποιήσουν τη συνθήκη, η οποία αποτελούσε πλήγμα για τον Ιωάννη Σίγκισμουντ Ζαπόλυα. Στις 20 Μαρτίου (1568) οι Φεράντιους και Τόϋφφενμπαχ έφυγαν από την οθωμανική αυλή στην Αδριανούπολη για τη Βιέννη, συνοδευόμενοι από τον Ιμπραήμ μπέη, τον διερμηνέα που είχε παρουσιάσει στον Φερδινάνδο, τον πατέρα του Μαξιμιλιανού, την επικύρωση από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν τής προηγούμενης αυστρο-τουρκικής συνθήκης στη Φρανκφούρτη επί τού Μάιν τον Νοέμβριο τού 1562.150 Ενώ ο Φίλιππος Β’ ήταν απασχολημένος με την Ολλανδία,
ο Σελήμ έκανε την οκταετή ειρήνη με τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Οι αναφορές από την Ισταμπούλ είχαν υποδείξει, ότι δεν θα υπήρχε τουρκική αρμάδα στα δυτικά ύδατα το 1568.151 Ο Σελήμ βρισκόταν σε ειρήνη με την Περσία και με την Πολωνία. Δεν υπήρχε τίποτε το μυστηριώδες στην επιθυμία τού Μαξιμιλιανού να αποκλείσει τη Γαλλία, την Πολωνία και τη Βενετία από τη συνθήκη. Ήθελε να αποφύγει επιπλοκές. Βέβαια ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ, ο κύριος ντε Γκρανσάμπ, φοβόταν ότι ο Μαξιμιλιανός, σε ειρήνη με την Πύλη, ίσως προχωρούσε σε πόλεμο κατά τής Γαλλίας για την ανάκτηση τού Μετς.152 Η Γαλλία ήταν ακόμη παγιδευμένη στον δεύτερο θρησκευτικό πόλεμο, αλλά τώρα ο Κάρολος Θ’ θα παντρευόταν την Ελισσάβετ, την κόρη τού Μαξιμιλιανού. Οι Πολωνοί ήσαν δύσκολοι στην αντιμετώπιση και καθώς ο Σίγκισμουντ Αύγουστος πλησίαζε στο τέλος τής Βασιλείας του, η Πολωνία βρισκόταν σε κάποια αταξία. Ο αυτοκράτορας είχε βρεθεί να πολεμά όχι μόνο με τούς Τούρκους, αλλά και με τον Ιωάννη Σίγκισμουντ τής Τρανσυλβανίας, τον γιο τής Ισαβέλλας τής Πολωνίας. Όσο για τούς Ενετούς, οι Αψβούργοι δεν τούς είχαν χρειαστεί ποτέ.
Από τη Μαδρίτη στις 8 Μαΐου (1568) ο κύριος ντε Φουρκεβώ έγραφε στον Κάρολο Θ’:
Εδώ λέγεται, ότι ο Τούρκος και ο αυτοκράτορας έχουν κάνει ανακωχή για οκτώ χρόνια, στην οποία η μεγαλειότητά σας έχει συμπεριληφθεί από τον Τούρκο και ομοίως οι Ενετοί και οι Τρανσυλβανοί, αλλά όσον αφορά αυτόν τον βασιλιά [Φίλιππο Β], δεν θέλησε να συμπεριληφθεί από τον εν λόγω αυτοκράτορα, γιατί δεν επιθυμεί ούτε ειρήνη ούτε εκεχειρία με τον Μεγάλο Άρχοντα…153
Προφανώς η πληροφορία τού Φουρκεβώ δεν ήταν απολύτως ακριβής. Αφήνοντας όμως κατά μέρος τη Γαλλία, γιατί οι Τούρκοι ήσαν πάντοτε φιλικοί με τη Γαλλία, γιατί άραγε ενδιαφερόταν ο Μεχμέτ Σόκολλι για συμπερίληψη τής Βενετίας στη συνθήκη; Ήταν πράγματι πολύ πιο ευνοϊκά διακείμενος προς τη Βενετία απ’ όσο προς τούς Αψβούργους, αλλά η Βενετία είχε μόλις ανανεώσει την ειρήνη της με την Πύλη.
Ο Σόκολλι όμως πίστευε σαφώς, υπό το πρίσμα τής τρέχουσας άποψης στην οθωμανική αυλή, όπως θα δούμε, ότι ήταν σημαντικό να τονιστεί το γεγονός τής ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Είχε το άγχος να συμβάλει στη διατήρηση αυτής τής ειρήνης, βάζοντας τον σουλτάνο να υπογράψει δύο επίσημες συμφωνίες με τη Δημοκρατία σε λιγότερο από ένα χρόνο. Ίσως οι Αψβούργοι απεσταλμένοι κατανοούσαν τα κίνητρά του. Δεν ήθελαν να περιληφθεί η Βενετία στη συνθήκη.
<-19. Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας | 21. Η Βενετία, η Κύπρος και η Πύλη κατά τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας τού Σελήμ Β’ (1566-1570)-> |