<-17. Η εκλογή τού Πίου Δ’ και η πτώση των Καράφα. Η Κύπρος και η τουρκική επιτυχία στη Τζέρμπα (1559-1560) | 19. Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας-> |
18
Η τρίτη περίοδος και το κλείσιμο της Συνόδου τού Τρεντ (1561-1563)
![]() |
![]() |
Παρά τη δυστροπία τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου και τις αντιρρήσεις τής γαλλικής κυβέρνησης, ο Πίος Δ’ διακήρυξε τον τερματισμό τής συνοδικής αναστολής τής 28ης Απριλίου 1552 και με τη βούλλα «Η διακυβέρνηση τής Εκκλησίας» (Ad Ecclesiae regimen) τής 29ης Νοεμβρίου 1560 συγκάλεσε την επανασύσταση τής συνόδου. Έπρεπε να συγκληθεί στο Τρεντ την ερχόμενη Κυριακή τού Πάσχα (6 Απριλίου 1561).1 Όπως το θέτει ο γραμματέας Μασσαρέλλι, η σύνοδος συγκαλούνταν για την ευημερία τής Καθολικής πίστης, την εκρίζωση των αιρέσεων, την ενότητα τής Εκκλησίας, την ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και «για την κατάπτωση των Τούρκων εχθρών τού χριστιανικού ονόματος» (ad depressionem Christiani nominis hostis Turcae). Αναφέρει επίσης ότι στη βούλλα τής σύγκλησης υπήρχαν «κάποιες λέξεις», που υπονοούσαν ότι συγκαλούνταν νέα σύνοδος και άλλες «ότι ήταν συνέχεια» (quod sit continuatio).
Η πρόταση για νέα σύνοδο (novum concilium) είχε γίνει για να μην προσβληθούν οι Λουθηρανοί, γιατί εκείνοι μισούσαν τη σύνοδο που είχε πραγματοποιηθεί στο Τρεντ, όπου οι πεποιθήσεις τους είχαν καταδικαστεί. Ήθελαν εντελώς νέα πρόσκληση σε εντελώς νέα σύνοδο, με την ελπίδα να δουν αλλαγές στα σχετικά με το δόγμα διατάγματα τού Τρεντ. Είχαν λοιπόν χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένες λέξεις, ύστερα από αίτημα τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου, «για να μην τούς στερήσουν κάθε ελπίδα». Όμως, «η δεύτερη σειρά λέξεων χρησιμοποιήθηκε για να δείξει την αλήθεια, αφού σίγουρα πρόκειται για συνέχιση τής συνόδου που είχε συγκληθεί από τον Παύλο Γ’ και ανασταλεί υπό τον Ιούλιο Γ’, ενώ θα είναι πάντοτε η ίδια σύνοδος, μέχρι τη στιγμή που θα κλείσει και θα διαλυθεί».2
Στην προσπάθειά του να συγκαλέσει τη σύνοδο, ο Πίος Δ’ είχε πιαστεί εδώ και μήνες ανάμεσα στην ισπανική Σκύλλα και μια γαλλο-γερμανική Χάρυβδη. Ο Φίλιππος Β’ ήθελε να επαναλάβει η σύνοδος τις συνεδριάσεις της στο Τρεντ και να ασχοληθεί με τα ζητήματα που είχε αφήσει ημιτελή με τη βιαστική αναστολή (του Απριλίου 1552). Όμως οι Γάλλοι δεν είχαν εκπροσωπηθεί σε καμία από τις προηγούμενες δεκαέξι συνεδριάσεις στο Τρεντ και η κυβέρνηση τού Φραγκίσκου Β’ δεν ήταν πρόθυμη να δει τη συνέλευση στον προηγούμενο τόπο της. Ο Φραγκίσκος ήθελε «νέα σύνοδο», που θα συνέβαλε στην αποκατάσταση τής θρησκευτικής ειρήνης στην Ευρώπη. Κάποια αναθεώρηση των διαταγμάτων τού Τρεντ φαινόταν δυνατή, γιατί η Αγία Έδρα δεν είχε στην πραγματικότητα επικυρώσει ακόμη τούς θεολογικούς ορισμούς, που είχαν προκύψει κατά τις δύο πρώτες περιόδους τής συνόδου.
Η αντιμετώπιση τής αυτοκρατορικής κυβέρνησης φαινόταν εξίσου δύσκολη και περιέπλεκε το έργο τού πάπα με ανέφικτες προτάσεις, όπως η ανάγκη να εξασφαλίζεται η εκπροσώπηση τής Αγγλίας, τής Δανίας και τής Σουηδίας στη σύνοδο. Στα τέλη Ιουνίου (1560) ο Φερδινάνδος είχε στείλει στη Ρώμη τη δική του «απάντηση στην εξαγγελθείσα σύνοδο» (responsum circa concilium indicendum), η οποία περιείχε τις απαιτήσεις των μυστικών συμβούλων του. Ήθελαν να δουν τη σύνοδο να συνεδριάζει στην Κολωνία, στο Ρέγκενσμπουργκ ή στην Κωνσταντία, ώστε να προληφθούν περαιτέρω γερμανικές αποσχίσεις από τον Καθολικισμό. Πρότειναν επίσης σε βάθος μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας πριν από τη σύγκληση τής συνόδου, καθώς και την παραχώρηση τού δισκοπότηρου στους λαϊκούς και τον γάμο των ιερέων.3
Στο κογκλάβιο που τον είχε εκλέξει, ο Πίος είχε ήδη εκφράσει προθυμία να χορηγήσει στους λαϊκούς και τον οίνο μαζί με το άζυμο και να επιτρέψει τον γάμο των ιερέων, αλλά τώρα συμφωνούσε με σύναξη καρδιναλίων, ότι τέτοιες αλλαγές στο τελετουργικό και στην εκκλησιαστική πειθαρχία θα απαιτούσαν την ανάληψη δράσης από γενική σύνοδο. Προφανώς κάποιος δεν μπορούσε να αναγνωρίζει το ιερατικό δικαίωμα στον γάμο στη Γερμανία, αλλά όχι στην Ισπανία ή την Ιταλία. Με την άρση τής Τριντεντινής αναστολής τού 1552 η σύνοδος θα μπορούσε εύκολα να επιστρέψει στον τόπο των προηγουμένων δραστηριοτήτων της. Θα μπορούσε, αν ήταν επιθυμητό, να μεταφερθεί σε άλλο τόπο αργότερα. Παρ’ όλα αυτά η σύνοδος έπρεπε να ξεκινήσει στο Τρεντ, για να καταστήσει σαφές ότι πράγματι, θα ήταν η συνέχιση τής συνόδου την οποία ο Παύλος Γ’ είχε συγκαλέσει για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο τού 1545. Αν επρόκειτο να θεωρηθεί «νέα σύνοδος», όπως αναφέρει ο Μασσαρέλλι, θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα δογματικά διατάγματα που είχαν ψηφιστεί στις σημαντικές, μερικές φορές βαρυσήμαντες, συνεδριάσεις τού 1546-1547 και τού 1551. Αν τα διατάγματα τού Τρεντ μπορούσαν να αλλάξουν, τότε γιατί όχι κι εκείνα των προηγουμένων συνόδων;4
Οι Τούρκοι ήσαν καχύποπτοι με τις εκκλησιαστικές συνόδους, όπου η θρησκευτική ενότητα τής Ευρώπης ήταν πιθανό να κηρύσσεται ως απαραίτητο προοίμιο για σταυροφορία. Οι Ενετοί προσπάθησαν και πέτυχαν, κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής εποχής τού Τρεντ, να κρατήσουν τη σύνοδο έξω από την ενετική επικράτεια. Δυσαρεστούνταν όταν οι πάπες μιλούσαν για τη Βιτσέντσα ως κατάλληλη τοποθεσία για τη σύνοδο5 και οι πάπες είχαν μιλήσει γι’ αυτό από καιρό σε καιρό. Η χριστιανική αποτυχία στη Τζέρμπα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική για τούς πολιτικούς στη λιμνοθάλασσα. Σε επιστολές στις 3-18 Φεβρουαρίου 1561 ο Τζιρολάμο Φέρρο, ο βαΐλος στην Ισταμπούλ, είχε γράψει ότι προχωρούσαν οι εργασίες για 80 έως 100 γαλέρες στον τουρκικό ναύσταθμο. Αναμενόταν να αποπλεύσουν γύρω στο Πάσχα.
Αν και ο δόγης και η Γερουσία δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι ο επιστάτης τού ενετικού στόλου, ο οποίος προφανώς κινιόταν μεταξύ Αδριατικής και Ιονίου, είχε μάθει τα νέα από τον βαΐλο, τού έστειλαν ειδοποίηση στις 24 Μαρτίου. Ο επιστάτης παρέμεινε σε επιφυλακή κατά τη διάρκεια των εβδομάδων και μηνών που ακολούθησαν. Πήρε μέτρα για να παρακολουθεί τον τουρκικό στόλο, ο οποίος έκανε συνήθως ετήσιο ταξίδι προς τα δυτικά, ενώ φρόντισε για τις οχυρώσεις τού Καττάρο και τής Λεσίνα. Στις αρχές Ιουνίου (1561) ο δόγης και η Γερουσία εξέφρασαν ικανοποίηση για τις προβλέψεις που είχε αναλάβει αυτός για την υπεράσπιση τής ενετικής Δαλματίας. Τέτοια αποφασιστικά μέτρα ενθάρρυναν τον τοπικό πληθυσμό. Η Γερουσία πρότεινε να αναλάβει επίσης τον ρόλο της, στέλνοντας γαλέτα και άλλα βασικά πράγματα, όπως ακριβώς είχαν ικανοποιήσει την αίτηση τού επιστάτη για πυρίτιδα, μολύβι και διάφορα άλλα είδη.6
Οι Ενετοί δυσκολεύονταν να πληρώσουν τούς λογαριασμούς τους, λόγω τού εκτεταμένου πληθωρισμού. Αξιώματα πωλούνταν στην παπική κούρτη όπως και στα κοσμικά κράτη. Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ ήταν δαπανηρό λάθος. Οι Κάρολος Θ’ και Ερρίκος Γ’, ιδιαίτερα ο δεύτερος, ήσαν πάντοτε πιεσμένοι για καταβολή χρημάτων. Στην Πύλη οι άνθρωποι αγόραζαν θέσεις κάνοντας δώρα στους μεγάλους βεζύρηδες και στους πασάδες. Οι Ευρωπαίοι μονάρχες δανείζονταν ανεύθυνα. Υπήρχε συνεχής ανάγκη για χρήματα. Οι φόροι, τα τέλη, τα φεουδαρχικά ενοίκια, οι δασμοί και διάφορα άλλα έσοδα, ανατίθεντο προς είσπραξη σε ιδιώτες ή δίνονταν ως υπόσχεση για την εξασφάλιση δανείων. Ο πληθωρισμός συνεχίστηκε με κάποια σκαμπανεβάσματα σε όλη τη διάρκεια τού 16ου αιώνα, μετατρεπόμενος σε ιδιαίτερα σοβαρό ύστερα περίπου από το 1570, όταν τα Αμερικανικά είδη έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση στην οικονομία.7 Ο πόλεμος ήταν το δαπανηρότερο στοιχείο κάθε κρατικού προϋπολογισμού, αν υπήρχε κάτι σαν προϋπολογισμός. Μια πόλη-κράτος ή η επικράτεια ενός άρχοντα έχανε σύντομα την ανεξαρτησία της, όταν δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ετήσιες αυξήσεις τού κόστους τού πολέμου, δηλαδή οχυρώσεις, προμήθειες, πυροβολικό, βαριές μεταφορές και στρατολόγηση επαρκών δυνάμεων.
Κάθε φορά που ο Τούρκος κινιόταν στη θάλασσα, οι δαπάνες τής κυβέρνησης αυξάνονταν στη Βενετία. Στις 12 Ιουνίου (1561) η Γερουσία ενέκρινε με αποφασιστική ψηφοφορία την επιβολή εισφοράς (sussidio) 100.000 δουκάτων στην «ενδοχώρα» (terra ferma), δηλαδή στο Βένετο και το Φριούλι, «για την ασφάλεια των εδαφών και των υπηκόων». Με εξαίρεση τούς κληρικούς, οι οποίοι υπόκεινταν στον φόρο δεκάτης κληρικών, τον οποίο η Γερουσία συνήθως κατάφερνε να αποσπά από την Αγία Έδρα, κανένας δεν είχε το ευεργέτημα τής απαλλαγής από την καταβολή. Το μισό τού φόρου αυτού πληρωνόταν τον Αύγουστο και το άλλο μισό τον Οκτώβριο, με έκπτωση δέκα τοις εκατό για έγκαιρη πληρωμή. Όμως μόλις περνούσε η περίοδος πληρωμής, όχι μόνο δεν χορηγούνταν πια έκπτωση, αλλά υπήρχε δέκα τοις εκατό προσαύξηση «σύμφωνα με το έθιμο». Οι «πολιτικοί διοικητές» (rettori) των διαφόρων πόλεων και κωμοπόλεων στην ενετική ενδοχώρα έπρεπε να στείλουν στους «ταμίες τής κοινότητας» (camerlenghi de commun) όλα τα χρήματα που είχαν μαζέψει. Η αποτυχία τους να το πράξουν συνεπαγόταν τις συνήθεις βαριές ποινές.8
Στην Ισταμπούλ, στις αρχές Ιουλίου (1561), ο μεγάλος βεζύρης Ρουστέμ πασάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο δεύτερος βεζύρης Αλή πασάς, για τον οποίο ο αυτοκρατορικός πρέσβης Μπουσμπέκ διατηρούσε τη μεγαλύτερη εκτίμηση.9
Μαζί με τον προκάτοχό του Ιμπραήμ πασά και τον διάδοχό του Μεχμέτ Σόκκολι, ο Ρουστέμ παραμένει ένας από τούς τρεις πιο γνωστούς μεγάλους βεζύρηδες τού 16ου αιώνα. Τα χρόνια 1560-1565 ήσαν περίοδος οικονομικής αναταραχής στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, κατά την οποία οι Πορτογάλοι προσπαθούσαν να διεξαγάγουν πόλεμο μεγάλων αποστάσεων με τούς Τούρκους. Τουρκικά σκάφη, που έβγαιναν από την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο, διατάρασσαν το προσοδοφόρο εμπόριο των Πορτογάλων, των αντιπάλων τής Βενετίας, σε πιπέρι και άλλα μπαχαρικά, μαργαριτάρια και πορσελάνη, ναρκωτικά και αρώματα από την Ινδία, τη Σουμάτρα, την Ιάβα και τις Μολούκες Νήσους.10
Στη Ρώμη ο Πίος Δ’ ήταν απασχολημένος με τα σχέδια για σύνοδο. Στην Ισταμπούλ ο Μπουσμπέκ ήταν επίσης απασχολημένος με τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ αυτοκρατορίας και Πύλης. Τόσο ο πρεσβευτής όσο και ο πάπας είδαν την επιτυχία να ανταμείβει τις προσπάθειές τους. Ο Μπουσμπέκ είχε βρει επίσης τον νέο μεγάλο βεζύρη, τον Αλή πασά, απαλό, ευγενικό άνθρωπο, πολύ πιο εύκολο στην αντιμετώπιση από τον δεσποτικό Ρουστέμ πασά. Στην Πράγα την 1η Ιουνίου 1562 ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος υπέγραψε «διακήρυξη και επικύρωση όρων ειρήνης με τούς Τούρκους» (declaratio et confirmatio conditionum pacis cum Turchis), σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ανανέωνε τη συμφωνία του να πληρώνει στον σουλτάνο ετήσιο φόρο 30.000 δουκάτων.
Ο Φερδινάνδος εγκατέλειπε τις αξιώσεις του στην Τρανσυλβανία και υποσχόταν να καταλήξει σε κατανόηση με τον γιο τής βασίλισσας Ισαβέλλας Ιωάννη Σίγκισμουντ για τις συγκρουόμενες διεκδικήσεις τους στη νεκρά ζώνη τής Ουγγαρίας. Ο Μέλχιορ Μπαλάσσα, ο Νίκολας Μπάτορυ και άλλοι μεγιστάνες τής Ουγγαρίας, οι οποίοι είτε είχαν επαναλάβει τούς φεουδαρχικούς δεσμούς τους με τον Φερδινάνδο ή επρόκειτο σύντομα να το πράξουν, συμπεριλήφθηκαν στην ειρήνη. Οι σαντζακμπέηδες, βοεβόδες και άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί και υποτελείς έλαβαν οδηγίες να τηρούν τούς όρους τής ειρήνης κατά μήκος τής ενοχλητικής ουγγρικής μεθορίου. Καθένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη μπορούσε να οχυρώνει, όπως το ίδιο επέλεγε, τις πόλεις και τα κάστρα στο έδαφός του. Όμως συμφωνούσε επίσης να σωφρονίζει και να τιμωρεί όλους τούς παραβάτες τού νέου αυτού συμφώνου μη βίας. Ο Μπουσμπέκ έφυγε από τον Βόσπορο στα τέλη Αυγούστου 1562, όπως ο ίδιος μάς λέει στην τέταρτη τουρκική επιστολή του, όπου προσπάθεια οκτώ ετών είχε ως αποτέλεσμα οκταετή εκεχειρία, η οποία μπορούσε επίσης (εκτός αν συνέβαινε κάποιο δυσάρεστο γεγονός) να επεκταθεί απεριόριστα.11
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ο μεγάλος δραγουμάνος Ιμπραήμ μπέης, με τον οποίο ο Μπουσμπέκ είχε γίνει φίλος, συνόδευσε τον συμπαθή πρεσβευτή στη Βιέννη και στην Φρανκφούρτη, όπου στις 27 Νοεμβρίου (1562) ο Ιμπραήμ παρουσίασε στον Φερδινάνδο τις διαπιστευτήριες επιστολές και την επικύρωση τής συνθήκης από τον Σουλεϊμάν. Ο Ιμπραήμ διαβεβαίωσε επισήμως τον Φερδινάνδο, ότι όταν θα επικύρωνε τη συνθήκη με τη δική του σφραγίδα και υπογραφή, θα εγκαθίδρυε όμορφο δεσμό φιλίας με τον σουλτάνο.12 Αφού τελείωσε την ομιλία του ενώπιον τού Φερδινάνδου, ο Ιμπραήμ ρώτησε ποιος από τούς παρόντες άρχοντες και ευγενείς ήταν ο γιος του Μαξιμιλιανός, ο «νόμιμος διάδοχος στην αυτοκρατορία» (imperii legitimus haeres). Ο Φερδινάνδος έκανε νόημα προς τον Μαξιμιλιανό, ο οποίος καθόταν αριστερά του. Τότε ο Ιμπραήμ υπέβαλε πλήρως τα σέβη του στον διάδοχο τής αυτοκρατορίας και ύστερα στράφηκε και πάλι προς τον Φερδινάνδο και τού παρουσίασε τα δώρα που είχε στείλει ο σουλτάνος: δύο κρυστάλλινα ποτήρια στολισμένα με κοσμήματα, ένα έξοχο τουρκικό άλογο στολισμένο με χρυσά σπηρούνια, στολίδια και κοσμήματα και τέσσερις από τις καλύτερες καμήλες που μπορούσαν να βρεθούν στην Ισταμπούλ. Ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία τού αλόγου και των καμηλών, «αδυνατισμένα και φθαρμένα από την κούραση και εξασθενημένα» (macie et defatigatione confecti et attenuati), που είχε προκληθεί από ταξίδι τεσσάρων μηνών από τον Βόσπορο μέχρι την Φρανκφούρτη.13
Ο Πίος προχώρησε λιγότερο στις προσπάθειές του να πείσει τούς Γερμανούς Προτεστάντες να συμμετάσχουν στη σύνοδο στο Τρεντ, απ’ όσο ο Μπουσμπέκ στις διαπραγματεύσεις του με τούς Τούρκους να αποδεχθούν ειρήνη με τον Γερμανό αυτοκράτορα. Οι παπικοί νούντσιοι Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, επίσκοπος Ζακύνθου, και Ζακκαρία Ντελφίνο, επίσκοπος Λεσίνα (Χβαρ), είχαν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Στη Βιέννη, στις αρχές Ιανουαρίου 1561, ο Κομμεντόνε είχε ενωθεί με τον Ενετό συνάδελφό του Ντελφίνο, τον νούντσιο στην αυτοκρατορική αυλή, όπου είχαν συζητήσει το συνοδικό πρόβλημα με τον Φερδινάνδο, στον οποίο εξήγησαν επίσης την επιθυμία τού Πίου για τον σχηματισμό ένωσης των χριστιανών ηγεμόνων εναντίον των Τούρκων.
Ο Φερδινάνδος προέτρεψε τούς Κομμεντόνε και Ντελφίνο να συμμετάσχουν στη δίαιτα που συγκαλούσαν οι Λουθηρανοί ηγεμόνες στο Νάουμπουργκ στις 24 Ιανουαρίου. Οι νούντσιοι εμφανίστηκαν ευσυνείδητα ενώπιον τής δίαιτας στις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά μάταια, γιατί οι Λουθηρανοί δεν είχαν πρόθεση να συμμετάσχουν ή να στείλουν απεσταλμένους σε οποιαδήποτε σύνοδο συγκαλούσε η Αγία Έδρα. Ο Κομμεντόνε είχε φύγει από τη Ρώμη στις 11 Δεκεμβρίου (1560) ή κάπου τότε, με 120 σημειώματα, που απευθύνονταν σε ηγεμόνες, αρχιεπισκόπους, επισκόπους, ελεύθερες πόλεις και άλλους, καλώντας τους στη σύνοδο.14 Καταπίνοντας την απογοήτευσή τους, μη έχοντας σημειώσει καμία πρόοδο με τούς Προτεστάντες ηγεμόνες στο Νάουμπουργκ, ο Κομμεντόνε ξεκινούσε τη μεγάλη αποστολή του μέσα από τη βόρεια Γερμανία, την Ολλανδία, τις Βελγικές επαρχίες και τη Ρηνανία και ο Ντελφίνο στο κύκλωμα τής νότιας Γερμανίας, για να στρατολογήσουν συμμετοχή στο Τρεντ.
Ο πάπας ακολουθούσε πρακτική αποκατάστασης εκείνων, τούς οποίους ο προκάτοχός τού είχε φυλακίσει ή διώξει από τη Ρώμη. Στις 25 Ιανουαρίου 1561 ο Πίος διόρισε τον Τζιαν Τομμάζο Σανφελίτσε, επίσκοπο Λα Κάβα, ως επίτροπο τής προσεχούς συνόδου, για να φροντίσει ότι θα γινόταν κατάλληλη πρόβλεψη για καταλύματα και προμήθειες (hospitia et commeatus) για τούς πολυάριθμους επισκόπους και άλλους, που θα συνέκλιναν σύντομα στο Τρεντ. Ο Σανφελίτσε είχε συλληφθεί για αίρεση από τον Παύλο Δ’ ταυτόχρονα με τον Μορόνε (στο τέλος Μαΐου 1557). Τώρα ο ίδιος έπαιρνε εντολή να πάει στο Τρεντ όσο το δυνατόν συντομότερα και να διορίσει τόσο πολλούς βοηθούς, όσους θα χρειαζόταν για να τον βοηθήσουν στα πολλαπλά του καθήκοντα. Ο Πίος είχε ήδη γράψει στον Τζιρολάμο Πριούλι, τον δόγη τής Βενετίας, ζητώντας του να επιτρέψει στον Σανφελίτσε να εξασφαλίσει «σιτηρά και άλλα πράγματα» από ενετικό έδαφος. Ήθελε επίσης να βοηθήσει τον Σανφελίτσε με οποιονδήποτε και κάθε δυνατό τρόπο ο ανηψιός τού Κριστόφορο Μαντρούτσο, ο Λοντοβίκο, στον οποίο ετοιμαζόταν να δώσει κόκκινο καπέλο (στις 26 Φεβρουαρίου 1561).15
Πηγαίνοντας μέσω Λειψίας και Μαγδεμβούργου στο Βερολίνο, ο Κομμεντόνε είχε τύχει φιλόξενης υποδοχής από τον Γιόακιμ Β’ φον Χοετζόλλερν, τον Προτεστάντη εκλέκτορα τού Βραδεμβούργου. Ο Πίος διατηρούσε κάποιες ελπίδες, ότι ο Γιόακιμ θα έστελνε απεσταλμένους στο Τρεντ.16 Όμως ο Κομμεντόνε δεν είχε καμία τύχη στην προσπάθειά του να πείσει τον Γιόακιμ να αποδεχθεί την παπική πρόσκληση να εκπροσωπηθεί στη σύνοδο.17 Η εμπειρία τού Κομμεντόνε στο Βερολίνο έδωσε το στίγμα τής αποτυχίας στην ασυνήθιστη αποστολή του ως νούντσιου για περισσότερο από ένα χρόνο, καθώς ταξίδευε πέρα-δώθε με μικρή επιτυχία σε ολόκληρη τη βόρεια Γερμανία, την Ολλανδία και την πυκνά κατοικημένη περιοχή τού Βελγίου, τη Ρηνανία, τη Λωρραίνη και τελικά πίσω στην Ιταλία μέσω Βαυαρίας.18 Το ταξίδι τού Ντελφίνο στα κράτη και τις πόλεις τής νότιας Γερμανίας δεν αποκάλυψε πιο ενθουσιώδη ανταπόκριση στην προοπτική συνέχισης τής συνόδου στο Τρεντ.19
Δεν φαινόταν πιθανό ότι το λουθηρανικό πρόβλημα στη Γερμανία θα μπορούσε να επιλυθεί με συνοδική δράση, αν και προφανώς ο Πίος Δ’ ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει να το κάνει. Στη Γαλλία όμως, παρά την αφοσίωση τής βασιλικής οικογένειας στον Καθολικισμό (και την εφεξής αυξανόμενη αφοσίωση των ισχυρότατων τώρα Γκυζ), οι Καλβινιστές κέρδιζαν σε δύναμη με ανησυχητικό ρυθμό. Ο Καλβινισμός, η εχθρότητα προς την Ελισσάβετ τής Αγγλίας και η σχεδόν πτώχευση είχαν βοηθήσει να ωθηθεί ο Ερρίκος Β’ στην ειρήνη τού Κατώ-Καμπρεσί. Αν και είχε ζητήσει τη συνεργασία των Προτεσταντών ηγεμόνων στη Γερμανία εναντίον τού Καρόλου Ε’ και τού Φιλίππου Β’, ο Ερρίκος είχε θελήσει να απαλλαγεί από τον Προτεσταντισμό στη Γαλλία. Οι Καλβινιστές δεν θα συμμετείχαν σε οποιαδήποτε σύνοδο συγκαλούσε ο πάπας, ενώ δεν θα δέχονταν καμία συνέλευση, στην οποία μπορούσαν να ψηφίζουν μόνο επίσκοποι. Γι’ αυτούς όλα τα θεολογικά ερωτήματα έπρεπε να απαντηθούν πάνω στο στέρεο έδαφος τής Αγίας Γραφής.
Ο ιστορικός, με τη σοφία τής ύστερης γνώσης, μπορεί να βλέπει ότι οι Λουθηρανοί και οι Καλβινιστές δεν επρόκειτο να αποδεχτούν την τρίτη περίοδο τής συνόδου τού Τρεντ περισσότερο απ’ όσο είχαν αποδεχτεί τα διατάγματα τού 1546-1547 και τού 1551. Μάλιστα οι Καλβινιστές δεν επρόκειτο να συμμετάσχουν στην εθνική σύνοδο τού Φραγκίσκου Β’, που θα αποτελούνταν από επισκόπους, και έτσι η γαλλική κυβέρνηση είχε συμφιλιωθεί με το Τρεντ. Όμως απ’ όσα μπορούσε κανείς να δει το 1560-1561, αν η σύνοδος ενοποιούσε τον Καθολικό κόσμο και η Εκκλησία προσδιόριζε τα βασικά της δόγματα μια για πάντα, ίσως έπρεπε τελικά να χρησιμοποιηθούν πολιτικά και στρατιωτικά μέτρα για την εξάλειψη τής αίρεσης.
Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 14 Φεβρουαρίου 1561 ο Πίος Δ’ διόρισε τούς Τζάκοπο Πουτέο και Έρκολε Γκονζάγκα ως λεγάτους στη γενική σύνοδο, ενώ σε εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 3ης Μαρτίου διόρισε τρεις ακόμη λεγάτους στη σύνοδο, τούς Τζιρολάμο Σεριπάντο, Λοντοβίκο Σιμονέττα και Στανίσλαους Χόσιους. Και οι τρεις είχαν μόλις γίνει καρδινάλιοι στις 26 Φεβρουαρίου. Οι Σεριπάντο και Σιμονέττα ήσαν παρόντες στη Ρώμη. Ο Χόσιους βρισκόταν τότε στην αυτοκρατορική αυλή τής Βιέννης, στην οποία εφεξής θα είχε την εξουσία τού λεγάτου εκ μέρους τού πάπα (legatus de latere), μέχρι δηλαδή να φύγει από την αυλή για να αναλάβει τα καθήκοντά του στο Τρεντ.20 Και οι πέντε διορισμοί δημοσιεύτηκαν σε βούλλα με ημερομηνία 10 Μαρτίου.21 Οι Σεριπάντο και Σιμονέττα έλαβαν τον λεγατινό σταυρό τη Δευτέρα 17 Μαρτίου και ο πρώτος έφυγε από τη Ρώμη για το Τρεντ στις 26 τού μηνός.22 Ο Σιμονέττα θα έφευγε πολύ αργότερα.
Ο Άντζελο Μασσαρέλλι είχε διοριστεί γραμματέας τής επερχόμενης συνόδου στις 2 Φεβρουαρίου (1561) και, όπως μάς υπενθυμίζει, αυτός ήταν ο τρίτος τέτοιος διορισμός του, γιατί είχε υπηρετήσει ως «γραμματέας τής Ιεράς γενικής συνόδου» (secretarius sacri generalis concilii) τόσο υπό τον Παύλο Γ’ όσο και υπό τον Ιούλιο Γ’. Αφού πέρασε δύο ώρες με τον πάπα, ο Μασσαρέλλι πήρε άδεια από την κούρτη περίπου στις 4 μ.μ. την Τρίτη 11 Μαρτίου, φτάνοντας στο Τρεντ την Τετάρτη στις 26 τού μηνός, τη μέρα που ξεκινούσε από τη Ρώμη ο Σεριπάντο.23
Ενώ ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος καθυστερούσε να δεσμευτεί στον διορισμό απεσταλμένων στο Τρεντ, φοβούμενος τη λουθηρανική αντίδραση στη Γερμανία, ο Φίλιππος Β’ και οι Ισπανοί σύμβουλοί τού ήσαν δυσαρεστημένοι με τη σκόπιμη ασάφεια τής βούλλας σύγκλησης. Ήθελαν διαβεβαίωση ότι η επόμενη σύνοδος δεν θα ήταν νέα, αλλά συνέχεια των προηγούμενων συνεδριάσεων, στις οποίες οι Ισπανοί θεολόγοι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί σύμμαχοί τους είχαν παίξει τόσο κυρίαρχο ρόλο. Στα μέσα Μαρτίου (1561) ο Φίλιππος έστειλε τον Δον Χουάν ντε Αγιάλα στη Ρώμη, για εκείνο που αυτός θεωρούσε ζήτημα μεγάλης σημασίας, δηλαδή «τη συνέχιση τής συνόδου τού Τρεντ» (la continuación del Concilio de Trento).24 Ο Αγιάλα έφτασε στην κούρτη στις 16 Απριλίου και τού χορηγήθηκε ακρόαση από τον πάπα την επόμενη μέρα.25
Αν ο πάπας δεν καθιστούσε σαφές το γεγονός τής Τριντεντινής συνέχειας, ο Φίλιππος δεν θα δεχόταν, έλεγε, τη βούλλα τής 29ης Νοεμβρίου. Δεδομένου όμως ότι οι συνθήκες είχαν επιδεινωθεί στη Γαλλία, ο Φίλιππος έκανε πίσω και συμφώνησε να στείλει τούς Ισπανούς επισκόπους στο Τρεντ έναν ολόκληρο μήνα πριν τού δώσει ο Πίος Δ’ τη διαβεβαίωση που ήθελε. Σε αυτόγραφη επιστολή τής 16ης Ιουλίου (1561) ο Πίος έγραφε στον Φίλιππο: «Σας στέλνουμε το σημείωμα το οποίο έχει ζητήσει η μεγαλειότητά σας σχετικά με τη συνέχιση τής συνόδου. Αυτή ήταν πάντοτε η πρόθεσή μας και όποιος έχει μελετήσει προσεκτικά τα λόγια της βούλλας μας, δεν θα είχε ποτέ οποιαδήποτε σχετική αμφιβολία…». Τα δογματικά διατάγματα τα οποία είχαν ήδη γίνει αποδεκτά στο Τρεντ θα τα υπερασπιζόταν, έλεγε ο Πίος, «με το αίμα μας, αν χρειαστεί» (col sangue nostro, se sarà bisogno).26 Θα χυνόταν αίμα, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Λίγο αργότερα το ίδιο έτος (1561) η Συνομιλία τού Πουασσύ (Colloquy of Poissy), η οποία συγκέντρωσε μερικούς Καθολικούς ιεράρχες και δώδεκα περίπου Καλβινιστές θεολόγους, δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε καν το πρώτο βήμα προς την αποκατάσταση τής θρησκευτικής ηρεμίας στο βασίλειο.27
Όπως και οι δύο πρώτες περίοδοι τής συνόδου, η τρίτη είχε επίσης αργή εκκίνηση. Οι καρδινάλιοι Έρκολε Γκονζάγκα και Τζιρολάμο Σεριπάντο, «πρόεδροι τής Ιεράς συνόδου και αποστολικοί λεγάτοι» (sacri concilii praesidentes et legati apostolici), εισήλθαν στην πόλη τού Τρεντ σε επίσημη πομπή την Τετάρτη 16 Απριλίου (1561) περίπου στις 6 μ.μ. και τούς υποδέχθηκαν ο καρδινάλιος Λοντοβίκο Μαντρούτσο και οι εννέα επίσκοποι που είχαν εμφανιστεί μέχρι τότε. Οι περισσότεροι από τούς επισκόπους είχαν φτάσει στην πόλη μόλις πρόσφατα. Ο Γκονζάγκα δημοσίευσε τη συνοδική πλήρη άφεση, συνοδευόμενη από προσευχές «για την ενότητα τής Εκκλησίας» (pro unione Ecclesiae). Την Κυριακή 20 Απριλίου ο ίδιος απένειμε στον Λοντοβίκο Μαντρούτσο το κόκκινο καπέλο τού καρδινάλιου ύστερα από μεγάλη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος. Ο Φιρμάνους προσδιόρισε τις λεπτομέρειες τού τελετουργικού και ο Μασσαρέλλι ήταν εκεί και τα είδε όλα.28
Ένα μήνα αργότερα (στις 21 Μαΐου) ο Κάρλο Μπορρομέο έστειλε στον περιπλανώμενο νούντσιο Κομμεντόνε, ο οποίος βρισκόταν τότε στις Βρυξέλλες, αναφορά για τη σύνοδο. Οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο βρίσκονταν στο Τρεντ «ήδη περισσότερο από ένα μήνα» (già più d’ un mese). Υπήρχαν πολλοί ιεράρχες μαζί τους, ενώ σύντομα θα ήσαν περισσότεροι. Ο Στανίσλαους Χόσιους, ο καρδινάλιος τής Βάρμια, θα ενωνόταν σε λίγο μαζί τους, αμέσως μόλις ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος συμφωνούσε να στείλει τούς αυτοκρατορικούς πρέσβεις στο Τρεντ ή τουλάχιστον να στείλει εκείνους τούς οποίους είχε ήδη ορίσει να εκπροσωπούν την κληρονομική επικράτεια των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη. Αν και οι συνθήκες στη Γαλλία ήσαν χαοτικές και η τάξη δεν είχε ακόμη αποκατασταθεί, η γαλλική κυβέρνηση είχε λάβει κάποια σωτήρια μέτρα προς την ηρεμία και μπορούσε κανείς να ελπίζει για το καλύτερο. Όσο για την αποστολή απεσταλμένων στη σύνοδο, ο Κάρολος Θ’ και η Αικατερίνη των Μεδίκων ήσαν απρόθυμοι να είναι οι πρώτοι ηγεμόνες που θα το έπρατταν, αλλά μόλις το έκαναν ο αυτοκράτορας ή ο Φίλιππος Β’, θα έστελναν και αυτοί τούς πρεσβευτές και τούς ιεράρχες τους, υπόσχεση την οποία είχαν δώσει πολλές φορές.
Ο Φίλιππος Β’ είχε τα προβλήματά του και αυτά αποδεικνύονταν δυσκολότερα απ’ όσο αναμενόταν. Εν πάση περιπτώσει, είχε στείλει τον Δον Χουάν ντε Αγιάλα στη Ρώμη για να ασχοληθεί με τα θέματα. Ο πάπας έστελνε τον Οτταβιάνο Ραβέρτα, επίσκοπο τής Τερρατσίνα, ως νούντσιό του στην Ισπανία. Στην κούρτη σίγουρα έλπιζαν ότι ο Ραβέρτα θα μπορούσε να κάνει την Καθολική του Μεγαλειότητα να δει το φως και να μην καθυστερήσει περισσότερο στην εκτέλεση των επιθυμιών τού πάπα.
Είχαν έρθει νέα από τούς νούντσιους στην Πορτογαλία και την Πολωνία, ότι οι βασιλείς Σεμπάστιαν και Σίγκισμουντ Αύγουστος είχαν και οι δύο διορίσει απεσταλμένους και προσδιορίσει τούς ιεράρχες που θα πήγαιναν στο Τρεντ. Ο πάπας είχε στείλει τον Τζιαν Φραντσέσκο Κανόμπιο στην Πρωσία, απ’ όπου έπρεπε να πάει στους Μοσχοβίτες «για να καλέσει εκείνους τούς άρχοντες στη σύνοδο», γιατί η Αγιότητά του επιθυμούσε να έχει την παρηγοριά, ότι είχε επεκτείνει την πατρική φιλανθρωπία του σε όλους. Μάλιστα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο πάπας ήθελε να πάει ο Κομμεντόνε στην προτεσταντική Δανία, μετά την οποία θα μπορούσε κανείς να σκέπτεται την επιστροφή του στην Ιταλία.29
Όλοι ήξεραν ότι οι Ιταλοί επίσκοποι ήσαν ως επί το πλείστον όχι εύποροι και ότι η Αγία Έδρα έπρεπε να χρηματοδοτήσει τα ταξίδια τους στο Τρεντ και τη συντήρησή τους κατά τη διάρκεια τής συνόδου. Υπήρχε η άποψη ότι το κόστος θα έφτανε τα 15.000 σκούδα τον μήνα. Διάφοροι επίσκοποι λάμβαναν ταξιδιωτικές επιδοτήσεις από ένα μέχρι 300 σκούδα για την κάλυψη των εξόδων μετακίνησής τους στο Τρεντ. Αρχικά η μηνιαία μισθοδοσία τους καθορίστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις σε είκοσι σκούδα, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, οι τιμές αυξάνονταν στο Τρεντ και υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις σιτηρών και προμηθειών. Στις 6 Αυγούστου (1561) η μηνιαία επιχορήγηση για τούς επισκόπους αυξήθηκε σε εικοσιπέντε σκούδα. Στο μεταξύ όμως ήταν είκοσι, όπως όταν στις 24 Μαΐου (1561) ο Μπορρομέο έγραφε στους λεγάτους Γκονζάγκα και Σεριπάντο ότι
εκτός από τα διακόσια χρυσά σκούδα που ο κύριός μας [ο πάπας] είχε δώσει στον αρχιεπίσκοπο Νάξου [Σεμπαστιάνο Λεκκαβέλλα], κομιστή τής παρούσας επιστολής, για να μπορέσει να έλθει στη σύνοδο, η Αγιότητά του θέλει από τις επιφανέστατες και αιδεσιμότατες εξοχότητές σας να τού απονείμετε επιδότηση είκοσι σκούδων τον μήνα, που θα ξεκινά από τη μέρα που θα φτάσει εκεί [στο Τρεντ]…30
O Τομμάζο ντι Σανφελίτσε, o συνοδικός επίτροπος, αμειβόταν με μηνιαίο μισθό εκατό σκούδων. Ο γραμματέας Μασσαρέλλι έπαιρνε πενήντα και ο τελετάρχης Λοντοβίκο Μποντόνι ντε Μπράνκι, γνωστός ως Φιρμάνους, μόνο είκοσι. Ο Αντόνιο Καπριάνα, ο γιατρός, έπαιρνε επίσης είκοσι. Ο Αντόνιο Μανέλλι, ο οικονομικός αξιωματούχος (depositario) τής συνόδου έπαιρνε δώδεκα σκούδα τον μήνα. Οι δύο συνοδικοί αγγελιοφόροι έπαιρναν ο καθένας δεκαπέντε σκούδα τον μήνα, αλλά οι οκτώ ψάλτες στο παρεκκλήσι έπαιρναν, όλοι μαζί, μόνο εικοσιδύο σκούδα, ενώ ο γραφέας τού Μασσαρέλλι μόνο ενάμισι σκούδο κάθε μήνα.31
Ο Σεμπαστιάνo Λεκκαβέλλα, ο αρχιεπίσκοπος τής Νάξου, ήταν Δομινικανός, με καταγωγή από τη Χίο, όπου οι γενουάτικη αποικία ζούσε κάτω από την τουρκική ανοχή, τουλάχιστον για μερικά χρόνια ακόμη. Ήταν παρών στη Σύνοδο τού Τρεντ το 1546-1547. Επιστρέφοντας στο Τρεντ πιθανότατα απολάμβανε τα είκοσι σκούδα του τον μήνα, γιατί ήξερε τούς κινδύνους των θαλασσινών ταξιδιών.
«Αυτή είναι σίγουρα μέρα κακών ειδήσεων», έγραφε ο Σεριπάντο στο ημερολόγιό του στις 15 Ιουλίου 1561:
Επτά γαλέρες τού Καθολικού βασιλιά, ταξιδεύοντας από τη Σικελία προς τη Νάπολη, καταβλήθηκαν από Αφρικανούς πειρατές σε αιματηρή μάχη και οδηγήθηκαν στην Αφρική. Πολλοί έχουν σκοτωθεί, και πολλοί έχουν συλληφθεί και ο [Νικκολό Μαρία] Καρατσιόλο, ο επίσκοπος τής Κατάνια, λέγεται ότι είναι μεταξύ τους. Μακάρι κάποια στιγμή οι ιεράρχες και οι ηγεμόνες μας να ξυπνήσουν και να δουν τα γεγονότα!
Ο Λεκκαβέλλα ασφαλώς είχε ξυπνήσει από τα γεγονότα. Δεν επρόκειτο να εμπλακεί στην περιπέτεια τής Ανατολικής Μεσογείου, αν μπορούσε να την αποφύγει. Στις 17 Φεβρουαρίου 1562 κατάφερε να διοριστεί στη συνοδική επιτροπή για τον Κατάλογο Βιβλίων (Index Librorum) και τον επόμενο Δεκέμβριο ονομάστηκε επίσκοπος Λέττερε, έδρας υπαγόμενης στο Αμάλφι.32
Ο καρδινάλιος Χόσιους έφτασε στο Τρεντ στις 6 π.μ. στις 20 Αυγούστου 1561. Ήρθε ήσυχα με ουγγρική άμαξα, προφανώς επιλέγοντας την ώρα για να αποφευχθεί κάθε μεγαλοπρέπεια, «δεδομένου ότι (όπως ο ίδιος έλεγε) ήταν αντίθετος με τελετές». Είχε διατελέσει νούντσιος και στη συνέχεια λεγάτος στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Σεριπάντο τον καλωσόρισε ως άνθρωπο «χαρακτηριζόμενο από ευσέβεια, μάθηση, ευγένεια» (pietate, eruditione, mansuetudine… insignis).33 Από τον Απρίλιο μέχρι το τέλος Νοεμβρίου (1561), οπότε διακόπτεται το έβδομο ημερολόγιό του, ο Μασσαρέλλι καταγράφει μέρα με τη μέρα την άφιξη ενός ή άλλου επισκόπου. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου τουλάχιστον ένας επίσκοπος ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα. Στην τελευταία εγγραφή του για τις 30 Νοεμβρίου ο Μασσαρέλλι λέει ότι ογδονταεννέα αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων καρδιναλίων, αποτελούσαν τότε τη Σύνοδο τού Τρεντ: «ήσαν οι τρεις εξοχότατοι λεγάτοι, ο καρδινάλιος Μαντρούτσο και 85 πατέρες» (Interfuerunt ipsi tres illustrissimi legati, cardinalis Madrutius, et 85 patres).34 Ένας άλλος χρονικογράφος, ο Αστόλφο Σερβάντσιο ντα Σαν Σεβερίνο ιν Πιτσένο, ο οποίος βρισκόταν στην υπηρεσία τού Μασσαρέλλι, κατέγραφε επίσης τις αφίξεις των επισκόπων και τις δραστηριότητές τους μέχρι την τελευταία μέρα τής συνόδου, η οποία επρόκειτο να έρθει στις 4 και 5 Δεκεμβρίου 1563.35
Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 10 Νοεμβρίου 1561 ο Πίος Δ’ διόρισε τον ανηψιό του Μαρκ Ζίττιχ, καρδινάλιο τού Άλτεμπς (Χόενεμς) στην Αυστρία ως πέμπτο λεγάτο στη σύνοδο, για να αντικαταστήσει τον Τζάκοπο Πουτέο, ο οποίος ήταν πολύ άρρωστος για να υπηρετήσει.36 Ο Άλτεμπς έλαβε τις ίδιες «αρμοδιότητες» όπως και οι άλλοι λεγάτοι (στις 12 Ιανουαρίου 1562).37 Ήρθε στο Τρεντ στις 30 Ιανουαρίου αλλά δεν ήταν εξοπλισμένος ώστε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη σύνοδο.38 Αν όχι πραγματικό στολίδι, τουλάχιστον δεν επρόκειτο να αποτελέσει εμπόδιο.
Στο μεταξύ είχε τελικά φτάσει (στις 9 Δεκεμβρίου 1561) ο τέταρτος λεγάτος, ο καρδινάλιος Σιμονέττα. Ικανός ειδικός στο θρησκευτικό δίκαιο και παπικό πρωτοπαλήκαρο, ο Σιμονέττα θα προστάτευε τα συμφέροντα τής Αγίας Έδρας. Ο Σεριπάντο λέει ότι ήρθε «με οδηγίες για την έναρξη τής συνόδου» (cum mandatis de incohando Concilio). Η τρίτη περίοδος τής συνόδου είχε αρχίσει. Η πρώτη γενική σύναξη πραγματοποιήθηκε στις 1 μ.μ. την Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 1562 στο Παλάτσο Τυν, την κατοικία τού καρδινάλιου Γκονζάγκα, στην τότε Βία Λάτα και σημερινή Βία Μπελεντσάνι.39
Στις 8 το πρωί τής 18ης Ιανουαρίου 1562 οι τέσσερις συνοδικοί λεγάτοι Γκονζάγκα, Σεριπάντο, Χόσιους και Σιμονέττα, μαζί με τον Λοντοβίκο Μαντρούτσο, τον δούκα Γκουλιέλμο Γκονζάγκα τής Μάντουα, καθώς και τούς πατριάρχες, αρχιεπισκόπους, επισκόπους, ηγουμένους, στρατηγούς των μοναστικών Ταγμάτων και πολλούς άλλους, συναθροίστηκαν στην εκκλησία τού Σαν Πιέτρο στην ανατολική, γερμανική συνοικία τής πόλης. Από τον Σαν Πιέτρο πήγαν σε πομπή προς τον καθεδρικό ναό, όπου ο καρδινάλιος Γκονζάγκα ξεκίνησε τη διαδικασία ψάλλοντας την επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος. Διακηρύχθηκε άφεση αμαρτιών και ο Γκάσπαρο ντάι Φόσσο, αρχιεπίσκοπος τού Ρέτζιο ντι Καλάμπρια, έκανε το κήρυγμα, τού οποίου ο Μασσαρέλλι έχει διασώσει το κείμενο. Ο τελετάρχης Φιρμάνους βρισκόταν σε ετοιμότητα για να καθοδηγήσει την περίτεχνη τελετουργία. Ο Μασσαρέλλι διάβασε με «δυνατή και κατανοητή φωνή» (alta et intelligibili voce) τη βούλλα σύγκλησης (της 29ης Νοεμβρίου 1560) και εκείνη τού διορισμού των λεγάτων (της 10ης Μαρτίου 1561).
Με το πρώτο διάταγμα, στο οποίο όλοι εκτός από τέσσερις από τούς πατέρες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους (placet), η πρώτη συνεδρίαση τής συνόδου που γινόταν υπό τον Πίο Δ’ διακηρυσσόταν τώρα συνεδριάζουσα «με άρση κάθε προηγούμενης πιθανής αναστολής» (sublata qvacumque suspensione), διφορούμενη φράση η οποία συζητιόταν για αρκετό καιρό. Αν οι αναστολές των δύο πρώτων περιόδων τής συνόδου (τον Σεπτέμβριο τού 1549 και τον Απρίλιο τού 1552) ήσαν άσχετες, τότε η παρούσα συνέλευση ήταν νέα σύνοδος και ήταν αυτό που ήθελαν ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος και οι Γάλλοι. Διαφορετικά, ήταν συνέχεια των προηγουμένων περιόδων, που ήταν αυτό που είχαν απαιτήσει ο Φίλιππος Β’ και οι Ισπανοί, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος διατήρησης τής ισχύος των διαταγμάτων (των άρθρων και κανόνων) τού 1546-1547 και τού 1551. Αυτή ήταν φυσικά η πρόθεση τού Πίου και η «πρώτη συνεδρίαση … υπό τον Πίο Δ’» (prima sessio… sub Pio IV) ήταν στην πραγματικότητα η δέκατη έβδομη συνεδρίαση τής συνόδου τού Τρεντ.40
Οι τέσσερις ιεράρχες που δεν έδωσαν την πλήρη συγκατάθεσή τους (placet) στο πρώτο διάταγμα ήσαν όλοι τους Ισπανοί: ο Πέδρο Γκερρέρο, αρχιεπίσκοπος Γρανάδας και ηγέτης τής ισπανικής παράταξης, ο Φρανσίσκο Μπλάνκο, επίσκοπος Ορένσε, ο Άντρες ντε Κουέστα, επίσκοπος Λεόν και ο Αντόνιο Κορριονέρο, επίσκοπος Αλμερία. Ο Γκερρέρο είχε ήδη υποστηρίξει, να κηρυχθεί αμέσως η πρώτη συνεδρίαση συνέχιση εκείνων των προηγουμένων ετών, το οποίο οι λεγάτοι είχαν αρνηθεί να κάνουν, φοβούμενοι την αντίδραση τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου. Τώρα όμως αυτός και ο Μπλάνκο διαφωνούσαν με τις λέξεις «προτεινόντων των λεγάτων και προεδρευόντων» (proponentibus legatis ac praesidentibus), οι οποίες ξεχώριζαν στο διάταγμα, γιατί σήμαιναν ότι μόνο οι προεδρεύοντες λεγάτοι μπορούσαν να προτείνουν συνοδική νομοθεσία.
Ο Γκερρέρο υποστήριζε ότι αυτές οι λέξεις αποτελούσαν περιττή καινοτομία και ήσαν απερίσκεπτες, «περισσότερο αυτή την εποχή» (his maxime temporibus). Ο Μπλάνκο τόνιζε ότι επέβαλαν «κάποιο περιορισμό» στη διαδικασία. Δεν υπήρχαν στην παπική βούλλα σύγκλησης, στην οποία έπρεπε να αντιστοιχεί το διάταγμα για την έναρξη τής συνόδου, ενώ θεωρούσε τον περιορισμό που έμπαινε τώρα στους πατέρες ως «αντίθετο με τη λογική τής γενικής συνόδου» (contra rationem concilii generalis). Οι ντε Κουέστα και Κορριονέρο επιθυμούσαν να είναι βέβαιοι, ότι οι λεγάτοι θα έκαναν μόνο αξιόλογες προτάσεις στη σύνοδο,41 το οποίο (τώρα τουλάχιστον) φαινόταν ανέξοδο.
Η ήπια διαμάχη, με την οποία ξεκινούσε έτσι η τρίτη περίοδος τής συνόδου, σύντομα εξελίχθηκε σε ισχυρή σύγκρουση. Οι Ιταλοί, οι οποίοι ήσαν περισσότεροι από τα άλλα ψηφίζοντα μέλη, ήσαν χωρισμένοι ανάμεσα σε μεταρρυθμιστές και υποστηρικτές τής παπικής εξουσίας και των συμφερόντων τής κούρτης. Ο Γκονζάγκα και ιδιαίτερα ο Σεριπάντο ήσαν μεταξύ των μεταρρυθμιστών. Ο Σιμονέττα ήταν επικεφαλής των υπερασπιστών τής Αγίας Έδρας και τής κούρτης, ενώ (όπως έχει σημειώσει ο Γέντιν) τέσσερις μελλοντικοί πάπες υπήρχαν στις τάξεις τής κούρτης, οι Ούγκο Μπονκομπάνι (Γρηγόριος ΙΓ’), Τζιανμπαττίστα Καστάνια (Ούρμπαν Ζ’), Νικκολό Σφοντράτι (Γρηγόριος ΙΔ’) και Τζιαναντόνιο Φακκινέττι (Ιννοκέντιος Θ’). Παρεμπιπτόντως μόνο ο Μπονκομπάνι επρόκειτο να έχει μεγάλη επίδραση στην εποχή του, γιατί οι σύντομες παπικές θητείες των άλλων τριών θα συνωστίζονταν στην περίοδο 1590-1591. Οι Ισπανοί, που είχαν αναγορευτεί στις επισκοπικές τους έδρες από το Στέμμα, αναπλήρωναν με τον πλούτο, την αλαζονεία και την ικανότητα εκείνο που τούς έλειπε σε αριθμούς.
Εκτός από τον Λοντοβίκο Μαντρούτσο, ο οποίος θεωρούνταν Γερμανός, δεν υπήρχαν φιλο-αυτοκρατορικοί στη σύνοδο, όταν αυτή άρχιζε στις 18 Ιανουαρίου (1562), αλλά στις 6 Φεβρουαρίου ο Μοραβός Άντον Μπρους από το Μύγκλιτς, αρχιεπίσκοπος Πράγας και ο Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, επίσκοπος Φυνφκίρχεν (Πετς), έγιναν δεκτοί σε γενική σύναξη ως εκπρόσωποι τού Φερδινάνδου. Το Φυνφκίρχεν βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή για σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο Μπρους ερχόταν για λογαριασμό τής αυτοκρατορίας, τού βασιλείου τής Βοημίας και τού αρχιδουκάτου τής Αυστρίας. Ο Ντράσκοβιτς θα μιλούσε «στο όνομα τού βασιλείου τής Ουγγαρίας». Έδειξαν στον Μασσαρέλλι τις διαπιστευτήριες επιστολές τους και ζήτησαν συγνώμη για την απουσία τού λαϊκού συναδέλφου τους, τού κόμη Σίγκισμουντ φον Τυν, ο οποίος δεν είχε μπορέσει να φτάσει στο Τρεντ «λόγω των χιονιών και των δυσκολιών τού ταξιδιού», αλλά θα εμφανιζόταν σύντομα.42 Η Γαλλία δεν εκπροσωπούνταν καλά μέχρι τις 13 Νοεμβρίου (1562), όταν έφτασε στο Τρεντ ο Σαρλ ντε Γκυζ, καρδινάλιος τής Λωρραίνης, «συνοδευόμενος από δώδεκα ή δεκατέσσερις επισκόπους και άλλους τόσους Γάλλους διδασκάλους».43
Δεν υπήρχε αρμονία μεταξύ των Αψβούργων στη Γερμανική αυτοκρατορία και στην Ισπανία. Και οι δύο ήθελαν τη μεταρρύθμιση στην Εκκλησία, αλλά ενώ ο Φίλιππος Β’ επέμενε για τη «συνέχεια», ο Φερδινάνδος ήθελε να αποφύγει κάθε αναφορά στη σύνοδο ως επέκταση των προηγουμένων συνεδριάσεών της. Φοβούμενος μην ωθήσει τούς Λουθηρανούς σε πράξεις εχθρότητας, ο Φερδινάνδος ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει τη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ (του 1555). Ήθελε επίσης οι ψήφοι των Λουθηρανών εκλεκτόρων να εξασφαλίσουν τη βασιλεία των Ρωμαίων για τον γιο του Μαξιμιλιανό, προκειμένου να εξασφαλίσει την ενδεχόμενη διαδοχή τού τελευταίου στην αυτοκρατορία.
Ο Φερδινάνδος άλλωστε ήθελε ακόμη να παραχωρήσει το δισκοπότηρο στους λαϊκούς και τον γάμο στους ιερωμένους, με τα οποία θα κέρδιζε όχι μικρή υποστήριξη στη Γερμανία και τη Βοημία. Στις 13 Φεβρουαρίου (1562) οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι Άντον Μπρους και Σίγκισμουντ φον Τυν, μαζί με τον Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, παρουσίασαν αναφορά στους λεγάτους, με την οποία διατυπώνονταν οι επείγουσες επιθυμίες τού Φερδινάνδου, ότι έπρεπε να αποφεύγεται κάθε αναφορά στη «συνέχεια», ότι η Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ (confessio Augustana) έπρεπε να μείνει έξω από τον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων και ότι η επόμενη συνεδρίαση τής συνόδου έπρεπε να αναβληθεί.
Οι λεγάτοι ήσαν τόσο συνεργάσιμοι, όσο μπορούσαν να είναι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Τουλάχιστον δεν θα υπήρχε «αναφορά σε συνέχεια» (continuationis mentio) στην επόμενη συνεδρίαση, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 26 Φεβρουαρίου. Όμως θα ανέβαλλαν την τρίτη (ή δέκατη ένατη) συνεδρίαση μέχρι την πρώτη Πέμπτη μετά την Ανάληψη, πράγμα που θα την τοποθετούσε στις 14 Μαΐου (1562).44 Στο μεταξύ, αν η σκοπιμότητα έδειχνε ότι οι πατέρες τα πήγαιναν εύκολα με τούς Λουθηρανούς για κάποιο διάστημα, ήταν πάντοτε σκόπιμο να επιτεθούν στους Τούρκους, τούς «αιώνιους εχθρούς μας» (perpetui hostes nostri), πράγμα που ο Σκιπιόνε Μπονγκάλλο, επίσκοπος Τσίβιτα Καστελλάνα και ο Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, απεσταλμένος τής Ουγγαρίας, βρήκαν κατάλληλες ευκαιρίες να κάνουν.45
Δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία «αναφορά στη συνέχεια», οι συνοδικοί πατέρες δεν μπορούσαν να ξαναρχίσουν αμέσως την εξέταση τής θυσίας στη λειτουργία και τού μυστήριου τής ιεροσύνης (χειροτονίας). Στη δέκατη πέμπτη συνεδρίαση τής συνόδου (στις 25 Ιανουαρίου 1552) είχαν αναβάλει την ψήφιση διαταγμάτων που αφορούσαν τόσο τη λειτουργία όσο και την ιεροσύνη (χειροτονία) μέχρι την επόμενη συνεδρίαση (προγραμματισμένη για τις 19 Μαρτίου), η οποία είχε μετατεθεί για την 1η Μαΐου λόγω τής εξέγερσης τού Μωρίς τής Σαξωνίας κατά τού Καρόλου Ε’. Όμως με σημείωμα τής 15ης Απριλίου (1552) ο Ιούλιος Γ’ είχε αναστείλει τη σύνοδο, η οποία είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα κατά τη δέκατη έκτη δημόσια συνεδρίαση, η οποία πραγματοποιήθηκε γρήγορα στις 28 Απριλίου, λίγες ημέρες νωρίτερα απ’ ό,τι είχαν προγραμματίσει οι πατέρες, ύστερα από την οποία είχε ξεκινήσει η φυγή από το Τρεντ.46 Αν την άνοιξη τού 1562 ασχολούνταν με τη λειτουργία και την ιεροσύνη (χειροτονία) και στη συνέχεια περνούσαν στον γάμο, θα θέσπιζαν άμεση σύνδεση με τη δέκατη πέμπτη και τη δέκατη έκτη συνεδρίαση τής συνόδου. Οι πατέρες στράφηκαν λοιπόν στο ζήτημα τής μεταρρύθμισης, για την οποία ο Κάρολος Ε’ είχε παροτρύνει τη σύνοδο δέκα χρόνια πριν.
Η μεταρρύθμιση τής κούρτης δεν επρόκειτο να αναληφθεί στο Τρεντ. Εξεταζόταν στη Ρώμη, όπου ο Πίος Δ’ δημοσίευσε βούλλες για τη μεταρρύθμιση τού παπικού Δικαστηρίου (Ρότα Ρομάνα, στις 27 Δεκεμβρίου 1561),47 τού Γραφείου τού Αποστολικού Σωφρονιστηρίου (Poenitentiaria, στις 4 Μαΐου 1562)48 τού Γραφείου τού Διορθωτή (στις 27 Μαΐου),49 τού Δικαστηρίου τού Αποστολικού Ταμείου (επίσης στις 27 Μαΐου),50 και τού Δικαστηρίου τού Ελεγκτή τού Παπικού Ταμείου (στις 2 Ιουνίου).51 Ο Πίος ξεκίνησε επίσης διεξοδική μεταρρύθμιση των δικαστηρίων, δικαστών και αξιωματούχων τού δικαστικού συστήματος και των παπικών φυλακών, που κάλυπτε τόσο αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις, καθώς και μεταρρύθμιση τού γραφείου τού φορολογικού επίτροπου (ή γενικού εισαγγελέα) και πλήθους συμβολαιογραφικών και άλλων γραφείων (στις 30 Ιουνίου 1562).52
Η μεταρρύθμιση τής παπικής κούρτης ήταν δαπανηρή επιχείρηση. Στις 29 Ιουνίου (1562) ο Πίος έδωσε εντολή στον Λεονάρντο Μαρίνι, αρχιεπίσκοπο τού Λαντσιάνο, τον οποίο οι λεγάτοι είχαν στείλει από το Τρεντ για να διαβουλευτεί με την Αγιότητά του, να πει στους λεγάτους ότι η μεταρρύθμιση στη Ρώμη είχε ήδη κοστίσει πάνω από 200.000 σκούδα, για να μην μιλήσουμε για τη στέρηση ουσιαστικών μισθών από το γραφείο διανομής επιδομάτων (dataria) και άλλα γραφεία. Όμως ο Πίος θεωρούσε την απώλεια τέτοιων πόρων ως κέρδος, «βλέποντας στην κατάργηση δημόσιο όφελος και οικοδόμηση τής Εκκλησίας τού Θεού» (vedendo che cede in beneficio publico et edificatione de la Chiesa di Dio).53
Εν μέσω κάποιας σύγχυσης και φιλονικίας υποβλήθηκαν από τούς συνοδικούς πατέρες στους λεγάτους ενενηντατρία άρθρα (capita) μεταρρύθμισης. Ο Σεριπάντο τα μείωσε σε δεκαοκτώ,54 τα οποία στη συνέχεια μειώθηκαν σε δώδεκα και παρουσιάστηκαν σε γενική σύναξη τής συνόδου στις 11 Μαρτίου (1562). Το πρώτο από αυτά τα δώδεκα άρθρα μεταρρύθμισης ήταν ότι «οι πατέρες έπρεπε να εξετάσουν ποια μέσα μπορούσαν να επινοηθούν, έτσι ώστε πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι και όλοι οι άλλοι που έχουν τη θεραπεία των ψυχών να διαμένουν στις εκκλησίες τους και να μην απουσιάζουν από αυτές, εκτός αν υπάρχουν δίκαιοι, σωστοί και αναγκαίοι λόγοι για λογαριασμό τής Καθολικής Εκκλησίας».55 Τα άλλα άρθρα αφορούσαν ιερά τάγματα, μεγάλες ενορίες, επιδόματα και παράνομους γάμους.
Η αναγκαιότητα τής διαμονής των επισκόπων στις έδρες τους είχε συχνά διατυπωθεί και μάλιστα νομοθετηθεί με διάταγμα, αλλά ποτέ δεν είχε αντιμετωπιστεί πολύ σοβαρά. Υπήρχαν συνήθως ογδόντα έως εκατό πάνω-κάτω επίσκοποι που κατοικούσαν στη Ρώμη. Έχουμε ήδη παρατηρήσει την αγάπη των επισκόπων για τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στα μέσα Φεβρουαρίου 1560, όταν ο ίδιος ο Πίος Δ’ διακήρυξε την αναγκαιότητα να κατοικούν οι επίσκοποι στις επισκοπικές τους έδρες, είχε επισκοπικό ακροατήριο όχι λιγότερων από εξήντα ή εβδομήντα επισκόπων, στους οποίους είπε να επιστρέψουν στις εκκλησίες και να παραμένουν σε αυτές, όπως όφειλαν να κάνουν από τον νόμο τού Θεού και τού ανθρώπου, μέχρι να κληθούν στη σύνοδο, την οποία σκόπευε να συγκαλέσει.56
Προς το τέλος Φεβρουαρίου ή στις αρχές Μαρτίου (1560) ο Πίος Δ’ είχε θεσπίσει επιτροπή (deputatio) δεκατεσσάρων καρδιναλίων, που θα τον συναντούσε κάθε Πέμπτη για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην κούρτη και την Εκκλησία. Ο Μασσαρέλλι είχε διοριστεί γραμματέας τής επιτροπής.57 Σε μία από αυτές τις συναντήσεις τής Πέμπτης, στις 25 Απριλίου (1560), με τούς «διορισμένους για τη μεταρρύθμιση καρδιναλίους» (cardinales deputati super reformatione), ο Πίος είχε διακηρύξει, ότι όλοι οι πατριάρχες, ιεράρχες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι έπρεπε να επιστρέψουν στις εκκλησίες τους το συντομότερο δυνατό και να φροντίζουν τα ποίμνιά τους με την ποιμαντική τους παρουσία…
και επίσης, για να είναι σε θέση να διαμένουν στις εκκλησίες τους πιο άνετα και με μεγαλύτερη ηρεμία, η Αγιότητά του αποφάσισε και θέσπισε, ότι οι εγκατεστημένοι πατριάρχες, ιεράρχες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι απαλλάσσονται και έχουν ασυλία από την πληρωμή κάθε φόρου δεκάτης, εφ’ όσον διαμένουν προσωπικά στις εκκλησίες τους και όχι [λειτουργώντας] μέσω κάποιου άλλου…
Οι εγκατεστημένοι ιεράρχες θα είχαν επίσης το δικαίωμα να απονέμουν μικρότερα επιδόματα καθώς και την εξουσία να ενεργούν, «ακόμη και ως εκπρόσωποι τής Αποστολικής Έδρας», κατά απαλλαγμένων κληρικών και περιπλανώμενων μοναχών.58
Η απαίτηση για διαμονή των επισκόπων στις έδρες τους θα προκαλούσε θύελλα στη Ρώμη καθώς και στο Τρεντ. Οι τέσσερις κύριοι λεγάτοι δεν βρίσκονταν σε αρμονία. Όταν ενώθηκε μαζί τους ο πέμπτος λεγάτος Άλτεμπς, η παρουσία του δεν πρόσθεσε τίποτε στη σύνοδο. Ο ηγεμονικός Γκονζάγκα και ο εργατικός Σεριπάντο τα πήγαιναν καλά, ιδιαίτερα επειδή ο δεύτερος έκανε την περισσότερη δουλειά για τούς δύο. Ήσαν και οι δύο ειλικρινείς μεταρρυθμιστές, όπως και ο Χόσιους, που έτεινε να ακολουθεί τον δικό του δρόμο, πιθανώς επειδή δεν μιλούσε ιταλικά.59 Ο Σιμονέττα ασχολιόταν ιδιαίτερα με την υπεράσπιση τού Ιερού Κολλεγίου και τής Ρωμαϊκής κούρτης. Διάφοροι καρδινάλιοι και αξιωματούχοι τής κούρτης ανησυχούσαν με τη σκέψη τής υποχρεωτικής διαμονής στις επισκοπές, στις οποίες είχαν διοριστεί και στις οποίες δεν είχαν πάει ποτέ. Για εκείνους οι επισκοπές ήσαν πηγή εσόδων, όχι τόπος διαμονής. Αν η Αγία Έδρα ήταν το κέντρο τού Μεγάλου τροχού τής Χριστιανοσύνης, σίγουρα οι επισκοπές ήσαν οι ακτίνες.
Η σοβαρή μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας έπρεπε να ξεκινήσει με τούς επισκόπους, οι οποίοι θα μπορούσαν στη συνέχεια να ασχοληθούν με τούς εφημέριους των καθεδρικών και συλλογικών ναών και με τούς ιερείς στις πολλές ενορίες. Η επισκοπική αρχή έπρεπε να αποκατασταθεί, πράγμα που σήμαινε ότι ο πάπας έπρεπε να σταματήσει τη χορήγηση τόσων πολλών εξαιρέσεων και επιφυλάξεων. Η απαίτηση διαμονής ήταν βέβαιο ότι θα ήταν αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ο Σιμονέττα αντιτάχθηκε σε αυτήν. Οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο δήλωσαν τότε την προθυμία τους να την παραλείψουν από την ημερήσια διάταξη τής συνόδου.
Ο Σιμονέττα όμως απέσυρε την ένστασή του, επειδή φοβόταν να αντιμετωπίσει την αγανάκτηση των φιλο-αυτοκρατορικών και Ισπανών μεταρρυθμιστών. Ο Γκονζάγκα διέμενε στη Μάντουα, όπου ήταν αντιβασιλέας καθώς και επίσκοπος, ενώ ο Σεριπάντο είχε παραμείνει στην αρχιεπισκοπική του έδρα τού Σαλέρνο. Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 14ης Φεβρουαρίου 1560 ο Πίος Δ’ είχε πει, ότι οι επίσκοποι έπρεπε να παραμένουν στις έδρες τους, «όπως ορίζει ο νόμος τού Θεού και τού ανθρώπου» (sicut de iure divino et humano facere tenebantur), γιατί οι νόμοι τού Θεού και τού ανθρώπου τούς υποχρέωναν να διαμένουν εκεί.60
Ο Σεριπάντο δήλωνε ειλικρινά, ότι συμφωνούσε με εκείνους που υποστήριζαν ότι «η διαμονή είναι νόμος τού Θεού» (residentiam esse iuris divini), αλλά παρέμενε με ανοιχτό πνεύμα και ανεκτικός με εκείνους των οποίων η γνώση και συνείδηση πρότεινε κάτι διαφορετικό. Ο Πέδρο Γκερρέρο, ο αρχιεπίσκοπος Γρανάδας, όπως και πολλοί Ισπανοί κατά το παρελθόν, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι υπήρχε θεϊκός νόμος διαμονής, τον οποίο προσπάθησε να αποδείξει με την Αγία Γραφή καθώς και με τη λογική. Σε κάθε περίπτωση, σοφά ή απερίσκεπτα, οι λεγάτοι είχαν παρουσιάσει τα δώδεκα άρθρα τής μεταρρύθμισης, συμπεριλαμβανομένου τού πρώτου άρθρου (για τη διαμονή) προς τη σύνοδο κατά τη γενική σύναξη τής 11ης Μαρτίου 1562 και οι συζητήσεις ξεκινούσαν στη γενική σύναξη τής 7ης Απριλίου.61 Μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονταν πάνω από το Τρεντ.
Τις τέσσερις εβδομάδες από τις 11 Μαρτίου μέχρι τις 7 Απριλίου (1562) κατέλαβαν διάφορα τελετουργικά και λειτουργικά ζητήματα. Έτσι οι συνοδικοί πατέρες υποδέχθηκαν τον Φερντινάντo Φραντσέσκο ντ’ Άβαλος, μαρκήσιο τής Πεσκάρα, σε γενική σύναξη στις 16 Μαρτίου. Ο ντ’ Άβαλος ερχόταν ως απεσταλμένος τού Φιλίππου Β’. Στις 18 τού μηνός καλωσόρισαν τον Φλωρεντινό Τζιοβάννι Στρότσι ως πρεσβευτή τού Κόσιμο Μέδικου στη σύνοδο, ενώ στις 20 υποδέχθηκαν δύο εκπροσώπους (oratores) από τα επτά Καθολικά καντόνια τής Ελβετίας.62 Το Πάσχα ήρθε στις 29 Μαρτίου, τερματίζοντας μία πολυάσχολη εβδομάδα. Στις 6 Απριλίου οι πατέρες δέχτηκαν στη σύνοδο τούς επιτρόπους των ιεραρχών και τού κλήρου τής Ουγγαρίας «στα σύνορα τής Τουρκίας» (in confiniis Turcicis) και άκουσαν πάλι με ποιον τρόπο η τρέλλα των Τούρκων και οι αιρέσεις των Λουθηρανών, Καλβινιστών και άλλων είχαν κάνει τις υποθέσεις τού βασιλείου άνω-κάτω.63 Όπως και πολλοί Γερμανοί επίσκοποι, εκείνοι από την Ουγγαρία δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη σύνοδο, γιατί φοβούνταν τις αναταραχές που θα συνεπαγόταν η απουσία τους.
Την Τρίτη 7 Απριλίου (1562) οι συνοδικοί πατέρες συγκεντρώθηκαν στο Παλάτσο Τυν (τώρα Δημαρχείο, Municipio) στην πρώτη από δεκατέσσερις γενικές συνάξεις που συγκλήθηκαν για να συζητήσουν τα δώδεκα άρθρα τής μεταρρύθμισης. Οι πρώτες δέκα, ιδιαίτερα φιλόνικες, συνάξεις εξέτασαν τον θεϊκό νόμο τής επισκοπικής διαμονής από τις 7 έως τις 20 Απριλίου.64 Ο Πέδρο Γκερρέρο, ο αρχιεπίσκοπος Γρανάδας, είχε αρχίσει τον ανταγωνισμό, επιμένοντας στη σημασία να καταστεί σαφής η φύση τού νόμου τής διαμονής. Αν υπήρχε θεία υποχρέωση για έναν επίσκοπο να διαμένει στην έδρα του, οι θεολόγοι έπρεπε να κληθούν να τη διευκρινίσουν.65 Ο Γκερρέρο ήταν γνωστό ότι πίστευε στο «θείο καθήκον τής διαμονής» (ius divinum residentiae) και είχε ευρεία υποστήριξη στη σύνοδο.
Την αντίθετη θέση υποστήριξε αργότερα την ίδια μέρα (7 Απριλίου) ο Τζιανμπαττίστα Καστάνια, ο αρχιεπίσκοπος τού Ροσσάνο (και αργότερα πάπας Ούρμπαν Ζ’), ο οποίος είπε ότι, όπως έβλεπε το πρόβλημα, δεν ήταν με ποιον νόμο αλλά με ποιον τρόπο έπρεπε να υποχρεωθούν οι επίσκοποι να ζουν στις επισκοπές τους.66 Ο Καστάνια ήταν υπερασπιστής τής κούρτης. Οι οπαδοί τής κούρτης ήσαν αντίθετοι σε κάθε σκέψη για θεϊκό νόμο διαμονής, γιατί πολλοί από αυτούς ήσαν επίσκοποι και δεν είχαν την πρόθεση να ζήσουν σε τόπο διαφορετικό από τη Ρώμη. Όμως επικράτησε η άποψη τού Γκερρέρο και το «θείο καθήκον» (ius divinum) είχε ήδη γεμίσει δύο περίπου βδομάδες σκληρής μερικές φορές διαμάχης.
Σχεδόν όλοι οι επίσκοποι συμφωνούσαν ότι «η διαμονή είναι απαραίτητη» (residentia est necessaria). Τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Οι φύλακες τής κούρτης δεν είχαν καμία αντίρρηση ως προς την αρχή, αλλά δεν ήθελαν να δεσμεύονται από θεϊκό διάταγμα. Μια παπική εξαίρεση μπορούσε πάντοτε να ανακουφίζει τη συνείδηση ενός επισκόπου που απουσίαζε από το ποίμνιό του. Επίσης ο ισχυρισμός για θείο νόμο διαμονής θα αποτελούσε κάποιου είδους καινοτομία. Στην κούρτη τηρούσε κανείς τις παραδόσεις και πρακτικές τού παρελθόντος. Η επιχειρηματολογία συνεχιζόταν από μέρα σε μέρα. Στις 9 Απριλίου για παράδειγμα ο Μαρτίνο ντε Μαρτίνι ντε Μέντιτσι, επίσκοπος τού Μάρσικο Νουόβο στον νότο τής Ιταλίας, σηκώθηκε για να πει (όπως είχε πει και ο Καστάνια) ότι δεν έβλεπε κανένα λόγο να ρωτά «από που προερχόταν το καθήκον τής διαμονής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο επίσκοπος έπρεπε να κατοικεί» (quo iure sit residentia, sed qua ratione episcopi residere debeant). Ας ίσχυαν οι αρχαίοι κανόνες. Ας τηρούσαν όλοι οι επίσκοποι το «κοινό δίκαιο» (ius commune) σε σχέση με απαλλαγές και προνόμια. Αλλά ο Λοντοβίκο Βανίνο ντε Τεοντόλι σηκώθηκε μετά τον ντε Μέντιτσι για να πει, ότι όχι μόνο ήταν υποχρέωση η «διαμονή» (residentia), αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να μάθουν «από ποιον νόμο προέρχεται» (quo iure ea sit).67
Ύστερα από μια σχεδόν εβδομάδα έντονων διαβουλεύσεων, στις 13 Απριλίου οι γενικές συνάξεις άρχισαν να συγκεντρώνονται στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία Ματζιόρε «λόγω τής ζέστης» αντί για το Παλάτσο Τυν, την κατοικία τού Γκονζάγκα, όπου είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τότε.68 (Η εκκλησία βρίσκεται στο τέλος τού Βίκολο Κόλικο, σε μικρή απόσταση από το Παλάτσο Τυν.) Η αλλαγή τής τοποθεσίας δεν ήταν αρκετή για να μειώσει τη θερμότητα τής φιλονικίας. Ο Γκονζάγκα έμεινε απ’ έξω στις 13 τού μηνός,69 έχοντας προφανώς κουραστεί για λίγο. Μερικοί πατέρες διαμαρτύρονταν για την κακή ακουστική στη Σάντα Μαρία Ματζιόρε. Αν η φωνή τού ομιλητή ήταν πολύ σιγανή, δεν μπορούσε να ακουστεί. Αν μιλούσε πολύ δυνατά, υπήρχαν αντηχήσεις στον θόλο.70 Όμως λαμβάνοντας υπόψη τα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα και την πολυλογία κάποιων από τούς ομιλητές, ένας αριθμός πατέρων πιθανώς δεν έβλεπε τον λόγο να παραπονεθεί για την ακουστική. Εν πάση περιπτώσει από τις 13 τού μηνός οι περισσότεροι από αυτούς γνώριζαν πού βρίσκονταν στο ζήτημα τής διαμονής.
Η ψηφοφορία έγινε σε γενική σύναξη στις 20 Απριλίου (1562), σχεδόν απρόσμενα και νωρίτερα απ’ όσο θα επιθυμούσαν μερικοί από τούς πατέρες. Ο καρδινάλιος Γκονζάγκα άρχισε τη διαδικασία στις 3 μ.μ. στη Σάντα Μαρία Ματζιόρε. Είπε ότι έπρεπε να επιλεγεί επιτροπή, για να συντάξει το διάταγμα ή τα διατάγματα σχετικά με τη μεταρρύθμιση και ότι έπρεπε να εξεταστούν τα υπόλοιπα άρθρα τής ημερήσιας διάταξης. Στη συνέχεια ο Μασσαρέλλι διάβασε δήλωση που βεβαίωνε, ότι πολλοί πατέρες είχαν υποστηρίξει ότι έπρεπε να υπάρξει επίσημη δήλωση, ότι «η διαμονή προέρχεται από θεϊκό νόμο» (residentiam esse de iure divino). Άλλοι δεν είχαν πει τίποτε για το ζήτημα. Επίσης άλλοι είχαν υποστηρίξει, ότι δεν έπρεπε να γίνει καμία τέτοια δήλωση. Δεδομένου ότι εκείνοι που είχαν εξουσιοδοτηθεί «για τη λήψη αποφάσεων» (ad conficienda decreta) έπρεπε να γνωρίζουν πού βρίσκονταν, ο Μασσαρέλλι ζητούσε τώρα από καθένα από τούς πατέρες να ψηφίσει για το ζήτημα τής θείας υποχρέωσης διαμονής «με τη λέξη ‘με ικανοποιεί’ (placet) ή ‘δεν με ικανοποιεί’ (non placet)». Η πλειοψηφία των ψήφων θα καθόριζε τη φύση τού εν λόγω διατάγματος. Μιλήστε καθαρά και ευδιάκριτα, είπε ο Μασσαρέλλι, ώστε να είναι δυνατόν να μετρηθούν οι ψήφοι.
Μερικοί από τούς πατέρες αιφνιδιάστηκαν και υποπτεύονταν ότι γινόταν ελιγμός για να επιβεβαιωθεί το «θείο καθήκον» (ius divinum), με το οποίο ήταν γνωστό ότι συμφωνούσε ο Γκονζάγκα και ιδιαίτερα ο Σεριπάντο. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον συνοδικό ελεγκτή Παλεόττι, ήταν «να προκληθεί σύγχυση» (varia confusio). Ο Αντόνιο Αγκουστίν, επίσκοπος τής Λέριδα, δήλωσε ότι δεν έπρεπε να προσπαθήσουν να επιλύσουν το ζήτημα τόσο γρήγορα. Ο Σεμπαστιάνo Λεκκαβέλλα, αρχιεπίσκοπος Νάξου, ήταν έτοιμος για την ψηφοφορία. Ο Τζιανμπαττίστα Καστάνια έκανε κάποια διφορούμενα σχόλια, αλλά ήταν έτοιμος να ψηφίσει (όπως έκανε) «δεν με ικανοποιεί» (non placet). Ο Τζούλιο Παριζάνο, ο επίσκοπος τού Ρίμινι, ήθελε η σύνοδος να συμβουλευτεί πρώτα τον πάπα, ενώ το ίδιο ήθελε και αριθμός άλλων. Παρ’ όλα αυτά έγινε ψηφοφορία.
Αν και τα αποτελέσματα τής ψηφοφορίας είναι σαφή, ο ακριβής αριθμός δεν είναι. Κατ’ αρχάς ο Αντόνιο Έλιο, επίσκοπος τής Πόλα (Πούλα) στην Ίστρια και κατ’ όνομα πατριάρχης Ιερουσαλήμ, εκχώρησε την ψήφο του στον πάπα, λέγοντας «δεν με ικανοποιεί χωρίς να συμβουλευτώ τον αγιότατο πατέρα μας» (non placet nisi consulto sanctissimo domino nostro). Οι πατριάρχες τής Ακουιλέια και τής Βενετίας και τριαντατρείς περίπου άλλοι ιεράρχες ακολούθησαν τον Έλιο και όταν οι τριανταέξι πάνω-κάτω με επιφύλαξη αρνητικές ψήφοι τους προστέθηκαν στα «δεν με ικανοποιεί» (non placet), εμφανίστηκε ο Μασσαρέλλι με το αποτέλεσμα 66 «για τη θετική πλευρά» (pro parte affirmativa) και 71 «για την αρνητική πλευρά» (pro parte negativa), ενώ ο Παλεόττι καταγραφεί 67 θετικές και 72 αρνητικές ψήφους. Ο γραμματέας τού Σεριπάντο, ο Φίλιππο Μουσόττι, μέτρησε 67 ευθέως «με ικανοποιεί» (placet), 33 «δεν με ικανοποιεί» (non placet) και 38 «δεν με ικανοποιεί (non placet), εκτός αν ο πάπας επιλέξει να κάνει αυτές τις ψήφους θετικές (placet)», δηλαδή 67 ψήφους υπέρ τού θεϊκού νόμου διαμονής και 71 κατά.71
Το βράδυ εκείνης τής αξέχαστης 20ής Απριλίου ο Σιμονέττα έστειλε τρομακτική έκθεση στη Ρώμη, που χαρακτηριζόταν από ακραία εχθρότητα προς τον Γκονζάγκα, ο οποίος είχε υποστηρίξει τη θεία υποχρέωση διαμονής. Ο Σιμονέττα έγραφε ότι αυτό θα ωφελούσε τούς Προτεστάντες, οι οποίοι θα ονείδιζαν όλους τούς πάπες, ότι είχαν ενεργήσει αντίθετα με τον θεϊκό νόμο απαλλάσσοντας επισκόπους από τη διαμονή στις επισκοπές τους. Οι «υπερόρειοι» (ουλτραμοντάνες), οι πέρα από τα βουνά, δηλαδή οι Ισπανοί, οι Γάλλοι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί, είχαν ακολουθήσει το κακό παράδειγμα τού Γκονζάγκα. Ολόκληρος ο σκοπός τής πρότασης για τη διαμονή ήταν να δέσει τα χέρια τού πάπα (la residentia de iure divino, il che non mirava ad altro che a legar le mani al papa!). Η πρόταση θα αποδυνάμωνε την εξουσία τής Εκκλησίας και θα κατόρθωνε να αποδείξει ότι μια σύνοδος ήταν ανώτερη από τον πάπα.72
Στις 23 Απριλίου οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο έγραφαν στον Μπορρομέο για τη δυσαρέσκειά τους, ότι ενώ οι πατέρες έπρεπε να είχαν ψηφίσει «με ικανοποιεί» (placet) ή «δεν με ικανοποιεί» (non placet) για την πρόταση τής διαμονής, ορισμένοι από αυτούς είχαν «εμβάσει» τις ψήφους τους στον πάπα. Οι Καθολικοί καθώς και οι αιρετικοί θα επιβεβαιώνονταν στη γνώμη τους, «ότι η σύνοδος δεν ήταν ελεύθερη» και ότι έκαναν απλώς ό,τι διέταζε ο πάπας, «πράγμα που πάνω απ’ όλα πρέπει να αποφευχθεί». Οι δύο λεγάτοι συμβούλευαν τον Μπορρομέο να πείσει τον πάπα να στείλει σημείωμα στο Τρεντ, θρηνώντας για την αποτυχία αυτών των ιεραρχών να κάνουν το καθήκον τους και λέγοντάς τους ότι έπρεπε να ψηφίζουν στα συνοδικά ζητήματα σύμφωνα με τη συνείδησή τους. Πολλοί από εκείνους που είχαν εμβάσει τις ψήφους τους το είχαν ήδη μετανιώσει. Οι περισσότεροι από εκείνους που είχαν αναθέσει τις ψήφους τους στον πάπα ήσαν Ιταλοί, «ενός έθνους εναντίον όλων των άλλων εθνών» (una natione contra tutte le altre nationi).73
Οι Ενετοί πρεσβευτές στη σύνοδο, ο Νικκολό ντα Πόντε, «δάσκαλος και ιππότης» (doctor et eques) και ο Ματτέο Ντάντολο, «ιππότης» (eques), είχαν φτάσει στο Τρεντ το βράδυ τής 19ης Απριλίου,74 λίγο πριν από τη θυελλώδη ψηφοφορία τής 20ής τού μηνός. Είχαν έρθει σε εύθετο χρόνο, γιατί είχαν παραλάβει το έγγραφο τής αποστολής τους στις 9 και τη διαπιστευτήρια επιστολή τους (ή mandatum) στις 11 τού μηνός. Ο δόγης και η Γερουσία, στέλνοντας τούς ντα Πόντε και Ντάντολο στο Τρεντ, είχαν εκφράσει την ευσεβή ελπίδα, ότι οι άξιοι ιεράρχες στη σύνοδο θα αποκαθιστούσαν τον Χριστιανισμό στην αρχαία του ακεραιότητα και αξιοπρέπεια.75 Οι άξιοι ιεράρχες δυσκολεύονταν να διατηρήσουν τη δική τους αξιοπρέπεια στις συνεχείς καθημερινές διαφωνίες. Οι ντα Πόντε και Ντάντολο έγιναν δεκτοί ως εκπρόσωποι τής Δημοκρατίας στη σύνοδο με τη δέουσα τελετή σε γενική σύναξη στις 25 Απριλίου.76 Αν στην Ισταμπούλ οι πασάδες εξέφραζαν καχυποψία και δυσαρέσκεια με τούς Ενετούς φίλους τους για την αποστολή των απεσταλμένων στη σύνοδο, ο βαΐλος θα μπορούσε να εξηγήσει, ότι η θεολογική διαμάχη ήταν πιο πιθανό να διαχωρίσει τούς χριστιανούς παρά να τούς φέρει κοντά. Σε κάθε περίπτωση ο βαΐλος θα κρατούσε την Πύλη ενήμερη για τις εργασίες στο Τρεντ.
Στο μεταξύ οι λεγάτοι κρατούσαν την παπική κούρτη ενήμερη για τις εργασίες στο Τρεντ. Τελικά στις 3 Μαΐου (1562) ο Πίος Δ’ έγραψε στους λεγάτους, ότι ήταν ικανοποιημένος με τον τρόπο που πήγαιναν τα πράγματα και ότι είχε αποφασιστεί η μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στη Ρώμη και οπουδήποτε αλλού. Οι μεταρρυθμίσεις του επρόκειτο να τού κοστίσουν 50.000 σκούδα τον χρόνο. Θα είχε κάνει περισσότερα, αλλά είχε αρρωστήσει. Όμως οι λεγάτοι δεν έπρεπε να προσπαθούν να ικανοποιούν κάθε απαίτηση των Ισπανών, Γάλλων, Γερμανών και άλλων ιεραρχών, «ιδιαίτερα όταν οι απαιτήσεις τούς στοχεύουν στην καταστροφή τής παπικής κούρτης».
Τα διατάγματα που είχαν σχέση με τον πάπα έπρεπε να στέλνονται στη Ρώμη για έκδοση με τη γνωστή διατύπωση «Εμείς ο Πίος … αποδεχόμενοι την ιερά σύνοδο» (Nos Pius… sacro approbante concilio). Αυτή η διαδικασία θα είχε το πλεονέκτημα τής άμεσης δημοσίευσης. Διατάγματα που ψηφίζονταν από τη σύνοδο έπρεπε να αναμένουν παπική επιβεβαίωση. (Βέβαια σε κάθε περίπτωση τα διατάγματα θα υποβάλλονταν σε παπικό έλεγχο.) Όσο για τον διορισμό ή την «αντιπαραβολή» σε εκκλησιαστικά επιδόματα, ο Πίος συμφωνούσε να προτείνει ένας επίσκοπος έξι, οκτώ ή δέκα κατάλληλους υποψηφίους, από τούς οποίους θα έκανε την επιλογή. Δεν θα ήταν καλό, έλεγε, να κάνουν οι επίσκοποι αυτούς τούς διορισμούς άμεσα, για να μην υπάρχει ο κίνδυνος να μεταφερθούν απλώς στις επισκοπές οι καταχρήσεις που έπρεπε να καταργηθούν στη Ρώμη.
Ο Πίος υποσχόταν να θέσει τέρμα στις καταχρήσεις που αφορούσαν τον παπικό φορέα κατασκευής και λειτουργίας τού ναού τού Αγίου Πέτρου (fabrica di S. Pietro), καθώς και τις σχετικές με τη «σταυροφορία τής Ισπανίας» (crociata di Spagna), αλλά ήθελε να το κάνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αποξενώσει τον Φίλιππο Β’. Τέλος, αφού αναφερόταν σε άλλα θέματα που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση, ο Πίος δήλωνε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση να καθορίσει η σύνοδος αν η διαμονή αποτελούσε ζήτημα «θείου ή θετικού νόμου». Εκείνος διέμενε στην έδρα του και σκόπευε να απαιτήσει και από άλλους επισκόπους να διαμένουν στη δική τους. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να αποφύγουν να επιδιώκουν την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων ως προς τη σχέση τής συνοδικής με την παπική εξουσία, όπως φαινόταν ότι ήσαν έτοιμοι να κάνουν ορισμένοι ιεράρχες στο Τρεντ.77
Δεν υπάρχουν λόγοι να αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια τής επιθυμίας τού Πίου Δ’ για μεταρρύθμιση, αλλά καθώς καρδινάλιοι και αξιωματούχοι τής κούρτης πρόσθεταν τη φωνή τους σε εκείνη τού Σιμονέττα, ο Πίος ανησύχησε. Αν πράγματι υπήρχε θεϊκός νόμος για την επισκοπική διαμονή, τον οποίο οι πάπες είχαν αποτύχει να επιβάλουν για πολλές γενιές, πιθανώς οι επίσκοποι έπρεπε να έχουν κάποιο είδος αποστολικής ευθύνης για την θεραπεία των ψυχών (Πρβλ. Πράξεις, 20:28). Προφανώς οι πάπες δεν έπρεπε να απαλλάσσουν επισκόπους από τη διαμονή στις επισκοπές τους, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που το είχαν κάνει για τόσον πολύ καιρό. Αν ο επίσκοπος Ρώμης μοιραζόταν την αποστολική αποστολή με τούς επισκοπικούς αδελφούς του, μήπως το παπικό πρωτείο (primatus) δεν έπρεπε πια να σημαίνει υπεροχή (plena potestas); Άραγε μια συνέλευση επισκόπων σε σύνοδο θα ήταν ανώτερη από τον πάπα;
Ο επισκοπισμός (episcopalianism) φαινόταν ότι αποτελούσε όχι μικρότερη απειλή για τα παπικά πρωτεία απ’ ό,τι ο συνοδισμός (conciliarism) πριν έναν αιώνα ή περισσότερο. Μήπως ήσαν δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος; Το πρόβλημα απασχολούσε την κούρτη από καιρό σε καιρό μέχρι την τέταρτη συνεδρίαση τής Πρώτης Συνόδου τού Βατικανού, που επιδίωξε (στις 18 Ιουλίου 1870) να καταστήσει σαφή για πάντα την αιωνιότητα τής υπεροχής τού Πέτρου.78 Στο μεταξύ αν η διαμονή αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για εκείνους, στους οποίους είχε ανατεθεί η θεραπεία τής ψυχής, μήπως οι αξιωματούχοι τής κούρτης και οι καρδινάλιοι που κατοικούσαν στη Ρώμη έπρεπε να εγκαταλείψουν τις επισκοπές τους και άλλα μακρινά επιδόματα;
Αν και το ζήτημα τής διαμονής των επισκόπων στις επισκοπές τους είχε σοβαρές επιπτώσεις, έπρεπε επίσης να προσεχτεί πολύ ο υπερβολικός αναδρομικός προβληματισμός. Το τρέχον ζήτημα φαινόταν σαφές. Όπως είχαν γράψει οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο στον Μπορρομέο (στις 23 Απριλίου), ο ανταγωνισμός για την διαμονή ήταν «ενός έθνους εναντίον όλων των άλλων εθνών». Αν και η ψηφοφορία τής 20ής Απριλίου δείχνει ότι η δήλωσή τους ήταν κάπως υπερβολική, είναι προφανές ότι το ζήτημα τής διαμονής χρησιμοποιούνταν ως μέσο διαμαρτυρίας, ακόμη και εξέγερσης, κατά τής κυριαρχίας των Ιταλών στο Ιερό Κολλέγιο και στην Kούρτη.
Τέσσερις μήνες αργότερα ο Μπορρομέο είχε την ευκαιρία να γράψει στους λεγάτους (στις 22 Αυγούστου 1562), ότι αν και ο Σαρλ ντε Γκυζ, ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης, είχε πει ότι δεν σχεδίαζε να συμμετάσχει στη Σύνοδο στο Τρεντ,
παρ’ όλα αυτά, καταλαβαίνουμε από τον νούντσιό μας στη Γαλλία [Πρόσπερο Σάντα Κρότσε], ότι ασχολείται ιδιαιτέρως και ότι παρακινείται από τη βασίλισσα και από άλλες μεγάλες προσωπικότητες, που τού έχουν υποσχεθεί όχι μόνο την υποστήριξη των Γάλλων αλλά επίσης και των Γερμανών, ενώ, πράγμα που είναι πιο σημαντικό, έχει πει εμπιστευτικά σε φίλο του, ότι πιστεύει ότι θα έχει και την υποστήριξη των Ισπανών, η οποία είναι ακόμη πιο σημαντική, καθώς ο ίδιος αρνείται και κρύβει την πρόθεσή του.79
Ο Πίος Δ’ αποφάσισε να στείλει περισσότερους Ιταλούς επισκόπους και μερικούς φιλο-παπικούς θεολόγους στο Τρεντ. Ο Μπορρομέο ενημέρωσε τον Σιμονέττα (με επιστολή τής 11ης Μαΐου 1562), ότι ο Πίος είχε επίσης σκεφτεί την αποστολή δύο ακόμη λεγάτων στη σύνοδο, τού ειδικού τού εκκλησιαστικού δικαίου Τζιοβανμπαττίστα Τσιτσάντα και τού πρώην διπλωμάτη Μπερνάρντο Ναβαγκέρο. Ο Τσιτσάντα θα μπορούσε να βοηθήσει τον Σιμονέττα ως «προστάτης» τής κούρτης και τής Αγίας Έδρας. Ο Ενετός Ναβαγκέρο θα μπορούσε να διατηρήσει τούς ιεράρχες τής Δημοκρατίας «στην αγάπη τής Δημοκρατίας προς αυτή την Αγία Έδρα» (la republica amorevole a questa Santa Sede).80 Αργότερα όμως δεν θεωρήθηκε φρόνιμο να προστεθούν στους πέντε λεγάτους που είχαν ήδη διοριστεί στη σύνοδο. Αν και οι αναφορές τού Σιμονέττα και οι φόβοι των καρδιναλίων και των αξιωματούχων τής κούρτης είχαν τεντώσει τα νεύρα τού Πίου και αυτός είχε γίνει έξω φρενών με τούς Γκονζάγκα και Σεριπάντο, που είχαν επιτρέψει να μετατραπεί το θέμα τής διαμονής σε τόσο επίμαχο ζήτημα, στις 11 Μαΐου έγραφε στους αγαπητούς του γιους (dilecti filii), τούς λεγάτους, με κάποια αυτοσυγκράτηση.
Ο Πίος είχε βέβαια αναφέρει, ότι δεν είχε ποτέ νιώσει τέτοια δυσφορία, όπως όταν είχε μάθει για τη «σύγχυση και τη διαφωνία» (confusione et disparere), που είχε προκληθεί από το άρθρο για τη διαμονή. Ως λεγάτοι έπρεπε να είχαν εργαστεί από κοινού και να είχαν συμφωνήσει τα πάντα εκ των προτέρων. Δεν έπρεπε να θέσουν το ζήτημα τής διαμονής σε ψηφοφορία στις 20 Απριλίου. Ο Πίος κατανοούσε, ότι οι λεγάτοι χρειάζονταν μορφωμένους ειδικούς τού εκκλησιαστικού δικαίου και σκόπευε να στείλει στο Τρεντ κάποιους καρδινάλιους, «οι οποίοι ελπίζουμε ότι θα σάς ικανοποιήσουν». Το Ιερό Κολλέγιο ήταν αποφασισμένο να προχωρήσει μαζικά (en masse) προς το Τρεντ, αν χρειαζόταν, για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, στο μέτρο που οι Γάλλοι πρότειναν την κατάργηση των επιδομάτων πρώτης χρονιάς (annates) και άλλων πηγών εσόδων, από τις οποίες εξαρτιόταν η αξιοπρέπεια και η αποτελεσματικότητά τους. Αλλά η Αγιότητά του είχε εμπιστοσύνη στην καλή διάθεση των λεγάτων και πίστευε ότι δεν θα ήσαν απαραίτητοι στη σύνοδο περισσότεροι καρδινάλιοι. Ο Πίος περίμενε με ενόχληση την άφιξη στη σύνοδο τού καρδινάλιου τής Λωρραίνης, «που δεν τον στέλνουμε εμείς, αλλά έρχεται μόνος του» (non mandato da noi, ma mosso da sè stesso).
Οι λεγάτοι έπρεπε να προχωρήσουν με τα άρθρα τής μεταρρύθμισης και τούς ορισμούς των δογμάτων. Ο Γάλλος πρεσβευτής Λουί ντε Λανσάκ προσπαθούσε να καθυστερήσει τη διαδικασία, μέχρι να φτάσουν αυτός και οι συνάδελφοί του στο Τρεντ. Δεν ήταν συνετό ούτε επιθυμητό να παραταθεί η σύνοδος αδικαιολόγητα, γιατί όπως έλεγε ο Πίος,
…οι Γάλλοι μάς ζητούν βοήθεια χωρίς τέλος κατά των Ουγενότων, ο αυτοκράτορας κατά των Τούρκων, οι Ελβετοί Καθολικοί εναντίον των Λουθηρανών και επίσης κατά τού δούκα τής Σαβοΐας. Πρέπει επίσης να είμαστε προετοιμασμένοι για τη δική μας άμυνα εναντίον των αιρετικών και για τον λόγο αυτόν αντιμετωπίζουμε υπερβολικές δαπάνες στην Αβινιόν. Ο σουλτάνος [Σουλεϊμάν] δεν θα μπορέσει να ζήσει πολύ περισσότερο. Πάσχει από υδρωπικία και έχει φθαρεί αρκετά στο μυαλό και στο σώμα…. Άρχοντές μου, επιδιώκουμε να τελειώσουμε αυτή τη σύνοδο γρήγορα και γόνιμα, να ενώσουμε το σύνολο τής Χριστιανοσύνης και να στρέψουμε τα όπλα μας κατά των απίστων, των αιρετικών και των σχισματικών…81
Από τα δώδεκα άρθρα για τη μεταρρύθμιση, τα οποία είχαν υποβληθεί στη γενική σύναξη τής 11ης Μαρτίου, δύο απορρίφθηκαν κατά τις συνοδικές συζητήσεις, δηλαδή τα υπ’ αριθ. 10 και 11 που αφορούσαν παράνομους γάμους. Στις 21 Απριλίου η σύναξη άρχισε την εξέταση των δέκα άρθρων που παρέμεναν. Η συζήτηση συνεχιζόταν για μέρες. Οι ιεράρχες που είχαν επιλεγεί για τη σύνταξη τού σχεδίου γενικού διατάγματος για τη μεταρρύθμιση (μετά τη δραματική ψηφοφορία στις 20 Απριλίου) υπέβαλαν ένα μακρόπνοο και μη ικανοποιητικό κείμενο, το οποίο απορρίφθηκε στις 7 Μαΐου. Αναθεωρημένο και συντομευμένο το διάταγμα αυτό ήταν έτοιμο στις 12 Μαΐου, αλλά η αποδοχή του έπρεπε να αναβληθεί μέχρι την τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου «υπό τον Πίο Δ’» (sub Pio IV), την εικοστή συνεδρίαση στο Τρεντ. Απλώς δεν ήταν έτοιμο για υποβολή στην τρίτη δημόσια συνεδρίαση, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 14 Μαΐου (1562) στον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο.82
Η τρίτη συνεδρίαση αντικατέστησε με τελετουργικό όσα τής έλειπαν σε ουσία. Ο γραμματέας Μασσαρέλλι διάβασε (όπως μάς λέει) με τη συνηθισμένη του «δυνατή, καθαρή φωνή» τις διαπιστευτήριες επιστολές (mandata) των Ισπανών, Φλωρεντινών, Ούγγρων και Ενετών απεσταλμένων στη σύνοδο. Μέχρι να πάρουν οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο στις 15 Μαΐου την παραινετική επιστολή τού Πίου στις 11 τού μηνός, είχαν προσπαθήσει να διατηρήσουν το άρθρο για τη διαμονή. Δέκα όμως ημέρες αργότερα η σύνοδος ενημερωνόταν επισήμως, ότι το άρθρο για τη διαμονή θα επανεξεταζόταν αργότερα σε σχέση με το μυστήριο τής ιεροσύνης, επειδή φαινόταν ότι είχε μεγαλύτερη σχέση με το δόγμα παρά με τις μεταρρυθμίσεις.83
Τη μέρα που οι πατέρες ενημερώνονταν, ότι η σύνοδος θα επανερχόταν τελικά στο ζήτημα τής διαμονής σε σχέση με το μυστήριο τής ιεροσύνης (25 Μαΐου 1562), ο Φρανσίσκο ντε Βάργκας έγραφε στον Φίλιππο Β’ από τη Ρώμη, ότι είχαν σταλεί εντολές στους λεγάτους να σταματήσουν τα επιχειρήματα επί τού έντονα διαφιλονικούμενου ερωτήματος και να προχωρήσουν την εργασία στα άλλα εννέα άρθρα. Ο Βάργκας πίστευε, ότι οι πατέρες δεν θα επαναλάμβαναν τη συζήτηση για τη διαμονή. Ο πάπας, έλεγε, έριχνε ξεκάθαρα στους ώμους τού Σεριπάντο το μεγαλύτερο μέρος τής ευθύνης για τις συνοδικές διαμάχες, που διαιρούσαν την Καθολική Χριστιανοσύνη (σε περίοδο προτεσταντικής δύναμης και τουρκικής εξουσίας). Ο Πίος έλεγε αρκετά ανοιχτά, ότι είχε μετανιώσει που είχε προωθήσει τον Σεριπάντο και ότι θα πλήρωνε ευχαρίστως 50.000 δουκάτα, για να πάρει πίσω το καπέλο τού καρδιναλίου που τού είχε δώσει.84
Στη Ρώμη τα κουτσομπολιά διέδιδαν παράλογες φήμες. Ο νεαρός καρδινάλιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ανηψιός τού λεγάτου Έρκολε, ενημέρωνε τον θείο του, ότι αριθμός αξιωματούχων τής κούρτης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι ο Έρκολε και ο συνάδελφός του Σεριπάντο είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους, με πρόθεση να καταστρέψουν την κούρτη.85 Μόλις έφτασε στο Τρεντ (στις 15 τού μηνός) η φιλοκατήγορη και επιτιμητική επιστολή τού Πίου Δ’ τής 11ης Μαΐου, ο Σεριπάντο απεύθυνε μακροσκελή, υπερασπιστική απάντηση στον Μπορρομέο στις 17 τού μηνός, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί περισσότερες από μία φορά. Επαναλαμβάνοντας την ιστορία τής διαμάχης, δικαιολογούσε πλήρως τον εαυτό τού και τον Έρκολε Γκονζάγκα και έδειχνε την περιφρόνησή του για τούς ταραξίες τού Τρεντ, των οποίων οι κακόβουλες επιστολές προς τη Ρώμη είχαν διαστρεβλώσει τα γεγονότα.86
Ο Έρκολε Γκονζάγκα είχε ισχυρούς συγγενείς στη Γερμανία και ηγεμονικό κύρος στην Ιταλία. Υπήρχε ευρεία ανησυχία στο Τρεντ, ότι αν στελνόταν ο Τσιτσάντα ως «επικεφαλής τής συνόδου», ο Γκονζάγκα θα έφευγε, όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Μπορρομέο ότι θα έκανε, σε εντυπωσιακή επιστολή τής 16ης Μαΐου (1562).87 Τώρα υπήρχε φόβος και στη Ρώμη, γιατί η αναχώρηση τού Γκονζάγκα θα μπορούσε να προκαλέσει διεθνή αναταραχή. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, το θέμα τής επισκοπικής διαμονής είχε μετατραπεί σε ζήτημα μεγάλης σημασίας σε όλη την Καθολική Ευρώπη, σε σύνθημα των εκκλησιαστικών και των ηγεμόνων εναντίον τής ιταλικής κυριαρχίας στην Εκκλησία.
Μεταξύ των αντικρουομένων αναφορών που έρχονταν από τη Ρώμη στο Τρεντ, όπως έγραφε στον Φρανσίσκο ντε Βάργκας ο Αντόνιο Αγκουστίν, ο επίσκοπος τής Λέριδα, ήταν μία σύμφωνα με την οποία ο Πίος Δ’ είχε πει, ότι η επισκοπική διαμονή ήταν πράγματι θείας χειροτονίας, αλλά ότι η σχετική δημόσια δήλωση θα κατέστρεφε την παπική κούρτη [η οποία ήταν στην πραγματικότητα η άποψη τού Σιμονέττα]. Η διχόνοια είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που υπήρχε κίνδυνος σχίσματος. Λεγόταν ότι ο Γκονζάγκα είχε ζητήσει «άδεια αναχώρησης» (licentia abeundi). Ο Αγκουστίν δεν ήταν μάλιστα σίγουρος αν θα περίμενε να έρθει αυτή. Η απουσία του θα προκαλούσε θλίψη. Η ευγένειά του ήταν αδιάλειπτη «και τόσο μεγάλος κύριος, όπως η εξοχότητα σας γνωρίζει» (y un tan gran Señor, como vuestra Señoría sabe). Σύμφωνα με μερικά από τα κουτσομπολιά, οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο είχαν δηλώσει, ότι ο Πίος Δ’ τούς είχε εξαπατήσει μη καθιστώντας σαφές τι είδους σύνοδο ήθελε, γιατί δεν ήσαν διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τις αθέμιτες πρακτικές τής κούρτης.88
Στις 6 Ιουνίου ο Μπορρομέο έγραψε στον Σεριπάντο, απαντώντας στη μακροσκελή απολογία του τής 17ης Μαΐου, την οποία, έλεγε ο καρδινάλιος-ανηψιός, ο πάπας είχε διαβάσει. Η Αγιότητά του φερόταν ικανοποιημένος με τη γενική πρόοδο τής συνόδου. Όσο για το άρθρο για τη διαμονή όμως, αν και καταλάβαινε ότι όλοι παρακινούνταν από υγιή ζήλο, «δεν μπορούσε να μην επιρρίψει την ευθύνη» στους λεγάτους, που είχαν επιτρέψει να τεθεί το άρθρο σε ψηφοφορία. Μόλις είχαν δει «τέτοια διαφωνία των πατέρων σε αυτό το άρθρο» (tanta discordia de’ padri in detto articolo), έπρεπε να προσπαθούσαν ήσυχα να το θάψουν. Δεν υπήρχε πιθανότητα να βρεθεί ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα με μυστική ψηφοφορία. Το αποτέλεσμα ήταν σκάνδαλο, για το οποίο μόνο οι εχθροί τής Αγίας Έδρας μπορούσαν να χαίρονται.
Παρ’ όλα αυτά η Αγιότητά του εξακολουθούσε να έχει για τον Σεριπάντο την πολύ καλή γνώμη που είχε πάντοτε, ενώ ήταν βέβαιος, ότι κάθε μέρα ο Σεριπάντο θα τού έδινε τώρα λόγους για να τον έχει σε ακόμη μεγαλύτερη εκτίμηση.89 Ο Σεριπάντο φαινόταν ευχαριστημένος με αυτή την επιστολή και ζήτησε την άδεια από τον Μπορρομέο να τη δείξει στους φίλους του, αλλά όπως είχε γράψει ο Βάργκας στον Φίλιππο Β’ στις 2 Ιουνίου, ο πάπας ήταν απροκάλυπτα εχθρικός με τον Σεριπάντο, μέχρι τού σημείου να λέει, ότι αν είχε ακούσει απλώς τον Βάργκας από την πρώτη στιγμή, δεν θα είχε κάνει ποτέ καρδινάλιο τον Σεριπάντο.90 Την ίδια στιγμή που ο Μπορρομέο έγραφε στον Σεριπάντο, έστελνε επίσης μήνυμα (κρυπτογραφημένο) στον Σιμονέττα, ότι αφού ο Έρκολε Γκονζάγκα είχε προσπαθήσει να εξηγήσει με απολογητικούς τόνους τα «πώς και γιατί» τής φιλονικίας στο Τρεντ, η Αγιότητά του μπορούσε μόνο να ελπίζει, ότι στο εξής ο Γκονζάγκα θα ακολουθούσε καλύτερη πορεία δράσης. Ειδοποιήθηκε ο Σιμονέττα να αντιμετωπίζει πιο απαλά τον Γκονζάγκα «και με όλη την πραότητα και ευγένεια τού κόσμου και δείχνοντας εμπιστοσύνη» (et con tutta la mansuetudine et cortesia del mondo et mostrargli confidenza). Αν και έπρεπε να φαίνεται ότι είχε εμπιστοσύνη στον Γκονζάγκα, ο Σιμονέττα έπρεπε να έχει τα μάτια τού ανοιχτά, να ακολουθεί τις προηγούμενες οδηγίες του και να μη συμφωνήσει σε τίποτε αντίθετο με την επιθυμία τού πάπα. Εν μέσω των δοκιμασιών στο Τρεντ, θα εύρισκε χρήσιμους τούς οπαδούς τής κούρτης ιεράρχες, όπως τον Μπονκομπάνι, τον Καστάνια, τον ελεγκτή Παλεόττι και άλλους.91
Κατά την τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου «υπό τον Πίο Δ’» (sub Pio IV), που πραγματοποιήθηκε στον μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο στις 4 Ιουνίου (1562), οι πατέρες ενέκριναν ένα διάταγμα με τριανταέξι ψήφους κατά, αναβάλλοντας μέχρι την επόμενη συνεδρίαση (στις 16 Ιουλίου) τις αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν σε σχέση με τη μεταρρύθμιση καθώς και με το δόγμα.92 Λόγω ασθένειας, ο Γκονζάγκα δεν ήταν παρών κατά την τέταρτη συνεδρίαση, στην οποία συμμετείχαν πέντε πρέσβεις, δύο πατριάρχες, δεκαεπτά αρχιεπίσκοποι, 128 επίσκοποι, δύο ηγούμενοι, τέσσερις στρατηγοί θρησκευτικών Ταγμάτων και 73 θεολόγοι, πέρα από τούς τέσσερις λεγάτους και τον καρδινάλιο Λοντοβίκο Μαντρούτσο.93 Στους θεολόγους περιλαμβάνονταν οι Ντιέγκο Λαϋνέζ, Αλφόνσο Σαλμερόν και Πέδρο ντε Σότο, οι οποίοι ήσαν μεταξύ των πνευματικών φωστήρων τής εποχής.
Ήταν εντυπωσιακή συγκέντρωση, αλλά δεν είχε καταφέρει πολλά. Για τούς φωνασκούντες Ισπανούς η επισκοπική διαμονή παρέμενε το βασικό στοιχείο τής μεταρρύθμισης. Ενώ οι λεγάτοι πάλευαν, κατόπιν επιμονής τού πάπα, να θέσουν το ζήτημα αυτό κατά μέρος, είχαν αντιμετωπίσει νέο πρόβλημα, όταν στις 18 Μαΐου (1562) έφτασε στο Τρεντ ο Λουί ντε Λανσάκ ως Γάλλος απεσταλμένος στη σύνοδο. Στις επόμενες λίγες ημέρες είχε ενωθεί με δύο συναδέλφους, «σταλμένους από τον βασιλιά τής Γαλλίας … στην ιερά Σύνοδο» (mandati dai re di Francia… al sacro Concilio).94 Ο Λανσάκ και οι συνάδελφοί του απεσταλμένοι είχαν μόλις παρουσιάσει στους λεγάτους τις απαιτήσεις τής γαλλικής κυβέρνησης, ότι η τρέχουσα διαδικασία έπρεπε να αναγνωριστεί ως νέα σύνοδος, νέα προσπάθεια επίλυσης τού θρησκευτικού προβλήματος, πράγμα το οποίο (όπως είδαμε) θα ακύρωνε τα δογματικά διατάγματα των δύο πρώτων περιόδων τής συνόδου (στις οποίες οι Γάλλοι δεν είχαν εκπροσωπηθεί). Ευτυχώς όμως, όπως έγραφαν οι λεγάτοι στον Μπορρομέο (την 1η Ιουνίου), οι Γάλλοι είχαν συμφωνήσει, για το άμεσο μέλλον τουλάχιστον, να είναι ικανοποιημένοι με την φιλο-αυτοκρατορική θέση, ότι δεν θα υπήρχε επίσημη δήλωση για το αν οι τρέχουσες συνεδριάσεις αποτελούσαν τις εργασίες εντελώς νέας συνόδου ή τη συνέχιση τής παλιάς.95
Για τον Φίλιππο Β’ αυτή η ασάφεια είχε κρατήσει πολύ. Όπως και ο ισπανικός κλήρος, που επιθυμούσε τη διατήρηση των δογματικών αποφάσεων των προηγουμένων συνεδριάσεων, ο Φίλιππος θεωρούσε την Τριντεντινή συνέλευση τού 1562 ως συνέχεια εκείνης πριν από μια δεκαετία. Ο Πίος Δ’ τον είχε διαβεβαιώσει ότι αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα, αλλά ο Φίλιππος ήθελε τώρα κάποια επίσημη επιβεβαίωση τού γεγονότος.96 Όμως οι Ισπανοί επίσκοποι στο Τρεντ είχαν επικεντρωθεί (όπως γνωρίζουμε πολύ καλά) στη συνοδική αναγνώριση τού «θείου δικαιώματος διαμονής» (ius divinum residentiae) ως θεμέλιου τής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης. Θα ήταν δύσκολο να προχωρήσουν ταυτόχρονα και στα δύο μέτωπα. Το βασιλικό ενδιαφέρον για τη συνέχεια γινόταν εμπόδιο στην επιμονή των επισκόπων για τον θεϊκό νόμο τής διαμονής.
Οι φιλο-αυτοκρατορικοί και οι Γάλλοι ήσαν ολόψυχα υπέρ τής διακήρυξης τού θείου νόμου τής διαμονής, αλλά ήσαν εξίσου αντίθετοι στο ότι η σύνοδος στην οποία συμμετείχαν ήταν κατά κάποιο τρόπο συνέχιση εκείνης που είχε ανασταλεί στα τέλη Απριλίου 1552. Όμως οι φιλο-αυτοκρατορικοί, οι Γάλλοι και οι Ισπανοί στέκονταν μαζί κατά των Ιταλών, πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια, ότι δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός Ιταλών μεταρρυθμιστών, συμπεριλαμβανομένων των Γκονζάγκα και Σεριπάντο. Ο Σερμονέττα εξοργιζόταν που οι δύο ανώτεροι λεγάτοι θα έθεταν την ευημερία τής Εκκλησίας πάνω από εκείνη τής Αγίας Έδρας και τής κούρτης. Βρήκε λοιπόν «όμορφη ευκαιρία» να διαχωρίσει τούς Γάλλους από τούς Ισπανούς με τη διαφωνία τους ως προς το ζήτημα τής «συνέχειας». Αλλά τι έκαναν οι Γκονζάγκα και Σεριπάντο; Προς ακραία ενόχληση τού Σιμονέττα έφεραν τις αντίθετες δυνάμεις μαζί, «συνεχίζοντας» τη σύνοδο, χωρίς ποτέ να διατυπώσουν με λόγια το γεγονός.97
Ένας τρόπος «συνέχισης» τής συνόδου, χωρίς να λέγεται αυτό, ήταν να επαναλάβουν τις δογματικές συζητήσεις ακριβώς από το σημείο στο οποίο είχαν διακοπεί αυτές το 1552. Αυτό έγινε σε γενική σύναξη στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία Ματζιόρε στις 6 Ιουνίου (1562), όταν οι λεγάτοι ανακοίνωσαν, ότι η επόμενη «ύλη» (materia) που έπρεπε να αντιμετωπιστεί θα ήταν το μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας, το ζήτημα των «δύο ειδών» (utraque species) και η κοινωνία των παιδιών. Αυτά ήσαν όλα πολύ καλά για τούς Ισπανούς επισκόπους, αλλά το «άρθρο τής διαμονής» (articulus residentiae) δεν έπρεπε να παραμεριστεί. Ο Πέδρο Γκερρέρο, ο αρχιεπίσκοπος Γρανάδας, κατέστησε απολύτως σαφές, ότι οι Ισπανοί δεν επρόκειτο ποτέ να ξεχάσουν εκείνο το ζήτημα, «αλλά διατηρείται στη μνήμη και πρέπει να διατηρείται πάντοτε» (sed memoria retinet et semper retinebit).
Ο Τζιανμπαττίστα Καστάνια, αρχιεπίσκοπος τού Ροσσάνο, εξοργίστηκε από το γεγονός ότι οι Ισπανοί επανέφεραν το ζήτημα τής διαμονής σε κάθε σύναξη και καθιστούσαν αδύνατο να προχωρήσουν σε άλλα θέματα (unde ceterarum rerum processus interrumperetur). Kαθώς οι έτοιμοι για μάχη επίσκοποι παρατάσσονταν με τη μία ή την άλλη πλευρά, ο Έρκολε Γκονζάγκα, φοβούμενος μην κατέβουν οι μορφωμένοι πατέρες σε επίπεδο φιλονικίας ταβέρνας (rixae iam excitatae periculum prospiciens), υποσχέθηκε επισήμως ότι σε εύθετο χρόνο, όταν θα έφταναν στο μυστήριο τής ιεροσύνης, θα αντιμετωπιζόταν το ζήτημα τής διαμονής.98 Όμως ήταν προσεκτικός να μη δώσει καμία ένδειξη ως προς το πότε θα συνέβαινε αυτό. Παρά το γεγονός ότι ο πάπας και ο Μπορρομέο ήθελαν να θάψουν οι λεγάτοι το άρθρο για τη διαμονή «εντελώς» (del tutto) ή τουλάχιστον να το αναβάλουν επ’ αόριστον στο μέλλον χωρίς κανενός είδους δέσμευση, είχαν στην πραγματικότητα επιτρέψει στους λεγάτους (στην επιστολή τους τής 23ης Μαΐου) να αναβάλουν τη συζήτηση για τη διαμονή «μέχρι να έρθει το μυστήριο τής ιεροσύνης» (finchè si tratterà de sacramento ordinis).99
Πιεζόμενος ιδιαίτερα στη θυελλώδη σύναξη τής 6ης Ιουνίου ο Γκονζάγκα είχε ενεργήσει εντός των ορίων τής απόφασης που τού επέτρεπε ο πάπας. Δεν ήταν δικό του σφάλμα που είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη λιγότερο επιθυμητή επιλογή τού πάπα, αλλά η υπόσχεσή του προς τούς επισκόπους δεν τον καθιστούσε προσφιλή στους οπαδούς τής κούρτης. Λίγους μήνες αργότερα ο θεϊκός νόμος τής διαμονής θα ερχόταν στο προσκήνιο, με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και καταστρέφοντας σχεδόν τη σύνοδο.
Ο Έρκολε Γκονζάγκα είχε χάσει την εμπιστοσύνη τού πάπα. Είχε επίσης βαρεθεί τούς εριστικούς και κουραστικά φλύαρους επισκόπους. Έχοντας προειδοποιήσει τον Μπορρομέο στα μέσα Μαΐου (1562) για την πρόθεσή του να παραιτηθεί, αν στελνόταν ο Τσιτσάντα ως πρώτος λεγάτος στη σύνοδο, ο Γκονζάγκα ήθελε να απαλλαγεί από το δυσάρεστο καθήκον του στο Τρεντ. Στη διάρκεια ολόκληρου τού Ιούνιου έκανε σχέδια και έπαιρνε μέτρα για να πετύχει την παραίτησή του, για την οποία χρειαζόταν την άδεια τού πάπα. Ο Μπορρομέο όμως προσπαθούσε να επουλώσει το χάσμα μεταξύ Γκονζάγκα και πάπα. Την άνοιξη τού 1560 η αδελφή τού καρδινάλιου-ανηψιού, η Καμίλλα, είχε παντρευτεί τον ανηψιό του Έρκολε, τον Τσέζαρε Γκονζάγκα, μεγαλύτερο γιο τού γνωστού Φερράντε.100 Η ένωση με την οικογένεια ενός εν ενεργεία πάπα ήταν πάντοτε περιζήτητη και ο Έρκολε ήταν ευχαριστημένος με τον γάμο τού νεαρού Τσέζαρε, γιατί ο ίδιος είχε αυξήσει την επιρροή του στην κούρτη. Ο Έρκολε βέβαια είχε χάσει την τιάρα από τον Τζιανάντζελο Μέντιτσι στο μακρύ κογκλάβιο τού 1559, όταν, λόγω τής παρεμβολής τής Ισπανίας, είχε αποκλειστεί από την εκλογή. Ο ηγεμονικός Έρκολε έβλεπε αναμφίβολα ως νεόπλουτο τον Πίο Δ’, τον αδελφό τού θορυβώδους φρούραρχου τού Μούσσο, αλλά ήταν εποχή για νεόπλουτους πάπες. Εν πάση περιπτώσει ο Έρκολε είχε βαρεθεί την Ισπανία, κυρίως τούς Ισπανούς επισκόπους.
Παρά τις θρησκευτικές ταραχές στη Γαλλία, δεν υπήρχε κανένας λόγος αναστολής τής συνόδου. Η Καθολική μεταρρύθμιση ήταν ελλιπής. Εκτός από το άρθρο για τη διαμονή υπήρχαν δογματικά διατάγματα που έπρεπε να παραχθούν και να εγκριθούν. Ο Τσιτσάντα δεν στάλθηκε στο Τρεντ. Στις 29 Ιουνίου (1562), καθώς ο Λεονάρντο Μαρίνι, αρχιεπίσκοπος τού Λαντσιάνο, ετοιμαζόταν να επιστρέψει από τη Ρώμη στο Τρεντ, πήρε εντολή να διαβεβαιώσει τούς λεγάτους, ότι οι φήμες για «διάλυση» τής συνόδου ήσαν απολύτως αβάσιμες. Ο Πίος Δ’ ενημέρωσε τον Μαρίνι, ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να σταματήσει όλα τα λόγια, «αν και θα μπορούσα να πω ότι λένε ψέματα» (se ben potemo fare che dicano la bugia).
Ο Πίος δεν είχε ενθαρρύνει τούς ηγεμόνες να στέλνουν απεσταλμένους τους στο Τρεντ χωρίς λόγο. Είχε πλήρη επίγνωση τής δαπάνης, καθώς και τής ενόχλησης, που βρισκόταν μπροστά. Οι δύο πρώτες περίοδοι τής συνόδου είχαν καταστήσει όλα αυτά σαφή. Είχε θεσπίσει μεταρρυθμίσεις στη Ρώμη (όπως τον έχουμε ήδη ακούσει να λέει), οι οποίες είχαν κοστίσει στην Αγία Έδρα περισσότερα από 200.000 σκούδα. Η σύνοδος ήταν «ανοιχτή». Θα παρέμενε τέτοια. Ποτέ δεν είχε την πρόθεση να την αναστείλει ή να τη διαλύσει, αλλά ήταν αποφασισμένος να τη δει να κάνει τη δουλειά της ακριβώς μέχρι το τέλος.101 Η παραίτηση λοιπόν τού Έρκολε Γκονζάγκα από τη θέση τού πρώτου πρόεδρου τής συνόδου δεν έγινε αποδεκτή και στις 6 Ιουλίου ακόμη και ο Σιμονέττα αναγνώρισε, ότι αν την είχε αποδεχτεί ο πάπας, «θα ήταν σκάνδαλο για όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα γι’ αυτούς που βρίσκονται εδώ στη σύνοδο».102
Οι συνοδικοί πατέρες μπορούσαν τώρα να εργαστούν με κάποιο βαθμό ειρήνης. Ο Φίλιππος Β’, ο οποίος αγωνιούσε για την επιτυχία τής συνόδου όσο και ο Πίος Δ’, βοήθησε να συγκρατηθεί για λίγο η έχθρα των Ισπανών επισκόπων στο ζήτημα τής διαμονής. Μαλάκωσε επίσης τη δική του απαίτηση για επίσημη δήλωση, που θα επιβεβαίωνε τη συνέχεια αυτής τής τρίτης περιόδου τής συνόδου με τις προηγούμενες δύο.103 Βδομάδα με τη βδομάδα, με εξαιρετικά κοπιαστική λεπτομέρεια, οι πατέρες συζητούσαν τα άρθρα και τούς κανόνες «για τη χρήση τού μυστηρίου τής Θείας Ευχαριστίας» (de usu sacramenti Eucharistiae) και το δόγμα και τούς κανόνες «για την κοινωνία και με τα δύο είδη και την κοινωνία των μικρών» (de communione sub utraque specie et parvulorum).104
Οι απεσταλμένοι τού αυτοκράτορα Φερδινάνδου και τού Άλμπρεχτ Ε’ τής Βαυαρίας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξασφαλίσουν την πρόσβαση των λαϊκών στο δισκοπότηρο. Προσφωνώντας τη σύνοδο στις 27 Ιουνίου (1562), ο απεσταλμένος τού Άλμπρεχτ, ο Δρ Άουγκουστιν Μπαουμγκάρτνερ (Παουμγκάρτνερ), είχε τρία αιτήματα: τη μεταρρύθμιση τού κλήρου, την κοινωνία και με τα δύο είδη και την αποδοχή των παντρεμένων ανδρών στην ιεροσύνη. Οι απεσταλμένοι (oratores) τού αυτοκράτορα παρουσίασαν γραπτή αναφορά προς τούς πατέρες, ζητώντας κοινωνία «και με τα δύο είδη» (sub utraque specie) για εκείνους «που με πολύ ζήλο απαιτούσαν να τούς δοθεί το δισκοπότηρο» (qui magno quodam zelο calicem sibi dari expetunt) στη Βοημία, Ουγγαρία, Αυστρία, Μοραβία, Σιλεσία, Καρινθία, Καρνιόλα, Στυρία, Βαυαρία, Σουηβία, και σε «πάρα πολλές περιοχές τής Γερμανίας».105
Αναφερόμενος στο αιώνιο ζήτημα τής μεταρρύθμισης, ιδιαίτερα στο θέμα των εκκλησιαστικών επιδομάτων, ο Λοντοβίκο Μπεκκαντέλλι, αρχιεπίσκοπος Ραγούσας, δήλωνε ότι έπρεπε να υπάρχει προσοχή, ώστε να μη γίνονται πολύ αυστηρές οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την είσοδο στην ιεροσύνη. Οι τουρκικές κατακτήσεις, όπως οι λουθηρανικές κατασχέσεις (και ο θρησκευτικός πόλεμος, που μαινόταν τότε στη Γαλλία), είχαν εξαφανίσει εκκλησιαστικές γαίες και κληροδοτήματα. Σε ορισμένες περιοχές τής Χριστιανοσύνης, στη Δαλματία για παράδειγμα, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου επιδόματα, επαρκή για να υποστηρίξουν έναν ιερέα. Εκείνοι που θα υπηρετούσαν την Εκκλησία ήσαν πολύ φτωχοί, «αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν πρέπει να περιφρονούνται, γιατί αποτελούν τα απομεινάρια διάσημου έθνους και τούς αξίζει απολύτως το όνομα τού Χριστιανού». Όσο πιο ταλαίπωροι ήσαν, τόσο περισσότερο έπρεπε να τούς βοηθήσει η Μητέρα Εκκλησία. Η πολύ σκληρή εφαρμογή των περιορισμών στη διατήρηση επιδομάτων, κληρονομιών και συντάξεων θα μπορούσε πολύ γρήγορα να στερήσει τούς Δαλματούς από ιερατείο, «με τον μεγάλο κίνδυνο τής μετατροπής τους σε απίστους ή αιρετικούς, γιατί οι Τούρκοι και το ελληνικό τελετουργικό τούς πιέζουν από όλες τις πλευρές και δεν έχουν κανένα άλλο καταφύγιο στη δυστυχία τους πέρα από την προσφυγή σε προσευχές και λειτουργίες».106
Καθώς ο Μπεκκαντέλλι ξανακαθόταν στο κάθισμά του, σηκώθηκε για να μιλήσει συμφωνώντας ο Τζιρολάμο Σαβορνιάν, ο επίσκοπος τού Σεμπένικο (Σίμπενικ). Ο Σαβορνιάν προειδοποίησε επίσης τούς πατέρες, να μην επιδιώκουν να παρακρατήσουν από τη χειροτονία «εκτός από τον τίτλο το όφελος» (nisi ad titulum beneficii). Στο Σεμπένικο τα λεγόμενα επιδόματα εφημέριου ήσαν τόσο μικρά,
που αν πολλοί «ωφελούμενοι ιερείς» δεν αναζητούσαν τα προς το ζην στην τέχνη τής αλιείας (arte piscatoria), δεν θα μπορούσαν να τραφούν και να συντηρηθούν και αυτό έχει συμβεί επειδή ολόκληρη η γύρω εύφορη γη έχει καταληφθεί από τούς Τούρκους. Δεδομένου ότι στο ποίμνιο που έχει ανατεθεί στη φροντίδα μου υπάρχουν 15.000 ψυχές, οι οποίες χρειάζονται πολλούς ιερείς για την τέλεση των μυστηρίων τής Εκκλησίας, πρέπει να δοθεί αρκετή προσοχή στις ανάγκες μου. Πιστεύω, αν μού παραχωρηθεί η αρμοδιότητα, ότι χειροτονώντας [ιερείς] πρέπει να κοιτάζω μόνο την ακεραιότητα και την κατάρτιση των υποψηφίων, δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα επιδόματα εφημέριου δεν αποφέρουν κανένα εισόδημα. Οι πόροι των λαϊκών είναι επίσης τόσο ισχνοί, που χωρίς κάποια επιπλέον επιμέλεια δεν επαρκούν για να παρέχουν τα προς το ζην.107
Παρά τα πρακτικά αυτά προβλήματα, η σύνοδος σημείωνε τελικά πρόοδο στις προσπάθειές της να αποσαφηνίσει το δόγμα. Στις 16 Ιουλίου (1562), κατά την εικοστή πρώτη συνεδρίαση τής συνόδου, την πέμπτη υπό τον Πίο Δ’, οι πατέρες ενέκριναν το αλησμόνητο διάταγμα «για την κοινωνία και με τα δύο είδη και την κοινωνία των μικρών» (de communione sub utraque specie et parvulorum). Καθιερωνόταν τώρα το δόγμα, ότι «ο όλος και αμέριστος Χριστός χορηγείται στον κοινωνό είτε με τον οίνο ή με την όστια» (totum et integrum Christum ac verum sacramentum sub qualibet specie sumi) και ότι τα παιδιά, «μη διαθέτοντας χρήση τής λογικής» (usu rationis carentes), δεν χρειάζεται να κοινωνούν. Σε τέσσερις κανόνες που επισυνάπτονταν στο διάταγμα, αναθεματίζονταν, ως συνήθως, εκείνοι που διατηρούσαν αντίθετες απόψεις.108
Στην ομιλία του προς τη σύνοδο ο Αντρέα Ντουντίτιο (Ντούντιτς) Σμπαρντελάττι, επίσκοπος τού Κνιν επί τού ποταμού Κίρκα στη δυτική Κροατία, επιτέθηκε στους Λούθηρο, Μέλανκτον, Τσβίνγκλι, Οικολαμπάντιους, Μπούτσερ, Κάσπαρ φον Ζβένκφελντ «και αμέτρητους άλλους». Ο Σμπαρντελάττι εκπροσωπούσε τον ουγγρικό κλήρο.109 Η καταδίκη των Προτεσταντών —και των Τούρκων— αποτελούσε φυσική ενασχόληση στις εκκλησιαστικές συνελεύσεις. Αλλά τι θα γινόταν άραγε με το αίτημα τού αυτοκράτορα και τού δούκα τής Βαυαρίας, να επιτραπεί στους λαϊκούς ο οίνος καθώς και η όστια; Οι Γάλλοι δεν είχαν καμία αντίρρηση για την παραχώρηση τού δισκοπότηρου στους λαϊκούς.110 Οι Ισπανοί έφερναν αντιρρήσεις και έτσι το θέμα αναβλήθηκε για εξέταση στην επόμενη συνεδρίαση, η οποία επρόκειτο να συγκληθεί στις 17 Σεπτεμβρίου.111 Οι αυτοκρατορικοί πρέσβεις στη σύνοδο, ο Γκέοργκ Ντράσκοβιτς και ο Σίγκισμουντ φον Τυν, ήσαν στενοχωρημένοι από την καθυστέρηση και διαμαρτύρονταν (αλλά μάταια) στους λεγάτους, οι οποίοι δεν ήξεραν πού να στραφούν.112
Για τον Φερδινάνδο και τον Άλμπρεχτ τής Βαυαρίας οι πολιτικές καθώς και θρησκευτικές συνέπειες τού δισκοπότηρου ήσαν πολύ σημαντικές. Μάλιστα πίστευαν ότι η χρήση του από τούς λαϊκούς ήταν αναγκαία για να διατηρηθεί ο Καθολικισμός στη Γερμανία, από την οποία, με την εγκαθίδρυση κάποιου είδους δογματικής ειρήνης, ο Φερδινάνδος έλπιζε για βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Αργότερα κατά το έτος 1562 (όπως είδαμε) ήταν τελικά σε θέση να κάνει ειρήνη με την Πύλη, κυρίως χάρη στην ευφυή και ευγενική επιμονή τού Μπουσμπέκ. Στο μεταξύ οι πατέρες στο Τρεντ συζητούσαν και διαφωνούσαν επί πολλές, σκληρές εβδομάδες επί των προτεινόμενων άρθρων και κανόνων για τη θυσία στη λειτουργία. Σε γενική σύναξη στις 22 Αυγούστου (1562) τέθηκαν ενώπιον τής συνόδου για εξέταση δύο ερωτήματα: Πρώτον, αν και κάτω από ποιους όρους μπορούσε να χορηγηθεί κοινωνία και με τα δύο είδη στη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Βοημία, την Αυστρία και άλλες χώρες των Αψβούργων. Και δεύτερον, αν έπρεπε να παραχωρηθεί στους αρχιεπισκόπους και επισκόπους η αρμοδιότητα να επιτρέπουν σε βοηθούς ιερείς μέσα στις επισκοπές τους να παραδίδουν το δισκοπότηρο στα λαϊκά μέλη των ενοριών τους που το ζητούσαν.113
Στις 27 Αυγούστου ο Ντράσκοβιτς απευθύνθηκε στη σύνοδο για την «παραχώρηση τού δισκοπότηρου» (concessiο calicis). Έλεγε ότι όποτε συγκαλούνταν αυτοκρατορικές δίαιτες για να εξετάσουν τον πόλεμο κατά των Τούρκων, προέκυπτε αμέσως το ζήτημα τού δισκοπότηρου, με την απαίτηση να είναι διαθέσιμο σε όλους (ut calicis usus omnibus communis sit). Κατόπιν κάθε σημαντικό θέμα, πάνω απ’ όλα η υπεράσπιση τής Χριστιανοσύνης κατά των Τούρκων, αναβαλλόταν για κάποια μεταγενέστερη ημερομηνία. Αν δεν κατόρθωνε κάποιος να τερματίσει αυτή τη διχόνοια και αυτές τις αντιπαραθέσεις, «πράγμα που ελπίζουμε ότι θα γίνει, όταν επιτραπεί η χρήση τού δισκοπότηρου», οι βάρβαροι Τούρκοι θα καταλάμβαναν γρήγορα τη Γερμανία, καθώς και το σύνολο τής Ουγγαρίας!114
Οι συζητήσεις «για την παραχώρηση τού δισκοπότηρου» (de concessione calicis) άρχισαν στις 28 Αυγούστου και συνεχίστηκαν επί ατελείωτες ώρες μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου (1562).115 Ο Γερμανόφιλος καρδινάλιος Λοντοβίκο Μαντρούτσο μίλησε πρώτος. Όλοι ήξεραν τι θα έλεγε: η σύνοδος μπορούσε και έπρεπε να αποδεχτεί το αυτοκρατορικό αίτημα για πρόσβαση των λαϊκών στο δισκοπότηρο. Οι πατέρες πρόσεχαν να μην προσβάλλουν τον αυτοκράτορα, αλλά πολλοί από αυτούς, όπως ο Αντόνιο Έλιο, ο πατριάρχης τής Ιερουσαλήμ, αντιτάσσονταν στην παραχώρηση τού δισκοπότηρου, γιατί φοβούνταν ότι κάποιος αδέξιος αγροίκος θα έχυνε πάντοτε το αίμα τού Χριστού. Επίσης η χρήση τού δισκοπότηρου από τούς λαϊκούς ήταν αντίθετη με το έθιμο τής Εκκλησίας.116 Αν κάποιοι από τούς πατέρες θεωρούσαν, ότι ο Τζιανμπαττίστα Καστάνια τού Ροσσάνο μακρηγόρησε όταν μίλησε κατά τής παραχώρησης (στις 28 Αυγούστου),117 πρέπει να είχαν αποθαρρυνθεί κι άλλο με την έκταση τής υπεράσπισης τής παραχώρησης από τον Ντούντιτς Σμπαρντελάττι (στις 5 Σεπτεμβρίου).118 Όμως ο Σμπαρντελάττι ήταν δυνατός και καλά ενημερωμένος. Η σχεδόν χωρίς τέλος ομιλία τού Ντιέγκο Λαϋνέζ, όταν μίλησε κατά τής παραχώρησης (στις 6 Σεπτεμβρίου), ανακουφίστηκε από τη σημασία εκείνων που είχε να πει.119 Όταν το ζήτημα τέθηκε σε ψηφοφορία, οι διαφορές απόψεων των πατέρων προκαλούσαν σύγχυση.120
Ο Μασσαρέλλι υπολόγισε τις ψήφους και διαπίστωσε ότι 29 πατέρες είχαν ψηφίσει ευθέως για την παραχώρηση τού δισκοπότηρου. 31 ήσαν υπέρ τής παραχώρησης, αν δεν είχε αντίρρηση ο πάπας (cum remissione ad sanctissimum dominum nostrum). 19 ψήφισαν καταφατικά για τη χρήση τού δισκοπότηρου στην Ουγγαρία και τη Βοημία, αν δεν είχε αντίρρηση ο πάπας, 38 ήσαν εναντίον τής παραχώρησης, ενώ υπήρχαν και 10 ακόμη αρνητικές ψήφοι, με την προϋπόθεση ότι θα την απέρριπτε και ο πάπας. 24 θα παρέπεμπαν το ζήτημα τού δισκοπότηρου στον πάπα. Ας αποφάσιζε εκείνος. 14 απέφυγαν να δεσμευτούν στις 6 Σεπτεμβρίου, θεωρώντας ότι το θέμα απαιτούσε περαιτέρω διερεύνηση ή κάτι περισσότερο. Ένα άτομο παρέμενε «σε αμφιβολία» παρ’ όλες τις χρονοβόρες συζητήσεις. Συνολικά είχαν καταγραφεί 166 ψήφοι121 και τίποτε δεν είχε αποφασιστεί.
Υπήρχε προφανώς ένας μόνο τρόπος για να επιτευχθεί συμβιβαστική λύση, που θα ήταν αποδεκτή από την πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών στη σύνοδο. Ήταν πολύ απλός. Θα άφηναν το πρόβλημα τού δισκοπότηρου στον πάπα και αυτό έκαναν οι πατέρες όταν επανέλαβαν τις συζητήσεις τους «για την παραχώρηση τού δισκοπότηρου» (de concessions calicis) στις γενικές συνάξεις τής 15ης και 16ης Σεπτεμβρίου (1562), δηλώνοντας «να αναφερθεί ολόκληρη η υπόθεση στον αγιότατο κύριό μας» (integrum negotium ad sanctissimum dominum nostrum esse referendum).122 Κατά την εικοστή δεύτερη συνεδρίαση τής συνόδου, την έκτη υπό τον Πίο Δ’, που πραγματοποιήθηκε στον καθεδρικό ναό τού Τρεντ στις 17 Σεπτεμβρίου, οι πατέρες έδωσαν την τελική επιβεβαίωση τής απόφασής τους να ορίσουν τον πάπα ως διαιτητή για το δισκοπότηρο.123
Αργότερα, μετά το κλείσιμο τής συνόδου, με σειρά παπικών σημειωμάτων με ημερομηνία 16 Απριλίου 1564, ο Πίος Δ’ χορήγησε το δισκοπότηρο στους λαϊκούς στη Γερμανία, τη Βοημία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, αλλά μόνο κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες (όπως θα έδειχνε ο χρόνος) δεν θα τηρούνταν σωστά. Στην αρχή η παραχώρηση τού δισκοπότηρου φαινόταν να σώζει τον Καθολικισμό σε ορισμένες περιοχές. Όμως έχοντας αποκτήσει τον οίνο τής θυσίας, οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνονταν μάλλον γρήγορα να χάνουν το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν. Στο σύνολό τους οι Γερμανοί επίσκοποι ήσαν αντίθετοι με την παραχώρηση και έκαναν μικρή προσπάθεια να υπακούσουν στα σημειώματα τού Πίου. Ο οίνος βρέθηκε να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, ενώ ακόμη και ένας τέτοιος συνήγορος τού δισκοπότηρου όπως ο Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, επίσκοπος Φυνφκίρχεν (Πετς), κατέληξε να μετανιώνει που εργάστηκε τόσο σκληρά για την παραχώρηση, η οποία δεν κατόρθωσε να πετύχει τα ευεργετικά αποτελέσματα, που περίμεναν από αυτήν ο Φερδινάνδος, ο Άλμπρεχτ Ε’ τής Βαυαρίας και ο Ζακκαρία Ντελφίνο, ο παπικός νούντσιος στη Βιέννη.124
Μεγαλύτερη σημασία από το διάταγμα που ανέθετε το δισκοπότηρο στην κρίση τού πάπα είχαν τα εννέα δογματικά άρθρα ή «κεφάλαια» (capita) και οι εννέα καταδικαστικοί κανόνες, που ενέκριναν τώρα οι πατέρες «για την ιερότατη θυσία τής λειτουργίας», γιατί αυτά κάνουν την εικοστή δεύτερη συνεδρίαση τής συνόδου να έχει τόση σημασία όση η έκτη, στην οποία είχε εγκριθεί το διάταγμα για την δικαίωση (στις 13 Ιανουαρίου 1547). Το διάταγμα υποστήριζε την εγκυρότητα τής λειτουργίας, όπως ήταν πάντοτε και θα ήταν μετά, κατά τής άρνησης από τούς Προτεστάντες τής θυσιαστικής της φύσης. Η λειτουργία αποτελεί μνημόσυνο τού πάθους τού Χριστού, «όπως έχει κατανοήσει και διδάξει πάντοτε η Καθολική Εκκλησία» (uti semper Catholica Ecclesia intellexit et docuit), οδό τού Χριστιανού προς τη σωτηρία. Αποτελεί στην πραγματικότητα αναπαράσταση τής θυσίας τού σταυρού, όχι απλή ανάμνηση, «και μολονότι αποτελεί τη βασική διδασκαλία για τούς πιστούς, παρ’ όλα αυτά δεν φάνηκε χρήσιμο στους πατέρες να γιορτάζεται αυτή παντού στην καθομιλουμένη γλώσσα».125
Στην εικοστή δεύτερη συνεδρίαση δημοσιεύτηκε επίσης το πολυαναμενόμενο διάταγμα για τη μεταρρύθμιση.126 Παρά τις συνεχείς διαφωνίες και τις μερικές φορές πικρές διαφορές μεταξύ των πατέρων, η σύνοδος προφανώς σημείωνε πρόοδο. 187 άτομα συμμετείχαν επισήμως στην εικοστή δεύτερη συνεδρίαση, συμπεριλαμβανομένων οκτώ πρεσβευτών, 20 αρχιεπισκόπων και 142 επισκόπων,127 χωρίς να προσμετράται το πλήθος των θεολόγων και άλλων. Πολύ πιθανόν κανένας από αυτούς δεν υποψιαζόταν, ότι θα περνούσαν δέκα πλήρεις μήνες (από τις 17 Σεπτεμβρίου 1562 μέχρι τις 15 Ιουλίου 1563) πριν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί η επόμενη, η εικοστή τρίτη συνεδρίαση τής συνόδου.
Το τελευταίο διάταγμα τής εικοστής δεύτερης συνεδρίασης τής συνόδου ήταν ο καθορισμός τής ημερομηνίας τής επόμενης συνεδρίασης (στις 12 Νοεμβρίου 1562, αλλά η μια αναβολή μετά την άλλη θα αποδεικνύονταν απαραίτητες), καθώς και η δήλωση ότι τα μυστήρια τής ιεροσύνης και τού γάμου θα ήσαν τα επόμενα θέματα τής συνοδικής ημερήσιας διάταξης.128 Οι λεγάτοι έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα στις 18 Σεπτεμβρίου, όταν παρουσίασαν στους θεολόγους επτά αιρετικούς ισχυρισμούς «για το μυστήριο τής ιεροσύνης» (de sacramento ordinis) και στις 23 τού μηνός ο Σαλμερόν ξεκίνησε τις συζητήσεις, με την παρατήρηση ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος είχε αρνηθεί ότι «η ιεροσύνη είναι μυστήριο» (sacerdotium esse sacramentum). Όμως η ιεροσύνη, δήλωνε ο Σαλμερόν, ήταν μυστήριο τής νέας απονομής (dispensation) που είχε θεσπιστεί από τον Χριστό και παρείχε χάρη.
Ήταν η αρχή των εβδομάδων συζητήσεων, που κορυφώθηκαν σε φλογερές διαμάχες.129 Δεν θα προσπαθήσουμε να τις ακολουθήσουμε. Όμως στις 13 Οκτωβρίου παρουσιάστηκε στους πατέρες για εξέταση το δογματικό διάταγμα για το μυστήριο τής ιεροσύνης μαζί με επτά καταδικαστικούς κανόνες. Από τις 13 έως τις 20 Οκτωβρίου εξετάστηκαν τα κείμενα σε έντεκα γενικές συνάξεις. Εκατόν τριάντα πατέρες εξέφρασαν τις απόψεις τους «για το δόγμα και τούς κανόνες τού μυστηρίου τής ιεροσύνης» (de doctrina et canonibus de sacramento ordinis). Στις 20 τού μηνός υπήρχε μόνο ένας ομιλητής, ο Λαϋνέζ, και όπως πάντα μίλησε με εντυπωσιακή επίδραση.130
Κατευνάζοντας τα πνεύματα, ο Γκονζάγκα είχε υποσχεθεί στη σύνοδο στις 6 Ιουνίου (1562), όπως είδαμε, ότι όταν εμφανιζόταν στην ημερήσια διάταξη το μυστήριο τής ιεροσύνης, οι πατέρες θα επιδίωκαν επίσης να καθορίσουν, αν η υποχρέωση των επισκόπων να διαμένουν στις επισκοπές τους αποτελούσε συνέπεια θεϊκού ή κληρικού νόμου. Αναπόφευκτα ερχόταν στο προσκήνιο το ζήτημα τής επισκοπής. Στις συζητήσεις που άρχιζαν τώρα στις 13 Οκτωβρίου, ο αδάμαστος Πέδρο Γκερρέρο, αρχιεπίσκοπος τής Γρανάδας, τροποποίησε σε κάποιο βαθμό το περιεχόμενο των προηγούμενων συζητήσεων, με τον κατηγορηματικό ισχυρισμό για θεϊκή προέλευση τής επισκοπείας.131
Στην ομιλία του στη γενική σύναξη τής 20ής Οκτωβρίου ο Λαϋνέζ ασχολήθηκε με τον επίμαχο έβδομο κανόνα «του μυστηρίου τής ιεροσύνης» (de sacramento ordinis), δηλαδή με τη φύση τής επισκοπικής εξουσίας. Η αρχή ή εξουσία (potestas) είναι δύο ειδών, έλεγε, πολιτική και εκκλησιαστική. Η εκκλησιαστική αρχή είναι επίσης δύο ειδών, «τάξης» και δικαιοδοσίας. Και οι δύο χρησιμοποιούνται για τον αγιασμό τού ανθρώπου, αλλά η δύναμη τής τάξης απονέμεται από τα μυστήρια με τη χειροτονία. Η δύναμη τής δικαιοδοσίας είναι αρκετά διαφορετική. Έχει χορηγηθεί με διορισμό και μπορεί να την κατέχει και «απλός λαϊκός» σε εκκλησιαστικό πλαίσιο. Την εξουσία τής «τάξης» οι επίσκοποι την παίρνουν από τον Θεό, είτε μέσω τού πάπα ή μέσω άλλου επισκόπου, αλλά εκείνη τής δικαιοδοσίας την παίρνουν από τον πάπα.132 Η λατινικότητα τού Λαϋνέζ κερδίζει σε σαφήνεια ό,τι τής λείπει σε χάρη.
Ο Μπορρομέο ακολουθεί σαφώς τον Λαϋνέζ στην επιστολή του προς τούς λεγάτους στις 29 Οκτωβρίου (1562), σχετική με την Τριντεντινή διαμάχη για τα υπέρ και κατά τής πρότασης, ότι «η θέσπιση επισκοπής είναι θεϊκός νόμος» (institutionem episcopatus esse iuris divini). Έγραψε σε απάντηση των αναφορών τους προς τη Ρώμη στις 19 και 22 Οκτωβρίου, υπενθυμίζοντάς τους, «αν και ξέρω ότι είναι περιττό», ότι η θεία χειροτονία επισκόπων ήταν εντάξει «όσον αφορά την τάξη», αλλά όσον αφορά τη δικαιοδοσία, αυτήν όλοι οι επίσκοποι την παίρνουν από τον πάπα (i vescovi l’ hanno da summo pontifice).133 O Λαϋνέζ ήταν στρατηγός των Ιησουιτών, παπικός θεολόγος και δύσκολα συμφωνούσε με το μεγαλύτερο μέρος των Ισπανών επισκόπων στο Τρεντ.
Οι οπαδοί τής κούρτης ανησύχησαν με την άφιξη στο Τρεντ, στις 13 Νοεμβρίου (1562), τού Σαρλ ντε Γκυζ, καρδινάλιου τής Λωρραίνης, που συνοδευόταν από φάλαγγα Γάλλων επισκόπων και διδασκάλων τής Σορβόννης.134 Την επόμενη όμως ημέρα ο Γκυζ επισκέφτηκε τον Έρκολε Γκονζάγκα στο Παλάτσο Τυν, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι άλλοι λεγάτοι. Παρουσία των Γάλλων απεσταλμένων στη σύνοδο διαβεβαίωσε τούς λεγάτους, ότι θα απείχε από κάθε δραστηριότητα και επιχείρημα που θα στρεφόταν κατά τής αυθεντίας τού πάπα.135 Στις 19 Νοεμβρίου ο Αρνώ (Ραινώ) ντυ Φερριέ, πρόεδρος τού Κοινοβουλίου τού Παρισιού (Parlement de Paris), συνάδελφος τού ντε Λανσάκ ως απεσταλμένος στη σύνοδο, συναντήθηκε με τούς λεγάτους για να εξηγήσει, ότι ο Γκυζ ήταν περιορισμένος στο σπίτι του [στο Παλάτσο Πράτο, κοντά στην εκκλησία τής Σάντα Τρινιτά] λόγω ασθένειας. Ανησυχούσε όμως να μη σπαταλιέται χρόνος σε άχρηστες λογομαχίες, αλλά να αρχίσουν οι πατέρες να εξετάζουν τις μεταρρυθμίσεις που περίμενε όλη η Ευρώπη, μορφωμένοι και αμόρφωτοι μαζί, ευγενείς και κοινοί, κληρικοί και λαϊκοί.
Οι λεγάτοι και οι Ιταλοί παρέμεναν καχύποπτοι με τον Γκυζ παρά τα ωραία του λόγια και η καχυποψία τους μεγάλωσε όταν στις 20 τού μηνός ο Πιέρ Νταν, επίσκοπος Λαβώρ (στη νότια Γαλλία), εξαπέλυσε μεγάλη επίθεση στους παπικούς ισχυρισμούς για πρωτεία. Ο Νταν έλεγε ότι οι επίσκοποι εγκαθίσταντο στις έδρες τους «από τον θείο νόμο» (a iure divino) και ότι στις εκκλησίες τους ήσαν ισότιμοι με τον πάπα στη δική του. Όπως και ο Φρανσίσκο Μπλάνκο, επίσκοπος τού Ορένσε (στη βορειοδυτική Ισπανία), σε δήλωσή του (votum) τής 16ης Οκτωβρίου, ο Νταν δεν δεχόταν ότι ο επίσκοπος τής Ρώμης ήταν ή είχε υπάρξει ποτέ οικουμενικός πάστορας τής Εκκλησίας. Για παράδειγμα ο Γρηγόριος ο Μέγας είχε αρνηθεί να ονομάζεται «οικουμενικός πάπας» (universalis papa), «για να μη θίγει [άλλους] οικουμενικούς επισκόπους». Όλοι αναρωτιούνταν για τη δήλωση τού Νταν, λέει ο Παλεόττι, γιατί μέχρι εκείνο το σημείο κανένας δεν είχε μιλήσει τόσο πικρόχολα, και υποψιαζόταν κανείς ότι είχε ενθαρρυνθεί από τον Γκυζ. Αργότερα όμως, πάλι σύμφωνα με τον Παλεόττι, έγινε «κατανοητό» ότι ο Γκυζ δεν γνώριζε τίποτε για την πρόθεση τού Νταν και ότι αποδοκίμαζε ολόκαρδα την επίθεσή του στην Αγία Έδρα.136
Έχοντας αναρρώσει από την ασθένειά του, ο Σαρλ ντε Γκυζ εμφανίστηκε σε γενική σύναξη για πρώτη φορά στις 23 Νοεμβρίου, όταν διαβάστηκε στους πατέρες επιστολή τού Καρόλου Θ’ (με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1562) και ο ίδιος ο Γκυζ έκανε σύντομη, στιλβωμένη προσφώνηση, γεμάτη κλασσικές και βιβλικές αναμνήσεις. Τελείωσε την ομιλία του με σαρωτική δήλωση υπακοής στον Πίο Δ’, στον οποίο, μετά τον Θεό, αυτός και οι Γάλλοι συνάδελφοί του στη σύνοδο ήθελαν πάντοτε να υπόκεινται. Ήσαν όλα πολύ καθησυχαστικά και ο Γκονζάγκα έδωσε κατάλληλη απάντηση στον Γκυζ.137 Για κάποιο διάστημα ο Γκυζ έκανε ό,τι μπορούσε για να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες απόψεις για την υποχρέωση διαμονής και τη φύση τής επισκοπικής εξουσίας. Όμως φαινόταν αδύνατο να τεθεί τέλος στον ανταγωνισμό.
Ξέσπασμα θυμού ακολούθησε τον ισχυρισμό τού Μέλχιορ Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο, επισκόπου Κάδιξ (στη νότια Ισπανία), σε γενική σύναξη (την 1η Δεκεμβρίου), ότι όταν κανείς εκλεγόταν επίσκοπος σύμφωνα με τούς κανόνες τής αρχικής περιόδου τής Εκκλησίας, ήταν πραγματικός επίσκοπος και ο πάπας δεν είχε καμία σχέση με την προαγωγή του. Το εκλεγμένο πρόσωπο θα χειροτονούνταν στη συνέχεια από τον μητροπολίτη, «χωρίς αναφορά στον ανώτατο ποντίφηκα» (nulla facta mentione summi pontificis). Ο Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο πρόσθετε εξάλλου, ότι ακόμη και τώρα ο αρχιεπίσκοπος τού Σάλτσμπουργκ χειροτονούσε, επικύρωνε και καθαγίαζε τούς τέσσερις επισκόπους που υπάγονταν σε αυτόν «χωρίς την άδεια τού ανώτατου ποντίφηκα» (absque ulla licentia summi pontificis). Ο Σιμονέττα διαμαρτυρήθηκε, «ότι αυτό που κάνει ο αρχιεπίσκοπος τού Σάλτσμπουργκ, το κάνει με αποστολική εξουσία». Η διαμαρτυρία τού Σιμονέττα ήταν ευγενική, αλλά οι συμπατριώτες του ξέσπασαν σε βίαιη αγανάκτηση. Αρκετοί από τούς Ιταλούς, μάλιστα «πολλοί από τούς πατέρες» (multi ex patribus), άρχισαν να χτυπούν τα πόδια τους και να φωνάζουν «Ανάθεμα, πετάξτε τον έξω, μην ακούτε, αίρεση!» Προστέθηκαν κι άλλες προσβολές στη βλάβη που τού είχε γίνει, αλλά ο Βοζμεντιάνο δεν αποθαρρυνόταν.
Οι λεγάτοι έπρεπε να τον αφήσουν να συνεχίσει, «αλλιώς θα φαινόταν ότι παρεμποδίζεται η ελευθερία τού λόγου». Και ο Βοζμεντιάνο όντως συνέχισε. Επικρίνοντας τον έβδομο κανόνα τού μυστηρίου τής ιεροσύνης, που έλεγε ότι «οι επίσκοποι … είναι ανώτεροι από τούς ιερείς» (episcopos… esse presbyteris superiores), είπε ότι ασφαλώς οι επίσκοποι ήσαν ανώτεροι από τούς ιερείς, αλλά ότι έπρεπε να καταστεί σαφές «με ποιο δικαίωμα» (quo iure) ήσαν ανώτεροι. Η επισκοπή είχε ιδρυθεί από τον θείο νόμο και αυτός ήταν ο λόγος. Ανέφερε ως αυθεντίες τον πάπα Λέοντα τον Μεγάλο (440-461), τον Βασίλειο Καισαρείας, τον Κυπριανό και τον Άγιο Θωμά Ακινάτη.
Μεταξύ των επισκόπων που είχαν κακομεταχειριστεί τον Βοζμεντιάνο και είχαν προσπαθήσει φωνάζοντας να τον κάνουν να σταματήσει να μιλά, ήσαν ο Μπαρτολομέο Σιρίγκο τής Καστελλανέτα, ο Ετζίντιο Φαλτσέττα τής ενετικής Καόρλε, ο Τζιρολάμο Μακκαμπέο τού Κάστρο (Ακουαπεντέντε), ο Τζιανναντόνιο Φακκινέττι τού Νικάστρο και ο Τζιοβάννι Τρεβιζάν, ο πατριάρχης Βενετίας. Όταν είχαν φωνάξει «Ανάθεμα!» στον Βοζμεντιάνο, ο Πέδρο Γκερρέρο τής Γρανάδας είχε στραφεί προς αυτούς απαντώντας «Ανάθεμα είστε εσείς!» (Anathema vos estis!)138 Ο Σαρλ ντε Γκυζ, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να χάνει την υπομονή του με τούς Ιταλούς οπαδούς τής κούρτης, είπε στους λεγάτους, ότι η δήλωση τού Βοζμεντιάνο στη γενική σύναξη δεν άξιζε τέτοιας εξωφρενικής μεταχείρισης.
Ο Γκυζ ήταν εξαιρετικά ενοχλημένος που οι οπαδοί τής κούρτης επίσκοποι είχαν χαρακτηρίσει με τέτοιο πάθος «ως αίρεση κάτι που δεν είναι αίρεση». Στις 2 Δεκεμβρίου, τη μέρα μετά την αναταραχή, οι λεγάτοι ανέφεραν στη Ρώμη, ότι ο Γκυζ ήταν τόσο προσβεβλημένος από
την έλλειψη λεπτότητας και το θράσος κάποιων από τούς ανθρώπους μας, που είχε υποχρεωθεί να πει, ότι αν αυτό είχε συμβεί σε έναν από τούς Γάλλους του [επισκόπους], θα είχε πει στη σύναξη «προσφεύγω σε πιο ελεύθερη σύνοδο» και σήμερα το πρωί, χωρίς καμία περαιτέρω καθυστέρηση, θα είχε αναχωρήσει μαζί με όλους τούς ιεράρχες του….
Οι λεγάτοι έγραφαν στον Μπορρομέο, ότι ο Γκυζ είχε την πρόθεση να πει «πολλά πράγματα» στη σύναξη τής 2ας Δεκεμβρίου για όλο αυτό το ζήτημα, αλλά ευτυχώς ο Σεμπαστιάνo Γκουαλτέριο, ο επίσκοπος τού Βιτέρμπο, είχε καταφέρει να τον αποθαρρύνει, γιατί αυτό θα επιδείνωνε απλώς τα πράγματα.139
Αναφορές στους Τούρκους εμφανίζονται λιγότερο συχνά στις εγγραφές τής τελευταίας περιόδου τής συνόδου απ’ ό,τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια των προηγουμένων περιόδων. Όμως σε γενική σύναξη στις 15 Δεκεμβρίου (1562) ο Ντιονίζιο ντε Ζανεττίνι, «ο Έλληνας» (Il Grechetto), έψεξε σφοδρά «τούς Τούρκους και τούς πειρατές» (adversus Turcas et piratas) πριν πάρει θέση στο ζήτημα τής διαμονής.140 Τότε, όπως θα δούμε, οι πειρατές αποδεικνύονταν μεγαλύτερη παρενόχληση από τούς Τούρκους. Κατά τη διάρκεια τής περιόδου κατά την οποία συνεδρίαζε η Σύνοδος τού Τρεντ και πραγματοποιούνταν οι διάφορες συναντήσεις της (1561-1563), περίπου τριανταέξι τουρκικά φυλλάδια τυπώθηκαν στην Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, στη Λυών, στη Νυρεμβέργη, στη Βενετία, στο Παρίσι, στη Βίττενμπεργκ και αλλού. Τα φυλλάδια αυτά κάλυπταν ευρύ φάσμα θεμάτων: την πρώιμη ιστορία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, την τουρκική κατάληψη τού Νεγκροπόντε, τη σταδιοδρομία τού Σκεντέρμπεη, την τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (το 1480-1481), τη χριστιανική κατάκτηση και απώλεια τής Τζέρμπα και τέλος την αυτοκρατορική-τουρκική ειρήνη τής 27ης Νοεμβρίου 1562. Αν μπορούσε κανείς να διαβάζει, θα μάθαινε κάτι για τούς Τούρκους, γιατί τα έργα αυτά γράφτηκαν στα λατινικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, γαλλικά, αγγλικά και τσεχικά.141
Από τις πρώτες ημέρες τής τυπογραφίας οι Τούρκοι αποτελούσαν αγαπημένο θέμα. Έργα που τούς αφορούσαν είχαν ευρεία κυκλοφορία, ενώ ακόμη και σήμερα αποτελούν τα πιο συχνά συναντώμενα είδη σε συλλογές σπάνιων βιβλίων. Οι κύριοι αναγνώστες σοβαρών βιβλίων βρίσκονταν ακόμη, κατά την εποχή τού Τρεντ, μεταξύ των κληρικών στα πανεπιστήμια και στα μοναστήρια, μεταξύ των θεολόγων, μεταξύ ειδικών του αστικού και τού εκκλησιαστικού δικαίου, γιατρών, ανθρωπιστών και τραπεζιτών,142 μεταξύ δηλαδή των κατηγοριών που ήσαν οι πιο εμφανείς στις συνόδους. Από καιρό σε καιρό κάποιοι Τριντεντινοί πατέρες πρέπει να είχαν στραφεί προς την Tουρκική (Turcica) ως αλλαγή από την Πατερική τους Ανθολογία (Florilegia). Κατά τη διάρκεια των ετών 1562-1563 μπορούσε κανείς να διαβάζει για τούς Τούρκους με μεγαλύτερη ηρεμία, γιατί φαίνονταν ιδιαίτερα ανενεργοί.
Παρ’ όλα αυτά έφταναν στο Τρεντ συναρπαστικές ειδήσεις από τον έξω κόσμο. Νωρίς το απόγευμα στις 28 Δεκεμβρίου ένας αγγελιοφόρος έφερε νέα τής νίκης τού δούκα Φρανσουά ντε Γκυζ επί των Ουγενότων στο Ντρε (στις 19 Δεκεμβρίου) και τής σύλληψης τού πρίγκηπα Λουδοβίκου Α’ ντε Κοντ. Ο Παλεόττι σημειώνει την απίστευτη χαρά που γέμισε όλες τις καρδιές. Οι λεγάτοι κατευθύνθηκαν αμέσως στον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο μαζί με όλους τούς ιεράρχες. Στον καθεδρικό ψάλθηκε το «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus) με «μεγάλη αγαλλίαση όλων» (magna omnium cum iubilatione), σε ευχαριστία γι’ αυτή την ήττα τού Προτεσταντισμού.143 Τώρα πια τα μέλη τής συνόδου είχαν αφήσει το μυστήριο τής ιεροσύνης και πάλευαν με το προτεινόμενο διάταγμα για τη διαμονή.
Καθώς οι πατέρες συναθροίζονταν τη μια κρύα και θυελλώδη μέρα μετά την άλλη, οι Ισπανοί εγκωμίαζαν την θεϊκή προέλευση τής επισκοπής και οι Γάλλοι αγκάλιαζαν τον συνοδισμό.144 Ήταν αυτό που φοβόταν ο Σιμονέττα. Το πνεύμα τής Κωνσταντίας και τής Βασιλείας ανανεωνόταν στο Τρεντ, ιδιαίτερα μετά την έλευση των Γάλλων, οι οποίοι εξέφραζαν συχνά τον γαλλικανισμό τους. Η Εκκλησία ήταν συνταγματική μοναρχία. Η εξουσία τού πάπα ήταν ανάλογη με εκείνη τής συνόδου. Η ημερομηνία τής εικοστής συνεδρίασης είχε αναβληθεί τέσσερις φορές και στις 3 Φεβρουαρίου (1563) αναβλήθηκε για πέμπτη φορά, μέχρι τις 22 Απριλίου.145 Δεδομένου ότι τα ψηφίζοντα μέλη τής συνόδου εύρισκαν αδύνατη τη συμφωνία στα ζητήματα τού μυστηρίου τής ιεροσύνης και τής επισκοπικής διαμονής, την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου στράφηκαν προς την εξέταση των οκτώ άρθρων για τον γάμο.146 Οι δυστυχείς Γκονζάγκα και Σεριπάντο πρέπει να αναρωτιούνταν αν θα τελείωναν ποτέ. Πολύ σύντομα όμως θα τελείωναν και οι δύο.
Αν η σύνοδος σημείωνε αργή πρόοδο στον προσδιορισμό τού δόγματος, δεν πήγαινε καλύτερα στην πραγματοποίηση τής μεταρρύθμισης. Την άνοιξη τού 1562 ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος είχε στείλει στο Τρεντ προτάσεις για σαρωτική μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στην κεφαλή και στα μέλη. Το «φυλλάδιο μεταρρύθμισης» (libellus reformationis) τού Φερδινάνδου βασιζόταν σε προηγούμενες προτάσεις, που είχαν γίνει από τον αδελφό του Κάρολο Ε’. Ξεκινά με την ελπίδα ότι ο ανώτατος ποντίφηκας μπορεί με αγαθότητα να αντέξει χωρίς παράπονα τη δική του μεταρρύθμιση, καθώς και εκείνη τής παπικής κούρτης. Ο αριθμός των καρδιναλίων έπρεπε να μειωθεί σε εικοσιτέσσερις ή εικοσιέξι. Δεν έπρεπε να υπάρχουν άλλες «σκανδαλώδεις απαλλαγές» και όλες οι εξαιρέσεις που είχαν χορηγηθεί «σε βάρος των δικαιωμάτων των κοινών» (contra iura communia) έπρεπε να ανακληθούν. Κάποιος έπρεπε να θέσει τέλος στην πολλαπλότητα των εκκλησιαστικών επιδομάτων, να απαιτήσει από τούς επισκόπους να διαμένουν στις επισκοπές τους (και να μην ασκούν τα καθήκοντά τους μέσω αναπληρωτών), να καταργήσει όλες τις σιμωνιακές δραστηριότητες, και λοιπά και λοιπά.147
Στις αρχές Ιανουαρίου (1563) οι Γάλλοι πρεσβευτές στο Τρεντ παρουσίασαν στη σύνοδο ένα άλλο «φυλλάδιο μεταρρύθμισης» (libellus reformationis). Περιείχε τριαντατέσσερα άρθρα.148 Όταν συνεδρίασε η γενική σύναξη στις 11 Φεβρουαρίου, ο Μασσαρέλλι διάβασε λατινική μετάφραση επιστολής με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου από τον Κάρολο Θ’ προς τη σύνοδο. Η επιστολή ξεκινούσε με την επίσημη ανακοίνωση τής νίκης τού δούκα τού Γκυζ επί των Ουγενότων στο Ντρε και έκλεινε με έκκληση για μεταρρύθμιση. Ο Γάλλος πρεσβευτής Αρνώ ντυ Φερριέ πρόσθεσε κι άλλη έκκληση προς τούς πατέρες να στραφούν αποτελεσματικά προς τη μεταρρύθμιση, όπως είχε γίνει στην Κωνσταντία και στη Βασιλεία. Προφανώς λίγα είχαν επιτευχθεί στις Συνόδους Φερράρας-Φλωρεντίας, Λατερανού και στις προηγούμενες συνεδριάσεις στο Τρεντ, αφού ολόκληρα βασίλεια και έθνη είχαν αυτομολήσει από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.149
Η επιμονή για τη μεταρρύθμιση έφερνε πιο κοντά τούς Γάλλους και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, με παπικό σημείωμα τής 26ης Αυγούστου (1562) ο Πίος Δ’ είχε ανακαλέσει παραχώρηση, με την οποία ο Παύλος Β’ είχε επιτρέψει σε Γερμανούς επισκόπους να εκπροσωπούνται στο Τρεντ από επόπτες.150 Αυτό είχε μειώσει κατά πολύ τη γερμανική παρουσία στη σύνοδο, αλλά η επιρροή και το κύρος τού αυτοκράτορα ήσαν τεράστια. Επιπλέον, μετά την εκλογή τού Μαξιμιλιανού, γιου τού Φερδινάνδου, ως βασιλιά των Ρωμαίων (στις 24 Νοεμβρίου 1562),151 η αυτοκρατορική αυλή ήταν ίσως διατεθειμένη να αντιμετωπίσει κάπως λιγότερο προσεκτικά τον πάπα, αλλά η εκ μέρους του αναγνώριση τού καθεστώτος τού Μαξιμιλιανού ήταν ακόμα επιθυμητή.
Στις 12 Φεβρουαρίου (1563) ο Σαρλ ντε Γκυζ έφυγε από το Τρεντ για το Ίννσμπρουκ, όπου είχε εγκατασταθεί ο Φερδινάνδος για να διαβουλεύεται με τούς θεολόγους και να παρακολουθεί στενότερα το Τρεντ. Ο Γκυζ έφτασε στο Ίννσμπρουκ στις 16 τού μηνός και ζήτησε τη βοήθεια τού αυτοκράτορα εναντίον τής παπικής κυριαρχίας επί τής συνόδου, όπου μόνον οι λεγάτοι μπορούσαν να προσθέτουν θέματα στην ημερήσια διάταξη και όπου οι Ιταλοί επίσκοποι-μαριονέτες αποτελούσαν την πλειοψηφία, κατά τής οποίας οι Γάλλοι και οι Ισπανοί σημείωναν μικρή πρόοδο. Χρειάζονταν περισσότερους επισκόπους, δήλωνε ο Γκυζ, από την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Ο αυτοκράτορας έπρεπε ο ίδιος να συμμετάσχει στην επόμενη συνεδρίαση τής συνόδου. Έχοντας πετύχει στην αποστολή του, ο Γκυζ επέστρεψε στο Τρεντ στις 28 Φεβρουαρίου.152 Ο Γκυζ τα είχε πάει πολύ καλά με τον Φερδινάνδο, όπως λέει ο Παλεόττι, «και άρχισε μεγάλη ένωση μεταξύ τους» (et magna inter eos coniunctione inita).153
Τη νύχτα τής 2ας Μαρτίου (1563) πέθανε στο Τρεντ ο καρδινάλιος Έρκολε Γκονζάγκα, λεγάτος και πρώτος πρόεδρος τής τρίτης περιόδου τής συνόδου. Ως συνήθως οι πηγές διαφέρουν στις λεπτομέρειες. Ο Φιρμάνους λέει ότι πέθανε στις 10 μ.μ. (hora 3) ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια. Σύμφωνα με τον Παλεόττι ο θάνατος ήρθε περίπου στις 11 μ.μ. (hora fere 4 noctis) και «ήταν εντελώς απρόσμενος, αφού είχε προσβληθεί από την ασθένεια μόνο για επτά μέρες». Τα Πρακτικά (Αcta) τού Μασσαρέλλι τοποθετούν την αναχώρηση τού Γκονζάγκα περίπου στα μεσάνυχτα (hora circiter 5). Όμως σε ένα πράγμα υπήρξε γενική συμφωνία: όλοι θρηνούσαν τον θάνατό του, σύμφωνα με τα λόγια τού Παλεόττι, «για την υπέρτατη τιμιότητα, ευγένεια και αρετή του» (ob summam eius probitatem, humanitatem et virtutem). Η προεδρία του είχε φέρει τιμή στη σύνοδο. Τα λόγια του υπολογίζονταν πολύ από τούς ηγεμόνες.154
Δύο βδομάδες αργότερα, την Τετάρτη 17 Μαρτίου, πέθαινε μεταξύ 6 και 7 μ.μ. ο Τζιρολάμο Σεριπάντο, καρδινάλιος-ιερέας τής Σάντα Σουζάννα και δεύτερος πρόεδρος τής συνόδου. Είχε εκδηλώσει την ασθένεια τη Δευτέρα στις 8 τού μηνός, ενώ είχε λάβει το ύστατο χρίσμα το απόγευμα πριν από τον θάνατό του, ο οποίος συγκλόνισε τη συνάθροιση στο Τρεντ. Δεν ήταν απλώς, λέει ο Παλεόττι, ότι ο Σεριπάντο ήταν άνθρωπος μοναδικής μάθησης, ορθής κρίσης και ευσέβειας, «ιδιαίτερα απαραίτητος σε αυτούς τούς καιρούς», αλλά ότι η απώλεια των δύο πρώτων προέδρων τής συνόδου μέσα σε δεκαπέντε μέρες φαινόταν σίγουρα σαν σημάδι θεϊκής οργής. Πολλά άτομα είχαν οδηγηθεί να προβλέπουν «αποτυχία στις υποθέσεις μας».155
Οι συνοδικές υποθέσεις δεν είχαν πάει καλά. Στις 3 Μαρτίου (1563) ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος είχε στείλει δύο επιστολές στον Πίο Δ’. Στην πρώτη επιστολή, αντίγραφα τής οποίας πήγαιναν σε αριθμό προσώπων στο Τρεντ, ο Φερδινάνδος διαμαρτυρόταν ότι για αρκετούς μήνες δεν είχε υπάρξει συνεδρίαση τής συνόδου για την αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων τής Χριστιανοσύνης. Όπως και άλλοι ηγεμόνες, είχε ελπίσει ότι η Καθολική πίστη θα άνθιζε και πάλι εν μέσω των διενέξεων στις οποίες είχαν εμπλακεί οι Προτεστάντες μεταξύ τους. Αλλά όχι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι τής συνόδου αποδεικνύονταν όχι λιγότερο φιλόνικοι, προκαλώντας ζημία στην Εκκλησία και παρέχοντας στους εχθρούς της θύελλες γέλιου. Υπήρχαν επίσης φήμες, ότι η Αγιότητά του «σκεπτόταν τη διάλυση ή τουλάχιστον την αναστολή τής συνόδου», πράγμα που θα ήταν σοβαρό λάθος, «γιατί κατά τη γνώμη μας θα ήταν καλύτερο να μην είχε αρχίσει ποτέ η σύνοδος, παρά να παραμείνει ανολοκλήρωτη και αιωρούμενη». Μια ανολοκλήρωτη σύνοδος θα αποτελούσε σκάνδαλο και θα είχε ως αποτέλεσμα όνειδος για τον Πίο.
Θα υπήρχαν περαιτέρω αποστασίες από την πίστη, γιατί η διάλυση ή αναστολή τής συνόδου θα ερμηνευόταν ως προσπάθεια να αποφευχθεί η μεταρρύθμιση, «την οποία επιδιώκουμε και ζητάμε για τόσα πολλά χρόνια και την οποία θεωρούμε τόσο απαραίτητη, που χωρίς αυτήν θα ήταν μάταιο να ελπίζουμε για καλύτερη κατάσταση στην Εκκλησία». Υπήρχε κίνδυνος εθνικών συνόδων. Στους συνοδικούς πατέρες έπρεπε να δοθεί ελευθερία δράσης, «να υπάρχει σύνοδος ασφαλής και υγιής, με την αρχαία και συνηθισμένη ελευθερία της» (ipsique Concilio salva et integra sit antiqua et solita sua libertas). Έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν προτάσεις στη σύνοδο για εξέταση, ενώ την ίδια δυνατότητα έπρεπε να έχουν οι απεσταλμένοι των ηγεμόνων. Το δικαίωμα πρότασης δεν έπρεπε να αποτελεί προνόμιο μόνο των παπικών λεγάτων. Πάπες και αυτοκράτορες είχαν συμμετάσχει σε συνόδους κατά το παρελθόν. Ο Φερδινάνδος θα ερχόταν ο ίδιος στο Τρεντ, «Θεού θέλοντος» (volente Deo) και προέτρεπε τον Πίο να έλθει επίσης. Στο Τρεντ ο Πίος θα μπορούσε να εξαλείφει τις δυσκολίες μόλις προέκυπταν και να βοηθά την επιστροφή τής Εκκλησίας στην παλαιά ειρήνη, ενότητα και σύμπνοια.156
Η δεύτερη επιστολή τού Φερδινάνδου τής 3ης Μαρτίου ήταν λίγο πιο χαλαρή σε ύφος και πολύ πιο συγκεκριμένη όσον αφορά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να σκεφτούμε, έγραφε, η Αγιότητά σας κι εγώ, «γιατί είμαστε σχεδόν συνομήλικοι» (sumus enim coaetanei ferme), ότι πλησιάζει το τέλος τής ζωής μας και να επιδιώξουμε να πετύχουμε τον επιθυμητό και ευλογημένο στόχο αυτής τής μεταβατικής ύπαρξης, «που είναι η αιώνια ευτυχία» (id est aeterna felicitas). Αμαρτάνοντες ποιμένες και κοσμικοί ηγεμόνες τού χριστιανικού ποιμνίου (peccantes pastures et rectores populi) όχι μόνο φέρνουν κακό στον εαυτό τους, αλλά βάζουν σε κίνδυνο τη σωτηρία πολλών χιλιάδων ψυχών, «για τις οποίες πρέπει να απαντήσουν αργότερα στο δικαστήριο τού ίδιου τού Θεού». Η χριστιανική θρησκεία βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Πίος Δ’ είχε συγκαλέσει τη σύνοδο στο Τρεντ. Η Ευρώπη, τρομερά πληγωμένη, σπαρασσόμενη, αναζητούσε υγιή, σωτήρια συνταγή, η οποία έπρεπε να βρεθεί, «ώστε να μην απογοητευτεί η προσδοκία τού χριστιανικού λαού» (ut populus Christianus expectatione sua non frustretur). Η σύνοδος έπρεπε να πετύχει τον σκοπό της. Οι λοιμώδεις αιρέσεις τής εποχής μας έχουν προκύψει εξαιτίας των αμαρτιών μας.
Υπήρχε εκτεταμένη δημόσια επίκριση και καταγγελία, έλεγε ο Φερδινάνδος, λόγω τής αποτυχίας να επιτευχθεί η απολύτως απαραίτητη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας:
Εδώ δεν αγγίζουμε το πρόσωπο τής Αγιότητάς σας, στον οποίο δεν βρίσκουμε καμία έλλειψη ευσέβειας, ούτε ευλάβειας, ούτε καθαρότητας ζωής, ούτε οτιδήποτε άλλου που μπορεί να απαιτείται από σεβάσμιο και ακέραιο πάστορα, γιατί τα πράγματα που πρόκειται να πούμε για τον ανώτατο ποντίφηκα δεν έχουν καμία σχέση με το πρόσωπο τής Αγιότητάς σας, δεδομένου ότι από τη Θεία Πρόνοια η Αγιότητά σας έχει καταλήξει να κατέχει το παπικό αξίωμα και να το ασκεί με μεγάλο έπαινο γι’ αυτήν.
Όμως τη στιγμή που ο Πίος Δ’ θα περνούσε από αυτή τη ζωή στο ουράνιο βασίλειο, έπρεπε να έχει φροντίσει, ότι
στο μέλλον, λόγω τής αφοσίωσής του, θα έχουμε πραγματικά άγιους ποντίφηκες, καρδινάλιους, επισκόπους, ιερείς και πλοηγούς τής ψυχής, έτσι ώστε με τα λόγια και το παράδειγμα να μπορούν να ανακαλούν τούς ανθρώπους, για τη φροντίδα των οποίων έχουν δεσμευτεί, στον ίδιο ζήλο για ευσέβεια, ώστε όλοι μας τελικά να υπηρετούμε τον Θεό στη δικαιοσύνη και στην αλήθεια.
Πρώτα απ’ όλα η παπική εκλογική διαδικασία έπρεπε να μεταρρυθμιστεί έτσι, ώστε κανένα ανάξιο πρόσωπο να μη μπορεί να φιλοδοξεί για την τιάρα. Ήταν απαραίτητο οι παπικοί εκλέκτορες, δηλαδή οι καρδινάλιοι, να είναι πρόσωπα τέτοιου χαρακτήρα, που να θέλουν και να μπορούν να επιλέξουν ποντίφηκα, «στον οποίο να μπορεί να ανατεθεί σωστά και με ασφάλεια η Εκκλησία τού Χριστού». Δυστυχώς όμως υπήρχαν σοβαρές καταγγελίες, ότι δημιουργούνταν καρδινάλιοι οι οποίοι ήσαν πολύ νεαροί για να έχουν κρίση, πάρα πολύ αδαείς και αγράμματοι για να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους. Δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός, ότι επιδίωκαν το δικό τους συμφέρον και τις δικές τους επιθυμίες εκλέγοντας ένα ποντίφηκα «και δεσμεύουν τις ευσεβείς ψήφους καλών και μορφωμένων ανδρών, πράγμα από το οποίο αναπόφευκτα πολλές δυστυχίες συμβαίνουν μετά στην Εκκλησία».157
Μεγάλη προσοχή έπρεπε επίσης να δοθεί σε ένα ζήτημα σχεδόν το ίδιο σημαντικό, την εκλογή των αρχιεπισκόπων και επισκόπων. Είτε επιλέγονταν από συνελεύσεις καθεδρικών ναών ή με παπικό διορισμό ή άλλο τρόπο, έπρεπε να είναι αντάξιοι τού επισκοπικού αξιώματος. Η πολλαπλότητα των εκκλησιαστικών επιδομάτων «και άλλων πολλών καταχρήσεων» (et alii multi abusus) έπρεπε να καταργηθεί. Έχοντας ασχοληθεί με την ανάγκη για μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου και των εκκλησιαστικών ταγμάτων, ο Φερδινάνδος συνέχιζε με τη σύνοδο, όπου οι πατέρες απλώς δεν είχαν «δυνατότητα να αποφασίζουν» (decernendi facultas), γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν προτάσεις στις συνοδικές συνάξεις, ενώ ούτε οι απεσταλμένοι των ηγεμόνων μπορούσαν. Οι παπικοί λεγάτοι προωθούσαν τα πάντα και κατέστειλαν κάθε πρόταση, που δεν επιθυμούσαν να έρθει ενώπιον τής συνόδου. Συμβουλεύονταν σχεδόν καθημερινά τον πάπα και τούς καρδινάλιους, οι οποίοι παρέμβαιναν συνεχώς.
Ένα είδος σχίσματος είχε προκύψει, «ακριβώς σαν να υπήρχαν δύο σύνοδοι, εκ των οποίων η μία συνεδρίαζε στη Ρώμη και η άλλη στο Τρεντ!» Δεν ήταν καθόλου αρμόζον, ότι το έργο τής συνόδου, «που όφειλε να εκπροσωπεί την Οικουμενική Εκκλησία», υποβαλλόταν για εξέταση σε ορισμένους καρδινάλιους στη Ρώμη, των οποίων τα ίδια τα προσωπικά συμφέροντα τούς καθιστούσαν ύποπτους, όταν τίθετο το ζήτημα τής μεταρρύθμισης τού κογκλάβιου, τής έγκρισης τής συνοδικής απόφασης για την επισκοπική διαμονή και τής εξασφάλισης τής ελευθερίας των πατέρων κατά την άσκηση των συνοδικών υποθέσεων. Ο Φερδινάνδος πίστευε ότι ο Πίος Δ’, στα κρίσιμα ζητήματα τής μεταρρύθμισης και τής διαμονής, τα οποία συζητούνταν στο Τρεντ, θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσει τις οδηγίες των διακοσίων περίπου πατέρων τής συνόδου, παρά δεκαπέντε περίπου καρδιναλίων.158 Ο αυτοκράτορας συνέχιζε, αλλά εμείς δεν μπορούμε. Περισσότερα από αρκετά έχουν περιγραφεί, ώστε να καθίσταται σαφής η έκταση τής αυτοκρατορικής δυσαρέσκειας για την κυριαρχία τού πάπα επί τής συνόδου και για την παρέμβαση των καρδιναλίων.
Η είδηση του θανάτου τού Έρκολε Γκονζάγκα έφτασε στη Ρώμη το Σάββατο 6 Μαρτίου (1563). Το επόμενο πρωί, χωρίς διαβούλευση με τούς καρδιναλίους στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο πάπας διόρισε τον Τζιοβάννι Μορόνε για να αντικαταστήσει τον Γκονζάγκα και τον Μπερνάρντο Ναβαγκέρο για να αντικαταστήσει τον Άλτεμπς,159 ο οποίος (όπως ξέρουμε) δεν είχε καμία χρησιμότητα στη σύνοδο. Οι δύο επιστολές τού Φερδινάνδου τής 3ης Μαρτίου παραδόθηκαν στη Ρώμη με αγγελιοφόρο το μεσημέρι στις 8 τού μηνός. Ο αυτοκρατορικός πρέσβης Πρόσπερο ντ’ Άρκο τις πήγε αμέσως στον πάπα, ο οποίος διάβασε και ξαναδιάβασε τη μικρότερη (πρώτη) επιστολή παρουσία τού ντ’ Άρκο και στη συνέχεια παρατήρησε, ότι αντιλαμβανόταν επιρροή τού καρδινάλιου τής Λωρραίνης στην επιστολή. Όμως ενοχλήθηκε βαθιά και ξεκίνησε μακρά υπεράσπιση τής παπικής του θητείας, από τη βούλλα που είχε προετοιμάσει για την πραγματοποίηση μεταρρύθμισης στο κογκλάβιο μέχρι τη σκοπιμότητα των διορισμών που είχε κάνει στο Ιερό Κολλέγιο.
Ο Πίος ήταν επίσης στενοχωρημένος, έλεγε στον ντ’ Άρκο, από την διαφωνία μεταξύ των πατέρων στο ζήτημα τής διαμονής. Ήθελε να πάει ο Έρκολε Γκονζάγκα σε επίσημη επίσκεψη στην αυτοκρατορική αυλή, για να επαναβεβαιώσει τον αυτοκράτορα για την παπική επιθυμία για μεταρρύθμιση, τής οποίας ο Πίος έλεγε ότι είχε δώσει άφθονα δείγματα στη Ρώμη και για να παράσχει πλήρη περιγραφή τής διαδικασίας στο Τρεντ. Ο Γκονζάγκα είχε αρνηθεί να αναλάβει την αποστολή (όλα αυτά τα περιέγραφε ο ντ’ Άρκο σε επιστολή τού προς τον Φερδινάνδο στις 10 Μαρτίου), αλλά τώρα ο πάπας είχε κάνει τον Τζιοβάννι Μορόνε πρώτο πρόεδρο τής συνόδου, «γνωρίζοντας ότι είναι τής εμπιστοσύνης τής μεγαλειότητάς σας» (sapendo ch’ era confidente di vostra Maestà).160
Συντάχθηκαν στην κούρτη απαντήσεις στις δύο επιστολές τού Φερδινάνδου τής 3ης Μαρτίου, περιλαμβάνοντας στο όνομα τού Πίου τη συμφωνία τού τελευταίου, ότι οι υποθέσεις τής συνόδου χρονοτριβούσαν πράγματι σε αδιάκοπη φιλονικία. Η πρώτη από τις δύο παπικές επιστολές —και οι δύο με ημερομηνία 18 Μαρτίου— αρνιόταν ότι ο Πίος είχε ποτέ σκεφτεί τη διάλυση ή αναστολή τής συνόδου. «Μακριά από εμάς, αγαπημένε μας γιε, οποιαδήποτε τέτοια σκέψη!» (Absit a nobis, charissime fili, ut quidquam huiusmodi cogitemus!). Βέβαια το είχε σκεφτεί συχνά και το είχε συζητήσει με τον Μπορρομέο και άλλους. Όσο για τη μεταρρύθμιση, σίγουρα θα είχαν πει στον Φερδινάνδο τι είχε κατορθώσει στην κούρτη η φροντίδα και επιμέλεια τού Πίου. Όσο για τη μετάβαση στο Τρεντ, ήταν πάρα πολύ μικρή πόλη για να φιλοξενήσει τούς καρδινάλιους, τούς φρουρούς και την ακολουθία που έπρεπε να συνοδεύσει τον πάπα. Και ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν ο Φερδινάνδος ερχόταν επίσης, «με την αυτοκρατορική του συνοδεία» (cum imperatorio Suo comitatu); Το Τρεντ βρισκόταν εν μέσω αιρετικών. Άραγε θα ήσαν ο πάπας και η κούρτη ασφαλείς; Θα ήταν ο αυτοκράτορας ασφαλής;
Μήπως δεν θυμόμαστε τι συνέβη στον ένδοξης μνήμης αδελφό σας, τον αυτοκράτορα Κάρολο; Σε τι κίνδυνο βρισκόταν η σύνοδος συχνά εκείνη την εποχή! Σε αυτό πρέπει να προστεθεί το γεγονός, ότι θεωρείται βέβαιο ότι το επόμενο καλοκαίρι τεράστιος τουρκικός στόλος θα έρθει προς εμάς, καθώς και πειρατές μαζί με τον στόλο, και θα κάνουν τη θάλασσα ανασφαλή με όλους τούς τρόπους των ληστών.161
Έχοντας ασχοληθεί γενικά με θέματα που σχετίζονταν με τη σύνοδο, ο Πίος στρεφόταν στη δεύτερη επιστολή του προς πιο συγκεκριμένη εξέταση των «θεμάτων που αφορούν τη μεταρρύθμιση» (res ad reformationem spectantes). Ευχαριστούσε τον Φερδινάνδο για την ειλικρίνεια των παραινέσεών του. Ναι, έλεγε ο Πίος, γνώριζε πολύ καλά τη συντομία και την ευπάθεια τής ανθρώπινης ζωής και τις δικές του αδυναμίες. Ήξερε ότι όταν εμφανιζόταν ενώπιον τού θεϊκού δικαστηρίου, τίποτε δεν θα τον βοηθούσε να εξασφαλίσει τη συγχώρεση των αμαρτιών του, όσο η επίτευξη τής μεταρρύθμισης τής Χριστιανοσύνης. Στη συνέχεια προχωρούσε στη βούλλα του, που προέβλεπε μεταρρύθμιση τής παπικής εκλογικής διαδικασίας και τής δημιουργίας νέων καρδιναλίων. Ο καρδινάλιος Μορόνε θα αναχωρούσε σύντομα για τη σύνοδο. Θα ερχόταν να δει τον αυτοκράτορα και να τού δώσει περαιτέρω πληροφορίες.
Θα γινόταν κάθε προσπάθεια, για να εξασφαλίζεται ότι μόνο κατάλληλα πρόσωπα θα εκλέγονταν ή θα διορίζονταν σε επισκοπές. Είτε η επισκοπική κατοικία διακηρυσσόταν τελικά ότι αποτελούσε υποχρέωση θεϊκού είτε ανθρώπινου νόμου, ο Πίος θα μεριμνούσε, ώστε οι επίσκοποι να ζουν στις επισκοπές τους. Δεν θα υπήρχαν εξαιρέσεις, ούτε καν για καρδινάλιους. Ο Πίος είχε πάντοτε θελήσει την πλήρη ελευθερία τής συνόδου, αλλά σίγουρα δεν ήταν λάθος να συμβουλεύονται οι λεγάτοι ή οι συνοδικοί πατέρες την Αποστολική Έδρα, «την κεφαλή τής Εκκλησίας και διδάσκαλο τής αλήθειας» (Ecclesias caput et veritatis magistra). Ο Πίος είχε εξηγήσει στην πρώτη του επιστολή, γιατί ήταν ανέφικτη η μετάβασή του στο Τρεντ. Όμως αν ο Φερδινάνδος ερχόταν στη Μπολώνια, ο Πίος θα πήγαινε επίσης εκεί, εκτός αν τον εμπόδιζε ασθένεια, με σκοπό να απονείμει στον εκλεγμένο αυτοκράτορα τα αυτοκρατορικά διακριτικά. Η Μπολώνια ήταν κατάλληλο μέρος για την τελετή. Είχε υπάρξει ο χώρος τής στέψης τού αδελφού του, τού Καρόλου Ε’.162
Στην κούρτη πίστευαν, ότι σε περίοδο διαμάχης ήταν καλύτερο να γίνονται προφορικές παρά γραπτές δεσμεύσεις. Οι καιροί άλλαζαν πάντοτε. Οι ηγεμόνες ήσαν απρόβλεπτοι. Και η σύνοδος αποτελούσε πρόβλημα. Οι δύο παπικές επιστολές τής 18ης Μαρτίου δεν στάλθηκαν. Ο Μορόνε μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για δική του καθοδήγηση στην αντιμετώπιση τού αυτοκράτορα. Όσο λιγότερα έμπαιναν σε χαρτί, τόσο το καλύτερο. Στις 19 Μαρτίου ο πάπας και ο Μορόνε, σε ξεχωριστές επιστολές, ενημέρωναν τον αυτοκράτορα για τον διορισμό τού τελευταίου ως λεγάτου και για την επικείμενη αναχώρησή του για Τρεντ και Ίννσμπρουκ. Ο Φερδινάνδος απάντησε και στις δύο επιστολές στις 28 τού μηνός. Ήταν ευχαριστημένος με τον διορισμό τού φίλου του Μορόνε, όπως τού έγραφε, «προσμένοντας την πατερική εξοχότητά σας» (Paternitatem vestram avide expectabimus).163
Ο Μορόνε έφυγε από τη Ρώμη στις 23 Μαρτίου (1563), κινήθηκε προς βορρά μέσω τής μικρής πόλης Ρινιάνο προς το Φορλί και τη Μπολώνια. Ξεκίνησε από τη Μπολώνια στις 5 Απριλίου και χρησιμοποιώντας πλωτές οδούς, έφτασε στο Τρεντ στις 10 Απριλίου περίπου στις 6 μ.μ. Οι Χόσιους και Σιμονέττα βγήκαν για να τον συναντήσουν μαζί με όλους τούς πρέσβεις στη σύνοδο, καθώς και με αριθμό συνοδικών πατέρων. Ο Φιρμάνους περιγράφει την τελετή τής υποδοχής του και την ενδυμασία των λεγάτων.164 Σε γενική σύναξη στις 13 Απριλίου ο συνοδικός γραμματέας Άντζελο Μασσαρέλλι διάβασε «με καθαρή φωνή» (clara voce) το παπικό σημείωμα (με ημερομηνία 20 Μαρτίου), με το οποίο ο Μορόνε είχε οριστεί λεγάτος και πρώτος πρόεδρος τής συνόδου. Στη συνέχεια ο Μορόνε απευθύνθηκε στη σύναξη εν συντομία για τη δεινή κατάσταση τής χριστιανικής κοινωνίας με τις θρησκευτικές της αναταραχές, τούς χωρίς τέλος πολέμους και την αποτυχία εκκλησιαστικής πειθαρχίας.
Το όχι μικρότερο από τα προβλήματά τους, αναγνώριζε ο Μορόνε, ήταν η μάστιγα των τουρκικών επιδρομών και επιθέσεων επί περίοδο πολλών ετών. Ο τουρκικός κίνδυνος κρεμόταν ακόμη από πάνω τους, γιατί η δύναμη τού σουλτάνου αυξανόταν από τη διχόνοια των ίδιων των χριστιανών. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων ο Πίος Δ’ είχε συγκαλέσει τη σύνοδο στο Τρεντ. Ο Μορόνε είχε προσπαθήσει να αποφύγει τον λεγατινό διορισμό που είχε ρίξει πάνω του ο πάπας, φοβούμενος την παντελή ανεπάρκειά του. Η αναγκαιότητα τής υπακοής είχε όμως ξεπεράσει το άγχος του και ιδού, βρισκόταν στο Τρεντ. Τώρα θα ξεκινούσε για την αυτοκρατορική αυλή. Αλλά «Θεού θέλοντος» (Deo dante) θα επέστρεφε σύντομα στη σύνοδο. Ο πάπας δεν είχε άλλη επιθυμία, παρά να ελευθερώσει την πίστη από κάθε χροιά αίρεσης και να πραγματοποιήσει πραγματική μεταρρύθμιση στην Εκκλησία. Ο Μορόνε δεν είχε άλλο σκοπό, παρά να εκτελέσει τις οδηγίες τού πάπα.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν η σύνεση και η μόρφωση των ίδιων των πατέρων εκείνη που θα έφερνε τη σύνοδο στην επιθυμητή κατάληξη. Ο Μορόνε τούς απεύθυνε έκκληση να διώξουν τη διχόνοια από ανάμεσά τους και να τελειώσουν με άχρηστα ερωτήματα, τα οποία δεν συνέβαλαν «καθόλου στην οικοδόμηση τής πίστης», αλλά απλώς αποξένωναν εκείνους που άκουγαν τις παράλογες συζητήσεις. Η πολεμική ήταν χάσιμο χρόνου. Δουλεύοντας μαζί, εργαζόμενοι σκληρά και ταπεινά, οι πατέρες θα ελευθέρωναν την Εκκλησία από ανείπωτους κινδύνους. Αμοιβή τους θα ήταν η δόξα τού Θεού και η αιώνια ζωή. Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι η σύναξη διακόπηκε στις 6.30 μ.μ. Εκτός από τούς Χόσιους, Σιμονέττα και Μαντρούτσο, το ακροατήριο τού Μορόνε αποτελούσαν οι απεσταλμένοι τής αυτοκρατορίας, τής Γαλλίας, τής Πορτογαλίας, τής Ουγγαρίας, τής Σαβοΐας και τής Φλωρεντίας-Σιένα, καθώς και 166 πατέρες τής συνόδου.165
Ο Μορόνε έφυγε από το Τρεντ για το Ίννσμπρουκ στις 2 μ.μ. (hora 18) την Παρασκευή 16 Απριλίου. Όμως πριν από την αναχώρησή του ήρθαν να τον δουν ο Πέδρο Γκερρέρο, ο ταραχώδης αρχιεπίσκοπος τής Γρανάδας και ο Μαρτίν Πέρεζ ντε Αγιάλα, ο επίσκοπος τής Σεγκόβια. Δεν φαίνονταν να είναι γεμάτοι καλή θέληση, ιδιαίτερα ο Γρανάδας.166 Λόγω τού κρύου και τής βροχής ο Μορόνε χρειάστηκε πέντε μέρες για να φτάσει από το Τρεντ στην αυτοκρατορική αυλή στο Ίννσμπρουκ. Έφτασε στις 21 Απριλίου και προσκλήθηκε να δειπνήσει με τον αυτοκράτορα την επόμενη μέρα. Βρήκε στο δείπνο τον παπικό νούντσιο Ζακκαρία Ντελφίνο, καθώς και τον αρχιδούκα Κάρολο και τον δούκα Γκουλιέλμο Γκονζάγκα τής Μάντουα. Ο Γκουλιέλμο είχε παντρευτεί την κόρη τού αυτοκράτορα Ελεονόρα. Μάλιστα ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Φραντσέσκο Γ’ (πέθανε το 1550), ο οποίος είχε προηγηθεί ως δούκας τής Μάντουα, είχε παντρευτεί την κόρη τού αυτοκράτορα Αικατερίνη. Η μακροχρόνια σχέση των Γκονζάγκα με τη Γερμανία ήταν εκείνη που είχε οδηγήσει τον Πίο Δ’ να προσπαθήσει να πείσει τον καρδινάλιο Έρκολε να αναλάβει την αποστολή, την οποία ξεκινούσε τώρα ο Μορόνε.
Μετά το γεύμα όλοι πήγαν να ξεκουραστούν, αλλά ο Μορόνε επέστρεψε σε ακρόαση με τον αυτοκράτορα περίπου στις 4 μ.μ. (alle 20 hore). Έμειναν μαζί για τέσσερις ώρες, πράγμα που έδωσε στον Μορόνε την ευκαιρία να συζητήσει με τον αυτοκράτορα κάθε λεπτομέρεια που διατυπωνόταν στις δύο (μη σταλμένες) παπικές επιστολές τής 18ης Μαρτίου. Από το Ίννσμπρουκ στις 23 Απριλίου ο Μορόνε έστειλε στον Μπορρομέο μακροσκελή περιγραφή των διαβουλεύσεών τους. Είχε βρει τον Φερδινάνδο ευνοϊκά διακείμενο απέναντι στη Ρώμη, αλλά αντιμετώπιζε δυσκολίες, «έχοντας η μεγαλειότητά του καταλήξει ήδη σε συμφωνία για διάφορα θέματα, όχι μόνο με τον Καθολικό βασιλιά [Φίλιππο Β’], αλλά και με τούς Γάλλους, ιδιαίτερα στην επιθυμία τους ότι έπρεπε να επιτρέπεται στους πρεσβευτές να υποβάλλουν προτάσεις στη σύνοδο». Είναι κρίμα, έλεγε ο Μορόνε, που δεν είχε μπορέσει κάποιος να συζητήσει αυτά τα θέματα με τον αυτοκράτορα έξι ή οκτώ μήνες νωρίτερα, γιατί τότε αυτή η συνεννόηση με την Ισπανία και τη Γαλλία δεν θα είχε υπάρξει.
Παρά το γεγονός ότι ο Φερδινάνδος διακήρυσσε ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί την εξουσία τού πάπα με το αίμα τής ζωής του, υποστήριζε ότι παπικές εξαιρέσεις δεν έπρεπε να χορηγούνται χωρίς πραγματικά σοβαρούς λόγους. Ο Μορόνε επισήμαινε ότι η παπική εξουσία ήταν δωρεά από τον Θεό και ότι ο πάπας ούτε μπορούσε ούτε είχε τη διάθεση να αποδεχθεί κανένα περιορισμό της. Όμως ο Πίος Δ’ ήταν τόσο πρόθυμος να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση, που χωρίς αμφιβολία θα συγκρατούσε τον εαυτό του μέχρι τού σημείου να δυσαρεστεί τούς ηγεμόνες, οι οποίοι ήσαν πάντοτε οι πρώτοι που προσπαθούσαν να αποσπάσουν από τη Ρώμη κάποια παράβαση τού νόμου.
Όσο για την επιμονή τού Φερδινάνδου να προσπαθήσει να επιφέρει κάποια μεταρρύθμιση στις επισκοπικές εκλογές σε όλη την αυτοκρατορία, ο Μορόνε ανέφερε, ότι ενώ ο αυτοκράτορας προτιμούσε να αναγορεύονται οι επίσκοποι από τον πάπα και τούς ηγεμόνες, δεν ήθελε να εξαλείψει τις ενοριακές εκλογές. Στη Γερμανία οι εφημέριοι καθεδρικών ναών έπρεπε να είναι ευγενούς καταγωγής. Αφήστε τους να είναι ακέραιοι στον χαρακτήρα και ορθόδοξοι στο δόγμα, έλεγε ο αυτοκράτορας, αφήστε τους να είναι τού είδους από το οποίο θα γίνονταν επίσκοποι. Φυσικά οι εφημέριοι των καθεδρικών ναών πιθανότατα θα εξέλεγαν έναν από αυτούς. Ο Μορόνε θεωρούσε ότι ο Φερδινάνδος θα προσπαθούσε να φέρει το θέμα ενώπιον τής συνόδου. Ήταν κατανοητό ότι ο Φερδινάνδος ίσως πήγαινε στη Μπολώνια για να στεφθεί από τον πάπα (αλλά όχι πολύ πιθανό), υπό τον όρο ότι θα μπορούσε να το κάνει χωρίς να δυσαρεστηθούν οι Γερμανοί ηγεμόνες.167
Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος βρισκόταν σε συνεχή διαβούλευση με τούς θεολόγους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του στο Ίννσμπρουκ, επιδιώκοντας άλλη ευγενική διατύπωση των αυτοκρατορικών απαιτήσεων, που θα υποβάλλονταν στον πάπα σχετικά με τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στο κεφάλι καθώς και στα μέλη, για το δικαίωμα των πρέσβεων να υποβάλουν προτάσεις στη σύνοδο για λογαριασμό των εντολέων τους, καθώς και για την αναδιοργάνωση τής συνόδου σε κάποιο βαθμό κατά «έθνη» (αν και όχι τόσο απόλυτα, όπως στη Κωνσταντία και τη Βασιλεία). Εθνικές αντιπροσωπείες θα ετοίμαζαν την προκαταρκτική ημερήσια διάταξη τής συνόδου. Λίγο μετά την άφιξή τού στην αυλή ο Μορόνε είχε σοβαρή επίθεση ουρικής αρθρίτιδας (ποδάγρας), που ήταν η κορυφαία ασθένεια τής εποχής. Έπεσε στο κρεβάτι με πυρετό, ο οποίος, όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Μπορρομέο στις 2 Μαΐου, παρεμπόδιζε τις προσπάθειές του να ασχοληθεί με τούς αυτοκρατορικούς θεολόγους «για να ορίσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα οδηγήσουμε την επιχείρηση σε καλό τέλος, τρόπο που να είναι σύμφωνος με την υπηρεσία τού Θεού και τού κοινού και με την ικανοποίηση τής Αγιότητάς του» (per incaminare il negotio a quel buon fine che conviene per servitio di Dio et del publico et per satisfattione della Santità sua).
Κάθε μέρα ο Μορόνε έπρεπε να καταπολεμά την πεποίθηση που επικρατούσε στην αυλή, ότι η κούρτη δεν ήθελε μεταρρύθμιση, «ότι εμείς οι άλλοι τής Ρώμης δεν θέλουμε μεταρρύθμιση» (che noi altri di Roma non vogliamo riforma). Ο Μορόνε επέμενε ότι ο πάπας όχι μόνο ήθελε να δει τις μεταρρυθμίσεις που πρόβλεπαν τα συνοδικά διατάγματα και κανόνες, αλλά ότι η Αγιότητά του είχε την πρόθεση να θέσει σε εφαρμογή τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και να απαιτήσει την τήρησή τους από όλους. Ήταν διαδεδομένη η υποψία, ότι όταν θα είχαν ειπωθεί και γίνει όλα, ο πάπας θα εξακολουθούσε να χορηγεί απαλλαγές και εξαιρέσεις και θα ματαίωνε έτσι την προσπάθεια τής συνόδου να αναζωογονήσει την πάσχουσα Εκκλησία. Κατά τη διάρκεια τής περιόδου τής ασθένειας τού Μορόνε ακόμη και ο αυτοκράτορας ήρθε να τον δει και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του. Ο Μορόνε άδραξε την ευκαιρία να μιλήσει για δουλειές, γιατί έπρεπε να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία. Ο λεγάτος έπρεπε να επιστρέψει στο Τρεντ. Έτσι κι αλλιώς ήταν ο πρώτος πρόεδρος τής συνόδου.
Ο Φερδινάνδος έλεγε στον Μορόνε, ότι πάντοτε θα υπερασπιζόταν την Αγία Έδρα, αλλά ήταν επίσης υποχρεωμένος να υπερασπιστεί την αυθεντία τής συνόδου. Ο Μορόνε διαμαρτυρόταν ότι πάπας και σύνοδος ήσαν μια οντότητα. Ο πάπας έδινε στη σύνοδο την «αυθεντία και ισχύ» της (autorita et forza). Ο λεγάτος δεν είχε μόνο να αντιμετωπίσει τον σκεπτικισμό εκείνων στην αυλή τού Φερδινάνδου, αλλά και εξωτερικές επιρροές, όπως εκείνη που εξασκούσε ο Σαρλ ντε Γκυζ, ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης, που λεγόταν ότι είχε στείλει στον αυτοκράτορα πραγματεία που περιείχε σαράντα επιχειρήματα, που επιδίωκαν να αποδείξουν, «ότι ο πάπας δεν έπρεπε να αποκαλείται πάστορας τής Οικουμενικής Εκκλησίας».168
Η αναφορά τού Μορόνε προς Ρώμη τής 6ης Μαΐου περιλάμβανε την είδηση, ότι ο πυρετός είχε φύγει, όπως και ο πόνος από την ποδάγρα, αλλά τα πόδια του ήσαν ακόμη τόσο ασταθή, που δεν μπορούσε να αφήσει το κρεβάτι του. Εργαζόταν όμως, μιλώντας με τον Σκιπιόνε ντ’ Άρκο, τον άρχοντα αρχιθαλαμηπόλο τού αυτοκράτορα, καθώς και με τούς θεολογικούς συμβούλους τού αυτοκράτορα, που έρχονταν στο κρεβάτι τής αρρώστιας του. Αναφερόταν στην απελπιστική αναταραχή και σύγχυση που θα επικρατούσε, αν χορηγούσαν σε όλους το δικαίωμα υποβολής πρότασης στη σύνοδο (et dar la propositione a tutti, πράγμα που δεν ήταν όμως αυτό που ζητούσε ο αυτοκράτορας). Η συνοδική μεταρρύθμιση τού παπισμού ήταν ανέφικτη, μάλιστα αδύνατη, γιατί ο πάπας ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να συγκατατεθεί σε κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει ο Πίος Δ’ ήθελε να μεταρρυθμίσει «την κούρτη και τον εαυτό του με σωστούς και σύμφωνους με τούς κανόνες τρόπους, και όποιος αρνείται να είναι ικανοποιημένος με αυτό, και προσπαθεί να προχωρήσει μόνος του (et cerca d’ uscir di strada), δείχνει ότι επιθυμεί απλώς σύγχυση και όχι μεταρρύθμιση».
Όσο για τον σχηματισμό εθνικών αντιπροσωπειών (il far i deputati per nationes), αυτός θα τα αναστάτωνε όλα. Θα στερούσε από τούς επισκόπους τα δικαιώματά τους και τη θέση τους στη σύνοδο. Συζητήθηκαν κι άλλα θέματα, «αλλά επειδή αυτά είναι τα πιο σημαντικά, τα έχω τονίσει πάνω από όλα τα υπόλοιπα και θα συνεχίσω να το κάνω με κάθε δυνατό τρόπο».169
Στις 7 Μαΐου ο αυτοκράτορας έκανε στον Μορόνε και δεύτερη επίσκεψη. Έφερε στον λεγάτο δήλωση ετοιμασμένη εν μέρει από τούς θεολόγους και εν μέρει από τον ίδιο. Παρέμενε πάρα πολύ προφανές, ότι κανένας δεν πίστευε ότι η Ρώμη ήταν ειλικρινής στην επιθυμία για μεταρρύθμιση, αλλά η αυτοκρατορική δήλωση ήταν παραδόξως μετριοπαθής στο ύφος. Αφήνοντας το κρεβάτι του στις 8 τού μηνός, ο Μορόνε πήγε να δει τον Φερδινάνδο, ανησυχώντας για τις τρεις επίμονες απαιτήσεις των φιλο-αυτοκρατορικών: «για τα έθνη, για τις προτάσεις και για τη μεταρρύθμιση στην κεφαλή» (delle nationi, delle propositioni et della riforma in capite). Αυτή τη φορά πέρασαν τρεις ώρες μαζί και ο Φερδινάνδος φαινόταν συγκινημένος από τα επιχειρήματα τού Μορόνε, αλλά είπε ότι χρειαζόταν τη συμβουλή των θεολόγων του. Επίσης «χρειαζόταν χρόνο να το σκεφτεί». Σε αυτό το σημείο οι διαπραγματεύσεις τού Μορόνε παρεμποδίστηκαν από την αναφορά, η οποία, καλώς ή κακώς, είχε φτάσει στο Ίννσμπρουκ, ότι ο Πίος Δ’ είχε δεχθεί το αίτημα τού Φιλίππου Β’ να επιτρέπεται στους πρεσβευτές να κάνουν «προτάσεις» (propositioni) στη σύνοδο.170
Όπως έγραφε ο Μορόνε στον Μπορρομέο στις 13 Μαΐου από το Μάτραϊ (στη σήραγγα τού Μπρέννερ), καθώς ξεκινούσε το ταξίδι τής επιστροφής του στο Τρεντ, οι «ηγεμόνες», δηλαδή ο Φερδινάνδος, ο Φίλιππος Β’ και οι Γάλλοι, «συμφωνούσαν σε αυτά τα τρία σημεία», δηλαδή στη διαίρεση τής συνόδου σε έθνη, στην επέκταση τού δικαιώματος για προτάσεις και στη συνοδική μεταρρύθμιση τού παπισμού. Με κάποιο τρόπο καθένα από τα τρία σημεία, στα οποία επέμεναν οι «ηγεμόνες», αγκάλιαζε τα άλλα δύο. Αποτέλεσμά τους θα ήταν να σπάσει ο έλεγχος τής συνόδου από τούς Ιταλούς και τελικά να περιοριστεί η εξουσία τού πάπα. Ως αναπόσπαστο μέρος τής επιθυμίας των συνοδιστών να αναλάβουν μεταρρύθμιση «στην κεφαλή» (in capite), μερικοί από αυτούς θα χρησιμοποιούσαν το δικαίωμα τής πρότασης για να ρίξουν προσβολές στην Αγία Έδρα. Ο Μορόνε είχε προσπαθήσει ακούραστα να αντισταθεί σε αυτές τις τρεις απαιτήσεις.
Αν και ο Μορόνε δεν είχε πετύχει τα πράγματα στο Ίννσμπρουκ όπως ήθελε, είχε καταφέρει να μετριάσει την επιμονή τού αυτοκράτορα για το δικαίωμα των πρεσβευτών να κάνουν προτάσεις. Οι λεγάτοι θα υπέβαλλαν τις επίσημες προτάσεις στις συνάξεις, αλλά (ο Φερδινάνδος εξακολουθούσε να επιμένει) οι πρεσβευτές έπρεπε να έχουν το δικαίωμα τής πρότασης, όταν οι λεγάτοι αποτύγχαναν να φέρουν ενώπιον τής συνόδου θέματα, τα οποία είχαν ζητήσει επισήμως οι ηγεμόνες. Οι απαιτήσεις των φιλο-αυτοκρατορικών για εθνικές αντιπροσωπείες και ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση από τη σύνοδο τής μεταρρύθμισης στην κεφαλή (in capite) είχαν και οι δύο τροποποιηθεί. Έτσι η Σύνοδος τού Τρεντ δεν επρόκειτο να μοιάζει πολύ με τις ιστορικές συνελεύσεις στην Κωνσταντία και τη Βασιλεία. Σε κάθε παραχώρηση τού αυτοκράτορα ο Μορόνε κρέμαγε τα μούτρα του, δείχνοντας «μικρή ικανοποίηση και πόνο», αλλά κάθε παραχώρηση έφερνε εσωτερικά όχι μικρή ανακούφιση.
Το πρωί τής 12ης Μαΐου ο Μορόνε έλαβε κι άλλη δήλωση από τον αυτοκράτορα «και δεν είχα ακόμη τελειώσει την ανάγνωση τής εν λόγω δήλωσης μαζί με τον νούντσιο [Ντελφίνο], όταν ήρθε να με δει ο ίδιος ο αυτοκράτορας και να με αποχαιρετήσει, καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω». Και πάλι ο Μορόνε συζήτησε το «τρία κύρια σημεία» με τον Φερδινάνδο, αυτή τη φορά για δύο ώρες. Αν και συμφωνούσαν σε κάποιους δευτερεύοντες κανόνες κοινοβουλευτικής ή μάλλον συνοδικής διαδικασίας, δεν υπήρχε ακόμη συμφωνία σχετικά με το δικαίωμα τής πρότασης, τις εθνικές αντιπροσωπείες και την επιθυμητή από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς μεταρρύθμιση τής παπικής εκλογικής διαδικασίας. Όμως κατά τη διάρκεια των τελευταίων του ωρών στην αυλή ο Μορόνε ήταν ιδιαίτερα δραστήριος, διαβουλευόμενος με τον αυτοκρατορικό αντικαγκελλάριο Δρα Γκέοργκ Σελντ και τον γραμματέα τού αυτοκράτορα Μάρκους Σινγκμόζερ. Στους δύο αυτούς «ευνοούμενους εκπροσώπους» τού στέμματος ο Μορόνε συνόψισε για μία ακόμη φορά τις αντιρρήσεις του για τα «προαναφερθέντα τρία σημεία» (tre punti sopradetti) και τούς παρακάλεσε να συζητήσουν και πάλι αυτά τα κρίσιμα θέματα με τη μεγαλειότητά του.
Ο Μορόνε ετοίμασε επίσης μνημόνιο (scriptum) τής τελευταίας στιγμής, το οποίο ο νούντσιος Ντελφίνο πήγε στον αυτοκράτορα. Η απάντηση τού Φερδινάνδου ετοιμάστηκε αμέσως και δόθηκε στον Ντελφίνο, ο οποίος την παρέδωσε στον Μορόνε στο Μάτραϊ, ακριβώς βόρεια τού Λιντς, το πρωί τής 13ης Μαΐου, καθώς ο λεγάτος ξεκινούσε τη μακροσκελή του επιστολή προς τον Μπορρομέο. Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας πίστευε ακόμη στη σκοπιμότητα των τριών αιτημάτων του, η απάντησή του προς τον Μορόνε ήταν ευχάριστη και συμφιλιωτική. Μάλιστα ο Ντελφίνο είπε στον λεγάτο, ότι «είχε καταλάβει από τον Δρα Σελντ, ότι η μεγαλειότητά του είχε αποφασίσει να μην προβάλει οποιαδήποτε απαίτηση στα πλαίσια τής συνόδου για κανένα από τα τρία βασικά σημεία». Τώρα ήταν καλά. Ο Μορόνε πρότεινε να βάλουν τον πάπα να καλέσει τον Πρόσπερο ντ’ Άρκο, τον αυτοκρατορικό πρεσβευτή στη Ρώμη και να επαινέσει την ευσέβεια τής μεγαλειότητάς του και την καλοσύνη τής καρδιάς του, «εκφράζοντας ικανοποίηση για τις αποφάσεις που έχουμε πάρει».171
Η αποστολή Μορόνε ήταν επιτυχής. Εκείνος είχε διασώσει τη σύνοδο κατευνάζοντας τον αυτοκράτορα και τούς συμβούλους του. Είχε αναιρέσει τα αποτελέσματα τής επίσκεψης τού Γκυζ στο Ίννσμπρουκ. Ο γαλλικανισμός έπρεπε να σταθεί μόνος. Η ματαιότητα των ατελείωτων επιχειρημάτων είχε κουράσει πολλούς επισκόπους και πριν από τις 8 Φεβρουαρίου (1563) οι επίσκοποι Πάδουας, Όσιμο, Τίβολι, Ρίμινι, και Τσιττανόβα είχαν φύγει από το Τρεντ, χωρίς να ζητήσουν την άδεια τού λεγάτου. Ύστερα από τον θάνατο τού Γκονζάγκα και τού Σεριπάντο είχαν φύγει κι άλλοι.172
Η κατανόηση στην οποία είχε καταλήξει ο Μορόνε με τον Φερδινάνδο είχε αφοπλίσει εκείνο που απειλούσε να μετατραπεί σε αντι-παπική συμφωνία μεταξύ των ηγεμόνων. Ο Πίος Δ’ ήθελε να αποσπάσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς από τη Γαλλία και την Ισπανία σε τέτοιο βαθμό, που ο Μορόνε είχε λάβει εντολή να ασχολείται «μόνος και μυστικά» (solo et secretamente) με τον αυτοκράτορα και (αν χρειαζόταν) να έκανε πίσω για το δικαίωμα τής πρότασης, ακόμη και να παραχωρούσε τη «μεταρρύθμιση στην κεφαλή» (reformatio capitis) στη σύνοδο. Επίσης είχε λάβει εντολή να συζητήσει με τον αυτοκράτορα, σε κάποια κατάλληλη στιγμή, το ζήτημα τής εκλογής τού Μαξιμιλιανού ως βασιλιά των Ρωμαίων. Για το ζήτημα αυτό είχε σταλεί στον Μορόνε έγγραφο, «από το οποίο φαίνεται σαφώς, ότι αυτή η τελευταία εκλογή τού βασιλιά των Ρωμαίων δεν έχει προηγούμενο και είναι ελαττωματική από πολλές απόψεις».173 Η ορθοδοξία τού Μαξιμιλιανού ήταν ύποπτη για χρόνια, ενώ ήταν γνωστό ότι δεν ήταν φίλος τής παπικής κούρτης. Ο Φερδινάνδος δεν ήθελε παρακράτηση τής παπικής επικύρωσης τής εκλογής. Αν ήταν λογικός, ο Πίος θα ήταν λογικός.
Ο Μορόνε επέστρεψε στο Τρεντ κατά τις πρώτες πρωινές ώρες τής 17ης Μαΐου και ετοίμασε αμέσως μακροσκελή αναφορά προς τον Μπορρομέο για τη συνολική έκταση τής αποστολής του, την οποία είχαν συνοδεύσει πολλοί κίνδυνοι για την Εκκλησία. Διάφορα «νέα ερωτήματα» είχαν έρθει στο προσκήνιο, ορισμένα από τα οποία δεν ήσαν και τόσο νέα, όπως ότι η σύνοδος ήταν ανώτερη από τον πάπα, ότι οι πολλοί Ιταλοί επίσκοποι στη σύνοδο δεν έπρεπε να έχουν περισσότερη εξουσία ή ψήφους «από τούς λίγους οποιουδήποτε άλλου έθνους» και (μεταξύ άλλων) ότι η εκλογή τού πάπα έπρεπε να αποτελεί ευθύνη των συνοδικών πατέρων αν η σύνοδος συνεδρίαζε ακόμη κατά τη στιγμή τού θανάτου τής Αγιότητάς του. Αλλά ο αυτοκράτορας είχε δείξει καλή αίσθηση και ο Μορόνε είχε μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, ή μάλλον δεν είχε χρειαστεί να ασχοληθεί μαζί τους, γιατί ο αυτοκράτορας τα είχε αποκλείσει από τις συζητήσεις. Στο παρασκήνιο ο Μορόνε είχε βρει πολλή δυσπιστία απέναντι στη Ρώμη. Ο Φερδινάνδος είχε πάρει μηνύματα από τον Τίβερη, καθώς και από το Τρεντ, ότι η κούρτη δεν ήθελε τη μεταρρύθμιση.
Όμως παρ’ όλα όσα διέδιδαν οι κακόγλωσσοι, η «πολύ καλή γνώμη» (grande opinione) τού αυτοκράτορα για την καλοσύνη τού Πίου Δ’ είχε βοηθήσει τον Μορόνε να πετύχει. Δεν χρειάζεται να ακολουθήσουμε τον Μορόνε στην εξέτασή του των διαφόρων απαιτήσεων για τη μεταρρύθμιση στην κεφαλή (in capite), για το δικαίωμα τής πρότασης και για τις εθνικές αντιπροσωπείες. Υπήρχαν εχθροί τής Αγίας Έδρας στη σύνοδο και μεταξύ των συμβούλων των ηγεμόνων, που ήθελαν να δουν την ψηφοφορία να γίνεται κατά έθνη, όπως στην Κωνσταντία και στη Βασιλεία, ώστε να προκαλέσουν βλάβη στη μεγάλη ιταλική πλειοψηφία, που είχε τότε συγκεντρωθεί στις όχθες τού Αδίγη. Ο αυτοκράτορας είχε βοηθήσει να ξεπεραστεί αυτός ο κίνδυνος με ρητή δήλωση, ότι οι αποφάσεις έπρεπε να παίρνονται στη σύνοδο σε πλήρεις συνάξεις των πατέρων και κατά πλειοψηφία. Μόλις ο Μορόνε διαβεβαιώθηκε ότι κάθε συνοδικό ζήτημα θα αποφασιζόταν «με τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων» (dal magior numero de voti), έφυγαν οι περισσότερες από τις ανησυχίες του.
Όπως επέτρεπε ο Πίος Δ’, ο Μορόνε είχε διανείμει δώρα μεταξύ των αυτοκρατορικών υπουργών, κάποια σε χρήμα, κάποια σε ασημένια και χρυσά αντικείμενα, μια ασημένια καράφα και λεκάνη γαλλικής κατασκευής, αξίας 150 χρυσών σκούδων, στον Δρα Σελντ, τον αντικαγκελλάριο, και ένα δαχτυλίδι αξίας πενήντα σκούδων στον γραμματέα Ζινγκμόζερ. Ο εξομολογητής τού Φερδινάνδου Ματίας Τσίταρντ έλαβε 100 σκούδα, όπως και ο Δρ Κόνραντ Μπράουν, εφημέριος στο Άουγκσμπουργκ. Στον θεολόγο Φρήντριχ Στάφυλους δόθηκαν 200 σκούδα και είχε λάβει υπόσχεση από τον πάπα για 300 σκούδα τον χρόνο, τα οποία θα τού καταβάλλονταν στο Άουγκσμπουργκ με την ησυχία του. Συνολικά τα χρήματα που δαπανήθηκαν για δώρα κατά τη διάρκεια τής ενός μήνα παραμονής τού Μορόνε στο Ίννσμπρουκ είχαν ανέλθει σε περίπου 820 σκούδα.174 Δεν ήταν μεγάλο ποσό. Αν δεν είχε προετοιμάσει τον δρόμο του, είχε βοηθήσει να αφαιρεθούν περισσότερες από μία πέτρες από τη διαδρομή του.
Ο πάπας ήταν πολύ ανακουφισμένος και ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την έκβαση τής αποστολής τού Μορόνε στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Μπορρομέο εξέφραζε την ικανοποίηση τού πάπα και τη δική του, τον θαυμασμό μάλιστα, για το χωρίς καμία βοήθεια επίτευγμα τού Μορόνε.175 Στην πραγματικότητα ο Φερδινάνδος δεν είχε σε καμία περίπτωση μεταβάλει τις απόψεις του για τα «τρία κύρια σημεία», αλλά ήταν τεράστιο κέρδος για την Αγία Έδρα, ότι είχε τελικά συμφωνήσει, να μην επιμείνει στις απόψεις του στη σύνοδο. Ο Πίος Δ’ είχε επιμείνει, ότι θα απαιτούσε να διαμένουν οι επίσκοποι στις επισκοπές τους, αλλά ο Φερδινάνδος είχε εγκρίνει την άποψη τού Μορόνε, ότι είτε έπρεπε να επιλυθεί ειρηνικά το ερώτημα «με ποιο δικαίωμα» (quo iure) ή να μπει το ζήτημα κάτω από το χαλί.
Στο Τρεντ οι αυτοκρατορικοί πρεσβευτές στη σύνοδο ενημέρωσαν τον καρδινάλιο Σαρλ τής Λωρραίνης λεπτομερώς για τις διαπραγματεύσεις τού Μορόνε με τον Φερδινάνδο, όπως ο τελευταίος τούς είχε δώσει εντολή να κάνουν. Μάλιστα διάβασαν γραπτή «περίληψη» των διαπραγματεύσεων στον Λωρραίν, ενώ αργότερα την ίδια μέρα την έδειξαν στον Κλάουντιο Φερνάντεζ Βίτζιλ ντε Κινόνες, τον κόμη τής Λούνα, ο οποίος είχε έρθει στο Τρεντ (στις 12 Απριλίου) ως πρεσβευτής τού Φιλίππου Β’ στη σύνοδο. Ο Λωρραίν έδωσε άφθονες ευχαριστίες γι’ αυτή την απόδειξη τής καλής διάθεσης τού Φερδινάνδου. Αν και φαινόταν να αποδέχεται τη συμφωνία τού Φερδινάνδου με τον Μορόνε «για το διάταγμα τής διαμονής» (de residentiae decreto), δεν μπορούσε να εγκρίνει την «απαλότητα» (lenitas) τού αυτοκράτορα, που είχε υποκύψει τόσο πολύ σχετικά με το δικαίωμα τής πρότασης. Ο Λωρραίν ένιωθε ότι η επαναλαμβανόμενη φράση «προτεινόντων των λεγάτων» (proponentibus legatis) αποτελούσε προσβολή τόσο για τούς ηγεμόνες όσο και για τούς πατέρες και φαινόταν να υποδεικνύει την ανωτερότητα των λεγάτων (επομένως και τού πάπα) επί τής συνόδου.176
Ο Φερδινάνδος είχε στείλει στον γιο του Μαξιμιλιανό επιστολή από το Ίννσμπρουκ στις 16 Μαΐου, μαζί με δέσμη κειμένων που παρουσίαζαν λεπτομερώς τις διαπραγματεύσεις του με τον Μορόνε. Ο Μαξιμιλιανός απάντησε με μακροσκελή επιστολή, γραμμένη στη Βιέννη στις 24 Μαΐου. Πίστευε ότι ο πατέρας του είχε ενεργήσει με υπερβολική συνεργασιμότητα στην αντιμετώπιση τού Μορόνε και τώρα φαινόταν σαφές, ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν παρά σε ελάχιστο ή κανένα όφελος ή πλεονέκτημα από τη Σύνοδο τού Τρεντ. Αφού η λέξη «κεφαλή» είχε αφαιρεθεί από την προβλεπόμενη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στην «κεφαλή και τα μέλη», τι άραγε μπορούσε να αναμένεται από την παπική κούρτη; Η Εκκλησία βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση, ιδιαίτερα στην Κάτω Αυστρία και σε άλλες κληρονομικές περιοχές των Αψβούργων. Μπορούσε να αναμένεται η απώλεια χιλιάδων χριστιανικών ψυχών, καθώς παράξενες νέες λατρείες έκαναν την εμφάνισή τους. Ο Μαξιμιλιανός έδινε διέξοδο σε άλλους φόβους και επικρίσεις σε υστερόγραφο τής επιστολής του, αλλά (όπως ο ίδιος μπορούσε να δει) ο κύβος είχε ριφθεί.177
Όταν ο Μορόνε επέστρεψε στο Τρεντ στις 17 Μαΐου, οι συνοδικοί πατέρες συζητούσαν σχεδόν κάθε μέρα, στις συνηθισμένες συνάξεις, τις καταχρήσεις που ανέμεναν διόρθωση στο μυστήριο τής ιεροσύνης. Και οι τέσσερις λεγάτοι ήσαν τώρα συγκεντρωμένοι στο Τρεντ, οι Μορόνε, Χόσιους, Σιμονέττα και Ναβαγκέρο. Ο Ναβαγκέρο, κάποτε Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ και πρεσβευτής στη Ρώμη, είχε φύγει από την κούρτη στις 25 Μαρτίου, πέρασε αρκετό καιρό στο Μεγάλο Κανάλι και έφτασε στο Τρεντ τη νύχτα τής 28ης Απριλίου «χωρίς καμία τελετή» (absque ulla pompa).178 Όταν ο Μορόνε ανέλαβε ως πρώτος πρόεδρος, οι υποθέσεις τής συνόδου άρχισαν να κινούνται πιο γρήγορα. Οι επίσκοποι όμως αποτελούσαν αμφιλεγόμενο σύνολο. Η σύνοδος θα συνεχιζόταν για επτά ακόμη μήνες και ο Μορόνε και οι συνεργάτες του δύσκολα θα απολάμβαναν μια μέρα χωρίς προβλήματα.
Στις 14 Ιουνίου (1563) οι λεγάτοι έστειλαν στον Μπορρομέο ασυνήθιστη επιστολή, η οποία παρουσίαζε κάποιες από τις βασικές αιτίες των προβλημάτων τους. Ενημέρωναν τον καρδινάλιο-ανηψιό χωρίς περιστροφές, «ότι καθώς η σύνοδος αυτή αποτελείται από τρία κύρια έθνη, δηλαδή Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους, έτσι είναι χωρισμένη σε τρεις παρατάξεις, καθεμιά από τις οποίες έχει δικό της σκοπό και στόχο». Τα ιδιωτικά συμφέροντα φούντωναν τα πάθη σε κάθε παράταξη. Οι περισσότεροι από τούς Ιταλούς ήσαν αφοσιωμένοι στην υπηρεσία τού πάπα «και στην προστασία τής κούρτης τής Ρώμης» (et alla conservatione della Corte di Roma). Οι Ισπανοί προσπαθούσαν να ανυψώσουν το κύρος τής επισκοπής,
και να μειώσουν το μεγαλείο και την αξιοπρέπεια τού κυρίου μας [του πάπα] και των καρδιναλίων, τούς οποίους, κατά τη γνώμη μας, θα ήθελαν να βάλουν όχι μόνο κάτω από τούς πατριάρχες, αλλά και κάτω από τούς αρχιεπισκόπους και πιθανώς ακόμη και κάτω από τούς επισκόπους, έτσι ώστε να μη διατηρούν επισκοπές και να είναι απλώς σύμβουλοι τού πάπα και να παραμένουν στη Ρώμη φροντίζοντας τις εκκλησίες και τούς τίτλους τους….
Οι Ισπανοί επίσκοποι έλπιζαν να βελτιώσουν τη δική τους ευημερία και τιμή στον ίδιο βαθμό που θα μπορούσαν να χαμηλώσουν την εξουσία και τις έκτακτες αμοιβές των καρδιναλίων. Προσπαθούσαν να αφαιρέσουν την εξουσία τού πάπα καθώς και εκείνη των καρδιναλίων, «γιατί θα ήθελαν να είναι πάπες στις δικές τους επισκοπές (perchè vorrebbono esser papi ne li loro vescovadi). Όσο για τούς Γάλλους, «δεν έχουν άλλο σκοπό από το να αυξήσουν τη φήμη τής συνόδου, η οποία θέλουν να είναι όχι μόνο πάνω από τον πάπα, αλλά και να έχει η ίδια όλη την εξουσία τής Αποστολικής Έδρας…». Οι Γάλλοι προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τις επιταγές τής αντι-παπικής Συνόδου τής Βασιλείας.
Οι Γάλλοι και οι Ισπανοί είχαν αποκτήσει κάποιους οπαδούς, «όχι μόνο τούς λίγους Γερμανούς που βρίσκονται εδώ, αλλά και ορισμένους Ιταλούς, οι οποίοι, δεδομένου ότι γνωρίζουν λιγότερα και είναι φτωχότεροι, πολλές φορές επιτρέπουν εύκολα στον εαυτό τους να έλκεται από άγνοια ή αναγκαιότητα προς άκρα που έπρεπε να αποφεύγουν». Οι διαφωνούντες είχαν στο πλευρό τους τους ηγεμόνες, «οι οποίοι απεχθάνονται τα έθιμα και τις διαδικασίες τής παπικής κούρτης και δεν επιθυμούν τίποτε άλλο όσο τη μεταρρύθμισή της…». Μεγάλο μέρος αυτής τής διαδεδομένης εχθρότητας στρεφόταν κατά των καρδιναλίων. Οι λεγάτοι αναγνώριζαν την ανάγκη μεταρρύθμισης. Αν το Ιερό Κολλέγιο και η κούρτη αρνούνταν να την αποδεχτούν, θα ήσαν ντροπιασμένοι και ατιμασμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο.
Παρά το γεγονός ότι οι στόχοι των Γάλλων και των Ισπανών διέφεραν, βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, για να πετύχουν τον γαλλικό στόχο τής άρσης τής συνόδου πάνω από τον πάπα και τον ισπανικό στόχο τής άρσης τής επισκοπής πάνω από το Ιερό Κολλέγιο. Οι λεγάτοι δεν μπορούσαν να πουν κατά πόσο η πιστή ομάδα των Ιταλών επισκόπων στο Τρεντ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τούς αντιπάλους της,
γιατί όταν οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί και μερικοί από τούς Ιταλούς ενώνονται, αποτελούν μεγάλο αριθμό, ο οποίος θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αν έρχονταν κι άλλοι από την Ισπανία και από τη Γαλλία, όπως έχει ειπωθεί, με την υποστήριξη των ηγεμόνων.179
Όμως οι Γάλλοι και οι Ισπανοί δεν πήγαιναν χέρι-χέρι στο Τρεντ. Όταν στις 21 Μαΐου (1563) ο Φερνάντεζ Βίτζιλ ντε Κινόνες, κόμης τής Λούνα, έγινε δεκτός σε γενική σύναξη ως πρεσβευτής τού Φιλίππου Β’, ο τελετάρχης Φιρμάνους τού έδωσε θέση απέναντι από τούς λεγάτους
κοντά στον σταυρό και το μικρό τραπέζι, όπου [ο Μασσαρέλλι,] ο γραμματέας τής συνόδου γράφει και κάθεται, βέβαια στα δεξιά τού γραμματέα. Δεν ήταν πρόθυμος να καθίσει εκεί, μέχρι να διαβάσει ο γραμματέας με δυνατή φωνή τη διαμαρτυρία του σχετικά με τη σειρά προτεραιότητας, την οποία αμφισβητούσε από τούς απεσταλμένους τού χριστιανικότατου βασιλιά [τής Γαλλίας].
Μετά την ανάγνωση ο Λούνα κάθισε και ο Γάλλος απεσταλμένος Αρνώ ντυ Φερριέ σηκώθηκε για να διαμαρτυρηθεί για τη διαμαρτυρία τού Λούνα.180 Η σειρά προτεραιότητας αποτελούσε σοβαρή υπόθεση σε δημόσιες συνελεύσεις και τελετές. Η θέση τού πρέσβη στην κοινωνική ιεραρχία συμβόλιζε τη θέση τού κυρίου του μεταξύ των ηγεμόνων τής Ευρώπης.
Η θέση τού ίδιου τού Καρόλου Θ’ ήταν αβέβαιη. Η μητέρα του Αικατερίνη των Μεδίκων ήταν αντιβασιλέας τής Γαλλίας. Ο Φρανσουά, ο δούκας τού Γκυζ, είχε πληγεί θανάσιμα από δολοφόνο το βράδυ τής 18ης Φεβρουαρίου (1563) και είχε πεθάνει έξι μέρες αργότερα. Η αναχώρησή του από τη σκηνή αποτελούσε προφανές όφελος για τούς Ουγενότους, οι οποίοι έλαβαν (ιδιαίτερα η γαλλο-προτεσταντική αριστοκρατία) σχεδόν πλήρη ελευθερία θρησκείας με το Διάταγμα τής Αμπουάζ τής 19ης Μαρτίου. Ο Φίλιππος Β’ εξοργίστηκε με το γαλλικό διάταγμα ανοχής και αηδίασε με τον ισχυρισμό τής Αικατερίνης, ότι μια πραγματικά οικουμενική σύνοδος και όχι η συνέλευση στο Τρεντ ήταν απαραίτητη, για να ξετυλιχτεί το θρησκευτικό κουβάρι στη Γαλλία και στην Ευρώπη.181
Λαμβάνοντας υπόψη την αστάθεια τού Φερδινάνδου και τον εμφανή ανταγωνισμό τού γιου του Μαξιμιλιανού προς την παπική κούρτη, ο Πίος χρειαζόταν την υποστήριξη τού Ισπανού βασιλιά. Στις 8 Μαΐου ο Πίος έγραψε στους λεγάτους στο Τρεντ ότι, χωρίς να θέλει να αποφασίσει την τελετουργική σειρά προτεραιότητας για το μέλλον, τούς κατεύθυνε να ικανοποιήσουν τον Φίλιππο Β’, δίνοντας προτεραιότητα στον πρεσβευτή του επί τού Γάλλου στις συνεδριάσεις και συνάξεις τού Τρεντ. Επρόκειτο να είναι «για συγκεκριμένο σκοπό» (ad hoc) παραχώρηση. Ο Μπορρομέο έγραψε επίσης στους λεγάτους την ίδια μέρα (κρυπτογραφημένα), ότι έπρεπε να δίνουν στον κόμη τής Λούνα προτεραιότητα σε σχέση με τον Γάλλο, με ξαφνικό, αυθόρμητο τρόπο, σαν να μην υπήρχε προμελέτη (a l’ improviso). Αν οι Γάλλοι διαμαρτύρονταν και απειλούσαν να αποχωρήσουν από τη σύνοδο, οι λεγάτοι δεν χρειαζόταν να ανησυχούν γι’ αυτό. Θα ήταν καλύτερα να τούς αφήσουν να φύγουν, παρά να μη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις επιθυμίες τής Καθολικής του Μεγαλειότητας.
Στη Ρώμη ο νέος Ισπανός πρεσβευτής Λούις ντε Άβιλα και ο συνάδελφός του Φρανσίσκο ντε Βάργκας είχαν διαπραγματευθεί με τον Πίο Δ’ «πολύ μυστική» συμφωνία,
με την οποία υπόσχονται στο όνομα τού βασιλιά, ότι η Καθολική του Μεγαλειότητα θα παίρνει πάντοτε τα όπλα και θα εκθέτει τις δυνάμεις, τα κράτη του και το άτομό του για την υπεράσπιση και αύξηση τής αρχής τής Αγιότητάς του και τής Αγίας Έδρας και τής Καθολικής μας θρησκείας.
Ο Μπορρομέο ενημέρωσε τον Μορόνε γι’ αυτή τη συμφωνία επίσης στις 8 Μαΐου και επίσης κρυπτογραφημένα, προσθέτοντας ότι
η Αγιότητά του θέλησε να το γνωρίζει αυτό η επιφανέστατη εξοχότητά σας, έτσι ώστε να μπορείτε να καταλάβετε, ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που η Αγιότητά του πήρε την απόφαση αυτή [στη διαμάχη για το προβάδισμα], αλλά όπως είπα, είναι καλό να το κρατήσετε απολύτως μυστικό.182
Ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης έδωσε προφανώς στον Λούνα να καταλάβει, ότι το προβάδισμά του ήταν απλώς γενναιόδωρη παραχώρηση από τούς Γάλλους. Αν ο Λούνα δυσαρεστήθηκε λίγο από αυτό, ήταν τουλάχιστον ικανοποιημένος με τη θέση του στη σύνοδο. Υπήρχαν και άλλες δυσκολίες που σχετίζονταν με το πρόβλημα τού προβαδίσματος, τις οποίες θα προσπεράσουμε. Ο Λωρραίνης τις συζήτησε με τον Μορόνε, ο οποίος έκανε ήπιο υπαινιγμό για το πρόσφατο διάταγμα τής Αμπουάζ (l’ accordo di Franza), που προκάλεσε στον Γάλλο καρδινάλιο μεγάλη αμηχανία.183 Οι λεγάτοι είχαν μικρά προβλήματα καθώς και μεγάλα.
Για παράδειγμα ο Μπορρομέο τούς έγραψε στις 19 Μαΐου (1563), ότι ο Ακίλλε Μπράνκια, επίσκοπος τής Μπόβα (χαμηλά στο δάχτυλο τής ιταλικής μπότας), που είχε φτάσει στο Τρεντ στις 8 Ιουλίου 1562,184 ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Είχε γράψει στον πάπα, ζητώντας την «άδεια» να φύγει από τη σύνοδο, «με το πρόσχημα ότι ήθελε να μεριμνήσει για την απελευθέρωση ορισμένων από τούς αδελφούς του και τούς συγγενείς του, οι οποίοι, λέει, έχουν πιαστεί αιχμάλωτοι από τούς Τούρκους αυτά τα τελευταία χρόνια».
Στη Ρώμη δεν ήξεραν με ποια πλευρά ήταν ο Μπράνκια, αλλά ο πάπας έλεγε, ότι οι λεγάτοι έπρεπε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να τον κρατήσουν στο Τρεντ, ιδιαίτερα αν αυτός ήταν ένας από τούς υπερασπιστές τής κούρτης. Αν ήταν ένας από τούς αντιπάλους τους, τότε φυσικά θα υπήρχε προφανώς λιγότερο κακό (manco male), αν τού έδιναν την άδεια (licentia) και τον άφηναν να πάει όπου ήθελε.185
Ενώ τα αδέλφια του και οι άλλοι συγγενείς του υποτίθεται ότι μαράζωναν στα χέρια των Τούρκων, ο Ακίλλε Μπράνκια δεν έφυγε από το Τρεντ. Δεν είναι σαφές αν ήταν υποστηρικτής τής κούρτης ή όχι, γιατί οι απόψεις που εξέφραζε στη σύνοδο έδειχναν μερικές φορές σεβασμό προς την Αγία Έδρα, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ακολουθούσε τον καρδινάλιο τής Λωρραίνης. Σε κάθε περίπτωση δεν ήθελε να επιτρέπεται στις χήρες των Ελλήνων ιερέων, από τούς οποίους υπήρχαν πάντοτε πολλοί στον νότο τής Ιταλίας, να παντρεύονται άλλους άνδρες. Ο Μπράνκια ήταν σαφώς κάπως παραπονούμενος και μετά παρρησίας κατά των αρχιεπισκόπων, ιδιαίτερα εκείνων στο βασίλειο τής Νάπολης, όπου, έλεγε, ήταν εύκολο να βρεθούν ψευδομάρτυρες εναντίον επισκόπων.186 Όσο για τούς Τούρκους, που είχαν αρπάξει τα αδέλφια του και άλλους συγγενείς, είναι πολύ πιθανό. Η Μπόβα βρίσκεται στη νοτιότατη πλαγιά τού Ασπρομόντε, πέντε μίλια από την ακτή τού Ιονίου, όπου διασώζονται ακόμη «Τουρκικοί πύργοι» και τα ερείπιά τους.
Tα δογματικά διατάγματα και οι κανόνες τού Τρεντ θα γίνονταν πιο σημαντικά με την πάροδο των ετών, απ’ όσο μπορούσαν να πιστέψουν ποτέ εκείνοι που τα είχαν συντάξει. Κληρικοί και θεολόγοι τού προηγούμενου ενάμιση αιώνα είχαν ζήσει μέσα σε κύκλο συνόδων: Κωνσταντίας, Βασιλείας, Φερράρας-Φλωρεντίας, Ρώμης και Πέμπτης Λατερανού. Άραγε γιατί λοιπόν οι πατέρες τού Τρεντ να θεωρούσαν, ότι οι προσπάθειές τους θα είχαν μεγαλύτερη επίδραση στο μέλλον από εκείνες των προκατόχων τους; Ποιος θα μπορούσε άραγε να υποθέσει, ότι οι δογματικές δηλώσεις που διατυπώθηκαν στο Τρεντ, που συντάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό για την καταπολέμηση τού Προτεσταντισμού, επρόκειτο να αντέξουν με τόσο μικρή αλλαγή για τόσους αιώνες;
Εκτός από λίγους φιλο-αυτοκρατορικούς, την τρίτη περίοδο τής συνόδου τού Τρεντ αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό Ιταλοί πολιτικοί, Ισπανοί επισκοπιανοί και γαλλικανοί συνοδιστές. Έτειναν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις διαφορετικές τους απόψεις για τη μεταρρύθμιση, παρά για τη διαμόρφωση τού δόγματος, πράγμα που ήταν σε μεγάλο βαθμό δουλειά των θεολόγων, οι οποίοι είχαν επίσης τις διαφορετικές τους απόψεις. Καθώς ξεκινούσε η σύνοδος, ο δεύτερος πρόεδρος Τζιρολάμο Σεριπάντο έγραφε στον φίλο τού Μαρκ’ Αντόνιο ντα Μούλα στη Ρώμη (την 1η Δεκεμβρίου 1561):
Οι ιεράρχες οι οποίοι έχουν φτάσει τελευταία [εδώ στο Τρεντ] από μακρινές χώρες δεν μιλούν για τίποτε άλλο παρά για «μεταρρύθμιση» και ισχυρίζονται ανοιχτά, ότι αυτή η σύνοδος θα είναι γελοία επιχείρηση, αν καθορίσει απλώς μερικά από τα μυστήρια τής Εκκλησίας και [ασχοληθεί με] παρόμοια ζητήματα, τα οποία θεωρούν ότι είναι αρκετά σαφή και τα οποία οι αιρετικοί δεν θα πιστέψουν περισσότερο μετά τη σύνοδο, από όσο τα πιστεύουν σήμερα!187
Αν και το πέρασμα τού χρόνου έχει την τάση να μάς κάνει να θυμόμαστε τούς πατέρες τού Τρεντ κυρίως για τη σοφία των μεταρρυθμίσεών τους και την ακρίβεια των δογματικών τους διαταγμάτων, η σύνοδος ήταν επίσης πεδίο μάχης εθνικιστικών συγκρούσεων, θεολογικών διαμαχών και πολυμαθών επιθέσεων στην παπική αυθεντία. Ατέλειωτες διαφωνίες παρέτειναν τις συζητήσεις, οι οποίες συνήθως μετατρέπονταν σε αντιπαραθέσεις. Η εικοστή τρίτη συνεδρίαση τής συνόδου αναβλήθηκε πολλές φορές, για τις 17 Δεκεμβρίου (1562), 1 Ιανουαρίου (1563), 15 Ιανουαρίου, 4 Φεβρουαρίου, 22 Απριλίου, 20 Μαΐου και 15 Ιουνίου.188 Το πρωί τής 14ης Ιουνίου ο Μορόνε είχε συγκεντρώσει στα δωμάτιά του τούς λεγάτους, καθώς και τούς καρδινάλιους ντε Γκυζ και Μαντρούτσο, τούς εκκλησιαστικούς πρεσβευτές τής αυτοκρατορίας, τής Πολωνίας και τής Σαβοΐας, μαζί με αριθμό άλλων ιεραρχών. Αποφάσισαν να ορίσουν την ημερομηνία τής εικοστής τρίτης συνεδρίασης για τις 15 Ιουλίου, η οποία, παρά την ύπαρξη ορισμένων «δεν με ικανοποιεί» (non placet), επιβεβαιώθηκε από γενική σύναξη την επόμενη μέρα.189
Η διαμάχη στους κόλπους τής συνόδου συνεχιζόταν κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Ενώ οι πατέρες αναζητούσαν τρόπους και μέσα για την κατάργηση των καταχρήσεων στο μυστήριο τής ιεροσύνης, ο Ισπανός πρεσβευτής ντε Λούνα συνέχιζε να αμφισβητεί το αποκλειστικό δικαίωμα των λεγάτων για προτάσεις, το οποίο ο Μορόνε, παρά την παραχώρηση τού πάπα προς τον Φίλιππο Β’, ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει.190 Οι Ισπανοί επέμεναν για τις θεϊκές βάσεις τής επισκοπικής αρχής. Οι Γάλλοι επιτίθεντο στην οικουμενική υπεροχή τής Αγίας Έδρας και στους καρδιναλίους, απαιτώντας τον τερματισμό των παραβιάσεων που προέρχονταν από την παπική κούρτη.191 Ο Λαϋνέζ, ο στρατηγός των Ιησουιτών, ήταν ακούραστος στην υπεράσπιση των δοσμένων από τον Θεό δικαιωμάτων τού ανώτατου ποντίφηκα.192 Οι πρακτικοί πολιτικοί στη Ρώμη και στο Τρεντ ήξεραν όμως πολύ καλά, ότι οι συνοδικοί πατέρες μπορούσαν να καταλήξουν σε γενική συναίνεση μόνο αποφεύγοντας την ακρίβεια στα ζητήματα, για τα οποία δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν.
Όπως συμβούλευε ο Μπορρομέο τούς λεγάτους (στις 26 Ιουνίου), έπρεπε να προσπαθήσουν να κάνουν τούς κανόνες όσο το δυνατόν συνοπτικούς, παραλείποντας κάθε αναφορά στην πρωτοκαθεδρία τού Αγίου Πέτρου (και συνεπώς στην παπική αυθεντία), καθώς και κάθε αναφορά στη φύση τής επισκοπής (και ως εκ τούτου στη δικαιοδοσία των επισκόπων).193 Χωρίς όμως τη συνεργασία τού Σαρλ ντε Γκυζ, όπως έβλεπαν καθαρά ο Μορόνε και οι συνάδελφοί του, η συνεδρίαση που είχε προγραμματιστεί για τις 15 Ιουλίου είτε θα είχε αναβληθεί ή θα είχε περιοριστεί σε κάποιες ομιχλώδεις γενικότητες. Οι Γάλλοι είχαν πλήρη επίγνωση τού γεγονότος και είχαν τόσο κουραστεί από μάταιες συζητήσεις, όσο και εκείνοι τής κούρτης. Όμως στις 29 Ιουνίου μια βίαιη φιλονικία για το προβάδισμα κατέστρεψε σχεδόν τη σύνοδο.
Σε λειτουργία στον καθεδρικό ναό δόθηκε στον Ισπανό πρεσβευτή ντε Λούνα μια θέση «εκτός τάξης» (extra ordinem). Οι Γάλλοι υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να προσβληθούν, γιατί διατηρούσαν τις θέσεις τους δίπλα στους αυτοκρατορικούς πρεσβευτές. Αλλά ο Γκυζ και ο Λουί ντε Λανσάκ προσβλήθηκαν και σύντομα εξοργίστηκαν. Απειλούσαν ότι θα αποχωρήσουν από τη σύνοδο, σύμφωνα με τις εντολές (mandata) που είχαν, «αν συνέβαινε τέτοιο πράγμα». Δήλωσαν επίσης, ότι η Γαλλία θα απέσυρε την υπακοή της από την Αγία Έδρα, για το υπόλοιπο τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’, τον οποίο ο Γκυζ και οι συμπατριώτες του απειλούσαν να καταγγείλουν ως σιμωνιακό και τύραννο.
Φόβος και απελπισία σάρωσε τη σύνοδο, «όχι χωρίς να υποφέρουν και να βασανίζονται» (nemo nοn dolet atque excruciatur), αλλά τελικά αποφασίστηκε, ότι μέχρι να έρθουν περαιτέρω οδηγίες από την Ισπανία και τη Ρώμη, «δεν πρέπει να επιχειρείται τίποτε νέο». Ο Ισπανός και ο Γάλλος πρεσβευτής δεν θα παρίσταντο στην ίδια λειτουργία. Αν παρίσταντο, δεν θα υπήρχαν ούτε ευλογίες με θυμίαμα, ούτε θυμιάτισμα προσώπων, γιατί εδώ η σειρά τού τελετουργικού προβαδίσματος είχε προκαλέσει πρόβλημα.194
Ο Γκυζ το είχε παρακάνει και το γνώριζε. Περίμενε να γίνει διαρκής λεγάτος στη Γαλλία. Άραγε θα έκανε τώρα ο Πίος Δ’ τον διορισμό; Ύστερα από τα προτεσταντικά κέρδη με το Διάταγμα τής Αμπουάζ, η Γαλλία έπρεπε να παραμένει προσκολλημένη στη Ρώμη και να αποφεύγει το σχίσμα. Την ίδια μέρα, μετά το πανδαιμόνιο στον καθεδρικό ναό, ο Γκυζ έστειλε στη Ρώμη τον Φίλιππο Μουζόττι, τώρα γραμματέα του (και πριν γραμματέα τού Σεριπάντο), για να επανορθώσει και να προσφέρει στον πάπα την πλήρη βοήθειά του. Με τη χρήσιμη συνεργασία τού κόμη τής Λούνα, ο Μορόνε μπορούσε τώρα να τραβήξει τον Γκυζ προς λογικό συμβιβασμό. Ο Σεμπαστιάνo Γκουαλτέριο, επίσκοπος τού Βιτέρμπο και νούντσιος στη Γαλλία, υπηρέτησε αποτελεσματικά ως μεσάζων. Όταν στις 7 Ιουλίου ο Γάλλος πρεσβευτής Λουί ντε Λανσάκ επέστρεψε στην πατρίδα του, σύντομα υπήρξε εμφανής μεγαλύτερος βαθμός ηρεμίας. Ο Μορόνε αντιμετώπισε μαλακά τον Γκυζ, «βλέποντάς τον πολύ πιο γλυκά από το συνηθισμένο» (vedendolo assai più dolce del solito) και πριν από τις 15 Ιουλίου κατέληξαν σε εφαρμόσιμη διευθέτηση των σοβαρών προβλημάτων που ταλάνιζαν τη σύνοδο.195
Οι τέσσερις λεγάτοι Μορόνε, Χόσιους, Σιμονέττα, και Ναβαγκέρο κατευθύνθηκαν προς τον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο νωρίς το πρωί τής Πέμπτης 15 Ιουλίου (1563), μαζί με τούς Γκυζ και Μαντρούτσο, τούς διάφορους πρέσβεις, αριθμό ιεραρχών και πολλούς άλλους. Σύμφωνα με τον γραμματέα Μασσαρέλλι, η συνέλευση είχε συγκεντρωθεί στις 6 π.μ. ή, όπως υπολόγιζαν οι Ιταλοί την ώρα, κατά την ένατη ώρα (mane hora circiter 9 more italico). Ήδη ο καιρός έδειχνε σημάδια οδυνηρής ζέστης και έτσι οι ντυμένοι με μακριά ράσα ιερωμένοι συγκεντρώθηκαν στο κάτω μέρος τής Εκκλησίας. Η εικοστή τρίτη συνεδρίαση τής συνόδου, η έβδομη υπό τον Πίο Δ’, ξεκίνησε με πανηγυρική μεγάλη λειτουργία, που τελέστηκε από τον Εστάς ντυ Μπελλαί, τον επίσκοπο τού Παρισιού. Τη λειτουργία ακολούθησε προσφώνηση από τον Ντιέγκο Τζιλμπέρτο Νογκέρας, τον Ισπανό επίσκοπο τού Αλίφε (βορειοδυτικά τού Μπενεβέντο), ο οποίος προσέβαλε τούς Γάλλους βάζοντας τον Φίλιππο Β’ πριν από τον Κάρολο Θ’. Ενόχλησε επίσης τούς Ενετούς, αναφέροντας τον δούκα τής Σαβοΐας πριν από τη Δημοκρατία.
Την επόμενη μέρα ο Γάλλος και ο Ενετός πρεσβευτής ζήτησαν από τούς λεγάτους να μην τυπώσουν την προσφώνηση τού Νογκέρας, ούτε να τη συμπεριλάβουν στα πρακτικά (acta) τής συνόδου. Λέγεται ότι ο Νογκέρας είχε επίσης δηλώσει, ότι υπήρχαν τόσοι αιρετικοί όσοι και οι ορθόδοξοι στην περιοχή τού Τρεντ και ότι βεβαίως οι τρέχουσες συνεδριάσεις τής συνόδου αποτελούσαν συνέχιση εκείνων που είχαν συγκληθεί υπό τούς Παύλο Γ’ και Ιούλιο Γ’, πράγμα που φυσικά θα εξέγειρε τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Ο Μασσαρέλλι δεν περιέλαβε το κείμενο τού Νογκέρας στα δικά του πρακτικά (acta), ενώ αν διασώζεται, φαίνεται ότι έχει ξεφύγει από τη σύγχρονη έρευνα για τη Σύνοδο τού Τρεντ.196
Όμως, πέρα από την ατυχή προσφώνηση τού Νογκέρας, λίγα σημεία ασυμφωνίας υπήρχαν στην πολυαναμενόμενη συνεδρίαση. Αντίθετα, όπως μάς λέει ο Παλεόττι, «Είναι απίστευτο πόσο μεγάλη αγαλλίαση πνεύματος ήταν ευδιάκριτη σε όλους, επειδή εκείνοι οι βράχοι, που μάς έστριβαν και μάς οδηγούσαν λοξά για τόσους μήνες, είχαν τελικά ξεπεραστεί, ως αποτέλεσμα τού ελέους τού Θεού για εμάς». Μετά από τις συνήθεις διατυπώσεις ανάγνωσης των παπικών σημειωμάτων διορισμού των νέων λεγάτων (Μορόνε και Ναβαγκέρο), των επιστολών και εντολών (mandata) των ηγεμόνων (του Σίγκισμουντ Αύγουστου, τού Εμμανουέλ Φιλμπέρ τής Σαβοΐας και τής Μαρίας, βασίλισσας τής Σκωτίας), και την επίσημη επιβεβαίωση ενός νέου πρεσβευτή (του Λούνα σε αντικατάσταση τού Πεσκάρα ως εκπροσώπου τού Φιλίππου Β’), οι λεγάτοι κινήθηκαν προς τα διατάγματα.
Το πρώτο διάταγμα που θα παρουσιαζόταν ήταν εκείνο για το μυστήριο τής ιεροσύνης, τώρα συνταγμένο σε τέσσερα δογματικά «κεφάλαια» (capita) και οκτώ καταδικαστικούς κανόνες. Ο ντυ Μπελλαί, ως ιερέας τής λειτουργίας, διάβασε το κείμενο στη συνέλευση. Το διάταγμα καθόριζε τη μυστηριακή φύση τής χειροτονίας, υποστήριζε τον ανεξίτηλο χαρακτήρα τής ιεροσύνης, καταδίκαζε την έννοια τής ιεροσύνης όλων των πιστών, υπερασπιζόταν την υφιστάμενη ιεραρχία, δήλωνε ότι οι επίσκοποι ήσαν ανώτεροι από τούς ιερείς και υποστήριζε ότι οι επίσκοποι τούς οποίους επέλεγε ο πάπας ήσαν «νόμιμοι και αληθινοί επίσκοποι» (legitimi et veri episcopi).
Αν και δεν λεγόταν τίποτε συγκεκριμένο για τον «θείο νόμο» (ius divinum) τής επισκοπής, οι Ισπανοί ήσαν στο σύνολό τους ικανοποιημένοι, ότι η υψηλή άποψή τους για τούς επισκόπους, «οι οποίοι θα ανέρχονται σε Αποστολική θέση» (qui in Apostolorum locum successerunt, κεφ. 4), είχε γίνει δεκτή. Όταν διαβάστηκαν τα κεφάλαια και οι κανόνες τού διατάγματος για την ιεροσύνη, ο επίσκοπος τού Παρισιού ρώτησε τούς συγκεντρωμένους πατέρες, «Σας ικανοποιούν όλα αυτά τα πράγματα;» (Placentae haec omnia vobis?). Εκτός από μικρές υπεκφυγές εδώ κι εκεί, όλοι σχεδόν οι πατέρες έδωσαν την έγκρισή τους λέγοντας «με ικανοποιεί» (placet). Οι λεγάτοι είχαν υπερβεί το πρώτο μεγάλο εμπόδιο.
Έχοντας προσδιορίσει και στηρίξει το μυστήριο τής ιεροσύνης εναντίον των Λουθηρανών, Καλβινιστών και άλλων, οι πατέρες έρχονταν στο διάταγμα για τη μεταρρύθμιση. Ο ντυ Μπελλαί διάβαζε τώρα τούς μακροσκελείς δεκαοκτώ κανόνες «για τη μεταρρύθμιση» (de reformatione). Ο πρώτος κανόνας αναφερόταν στο εκρηκτικό θέμα τής θείας υποχρέωσης τής επισκοπικής διαμονής, στο οποίο ο Σιμονέττα και οι οπαδοί τής κούρτης είχαν δει (ίσως δικαιολογημένα) μια μορφή επισκοπισμού, που σφετεριζόταν τα πρωτεία τού Πέτρου. Η ασάφεια είναι το τελευταίο καταφύγιο τού θεολόγου.
Ο πρώτος κανόνας γράφει:
Δεδομένου ότι όλοι στους οποίους έχει ανατεθεί η θεραπεία των ψυχών απαιτείται από θεία εντολή (praecepto Divino) να γνωρίζουν τα ποίμνιά τους, να προσφέρουν θυσία γι’ αυτά και να τα διατηρούν κηρύσσοντας τον θείο λόγο, διαχειριζόμενοι τα μυστήρια και παρέχοντας παράδειγμα όλων των καλών έργων…, η ιερά σύνοδος [του Τρεντ] δηλώνει ότι όλοι…, ακόμη και οι καρδινάλιοι τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, δεσμεύονται προσωπικά να διαμένουν στις δικές τους εκκλησίες ή μητροπόλεις, όπου πρέπει να εκπληρώνουν το καθήκον που τούς έχει ανατεθεί, και ότι δεν μπορούν να απουσιάζουν, παρά μόνο για λόγους και με τρόπους [οι οποίοι στη συνέχεια προσδιορίζονται στον μακροσκελή πρώτο κανόνα].
Ο εξίσου μακροσκελής δέκατος όγδοος κανόνας αυτού τού διατάγματος (μεταρρύθμισης) επέβαλλε στους επισκόπους το καθήκον να ιδρύουν στις επισκοπές τους σεμινάρια ή κολλέγια (collegia), για να αρχίζουν την κατάρτιση των αγοριών τής ιεροσύνης (νόμιμης γέννησης), τα οποία δεν έπρεπε να είναι μικρότερα των δώδεκα ετών. Με έντεκα πατέρες να διαφωνούν με τη δήλωση για τη διαμονή και έξι να διαφωνούν για άλλα θέματα, το διάταγμα τής μεταρρύθμισης ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία. Αποφασίστηκε ότι η επόμενη συνεδρίαση θα πραγματοποιούνταν στις 16 Σεπτεμβρίου (1563).
Γύρω στις 1 μ.μ. (hora circiter 16) ο Μορόνε ευλόγησε τούς πατέρες «με το σημείο τού σταυρού» (signo crucis) και πήγαν στους δρόμους τους, μάς λένε, με χαρούμενη και ευγνώμονα διάθεση. Είχε υπάρξει τεράστια προσέλευση στην εικοστή τρίτη συνεδρίαση. Εκτός από τούς τέσσερις λεγάτους, τον Γκυζ και τον Μαντρούτσο, ο γραμματέας Μασσαρέλλι μάς δίνει τα ονόματα δώδεκα πρέσβεων, τριών πατριαρχών, εικοσιπέντε αρχιεπισκόπων, 188 επισκόπων, τεσσάρων ηγουμένων, επτά στρατηγών θρησκευτικών Ταγμάτων και τριών διδασκάλων τού δικαίου. Ο Μασσαρέλλι δεν καταγράφει τούς θεολόγους, που λεγόταν ότι ήσαν συνολικά 130.197
Δυσκολίες και αδιάκοπη φιλονικία εξακολουθούσαν να βρίσκονται μπροστά, καθώς οι συνοδικοί πατέρες αναλάμβαναν το επόμενο θέμα τής ημερήσιας διάταξής τους, τον γάμο, που αποδείχθηκε πιο ενοχλητικό απ’ όσο ίσως θα περίμεναν. Δεν θα παρακολουθήσουμε τις συζητήσεις τους, αλλά μπορούμε να σημειώσουμε, ότι οι λεγάτοι τούς παρουσίασαν έντεκα κανόνες «για το μυστήριο τού γάμου» (De sacramento matrimonii) και ένα προτεινόμενο διάταγμα, που κήρυσσε εντελώς παράνομους τούς μυστικούς γάμους. Ο γάμος ήταν μυστήριο και οι Καθολικοί μπορούσαν να έχουν μόνο μία σύζυγο (ή ένα σύζυγο) κάθε φορά.198 Τα πολλαπλά προβλήματα τού γάμου εξετάστηκαν και συζητήθηκαν (στο εκκλησιαστικό τους πλαίσιο) σε απίστευτη λεπτομέρεια και με αναθεωρημένους κανόνες στις 24-31 Ιουλίου, στις 7-23 Αυγούστου και στις 7-10 Σεπτεμβρίου.199 Όσο βαθύτερα έσκαβαν, τόσο μεγαλύτερες ήσαν οι διαφορές γνώμης, καθώς οι έρευνές τους επεκτείνονταν σε γάμους με αιρετικούς και αφορισμένους, στην αιμομιξία και την ανικανότητα, στη μοιχεία, στον βιασμό και στη συζυγοκτονία. Ήσαν τόσο πολλά, που χαίρονταν για την αγαμία τους.
Οι εβδομάδες ενασχόλησης με τον γάμο υπήρξαν απογοήτευση για τούς λεγάτους, οι οποίοι, όπως ο πάπας και ο Μπορρομέο, ήθελαν να οδηγήσουν τη σύνοδο σε τέλος το συντομότερο δυνατό. Όσο οι ειλικρινείς και ευθείς πατέρες παρέμεναν συγκεντρωμένοι στο Τρεντ, η Αγία Έδρα ήταν δυνατό να βρεθεί ανά πάσα στιγμή κάτω από νέα επίθεση. Όμως ο Φίλιππος Β’ προσπαθούσε να παρατείνει τη σύνοδο, γιατί όσο η Αγία Έδρα παρέμενε ευάλωτη σε μομφές, ένιωθε ότι δίνοντας ή αρνούμενος την υποστήριξή του θα μπορούσε να επιβάλει στον πάπα να κάνει αυτό ή να μην κάνει εκείνο.200 Στις 19 Ιουλίου (1563) οι λεγάτοι έγραφαν στον Μπορρομέο, ότι ο κόμης τής Λούνα είχε έλθει στον Μορόνε πριν από δύο μέρες, για να προσπαθήσει να τον πείσει, ότι οι Γερμανοί Προτεστάντες έπρεπε και πάλι να προσκληθούν να συμμετάσχουν στη σύνοδο. Ισχυριζόταν ότι ήξερε, ότι ορισμένοι από αυτούς ήθελαν να συμμετάσχουν. Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος θα βρισκόταν σύντομα με αριθμό από «εκείνους τούς ηγεμόνες» στη στέψη τού γιου του Μαξιμιλιανού [ως βασιλιά Ουγγαρίας στις 8 Σεπτεμβρίου]. Οι λεγάτοι έπρεπε να γράψουν στον Φερδινάνδο, δήλωνε ο Λούνα, και να τού ζητήσουν να χρησιμοποιήσει την εξουσία του με την ευκαιρία αυτή, για να τούς πείσει να έλθουν στο Τρεντ. Ο Μορόνε αρνήθηκε να το πράξει και εξέφρασε κατάπληξη, που ο Καθολικός βασιλιάς φαινόταν να πιστεύει, ότι παρατείνοντας τη σύνοδο θα έκαναν στον Χριστιανισμό και το παραμικρό καλό, «ενώ είναι σαφές σε όλο τον κόσμο το αντίθετο!» (essendo tanto chiaro a tutto ‘l mondo il contrario!).201
Προς το τέλος των συζητήσεων για τον γάμο ο μορφωμένος Ιωαννίτης Δον Μάρτιν ντε Ρόχας Πορταλρούμπιο, αντικαγκελλάριος τού τάγματός του, εμφανίστηκε σε γενική σύναξη το πρωί τής 7ης Σεπτεμβρίου, για να παρουσιάσει τη διαπιστευτήρια επιστολή του ως συνοδικός απεσταλμένος των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ. Ο αδελφός Δον Μάρτιν ήταν Καστιλλιάνος και διδάσκαλος και των δύο δικαίων. Η διαπιστευτήρια επιστολή του, συνταγμένη στο όνομα τού Ζαν ντε λα Βαλέτ, μεγάλου μάγιστρου τού Τάγματος (1557-1568), ήταν γραμμένη στη Μάλτα στις 14 Νοεμβρίου 1562. Ο Δον Μάρτιν είχε πρωτοεμφανιστεί στη σύνοδο ως «ρήτορας» των Ιωαννιτών στις 28 Μαρτίου (1563), όταν ζήτησε να τού παραχωρηθεί θέση μεταξύ των απεσταλμένων των κοσμικών ηγεμόνων.
Αποτέλεσμα ήταν άλλη μια μάχη για την προτεραιότητα. Οι απεσταλμένοι και πληρεξούσιοι διαφόρων Γερμανών αρχιεπισκόπων και επισκόπων, ιδιαίτερα εκείνων τού Σάλτσμπουργκ, τού Άιχσταττ, τής Βασιλείας και τού Ρέγκενσμπουργκ, διαφωνούσαν ότι οι εντολείς τούς ήσαν «ηγεμόνες τής αυτοκρατορίας» με εκτεταμένες κοσμικές δικαιοδοσίες. Παρ’ όλα αυτά, στον βαθμό που οι ηγεμονικοί άρχοντές τους είχαν εκκλησιαστική θέση που τούς έκανε «αμέσως υποκείμενους στην Αγιότητά του», οι εν λόγω απεσταλμένοι έπρεπε να κάθονται και να βαδίζουν στις πομπές μεταξύ των εκκλησιαστικών. Ζήτησαν, κατά συνέπεια, ότι αφού οι Ιππότες τής Μάλτας, η «Θρησκεία τής Ιερουσαλήμ» (Religio Hierosolymitana), ήσαν θρησκευτικό Τάγμα, είτε ο Δον Μάρτιν να πάρει θέση μεταξύ των ιερωμένων ή να καθίσουν αυτοί ανάμεσα στους κοσμικούς απεσταλμένους. Οι λεγάτοι μπορούσαν να δουν ότι ξεκινούσε πικρή διαμάχη και έτσι, χωρίς να πάρουν απόφαση, προσέφυγαν στον Μπορρομέο για τη διευθέτηση τής διαφωνίας.202
Με σημείωμα τής 20ής Ιουλίου (1563) ο Πίος Δ’ είχε αφήσει το ζήτημα τού καθίσματος τού Δον Μάρτιν στους λεγάτους, οι οποίοι τον είχαν τοποθετήσει μεταξύ των εκκλησιαστικών απεσταλμένων [των λαϊκών ηγεμόνων], δηλαδή μετά τον [Τζιρολάμο Γκάντι, επίσκοπο τής Κορτόνα στην Τοσκάνη,] απεσταλμένο τού επιφανέστατου άρχοντα Κόσιμο, δούκα τής Φλωρεντίας και τής Σιένα, και αυτό είχε γίνει χωρίς ζημιά για τούς πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους.
Επειδή η προτεραιότητα ήταν θέμα απίστευτης σημασίας στις αυλές και τις συνόδους (όπως γνωρίζουμε καλά), ο Πίος έλεγε στο σημείωμά του, ότι δεν είχε «ούτε την πρόθεση ούτε την επιθυμία» να διευθετήσει τη συγκεκριμένη διαφορά. Όταν διαβάστηκαν οι εισαγωγικές επιστολές, ο Δον Μάρτιν απευθύνθηκε στη σεβάσμια συνέλευση.
Ο αντικαγκελλάριος των Ιωαννιτών εξέφραζε την ελπίδα τού Μεγάλου μάγιστρου τού Τάγματος, ότι η σύνοδος στο Τρεντ θα διέσωζε την Εκκλησία από τη θλίψη που είχε υποφέρει σε αυτούς τούς «άθλιους, καταστροφικούς και ταραχώδεις καιρούς». Αναπόφευκτα μίλησε για τούς κινδύνους που απειλούσαν το νησί τής Μάλτας, που ήταν «εκτεθειμένο στους εχθρούς τής Καθολικής πίστης», για τις φοβερές φήμες που έφταναν στους Ιωαννίτες σχετικά με τον τουρκικό στόλο, «πάντα κρεμασμένο πάνω από τον λαιμό μας», και για την έκπληξη που συνόδευε τις επόμενες κινήσεις τού αρχιπειρατή Ντραγκούτ και των άλλων κουρσάρων στη θάλασσα.
Το έργο που επιτελούνταν στο Τρεντ ήταν σημαντικό για το Τάγμα, γιατί οι συνοδικοί πατέρες έπρεπε να βρουν θεραπείες για τα δεινά που έπλητταν τη Χριστιανοσύνη και να ελευθερώσουν όλους τούς χριστιανούς από τούς κινδύνους τής διεστραμμένης και έκλυτης εποχής. Διανθίζοντας τη ρητορική του με αναφορές στην πρώιμη ιστορία των Ιωαννιτών, τόνισε την υπηρεσία τους «εναντίον των βάρβαρων εχθρών τού Χριστού» (contra barbaros Christi hostes) «στη διάρκεια πολλών γενεών». Για να διηγηθεί τα κατορθώματα τού Τάγματός του με κάθε λεπτομέρεια, δεν θα τού έφτανε ο χρόνος, όχι το υλικό.
Οι Τούρκοι είχαν μετατραπεί, δήλωνε ο Δον Μάρτιν, σε μεγαλύτερη απειλή από ποτέ. Η έδρα των Ιωαννιτών στη Μάλτα, ευρισκόμενη ανάμεσα στη Σικελία και την Αφρική, ήταν το καλύτερο προπύργιο εναντίον τής τώρα σημαντικά αυξημένης δύναμης των Τούρκων, που ατένιζαν με λαχτάρα τη Σικελία και την Ιταλία, οι οποίες δύο «διάσημες επαρχίες» (clarissimae provinciae) έπρεπε να προφυλαχτούν και να προστατευτούν από τις επιθέσεις τους. Αν χανόταν η Μάλτα, «Θεός φυλάξοι!» (quod Deus avertat), η χριστιανική κοινοπολιτεία θα υφίστατο τρομερό πλήγμα, από το οποίο δεν θα υπήρχε ανάκαμψη.
Ο Δον Μάρτιν λοιπόν, εξ ονόματος τού Μεγάλου μάγιστρου, τού Τάγματος και μάλιστα ολόκληρης τής Χριστιανοσύνης, έκανε έκκληση στους συνοδικούς πατέρες, να απλώσουν χέρι βοήθειας στους υπερασπιστές τής Μάλτας. Κτήσεις, περιουσίες και εμπιστεύματα (commendae) που ανήκαν στο Τάγμα είχαν κατασχεθεί άδικα. Έπρεπε να αποκατασταθούν. Στο εξής κανένας δεν έπρεπε να απαλλοτριώνει τούς πόρους τού Τάγματος. Οι πατέρες έπρεπε να πάρουν απόφαση για τον σκοπό αυτό και επίσης να επιβεβαιώσουν τις εναπομένουσες ασυλίες και τα προνόμια τού Τάγματος. Όλοι οι άνδρες θα διακήρυσσαν τότε την ακόμη μεγαλύτερη αξία τής συνόδου, που βοηθούσε έτσι τη χριστιανική κοινοπολιτεία, «για την οποία αγωνιζόμαστε πάντοτε».
Όταν τελείωσε, ο Δον Μάρτιν πήρε μια ευπρεπή, χωρίς νόημα απάντηση. Η σύνοδος θα έκανε ό,τι μπορούσε (quatenus licebit), από αγάπη για τον μεγάλο μάγιστρο και το Τάγμα και οι πατέρες επέστρεψαν στις συζητήσεις τους για το μυστήριο τού γάμου.203 Δεκαοκτώ μήνες αργότερα θα είχαν λόγους να θυμούνται την ομιλία τού Δον Μάρτιν προς τη σύνοδο, έντυπες εκδόσεις τής οποίας είχαν εμφανιστεί στη Μπρέσσια και στην Πάδουα.
Οι πατέρες βρήκαν κι άλλη απόσπαση τής προσοχής από τα προβλήματα που αφορούσαν τον γάμο στην προ πολλού κατηγορία για αίρεση, που είχε απαγγελθεί κατά τού Τζιοβάννι Γκριμάνι, τού ανώτερου πατριάρχη τής Ακουιλέια, που είχε έλθει στο Τρεντ στις 18 ή 19 Ιουνίου (1563). Στις 5 μ.μ. στις 31 Ιουλίου οι τέσσερις λεγάτοι μαζεύτηκαν στο Παλάτσο Τυν, για την επιλογή δικαστών για τη δίκη (ή έρευνα) τού Γκριμάνι. Μεταξύ εκείνων που επιλέχθηκαν ήσαν οι Γκυζ, Μαντρούτσο, Πέδρο Γκερέρο, Μπαρτολομέ ντε Μαρτύριμπους, Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, Φρανσουά Ρισαρντώ και Άντρες ντε Κουέστα. Οι Ενετοί απεσταλμένοι ντα Πόντε και Ντάντολο, όπως και οι υπόλοιποι Ενετοί πατρίκιοι, ενδιαφέρονταν πολύ για την υπόθεση.204 Η απόφαση εκδόθηκε στις 13 Αυγούστου επίσης στο Παλάτσο Τυν και ο Γκριμάνι ανακηρύχθηκε «ελεύθερος από κάθε υποψία για αίρεση» (liber ab omni suspicione haeresis),205 ύστερα από το οποίο η αθώωσή του ήρθε τελικά στις 17 Σεπτεμβρίου.206 Η Τριντεντινή ετυμηγορία έφερε ικανοποίηση στον Γκριμάνι και τούς φίλους του, αλλά η δυσμένεια με την οποία τον έβλεπαν στη Ρώμη δεν υποχώρησε ποτέ και το καπέλο τού καρδιναλίου που είχε επιδιώξει δεν τού δόθηκε ποτέ.207 Στο μεταξύ όμως μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα με αίσθηση δικαίωσης.
Για τον Τζιοβάννι Γκριμάνι πατρίδα ήταν το οικογενειακό παλάτι στη Βενετία μεταξύ Ρούγα Τζούφφα και Ρίο Σαν Σεβέρο, κοντά στην Εκκλησία τής Σάντα Μαρία Φορμόζα. Ήταν εγγονός τού Αντόνιο, ο οποίος είχε φτάσει από μια άθλια αποτυχία κατά των Τούρκων στο Λεπάντο (το 1499) στην εκλογή ως δόγης τής Βενετίας (το 1521).208 Μετά τη «δίκη» ο Τζιοβάννι αφιέρωσε μεγάλο μέρος τού χρόνου του στον εμπλουτισμό τής εξαιρετικής οικογενειακής συλλογής αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Ανακατασκεύασε επίσης το Παλάτσο Γκριμάνι, καθιστώντας το ίσως το πρώτο μουσείο στην Ευρώπη στη διάρκεια των δεκαετιών τού 1560 και τού 1570. Όταν ο Ερρίκος των Βαλώνων δραπέτευσε από την Κρακοβία (τον Ιούνιο τού 1574), για να ανταλλάξει το στέμμα τής Πολωνίας με εκείνο τής Γαλλίας, τού δόθηκε βασιλικό καλωσόρισμα στη Βενετία, όπου (τον Ιούλιο) τού είχαν δείξει τούς θησαυρούς στο Παλάτσο Γκριμάνι, καθώς και τις γαλέρες στον Ναύσταθμο (Αρσενάλε). Το 1593 ο Τζιοβάννι Γκριμάνι πέθανε σε ηλικία ενενηνταδύο ετών. Σήμερα το Παλάτσο Γκριμάνι βρίσκεται επίσης πολύ κοντά στον θάνατο, παραμελημένο και ξεχασμένο σχεδόν σε αχρηστία και φθορά.209
Όταν ο Ιωαννίτης Δον Μάρτιν ντε Ρόχας Πορταλρούμπιο απευθυνόταν στη γενική σύναξη στο Τρεντ (στις 7 Σεπτεμβρίου 1563) και ο Τζιοβάννι Γκριμάνι απαλλασσόταν από την κατηγορία για αίρεση (στις 17 Σεπτεμβρίου), η σύνοδος βρισκόταν λιγότερο από τρεις μήνες πριν το τέλος της. Αν οι λεγάτοι το γνώριζαν, ίσως ανακουφίζονταν, γιατί ζούσαν σε ατμόσφαιρα καθημερινής σχεδόν κρίσης. Εβδομάδες πριν (στις 22 Ιουλίου) είχαν γράψει με ενόχληση για τις ισπανικές προσπάθειες παράτασης τής διαδικασίας, γιατί όταν θα τελείωναν με τον γάμο, έπρεπε ακόμη να ασχοληθούν με συγχωροχάρτια, εικόνες, Καθαρτήριο Πυρ, την προσκύνηση των αγίων, μοναστικούς όρκους και άλλα θέματα. Καθώς φοβούνταν ότι θα χρειάζονταν να περάσουν ακόμη μήνες και χρόνια στη σύνοδο, πρότειναν να διοριστούν δύο θεολόγοι από κάθε έθνος, δύο στρατηγοί των θρησκευτικών Ταγμάτων και οι Λαϋνέζ και Σαλμερόν, για να μελετήσουν τα απομένοντα προβλήματά τους και να προετοιμάσουν τα δεδομένα, επί των οποίων επιλεγμένοι ιεράρχες θα διατύπωναν «τα δόγματα και τούς κανόνες για να ξεριζώσουν αιρέσεις, να καταργήσουν καταχρήσεις και να θεσπίσουν τα σχετικά δόγματα». Ο κόμης τής Λούνα θα μπορούσε να πει αυτό που ήθελε. Είχαν την πρόθεση να προχωρήσουν τη διαδικασία.210
Αν ο πάπας και οι καρδινάλιοι χρειάζονταν μεταρρύθμιση, το ίδιο χρειάζονταν και οι ηγεμόνες, πράγμα που θα ήταν χρονοβόρο, και προς το τέλος Ιουλίου (1563) οι λεγάτοι έδωσαν στους πρεσβευτές τής αυτοκρατορίας, τής Γαλλίας, τής Ισπανίας, τής Πορτογαλίας και τής Σαβοΐας αντίγραφα προκαταρκτικού σχεδίου «γενικής μεταρρύθμισης» (42 capita generalis reformationis), το τριακοστό ένατο «κεφάλαιο» τού οποίου ήταν σχεδιασμένο για να ελευθερώσει την Εκκλησία εντελώς από τη λαϊκή δικαιοδοσία και τη φορολογία. Ήταν μια προτεινόμενη «πρωταρχική μεταρρύθμιση» (reformatio principum), επισταμένη καταγγελία γενεών κοσμικής παρείσφρησης σε εκκλησιαστικά θέματα. Προκάλεσε σάλο. Οι ηγεμόνες είχαν από καιρό συνηθίσει να ζητούν τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Κληρικοί σπάνια είχαν απαιτήσει τη μεταρρύθμιση τού κράτους με τόσο σαρωτικό τρόπο.211
Όμως στις 20 Αυγούστου οι Άντον Μπρους και Γκέοργκ Ντράσκοβιτς, οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι στο Τρεντ, έστειλαν στον αυτοκράτορα διορθωμένη εκδοχή των «κεφαλαίων για τη γενική μεταρρύθμιση… τώρα αναθεωρημένων για τρίτη φορά, με διαφορετική σειρά και μειωμένων σε αριθμό».212 Η «πρωταρχική μεταρρύθμιση» (reformatio principum) είχε γίνει τώρα πολύ ηπιότερη. Ο Φερδινάνδος, ο οποίος είχε βρει την πρώτη εκδοχή (δηλαδή το κεφάλαιο 39 τού άρθρου 42) απολύτως απαράδεκτη, μπορούσε κατά τη γνώμη τού Μπρους να παρακινηθεί να δεχτεί την αναθεωρημένη έκδοση. Καθώς εξάπτονταν τα πνεύματα, ο πάπας και ο λεγάτοι αναζητούσαν τρόπους να τελειώσουν με το υπόλοιπο υλικό και να τερματίσουν τη σύνοδο. Ο Μπορρομέο είχε γράψει (στις 4 Αυγούστου), ότι όσο περισσότερο προσπαθούσε ο Λούνα να κάνει τη σύνοδο να διαρκέσει για πάντα (et far immortale il Concilio), τόσο πιο πολύ ανησυχούσε η Αγιότητά του, για να τη δει να οδηγείται στην αρμόζουσα ολοκλήρωση, έχοντας κάνει όλη τη δουλειά.213
Τα σαρανταδύο «κεφάλαια» (ή κανόνες) για τη μεταρρύθμιση είχαν μειωθεί σε τριανταπέντε. Οι πρώτοι εικοσιένας από αυτούς τούς «κανόνες μεταρρύθμισης» (canones reformationis) συζητήθηκαν και αμφισβητήθηκαν σε γενικές συνάξεις από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι τις 2 Οκτωβρίου (1563).214 Όμως οι πατέρες είχαν μόλις μπει στο θέμα, όταν στις 15 Σεπτεμβρίου χρειάστηκε να αναβάλουν την επόμενη (την εικοστή τέταρτη) επίσημη συνεδρίαση τής συνόδου (που ήταν προγραμματισμένη για την επόμενη μέρα) μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου.215 Τα πάντα έπαιρναν πάρα πολύ χρόνο.
Οι κανόνες για τη μεταρρύθμιση είχαν φτιαχτεί από τον Γκαμπριέλε Παλεόττι, τον ελεγκτή τού παπικού δικαστηρίου (Ρότα), υπό τις οδηγίες τού Μορόνε, από ισπανικά, αυτοκρατορικά και γαλλικά «φυλλάδια μεταρρύθμισης» (libelli reformationis). Σκοπός τους ήταν να εξασφαλίζουν, ότι μόνο οι πιο άξιοι υπηρέτες τού Χριστού θα επιλέγονταν, από τον ιερέα τής ενορίας μέχρι τον πάπα, για το ιερό καθήκον τής προσπάθειας καθοδήγησης των πιστών στον δρόμο προς τη σωτηρία. Η επισκοπή αναγνωριζόταν ως ιδιαίτερης σημασίας, όπως άλλωστε ήταν, ενώ οι εξουσίες των επισκόπων ενισχύονταν πολύ. Ο δεύτερος κανόνας προέβλεπε ετήσιες επισκοπικές και ανά τριετία επαρχιακές συνόδους. Ο τρίτος κανόνας επέβαλλε στους αρχιεπισκόπους και επισκόπους επισκέψεις, που περιλάμβαναν το σύνολο των επαρχιών και επισκοπών τους, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια. Ο τέταρτος κανόνας ασχολιόταν με την αναγκαιότητα τού εκτεταμένου κηρύγματος. Ο πέμπτος απαιτούσε ότι καταγγελίες κατά επισκόπων για ποινικές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης τής αίρεσης (quod absit), αναφέρονταν στον πάπα. Ο έκτος καταργούσε τις εξαιρέσεις των συνελεύσεων καθεδρικών ναών και τις έβαζε και πάλι κάτω από επισκοπική δικαιοδοσία. Και ο ένας κανόνας μετά τον άλλο ήσαν έτσι σχεδιασμένοι, όπως έβλεπαν οι πατέρες το επιτακτικό καθήκον τους, για την ανοικοδόμηση τής Εκκλησίας στα πιο σταθερά θεμέλια των παλαιότερων εποχών.216
Τα υπόλοιπα δεκατέσσερα «άρθρα μεταρρύθμισης» (capita reformationis) (με αριθμό 22-35) είχαν γίνει διαθέσιμα για συζήτηση περίπου στις 15 Σεπτεμβρίου, αλλά χρειάστηκε να αναβληθούν, μέχρι να μπορέσουν οι πατέρες να τελειώσουν με τούς «κανόνες τού γάμου» (canones de matrimonio) και με τούς πρώτους εικοσιένα κανόνες για τη μεταρρύθμιση. Ο τριακοστός πέμπτος κανόνας ή κεφάλαιο για τη μεταρρύθμιση, που αφορούσε τούς ηγεμόνες, «τους οποίους ο Θεός έχει θεσπίσει για την προστασία τής ιερής πίστης και τής Εκκλησίας και έχει οπλίσει με το σπαθί τής δικαιοσύνης», χωριζόταν σε δώδεκα άρθρα.217
Τους κληρικούς θα δίκαζαν εκκλησιαστικοί και όχι κοσμικοί δικαστές. Καμία κοσμική αρχή δεν έπρεπε να εμποδίζει τούς ιερωμένους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ούτε να προσπαθεί να αποτρέψει αφορισμό ή να επιχειρήσει την άρση του. Σε κανένα λαϊκό δεν μπορούσε να χορηγηθεί εκκλησιαστικό επίδομα ή προσδόκιμο. Οι ιερωμένοι δεν έπρεπε να υπόκεινται σε φόρους ή δασμούς κανενός είδους (ad nullas prorsus taxas, tributa, gabellas, decimas, pedagia subsidiave), και καμία κοσμική εξουσία δεν μπορούσε να επιδιώξει να επιβάλει τέτοιες εισφορές με το παραπλανητικό πρόσχημα τού δώρου ή τού δανείου. Σε περιοχές που απειλούνταν από τούς Τούρκους, οι ιερωμένοι με τη συγκατάθεσή τους επιτρεπόταν να καλούνται να καταβάλουν την παραδοσιακή «υποστήριξη εναντίον των Τούρκων» (subsidia contra Turcas).
Εκκλησιαστικές ποινές, παραπομπές, διατάξεις και εντολές, ιδιαίτερα εκείνες που προέρχονταν από την παπική κούρτη, ήσαν πλέον ελεύθερες να δημοσιεύονται. Καμία ανάληψη κατοχής καθεδρικού ναού ή εκκλησιαστικού επιδόματος από ιεράρχη δεν έπρεπε πια να περιμένει το «να εκτελεστεί» (exsequatur) ή το «με ικανοποιεί» (placet) ενός κοσμικού ηγεμόνα. Ο ηγεμόνας προειδοποιούνταν επίσης, να μην παρέχει κατάλυμα σε δικούς του αξιωματούχους, οικείους, στρατιώτες, άλογα και σκυλιά σε εκκλησιαστικά σπίτια και μοναστήρια.218 Αν και η «μεταρρύθμιση των ηγεμόνων» (reformatio principum) είχε αποδυναμωθεί, ήταν ακόμη ισχυρότερη δόση από εκείνη που θα αποδεχόταν οποιοσδήποτε ηγεμόνας στην Ευρώπη.
Οι συνοδικοί πατέρες επέμεναν σε ειλικρινή συζήτηση των κεφαλαίων για τη μεταρρύθμιση, συμπεριλαμβανομένου τού τριακοστού πέμπτου για τη «μεταρρύθμιση των ηγεμόνων» (reformatio principum), όπως ενημέρωναν οι λεγάτοι τον Μπορρομέο στις 11 Σεπτεμβρίου.219 Λίγες ημέρες αργότερα (στις 15 τού μηνός) οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι διάβασαν στους λεγάτους επιστολή από τον Φερδινάνδο, ο οποίος είχε θιχτεί που τού είχαν επιτρέψει «μόλις δέκα μέρες για να απαντήσει», συμπεριλαμβανομένου τού χρόνου που χρειαζόταν ένας αγγελιοφόρος για να ταξιδέψει μεταξύ Τρεντ και αυτοκρατορικής αυλής. Ο Φερδινάνδος χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για διαβουλεύσεις με τούς συμβούλους του σχετικά με το κεφάλαιο για την «κοσμική μεταρρύθμιση». Οι λεγάτοι απάντησαν ότι έπρεπε να αναλάβουν τις ερωτήσεις για τη μεταρρύθμιση των ηγεμόνων, όταν θα τελείωναν οι τρέχουσες συζητήσεις επί των εικοσιενός άρθρων ή κεφαλαίων για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση.220 Μια βδομάδα αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, ο Γάλλος απεσταλμένος Αρνώ ντυ Φερριέ έκανε ενώπιον γενικής σύναξης σκληρή επίθεση στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση των ηγεμόνων, ως εισβολή στην ανεξαρτησία τής Γαλλικανικής Εκκλησίας και απαράδεκτη παραβίαση των μακραίωνων δικαιωμάτων τού γαλλικού στέμματος.221
Στο μεταξύ ο Σαρλ ντε Γκυζ, ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης, είχε φύγει από το Τρεντ τις πρώτες πρωινές ώρες τής 18ης Σεπτεμβρίου κατευθυνόμενος στη Ρώμη, «με πρόθεση να επιστρέψει μέσα σε ένα μήνα, προκειμένου να συμμετάσχει στη συνεδρίαση [που ήταν προγραμματισμένη για τις 11 Νοεμβρίου]». Συνοδευόταν από αρκετούς Γάλλους ιεράρχες, τρεις Ιταλούς και τον αρχιεπίσκοπο τής Μπράγκα, τον ντε Μαρτύριμπους, «άνθρωπο μεγάλης αγιότητας και θρησκείας» (vir magnae sanctitatis et religionis).222 Ο Γκυζ και οι σύντροφοί τού έφτασαν στη Ρώμη στις 29 τού μηνός. Τον υποδέχθηκε πολύ ευγενικά ο Πίος Δ’, ο οποίος τον εγκατέστησε στο Βατικανό και τον τίμησε με περισσότερες από μία επισκέψεις στα δωμάτιά του.223
Στο Τρεντ ο Γκυζ είχε χάσει την ψυχραιμία του ορισμένες φορές και είχε επιτεθεί στον πάπα ή είχε δώσει διέξοδο στον γαλλικανισμό. Τον ανησυχούσε όμως το θρησκευτικό μέλλον τής Γαλλίας, γιατί το Διάταγμα τής Αμπουάζ έδινε υποσχέσεις για μελλοντικά προβλήματα. Η Γαλλία χρειαζόταν παπική υποστήριξη εναντίον των Ουγενότων. Ο Γκυζ ήθελε επίσης να αναγορευτεί προκαθήμενος (πριμάτος) τής Γαλλίας. Ο πάπας και οι λεγάτοι χρειάζονταν την υποστήριξή του, για να φέρουν τη σύνοδο σε αίσιο πέρας. Ο Πίος και ο Γκυζ είχαν περάσει πολλές ώρες μαζί, μερικές φορές μόνοι. Κατέληξαν σε σχεδόν απόλυτη συμφωνία, σε όλα τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν.
Ο πάπας και ο Μπορρομέο είχαν βρει την προσφώνηση τού Φερριέ στη γενική σύναξη στο Τρεντ «υπερβολική, απροσδόκητη και σκανδαλώδη». Ο Γκυζ λεγόταν ότι είχε εξίσου εκπλαγεί από τον λίβελλο τού πρέσβη, «γνωρίζοντας ότι ο εν λόγω Φερριέ δεν είχε αποστολή να βάλει, όπως λένε, τόσο πολύ κρέας στη φωτιά». Αν κάποιοι από τούς δυσαρεστημένους Γάλλους επέλεγαν να εγκαταλείψουν τη σύνοδο, όπως έγραφε ο Μπορρομέο στους λεγάτους στις 2 Οκτωβρίου, λίγα μπορούσαν να γίνουν γι’ αυτό. Έπρεπε να τούς μεταχειρίζονται προσεκτικά, αλλά τόσο ο πάπας όσο και ο Γκυζ ήσαν βέβαιοι, ότι οι λεγάτοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη σύνοδο σε γρήγορη και ικανοποιητική κατάληξη. Η επόμενη συνεδρίαση έπρεπε να διεξαχθεί, όπως είχε προγραμματιστεί, στις 11 Νοεμβρίου. Αν κάποιος από τούς τέσσερις λεγάτους βρισκόταν σε διαφωνία με τούς συναδέλφους του, έπρεπε να παραμείνει ήσυχος (lo tenga almeno in sè) και να μη δίνει παράδειγμα σε εκείνους, που ήθελαν να βλέπουν διχόνοια στη σύνοδο.224
Ο Πίος επαίνεσε ιδιαίτερα τον Γκυζ στο εκκλησιαστικό συμβούλιο που συνεδρίασε στον ναό τού Αγίου Πέτρου το πρωί τής 8ης Οκτωβρίου. Λόγω τού γενναίου χαρακτήρα και τής επιμέλειας τού καρδιναλίου, έλεγε, οι υποθέσεις τής συνόδου βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εκείνη στην οποία είχαν υπάρξει. Προσδοκούσε τώρα καθημερινή βελτίωση. Δεν ήταν πρόθεσή του, όπως μερικοί άνθρωποι ψευδώς υπέθεταν, να τερματίσει ή να αναστείλει τη σύνοδο με βιαστικό τρόπο, αλλά ήθελε όντως να επισπευστούν τα πράγματα και να καταλήξουν οι συνοδικές συνεδριάσεις σε γόνιμο συμπέρασμα. Σημαντικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι οι επίσκοποι δεν έπρεπε να κρατούνται τόσο πολύ καιρό μακριά από τις επισκοπές τους, αλλά έπρεπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους το συντομότερο δυνατό και να επαναλάβουν τις υπευθυνότητές τους. Ο Πίος επιθυμούσε, δήλωνε, ότι όλοι όσοι είχαν εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένων των καρδιναλίων, έπρεπε να παραμένουν σε αυτές. Τέτοια ήταν η «παραίνεση τού Θεού». Ο Πίος τόνιζε επίσης την ειλικρίνεια τής επιθυμίας του για μεταρρύθμιση και λεγόταν ότι είχε διαβεβαιώσει τούς καρδινάλιους, ότι επρόκειτο να επικυρώσει όλα τα διατάγματα που θα ψηφίζονταν από τη σύνοδο.
Κάποια συνταρακτικά νέα φαίνεται ότι είχαν μόλις φτάσει στη Ρώμη. Ο Πίος ήταν ευτυχής να τα μοιραστεί με το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Αναφερόταν ότι φοβερή καταιγίδα είχε χτυπήσει το «Βυζάντιο» τον Αύγουστο. Οι εκτιμήσεις για τις ζημιές που είχαν γίνει στον Βόσπορο υπερέβαιναν τα 3.000.000 χρυσά δουκάτα (tricies centum millia aureorum). Πολλοί είχαν χαθεί στην καταιγίδα, αλλά ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, που τύχαινε να ζει τότε στα προάστεια, είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον θάνατο. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι η βροχή έπεφτε σαν πέτρες από τον ουρανό και ότι «συγκεκριμένο κτίριο, που είχε χτιστεί πρόσφατα από τον σουλτάνο, είχε χτυπηθεί από κεραυνό και είχε καεί». Ολόκληρη η περιοχή τής τουρκικής πρωτεύουσας ήταν συγκλονισμένη από τον φόβο, ενώ θυμούνταν φήμη ή προφητεία, η οποία είχε εξαπλωθεί στο εξωτερικό πολλά χρόνια πριν, ότι πλησίαζε το τέλος τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Πίος είχε ακούσει την προφητεία πολλές φορές στο παρελθόν, από τον Παύλο Γ’ καθώς και από άλλους. Άραγε τι θα μπορούσε να κάνει τη Χριστιανοσύνη τώρα έτοιμη για δράση; Ο Πίος ήταν πολύ στενοχωρημένος, επειδή η ευκαιρία για να επιτεθούν στην τουρκική αυτοκρατορία (occasio … illius imperii vexandi) χανόταν «με τις διαφωνίες των ηγεμόνων μας». Οι εριστικοί ηγεμόνες είχαν χάσει άλλες ευκαιρίες, που τούς είχε δώσει ο Θεός, για να καταφέρουν αποφασιστικό πλήγμα στους Τούρκους. Αλλά ο Πίος προσευχόταν, ότι ο Παντοδύναμος θα ενέπνεε τούς ηγεμόνες αυτή τη φορά να αναλάβουν δράση. Ως πάπας δεν θα παρέλειπε να κάνει το καθήκον του.225
Δύο χρόνια αργότερα ο Ενετός πρέσβης Τζάκομο Σοράντσο, ο οποίος γνώριζε καλά τον Πίο Δ’, ενημέρωνε τη Γερουσία ότι η Αγιότητά του δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στη Γαλλία, όχι μόνο λόγω των Ουγενότων, αλλά και λόγω των γαλλικών απειλών για σύγκληση εθνικής συνόδου. Ο φόβος εθνικής συνόδου στη Γαλλία είχε οδηγήσει τον Πίο να συγκαλέσει τη Σύνοδο τού Τρεντ. Όταν ήρθε ο Γκυζ στο Τρεντ, λεγόταν ότι ήθελε να μεταρρυθμίσει την παπική εκλογική διαδικασία, καθώς και όλη την Εκκλησία. Δυσαρεστημένος με τούς Γάλλους, ο Πίος μιλούσε με περιφρόνηση γι’ αυτούς, «ιδιαίτερα για τη βασίλισσα [Αικατερίνη των Μεδίκων] και τον καρδινάλιο τής Λωρραίνης».
Όμως όταν τέθηκε το ζήτημα να γίνει ο Γκυζ παπικός λεγάτος στη Γαλλία,
η Αγιότητά του άρχισε να μεταχειρίζεται ως ασήμαντες τις αρχικές του προθέσεις και να δείχνει επιθυμία να καταλήξει σε συμβιβασμό με αυτόν. Έτσι τον κάλεσε στη Ρώμη, τιμώντας τον με κάθε δυνατό τρόπο, σε τέτοιο βαθμό που η Αγιότητά του πήγε ακόμη σε αρκετές περιπτώσεις να τον επισκεφθεί και στα δωμάτιά του. Προκειμένου να επιτευχθεί το τέλος τής συνόδου, υποσχέθηκε να τον κάνει διαρκή λεγάτο στη Γαλλία, να κάνει δύο καρδινάλιους καθ’ υπόδειξή του και να δώσει προβάδισμα στον βασιλιά του. Μετά την επιστροφή τού καρδιναλίου στο Τρεντ η σύνοδος οδηγήθηκε σε τέλος…226
Δεν θα ήσαν όλα τόσο απλά, αλλά όταν επέστρεψε ο Γκυζ στη σύνοδο (έφυγε από τη Ρώμη στις 19 Οκτωβρίου),227 όντως βοήθησε τούς λεγάτους να οδηγήσουν το φορτίο τους σε επιτυχή κατάληξη.
Τη μέρα μετά την αναχώρηση τού Γκυζ, ο πάπας έγραφε στον Μορόνε και στους λεγάτους:
Ο καρδινάλιος τής Λωρραίνης έφυγε χτες, τόσο ικανοποιημένος από εμάς, όσο θα μπορούσε να είναι. Μάς υπόσχεται θαυμάσια πράγματα και πιστεύουμε ότι δεν θα χρειαστεί να μάς προδώσει. Τού έχουμε εμπιστοσύνη. Σίγουρα μάς συμπεριφέρθηκε έντιμα και δεν ζήτησε από εμάς τίποτε άλλο, εκτός από εκείνο που είναι έντιμο και σχετικό με την υπηρεσία τού Θεού και τής πίστης. Βλέπουμε επίσης, ότι τα συμφέροντά του είναι τόσο στενά συνδεδεμένα με τα δικά μας, που έχουμε ακόμη λιγότερους λόγους να μην τον εμπιστευόμαστε…228
Ο Γκυζ επέστρεψε στο Τρεντ μέσω Βενετίας. Επέστρεψε στη σύνοδο στις 5 Νοεμβρίου, λέει ο Παλεόττι, «με θαυμάσιο κήρυγμα για την Αγιότητά του, τη θρησκεία και την ευσέβεια τής Ευδαιμονίας του και κατά πρώτον με τον μεγάλο του ζήλο να μεταρρυθμιστεί η Εκκλησία και να αποφευχθούν οι καταχρήσεις» (mira praedicans de sanctitate, religione ac pietate suae Beatitudinis, et in primis de magno illius ardore reformandae Ecclesiae tollendorumque abusuum).229
Πριν φύγει ο Γκυζ από τη Ρώμη, είχε ανοίξει ο δρόμος για την επίτευξη ειρηνικού τερματισμού τής συνόδου. Μπορούσαν να αναμένονται διαφωνίες από τούς Ισπανούς, αλλά ο αυτοκράτορας είχε πειστεί για την ολοκλήρωση των συζητήσεων στο Τρεντ. Ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις ο Πίος Δ’, μέσω τού παπικού νούντσιου Ζακκαρία Ντελφίνο, είχε κατορθώσει να διαπραγματευτεί την παπική επικύρωση τής εκλογής τού Μαξιμιλιανού ως βασιλιά των Ρωμαίων ως αντάλλαγμα για τη συμφωνία τού αυτοκράτορα να ολοκληρωθεί η σύνοδος. Παρά τη φαινομενική χαλαρότητα τού Μαξιμιλιανού στην αντιμετώπιση τής αίρεσης, ο Πίος τού είχε στείλει διαβεβαίωση τής εύνοιας και υποστήριξής του στις 6 Φεβρουαρίου 1562, σχεδόν δέκα μήνες πριν από την εκλογή τού Μαξιμιλιανού στην Φρανκφούρτη επί τού Μάιν (στις 24 Νοεμβρίου).230 Στις 18 Μαρτίου (1562) ο Μπορρομέο είχε διαβεβαιώσει τον Ντελφίνο, ότι ο πάπας ήταν ικανοποιημένος «ότι οι υποθέσεις τού οίκου και η διαδοχή τής μεγαλειότητάς του [του Φερδινάνδου] βρίσκονται σε παρόμοια ελπίδα επιτυχίας» (che le cose de la casa et successione di sua Maestà sieno in così propinqua speranza di buon esito), και ότι θα γινόταν στη Ρώμη οτιδήποτε μπορούσε να γίνει, που θα βοηθούσε στην επίτευξη τής εκλογής τού Μαξιμιλιανού.231
Όμως όταν στις 6 Ιουνίου (1562) οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι στο Τρεντ έδωσαν στους συνοδικούς λεγάτους μια αρκετά μεγάλη πραγματεία, «έναν πολύ σωστό τόμο» (uno assai giusto volume), που περιείχε τα αιτήματα τού αυτοκράτορα για τη μεταρρύθμιση, τη φύση και την καινοτομία τής οποίας οι λεγάτοι εύρισκαν εκπληκτική,232 ο πάπας έχασε γρήγορα την επιθυμία του για ανύψωση τού Μαξιμιλιανού στον θρόνο τού βασιλιά των Ρωμαίων. Ούτε οι λεγάτοι ούτε η κούρτη δεν είχαν λάβει την παραμικρή προειδοποίηση για την πρόθεση τού αυτοκράτορα να παρέμβει με αυτόν τον τρόπο στις ήδη προβληματικές υποθέσεις τής συνόδου. Ο πάπας αγανάκτησε με την έλλειψη λεπτότητας τού αυτοκράτορα.
Ο Πίος είχε επίσης αμφιβολίες για τις διαπραγματεύσεις τού Φερδινάνδου για ειρήνη με την Πύλη, η οποία θα βοηθούσε στην απελευθέρωση των Τούρκων για περαιτέρω επιθέσεις κατά τής Ιταλίας. Έτσι στις 27 Ιουνίου (1562) ο Μπορρομέο έγραφε στον Ντελφίνο:
Η Αγιότητά του δεν μπορεί παρά να είναι ευχαριστημένος που ο αυτοκράτορας επιδιώκει διευθέτηση και τακτοποίηση των υποθέσεών του με τον σουλτάνο [Σουλεϊμάν], προϋποθέτοντας όμως το γεγονός, ότι το κάνει αυτό μόνο για τη διάρκεια ζωής τού σημερινού σουλτάνου και με την πρόθεση να εκμεταλλευτεί ο ίδιος αργότερα, με τον θάνατο τού σουλτάνου, την ευκαιρία που θα μάς δώσει ο Θεός να είμαστε σε θέση να ανακτήσουμε μέσα σε λίγες ημέρες αυτά που έχουμε χάσει κατά τη διάρκεια τόσων ετών.
Εξάλλου στην ίδια επιστολή ο Μπορρομέο συνέδεε την επικύρωση από τον πάπα τής αναμενόμενης εκλογής τού Μαξιμιλιανού ως βασιλιά των Ρωμαίων με τη συνεργασία τού Φερδινάνδου κατά τη διεξαγωγή των συνοδικών υποθέσεων. Παρά το γεγονός ότι επανεξετάζοντας, ο Πίος είχε διαγράψει αυτό το απόσπασμα από την επιστολή τού Μπορρομέο προς τον Ντελφίνο, το μυστικό αποκαλύφθηκε. Ήταν χαρτί που κέρδιζε. Ο Πίος προτίμησε να το κρατήσει στο μανίκι του και να το χρησιμοποιήσει αργότερα. Ήδη λοιπόν από τον Ιούνιο τού 1562, όπως έχει σημειώσει ο Στάινχερτς, ο πάπας είχε αποφασίσει, ότι η τιμή τής αναγνώρισης τού Μαξιμιλιανού ως διαδόχου τού πατέρα του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η συμφωνία τού Φερδινάνδου για την ολοκλήρωση τής συνόδου.233
Παρά το γεγονός ότι ο Πίος Δ’ είχε εκφράσει ευχαρίστηση για την εκλογή τού Μαξιμιλιανού, είχαν περάσει μήνες. Ως πάπας, απαιτούσε απόδειξη τής ορθοδοξίας τού Μαξιμιλιανού και διασφάλιση ότι θα υπερασπιζόταν πάντοτε τον Καθολικισμό μέσα στη σύγχυση τής γερμανικής αίρεσης. Αλλά τώρα είχε έρθει η ώρα. Καθώς ο Γκυζ είχε μαλακώσει το ύφος του και είχε γίνει σύμμαχος τού πάπα, ο Ντελφίνο έφερε τελικά τις διαπραγματεύσεις με τον Φερδινάνδο σε πιο ικανοποιητική κατάληξη. Με κάποιον ενθουσιασμό ο Ντελφίνο έγραφε στους λεγάτους από το Πρέσσμπουργκ (Μπρατισλάβα), στις 4 Οκτωβρίου 1563, ότι η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα, ύστερα από δέουσα εξέταση τής κατάστασης τού κόσμου «και ιδιαίτερα τής Ιεράς Συνόδου» (et particolarmente del Sacro Concilio), είχε καταλήξει σοφά στην ισχυρή πεποίθηση, ότι η επιθυμία που εξέφραζαν πολλοί από τούς πατέρες να τελειώσει η σύνοδος με την επόμενη κιόλας συνεδρίαση ήταν «ειλικρινής και βολική» (honesto et conveniente). Ο Φερδινάνδος είχε λοιπόν δώσει εντολή στους πρεσβευτές του στο Τρεντ να βοηθήσουν τούς λεγάτους, απομακρύνοντας όλες τις δυσκολίες από τον δρόμο προς το κλείσιμο και οδηγώντας τη σύνοδο το συντομότερο δυνατό σε τέλος με την αμέσως επόμενη συνεδρίαση.234
Το ξημέρωμα τής 10ης Οκτωβρίου ο αγγελιοφόρος που έφερνε τα νέα τού Ντελφίνο και τις οδηγίες τού αυτοκράτορα προς τούς πρεσβευτές του έφτασε στο Τρεντ. Οι λεγάτοι τον έστειλαν στη Ρώμη. Εργάζονταν σκληρά για το προτεινόμενο διάταγμα για το μυστήριο τού γάμου, καθώς και για εκείνο τής γενικής μεταρρύθμισης. Όσο για το κεφάλαιο τής «κοσμικής μεταρρύθμισης» (riforma secolare), δηλαδή τής μεταρρύθμισης των ηγεμόνων, οι λεγάτοι (σύμφωνα με τις οδηγίες τού πάπα) έκαναν τέτοιου είδους αλλαγές σε αυτό, που θα διευκόλυναν να οδηγηθεί η σύνοδος σε κατάλληλο κλείσιμο. Ήθελαν από τον Μπορρομέο όποιες κατευθύνσεις επιθυμούσε να τούς στείλει. Με ποιο τρόπο έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον Κλάουντιο Φερνάντεζ Βίτζιλ ντε Κινόνες, τον κόμη τής Λούνα;235
Εκτός από τη συνήθη κοινή επιστολή των λεγάτων προς Ρώμη, ο Μορόνε έγραψε εκτεταμένα στον Μπορρομέο (στις 10 Οκτωβρίου). Ο αυτοκράτορας θα συμφωνούσε με τα τριανταπέντε κεφάλαια των λεγάτων για τη γενική μεταρρύθμιση, παρόλο που ο ίδιος είχε θελήσει κάτι περισσότερο. Όμως στο τριακοστό πέμπτο κεφάλαιο, «που σχετίζεται με τούς κοσμικούς ηγεμόνες», ο Φερδινάνδος προτιμούσε να επιβεβαιώνονται οι αρχαίοι κανόνες αντί να παράγονται νέα διατάγματα, κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις εδώ κι εκεί. «Και για να πω την αλήθεια», δήλωνε ο Μορόνε,
κι εγώ θα προτιμούσα πολύ την ανανέωση των παλαιών κανόνων, επειδή, όπως το αντιλαμβάνομαι, υπάρχουν πολλοί που είναι πολύ σκληρότεροι (με τούς ηγεμόνες) και πιο ευνοϊκοί για την Εκκλησία, από εκείνους με τούς οποίους ασχολούμαστε προς το παρόν, πέρα από το γεγονός, ότι έχουν ήδη εγκριθεί από άλλες συνόδους και έχουν γίνει αποδεκτοί και έχουν εγκριθεί από τον κόσμο γενικότερα, καθώς και από τούς ίδιους τούς ηγεμόνες. Θα συναντήσουν επίσης μικρότερη αντίθεση από οποιονδήποτε νέο κανόνα διατυπώσουμε τώρα….
Οι παλαιοί κανόνες για τούς ηγεμόνες, η «κοσμική μεταρρύθμιση», θα απαιτούσαν μόνο ένα «με ικανοποιεί» (placet) για να επιβεβαιωθούν. Δεν θα χρειαζόταν να ακούσει κανείς τις χωρίς τέλος «ψήφους» ή δηλώσεις (vota) των φλύαρων πατέρων. Θα μπορούσε να γίνει χωρίς αντιπαράθεση.236
Ήταν δύσκολο να γνωρίζουν πόσο επιτυχείς θα ήσαν οι προσπάθειες τού Λούνα να παρατείνει τη σύνοδο, αλλά οι λεγάτοι ήσαν βέβαιοι, ότι η επόμενη συνεδρίαση θα γινόταν στις 10 Νοεμβρίου, μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου. Έλπιζαν ότι θα ήταν η τελευταία συνεδρίαση. Στις 13 Οκτωβρίου παρουσίασαν στους πατέρες την τέταρτη κριτική αναθεώρηση τού διατάγματος «για το μυστήριο τού γάμου» (de sacramento matrimonii), σε δώδεκα κανόνες και δέκα κεφάλαια, τα οποία επανεξετάστηκαν (με λιγότερη διαφωνία) σε γενικές συνάξεις στις 26-27 Οκτωβρίου.237 Στο μεταξύ στη Ρώμη ο Πίος Δ’ χαιρόταν με την προθυμία τού αυτοκράτορα να δει τη σύνοδο να φτάνει σε βιαστικό κλείσιμο.
Ο Πίος ενέκρινε επίσης την ιδέα τού αυτοκράτορα, να επιβεβαιωθούν «οι παλαιοί κανόνες και σύνοδοι και αυτοκρατορικοί νόμοι» αντί να επιδιώκεται να φορτωθεί η σύνοδος με πολλή νομοθεσία για τη μεταρρύθμιση. Ο Μπορρομέο ανάφερε ότι θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστεί για «ποιους κανόνες και ποιους νόμους» μιλούσαν. Όταν ο Λούνα θα έβλεπε ότι η πλειοψηφία των πατέρων ήσαν έτοιμοι να τερματίσουν τη σύνοδο, θα έβαζε το χέρι του. Αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να ανησυχούν γι’ αυτόν, αλλά κάποιος έπρεπε να τού δείξει «κάποιες εκδηλώσεις αγάπης» (varie sorti di amorevolezze). Αν και ήταν πιο σημαντικό να αποφευχθεί η ρήξη με τον Φίλιππο Β’, σύμφωνα με την «ανάλυση» (resolutione) τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας, ο λεγάτοι έπρεπε να επικεντρωθούν στο «τέλος τής συνόδου» (la fine del Concilio).238
Ο Μαξιμιλιανός είχε προφανώς παίξει κάποιο ρόλο στη συμφωνία τού πατέρα του να τελειώσει η σύνοδος όσο πιο σύντομα ήταν εφικτό. Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο που συνεδρίασε την Παρασκευή 15 Οκτωβρίου ο πάπας είπε πολύ επαινετικά λόγια για τον Μαξιμιλιανό.239
Στο Τρεντ υπήρχε ακόμη πολλή δουλειά να γίνει. Ο Μορόνε έκανε το μεγαλύτερο μέρος της. Στις 8 Οκτωβρίου ο ίδιος και οι συνάδελφοί του όρισαν δεκαοκτώ πατέρες, για την αναδιατύπωση των πρώτων είκοσι (μερικές φορές υπολογίζονται ως εικοσιένας) κανόνων «για τη γενική μεταρρύθμιση» (de reformatione generali). Τρεις ημέρες αργότερα χώρισαν τούς δεκαοκτώ σε τρεις επιτροπές, που θα εργάζονταν ταυτόχρονα.240 Την Παρασκευή 22 Οκτωβρίου, περίπου στις 7 μ.μ., οι δεκαοκτώ «πληρεξούσιοι» (deputati) συγκεντρώθηκαν για να αρχίσουν εργασία για την αναθεώρηση των κεφαλαίων για τη γενική μεταρρύθμιση. Είχαν εξετάσει, σύμφωνα με τον Παλεόττι, 203 διαφορετικές δηλώσεις (vota, suffragia) για τη μεταρρύθμιση, τις οποίες είχαν κάνει οι πατέρες στις γενικές συνάξεις.
Οι συνεδριάσεις των δεκαοκτώ «πληρεξούσιων» (deputati) γίνονταν στο παλάτι τού Μορόνε. Δεν ήταν καθόλου εύκολο να επιτευχθεί σύνθεση των επαναληπτικών και αντιφατικών απόψεων των επισκόπων και άλλων που είχαν εκφραστεί, μερικές φορές μακρηγορώντας χωρίς λόγο. Οι δεκαοκτώ (ο Παλεόττι λέει δεκαέξι) εργάστηκαν μέχρι τις 30 Οκτωβρίου.241 Οι είκοσι κανόνες που συνέταξαν συζητήθηκαν και αμφισβητήθηκαν σε έντεκα γενικές συνάξεις από τις 2 έως τις 8 Νοεμβρίου, ενώ μακροσκελή άποψη (vota) εξέφρασε στις 4 Νοεμβρίου ο Μάρτιν Πέρεζ ντε Αγιάλα, επίσκοπος τής Σεγκόβια και στις 7 τού μηνός ο Μέλχιορ Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο, επίσκοπος τής αρχαίας έδρας τού Κάδιξ στα νότια τής Ισπανίας. Ο Πέρεζ ντε Αγιάλα ήταν πιο δυσαρεστημένος από τον Ισπανό συνάδελφό του.242
Οι δεκαοκτώ «πληρεξούσιοι» (deputati) συναντήθηκαν και πάλι στο παλάτι τού Μορόνε στις 9 και 10 Νοεμβρίου, για να βάλουν τις τελευταίες πινελιές στους είκοσι (ή εικοσιένα) «κανόνες μεταρρύθμισης» (canones de reformatione). Οι περισσότεροι από αυτούς συμφωνούσαν να προστεθεί η φράση «με την επιφύλαξη τής αυθεντίας τής Αποστολικής Έδρας» (salva Apostolicae Sedis auctorictate) στο διάταγμα για τη μεταρρύθμιση. Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς. Συγκλήθηκε γενική σύναξη περίπου στη 1 μ.μ. (hora 20) στις 10 Νοεμβρίου, για να εγκρίνει τα διατάγματα που θα παρουσιάζονταν στη συνεδρίαση, η οποία μπορούσε τώρα να διεξαχθεί την επόμενη μέρα. Παρά το γεγονός ότι ο Γκυζ ήταν μανιώδης υπερασπιστής τής ελευθερίας τής Γαλλικανικής Εκκλησίας, βοήθησε πολύ τούς λεγάτους, οι οποίοι μπορεί να είχαν πρόβλημα μαζί του στον τριακοστό πέμπτο κανόνα τού διατάγματος για τη μεταρρύθμιση των ηγεμόνων, αλλά αυτό δεν αποτελούσε ακόμη ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, παρά τη σημαντική αντίθεση με το κεφάλαιο για τούς μυστικούς γάμους, δόθηκε έγκριση να προχωρήσουν στη συνεδρίαση.
Το δικαίωμα πρότασης των λεγάτων (proponentibus legatis) έγινε επίσης δεκτό ομόφωνα, όταν ο Μορόνε εξήγησε, ότι σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούσε στον περιορισμό τής ελευθερίας τής συνόδου. Δήλωσε επίσης, ότι άλλη μια συνεδρίαση μετά από εκείνη τής επόμενης ημέρας θα χρειαζόταν προφανώς, για να εξετάσει τα υπόλοιπα δεκαπέντε κεφάλαια για τη «γενική μεταρρύθμιση», όπου το τελευταίο (το τριακοστό πέμπτο) αφορούσε τούς ηγεμόνες. Υπήρχαν επίσης πολλά δογματικά ερωτήματα, που έπρεπε ακόμη να αντιμετωπιστούν. Η ημερομηνία για την προφανώς τελευταία συνεδρίαση ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου, αν και, εφόσον ήταν δυνατό, θα μπορούσε να γίνει νωρίτερα.243 Θα γινόταν νωρίτερα.
Γύρω στις 8 το πρωί τής Πέμπτης 11 Νοεμβρίου (1563) οι συνοδικοί πατέρες συγκεντρώθηκαν στο πάνω μέρος τού καθεδρικού ναού τού Σαν Βιτζίλιο για την εικοστή τέταρτη συνεδρίαση τής συνόδου, την όγδοη υπό τον Πίο Δ’. Επρόκειτο να είναι μεγάλη συνεδρίαση, που θα διαρκούσε περίπου μέχρι τις 7 μ.μ. Σύμφωνα με τον Πέδρο Γκονζάλες ντε Μεντόζα, τον επίσκοπο τής Σαλαμάνκα, μόλις οι πατέρες πήραν τις θέσεις τους, δεν σηκώθηκαν από αυτές για «δώδεκα ώρες».244 Εν πάση περιπτώσει η διαδικασία και οι «ψηφοφορίες» κράτησαν πιθανώς περισσότερο από έντεκα ώρες. Επικεφαλής των παρισταμένων ήσαν οι λεγάτοι Μορόνε, Σιμονέττα και Ναβαγκέρο. Ο Χόσιους ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να εμφανιστεί, αλλά θα έκανε σύντομη δήλωση (votum) την επόμενη μέρα. Ήσαν παρόντες οι πρέσβεις τής αυτοκρατορίας, τής Πορτογαλίας, τής Βενετίας, τής Πολωνίας, τής Σαβοΐας, τής Φλωρεντίας και οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη. Πιο σημαντικοί στη συνέλευση βέβαια ήσαν οι πολυάριθμοι ιεράρχες, οι Γκυζ και Μαντρούτσο, τρεις πατριάρχες, εικοσιπέντε αρχιεπίσκοποι, τουλάχιστον 154 επίσκοποι, πέντε ηγούμενοι, έξι στρατηγοί θρησκευτικών Ταγμάτων και τρεις διδάσκαλοι τού αστικού και τού εκκλησιαστικού δικαίου.245
Ο Τζόρτζιο Κορνέρ (Κορνάρο), επίσκοπος τού Τρεβίζο, έκανε την επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος. Ο Φρανσουά Ρισαρντώ, επίσκοπος τού Αρράς, έκανε το κήρυγμα.246 Οι ιεράρχες φόρεσαν «τα πανωφόρια και τις μίτρες» τους (pluvialia et mitrae), ψάλθηκαν ύμνοι και διαβάστηκαν επιστολές από τη Μαργαρίτα τής Πάρμας, η οποία κυβερνούσε την Ολλανδία για τον Φίλιππο Β’, από τον Κόσιμο Α’ Μέδικο, δούκα τής Φλωρεντίας και τής Σιένα, καθώς και από τον Ζαν ντε λα Βαλέτ, τον μεγάλο μάγιστρο των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη. Ο Κορνέρ διάβασε στη συνέχεια τούς δώδεκα κανόνες και τα δέκα «κεφάλαια» τού διατάγματος για τον γάμο. Το πρώτο κεφάλαιο, που περιλάμβανε το «Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία» (Tametsi non est dubitandum), κήρυσσε τούς μυστικούς γάμους άκυρους. Οι γάμοι έπρεπε να γίνονται από ιερέα παρουσία δύο ή τριών μαρτύρων και έπρεπε να καταγράφονται δεόντως στο μητρώο τής ενορίας, το οποίο έπρεπε να τηρείται προσεκτικά.247 Το «Αν και» (Τametsi) είναι το πιο γνωστό από τα κεφάλαια τού διατάγματος για τον γάμο.
Ένας αριθμός πατέρων μπορούσαν να ψηφίσουν «με ικανοποιούν όλα» (placent omnia), αλλά κάποιοι διαφωνούσαν με την προτεινόμενη νομοθεσία που ακύρωνε τούς μυστικούς γάμους. Άλλο πράγμα ήταν να απαγορεύονται και άλλο να ανακηρύσσονται άκυροι. Τόσο πολλοί πατέρες είχαν να πουν κάτι, που η «ψηφοφορία» κράτησε πολύ χρόνο. Τελικά όμως, όταν υπολογίστηκαν τα αποτελέσματα, ο πρόεδρος Μορόνε δήλωσε, ότι τα δογματικά κεφάλαια και οι καταδικαστικοί κανόνες είχαν εγκριθεί. Η πλειοψηφία των ψηφιζόντων μελών είχε αποδεχτεί την ακυρότητα των μυστικών γάμων, παρά την αντίθεση πενήντα (ή πενηνταπέντε) πατέρων, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σιμονέττα. Ο Μορόνε ενέκρινε το διάταγμα, «αν αυτό εγκρίνεται από τον αγιότατο πατέρα μας» (si a sanctissimo domino nostro approbatum fuerit), δηλαδή το ενέκρινε, αν το ενέκρινε και ο πάπας.
Ο επίσκοπος Κορνέρ τού Τρεβίζο, ο οποίος είχε παραμείνει στον άμβωνα σε όλη τη διάρκεια τής ψηφοφορίας, διάβαζε τούς εικοσιένα τώρα κανόνες για τη μεταρρύθμιση, τούς οποίους η πλειοψηφία των πατέρων είχε δεχτεί την προηγούμενη μέρα. Η ψηφοφορία που ακολούθησε φαινόταν ατελείωτη, αλλά ο Μορόνε δήλωσε τελικά, ότι το διάταγμα για τη μεταρρύθμιση είχε εγκριθεί «σχεδόν από όλους» (fere ab omnibus). Οι προσθήκες και οι αλλαγές που είχαν προταθεί, είπε, «δεν άλλαζαν την ουσία» σε κανέναν από τούς εικοσιένα κανόνες. Στη συνέχεια υπενθυμίστηκε στους πατέρες, ότι η επόμενη συνεδρίαση θα γινόταν στις 9 Δεκεμβρίου. Σε αυτό τουλάχιστον μπορούσαν όλοι να πουν, «Ναι, με ικανοποιεί» (placet). Ο Μορόνε άρχισε τότε το «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus). Οι ψάλτες ανέλαβαν τον ύμνο, στο τέλος τού οποίου ο Μορόνε ευλόγησε τη συνέλευση «και όλοι οι πατέρες έβγαλαν τα ράσα τους και αναχώρησαν περίπου τη δεύτερη ώρα τής νύχτας» [περίπου 7 μ.μ.].248
Απέμενε να γίνει πολλή δουλειά. Μέρος της θα γινόταν πριν από τη λήξη τής συνόδου. Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πατέρων είχαν αποδεχτεί όλους τούς κανόνες τού διατάγματος για τη μεταρρύθμιση, υπήρχε έντονη αντίρρηση για τούς τρίτο, πέμπτο και έκτο κανόνες, που είχαν σχέση με επισκέψεις και με την επισκοπή. Οι αμφισβητούμενοι κανόνες επιστράφηκαν λοιπόν στους δεκαοχτώ «πληρεξούσιους» (deputati), οι οποίοι τούς τροποποίησαν (στις 12 και 15 Νοεμβρίου). Αναδημοσιεύθηκαν επισήμως στις 3 Δεκεμβρίου, λίγο πριν από την τελική συνεδρίαση τής συνόδου.249 Το πρωί τής 13ης Νοεμβρίου ο Μορόνε συγκέντρωσε στην κατοικία του (στο Παλάτσο Τυν) τούς τρεις λεγάτους, τούς Γκυζ και Μαντρούτσο, καθώς και εικοσιπέντε από τούς «κύριους ιεράρχες όλων των εθνών». Συμφώνησαν ότι η επόμενη συνεδρίαση έπρεπε να είναι η τελευταία.
Ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς των Ρωμαίων ήθελαν να δουν τη σύνοδο να τελειώνει. Η συνέχισή της δεν θα έκανε τίποτε άλλο, παρά κακό στη Γερμανία. Τα ιταλικά κράτη, κυρίως η Βενετία, βιάζονταν να τελειώνουν με τη σύνοδο. Οι πρεσβευτές τής Πορτογαλίας, τής Πολωνίας, και τής Ισπανίας συμφωνούσαν πλήρως. Ο Φίλιππος Β’ είχε γράψει υποτίθεται στον Λούνα, να βοηθήσει στη «συνέχιση και το τέλος τής συνόδου» (la prosecutione et fine del Concilio). Όμως η θέση τού Φιλίππου παρέμενε ασαφής και οι Άντρες ντε Κουέστα, επίσκοπος Λεόν και Αντόνιο Αγκουστίν, επίσκοπος Λέριδα, ήθελαν να περιμένουν τη ρητή συγκατάθεσή του. Ο Γκερρέρο τής Γρανάδας ήταν πεπεισμένος για την αναγκαιότητα τού κλεισίματος με την επόμενη συνεδρίαση. Το ίδιο και ο Γκυζ, ο οποίος ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη Γαλλία.
Ο πάπας είχε δει πολύ καθαρά, έλεγε ο Γκυζ, την επείγουσα ανάγκη σύγκλησης οικουμενικής συνόδου. Διαφορετικά θα είχε πραγματοποιηθεί στη Γαλλία εθνική σύνοδος, «από την οποία θα είχε υπάρξει κατά πάσα πιθανότητα πλήρης διαχωρισμός τού βασιλείου αυτού από την υπακοή στην Αποστολική Έδρα». Σύμφωνα με τον Γκυζ, ο κλήρος και οι άρχοντες τής Γαλλίας, έχοντας συγκεντρωθεί στο Πουασσύ [τον Σεπτέμβριο τού 1561], με μεγάλη δυσκολία είχαν πειστεί να περιμένουν τη λήξη τής συνόδου που γινόταν στο Τρεντ «χωρίς να κάνουν άλλη καινοτομία» (senza far altra novità), δηλαδή να προσφύγουν σε εθνική σύνοδο, αν η οικουμενική Σύνοδος τού Τρεντ δεν εύρισκε θεραπείες για τα δεινά που έπλητταν την Εκκλησία.
Τώρα όμως ήταν προς το συμφέρον τής πίστης στη Γαλλία να τελειώσει γρήγορα η σύνοδος. Οι Γάλλοι ιεράρχες δεν μπορούσαν πια να παραμείνουν στο Τρεντ. Οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει. Ο Γκυζ έλεγε ότι έπρεπε κι αυτός να φύγει «σε λίγες ημέρες», για τις υποθέσεις τού οίκου του, καθώς και για εκείνες τού βασιλείου τής Γαλλίας. Ακόμη, αν η σύνοδος τελείωνε με τη συνεδρίαση τής 9ης Δεκεμβρίου, θα καθυστερούσε την αναχώρησή του, «πιο ήσυχος και πιο ικανός να καθησυχάσει άλλους, πηγαίνοντάς τους σωτήρια φάρμακα».250
Στις 13 Νοεμβρίου ο αρχιεπίσκοπος Πράγας Άντον Μπρους φον Μύγκλιτς, πρεσβευτής τού αυτοκράτορα στο Τρεντ, απευθύνθηκε σε άτυπη σύναξη επισκόπων, υποστηρίζοντας το κλείσιμο τής συνόδου και προτρέποντας για επιβεβαίωση τού φλωρεντινού διατάγματος για το Καθαρτήριο Πυρ καθώς και των Τριντεντινών διαταγμάτων για την μετάνοια και την θυσία στη λειτουργία. Υπέδειξε ότι οι κοσμικοί ηγεμόνες δεν έπρεπε να «προκαλούνται σε μοχθηρία» [από το «κεφάλαιο» για τη «μεταρρύθμιση των ηγεμόνων» (reformatio principum)], γιατί η Εκκλησία χρειαζόταν την υποστήριξή τους «όσο ποτέ». Έπρεπε απλώς να παρακινηθούν να κάνουν το καθήκον τους σύμφωνα με τούς κανόνες τής Εκκλησίας και τούς νόμους τής αυτοκρατορίας και να βοηθούν ήρεμα στη διατήρηση τής εκκλησιαστικής ελευθερίας.251
Όταν ετοιμάστηκε για συζήτηση περίπου δύο μήνες νωρίτερα (γύρω στις 15 Σεπτεμβρίου) το τριακοστό πέμπτο κεφάλαιο για τη μεταρρύθμιση, το οποίο αφορούσε τούς ηγεμόνες, περιλάμβανε δώδεκα χωριστά άρθρα.252 Τώρα είχε μειωθεί, όπως λέει ο Παλεόττι, σε γενική διατύπωση κενών λέξεων,253 ανανεώνοντας τούς «ιερούς κανόνες και όλες τις γενικές συνόδους, καθώς και άλλη Αποστολική νομοθεσία για εκκλησιαστική ελευθερία και εναντίον εκείνων που την παραβιάζουν».
Για να συντομεύσει τις χωρίς τέλος λογομαχίες, η εικοσιπενταμελής (μαζί με τούς λεγάτους Γκυζ και Μαντρούτσο) επιτροπή τού Μορόνε αποφάσισε, ότι τα δόγματα που παρέμεναν προς εξέταση, το Καθαρτήριο Πυρ, οι εικόνες, η προσκύνηση των αγίων και τα συγχωροχάρτια, είχαν ήδη εξεταστεί επαρκώς από παρελθούσες συνόδους. Θα αρκούσε επομένως να καταδικαστούν ορισμένες καταχρήσεις, «να υπάρξουν μερικές αποφάσεις που καταδικάζουν την κατάχρηση ορισμένων» (satis nunc esse paucis decretis abusus quosdam damnare) και ας τελείωνε έτσι.254 Οι πρώτοι εικοσιένας κανόνες τής μεταρρύθμισης είχαν ήδη εξεταστεί. Η εξέταση των υπόλοιπων δεκατεσσάρων άρχισε σε γενική σύναξη στις 15 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε στις 18 τού μηνός.
Οι περισσότεροι από τούς πατέρες αποδέχτηκαν αυτάρεσκα το αποδυναμωμένο κεφάλαιο για τη μεταρρύθμιση των ηγεμόνων, αλλά υπήρχαν κάποιες ενστάσεις: Στους ηγεμόνες έπρεπε να δοθεί πιο ισχυρή νουθεσία. Τα αγαθά των κληρικών έπρεπε να απαλλάσσονται από τα «δέκατα και τούς φόρους» τους. Οι ηγεμόνες δεν έπρεπε να καταπιέζουν τούς υπηκόους τους με αφόρητες επιβαρύνσεις, ούτε να επιτρέπουν την πρακτική τής τοκογλυφίας στις επικράτειές τους. Παπικές επιστολές δεν έπρεπε να χρειάζονται για τη δημοσίευσή τους το «με ικανοποιεί» (placet) των ηγεμόνων και ούτω καθεξής.255 Δεν υπήρχε έντονη συζήτηση, αν και ως συνήθως μερικά μέλη με δικαίωμα ψήφου στη σύνοδο επέλεγαν να βρίσκουν ελαττώματα σε κάτι.
Στις 18 Νοεμβρίου διανεμήθηκε το κείμενο των έξι εντελώς νέων κανόνων τής μεταρρύθμισης, με βάση τις προηγούμενες επικρίσεις και διαμαρτυρίες των πατέρων. Πέρα από τη σωστή χρησιμοποίηση των εσόδων τής Εκκλησίας, τον αφορισμό, την πληρωμή των φόρων δεκάτης και μερικά άλλα θέματα, οι συντάκτες των εν λόγω «έξι νέων κανόνων μεταρρύθμισης» (sex canones novi reformationis) ήθελαν να δουν να θεσπίζεται αρχείο σε κάθε καθεδρική ή συλλογική εκκλησία, στο οποίο θα τηρούνταν όλα τα έγγραφα, που είχαν σχέση με την εκκλησία, τον επίσκοπο ή τη συνέλευση των εφημερίων.256
Σε αυτούς τούς έξι νέους κανόνες προστέθηκαν, δύο μέρες αργότερα, δύο νέα διατάγματα, το ένα για τη μεταρρύθμιση τού τακτικού κλήρου (ταγμάτων) και το άλλο για εκείνη των καλογριών. Αυτοί οι κανόνες και διατάγματα είχαν εξεταστεί με κάποια προσοχή σε γενικές συνάξεις στις 23-27 Νοεμβρίου.257 Μέχρι τώρα ο Κλάουντιο Φερνάντεζ, ο κόμης τής Λούνα, ήταν εκπληκτικά φιλικός, χωρίς καμία αντίρρηση για τον τερματισμό τής συνόδου με την επερχόμενη εικοστή πέμπτη συνεδρίαση. Τώρα όμως διαφωνούσε με το κλείσιμο στις 9 Δεκεμβρίου, γιατί οι θεολόγοι δεν θα είχαν αρκετό χρόνο για να μελετήσουν τις πλήρεις συνέπειες των διαταγμάτων για το Καθαρτήριο, τα συγχωροχάρτια, τις εικόνες και την προσκύνηση των αγίων. Επίσης ο Λούνα αγανακτούσε και πάλι με τη σκέψη, ότι οι λεγάτοι θα τερμάτιζαν τη σύνοδο χωρίς τη συγκατάθεση τού Φιλίππου Β’ για την ημερομηνία τερματισμού.258
Για άλλη μια φορά ο Μορόνε συγκέντρωσε στο Παλάτσο Τυν τούς λεγάτους συναδέλφους του, τούς Γκυζ και Μαντρούτσο και μεγάλο αριθμό ιεραρχών, μάλιστα σαραντατέσσερις από τούς πιο ενεργούς και πιο φιλο-παπικούς επισκόπους στη σύνοδο. Αυτή τη φορά προσκάλεσε επίσης τούς πρεσβευτές τής αυτοκρατορίας, τής Πολωνίας, τής Σαβοΐας και τής Φλωρεντίας. Το ερώτημα ήταν αν θα τελείωνε η σύνοδος στις 9 Δεκεμβρίου. Ο Γκυζ παρουσίασε διάφορους λόγους, για τούς οποίους αναγκαζόταν να επιστρέψει στη Γαλλία πριν από τα Χριστούγεννα, συμπεριλαμβανομένου τού γεγονότος ότι ο Κάρολος Θ’ τον είχε καλέσει στην πατρίδα. Ο αρχιεπίσκοπος Γρανάδας αποδέχτηκε την ημερομηνία που είχε τεθεί για την επόμενη συνεδρίαση, αλλά ήθελε να πραγματοποιηθεί δύο εβδομάδες μετά από αυτήν μια εικοστή έκτη συνεδρίαση, έτσι ώστε όλα να τελείωναν με πιο κατάλληλο τρόπο. Οι περισσότεροι από τούς ιεράρχες ήθελαν να τελειώσει η σύνοδος στις 9 Δεκεμβρίου. Δύο ακόμη διατάγματα θα μπορούσαν εύκολα να συνταχθούν, όπως έλεγαν, ένα για το Καθαρτήριο, το άλλο για τις εικόνες και την προσκύνηση των αγίων, όπου ο σκοπός των διαταγμάτων θα ήταν να διορθώσουν καταχρήσεις. Τα καθιερωμένα δόγματα θα επιβεβαιώνονταν, ενώ άλλα θα παραμερίζονταν.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ημερών, στις 29-30 Νοεμβρίου, ο Λούνα οικοδόμησε αποφασιστικό αγώνα κατά τού κλεισίματος, καλώντας τούς Ισπανούς επισκόπους στα καταλύματά του και προτρέποντας τούς σαράντα περίπου ιεράρχες, των οποίων οι έδρες βρίσκονταν στο ναπολιτάνικο βασίλειο, να πάρουν αποφασιστική στάση εναντίον τού τερματισμού τής συνόδου σε δέκα μόνο μέρες. Υπήρχαν ακόμη δογματικές αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν. Ο Φίλιππος Β’ δεν είχε συναινέσει στο βιαστικό κλείσιμο. Όμως όλοι οι Ιταλοί επίσκοποι, εκτός από δύο ή τρεις, είπαν στον Λούνα, ότι η ευκαιρία που πρόσφεραν τώρα διάφορες περιστάσεις για να κλείσει η σύνοδος δεν έπρεπε να χαθεί. Οι Γάλλοι έφευγαν από το Τρεντ. Η συνάντηση τού Λούνα με τούς Ιταλούς ιεράρχες, επίσης στην κατοικία του, κράτησε μέχρι περίπου τις 7 μ.μ. (στις 30 Νοεμβρίου). Μια ή δύο ώρες αργότερα έλαβε μήνυμα από τον Ρεκέσενς, τον Ισπανό πρεσβευτή στη Ρώμη, ότι ο Πίος Δ’ ήταν σοβαρά, επικίνδυνα άρρωστος (sanctissimum nostrum gravi et periculoso morbo laborare).259
Ο καρδινάλιος Μπορρομέο είχε προειδοποιήσει τούς Μορόνε και Σιμονέττα για την ασθένεια τού πάπα σε επιστολή τής 27ης Νοεμβρίου, η οποία δεν παραλήφθηκε στο Τρεντ μέχρι την 1η Δεκεμβρίου, όταν πια οι λεγάτοι ήσαν πιο πλήρως ενημερωμένοι. Ο Παλεόττι τοποθετεί την άφιξη τού αγγελιοφόρου τού Ρεκέσενς στο Τρεντ στις 9 μ.μ. (στις 30 Νοεμβρίου). Οι λεγάτοι την τοποθετούν μια ώρα νωρίτερα. Σε κάθε περίπτωση ο πάσχων κόμης τής Λούνα πρέπει να έχει περάσει τόσο άγρυπνη νύχτα, όσο και οι λεγάτοι.260 Στη συνάντηση τού Λούνα με τούς Ιταλούς ιεράρχες, λίγες μόλις ώρες πριν λάβει την επιστολή τού Ρεκέσενς, κάποιος είχε προτείνει, ότι η σύνοδος έπρεπε να τελειώσει το συντομότερο δυνατό, γιατί ήταν πάντοτε κατανοητό, ότι ο πάπας ίσως πέθαινε. Ο Λούνα είχε χλευάσει την ιδέα.
Οι λεγάτοι καλούσαν τώρα όλους τούς πρεσβευτές, για να ρωτήσουν τι έπρεπε να γίνει. Άραγε έπρεπε να τερματίσουν αμέσως τη σύνοδο ή μήπως να περιμένουν για περαιτέρω ειδήσεις από τη Ρώμη; Οι πρεσβευτές ήθελαν να διασκεφθούν μέχρι το βράδυ. Αν πέθαινε ο πάπας ενώ η σύνοδος εξακολουθούσε να συνεδριάζει, υπήρχε ο κίνδυνος να διεκδικήσουν οι πατέρες το δικαίωμα να εκλέξουν τον διάδοχό του (… periculum erat ne eius electio a patribus in Concilio tanquam ad se spectans vindicaretur). Οι Γάλλοι συνοδιστές μπορούσαν κάλλιστα να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά ο Γκυζ συμβούλευσε άμεσο κλείσιμο και το ίδιο, ύστερα από κάποιους δισταγμούς, συμβούλευσαν και οι αυτοκρατορικοί πρεσβευτές. Ο Πορτογάλος απεσταλμένος συμφώνησε μαζί τους «να κλείσει η Σύνοδος το συντομότερο δυνατό» (ut quam primum Concilium claudatur). Παρά το γεγονός ότι ο Λούνα τώρα αποδυνάμωνε τις αντιρρήσεις του, δεν ήταν πρόθυμος να ενωθεί μαζί τους, αλλά φαινόταν σαφές, ότι δεν θα προσπαθούσε να αποτρέψει το επερχόμενο τέλος τής συνόδου, «μη έχοντας εντολή από τον βασιλιά να το κάνει» (non havendo commissione del re di farlo).
Όμως όπως έγραφαν οι λεγάτοι στον Μπορρομέο το βράδυ τής 1ης Δεκεμβρίου, ο Λούνα έπρεπε σίγουρα να επαινεθεί για ένα πράγμα: Είχε διασκεφθεί με τούς Ισπανούς ιεράρχες και τούς αυτοκρατορικούς πρέσβεις και όλοι είχαν δηλώσει, ότι αν ο πάπας πέθαινε πριν από το κλείσιμο, η σύνοδος δεν θα παρέμβαινε στην εκλογή τού διαδόχου του από τούς καρδινάλιους.261
Την Πέμπτη το πρωί, στις 2 Δεκεμβρίου, οι λεγάτοι συγκέντρωσαν τούς εκκλησιαστικούς απεσταλμένους, όπως τούς Άντον Μπρους και Ντράσκοβιτς, καθώς και περίπου πενήντα ιεράρχες «διαφόρων εθνών». Έθεσαν το ίδιο ερώτημα στη συγκέντρωση. Τι έπρεπε να γίνει; «Όλοι απάντησαν, εκτός από μερικούς Ισπανούς και τρεις Ιταλούς», σύμφωνα με τον ελεγκτή Παλεόττι, ότι
η σύνοδος έπρεπε να τελειώσει αμέσως. Το υλικό που είχε ήδη ετοιμαστεί έπρεπε να παρουσιαστεί [στους συνοδικούς πατέρες] και δεν έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση. Οι λεγάτοι αποφάσισαν λοιπόν να συγκαλέσουν γενική σύναξη την ίδια μέρα….
Η σύναξη συνεδρίασε περίπου στις 2 μ.μ. (hora 21). Ο Μορόνε ζήτησε από τούς πατέρες να είναι σύντομοι στη δήλωση τής ψήφου τους (vota) και να υποβάλουν αργότερα γραπτά κείμενα στον γραμματέα.
Ο Μπαρτολομέο Σιρίγκο, ο επίσκοπος τής Καστελλανέτα, διάβασε το διάταγμα για το Καθαρτήριο Πυρ και στη συνέχεια εκείνο για τις ιερές εικόνες, τη λατρεία και τα λείψανα των αγίων. Οι λεγάτοι έλαβαν γενικά τα «με ικανοποιεί» (placet) που χρειάζονταν, αλλά ένας πατέρας ήθελε να γίνει αναφορά στη Σύνοδο τής Φλωρεντίας σε σχέση με το Καθαρτήριο. Κάποιος άλλος ήθελε να ακούσει πρώτα τούς θεολόγους. Όταν ορισμένα ερωτήματα είχαν απαντηθεί, αυτός ακόμη επιθυμούσε περαιτέρω συζήτηση. Προφανώς δεν υπήρχε χρόνος. Είπε ότι θα δώσει τη γνώμη του στην προσεχή συνεδρίαση. Το Καθαρτήριο ήταν πιο προβληματικό από τις εικόνες. Τελικά ο Σιρίγκο μπόρεσε να διαβάσει το διάταγμα για τη γενική μεταρρύθμιση. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην προτεινόμενη νομοθεσία για την εξαίρεση των συνελεύσεων των καθεδρικών ναών από τον επισκοπικό έλεγχο, στους κανόνες σχετικά με τον τακτικό κλήρο (τάγματα) και τις μοναχές και στο πρόβλημα των χορηγιών «κατ’ ανάθεση» (in commendam).
Οι δηλώσεις (vota) ήσαν πολλές και ποικίλες, αλλά εκφωνήθηκαν γρήγορα. Όταν τελείωσαν, ο Μορόνε δήλωσε ότι τα διατάγματα θα διορθώνονταν «σύμφωνα με τις γνώμες των πατέρων» (iuxta sententias patrum), πράγμα που δεν θα ήταν μικρό έργο. Πήρε μέχρι τα μεσάνυχτα μέχρι να μπορέσει μια αντιπροσωπεία να δώσει την τελική πινελιά στον κανόνα σχετικά με την εξαίρεση των συνελεύσεων καθεδρικών ναών. Ο Μορόνε πρότεινε τότε να πραγματοποιηθεί η επίσημη συνεδρίαση στις 3 και 4 Δεκεμβρίου, σχεδόν μία βδομάδα νωρίτερα από το προγραμματισμένο. Θα έπρεπε να δουλέψουν όλη τη μέρα. Τα προς ψήφιση διατάγματα έπρεπε να διαβάζονται φωναχτά, όπως γινόταν και κατά την εποχή των Παύλου Γ’ και Ιούλιου Γ’.
Όλοι ήξεραν πια, ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή. Αν συνέβαινε κάποια καταστροφή (όπως ο θάνατος τού πάπα), ο Μορόνε έλεγε, ότι όλες οι προσπάθειές τους και όλα τα διατάγματά τους θα μπορούσαν να αποδειχθούν μάταια, γιατί οι λαοί τής Ευρώπης ίσως δεν τα αποδέχονταν. Δεν μπορούσε να υπάρχει χειρότερη καταστροφή για την Εκκλησία από την αναστολή ή διάλυση μιας ανολοκλήρωτης συνόδου, η οποία, παίρνοντας την εξουσία της από τον πάπα (όπως το έβλεπε ο Μορόνε), έπρεπε να περιμένει την απόφαση τού διαδόχου του. Τότε θα υπήρχαν πιθανώς εθνικές σύνοδοι, ιδιαίτερα στη Γαλλία, και δεν θα λάμβαναν υπόψη τα Τριντεντινά διατάγματα. Οι εναπομένοντες Γάλλοι ιεράρχες ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τη σύνοδο.
Ο Μορόνε ζήτησε από τούς πατέρες να προσευχηθούν για τον πάπα, «γιατί η Αγιότητά του σάς αγαπά ως γιους» (Sanctitas enim sua diligit vos ut filios). Ύστερα ζήτησε την έγκρισή τους για τη συνεδρίαση που θα γινόταν στις 3 και 4 Δεκεμβρίου και έθεσε την εμπιστοσύνη του στον Παντοδύναμο, ότι αυτό θα ήταν το τέλος τής συνόδου. Όλοι εκτός από δεκατέσσερις πατέρες τού έδωσαν το «με ικανοποιεί» (placet), για να αρχίσει η επόμενη (και τελευταία) συνεδρίαση την επόμενη μέρα. «Ύστερα όλοι σηκώθηκαν», λέει ο Μασσαρέλλι, «και ρίχνοντας άφθονα δάκρυα χαράς, έφυγαν [από την εκκλησία] την τρίτη ώρα τής νύχτας», δηλαδή στις 8 μ.μ. Η σύναξη είχε διαρκέσει τουλάχιστον έξι ώρες.262
Στις 7 το επόμενο πρωί, στις 3 Δεκεμβρίου, οι πρόεδροι και οι πατέρες τής συνόδου συγκεντρώθηκαν στο πάνω μέρος τού καθεδρικού ναού τού Σαν Βιτζίλιο, για να ξεκινήσει η εικοστή πέμπτη και τελευταία συνεδρίαση, η ένατη υπό τον Πίο Δ’. Καθησυχαστικά νέα είχαν ήδη φτάσει στο Τρεντ για αισθητή βελτίωση τής κατάστασης τού πάπα,263 αλλά οι λεγάτοι έσπευσαν να προωθήσουν τη διαδικασία, ευγνώμονες ότι το τέλος ήταν προφανώς ορατό. Ο Πομπέο Ζαμπεκκάρι, επίσκοπος τής Σουλμόνα, έκανε τη συνηθισμένη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος. Ο Τζιρολάμο Ραγκατσόνι, κατ’ όνομα επίσκοπος Ναζιανζού στη Μικρά Ασία και βοηθός επίσκοπος Αμμοχώστου στην Κύπρο, έκανε το κήρυγμα.264 Ο Ραγκατσόνι είπε στους πατέρες, ότι εκείνη ήταν λαμπρή μέρα για τη Χριστιανοσύνη: το Τριντεντινό σκάφος ερχόταν με ασφάλεια στο λιμάνι.
Ο Ζαμπεκκάρι διάβασε τα διατάγματα για το Καθαρτήριο, την επίκληση, την προσκύνηση, τα λείψανα των αγίων και τις ιερές εικόνες. Ο Άντζελο Μασσαρέλλι, ο Μπαρτολομμέο Σιρίγκο και οι νοτάριοι συνέλεξαν τις γραπτές δηλώσεις (vota), που ήσαν όλες «με ικανοποιεί» (placet) εκτός από δύο. Ο Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο, επίσκοπος Κάδιξ, ήταν ένας από τούς δύο. Είπε ότι, ενώ ενέκρινε την αλήθεια των άρθρων, σίγουρα αποδοκίμαζε τη βιασύνη με την οποία επισπεύδονταν μέσω τής συνόδου. Ο Ζαμπεκκάρι διάβασε στη συνέχεια τα εικοσιδύο «κεφάλαια» τού (ενιαίου τώρα) διατάγματος για τούς τακτικούς (τάγματα) και τις μοναχές και τα εικοσιδύο κεφάλαια τού ιστορικού «διατάγματος γενικής μεταρρύθμισης» (decretum de reformation generali). Το δέκατο ένατο κεφάλαιο τού διατάγματος για τη γενική μεταρρύθμιση καταδίκαζε τη «χρήση τής μισητής μονομαχίας» (detestabilis duellorum usus) και διακήρυσσε αφορισμένους όλους τούς μονομάχους, τούς μάρτυρές τους και όλους τούς συμμετέχοντες στην βάρβαρη πρακτική τής «μονομαχίας» (monomachia). Το εικοστό πρώτο κεφάλαιο επαναβεβαίωνε το αναπόφευκτο δίδαγμα, ότι καμία συνοδική απόφαση δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αυθεντία τής Αποστολικής Έδρας.
Και πάλι ο Μασσαρέλλι, ο Σιρίγκο και οι νοτάριοι συνέλεξαν τις ψήφους. Σαράντα πατέρες καταψήφισαν το (δέκατο τέταρτο) κεφάλαιο «για τούς τακτικούς» (de regularibus), το σχετικό με την τιμωρία παραβατών μοναχών. Άλλοι σαράντα διαφώνησαν με το αδύναμο (εικοστό πρώτο) κεφάλαιο «για τούς τακτικούς» (de regularibus), που επέτρεπε τη συνέχιση τής κακής πρακτικής τής χορήγησης μοναστηριών, κοινοβίων και άλλων επιδομάτων «κατ’ ανάθεση» (in commendam). Ο Μορόνε δήλωσε όμως, ότι τα διατάγματα στο σύνολό τους είχαν «εγκριθεί σχεδόν από όλους». Συμφωνήθηκε να συνεχιστεί η συνεδρίαση την επόμενη μέρα. Οι πατέρες έφυγαν από τον καθεδρικό ναό περίπου στις 3:30 μ.μ.265
Η τελευταία γενική σύναξη πραγματοποιήθηκε στο Παλάτσο Τυν περίπου στις 8 π.μ. στις 4 Δεκεμβρίου. Διαβάστηκαν τα σύντομα διατάγματα που έπρεπε να δημοσιευτούν κατά τη δεύτερη μέρα τής συνεδρίασης. Το πρώτο ήταν το διάταγμα για τα συγχωροχάρτια. Ο Μορόνε είπε ειλικρινά, ότι κατά τη γνώμη του το προτεινόμενο διάταγμα έπρεπε να αναβληθεί, «λόγω τής αξίας και τής βαρύτητας τού πράγματος και τού περιορισμένου χρόνου» (ob rei dignitatem et gravitatem ac temporis angustiam). Το θέμα ήταν πολύ σημαντικό και υπήρχε πολύ λίγος χρόνος. Αυτή ήταν η γνώμη του. Οι συνεργάτες του έπρεπε να αποφασίσουν μόνοι τους. Τα συγχωροχάρτια είχαν υπάρξει σοβαρό ζήτημα για σχεδόν πενήντα χρόνια, από τότε που ο Λούθηρος είχε εκδώσει τις ενενηνταπέντε θέσεις του το 1517. Οι Χόσιους, Σιμονέττα και Ναβαγκέρο προφανώς δεν είχαν τίποτε να πουν, αλλά ο Γκυζ μίλησε εκτενώς για την αναγκαιότητα τού εν λόγω διατάγματος, το οποίο τώρα εγκρινόταν από την πλειοψηφία των πατέρων.
«Όμως κάποιες λέξεις [στο διάταγμα «για τα συγχωροχάρτια» (de indulgentiis)] στη συνέχεια απορρίφθηκαν», λέει ο Παλεόττι,
εκείνες που απαγόρευαν ρητά την εκτίμηση ορισμένων ποσών ως φόρων με σκοπό την απόκτηση συγχωροχαρτιών, ούτε έπρεπε να χορηγούνται οποιαδήποτε συγχωροχάρτια τού είδους που ονομάζονταν «αναστολές». Αυτές οι λέξεις αφαιρέθηκαν ως φιλική χειρονομία προς τον κόμη τής Λούνα, ο οποίος είπε ότι φαίνονταν ως σχεδιασμένες επί τούτου, για να δηλώνουν τον ισπανικό «σταυροφορικό» φόρο (κρουζάδα).266
Ο φόρος αυτός (κρουζάδα) αποτελούσε πηγή σοβαρών εσόδων για την Καθολική του Μεγαλειότητα.
Διαβάστηκαν επίσης διατάγματα για νηστείες και γιορτινές μέρες, για τον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων, για την κατήχηση, τη σύνοψη και το λειτουργικό. Διαβάστηκε διάταγμα που προέτρεπε τούς ηγεμόνες «να μην επιτρέπουν να παραβιάζονται από αιρετικούς τα διατάγματα τής συνόδου». Προτάθηκε επίσης, ότι το σύνολο των συνοδικών διαταγμάτων που είχαν ψηφιστεί την εποχή τού Παύλου Γ’ και τού Ιούλιου Γ’ έπρεπε να ξαναδιαβαστούν κατά την προσεχή συνεδρίαση, «στο οποίο συμφώνησαν όλοι» (quod omnibus placuit). Ο Μορόνε είχε στριμώξει πολλά μέσα σε μια ώρα, αλλά ήταν ανυπόμονος. «Τώρα θα πάμε στην Εκκλησία», είπε, «με πρόθεση, αν θέλετε, πατέρες μου, να φέρουμε σε τέλος και κλείσιμο αυτή την ιερά σύνοδο…».267
Δεν είναι μεγάλη η απόσταση από το Παλάτσο Τυν στον καθεδρικό ναό τού Σαν Βιτζίλιο, όπου (σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι) οι πατέρες συγκεντρώθηκαν γύρω στις 9 π.μ. Ο Νικκολό Μαρία Καρατσιόλο, επίσκοπος τής Κατάνια στη Σικελία, έκανε την «επίσημη λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος» (missa solemnis de Spiritu Sancto). Δεν υπήρχε κήρυγμα. Ως συνήθως στην έναρξη συνεδρίασης συνόδου, δόθηκε στη δημοσιότητα πλήρης άφεση «με αποστολική εξουσία». Οι τέσσερις λεγάτοι, οι δύο καρδινάλιοι και όλοι οι ιεράρχες φόρεσαν τα «πανωφόρια και τις μίτρες τους» (pluvialia et mitrae), ειπώθηκε μια προσευχή και όλοι κάθισαν στις συνηθισμένες τους θέσεις. Ο Καρατσιόλο διάβασε τα σύντομα διατάγματα για συγχωροχάρτια, για νηστείες και ημέρες γιορτής, για τον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, για την κατήχηση, τη σύνοψη και το λειτουργικό, για τις θέσεις των πρέσβεων σε συνόδους και για την υποδοχή και τήρηση των πολυάριθμων συνοδικών διαταγμάτων.
Σύμφωνα με το πρώτο από αυτά τα διατάγματα, το «περί συγχωροχαρτιών» (de indulgentiis), τα συγχωροχάρτια ήσαν δώρο τού Χριστού προς την Εκκλησία. Χρονολογούνταν από παλιά, ήσαν εποικοδομητικά και είχαν λάβει συνοδική επικύρωση. Το διάταγμα αναθεμάτιζε εκείνους που τα ανακήρυσσαν άχρηστα ή αρνούνταν ότι η Εκκλησία είχε εξουσία να τα χορηγεί. Τα συγχωροχάρτια έπρεπε όμως να παραχωρούνται με ρέγουλα, «για να μην αποδυναμώνεται πολύ εύκολα η εκκλησιαστική πειθαρχία». Οι καταχρήσεις έπρεπε να διορθώνονται και να αποφεύγονται. Τα συγχωροχάρτια δεν έπρεπε να αποφέρουν παράνομα κέρδη (pravi quaestus). Οι επίσκοποι έπρεπε να εξετάζουν και άλλες καταχρήσεις, που προέκυπταν από άγνοια ή δεισιδαιμονία, όταν συνεδρίαζαν σε επαρχιακές συνόδους και έπρεπε να αναφέρονται για όλα αυτά τα προβλήματα στον Ρωμαίο ποντίφηκα.
Δεν έπρεπε να βγαίνουν συμπεράσματα για την κατάταξη, το προνόμιο, ή την αρχή από τη σειρά προτεραιότητας που δινόταν σε εκκλησιαστικούς ή λαϊκούς πρεσβευτές στο κάθισμα, τις λιτανείες ή άλλες ρυθμίσεις που είχαν γίνει στη σύνοδο. Όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια τού αυτοκράτορα, των βασιλέων και των ηγεμόνων παρέμεναν μετά τη σύνοδο ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο απ’ ό,τι ήσαν πριν. Τέτοιο ήταν το διάταγμα «για τη θέση των απεσταλμένων» (de loco oratorum). Όσο για το τελευταίο διάταγμα που διάβασε ο Καρατσιόλο (για την υποδοχή και την τήρηση των διαταγμάτων), οι ηγεμόνες έπρεπε να φροντίζουν, ώστε οι αιρετικοί να μη στρεβλώνουν ή ανασκευάζουν τη συνοδική νομοθεσία, πράγμα για το οποίο η Εκκλησία είχε πληρώσει βαρύ τίμημα. Τόσοι πολλοί επίσκοποι, που προέρχονταν από τις μακρινές επαρχίες τής Χριστιανοσύνης, δεν μπορούσαν να παραμένουν μακριά από τις εκκλησίες τους για τόσο πολύ καιρό, «χωρίς μεγάλη ζημιά για τα ποίμνιά τους και διαδεδομένο κίνδυνο». Παρ’ όλα αυτά οι συνοδικοί πατέρες είχαν αγωνιστεί για την πίστη και είχαν καταδικάσει τις κύριες αιρετικές πλάνες τής εποχής. Παρέδιδαν για το μέλλον «αληθινό και καθολικό δόγμα» (vera et catholica doctrina).
Ο Μασσαρέλλι, ο Σιρίγκο και οι νοτάριοι συνέλεξαν τις ψήφους. Όταν καταμετρήθηκαν, ο Μορόνε ανακοίνωσε ομόφωνη έγκριση, εκτός από την επιθυμία είκοσι πατέρων να διορθωθούν οι λέξεις που αντέκρουαν τον ισπανικό φόρο (κρουζάδα). Ο Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο, επίσκοπος Κάδιξ, ήθελε να μην επιτρέπονται συγχωροχάρτια «χωρίς νόμιμη αιτία». Η σύνοδος είχε αποφασίσει, ότι όλα τα διατάγματα που είχαν εγκριθεί στις προηγούμενες συνεδριάσεις υπό τούς Παύλο Γ’ και Ιούλιο Γ’ έπρεπε να ξαναδιαβαστούν. Ο Καρατσιόλο διάβαζε λοιπόν τώρα εκείνα που είχαν σχέση με το δόγμα. Όμως, για να εξοικονομήσει χρόνο, διάβαζε μόνο την αρχή εκείνων που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση. Επιτεύχθηκε έτσι η έγκριση από τούς Γάλλους των διαταγμάτων των δύο πρώτων περιόδων τής συνόδου, στις οποίες δεν είχαν εκπροσωπηθεί.
Επιτέλους ο καρδινάλιος Μορόνε μπορούσε να ρωτήσει τούς συγκεντρωμένους πατέρες αν ήσαν έτοιμοι να λύσουν τη σύνοδο και να ζητήσουν παπική επικύρωση όλων των διαταγμάτων, που είχαν εγκριθεί και στις τρεις περιόδους τού παρατεταμένου κόπου τους. Έδωσαν όλοι ανεπιφύλακτα το «με ικανοποιεί» (placet), εκτός από τον Πέδρο Γκερρέρο τής Γρανάδας, ο οποίος δήλωσε «Συμφωνώ ότι έχει τελειώσει, αλλά δεν έχει ζητηθεί επιβεβαίωση!» (Placet quod finiatur, sed non peto confirmationem!). Ήταν το τέλος. Ο Σαρλ ντε Γκυζ, καρδινάλιος τής Λωρραίνης, ακολουθώντας αρχαίο έθιμο, άρχισε να ψάλλει τούς «επαίνους» (laudes) ή «επευφημίες» (acclamationes), στους οποίους οι πατέρες απαντούσαν με χαρούμενη αρμονία. Ο Καρατσιόλο υπενθύμισε στα ψηφίζοντα μέλη να μη φύγουν από το Τρεντ, υπό την απειλή αφορισμού, χωρίς να υπογράψουν τα διατάγματα. Ο Μορόνε ξεκίνησε το «Εσένα Θεέ επαινούμε» (Te Deum laudamus). Όταν τελείωσε ο ύμνος, στράφηκε προς τη συνέλευση ευλογώντας τους «με το σημείο τού σταυρού» (signo crucis). Τα τελευταία του λόγια ως πρόεδρος τής συνόδου ήσαν «Αιδεσιμότατοι πατέρες, πηγαίνετε εν ειρήνη!»268
Η έγκριση των Τριντεντινών διαταγμάτων φέρει τις υπογραφές των τεσσάρων προέδρων τής συνόδου, των καρδιναλίων ντε Γκυζ και Μαντρούτσο, τριών πατριαρχών, εικοσιπέντε αρχιεπισκόπων, 169 επισκόπων, επτά ηγουμένων, επτά στρατηγών θρησκευτικών Ταγμάτων, καθώς και τις υπογραφές των αναπληρωτών αριθμού απουσιαζόντων ιεραρχών.269 Είχαν γράψει ιστορία και το ήξεραν. Κατά τη διάρκεια τής τελευταίας συνεδρίασης ο Αλβάρεζ ντε Βοζμεντιάνο ήθελε σαφή δήλωση για τον χρόνο και τον τόπο τής επόμενης γενικής συνόδου.270 Ήταν καλό ότι κανένας δεν μπορούσε να τού πει ότι αυτή θα γινόταν στο Βατικανό τρεις αιώνες αργότερα (το 1869-1870). Θα είχε εισαχθεί στοιχείο ασυμφωνίας στις χαρούμενες τελευταίες ώρες τής συνόδου.
«Δεν θα μπορούσα να εξηγήσω εδώ», γράφει ο Παλεόττι στο τέλος τού έργου του Πρακτικά τού Τρεντ (Acta Tridentina),
την ολόκαρδη αγαλλίαση με την οποία όλοι οι πατέρες ευφραίνονταν και αναγνώριζαν τον Θεό, καθώς τον ευχαριστούσαν, ως πραγματικό αυτουργό τόσο πολλών ευλογιών. Εν μέσω τής συνεδρίασης είδα πολλούς σοβαρούς ιεράρχες να χύνουν δάκρυα χαράς και να συγχαίρουν ο ένας τον άλλο και μάλιστα εκείνοι που προηγουμένως ήσαν αρκετά εχθρικοί! Όταν ήρθε η ώρα για τις «επευφημίες», οι οποίες ακόμη και αυτή [την τελευταία] ώρα έφταναν σε πολλούς από αυτούς ως κάτι παράξενο και αρκετά απροσδόκητο, όλους τούς κατέλαβε θαυμασμός. Ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και έκσταση. Δεν υπήρχε κανένας που να μην έδειχνε στο πρόσωπό του, στα λόγια του, σε ολόκληρο το άτομό του απόλυτη έκσταση, ευχαριστώντας τον Θεό, τού οποίου είναι η τιμή, η αρετή και η δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων.271
Μόλις ο Πίος Δ’ ανέκαμψε από αυτό που είχε θεωρηθεί σοβαρή ασθένεια, συγκάλεσε γενικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Σάλα ντι Κοσταντίνο στο ανάκτορο τού Βατικανού (στις 12 Δεκεμβρίου 1563). Ήταν εύγλωττος στην έκφραση τής ευγνωμοσύνης του προς τον Παντοδύναμο «που μπορέσαμε να δούμε το τέλος τής συνόδου τού Τρεντ» (ut finem videret Concilii Tridentini), τονίζοντας το γεγονός ότι είχε δώσει στους λεγάτους και στους πατέρες στο Τρεντ πλήρη ελευθερία. Σύμφωνα με τον Πίο, το είχε κάνει αυτό
επειδή είχε πιστέψει, ότι θα ήταν πιο ευχάριστο και αποδεκτό από τον Θεό…. Αν υπήρχε ανάγκη, θα συγκαλούσε τη σύνοδο ξανά και σίγουρα θα επικύρωνε τις πράξεις τής συνόδου τού Τρεντ…. Αν έλειπε κάτι σε ζητήματα μεταρρύθμισης, θα το πρόσθετε ο ίδιος! Τέλος ευχήθηκε σε όλους [τους επισκόπους] να φύγουν [από τη Ρώμη] για τις εκκλησίες τους. Ο ίδιος δεν θα εξαιρούσε κανέναν, ούτε θα δεχόταν τις δικαιολογίες κανενός.
Ο Πίος είπε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι ακόμη δεν γνώριζε αν οι ιεράρχες στο Τρεντ θα έστελναν στη Ρώμη απευθείας για να ζητήσουν επικύρωση των διαταγμάτων ή αν είχαν αναθέσει αυτή την ευθύνη στους λεγάτους. Επανέλαβε την πρόθεσή του να επικυρώσει τα Τριντεντινά διατάγματα. Εφεξής ας μην πρότεινε κανείς τίποτε σε αντίθεση με τα διατάγματα. Όλοι οι χριστιανοί όφειλαν μεγάλο χρέος στους τέσσερις λεγάτους, στον Γκυζ, στον Μαντρούτσο και στους πατέρες. Οι πρεσβευτές των ηγεμόνων ήσαν άξιοι κάθε επαίνου. Ο αυτοκράτορας είχε υπάρξει ιδιαίτερα χρήσιμος. Πάνω από όλα όμως η Χριστιανοσύνη ήταν υπόχρεη στον Μορόνε. Ανέμενε να φύγει από το Τρεντ στις 6 Δεκεμβρίου. Σύντομα θα ήταν στη Ρώμη και θα μπορούσε να τούς δώσει λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων στη σύνοδο.
Όταν ο Πίος τελείωσε την ομιλία του, οι καρδινάλιοι τον συνεχάρησαν για την επιτυχή ολοκλήρωση τής συνόδου ύστερα από τόσα χρόνια. Θα έφερνε δόξα στην παπική του θητεία. Ναι, συμφωνούσε ο Πίος, καμία σύνοδος κατά τα προηγούμενα πεντακόσια χρόνια δεν είχε οδηγηθεί σε τόσο ικανοποιητικό κλείσιμο, ούτε είχε καμία σύνοδος ασχοληθεί με πιο σημαντικά θέματα, που σχετίζονταν με την πίστη και τη μεταρρύθμιση. Τότε ξεκίνησε μακρά συζήτηση για τη Σύνοδο τής Κωνσταντίας (1414-1418) και τις δοκιμασίες τού Ευγένιου Δ’ στη Φερράρα-Φλωρεντία (1438-1442), που τελείωσε με την υπερήφανη δήλωσή του, «ότι από αυτή τη Σύνοδο η αρχή τής Αποστολικής Έδρας έχει επιβεβαιωθεί για πάντα!».272
Ο Σιμονέττα είχε φύγει από το Τρεντ νωρίς τη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου και ο Μορόνε αργά το απόγευμα τής ίδιας ημέρας. Κατευθύνονταν στη Ρώμη. Ο Σαρλ ντε Γκυζ αναχώρησε επίσης στις 6 τού μηνός, «μεταβαίνοντας στη Γαλλία» (andando in Francia). Ο Ναβαγκέρο έφυγε στις 8 ή 9 Δεκεμβρίου για να πάει στην επισκοπή του στη Βερόνα και ο Χόσιους στις 15 τού μηνός, στον δρόμο του για την επισκοπή τού Έρμλαντ (Βάρμια στη βόρεια Πολωνία, πρώην ανατολική Πρωσία).273 Σύμφωνα με παπικό σημείωμα που απευθυνόταν στους τέσσερις λεγάτους (ήδη από τις 14 Οκτωβρίου), όταν τελείωνε η σύνοδος και οι λεγάτοι είχαν δώσει «άδεια αναχώρησης» (recedendi licentia) στους ιεράρχες, οι τελευταίοι έπρεπε να φύγουν από το Τρεντ εντός οκτώ ημερών.274
Ο Άντζελο Μασσαρέλλι, γραμματέας τής συνόδου και ο Λοντοβίκο Μποντόνι ντε Μπράνκι (γνωστός ως Φιρμάνους), ο τελετάρχης, αποχαιρέτησαν το Τρεντ την Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου. Ταξίδεψαν μαζί προς τη Ρώμη, όπου έφτασαν το Σάββατο 8 Ιανουαρίου (1564), «και κάναμε το ταξίδι», λέει ο Φιρμάνους, «με το μεγαλύτερο κίνδυνο, λόγω τής συνεχούς και πολύ δυνατής βροχής καθώς και τού αφόρητου κρύου. Τέλος, με τη βοήθεια τού Θεού, μετά από τρία χρόνια έχουμε επιστρέψει με ασφάλεια στην πολυπόθητη πατρίδα μας».275
Οι Μορόνε και Σιμονέττα είτε είχαν λιγότερη βροχή ή περισσότερο σθένος, γιατί έφτασαν στη Ρώμη πριν από τα Χριστούγεννα. Σε γενική σύναξη, που έγινε «στον Άγιο Πέτρο, στην αίθουσα Κωνσταντίνου» (ad Divi Petri in aula Constantini) στις 30 Δεκεμβρίου, ο Πίος είπε στους καρδινάλιους, ότι μια νέα μέρα έχει ξημερώσει, η οποία απαιτούσε νέο τρόπο ζωής (haec dies… aliam vitam adfert, alios mores postulat). Χάρη στην αρετή και την επιμέλεια των λεγάτων, καθώς και την θεϊκή παρέμβαση, «η Σύνοδος τού Τρεντ οδηγήθηκε σε ολοκλήρωση». Μια χρήσιμη και απαραίτητη μεταρρύθμιση είχε πραγματοποιηθεί, «λιγότερο αυστηρή απ’ όσο αν είχε πραγματοποιηθεί στη Ρώμη». Τα πάντα στο Τρεντ είχαν πάει σύμφωνα με τις επιθυμίες του (ex sententia), γιατί η σύνοδος είχε δείξει σεβασμό στην αυθεντία του και στην αξιοπρέπεια τού Ιερού Κολλέγιου. Ο Πίος είχε επιτρέψει στους συνοδικούς πατέρες να φροντίσουν για τη μεταρρύθμιση τού Κολλέγιου, προκειμένου να ικανοποιήσει τούς ηγεμόνες. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η σύνοδος είχε αντιμετωπίσει με επιείκεια εκείνους στη Ρώμη, με μεγαλύτερη επιείκεια από όση ίδιος ήταν διατεθειμένος να δείξει. Θα επικύρωνε όλα όσα είχε αποφασίσει η σύνοδος. Θα έθετε όλα τα διατάγματά της σε ισχύ «μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια» (ad unguem).
Ο Πίος είχε επίσης την πρόθεση να διορίσει ορισμένα άτομα (deputati) να ασχοληθούν με τα διατάγματα, μάλλον όμως για να διατηρήσει το έθιμο τής λήψης συμβουλής για όλα τα σημαντικά ζητήματα, παρά για να θέσει σε αμφιβολία οποιαδήποτε ενέργεια των Τριντεντινών πατέρων. Οι πληρεξούσιοί του (deputati) θα επέβλεπαν τη διαχείριση «και έτσι κανείς από τούς καρδιναλίους δεν έπρεπε πια να τολμήσει να προτείνει κάτι σε αντίθεση με τα διατάγματα». Αν άκουγαν ότι συνέβαινε κάτι αντίθετο προς τη σύνοδο, έπρεπε να ειδοποιήσουν γι’ αυτό στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Αν και οι καρδινάλιοι και οι αξιωματούχοι τής κούρτης φαίνονταν ότι είχαν υποστεί κάποια ζημιά, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Τα πιο σημαντικά πράγματα είχαν διασωθεί. Η αυθεντία τής Αποστολικής Έδρας είχε γίνει δεκτή. Οι ηγεμόνες, που είχαν αμφισβητήσει τη σοβαρότητα τής επιθυμίας του για μεταρρύθμιση, θα αντιλαμβάνονταν σύντομα το πλήρες μέτρο τής ειλικρίνειάς του. Όπου θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο να είναι αυστηρότερος από τη σύνοδο, θα θέσπιζε αυστηρότερη πειθαρχία.
Στα πλαίσια τής μεταρρύθμισης ο Πίος θεωρούσε το γραφείο διανομής επιδομάτων (dataria) και το εκκλησιαστικό συμβούλιο ως τις δύο πιο ευαίσθητες ίσως περιοχές στην παπική κούρτη. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο ήταν το μυημένο συμβούλιο τής Εκκλησίας. Ο αξιωματούχος (datariο) που ήταν επικεφαλής τού γραφείου διανομής επιδομάτων (dataria), διεξήγαγε εκτεταμένη εργασία σε παραχωρήσεις, εξαιρέσεις και διάφορες οικονομικές εισπράξεις. Ο Πίος διόρισε τον Σιμονέττα για να κρατά το γραφείο αυτό (dataria) υπό εποπτεία (datariae res ut Cardinalis Simonetta inspiciat) και τον Μορόνε για να επιβλέπει τις διαδικασίες τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τηρούνταν δεόντως οι Τριντεντινές απαιτήσεις για μεταρρύθμιση.
Με σχεδόν καταστροφική ειλικρίνεια ο Πίος έγδερνε τη φιλοδοξία και την υπουλότητα ορισμένων μελών τού Ιερού Κολλέγιου. Δήλωνε και πάλι, ότι επρόκειτο να ζητήσει από τούς επισκόπους να διαμένουν στις επισκοπές τους, σύμφωνα με τη συνοδική απόφαση. Ήθελε να γίνει γνωστή η απόφασή του σε όλους τούς επισκόπους. Οι καρδινάλιοι έπρεπε να την καταστήσουν σαφή στους φίλους και στους οικείους τους. Υπέθετε ότι οι καρδινάλιοι που κατείχαν επισκοπές δεν θα αποτύγχαναν σε αυτό το καθήκον τους. Όσο για τον ίδιο τον Πίο, δεν θα χρησιμοποιούσε πια επισκόπους στη διοίκηση. Θα ανέθετε καθήκοντα νούντσιου και άλλα τέτοια καθήκοντα σε πρωτονοτάριους.
Ο Πίος μιλούσε ευνοϊκά για την ιδέα των συνοδικών πατέρων για την ίδρυση σεμιναρίων για την εκπαίδευση των νέων και έλεγε ότι θα δημιουργούσε τέτοια σχολεία στη Ρώμη και στη Μπολώνια, με την ελπίδα ότι άλλοι θα έκαναν το ίδιο αλλού. Καλούσε τούς καρδιναλίους και τούς κληρικούς να ξεκινήσουν μαζί του νέο τρόπο ζωής. Αν και αναγνώριζε την υπέρτατη αρχή τής Αγίας Έδρας, έβλεπε τον εαυτό του ως δεσμευόμενο από τον νόμο. Ο Πίος τελείωσε την ομιλία του προς τη γενική σύναξη με τις ίδιες λέξεις με τις οποίες την είχε αρχίσει: «Αυτή είναι μέρα … που φέρνει άλλη ζωή, απαιτεί άλλα ήθη…» (Haec dies.. aliam vitam adfert, alios mores postulat…).276
Ύστερα από αρκετές διαβουλεύσεις και συνάξεις, στις οποίες ελήφθησαν υπόψη και επανεξετάστηκαν διάφορα σημεία,277 ο Πίος Δ’ επικύρωσε τελικά και επισήμως όλα τα διατάγματα τής συνόδου τού Τρεντ σε αξέχαστο εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου (1564). Τα έγγραφα επικύρωσης καταγράφηκαν δεόντως στα πρακτικά τού εκκλησιαστικού συμβουλίου και τού γραφείου διοίκησης.278 Καθώς περνούσε ο καιρός, ετοιμάζονταν μακροσκελέστερα ή συνοπτικότερα κείμενα τής Ευλογητός ο Θεός (Benedictus Deus).279
Στη Ρώμη οι καρδινάλιοι και οι αξιωματούχοι τής κούρτης δεν είχαν καμία επιθυμία να δουν να τίθενται σε εφαρμογή τα σχετικά με τη μεταρρύθμιση διατάγματα. Έβλεπαν σε αυτά τη δική τους καταστροφή, καθώς και εκείνη τής πόλης. Οι Ρωμαίοι ήσαν φοβισμένοι. Όπως έγραφε στις 27 Ιανουαρίου ο Μπερνάρντο Τάσσο στον φίλο του Φραντσέσκο Τοζαμπέτσι, τον φρούραρχο τής Μάντουα,
Η δήλωση που έκανε χτες η Αγιότητά του στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι επικύρωνε «σε όλους και σε όλα» (in omnibus et per omnia) και χωρίς καμία εξαίρεση όλα όσα είχαν αποφασιστεί στη σύνοδο, έχει οδηγήσει ολόκληρη αυτή την αυλή σε απόγνωση. Θεωρείται βέβαιο ότι αυτή η πόλη θα παραμείνει ως συνέπεια έρημη. Η Αγιότητά του έχει αποφασίσει, ότι όλοι οι καρδινάλιοι, οι επίσκοποι και όλοι αυτοί που κατέχουν εκκλησιαστικά επιδόματα σχετικά με την θεραπεία των ψυχών πρέπει να πάνε και να αναλάβουν διαμονή [στην περιοχή ευθύνης τους] κι έτσι τα δύο τρίτα τής κούρτης θα φύγουν και μαζί με αυτούς θα αναχωρήσει αναγκαστικά και το μεγαλύτερο μέρος από τούς εμπόρους, τούς τεχνίτες και τις πόρνες.280
Ο Πίος Δ’ ένιωθε τεράστια και επιτρεπτή υπερηφάνεια για τον επιτυχή τερματισμό τής συνόδου. Το σκάφος τού Αγίου Πέτρου είχε ξεπεράσει τούς ανέμους τής ισπανικής και τής γαλλικανικής αντιπολίτευσης. Τα Τριντεντινά διατάγματα τυπώθηκαν πριν από τα μέσα Μαρτίου (1564), γιατί στις 18 τού μηνός ο Μπορρομέο έγραφε στον νούντσιο Ντελφίνο:
Οι τόμοι των συνοδικών διαταγμάτων έχουν τελικά τυπωθεί και εκδοθεί, αλλά δεδομένου ότι είναι σε φύλλα (in foglio), δεν μπορώ να στείλω στην εξοχότητα σας πολλούς από αυτούς. Σάς στέλνω όμως περίπου οκτώ ή δέκα (στην πραγματικότητα τού έστειλε έξι) μέσω Μπολώνια, μέσω τού νούντσιου στη Βενετία, με οδηγίες τις οποίες πρέπει να σάς προωθήσει με την πρώτη ευκαιρία. Όταν τα λάβετε, να τα δέσετε σε τόμους και να δώσετε έναν από αυτούς εκ μέρους τής Αγιότητάς του στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα και έναν άλλο στον γαληνότατο βασιλιά των Ρωμαίων…281
Ο Πίος Δ’ και ο καρδινάλιος-ανηψιός Μπορρομέο είχαν ελπίσει να δουν επίσης να δημοσιεύεται αρκετά πλήρες αρχείο των πρακτικών τού Τρεντ, παράλληλα με τον μικρό τόμο διαταγμάτων, ο οποίος αναδημοσιεύτηκε αρκετές φορές με τη μια ή την άλλη μορφή.282 Όμως μετά τον θάνατο τού Πίου, η καχυποψία και ο φόβος που ένιωθαν οι καρδινάλιοι και οι αξιωματούχοι τής κούρτης για τούς Προτεστάντες, γαλλικανούς και άλλους αντιπάλους τους, εμπόδιζε τη δημοσίευση των πρακτικών. Επίσης ο όγκος τού υλικού ήταν μάλλον φοβερός. Για παράδειγμα η ανηψιά τού Άντζελο Μασσαρέλλι Σουλπίτσια, η «εν μέρει κληρονόμος του», βρέθηκε με πενηντατέσσερις τόμους, μεγάλους και μικρούς, Τριντεντινών πρωτοκόλλων, εγγράφων, «προτάσεων» και άλλων αρχείων. Δυστυχώς για περισσότερο από τρεις αιώνες, αυτό που οι αντίπαλοι τής Εκκλησίας δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν από τις εγγραφές που ήσαν κλειδωμένες στα Αρχεία Βατικανού και αλλού, μερικές φορές το εφεύρισκαν.
Κατά την εποχή τής σύγκλησης τής Πρώτης Συνόδου τού Βατικανού οι Τριντεντινές διαδικασίες ήσαν γνωστές σε πολύ λίγα πρόσωπα. Γίνονταν και πάλι ερωτήσεις για τα ίδια παλαιά ερωτήματα, όπως για την εκπροσώπηση των Καθολικών κρατών, για το δικαίωμα πρότασης, για την ελευθερία τής συζήτησης, για τον τρόπο τής ψηφοφορίας, για τη σειρά των εργασιών, καθώς και για τη φύση των παπικών πρωτείων. Όπως είναι γνωστό, πολλά μέλη τού γερμανικού επισκοπικού κλήρου το 1869-1870 ήθελαν να οργανωθεί η Πρώτη Σύνοδος τού Βατικανού κατά το υπόδειγμα τής συνόδου τού Τρεντ. Ο πάπας Πίος Θ’, οι καρδινάλιοι και οι αξιωματούχοι τής κούρτης είχαν άλλες ιδέες.
Η σχέση τής συνόδου τού Βατικανού με την άμεση προκάτοχό της, τρεις αιώνες νωρίτερα, αποτελεί συναρπαστικό, πολύ μελετημένο ζήτημα. Ύστερα από τα έργα τού Πάολο Σάρπι (δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1619) και τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι (Ρώμη, 1656-1657), οι ιστορικοί χρειάστηκε να περιμένουν πολύ καιρό για πρόσβαση στα πρωτογενή υλικά, που είχαν σχέση με τη Σύνοδο τού Τρεντ. Παρά τις διάφορες δημοσιεύσεις και την ευρεία διασπορά των διαφόρων πηγών που είχαν άμεσα ή έμμεσα σχέση με τη σύνοδο, θα χρειαζόταν να περιμένουν ορισμένες χρήσιμες αλλά με ελαττώματα εκδόσεις τού Ντόλλινγκερ, τα σημαντικά, αλλά ακόμη ανεπαρκή, τριντεντινά κείμενα τού Τάινερ και τελικά τούς πολύ διεξοδικούς, σχεδόν απαράμιλλους τόμους των Μέρκλε, Έσες, Μπούσμπελ και των συναδέλφων τους στο Concilium Tridentinum (1901 και εξής), ένα από τα μνημεία τής σύγχρονης γερμανικής ευρυμάθειας.283
Αν και η βούλλα επικύρωσης Ευλογητός ο Θεός (Benedictus Deus) έχει ημερομηνία 26 Ιανουαρίου (1564), στην πραγματικότητα δεν δημοσιεύτηκε μέχρι τις 30 τού επόμενου Ιουνίου. Ο Μπορρομέο έστειλε αμέσως αντίγραφα τής βούλλας στον Ντελφίνο (την 1η Ιουλίου), για να τα δώσει στον αυτοκράτορα Φερδινάνδο (που πέθανε στις 25 Ιουλίου), στον γιό του Μαξιμιλιανό και στους υπουργούς τους. Επίσης, δέκα αντίγραφα των Τριντεντινών διαταγμάτων, τα οποία είχαν ανατυπωθεί «πιο σωστά και πιο καθαρά» (correttissimi et nettissimi), δόθηκαν στον γραμματέα τού Ντελφίνο, τον Σιμόνε Φάτα, για να τα διαβιβάσει στον νούντσιο. Περισσότερα αντίγραφα θα ακολουθούσαν κι έτσι ο Ντελφίνο θα μπορούσε να τα διανείμει σε όλη τη Γερμανία,284 που ήταν σίγουρα ο τόπος, στον οποίο έπρεπε να τα στείλει.
Τα Τριντεντινά διατάγματα επαναπροσδιόρισαν τις βασικές θεωρίες τού Καθολικισμού. Τώρα οι Καθολικοί ήξεραν ποιοι ήσαν και τι πίστευαν. Τούς το έλεγαν τα διατάγματά τους. Οι Καθολικοί θεολόγοι μπορούσαν τώρα να διακρίνουν μεταξύ άρθρων τής πίστης και θεμάτων που παρέμεναν ανοιχτά για σχολαστική αντιλογία. Όταν οι Προτεστάντες διάβαζαν τα διατάγματα, η δική τους θρησκευτική ταυτότητα γινόταν επίσης σαφέστερη. Ήσαν επακριβώς ενημερωμένοι σχετικά με διάφορα δόγματα και τώρα γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια σε τι είχαν αντιταχθεί για μια ζωή. Οι διαχωριστικές γραμμές είχαν χαραχτεί απότομα. Οι εθνικιστικές εχθροπραξίες είχαν επίσης βοηθήσει να χαραχτούν.
Τα ιταλικά κράτη και η Πολωνία αποδέχτηκαν τα διατάγματα. Η Ισπανία τα αποδέχτηκε στον βαθμό που δεν παραβίαζαν τη βασιλική εξουσία. Το γαλλικό στέμμα αρνήθηκε να το πράξει και η γερμανική αυτοκρατορική κυβέρνηση εύρισκε την επίσημη υιοθέτησή τους όχι ενδεδειγμένη. Η Αγγλία, η Σκανδιναβία, και η λουθηρανική Γερμανία παρέμειναν έξω από όλα αυτά. Ακόμη κι έτσι η επιτυχής περάτωση τής συνόδου αποτελούσε μεγάλο επίτευγμα. Τα δογματικά διατάγματα έδιναν στους Καθολικούς νέα αίσθηση κατεύθυνσης, ενώ, στον βαθμό που έμπαιναν σε εφαρμογή, εκείνοι που σχετίζονταν με τη μεταρρύθμιση βελτίωναν την ποιότητα και το ύφος τής εκκλησιαστικής ζωής. Καθώς η Εκκλησία χρησιμοποιούσε τα όπλα τού Τρεντ για την καταπολέμηση τού Προτεσταντισμού, η θρησκευτική εξουσία στο Καθολικό μισό τής Ευρώπης γινόταν όλο και περισσότερο συγκεντρωτική στη Ρώμη και αυτό γινόταν σε βάρος των επισκόπων.
Η μόρφωση των πατέρων στο Τρεντ ήταν περισσότερο από απλώς εντυπωσιακή, όπως ήσαν και η ανεξαρτησία, η ευσυνειδησία και η οξύτητά τους. Ο Προτεσταντισμός τούς είχε εξαναγκάσει σε λεπτομερή εξήγηση. Ο χρόνος θα έδειχνε αν ο ακριβής δογματικός ορισμός θα αποτελούσε μακροπρόθεσμα βοήθημα ή εμπόδιο για τη θρησκευτική πίστη. Όπως στο Τρεντ, έτσι και στην Πρώτη Σύνοδο τού Βατικανού, το πραγματικό έργο γινόταν σε γενικές συνάξεις, ενώ οι «συνεδριάσεις» αποτελούσαν «τελετουργίες, που πραγματοποιούνταν μόνο για την επίσημη δημοσίευση διαταγμάτων, που είχαν ήδη συζητηθεί και εγκριθεί».285 Ο δογματικός ισχυρισμός των παπικών πρωτείων θα περίμενε την τελευταία αυτή σύνοδο (του 1870), όπου μια μειοψηφία Γερμανών, Γάλλων και Ούγγρων αντιπάλων τού δόγματος τού αλάθητου θα ξεσήκωνε άλλη θύελλα.
<-17. Η εκλογή τού Πίου Δ’ και η πτώση των Καράφα. Η Κύπρος και η τουρκική επιτυχία στη Τζέρμπα (1559-1560) | 19. Γαλλία, Βενετία και Υψηλή Πύλη. Η τουρκική πολιορκία τής Μάλτας-> |