19. Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας

<-18. Η τρίτη περίοδος και το κλείσιμο της Συνόδου τού Τρεντ (1561-1563) 20. Ο Πίος Ε’, η Ισπανία και η Βενετία. Οι Τούρκοι στη Χίο και την Αδριατική. Η εξέγερση τής Ολλανδίας->

19
Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας

Image Image

Σε επιστολή που απέστειλε στον αυτοκράτορα Φερδινάνδο (στις 18 Μαρτίου 1563), όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Πίος Δ’ είχε ισχυριστεί, ότι ήταν ανέφικτο για τον πάπα και τον αυτοκράτορα να σκέφτονται την προσωπική τους συμμετοχή στη Σύνοδο τού Τρεντ. Έπρεπε να έχουν κατά νου το γεγονός, ότι «θεωρείται βέβαιο ότι το επόμενο καλοκαίρι τεράστιος τουρκικός στόλος θα έρθει προς την περιοχή μας, καθώς και πειρατές μαζί με τον στόλο, και θα κάνουν τη θάλασσα ανασφαλή με όλους τούς τρόπους που χρησιμοποιούν οι ληστές».1 Ένα μήνα αργότερα (στις 16 Απριλίου), στην πρώτη ομιλία του σε γενική σύναξη τής συνόδου, ο καρδινάλιος Μορόνε είχε υπογραμμίσει τον τουρκικό κίνδυνο, τονίζοντας ότι η διαφωνία μεταξύ των χριστιανών ενίσχυε συνεχώς τη δύναμη τού σουλτάνου να επιτίθεται εναντίον τους.2 Την επόμενη μέρα (7 Σεπτεμβρίου), όπως έχουμε επίσης δει, ο Δον Μάρτιν ντε Ρόχας Πορταλρούμπιο, αντικαγκελλάριος των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ, είχε προειδοποιήσει επισήμως τούς πατέρες τού Τρεντ, ότι το στρατηγικής θέσης νησί τής Μάλτας βρισκόταν σε κίνδυνο επίθεσης από τούς Τούρκους, και ότι αν το νησί έπεφτε, η Χριστιανοσύνη θα υφίστατο «πολύ σοβαρό … και ίσως ανίατο πλήγμα» (gravissimum… ac forsitan insanabile vulnus), χτύπημα από το οποίο δεν θα υπήρχε ίσως ανόρθωση.3 Όμως οι Τούρκοι είχαν υπάρξει ήσυχοι για κάποιο χρονικό διάστημα και οι πατέρες δεν φαίνεται να είχαν θορυβηθεί πολύ από αυτή την προειδοποίηση.

Ο Πίος Δ’ φαινόταν επίσης να ασχολείται αδικαιολόγητα με την υποτιθέμενη προοπτική τής εισόδου τεράστιας τουρκικής αρμάδας στα δυτικά ύδατα κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1564. Στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής περιόδου 1561-1564 οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν καμία μεγάλης κλίμακας εκστρατεία ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα. Άλλωστε είχε ρυθμιστεί ειρήνη οκτώ ετών μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, όπου η επικύρωση τής συμφωνίας από τον τελευταίο παραδόθηκε στον Φερδινάνδο από τον Τούρκο δραγουμάνο Ιμπραήμ μπέη στη Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, στις 27 Νοεμβρίου 1562.

Οι Τούρκοι είχαν ασφαλώς προσφέρει σημαντική υπηρεσία στη Χριστιανοσύνη, γιατί αυτή η περίοδος τής ειρήνης είχε βοηθήσει να καταστεί δυνατή για δύο ολόκληρα χρόνια η καρποφόρα συνοδική απασχόληση των πατέρων στο Τρεντ, όπου είχαν εμπλακεί σε αρκετές διαμάχες χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίζουν τούς φόβους και τις απογοητεύσεις που πάντοτε συνόδευαν τουρκικές επιθέσεις. Ο Πίος ιδιαίτερα είχε κάθε λόγο να είναι ευγνώμων για την αδράνεια των Τούρκων. Οι μητροπόλεις των νότιων Ιταλών επισκόπων, πολλοί από τούς οποίους υποστηρίζονταν οικονομικά στο Τρεντ από παπικούς πόρους (και είχαν την τάση να ψηφίζουν υπερασπιζόμενοι την κούρτη), θα ήσαν οι πιο εκτεθειμένες, όπως ήσαν πάντοτε, σε τουρκικές ναυτικές επιδρομές. Μεγάλος αριθμός αυτών των επισκόπων θα έπρεπε να επιστρέψουν στις έδρες τους στον απόηχο τουρκικών επιθέσεων, όπως εκείνες που είχαν υπάρξει πριν από μια δεκαετία.

Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος είχε αφιερώσει πολύ χρόνο και προσοχή στις διαδικασίες τού Τρεντ, ακόμη και αναλαμβάνοντας διαμονή στο Ίννσμπρουκ, για να είναι πιο κοντά στη σύνοδο. Μια τουρκική εισβολή στην Ουγγαρία θα τον αποσπούσε εντελώς από τις υποθέσεις τής συνόδου. Ο Πίος και ο νούντσιος Ντελφίνο δεν θα ήσαν ενδεχομένως σε θέση να χρησιμοποιήσουν τη συμφωνία του για την επίσημη ολοκλήρωση τής συνόδου, με πιθανό αποτέλεσμα καταστροφική αναστολή, την οποία τόσο οι ηγεμόνες όσο και οι πατέρες είχαν φοβηθεί ως πιθανότητα. Ο Σουλεϊμάν σπάνια ήταν τόσο συνεργάσιμος, αλλά τώρα ήταν γέρος και ήταν κουρασμένος.

Κανείς δεν μπορούσε όμως να είναι απολύτως βέβαιος ότι η άνοιξη δεν θα έφερνε τουρκική επίθεση. Καθένας με πρόσβαση στην Ισταμπούλ προσπαθούσε να ρίχνει μια ματιά στον ναύσταθμο. Η Γαλλία άρχιζε μόλις τώρα να παρασύρεται σε θρησκευτικό χάος, αλλά οι Γάλλοι εκπρόσωποι στον Βόσπορο παρέμεναν σε γενικές γραμμές καλά ενημερωμένοι. Όμως οι τουρκικές σχέσεις με τη Γαλλία είχαν ψυχρανθεί και ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν πολύ λιγότερο πιθανό απ’ όσο μέχρι τότε να αποκαλύψει τις προθέσεις του. Οι ανακοινώσεις (avvisi) και οι πρεσβευτικές αναφορές τής εποχής είναι συχνά πλούσιες σε ακριβή πραγματικά στοιχεία, αλλά οι εικασίες των ίδιων των πρεσβευτών μπορούσαν μόνο να αφήνουν τις κυβερνήσεις τους να αναρωτιούνται τι έπρεπε να περιμένουν. Έτσι, στις 18 Φεβρουαρίου 1561, κατά την έναρξη τής τετραετούς προσωρινής κατασίγασης τής τουρκικής επιθετικότητας, ο Ζαν Ντολού, τον οποίο ο Φραγκίσκος Β’ είχε στείλει στην Ισταμπούλ ως «εκπρόσωπό μου στην Πύλη τού Μεγάλου Άρχοντα» (mon agent à la Porte du Grand Seigneur),4 έγραφε στον Φρανσουά ντε Νοαίγ, τον επίσκοπο τού Νταξ και Γάλλο πρεσβευτή στη Βενετία, ότι ο Σουλεϊμάν είχε διατάξει επιθεώρηση στον ναύσταθμο όλων των γαλερών που ήσαν έτοιμες για δράση. Ο Ντολού μπορούσε μόνο να μαντέψει τι βρισκόταν μπροστά.

Ο άγρυπνος εκπρόσωπος είχε βέβαια μάθει, ότι υπήρχαν 113 τουρκικές γαλέρες έτοιμες να αποπλεύσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν υπήρχε όμως καμία ένδειξη ότι ο Σουλεϊμάν σχεδίαζε εκστρατεία. Φαινόταν ότι απλώς φρόντιζε για «τη φρούρηση και προστασία τής χώρας του» (les garde et conservation de ses païs). Το ότι αυτό συνέβαινε, ήταν σαφές κατά τον Ντολού από την άρνηση τού σουλτάνου να στείλει δυνάμεις σε βοήθεια των ηγεμόνων τής Τύνιδας και τού Αλγεριού εναντίον τής Λα Γκολέττα. Είχαν δηλώσει, «ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να υποτάξουν εντελώς τούς Μαυριτανούς σε υπακοή στην Υψηλότητά του και να τούς εμποδίζουν να εξεγείρονται εναντίον του, όπως συνήθως κάνουν». Ο Σουλεϊμάν είχε απορρίψει την έκκλησή τους. Προφανώς οι Τούρκοι δεν θα κινούνταν προς τα δυτικά. Επιπλέον ο σουλτάνος δεν είχε εκδώσει εντολές για την παραγωγή γαλέτας, οι οποίες αποτελούσαν το αναπόφευκτο προοίμιο σημαντικής εκστρατείας. Αλλά ο Ντολού ταραζόταν από τον φόβο, ότι ίσως παρερμήνευε τις πληροφορίες που συγκέντρωνε. Με όλους αυτούς τούς σκλάβους στην Ισταμπούλ και με τη χωρίς τέλος μάζα των ατόμων, «οι οποίοι περιμένουν απλώς για μισθούς», οι Τούρκοι θα μπορούσαν εύκολα να βάλουν στη θάλασσα ογδόντα περίπου γαλέρες, που είχαν διατάξει να διατηρούνται σε ετοιμότητα.

Ο Ντολού πίστευε ότι ο Σουλεϊμάν ανέβαλλε περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις, για να γλυτώσει τον λαό του από το κόστος τού πολέμου, το οποίο, «με την πλεονεξία των υπουργών του», είχε προκαλέσει τόσο φοβερό πληθωρισμό στην Οθωμανική αυτοκρατορία, «τέτοια μεγάλη έλλειψη των πάντων» (une si grande chereté de toutes choses), που ακόμη και οι πιο ευκατάστατοι θα είχαν πρόβλημα να βρουν τα μέσα για να ζήσουν. Οι δυσκολίες αυξάνονταν από μέρα σε μέρα. Επιδρούσαν αρνητικά στα ήθη. Οι υπήκοοι τού σουλτάνου είχαν εγκαταλείψει τούς εαυτούς τους σε κάθε είδους απόλαυση. Εκείνος προσπαθούσε να τούς κάνει να επιστρέψουν σε πιο θρησκευτικό τρόπο ζωής.

Στα πλαίσια τής προσπάθειας για την αποκατάσταση των ηθικών αξιών τής Οθωμανικής κοινωνίας ο Σουλεϊμάν κατέστρεφε όλους τούς αμπελώνες, χωρίς να σκέφτεται την αδικία που έκανε στους φτωχούς. Αν αυτή η λιτότητα συνεχιζόταν, οι Έλληνες δεν θα είχαν τα μέσα για να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας που τού χρωστούσαν. Το κρασί αποτελούσε πηγή εισοδήματος. Υπήρχε πάντοτε ζήτηση στην Ευρώπη για το γλυκό κρασί Μονεμβασίας. Ο Σουλεϊμάν προσπαθούσε με μικρή επιτυχία να επαναφέρει τούς Τούρκους στην προσευχή. Οι γενίτσαροι γκρίνιαζαν. Είχαν ανατραφεί για να κάνουν κακό και όχι για να ασκούν ευσέβεια. Οι άνθρωποι προέβλεπαν αλλαγή των εντολών τού σουλτάνου. Δεν επρόκειτο να κερδίσει τις καρδιές αυτών των βαρβάρων, στερώντας τους την παλιά τους ελευθερία να κάνουν λάθος. Από όλα αυτά ο ντε Νοαίγ έπρεπε να καταλάβει, ότι η Γαλλία δεν ήταν η μόνη που είχε προβλήματα από το γεγονός τής θρησκείας «και ότι φαίνεται ότι η τάση αυτή επεκτείνεται σε όλους» (et qu’ il semble que ceste inclination s’ étende par tout le monde).

Εν πάση περιπτώσει οι Τούρκοι είχαν στείλει τελικά δύο γαλέρες, για να δώσουν κάποια βοήθεια στο Αλγέρι. Κρατούσαν έτοιμες δεκαπέντε άλλες, καθώς και πέντε γαλιότες, για να τις στείλουν στον Καφφά (Θεοδοσία) μόλις επέστρεφε ένας τσαούς ή απεσταλμένος, τον οποίο ανέμεναν από ώρα σε ώρα. Ο τσαούς θα τούς έλεγε κάτι για τις δυνάμεις και τις προθέσεις των Μοσχοβιτών. Κατά τη γνώμη όμως τού Ντολού, οι χειμερινές επιθέσεις των Μοσχοβιτών κατά τής Τάνα (Αζόφ) αποτελούσαν μάλλον επιδρομές και όχι πραγματικό πόλεμο.5 Όταν ο Ντολού έγραφε στον ντε Νοαίγ, ο Σουλεϊμάν έλειπε από την πόλη σε παρατεταμένο κυνήγι. Είχε καλούς λόγους που έφυγε από την Ισταμπούλ.

Δύο βδομάδες αργότερα, στις 5 Μαρτίου (1561), ο Ντολού έγραφε στον Σαρλ ντε Γκυζ, τον καρδινάλιο τής Λωρραίνης. Ο Μεγάλος Άρχοντας είχε περάσει τρεις εβδομάδες στο κυνήγι, συνοδευόμενος μόνο από τούς οικιακούς του υπηρέτες. Είχαν δοθεί εντολές να καθαριστεί ολόκληρη η περιοχή τού παλατιού, τού «Σεράι», γιατί ήταν μολυσμένο με πανούκλα. Όσο για τον μεγάλο βεζύρη Ρουστέμ πασά, αν ήταν ανεξέλεγκτος πριν, τώρα είχε γίνει χειρότερος. Τα πράγματα δεν πήγαιναν με τον τρόπο που ήθελε. Ήταν επίσης άρρωστος εδώ και πολύ καιρό και βρισκόταν σε τραγική, ερεθιστική κατάσταση, όπως ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ’ κατά το τέλος τής ζωής του. Μπορούσε βεβαίως κανείς να επιθυμεί αλλαγή προς το καλύτερο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Παντού υπήρχε φτώχεια. Οι τιμές ήσαν απλησίαστες. Το πρόβλημα αποδιδόταν στη μεγάλη ηλικία τού σουλτάνου, γιατί άφηνε να τον κυβερνούν η απληστία και οι ορέξεις των υπουργών του. Ο Ντολού ενημέρωνε τον Γκυζ για τις ογδόντα γαλέρες που ήσαν έτοιμες να περιπολήσουν στο Αρχιπέλαγος, αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει ένδειξη, ότι θα στέλνονταν σε εκστρατεία προς τα δυτικά. Οι Τούρκοι ίσως έστελναν επίσης είκοσι γαλέρες στη Μαύρη Θάλασσα, «για την υπεράσπιση των Τατάρων και την οχύρωση τού Καφφά και τής Τάνα κατά των Τσερκέζων και των Μοσχοβιτών». Ο Σουλεϊμάν ανέμενε τα νέα από την Περσία και η Ισταμπούλ περίμενε την απόφασή του, αν θα πήγαινε προς το Χαλέπι ή αν θα έλυνε το Βιεννέζικο πρόβλημά του και θα εξασφάλιζε την κατοχή τής Τρανσυλβανίας.6

Στις αρχές τής άνοιξης τού 1561 ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, επίσκοπος τού Νταξ, ανακλήθηκε από τη Βενετία και αργότερα χρησιμοποιήθηκε από την βασίλισσα-αντιβασιλέα Αικατερίνη των Μεδίκων σε αποτυχημένη αποστολή στη Ρώμη. Ο ντε Νοαίγ είχε τα προβλήματά του. Όπως ο φίλος του καρδινάλιος Οντέ ντε Σατιγιόν και έξι άλλοι Γάλλοι επίσκοποι, ο ντε Νοαίγ είχε κατηγορηθεί για αίρεση από τη Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση. Όμως ήταν πολύ χρήσιμο για την Αικατερίνη να αφεθεί στην πρεσβεία στη Βενετία. Εκείνη ήθελε από αυτόν να κάνει πράγματα. Η γαλλική αυλή βρισκόταν σε διαφωνία με την κούρτη και τέτοια ήταν η θρησκευτική και πολιτική σύγχυση τού 1563-1564, που η Γαλλία δεν αποδέχθηκε ποτέ επίσημα τα διατάγματα τής συνόδου τού Τρεντ.7 Ο ντε Νοαίγ αντικαταστάθηκε στη Βενετία από τον άρχοντα ντε Μπουασταίγ, ο οποίος προσπαθούσε να κρατά ενήμερη την Αικατερίνη και το αγόρι-βασιλιά Κάρολο Θ’ για τις υποθέσεις τής Ανατολικής Μεσογείου.8

Σε κάποιο βαθμό η ενετική κυβέρνηση μοιραζόταν τις αναφορές τού βαΐλου της στην Ισταμπούλ (τότε τού Τζιρολάμο Φέρρο) με τον κύριο ντε Μπουασταίγ, ο οποίος συνδύαζε τις πληροφορίες με εκείνες που έπαιρνε από τον Ζαν Ντολού και τις έστελνε όλες στην Αικατερίνη των Μεδίκων. Στις 7 Ιουνίου 1561 ήταν πια σαφές, ότι η Βενετία και η Αγία Έδρα, η Νάπολη και η Σικελία, είχαν λίγα να φοβηθούν από τούς Τούρκους. Η εποχή ήταν κάπως πολύ προχωρημένη για μακρινά ταξίδια, όπως έγραφε ο Μπουασταίγ στην Αικατερίνη, και «ο εν λόγω στρατός δεν είναι για μεγάλα κατορθώματα αυτή τη χρονιά» (ladicte armée n’ est pas pour faire grandz exploictz ès mers de Ponant pour ceste année).9

Τρεις εβδομάδες αργότερα (στις 27 Ιουνίου) o Mπουασταίγ έγραφε ξανά, για να πει στην Αικατερίνη ότι προωθούσε με γρήγορο αγγελιοφόρο δύο επιστολές από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν προς τον Κάρολο Θ’. Στην πρώτη από αυτές τις επιστολές ο σουλτάνος εξέφραζε την ακραία ενόχλησή του, ότι κουρσάροι από την ακτή τής Μπαρμπαριάς και από αλλού παρενοχλούσαν Γάλλους υπηκόους, «τους οποίους εκτιμά ως φίλους και συμμάχους του». Ο Σουλεϊμάν είχε λοιπόν στείλει εντολές τόσο στον Χασάν, τον «βασιλιά» ή πασά τού Αλγεριού, όσο και στον Ντραγκούτ Ρέις, τον πασά τής Τρίπολης, να τιμωρήσουν αυτούς τούς κουρσάρους αυστηρά και να φροντίσουν για την επιστροφή, στην αρμόδια γαλλική αρχή, όλων των σκαφών, εμπορευμάτων και αιχμαλώτων που είχαν αρπάξει οι κουρσάροι στους «αγώνες και τις λεηλασίες» τους (courses et pilleries). Ο Μπουασταίγ μπορούσε να στείλει στην Αικατερίνη ακόμη και αντίγραφα των εντολών τού σουλτάνου, οι οποίες, έλεγε, ήσαν τόσο ευνοϊκές, όσο καμία άλλη επικοινωνία που είχαν λάβει οι Γάλλοι από την Υψηλή Πύλη εδώ και καιρό. Αν οι εντολές τού σουλτάνου εκτελούνταν σωστά, ο Μπουασταίγ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι, εκτός από την ανάκτηση των απωλειών, οι κουρσάροι στο εξής θα περιορίζονταν και ότι οι Γάλλοι έμποροι θα εύρισκαν ανοιχτό τον δρόμο προς τον πλούτο.

Οι δύο επιστολές τού σουλτάνου είχαν γραφεί ως απάντηση σε φιλική επιστολή, την οποία τού είχε στείλει ο Κάρολος Θ’. Σύμφωνα με το ιταλικό κείμενο τής δεύτερης επιστολής τού σουλτάνου, που έχει ημερομηνία 8 Μαΐου 1561, ο Κάρολος είχε δηλώσει, ότι ήθελε να συνεχίσει την φιλία και κατανόηση που είχαν με την Υψηλή Πύλη ο πατέρας του Ερρίκος Β’ και ο αδελφός του Φραγκίσκος Β’. Ο Κάρολος είχε αναφέρει, ίσως εν παρόδω, τις γαλλικές ζημιές από τούς κουρσάρους. Όμως ο κύριος Ντολού είχε περιγράψει τις απώλειες αυτές με κάποια λεπτομέρεια, και ο σουλτάνος έστελνε τώρα διαβεβαιώσεις ότι θα επανορθώνονταν. Επιπλέον, «δεδομένου ότι είναι [μεταξύ] των αρχαίων εθίμων τού οίκου μας και των προκατόχων μας», έγραφε στον Κάρολο,

να δεχόμαστε όλους εκείνους που επιθυμούν τη φιλία μας, είμαστε ευτυχείς να δεχτούμε εκείνη τής μεγαλειότητάς σας και μάλιστα ιδιαιτέρως, γιατί ανατρέχει από πολύ παλιά. Από την πλευρά μας σάς υποσχόμαστε να τη διατηρούμε και να την τηρούμε χωρίς παραβίαση.

Ο Μπουασταίγ προσθέτει στην επιστολή του τής 27ης Ιουνίου προς την Αικατερίνη, ότι ο Σουλεϊμάν προφανώς παρακινήθηκε από «την πιθανότητα που βλέπει για ύπαρξη μακροχρόνιας ειρήνης μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων». Η πίεση των γηρατειών και η εξέγερση τού γιου του, τού Βαγιαζήτ, είχαν επίσης βοηθήσει να παραχθεί αυτή η φιλική στάση. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, ο Μπουασταίγ θεωρούσε ότι η απάντηση τού σουλτάνου ήταν ειλικρινής και η φήμη του ήταν τέτοια, ώστε να αξίζει έκφραση ευχαριστιών από τον Κάρολο Θ’, ιδιαίτερα επειδή ο Σουλεϊμάν είχε αναφέρει, ότι ήθελε να ακούει συχνά από τη μεγαλειότητά του.10

Η ασφάλεια από τούς κουρσάρους τής Μπαρμπαριάς άξιζε ένα ευχαριστώ από τον βασιλιά τής Γαλλίας, όπως υπενθύμιζε ο Μπουασταίγ στον Κάρολο σε επιστολή από τη Βενετία στις 11 Ιουλίου (1561), γιατί τις τελευταίες ημέρες επτά γαλέρες που ανήκαν στον Φίλιππο Β’ ή σε υπηκόους του είχαν δεχτεί επίθεση και είχαν παρθεί από κουρσάρους. Οι γαλέρες είχαν ξεκινήσει από τη Σικελία και τις καταδίωξαν τρεις γαλιότες τής Μπαρμπαριάς καθώς κατευθύνονταν στο νησί Λίπαρι, όπου ήσαν κρυμμένες άλλες δέκα γαλιότες τής Μπαρμπαριάς. Ο Μπουασταίγ είχε μόλις μάθει από τη Σινιορία με ποιόν τρόπο οι επτά γαλέρες «πάλεψαν και λεηλατήθηκαν άθλια» (furent combatues et misérablement déprédées), πράγμα που ήταν μεγάλη απώλεια για τον Φίλιππο Β’, γιατί μικρή ελπίδα υπήρχε ότι οι Ισπανοί θα ξανάβλεπαν ποτέ τα αιχμαλωτισμένα πλοία ή τούς άνδρες που ήσαν πάνω τους.11

Η πανούκλα την οποία ο Σουλεϊμάν ήθελε να καθαρίσει από το σεράι έγινε πολύ χειρότερη και πήρε βαρύ φόρο σε ανθρώπινες ζωές στην Ισταμπούλ κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1561. Στις 15 Ιουλίου κάποιος Αντουάν Πετρεμόλ έγραφε στην Αικατερίνη των Μεδίκων από την πληγείσα πόλη, ότι τής έστελνε την τελευταία επιστολή τού Ζαν Ντολού. Ο Ντολού είχε μόλις πεθάνει, μια μέρα πριν από τον μεγάλο βεζύρη Ρουστέμ πασά, τον οποίο είχε διαδεχτεί ο Αλή πασάς. Ο Πετρεμόλ, προφανώς στενός συνεργάτης τού Ντολού στη γαλλική αποστολή στην Πύλη, ικέτευε την Αικατερίνη να αντικαταστήσει τον ικανό Ντολού με κάποιο καλό και επαρκές πρόσωπο, «για να έχουμε σε ώρα ανάγκης τέτοια φιλία» (pour le besoing qu’ on peut avoir de ceste amitié). Στο μεταξύ ο Πετρεμόλ θα έκανε ό,τι μπορούσε για να υπηρετήσει τις Μεγαλειότητές τους και είχε ήδη αρχίσει να το κάνει. Εξοικειωμένος με όλες τις ανησυχίες τής γαλλικής αποστολής, ο Πετρεμόλ είχε πάει να δει τον Αλή πασά, συνιστώντας σε αυτόν «πάνω απ’ όλα τα πράγματα αυτή την αληθινή και τέλεια φιλία» μεταξύ Γαλλίας και Υψηλής Πύλης. Ο Αλή απάντησε «ότι είναι στο χέρι μας». Ο Μεγάλος Άρχοντας ποτέ δεν θα πρόδιδε τούς Γάλλους.

O Πετρεμόλ ανέφερε τότε στον Αλή πασά το θέμα των γαλλικών πλοίων,

που αρπάχτηκαν τον προηγούμενο χρόνο από Αλγερινούς κουρσάρους, ικετεύοντάς τον να επαναλάβει την εντολή (για την επιστροφή τους) στον Αχμέτ πασά, τον νέο μπεηλερμπέη τού Αλγεριού, ο οποίος έχει αντικαταστήσει τον γιο τού Μπαρμπαρόσσα, που οδηγήθηκε δεμένος εδώ στην Πύλη από τούς δικούς του ανθρώπους, κατηγορούμενος για προδοσία. Μόλις [ο Αλή πασάς] μού υποσχέθηκε να το πράξει, οι εν λόγω μπεηλερμπέης έφτασε απροσδόκητα. Ο [Αλή] πασάς τον διέταξε αμέσως να εκτελέσει όλες τις εντολές που είχαν σταλεί στον γιο τού Μπαρμπαρόσσα.

Ο Γάλλος εκπρόσωπος είχε την πεποίθηση, ότι ο Αχμέτ πασάς θα εκτελούσε όντως τις διαταγές του, γιατί είχε παρατηρήσει ότι ο Αχμέτ ήταν άτομο που κινιόταν γρήγορα. Ήταν επίσης ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στους Γάλλους, γιατί είχε μεγαλώσει στη γαλλόφιλη ατμόσφαιρα τού σεράι και φυσικά μοιραζόταν την αγάπη τού σουλτάνου για τον Γάλλο βασιλιά.12

Πράγματι, ο Ντολού ήταν νεκρός. Η Αικατερίνη των Μεδίκων έλαβε τα νέα και από τη Βενετία. Ο κύριος ντε Μπουασταίγ τής έγραψε (στις 5 Αυγούστου 1561):

Κυρία, μόλις έφτασε φρεγάτα σταλμένη από την Κωνσταντινούπολη από τον πρέσβη τής Σινιορίας και με τον τρόπο αυτό έμαθα για τον θάνατο τού δύστυχου Ντολού, εκπρόσωπου τής μεγαλειότητάς του στην Πύλη. Πέθανε από την πανούκλα στις 10 τού προηγούμενου μήνα. Δεδομένου ότι φοβάμαι, ότι επειδή ο λοιμός μαίνεται τόσο άγρια εκεί πέρα, μπορεί μην έχει μείνει κανείς για να σάς δώσει αυτή την είδηση ή για να βρίσκεται σε επαφή με τον Μεγάλο Άρχοντα και τούς υπουργούς του, εν αναμονή οποιασδήποτε ρύθμισης επιλέξετε αργότερα να κάνετε εσείς και η μεγαλειότητά του, έχω αποφασίσει, όπως είχε γίνει στο παρελθόν σε αντίστοιχη περίπτωση, να στείλω αύριο επιστολή με γρήγορο αγγελιοφόρο προς τον [Αλή] πασά καθώς και προς τούς δραγουμάνους σας, τόσο για να τούς διαβεβαιώσω, ότι η μεγαλειότητά του και εσείς… δεν θα παραλείψετε να στείλετε τον εκπρόσωπό σας πολύ σύντομα, αλλά και για να τοποθετηθούν σε ασφαλές μέρος τα χαρτιά και τα έγγραφα [του Ντολού] που αφορούν την υπηρεσία τού βασιλιά….13

Τις αναφορές τού Ντολού από την Ισταμπούλ προς τον Φρανσουά ντε Νοαίγ στη Βενετία αντικαθιστούσαν τώρα εκείνες που άρχιζε να στέλνει ο Αντουάν Πετρεμόλ στον άρχοντα ντε Μπουασταίγ. Παρά την φαινομενική αδράνεια τού ηλικιωμένου Σουλεϊμάν, οι γαλλικές επιστολές από την Υψηλή Πύλη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το έτος 1561, γιατί οι Τούρκοι απολάμβαναν τη λιακάδα τής νίκης τους στη Τζέρμπα. Στις 24 Ιουλίου ο Πετρεμόλ έγραφε στον Μπουασταίγ για την επικείμενη αναχώρηση τού Αχμέτ πασά από τα στενά τού Βοσπόρου, για τη νέα του θέση ως μπεηλερμπέης τού Αλγεριού:

Άρχοντά μου, ο κύριος Αχμέτ πασάς θα φύγει σύντομα με τέσσερις γαλέρες και μια γαλιότα, για να ενωθεί με την αρμάδα στο Καστέλ Ρόσσο [Κάρυστο] στο νησί τού Νεγκροπόντε και να βάλει σε τάξη τις εικοσιπέντε γαλέρες, που θα πάνε με τον εν λόγω μπεηλερμπέη στο Αλγέρι. Υποψιάζομαι ότι, γνωρίζοντας για τις εξήντα χριστιανικές γαλέρες που βρίσκονται στη Μεσσίνα, θα πάρει μεγαλύτερο αριθμό γαλερών είτε για την ασφάλειά του ή για συνάντηση με τις χριστιανικές γαλέρες, εκτός αν είναι τόσο φουσκωμένος με ματαιοδοξία λόγω τής νίκης που πέτυχαν οι Τούρκοι πέρυσι [στη Τζέρμπα], ώστε να πιστεύει ότι ολόκληρος ο χριστιανικός στόλος δεν είναι επαρκής για να προχωρήσει εναντίον του….

Εκτός από φήμες για υποτιθέμενα δρώμενα στην Τρανσυλβανία και την πιθανότητα, ή το απίθανο, προέλασης το Σουλεϊμάν και πάλι προς το Χαλέπι (Χαλέμπ), ο Πετρεμόλ μπορούσε να εφοδιάσει τον Μπουασταίγ με μερικά γεγονότα. Ένας Τυνήσιος πρεσβευτής είχε εμφανιστεί στην Πύλη για να φιλήσει το χέρι τού σουλτάνου και να ζητήσει βοήθεια εναντίον των ισπανικών δυνάμεων, που υποτίθεται ότι συγκεντρώνονταν εναντίον τού ηγεμόνα του. Ο τελευταίος θα έπαιρνε τη βοήθεια, «επειδή η Υψηλότητά του ποτέ δεν αρνείται βοήθεια σε εκείνους που την ζητούν από αυτόν, ιδιαίτερα εκείνους που είναι τής ίδιας πίστης και βρίσκονται σε αντίθεση με τούς εχθρούς του». Ο Πετρεμόλ είχε τον νου του και στον Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ: «Χτες ο πρέσβης τού Φερδινάνδου πήγε να δει τον Αλή πασά με μεγάλο δώρο από μεταξωτό ύφασμα, ρολόγια και άλλα πράγματα. Δεν έχω ακόμη κατορθώσει να μάθω τι έχουν συμφωνήσει…». Ο Πετρεμόλ πίστευε ότι ο Μπουσμπέκ προσπαθούσε να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση ενός κυρίου, ο οποίος μαράζωνε σε τουρκική φυλακή για δύο χρόνια,14 πράγμα που ίσως κάλλιστα συνέβαινε. Τον Μπουσμπέκ συγκινούσε πάντοτε το δράμα των χριστιανών κρατουμένων στην Πύλη, ιδιαίτερα μετά την πλημμύρα χριστιανών αιχμαλώτων από τη Τζέρμπα. Κυρίως όμως προσπαθούσε να διαπραγματευτεί ειρήνη μεταξύ Σουλεϊμάν και Φερδινάνδου, όπως ο Πετρεμόλ ήξερε καλά15 και (όπως ξέρουμε καλά) κατόρθωσε τελικά να την πετύχει.

Ο Πετρεμόλ κρατούσε τον Μπουασταίγ και τη γαλλική κυβέρνηση ενήμερους για τη δυσχερή θέση των Ισπανών αιχμαλώτων που είχαν συλληφθεί στη Τζέρμπα. Υποτίθεται ότι θα κατόρθωνε την έκδοση ορισμένων αξιωματούχων τού γαλλικού βασιλικού θησαυροφυλακίου, για τούς οποίους υπήρχε για κάποιο διάστημα η άποψη, ότι είχαν διαφύγει «στο Κάιρο ή την Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου ή στο Χαλέπι και την Τρίπολη τής Συρίας». Όμως φαινόταν πιο πιθανό, ότι αυτοί οι αξιωματούχοι, των οποίων οι οικονομικοί λογαριασμοί είχαν προβλήματα, πρέπει να είχαν πάει στην Αγγλία ή τη Γερμανία, «ή μάλλον σε κάποιο μέρος στην Ιταλία», γιατί θα είχαν ελάχιστες πιθανότητες να κρυφτούν στα εδάφη τού σουλτάνου.16 Ο Πετρεμόλ ανέφερε για τον γάμο τού Αχμέτ, τού αγά των γενιτσάρων, με τη μοναχοκόρη τού εκλιπόντος Ρουστέμ πασά. Ο σουλτάνος είχε δώσει στον Αχμέτ όλα τα εισοδήματα τού Ρουστέμ, μεγάλα χρηματικά ποσά και την κατοικία τού Ρουστέμ. Όταν ολοκληρωνόταν ο γάμος, αναμενόταν ότι ο αγάς θα γινόταν «ο πέμπτος πασάς ή τουλάχιστον μπεηλερμπέης τής Ελλάδας». Στην Ισταμπούλ υπήρχαν φήμες για ειρήνη, που είχε γίνει μεταξύ των βασιλέων τής Ισπανίας και τής Τύνιδας. Τριάντα ισπανικές γαλέρες λεγόταν ότι είχαν συλλάβει δεκαεπτά Αλγερινές γαλιότες.

Πέρσης πρεσβευτής, σταλμένος από τον παλιό εχθρό τού Σουλεϊμάν, τον σάχη Ταμάσπ Α’ (1524-1576), έφτασε στον Βόσπορο στις 23 Οκτωβρίου (1561). Τέσσερις ημέρες αργότερα ο πρέσβης έγινε δεκτός από τον Αλή πασά, στον οποίο έδωσε περσικά χαλιά και πετράδια από πλούσιο τυρκουάζ. Την 1η Νοεμβρίου ο πρέσβης οδηγήθηκε ενώπιον τού σουλτάνου Σουλεϊμάν για να τού φιλήσει το χέρι. Παρουσίασε στον σουλτάνο τα δώρα τού σάχη, μεταξωτά αντίσκηνα και τάπητες τοίχου υφασμένους με χρυσό και ασήμι. Τα κοντάρια των αντίσκηνων ήσαν επιχρυσωμένα και επενδεδυμένα με ασήμι αντί για σίδερο. Ανάμεσα στα άλλα δώρα προς τον σουλτάνο ήσαν αναγκαστικά κι άλλα περσικά χαλιά «πλούσια και εκλεκτά» (riches et exquis), επίσης τριάντα αρπακτικά πουλιά, δύο κοράνια και έξι άλλα βιβλία τού Ισλαμικού νόμου, πορσελάνη και μεγάλο βάζο με «δάκρυ ελαφιού» (larme de cerf) ως αντίδοτο στο δηλητήριο.

Ο Βαγιαζήτ ήταν φυσικά το αντικείμενο των τουρκο-περσικών διαπραγματεύσεων. Ο πρέσβης κρατιόταν σε απομόνωση και έτσι κανένας Τούρκος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Στις 26 Οκτωβρίου και στις 4 Νοεμβρίου ο Πετρεμόλ έγραψε στον Μπουασταίγ όλα όσα είχε μπορέσει να μάθει. Φαινόταν ότι ο Σουλεϊμάν είχε στείλει δύο τσαούσηδες στον σάχη, απειλώντας τον με πόλεμο αν δεν παρέδιδε τον Βαγιαζήτ. Τέσσερις άλλοι τσαούσηδες είχαν σταλεί στα σύνορα τής Περσίας, για να προειδοποιήσουν όλους τούς Τούρκους μπεηλερμπέηδες και σαντζακμπέηδες να βρίσκονται σε ετοιμότητα για πιθανή εισβολή στην Περσία. Προφανώς ένας από τούς πασάδες (les premiers de ceste Porte) είχε υποσχεθεί στον Πετρεμόλ αντίγραφο των επιστολών που ο σάχης είχε στείλει στον σουλτάνο.17

Παρά την υποτιθέμενη «φιλία» μεταξύ τού Σουλεϊμάν και τού Καρόλου Θ’, ο Πετρεμόλ δεν είχε κατορθώσει να απελευθερώσει τούς Γάλλους αιχμαλώτους. Προφανώς οι εντολές που στέλνονταν στο Αλγέρι και στην Τρίπολη δεν εκτελούνταν στο ακέραιο και ο Σουλεϊμάν φαινόταν να παραβλέπει το γεγονός. Ό,τι κι αν ίσχυε, ο Πετρεμόλ επιδίωκε τώρα πάνω απ’ όλα να ελευθερώσει τούς Γάλλους που είχαν συλληφθεί στη Τζέρμπα. Ο Κάρολος είχε αναγνωρίσει τον Πετρεμόλ ως εκπρόσωπό του, για το οποίο ο τελευταίος τον ευχαρίστησε σε επιστολή τής 25ης Νοεμβρίου (1561). Όμως ο Σουλεϊμάν είχε αποξενωθεί λόγω τής γαλλο-ισπανικής ειρήνης τού Κατώ-Καμπρεσί και λόγω τού γεγονότος, ότι ύστερα από την ειρήνη κανένας Γάλλος πρεσβευτής δεν είχε σταλεί στην Πύλη, «αλλά μόνο άνθρωποι χαμηλής ποιότητας κάτω από αυτό το όνομα των εκπροσώπων» (mais seulement gens de petite qualité soubz le nom d’ agens). Εκτός από αυτή την προσβολή, όπως ο ίδιος έγραφε τώρα στον Μπουασταίγ στις 15 Ιανουαρίου 1562, ο Πετρεμόλ ήταν το πέμπτο άτομο που είχε έρθει στην Υψηλή Πύλη χωρίς να φέρνει δώρα. Η απάντηση τού Πετρεμόλ προς τούς Τούρκους ήταν, ότι οι συμπατριώτες του είχαν εξαναγκαστεί στη συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί, επειδή ο διοικητής τού στόλου τού σουλτάνου τούς είχε εγκαταλείψει στις επιχειρήσεις του στη δυτική Μεσόγειο (το καλοκαίρι τού 1558), τη στιγμή ακριβώς που οι Γάλλοι είχαν εναποθέσει τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τους στη ναυτική δύναμη τής Πύλης.18

Η Αικατερίνη των Μεδίκων όντως έστειλε ευγενή απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, τον Φλωρεντινό συγγενή της ιππότη Σαλβιάτι, τον ερχομό τού οποίου ο Πετρεμόλ παρουσίασε ως πολύ σημαντικό στην Πύλη. Ο Σαλβιάτι έτυχε ευνοϊκής υποδοχής. Σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει την ελευθερία ορισμένων ηγετών τού χριστιανικού στρατεύματος στη Τζέρμπα, ιδιαίτερα να πετύχει την απελευθέρωση τού Δον Αλβάρο ντε Σάντε. Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο τού 1562 ο Πετρεμόλ προσπαθούσε να κρατά ενημερωμένους τον Μπουασταίγ και τη γαλλική κυβέρνηση για τα επόμενα σημαντικά νέα από την Ισταμπούλ: Οι προσπάθειες τού Σαλβιάτι για την απελευθέρωση τού Σάντε δεν οδηγούσαν πουθενά. Συνεχιζόταν ο πόλεμος τού «δεσπότη τής Σερβίας» Γιάκομπ Μπασίλικους εναντίον τού λεγόμενου βασιλιά Αλέξανδρου στη Μολδαβία. Ο Ιωάννης Σίγκισμουντ τα πήγαινε καλά στη σύγκρουσή του με τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο στην Τρανσυλβανία. Και ο Μπουσμπέκ φαινόταν να σημειώνει ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία στις διαπραγματεύσεις του με τον Αλή πασά.

Ο Σουλεϊμάν ήταν πολύ απασχολημένος με τον εξεγερμένο γιο του, τον Βαγιαζήτ. Άραγε θα είχε ο Σουλεϊμάν κι άλλο πόλεμο με την Περσία; Θα παρέδιδε άραγε ο σάχης τον πρίγκηπα στο πεπρωμένο για το οποίο είχε αποφασίσει ο πατέρας του ή μήπως θα προσπαθούσε να τον χρησιμοποιήσει για να ξεσηκώσει επανάσταση στην Τουρκία; Ο Σουλεϊμάν ήταν άρρωστος για κάποιο διάστημα το 1562, ενώ για κάποιο πάλι διάστημα υπήρχε φόβος εξέγερσης των γενιτσάρων, οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα θα ξεκινούσαν τη λεηλασία των καλύτερων σπιτιών στην Ισταμπούλ και το Πέρα, «όπως έχουν έθιμο να κάνουν, όταν μεσολαβεί ο θάνατος τού κυρίου τους» (ainsy qu’ ils ont coustume de faire intervenant la mort de leur seigneur). Ένα πράγμα φαινόταν ξεκάθαρα: οι Τούρκοι δεν θα έστελναν μεγάλο στόλο στη δυτική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια τού τρέχοντος έτους. Όπως έγραφε ο Πετρεμόλ στον Μπουασταίγ την Τετάρτη 29 Απριλίου (1562), είκοσι γαλέρες θα άφηναν τα στενά τού Βοσπόρου την 1η Μαΐου «για τη φρούρηση τού Αρχιπελάγους» (pour la garde de l’ Archipelago), ενώ μαζί με εκείνες που διατίθεντο συνήθως στη Ρόδο, τη Μυτιλήνη και το Νεγκροπόντε, θα υπήρχαν τριάντα περίπου τουρκικές γαλέρες σε περιπολία στο Αιγαίο.19

Στη Γαλλία οι πόλεμοι τής θρησκείας είχαν αρχίσει και η γαλλική επιρροή στην Υψηλή Πύλη μειωνόταν. Ο Αντουάν Πετρεμόλ συνέχιζε να στέλνει τις επιστολές του από την Ισταμπούλ στον Κάρολο Θ’ και στον άρχοντα ντε Μπουασταίγ, τον Γάλλο πρεσβευτή στη Βενετία. Όμως στις αρχές τού 1564 ο Αρνώ ντυ Φερριέ ανέλαβε τις υπευθυνότητες τού Μπουασταίγ στη λιμνοθάλασσα. Ο Φερριέ είχε υπάρξει, όπως έχουμε δει, ένας από τούς εκπροσώπους τής Γαλλίας στη Σύνοδο τού Τρεντ και τώρα ξεκινούσε χρόνια υπηρεσίας ως πρεσβευτής τού Καρόλου Θ’ και τού Ερρίκου Γ’ στη Βενετία (1563-1567, 1570-1582). Οι επιστολές τού Πετρεμόλ πήγαιναν λοιπόν στον Φερριέ και η τελευταία από τις διασωζόμενες φαίνεται να είναι εκείνη με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1565.20 Πολύ πιθανόν ο Πετρεμόλ συνέχισε στη θέση του για μερικούς μήνες μετά την ημερομηνία αυτή, αλλά εν πάση περιπτώσει οι επιστολές του καλύπτουν την περίοδο τής τουρκικής πολιορκίας τής Μάλτας.

Στις αρχές τής άνοιξης τού 1564 ο Σουλεϊμάν είχε λάβει από το Αλγέρι επείγουσα αίτηση για βοήθεια κατά τής Ισπανίας. Στις 27 Μαΐου ο Πετρεμόλ έγραφε στον Αρνώ ντυ Φερριέ, ότι από την τελευταία αποστολή που έχει έρθει από τη Βενετία, καθώς και από άλλες γαλέρες που είχαν έρθει από τη Δύση, ο Μεγάλος Άρχοντας είχε πάρει νέα για τη μεγάλη προετοιμασία γαλερών και στρατευμάτων, τα οποία ο βασιλιάς τής Ισπανίας σκόπευε για τη Μπαρμπαριά [ακτή], πράγμα που ήταν ο λόγος τής ξαφνικής εντολής του να ετοιμαστούν εξήντα γαλέρες σε αυτό το λιμάνι [Ισταμπούλ] για να σπεύσουν σε βοήθεια τής εν λόγω Μπαρμπαριάς [ακτής]. Ο πασάς ή «μπεηλερμπέης τής θάλασσας» προσπαθεί να τον παροτρύνει, λόγω τής επιθυμίας που έχει να αποπλεύσει και να πάρει κάποια λάφυρα.

Όμως ο μεγάλος βεζύρης Αλή πασάς, που έβλεπε πιο μακριά από τον μπεηλερμπέη, αποδοκίμαζε κάθε τέτοια κίνηση για το τρέχον έτος. Ήταν ήδη τέλος Μαΐου, πάρα πολύ αργά, γιατί οι εξήντα γαλέρες που ήθελε ο σουλτάνος να ετοιμαστούν για το μακρινό ταξίδι, θα χρειάζονταν περισσότερους από δύο μήνες για να τεθούν σε ετοιμότητα. Ο Πετρεμόλ πίστευε ότι θα επικρατούσε η άποψη τού Αλή, όπως επικράτησε. Τα νέα είχαν κάνει επίσης τούς πασάδες, ιδιαίτερα τον μεγάλο βεζύρη, πιο φιλικούς προς τη Γαλλία, γιατί φοβούνταν μήπως ο Κάρολος Θ’ πάρει το μέρος τού βασιλιά τής Ισπανίας. Αν και η Υψηλή Πύλη είχε τα προβλήματά της, συμπεριλαμβανομένης μιας ανταρσίας των σπαχήδων και των γενίτσαρων στη Βούδα, όπως σημείωνε ο Πετρεμόλ στην επιστολή του τής 27ης Μαΐου,21 φαινόταν σαφές, ότι οι ποντοπόροι πασάδες και μπεηλερμπέηδες είχαν κουραστεί να παραμένουν στην πατρίδα ή να περιπολούν στο Αιγαίο.

Τον Ιούλιο (1564) η πανούκλα χτύπησε και πάλι την τουρκική πρωτεύουσα, όπως ανέφερε ο Πετρεμόλ: «Και, αυτό που είναι χειρότερο, βασιλεύει περισσότερο μεταξύ των χριστιανών απ’ όσο μεταξύ των Τούρκων. Οι Εβραίοι δεν εξαιρούνται» (Et, qui est de pis, elle règne plus entre les chrestiens qu’ entre les Turcs. Les juifs n’ en sont exempts). Εύρισκε πολύ ανησυχητικούς τούς καθημερινούς θανάτους. Ένας από τούς γαμπρούς τού «σουλτάνου» Σελήμ, εκείνος που είχε υπάρξει μπεηλερμπέης τής Ελλάδας, είχε μόλις πεθάνει. Ο Αλή πασάς ήταν άρρωστος. Κατά τα άλλα όλα ήσαν παράξενα ήσυχα. Εκτός από την πανούκλα, «θα είμασταν πολύ χαρούμενοι που ζούμε σε τέτοια γλυκιά ειρήνη» (nous serions trop heureux de vivre en si doulce paix).22 Ήταν η ηρεμία πριν από την καταιγίδα.

Ο θάνατος τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου είχε γίνει γνωστός στην Ισταμπούλ στις 12 Αυγούστου (1564). Άραγε ο γιος του, ο Μαξιμιλιανός Β’, θα πλήρωνε στην Πύλη τον οικονομικό φόρο υποτέλειας, όπως είχε συμφωνηθεί με την ειρήνη τού 1562; Ο σουλτάνος είχε μάθει, ότι ισπανικές γαλέρες είχαν φύγει από τη Σικελία και τη Νάπολη, κινούμενες προς τα δυτικά, ίσως για να χτυπήσουν στην περιοχή τού Αλγεριού. Γαλέρες των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη είχαν φτάσει στο Αρχιπέλαγος, όπου είχαν καταλάβει κοντά στο Τσιρίγο (Κύθηρα), στον Λακωνικό κόλπο, ένα πλοίο που ανήκε στον αρχιευνούχο (καπή αγά) τού σουλτάνου. Ο Σουλεϊμάν διέταξε αμέσως τις εξήντα γαλέρες να είναι έτοιμες για δράση, για να τις στείλει στην ακτή τής Μπαρμπαριάς, σε περίπτωση που ο ισπανικός στόλος ξεκινούσε επίθεση. Αλλά η εποχή ήταν προχωρημένη. Πριν μπορέσουν οι τουρκικές γαλέρες να πάνε τόσο δυτικά, θα ερχόταν ο χειμώνας. Ο μπεηλερμπέης τού Αλγεριού, «ο βασιλιάς τού Αλγεριού» (le roy d’ Algier) και ο Ντραγκούτ Ρέις τής Τρίπολης ήσαν αρκετά ισχυροί, ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να αντισταθούν στις πρώτες επιθέσεις τού ισπανικού στόλου. Ο Σουλεϊμάν ανακάλεσε λοιπόν τις προηγούμενες εντολές του και απλώς ενίσχυσε τις περιπολίες στο Αρχιπέλαγος.

Στις 15 Σεπτεμβρίου (1564) ο Σουλεϊμάν είχε επιστρέψει από κυνήγι ορτυκιού και εκείνη τη νύχτα ξέσπασε πυρκαγιά στην Ισταμπούλ. Σύμφωνα με τον Πετρεμόλ έκαψε περισσότερα από 7.500 καταστήματα και υπαίθριους πάγκους, 2.000 μικρά σπίτια και δύο μεγάλα καραβανσεράι (πανδοχεία), όλα σε λιγότερο από τέσσερις ώρες. Ήσαν όλα χτισμένα από ξύλο «και ο άνεμος ήταν κάπως δυνατός» (et le vent estoit un peu grand). Όμως η ζημιά δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο θα πίστευε κανείς, όπως εξηγούσε ο Πετρεμόλ στον Φερριέ, αφού οι έμποροι αποθήκευαν τα εμπορεύματά τους σε βαριά θησαυροφυλάκια και σε αποθήκες στο τέλος κάθε μέρας. Παρ’ όλα αυτά μόνο η άσκηση μεγάλης επιμέλειας είχε σώσει σημαντικό μέρος τής πόλης. Τα καταστήματα και οι υπαίθριοι πάγκοι, τα σπίτια και τα δύο πανδοχεία, παρήγαγαν καθημερινό ενοίκιο 800 χρυσών νομισμάτων (écus), το οποίο πήγαινε στα κύρια τζαμιά τής πόλης.23

Τα γεγονότα στην Ισταμπούλ και την Κεντρική Ευρώπη φαίνονται μερικές φορές να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας καθώς διαβάζουμε τις επιστολές τού Πετρεμόλ. Στις 14 Οκτωβρίου (1564) ο ίδιος ενημέρωνε τον Φερριέ:

Οι πρεσβευτές τού βασιλιά Ιωάννη [Σίγκισμουντ] τής Τρανσυλβανίας, μαζί με κάποιους τσαούσηδες που έχουν επιστρέψει από την Ουγγαρία, ενημέρωσαν τον Μεγάλο Άρχοντα, ότι ο φόρος υποτέλειας τού αυτοκράτορα, που βρισκόταν στο Κόμορν [Κομάρνο], έχει παρθεί στη Βιέννη μετά τον θάνατο τού Φερδινάνδου. Υπό αυτές τις συνθήκες αυτοί οι άρχοντες εδώ (στην Ισταμπούλ) δεν ξέρουν τι να κάνουν για τον Μαξιμιλιανό, ούτε τι απάντηση να δώσουν στον πρεσβευτή του όσον αφορά την επικύρωση τής ειρήνης, την οποία ζητά στο όνομα τού κυρίου του, σύμφωνα με τις «διομολογήσεις» που είχαν συμφωνηθεί πριν από δύο χρόνια ανάμεσα σε αυτούς και τον εκλιπόντα αυτοκράτορα Φερδινάνδο…. Πριν από δύο μέρες ο [Αλή] πασάς είχε διώξει πίσω στον Μαξιμιλιανό το άτομο που είχε έρθει εδώ για να φέρει την είδηση του θανάτου τού Φερδινάνδου, με τις ίδιες διομολογήσεις και προϋποθέσεις φόρου υποτέλειας που είχαν χορηγηθεί πριν από δύο χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι ο φόρος, που λεγόταν ότι βρισκόταν στο Κόμορν, θα παραδινόταν πρώτα στους αξιωματούχους τού Μεγάλου Άρχοντα και ότι στο μέλλον ο Μαξιμιλιανός δεν θα παρέλειπε κάθε χρόνο να καταβάλλει την ίδια πληρωμή…24

Οι προσπάθειες τού Πετρεμόλ να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των Γάλλων αιχμαλώτων που κρατούνταν από την Υψηλή Πύλη είχαν γίνει κάπως περίπλοκες λόγω τής αποστολής τού Σαμπιέτρο Κόρσο, τού αντι-Ισπανού, γαλλόφιλου ηγέτη τής κορσικανής εξέγερσης εναντίον των Γενουατών, στους οποίους το νησί τής Κορσικής είχε και πάλι ανατεθεί με τη συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί.25 Ο Σαμπιέτρο είχε έρθει στην Ισταμπούλ (στα τέλη τού 1562), αναζητώντας χρήματα τόσο για τούς Γάλλους όσο και για τούς αντι-Ισπανούς αντάρτες τής Κορσικής. Ο Σουλεϊμάν ήταν γεμάτος εκφράσεις φιλίας, «αλλά δεν μιλά για την παροχή χρημάτων» (mais de prester argent on n’ en parle point).26 Έχοντας ξεκινήσει με σημαντικές αρνήσεις, οι Τούρκοι εύρισκαν τις αρνητικές απαντήσεις σε τέτοιες εκκλήσεις όλο και πιο εύκολες, επιβεβαιώνοντας πλήρως τη μεγάλη αγάπη και εκτίμησή τους για τούς Γάλλους.

Στις 25 Νοεμβρίου 1564 ο Πετρεμόλ έγραψε στον Κάρολο Θ’ πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή, που αφορούσε την κράτηση από τούς Τούρκους των Γάλλων αιχμαλώτων και την κράτηση από τούς Γάλλους δύο «κυριών επί των τιμών» από την Τουρκία, στις οποίες θα έρθουμε σύντομα.

Ο σουλτάνος είχε αρνηθεί να αποφυλακίσει κάποιον καπετάνιο Τσιγκάλλα, τον οποίο θεωρούσε «μεγάλο κουρσάρο» (grand corsaire), απειλή για τούς χριστιανούς καθώς και για τούς Τούρκους. Ο Τσιγκάλλα θα μπορούσε να κάνει πράγματα χειρότερα ακόμη και από τον Σάντσο ντε Λέυβα, ο οποίος, αφού ορκίστηκε κατά τη στιγμή τής απελευθέρωσής του να μη φέρει ποτέ ξανά όπλα κατά των Τούρκων, είχε από τότε ξεκινήσει σταδιοδρομία εκδίκησης πάνω σε ναπολιτάνικες γαλέρες. Ο Κάρολος Θ’ δεν έπρεπε να θεωρεί την άρνηση τού σουλτάνου να αποφυλακίσει τον Τσιγκάλλα ως έλλειψη στοργής από την πλευρά τού σουλτάνου και σίγουρα ο Σουλεϊμάν έλπιζε, ότι η άρνηση αυτή δεν θα μείωνε τη φιλικότητα τού Καρόλου προς την Υψηλή Πύλη.

Ο Πετρεμόλ δεν εύρισκε εύκολη την αντιμετώπιση τού Αλή πασά, γιατί αυτή δεν ήταν η πρώτη άρνηση, ούτε η δεύτερη, ούτε η τρίτη που είχαν δώσει οι Τούρκοι στον Κάρολο «σε πράγμα μικρής σημασίας» (en chose de petite conséquence). Αν οι Γάλλοι χρειάζονταν πραγματικά ουσιαστική βοήθεια [όπως είχε συμβεί με τούς Φραγκίσκο Α’ και Ερρίκο Β’], έπρεπε κατά μείζονα λόγο (a fortiori) να αναμένουν κάποια άρνηση. Οι Τούρκοι κρατούσαν δυστυχείς Γάλλους ως σκλάβους σε αντίθεση με τη λογική και το σωστό [ιδιαίτερα εκείνους που είχαν παρθεί στη Τζέρμπα], ενώ είχαν ελευθερώσει τον Δον Αλβάρο ντε Σάντε καθώς και τον ντε Λέυβα. Προφανώς προτιμούσαν να ευχαριστούν τον αυτοκράτορα και όχι τον βασιλιά τής Γαλλίας. Και τώρα αρνούνταν να αφήσουν ελεύθερο ακόμη και τον Τσιγκάλλα, έναν γέρο και σακάτη άνθρωπο, ο οποίος προσπαθούσε να εξαγοράσει τον εαυτό του με δικά του χρήματα. Δεδομένου ότι οι Τούρκοι προφανώς δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να ελευθερώσουν τον Τσιγκάλλα, έπρεπε να το είχαν πει εδώ και δύο χρόνια, «χωρίς να μάς λένε μέχρι τώρα όμορφα λόγια και υποσχέσεις» (sans jusques à cette heure nous entretenir de belles parolles et promesses).

Ο Αλή πασάς παρέμενε γεμάτος διαβεβαιώσεις για τη φιλία τού σουλτάνου προς τούς Γάλλους, αλλά επανερχόταν στη συνεχιζόμενη αδυναμία των απεσταλμένων το Καρόλου Θ’ να φέρουν δώρα στον σουλτάνο σύμφωνα με το ανατολικό έθιμο. Ακόμη και ένα ρολόι ή ένα καλάθι με φρούτα θα ήταν χειρονομία ευγένειας. Οι πρόσφατοι απεσταλμένοι ίσως είχαν πετύχει στις αποστολές τους αν είχαν φέρει δώρα, γιατί οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν τόσο (σύμφωνα με τον Αλή) για την αξία των δώρων, όσο για το γεγονός ότι αυτά δίνονταν «ως σημάδι φιλίας» (pour estre signe d’ amitié). Όμως για την απροθυμία τού σουλτάνου να αποδεχτεί λύτρα για τον Τσιγκάλλα οι λόγοι που παρουσίαζε ο Αλή δεν ήσαν οι μόνοι,

αλλά και η διαμαρτυρία μιας Τουρκάλας, η οποία με τις αδιάλειπτες προσευχές της και τα επίμονα αιτήματά της προς τον Μεγάλο Άρχοντα ζητά πίσω τις δύο κόρες της, τις οποίες ο εκλιπών ηγούμενος τής Γαλλίας [Φρανσουά ντε Λωρραίν], όταν ήταν στην υπηρεσία τού Τάγματος τής Μάλτας,27 είχε συλλάβει και δωρίσει τη μια στη βασίλισσα και την άλλη στην κυρία, τη δούκισσα τής Σαβοΐας.

Αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο λόγος, έλεγε ο Αλή, για τον οποίο δεν μπορούσε να ελευθερώσει «τους υπόλοιπους δυστυχείς Γάλλους σκλάβους, που βρίσκονται στην κατοχή τού Μεγάλου Άρχοντα».

Αν οι Τούρκοι δεν εύρισκαν την κυβέρνηση τού Καρόλου Θ’ ικανοποιητική στην αντιμετώπιση, το ίδιο συνέβαινε και με τον Πετρεμόλ, ο οποίος στην επιστολή του τής 25ης Νοεμβρίου υπενθύμιζε στον βασιλιά, ότι μετά τον θάνατο τού Ζαν Ντολού, πριν περισσότερο από τρία χρόνια, η μεγαλειότητά του είχε υποσχεθεί να στείλει εγκατεστημένο πρεσβευτή στην Πύλη. Δεν είχε γίνει κανένας τέτοιος διορισμός. Η μεγαλειότητά έπρεπε να τον κάνει. Κλείνοντας ο Πετρεμόλ δήλωνε, ότι ο σουλτάνος έκανε τεράστιες προετοιμασίες (un fort grand appareil) γαλερών και άλλων σκαφών για τη μεταφορά αλόγων καθώς και πυρομαχικών. Κατά το επόμενο έτος σίγουρα θα υπήρχε εκστρατεία.

Ο σουλτάνος είχε διατάξει να κατασκευαστούν ή να ετοιμαστούν 150 γαλέρες «και άλλες 150 μεγάλες γαλεάσες, ή «μαούνες» [στα τουρκικά στον ενικό (μαβούνα], όπως τις αποκαλούν, εκτός από τα άλλα σκάφη». Οι δοκησίσοφοι ήσαν διχασμένοι ως προς τον στόχο τού σουλτάνου. Κάποιοι πίστευαν ότι θα επιτίθετο στους Ιωαννίτες στο νησί τής Μάλτας, άλλοι ότι στόχος του θα ήσαν οι ιταλικές και ισπανικές δυνάμεις στην Απουλία. Οι περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι η εκστρατεία θα στρεφόταν κατά των Ενετών στο νησί τής Κύπρου, γιατί ο σουλτάνος είχε χτίσει, στην ηπειρωτική χώρα απέναντι από το νησί, ένα κάστρο στο οποίο έστελνε πυροβολικό και άλλα πράγματα κατά τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια.28

Οι δύο Τουρκάλες στις οποίες είχε αναφερθεί ο Πετρεμόλ είχαν συλληφθεί από τον Φρανσουά ντε Λωρραίν, τον μικρότερο αδελφό των Γκυζ και μεγάλο ηγούμενο των Ιωαννιτών στη Γαλλία. Τα κορίτσια είχαν παρθεί ενώ μεταφέρονταν στη Μέκκα για προσκύνημα, προφανώς το έτος 1557. Η μεγαλύτερη, που ονομαζόταν Φάτι, είχε βαφτιστεί Αικατερίνη από το όνομα τής βασίλισσας. Η μικρότερη ονομαζόταν Μαργαρίτα από τη Μαργκερίτ ντε Φρανς (1523-1574), κόρη τού Φραγκίσκου Α’, δούκισσα τής Σαβοΐας από το 1559, όταν, σύμφωνα με τούς όρους τού Κατώ-Καμπρεσί, είχε παντρευτεί τον Εμμανουέλ Φιλμπέρ. Οι Τουρκάλες, γνωστές επίσης ως «η Τουρκάλα και η Μαυριτανή» (la Turque et la More), εμφανίζονται τρεις φορές στους λογαριασμούς τού νοικοκυριού τής Αικατερίνης των Μεδίκων μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου (;) 1558, όταν έλαβαν μικρά ποσά για να πάνε στην εξομολόγηση και στην έκθεση τού Σαν Ζερμαίν ντε Πρε.29 Σε χωρίς ημερομηνία επιστολή (του 1558) ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε γράψει στον Ερρίκο Β’, ότι ο Σουλεϊμάν ήθελε να αναζητήσει ο βασιλιάς στην αυλή του «τη Φάτι, την αδελφή και τον αδελφό της» (Faty, sa soeur et frère). Ο αδελφός φαίνεται ότι είχε εξαφανιστεί. Ίσως είχε καταλήξει σε μαλτέζικη γαλέρα.

Ο Σουλεϊμάν ήθελε να επιστρέψουν στην Ισταμπούλ τα κορίτσια και ο αδελφός τους και είχε στείλει σχετικές εντολές στους μπεηλερμπέηδες τής θάλασσας και τού Αλγεριού. Ο ντε λα Βίνιε είχε προτείνει να απαντήσει ο Ερρίκος, ότι υπήρχαν Τούρκοι και Μαυριτανοί σκλάβοι στη Γαλλία, ακόμη και στην αυλή, συμπεριλαμβανομένων και γυναικών. Αλλά όταν ασπάζονταν τον Χριστιανισμό «με τη θέλησή τους και χωρίς εξαναγκασμό», ο βασιλιάς δεν μπορούσε να τούς παραδώσει, όπως ακριβώς και ο σουλτάνος δεν μπορούσε να επιστρέψει Γάλλους σκλάβους «που είχαν γίνει Τούρκοι». Όμως προς το τέλος τής επιστολής του ο ντε λα Βίνιε πρόσθετε:

Υπάρχει κάποιος στην αυλή σας, ο οποίος έχει στείλει εδώ επιστολή γραμμένη στα τουρκικά, στο όνομα αυτών των δύο κοριτσιών, προς τη μητέρα τους, δηλώνοντας ότι έχουν γίνει Χριστιανές δια τής βίας. Πρέπει να εντοπίσετε και να αποβάλετε αυτό το άτομο από το βασίλειό σας.30

Ο Σουλεϊμάν είχε χαλαρώσει τις απαιτήσεις του, όπως έγραφε ο Πετρεμόλ στην Αικατερίνη των Μεδίκων στις 22 Απριλίου 1564, μαθαίνοντας ότι ένα τουλάχιστον από τα κορίτσια είχε γίνει από καιρό Χριστιανή και είχε παντρευτεί. Ο Αλή πασάς κατάφερε τρεις ή τέσσερις φορές να αποτρέψει τη μητέρα, που ονομαζόταν Ουμά, από δημόσια ακρόαση ή συνάντηση με τον σουλτάνο. Ο Πετρεμόλ πίστευε ότι είχε πια ελευθερωθεί από την παρενόχληση τής γυναίκας, ύστερα από τρία ολόκληρα χρόνια, και ότι θα μπορούσε να αρχίσει και πάλι να πιέζει για την απελευθέρωση των Γάλλων κρατουμένων. Όμως η Ουμά ήταν ακούραστη και σύντομα στρατολόγησε στην υποστήριξή της την κόρη τού Σουλεϊμάν, τη Μιρμά, και την εγγονή του Έσμα. Η τελευταία ήταν κόρη τού Σελήμ, διάδοχου τού οθωμανικού θρόνου. Ήταν επίσης σύζυγος τού Μεχμέτ Σόκολλι, τού δεύτερου βεζύρη,

ο οποίος για χάρη τής γυναίκας του έχει αναλάβει την υπόθεση τής μητέρας της, υποστηρίζοντας και αυτός το επιχείρημά της, ότι η εν λόγω κόρη ήταν τόσο μικρή, που ήταν αδύνατο να είχε παντρευτεί και ότι ήταν βέβαιος από επιστολές τού κοριτσιού, είτε αυτές ήσαν αληθινές ή πλαστές, καθώς και από την αναφορά κάποιου Ασσούν αγά, ο οποίος ήρθε στη μεγαλειότητά σας πριν από δύο χρόνια για λογαριασμό τού «βασιλιά» τού Αλγεριού, ότι το κορίτσι δεν θέλει τίποτε περισσότερο από το να επιστρέψει εδώ και να ζήσει σύμφωνα με τον νόμο τής πρώτης του θρησκείας.

Ο κουρασμένος Πετρεμόλ προσφέρθηκε να στείλει στη Γαλλία τον πατέρα του κοριτσιού (ή κάποιον άλλο Τούρκο), μαζί με Γάλλο κύριο που θα τον φρόντιζε, για να μάθει ο ίδιος την αλήθεια. Ο Πετρεμόλ θα πλήρωνε όλα τα έξοδά τους. Παρ’ όλα αυτά λίγα πράγματα περίμενε να βγουν από την πρότασή του, εκτός από «νέα επίθεση τού σουλτάνου» (un nouvel assault des sultanes), που ήθελε το κορίτσι πίσω στην πατρίδα, είτε είχε γίνει Χριστιανή είτε παρέμενε Τουρκάλα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Πετρεμόλ δεν μπορούσε να πετύχει τίποτε στην προσπάθειά του να απελευθερώσει τούς Γάλλους αιχμαλώτους, που είχαν συλληφθεί στη Τζέρμπα και αλλού. Μάλιστα πίστευε ότι οι πασάδες ήσαν ικανοποιημένοι με την υπόθεση τής (παντρεμένης) Τουρκάλας, η οποία είχε γίνει «διάσημη υπόθεση» (cause cèlébre), γιατί τούς έδινε εμμέσως την ευκαιρία να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους με τη γαλλική κυβέρνηση. Δεν χρειαζόταν να λένε τίποτε για τη γαλλο-ισπανική συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί.

Φαινόταν ότι μόνο οι θάνατοι των συμμετεχόντων θα οδηγούσαν τη διαμάχη στο τέλος της. Τα δεινά των δύο κοριτσιών από την Τουρκία —ήσαν ακόμη δύο— άρχισαν να δημιουργούν άλλα προβλήματα. Στις 27 Μαΐου (1564) Πετρεμόλ ενημέρωνε τον Αρνώ ντυ Φερριέ στη Βενετία, ότι ο προκάτοχός τού ντυ Φερριέ, ο κύριος ντε Μπουασταίγ, τού είχε γράψει για την ατυχία των δύο φτωχών Γάλλων, τού άρχοντα ντε Μπαρ, προϊστάμενου τού λογιστηρίου (maître des cοmptes) τής Ντιζόν, και κάποιου Κρεσσέ, έμπορου από το Μονπελιέ, που είχαν συλληφθεί από τουρκική περίπολο τού Αιγαίου κατά την επιστροφή τους από το Κάιρο, πάνω σε πλοίο τής Ραγούσας. Είχε παρθεί η περιουσία τους και είχαν πουληθεί σε τρεις Τούρκους στη Μεθώνη. Ο Αλή πασάς είχε στείλει κρατικό αγγελιοφόρο (τσαούς) στη Μεθώνη, για να φέρει τούς δύο Γάλλους στην Ισταμπούλ και να μεριμνήσει για την επιστροφή των χαμένων αγαθών και υπαρχόντων τους. Όταν ο Μεχμέτ Σόκολλι έμαθε τι συνέβαινε, παρενέβη «λόγω αυτής τής Τουρκάλας κόρης, την οποία έχει ζητήσει από τον βασιλιά» (pour raison de cette fille turque qu’ il demande au roy).

Δεν είναι σαφές γιατί το αίτημα γινόταν μόνο για ένα κορίτσι από την Τουρκία, το μεγαλύτερο, που τώρα ονομαζόταν Κατρίν, αλλά στις 12 Ιουλίου (1564) ο Πετρεμόλ γέμισε κι άλλη επιστολή προς τον Κάρολο Θ’ με την αποφασιστικότητα τού σουλτάνου να εξασφαλίσει την επιστροφή «του εν λόγω κοριτσιού» (laditte fille) και με την άρνησή του να απελευθερώσει τον καπετάνιο Τσιγκάλλα. Επίσης, δυστυχώς, ο Αλή πασάς είχε πει και πάλι στον Πετρεμόλ, ότι ο σουλτάνος δεν τού επέτρεπε να απελευθερώσει «τους δυστυχείς Γάλλους σκλάβους, που κρατούνται εδώ σε άθλια δουλεία».31

Το εν λόγω κορίτσι από την Τουρκία και η αδελφή της σε καμία περίπτωση δεν ήσαν το μόνο πρόβλημα τού Πετρεμόλ στην Πύλη.

Εκτός από την τουρκική δυσαρέσκεια για το Κατώ-Καμπρεσί, ο Εβραίος σύμβουλος τού πρίγκηπα Σελήμ και τραπεζίτης, ο Ιωσήφ Νάσι, είχε την τάση να δημιουργεί προβλήματα στους Γάλλους, οι οποίοι χρωστούσαν σε αυτόν (και στην οθωμανική κυβέρνηση) μεγάλα χρηματικά ποσά, υποτίθεται περίπου 150.000 χρυσά νομίσματα (écus) συνολικά, το μεγαλύτερο μέρος από τα οποία χρωστούσαν στον Νάσι. Προσπαθούσε για καιρό να συλλέξει αυτά που τού χρωστούσε το γαλλικό στέμμα και οι Τούρκοι υπενθύμιζαν τώρα τα διάφορα ποσά που είχαν δανειστεί από την Υψηλή Πύλη Γάλλοι πρεσβευτές και εκπρόσωποι, ανατρέχοντας στην εποχή τού Φραγκίσκου Α’. Στις 28 Νοεμβρίου (1564) ο Πετρεμόλ έγραψε στον Κάρολο Θ’, ότι ένας Τούρκος απεσταλμένος, ο Χατζή Μουράτ, σύντομα θα πήγαινε στη Γαλλία και ο Γάλλος εκπρόσωπος ενημέρωνε δεόντως, ότι ο Σουλεϊμάν καθώς και ο Σελήμ θα ήσαν ευχαριστημένοι αν ικανοποιούνταν οι οικονομικές απαιτήσεις τού Ιωσήφ Νάσι. Ο Χατζή Μουράτ πήγε προς τη δύση την άνοιξη τού 1565, πάνω σε μια από τις οθωμανικές γαλέρες που κατευθύνονταν στη Μάλτα.

Ο Χατζή Μουράτ και η ακολουθία του στη συνέχεια συνέχισαν το πέρασμα με δύο γαλιότες και αποβιβάστηκαν στη Μασσαλία τον Μάιο (1565). Μάλλον δεν ήσαν ευπρόσδεκτοι, γιατί οι Γάλλοι υποτίθεται ότι ετοιμάζονταν να ανανεώσουν με τούς Ισπανούς τη φιλία για την οποία είχαν δεσμευτεί στο Κατώ-Καμπρεσί. Αν και η Αικατερίνη των Μεδίκων χωρίς αμφιβολία σκόπευε να διατηρήσει τη γαλλική σχέση με την Υψηλή Πύλη, ο Τούρκος πρέσβης δεν μπορούσε να εμφανιστεί σε πιο ακατάλληλη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση ο Χατζή Μουράτ οδηγήθηκε με κάθε τιμή στη Ναρμπόν και από εκεί στην Τουλούζ, όπου η τοπική κυβέρνηση ξόδεψε τριάντα λίρες Τουρ (livres tournois) σε καταλύματα για τον ίδιο και τούς συνοδούς του, δέκα λίρες για την άμαξά του και οκτώ άλογα και δεκαέξι λίρες για κατσικάκια, κοτόπουλα, περιστέρια και κοκόρια. Ο δήμος τής Τουλούζ αντιμετώπισε επίσης τη δαπάνη μιας βάρκας με καμπίνα, που θα κατέβαζε τον Χατζή Μουράτ μέσω τού ποταμού Γκαρόν στο Μπορντώ, όπου έφτασε πολύ αργά για να παρουσιάσει τις επιστολές του προς την Αικατερίνη των Μεδίκων και τον Κάρολο Θ’, οι οποίοι ταξίδευαν προς νότο για μια πολύ προαναγγελμένη συνάντηση με την Ελισσάβετ των Βαλώνων, τη βασίλισσα των Ισπανιών, και τον Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, τον δούκα τής Άλβα. Η Ελισσάβετ ήταν κόρη τής Αικατερίνης και αδελφή τού Καρόλου. Η συνάντηση θα γινόταν στη Μπαγιόν. Πήγαν βιαστικά τον Χατζή Μουράτ στο Νταξ, για να τον κρατήσουν μακριά από τα βλέμματα τής ισπανικής παράταξης, η οποία είχε φτάσει στη Μπαγιόν νωρίτερα από το αναμενόμενο. Για την Αικατερίνη η παρουσία του στην περιοχή αποτελούσε προσωπική αμηχανία και φοβόταν ότι μπορούσε να μετατραπεί σε διεθνές σκάνδαλο.

Έπρεπε να χορηγηθεί στον Χατζή Μουράτ ακρόαση με τον βασιλιά κάπου, κάπως, ενώ αυτό έπρεπε να γίνει σύντομα, γιατί ισχυριζόταν ότι έπρεπε να επιστρέψει στη Μασσαλία την 1η Ιουλίου. Οι Ισπανοί γνώριζαν πολύ καλά ότι είχε φτάσει Τούρκος απεσταλμένος και ότι κάπου, κάπως, ο βασιλιάς έπρεπε να τον δεχτεί, πράγμα που ο Κάρολος έκανε αθόρυβα στις 18 Ιουνίου στο μοναστήρι τού Σαιν Μπερνάρ, μισό μίλι ή περισσότερο από τη Μπαγιόν, στη δεξιά όχθη τού Αντούρ. Ο Χατζή Μουράτ παρέδωσε τις επιστολές τού Σουλεϊμάν προς τον βασιλιά, μία που ζητούσε την καταβολή των γαλλικών χρεών προς τον Ιωσήφ Νάσι και μια άλλη που ζητούσε να σταλούν στην πατρίδα τους τα δύο κορίτσια από την Τουρκία. Επίσης είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι η αποστολή τού Χατζή Μουράτ δεν είχε καμία σχέση με την τουρκική πολιορκία τής Μάλτας, που βρισκόταν τότε σε εξέλιξη. Πριν ξεκινήσει για την επιστροφή του στη Μάλτα και στην Ισταμπούλ, φαίνεται ότι ο Χατζή Μουράτ είχε στην πραγματικότητα συναντηθεί στο Περπινιάν με τον δούκα τής Άλβα, ο οποίος λεγόταν ότι ήθελε να τερματίσει τη μακρά περίοδο τού τουρκο-ισπανικού πολέμου.32

Στα τέλη Ιουνίου 1565 πέθανε ο Αλή πασάς33 και τον διαδέχθηκε ο Μεχμέτ Σόκολλι ως μεγάλος βεζύρης.

Ο Σόκολλι είχε εκστρατεύσει στην Ουγγαρία πριν από χρόνια, την εποχή τού αδελφού Γεώργιου Μαρτινούτσι, και ο Πετρεμόλ θεωρούσε πιθανό, ότι οι Τούρκοι θα ξανάρχιζαν τον πόλεμο εναντίον των Αψβούργων, «αν ο αυτοκράτορας δεν αποσύρει τα στρατεύματά του αμέσως». Αλλά το καλοκαίρι προχωρούσε, ενώ ο χειμώνας θα ερχόταν πριν φτάσουν οι Τούρκοι στα σύνορα τής Ουγγαρίας. Ήταν απίθανο να ξαναρχίσει ο πόλεμος εκείνη τη χρονιά.

Παρά την επιμονή τού Σόκολλι για την επιστροφή στην Ισταμπούλ τουλάχιστον μιας από τις Τουρκάλες, ο Πετρεμόλ ανέμενε να τον βρει πιο εύκολο στην αντιμετώπιση από όσο είχε βρει τον Αλή,

επειδή ο εκλιπών μεγάλος ηγούμενος ντε Γκυζ [Φρανσουά ντε Λωρραίν], όταν ήταν στη Μάλτα, είχε αρπάξει ένα από τα πλοία [του Αλή] κατά την επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια, ο Αλή διατηρούσε τις υποθέσεις τού αυτοκράτορα και των Ενετών υπό την προστασία του και τις προωθούσε…. Τώρα, όμως, ο τροχός τής τύχης έχει γυρίσει, επειδή ο εν λόγω πασάς [Σόκολλι] είναι παλιός εχθρός τού αυτοκράτορα, γιατί έχει πολεμήσει εναντίον του και έχει οδηγήσει τον στρατό τού Μεγάλου Άρχοντα στην Ουγγαρία.34

Η υπόθεση τού κοριτσιού από την Τουρκία (la fille autrefois turque) δεν είχε τελειώσει. Ο Πετρεμόλ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον σουλτάνο, ότι η Αικατερίνη των Μεδίκων και ο Κάρολος Θ’ δεν μπορούσαν να επιστρέψουν το κορίτσι, γιατί ήταν τώρα Χριστιανή προσήλυτη και όχι πια Τουρκάλα. Έλαβε την απάντησή του από τον Μεχμέτ Σόκολλι. Αν ο βασιλιάς αξιολογούσε τη φιλία τού σουλτάνου, το κορίτσι έπρεπε να σταλεί πίσω στην πατρίδα, ακόμη κι αν ήταν Χριστιανή, «χωρίς να εξετάζεται τόσο στενά το γράμμα τού νόμου» (sans regarder de si près les poincts de la loi). Προφανώς αν ο σουλτάνος ασχολιόταν πολύ με τέτοια «νομικά ζητήματα», ο ίδιος δεν θα δεχόταν ποτέ τη φιλία των Γάλλων, «που είναι αντίθετης θρησκείας» (pour estre de religion contraire). Η εξήγηση τού Πετρεμόλ για την ανανεωμένη επιμονή τού σουλτάνου επί τού θέματος είναι αξιοσημείωτη:

Ο λόγος για τον οποίο κινήθηκε ο Μεγάλος Άρχοντας να το κάνει τόσο σημαντικό θέμα, ήταν αποκλειστικά η φορτικότητα τής μητέρας τού εν λόγω κοριτσιού, η οποία δεν αφήνει τον Μεγάλο Άρχοντα να εμφανιστεί πουθενά χωρίς να τον ικετεύει και να τον παρενοχλεί με τραγικούς θρήνους.

Ο Σουλεϊμάν, ενώπιον τού οποίου είχαν τραπεί σε φυγή στρατοί, αναζητούσε κάλυψη από τον θρήνο τής δύστυχης γυναίκας για τα παιδιά της.

Ο Πετρεμόλ διαμαρτυρήθηκε στον Μεχμέτ Σόκολλι, «ότι δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο Μεγάλος Άρχοντας δίνει τόσο λίγη σημασία στη φιλία τού βασιλιά, που θα ήταν πρόθυμος να τη διακόψει μόνο και μόνο για μια απλή γυναίκα». Αν ο Πετρεμόλ προωθούσε τη δήλωση τού σουλτάνου στον Κάρολο, αυτό θα μπορούσε να λύσει τον δεσμό μεταξύ Γαλλίας και Υψηλής Πύλης, ο οποίος δεν θα ήταν εύκολο να ανανεωθεί. Ο Σόκολλι έπρεπε να απαλλάξει τον σουλτάνο από το φάντασμα που τον καταδίωκε, να διώξει μακριά τη γυναίκα και να την τιμωρήσει όπως τής άξιζε. Όμως ο μεγάλος βεζύρης απάντησε ότι ο Σουλεϊμάν τον είχε διατάξει να μιλήσει όπως μιλούσε και να αναθέσει στον Πετρεμόλ να περάσει το μήνυμα στη βασίλισσα-μητέρα και στον βασιλιά.

Ο Σόκολλι πίστευε ότι ο ίδιος ο Γάλλος εκπρόσωπος θα σκεφτόταν να κατευνάσει τη γυναίκα με κατάλληλο τρόπο, γιατί όταν εκείνη θα σταματούσε να ενοχλεί τον σουλτάνο, εκείνος δεν θα ενδιαφερόταν πια ιδιαιτέρως για την επιστροφή τού κοριτσιού. Αλλά ο Πετρεμόλ δεν ήταν βέβαιος τι είχε γίνει με τη γυναίκα. Κάποιος έλεγε ότι είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε ησυχάσει για ένα μήνα. Εν πάση περιπτώσει το κορίτσι έπρεπε να γράψει στη μητέρα της. Η Αικατερίνη ή ο βασιλιάς έπρεπε να γράψουν στον σουλτάνο. Και οι δύο επιστολές έπρεπε να σταλούν στον Πετρεμόλ: «Θα τις παρουσιάσω σε πλήρες συμβούλιο (ντιβάνι) των πασάδων». Όταν η γυναίκα θα μάθαινε, ότι στην πραγματικότητα η κόρη της δεν ήθελε να επιστρέψει στην Ισταμπούλ, αλλά ήθελε «να ζήσει και να πεθάνει σαν Χριστιανή με τον σύζυγό της», θα έπαυε να παρενοχλεί τον σουλτάνο και να επιπλήττει τον Πετρεμόλ. Η γυναίκα ήταν η κύρια αιτία για την οποία οι Τούρκοι κρατούσαν τούς Γάλλους αιχμαλώτους, πολλοί από τούς οποίους είχαν πεθάνει.35

Η εμμονή τής Τουρκάλας είχε προφανώς υπερβεί την αντοχή τού κουρασμένου Πετρεμόλ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 30 Αυγούστου 1569, ο Κλωντ ντυ Μπουργκ ντε Γκερέν, ο τότε Γάλλος εκπρόσωπος στην Πύλη, έγραφε στον Κάρολο Θ’:

Σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις και σε τρεις ακροάσεις ο πασάς [Μεχμέτ Σόκολλι] έχει επιμείνει σοβαρά για την επιστροφή τής Τουρκάλας, για την οποία κάποτε σάς έγραφε τόσο συχνά και τής οποίας η μητέρα σηκώνει [ακόμη] πεισματικά φοβερή φασαρία. Ο εν λόγω πασάς διαμαρτυρήθηκε σε μένα, ότι αυτό τού φαινόταν μικρό ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές προσφορές σας και τις δηλώσεις φιλίας….

Ο ντυ Μπουργκ αρνιόταν κάθε ευθύνη γι’ αυτό που ήξερε ότι ήταν αδιάλειπτη ενόχληση, αλλά παρατηρούσε στον Σόκολλι, ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ φιλίας και θρησκείας. Η νεαρή Τουρκάλα είχε γίνει Χριστιανή. Ήταν αποφασισμένη στην πίστη της και είχε παντρευτεί στη Γαλλία. Δεν μπορούσαν να τη στείλουν πίσω στην Ισταμπούλ.36 Τώρα πια, βέβαια, ο Σουλεϊμάν είχε φύγει από τη σκηνή (πέθανε το 1566), αλλά όχι και η μητέρα των κοριτσιών. Προς το τέλος τού περιπετειώδους έτους 1571 ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, επίσκοπος τού Νταξ, προηγουμένως Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, είχε σταλεί στην Πύλη. Στις 8 Μαΐου (1572) έγραφε στον Κάρολο Θ’ ότι

ο άρχοντας ντε λα Τρικερί [ο προηγούμενος εκπρόσωπος τού βασιλιά στην Ισταμπούλ, που τώρα επέστρεφε στη Γαλλία], θα σάς δώσει περιγραφή των θρήνων και των επίμονων εκκλήσεων με τις οποίες η μητέρα τής Κατρίν εντρυφά τακτικά εδώ, και των προβλημάτων που έχουν προέλθει από όλα αυτά και τα οποία μπορούν ακόμη να προέλθουν.37

Οι Γάλλοι είχαν αρκετά προβλήματα. Μετά τη νίκη στο Λεπάντο των επισφαλών τους φίλων, των Ισπανών, η ειρήνη είχε καταρρεύσει στη Γαλλία από τη σφαγή τού Αγίου Βαρθολομαίου (στις 23-24 Αύγουστου 1572) και τον τέταρτο θρησκευτικό πόλεμο (1572-1573). Παρ’ όλα αυτά τη φιλοδοξία των Βαλώνων στήριζε η εκλογή ως βασιλιά τής Πολωνίας τού αδελφού τού Καρόλου, τού Ερρίκου, δούκα τού Ανζού.

Ο Κάρολος Θ’ επέστρεφε στο πρόβλημα τού κοριτσιού από την Τουρκία, τώρα γυναίκας, σε επιστολή του προς ντε Νοαίγ στις 14 Οκτωβρίου 1573. Ο βασιλιάς και ο αδελφός του Ερρίκος, τώρα επίσης βασιλιάς, είχαν πάει από το Παρίσι στο Βιγιέ-Κοττερέ στη βόρεια Γαλλία, στην πορεία τους προς το Μετς, όπου θα αποχωρίζονταν. Ο Ερρίκος θα πήγαινε μέσω Γερμανίας στην Πολωνία. Οι αδελφοί φαίνεται ότι είχαν συμφωνήσει, ότι ήταν προς το συμφέρον και των δύο να παρατείνουν την κατάσταση πολέμου μεταξύ Ισπανίας και Τουρκίας. Κάλεσαν τον σουλτάνο, τον Σελήμ Β’, να στείλει εκπρόσωπο στην επικείμενη στέψη τού Ερρίκου, ενώ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τούς Ισπανούς εκπροσώπους να διαπραγματευτούν εκεχειρία με την Υψηλή Πύλη.

Με το διάταγμα τής Βουλώνης (στις 8 Ιουλίου 1573) είχε αποκατασταθεί ειρήνη στη Γαλλία, γεγονός το οποίο, όπως έγραφε ο Κάρολος στον ντε Νοαίγ, ο τελευταίος έπρεπε να καταστήσει σαφές στους πασάδες. Μια κατεστραμμένη από τούς πολέμους Γαλλία δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για τούς Τούρκους, με τούς οποίους η κυβέρνηση τού Καρόλου ήθελε να αποκαταστήσει τη φιλία σαράντα σχεδόν ετών. Ο Μεγάλος Άρχοντας δεν έπρεπε να συνάψει συνθήκη με τον Καθολικό βασιλιά, «ο οποίος είναι … μεγάλος εχθρός, ζηλιάρης και ζηλόφθονος για το μεγαλείο και την ευημερία του» (qui luy est… capital ennemy, jaloux et envieux de sa grandeur et prospérité). Η επιστολή τού Καρόλου προς τον ντε Νοαίγ αναθυμιάζει εχθρότητα προς την Ισπανία. Δεδομένου ότι η Ουμά, η μητέρα τού κοριτσιού από την Τουρκία, αποτελούσε ακόμη πηγή εκνευρισμού με τις «κραυγές και τη φορτικότητά της» (crierie et importunité), ο Κάρολος συμφωνούσε να δώσει ο ντε Νοαίγ στην Ουμά ετήσια σύνταξη πενήντα χρυσών νομισμάτων (écus), για την οποία το στέμμα θα τον αποζημίωνε «μαζί με τα άλλα έξοδά σας».38

Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1580, ο Γάλλος πρεσβευτής Ζακ ντε Ζερμινύ, ύστερα από ένα πλήρη χρόνο στην Ισταμπούλ, έδωσε εντολή στον γραμματέα του, τον Μπερτιέ, τον οποίο έστελνε στον Ερρίκο Γ’, να καταστήσει σαφές στη μεγαλειότητά του, ότι είχε επανεμφανιστεί στη σκηνή «μια φτωχή Τουρκάλα που αυτοαποκαλείται μητέρα τής Μαργκερίτ, κυρίας επί των τιμών (femme de chambre) τής βασίλισσας-μητέρας…, και τής Κατρίν, τής αδελφής της…». Και πάλι θρηνούσε «ότι τα δύο κορίτσια της τα κρατούσαν ως σκλάβες στη Γαλλία», αν και τής είχαν πει επανειλημμένα ότι δεν ήσαν σκλάβες, ότι ήσαν τώρα παντρεμένες και τις είχαν φροντίσει καλά οι βασιλείς τής Γαλλίας. Ακόμη κι έτσι, η δυνατή γκρίνια της και οι ακατάπαυστες εκκλήσεις της στον σουλτάνο ήσαν καταστροφικές για τα γαλλικά συμφέροντα στην Πύλη. Αυτή ήταν ο λόγος τής «μακράς δουλείας» των Γάλλων αιχμαλώτων, που κρατούνταν από τούς Τούρκους. Ο ντε Ζερμινύ πρότεινε κατάλληλη σύνταξη, ίσως εκατό χρυσών νομισμάτων (écus), «για να κλείσει το στόμα της».39

Αν πληρώθηκε ποτέ στην Ουμά σύνταξη εκατό χρυσών νομισμάτων (écus), δεν ήταν αρκετή, γιατί στις 16 Ιουνίου 1581 ο σουλτάνος Μουράτ Γ’ έγραφε στον Ερρίκο Γ’, «ότι η κυρία που ονομάζεται Ουμά μάς έχει ξανά και ξανά υποβάλει γραπτές εκκλήσεις, ευρισκόμενοι πάνω στους αναβολείς τού αυτοκρατορικού μας αλόγου…». Οι σουλτάνοι δέχονταν εκκλήσεις καθώς ίππευαν στους δρόμους. Ο Μουράτ αναφερόταν και πάλι στη σύλληψη των δύο κοριτσιών από τον μεγάλο ηγούμενο τής Γαλλίας, όταν ο ηγούμενος είχε καταλάβει ορισμένα πλοία που κατευθύνονταν στη Μέκκα, σε αντίθεση με τούς όρους τής ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Υψηλής Πύλης. Δήλωνε επίσης ότι, «αν και από οίκτο έχουν δοθεί ως αντάλλαγμα γι’ αυτά τα κορίτσια τρεις αιχμάλωτοι στον αυτοκρατορικό Ναύσταθμο, τα κορίτσια δεν παραδόθηκαν», πράγμα που φαίνεται να είναι η μοναδική αναφορά στην απελευθέρωση αυτών των πιθανώς τριών Γάλλων αιχμαλώτων. Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί, ότι ο Χατζή Μουράτ είχε επίσης ζητήσει την επιστροφή των κοριτσιών, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν είχαν ποτέ ελευθερωθεί και εξακολουθούσαν να ζουν στη Γαλλία. Δεδομένου ότι η Ουμά είχε ζητήσει την εξυψωμένη βοήθεια τού σουλτάνου, ήταν σημαντικό ότι έπρεπε τώρα να σταλούν πίσω στη μητέρα τους, σε συμφωνία με την αγάπη των Γάλλων βασιλέων και την αφοσίωσή τους στους σουλτάνους. «Ας δείξουμε οίκτο στην προαναφερθείσα κυρία σε αυτό το θέμα και ας μην είναι απαραίτητο να φτάσει σε εσάς και άλλη αυτοκρατορική μάς επιστολή για την συγκεκριμένη περίπτωση».40

Η επιστολή τού Μουράτ Γ’, που ζητούσε να σταλούν πίσω στην Ισταμπούλ οι δύο Τουρκάλες, επρόκειτο να διαβιβαστεί στη γαλλική αυλή από τον δραγουμάνο Αλή αγά, ο οποίος είχε γίνει πρόσφατα (ύστερα από αίτημα τού Ερρίκου Γ’), μέλος τής τιμητικής φρουράς τού σουλτάνου. Σκοπός τής αποστολής τού Αλή ήταν όμως να πάρει μαζί του την ανανέωση από τον σουλτάνο των γαλλο-τουρκικών διομολογήσεων. Ο πρέσβης τής Γαλλίας Ζακ ντε Ζερμινύ έγραφε τώρα και πάλι στον Ερρίκο Γ’ (στις 20 Ιουλίου 1581 ή κάπου τότε):

Ο εν λόγω Αλή αγάς φέρει, εκτός από την επιστολή προς τη μεγαλειότητά σας, επιστολή τού σουλτάνου για λογαριασμό τής Τουρκάλας, τής μητέρας (όπως λέει) των δύο κοριτσιών με τη βασίλισσα-μητέρα, για την οποία η μεγαλειότητά σας έχει ακούσει να συζητούν τόσο συχνά. Η επιστολή αυτή τής έχει δοθεί περισσότερο λόγω τής επιμονής της και για να απαλλαγούν από αυτήν παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο, για την οποία όμως επιστολή υπάρχει πολύ σχετική απάντηση στο δέκατο ένατο άρθρο των διομολογήσεων, αφού σε εκείνο θεωρείται από αυτούς τούς ανθρώπους απαράδεκτο να παραδίδουν στους πρεσβευτές σας Γάλλους που έχουν γίνει Τούρκοι, αφήνοντάς τους έτσι απλά ελεύθερους, άρθρο το οποίο λόγω αμοιβαιότητας πρέπει να ισχύει και για τούς Τούρκους που έχουν μετατραπεί σε Χριστιανούς, μη θέλοντας η μεγαλειότητά σας να κάνει τίποτε σε αντίθεση με τη χριστιανική πίστη, από το οποίο προέρχεται και ο τίτλος σας [«Χριστιανικότατος βασιλιάς»], ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο σουλτάνος θα είναι ικανοποιημένος με την απάντηση αυτή.41

Αυτή υποτίθεται ότι ήταν η κατανόηση από την πρώτη γαλλο-τουρκική συνθήκη τού Φεβρουαρίου 1536.42 Στην πραγματικότητα δεν ήταν η Ουμά αλλά μάλλον το Κατώ-Καμπρεσί εκείνο που είχε διακόψει τις γαλλικές σχέσεις με τούς Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά ήσαν αξιοσημείωτες οι πολλές άμεσες προσεγγίσεις μιας φτωχής γυναίκας σε τρεις σουλτάνους σε περίοδο εικοσιπέντε ετών. Το γεγονός ότι οι σουλτάνοι άκουγαν τις εκκλήσεις της και δέχονταν τα αιτήματά της μαρτυρά προσπάθεια για απόδοση δικαιοσύνης στην Πύλη, ενώ οι εκκλήσεις τής Ουμά ήσαν τόσο αποτελεσματικές, ώστε να προκαλούν ανησυχία στους πρεσβευτές και στους εκπροσώπους τριών βασιλέων τής Γαλλίας. Αλλά σε τελική ανάλυση μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, ότι οι Τούρκοι κρατούσαν τούς Γάλλους αιχμαλώτους (και τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς κρατούνταν σε αντίθεση με τις διομολογήσεις) λόγω δυσαρέσκειας μάλλον για το Κατώ-Καμπρεσί, παρά σε πραγματική προσπάθεια να εξασφαλιστεί η επιστροφή στην Ουμά των δύο θυγατέρων της, που είχαν γίνει Χριστιανές. Κατά τη διάρκεια τού έτους μετά το Κατώ-Καμπρεσί αριθμός Γάλλων, το μεγαλύτερο μέρος αυτών ακριβώς των αιχμαλώτων, είχαν οδηγηθεί στη Τζέρμπα για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ισπανών και Ιταλών εχθρών τής Πύλης. Οι βασιλείς τής Γαλλίας χλεύαζαν τούς Ισπανούς σε επιστολές προς την Υψηλή Πύλη, αλλά καθώς οι Γάλλοι παρασύρονταν από τον ένα θρησκευτικό πόλεμο στον άλλο, σταματούσαν να είναι χρήσιμοι για τούς Τούρκους, οι οποίοι χορηγούσαν τούς πρεσβευτές τους προβάδισμα στις αυλικές λειτουργίες,43 αλλά αναπόφευκτα έπαιρναν τη γαλλο-τουρκική κατανόηση λιγότερο σοβαρά απ’ όσο τα προηγούμενα έτη.

Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν επωφελήθηκαν περισσότερο από τη χριστιανική καταστροφή στη Τζέρμπα, γιατί η ναυτική δύναμη των ιταλικών κρατών είχε σχεδόν καταρρεύσει λόγω τής επιτυχίας τού Πιαλή πασά και τού Ντραγκούτ Ρέις. Η Γένουα, η Σικελία και η Νάπολη είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες, ενώ οι ισχνοί ναυτικοί πόροι τής Αγίας Έδρας και τής Τοσκάνης, όπου οι ναυτικοί ήσαν σπάνιοι έτσι κι αλλιώς, είχαν μειωθεί σοβαρά. Πολλοί από τούς καλύτερους αξιωματικούς και ναύτες είχαν σκοτωθεί ή φυλακιστεί. Ήταν δύσκολο να βρεθούν δυνατοί κωπηλάτες. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε απαλλαγεί από την ανησυχία, ότι οι Πέρσες θα βοηθούσαν ή θα προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τον Βαγιαζήτ εναντίον τής Υψηλής Πύλης, γιατί ο Βαγιαζήτ είχε θανατωθεί το 1561. Ο Σουλεϊμάν είχε επίσης απαλλαγεί από τον φόβο, ότι θα ανανεωνόταν ο πόλεμος με τούς Αψβούργους στην Ουγγαρία, γιατί είχε κάνει ειρήνη με τον Φερδινάνδο το 1562.

Παρ’ όλα αυτά καμία οθωμανική εκστρατεία δεν κινήθηκε προς τα δυτικά, αν και οι κουρσάροι τής Μπαρμπαριάς αποτελούσαν κίνδυνο για την ιταλική ναυτιλία και τις ιταλικές ακτές. Ο Σουλεϊμάν ήταν βέβαια περιοδικά ασθενής κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ειρήνης. Ύστερα από τις ανησυχίες τής Τζέρμπα, μερικοί πασάδες προτιμούσαν την ειρήνη. Οι Μοσχοβίτες ίσως εξελίσσονταν σε απειλή. Είχε υπάρξει σοβαρή πυρκαγιά στην Ισταμπούλ. Η συγκομιδή δεν ήταν καλή και η πανούκλα ήταν ανεξέλεγκτη. Τελικά όμως, όπως είδαμε, με επιστολή από την Ισταμπούλ στις 25 Νοεμβρίου 1564 ο Γάλλος εκπρόσωπος Αντουάν Πετρεμόλ είχε γράψει στον Κάρολο Θ’ για τις τεράστιες προετοιμασίες τού σουλτάνου για εκστρατεία, προφανώς κατά τής Μάλτας, τής Απουλίας ή τής Κύπρου.44

Αν οι Τούρκοι επιτίθεντο στην ενετική Κύπρο, θα παρακινούσαν τη Σινιορία στα όπλα. Αν επιτίθεντο στους Ισπανούς στην Απουλία ή στους Ιωαννίτες στη Μάλτα, οι Ενετοί δεν θα έκαναν τίποτε. Η πολιτική τής Σινιορίας, όπως έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές, ήταν να απέχει από προβλήματα με τούς Τούρκους. Όταν στις 20 Απριλίου 1564 διορίστηκε ο Μπενεντέττο Σοράντσο «διοικητής τού Κόλπου» (capitanio al Colfo), δηλαδή διοικητής στην Αδριατική, πήρε (όπως και οι προκάτοχοί του) εντολή να τηρεί προσεκτικά «τα άρθρα τής ειρήνης που έχουμε με τον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο».45 Στην Ισταμπούλ οι Ενετοί παρατηρητές ήξεραν τι να ψάξουν και είχαν πηγές πληροφοριών που δεν εμφανίζονται πάντοτε στα έγγραφα. Παρακολουθούσαν προσεκτικά την κίνηση των γενιτσάρων προς ή από την πρωτεύουσα, την πρόσληψη ναυτικών, τη στρατολόγηση μισθοφόρων, τις αφίξεις και αναχωρήσεις πρεσβευτών και ξένων εκπροσώπων, την παραγωγή γαλέτας για τα πλοία, την παράδοση ξυλείας και μετάλλων στον ναύσταθμο, την κατασκευή και τον εξοπλισμό γαλερών, τη χύτευση βαριών κανονιών, την αποθήκευση πυρίτιδας, την κατασκευή σχοινιών, πανιών και κουπιών, καθώς και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να σημαίνει, ότι μεγάλη εκστρατεία φαινόνταν στον ορίζοντα. Και τώρα ήξεραν πολύ καλά, ότι σχεδόν σίγουρα θα παραβιαζόταν η ναυτική ειρήνη των τελευταίων τεσσάρων ετών στη Μεσόγειο.

Ο Αντουάν Πετρεμόλ συνέχιζε να στέλνει αναφορές από την Ισταμπούλ για την κινητοποίηση από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν των ναυτικών του δυνάμεων. Στις 28 Δεκεμβρίου 1564 έγραφε στον Αρνώ ντυ Φερριέ στη Βενετία, «ότι μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι εν λόγω προετοιμασίες» (que de jour en jour lesdicts préparatifs s’ augmentent). Θα ήταν ο μεγαλύτερος στόλος (armée de mer) που είχε συγκροτήσει ποτέ ο σουλτάνος. Μόνο από τα στενά τού Βοσπόρου θα απέπλεαν 150 γαλέρες την άνοιξη τού 1565. Ο Ντραγκούτ Ρέις και ο «βασιλιάς» τού Αλγεριού θα πρόσθεταν τουλάχιστον άλλες 50 γαλέρες και φούστες κουρσάρων. Ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των πλοίων μεταφοράς, που θα μετέφεραν στρατιώτες και πυρομαχικά. Ο Σουλεϊμάν θα χρησιμοποιούσε τις οθωμανικές δυνάμεις στη Συρία καθώς και στην Αίγυπτο. Ο Πιαλή πασάς ήταν ο μεγάλος ναύαρχος τής θάλασσας. Ο Μουσταφά πασάς θα διοικούσε τις χερσαίες δυνάμεις που θα έβγαιναν στη στεριά. Ο στρατός θα αριθμούσε τουλάχιστον 50.000 άνδρες, γιατί 30 έως 40.000 σπαχήδες (ιππείς) συγκεντρώνονταν από τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο.

Τέσσερις ή πέντε χιλιάδες γενίτσαροι θα πήγαιναν στην εκστρατεία, χωρίς να προσμετρώνται οι αζάπηδες, «οι συνηθισμένοι στρατιώτες των γαλερών, που ονομάζονται αζάπηδες» (les soldats ordinaires des galleres, qu’ on nomme azappes). Κανείς δεν ήξερε πού θα κτυπούσε αυτός ο τεράστιος εξοπλισμός. Ο σουλτάνος κρατούσε το μυστικό του «κρυμμένο ακόμη και από τούς επικεφαλής πασάδες του». Μερικοί έλεγαν ότι θα επιτεθεί στη Μάλτα, άλλοι ότι στόχος του ήσαν μέρη που κατείχε ο βασιλιάς τής Ισπανίας στην ακτή τής Μπαρμπαριάς [Λα Γκολέττα και Οράν] και «ιδιαίτερα η τελευταία κατάκτησή του» [Πενιόν ντε Βέλεζ ντε λα Γκομέρα]. Υπήρχαν όμως και κάποιοι, που ανησυχούσαν για την Απουλία και για άλλα μέρη τής ιταλικής χερσονήσου. Ο σουλτάνος δεν θα είχε μάλλον ως στόχο την Κύπρο. Είχε συνθήκη με τούς Ενετούς.46

Ο Πετρεμόλ έγραψε παρόμοια επιστολή προς την Αικατερίνη των Μεδίκων στις 20 Ιανουαρίου (1565). Η τουρκική αρμάδα, πίστευε, θα ήταν έτοιμη να αποπλεύσει γύρω στις 12 Μαρτίου. Ανησυχούσε για τη Μάλτα, αλλά ο βασιλιάς τής Ισπανίας είχε γίνει τόσο ισχυρός στην περιοχή, που φαινόταν πιθανό να είχε ο σουλτάνος ως στόχο κάποιο άλλο μέρος τής Χριστιανοσύνης.47 Οι Ενετοί ήσαν πιο καλά ενημερωμένοι από οποιονδήποτε στην Ευρώπη και ο δόγης και η Γερουσία είχαν ήδη γράψει στον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φιλίππου Β’, τον Αντόνιο Τιέπολο, να προειδοποιήσει τη μεγαλειότητά του, ότι στόχος τού σουλτάνου επρόκειτο να είναι η Μάλτα ή η Μεσσίνα. Στη συνέχεια οι Τούρκοι θα αποβίβαζαν στρατεύματα στην Απουλία. Σχεδίαζαν να καταλάβουν όσο περισσότερο έδαφος μπορούσαν. Δεν ήταν βέβαια δυνατό να είναι κανείς εντελώς σίγουρος για τις προβλεπόμενες τουρκικές κινήσεις. Η Γερουσία είχε την πρόθεση, έλεγαν στον Τιέπολο, να κρατά τον Φίλιππο ενήμερο «για ό,τι περιέρχεται στην αντίληψή μας», αλλά η μεγαλειότητά του έπρεπε να προσέχει να κρατά μυστικές τις επικοινωνίες με τούς Ενετούς.48

Όσο για τις προφυλάξεις τής ίδιας τής Γερουσίας, ήσαν μικρές σε σύγκριση με τις μαζικές προετοιμασίες τού σουλτάνου. Στις 10 Φεβρουαρίου ο Αντόνιο Μπράγκαντιν εκλέχτηκε γενικός επιστάτης τού «βασιλείου μας τής Κύπρου», για να φροντίσει «τους στρατιώτες μας σε εκείνο το βασίλειο, τόσο τούς πεζούς όσο και τούς ιππείς» (li soldati di quel regno cosi da piedi come da cavallo), για να αναλάβει τη συντήρηση των αλυκών (salina) και για να εμποδίσει τούς κουρσάρους να παίρνουν γαλέτα ή άλλα τρόφιμα από το νησί. Ως συνήθως, ούτε ο ίδιος ούτε κανένα μέλος τής ακολουθίας του μπορούσαν να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε μορφή εμπορίου ή συναλλαγών.49 Οι Ενετοί ήσαν σαφώς πεισμένοι, πως ό,τι κι αν έφερνε το μέλλον, η τουρκική εκστρατεία δεν θα στρεφόταν κατά τής Κύπρου, τής μεγάλης κτήσης τους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Τη μέρα τής εκλογής τού Μπράγκαντιν ως επιστάτη (provveditore) στην Κύπρο, διάφορα μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να λάβει μέτρα η αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης εναντίον κάποιου Αντόνιο ντα Ραβέννα, κάτοικου Χάνδακα, «[ο οποίος] είχε επιχειρήσει να πάρει με τις γαλέρες τής Μάλτας το φρούριο τής Μονεμβασίας» ([ilqual] habbia operato per far pigliar dalle galee di Malta la fortezza di Malvasia). Η σύζυγος και οι γιοι τού Αντόνιο έπρεπε να υποχρεωθούν να φύγουν αμέσως από την Κρήτη, αν και δεν είχαν εμπλακεί στην προσπάθειά του να βοηθήσει τούς Ιωαννίτες να πάρουν από τούς Τούρκους το σημαντικό φρούριο τής Μονεμβασιάς στη νοτιοανατολική ακτή τού Μοριά. Η επιθυμία των πιο φοβισμένων μελών τής Γερουσίας να εξασφαλίσουν την καταδίκη και τον εξορισμό τού Αντόνιο από τη Βενετία και από όλα τα ενετικά εδάφη ηττήθηκε όμως με τη συνηθισμένη διαδικασία τής αναβολής λήψης απόφασης.50 Ενώ προσπαθούσαν να παραμείνουν έξω από προβλήματα με τούς Τούρκους, οι Ενετοί ήθελαν επίσης να αποφύγουν τη φιλονικία με τούς Ιωαννίτες —και τούς Ισπανούς— εν όψει τής ένοπλης σύγκρουσης, η οποία προφανώς θα γέμιζε σύντομα τούς θαλάσσιους διαδρόμους ανατολικά και νότια τής Σικελίας.

Αν και δεν είχε έρθει τουρκική αρμάδα προς τα δυτικά για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, οι πειρατές τής Μπαρμπαριάς λυμαίνονταν τις ακτές τής Ιταλίας, τής Ισπανίας, και των νησιών, από τα στενά τού Γιβραλτάρ μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.51 Οι Ενετοί υφίσταντο το δικό τους μερίδιο ζημιών από τούς κουρσάρους, ακόμη και στη δυτική Μεσόγειο, όπου κατά καιρούς φαινόταν σχεδόν να επικρατεί ο Ντραγκούτ Ρέις. Η Σινιορία είχε και άλλα προβλήματα, γιατί λόγω των Ούσκοκ η Αδριατική είχε επίσης καταστεί επικίνδυνη για τη ναυτιλία. Η παραλιακή πόλη τής Σένια (Σεν) ήταν το ακμάζον κέντρο των πειρατικών επιχειρήσεων των Ούσκοκ. Η πόλη ήταν ονομαστικά υπό τη δικαιοδοσία τού Φερδινάνδου και στη συνέχεια τού γιου του, τού Μαξιμιλιανού Β’, ο οποίος δεν ήταν τόσο στενοχωρημένος από την πειρατεία των Ούσκοκ, όσο οι Ενετοί και οι Τούρκοι πίστευαν ότι έπρεπε να είναι.

Όταν στις 24 Φεβρουαρίου 1565 ο Νικκολό Σουριάν πήρε το έγγραφο τής αποστολής του ως «διοικητής στις φούστες τού Κόλπου» (της Αδριατικής), η λεηλασία των Ούσκοκ κατά μήκος των δαλματικών ακτών και μεταξύ των νησιών είχε και πάλι γίνει σοβαρό πρόβλημα στη Γερουσία, «επηρεάζοντας σοβαρά την ασφαλή ναυτιλία και παραβιάζοντας τις δικαιοδοσίες μας» (perturbando la sicura navigatione et violando le giuridittioni nostre). Στους επιτιθέμενους Ούσκοκ δεν έπρεπε να δείχνεται καμία επιείκεια. Ο Σουριάν έπρεπε να θανατώνει τούς ηγέτες τους, όταν τούς συλλάμβανε. Η ελαφρότερη ποινή για τούς άλλους δεν έπρεπε να είναι λιγότερο από δώδεκα χρόνια στις γαλέρες.52 Στην τόλμη τους στη θάλασσα οι Ούσκοκ πρόσθεταν ληστείες στη στεριά. Οι διαμαρτυρίες που είχαν σταλεί στην αυτοκρατορική αυλή δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Παρά τις υποσχέσεις του, ο Μαξιμιλιανός αποτύγχανε να πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά των πανταχού παρόντων Ούσκοκ, οι οποίοι λεηλατούσαν Τούρκους υπηκόους σε περιοχές υπό ενετική κυριαρχία.53

Ύστερα από τον θάνατο τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου, η πληρωμή τού φόρου υποτέλειας των Αψβούργων στην Πύλη, που ήδη καθυστερούσε δύο χρόνια, καθυστέρησε κι άλλο λόγω τής εξέγερσης τής τουρκικής φρουράς στη Βούδα, καθώς και λόγω των πολιτικών αβεβαιοτήτων τής εποχής. Ο φόρος, τον οποίο οι Αυστριακοί ονόμαζαν δώρο, ήταν έτοιμος στο Κόμορν (Κομάρνο) για παράδοση στην Πύλη, αλλά στη συνέχεια, όπως έχουμε δει, επέστρεψε στη Βιέννη για ασφαλή φύλαξη.54 Σύμφωνα όμως με επιστολή τού Πετρεμόλ με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1564, ο Μιχαήλ Τσέρνοβιτς, «με άλλους δύο κυρίους τού αυτοκράτορα», έφεραν τελικά τον φόρο στην Ισταμπούλ (στις 20 Δεκεμβρίου). Δεδομένου ότι ο σουλτάνος ήταν απών, τίποτε οριστικό δεν μπορούσε να γίνει μέχρι την επιστροφή του για την ανανέωση τής ειρήνης τού 1562. Ο Πετρεμόλ ανέφερε ότι ο Τσέρνοβιτς είχε φέρει ογδόντα (ή ενενήντα;) χιλιάδες δουκάτα και αρκετά βάζα από επιχρυσωμένο ασήμι ως δώρα για τον σουλτάνο και τούς πασάδες, «και φαίνεται ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός επιθυμεί να επιβεβαιώσει τη φιλία του [με τον Τούρκο] και να την τηρεί πιο προσεκτικά από ποτέ».55

Σε συνεδρίαση τού αυτοκρατορικού συμβουλίου (ντιβάνι) στις 4 Φεβρουαρίου 1565, ο Τσέρνοβιτς παρέδωσε στην Πύλη τον αυστριακό φόρο υποτέλειας 60.000 δουκάτων (για δύο χρόνια), καθώς και άλλες 30.000 δουκάτα, τα οποία ο Μπουσμπέκ, ο πρεσβευτής τού Φερδινάνδου, είχε υποσχεθεί στους βεζύρηδες, οπότε ο μεγάλος βεζύρης Αλή πασάς ανανέωσε την ειρήνη για περαιτέρω διάστημα οκτώ ετών. Μόλις έφτασαν στον Βόσπορο ο Τσέρνοβιτς και οι συνεργάτες του με τα χρήματα, υπήρχε ευρέως η άποψη ότι η ειρήνη επρόκειτο να επικυρωθεί. Ο δόγης τής Βενετίας και η Γερουσία έγραφαν στον πρεσβευτή τους στη Βιέννη για την ικανοποίηση που είχαν νιώσει με την παραλαβή τής «ειδοποίησης που έχουμε από την Κωνσταντινούπολη, για την ειρήνη που έχει συναφθεί μεταξύ τής μεγαλειότητάς του και τού Άρχοντα Τούρκου» (li avisi che habbiamo havuti da Constantinopoli della pace conclusa tra sua Maestà et il Signor Turco). Ο πρεσβευτής πήρε εντολή να εκφράσει τη χαρά τής Σινιορίας, για την ανανέωση τής ειρήνης μεταξύ Αυτοκρατορίας και Πύλης, τόσο στον Μαξιμιλιανό, όσο και στους αδελφούς τού τελευταίου Φερδινάνδο και Κάρολο, «αν βρίσκονται στην αυλή».56 Αλλά δυστυχώς δεν είχε γίνει ειρήνη.

Στις 18 Φεβρουαρίου (1565) ο Μιχαήλ Τσέρνοβιτς, «ο Τσερνοβίτσιο», είχε φιλήσει το χέρι τού σουλτάνου, έχοντας οδηγηθεί ενώπιον τής Υψηλότητάς του, σύμφωνα με το έθιμο, και στη συνέχεια (στις 22 Φεβρουαρίου) είχε αναχωρήσει μαζί με όλη τη συνοδεία του. Τώρα όμως έρχονταν νέα από τούς πασάδες τής Βούδας, τής Τέμεσβαρ (Τιμισοάρας) και τής Τρανσυλβανίας, ότι τα στρατεύματα τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β’ είχαν εισέλθει στην Τρανσυλβανία. Δύο κρατικοί αγγελιοφόροι ή «τσαούσηδες» στάλθηκαν τότε βιαστικά, για να διατάξουν την επιστροφή τού Τσέρνοβιτς στην Ισταμπούλ και τη φυλάκισή του.57 Πέρα λοιπόν από αυτό που φαινόταν τότε σαν μικρή ενόχληση, τα σχέδια τού Σουλεϊμάν προωθούνταν, όπως μπορούσε να δει ο βαΐλος, για την επικείμενη αναχώρηση τού στόλου, σχεδόν σίγουρα προς τη Δύση.

Θα μπορούσε κανείς να γράψει σχεδόν την ιστορία των ετών πριν και μετά την τουρκική πολιορκία τής Μάλτας από τα ενετικά έγγραφα. Επιστολές τού Βιττόρε Μπράγκαντιν, τού βαΐλου στην Ισταμπούλ, είχαν κρατήσει καλά ενημερωμένους τον ανήσυχο δόγη Τζιρολάμο Πριούλι και τη Γερουσία μέχρι τις 3 Μαρτίου 1565, σχετικά με την πρόοδο που σημειωνόταν με την τουρκική αρμάδα. Όλες οι γαλέρες είχαν μπει πια στο νερό. Σύμφωνα με τον βαΐλο ο σουλτάνος Σουλεϊμάν θα ξεκινούσε με μεγάλη επισημότητα την επόμενη μέρα (4 Μαρτίου). Ο Σουλεϊμάν είχε διατάξει, ότι εκτός από τον ναύαρχο (il Rays) έπρεπε να επιβιβαστούν στα πλοία για την τελετή «είκοσι από εκείνους τούς ιερείς του, που διαβάζουν συνεχώς το Κοράνι, για να προσευχηθούν στον Θεό για την ευτυχή επιτυχία τής [προσεχούς] επιχείρησης». Ο σουλτάνος προφανώς παρακολουθούσε με προσοχή τις λεπτομέρειες τής προετοιμασίας, γιατί ο Βιττόρε Μπράγκαντιν είχε γράψει, ότι

ο εν λόγω Άρχοντας θέλησε περισσότερες από μία φορές να γυρίσει με το μπριγαντίνι του τον ναύσταθμο, για να δει με τα μάτια του πώς προχωρούν οι υποθέσεις του και προτρέπει για την εκστρατεία με μεγάλη επιμονή.

Όταν μιλούσε ο Μεγάλος Άρχοντας, οι άνδρες ταράζονταν. Σχεδόν όλα φαίνονταν να είναι έτοιμα. Τα κατάρτια βρίσκονταν στη θέση τους. Τα πανιά στήνονταν. Σε πολλές από τις γαλέρες τα κανόνια βρίσκονταν στη θέση τους. Όλοι οι διοικητές (tutti li rays) και οι άλλοι αξιωματικοί τής αρμάδας είχαν πάρει εντολή να έχουν τα πάντα πάνω στις γαλέρες τους μέχρι τις 15 Μαρτίου «επί ποινή θανάτου» (sotto pena della vita). Οι περισσότεροι από τούς κωπηλάτες είχαν ήδη φτάσει στον Βόσπορο. Λεγόταν ότι προς το παρόν τα πλοία μεταφοράς αλόγων (pallandarie, che sono navilii da tragiettar cavalli) δεν θα έφευγαν από το λιμάνι, αλλά μόνο τα πλοία μεταφοράς και οι μεγάλες γαλεάσες (le navi et maone), πάνω στις οποίες επρόκειτο να διανεμηθούν τρεις έως πέντε χιλιάδες γενίτσαροι. που θα συμμετείχαν στην εκστρατεία. Οι υπόλοιποι 2.000 θα επιβιβάζονταν σε πενήντα γαλέρες, μαζί με 3.500 μουσκετοφόρους.58 Οι Τούρκοι σημείωναν προφανώς ταχεία πρόοδο, ίσως υπερβολικά ταχεία.

Όταν στις 24 Μαρτίου (1565) έγινε πρόταση στην Ενετική Γερουσία να μοιραστούν το περιεχόμενο των κατατοπιστικών επιστολών τού Μπράγκαντιν με τούς πρέσβεις και τούς αντιπροσώπους των διαφόρων ηγεμόνων που διατηρούσαν διπλωματικές αποστολές στη Βενετία, η Γερουσία δεν ήταν πρόθυμη να την εγκρίνει, αποφασίζοντας επίσης να μην ενημερώσει τούς γραμματείς της στο Μιλάνο και τη Νάπολη και τούς άλλους απεσταλμένους της στην Ευρώπη.59 Αργότερα όμως, στην ίδια συνεδρίαση, η Γερουσία συμφώνησε, ότι ο πρεσβευτής της στην αυτοκρατορική αυλή θα ενημέρωνε προφορικά τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό για την ανάκληση τού Τσέρνοβιτς στην Ισταμπούλ και την κράτησή του στην Πύλη.60 Γινόταν σαφές, ότι δεν είχε υπάρξει επικύρωση από τον Αλή πασά τής οκταετούς ειρήνης.

Ο Μαξιμιλιανός και ο Ιωάννης Σίγκισμουντ τής Τρανσυλβανίας είχαν εμπλακεί σε μεταξύ τους ένοπλη σύγκρουση για ορισμένες περιοχές τής βορειοανατολικής Ουγγαρίας (Τοκάυ και Σάτμαρ-Μπέρεγκ).61 Τώρα οι Τούρκοι εισέρχονταν στη συμπλοκή για λογαριασμό τού Ιωάννη Σίγκισμουντ, τού προστατευόμενου τού σουλτάνου. Ο Μαξιμιλιανός υπέστη τότε απώλεια με τον θάνατο τού φιλικού Αλή πασά, τον οποίο διαδέχθηκε στο αξίωμα τού Μεγάλου βεζύρη ο αντι-Αψβούργος Βόσνιος Μεχμέτ Σόκολλι. Κατά τη διάρκεια τής τουρκικής πολιορκίας τής Μάλτας η Πύλη βρισκόταν επίσης σε πόλεμο με τον Μαξιμιλιανό στην Ουγγαρία. Μάλιστα την άνοιξη τού 1566 ο Σουλεϊμάν ανέλαβε να ηγηθεί ο ίδιος τής εκστρατείας, αποφασισμένος να καταλάβει τις οχυρωμένες πόλεις Έρλαου (Έγκερ) στη βορειοανατολική Ουγγαρία και Σίγκετ (Σίγκετβαρ) στη νοτιοδυτική. Το Έρλαου και το Σίγκετ είχε αντισταθεί επιτυχώς μέχρι τότε σε κάθε τουρκική προσπάθεια κατάληψής τους.

Ήταν η δέκατη τρίτη εκστρατεία τού Σουλεϊμάν. Γέρος τώρα και χτυπημένος από την ποδάγρα δεν ίππευε πια, αλλά πήγαινε με άμαξα. Η πρόοδος ήταν αργή. Οι βροχοπτώσεις ήσαν βαριές. Οι τουρκικές δυνάμεις αριθμούσαν χιλιάδες. Ο Σουλεϊμάν υποδέχθηκε τον Ιωάννη Σίγκισμουντ στο Ζέμλιν (Ζέμουν, ουγγρικά Ζίμονυ), στις όχθες τού Δούναβη δίπλα στο Βελιγράδι, στο τέλος Ιουνίου (1566). Μαθαίνοντας για την επιτυχία τού κόμη Νικολάου Ζρίνυ σε επίθεση κατά τού τουρκικού καταυλισμού στο Σίκλος στη νότια Ουγγαρία, ο Σουλεϊμάν αποφάσισε να μην επιτεθεί πρώτα στο Έρλαου, αλλά να κατευθυνθεί εναντίον τού Ζρίνυ στο γειτονικό Σίγκετ. Ο σουλτάνος εισήλθε στο Φυνφκίρχεν (Πετς) στις 4 Αυγούστου (1566) και η πολιορκία τού Σίγκετ άρχισε την επόμενη μέρα. Έχοντας δει την αποτυχία τριών επιθέσεων κατά τής πόλης, ο Σουλεϊμάν πέθανε κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 5-6 Σεπτεμβρίου (1566). Δύο μέρες αργότερα, στις 8 τού μηνός, το Σίγκετ έπεσε στα χέρια των Τούρκων και ο ηρωικός Ζρίνυ σκοτώθηκε.62 Ο Σελήμ Β’ διαδέχθηκε τον πατέρα του. Ο Μεχμέτ Σόκολλι, ο οποίος είχε την ανώτατη διοίκηση υπό τον σουλτάνο στην πολιορκία τού Σίγκετ, συνέχισε ως μεγάλος βεζύρης μέχρι τον θάνατό του, δεκατρία χρόνια αργότερα.

Στη Ρώμη και στη Βενετία, όπως παντού στην Ιταλία και στα νησιά, περίμεναν περαιτέρω ειδήσεις. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στον ναό τού Αγίου Πέτρου στις 23 Φεβρουαρίου (1565) ο Πίος Δ’ μίλησε για τον «μεγάλο στόλο των Τούρκων» (magna Turcarum classis), που θα απέπλεε την άνοιξη. Οι Ιωαννίτες στο νησί τής Μάλτας είχαν εκφράσει κάποια ανησυχία και είχαν ζητήσει βοήθεια από την Αγία Έδρα. Ο Πίος δεν θα τούς απογοήτευε όταν θα ζητούσαν χρήματα, στρατεύματα ή οτιδήποτε άλλο, «αλλά θα διέθετε άφθονα όλα τα δικά του για τη Θρησκεία, εναντίον απίστων, αιρετικών και σχισματικών» (sed pro Religione contra infideles, hereticos, et scismaticos sua omnia profusurum).63 Επέστρεψε στον τουρκικό κίνδυνο στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 13ης Απριλίου, υπογραμμίζοντας τις επιχορηγήσεις και παραχωρήσεις του προς τούς βασιλείς τής Ισπανίας, τής Γαλλίας και τής Πορτογαλίας, καθώς επίσης και προς τη Δημοκρατία τής Βενετίας, για να εξοπλιστούν για την προστασία τής Χριστιανοσύνης. Στο ζήτημα αυτό τόνισε ότι είχε κάνει παραχωρήσεις στον Φίλιππο Β’ έκτασης 420.000 χρυσών σκούδων τον χρόνο για την κατασκευή και τον εξοπλισμό γαλερών, αλλά μέχρι τώρα λίγα πράγματα φαινόταν να είχαν προκύψει από αυτές.64 Στην πραγματικότητα όμως πολλά είχαν προκύψει από αυτές. Ο στόλος τού Φιλίππου, ο οποίος είχε πληγεί σοβαρά στη Τζέρμπα, είχε σε μεγάλο βαθμό ξαναφτιαχτεί με χρήματα από επιβολές επί τού ισπανικού κλήρου με παπική άδεια.

Ο Πίος δεν υπερέβαλλε για τη βοήθεια που είχε προσφέρει στον Ισπανό βασιλιά. Με βούλλα τής 11ης Μαρτίου 1560 είχε χορηγήσει στον Φίλιππο Β’ ανανέωση τού περιβόητου «σταυροφορικού φόρου» (cruzada), με τον οποίο οι λαϊκοί αγόραζαν πνευματικά οφέλη από το στέμμα, δίνοντας «ελεημοσύνη». Όταν ο πάπας χορηγούσε στον βασιλιά «επιδότηση» (subsidio), τα χρήματα προέρχονταν από τον κλήρο. Όσο για τον «σταυροφορικό φόρο» (cruzada), ο Ενετός πρεσβευτής Πάολο Τιέπολο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία από το Τολέδο στις 7 Απριλίου (1560), ότι ο Οτταβιάνο Ραβέρτα,

ο επίσκοπος τής Τερρατσίνα, ο νούντσιος που έστειλε ο πάπας, έχει γίνει δεκτός με πολλή χαρά από τη μεγαλειότητά του και από ολόκληρη την αυλή, ιδιαίτερα επειδή έχει φέρει την «κρουζάδα» (cruzada) για τρία χρόνια, τη βούλλα που θα αποφέρει στον βασιλιά περίπου 900.000 κορώνες, για την οποίο ο εκλιπών πάπας [Παύλος Δ’] δεν θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του.65

Το επόμενο έτος ο Τιέπολο έγραφε από τη Μαδρίτη (στις 3 Ιουλίου 1561), ότι

ο νούντσιος, ο επίσκοπος τής Τερρατσίνα, μού είπε ότι ο πάπας είχε ανακαλέσει την επιδότηση από τον κλήρο και τη χορήγηση άδειας για πώληση εκκλησιαστικών φέουδων με τη σύμφωνη γνώμη τού βασιλιά, υπό την προϋπόθεση ότι η Αγιότητά του θα τού παραχωρούσε στο διηνεκές 300.000 δουκάτα ετησίως, που θα εισπράττονταν από τον κλήρο τής Ισπανίας για τη διατήρηση πενήντα γαλερών. Όμως η Αγιότητά του, αφού αρχικά έχει συμμορφωθεί με αυτό που είχε ζητηθεί, εξεπλάγη όταν η μεγαλειότητά επέμεινε να έχει και τις δύο πρώτες επιχορηγήσεις, πέρα από τα 300.000 δουκάτα. Παρ’ όλα αυτά, για να ικανοποιήσει τον βασιλιά, η Αγιότητά του ήταν ικανοποιημένος να αποσπάσει ο βασιλιάς από τον κλήρο τα 300.000 δουκάτα για το προηγούμενο έτος, αλλά η Αγιότητά του πρέπει να προσέχει να μη δυσαρεστεί πολύ τούς κληρικούς και έτσι, αν και ο ίδιος θέλει να ικανοποιήσει τη μεγαλειότητά του για την πώληση [των μεγάλων εκκλησιαστικών] φέουδων, δεν μπορεί να το κάνει τώρα….

Στην πραγματικότητα ο Φίλιππος ήθελε περισσότερα από 400.000 δουκάτα ετησίως από την Εκκλησία, δηλαδή το ένα τέταρτο των εσόδων τού ισπανικού κλήρου.66

Η «παπική επιδότηση», που επιβαλλόταν στην Εκκλησία στην Ισπανία, αυξήθηκε από 300.000 σε 360.000 δουκάτα, έτσι ώστε ο στόλος των πενήντα γαλερών, ο «εκκλησιαστικός στόλος» (classis ecclesiastica), τον οποίο διατηρούσε ο Φίλιππος με δαπάνη τού ισπανικού κλήρου, να μπορούσε να αυξηθεί σε εξήντα γαλέρες. Όταν αυτές οι εξήντα γαλέρες θα προστίθεντο στον «κανονικό στόλο» (classis ordinaria) τουλάχιστον σαράντα γαλερών τού Φιλίππου, τουλάχιστον εκατό γαλέρες θα ήσαν διαθέσιμες για υπηρεσία κατά των απίστων στη Μεσόγειο. Όμως, λόγω τού αυξανόμενου κόστους των γαλερών και τής συντήρησής τους, συμφωνήθηκε σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο και ανακοινώθηκε με βούλλα τής 2ας Μαρτίου 1562, ότι η παπική επιδότηση, που προερχόταν φυσικά από την Εκκλησία στην Ισπανία, έπρεπε να αυξηθεί από 360.000 σε 420.000 δουκάτα τον χρόνο.67

Ο Πίος Δ’ είχε απογοητευτεί με τούς ηγεμόνες τής εποχής του, ιδιαίτερα με τον Φίλιππο Β’, ο οποίος πίεζε πάντοτε την Αγία Έδρα για χρήματα. Στην πραγματικότητα ο Φίλιππος απαιτούσε παπικές παραχωρήσεις για τη διατήρηση τής άμυνας των κρατών του, αλλά τα χρόνια είχαν επιφέρει αλλαγές στις παπικές-ισπανικές σχέσεις. Σύμφωνα με λεπτομερή (παπική) περιγραφή των ισπανικών εσόδων, που ετοιμάστηκε λίγο μετά τον θάνατο τού Πίου,

Η Αποστολική Έδρα είχε στην Ισπανία δικαιοδοσία σχεδόν ίση με εκείνη τού βασιλιά, έχοντας το δικαίωμα τού διορισμού σε όλες τις επισκοπές και τα εκκλησιαστικά επιδόματα, με τα στρατιωτικά θρησκευτικά τάγματα να εξαρτώνται από την εξουσία της, καθώς και τον μοναστικό και τακτικό κλήρο και όλους τούς ιερούς τόπους, τα έσοδα των οποίων θεωρείται ότι φτάνουν τουλάχιστον τα δέκα εκατομμύρια δουκάτα…. Αλλά τώρα η δύναμη τής Αποστολικής Έδρας είναι πολύ μειωμένη, ενώ εκείνη τού βασιλιά έχει αυξηθεί αφάνταστα, ως συνέπεια πολλών διαπραγματεύσεων και παραχωρήσεων που έχουν πάρει οι βασιλείς από τούς πάπες, οι οποίοι ίσως δεν ήσαν καλά ενημερωμένοι για τη σημασία των παραχωρήσεων που έκαναν ούτε για τη διάθεση και τη νοοτροπία εκείνου τού βασιλείου, ή οι οποίοι για άλλους λόγους είχαν μεγάλο άγχος να ικανοποιήσουν αυτούς τούς ηγεμόνες σε διάφορες περιπτώσεις, είτε έχοντας πειστεί από άπιστους υπουργούς να κάνουν τις παραχωρήσεις ή ίσως στοχεύοντας πάρα πολύ στα ιδιωτικά τους συμφέροντα.

Ο συγγραφέας αυτής τής έρευνας των ισπανικών εσόδων, η οποία προερχόταν από εκκλησιαστικές πηγές, σημειώνει ότι ο Πίος Δ’ είχε δώσει στον Φίλιππο Β’ «το ένα τέταρτο των εσόδων» (la quarta de’ frutti),

για να διατηρήσει εξήντα γαλέρες για τη φύλαξη αυτών των θαλασσών κατά των απίστων, πράγμα το οποίο με 7.000 δουκάτα ανά γαλέρα ανέρχεται σε 420.000 δουκάτα, τα οποία συλλέγει με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανέρχονται σε περισσότερα από 500.000 και ενδεχομένως σε 600.000 δουκάτα τον χρόνο.

Δεν ήταν λοιπόν περίεργο που οι Ισπανοί κληρικοί αισθάνονταν αποξενωμένοι από την Αγία Έδρα. Ο συγγραφέας, προφανώς ενημερωμένος αξιωματούχος τής κούρτης, εξετάζει μια προς μια τις οκτώ ή δέκα κυριότερες πηγές εκκλησιαστικού εισοδήματος, το οποίο αξιοποιούσε ο Ισπανός βασιλιάς και το οποίο τού απέδιδε 1.970.000 δουκάτα κάθε χρόνο.68

Ο Ενετός πρεσβευτής στην Αγία Έδρα, ο Τζάκομο Σοράντσο, γνώριζε καλά τη δυσαρέσκεια τού Πίου Δ’ με τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα (το 1565) ο Σοράντσο ανέφερε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι ο Πίος δεν θα θρηνούσε ιδιαίτερα μια ανανέωση τής ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ των βασιλέων τής Γαλλίας και τής Ισπανίας. Με αυτούς τούς δύο σε αντίθεση, ο παπισμός θα βρισκόταν «με μεγαλύτερη φήμη και εξουσία». Ο Πίος, επειδή τέτοια ήταν η φύση του, θα ήθελε να συμμαχήσει ο ίδιος με τον ένα βασιλιά εναντίον τού άλλου. Αλλά ο Φίλιππος ήθελε να αποφύγει τις εμπλοκές τού πολέμου και η Γαλλία βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που συμμαχία με την Αγία Έδρα ήταν σχεδόν αδύνατη. Αν και ο Πίος δεν είχε σταματήσει εντελώς τέτοιες πολεμοχαρείς ιδέες, τουλάχιστον τις κρατούσε σε εκκρεμότητα «για την ώρα». Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν είχε κανέναν από τούς δύο βασιλείς σε μεγάλη εκτίμηση,

και ξέρω ότι μερικές φορές έχει εκφράσει λύπη για την κατάσταση τής παπικής του θητείας, στην οποία βρίσκει κανείς έναν αυτοκράτορα χωρίς στρατεύματα, ένα βασιλιά τής Ισπανίας που έχει αποσυρθεί στα δάση και τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σκωτία να διοικούνται από γυναίκες και αγόρια.

Ο Πίος έδειχνε όμως επιθυμία να δει τη Χριστιανοσύνη ενωμένη κατά των Τούρκων. Μάλιστα είχε πει, ότι θα ήθελε να σταθεί επικεφαλής μιας τέτοιας ένωσης, γιατί πίστευε ότι δεν υπήρχε πιο ένδοξος τρόπος θανάτου από εκείνον σε σταυροφορία. Για τον σκοπό αυτό θα δαπανούσε ευχαρίστως τούς πόρους τής Εκκλησίας, η οποία θα αποζημιωνόταν μέσω τής κατάκτησης. Μερικές φορές είχε συζητήσει πόλεμο κατά των Τούρκων με τούς πρέσβεις στην κούρτη, «για να διεγείρει τούς ηγεμόνες τους σε αυτή την επιχείρηση». Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος είχε διαβεβαιώσει συχνά τον Τζάκομο Σοράντσο, ότι ποτέ δεν θα ασκούσε πίεση στην ενετική κυβέρνηση να ενταχθεί σε σταυροφορία, μέχρι να έβλεπε τούς μεγαλύτερους ηγεμόνες τής Ευρώπης πραγματικά ενωμένους κατά των Τούρκων, γιατί καταλάβαινε ότι οι Ενετοί είχαν σημαντικές συνδέσεις με την Πύλη.69

Στα μέσα Μαρτίου (1565) ο δόγης Τζιρολάμο Πριούλι και η Γερουσία έστειλαν επιστολή στον Φίλιππο Μπράγκαντιν, τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου, υπενθυμίζοντάς του ότι η τουρκική αρμάδα σύντομα θα αναχωρούσε από τον Βόσπορο και ότι φυσικά έπρεπε να αποφεύγεται κάθε δυνατότητα συνάντησης με αυτήν. Σε αναμονή τής άφιξης τού στόλου ο Φίλιππο έπρεπε να υποχωρήσει με τον ενετικό στόλο από το Ιόνιο Πέλαγος «προς τα νερά τής Δαλματίας», βάζοντας τον εαυτό του κάτω από τις διαταγές τού ναυτικού γενικού διοικητή. Έπρεπε να αφήσει δύο γαλέρες στην Κέρκυρα «για τις ανάγκες αυτού τού φρουρίου». Αν οι αξιωματούχοι στην Κέρκυρα δεν είχαν τα μέσα να εξοπλίσουν φρεγάτες, δηλαδή μικρά, γρήγορα, λεπτά σκάφη με αριθμό κωπηλατών, ο Φίλιππο έπρεπε να τούς αφήσει δύο εξοπλισμένες φρεγάτες από τον στόλο. Ο τοπικός βαΐλος και οι επιστάτες θα διέθεταν έτσι τα μέσα ταχείας επικοινωνίας με τη Βενετία.

Ο Φίλιππο Μπράγκαντιν πήρε επίσης εντολή να κάνει κατάλληλη πρόβλεψη για το ασφαλές ταξίδι των γαλερών που είχαν διατεθεί στην Κύπρο και την Κρήτη. Ο Ενετός γραμματέας στη Νάπολη, ο Ντανιέλε Μπονρίτσιo, είχε ενημερώσει τον δόγη και τη Γερουσία «ότι επρόκειτο να διατεθούν επτά γαλέρες για συνεχή φρούρηση τού Μπραντίτσιο» (che dovevano esser deputate sette galee di continuo alla guardia di Brandiccio), δηλαδή ότι επτά [Ναπολιτάνικες] γαλέρες [του Φιλίππου Β’] επρόκειτο να διατεθούν για την υπεράσπιση τού Μπρίντιζι. Αν και αυτές οι γαλέρες προφανώς δεν θα στέλνονταν στο Μπρίντιζι για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν θα στάθμευαν όντως εκεί, ο Φίλιππο έπρεπε να αποφεύγει κάθε επαφή μαζί τους, «ώστε να μη δοθεί λόγος στους Τούρκους να υποπτεύονται, ότι έχουμε οποιαδήποτε σχέση με τα ένοπλα σκάφη τού γαληνότατου Καθολικού βασιλιά, με σκοπό την πρόκληση βλάβης [στην αρμάδα τους]». Ο συνετός Φίλιππο θα καταλάβαινε σίγουρα τη σημασία τής προσοχής υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο δόγης και η Γερουσία επιθυμούσαν να είναι βέβαιοι, ότι θα ακολουθούσε με τη δέουσα επιμέλεια τις εντολές.70

Ταυτόχρονα (στις 14 Μαρτίου 1565) ο δόγης και η Γερουσία εξέδωσαν έγγραφο αποστολής για τον Φραντσέσκο Μπάρμπαρο ως γενικό επιστάτη (provveditore general) στην Κέρκυρα, εκφράζοντας ανησυχία «για την καλή διοίκηση και ασφάλεια τής σημαντικότατης πόλης και νησιού μας, τής Κέρκυρας» (per il bon governo et sicurtà della importantissima città et isola nostra de Corfu). Ο Μπάρμπαρο έπρεπε να κάνει έρευνα για τις οχυρώσεις τού νησιού, να τις αυξήσει αν πίστευε ότι η αύξηση αυτή ήταν αναγκαία και να βεβαιωθεί ότι οι οχυρώσεις ήσαν επανδρωμένες με επαρκή αριθμό στρατιωτών, πεζών και ιππέων, οι οποίοι έπρεπε να διαθέτουν σε επάρκεια «πυροβολικό, πυρίτιδα και άλλα πυρομαχικά». Πέρα από τα χρήματα για την πληρωμή των στρατευμάτων στην Κέρκυρα, δόθηκαν στον Μπάρμπαρο 10.000 δουκάτα για κατασκευές, «με ανάγκη να ξοδευτούν για εκείνα τα έργα, που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο δυνατό πλεονέκτημα για τη Σινιορία μας» (per bisogno di quelle fabriche, liquali spenderai con quel più avantaggio della Signoria nostra che sia possibile). Ο δόγης και η Γερουσία είχαν διατάξει την αγορά χιλίων μόδιων (stara) ρυζιού, άλλων χιλίων σίκαλης και πεντακοσίων μόδιων (stara) φασολιών για το φρούριο τής Κέρκυρας, το οποίο είχε εφοδιαστεί με γαλέτα και σιτάρι πολύ κακής ποιότητας. Είτε οι υπεύθυνοι γι’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση ήσαν ένοχοι για απάτη ή για ανικανότητα, ο Μπάρμπαρο έπρεπε να το μάθει με κατάλληλη έρευνα και να τούς τιμωρήσει «ως παράδειγμα για τούς άλλους».71

Η τροφοδοσία των στρατευμάτων και φρουρών και η συντήρηση των οχυρώσεων στην Κύπρο, την Κρήτη και την Κέρκυρα αποτελούσε τεράστια και διαρκή διαρροή ενετικών πόρων.72 Υπήρχαν και μικρότερες δαπάνες και όταν αυτές αφορούσαν την Ισταμπούλ ο δόγης και η Γερουσία τις εξέταζαν προσεκτικά και σπανίως τις άφηναν σε τοπικούς αξιωματούχους ή σε χαμηλότερο κλάδο τής κυβέρνησης. Έτσι, για παράδειγμα, ο βαΐλος Βιττόρε Μπράγκαντιν και το ενετικό Συμβούλιο των Δώδεκα στην Ισταμπούλ είχαν επιλέξει τον ραββίνο Αβραάμ Άμπενσαχ ως γιατρό για την αποικία των Ενετών στον Βόσπορο. Πρότειναν να τού καταβάλλουν εξήντα δουκάτα τον χρόνο, που ήταν προφανώς η τρέχουσα αποζημίωση. Ήταν φυσικά εντός τής δικαιοδοσίας τους να κάνουν τέτοιο διορισμό. Ο Αβραάμ όμως ήθελε να εγκρίνει η Γερουσία τον διορισμό του «με κάποια αύξηση τού εν λόγω μισθού», όπως είχε γράψει πρόσφατα ο Βιττόρε στον δόγη και τη Γερουσία. Επειδή ο Αβραάμ ήταν γνωστό ότι ήταν «μορφωμένο και ικανό άτομο», και είχε παρακολουθήσει επιμελώς Ενετούς κατά το παρελθόν, η Γερουσία ενέκρινε τον διορισμό του «και στον μισθό του, που είναι 3.600 άσπρα, πρέπει να προστεθούν άλλα 1.400 άσπρα, έτσι ώστε το συνολικό ποσό να είναι 5.000 άσπρα, που αντιστοιχεί σε εκατό χρυσά σκούδα τον χρόνο». Αυτό όμως το ποσό έπρεπε να καταβάλλεται μόνο για τον ραββίνο Αβραάμ και όχι για τούς διαδόχους του ως γιατρούς τής ενετικής αποικίας στην Ισταμπούλ.73

Παρά την απομόνωσή τους κατά τον τελευταίο μισό αιώνα στο γκέτο τής Βενετίας, μεταξύ τού Κανάλε ντι Κανναρέτζιο και τού Ρίο ντι Σαν Τζιρολάμο, οι Εβραίοι είχαν βοηθήσει αρκετά τη Σινιορία. Χρησίμευαν ως διπλωμάτες, γιατροί, διερμηνείς, έμποροι, σύμβουλοι και πηγές πληροφοριών για τις υποθέσεις τού χαρεμιού και τής Πύλης. Οι Εβραίοι ήσαν επίσης πολύ χρήσιμοι στους Τούρκους. Ο Ιωσήφ Νάσι ήταν Εβραίος. Ήταν επίσης από τις πιο σημαντικές μορφές στην Ισταμπούλ και από το 1566 ήταν επίσης δούκας τής Νάξου, ο μεγαλύτερος άρχοντας τού Αιγαίου. Έξι χρόνια αργότερα (το 1573), μετά τον πόλεμο τής Κύπρου και τη ναυμαχία τής Ναυπάκτου, ένας άλλος Εβραίος, ο Σολομών Ασκενάζι (τιμητικά «ραββίνος» όπως και ο Αβραάμ Άμπενσαχ), θα βοηθούσε τον Ενετό βαΐλο Μαρκ’ Αντόνιο Μπάρμπαρο να κάνει πολύ αναγκαία ειρήνη με τούς Τούρκους.

Ο διεθνής τραπεζικός οίκος των Φούγκερ τού Άουγκσμπουργκ διατηρούσε ένα είδος γραφείου ειδήσεων, το κέντρο τού οποίου βρισκόταν στη Βενετία, ως πολύ καλή θέση για τη συλλογή πραγματικών αναφορών και αμφισβητούμενων φημών. Σύμφωνα με ανακοίνωση ειδήσεων (avviso) τού γραφείου Φούγκερ γραμμένη στην Ισταμπούλ στις 25 Μαρτίου (1565), είκοσι γαλέρες είχαν ξεκινήσει από τον Βόσπορο για το Νεγκροπόντε για να φροντίσουν για προμήθειες για την αρμάδα, η οποία (όπως λεγόταν) θα έφευγε από το λιμάνι στις 8 Απριλίου. Τον μεγάλο τουρκικό εξοπλισμό θα αποτελούσαν κυρίως 129 γαλέρες και τέσσερις γαλιότες. Δύο άλλες γαλέρες αναμενόταν να φτάσουν από το Αλγέρι. Ο προορισμός των Τούρκων ήταν άγνωστος, αλλά κυκλοφορούσε στο εξωτερικό ότι θα ήταν το νησί των Ιωαννιτών, η Μάλτα.74

Η τουρκική αρμάδα θα βρισκόταν σύντομα στο Αιγαίο. Ο Αντουάν Πετρεμόλ δεν ήταν λιγότερο άγρυπνος στην αποστολή πληροφοριών στη γαλλική αυλή απ’ όσο ο Ενετός βαΐλος στην αποστολή επιστολών και καθημερινών ειδοποιήσεων (avvisi) προς τη Σινιορία. Στις 7 Απριλίου (1565) ο Πετρεμόλ έγραφε στην Αικατερίνη των Μεδίκων, ότι στις 30 Μαρτίου η αρμάδα είχε αναχωρήσει για τη Δύση, εκατόν πενήντα πλοία με κουπιά, οκτώ μεγάλες γαλεάσες ή «μαούνες» (mahonnes), οκτώ πλοία μεταφοράς, καθώς και ορισμένα μικρότερα πλοία μεταφοράς φορτωμένα με πυρομαχικά. Πέρα από τον Πιαλή πασά,

τον τακτικό ναυτικό διοικητή, ο Μεγάλος Άρχοντας έχει στείλει μαζί και έναν από τούς πασάδες του, που ονομαζόταν Μουσταφά, για να είναι αντιστράτηγος και επικεφαλής τής επιχείρησης, η οποία δείχνουν ότι κατευθύνεται στη Μάλτα ή τη Λα Γκολέττα, ανάλογα με το τι θα βρουν πιο βολικό. Ο εν λόγω Μουσταφά έχει εντολές από τον Μεγάλο Άρχοντα, ότι μόλις βρεθεί στην ακτή τής Μπαρμπαριάς ή στην Προβηγκία, πρέπει να στείλει άνθρωπο στον βασιλιά [Κάρολο Θ’], για να υποβάλει τα σέβη του και να ζητήσει ανάληψη δράσης στο θέμα τού χρέους, την πληρωμή τού οποίου ζητά από τη μεγαλειότητά του ο Ζαν Μικέ, που ονομάζεται αλλιώς Ιωσήφ Νάσι [το οποίο ήταν αρχικά το όνομά του]. Για τον σκοπό αυτό ο Μεγάλος Άρχοντας μού έστειλε εντολές να συνοδεύσω με κάποια δικά μου λόγια τις επιστολές που γράφει αυτός προς τη μεγαλειότητά του, πράγμα που δεν μπορούσα να αρνηθώ να κάνω, βλέποντας την επιθυμία που ξέρω ότι έχει η Υψηλότητά του για την ικανοποίηση τού εν λόγω Ιωσήφ Νάσι.75

Ο Πετρεμόλ έγραψε την ίδια μέρα και στον ντυ Φερριέ, σημειώνοντας ότι η αρμάδα είχε αναχωρήσει νωρίτερα από το αναμενόμενο και ότι ενώ ήταν ο μεγαλύτερος στόλος που είχε αναχωρήσει ποτέ από την Ισταμπούλ, την αναχώρησή του είχε επίσης συνοδεύσει η μεγαλύτερη σύγχυση. Μάλιστα μόνο οκτώ γαλέρες είχαν φύγει πραγματικά με τον ναυτικό διοικητή και τον στρατηγό. Οι άλλες θα ακολουθούσαν μόλις κατόρθωναν να συγκεντρώσουν τούς άνδρες που θα απέπλεαν πάνω τους, «αλλά αν μπορεί να κρίνει κανείς το τέλος από την αρχή, δεν μπορεί παρά να αναμένει, ότι θα επικρατήσει χειρότερη σύγχυση». Από τα εκατόν πενήντα πλοία με κουπιά που είχαν αναχωρήσει από το λιμάνι, σύμφωνα με τον Πετρεμόλ, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν «γαλιότες και φούστες» (les galliottes et fustes).76 «Όλα στην αρχή είναι δύσκολα» (Omnia principia difficillima), αλλά αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Πετρεμόλ (που ήταν αυτόπτης μάρτυρας), επρόκειτο για κακό ξεκίνημα.

Ίσως δεν πρέπει να πιστέψουμε τον Πετρεμόλ, τουλάχιστον όχι ότι μόνο οκτώ πραγματικές γαλέρες έφυγαν από την Ισταμπούλ στις 30 Μαρτίου. Έχουμε ειδοποίηση προς Φούγκερ την μέρα που στάλθηκαν οι επιστολές τού Πετρεμόλ στην Αικατερίνη των Μεδίκων και στον ντυ Φερριέ (7 Απριλίου). Σύμφωνα με αυτή την ειδοποίηση (avviso), η αρμάδα περιλάμβανε κατά τη μέρα τής αναχώρησης 129 γαλέρες, δέκα πλοία μεταφοράς, οκτώ μεγάλες γαλεάσες και μερικές γαλιότες και φούστες, δηλαδή συνολικά περίπου 150 σκάφη με κουπιά. Όμως η ίδια ειδοποίηση περιέχει την ενδιαφέρουσα και ανακριβή είδηση, ότι ο σουλτάνος είχε μόλις αποκεφαλίσει τον Τζιάκομο Δ’ Κρίσπο, τον δούκα τής Νάξου (1564-1566).77 Ο Τζιάκομο είχε πράγματι πάει στην Ισταμπούλ, σε προσπάθεια να διατηρήσει την εξουσία του στη Νάξο. Είχε χάσει το δουκάτο του και τώρα μαράζωνε για πέντε ή έξι μήνες στη φυλακή. Έζησε όμως, για να διεκδικήσει ξανά το δουκάτο το 1571-1572, με τη βοήθεια τής Βενετίας, αλλά πέθανε, έκπτωτος ακόμη, λίγα χρόνια αργότερα (το 1576), ενώ ο Ιωσήφ Νάσι έφερε τον τίτλο τού δούκα τής επικράτειας, την οποία ποτέ δεν πήγε να δει.78

Στο μεταξύ η Ενετική Γερουσία είχε τελικά επιλέξει ναυτικό γενικό διοικητή, τον Μάρκιο Μιτσιέλ, ο οποίος παρέλαβε το έγγραφο τής αποστολής του στις 26 Απριλίου (1565). Τού υπενθύμισαν από την αρχή, ότι οι λόγοι τής εκλογής του ήσαν «η προστασία τού κράτους μας και η επιθυμία και ακλόνητη απόφασή μας να διατηρήσουμε την ειρήνη που έχουμε με τον γαληνότατο Άρχοντα Τούρκο». Ο Μιτσιέλ έπρεπε να μεριμνήσει, ώστε ο ενετικός στόλος, που έμπαινε τώρα κάτω από τη δική του διοίκηση, να μην κάνει καμία ζημία σε υπηκόους τού σουλτάνου, ούτε βλάβη σε τουρκικά πλοία ή εδάφη. Είχαν ληφθεί μέτρα για την υπεράσπιση τής Κύπρου, τής Κρήτης και τής Κέρκυρας και έτσι με την προσέγγιση τού ναυτικού εξοπλισμού τού σουλτάνου ο ενετικός στόλος (σύμφωνα με τις εντολές προς τον επιστάτη (provveditore) Φίλιππο Μπράγκαντιν) έπρεπε «να αποσυρθεί στα νερά τής Δαλματίας».

Ο Μιτσιέλ και ο Μπράγκαντιν έπρεπε να παρατηρούν τις κινήσεις τού τουρκικού στόλου,

ο οποίος θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα έρθει ως φίλος μας και σάς ειδοποιούμε [τον Μιτσιέλ] ότι έχουμε ήδη στείλει δώρα στις [αποικιακές] κυβερνήσεις Ζακύνθου και Κέρκυρας, για να τα δωρίσουν στον μεγαλοπρεπή αντιστράτηγο Μουσταφά πασά και στον υπέροχο ναυτικό διοικητή [Πιαλή πασά], καθώς θα περνούν ανάμεσα από αυτά τα δικά μας νησιά, αλλά σε περίπτωση που η τουρκική αρμάδα φανεί ότι μάς προκαλεί ζημιά, πράγμα που ελπίζουμε ότι δεν θα συμβεί, σάς παρέχουμε την ελευθερία και έχουμε εμπιστοσύνη στη σύνεσή σας, ώστε να πάτε με τον στόλο μας και να παραμείνετε σε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση τής αρμάδας, όπως θα φανεί καλύτερο σε εσάς, φροντίζοντας να κάνετε όλα όσα θεωρήσετε απαραίτητα για την ευημερία και τη διατήρηση τού κράτους και των συμφερόντων μας.

Στη χειρότερη περίπτωση ο Μιτσιέλ έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δική του κρίση για την προστασία των ενετικών νησιών. Όμως τέτοια περίπτωση δεν αναμενόταν και αν οι Τούρκοι επιτίθεντο σε τόπο που δεν ανήκε στη Βενετία —γιατί προφανώς επρόκειτο να επιτεθούν κάπου— ο Μιτσιέλ έπρεπε να παραμείνει έξω από τη συμπλοκή και να αποφύγει να δώσει στους Τούρκους και την ελάχιστη αφορμή για καχυποψία. «Θα προσέχετε μόνο την ασφάλεια τού κράτους και των κτήσεών μας και θα τηρείτε την ίδια αυτοσυγκράτηση και με τις άλλες αρμάδες», δηλαδή με τούς Ισπανούς, Ιωαννίτες, Ναπολιτάνους, Σικελούς, Γενουάτες ή οποιονδήποτε άλλο στον οποίο θα επιτίθεντο οι Τούρκοι στη στεριά ή στη θάλασσα.

Μεταξύ άλλων χρηματικών ποσών ο Μιτσιέλ έλαβε 14.947 δουκάτα «για πληρωμή μισθών τού στόλου μας» (per dar paghe all’ armata nostra), όπου το ποσό των 15.805 δουκάτων είχε ήδη διατεθεί για μισθούς των αξιωματικών και των πληρωμάτων τού ενετικού στόλου. Κάθε διοικητής γαλέρας που ήταν ένοχος για απάτη ή επιδίωκε παράνομο κέρδος έπρεπε να τιμωρείται αυστηρά, «επίσης ως παράδειγμα για άλλους» (etiam ad esempio d’ altri). Ο Μιτσιέλ είχε την εξουσία να επιτάσσει και να εξοπλίζει κάθε ενετικό πλοίο, που θα θεωρούσε απαραίτητο, καθώς και να ανοίγει όλες τις επιστολές που απευθύνονταν στη Σινιορία, «έτσι ώστε να γνωρίζετε τα πάντα και να μπορείτε να παίρνετε μέτρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις των συμφερόντων μας». Είχε την εξουσία να επιβάλλει θανατική ποινή και να εξορίζει ανυπάκουους αξιωματικούς και μέλη πληρωμάτων από τα ενετικά εδάφη «στη θάλασσα και στη στεριά» (da mar et da terra), ακόμη και από την πόλη τής ίδιας τής Βενετίας. Αν οι Ούσκοκ προκαλούσαν προβλήματα, ο Μιτσιέλ έπρεπε να προχωρήσει εναντίον τους, «επιβάλλοντας πιο αυστηρή τιμωρία από εκείνη που έχει επιβληθεί μέχρι τώρα…» (castigando di severa punitione quelli che saranno presi talmente…). Οι Ραγουσαίοι ήσαν φίλοι και έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι.79

Η τουρκική αρμάδα είχε ξεκινήσει. Τα μάτια τής Ευρώπης θα καρφώνονταν πάνω της. Στο μεταξύ στην Ισταμπούλ ο Ενετός βαΐλος Βιττόρε Μπράγκαντιν υπηρετούσε τη θητεία του και έκανε το καθήκον του. Είχε γράψει με μεγάλη επιμονή, ότι έπασχε από «σοβαρή ασθένεια» (grave indispositione), που είχε προκληθεί από τον αέρα στον Βόσπορο, ο οποίος θα πίστευε κανείς ότι έμοιαζε με τον αέρα στη Βενετία. Ο Βιττόρε είχε υπηρετήσει στην όχι επίζηλη θέση για λιγότερο από ένα χρόνο, όπου η υποτιθέμενη θητεία ήταν για δύο χρόνια, αλλά στις 17 Απριλίου (1565) η Γερουσία συμφώνησε για την εκλογή διαδόχου, «επειδή δεν είναι επιθυμητό να χάσει τη ζωή του, με ζημιά και καταστροφή για την οικογένειά του» (acciò che stando longamente de lì non venghi a perder la vita, con danno et ruina della sua famiglia). Ύστερα από ψηφοφορία στη Γερουσία και επίσημη εκλογή από το Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio) θα επιλεγόταν διάδοχος, «που πρέπει να υπηρετήσει για δύο χρόνια και μπορεί να επιλεγεί από οποιαδήποτε θέση, συμβούλιο, κολλέγιο, ή γραφείο τής κυβέρνησης».80 Κανείς δεν θα ήθελε τη δουλειά. Οι Τούρκοι ήσαν πολύ δύσκολοι στην αντιμετώπιση, όταν προέκυπτε κρίση.

Ο Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο εξελέγη διάδοχος τού Βιττόρε, αλλά επικαλέστηκε με επιτυχία (χωρίς ποινή) την αδυναμία του να πάει στην Ισταμπούλ. Παρουσιάζοντας την υπόθεσή του στη Γερουσία ο Μπαρμπαρίγκο προώθησε «πολλούς και πολύ δίκαιους λόγους» για να μην τού δοθεί η θέση, λόγους που είχαν σχέση με τη δημόσια πολιτική, καθώς και με την ιδιωτική του ζωή, που τον καθιστούσαν «ανίκανο» (inhabile) να πάει στην Ισταμπούλ. Ενεργώντας με ασυνήθιστη ίσως επιείκεια η Γερουσία κατέγραψε ότι ήθελε «να προστατεύσει το άτομο τού εν λόγω αγαπημένου μας ευγενούς, ώστε να έχουμε στη διάθεσή μας τις υπηρεσίες του σε άλλες περιπτώσεις». Ο Μπαρμπαρίγκο είχε καλές επιδόσεις κατά το παρελθόν και τέθηκε σε ψηφοφορία η πρόταση, «ότι γίνεται αποδεκτή η εξαίρεση τού εν λόγω άρχοντα Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο και ότι στη θέση του θα γίνει εκλογή για βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη» (che sia accettata l’ escusatione del predetto Ser Agustin Barbarigo, et che in loco suo sia fatta elettione di baylo in Constantinopoli). Στη δεύτερη ψηφοφορία, με ψήφους 158-22-9, η Γερουσία αποδέχτηκε το αίτημα τού Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο για απαλλαγή (στις 21 Μαρτίου 1565)81 και έτσι το σημαντικό αξίωμα στον Βόσπορο παρέμεινε σε εκκρεμότητα. Μάλιστα, όπως θα δούμε, παρέμενε σε εκκρεμότητα για μήνες. Ο κουρασμένος Βιττόρε Μπράγκαντιν, ο οποίος έλεγε ότι ήταν άρρωστος, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ζει με τον αέρα τού Βοσπόρου, όπου βέβαια υπήρχε προσφάτως περισσότερη πανούκλα απ’ όση στη λιμνοθάλασσα τής πατρίδας του. Και φυσικά ο Μπουσμπέκ έχει επιβεβαιώσει την ταλαιπωρία τής ζωής στην Ισταμπούλ.

Οι Τούρκοι αποτελούσαν πάντοτε πρόβλημα. Ήδη από τις 10 και 17 Φεβρουαρίου και 2 Μαρτίου (1565) η Ενετική Γερουσία προσπαθούσε να προσδιορίσει τα ποσά που έπρεπε να δαπανηθούν για την αγορά των δώρων που το Κολλέγιο θα έκρινε κατάλληλα για να προσφερθούν στον στρατηγό Μουσταφά πασά και στον ναύαρχο Πιαλή πασά. Οι τοπικοί αξιωματούχοι στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο θα πρόσφεραν τα δώρα με τις συνήθεις εκφράσεις φιλίας, όταν η τουρκική αρμάδα έφτανε στο Ιόνιο Πέλαγος.82 Στους Τούρκους άρεσαν τα δώρα, αλλά ποτέ κανείς δεν μπορούσε να πει, αν θα προτιμούσαν τη λεηλασία ή την κατάκτηση. Η Γερουσία αύξησε λοιπόν τη στρατιωτική δύναμη στην Κέρκυρα από 300 σε 800 άνδρες και πήρε μέτρα για να αυξήσει τον αριθμό των γαλερών, που ήσαν διαθέσιμες για υπηρεσία. Για να αυξήσει ακόμη περισσότερο την ασφάλεια, ενίσχυσε τις οχυρώσεις και αύξησε τις αποστολές προμηθειών στην Κύπρο, καθώς και στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο και σε άλλους τόπους.83

Καθώς όλοι διψούσαν για νέα, είναι περιττό να πούμε ότι ο Πίος Δ’ και η παπική κούρτη ανησυχούσαν πολύ με την προσέγγιση τού τουρκικού στόλου. Ο παπικός νούντσιος στη Βενετία, ο καρδινάλιος Γκουίντο Λούκα Φερρέρι, επίσκοπος τού Βερτσέλλι (1562-1572), όπου η έδρα σχεδόν ανήκε στην οικογένειά του, αφού ο ένας Φερρέρι διαδεχόταν τον άλλο στο Βερτσέλλι από την αρχή τού αιώνα, πίεζε τη Σινιορία για νέα για τούς Τούρκους «με μεγάλη επιμονή» (con molta instantia). Όπως έγραφαν ο δόγης και η Γερουσία στον Μάρκιο Μιτσιέλ, τον πρόσφατα εκλεγμένο ναυτικό γενικό διοικητή, στις 3 Μαΐου (1565) ο Φερρέρι ρώτησε

αν είμασταν πρόθυμοι να διατάξουμε, ότι κάθε φορά που θα είχατε κάποια νέα (alcun aviso), που θα σάς φαίνονταν σημαντικά, σχετικά με την πρόοδο τού τουρκικού στόλου, να στέλνατε αμέσως μήνυμα γι’ αυτά στους εκπροσώπους και αντιπροσώπους τής Αγιότητάς του στην Αγκώνα, έτσι ώστε να μπορούν να ενημερώνουν την Αγιότητά του και να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα. Επιθυμώντας κατά συνέπεια να ικανοποιήσουμε την Αγιότητά του, στο μέτρο τού δυνατού, σε συμφωνία με τον μεγάλο σεβασμό που έχουμε γι’ αυτόν, εμείς [δηλαδή o δόγης] με τη σύμφωνη γνώμη τής Γερουσίας, σάς λέμε ότι όταν περιέρχονται στην αντίληψή σας νέα για την προαναφερθείσα αρμάδα, που σάς φαίνονται σημαντικά, πρέπει με κάποιο δικό σας άνθρωπο, προφορικά και χωρίς δικές σας επιστολές, να γνωστοποιείτε αυτά τα νέα στους εν λόγω εκπροσώπους και αντιπροσώπους τής Αγιότητάς του. Για λόγους προφύλαξης, τούς οποίους μπορείτε εύκολα να εκτιμήσετε, δεν θέλουμε να δώσετε τίποτε γραπτώς. Και έτσι θα διεκπεραιώνετε αυτό που είναι πρόθεση και επιθυμία μας.84

Ο πάπας Πίος Δ’ μπορεί να ανησυχούσε, αλλά προφανώς όχι ο βασιλιάς τής Γαλλίας. Ο Πετρεμόλ έγραφε στον Κάρολο Θ’ από την Ισταμπούλ (στις 17 Μαΐου 1565), ότι ως αποτέλεσμα τού γαλλικού αιτήματος για διασφάλιση πριν αναχωρήσει η αρμάδα από την Ισταμπούλ, ο Μεγάλος Άρχοντας είχε διατάξει τον Μουσταφά πασά να φροντίζει, ώστε οι φίλοι τής Πύλης, κυρίως οι Γάλλοι, να μην υφίστανται ζημιά ή δυσαρέσκεια από την επερχόμενη εκστρατεία. Ο Πετρεμόλ όμως δεν ήταν ακόμη βέβαιος αν πρωταρχικός στόχος των Τούρκων επρόκειτο να είναι η Μάλτα ή η Λα Γκολέττα.85 Σύμφωνα με τούς εκπροσώπους τού Φούγκερ, ο Πίος Δ’ είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει 8.000 πεζούς «σε περίπτωση που ο τουρκικός στόλος ερχόταν σε αυτά τα μέρη» (in caso che l’ armata Turchesca venisse in queste parti).86 Την επομένη τής ημέρας κατά την οποία ο Πετρεμόλ έγραψε την επιστολή του προς τον Κάρολο Θ’, ο Πίος έδωσε διέξοδο στις ανησυχίες του για τις συνθήκες στην Ευρώπη και για την εχθρότητα των Τούρκων, για την ανδρεία των οποίων έτρεφε φοβερό σεβασμό.

Σε συνεδρίαση τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, που πραγματοποιήθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου στις 18 Μαΐου, ο Πίος είπε, ότι ενώ πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν γενικά, ότι «όλος ο κόσμος βρισκόταν σε ειρήνη», εκτός από τούς πολέμους μεταξύ Νορβηγίας και Δανίας, μεταξύ βασιλιά Πολωνίας και Μοσχοβιτών και μεταξύ Μαξιμιλιανού Β’ και Ιωάννη Σίγκισμουντ τής Τρανσυλβανίας, ο ίδιος πίστευε, ότι το σύνολο τού χριστιανικού κόσμου βρισκόταν «σε πολύ μεγάλη εξέγερση» (in grandissimo moto). Ίσως είχε γίνει ειρήνη μεταξύ τού Μαξιμιλιανού και τού Ιωάννη Σίγκισμουντ (δεν είχε γίνει), αλλά ήταν ο Τούρκος, πάντοτε ο Τούρκος, εκείνος που παρακολουθούσε. Ο Σουλεϊμάν είχε καταστείλει την εγχώρια ανταρσία, είχε αποκαταστήσει την ησυχία τής Μικράς Ασίας και τα είχε βρει με τον σούφι ή σάχη τής Περσίας. Ήταν ασφαλής από όλες τις πλευρές και ήταν σαφές, «ότι πρόκειται να στρέψει όλες τις δυνάμεις του εναντίον μας» (che è per voltar tutte le sue forze contra di noi). Ο σουλτάνος είχε συγκροτήσει μεγάλη αρμάδα. Στις 12 Μαΐου αυτή αναμενόταν να αναχωρήσει από τη Μεθώνη, όπου είχε φτάσει πριν από μερικές ημέρες.

Ο Πίος σημείωνε με λύπη, ότι οι Κορσικανοί βρίσκονταν σε εξέγερση εναντίον των Γενουατών «και ότι κανείς δεν μπορεί να πιστέψει, ότι μια αρμάδα τόσο μεγάλου μεγέθους δεν έχει κάποιο σημαντικό στόχο». Δεδομένου ότι ο σουλτάνος βρισκόταν σε ειρήνη ή είχε ανακωχή με τούς άλλους Χριστιανούς ηγεμόνες, ήταν σαφές «ότι έρχεται για να κάνει κακό σε εμάς ή στον Καθολικό βασιλιά [Φίλιππο Β’], ότι η αρμάδα ήταν ισχυρή και οι Τούρκοι γενναίοι άνδρες, οι οποίοι πολεμούν για τη δόξα, για την αυτοκρατορία, καθώς και για την ψεύτικη θρησκεία τους». Δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν, «λαμβάνοντας υπόψη τούς μικρούς μας πόρους και τη διαίρεση τής Χριστιανοσύνης». Ο Πίος σημείωνε ότι είχε διαθέσει στον Φίλιππο Β’ επιδότηση 300.000 σκούδων τον χρόνο [η οποία, όπως είδαμε, είχε αυξηθεί σε 420.000 σκούδα ή δουκάτα στις 2 Μαρτίου 1562], για να πληρώσει για εξήντα γαλέρες, που θα χρησίμευαν για την άμυνα τής Χριστιανοσύνης και για εκστρατεία εναντίον των απίστων. Σε κανένα βασιλιά τής Ισπανίας δεν είχε δοθεί ποτέ τέτοια βοήθεια. Αν ζούσε ο Κάρολος Ε’, ύστερα από τέτοια επίδειξη υποστήριξης θα είχε βγει από το μοναστήρι τής απόσυρσής του και θα προσχωρούσε στην ιερή εκστρατεία, την οποία έλπιζε και ανέμενε ο Πίος. Ο Πίος είχε κι άλλα παράπονα από τον Φίλιππο,87 αλλά έτσι κι αλλιώς ο Κάρολος Ε’ δεν βρισκόταν πια στη ζωή.

Ο Πίος ήξερε ότι μια μεγάλη τουρκική αρμάδα, που έπλεε προς τα δυτικά, δεν μπορούσε να είναι για κανένα καλό. Δεν ήταν βέβαιος για τον ακριβή προορισμό της. Όμως ενώ απευθυνόταν ακόμη στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, έπαψε να υπάρχει αβεβαιότητα. Πολύ σύντομα μάθαινε καθένας στη Ρώμη, ότι ο Ζαν Παρισώ ντε λα Βαλέτ, ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, είχε μόλις στείλει επιστολή μέσω Μεσσίνα, με την τρομακτική είδηση ότι στις 18 Μαΐου στις 3 μ.μ. η τουρκική αρμάδα είχε μπει στο λιμάνι τού Μαρσασιρόκκο, στο νοτιοανατολικό άκρο τού νησιού τής Μάλτας. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν έρθει με 130 γαλέρες, πέντε πλοία μεταφοράς, μια «καραβάνα» (caravana) και 13 μεγάλες γαλεάσες. Πίστευαν ότι ο Ντραγκούτ [Τουργούτ] «Ρέις» βρισκόταν ακόμη στη δυτική Μεσόγειο με 20 γαλέρες.88 Αν επρόκειτο να πάρουν οι Τούρκοι τη Μάλτα, θα χρειάζονταν σίγουρα τον Ντραγκούτ, ο οποίος ήταν η ψυχή τής επιτυχίας τους στη Τζέρμπα πριν από πέντε χρόνια.89

Η πολιορκία τής Μάλτας, όπως μόλις παρατηρήσαμε σε υποσημείωση, έχει περιγραφεί από τον περιπετειώδη Ιταλό ποιητή και σωματοφύλακα Φραντσέσκο Μπάλμπι ντι Κορρέτζιο, που έζησε και πολέμησε όλες τις ημέρες τής διάρκειάς της. Παρά τούς κινδύνους και τούς περισπασμούς τής πολιορκίας, ο Μπάλμπι εύρισκε τον χρόνο να κρατά ημερολόγιο των γεγονότων, το οποίο σύντομα δημοσίευσε (στα ισπανικά) το 1567 και αναδημοσίευσε με διορθώσεις το 1568 ως «Αληθινή περιγραφή όλων όσα συνέβησαν το 1565 στο νησί τής Μάλτας» (La Verdadera Relación de todo lo que el anno de MDLXV. ha succedido en la isla de Malta).90 Την πορεία τής πολιορκίας παρακολουθούσαν από βδομάδα σε βδομάδα με ελπίδα και ανησυχία σε όλο το μήκος τής ιταλικής χερσονήσου.91 Η Μάλτα μπορούσε να είναι το σκαλοπάτι για την Σικελία και η Σικελία για το βασίλειο τής Νάπολης, όπου πάντοτε θυμούνταν την πριν από χρόνια κατάληψη τού Οτράντο από τούς Τούρκους.

Οι Ιωαννίτες ήσαν καλά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο τουρκικό εξοπλισμό που τούς επιτίθετο. Η εκ μέρους τους απώλεια τής Ρόδου (την 1η Ιανουαρίου 1523) τούς είχε οδηγήσει οικονομικά στον τοίχο. Όταν το 1530 απέκτησαν τη Μάλτα από τον Κάρολο Ε’, όπως είδαμε, αυτή ήταν ανοχύρωτος ερημότοπος. Δεν είχαν ούτε χρόνο ούτε χρήματα αρκετά για να κατασκευάσουν τέτοιες οχυρώσεις, όπως αυτές που βλέπει κανείς σήμερα στη Μάλτα, οι οποίες ακολούθησαν όλες την πολιορκία τού 1565. Περίπου είκοσι χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στο ξερό, θλιβερό νησί οι Ιππότες τού Τάγματος είχαν φτιάξει το Οχυρό Σαν Έλμο στο βορειοανατολικό άκρο τού «όρους» Σιμπέρρας, τής κατοικημένης τώρα περιοχής τής Βαλέττα και τής Φλοριάνα, στην είσοδο των δύο κύριων ορμίσκων, τού Μαρσαμουσκέττο και τού Μεγάλου Λιμανιού. Είχαν όμως αφήσει απροστάτευτα τα ψηλότερα σημεία τού ίδιου τού όρους Σιμπέρρας, καθώς και εκείνα τού όρους Σάντα Μαρία, που υψωνόταν στα βόρεια τού διαδρόμου προς το Μαρσαμουσκέττο. Δεν υπάρχουν βουνά στη Μάλτα. Από τη Σάντα Μαρία τα κανόνια τού Ντραγκούτ Ρέις θα έβαλλαν προς τα κάτω, επί τού οχυρού Σαν Έλμο. Αυτό το μικρό ακρωτήρι (νοτιοανατολικά τής Σλιέμα) εξακολουθεί να ονομάζεται Σημείο Ντραγκούτ.92

Το μακρύ ακρωτήριο τού όρους Σιμπέρρας χωρίζει τον όρμο τού Μαρσαμουσκέττο από το Μεγάλο Λιμάνι. Προβάλλοντας βορειοδυτικά στο κέντρο τού Μεγάλου Λιμανιού υπήρχαν (και υπάρχουν) δύο μικρότερα ακρωτήρια, που θα γίνονταν διάσημα από την πολιορκία. Στο βόρειο άκρο τού ανατολικού μικρού ακρωτηρίου στεκόταν το φρούριο Σαντ’ Άντζελο, πίσω από το οποίο (προς νότο) βρισκόταν το περιτειχισμένο Μπόργκο (το «Birgu», που σήμερα ονομάζεται Vittoriosa). Το σημερινό επιβλητικό φρούριο Σαντ’ Άντζελο είναι μεταγενέστερο τής πολιορκίας. Κατά μήκος τού νότιου τείχους τού Μπόργκο βρίσκονταν οι προμαχώνες των «γλωσσών» (langues) τής Γαλλίας, τής Προβηγκίας, τής Ωβέρνης, τής Ιταλίας, τής Αραγωνίας, τής Καστίλλης και τής Γερμανίας. Στο νότιο τμήμα τού άλλου (δυτικού) μικρού ακρωτηρίου, που ονομαζόταν Σένγκλεα ή Ίζολα Σαν Μικέλε, βρισκόταν το φρούριο τού Αγίου Μιχαήλ. Μεταξύ αυτών των δύο λωρίδων γης, που προεξέχουν μέσα στο Μεγάλο Λιμάνι, βρισκόταν το λιμάνι των γαλερών (ο σημερινός ορμίσκος των ναυπηγείων), η είσοδος στο οποίο είχε αποκλειστεί από μεγάλη αλυσίδα, που εκτεινόταν από το βόρειο σημείο τής Ίζολα Σαν Μικέλε μέχρι το φρούριο Σαντ’ Άντζελο.

Στα νότια αυτών των δύο μικρότερων ακρωτηρίων, τής Ίζολα και τού Μπόργκο, όπου τα τείχη είχαν ενισχυθεί και οι τάφροι είχαν εκβαθυνθεί, βρισκόταν η περιοχή που είναι γνωστή ως Λα Μπορμούλα. Εδώ οι Ιππότες κατεδάφισαν κάποια από τα σπίτια όταν άρχισε η πολιορκία. Η περιοχή αυτή (ειδικά προς τα νοτιοδυτικά) ονομάζεται τώρα Κοσπίκουα. Ακόμη πιο νότια, περιβάλλοντας τις βάσεις των δύο μικρών ακρωτηρίων, υψώνονταν τα υψώματα τού Κορραντίνο, τής Σάντα Μαργκερίτα, τής Καλκάρα, τού Σαλβαδόρ και τής Σάντα Κατερίνα, από τα οποία οι Τούρκοι απειλούσαν το οχυρό Αγίου Μιχαήλ και τούς προμαχώνες κατά μήκος τού νότιου τείχους τού Μπόργκο. Οι διάταξη και οι οχυρώσεις φαίνονται πιο περίπλοκες όταν απεικονίζονται με λόγια από όσο όταν σχεδιάζονται σε χάρτη. Το Μπόργκο, το Σαν Μικέλε και η Λα Μπορμούλα (μαζί με το Σαν Έλμο) ήσαν τα κύρια κέντρα σύγκρουσης στην πολιορκία τού 1565, όπως ακριβώς τα σύγχρονα ομόλογά τους, οι «τρεις πόλεις» Βιττοριόζα, Σένγκλεα και Κοσπίκουα, επρόκειτο να είναι οι κύριοι στόχοι στην πολιορκία τού 1942-1943.93

Η προσέγγιση τού τουρκικού στόλου μπορεί να ακολουθηθεί εύκολα στις ισπανικές πηγές. Στις 16 Μαΐου (1565) ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, τώρα αντιβασιλέας τής Σικελίας και ναυτικός γενικός διοικητής, έγραφε στον Φίλιππο Β’ από τη Μεσσίνα, ότι η αρμάδα είχε φτάσει στη Μεθώνη στις 2 Μαΐου «με 120 γαλέρες, 20 γαλιότες, 7 πλοία μεταφοράς και 13 γαλεάσες. … Υπάρχει πάντοτε η φήμη για κατάληψη τής Μάλτας ή τής Λα Γκολέττα…» (en número de 120 galeras, 20 galeotas, 7 naos, y 13 mahonas…. La fama ha sido siempre para emprender Malta ó la Goleta…).94 Στις 18 Μαΐου δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία για τον στόχο των Τούρκων. Η αρμάδα είχε εντοπιστεί στα ανοικτά τής μαλτέζικης ακτής και οι κάτοικοι τού νησιού συνέρρεαν στο Μπόργκο, πίσω από τις επάλξεις των Ιπποτών κατά μήκος τού νότιου τείχους.95

Μόλις εμφανίστηκαν στα ανοιχτά, οι Τούρκοι κατευθύνθηκαν αμέσως στο Μαρσασιρόκκο, που ήταν μεγάλο λιμάνι πέντε περίπου μίλια νότια τού Μπόργκο και ήταν «ασφαλές από όλους τούς ανέμους εκτός από τον σιρόκκο», τον νότιο άνεμο.96 Όμως την αποβίβασή τους αποθάρρυνε το θέαμα μεγάλης δύναμης, την οποία είχε στείλει ο μεγάλος μάγιστρος. Περιζώνοντας τη νότια ακτή τού νησιού μέχρι το Μγκαρ, όπου αγκυροβόλησαν για τη νύχτα, οι Τούρκοι στη συνέχεια επέστρεψαν στο Μαρσασιρόκκο και στις 19 Μαΐου λεγόταν ότι είχαν αποβιβάσει στη στεριά 5.000 άνδρες. Τώρα, σύμφωνα με τις ειδοποιήσεις (avvisi), λάμβανε χώρα η πρώτη ένοπλη σύγκρουση, όταν σώμα χριστιανικού ιππικού και 300 μουσκετοφόροι από το Μπόργκο, με μερικούς τουλάχιστον Ιωαννίτες, επιτέθηκαν στους Τούρκους, οι οποίοι λεγόταν ότι είχαν χάσει 70 άνδρες. Ένας Πορτογάλος Ιωαννίτης σκοτώθηκε, καθώς και πέντε στρατιώτες, ενώ ένας Γάλλος Ιωαννίτης [πιθανώς ο Αντριάν ντε λα Ριβιέρ] συνελήφθη όταν έπεσε από το άλογό του. Στις 20 τού μηνός οι Τούρκοι αποβίβασαν τούς υπόλοιπους 20.000 άνδρες,97 «ως επί το πλείστον όχλο και εντελώς άπειρους στρατιώτες», τουλάχιστον κατά τη γνώμη των πέντε χριστιανών λιποτακτών, που είχαν διαφύγει από την αρμάδα. Οι Τούρκοι αποβίβασαν επίσης πέντε κομμάτια πυροβολικού πεδίου, άρχισαν να σκάβουν χαντάκια και έφτιαξαν στρατόπεδο στον ακάλυπτο χώρο «κοντά σε κάστρο που ονομάζεται Τόρνταρ», δηλαδή κοντά στο χωριό τού Αγίου Ιωάννη και την πηγή τής Μάρσα, στο νότιο άκρο τού Μεγάλου Λιμανιού.

Οι Τούρκοι εγκαθίσταντο ταχύτατα. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους, «όχλος» ή όχι, έκανε ανέφικτη την επιθετική δράση για τούς Ιωαννίτες, οι οποίοι επέλεξαν σοφά να υπερασπιστούν τα οχυρά τους με την ελπίδα να φθείρουν τούς Τούρκους, αφού οι τελευταίοι βρίσκονταν μακριά από την πατρίδα και μακριά από μεγάλης κλίμακας ενισχύσεις. Τη Δευτέρα 21 Μαΐου ο Μουσταφά πασάς κατόπτευσε την περιοχή νότια τού Μπόργκο, κοιτάζοντας προς τα κάτω από τα υψώματα τής Σάντα Κατερίνα. Όμως δεν πήγε πολύ κοντά στο Μπόργκο, επειδή οι χριστιανοί πυροβολητές «έπαιζαν πυροβολικό» στα αυτιά του και ένα σώμα ιππέων προχώρησε σε πετυχημένη αψιμαχία, σκοτώνοντας αριθμό ανδρών τού εχθρού, συμπεριλαμβανομένου ενός σαντζακμπέη «και αρπάζοντας ένα λάβαρο, με μικρή δική τους απώλεια». Αυτή την ημέρα και την επόμενη λέγεται ότι οι Τούρκοι είχαν κάνει την πρώτη κίνησή τους εναντίον τού οχυρού Σαν Έλμο, με πρόθεση να κατεδαφίσουν τα τείχη του με κανονιοβολισμούς, να ρίξουν μπάλες κανονιού στα πλοία στο λιμάνι και να αποκτήσουν τον έλεγχο τής εισόδου τού λιμανιού.

Σύμφωνα με τούς λιποτάκτες, μεταξύ των οποίων ήταν ένας από το «λιμάνι τής Παναγίας», οι Τούρκοι δεν είχαν αποβιβάσει ακόμη το βαρύ πυροβολικό τους. Προφανώς οι Ιππότες είχαν πολλά να περιμένουν με ανυπομονησία, αλλά οι αποστάτες είχαν και πιο χαρούμενα νέα. Ο εχθρός είχε χάσει μεγάλο πλοίο [στο Ναύπλιο], καθώς η αρμάδα κατευθυνόταν προς τα δυτικά [από Ισταμπούλ προς Νεγκροπόντε, Αθήνα, Ναύπλιο, Μεθώνη και απέναντι από το Ιόνιο Πέλαγος στη Μάλτα]. Προφανώς το πλοίο ήταν υπερφορτωμένο, γιατί μετέφερε 6.000 βαρέλια πυρίτιδας, πυρομαχικά και περίπου εξακόσιους σπαχήδες, από τούς οποίους πνίγηκαν τετρακόσιοι.98

Όποιος κι αν βρισκόταν σε ετοιμότητα στη Μάλτα, συντάσσοντας τις ανακοινώσεις (avvisi) για τον Ούλριχ Φούγκερ και τον τραπεζικό οίκο στο Άουγκσμπουργκ, ήταν προσεκτικός και καλά πληροφορημένος. Ανέφερε ότι η τουρκική αρμάδα περιλάμβανε συνολικά 180 πλοία και συγκεκριμένα 120 γαλέρες, 13 μεγάλες γαλεάσες (maone), πέντε πλοία μεταφοράς και άλλες γαλιότες, αλλά (όπως είχε γράψει ο Πετρεμόλ στον Αρνώ ντυ Φερριέ στις 7 Απριλίου), ήσαν ως επί το πλείστον άσχημα επανδρωμένα και η όλη εκστρατεία είχε αναχωρήσει με αταξία. Ο Ντραγκούτ Ρέις δεν είχε φτάσει ακόμη στη Μάλτα με τα σκάφη του, ούτε είχαν φτάσει ακόμη τα αναμενόμενα από το Αλγέρι. Στρατηγός των χερσαίων δυνάμεων ήταν ο Μουσταφά πασάς, όπως γνωρίζουμε. Διοικητής τού στόλου ήταν ο Πιαλή πασάς, «ο οποίος ήταν ο στρατηγός στη Τζέρμπα».

Ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, οι Ιππότες και οι Μαλτέζοι έτρεφαν μεγάλες ελπίδες για πετυχημένη υπεράσπιση νησιού τους. Διατηρούσαν σε ετοιμότητα 1.200 στρατιώτες από διάφορα έθνη, περίπου 500 Ιππότες τού Τάγματος και μεγάλο αριθμό Μαλτέζων. Είχαν προσλάβει επίσης περίπου 4.000 μουσκετοφόρους,99 μεταξύ των οποίων ήταν ο χρονικογράφος τής πολιορκίας Φραντσέσκο Μπάλμπι ντι Κορρέτζιο.

Ένας λόγος τής εμφανούς αταξίας μεταξύ των Τούρκων ήταν η αίσθηση αντιπαλότητας και εχθρότητας που είχε προκύψει μεταξύ των δύο πασάδων. Ο Μπάλμπι αναφέρει, ότι όταν η αρμάδα έφτασε κατ’ αρχήν σε θέα τής Μάλτας, ο Μουσταφά πασάς είχε παρουσιάσει αυτοκρατορικό φιρμάνι, «ένα ιδιαίτερο χαρτί τού Μεγάλου Τούρκου» (una carta particular del Gran Τurco), που προφανώς τού χορηγούσε κάποια ειδική εξουσία, πράγμα για το οποίο ο Πιαλή πασάς αγανακτούσε ολόκαρδα. Στη συνέχεια ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να συμφωνήσουν σε συμβούλιο ή να διαβουλευτούν μεταξύ τους.100 Ο Μπάλμπι πίστευε ότι το πρώτο λάθος των Τούρκων ήταν η επίθεση στο Σαν Έλμο «πριν από οποιονδήποτε άλλο τόπο» και ότι το δεύτερο λάθος τους ήταν ότι δεν περίμεναν την άφιξη τού Ντραγκούτ Ρέις. Ήθελαν να καταλάβουν το Σαν Έλμο, ώστε ο Πιαλή να μπορέσει να αγκυροβολήσει τις γαλέρες του στο Μαρσαμουσκέττο μάλλον, παρά στον νότιο όρμο τού Μαρσασιρόκκο. Στις 25 Μαΐου είχαν πια αναλάβει το βαρύ καθήκον τής μεταφοράς τού βαρέος πυροβολικού τους από την αρμάδα προς περιοχή κοντά στο Σαν Έλμο. Μάλιστα μέχρι την ημερομηνία αυτή είχαν ήδη ρίξει στο οχυρό 25-30 γύρους βολών, από το βεληνεκές τού πυροβολικού που έστηναν «πάνω στο βουνό» (sobre la montaña), στο όρος Σιμπέρρας.101

Ο μεγάλος μάγιστρος ενίσχυσε τη φρουρά στο Σαν Έλμο και εφοδίασε το φρούριο με μπαρούτι και προμήθειες. Οι Τούρκοι άρχισαν να σκάβουν δίκτυο βραχωδών χαρακωμάτων στα νότια τού οχυρού και κατασκεύαζαν τριγωνικά ξύλινα πλαίσια, τα οποία γέμιζαν με χώμα, για να τα χρησιμοποιήσουν ως προχώματα ή θεμέλια για τα πυροβόλα με τα οποία σχεδίαζαν να βάλλουν κατά τού Σαν Έλμο. Τη Δευτέρα 28 Μαΐου ο κανονιοβολισμός τού οχυρού άρχισε για τα καλά. Από τα πυροβολεία τους στο όρος Σιμπέρρας, ακριβώς νοτιοδυτικά τού οχυρού, οι Τούρκοι έβαλλαν επίσης απέναντι από το Μεγάλο Λιμάνι προς το λιμάνι Σαντ’ Άντζελο και τούς ανεμόμυλους τής Ίζολα Σαν Μικέλε.

Ο Μπάλμπι, όπως και οι ανακοινώσεις (avvisi) τού Βατικανού, αναφέρει μέρα με τη μέρα τα δευτερεύοντα καθώς και τα κύρια γεγονότα τής πολιορκίας.

Στις 30 Μαΐου η τουρκική αρμάδα απέπλευσε από το Μαρσασιρόκκο προς βορρά κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τού νησιού, για να πάρει νερό από τη Σαλίνα και από τον κόλπο τού Αγίου Παύλου. Καθώς οι τουρκικές γαλέρες περνούσαν δίπλα από το Σαν Έλμο, χαιρέτισαν τη φρουρά με πυρά κανονιών, τα οποία τούς ανταπέδωσαν από το φρούριο. Οι πυροβολητές στο Σαντ’ Άντζελο επίσης απευθύνθηκαν στους διοικητές και τα πληρώματα των τουρκικών γαλερών με ομοβροντία χαιρετισμών. Οι υπερασπιστές τής Μάλτας ήσαν ακόμη απασχολημένοι σε νυχθημερόν προσπάθεια για βελτίωση και επέκταση των οχυρώσεών τους. Θα τις χρειάζονταν, γιατί το Σάββατο 2 Ιουνίου έφτασε στη Μάλτα ο Ντραγκούτ Ρέις, όπως λέει ο Μπάλμπι με δεκατρείς γαλέρες και δύο γαλιότες δικές του, μαζί με τριάντα άλλα σκάφη που ανήκαν σε κουρσάρους, προσθέτοντας περίπου 2.500 άνδρες στις δυνάμεις τού εχθρού. Ο Πιαλή πασάς έπλευσε για να τον συναντήσει, οδηγώντας τον στον κόλπο Αγίου Γεωργίου, όπου ο Ντραγκούτ εγκατέστησε το επιτελείο του. Απογοητεύτηκε από τη συγκέντρωση τής προσπάθειας κατά τού οχυρού Σαν Έλμο,102 αλλά έπρεπε να ακολουθήσει τα σχέδια, τα οποία είχε βρει σε εξέλιξη.

Αν ο Ντραγκούτ ήταν διαθέσιμος όταν λαμβανόταν η απόφαση, θα είχε πάρει το μέρος τού Μουσταφά πασά εναντίον τού Πιαλή (σύμφωνα με τον Μπάλμπι) και θα επιτίθεντο στην «Παλιά Πόλη», τότε γνωστή ως «Αξιόλογη Πόλη» (Città Notabile), την οποία στο εξής θα ονομάζουμε Μντίνα με την τρέχουσα ονομασία της. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα τού νησιού και ήταν η μόνη «πόλη» στη Μάλτα, εκτός αν μπορούσε κανείς να θεωρεί πόλη και το Μπόργκο, που ήταν προσαρτημένο στο φρούριο Σαντ’ Άντζελο. Αν και περιτειχισμένη, η Μντίνα θα καταλαμβανόταν εύκολα.103 Οι Τούρκοι θα ενίσχυαν τις οχυρώσεις και θα εγκαθίσταντο στο μόνο καλά περιτειχισμένο μέρος στο βόρειο τμήμα τού νησιού. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν πάρει το φτωχό, απομονωμένο φρούριο στο νησάκι τού Γκότσο, αποκόπτοντας ή σίγουρα εμποδίζοντας την επικοινωνία και την κίνηση στρατευμάτων ανάμεσα στη Σικελία και τη Μάλτα. Όπως συνέβαινε τώρα, θα δυσκολεύονταν πολύ για να καταλάβουν το Σαν Έλμο. Θα μπορούσαν να το καταλάβουν, αλλά κι αν ακόμη το καταλάμβαναν, άραγε τι θα είχαν τότε; Τα κέντρα αντίστασης των Ιωαννιτών ήσαν το Σαντ’ Άντζελο, το Μπόργκο και η Ίζολα Σαν Μικέλε.

Στο μεταξύ, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τον χρόνο τους απερίσκεπτα πολιορκώντας το Σαν Έλμο, ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο δεν είχε καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει με άμεση επίθεση κατά τής τουρκικής αρμάδας τον ισπανικό στόλο, που είχε ξαναφτιαχτεί με μεγάλη δαπάνη μετά την καταστροφή στη Τζέρμπα το 1560. Αν και ο μεγάλος μάγιστρος τον προέτρεπε συνεχώς να κάνει την επίθεση, ο Δον Γκαρσία δεν την έκανε. Αμφέβαλλε αν «οι Τούρκοι βρίσκονται πάντοτε σε τέτοια αταξία, όπως ισχυρίζεται ο [μεγάλος] μάγιστρος». Όταν θα κατόρθωνε να φτάσει στη Μάλτα με επαρκή ναυτική δύναμη, όπως έγραφε στον Φίλιππο Β’ στις 2 Ιουνίου, οι Τούρκοι θα ήσαν αναμφίβολα σε καλή τάξη και ενωμένοι. Ο Δον Γκαρσία κρατούσε τον Φίλιππο ενήμερο για κάθε πρόθεσή του, καθώς και για κάθε κίνησή του. Αν και ο Δον Γκαρσία είχε επικριθεί για τη μεγάλη καθυστέρηση στην αποστολή βοήθειας προς τη Μάλτα, δεν ήταν δικό του λάθος αλλά τού Φιλίππου ότι οι Ιωαννίτες θα χρειαζόταν να περιμένουν για μήνες πριν από την άφιξη των Ισπανών, για να δώσουν χείρα βοηθείας κατά των Τούρκων.104

Έχοντας επισκεφτεί τον Μουσταφά πασά, ο Ντραγκούτ Ρέις επέστρεψε στον κόλπο Αγίου Γεωργίου και έστησε γρήγορα πυροβολείο στο υψίπεδο που ονομαζόταν Ερημητήριο τής Σάντα Μαρία («Σημείο Ντραγκούτ»), στη βόρεια πλευρά τής εισόδου προς το Μαρσαμουσκέττο. Άρχισε τον κανονιοβολισμό τού οχυρού Σαν Έλμο (την Κυριακή 3 Ιουνίου). Η προσοχή τής φρουράς στο οχυρό είχε τόσο εκτραπεί από τον κανονιοβολισμό, που δεν μπόρεσε να προσέξει την προσέγγιση των γενιτσάρων στο γωνιώδες οχύρωμα ή προτείχισμα στα νοτιοδυτικά τού φρουρίου. Οι Τούρκοι είχαν σκάψει χαρακώματα στη χαμηλή (βορειοανατολική) πλαγιά τού όρους Σιμπέρρας, από τα οποία οι γενίτσαροι εξαπέλυσαν την επίθεσή τους κατά τού γωνιώδους οχυρώματος, τού οποίου οι υπερασπιστές κατέφυγαν στο φρούριο. Οι στρατιώτες τής φρουράς προσπάθησαν στη συνέχεια και απέτυχαν στη διάρκεια πεντάωρης μάχης να ξαναπάρουν το γωνιώδες οχύρωμα. Καθώς όλο και περισσότεροι Τούρκοι συνέχιζαν να εμφανίζονται στη σκηνή, οι χριστιανοί υποχώρησαν και πάλι στο οχυρό, το οποίο σχεδόν έχασαν ξεχνώντας να σηκώσουν την κινητή γέφυρα. Οι Τούρκοι έχασαν πεντακόσιους άνδρες στη μάχη για το γωνιώδες οχύρωμα, ενώ «από την πλευρά μας εξήντα στρατιώτες και είκοσι Ιππότες σκοτώθηκαν, εκτός από τούς πολλούς άλλους που είχαν τραυματιστεί». Στη συνέχεια υπήρξαν ένοπλες συμπλοκές με τούς Τούρκους κοντά στη Μντίνα, στη Μόστα, και στην περιοχή τού Νάξαρ.105 Η πολύμηνη δοκιμασία είχε αρχίσει.

Το οχυρό Σαν Έλμο βαλλόταν ασταμάτητα τόσο από τέσσερα κανόνια τού Ντραγκούτ Ρέις στη Σάντα Μαρία (σήμερα γνωστή επίσης ως Σημείο Τινιέ), όσο και από τις τουρκικές πυροβολαρχίες που είχαν στηθεί πάνω σε αναχώματα, που είχαν φτιαχτεί δίπλα και πάνω στο γωνιώδες οχύρωμα που είχε καταληφθεί. Οι Ιππότες και οι άλλοι στρατιώτες στο Σαν Έλμο απέκρουσαν βαριά επίθεση την Παρασκευή 8 Ιουνίου. Οι Τούρκοι προχωρούσαν με μανιώδη ρυθμό στην αρχική τους προέλαση, λέει ο Μπάλμπι, σαν να ήσαν «αφιονισμένοι». Ήταν σαφές ότι το Σαν Έλμο δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό σε τέτοιες επιθέσεις και στον συνεχή κανονιοβολισμό. Δεδομένου όμως ότι οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο οχυρό, κάθε μέρα που αυτό παρέμενε σε χριστιανικά χέρια ήταν άλλη μια μέρα κερδισμένη για την ενίσχυση τής άμυνας τής Ίζολα Σαν Μικέλε, τού Μπόργκο και τού Φρούριου Σαντ’ Άντζελο.106

Το άγχος και η πίεση ήταν σχεδόν τόσο μεγάλο στη Ρώμη, όσο στη Μάλτα. Οι Ιππότες χρειάζονταν βοήθεια και ο Πίος Δ’ προσπαθούσε να τη βρει γι’ αυτούς, απευθύνοντας έκκληση στους ηγεμόνες, ιδιαίτερα σε εκείνους που ίσως αισθάνονταν απειλούμενοι από την τουρκική προέλαση. Έτσι στις 7 Ιουνίου 1565 ο Πίος έγραφε στον Αλφόνσο Β’ ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας, ότι είχε ενημερωθεί από αγγελιοφόρο και με επιστολές τού Μεγάλου μάγιστρου των Ιωαννιτών, ότι η τουρκική αρμάδα είχε πράγματι κάνει στόχο της την Μάλτα. Επίσης τώρα πια ο Αλφόνσο έπρεπε να είχε μάθει, ότι η αρμάδα ξεπερνούσε πολύ σε αριθμό πλοίων όλους τούς στόλους που είχαν στείλει ποτέ οι Τούρκοι εναντίον των χριστιανών. Εκτός από τεράστιο αριθμό πεζών στρατιωτών, η αρμάδα είχε φέρει τεράστια παράταξη πραγμάτων που απαιτούνταν για την πολιορκία και την καταστροφή πόλεων. Τα νέα προκαλούσαν στον Πίο ατελείωτη αγωνία,

γιατί συνειδητοποιούμε σε πόσο μεγάλο κίνδυνο θα τεθεί η ευημερία τής Σικελίας και τής Ιταλίας και πόσο μεγάλες καταστροφές απειλούν τον χριστιανικό λαό, αν (Θεός φυλάξοι), το νησί [τής Μάλτας], τόσο κοντά στη Σικελία και περιβαλλόμενο από τόσο πολλά λιμάνια, βρεθεί κάτω από την κυριαρχία τού ασεβούς εχθρού.

Ο Πίος λοιπόν, στην αγωνία του να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο και να προστατεύσει αυτό το Τάγμα των Ιπποτών, που ήταν πάντοτε πιστός φρουρός τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, είχε στείλει αμέσως στον μεγάλο μάγιστρο όση βοήθεια μπορούσε. Επειδή όμως σε αυτή την κρίσιμη στιγμή όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες έπρεπε να προσφέρουν βοήθεια στο Τάγμα και ο καθένας σύμφωνα με τούς πόρους του έπρεπε να βοηθήσει στην απόκρουση τού κοινού κινδύνου, ο Πίος στρεφόταν στον Αλφόνσο, καθώς και σε άλλους, προτρέποντάς τον διακαώς, υπακούοντας στον Παντοδύναμο και για την κοινή ασφάλεια, να στείλει αμέσως άνδρες και χρήματα στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το Τάγμα άξιζε το ενδιαφέρον τής Χριστιανοσύνης. Χρειαζόταν απεγνωσμένα τα μέσα για να αντισταθεί στον εχθρό.

Η κατάσταση ήταν τρομακτική και δεν επιδεχόταν την παραμικρή αναβολή. Οι Ιωαννίτες χρειάζονταν από τον Αλφόνσο, καθώς και από τούς άλλους ηγεμόνες, χρήματα, στρατιώτες και μπαρούτι για τα κανόνια. Η βοήθεια έπρεπε να σταλεί το συντομότερο δυνατό στη Σικελία, από όπου θα μεταφερόταν στον μεγάλο μάγιστρο στη Μάλτα. Όσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν ο Αλφόνσο και όσο περισσότερη βοήθεια έστελνε, τόσο πιο χρήσιμη θα ήταν η συμβολή του και πιο ευχάριστη για τον Θεό, καθώς και για τούς Ιππότες στη Μάλτα.107

Την ίδια μέρα (7 Ιουνίου) ο Πίος διόρισε τον Νικκολό Καβαλέριο τής Σαρτσάνα ως παπικό επίτροπο, «κοινώς ονομαζόμενο πληρωτή» (quem pagatorem vulgo vocant), για να αναλάβει την πληρωμή των στρατευμάτων που είχε αποφασίσει να στείλει στη Μάλτα, «αξιόλογο αριθμό στρατιωτών για την ενίσχυση των χριστιανών εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι πολιορκούσαν τις πόλεις τους». Έδωσε τη συνήθη έκφραση εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία, επιμέλεια και εμπειρία τού Καβαλέριο, εγκρίνοντας την καταβολή πενήντα δουκάτων τον μήνα για να καλύψει τα έξοδά του και εκείνων των ακολούθων και εκπροσώπων του, τούς οποίους θα έπαιρνε μαζί του.108 Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 18ης Μαΐου στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, ο Πίος είχε δηλώσει, ότι μόλις είχε μάθει για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν οι Ιωαννίτες, τούς είχε στείλει 10.000 σκούδα για την πληρωμή των στρατιωτών. Ακριβώς τότε χρειάζονταν χρήματα περισσότερο από στρατιώτες.

Ο Πίος κατανοούσε, ότι ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, ο αντιβασιλέας τής Σικελίας, είχε στείλει δύναμη επικουρίας στη Μάλτα. Ο Πίος έλπιζε ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί επαρκής. Σε κάθε περίπτωση η Αγία Έδρα δεν θα αποτύγχανε να προσφέρει στους Ιωαννίτες κάθε απαραίτητη βοήθεια. Αν χανόταν η Μάλτα, τα πράγματα σίγουρα δεν θα πήγαιναν καλά στη Σικελία και την Ιταλία. Επιπλέον, αν οι Τούρκοι έπαιρναν επίσης τη Λα Γκολέττα [το δεύτερο λιμάνι τής Τύνιδας], πράγμα το οποίο, όπως λεγόταν, σχεδίαζαν να κάνουν μετά την υποταγή τής Μάλτας, «θα βρεθούμε όλοι σε άσχημη κατάσταση». Το φρούριο τής Λα Γκολέττα ήταν μικρό μέρος [και οι Τούρκοι θα το έπαιρναν το 1574] κι έτσι είχε κανείς λόγους να φοβάται. Αν πετύχαιναν σε αυτές τις επιχειρήσεις, οι Τούρκοι δεν θα ήσαν μόνο πολύ κοντά στη Σικελία και την Ισπανία, αλλά και στη Ρώμη. Θα έπρεπε να ζουν για πάντα κάτω από τα όπλα.109

Στο επόμενο εκκλησιαστικό συμβούλιο (στις 27 Μαΐου) ο Πίος ασχολήθηκε με την τουρκική απόβαση στη Μάλτα, την πολιορκία τού Σαν Έλμο και τα δεινά των Ιπποτών (Equites in trepido animo esse). Αναφέρθηκε και πάλι στα 10.000 σκούδα που τούς είχε στείλει. Δεν είχαν ζητήσει στρατιώτες και τού φαινόταν ανάρμοστο να στείλει στρατεύματα σε επικράτεια άλλoυ (indecens videbatur cum ea cura magis ad regem Catholicum pertineret), γιατί η φύλαξη τού νησιού τής Μάλτας ήταν ευθύνη τού Φιλίππου Β’, τού οποίου ο πατέρας, ο αυτοκράτορας Κάρολος, είχε δώσει το νησί στη «Θρησκεία». Η Μάλτα ήταν επίσης ένα είδος φυλακίου τής Σικελίας, η οποία ανήκε στον Φίλιππο. Αλλά τώρα οι Ιππότες είχαν ζητήσει στρατεύματα και είχε αποφασίσει να στείλει εξακόσιους πεζούς υπό τον Πομπέο Κολόννα, γιατί δεν θα παραμελούσε να κάνει οτιδήποτε συνέβαλλε στην υπεράσπιση τής Μάλτας.110

Στις 8 Ιουνίου (1565) ο Πίος έκανε τον επίσημο διορισμό τού Πομπέο Κολόννα ως «συνταγματάρχη» ή μάλλον «στρατηγού» —υπήρξε αλλαγή γνώμης και τίτλου— των εξακοσίων Ιταλών πεζών στρατιωτών, που στέλνονταν για να βοηθήσουν στην άμυνα τής Μάλτας κατά των Τούρκων. Ο Κολόννα τέθηκε επίσης επικεφαλής των στρατευμάτων που είχαν ήδη προσληφθεί (και εκείνων που θα προσλαμβάνονταν) για υπηρεσία στο νησί, με κεφάλαια προερχόμενα από την Αγία Έδρα. Οι νέοι στρατιώτες που θα στρατολογούνταν, θα στέλνονταν «γρήγορα και με κάθε επιμέλεια».111 Κατόπιν αιτήματος τού Φιλίππου Β’ και με την παρότρυνση τού Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, ο Πίος ελευθέρωσε τον ικανό στρατιώτη Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια από τη φυλάκισή του στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, προκειμένου αυτός να υπηρετήσει κατά των Τούρκων.112 Έχουμε συναντήσει τον Ασκάνιο σε προηγούμενα κεφάλαια. Ανηψιός τού Ιούλιου Γ’ και αδελφός τού καρδινάλιου Φούλβιο ντέλλα Κόρνια, ο Ασκάνιο θα είχε ουσιαστική συμβολή στην άρση τής πολιορκίας τής Μάλτας, όπου θα ήταν πιο ευδιάκριτη φυσιογνωμία από τον Πομπέο Κολόννα. Παρά την επιθυμία τού Πίου να δει τούς στρατιώτες του να στέλνονται «γρήγορα και με κάθε επιμέλεια», αυτοί θα πήγαιναν στο εμπόλεμο νησί τον Σεπτέμβριο με τον Δον Γκαρσία.113

Οι Τούρκοι ενέτειναν τις προσπάθειές τους κατά τού οχυρού Σαν Έλμο. Έκαναν επιθέσεις στα καταρρέοντα τείχη στις 10 και 15 Ιουνίου. Μια βαριά επίθεση ήρθε στις 16 τού μηνός, όταν κάποιοι από τούς Ιππότες είπαν στον Μπάλμπι, ότι ακόμη και οι σκλάβοι των γαλερών, οι μισθωμένοι κωπηλάτες και οι Μαλτέζοι πολεμούσαν και έχαναν τη ζωή τους με τέτοιο θάρρος «σχεδόν σαν κύριοι Ιππότες τού ίδιου τού Τάγματος» (como qualquiera otra persona de mayor estima). Δύο μέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου, μπορούσε να δει κανείς τον Ντραγκούτ Ρέις σε βραχώδες όρυγμα, να δίνει εντολή στους Τούρκους πυροβολητές να χαμηλώσουν το πολύ υψηλό επίπεδο των βολών τους. Ύστερα από την επαναλαμβανόμενη επιμονή του, όπως στεκόταν με την πλάτη προς τα κανόνια, προσπαθώντας να αξιολογήσει τις επιπτώσεις τους επί των τειχών, ένας τουλάχιστον πυροβολητής φαίνεται ότι είχε στοχεύσει πολύ χαμηλά. Η μπάλα τού κανονιού απέσπασε κομμάτι τού βράχου από την πλευρά τής τάφρου. Χτύπησε τον Ντραγκούτ στο κεφάλι. Έπεσε στο έδαφος, με αίμα να τρέχει από το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά του. Ένας Λομβαρδός αποστάτης έφερε την είδηση στο Μπόργκο, χαρούμενη είδηση για τον μεγάλο μάγιστρο, «ότι o Ντραγκούτ ήταν νεκρός.., και ότι είχε δει να χύνεται το μυαλό του από το στόμα, τη μύτη και τα μάτια με τέτοιο τρόπο, που δεν υπήρχε σωτηρία για τη ζωή του» (que Dargut era muerto…,y que el lo havía visto,que estava hechando los sesos por la boca,nariz,y oydos de tal manera que no havía remedio en su vida…). Ο Λομβαρδός είπε επίσης στον μεγάλο μάγιστρο, ότι αν τα γεγονότα δεν ήσαν όπως τού τα έλεγε, μπορούσε να διατάξει να τον κρεμάσουν.114

Ο Λομβαρδός δεν έλεγε ψέματα. Ο Ντραγκούτ Ρέις ποτέ δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του. Πέθανε πέντε μέρες αργότερα, στις 23 Ιουνίου, μια από τις μεγάλες ναυτικές φυσιογνωμίες τού 16ου αιώνα, κατατασσόμενος μαζί ή ξεπερνώντας τούς Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα και Αντρέα Ντόρια. Οι Ιωαννίτες δεν είχαν γνωρίσει ποτέ πιο τολμηρό αντίπαλο στη θάλασσα, ούτε οι χριστιανοί πιο θανατηφόρο εχθρό.

Η πολιορκία τού οχυρού Σαν Έλμο συνεχιζόταν. Οι Τούρκοι είχαν τελικά αποκόψει τη ροή ανδρών, πυρομαχικών και προμηθειών από το Σαντ’ Άντζελο και το Μπόργκο. Στις 22 Ιουνίου εξαπέλυσαν την τρίτη μεγάλη επίθεσή τους, με τη βεβαιότητα επιτυχίας και δυσαρεστημένοι με την αποτυχία τους. Σύμφωνα με τον Μπάλμπι οι επιθέσεις κράτησαν έξι ώρες. Με σχεδόν δύο χιλιάδες νεκρούς και σχεδόν διπλάσιο αριθμό τραυματιών, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν (y haver muerto al pie de dos mil Turcos y heridos casi dos tantos, se retiraron). Στο οχυρό όμως δεν είχε απομείνει ούτε ένας βαθμοφόρος. Πεντακόσιοι χριστιανοί είχαν σκοτωθεί. Υπήρχαν εκατό επιζώντες,115 «οι περισσότεροι από αυτούς τραυματίες, χωρίς πολεμοφόδια και χωρίς ελπίδα για βοήθεια».

Το Σαν Έλμο ήταν καταδικασμένο. Οι χριστιανοί το ήξεραν. Το ήξεραν και οι Τούρκοι και νωρίς το Σάββατο 23 Ιουνίου άρχισαν νέα επίθεση. Τέσσερις ώρες αργότερα ξεχύνονταν στο Σαν Έλμο. Σκότωσαν τούς περισσότερους από τούς υπερασπιστές τού σκορπισμένου σε ερείπια οχυρού. Οι κουρσάροι έσωσαν εννέα τραυματίες Ιππότες διαφόρων «γλωσσών», ενώ αν και τούς απαίτησε ο Μουσταφά πασάς, οι κουρσάροι τούς κράτησαν «για να κερδίσουν τα λύτρα που θα μπορούσε να πληρώσει καθένας από αυτούς». Και έτσι οι Τούρκοι πήραν τελικά το Σαν Έλμο, όπως λέει ο Μπάλμπι:

Έχοντας σπαταλήσει περισσότερες από τριάντα μέρες στο Σαν Έλμο και δεκαοκτώ χιλιάδες οβίδες από τα κανόνια και τούς βασιλίσκους τους [τα παλιά κανόνια τής εποχής, διακοσμημένα με φίδια] και έχοντας χάσει περίπου έξι χιλιάδες από τούς καλύτερους άνδρες τους, μεταξύ των οποίων τον Ντραγκούτ και άλλους αξιόλογους, οι Τούρκοι το πήραν [το φρούριο] δια τής βίας με τον τρόπο που περιγράφηκε, ώστε να μην έχουν κανένα λόγο να πανηγυρίσουν ιδιαίτερα μια νίκη που τούς είχε κοστίσει τόσο ακριβά!116

Τουλάχιστον η αρμάδα τού Πιαλή πασά μπορούσε τώρα να μπει στον προστατευτικό όρμο τού Μαρσαμουσκέττο, πράγμα που έκανε. Οι Τούρκοι μετέφεραν τα κανόνια τους στη Μάρσα και στο ύψωμα τού Κορραντίνο, για να κατευθύνουν τα πυρά τούς στα νότια και δυτικά, στα τείχη τής Ίζολα Σαν Μικέλε (Σένγκλεα) και στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ. Ο Φραντσέσκο Μπάλμπι, στον οποίο οφείλουμε περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα ολόκληρης τής πολιορκίας, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου του εκείνο το καλοκαίρι ως μουσκετοφόρος στο Σαν Μικέλε. Στις 29 Ιουνίου ο Μουσταφά πασάς έστειλε έναν ηλικιωμένο Ισπανό σκλάβο στον μεγάλο μάγιστρο ντε λα Βαλέτ, ζητώντας του να δεχτεί Τούρκο αγγελιοφόρο (τσαούς). Γιατί άραγε; Όταν πιέστηκε, ο Ισπανός σκλάβος δήλωσε ότι ο τσαούς θα ζητούσε επίσημα την παράδοση τού άγονου νησιού. Ο Μουσταφά έλπιζε ότι ο μεγάλος μάγιστρος δεν θα άντεχε. Θα επέβαλλε λοιπόν την ίδια εκδίκηση στους υπερασπιστές των Σαν Μικέλε, Σαντ’ Άντζελο και Μπόργκο, όπως είχε κάνει με εκείνους τού Σαν Έλμο.

Ο Μπάλμπι έχει αναφέρει τις φρικαλεότητες για τις οποίες ήταν ένοχος ο Μουσταφά πασάς μετά την πτώση τού Σαν Έλμο. Ακόμη και ο Πιαλή πασάς τον κατηγόρησε για σκληρότητα. Ο Μουσταφά πρόσφερε στον μεγάλο μάγιστρο ασφαλή διέλευση στη Σικελία για τον εαυτό του, τούς Ιππότες, όλους τούς ανθρώπους, τις περιουσίες τους και το πυροβολικό. Η απάντηση τού ντε λα Βαλέτ ήταν, ότι όποιον έφερνε σε αυτόν τέτοια προσφορά, θα τον κρέμαγε χωρίς έλεος.117 Και όποιος αποδεχόταν την υπόσχεση τού Μουσταφά πασά, έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα να είναι ευκολόπιστος ανόητος. Αλλά ο μεγάλος μάγιστρος δεν είχε καμία πρόθεση να παραδοθεί, με οποιουσδήποτε όρους. Θα ήταν το τέλος τού Τάγματος, γιατί αυτός και οι Ιππότες δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε.

Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας οι Ενετοί, οι οποίοι δεν ήσαν φίλοι των Ιωαννιτών, προσπαθούσαν να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις με τούς Τούρκους. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Κάποια διαταραχή πάντοτε συνέβαινε. Ο Βιττόρε Μπράγκαντιν, ο βαΐλος στην Ισταμπούλ, είχε αναφέρει στη Σινιορία με πρόσφατη επιστολή (με ημερομηνία 23 Μαΐου 1565) μια πολύ σοβαρή καταγγελία, που είχε μόλις γίνει από τον σαντζακμπέη τής Κλίσσα (Κλις) κατά τής Δημοκρατίας,

λέγοντας ότι υπήκοοι τού γαληνότατου Άρχοντα Τούρκου στο σαντζάκι του [στη νότια Κροατία] έχουν αρπαχτεί δια τής βίας από άνδρες μας και έχουν σταλεί στα κουπιά των γαλερών μας, καθώς και πολλές άλλες κατηγορίες κακής σημασίας εναντίον τού λαού μας.

Ο Μπράγκαντιν είχε στείλει αντίγραφο τής δήλωσης (arz) τού σαντζακμπέη, την οποία τού είχαν δώσει προφανώς οι πασάδες για να την προωθήσει στην ενετική κυβέρνηση. Στις 25 Ιουνίου ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν αντίγραφο τής κατηγορίας τού σαντζακμπέη στον Μάρκιο Μιτσιέλ, τον ναυτικό γενικό διοικητή, ο οποίος προφανώς τη γνώριζε, αφού είχε πάρει άδεια να ανοίγει όλες τις επιστολές που απευθύνονταν στη Σινιορία.

Ο Μιτσιέλ πήρε εντολή να εξετάσει το θέμα πολύ προσεκτικά. Αν η κατηγορία ήταν αληθινή, η ενέργεια έπρεπε να αιτιολογείται [αν, για παράδειγμα, οι υπήκοοι τού σουλτάνου είχαν κριθεί ένοχοι για πειρατεία]. Αλλιώς έπρεπε να επιβληθεί κατάλληλη τιμωρία σε εκείνους που ήσαν υπεύθυνοι για ένα τόσο σκανδαλώδες και επικίνδυνα σοβαρό λάθος. Η έρευνα τού γενικού διοικητή έπρεπε να επεκταθεί πέρα από το σαντζάκι τής Κλίσσα. Έπρεπε να ελευθερώσει αμέσως όποιους Τούρκους υπηκόους εύρισκε στα κουπιά ενετικών γαλερών [εκτός αν είχαν καταδικαστεί για πειρατεία ή έγκλημα]. Ο Μιτσιέλ έπρεπε να ενημερώσει τη Σινιορία τι είχε αποκαλύψει η έρευνά του και τι μέτρα είχε τελικά πάρει.118

Αν και λεγόταν ότι οι Ενετοί είχαν χαρεί όταν το Οχυρό Σαν Έλμο έπεσε στα χέρια των Τούρκων, γιατί είχαν για πολλές γενιές προβλήματα με τούς πειρατικούς Ιωαννίτες, η Σινιορία σίγουρα φοβόταν την πιθανότητα τουρκικής επιτυχίας στη Μάλτα. Οι Ενετοί φαίνονταν να ανησυχούν περισσότερο από τον Πίο Δ’, αν έβλεπαν τούς Τούρκους οχυρωμένους στο βραχώδες νησί. Εν πάση περιπτώσει οι Τούρκοι δεν σημείωναν εξαιρετική απόδοση. Το μόνο που είχαν να δείξουν ο Μουσταφά και ο Πιαλή για την κολοσσιαία δαπάνη τής εκστρατείας, ήταν ο λάκκος με μπάζα στον οποίο είχαν μετατρέψει το Σαν Έλμο. Στο μεταξύ τι άραγε έκαναν οι χριστιανοί στη Σικελία και τη Νάπολη; Ο Ισπανός αντιβασιλέας Δον Γκαρσία ντε Τολέδο είχε υποσχεθεί βοήθεια στους Ιωαννίτες πριν από το τέλος Ιουνίου,119 αλλά δεν μπορούσε να κάνει αποφασιστική κίνηση χωρίς την άδεια τού Φιλίππου Β’. Τώρα ήταν σχεδόν Ιούλιος και ο Δον Γκαρσία συγκέντρωνε ακόμη πλοία μεταφοράς και γαλέρες, μάζευε γαλέτα και προσλάμβανε στρατιώτες.

Υπήρχαν άγριες φήμες. Άραγε επρόκειτο ο Δον Γκαρσία να επωφεληθεί από το γεγονός, ότι η αρμάδα τού σουλτάνου ήταν τελματωμένη στη Μάλτα, κινούμενος στην απέναντι ακτή τού Ιονίου Πελάγους για να επιτεθεί στην Πρέβεζα στην Ήπειρο ή ακόμη και στον Μοριά; Σύμφωνα με ιστορία που κυκλοφορούσε στην Ισταμπούλ, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε μάθει ότι εκατό χριστιανικές γαλέρες ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν για την Ήπειρο και τον Μοριά. Είχε λοιπόν διατάξει τούς μπεηλερμπέηδες εκείνων των περιοχών, να είναι έτοιμοι να προστατεύσουν «όλα αυτά τα νησιά» που κάλυπταν την προσέγγιση στον Μοριά. Λεγόταν επίσης ότι ο Σουλεϊμάν είχε διατάξει να τεθούν σε ετοιμότητα εξήντα γαλέρες για υπηρεσία «το συντομότερο δυνατό».120 Ο Δον Γκαρσία προχωρούσε βέβαια με τις προετοιμασίες του, αλλά στόχος του ήταν η επικουρία τής Μάλτας και όχι η κατάληψη τής Πρέβεζας ή απόβαση στον Μοριά.121

Κατά τη διάρκεια τού αποπνικτικού καλοκαιριού τού 1565 οι Τούρκοι γέμιζαν τις σκέψεις τού Πίου Δ’ «τόσο στην Αφρική και την Τρανσυλβανία, όσο και αλλού» (tam in Africa et Pannonia quam alibi), γιατί ο Μαξιμιλιανός Β’ βρισκόταν σε πόλεμο με τούς Τούρκους και τον Ιωάννη Σίγκισμουντ, καθώς οι Ιωαννίτες πολεμούσαν για τη ζωή τους στη Μάλτα. Η Μάλτα ήταν ο κύριος κίνδυνος που αντιμετώπιζαν τότε η Εκκλησία και η Ιταλία. Στις 6 Ιουλίου παπικός γραμματέας ετοίμασε σημείωμα για κάποιον Αλφόνσο ντελ Γκουέρρα, Αυγουστινιανό μοναχό, στον οποίο ο πάπας είχε παραχωρήσει την αρμοδιότητα να δίνει άφεση σε Χριστιανούς που υπερασπίζονταν τη Μάλτα κατά των Τούρκων, να χορηγεί πλήρη άφεση σε εκείνους που βρίσκονταν «στα πρόθυρα τού θανάτου» (in articulo mortis) και να κάνει λειτουργία με φορητή Αγία Τράπεζα κατά τη διάρκεια τής κρίσης τής πολιορκίας τής Μελίτης (Μάλτας).122 Ο Μπάλμπι μιλά γι’ αυτή την άφεση, «πληρέστατο ιωβηλαίο στην ενοχή και την τιμωρία» (un iubileo plenissimo a culpa y a pena), σχολιάζοντας την επιείκεια τής Εκκλησίας και σημειώνοντας ότι δεν υπήρχε ενήλικος άνδρας ή γυναίκα, που δεν θα επιδίωκε να την κερδίσει με τη μεγαλύτερη δυνατή αφοσίωση και με τη σταθερή ελπίδα και πίστη ότι θα πήγαινε στη δόξα τού ουρανού, αν ερχόταν ο θάνατος κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας.123

Τη Δευτέρα, 2 Ιουλίου ήρθε μήνυμα από τη Μντίνα, ότι δύναμη επικουρίας επτακοσίων ανδρών είχε αποβιβαστεί στο βόρειο άκρο τού νησιού. Είχαν έρθει υπό τούς Χουάν ντε Καρντόνα και Μέλχιορ ντε Ρόμπλες με δύο σικελικές γαλέρες και με δύο που ανήκαν στους Ιωαννίτες. Ανάμεσά τους υπήρχαν σαράντα Ιππότες και είκοσι πυροβολητές. Ξεκινώντας υπό τον Ρόμπλες μία ώρα πριν δύσει ο ήλιος (στις 3 Ιουλίου), η ομάδα ανέβηκε μέσα στην ομιχλώδη νύχτα από τη Μντίνα κατά μήκος τής δυτικής ακτής σε ημικύκλιο προς το «Λιμάνι των Άγγλων» στη βορειοδυτική πλαγιά τού όρους Σαλβαδόρ. Από εδώ τούς διαπόρθμευσαν στην απέναντι πλευρά τού ορμίσκου στον προμαχώνα τής Καστίλλης, στη νοτιοανατολική γωνία τού Μπόργκο. Κατά καιρούς είχαν βρεθεί σε σοβαρό κίνδυνο, «περνώντας τόσο κοντά στα χαρακώματα τού εχθρού» (por passar tan cerca delas trincheas delos enemigos), αλλά, σύμφωνα με τον Μπάλμπι, αν και οι Τούρκοι είχαν στην πραγματικότητα ακούσει τη δύναμη επικουρίας να περνά, δεν επιτέθηκαν (pero fué Dios servido que, aunque fué sentido, no fuesse acometido). Όταν ξημέρωσε, η δύναμη επικουρίας είχε φτάσει στην ασφάλεια μέσα στα τείχη τού Μπόργκο. Χωρίς αυτούς, λέει ο Μπάλμπι, οι πολιορκημένοι δεν θα είχαν επιβιώσει. Ήταν το τρίτο απόσπασμα στρατιωτών (el tercero soccoro), που είχε στείλει ο Φίλιππος Β’ για να βοηθήσει τούς Ιωαννίτες.124 Οι δύο προηγούμενες ομάδες είχαν φτάσει στη Μάλτα πριν αρχίσει η πολιορκία.125

Πεζοί στρατιώτες και πυροβολητές χρειάζονταν για την επάνδρωση των τειχών τής Ίζολα Σαν Μικέλε (Σένγκλεα) και τού Μπόργκο. Οι νέες αφίξεις ήσαν περισσότερο από ευπρόσδεκτες. Δεν είχαν έρθει ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα πιο νωρίς, γιατί η ανησυχία μετατρεπόταν σε απογοήτευση. Μέχρι την Τρίτη 3 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν περικυκλώσει τα χριστιανικά οχυρά με τουλάχιστον εικοσιπέντε κομμάτια βαρέος πυροβολικού. Έξι κανόνια τοποθετημένα στο ύψωμα τής Σάντα Μαργαρίτα απειλούσαν τον προμαχώνα τής Προβηγκίας. Άλλα έξι στη Μάντρα, λίγο πιο νότια, είχαν ως στόχο το οχυρό Αγίου Μιχαήλ στο νότιο άκρο τής Ίζολα Σαν Μικέλε. Τέσσερα βαριά κανόνια είχαν στηθεί στον αμπελώνα ενός Μαλτέζου γέρου, που ονομαζόταν Πάμπλο Μίκο και είχε καταφύγει στο Σαν Μικέλε. Ο αμπελώνας τού Πάμπλο βρισκόταν ακριβώς νότια τής Μάντρα. Δέσποζε πάνω από το Ερημητήριο τής Σάντα Μαργκερίτα και ήταν σε καλή θέση για τον κανονιοβολισμό τού προμαχώνα, τον οποίο διοικούσε ο Δον Κάρλος Ρούφο στη νοτιοανατολική γωνία τής Ίζολα Σαν Μικέλε. Τρία ή τέσσερα άλλα πυροβόλα στο ύψωμα τού Κορραντίνο, από τα οποία το ένα ήταν βαρύς βασιλίσκος, στόχευαν στην οχυρωμένη θέση, που έχει συσταθεί στο δυτικό άκρο τής Λα Μπορμούλα, όπου υπήρχαν ακόμη πολλά σπίτια. Τέλος έξι βαριά πυροβόλα στο ακρωτήριο τού Σαν Έλμο κρατούσαν κάτω από πυρά τη θέση διοίκησης τού Δον Φρανσίσκο ντε Σανογκέρα κοντά στους ανεμόμυλους, στο βόρειο άκρο τού Σαν Μικέλε, καθώς και το κύριο φρούριο των Ιωαννιτών και ενδεχομένως τελευταίο τους καταφύγιο στο Σαντ’ Άντζελο.

Μέχρι τις 5 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν προσθέσει άλλα δώδεκα κομμάτια πυροβολικού στις διάφορες πυροβολαρχίες τους. Έβαλλαν κατά των πολιορκημένων μέρα και νύχτα. Στις 8 Ιουλίου είχε πια συσταθεί μεγάλη πυροβολαρχία στο όρος Σαλβαδόρ, αναγκάζοντας τον μεγάλο μάγιστρο να διατάξει την κατεδάφιση κάποιων σπιτιών μεταξύ των προμαχώνων Καστίλλης και Γερμανίας (ο οποίος προεξείχε προς το λιμάνι των Άγγλων, στο νοτιοανατολικό άκρο τού Μπόργκο). Κάποια σπίτια παρείχαν καταφύγιο και απόκρυψη στους επιτιθέμενους. Επίσης οι πολιορκημένοι χρειάζονταν τις πέτρες από τις οποίες ήσαν χτισμένα, για να ενισχύσουν την άμυνά τους. Το Σαν Μικέλε ήταν το πιο αδύναμο από τα τρία κέντρα χριστιανικής αντίστασης. Οι προμαχώνες των Ιπποτών κάλυπταν τις προσεγγίσεις προς τα νότια τείχη τού Μπόργκο. Το Σαντ’ Άντζελο ήταν βαριά οχυρωμένο. Οι Τούρκοι έπρεπε να επιτεθούν στο Σαν Μικέλε κατά μήκος των δυτικών τειχών του από τη θάλασσα καθώς και από τη στεριά. Για την επίθεση αυτή συγκέντρωναν ήδη σκάφη στη Μάρσα, στο νοτιοδυτικό (το πιο εσωτερικό) άκρο τού Μεγάλου Λιμανιού, όπου είχαν στρατοπεδεύσει σε μεγάλο βαθμό. Στις 8 Ιουλίου υπήρχαν τριάντα μικρά και μεγάλα σκάφη στη Μάρσα.

Οι Τούρκοι έσυραν τα σκάφη πάνω σε κύλιστρα γύρω από τη νοτιοδυτική πλαγιά τού όρους Σιμπέρρας, φέρνοντάς τα από το λιμάνι τού Μαρσαμουσκέττο, που ήταν τώρα το αγκυροβόλιο τού στόλου τού Πιαλή πασά. Ο μεγάλος μάγιστρος προσπάθησε να προστατεύσει τα μακρά δυτικά τείχη τής Ίζολα Σαν Μικέλε (Σένγκλεα), βάζοντας σειρά χοντρών πασσάλων στο νερό, «δώδεκα ή δεκαπέντε βήματα τον ένα από τον άλλο και περίπου δέκα βήματα από την ακτή [τής Ίζολα].126 Ήταν σκληρή δουλειά για μια βδομάδα ή περισσότερο, γιατί η γραμμή εκτεινόταν από το νότιο άκρο τής Ίζολα (τη θέση τού Μέλχιορ ντε Ρόμπλες) μέχρι το βόρειο άκρο (τη θέση τού Φρανσίσκο ντε Σανογκέρα). Μια βαριά αλυσίδα τεντώθηκε από πάσσαλο σε πάσσαλο, σχηματίζοντας πασσαλοφράχτη τόσο ισχυρό, ώστε να σταματά γαλέρα που προωθούνταν με κουπιά με πλήρη ταχύτητα.

Κι ένα σχολιαρόπαιδο θα μπορούσε να πει, ότι μεγάλη επίθεση βρισκόταν προ των πυλών. Όλη τη μέρα και μέρος τής νύχτας την Παρασκευή 13 Ιουλίου τα τουρκικά κανόνια έβαλλαν κατά τής θέσης τού Σανογκέρα, τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ και τής Λα Μπορμούλα. Από τα δυτικά τείχη τής Ίζολα μπορούσε κανείς να μετρήσει περισσότερα από ογδόντα πλοία συγκεντρωμένα τώρα στη Μάρσα. Από την άλλη πλευρά τής Ίζολα ο μεγάλος μάγιστρος είχε στήσει γέφυρα από βαρέλια και σανίδες, για να συνδέσει το Σαν Μικέλε με το Μπόργκο. Η γέφυρα έφτανε μέχρι το νότιο άκρο τού λιμανιού των Γαλερών. Όταν έρχονταν οι επιθέσεις, θα μπορούσαν να σταλούν ενισχύσεις στην απειλούμενη Ίζολα. Ο νυχθημερόν κανονιοβολισμός συνεχίστηκε μέχρι το Σάββατο 14 Ιουλίου, ημερομηνία κατά την οποία η συγκέντρωση σκαφών στη Μάρσα είχε εξελιχθεί σε στόλο.

Η μεγάλη επίθεση ήρθε την επόμενη μέρα, την Κυριακή 15 τού μηνός. Τώρα οι Τούρκοι είχαν πάνω από εκατό σκάφη στη Μάρσα. Άναψαν σήματα φωτιάς στο Σαν Έλμο απέναντι από το Μεγάλο Λιμάνι και κοντά στο πυροβολείο στη Μάντρα στα νότια. Η επίθεση ξεκινούσε. Τρεις χιλιάδες από τούς καλύτερους Τούρκους στρατιώτες, «μαζί με τα επίλεκτα σώματα τού Ντραγκούτ και τού βασιλιά [Χασάν] τού Αλγεριού», μεταφέρθηκαν με κουπιά προς την Ίζολα Σαν Μικέλε. Φορούσαν μακριά, χαλαρά ενδύματα, «τζουμπά», πολλοί ντυμένοι με υφάσματα από χρυσό, ασήμι, ή δαμασκηνό και πλούσια τουρμπάνια. Οπλισμένοι με τα μουσκέτα τής Φεζ, ωραία τόξα και γιαταγάνια από την Αλεξάνδρεια και τη Δαμασκό, χτύπησαν κατά μήκος τού πασσαλοφράχτη από τη θέση τού Σανογκέρα στα βόρεια μέχρι εκείνη τού Ρόμπλες στον νότο, όπου άρχιζε το προάστιο τής Μπορμούλα. Η αλυσίδα κατά μήκος τού πασσαλοφράχτη άντεξε και χρειάστηκε να περπατήσουν δέκα βήματα μέσα στο νερό μέχρι την ακτή τής Ίζολα, βρέχοντας τις μακριές τους ρόμπες και τα πυροβόλα όπλα τους. Οι υπερασπιστές απέτυχαν να χρησιμοποιήσουν δύο όλμους που ήσαν προφανώς έτοιμοι για πυροδότηση, αλλά χρησιμοποιούσαν δόρατα, ξίφη και πέτρες, κυρίως πέτρες. Ένας στρατιώτης στη θέση τού Δον Φρανσίσκο άναψε κατά λάθος σειρά από μπάλες φωτιάς ή χειροβομβίδες, καίγοντας πολλούς στρατιώτες που στέκονταν κοντά. Ο Δον Φρανσίσκο σκοτώθηκε κατά την επίθεση, όπως και ο ανηψιός του, ο Δον Χιμέ. Η άμυνα βρισκόταν σαφώς σε σοβαρό πρόβλημα.127

Πέντε διοικητές και οι άνδρες τους, που στέκονταν δίπλα στο Μπόργκο για να προσφέρουν επικουρία, περνούσαν τώρα πάνω από τη γέφυρα βαρελιών και σανίδων στο Σαν Μικέλε. Κάποιοι πήγαν στο Οχυρό στο νότιο άκρο τής χερσονήσου, άλλοι στο απειλούμενο μικρό ακρωτήριο (al Espolon) στο βόρειο άκρο. Μια ελαφρά πυροβολαρχία υπό τη διοίκηση τού Δον Φρανσίσκο ντε Γκιράλ, την οποία οι Τούρκοι δεν είχαν προσέξει κοντά στη μεγάλη αλυσίδα, που εκτεινόταν από το Σαντ’ Άντζελο μέχρι το βόρειο μικρό ακρωτήρι τού Σαν Μικέλε, βύθισε εννέα μεγάλα σκάφη με οκτακόσιους άνδρες πάνω τους, «γενίτσαρους και κουρσάρους» (entre Janizaros y Leventes), πριν επιχειρήσουν απόβαση. Λεγόταν ότι οι πασάδες είχαν γεμίσει τα σκάφη με άνδρες που δεν τα κατάφερναν στο νερό, «ώστε να πολεμούσαν πιο αποτελεσματικά, γνωρίζοντας την αδυναμία τους να σωθούν κολυμπώντας».128 Η επιτυχία τής μικρής πυροβολαρχίας που κάλυπτε την απατηλά εύκολη προσέγγιση στο μικρό ακρωτήριο σηματοδότησε τη στροφή τής παλίρροιας, γιατί οι Τούρκοι δεν τα κατάφερναν καλύτερα στο νότιο άκρο τού Σαν Μικέλε. Ο Μέλχιορ ντε Ρόμπλες, με τούς στρατιώτες στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ και από τη θέση στη Λα Μπορμούλα, σύμφωνα με τον Μπάλμπι, είχε σταματήσει την προέλαση οκτώ χιλιάδων Τούρκων, πιάνοντάς τους σε διασταυρούμενα πυρά, έτσι ώστε κανένας δεν έφτασε ζωντανός στο πάνω μέρος των οχυρώσεων. Οι Τούρκοι άρχιζαν να υποχωρούν, πρώτα από την περιοχή τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ, ενώ στη συνέχεια προσπάθησαν να αποχωρήσουν από το μικρό ακρωτήριο. Η επίθεση είχε διαρκέσει πέντε ώρες.

Πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν καθώς προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν το μικρό ακρωτήριο στο βόρειο άκρο τού Σαν Μικέλε. Τα πλοία από τα οποία είχαν αποβιβαστεί, είχαν επιστρέψει στη Μάρσα. Η επιστροφή τους παρεμποδιζόταν από τα πυροβόλα στο μικρό ακρωτήριο, στους Ανεμόμυλους ακριβώς νότια, καθώς και στο Φρούριο Σαντ’ Άντζελο. Ο Μπάλμπι εκτιμούσε τις τουρκικές απώλειες σε τέσσερις χιλιάδες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που πνίγηκαν, ενώ «από τούς άνδρες μας διακόσιοι [σκοτώθηκαν], χωρίς να υπολογίζονται οι τραυματίες, που ήσαν πολλοί». Οι υπερασπιστές είχαν αποκτήσει έξι τουρκικές σημαίες, μαζί με πολλά γιαταγάνια, αρκεβούζια, τόξα και χρήματα, «χρήματα τόσο των ίδιων των Τούρκων, όσο και μερικά από εκείνα που είχαν πάρει από το Σαν Έλμο». Κολυμβητές διέσωσαν πολλά λάφυρα από το νερό πέρα από τον πασσαλοφράχτη τού Μεγάλου μάγιστρου. Τουρκικά πορτοφόλια βρέθηκαν να περιέχουν μεγάλες ποσότητες όπιου (mucho afión). Στα βυθισμένα σκάφη οι χριστιανοί βρήκαν γαλέτα, βαρέλια με πόσιμο νερό, σταφίδες, ζάχαρη, μέλι, βούτυρο, «και άλλα φαγώσιμα», που έδειχναν σαφώς, ότι αν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το μικρό ακρωτήριο, θα έτρωγαν καλά για λίγο, πριν επιχειρήσουν το πιο δύσκολο έργο που βρισκόταν μπροστά τους.129

Στη Ρώμη ο Πίος Δ’ ήταν προβληματισμένος από τις δαπάνες, καθώς και από τούς κινδύνους των τουρκικών επιδρομών. Ενώ διέθετε χρήματα και στρατεύματα για να βοηθήσει τούς Ιωαννίτες να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους στη Μάλτα, ο αυτοκρατορικός πρέσβης Σκιπιόνε ντ’ Άρκο είχε ζητήσει 200.000 δουκάτα για να βοηθήσει τον Μαξιμιλιανό Β’ στον πόλεμό του με τούς Τούρκους και με τον Ιωάννη Σίγκισμουντ στην Ουγγαρία και στην Τρανσυλβανία. Ο Πίος αναγνώριζε ότι η αυτοκρατορία άξιζε ακόμη μεγαλύτερα ποσά για να τα χρησιμοποιήσει κατά των Τούρκων, αλλά προς το παρόν ο Μαξιμιλιανός έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με τα 70.000 δουκάτα που θα έπαιρνε από τούς πόρους τής Αγίας Έδρας. Αν ο ουγγρο-τρανσυλβανικός πόλεμος συνεχιζόταν για πολύ, ο Πίος έλεγε ότι θα έστελνε στρατεύματα πιθανότατα υπό τον ανηψιό του, τον Ανιμπάλε φον Χόενεμς [αδελφό τού καρδινάλιου Μαρκ Ζίττιχ], για να βοηθήσει τον Μαξιμιλιανό.

Στο μεταξύ ο Πίος πρότεινε να διορίσει επιτροπή τεσσάρων καρδιναλίων, τούς Τσιτσάντα, Μοντεπουλκιάνο, Βιτέλλι και τον ανηψιό του, τον Μαρκ Ζίττιχ, «για να βρουν τρόπους εξεύρεσης των εν λόγω χρημάτων», με τα οποία θα πλήρωνε τούς πολλούς στρατιώτες που απαιτούνταν για υπηρεσία στον ατελείωτο πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Ο Πίος μακρηγορούσε επίσης για τον φοβερό κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Μάλτα, όπου περισσότεροι από χίλιοι άνδρες είχαν σκοτωθεί στην υπεράσπιση τού Σαν Έλμο. Ολόκληρο το νησί μπορούσε να πέσει στα χέρια των Τούρκων από έλλειψη ανδρών, ενώ ο ισπανικός στόλος, όταν θα ενωνόταν, θα συναντούσε όχι μικρό κίνδυνο επιδιώκοντας τη σωτηρία των Ιωαννιτών.130

Αν ο Πίος Δ’ είχε πρόβλημα στην εξεύρεση χρημάτων, ο Φίλιππος Β’ είχε μόλις βρει πλούσια φλέβα, αν μπορούσε κανείς να πιστεύει μήνυμα από τις Βρυξέλλες, γιατί λεγόταν ότι Ισπανός αγγελιοφόρος είχε φτάσει στην Ολλανδία με την είδηση, ότι ο στόλος των Ινδιών είχε φέρει στη Σεβίλλη χρυσάφι αξίας 1.500.000 δουκάτων. Τα χρήματα επρόκειτο να κατανεμηθούν μεταξύ τής Καθολικής του Μεγαλειότητας και ορισμένων εμπόρων.131 Οι Φούγκερ στο Άουγκσμπουργκ θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτό. Πιο εντυπωσιακή ήταν μια επιστολή από την Ισταμπούλ, χρονολογούμενη επίσης στα μέσα Ιουλίου (1565), σύμφωνα με την οποία ο εκλιπών μεγάλος βεζύρης Αλή πασάς είχε αφήσει τέσσερα εκατομμύρια σε χρυσό, με 1,5 εκατομμύριο σε «σουλτανίνες» [τουρκικά νομίσματα], χωρίς να προσμετρώνται τα πετράδια και τα μαργαριτάρια του. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε πάρει τούς σκλάβους και τα άλογα τού Αλή, αλλά είχε αφήσει την υπόλοιπη περιουσία τού Αλή πασά στον γιο του.132 Τέτοιες αναφορές, αν όχι αληθινές, ήσαν τουλάχιστον καλοφτιαγμένες (ben trovati) και τις σκεφτόταν κανείς πιο ευχάριστα από τη δοκιμασία των Ιωαννιτών στη Μάλτα, όπου ο τουρκικός κανονιοβολισμός συνεχιζόταν αδυσώπητα.

Σε πολύωρο εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στον Σαν Μάρκο στις 22 Αυγούστου, ο Πίος επέστρεφε στην αναταραχή στην Τρανσυλβανία (Pannonia) και στον τουρκικό κίνδυνο στη Μάλτα, ο οποίος, έλεγε στους καρδιναλίους, είχε γίνει χειρότερος από ποτέ, όπως είχε αναφέρει ο καρδινάλιος Φρανσίσκο Πατσέκο στον Φίλιππο Β’ (σε επιστολή με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου). Η τουρκική αρμάδα, σύμφωνα με τον Πίο, ήταν πολύ ανώτερη από τον ισπανικό στόλο. Οι Τούρκοι πολεμούσαν «για την αυτοκρατορία, τη δόξα και τη θρησκεία». Αν έρχονταν τα χειρότερα, ο Πίος είχε την πρόθεση να πεθάνει στη Ρώμη και να μην αναζητήσει καταφύγιο στην Αβινιόν, όπως είχε πει κάποτε ο Παύλος Δ’ ότι ήθελε να κάνει. Έπρεπε να ληφθούν μέτρα για την υπεράσπιση των παπικών κρατών. Αλλά τα χρήματα ήσαν τα νεύρα τού πολέμου (… como nervo de la guerra era dinero) και έπρεπε να μαζέψει χρήματα:

Μας ζήτησε να συναινέσουμε σε επιδότηση 300.000 δουκάτων, την οποία ήθελε να επιβάλει στους υποτελείς του, που έπρεπε να καταβληθεί σε δύο χρόνια, όπως εκείνη που είχε ήδη επιβληθεί κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας, για να εξαγοραστούν τα κοσμήματα και να πληρωθούν τα χρέη που είχε αφήσει ο Παύλος Δ’ στην Αποστολική Έδρα. Και μάς έδωσε την υπόσχεση ενός καλού ποντίφηκα, ότι δεν θα ξεκινούσε την επιβολή, εκτός αν η ανάγκη τον υποχρέωνε περισσότερο απ’ όσο τώρα. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να περάσει αυτή η επιδότηση από το εκκλησιαστικό συμβούλιο, έτσι ώστε οι έμποροι να καταλάβαιναν, ότι είχε τα μέσα για να κάνει συμφωνία, όταν θα άρχιζε να ασχολείται μαζί τους [για δάνειο].

Ο Πίος έλεγε ότι ήθελε να είναι σε θέση να βοηθήσει τούς ηγεμόνες που έκαναν έκκληση προς αυτόν δημοσίως, καθώς και εκείνους που τού έκαναν έκκληση κρυφά. Κάποια μέρα θα κατονόμαζε τούς τελευταίους. Ήθελε να βοηθήσει τον καθένα όσο μπορούσε. Τόνιζε επίσης, όπως ενημέρωνε ο Πατσέκο τον Φίλιππο Β’, ότι

εμείς [οι καρδινάλιοι] έπρεπε να είμαστε βέβαιοι, ότι αν δεν είχε βοηθήσει τη μεγαλειότητά σας με την επιδότηση για τις γαλέρες, σήμερα δεν θα είχατε ούτε ένα κουπί στη θάλασσα που να μπορούσε να μάς υπερασπιστεί εναντίον των Τούρκων, επειδή η μεγαλειότητά σας είχε στείλει να τού πουν, ότι θα αφοπλίζατε τις γαλέρες που είχατε, αν δεν παίρνατε καμία βοήθεια.

Ο Πίος τότε στράφηκε προς τον Πατσέκο και τον ρώτησε, «Έτσι δεν είναι;» Ο Πατσέκο απάντησε, ότι όλα όσα είχε πει η Αγιότητά του ήσαν ακριβώς έτσι. Οι καρδινάλιοι συμφώνησαν με την επιδότηση των 300.000 δουκάτων, που θα συγκεντρωνόταν σε δύο χρόνια, υπενθυμίζοντας στον πάπα ότι οι άνθρωποι ήσαν παραφορτωμένοι και ζητώντας του να μην τούς επιβάλει την εισφορά, εκτός αν ήταν υποχρεωμένος. Ο Πίος τούς διαβεβαίωσε, ότι μόνο αδήριτη ανάγκη θα τον ανάγκαζε να προσφύγει στην εισφορά.133

Οι Τούρκοι επικεντρώνονταν τώρα στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ. Οι πασάδες φαίνονταν να έχουν εγκαταλείψει την ιδέα τής επίθεσης από το νερό στο βόρειο μικρό ακρωτήρι τής Ίζολα. Είχαν αρχίσει να σύρουν από τη στεριά τα σκάφη τους πίσω στο Μαρσαμουσκέττο. Ο μεγάλος μάγιστρος, τού οποίου ο ανηψιός Ανρί ντε λα Βαλέτ σκοτώθηκε στις 18 Ιουλίου, έκανε τα πάντα για να ενισχύσει τις οχυρώσεις τού Αγίου Μιχαήλ και τής Λα Μπορμούλα. Όταν οι Τούρκοι άρχισαν εργασίες για άλλο πυροβολείο, κατά μήκος τού βορειοδυτικού ακρωτηρίου τού όρους Σαλβαδόρ,134 ο μεγάλος μάγιστρος ενίσχυσε τούς προμαχώνες τής Καστίλλης και τής Γερμανίας, γιατί τώρα τα τουρκικά κανόνια θα έβαλλαν απέναντι από τον ορμίσκο τής Καλκάρα. Οι Ιππότες βύθισαν στον όρμο πολλά πλοία φορτωμένα με πέτρες. Τεντώθηκαν αλυσίδες από ενσωματωμένες άγκυρες. Θα ήταν δύσκολο να απειλήσουν τούς προμαχώνες τής Καστίλλης και τής Γερμανίας από το νερό.

Στο Μπόργκο εργάτες παρήγαγαν πυρίτιδα, διαμόρφωναν οβίδες και έφτιαχναν εμπρηστικά. Έβαζαν μπαρούτι σε σακκιά από βαμβάκι καλυμμένα με άσφαλτο. Μπορούσαν να βάζουν φωτιά σε αυτά τα σακκιά και να τα πετούν. Το μπαρούτι προκαλούσε μικρές εκρήξεις. Τα εμποτισμένα με άσφαλτο κομμάτια υφάσματος σκορπίζονταν και καίγονταν για πολλή ώρα. Οι Τούρκοι έβαλλαν με τα κανόνια, έσκαβαν τη μια τάφρο μετά την άλλη, προσπαθούσαν να υπονομεύσουν τα τείχη τού Σαν Μικέλε και έχτιζαν πρόσθετα πυροβολεία. Την Κυριακή 22 Ιουλίου τη μεγάλη πυροβολαρχία στο όρος Σαλβαδόρ αποτελούσαν πια όχι λιγότερα από τριανταοκτώ κομμάτια βαρέος πυροβολικού, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων βασιλίσκων. Όταν όλα αυτά τα πυροβόλα έβαλλαν ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον Μπάλμπι, μπορούσαν να ακουστούν στη Σικελία, στις Συρακούσες, ακόμη και στην Κατάνια. Τα πυρομαχικά των Τούρκων φαίνονταν να είναι ανεξάντλητα, γιατί οι πυροβολαρχίες τους στη Σάντα Μαργκερίτα, στη Μάντρα, στο αμπέλι τού Πάμπλο Μίκο και στο Κορραντίνο κρατούσαν το οχυρό τού Αγίου Μιχαήλ και τη Λα Μπορμούλα υπό συνεχή κανονιοβολισμό.

Την Τρίτη 24 Ιουλίου οι Τούρκοι είχαν αποκόψει πια τις επικοινωνίες των Ιωαννιτών με τη Μντίνα, την «Τσιττά Νοτάμπιλε», ενώ είχαν καταλάβει σκάφος από τη Σικελία, πάνω στο οποίο υπήρχε Έλληνας που μιλούσε τουρκικά, κάποιος Γεώργιος από τη Μονεμβασία. Ο Γεώργιος είχε χρησιμοποιηθεί ως κατάσκοπος, αναμιγνυόμενος με τούς Τούρκους και αναφέροντας στον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο. Η σύλληψή του έθεσε τέρμα σε χρήσιμη πηγή πληροφόρησης. Εν πάση περιπτώσει η σύλληψη τού πλοίου από τούς Τούρκους αποτελούσε σημάδι τής επαγρύπνησής τους στη θάλασσα, ενώ στη στεριά τα κανόνια έσπερναν τον όλεθρο στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ στο νότιο άκρο τής Ίζολα και στον προμαχώνα τής Καστίλλης στη νοτιοανατολική γωνία τού Μπόργκο. Ο μεγάλος μάγιστρος ντε λα Βαλέτ κατέλυσε στο κατάστημα ενός εμπόρου στην Πιάτσα τού Μπόργκο, για να είναι πιο κοντά στον προμαχώνα τής Καστίλλης. Στο τέλος Ιουλίου δύο μεγάλες τουρκικές σήραγγες ανακαλύφθηκαν κάτω από την περιοχή τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ. Μόλις είχαν διαφύγει από επερχόμενη καταστροφή. Οι Τούρκοι διώχτηκαν και οι σήραγγες χτίστηκαν με βαριά τοιχοποιία.

Ύστερα από μια βδομάδα συνεχών κανονιοβολισμών, οι Τούρκοι έκαναν νέα σοβαρή επίθεση κατά τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ. Έγινε την Πέμπτη 2 Αυγούστου και κράτησε τέσσερις με πέντε ώρες. Περισσότεροι από είκοσι Τούρκους έφτασαν στην κορυφή τού τείχους στη θέση τού Μέλχιορ ντε Ρόμπλες. Απωθήθηκαν. Ο ανηψιός τού Μέλχιορ, ο Φερνάντο, σκοτώθηκε. Ο Μπάλμπι δηλώνει ότι οι Τούρκοι έχασαν πάνω από εξακόσιους άνδρες στην αποτυχημένη τους προσπάθεια να καταλάβουν το οχυρό. Οι υπερασπιστές έχασαν σαράντα στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένου τού Δον Κάρλος Ρούφο και μερικών άλλων Ιπποτών τού Τάγματος. Παρ’ όλα αυτά η θέση των χριστιανών άρχιζε να φαίνεται απελπιστική. Τα τείχη τού Αγίου Μιχαήλ και εκείνα τού προμαχώνα τής Καστίλλης κινδύνευαν να ισοπεδωθούν εντελώς. Όταν στις 6 Αυγούστου κάποιος Φρανσίσκο ντε Αγκιλάρ, ένας έμπειρος, έξυπνος και καλά ενημερωμένος Ισπανός στρατιώτης, λιποτάκτησε στον εχθρό και έγινε δεκτός χαρούμενα από τον Μουσταφά πασά στη σκηνή του, στην Καλκάρα, ο μεγάλος μάγιστρος και οι Ιππότες είχαν κάθε λόγο να φοβούνται καταστροφή. Και πού ήταν άραγε η ενίσχυση, την οποία υποτίθεται ότι έστελνε ο αντιβασιλέας Δον Γκαρσία ντε Τολέδο; Ο νεαρός νόθος γιος τού αντιβασιλέα, ο Φαντρίκε, είχε σκοτωθεί στη θέση τού Φρανσίσκο ντε Σανογκέρα στις 15 Ιουλίου. Άραγε πώς θα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι τις πληροφορίες, που ήταν υποχρεωμένος να τούς δώσει ο ντε Αγκιλάρ; 135

Η απάντηση στην τελευταία τουλάχιστον ερώτηση ήρθε γρήγορα. Μία από τις μεγαλύτερες τουρκικές επιθέσεις ολόκληρης τής πολιορκίας ήρθε την επομένη τής ημέρας κατά την οποία ο Φρανσίσκο ντε Αγκιλάρ έτρεξε να ενταχθεί στον εχθρό, καθώς οι πρώην σύντροφοί του στα όπλα, αντιλαμβανόμενοι ξαφνικά την πρόθεσή του να λιποτακτήσει, πυροβολούσαν εναντίον του από τούς προμαχώνες κατά μήκος των νότιων τειχών τού Μπόργκο. Μια ώρα πριν από την αυγή, την Τρίτη 7 Αυγούστου, οι υπερασπιστές των φρουρίων των Ιπποτών μπορούσαν να βλέπουν τούς Τούρκους στο Κορραντίνο να κινούνται μαζικά προς το οχυρό Αγίου Μιχαήλ, ενώ άλλοι μεταφέρονταν με σκάφη από το Μαρσαμουσκέττο προς το όρος Σαλβαδόρ, για επίθεση κατά τού προμαχώνα τής Καστίλλης. Καθώς ξημέρωνε, αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Μπάλμπι, περίπου οκτώ χιλιάδες Τούρκοι ξεκινούσαν επίθεση εναντίον τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ, ενώ άλλες τέσσερις χιλιάδες επιτίθεντο στον προμαχώνα τής Καστίλλης. Υπήρχαν οι συνήθεις κραυγές, το χτύπημα τυμπάνων, το σάλπισμα σαλπίγγων, στα οποία απαντούσαν τα όπλα των πολιορκημένων από τα απειλούμενα τείχη τους. Εκτός από μουσκέτα, αρκεβούζια και μικρά κανόνια τοποθετημένα στα τείχη, οι πολιορκημένοι ετοιμάζονταν να ρίξουν μπάλες φωτιάς και καζάνια με άσφαλτο που έβραζε, τα οποία θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν περισσότερους από ένα σκοπούς.136

Η κύρια επίθεση των Τούρκων ήταν εναντίον τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ, από το οποίο, αν το έπαιρναν, θα είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την Ίζολα Σαν Μικέλε. Η θέση τού Μέλχιορ ντε Ρόμπλες λοιπόν, όπως και εκείνη τού Δον Μπερνάρντο ντε Καμπρέρα στο δυτικό άκρο τής Λα Μπορμούλα, έφεραν το κύριο βάρος τής τουρκικής επίθεσης. Σε αυτές τις δύο περιοχές, που βρίσκονταν στο λεγόμενο «μέτωπο τής Ίζολα Σαν Μικέλε» (fronte dell’ Isola di S. Michele), οι Τούρκοι υπέστησαν επίσης τις πιο βαριές απώλειες από τα εμπρηστικά βλήματα των χριστιανών. Η επίθεση κατά τού προμαχώνα τής Καστίλλης ήταν όμως εξίσου επικίνδυνη και υπήρχε διάστημα μιας περίπου ώρας, κατά το οποίο υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν να καταλάβουν τον προμαχώνα. Ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, μαζί με τούς Ιππότες και τις εφεδρείες που παρέμεναν στην πλατεία, περιμένοντας κλήσεις προς τα σημεία κινδύνου, κινητοποιήθηκαν για την υποστήριξη των υπερασπιστών τού προμαχώνα. Μόνο όταν είχε περάσει ο κίνδυνος, μπόρεσαν να πείσουν τον μεγάλο μάγιστρο να αποσυρθεί από το μέρος όπου είχε πάρει θέση μάχης (λέει ο Μπάλμπι), «στο οποίο υπήρχαν περισσότεροι από είκοσι νεκροί» (en el qual avia mas de veynte muertos). Οι επιθέσεις τής 7ης Αυγούστου κράτησαν εννέα ώρες, από το χάραμα μέχρι το απόγευμα. Ένα παράξενο και απροσδόκητο συμβάν οδήγησε στη συνέχεια στην εσπευσμένη αποχώρηση των Τούρκων από την προσπάθεια, η οποία, όπως είχαν πιστέψει, θα οδηγούσε στην εκ μέρους τους κατάληψη τής Ίζολα Σαν Μικέλε.

Ενώ οι επιθέσεις κατά των φυλακίων τού οχυρού Αγίου Μιχαήλ και τού προμαχώνα τής Καστίλλης συνεχίζονταν άγρια από τούς Τούρκους, η δύναμη τού ιππικού στη Μντίνα είχε ξεκινήσει, όπως συνήθιζε, να κάνει αναγνώριση και να δει αν μπορούσε να προκαλέσει κάποια ζημιά στους Τούρκους. Υπήρχαν συνολικά περίπου εκατό ιππείς, συνοδευόμενοι σε αυτή την περίπτωση από ίδιο αριθμό πεζών. Μη βρίσκοντας Τούρκους στην πορεία τους, αφού ήσαν όλοι κάτω από τα τείχη τού Σαν Μικέλε και τής Καστίλλης, επιχείρησαν μέχρι τη Μάρσα, μέχρι δηλαδή τον κύριο τουρκικό καταυλισμό. Φτάνοντας είδαν τη μεγάλη επίθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι άρρωστοι και οι τραυματίες στις σκηνές στη Μάρσα ήσαν ουσιαστικά χωρίς προστασία, αφού τούς φρόντιζαν άμαχοι. Οι χριστιανοί σκότωσαν όσους βρήκαν στο στρατόπεδο, φωνάζοντας «Νίκη! Βοήθεια!» (Victoria! Socorro!)137 Νίκη! Η βοήθεια είχε έλθει!

Μερικοί Τούρκοι στο Σαν Έλμο ήσαν οι πρώτοι που παρατήρησαν την αναταραχή. Στρατιώτες και ναύτες, σχηματίζοντας γρήγορα μια δύναμη, ξεκίνησαν με μερικά σκάφη για τη Μάρσα, προσελκύοντας την προσοχή εκείνων που ασχολούνταν με τις επιθέσεις κατά τής Ίζολα Σαν Μικέλε και τής Καστίλλης. Όμως η μικρή μοίρα μετά βίας προχώρησε λίγο περισσότερο από εκατό βήματα, όταν σε εμφανή τρόμο οι επίδοξοι πολεμιστές έστρεψαν και κατευθύνθηκαν προς το Σαν Έλμο και την ασφάλεια τού στόλου στο Μαρσαμουσκέττο. Είχαν υποτιμήσει προφανώς τον αριθμό των θορυβωδών χριστιανών που έσφαζαν τούς συντρόφους τους στη Μάρσα. Τα νέα τής σφαγής έφτασαν στα χαρακώματα. Θα ήταν μεγάλη χριστιανική δύναμη επικουρίας. Οι επιτιθέμενοι Τούρκοι φοβήθηκαν επίθεση από πίσω. Άρχισαν να αφήνουν τα χαρακώματα και τα φυλάκιά τους, πρώτα κάτω από τον προμαχώνα τής Καστίλλης, εκτιθέμενοι στα πυρά αρκεβουζίων από τον προμαχώνα τής Ωβέρνης. Όταν οι Τούρκοι που επιτίθεντο στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ είδαν την υποχώρηση τής δύναμης από το Σαν Έλμο, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Όταν όμως έμαθαν για τις μεγάλες τουρκικές απώλειες στη Μάρσα, τούς κατέλαβε πανικός, γιατί διαδόθηκε μέσα στις τάξεις τους η φήμη, ότι οι χριστιανοί ήσαν χίλιες φορές περισσότεροι από αυτούς (…que uno de los nuestros eran mil). Οι πολιορκούμενοι άρχισαν και αυτοί να φωνάζουν «Νίκη, Νίκη! Βοήθεια, Βοήθεια!» (Victoria, Victoria! Socorro, Socorro!).

Καθώς οι Τούρκοι άρχιζαν να καταλαβαίνουν το δαπανηρό λάθος τους, οι χριστιανοί ιππείς πήραν ο καθένας έναν πεζό στρατιώτη στο άλογό του και έφυγαν ιππεύοντας προς τη Μντίνα, «χωρίς να χάσουν ούτε έναν άνδρα» (sin perder un hombre). Η επιδρομή τους είχε σώσει το Τάγμα τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ. Η ταπείνωση των Τούρκων ήταν απόλυτη. Ολόκληρος ο στρατός τού σουλτάνου είχε δειλιάσει με τον ερχομό μιας μόνο χούφτας απίστων. Ο Μουσταφά πασάς κατηγορούσε τον ναύαρχο Πιαλή για την εσπευσμένη αποχώρηση τής μικρής μοίρας που είχε ξεκινήσει για τη Μάρσα. Ο Πιαλή έλεγε ότι είχε λάβει ειδοποίηση (aviso), σύμφωνα με την οποία οι χριστιανοί είχαν αποβιβάσει μεγάλη δύναμη στο νησί και ότι έπρεπε να φροντίσει για την ασφάλεια τού στόλου του, «γιατί ήξερε ότι ο σουλτάνος αξιολογούσε τον στόλο περισσότερο από τρεις στρατούς σαν αυτόν!» (porque sabía que la preciava mas el gran señor que a tres exercitos como aquel).138 Ο Πιαλή έκανε απλώς αυτό που έκανε και ο Δον Γκαρσία. Φρόντιζαν και οι δύο τούς στόλους των κυρίων τους.

Η αιματηρή, εξαντλητική δουλειά τής πολιορκίας συνεχιζόταν. Άνδρες έχαναν τη ζωή τους, άλλοι ακρωτηριάζονταν. Οι Τούρκοι έστησαν τρεις ενέδρες (στις 8 Αυγούστου), για να πιάσουν τούς χριστιανούς ιππείς από τη Μντίνα την επόμενη φορά που θα εξορμούσαν, αλλά έχασαν πενήντα άνδρες στην επιχείρηση, ενώ οι χριστιανοί έχασαν δώδεκα στρατιώτες και τριάντα άλογα. Τέτοιες μικρές συμπλοκές αποτελούσαν χάσιμο χρόνου για τούς Τούρκους. Ο Μέλχιορ ντε Ρόμπλες, ένας από τούς ήρωες τής πολιορκίας, σκοτώθηκε από βολή πυροβόλου στη θέση του το Σάββατο 11 Αυγούστου. Ύστερα από τη μεγάλη τουρκική επίθεση στις 7 τού μηνός, ο μεγάλος μάγιστρος ντε λα Βαλέτ απέρριψε πρόταση να αποσυρθούν οι Ιππότες στο καλοχτισμένο κάστρο τού Σαντ’ Άντζελο, γιατί το Σαν Μικέλε ίσως έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, ύστερα από το οποίο το Μπόργκο θα αποδεικνυόταν ανυπεράσπιστο. Αν έπεφτε, ο ντε λα Βαλέτ ήθελε να πέσει εμπρός. Φαίνεται όμως ότι δεν είχε κάνει κανένα λάθος κατά τη διάρκεια όλων των τεσσάρων μηνών τής πολιορκίας. Ίσως μάς παραπλανά κάπως ο Μπάλμπι. Έχουμε δει, ότι ο Αντουάν Πετρεμόλ θεωρούσε ανεπαρκείς τις τουρκικές προετοιμασίες για την εκστρατεία και φαινόταν να αμφιβάλλει κατά πόσον οι Τούρκοι είχαν πιθανότητες επιτυχίας, όποιος κι αν αποδεικνυόταν ότι θα ήταν ο στόχος τους.139

Ο ντε λα Βαλέτ διέταξε να αποθηκευτούν για φύλαξη στο φρούριο Σαντ’ Άντζελο τα ιερά λείψανα και άλλα αντικείμενα αξίας. Τότε αφαίρεσε τη γέφυρα η οποία συνέδεε το φρούριο με το Μπόργκο, αποκαθιστώντας το μεταξύ τους κανάλι. Οι Ιππότες δεν θα επιδίωκαν να σώσουν ούτε το Τάγμα τους, ούτε τη ζωή τους εγκαταλείποντας τούς Μαλτέζους και τούς μισθοφόρους, που πολεμούσαν μαζί τους δίπλα-δίπλα. Δεν θα υπήρχε υποχώρηση από το Μπόργκο προς το Σαντ’ Άντζελο, τουλάχιστον όχι ακόμη. Οι Τούρκοι συνέχιζαν να σκάβουν χαρακώματα, να υψώνουν μικρά αμυντικά γωνιώδη οχυρώματα και να κανονιοβολούν τα νότια άκρα τού Σαν Μικέλε και τού Μπόργκο.

Σύμφωνα με ανακοίνωση (avviso) με ημερομηνία Σάββατο 11 Αυγούστου, ο Φίλιππος Β’ είχε θορυβηθεί από την πτώση τού Σαν Έλμο. Κάποιος μπορεί να το πίστευε. Την Τετάρτη 8 Αυγούστου ένας αγγελιοφόρος είχε περάσει από τη Ρώμη με επιστολές από το Βαγιαδολίδ με ημερομηνία 28 Ιουλίου. Ο αγγελιοφόρος στελνόταν στον Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, αντιβασιλέα Σικελίας και ναυτικό γενικό διοικητή τού Φιλίππου, με εντολές υποτίθεται να προσφέρει αμέσως κάθε βοήθεια στους Ιωαννίτες ή να αντιμετωπίσει την ποινή τής ατίμωσης. Ο Δον Γκαρσία έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις του, σύμφωνα με την ειδοποίηση (avviso), χωρίς να ανησυχεί για τον κίνδυνο για τον στόλο ή για πιθανό κίνδυνο για το βασίλειο τής Σικελίας.

Δεν ακουγόταν σαν εντολή τού επιφυλακτικού Φιλίππου και βέβαια δεν είχε εκδοθεί καμία τέτοια εντολή. Μάλιστα είχε γράψει στον Δον Γκαρσία, στις 27 (όχι 28) Ιουλίου, με εντολή να στείλει βοήθεια στη Μάλτα μόνο αν αυτό μπορούσε να γίνει χωρίς εμφανή κίνδυνο για τον ισπανικό στόλο. Η διατήρηση τού στόλου ήταν πιο σημαντική από την αποστολή βοήθειας στη Μάλτα. Αν έπεφτε το νησί, Θεός φυλάξοι, θα υπήρχαν αργότερα άλλοι τρόποι να το ανακτήσει!140 Σε όλη τη διάρκεια τής πολιορκίας ο Δον Γκαρσία είχε κρατήσει τον Φίλιππο πλήρως ενημερωμένο, στέλνοντάς του όλες τις σχετικές αναφορές ειδήσεων (avisos, avvisi), όλα τα αντίγραφα επιστολών που λάμβανε από τον μεγάλο μάγιστρο, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που θα βοηθούσε τον βασιλιά στη λήψη αποφάσεων. Ο Δον Γκαρσία μπορούσε να αποβιβάσει στη Μάλτα μερικούς στρατιώτες και εφόδια. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τον ισπανικό στόλο, όχι ακόμη. Η φήμη τού Δον Γκαρσία υπέφερε από τη μέχρι στιγμής αποτυχία των Ισπανών να ξεκινήσουν εναντίον των Τούρκων και το γνώριζε, αλλά η αμφιταλάντευση δεν ήταν δική του. Ήταν τού Φιλίππου.141

Ο Δον Γκαρσία είχε στείλει βοήθεια στη Μάλτα,142 όχι αρκετή, αλλά ακόμη προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ενώ ο Φίλιππος Β’ (στην επιστολή του τής 27ης Ιουλίου), απαγόρευε ακόμη άμεση επίθεση κατά των Τούρκων. Επιστολές από τη Μεσσίνα τής 5ης Αυγούστου έφερναν την είδηση στη Ρώμη, ότι ο Δον Γκαρσία είχε στείλει τα πλοία του με όλο τον «εξοπλισμό» τους (apparato) στις Συρακούσες. Ο Βιντσέντσο Γκονζάγκα, ο ηγούμενος τής Μπαρλέττα, ήταν υπεύθυνος για τα πλοία. Ο Δον Γκαρσία και οι υπασπιστές του ανέμεναν επίσης την επιστροφή ορισμένων πλοίων, που είχαν σταλεί στο Παλέρμο για γαλέτα. Αναμενόταν ο Τζιανναντρέα Ντόρια με εικοσιεπτά γαλέρες και τέσσερις χιλιάδες πεζικό από την Τοσκάνη, υπό τις διαταγές τού Κιαππίνο Βιτέλλι, «γενναίου στρατεύματος, το μεγαλύτερο μέρος τού οποίου είναι ευγενείς». Έπρεπε να σταλούν με τον στόλο στη Μάλτα αμέσως, χωρίς να περιμένουν για τα στρατεύματα που στρατολογούνταν στο Ουρμπίνο, περίπτωση στην οποία οι διοικητές θα χρησιμοποιούσαν τρεις χιλιάδες Γερμανούς, που έπρεπε να συγκεντρωθούν από τις τοπικές φρουρές. Η δύναμη επικουρίας επρόκειτο να κινηθεί γρήγορα, ιδιαίτερα επειδή είχαν καθησυχαστεί όλοι από τον Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ο οποίος είχε βγει για να ρίξει μια ματιά στη Μάλτα και στην τουρκική αρμάδα. Ο Ασκάνιο είχε δηλώσει επιστρέφοντας, ότι θα ήταν εύκολο να αποβιβαστούν άνδρες στη Μάλτα σε τρία ή τέσσερα στάδια και ότι πεζικό 8 έως 10.000 ανδρών θα ήταν αρκετό για να άρει την πολιορκία.143

Στη Μάλτα οι Τούρκοι ήσαν τόσο κουρασμένοι όσο και οι πολιορκημένοι, αλλά σίγουρα ο Μουσταφά πασάς έπρεπε να δοκιμάσει ακόμη μερικές μεγάλης κλίμακας επιθέσεις και το έκανε ύστερα από προκαταρκτικά χτυπήματα στο Μπόργκο και στο οχυρό Αγίου Μιχαήλ στις 18 και 19 Αυγούστου. Αποφασισμένος να καταβάλει τις χριστιανικές άμυνες στο ένα μέρος ή στο άλλο, όπως λέει ο Τσίρνι, ο Μουσταφά εξαπέλυσε στις 20 Αυγούστου «δύο επιθέσεις, τις πιο μανιώδεις και πολύωρες που μπορούσε» (due assalti li più furiosi et lunghi che potesse). Η πρώτη επίθεση ήταν από τις πιο σκληρές ολόκληρης τής πολιορκίας, στρεφόμενη κατά τής Ίζολα Σαν Μικέλε και τού προμαχώνα τής Καστίλλης. Κράτησε πέντε ώρες: «Αυτή η επίθεση το πρωί ήταν μια από τις πιο άγριες επιθέσεις που μάς έκαναν οι εχθροί σε ολόκληρη την περιοχή» (Este assalto de la mañana fué uno de los mas feroces assaltos que en todo el sitio nos diessen los enemigos).144 Η δύναμη πυρός των Τούρκων έκανε τώρα μεγαλύτερη ζημιά στα θρυμματισμένα τείχη από όση είχαν κάνει οι φαινομενικά καλύτερες προσπάθειές τους σε προηγούμενες περιπτώσεις. Ανανέωσαν τις επιθέσεις τους για τρεις ώρες το απόγευμα, ενώ επέστρεψαν με εκδικητικότητα το επόμενο πρωί, στις 21 τού μηνός. Ο προμαχώνας τής Καστίλλης μετά βίας άντεχε. Όμως η υπόσχεση τού χειμώνα άρχιζε μόλις να γεμίζει την ατμόσφαιρα. Ο σιρόκος (scirocco) έδινε τη θέση του στην τραμουντάνα (tramontana), τον βόρειο άνεμο «πέρα από το βουνό». Έπεφταν βαριές βροχές, εμποδίζοντας την αποτελεσματική χρήση των πυροβόλων όπλων και των κανονιών. Ο μεγάλος μάγιστρος στράφηκε στο μεγάλο απόθεμα έξοχα φτιαγμένων τόξων των Ιωαννιτών, τα οποία οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν.

Την τελευταία μέρα τού Αυγούστου ένας Μαλτέζος, τον οποίο οι Τούρκοι είχαν συλλάβει κατά την έναρξη τής πολιορκίας, δραπέτευσε από γαλέρα τής αρμάδας τού Πιαλή πασά. Είπε στον μεγάλο μάγιστρο και ανακοίνωσε το γεγονός στην Πιάτσα, ότι οι τουρκικές απώλειες ήσαν μεγαλύτερες απ’ όσο είχαν φανταστεί ποτέ οι πολιορκημένοι. Εξήντα γαλέρες δεν διέθεταν τον απαιτούμενο αριθμό ναυτικών και κωπηλατών. Η πείνα είχε γίνει πρόβλημα, όπως και η αρρώστια.

Αν και οι Τούρκοι συνέχιζαν τον κανονιοβολισμό και έκαναν επιθέσεις κατά των τειχών, η δύναμή τους σαφώς μειωνόταν. Απέσυραν ήσυχα όπλα από τα πυροβολεία τους και ξαναεπιβίβαζαν στα πλοία αγαθά αξίας. Την Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου υπήρχε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των Τούρκων στην κοιλάδα τής Καλκάρα και στο Κορραντίνο. Οι φρουροί στο Σαντ’ Άντζελο είχαν δει μια τουρκική γαλιότα να μπαίνει στο λιμάνι τού Μαρσαμουσκέττο. Ένα πυροβόλο πυροδοτήθηκε από το Σαν Έλμο. Κάτι συνέβαινε. Η γαλιότα είχε έρθει από την κατεύθυνση τού Γκότσο, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τη φέρουν πανιά και κουπιά.

Τώρα περίεργοι θεατές έβλεπαν από τούς προμαχώνες τής Γερμανίας, τής Αγγλίας και τής Καστίλλης, όλους με θέα στο «Λιμάνι των Άγγλων», ένα Τούρκο να αποβιβάζεται από μικρή βάρκα. Είχε ιππεύσει άλογο και έπεσε, είτε από αδεξιότητα ή από έξαψη. Καθώς σηκωνόταν από το έδαφος, «έβαλε στο χέρι του ένα γιαταγάνι που κουβαλούσε και έκοψε τα πόδια τού αλόγου».145 Αφού έγινε αυτό, τον συνόδευσαν στη σκηνή τού Μουσταφά πασά στην Καλκάρα. Προφανώς είχε φέρει νέα μεγάλης σημασίας. Αμέσως οι Τούρκοι άφησαν τα χαρακώματα. Μερικοί κατευθύνθηκαν στον κόλπο Ρινέλλα, όπου σκάφη βρίσκονταν ήδη σε ετοιμότητα, για να τούς μεταφέρουν στο Μαρσαμουσκέττο. Άλλοι κατευθύνονταν στο Κορραντίνο. Θα έφταναν στην αρμάδα μέσω Μάρσα και όρους Σιμπέρρας. Λίγο αργότερα τριανταπέντε περίπου τουρκικές γαλέρες, με πανιά στα κατάρτια τής πρύμνης, έβγαιναν από το Μαρσαμουσκέττο για να καλύψουν το στόμιο τού λιμανιού.

Οι παρατηρητές στο Σαντ’ Άντζελο και στους προμαχώνες τής Ωβέρνης και τής Προβηγκίας καταλάβαιναν τώρα τον λόγο τής έξαψης των Τούρκων. Είχαν αντικρύσει τον ισπανικό στόλο, ή μέρος τού στόλου, ο οποίος αποβίβαζε ήδη άνδρες στο βόρειο τμήμα τού νησιού.146 Οι πολιορκημένοι, που δεν ήσαν πια οι πολιορκημένοι, ανέβαιναν στα στηθαία. Δεν υπήρχαν Τούρκοι στα χαρακώματα ή στις πυροβολαρχίες για να βάλλουν εναντίον τους. Οι Τούρκοι συσκεύαζαν σκηνές και μετέφεραν αποσκευές στα πλοία. Ο πανικός τους ήταν εμφανής. Ο Μπάλμπι πίστευε, ότι αν οι χριστιανοί είχαν δύο χιλιάδες άνδρες, θα είχαν καταλάβει το τουρκικό πυροβολικό. Οι ισπανικές γαλέρες, ρίχνοντας βολές καθησυχασμού, περνούσαν δίπλα από τα φρούρια των Ιωαννιτών και στρέφονταν προς βορρά, προς τη Σικελία.147

Οι τουρκικές γαλέρες ξαναγυρνούσαν στον μυχό τού Μαρσαμουσκέττο, όπου αποβίβαζαν άνδρες για να συνεχίσουν το έργο τής συσκευασίας όπλων και σκηνών. Εργάζονταν τόσο σκληρά και τόσο γρήγορα, ώστε την επόμενη μέρα μόνο τα δύο μεγάλα κομμάτια πυροβολικού είχαν μείνει στη Μπορμούλα, όπου οι Τούρκοι έκαψαν τις πλατφόρμες τους. Ο μεγάλος μάγιστρος πίστευε, ότι αν ο στόλος τού Δον Γκαρσία είχε πραγματικά αποβιβάσει δύναμη επικουρίας, όπως φαινόταν πιθανό (και όπως συνέβαινε), αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα αναλάμβανε δράση αμέσως. Ήταν έτοιμος για εξόρμηση, για να προσθέσει στην ταλαιπωρία των Τούρκων, αλλά οι Ισπανοί δεν επιτέθηκαν και οι Ιππότες δεν βγήκαν στο πεδίο εκείνο το βράδυ, αν και κατέστρεψαν τα άδεια τουρκικά χαρακώματα κάτω από τα τείχη τής Καστίλλης.

Όταν το πρωί τού Σαββάτου 8 Σεπτεμβρίου χτύπησαν οι καμπάνες τής Εκκλησίας των Ιπποτών, τού Σαν Λορέντσο, δεν ήταν για κάλεσμα στα όπλα, αλλά για αρχιερατική μεγάλη λειτουργία ευχαριστιών. Ήταν η γιορτή τής Γέννησης τής Θεοτόκου. Αργότερα εκείνη τη μέρα ένας λιποτάκτης ήρθε στις γραμμές των Ιπποτών, για να αναφέρει ότι ο ισπανικός στόλος είχε πραγματικά αποβιβάσει δύναμη επικουρίας. Πίστευε ότι ήταν μεγάλη, αν και διαδιδόταν μεταξύ των Τούρκων ότι δεν είχε περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες. Ο μεγάλος μάγιστρος διέταξε να εξοπλιστούν τρεις γαλέρες, που είχαν διατηρηθεί σε προστατευόμενο αγκυροβόλιο κάτω από τα τείχη τού Σαντ’ Άντζελο. Λεγόταν ότι υπήρχαν ακόμη δύο χιλιάδες Τούρκοι στα σπίτια τής Λα Μπορμούλα, όπου προσπαθούσαν να σώσουν ένα από τα μεγάλα κανόνια τους. Καθώς έπεφτε η νύχτα, ήρθαν νέα από τη Μντίνα, ότι ο ίδιος ο Δον Γκαρσία διοικούσε τις γαλέρες που είχαν αποβιβάσει τα απολύτως απαραίτητα στρατεύματα. Μαθεύτηκε επίσης ότι ο ετεροθαλής αδελφός τού Φιλίππου Β’, ο Δον Ζουάν τής Αυστρίας, τότε είκοσι ετών, ήθελε να πάει με τον στόλο τού Δον Γκαρσία στη Μάλτα, αλλά, έχοντας αποκλειστεί στη Βαρκελώνη για πολλές ημέρες χωρίς μέσο μεταφοράς, είχε ανακληθεί στην αυλή από τον Φίλιππο. Ο Δον Ζουάν θα εύρισκε την ευκαιρία να χτυπήσει τούς Τούρκους.

Ο Φραντσέσκο Μπάλμπι αργότερα έμαθε, και διηγήθηκε, τον τρόπο με τον οποίο ο Δον Γκαρσία είχε συγκεντρώσει πενηνταοκτώ γαλέρες και πολλά πλοία μεταφοράς στις Συρακούσες, όπου στις 25 Αυγούστου (1565) είχε επιβιβάσει τα ισπανικά και ιταλικά στρατεύματα, τα οποία ήραν την πολιορκία τής Μάλτας. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχαν 6.000 Ισπανοί, 1.700 από το σύνταγμα (tercio) τής Λομβαρδίας, 2.800 από εκείνο τής Νάπολης και προφανώς ολόκληρο το σύνταγμα τής Σαρδηνίας. Υπήρχαν επίσης κάποιες νέες προσλήψεις από την Ισπανία, αν και το μεγαλύτερο μέρος αυτής τής ομάδας παρέμεινε στη Σικελία. Εκτός από αυτούς, είχαν ανεβάσει στις γαλέρες 1.500 Ιταλούς. Προέρχονταν από τούς 4.000 στρατιώτες, που είχε συγκεντρώσει ο Κιαππίνο Βιτέλλι στην Τοσκάνη. Ύστερα από κάποια καθυστέρηση ο Δον Γκαρσία απέπλευσε για Λινόζα, «έτσι ώστε το μεσημέρι τής επόμενης ημέρας [27 Aυγούστου] να βρεθεί σε απόσταση τριάντα μιλίων από τη Μάλτα».148

Ο Τζιανναντρέα Ντόρια κατόπτευε με γαλέρα στα ανοιχτά τού Γκότσο και τού βόρειου τμήματος τής Μάλτας, ετοιμαζόμενος για την αποστολή τής δύναμης επικουρίας από τον Δον Γκαρσία. Ο τελευταίος είχε προγραμματίσει να περιμένει στη Λινόζα (δυτικά τής Μάλτας, κοντά στη Λαμπεδούσα) μέχρι να πάρει νέα από την αποστολή ανίχνευσης τού Τζιανναντρέα. Ο Δον Γκαρσία δεν έφτασε όμως στη Λινόζα, γιατί ένα ισχυρός άνεμος τον οδήγησε προς τα δυτικά, προς την Παντελλερία, όπου ο ισπανικός στόλος κρατήθηκε από σφοδρή θύελλα (στις 28 Αυγούστου). Υπήρχε φόβος ότι το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου μπορούσε να χαθεί. Η βροχή ήταν κατακλυσμιαία. Ο ουρανός ήταν μαύρος «με φρικτές βροντές και λάμψεις αστραπής» (con muy orribles truenos y relampagos). Οι στρατιώτες καταριούνταν την τύχη τους και τον Δον Γκαρσία. Καθένας από αυτούς θα προτιμούσε να αντιμετωπίσει τέσσερις Τούρκους, παρά να πολεμά εναντίον τέτοιας φοβερής τρικυμίας. Οι γαλέρες έχασαν τα ράμφη τους (espolones) καθώς και μερικά από τα κουπιά τους και τις λέμβους τους (esquifes). Αλλά η καταιγίδα πέρασε, όπως περνούν οι καταιγίδες, και ο στόλος έφτασε στο νησί Φαβινιάνα (στις 29 Αυγούστου), στα ανοιχτά τής δυτικής ακτής τής Σικελίας (έντεκα μίλια νοτιοδυτικά τού Τράπανι) «χωρίς να χάσει γαλέρα» (sin perder galera).149 Ο Δον Γκαρσία, αφού επισκεύασε τις γαλέρες του στο Τράπανι, άφησε πίσω τούς αρρώστους και πήρε νερό, κατευθύνθηκε και πάλι στη Λινόζα, όπου βρήκε δύο ή τρεις άνδρες, τούς οποίους είχε αφήσει πίσω ο Τζιανναντρέα Ντόρια με επιστολή.150 Ο Δον Γκαρσία δεν μπορούσε να κάνει τίποτε με τον καιρό, αλλά ήταν ανησυχητικό ξεκίνημα.

Στον Δον Αλβάρο ντε Σάντε, τον ήρωα τής Τζέρμπα και φίλο τού Μπουσμπέκ, είχε δοθεί η ανώτατη διοίκηση τής δύναμης επικουρίας. Πέρα από το ότι ήταν Ισπανός ευγενής, ο Δον Αλβάρο πρέπει να γνώριζε περισσότερα ίσως από οποιονδήποτε άλλο στον στόλο, για τον τρόπο αντιμετώπισης των Τούρκων σε νησί. Ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ο οποίος είχε ενωθεί με τον δούκα τής Άλβα, όταν ο Παύλος Δ’ είχε πάει σε πόλεμο με την Ισπανία, είχε διοριστεί συν-διοικητής. Ο Φίλιππος Β’ είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Ασκάνιο, και ήθελε να τον συμβουλεύονται σε όλες τις αποφάσεις που είχαν σημασία. Ο Πομπέο Κολόννα είχε διοριστεί γενικός διοικητής τού πυροβολικού. Ο Πάολο Σφόρτσα είχε γίνει γενικός επίτροπος.

Από τη Λινόζα ο Δον Γκαρσία είχε πλεύσει προς Γκότσο στην εμπροσθοφυλακή είκοσι γαλερών, από τις οποίες οκτώ ήσαν ισπανικές (όπως τις αναγνωρίζουν οι Μπάλμπι και Τσίρνι), δύο τής Σαβοΐας, τρεις φλωρεντινές, τρεις υπό την ευθύνη τού Δον Αλβάρο ντε Μπαζάν, δύο γενουάτικες και δύο ανήκαν στους Ιωαννίτες. Ο Δον Σάντσο ντε Λέυβα, ανυπομονώντας να πάρει εκδίκηση από τούς Τούρκους για τις κακουχίες και ταπεινώσεις τής Τζέρμπα, ακολουθούσε με δεκαεννέα γαλέρες, επτά από τη Νάπολη, τέσσερις από τη Φλωρεντία, δύο ανατεθειμένες στον Μπαζάν, τη Σεραφίνα τής Ισπανίας, τις «ναυαρχίδες» (capitanas) τού Στέφανο ντε Μάρι και τού Τζόρτζιο Γκριμάλντι, καθώς και τρεις που ανήκαν στους Λομελλίνι τής Γένουας. Ο Δον Χουάν ντε Καρντόνα ήταν τελευταίος στην οπισθοφυλακή με οκτώ σικελικές γαλέρες, οκτώ που ανήκαν στον Τζιανναντρέα Ντόρια και άλλα τρία σκάφη.151

Σύμφωνα με προηγούμενο σχεδιασμό, κάποιος Μαρτίνεζ ντε Ολιβέντια είχε ανάψει φωτιές ως σήματα στην ανατολική ακτή τού Γκότσο. Καθώς ο Δον Γκαρσία πλησίαζε το νησί από τα δυτικά με την εμπροσθοφυλακή τού στόλου «κατά την τέταρτη ώρα τής νύχτας» (περίπου στις 11 μ.μ.), δεν μπορούσε να δει τούς πυρσούς τού Μαρτίνεζ, γιατί η θάλασσα ανέβαινε. Οι πυρσοί υποτίθεται ότι θα έδιναν ένδειξη για το πού και πόσα τουρκικά σκάφη υπήρχαν στα νερά προς τα δυτικά. Όταν έγιναν για πρώτη φορά αυτά τα σχέδια (στις 24 Αυγούστου ή λίγο πριν),152 ο Δον Γκαρσία ανέμενε να αποπλεύσει από τη Σικελία περνώντας από το Γκότσο στις βόρειες ακτές τής Μάλτας, αλλά είχαν μεσολαβήσει πολλά γεγονότα και πολλές ημέρες. Οι διαδικασίες είχε χρειαστεί να αλλάξουν. Λόγω τού σκοταδιού, η οπισθοφυλακή υπό τον Δον Χουάν ντε Καρντόνα έχασε τα ίχνη τού Δον Γκαρσία, ο οποίος είχε πάει γύρω από το βόρειο άκρο τού Γκόζο, αποφεύγοντας το «κανάλι τής Μάλτας … το τόσο διαβολικό» (canal de Malta … tan indiablado),153 για να πάρει τα σήματα τού Μαρτίνεζ στην ανατολική ακτή. Αποτυγχάνοντας να βρει τον Δον Γκαρσία στον καθορισμένο χρόνο και τόπο, ο Καρντόνα έστειλε δύο φορές φρεγάτα για να τον ψάξει. Και οι δύο προσπάθειες απέτυχαν να ανακαλύψουν τα ίχνη του. Προχωρώντας όμως μέσα από το κανάλι μεταξύ Γκότσο και Μάλτας, περνώντας τη νησίδα Κομίνο (το πρωί τής 4ης Σεπτεμβρίου) ο Καρντόνα βρήκε τον Δον Γκαρσία. Έτσι ο στόλος επανενώθηκε. Παρ’ όλα αυτά ήταν ενοχλητικό ατύχημα, γιατί είχαν χάσει πολύ καλή ευκαιρία να αποβιβάσουν τα στρατεύματά τους κάτω από την κάλυψη τού σκοταδιού.154

Ο Καρντόνα παρέμεινε με τον Δον Γκαρσία πάνω στη γαλέρα τού τελευταίου, καθώς ο στόλος κατευθυνόταν πίσω στη Σικελία για να αποφύγει τον εντοπισμό του από τούς Τούρκους, οι οποίοι όμως αντιλήφθηκαν την παρουσία και τον σκοπό του στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου Πασσέρο. Παρά την περαιτέρω σύγχυση, ο Τζιανναντρέα Ντόρια βρήκε τον Δον Γκαρσία στο Ποτσάλλο, μερικά μίλια δυτικά τού ακρωτηρίου Πασσέρο, και τού είπε ότι ο Μαρτίνεζ βρισκόταν στο Γκότσο, η προσέγγιση στη Μάλτα ήταν καθαρή, οι υπερασπιστές τού Σαν Μικέλε και τού Μπόργκο στέκονταν ακόμη και η λύτρωση τής Μάλτας από τούς Τούρκους ήταν ακόμη δυνατή. Οι Μπάλμπι και Τσίρνι δίνουν πιο τολμηρή εικόνα τού Τζιανναντρέα Ντόρια από εκείνη που υποδεικνύουν οι πηγές, που απεικονίζουν την απόδοσή του στη Τζέρμπα και αργότερα στη Ναύπακτο.155 Αν ο Δον Γκαρσία φοβόταν να διακινδυνεύσει τον στόλο επιτιθέμενος στους Τούρκους στη Μάλτα, ο Ντόρια προσφερόταν να πάει στο πολιορκούμενο νησί με τις δικές του γαλέρες. Παρακινούμενος, όπως λέγεται, από το παράδειγμά τού Αντρέα Ντόρια, ο Δον Γκαρσία έδωσε εντολή να προχωρήσουν. Αφού πάλαιψαν εναντίον σχεδόν ανταρσίας των αναστατωμένων στρατιωτών, την Πέμπτη το βράδυ, στις 6 Σεπτεμβρίου, ο στόλος ξεκίνησε και πάλι για τη Μάλτα.

Καθώς οι πρώτες γαλέρες κινήθηκαν σε θέα τού Γκότσο, ο Μαρτίνεζ ντε Ολιβέντια άναψε τις παράκτιες φωτιές του. Την αυγή στις 7 τού μηνός ο στόλος εισήλθε στον κόλπο Μελλιέχα, στη βορειοδυτική κορυφή τής Μάλτας. Αφού ειδοποίησε τον Πέδρο Μεσκίτα, τον στρατιωτικό διοικητή (capitán de armas) τής Μντίνα και αφού έστειλε πλοία για αναγνώριση, ο Δον Γκαρσία άρχισε να αποβιβάζει τα στρατεύματα, όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Φίλιππο Β’ (σε υπόμνημα που συντάχτηκε την ίδια μέρα), «δώδεκα μίλια από την αρμάδα τού εχθρού». Ο Δον Γκαρσία λέει ότι αποβίβασε 9.600 στρατιώτες «χωρίς να χαθεί ούτε κουπί».156 Σύμφωνα με τον Μπάλμπι, για ολόκληρη τη διαδικασία χρειάστηκε μόνο μιάμιση ώρα. Ο Τσίρνι ισχυρίζεται ότι πήρε μόνο μια ώρα, «γιατί με κοινή απόφαση έγινε σε χρόνο μηδέν, με μεγαλύτερη [ταχύτητα] από ποτέ, γιατί σε διάστημα μιας μόνο ώρας έγινε αυτό με θαυμάσιο τρόπο!» (che secondo il giudicio comune in alcun tempo mai di quella non fu veduta maggiore, perciochè nello spatio d’ un’ hora sola ciò maravigliosamente fu esseguito!).157 Ο Δον Γκαρσία βγήκε για λίγο στη στεριά και στη συνέχεια ξαναεπιβιβάστηκε για να επιστρέψει με τον στόλο στη Σικελία και να επιβιβάσει τα στρατεύματα που είχαν στρατολογηθεί στο δουκάτο τού Ουρμπίνο. Περίμεναν στη Μεσσίνα για μεταφορά.158

Στο μεταξύ στη Μάλτα ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια είχε ξεκινήσει με μερικούς ιππείς να καταγράψει το περιβάλλον τους και να διαλέξει περιοχή για τον πρώτο καταυλισμό τους, στον οποίο έπρεπε να μεταφερθούν τα μεγάλα αποθέματα πυρομαχικών που είχαν φέρει από τη Σικελία. Στη ζέστη τής ημέρας η μεταφορά ήταν δύσκολη, γιατί ο ντέλλα Κόρνια είχε διαλέξει θέση στρατοπέδευσης που απείχε τέσσερα μίλια από τον τόπο στον οποίο είχαν αποβιβαστεί και βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τη Μντίνα. Οι στρατιώτες δεν άφησαν το στρατόπεδο, από τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν σε αυτό, μέχρι να αποθηκευτούν στη Μντίνα όλα τα πυρομαχικά, έργο το οποίο δεν ολοκληρώθηκε μέχρι τη Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου. Οι Τούρκοι που είχαν εδραιωθεί στη Λα Μπορμούλα είχαν μόλις κάψει τα σπίτια και είχαν εγκαταλείψει το μεγάλο κανόνι, στο οποίο ο Μπάλμπι αναφέρεται περισσότερες από μία φορές.

Μαθαίνοντας την άφιξη τής δύναμης επικουρίας τού Δον Γκαρσία, ο Μουσταφά και ο Πιαλή πασάς είχαν συγκεντρώσει τις κουρελιασμένες ορδές τους στο ακρωτήριο τού Σαν Έλμο, υπό την κάλυψη τού στόλου τους στο λιμάνι τού Μαρσαμουσκέττο. Στρατιώτες και άλλοι έρχονταν τώρα στο Μπόργκο από τη Μντίνα. Ήταν ασφαλές να μετακινούνται, με όλους τούς Τούρκους προφανώς στο Σαν Έλμο. Ενθαρρυντικά λόγια διαδίδονταν ανάμεσα στις τάξεις των εξαντλημένων χριστιανών στο Σαν Μικέλε και στο Μπόργκο, ότι ο Καθολικός βασιλιάς είχε απογυμνώσει τις φρουρές τής Ιταλίας, για να στείλει τον ανθό των Ισπανών στρατιωτών να διώξουν τούς Τούρκους από τη Μάλτα (assí los soldados de todas naciones como los cavalleros aventureros, porque venía la flor de todos los soldados viejos españoles, qu’ el Rey Cathólico tenía en todos los presidios de Italia).159 Η πιο διαδεδομένη εκτίμηση για τον αριθμό τους ήταν 9 έως 12.000 άνδρες. Εκείνοι που είχαν σταθεί στις κακοποιημένες επάλξεις για σχεδόν τέσσερις μήνες, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Δον Γκαρσία είχε αποβιβάσει τόσο πολλούς άνδρες. Η Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου ήταν η τέταρτη μέρα τους στη Μάλτα. Δεν είχαν κάνει καμία κίνηση κατά των Τούρκων, ενώ ο Μπάλμπι είχε τη γνώμη ότι δεν θα το έκαναν ποτέ, αν οι Τούρκοι δεν αναλάμβαναν δράση εναντίον τους.160 Είχε αναμφίβολα δίκιο, επειδή ο Φίλιππος Β’ ήθελε να αποφύγει μάχη με τούς Τούρκους.

Αργότερα ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια εξηγούσε στον Μπάλμπι τη δυσάρεστη κατάσταση τής δύναμης επικουρίας. Αν οι νεοαφιχθέντες και ακόμη μη τακτοποιημένοι στρατιώτες έχαναν τη γαλέτα και τα πυρομαχικά τους, θα βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από εκείνους που εξακολουθούσαν να καλύπτουν το Σαν Μικέλε και το Μπόργκο.161 Επίσης σκοπός τού Δον Γκαρσία ήταν να σπάσει την πολιορκία των Τούρκων με επίδειξη δύναμης, χωρίς να διακινδυνεύσει τούς Ισπανούς στρατιώτες, τούς οποίους ο βασιλιάς χρειαζόταν συνεχώς. Με τη δύναμη πολιορκίας στη Μάλτα, οι Τούρκοι θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Τέλος μεταξύ τού καταυλισμού των χριστιανών, τώρα στο προάστιο τής Μντίνα, και τού Μπόργκο στα ανατολικά υπήρχαν εννέα μίλια χωρίς νερό εκτός από τα ρυάκια στη Μάρσα, για να αποτρέψουν τη χρήση των οποίων οι Τούρκοι θα είχαν πάρει μέτρα.

Λαμβάνοντας υπόψη τη ζέστη τού μεσημεριανού ήλιου, θα ήταν καλύτερο να μην προσθέσουν τη δίψα στον τουρκικό κίνδυνο.162

Οι θεωρητικοί ειδικοί τής στρατηγικής μεταξύ των πολιορκημένων, οι οποίοι είχαν τώρα την πρώτη τους ευκαιρία σε τέσσερις μήνες να καθίσουν, μπορούσαν να επινοήσουν διάφορους τρόπους, με τούς οποίους επίθεση τεσσάρων χιλιάδων μουσκετοφόρων θα προκαλούσε χάος μεταξύ των Τούρκων και θα παρέδιδε το πυροβολικό τους στον Ζαν ντε λα Βαλέτ, ο οποίος έλπιζε να το αποκτήσει. Αλλά τότε, όπως παραδέχεται ο Μπάλμπι, αν και οι άνθρωποι συζητούν πάντοτε γεγονότα τού παρελθόντος (και ποιος μπορεί να τούς σταματήσει να το κάνουν;), είναι δυνατό να παρεξηγούν τούς διοικητές τους, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αποκαλύπτουν τις οδηγίες που τούς έχουν δώσει οι ηγεμόνες τους.163 Σίγουρα ο Δον Γκαρσία δεν ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει τις επιστολές που τού είχε στείλει ο Φίλιππος Β’.

Ωθούμενος από τον Πιαλή πασά, σύμφωνα με τον Μπάλμπι (και σε αντίθεση με τις συμβουλές τού Πιαλή, σύμφωνα με τον Τσίρνι), ο Μουσταφά αποφάσισε να αναλάβει την επίθεση κατά τής δύναμης επικουρίας υπό τούς Δον Αλβάρο ντε Σάντε και Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια. Οι χριστιανοί ήσαν τώρα στρατοπεδευμένοι σε «χωριό» (borgo) ερειπωμένων σπιτιών έξω από τη Μντίνα. Περνούσαν δύσκολα, όπως μάς λέει ο Τσίρνι, αφού ζούσαν με γαλέτα και νερό και κοιμούνταν στο γυμνό έδαφος «υπό την επίθεση τού νυχτερινού ανέμου» (all’ offesa dell’ aria notturna), μέχρι να τούς μεταφέρει ο Ασκάνιο στη Μντίνα. Τα νέα καταλύματά τους βρίσκονταν «πάνω από την πόλη» (sopra la Città), σε εύκολα υπερασπιζόμενο υψίπεδο.164 Ήταν Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου (1565). Καθώς πλησίαζε η ώρα τής σύγκρουσης, η αταξία μεταξύ των χριστιανών σχεδόν συμβάδιζε με εκείνη μεταξύ των Τούρκων. Στην αρχική αψιμαχία για την κατοχή ενός υψώματος (una certa montagnuola), στο οποίο, λέει ο Τσίρνι, υπήρχε μικρή εκκλησία και ανεμόμυλος, οι Τούρκοι ηττήθηκαν. Το ύψωμα βρισκόταν περίπου ένα μίλι ανατολικά τής Μντίνα. Έχοντας δει τη «χυδαία» υποχώρηση των Τούρκων από το ύψωμα, οι χριστιανοί μουσκετοφόροι ξέσπασαν σε κραυγές, «Άγιε Ιάκωβε! Νίκη! Νίκη!» (Sant’ Iago! Vittoria! Vittoria!)165

Οι Μπάλμπι και Τσίρνι εξυμνούν τον ηρωισμό και τα κατορθώματα των Αλβάρο ντε Σάντε, Κιαππίνο Βιτέλλι, Μπερναρντίνο ντε Καρντένας, Πομπέο Κολόννα, ντέλλα Κόρνια και αριθμού άλλων, περιλαμβανομένου τού Βιντσέντσο Γκονζάγκα, ηγούμενου τής Μπαρλέττα. Καθώς ο ήλιος ανέτειλε, η ζέστη γινόταν ανυπόφορη «και η ζέστη ήταν τόσο μεγάλη», αναφέρει ο Μπάλμπι, ο οποίος είχε πάει στη Μντίνα, «που πρέπει να πω ότι σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας ποτέ δεν την ένιωσα τόσο πολύ όσο εκείνη τη μέρα, και οι χριστιανοί, καθώς και οι Τούρκοι, δύσκολα μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους από την κούραση, τη ζέστη και τη δίψα, από την οποία μερικοί απλώς πέθαιναν».166 Με πολλούς από τούς Τούρκους σε φυγή, η σύγκρουση μετακινήθηκε προς βορρά, προς τον Κόλπο Αγίου Παύλου (Qalata San Pawl). Οι χριστιανοί πολεμούσαν με εκδίκηση και τώρα, αργά το απόγευμα, ο Μουσταφά πασάς έδινε εντολή στα σφυροκοπούμενα στρατεύματά του να οπισθοχωρήσουν στον κόλπο.167

Στο μεταξύ ο Πιαλή πασάς είχε αποσυρθεί με την τουρκική αρμάδα από το λιμάνι τού Μαρσαμουσκέττο. Όπως είχε κανονίσει με τον Μουσταφά, είχε πάει κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Μάλτας, περνώντας από τούς κόλπους Αγίου Ιουλιανού, Αγίου Γεωργίου και Σαλίνα, στον ορμίσκο τού Αγίου Παύλου, στον οποίο, κάτω από τα προστατευτικά πυρά των γαλερών του, επιβίβασε όσο περισσότερους άνδρες μπορούσε από τον ηττημένο στρατό. Οι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν 1.500 νεκρούς στη «μάχη», περιγραφή τής οποίας έστειλε ο Αλβάρο ντε Σάντε στον Φίλιππο Β’ στις 14 Σεπτεμβρίου.168 Η πολιορκία τής Μάλτας είχε τελειώσει.

Καθώς έπεφτε η νύχτα στις 12 Σεπτεμβρίου, τα σκάφη των κουρσάρων τής Μπαρμπαριάς (που καθυστέρησαν μια ολόκληρη μέρα από τον θυελλώδη καιρό) κατευθύνονταν προς το Αλγέρι και την Τρίπολη, ενώ η αρμάδα τού σουλτάνου άρχιζε το προς ανατολάς ταξίδι της προς την Ισταμπούλ. Ο Μπάλμπι αναφέρει ότι οι Τούρκοι είχαν χάσει 35.000 άνδρες «στην επιχείρηση τής Μάλτας» (en la empresa de Malta), ίσως δέκα ή δώδεκα χιλιάδες περισσότερους από το σύνολο τής εκστρατευτικής δύναμης. Ο αριθμός τού Μπάλμπι είναι πολύ μεγάλος. Λέει επίσης ότι οι Τούρκοι «είχαν χρησιμοποιήσει μέχρι πάνω από 130.000 γύρους [πυρίτιδας] στα κανόνια και τούς βασιλίσκους τους. «Όταν έφυγα από τη Μάλτα, είχαν ήδη μαζευτεί στο Σαντ’ Άντζελο 65.000 μπάλες κανονιών, όλες από χυτοσίδηρο [la balas… todas de hierro colado]».169

Κατά την ώρα τού εσπερινού την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου ο Δον Γκαρσία ντε Τολέδο, αντιβασιλέας τής Σικελίας και ναυτικός γενικός διοικητής, έφτασε στη Μάλτα με μέρος τού στόλου. Σε όλες τις γαλέρες ανέμιζαν τα λάβαρά τους. Εκείνο τής βασιλικής ναυαρχίδας (real capitana) τού Δον Γκαρσία ήταν «ένας πολύ ευλαβικός σταυρός» (un crucifixo muy devoto). Εισήλθε στο Μεγάλο Λιμάνι κάτω από τις χαιρετιστήριες βολές των κανονιών στο Σαν Έλμο και στο Σαντ’ Άντζελο, καθώς και εκείνων στους προμαχώνες τής Ωβέρνης και τής Προβηγκίας. Ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, ο μεγάλος μάγιστρος, καθώς και μια ομάδα Ιπποτών, «τόσο εκείνων τής δύναμης επικουρίας όσο και εκείνων τού Τάγματος», υποδέχθηκαν τον Δον Γκαρσία με κάθε επισημότητα σε προβλήτα κοντά στο Φρούριο Σαντ’ Άντζελο. Ο ντε λα Βαλέτ ανέβηκε στη λέμβο τού αντιβασιλέα, μόλις εκείνη έφτασε στην προβλήτα. Αγκάλιασε τον Δον Γκαρσία και τον Τζιανναντρέα Ντόρια, χαιρετώντας στη συνέχεια τον Δον Χουάν ντε Καρντόνα, ο οποίος είχε μεταφέρει στη Μάλτα τη δύναμη επικουρίας 700 ανδρών τού Μέλχιορ ντε Ρόμπλες στις αρχές Ιουλίου. Στη συνέχεια υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκαλιές ευγνωμοσύνης άλλους ευγενείς, μεταξύ των οποίων τον Δον Αλβάρο ντε Μπαζάν, διοικητή των ισπανικών γαλερών και τον Δον Σάντσο ντε Λέυβα, διοικητή εκείνων τής Νάπολης «και έπειτα δια χειραψίας όλους τούς Ιππότες που είχαν έρθει με τον στόλο, κατά τη σειρά τού βαθμού τού αξιώματός τους» (y después de mano en mano a todos los cavalleros que en la armada venían conforme a las calidades de sus personas).

Όλοι οι πολιορκημένοι μπορούσαν τώρα να τρώνε και να πίνουν κατά την κρίση τους, γιατί είχαν έλθει προμήθειες με τον στόλο τού Δον Γκαρσία (και ίσως είχαν αποκαλυφτεί κάποια κρυμμένα τρόφιμα). Οι τιμές ήσαν υψηλές, αλλά ο Μπάλμπι και οι συνάδελφοί του δεν τις εύρισκαν υψηλές. Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας πλήρωναν δύο δουκάτα για μια κότα, όταν μπορούσαν να βρουν κότα, ενώ ένα αυγό κόστιζε ενάμιση ρεάλι. «Όσο για άλλα, πιο απολαυστικά πράγματα, πρέπει να παραμείνω σιωπηλός, γιατί δεν βρίσκονταν για οποιοδήποτε χρηματικό ποσό». Το βράδυ τής 14ης Σεπτεμβρίου έκλεισε με συμπόσιο ευχαριστιών, στο οποίο ο Δον Γκαρσία και ο κυβερνήτης τού Γκότσο συνέβαλαν με «πολλά αναψυκτικά».170

Μετά το συμπόσιο οι ντε λα Βαλέτ και Δον Γκαρσία συζήτησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τής νύχτας και ο δεύτερος εξέδωσε εντολές για άμεση επιβίβαση των ναπολιτάνικων και σικελικών στρατευμάτων. Ο Ισπανός γενικός διοικητής απέπλευσε το σούρουπο, το Σάββατο στις 15 τού μηνός. Στη συνέχεια ακολούθησε την τουρκική αρμάδα μέχρι το Αιγαίο. Στο μεταξύ στις 11 Σεπτεμβρίου, τη μέρα που οι Τούρκοι εγκατέλειπαν κάθε ελπίδα για κατάληψη τής Μάλτας, ο μεγάλος μάγιστρος Ζαν ντε λα Βαλέτ έγραφε στους δύο ευεργέτες του, στον Πίο Δ’ και στον Φίλιππο Β’, προσθέτοντας υστερόγραφο σε καθεμιά από τις δύο επιστολές (στις 13 τού μηνός). Ο πάπας έλαβε την πιο μακροσκελή επιστολή και ο Θεός τούς μεγαλύτερους επαίνους για τη σωτηρία τής Μάλτας.

Όπως έγραφε ο ντε λα Βαλέτ στον Πίο, οι Τούρκοι είχαν απελπιστεί για επιτυχία ύστερα από την πολύμηνη προσπάθειά τους να καταλάβουν το νησί. Οι προμήθειές τους είχαν σχεδόν εξαντληθεί, ενώ ερχόταν ο χειμώνας. Συσκεύαζαν ήδη τα πράγματα και τα τιμαλφή τους ένα-ένα, όταν ξαφνικά στις 7 Σεπτεμβρίου εμφανίστηκε ο Καθολικός στόλος με εβδομήντα γαλέρες και αποβίβασε 8-9.000 άνδρες «για να μάς βοηθήσει». Τότε οι Τούρκοι άρχισαν να ανεβάζουν στα πλοία το πυροβολικό τους και τα υπόλοιπα υπάρχοντά τους με τέτοια μανία, που οι στρατιώτες τής δύναμης επικουρίας, μη μπορώντας να αποθηκεύσουν τόσο γρήγορα τα εφόδια και τα πυρομαχικά τους εντός των τειχών τής Μντίνα, η οποία βρισκόταν μερικά μίλια στην ενδοχώρα από τον τόπο αποβίβασής τους, δεν κατόρθωσαν να αναλάβουν την αποτελεσματική δράση που έπρεπε εναντίον τού «πεινασμένου και μειωμένου στρατού των Τούρκων, χωρισμένου σε τόσο πολλές πυροβολαρχίες».

Ο ντε λα Βαλέτ καθιστούσε βέβαια σαφές, ότι οι πολυάριθμοι Ισπανοί και Ιταλοί στρατιώτες τής δύναμης επικουρίας δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν την απώλεια των προμηθειών και των πυρομαχικών τους, πράγμα που ήταν μάλλον αλήθεια, παρά το γεγονός ότι, αν είχαν μπορέσει να κινηθούν γρήγορα εναντίον των Τούρκων, θα τούς είχαν ίσως περικυκλώσει [στα ερείπια τού οχυρού Σαν Έλμο]. Ακόμη κι έτσι, ο Θεός δεν επέτρεψε στους Τούρκους να ξεφύγουν χωρίς να τιμωρηθούν από τη δύναμη επικουρίας, γιατί οι Τούρκοι, έχοντας ενημερωθεί για την άφιξη των χριστιανών, αποτόλμησαν έξω στο νησί έχοντας δύναμη δέκα χιλιάδων, ενώ η αρμάδα τους πήγαινε από το καταφύγιο τού Μαρσαμουσκέττο προς τον Κόλπο Αγίου Παύλου. Τότε όμως «οι άνδρες μας» έτρεψαν τούς Τούρκους σε φυγή και τούς προκάλεσαν τέτοια ήττα,

που τούς κυνηγούσαν μέσα στο νερό, μέχρι τις πλώρες των γαλερών τους, σκοτώνοντας περισσότερους από 1.500 από αυτούς. Τώρα οι άνδρες μας έχουν στρατοπεδεύσει κοντά στον εν λόγω κόλπο, αποφασισμένοι να μην τούς επιτρέψουν να ξαναπατήσουν σε αυτό το νησί…. Ήταν πραγματικά έργο τού Κυρίου τού Θεού μας, επειδή Αυτός μείωσε τα πολλά στρατεύματα [των Τούρκων] και αύξησε τις ισχνές μας δυνάμεις, ώστε να μη χαθούν τόσες χιλιάδες ψυχές, για την υπεράσπιση των οποίων κανένας από εμάς δεν σκέφτηκε τη δική του ζωή.

Από τούς πεντακόσιους Ιππότες τού Τάγματος που βρίσκονταν σε ετοιμότητα όταν άρχιζε η πολιορκία, τριακόσιοι ήσαν τώρα νεκροί και οι υπόλοιποι σε μεγάλο βαθμό τραυματίες και ακρωτηριασμένοι. Όμως,

πρέπει να επαινέσουμε και να ευχαριστήσουμε τη Θεϊκή του Μεγαλειότητα, γιατί την εποχή τής Αγιότητάς σας Εκείνος μάς έστειλε αυτή τη νίκη…. Ο καιρός ο οποίος έχει καθυστερήσει τον απόπλου τού πλοίου για τη Σικελία μέχρι σήμερα 13 τού μηνός [και έχει έτσι καθυστερήσει την αποστολή τής επιστολής τού μεγάλου μάγιστρου], έχει επίσης κρατήσει εδώ την αρμάδα τού εχθρού μέχρι χτες το βράδυ, όταν έφυγε για την Ανατολική Μεσόγειο, με όχι λιγότερη ντροπή από απώλεια, για την οποία πρέπει πάντοτε να δοξάζεται ο Κύριος ο Θεός μας!171

Την ίδια στιγμή (11-13 Σεπτεμβρίου) ο ντε λα Βαλέτ ή κάποιος γραμματέας έγραφε έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Φίλιππο Β’. Παραδεχόταν ότι η άφιξη των στρατευμάτων τού Δον Γκαρσία υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για να οδηγηθούν οι Τούρκοι σε ταχεία αποχώρηση και δήλωνε ότι δεν μπορούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια, για να μεταφέρει τις ευχαριστίες των Ιωαννιτών προς την Μεγαλειότητά του, δηλαδή τις ευχαριστίες των λίγων Ιωαννιτών που είχαν επιζήσει τής πολιορκίας: «Δεν ξέρω τι λόγια να πω για να εκφράσω το μέγα έλεος που έχει δείξει η μεγαλειότητά σας στη θρησκεία αυτή [δηλαδή στο Τάγμα] στέλνοντας βοήθεια, η οποία ήταν τόσο μεγαλύτερη, όσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος στον οποίο βρισκόμασταν, οι λίγοι που έχουμε απομείνει ζωντανοί..» (Yo no sé con que términos poder decir ni significar la merced grande que vuestra Majestad ha hecho á esta Religion en mandarla socorrer, y ha sido tanto mayor cuanto era grande el peligro en que está- bamos los pocos que hemos quedado vivos).172

Χωρίς ισπανική βοήθεια η Μάλτα σίγουρα θα είχε πέσει. Χωρίς τούς εξακόσιους ή επτακόσιους άνδρες που είχαν έλθει υπό τούς Χουάν ντε Καρντόνα και Μέλχιορ ντε Ρόμπλες στις αρχές Ιουλίου, το Μπόργκο και το οχυρό Αγίου Μιχαήλ (όπως λέει ο Μπάλμπι) δεν θα μπορούσαν να αντέξουν. Αλλά τα στρατεύματα τού Δον Γκαρσία είχαν έλθει αργά, σχεδόν την τελευταία ώρα. Υπήρχε τόνος δυσαρέσκειας στην ευγνωμοσύνη τού μεγάλου μάγιστρου.

Ο Δον Γκαρσία ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με την πρόσφατη πορεία των γεγονότων. Η πολιορκία τής Μάλτας είχε αρθεί. Ο στόλος τής Ισπανίας ήταν αβλαβής. Η απώλεια στρατιωτών τού Φιλίππου Β’ ήταν μικρή. Είχε ακολουθήσει εντολές τού Φιλίππου. Οι ισπανικοί ελιγμοί είχαν πετύχει. Πάνω από τη γαλέρα του, στα ανοιχτά των Συρακουσών στις 13 Σεπτεμβρίου, όταν πια η τουρκική αρμάδα βρισκόταν «δέκα μίλια μακριά στη θάλασσα», ο Δον Γκαρσία ξεκινούσε επιστολή προς τον γραμματέα τού βασιλιά, τον Φρανσίσκο ντε Εράζο. Προσπαθούσε να επωφεληθεί από την ισπανική νίκη. Όπως ενημέρωνε τον Εράζο,

στέλνω [επιστολή] για να πω στην Αγιότητά του, ότι αφού ο στόλος αυτός έχει πετύχει τόσο καλά αποτελέσματα, μού φαίνεται ότι ως ανταμοιβή πρέπει να στείλει αμέσως στη μεγαλειότητά του την πενταετή επιδότηση [quinquenio], επειδή, για να το πω έτσι, θα εκτιμηθεί πληρέστερα απ’ όσο αν χρειαστεί να τη ζητήσει η μεγαλειότητά του. [Η Αγιότητά του] είναι άνθρωπος που μπορεί να το κάνει σε μια στιγμή, αν δεν κυριαρχηθεί από την ευτυχία του [για τα καλά νέα]173

Ο Πίος Δ’, όπως πολλοί Ιταλοί (και Ισπανοί) τής εποχής, είχε σχεδόν τρομοκρατηθεί από την τουρκική πολιορκία τής Μάλτας. Όπως έγραφε ο καρδινάλιος Φρανσίσκο Πατσέκο στον Φίλιππο Β’ (στις 14 Σεπτεμβρίου), ο Πίος είχε δώσει διαταγές να τον ξυπνούν οποιαδήποτε ώρα έφτανε στη Ρώμη αναφορά τού Δον Γκαρσία για τα γεγονότα στη Μάλτα. Ο Πατσέκο είχε μόλις λάβει την επιστολή τα μεσάνυχτα και έστειλε τον γραμματέα του στο ανάκτορο τού Βατικανού με όλες τις πληροφορίες τού Δον Γκαρσία. Οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν αποβιβαστεί στη Μάλτα. Ο Πατσέκο εμπιστευόταν τον Παντοδύναμο, ότι η νίκη βρισκόταν μπροστά. Η παπική πενταετής επιδότηση (quinquenio) για τη διατήρηση των ισπανικών γαλερών κατά των Τούρκων και των κουρσάρων σύντομα θα έληγε. Ο Φίλιππος βέβαια ήθελε να ανανεωθεί: «Χτες έλαβα την επιστολή τής μεγαλειότητάς σας τής 24ης τού περασμένου μήνα», έγραφε τώρα ο Πατσέκο,

και έχω μιλήσει με τον πάπα. Για να μην καθυστερήσω τον αγγελιοφόρο, δεν θα πω περισσότερα από το ότι, αν δεν στείλει ο πάπας στη μεγαλειότητά σας την πενταετή επιδότηση…, θα έχει ενεργήσει πολύ άσχημα. Θα το κανονίσω μαζί του. Αν δεν το κάνει, θα τού πω τη γνώμη μου ειλικρινά. Μέχρι να αναφέρω στη μεγαλειότητά σας τι έχω καταφέρει μαζί του, μη στείλετε να ρωτήσετε γι’ αυτό…174

Ο καρδινάλιος Πατσέκο έστειλε στον πάπα κι άλλη επιστολή σχετική με την επικουρία τής Μάλτας τη νύχτα τής 19ης Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα ο Πατσέκο και ο Ισπανός πρεσβευτής Δον Πέδρο ντε Άβιλα πήγαν στο ανάκτορο τού Βατικανού. Ο Δον Πέδρο είχε χρόνο να πει καλά λόγια ή να συγχαρεί τον πάπα και στη συνέχεια αποσύρθηκε, γιατί ο Πατσέκο τού είχε πει, ότι ήθελε να μιλήσει με τον πάπα μόνος. Ο Πίος ήταν σε κακή διάθεση, παραπονούμενος για την ποδάγρα, αλλά είδε τον Πατσέκο, ο οποίος τού είπε ότι τώρα ήταν η ώρα να τιμήσει και να ενθαρρύνει τον Φίλιππο Β’, για να αναλάβει ακόμη μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Και σίγουρα ήταν ώρα να χαρούν για τη νίκη στη Μάλτα. Προφανώς ο πάπας θα καθιστούσε σαφή την ευγνωμοσύνη τού χριστιανικού κόσμου χορηγώντας στον Φίλιππο την πενταετή επιδότηση, κάνοντάς του «ένα δώρο πενταετούς επιδότησης» (un presente del quinquenio). Ο Πίος αντέδρασε, όπως έγραφε στον Φίλιππο ο Πατσέκο (στις 23 Σεπτεμβρίου), «σαν να έβαλλα εναντίον του με αρκεβούζιο». Δεν ήταν η ώρα, είπε, για να ασχοληθεί με τέτοιο ζήτημα, αλλά μάλλον για να δώσει ευχαριστίες στον Θεό για την ήττα των Τούρκων. Ο Πατσέκο προέτρεψε τον Πίο να διαβάσει την επιστολή τού Δον Γκαρσία, ζητώντας από τον πάπα να στείλει την πενταετή επιδότηση (quinquenio) στον Φίλιππο «ως ανταμοιβή». Ο Πίος διάβασε απρόθυμα την επιστολή. Στρεφόμενος στον Πατσέκο, είπε, «Να τού τη στείλω; Θα είναι πολύ αν τη δώσω στον βασιλιά, όταν μού τη ζητήσει. Πόσο μάλλον να τη στείλω σε αυτόν!».175

Όταν ο Πίος αναδύθηκε από τη φιλονικία του με τον Πατσέκο, κάλεσε τούς δώδεκα καρδιναλίους που βρίσκονταν σε ετοιμότητα. Όταν κάθισαν, άρχισε να απευθύνεται σε αυτούς ευχαριστώντας τον Θεό για τη διάσωση τής Μάλτας και υμνώντας την ανδρεία των Ιπποτών τού Τάγματος. Δεν έκανε καμία αναφορά στον Φίλιππο Β’, ούτε στον ισπανικό στρατό, ούτε στον στόλο τού Δον Γκαρσία. Οι Ισπανοί ήσαν κατάπληκτοι. Κατά τη γνώμη τού Δον Πέδρο ντε Άβιλα, αν ήσαν Τούρκοι παρόντες, θα είχαν θρηνήσει την αγένεια τού πάπα. Αν ο Δον Πέδρο δεν ήταν παρών στην παπική συμπεριφορά, δεν θα μπορούσε να το πιστέψει.176

Η πολιορκία τής Μάλτας είχε υπάρξει συναρπαστικό, γεμάτο φόβο δράμα. Λίγα γεγονότα τού θυελλώδους αιώνα συγκέντρωσαν τόσο ευρεία προσοχή ή προκάλεσαν τέτοιο θαυμασμό, τουλάχιστον στην Ευρώπη, όπως η επιτυχία των Ιωαννιτών και των Μαλτέζων στην υπεράσπιση τού νησιού τους κατά τούς τέσσερις σχεδόν μήνες τής τουρκικής επίθεσης. Η επιστολή τού Μεγάλου μάγιστρου στις 11-13 Σεπτεμβρίου ήταν γνωστή στη Ρώμη στις 22 τού μηνός και ο Πίος διέταξε εορτασμούς για την επόμενη μέρα. Θα ξεκινούσαν με λιτανεία προς τον Άγιο Ιωάννη τού Λατερανού. Το βράδυ τής 23ης Σεπτεμβρίου θα άναβαν οι συνηθισμένες φωτιές χαράς, αλλά ο εκπρόσωπος τού Φούγκερ στη Ρώμη, ο οποίος συνέταξε την αναφορά στις 22 τού μηνός, σημείωνε ότι τού είχαν μόλις πει, ότι οι Ρωμαίοι δεν επρόκειτο να περιμένουν για το επόμενο βράδυ. Έτρεχαν ήδη πέρα-δώθε και ετοιμάζονταν να ανάψουν τις φωτιές τους.177 Η εποχή δεν παρείχε πολλές ευκαιρίες να γλεντούν για μια τουρκική ήττα.

Το βράδυ τού Σαββάτου 15 Σεπτεμβρίου (1565), όπως σημειώσαμε, ο Δον Γκαρσία είχε ξεκινήσει για να ακολουθήσει τον τουρκικό στόλο μέχρι το Αιγαίο. Είχε επιστρέψει στη Μεσσίνα στις 19 Οκτωβρίου,178 όταν έγραφε στον Εράζο, τον γραμματέα τού Φιλίππου Β’, ότι «το ταξίδι στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν επίπονο…» (El viaje de Levante ha sido trabajoso…). Τώρα πια ο Δον Γκαρσία ήταν ενοχλημένος με τον μεγάλο μάγιστρο ντε λα Βαλέτ, ο οποίος δεν έδινε στους Ισπανούς τον οφειλόμενο έπαινο και την αναγνώριση για την εκ μέρους τους διάσωση των Ιωαννιτών και τής Μάλτας από την καταστροφή που είχαν αντιμετωπίσει στο Σαν Μικέλε και στο Μπόργκο, αλλά ούτε και στα στρατεύματα που ο Φίλιππος Β’ είχε τελικά επιτρέψει να αποσταλούν στη Μάλτα.179

Στο μεταξύ (στις 17 Σεπτεμβρίου) πέντε γαλέρες τού Τάγματος είχαν μεταφέρει πίσω στη Σικελία τούς στρατιώτες που είχαν προσληφθεί στη Λομβαρδία, μαζί με αριθμό διακεκριμένων στρατιωτών, περιλαμβανομένων των Δον Μπερναρντίνο ντε Καρντένας και Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια. Καθώς ξανασκεφτόταν την πολιορκία, ο Μπάλμπι υπολόγιζε ότι «περισσότεροι από 2.500 στρατιώτες από όλα τα έθνη έχασαν τη ζωή τους, καθώς και 7.000 Μαλτέζοι, συνυπολογίζοντας άνδρες, γυναίκες, κορίτσια και αγόρια, καθώς και 500 σκλάβους τού Τάγματος».180 Φαίνεται ότι δεν διατηρούσε καμία αμφιβολία για την ακρίβεια των στοιχείων του, ενώ ήταν εξίσου βέβαιος, ότι «μετά από τον Παντοδύναμο Θεό, η μεγαλειότητά του [ο Φίλιππος Β’ ] ήταν εκείνος που έσωσε τη Μάλτα και όλη την Ιταλία επίσης από την περίφημη δύναμη τού σουλτάνου Σουλεϊμάν».181

Τα νέα ότι ο ισπανικός στόλος είχε διασπάσει την τουρκική πολιορκία τής Μάλτας είχαν φτάσει στην Ισταμπούλ μέχρι τις 5 Οκτωβρίου (1565). Δεν υπήρχαν ακόμη λεπτομέρειες, αλλά είχαν γίνει γνωστά αρκετά, ώστε να προκαλέσουν τη «μεγάλη οργή και τον θυμό» (grande colere et fascherie) τού σουλτάνου Σουλεϊμάν. Έτσι έγραφε στις 7 Οκτωβρίου στον Κάρολο Θ’ ο Αντουάν Πετρεμόλ, ο Γάλλος εκπρόσωπος στην Πύλη. Είχε προσπαθήσει δύο μέρες να γίνει δεκτός σε ακρόαση από τον Μεχμέτ Σόκολλι, τον μεγάλο βεζύρη, ο οποίος τού ζήτησε να κάνει υπομονή, μέχρι να μπορέσουν οι πασάδες να μάθουν περισσότερα για το «πώς έχουν πάει τα πράγματα στη Μάλτα». Ο Σουλεϊμάν ήξερε ότι μέρος τού τουρκικού στόλου είχε αποσυρθεί προς τον Μοριά. Δεν ήθελε να επιστρέψει αυτό στον Βόσπορο, αλλά να παραμείνει εκεί όπου βρισκόταν, αν ο στόλος τού Φιλίππου Β’ επιδίωκε να εισέλθει στο Αρχιπέλαγος. Ο σουλτάνος, εξοργισμένος πέρα από κάθε περιγραφή, ήθελε να εξοπλιστούν πενήντα γαλέρες μέσα σε ένα μήνα για να υπερασπιστούν τα νησιά τού νότιου Αιγαίου.

Ο Σουλεϊμάν θεωρούσε, ότι οι υπόλοιπες ναυτικές του δυνάμεις θα μπορούσαν να μπουν σε τάξη μέχρι την άνοιξη. Ο Πετρεμόλ πίστευε ότι θα ήταν δύσκολο, ακόμη και αν εργάζονταν νυχθημερόν στον ναύσταθμο. γι’ αυτόν ή για κάποιον άλλο λόγο ο Μεγάλος Άρχοντας είχε διενεργήσει έρευνα όλων των σπιτιών των Χριστιανών και των Εβραίων στην Ισταμπούλ, για να μάθει πόσα άτομα βρίσκονταν σε αυτά και αν είχαν ιδιόκτητα ή νοίκιαζαν τα σπίτια, πράγμα που δεν είχε γίνει ποτέ σε αυτή τη χώρα.

Η έρευνα προκάλεσε ανησυχία, αφού θεωρήθηκε ότι ο Σουλεϊμάν θα απαιτούσε από κάθε σπίτι (ή νοικοκυριό) να διαθέσει έναν ή περισσότερους άνδρες για υπηρεσία ως κωπηλάτες στις γαλέρες, «γιατί από εδώ και στο εξής θα έχει κρατούμενους όλους τούς φτωχούς Χριστιανούς που έχουν αγοράσει την ελευθερία από την προηγούμενη δουλεία τους και να δώσει ο Θεός να μην κάνει ακόμη χειρότερα!»

Πιο συγκεκριμένα νέα ήρθαν το βράδυ τής 13ης Οκτωβρίου και έδειχναν να αλλάζουν τη διάθεση τού σουλτάνου. Ο Πετρεμόλ έγραψε γι’ αυτά στον Αρνώ ντυ Φερριέ, τον Γάλλο πρεσβευτή στη Βενετία. Ο στόλος μπορούσε τώρα να επιστρέψει στην Ισταμπούλ. Ο Σουλεϊμάν ήθελε ακόμη, «πράγμα εντελώς αδύνατο» (chose du tout impossible), να στείλει πενήντα γαλέρες στο Αρχιπέλαγος μέσα σε ένα μήνα. Δεν είχε χαλαρώσει τη θρησκευτική του πολιτική και είχε αρνηθεί να δώσει άδεια στους Έλληνες να μαζέψουν τα σταφύλια τους. Μάλιστα τούς είχε διατάξει να ξεριζώσουν τα αμπέλια τους, να μην ξαναφτιάξουν κρασί στο μέλλον και να χύσουν το λίγο κρασί που είχαν ήδη φτιάξει, καθώς και το κρασί που είχε απομείνει από το προηγούμενο έτος. «Θα περιοριστούμε πίνοντας νερό στο μέλλον». Έτσι λοιπόν πήγαιναν τα πράγματα και ήταν πιθανό να επιδεινωθούν,

ανάλογα με τη διάθεση αυτών των βαρβάρων, οι οποίοι θα θελήσουν ίσως να εκδικηθούν τούς φτωχούς Χριστιανούς που βρίσκονται εδώ, λόγω τού πλήγματος που έχουν υποστεί στη Μάλτα και απειλούν να τούς κόψουν όλους σε κομμάτια.

Λόγω τής μανίας των ανθρώπων ο Πετρεμόλ παρέμενε στο σπίτι του με την οικογένειά του. Έλπιζε ότι η οργή τού όχλου θα περνούσε σε λίγες ημέρες.

Στην Ισταμπούλ περίμεναν την επιστροφή τού Μουσταφά πασά, ο οποίος θα έφτανε σύντομα με εξήντα γαλέρες, «δηλαδή εκείνες που έχουν αφοπλιστεί και παραμένουν εκτός χρήσης». Ο Πιαλή πασάς συνέχιζε στη θάλασσα με τον υπόλοιπο στόλο, περίπου ογδόντα γαλέρες, μέχρι την άφιξη ορισμένων άλλων γαλερών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ετοιμάζονταν στον ναύσταθμο, οι οποίες θα χρειάζονταν κωπηλάτες και στρατιώτες. Επτά πλοία και δύο «καραμουσαλί» είχαν μόλις φτάσει από τη Χίο. Ήσαν φορτωμένα με ασθενείς και τραυματίες. Στο μεταξύ φαίνεται ότι ο Μουσταφά δεν θα αντιμετώπιζε τίποτε λιγότερο από την απώλεια «του κεφαλιού του ή τής περιουσίας του», λόγω των κατηγοριών που διατυπώνονταν εναντίον του από εκείνους που τον κατηγορούσαν για την αποτυχία που είχαν υποστεί στη Μάλτα.

Ο Πετρεμόλ περίμενε με αδημονία να μάθει με ποιον τρόπο ο Μουσταφά θα υπερασπιζόταν τον εαυτό του και θα καταλόγιζε τις ευθύνες για την αποτυχία στον Πιαλή. Καθώς οι δύο πασάδες αντάλλασσαν κατηγορίες, φαινόταν ότι ένας από αυτούς θα έπεφτε σε δυσμένεια. Ο Μουσταφά όμως ήταν στενός συγγενής τού σουλτάνου Σουλεϊμάν. Ο Πιαλή ήταν γαμπρός τού «σουλτάνου» Σελήμ. Ίσως γλύτωναν και οι δύο από τον αυτοκρατορικό θυμό. Σε κάθε περίπτωση ο Σουλεϊμάν έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκροτήσει «πιο δυνατό στόλο» (une plus puissante armée), για να επιτεθεί και πάλι στη Χριστιανοσύνη, όταν ερχόταν η άνοιξη.182

Μια αναφορά από την Ισταμπούλ με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου (1565) δείχνει ότι στους υψηλότερους κύκλους στην Πύλη υπήρχε λιγότερη θλίψη για την αποτυχία στη Μάλτα από εκείνη που υπήρχε στους δρόμους, όπου οι άνθρωποι θρηνούσαν τον θάνατο συζύγου, γιου ή αδελφού. Οι κύριες ζημιές που είχαν υποστεί στην εκστρατεία δεν ήσαν σε πολύτιμες γαλέρες, αλλά απλώς σε προς αντικατάσταση άνδρες (poichè tutto [il danno] consiste nella mortalità delle genti). Στους δρόμους όμως μπορούσε κανείς να διατηρεί ακόμη ελπίδα για την ανάκτηση συζύγου, γιου ή αδελφού, ακόμη και ακρωτηριασμένου. Εκτός από τα επτά πλοία και τα δύο καραμουσσαλίνι που είχαν φέρει τούς αρρώστους και τραυματίες (οι οποίοι είχαν προηγουμένως οδηγηθεί στη Χίο), μερικά ακόμη πλοία και ένα καραμουσσαλίνο φαίνεται ότι έρχονταν απευθείας από τη Μάλτα με πλήθος τραυματιών.

Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη τού Φούγκερ στον Βόσπορο, αυτή η τελευταία ομάδα τραυματιών χρωστούσαν τη ζωή τους σε έναν Ισπανό, ο οποίος είχε σώσει επίσης την αρμάδα τού σουλτάνου. Τρεις ημέρες πριν από την αναχώρηση τού Δον Γκαρσία ντε Τολέδο από τη Μεσσίνα, για να αποβιβάσει στο νησί τα ισπανικά και τα ιταλικά στρατεύματα, ο Ισπανός αυτός είχε φύγει από τη Μεσσίνα για να προειδοποιήσει τον Μουσταφά ή τον Πιαλή πασά για τον ερχομό τού στόλου τού Φιλίππου Β’ «και [ο πασάς] φρόντιζε καλά τον στόλο του» (et che [il bassà] havesse buona cura della sua armata). Ο Ισπανός εξωμότης είχε έρθει πια στην Ισταμπούλ, «και έχει γίνει Τούρκος και ο Άρχοντας [Σουλεϊμάν] τον έχει κάνει διοικητή γαλέρας, ενώ τον έχει τακτοποιήσει με προμήθεια τριάντα άσπρων την ημέρα».

Ποιος άραγε μπορεί να πει πόση αλήθεια υπήρχε σε αυτή την αναφορά; Σε κάθε περίπτωση ο πληροφοριοδότης τού Φούγκερ πρόσθετε το πιο επαληθεύσιμο γεγονός, ότι «η πανούκλα είναι πολύ σοβαρή εδώ στο Πέρα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν με ρυθμό διακοσίων τη μέρα και πολλοί Ενετοί έμποροι είναι νεκροί».183 Πράγματι. Ο Γάλλος εκπρόσωπος Ζαν Ντολού είχε πεθάνει από την πανούκλα. Μήπως πήρε αυτή και τον Αντουάν Πετρεμόλ, τού οποίου οι επιστολές τερματίζονται απότομα τον Οκτώβριο;

Αν οι Ενετοί δεν ήσαν ιδιαίτερα ενθουσιασμένοι με την επιτυχή υπεράσπιση τής Μάλτας από τούς Ιππότες, ήσαν σίγουρα ανακουφισμένοι που οι Τούρκοι δεν είχαν εγκατασταθεί ασφαλώς στο νησιωτικό οχυρό. Η είδηση της αναγκαστικής εγκατάλειψης τής πολιορκίας από τούς Τούρκους είχε εξαπλωθεί στα κανάλια και τις πλατείες τής Βενετίας την τελευταία βδομάδα τού Σεπτεμβρίου (1565). Όμως μόλις στις 3 Νοεμβρίου ο δόγης και η Γερουσία έγραψαν στον Αντόνιο Τιέπολο, τον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φιλίππου, για να μεταφέρει τα συγχαρητήριά τους στην Καθολική του Μεγαλειότητα. Η δύναμη επικουρίας, την οποία ο στόλος τού Φιλίππου είχε φέρει στη Μάλτα, τού είχε προσφέρει αθάνατη δόξα «με πολύ μεγάλο όφελος για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη» (con sommo beneficio de tutta la Christianità).184 Όταν όμως ο πρέσβης θα εξέφραζε τη χαρά τής Σινιορίας για την «ένδοξη επιχείρηση» (gloriosa empresa) τού Φιλίππου, έπρεπε να πιέσει επίσης για τη διατήρηση «των προνομίων μας στο βασίλειο τής Νάπολης» (li privilegii nostri nel regno di Napoli), χωρίς την επιβολή πρόσφατης εισφοράς, η οποία θα ακύρωνε ουσιαστικά τα προνόμια που είχε πάρει η Βενετία από τον Κάρολο Ε’ με τη συνθήκη τής Μπολώνια.185

Οι Δυτικοί ανέμεναν ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν θα προσπαθούσε να ελαφρύνει την τουρκική ταπείνωση στη Μάλτα με την επιτυχία μιας ακόμη μεγαλύτερης εκστρατείας, είτε στη στεριά ή στη θάλασσα, την άνοιξη τού 1566. Ο Μαξιμιλιανός Β’ είχε τα μάτια του καρφωμένα στους δρόμους που οδηγούσαν στην Ουγγαρία και στην Τρανσυλβανία. Οι Ενετοί παρακολουθούσαν πάντοτε τούς θαλάσσιους διαδρόμους τής Ανατολικής Μεσογείου, όπου οι νησιωτικές τους επικράτειες τής Κύπρου και τής Κρήτης θα ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση, κάθε φορά που θα αποτύγχανε η ειρήνη τής Σινιορίας με την Υψηλή Πύλη. Η Βενετία θα προσπαθούσε να διατηρήσει την ειρήνη, αλλά τι θα έκαναν οι Τούρκοι; Στις 29 Νοεμβρίου (1565) ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στην αποικιακή κυβέρνηση τού Χάνδακα, ότι ο Βιττόρε Μπράγκαντιν, ο βαΐλος στην Ισταμπούλ, τούς είχε γράψει για τις τουρκικές προετοιμασίες αρμάδας για το επόμενο έτος.

Ο σουλτάνος ήθελε να είναι όλα έτοιμα ήδη από τις 15 Μαρτίου, πράγμα που υποδείκνυε την πιθανότητα κάποιας σημαντικής ναυτικής προσπάθειας. Η κυβέρνηση στον Χάνδακα έπαιρνε λοιπόν εντολή, να εξοπλίσει αμέσως τις δέκα γαλέρες στην Κρήτη και να φροντίσει να εφοδιαστούν με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτές οι γαλέρες έπρεπε να είναι έτοιμες να πάνε στην κατεχόμενη από τούς Ενετούς Κέρκυρα, για να ενωθούν με τον στόλο τής Δημοκρατίας πριν αποπλεύσει η τουρκική αρμάδα από την Ισταμπούλ. Αν η ημερομηνία απόπλου τού στόλου ήταν μεταγενέστερη από τα μέσα Μαρτίου (όπως φαινόταν πιθανό), ο βαΐλος θα ενημέρωνε γι’ αυτό τούς αξιωματούχους στον Χάνδακα. Οι εν λόγω δέκα γαλέρες έπρεπε εν πάση περιπτώσει να φτάσουν στην Κέρκυρα στην ώρα τους. Η Σινιορία δεν θα δεχόταν καμία απολύτως δικαιολογία αν δεν το κατόρθωναν.186

Την ίδια μέρα (29 Νοεμβρίου) η Γερουσία ξεκίνησε τον εφoδιασμό με σιτηρά, γαλέτα και πυρομαχικά τού φρουρίου τής Κέρκυρας, «αυτού τού σημαντικότατου φρουρίου» (quella importantissima fortezza), για χρήση από την τοπική φρουρά και τον ενετικό στόλο. Η Γερουσία ανανέωσε επίσης τη σύμβαση (condotta) κάποιου Μέλχιορ Λούσσυ, «συνταγματάρχη τού ελβετικού λαού» (colonello della gente sguizzara), για περίοδο έξι ετών ή τεσσάρων ετών, όπως επέλεγε η Σινιορία.187 Η τουρκική κάθοδος στη Μάλτα είχε εξαπλώσει ανησυχία σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο.

Ο πάπας Πίος Δ’ είχε φτάσει στο τέλος μιας αξιόλογης παπικής θητείας. Ύστερα από αρκετές ανανήψεις από προφανώς σοβαρές ασθένειες, ήταν σαφές το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 1565, ότι κειτόταν στο νεκροκρέβατό του «σοβαρότατα άρρωστος» (gravissime aegrotans), καθώς εικοσιοκτώ καρδινάλιοι συγκεντρώνονταν σε γενική σύναξη στο δωμάτιό του. Με τη συγκατάθεσή τους έδωσε σχεδόν 200.000 σκούδα στις ανηψιές και στους ανηψιούς του, συμπεριλαμβανομένων 100.000 σκούδων στον Αννιμπάλε ντε Άλτεμπς [φον Χόενεμς]. Επίσης αποφάσισε ότι το Ιερό Κολλέγιο έπρεπε να βάλει στην άκρη 25.000 σκούδα, για να ενισχύει φτωχούς καρδινάλιους, για να βοηθήσει το επερχόμενο κογκλάβιο και για να αντιμετωπίσει διάφορες αναπόφευκτες δαπάνες. Έχοντας ασχοληθεί με άλλα ζητήματα, επαίνεσε την Εκκλησία στους καρδινάλιους, τούς έδωσε την τελευταία του ευλογία «και τελικά τούς άφησε να τον φιλήσουν στα χέρια και στο στόμα» (et tandem admisit eos ad osculum manus et oris). Την επόμενη μέρα, την Κυριακή 9 Δεκεμβρίου, πέθανε περίπου στις 7 μ.μ. στο διαμέρισμά του στον Πύργο Βοργία.188

Τα νέα τού θανάτου τού Πίου θα προκαλούσαν άγχος σε κάθε υπεύθυνο κληρικό στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη. Ποιος θα ήταν ο επόμενος πάπας; Όπως έγραφε ο Στανίσλαους Χόσιους στον Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, όταν έμαθε για πρώτη φορά τα νέα τού θανάτου τού πάπα, ήταν απαραίτητος ένας διάδοχος τού Πίου, τού οποίου η «μεγάλη αρετή» (magna virtus) θα μπορούσε να βοηθήσει την Εκκλησία να αντιμετωπίσει τις καταιγίδες και τις θύελλες τής εποχής.189

Ο Πίος Δ’ έχει αφήσει πολλά σημάδια πίσω του. Έκανε κάποιες σημαντικές προσθήκες στη Βιβλιοθήκη τού Βατικανού, έκανε ένα ακόμη βήμα για τη διαμόρφωση των Αρχείων Βατικανού και ανανέωσε και ξανάχτισε το Πανεπιστήμιο τής Ρώμης. Πάνω απ’ όλα ήταν οικοδόμος. Τα αρχειακά έγγραφα παπικών κατασκευών κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας είναι από τα πιο γεμάτα ολόκληρου τού 16ου αιώνα. Στο Βατικανό τελείωσε τη μεγάλη, επιβλητική Κορτίλε νελ Μπελβεντέρε, χτίζοντας στο βόρειο, στο υψηλότερο επίπεδό της την επιβλητική κόγχη (Nicchione) [τώρα στην Κορτίλε ντέλλα Πίνια], ενώ έβαλε να σκάψουν την τεράστια δεξαμενή (Κιστέρνα) στην περιοχή τής (μεταγενέστερης) Κορτίλε ντι Σαν Νταμάσο. Εφοδίασε με διάφορα έργα ζωγραφικής τη Σάλα Ρέτζια, τη Σάλα Ντουκάλε και άλλες αίθουσες στο Αποστολικό ανάκτορο. Πιο γνωστή και πιο όμορφη συμβολή του στην τέχνη και την αρχιτεκτονική τής Ρώμης είναι σίγουρα το Καζίνο ή Βίλλα Πία στους Κήπους τού Βατικανού. Ο Πίος αποκατέστησε τμήματα τού Αυρηλιανού τείχους και δαπάνησε μεγάλα ποσά για την οχύρωση τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και την άμυνα τής πόλης τού Λέοντος (Τσιττά Λεονίνα).

Κατά τη διάρκεια των έξι ετών τής παπικής θητείας τού Πίου αρκετές από τις πύλες τής πόλης ανακατασκευάστηκαν, καλλωπίστηκαν και ενισχύθηκαν, ενώ μεταβλήθηκε η διάταξη των δρόμων, για να φέρει περισσότερη τάξη στον αστικό λαβύρινθο. Η παροχή νερού βελτιώθηκε πολύ. Ο Πίος ξανάχτισε πολλά ιστορικά ανάκτορα και πολυάριθμες εκκλησίες. Συνέχισε την εργασία στον ναό τού Αγίου Πέτρου και κατασκεύασε «εκ θεμελίων» (ex fundamentis) την εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντέλλι Άντζελι στα λουτρά τού Διοκλητιανού, όπου βρίσκεται τώρα θαμμένος. Η προσοχή του όμως δεν περιορίστηκε στη Ρώμη. Έχτισε πύργους και άλλες οχυρώσεις από την Τσιβιταβέκκια μέχρι την Όστια, το Άντσιο και την Τερρατσίνα ως προστασία κατά των Τούρκων και των κουρσάρων, ενώ φρόντισε για την άμυνα τού Ανάγκνι και τής Μπολώνια, τής Αγκώνας και τής Ραβέννας.

Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Παύλο Δ’, ο οποίος ήταν πάντοτε μαινόμενος και στομφώδης, ο Πίος Δ’ ήταν ψύχραιμος, λογικός και όσο ανεκτικός μπορούσε να είναι ένας πάπας την εποχή τής κυριαρχίας τής Ιεράς Εξέτασης. Η παπική θητεία τού Παύλου είχε φέρει την Εκκλησία —ή τουλάχιστον την Αγία Έδρα— κοντά στην καταστροφή. Ο Πίος επανέφερε τα πανιά και άλλαξε την πορεία, με τη βοήθεια τού ήσυχου και ακέραιου ανηψιού του, τού Κάρλο Μπορρομέο. Με τον τελευταίο πάντοτε στη διάθεσή του, ο Πίος συγκάλεσε και πάλι τη Σύνοδο τού Τρεντ και με σχεδόν μαγικό τρόπο την έφερε σε αίσιο πέρας. Η Εκκλησία οφείλει ακόμη στον Πίο Δ’ μεγάλο χρέος.

<-18. Η τρίτη περίοδος και το κλείσιμο της Συνόδου τού Τρεντ (1561-1563) 20. Ο Πίος Ε’, η Ισπανία και η Βενετία. Οι Τούρκοι στη Χίο και την Αδριατική. Η εξέγερση τής Ολλανδίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top