<-16. Ο Παύλος Δ’, ο πόλεμος με την Ισπανία και ο Ζαν ντε λα Βίνιε στην Πύλη | 18. Η τρίτη περίοδος και το κλείσιμο της Συνόδου τού Τρεντ (1561-1563)-> |
17
Η εκλογή τού Πίου Δ’ και η πτώση των Καράφα. Η Κύπρος και η τουρκική επιτυχία στη Τζέρμπα (1559-1560)
![]() |
![]() |
Μέσα στις λαϊκές εκδηλώσεις οργής με την ανάμνηση πραγμάτων τού παρελθόντος και με την παρουσία ορισμένων από τούς Καράφα στη Ρώμη, τόσο ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα όσο και ο ανηψιός τού Ιούλιου Γ’, ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, επέστρεφαν στην πόλη στις 21 Αυγούστου (1559). Την ίδια περίπου ώρα ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Μορόνε αφηνόταν ελεύθερος με εντολή τού Ιερού Κολλέγιου από τη διετή φυλάκισή του στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπως και οι Τομμάζο Σανφελίτσε, επίσκοπος τής Λα Κάβα και ο Αλεσσάντρο Παλλαντιέρι, «κάποτε οικονομικός επίτροπος» (olim procurator fiscalis). Ο Σανφελίτσε είχε κλειστεί στο Καστέλλο, μαζί με τον Μορόνε, κατηγορούμενος ως αιρετικός. Ο Παλλαντιέρι είχε φυλακιστεί από τούς Καράφα για απάτη κατά τη διεξαγωγή των υποθέσεων των «ετησίων εσόδων» (annona) το 1557. Θα έπαιρνε σύντομα την εκδίκησή του από τούς Καράφα και τελικά θα πλήρωνε το μίσος του γι’ αυτούς με τη ζωή του.
Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1558, ο Παύλος Δ’ είχε κάνει τον μικρανηψιό τού Αλφόνσο Καράφα, τον καρδινάλιο τής Νάπολης, «αντιβασιλέα τού παπικού Ταμείου» (regens Camerae Apostolicae), παίρνοντας τη σφραγίδα τού παπικού ταμείου από τον Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τον «ταμία» (καμερλένγκο) και δίνοντάς την στον νέο «αντιβασιλέα». Πρόθεση τού Παύλου ήταν να μοιράζεται ο νεαρός Καράφα «την ίδια δύναμη» (aequa potestate) με τον Σφόρτσα στον έλεγχο και τη διαχείριση όλων των αγαθών και ιδιοκτησιών τού παπισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τού Αποστολικού Ταμείου, όταν χήρευε η Αγία Έδρα λόγω θανάτου τού πάπα. Ο Σφόρτσα αμφισβήτησε την καινοτομία τού αξιώματος τού «αντιβασιλέα» και το Κολλέγιο πήρε το μέρος του, αφήνοντας την απόφαση για τη νομιμότητα και την ορθότητα αυτής τής αντιβασιλείας στον επόμενο κάτοχο τού θρόνου τού Αγίου Πέτρου. Τα εννιάμερα ή εννέα ημέρες πένθους για τον νεκρό ποντίφηκα ξεκίνησαν στις 23 Αυγούστου (1559) και έτσι (χωρίς να υπολογίζονται οι επόμενες δύο Κυριακές) η παπική κηδεία διακηρύχθηκε ολοκληρωμένη στις 4 Σεπτεμβρίου. Αν και πολύ πιθανόν ελάχιστοι το υποπτεύονταν, άρχιζε τώρα μια εκλογική αναμέτρηση, που επρόκειτο να αποδειχθεί πιο μακροχρόνια και πιο δύσκολη από το Ιουλιανό κογκλάβιο τού 1549-1550.1
Ύστερα από λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος που τελέστηκε από τον καρδινάλιο επίσκοπο τού Πόρτο, τον Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι και κήρυγμα για την εκλογή τού επόμενου πάπα από τον ανθρωπιστή Τζούλιο Ποτζιάνι τής Νοβάρα, το κογκλάβιο των εκατόν δεκατριών ημερών άρχισε στις 5 Σεπτεμβρίου (1559). Μέχρι το βράδυ εκείνης τής ημέρας, όπως σημειώνει ο τελετάρχης Φιρμάνους, σαράντα καρδινάλιοι είχαν πάρει τα κελλιά που τούς είχαν διατεθεί στο ανάκτορο τού Βατικανού. Τα κελλιά εκτείνονταν από την Αγία Τράπεζα ή δυτικό άκρο τής Καπέλλα Σιξτίνα σε όλη τη διαδρομή μέσα από τη Σάλα Ρέτζια και τις Σάλε Ντουκάλι μέχρι τον βόρειο τοίχο τής Σάλα ντελ Κοντσιστόρο Σεγκρέτο. Οι ρυθμίσεις ήσαν σχεδόν ακριβώς ίδιες με εκείνες για τα τρία προηγούμενα κογκλάβια, που είχαν εκλέξει τον Ιούλιο Γ’, τον Μάρκελλο Β’ και τον Παύλο Δ’.
Ο καρδινάλιος Έρλε και ο Χέρμανν Έγκερ έχουν δημοσιεύσει τα αρχικά σχέδια, που δείχνουν τη θέση των κελλιών και προσδιορίζουν τον ένοικο καθενός από αυτά. Ο Ρωμαίος τυπογράφος Αντόνιο Μπλάντο δημοσίευσε το σχέδιο για το κογκλάβιο τού 1559 λίγο μετά τις 17 Σεπτεμβρίου, την τελευταία δηλαδή καταχώρηση στο ημερολόγιο των σχετικών γεγονότων, το οποίο ο Μπλάντο εκτύπωσε μαζί με το σχέδιο.2 Όταν άρχισε το κογκλάβιο (στις 5 Σεπτεμβρίου) ζούσαν πενηνταπέντε καρδινάλιοι. Ο Μασσαρέλλι παρέχει τα ονόματά τους παραλείποντας, προφανώς από λάθος, εκείνο τού Γάλλου καρδινάλιου Αντουάν ντε Μεντόν (πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 1559).3 Λόγω τής απουσίας τους από τη Ρώμη, επτά καρδινάλιοι δεν εισήλθαν ποτέ στο κογκλάβιο.4
Η ψηφοφορία λάμβανε χώρα, ως συνήθως, στην Καπέλλα Παολίνα. Με την πάροδο τού χρόνου ο αριθμός των καρδιναλίων στο κογκλάβιο αυξανόταν από νέες αφίξεις και μειωνόταν από θανάτους και ασθένειες, έτσι ώστε όταν πραγματοποιήθηκε η τελευταία, επίσημη ψηφοφορία τής εκλογής, ψήφισαν σαραντατρείς ή σαραντατέσσερις καρδινάλιοι. Η πρώτη ψηφοφορία (scrutinium) πραγματοποιήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τον Πανβίνιο ρίχτηκαν σαρανταδύο ψηφοδέλτια (schedulae suffragiorum). Μέχρι σαρανταοκτώ καρδινάλιοι βρίσκονταν σε ετοιμότητα για να ψηφίσουν στις περίπου δεκαοκτώ διαφορετικές ψηφοφορίες μεταξύ 23 Οκτωβρίου και 1 Δεκεμβρίου (1559). Σαρανταοκτώ ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός εκείνων που θα μπορούσαν να είναι παρόντες, γιατί περιλάμβανε όλους τούς καρδινάλιους που βρίσκονταν στη Ρώμη. Επίσης η 1η Δεκεμβρίου ήταν η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία ήταν δυνατή τέτοια συμμετοχή, γιατί ο καρδινάλιος Τζιρολάμο Καποντιφέρρο πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου και ο Τζιρολάμο Νταντίνο στις 4 τού μηνός.5 Από τις 9 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκαν εξηνταοκτώ ψηφοφορίες, για τις οποίες ο Πανβίνιο έχει συγκεντρώσει και καταγράψει όλα τα αποτελέσματα.6
Μετά το δείπνο στις 5 Σεπτεμβρίου, καθώς ξεκινούσε το κογκλάβιο, οι σαράντα καρδινάλιοι που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη συγκεντρώθηκαν στην Παολίνα, όπου ο Λοντοβίκο Μποντόνι ντε Μπράνκι, γνωστός ως «Φιρμάνους», έβαλε να ορκιστούν τον όρκο «πίστης» (de fidelitate) όλοι όσοι επρόκειτο να παραμείνουν στο κογκλάβιο, συμπεριλαμβανομένων των θεματοφυλάκων και βαρώνων που ήσαν εξουσιοδοτημένοι «για την προστασία τού κογκλάβιου» (ad custodiam conclavis). Στις 11 μ.μ. εκείνη τη νύχτα (hora 4 noctis) τέσσερις καρδινάλιοι, προηγουμένου τού Φιρμάνους, έκαναν γύρο επιθεώρησης ολόκληρου τού κογκλάβιου και των κελλιών όλων των καρδιναλίων. Ο Φιρμάνους έδιωξε από το κογκλάβιο εκείνους που δεν είχαν συμπεριληφθεί ως κογκλαβιστές. Ένας άλλος έλεγχος έγινε για τούς κογκλαβιστές στις 4 το επόμενο απόγευμα «και διώχτηκαν όσοι δεν ήσαν στον κατάλογο τού τελετάρχη» (et qui non erant in rotulo magistri cerimoniarum, fuerunt expulsi).
Επειδή υπήρχαν μόνο έντεκα γαλλόφιλοι καρδινάλιοι ανάμεσα σε εκείνους που είχαν μόλις εισέλθει στο κογκλάβιο, γύρω στις 9 το βράδυ τής 6ης Σεπτεμβρίου η ισπανική παράταξη επιδίωξε να σπρώξει τον καρδινάλιο Κάρπι στο παπικό αξίωμα με ξαφνική και συντονισμένη πράξη απόδοσης τιμής ή λατρείας (adoratio), όπως σημειώνει ο Φιρμάνους, «αλλά είχαν ένα μεγάλο εμπόδιο» (sed magnum habuit obstaculum). Ο Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, αν και ήταν από τούς ηγέτες τής ισπανικής παράταξης, βοήθησε να ματαιωθεί ο ελιγμός, τον οποίο ο Φιρμάνους αποδίδει στον Κάρλο Καράφα, που είχε εγκαταλείψει εντελώς την προηγούμενη γαλλική υποταγή του. Δύο μέρες αργότερα (στις 8 Σεπτεμβρίου), ο Γάλλος καρδινάλιος Φρανσουά ντε Τουρνόν εισήλθε στο κογκλάβιο και δύο ώρες αργότερα (στις 5 μ.μ.) οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν σε σύναξη, στην οποία διαβάστηκε δυνατά η εκλογική διομολόγηση. Όλοι οι καρδινάλιοι ορκίστηκαν ότι, αν εκλέγονταν, θα προωθούσαν την ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, θα επαναλάμβαναν τις εργασίες τής οικουμενικής συνόδου και θα προσπαθούσαν (λέει ο Ραϋνάλδος) «με άλλα κατάλληλα μέσα να απαλλάξουν το βασίλειο τής Χριστιανοσύνης από την αίρεση και τη διαφθορά» (aliis rationibus licitis haereses et alias corruptelas ex imperio Christianos excisuros). Θα αποκαθιστούσαν την πειθαρχία στην Εκκλησία και στην παπική κούρτη και θα προήγαγαν σε καρδινάλιους μόνον εκείνους που είχαν την κατάλληλη ηλικία, χαρακτήρα, φήμη και παιδεία. Συμφώνησαν ότι αδελφοί δεν έπρεπε να φορούν ταυτόχρονα το κόκκινο καπέλο και ότι δεν έπρεπε να δίνονται μυστικές διαβεβαιώσεις για υποψηφιότητες συμμετοχής στο Ιερό Κολέγιο.7
Μεταξύ των ανταγωνιστών για τον θρόνο τού Αγίου Πέτρου τουλάχιστον ένας αριθμός φιλόδοξων καρδιναλίων διατηρούσε κάποια ελπίδα εκλογής, ενώ τουλάχιστον δώδεκα περίπου φαινόταν ότι είχαν λογική πιθανότητα, οι Πατσέκο, ντε λα Κουέρβα, Κάρπι, Τσέζι, ντ’ Έστε, Γκιζλιέρι, Γκονζάγκα, Μέντιτσι, Πιζάνι, Πουτέο, Ρεουμάνο, Σαρακένι και Τουρνόν. Ο Πανβίνιο έβλεπε τέσσερις διαφορετικές ομάδες στο κογκλάβιο. Η γαλλική παράταξη με δώδεκα περίπου μέλη βρισκόταν κάτω από τούς Λουί ντε Γκυζ και Ιππόλιτο ντ’ Έστε τής Φερράρας. Επικεφαλής τής ισπανικής παράταξης, που αριθμούσε περίπου οκτώ, ήσαν ο Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα «μέσα στη συνέλευση» (intra comitium) και ο πρέσβης τού Φιλίππου Β’ Φρανσίσκο ντε Βάργκας «έξω» (extra) από αυτήν, γιατί ο τελευταίος παρέμβαινε συνεχώς. Όταν οι Κάρλο και Αλφόνσο Καράφα και η παράταξή τους ενώθηκαν με τούς δύο καρδινάλιους Φαρνέζε και τούς οπαδούς τους, έλεγχαν εικοσιμία ψήφους, σύμφωνα με τον Πανβίνιο, ενώ οι λίγοι υπόλοιποι καρδινάλιοι ήσαν ουδέτεροι.8
Οι σύγχρονες πηγές ποικίλουν στους αριθμούς των ψήφων που ρίχτηκαν στη μακρά διαδοχή ψηφοφοριών. Σύμφωνα με τον Φιρμάνους, τού οποίου οι αριθμοί συχνά διαφέρουν από εκείνους τού Πανβίνιο, ο ντε λα Κουέρβα έλαβε δεκαοκτώ ψήφους στις 11 Σεπτεμβρίου, ο Πατσέκο δεκαοκτώ την επόμενη μέρα και ο Λενονκούρ άλλες δεκαοκτώ στις 13 τού μηνός. Οι ψήφοι ευγενείας ήσαν συχνές, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια ενός κογκλάβιου και στις 14 Σεπτεμβρίου ο απών καρδινάλιος Πορτογαλίας, ο πρίγκηπας Ερρίκος, πήρε δεκαπέντε ψήφους. Στον Ντιομέντε Καράφα δόθηκαν δεκατέσσερις ψήφοι στην ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου. Την επόμενη μέρα ο Κάρπι πήρε δεκατέσσερις ψήφους, όχι μεγάλο αριθμό, αλλά για μια ακόμη φορά οι αντίπαλοί του φοβούνταν προφανή προσπάθεια να τον ανεβάσουν στον θρόνο «δια λατρείας» (adoratio).
Μετά το δείπνο πολλοί καρδινάλιοι τής φιλο-αυτοκρατορικής [δηλαδή τής ισπανικής] παράταξης πήγαν στην Καπέλλα Παολίνα, στην οποία πολλοί από την αντίθετη παράταξη επέστρεψαν αμέσως, φοβούμενοι μήπως οι πρώτοι κάνουν πάπα τον επιφανέστατο Κάρπι και λόγω αυτού τού φόβου έμειναν στο παρεκκλήσι μέχρι τη νύχτα και [ο Κάρπι] άρχισε να ξεθωριάζει ως πάπας.9
Ακριβώς όπως η ισπανική παράταξη δεν μπορούσε να κατορθώσει την εκλογή τού Κάρπι, έτσι και οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να πετύχουν εκείνη τού Τουρνόν, για τού οποίου την υποψηφιότητα οι Γκυζ και ντ’ Έστε, όπως έγραφαν στον Φραγκίσκο Β’, δεν μπορούσαν να δουν καμία κατανοητή αντίρρηση, «εκτός από το ότι ήταν Γάλλος». Είχαν μαζέψει υποσχέσεις για εικοσιοκτώ ψήφους και έτσι προφανώς χρειάζονταν μόνο τρεις ακόμη, για να φτάσουν σε πλειοψηφία δύο τρίτων, δηλαδή σε τριανταμία ψήφους. Όταν όμως έγινε η ψηφοφορία στις 22 Σεπτεμβρίου, μπόρεσαν να ελέγξουν μόνο δεκαπέντε ψήφους και πέντε δηλώσεις «προσχώρησης», πράγμα που οδήγησε τον Γκυζ να γράψει στους αδελφούς τού Σαρλ και Φρανσουά, για την απογοήτευση που αισθανόταν για τούς καρδιναλίους συναδέλφους του (…nous fismes expérience de la seureté que l’ on peut avoir en la parole de quelques uns). Oι Καράφα και Φαρνέζε, που εργάζονταν χέρι-χέρι, είχαν καταφέρει να πετύχουν την ήττα τού Τουρνόν.10
Ο Πέδρο Πατσέκο ήταν εξέχον μέλος τού Ιερού Κολλέγιου από τότε που ο Παύλος Γ’ τον είχε κάνει καρδινάλιο κατά τη διάρκεια τής πρώτης περιόδου τής συνόδου τού Τρεντ (στις 16 Δεκεμβρίου 1545), αλλά οι Ιταλοί και κυρίως οι Γάλλοι ήσαν αντίθετοι με αυτόν, για τον απλό λόγο ότι ήταν Ισπανός και πολύ αφοσιωμένος στους Αψβούργους. Οι υποστηρικτές τού Πατσέκο θα προσπαθούσαν σκληρά να τον κάνουν πάπα, αν και δεν είχε καλή υγεία και μάλιστα πέθανε στις 5 Μαρτίου 1560, λίγο μετά το κογκλάβιο. Η εκλογή του θα ήταν προφανώς μάταιη. Ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε ήταν ο κύριος Γάλλος υποψήφιος, αλλά η φιλοδοξία του ήταν τόσο γνωστή, όσο ενοχλητική ήταν η επιμονή του. Η ισπανική παράταξη δεν τον ήθελε καθόλου. Οι Καράφα και οι οπαδοί τους αντιτάσσονταν στον Πουτέο. Από τούς καρδινάλιους που ευνοούσε ο Φίλιππος Β’, τούς Κάρπι, Μορόνε, Πουτέο, Μέντιτσι και τον προσφάτως προαχθέντα καρδινάλιο Κλεμέντε Ντολέρα (ντε Ολέρα), στρατηγό τού Τάγματος των Μινοριτών, ο μόνος με ισχυρή πιθανότητα ήταν ο Μέντιτσι. Όπως έχουμε δει από τις ρωμαϊκές επιστολές τού Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, ο Τζιαννάντζελο Μέντιτσι ήταν ένα από τα λίγα μέλη τού Κολλέγιου που είχε τολμήσει να αντιταχθεί στον Παύλο Δ’. Είχε κερδίσει τον σεβασμό τής κούρτης καθώς και την αποφασιστική στήριξη τού Κόσιμο Α’ Μέδικου, τού οποίου δεν ήταν συγγενής.
Από τούς δεκαοκτώ ή δεκαεννέα καρδινάλιους που είχε διορίσει ο Παύλος Δ’ στο Ιερό Κολλέγιο, δεκατρείς ήσαν ακόμη ζωντανοί και βρίσκονταν στο κογκλάβιο. Οι ηλικιωμένοι Ζαν Μπερτράν και Λορέντσο Στρότσι ήσαν τα μόνα μέλη τής ομάδας αυτής που ήσαν προσκολλημένοι στη γαλλική παράταξη. Οι έντεκα άλλοι λειτουργούσαν λίγο-πολύ υπό την ηγεσία τού Κάρλο Καράφα, αν και μερικοί από αυτούς σίγουρα δεν τον αποδέχονταν. Στις 11 Οκτωβρίου ο Αλφόνσο Καράφα, το νεότερο μέλος τού εκλογικού σώματος, έγραφε από το κογκλάβιο στον πατέρα του, τον Αντόνιο τού Μοντεμπέλλο, ότι ο Κάρλο Καράφα και αυτός είχαν αρχικά επιλέξει τον καρδινάλιο Κάρπι ως υποψήφιό τους και ότι (αποτυγχάνοντας να τον εκλέξουν) ήσαν ευνοϊκά διακείμενοι προς τον Έρκολε Γκονζάγκα, τον καρδινάλιο τής Μάντουα. Όμως επειδή η παράταξή τους δεν ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμη, ώστε να είναι βέβαιοι για την επιτυχία, είχαν ενωθεί με τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε και τούς οπαδούς του, «στους οποίους βρήκαμε περισσότερη αγάπη και συμφωνία απ’ όση σε άλλους» (neli quali trovammo più amor et conformità che con altri).
Δεδομένου ότι ο Φαρνέζε ήταν γνωστό ότι ήταν αντίθετος με τον Γκονζάγκα, οι δύο καρδινάλιοι Καράφα, ο Κάρλο και ο Αλφόνσο, επιδίωκαν να καθησυχάσουν τον φίλο και σύμμαχό τους. Όμως ξαφνικά και απροσδόκητα οι «αντίπαλοί» τους σκέφτηκαν να κάνουν τον Γκονζάγκα πάπα χωρίς τη συμμετοχή τής παράταξης Καράφα-Φαρνέζε. Αν και ο Αλφόνσο Καράφα δεν αναφέρει το γεγονός στην επιστολή τής 11ης Οκτωβρίου προς τον πατέρα του —δεν ήταν αναγκαίο να το πράξει, γιατί ο Αντόνιο τού Μοντεμπέλλο ήταν ενημερωμένος για κάθε κίνηση στο κογκλάβιο— ο Γκονζάγκα είχε μετατραπεί σε συμβιβαστική γαλλο-ισπανική λύση. Τού είχε δοθεί η υποστήριξη των ντ’ Έστε και Γκυζ, των ηγετών τής γαλλικής παράταξης, καθώς και των Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα και Κριστόφορο Μαντρούτσο, πρωτοπαλήκαρων τής «φιλο-αυτοκρατορικής» ή ισπανικής παράταξης. Η προσπάθεια αυτή να κάνουν πάπα τον Γκονζάγκα «δια λατρείας» απέτυχε, σύμφωνα με τον Αλφόνσο Καράφα, γιατί οι είκοσι υποστηρικτές του αντιμετώπισαν εικοσιέξι αντιπάλους.11 Η ήττα έκανε την υποψηφιότητα τού Γκονζάγκα «δύσκολη για πάντα» (difficile per sempre). Ο Αλφόνσο διαβεβαίωνε τον πατέρα του, ότι οι καρδινάλιοι Καράφα όχι μόνο έβαζαν την υπηρεσία προς τον Θεό πάνω από κάθε άλλη σκέψη, αλλά ότι επίσης αναζητούσαν έναν υποψήφιο, που θα φρόντιζε την οικογένεια Καράφα.12 Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία.
Η αποτυχία να κάνουν τον Έρκολε Γκονζάγκα πάπα «δια λατρείας» είχε συμβεί στις 25 Σεπτεμβρίου. Είχε προκαλέσει όχι μικρή αναταραχή στο κογκλάβιο. Ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε, τού οποίου η οικογένεια βρισκόταν σε πολιτική αντίθεση με τούς Γκονζάγκα, είχε κλείσει τούς δικούς του καρδινάλιους στην Καπέλλα Σιξτίνα. Ο αδελφός του Ρανούτσιο είχε σηκωθεί άρρωστος από το κρεβάτι, είχε τυλιχτεί σε μια γούνα και καθόταν ο ίδιος στην πόρτα τής Σιξτίνα, ώστε κανένας από το ποίμνιό τους να μη μπορέσει να ξεφύγει προς τη Σάλα Ρέτζια και να συνεχίσει κατεβαίνοντας από την αίθουσα προς την Καπέλλα Παολίνα, όπου εκλέγονταν (ή ανακηρύσσονταν δια λατρείας) οι πάπες. Ο Καράφα είχε ενωθεί με τον φίλο του Φαρνέζε μαζί με τούς οπαδούς του. Ο Μαντρούτσο είχε διαπληκτιστεί ανοιχτά με τον Φαρνέζε. Οι Γάλλοι καρδινάλιοι είχαν προσπαθήσει να πείσουν τον Γκονζάγκα να πάει μαζί τους στην Παολίνα, αλλά, όντας συνετός άνδρας, όπως λέει ο Φιρμάνους, αρνήθηκε να το πράξει. Η κίνηση για τη «λατρεία» (adoratio) είχε αρχίσει περίπου στις 2.30 μ.μ. Κράτησε όλη την υπόλοιπη μέρα «και υπήρχε η υποψία ότι θα συνεχιζόταν και όλη τη νύχτα» (et suspitio fuit per totam noctem sequentem).13
Ο Αλφόνσο Καράφα δεν είχε επιχειρήσει να παραπλανήσει τον πατέρα του. Φαινόταν όντως, όπως είχε αναφέρει στην επιστολή του τής 11ης Οκτωβρίου, ότι ο Κάρλο και ο ίδιος ήσαν έτοιμοι να ψηφίσουν υπέρ τού Γκονζάγκα, όταν είχε γίνει σαφές, ότι οι πιθανότητες εκλογής τού Κάρπι ήσαν μηδενικές. Ο Αντόνιο Γκουίντο, ο οποίος ήταν προφανώς κογκλαβιστής τού Γκονζάγκα, δηλώνει στην ιστορία τού για το κογκλάβιο (de electionis Pii IV), ότι υπήρχαν εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι γνώριζαν, ότι ο Κάρλο Καράφα είχε συζητήσει (το πρωί ακριβώς τής 25ης Σεπτεμβρίου) με τον Βιτελλότσο Βιτέλλι και τον Αλφόνσο Καράφα, «για τη λήψη απόφασης για τον Έρκολε Γκονζάγκα» (de decernendo Hercule Gonzaga). Αλλά είχαν συμφωνήσει να αφήσουν το θέμα μέχρι την επόμενη νύχτα.
Όμως όταν ο Κάρλο Καράφα είδε, ότι τον είχαν προλάβει οι ντ’ Έστε και Σφόρτσα, οι ηγέτες των αντιπάλων παρατάξεων που είχαν ενωθεί, εμπόδισε τούς οπαδούς του, γιατί είχε ενοχληθεί πολύ, επειδή η εύνοια με την οποία σχεδίαζε να κολακέψει τον Γκονζάγκα είχε πια προαγοραστεί από άλλους. Αν η κίνηση προς «λατρεία» (adoratiο) είχε αναβληθεί για άλλες εικοσιτέσσερις ώρες, ο Γκονζάγκα (κατά τη γνώμη τού Γκουίντο) θα είχε φτάσει στην τιάρα «χωρίς κανένα πρόβλημα» (nulla negotio), αλλά καμιά ποσότητα ανθρώπινου σχεδιασμού δεν μπορεί να πάει πέρα από το θέλημα τού Θεού.14 Ο καρδινάλιος Λουί ντε Γκυζ θεωρούσε τον Καράφα πιο υπεύθυνο από τον Φαρνέζε για την γαλλο-ισπανική αποτυχία ανύψωσης τού Γκονζάγκα στον θρόνο. Μάλιστα ο Γκυζ δεν είχε δει ποτέ κανένα Βουργουνδό, Ισπανό ή οποιονδήποτε άλλον εχθρό τού γαλλικού στέμματος να τρέφει τόσο κακή διάθεση απέναντι στον χριστιανικότατο βασιλιά.15
Χριστιανικότατος βασιλιάς δεν ήταν πια ο ανιαρός αλλά σκληραγωγημένος Ερρίκος Β’, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη σκηνή σε μια περίεργη ατυχία πριν από μερικούς μήνες. Ενώ κονταρομαχούσε στις 30 Ιουνίου (1559) με τον Γκαμπριέλ ντε Λορζ, κόμη τού Μοντγκόμερυ, ο Ερρίκος είχε χτυπήσει στο πρόσωπο μέσα από μισάνοιχτη προσωπίδα από πλήγμα τής λόγχης τού Μοντγκόμερυ. Δέκα μέρες αργότερα πέθανε (στις 10 Ιουλίου)16 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Φραγκίσκος Β’, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Μαρία Στιούαρτ, ανηψιά των αδελφών Γκυζ, οι οποίοι τώρα αναλάμβαναν την εξουσία στη Γαλλία. Ένας από αυτούς τούς αδελφούς, ο Λουί, ήταν βέβαια μέλος τού παρόντος κογκλάβιου. Ο Φραγκίσκος ήταν τόσο αδύναμος στο μυαλό, όσο και στο σώμα. Δεν θα κρατούσε πολύ, αλλά οι Γκυζ θα κρατούσαν. Οι φλόγες τής προτεσταντικής αντίδρασης εναντίον τού Καθολικού στέμματος —και εναντίον των Γκυζ— φούντωναν ραγδαία, τροφοδοτούμενες από τον Λουί Α’ ντε Μπουρμπόν, πρίγκηπα τού Κοντ. Η προτεσταντική «συνωμοσία τού Αμπουάζ» και η αιματηρή καταστολή της από τούς Γκυζ βρισκόταν στο άμεσο μέλλον. Κανένας πάπας δεν θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις στα θρησκευτικά και πολιτικά προβλήματα τής Γαλλίας. Πλησιάζοντας στα πενηνταπέντε, ο Γκονζάγκα είχε μέχρι τώρα δείξει στη σταδιοδρομία του σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Θα μπορούσε να τα είχε καταφέρει τόσο καλά στον παπικό θρόνο, όσο και κάθε άλλο μέλος τού κογκλάβιου.
Ο Έρκολε Γκονζάγκα ήταν γιος τού Τζιαν Φραντσέσκο Γκονζάγκα, μαρκησίου τής Μάντουα και τής συζύγου του Ισαβέλλας ντ’ Έστε. Είχε πολύ καλύτερη φήμη από τον εξάδελφό τού Ιππόλιτο ντ’ Έστε, γιο τού Αλφόνσο ντ’ Έστε τής Φερράρας (αδελφού τής Ισαβέλλας) και τής Λουκρητίας Βοργία. Όμως τον Έρκολε, όχι λιγότερο απ’ όσο τον Ιππόλιτο, εμπόδιζε η ηγεμονική καταγωγή του. Οι παπικοί εκλέκτορες οπισθοχωρούσαν τώρα από ηγεμονικής καταγωγής πάπες, ενώ το ίδιο έκανε και ο Φίλιππος Β’, ο οποίος δεν ήθελε να δει περαιτέρω διατάραξη τής ισπανικής ηγεμονίας στην Ιταλία. Η παπική εξουσία ήταν αρκετή, χωρίς την προσθήκη σε αυτήν τού κύρους, τού πλούτου και τής ισχύος μιας ιταλικής εδαφικής ηγεμονίας.17
Ο πρεσβευτής τού Φιλίππου Β’ Φρανσίσκο ντε Βάργκας είχε φτάσει στη Ρώμη στις 25 Σεπτεμβρίου,18 όταν οι Σφόρτσα και ντ’ Έστε δεν είχαν καταφέρει να μεταφέρουν την ημέρα τής «λατρείας» (adoratio) για λογαριασμό τού Γκονζάγκα. Ο Βάργκας διαβεβαίωνε ευγενικά τον Γκονζάγκα και τούς φίλους τού τελευταίου, ότι υποστήριζε τη μαντοβάνικη υποψηφιότητα κάτω από οδηγίες από τον Φίλιππο Β’, ο οποίος ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τον Γκονζάγκα. Η ισπανική παράταξη ήταν διχασμένη. Ο Σφόρτσα είχε προχωρήσει με σχέδια για αιφνιδιαστική «λατρεία» (adoratio) χωρίς διαβούλευση με τούς συναδέλφους του, ενώ (μεταξύ άλλων) οι Πατσέκο, Κάρπι, Μέντιτσι και Μοντεπουλτσιάνο είχαν αρνηθεί να συνεργαστούν μαζί του. Παρά τη σύγχυση και την προφανή ελκυστικότητα τής υποψηφιότητας τού Γκονζάγκα, ο Καράφα είχε καταφέρει να διατηρήσει την υποστήριξη των δικών του οπαδών.
Όσο για τον Βάργκας, παρά τα όσα έλεγε, τώρα εργαζόταν εναντίον τού Γκονζάγκα, ο οποίος δεν είχε ποτέ εκφράσει οποιαδήποτε δυσαρέσκεια για την απόλυση τού αδελφού του Φερράντε από τούς Αψβούργους. Αλλά ποιος άραγε θα μπορούσε να πει, ποια θα ήταν η στάση του αν είχε εκλεγεί πάπας; Οι υποστηρικτές και οι αντίπαλοι τού Γκονζάγκα έστελναν επιστολές και απεσταλμένους στην Ισπανία. Οι Σφόρτσα και Μαντρούτσο απεύθυναν όχι λιγότερες από πέντε επιστολές προς τον Φίλιππο μέσα σε μια βδομάδα (από τις 25 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 2 Οκτωβρίου), ζητώντας τη συνδρομή τού βασιλιά για την προώθηση τής υπόθεσης Γκονζάγκα. Ήταν όλα μάταια. Ο Κόσιμο Μέδικος έγραψε επίσης αρκετές επιστολές προς τον Φίλιππο, προωθώντας πάντοτε την υποψηφιότητα τού Μέντιτσι.19
Όσο διακριτικός κι αν ήταν ο βασιλιάς τής Ισπανίας, δεν ήταν εύκολο να κρύψει τις προτιμήσεις του για την εκλογή στο παπικό αξίωμα. Ο Φίλιππος Β’ βρισκόταν τότε στο Τολέδο, όπου τον επισκέφτηκε ένας απεσταλμένος από τη Μάντουα, όπως τον επισκέφτηκε και ο Φερντινάντo Φραντσέσκο ντ’ Άβαλος (πέθανε το 1571), ο μαρκήσιος τής Πεσκάρα, ο οποίος είχε παντρευτεί την ανηψιά τού καρδινάλιου Έρκολε, την Ισαβέλλα Γκονζάγκα. Ο Ενετός πρεσβευτής στην αυλή τού Φιλίππου, ο Πάολο Τιέπολο, δικαιολογημένα ενδιαφερόταν για τις μηχανορραφίες υπέρ και κατά τού Έρκολε. Στις 14 Νοεμβρίου (1559) έγραφε στην κυβέρνησή του, ότι τού είχαν πει, «ότι επιθυμία και πρόθεση τής μεγαλειότητάς του ήταν να εκλέξει το κογκλάβιο, αν ήταν δυνατό, τον Κάρπι ή τον Μέντιτσι ή τον Μορόνε. Ο βασιλιάς θα θεωρούσε κακή είδηση αν το κογκλάβιο εξέλεγε τον Μάντουα ή τον Πατσέκο». Ο Φίλιππος είχε δηλώσει δημόσια, ότι ήταν αντίθετος με την παρέμβαση στο κογκλάβιο, ενώ έδινε και στον Έρκολε και στον Πατσέκο ιδιωτικές διαβεβαιώσεις υποστήριξης. Όμως τον ανησυχούσε η φήμη τού Έρκολε και οι διασυνδέσεις του στην Ιταλία, όπως και το κύρος τού Πατσέκο και οι συγγενείς του στην Ισπανία «και φαίνεται από την εμπειρία, ότι οι Ισπανοί πάπες δεν έχουν ιδιαίτερη φιλία με τούς φυσικούς τους ηγεμόνες».20
Γύρω στις 2.30 μ.μ. στις 26 Σεπτεμβρίου ο Φραντς φον Τουρμ, ο πρέσβης τού Φερδινάνδου στη Ρώμη, εμφανίστηκε στο παράθυρο τής Πύλης τού κογκλάβιου (in sportello) και κάλεσε τούς καρδιναλίους να προχωρήσουν με κάθε σπουδή στην εκλογή πάπα, «λόγω των κινδύνων που απειλούν τη χριστιανική κοινοπολιτεία». Ο Ζαν ντυ Μπελλαί, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, τού απάντησε «με γενικολογίες» (per verba generalia). Τότε ο Ισπανός πρεσβευτής Βάργκας, ο οποίος είχε φτάσει στην πόλη την προηγούμενη μέρα, παρέδωσε επιστολή από τον Φίλιππο Β’ και παρουσίασε τις συστατικές του επιστολές στους καρδινάλιους, στους οποίους έκανε επίσης ομιλία, ακολουθώντας κάπως διαφορετική προσέγγιση. Ο Βάργκας έλεγε ότι πίστευε, ότι με τη χάρη τού Θεού η ειρήνη είχε γίνει [στο Κατώ-Καμπρεσί] σε πολύ κατάλληλη στιγμή, γιατί τώρα οι καρδινάλιοι μπορούσαν γρήγορα, χωρίς να αποσπάται η προσοχή τους, με τη δέουσα διαβούλευση να ξεκινήσουν την εκλογή πάπα. Έδινε πλήρη διαβεβαίωση, ότι ο βασιλιάς Φίλιππος έβλεπε αυτή την εκλογή ως κύριο μέλημά του, πιο σημαντική από οποιαδήποτε επιτυχία ή από την ίδια τη ζωή.
Ο ντυ Μπελλαί έδωσε και πάλι, με μερικές γενικές λέξεις, κατάλληλη απάντηση στις προτροπές τού Βάργκας, αναγνωρίζοντας και επαινώντας την ευσέβεια τού Φιλίππου. Δήλωσε ότι οι καρδινάλιοι είχαν συγκεντρωθεί για κανένα άλλο σκοπό αλλά για να επιλέξουν, «με την υπόδειξη τού Αγίου Πνεύματος» (spiritu sancto demοnstrante), τον καλύτερο δυνατό ποντίφηκα, κάτι που προφανώς δεν μπορούσε να γίνει στο άψε-σβήσε «λόγω τού μεγέθους και τής βαρύτητας τού ζητήματος» (propter rei magnitudinem et gravitatem). Έπρεπε να εκλέξουν πάπα με τη θέλησή τους και κάνοντάς το δεν εξαρτιούνταν από την κρίση κανενός ανθρώπου ή αρχής. Στο όνομα τού Ιερού Κολλέγιου ευχαρίστησε τον βασιλιά Φίλιππο για τη μεγάλη ανησυχία του για τη χριστιανική κοινοπολιτεία.21
Η αποφασιστικότητα τού Βάργκας να δει να εκλέγεται ισπανόφιλος πάπας υπερέβαινε αρκετά κάθε αίσθηση διπλωματικής ευπρέπειας που μπορεί να διέθετε. Η συμπεριφορά του αποδείχτηκε περισσότερο από προσβλητική. Γινόταν εξωφρενική. Όπως εξηγούσε αργότερα στη Γερουσία (η οποία μάλλον δεν χρειαζόταν εξήγηση) ο Αλβίζε Μοτσενίγκο, ο Ενετός πρεσβευτής στην παπική κούρτη, η μόνη αντιπαλότητα στο κογκλάβιο ήταν εκείνη μεταξύ των γαλλόφιλων και των ισπανόφιλων καρδιναλίων, γιατί μόνο οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Ισπανίας είχαν κάποια εξουσία επί των μελών τού Ιερού Κολλέγιου. Ο Μοτσενίγκο λέει ειλικρινά, ότι οι καρδινάλιοι παρακινούνταν «κυρίως» (principalmente) από το προσωπικό συμφέρον, γιατί δεν ήσαν μόνο σε μεγάλο βαθμό υπήκοοι αυτών των δύο βασιλέων, αλλά κινδύνευαν να χάσουν τα μοναστήρια, τα επιδόματα και τις παχιές συντάξεις που όφειλαν είτε στο στέμμα τής Γαλλίας ή σε εκείνο των Ισπανιών. Αγγελιοφόροι στάλθηκαν από το κογκλάβιο πάνω από μία φορά στους δύο βασιλείς και τα πάντα σταματούσαν για ενάμιση μήνα μέχρι να έρθει απάντηση.
Οι πρεσβευτές, ως συνήθως, πίεζαν επίμονα τούς καρδινάλιους για λογαριασμό τού ενός ή τού άλλου υποψηφίου. Αυτό ήταν αναμενόμενο, αλλά ο Βάργκας δεν είχε σταματημό, γυρνώντας όλο τον κόσμο ανάποδα για να κάνει πάπα τον Κάρπι ή τον Πατσέκο, εμπλεκόμενος σε πολλούς μισητούς ή άδικους ελιγμούς χωρίς εντολές από τον βασιλιά του, όπως πίστευαν, απέναντι σε διάφορους καρδινάλιους, ή μάλλον όχι, απέναντι σε καθέναν που θεωρούσε ότι μπορούσε να πετύχει να εκλεγεί πάπας.
Το πάθος του, η τρέλλα του, ήταν τέτοια, που ο Μοτσενίγκο την εύρισκε «περίπτωση απεχθή και ανυπόφορη» (cosa odiosa e quasi insopportabile). Δεν περνούσε σχεδόν νύχτα που ο Βάργκας να μη βρισκόταν στο κατώφλι τού κογκλάβιου. Μερικές φορές έμενε εκεί μέχρι την αυγή. Οι από μέσα, κατά πάσα πιθανότητα κογκλαβιστές, ξεπρόβαλλαν από τον εκλογικό περίβολο για να διαβουλευτούν μαζί του και στη συνέχεια επέστρεφαν στον υποτιθέμενο περιορισμό τους, όπως έκαναν ο Δον Φερράντε ντι Σανγκίνε, ο ηγούμενος Τζιαν Φραντσέσκο Γκαμπάρα τής Μπρέσσια (τους οποίους ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε έστελνε στον Βάργκας) και ο αιδεσιμότατος Αλεσσάντρο Καζάλε, ο οποίος διαβουλευόταν με τον Βάργκας για λογαριασμό τού Κάρπι.22
Η γαλλο-ισπανική συγχώνευση σύντομα ναυάγησε στις ξέρες τής ύπουλης αποδοκιμασίας τού Βάργκας. Οι Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, Αλεσσάντρο Φαρνέζε και Κάρλο Καράφα άρχισαν να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Υπήρχαν κάποια πράγματα, για τα οποία μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος, όπως το γεγονός ότι ο Φερράντε Γκονζάγκα είχε κάνει στους Φαρνέζε αρκετή ζημιά στο παρελθόν. Ο Αλεσσάντρο δεν ήταν πιθανό να ψηφίσει τον Έρκολε, τον αδελφό τού Φερράντε. Οι Ιταλοί δεν θα κινητοποιούνταν ούτε για Γάλλο ούτε για Ισπανό καρδινάλιο και οι ισχυροί δεσμοί με τη μία πλευρά ή την άλλη, όπως στην περίπτωση τού ντ’ Έστε ή τού Κάρπι, μπορούσαν να αποτελούν εμπόδιο. Ο Κάρλο Καράφα έψαχνε μόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Στις αρχές Οκτωβρίου (1559) ο αδελφός του, ο Τζιοβάννι, τού είχε γράψει από την εξορία του στο Γκαλλέζε, ότι δεν ήταν σημαντικό να αγωνίζεται κάποιος για υποψήφιο που προτιμούσε. Το σημαντικό ήταν να βρίσκεται στην πλευρά των νικητών. τούς Καράφα, έλεγε, τούς μισούσαν οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Ισπανίας. Αν δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη φιλία τού επόμενου πάπα, θα περνούσαν το υπόλοιπο τής ζωής τους στην εξορία. Ο Κάρλο έπρεπε να προσπαθήσει να είναι ο διαιτητής τού κογκλάβιου.23
Λόγω των συνηθισμένων παραβιάσεων των κανόνων τού κογκλάβιου, καθώς επιστολές, ακόμη και κογκλαβιστές, μπαινόβγαιναν από τα παράθυρα, συστήθηκε σύντομα επιτροπή «για τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου» (pro reformatione conclavis). Στις 5 Οκτωβρίου η επιτροπή μεταρρύθμισης θέσπισε ότι οι καρδινάλιοι έπρεπε να έχουν μόνο τρεις κογκλαβιστές —οι άρρωστοι καρδινάλιοι το πολύ τέσσερις— και ότι έπρεπε να εκδιωχτούν οι εκπρόσωποι των ηγεμόνων και των εμπόρων, που είχαν εισβάλει στην εκλογική περίβολο. Όλα τα παράθυρα και οι πόρτες τού κογκλάβιου έπρεπε να κλειστούν, να σφραγιστούν και να εξετάζονται κάθε βδομάδα. Οι καρδινάλιοι δεν έπρεπε να μοιράζονται τρόφιμα μεταξύ τους.
Επιστολές θα παραλαμβάνονταν μόνο από τον τελετάρχη Φιρμάνους με τη συγκατάθεση των «πληρεξουσίων καρδιναλίων» (cardinales deputati), ο οποίος θα τις διάβαζε πρώτα και θα εγγυόταν για το παραδεκτό τους. Μεταξύ άλλων κανονισμών, καρδινάλιοι και κογκλαβιστές δεν έπρεπε να περιφέρονται στις αίθουσες τού κογκλάβιου αφού είχε χτυπήσει το κουδούνι περίπου στις 10 μ.μ. (hora 4 noctis). Οι καρδινάλιοι δεν έπρεπε να δείχνουν τα ψηφοδέλτιά τους σε άλλους, ούτε να πηγαίνουν κοντά στην πόρτα τού κογκλάβιου, παρά μόνο για να χαιρετήσουν κάποιον καρδινάλιο, ο οποίος ερχόταν τότε. Αν πιάνονταν κογκλαβιστές «στην πόρτα τού κογκλάβιου» (ad portam conclavis), θα εκδιώκονταν. Τα μέτρα αυτά πάρθηκαν όλα πολύ καλά, λέει ο Φιρμάνους, «αλλά κανείς δεν τα τηρούσε!»24
Κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 27ης Σεπτεμβρίου ο Βάργκας είχε συζητήσει με τον Σφόρτσα, ο οποίος προσπάθησε να τον αποτρέψει από την υποστήριξη τού Κάρπι και τού Πατσέκο. Αντ’ αυτών ο Σφόρτσα ήταν υπέρ τού Πουτέο ή τού Μέντιτσι, αν ήταν αναγκαίο (όπως φαινόταν τώρα) να εγκαταλείψουν τον Γκονζάγκα. Όμως όταν οι τρεις αρχηγοί των παρατάξεων στο κογκλάβιο βρέθηκαν και πάλι μαζί, ο Σφόρτσα βρήκε τούς Φαρνέζε και Καράφα αμετάκλητα αντίθετους για τον Πουτέο, πράγμα το οποίο, όσον αφορά τον Καράφα, δεν τον ξάφνιασε. Οι Φαρνέζε και Καράφα συνέχιζαν να υποστηρίζουν τούς Κάρπι και Πατσέκο.
Ο Σφόρτσα, ως επικεφαλής τής λεγόμενης φιλο-αυτοκρατορικής ή ισπανικής παράταξης, είχε εξαναγκαστεί σε θέση, από την οποία εργαζόταν ολόκαρδα για τούς Κάρπι και Πατσέκο, τούς οποίους αντιπαθούσε και τούς δύο, ενώ προσπαθούσε να πείσει τούς φίλους τού Γκονζάγκα και τη γαλλική παράταξη, ότι συνεργαζόταν ακόμη μαζί τους.25 Ο Σφόρτσα κέρδισε έτσι τη δυσαρέσκεια τού Βάργκας, χάνοντας και την εμπιστοσύνη τής γαλλικής παράταξης, καθώς και εκείνης τής Ισπανίας. Ο Σφόρτσα δεν ήθελε όμως να τα σπάσει εντελώς με τούς Γάλλους, όπως ήθελε ο Βάργκας, και να συμμαχήσει με τούς Καράφα και Φαρνέζε, γιατί αν το έκανε, φοβόταν ότι οι δύο αντίπαλοί του θα οδηγούσαν τούς οπαδούς τους στο γαλλικό στρατόπεδο και θα εξέλεγαν πάπα χωρίς τη συνεργασία του.26
Ο Σφόρτσα θα προτιμούσε να συμμαχήσει σχεδόν με τον διάβολο παρά με τον Κάρλο Καράφα, ο οποίος έλεγε στον Βάργκας, ότι ο Σφόρτσα ήταν εχθρός του, ήταν αποφασισμένος να καταστρέψει την οικογένειά του και επιδίωκε να εκλέξει πάπα, που θα πραγματοποιούσε την καταστροφή των Καράφα. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Σφόρτσα είχε ενωθεί με τον ντ’ Έστε και τούς Γάλλους, σύμφωνα με τον Καράφα, ενώ η επιθυμία τού παπικού ταμία (καμερλένγκο) για εκδίκηση έκανε ζημιά στον Φίλιππο Β’.27 Ο Καράφα δεν είχε λοιπόν αυταπάτες ως προς τον κίνδυνο τής θέσης του και τη σημασία τής παπικής εκλογής. Είχε επιστρέψει στη Ρώμη μέσα σε λίγες ώρες από τον θάνατο τού Παύλου Δ’. Ήταν μάρτυρας των λαϊκών εκδηλώσεων μίσους και είχε δει τα σπασμένα οικόσημα τής οικογένειας Καράφα σκορπισμένα στους δρόμους τής Ρώμης. Καταδικασμένος από τον ίδιο του τον θείο, ο οποίος τον είχε κάνει καρδινάλιο, ο Καράφα ήταν κάθαρμα και το ήξερε, αλλά ίσως αναρωτιόταν κάπως δικαιολογημένα αν είχε υπάρξει τόσο χειρότερος από άλλους παπικούς γιους και ανηψιούς, για τούς οποίους είχε ακούσει να μιλούν στην κούρτη.
Κρατώντας στην παλάμη τού χεριού του δέκα περίπου ψήφους, περισσότερο από το ένα πέμπτο τού συνολικού κογκλάβιου, το μέλλον τού ίδιου τού Καράφα καθώς και εκείνο τής οικογένειάς του εξαρτιόταν από το πόσο επιδέξια θα κατάφερνε να παίξει αυτό το χαρτί. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο φίλος τού παπικού ταμία (camerlengo) Σφόρτσα, είχε γυρίσει στη Ρώμη. Ο Καράφα ήξερε ότι αποκτούσε την εχθρότητα τού Έρκολε Γκονζάγκα αντιτιθέμενος στην εκλογή του και ο Κριστόφορο Μαντρούτσο ήταν φίλος τού Γκονζάγκα. Εγκαταλείποντας τούς Γάλλους ο Καράφα είχε υποστεί την εχθρότητα τού Ιππόλιτο ντ’ Έστε. Ο Φεντερίκο ντε Τσέζι ήταν ήδη εχθρός του, όπως και ο Τζάκοπο Πουτέο, ενώ υπήρχαν κι άλλοι. Οι Αλεσσάντρο Φαρνέζε και Σφόρτσα ήσαν βέβαια εχθροί, αλλά οι Φαρνέζε ήσαν άρχοντες τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα. Είχαν συμφιλιωθεί με τον Φίλιππο Β’ και μπορούσαν να φροντίσουν τούς εαυτούς τους.28
Αν και ως τζογαδόρος και καιροσκόπος ο Κάρλο Καράφα πίστευε πάντοτε στην ανάγκη να διατηρούνται οι επιλογές του ανοιχτές, η συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί (μεταξύ άλλων εκτιμήσεων) τον είχε κάνει να πάρει θέση. Το μέλλον τής οικογένειας Καράφα βρισκόταν στην Ιταλία, ο Φίλιππος Β’ ήταν η κυρίαρχη δύναμη στην Ιταλία. Οι Γάλλοι είχαν γίνει ξένοι. Αν ο αδελφός τού Καράφα, ο Τζιοβάννι, υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει το Παλιάνο, η αποζημίωση έπρεπε να προέλθει από τον Φίλιππο. Ο Καράφα έπρεπε λοιπόν να υποστηρίζει την ισπανική παράταξη, τής οποίας ηγέτης, δυστυχώς γι’ αυτόν, ήταν ο Σφόρτσα, ο αρχιεχθρός του.
Την εκλογή τού Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, υποψήφιου τού Καράφα και τής Ισπανίας, είχε σταματήσει ο ντ’ Έστε και η γαλλική παράταξη. Οι Καράφα και Φαρνέζε είχαν ματαιώσει τις γαλλικές προσπάθειες εκλογής των ντ’ Έστε, Τουρνόν και Γκονζάγκα. Ο Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλκιάνο είχε μικρή υποστήριξη. Η υποψηφιότητά του ήταν αδύνατη έτσι κι αλλιώς, γιατί οι συνάδελφοί του γνώριζαν για την Πορτογαλίδα ερωμένη του και τα παιδιά του.29 Όταν φαινόταν ότι το κογκλάβιο κατέληγε σε αδιέξοδο, δόθηκε περισσότερη προσοχή στον Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι, τον οποίο ο δούκας Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας υποστήριζε με κάθε δυνατό τρόπο.
Ο Μέντιτσι ήταν επίσης αρκετά αποδεκτός από τον Φίλιππο Β’, γιατί δεν είχε υπάρξει φίλος τού Παύλου Δ’, στου οποίου την αντι-ισπανική πολιτική είχε αντιταχθεί. Αποξενωμένος από τούς Γάλλους, ο Καράφα ήταν μάλλον παράλογο που δήλωνε υποταγή στους Ισπανούς, τούς φίλους και υποστηρικτές των Κολόννα, των πιο ισχυρών Ιταλών εχθρών τού οίκου του. Η πρόσδεση τού Καράφα στον Κάρπι σε όλη τη διάρκεια τού κογκλάβιου είναι κατανοητή. Ο Κάρπι και ο Παύλος Δ’ είχαν υπάρξει αφοσιωμένοι ιεροεξεταστές και ο Καράφα πίστευε ότι μπορούσε να εμπιστεύεται τον φίλο τής οικογένειάς του.
Καθώς η 27η Οκτωβρίου πλησίαζε προς το τέλος της, ο Ισπανός πρεσβευτής Βάργκας έπαιρνε από τον Φίλιππο Β’ επιστολή με ημερομηνία 8 και 9 Οκτωβρίου, την οποία είχαν εμπιστευτεί για παράδοση στη Ρώμη σε κάποιον Πομπέο Τουταβίγια. Όμως αρρωσταίνοντας στον δρόμο ο Τουταβίγια είχε στείλει την επιστολή με αγγελιοφόρο, ο οποίος είπε σε αριθμό ατόμων, ότι ο βασιλιάς Φίλιππος διέτασσε την επιστροφή τού Παλιάνο στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Ο ίδιος ο Τουταβίγια το είχε πει αυτό. Η αναφορά αυτή, προφανώς επιβεβαιωμένη από άλλες πηγές, σύντομα μαθεύτηκε στο κογκλάβιο. Δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή για την ισπανική παράταξη, όπως έγραφε ο Βάργκας στον Φίλιππο (στις 5 Νοεμβρίου), ενώ τίποτε δεν θα έκανε πιο ευτυχισμένους τον ντ’ Έστε και τούς Γάλλους. Ο Βάργκας και ο Δον Πέδρο Αλφάνο (Περ Αφάν) ντε Ριβέρα, ο νέος αντιβασιλέας τής Νάπολης, είχαν εκπλαγεί από την είδηση και προσπαθούσαν να δώσουν στον Κάρλο Καράφα κάθε διαβεβαίωση, από υποσχέσεις μέχρι χρήματα. Ο Βάργκας έλπιζε ότι οι προσπάθειές του και ο φόβος τού Σφόρτσα θα κρατούσαν τον Καράφα στη γραμμή.30
Παρά την ένταξη τού Καράφα στην ισπανική παράταξη και την υπόσχεσή του να ψηφίσει τούς Κάρπι και Πατσέκο, ο Φίλιππος Β’ είχε την πρόθεση να αποκαταστήσει τον Μαρκ’ Αντόνιο στο Παλιάνο. Ο βασιλιάς δεν είχε μπει στον κόπο να εξετάσει το ζήτημα με τούς Καράφα. Δεν είχε καν μπει στον κόπο να τούς ενημερώσει εκ των προτέρων. Επίσης προφανώς δεν είχε υπάρξει καμία πρόταση για την αποζημίωση που έπρεπε να πάρει ο Τζιοβάννι Καράφα (όπως προβλεπόταν από τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε) σε περίπτωση που υποχρεωνόταν να παραιτηθεί από το Παλιάνο. Κι ακόμη περισσότερο, το Παλιάνο υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να επιστραφεί στους Κολόννα, που ήσαν δηλωμένοι εχθροί τής Αγίας Έδρας. Άραγε τι επρόκειτο να συμβεί τώρα; Με τις δέκα ψήφους του ο Καράφα βρισκόταν σε ισχυρότερη θέση στο κογκλάβιο, από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν ενδεχομένως μετά την εκλογή. Άραγε που θα στεκόταν ο Καράφα, αν ανέβαινε στον θρόνο εχθρικός πάπας; Προς το παρόν όμως φαινόταν, ότι ο Φίλιππος είχε λειτουργήσει προς όφελος τού Καράφα, γιατί τώρα αυτός μπορούσε να προσφέρει τις ψήφους του προς πώληση στον πλειοδότη.
Παρά το γεγονός ότι ο Γκονζάγκα είχε δηλώσει, ότι οι Γάλλοι υποστηρικτές του δεν έπρεπε πια να παρατείνουν το κογκλάβιο συνηγορώντας υπέρ τής υποψηφιότητάς του, ο Βάργκας πίστευε ότι ήταν τέχνασμα για να πάρει περισσότερες ψήφους.31 Σε κάθε περίπτωση ο Φραγκίσκος Β’ έστειλε φιλικό μήνυμα στον Καράφα και η βασίλισσα μητέρα Αικατερίνη των Μεδίκων τού έγραψε. Οι Γάλλοι ανανέωσαν τις προσπάθειές τους, στρεφόμενοι τώρα στον Καράφα, στον οποίο πρόσφεραν κάθε κίνητρο για την υποστήριξή του, όπως οι ντ’ Έστε και Γκυζ έγραφαν στον Φραγκίσκο στις 20 Νοεμβρίου (1559), «φέρνοντας περισσότερα προβλήματα από αυτά που είχαμε, χαϊδεύοντας και διατηρώντας τον καρδινάλιο Καράφα» (mettant plus de peine que nous n’ avions fait à caresser et entretenir le Cardinal Carafe). Οι ελπίδες τού ίδιου τού ντ’ Έστε αναβίωσαν, αλλά στις 6 Δεκεμβρίου ο Φραγκίσκος έστειλε υπογεγραμμένη δήλωση στον Γκυζ, ότι αν οι Γάλλοι καρδινάλιοι δεν είχαν τύχη και αν δεν ήταν δυνατό να στρατολογηθεί η υποστήριξη τού Καράφα για τον ντ’ Έστε, η γαλλική παράταξη έπρεπε να εργαστεί για την εκλογή τού Τσέζι, τού Ντολέρα ή τού Μέντιτσι.32
Η δεξιότητα τού Καράφα φαίνεται ότι δεν είχε ενισχυθεί από σοφία. Η ίδια η ανασφάλειά του τον έκανε τώρα πιο αλαζονικό και πιο δύσκολο στην αντιμετώπιση. Όπως είπε εμπιστευτικά ο Φαρνέζε στον Βάργκας, ο Καράφα είχε την πρόθεση να διαλέξει τον πάπα ο ίδιος και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τον ντ’ Έστε και τούς Γάλλους, τρομοκρατώντας όλους και ιδιαίτερα τον Σφόρτσα. Ο Καράφα σκεφτόταν ακόμη τον Κάρπι, αλλά έπαιρνε επίσης υπόψη τον ντ’ Έστε, τον Ντολέρα ή τον ένα ή τον άλλο από τούς καρδινάλιους τούς οποίους είχε δημιουργήσει ο θείος του Παύλος Δ’, όπως τον Ρεουμάνο. Η θέση τού Μέντιτσι ήταν ασαφής.33 Στις 29 Νοεμβρίου έγινε κι άλλη έρευνα στο κογκλάβιο και διώχτηκε από τις εκλογικές αίθουσες αριθμός ψευδο-κογκλαβιστών.
Τώρα πια οι απεχθείς συνθήκες στο κογκλάβιο είχαν εξελιχτεί σε απειλή για την υγεία όλων. Ο Φιρμάνους μάς πληροφορεί, ότι στις 30 Νοεμβρίου έβαλαν στο κογκλάβιο δώδεκα αχθοφόρους (fachini) για να καθαρίσουν τις αίθουσες. Μερικοί καθαριστές είχαν διωχτεί την προηγούμενη μέρα, μαζί με τούς ψευδο-κογκλαβιστές. Η δυσωδία είχε γίνει αφόρητη. Πολλοί ήθελαν να εγκαταλείψουν τις επιβλαβείς αίθουσες, «φοβούμενοι κάποια μεταδοτική ασθένεια» (timentes aliquant contagiosam infirmitatem). Ο Καράφα είχε αναλάβει προφανώς την ευθύνη τού κογκλάβιου, γιατί ο Φιρμάνους αναφέρει στο ημερολόγιό του: «Ο επιφανέστατος [καρδινάλιος] Καράφα μού έστειλε τούς καθαριστές (fachini), για να τούς διανείμω όπως έκρινα κατάλληλο στα δωμάτια των… καρδιναλίων. Ανέθεσα τέσσερα δωμάτια σε καθέναν από αυτούς».34 Ο καθαρισμός δεν ήρθε καθόλου νωρίς, γιατί, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ο Καποντιφέρρο πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου και ο Νταντίνο δύο μέρες αργότερα.
Η σημασία τού Καράφα θα σταματούσε την ώρα ακριβώς που θα εκλεγόταν πάπας.35 Στη συνέχεια το μέλλον τού ίδιου και τής οικογένειάς του θα εξαρτιόταν από τον νέο πάπα. Ο Γκονζάγκα είχε αποσυρθεί από το ανταγωνισμό (στις 8 Νοεμβρίου) και λίγο αργότερα οι Σφόρτσα και Βάργκας είχαν αποκαλύψει την αντίθεση τού Φιλίππου Β’ στην υποψηφιότητα τού Μαντοβάνου και επομένως δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αναβιώσει αυτή. Για εβδομάδες ο Πατσέκο έπαιρνε πάνω-κάτω είκοσι ψήφους, αλλά είχε καταστεί σαφές, ότι ως Ισπανός δεν είχε καμία τύχη. Στις 19 Νοεμβρίου ο Κάρπι αποσύρθηκε τελικά από την κούρσα.36
Με όλη την αυτοπεποίθηση γυρολόγου σε παζάρι, ο Καράφα ζύγιζε τις ανταγωνιστικές προσφορές των Ισπανών και των Γάλλων για την υποστήριξή του. Από τούς Ισπανούς ήθελε μια ηγεμονία (και τον τίτλο τού ηγεμόνα) για τον μεγαλύτερο αδελφό του Τζιοβάννι. Οι Γάλλοι τού πρόσφεραν την μαρκιωνία τού Σαλούτσο, 30.000 δουκάτα και την ασφαλή διατήρηση των ιταλικών του εκκλησιαστικών επιδομάτων. Ο Βάργκας τού έδινε υποσχέσεις αρκετά πέρα από εκείνα που είχε επιτρέψει ο Φίλιππος Β’.37 Το αδιέξοδο στο κογκλάβιο προκαλούσε ανομία στην πόλη και επίσης, όπως είχαν εξηγήσει οι θεματοφύλακες τής πόλης (conservatores Urbis) στις 27 Νοεμβρίου, οι καρδινάλιοι έπρεπε να σκεφτούν τον εφοδιασμό τής πόλης με τρόφιμα, ο οποίος συρρικνωνόταν μέρα με τη μέρα (praeterea annonae rationem habendam, quae in dies gravior fieret).38
Στις 8 Δεκεμβρίου (1559) ο Βάργκας μπήκε στο ανάκτορο τού Βατικανού με επιστολή από τον Φίλιππο Β’ και ζήτησε ακρόαση των καρδιναλίων, οι οποίοι με κοινή συναίνεση συμφώνησαν να τον ακούσουν στο παράθυρο τής πόρτας τού κογκλάβιου. Τούς είπε ότι η καθυστέρησή τους στην εκλογή ποντίφηκα είχε προκαλέσει στον Φίλιππο Β’ «απίστευτη θλίψη». Τούς υπενθύμισε το διάταγμα τού Γρηγορίου Ι’ για τις παπικές εκλογές (το Ubi periculum τού 1274). Αν δεν είχαν εκλέξει πάπα μέσα σε τρεις ημέρες —πόσο μάλλον σε τρεις μήνες!— η τροφή τους έπρεπε να είχε μειωθεί (δηλαδή σε ένα μοναδικό πιάτο, που θα σερβιριζόταν κάθε πρωί και βράδυ),39 ενώ έπρεπε να είχαν υποβληθεί σε πολλές άλλες «δυσκολίες» (incommoda). Δικό τους ήταν το σοβαρότερο καθήκον, η πιο επίσημη ευθύνη στη γη, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία τής αρχιερατικής διοίκησης. Η Ευρώπη βρισκόταν στις φλόγες τής αίρεσης ενώ εκείνοι χασομερούσαν. Η Χριστιανοσύνη χρειαζόταν πάπα και η καθυστέρηση στην επιλογή ενός σαφώς δεν έπρεπε πια να συνεχιστεί.
Ως συνήθως ο γέρος αρχιμανδρίτης ντυ Μπελλαί απάντησε για το Ιερό Κολλέγιο. Οι καρδινάλιοι γνώριζαν πολύ καλά, όπως είπε, τη σταθερή υποστήριξη τού Φιλίππου προς την Αποστολική Έδρα, υποστήριξη την οποία είχε συχνά καταστήσει προφανή κατά το παρελθόν, αλλά από την αρχή τού κογκλάβιου είχαν συγκεντρωθεί με ένα μοναδικό σκοπό, «ώστε να εκλέξουν πάπα το συντομότερο δυνατόν» (ut quam primum summus pontifex crearetur). Οι περιορισμοί στην τροφή πολύ σύντομα θα τηρούνταν πλήρως. Ήταν πιο εύκολο να εκλέγουν πάπες σε παλαιότερες εποχές, γιατί υπήρχαν λιγότεροι καρδινάλιοι που έπρεπε να καταλήξουν σε συμφωνία, αλλά ακόμα κι έτσι συχνά δεν το είχαν καταφέρει και τούς είχε πάρει πέντε ή έξι μήνες ή περισσότερο από ένα χρόνο για να εκλέξουν πάπα. Όμως η παράταση τού παρόντος κογκλάβιου δεν αποτελούσε περισσότερο σφάλμα των καρδιναλίων, απ’ όσο εξωτερικών (όπως ο Βάργκας), οι οποίοι αναμιγνύονταν συνεχώς στην παπική εκλογή, «που δεν ήταν δουλειά τους» (quod ad eos nulla ex parte pertineret). Δεν υπήρχε καμία διαφωνία εντός των τειχών τού κογκλάβιου που να μη μεταδιδόταν έξω. Αν σταματούσε αυτή η παρέμβαση, οι καρδινάλιοι θα μπορούσαν σύντομα να προχωρήσουν σε σωστή εκλογή.
Ο ντυ Μπελλαί είχε μιλήσει «όχι χωρίς ενόχληση» (non sine stomaco) και φαινόταν να στοχεύει τις παρατηρήσεις του στον Φίλιππο Β’, πράγμα που προκάλεσε κάποια αναταραχή και οδήγησε τον Βάργκας να ξεκινήσει μακρά υπεράσπιση τού βασιλιά του, ο οποίος (όπως έλεγε) φρόντιζε πάντοτε για την αξιοπρέπεια και το όφελος τής Εκκλησίας. Ο Φίλιππος δεν επιδίωκε «ως άρχοντας» (tanquam dominus) να πει στους πατέρες να ψηφίσουν αυτό το πρόσωπο και όχι εκείνο, αλλά απλώς ως υπάκουος γιος τής Αποστολικής Έδρας είχε εκφράσει γνώμη για ορισμένα άτομα. Ως άνθρωπος που κατανοούσε την ανάγκη να υπακούει και όχι να διατάζει, αναγνώριζε φυσικά ελευθερία στην κρίση και τη θέλησή τους να επιλέξουν τον επόμενο πάπα. Εκείνοι που είχαν διαφορετική γνώμη για τον Φίλιππο έκαναν λάθος. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν υπαίτιος αυτής τής μεγάλης καθυστέρησης στην επιλογή πάπα. Έχοντας κάνει την ομιλία του, ο Βάργκας παρέδωσε την επιστολή τού Φιλίππου στους καρδιναλίους. Ο ντυ Μπελλαί αναγνώρισε ευγενικά το ενδιαφέρον τού Φιλίππου, ο Φαρνέζε επέπληξε δριμύτατα τον αρχιμανδρίτη για τις παρατηρήσεις του και (μετά την αναχώρηση τού Βάργκας) οι καρδινάλιοι συνέχισαν για να αναιρέσουν τις μικρές πιθανότητες τού Ρεουμάνο να γίνει πάπας. Όταν έφτασε στην πόλη η είδηση ότι ίσως εκλεγόταν ο Ρεουμάνο, ένας Γάλλος, οι Ρωμαίοι σχεδόν εξεγέρθηκαν.40
Οι γνώμες διέφεραν μεταξύ εκείνων που βημάτιζαν πάνω-κάτω στις εκλογικές αίθουσες στο ανάκτορο τού Βατικανού ως προς το βαθμό κατά τον οποίο, όπως πίστευε ο Βάργκας, ο Κάρλο Καράφα ήταν πραγματικά ο «προστάτης τού κογκλάβιου» (patron del conclave). Ο Σφόρτσα επέμενε ότι δεν ήταν, αλλά ο Βάργκας δεν το διακινδύνευε. Ο τελευταίος έδινε τέτοιες υποσχέσεις για λογαριασμό τού Φιλίππου Β’, που ο Καράφα δήλωσε τελικά την πρόθεσή του, όπως έγραφε ο Βάργκας στον Φίλιππο (στις 12 Δεκεμβρίου 1559), «να παραμείνει σταθερά στην υπηρεσία τής μεγαλειότητάς σας» (de durar firmamente en servir á vuestra Magestad). Ο Καράφα είχε διαβεβαιώσει τον ανήσυχο πρεσβευτή, ότι τώρα μπορούσε να κοιμάται με ασφάλεια. Όμως καθώς περνούσαν οι μέρες και δεν ερχόταν από την Ισπανία καμία επιβεβαίωση των υποσχέσεων τού Βάργκας, επέστρεψαν οι αμφιβολίες τού Καράφα και οι φόβοι τού Βάργκας. Ο Βάργκας, διπλωματικός ταυρομάχος όπως ήταν, έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα και (όπως ενημέρωνε τον Φίλιππο με δεύτερη επιστολή τής 12ης Δεκεμβρίου, αυτή τη φορά κρυπτογραφημένη) με δική του ευθύνη είχε προσθέσει μια παράγραφο, υποσχόμενη στον Καράφα κάθε δέουσα ανταμοιβή αν διατηρούσε την υποταγή του στους Ισπανούς και υποστήριζε στο κογκλάβιο τούς υποψήφιους τού Φιλίππου. Έδειξε στον Καράφα το κείμενο και τού είπε ότι ήταν απόσπασμα από την τελευταία επιστολή τού Φιλίππου.41 Οι Βάργκας και Καράφα ήσαν και οι δύο κατεργάρηδες (Arcades ambo). Χρειάζεται κλέφτης για να πιαστεί κλέφτης και ο Καράφα πιάστηκε.
Για λόγους εντυπώσεων ο Καράφα πίστευε ότι δεν έπρεπε να διασχίσει αμέσως τον δρόμο και να ενωθεί και πάλι με τούς Ισπανούς, αλλά το πλήρες μέτρο τής υποκρισίας του θα ερχόταν στο φως στις 14-15 Δεκεμβρίου. Μια μέρα πριν είχε εξαπλωθεί σε όλη την πόλη η είδηση, «ότι τίποτε δεν ήταν πιο πιθανό», λέει ο Γκουίντο, «από το να γίνει πάπας ο Έρκολε Γκονζάγκα, εξέλιξη που όλοι θεωρούσαν πιθανή, επειδή πίστευαν ότι ο καρδινάλιος Καράφα είχε αλλάξει γνώμη και συμφωνούσε να πάει μαζί με τον Σφόρτσα και να τον ανακηρύξουν πάπα». Σύμφωνα με τον Βάργκας, ο Μαντρούτσο και ορισμένοι άλλοι καρδινάλιοι ήσαν τόσο σίγουροι για την εκλογή τού Γκονζάγκα, που είχαν στείλει τις ασημένιες πλάκες τους έξω από τα κελλιά στις εκλογικές αίθουσες «για να μη λεηλατηθούν» (porque no se la saqueasen), γιατί (όπως όλοι γνώριζαν) όταν εκλεγόταν πάπας, ορμούσαν πλήθη στις αίθουσες και άρπαζαν όλα εκείνα, στα οποία μπορούσαν να απλώσουν τα χέρια τους.
Τον αδελφό τού Καράφα, τον Αντόνιο, μαρκήσιο τού Μοντεμπέλλο, είχε υποδεχτεί πολύ ευγενικά ο ανηψιός τού Γκονζάγκα, ο Γκουϊντομπάλντο, δούκας τού Ουρμπίνο. Ο Αντόνιο προέτρεπε για την εκλογή τού Γκονζάγκα και λεγόταν ότι είχε πείσει τον γιο του, τον Αλφόνσο, καρδινάλιο τής Νάπολης, ότι η φατρία Καράφα έπρεπε όλοι να ψηφίσουν τον άρχοντα καρδινάλιο τής Μάντουα. Ο Φαρνέζε εργαζόταν σκληρά για να νικήσει τον εχθρό του και για να ανακουφίσει το άγχος τού Φαρνέζε ο Καράφα δείπνησε μαζί του εκείνο το απόγευμα ή βράδυ. Σε αντίθεση με την προσδοκία των Γάλλων, η φατρία Καράφα δεν ενώθηκε μαζί τους. Επίσης αυτή τη φορά ο Σφόρτσα δεν μπορούσε να βοηθήσει τον Γκονζάγκα, γιατί τώρα γνώριζε τον «αποκλεισμό» τού Μαντοβάνου από τον Φίλιππο Β’.42 Η τελευταία ευκαιρία τού Γκονζάγκα να γίνει πάπας είχε περάσει για πάντα.
Την Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου ο Γκονζάγκα λοιπόν απορρίφθηκε, μαζί με τούς Τουρνόν και Τσέζι, με δέκα μόλις ψήφους. Ο Πατσέκο έλαβε δεκαοκτώ. Ήταν η εξηκοστή έβδομη ψηφοφορία τού κογκλάβιου. Ο Ζαν Ρεουμάνο, ένας από τούς πρώτους καρδινάλιους τού Παύλου Δ’, είχε παραμείνει πιστό μέλος τής ομάδας Καράφα. Ο Κάρλο είχε πει προφανώς στον Λουί ντε Γκυζ, ότι ήθελε, για μια ακόμη φορά, ως χειρονομία ευγένειας, να εμφανίσει το όνομα τού Ρεουμάνο ενώπιον τού κογκλάβιου, για το οποίο κανένας, ειδικά Γάλλος, δεν θα μπορούσε να έχει αντίρρηση. Ήταν χάσιμο χρόνου. Ο Ρεουμάνο δεν είχε καμία πιθανότητα εκλογής. Έτσι κι αλλιώς είχαν χάσει ήδη περισσότερους από τρεις μήνες. Όμως οι Γάλλοι ήσαν δικαιολογημένα καχύποπτοι με τον Καράφα, λόγω τής αποτυχίας του να τηρήσει προφανή υπόσχεση να βοηθήσει τον Γκονζάγκα. Ο Καράφα διαβεβαίωνε τον Γκυζ, ότι για όσο διάστημα ασχολούνταν όλοι με τον Ρεουμάνο, καμία προσπάθεια δεν θα γινόταν για λογαριασμό τού Κάρπι.
Τον Γκυζ είχε συγκλονίσει το γεγονός, ότι ο Καράφα επανεξέταζε τη δυνατότητα εκλογής τού Κάρπι. Στις 9 μ.μ. εκείνης τής νύχτας ήταν πια σαφές, ότι ο Καράφα είχε πει ψέματα στον Γκυζ, γιατί «παρά την υπόσχεσή του» (contra suam promissionem) προσπάθησε για μια ακόμη φορά να πετύχει την ανύψωση τού Κάρπι «δια λατρείας» πριν καταλάβουν οι Γάλλοι ότι είχε τελειώσει με την χειρονομία του προς τον Ρεουμάνο. Το αποτέλεσμα ήταν βίαιη φιλονικία, «λόγια μαχητικά και προσβλητικά» (verba altercatoria et iniuriosa) μεταξύ Γκυζ και Καράφα, που ήταν ασφαλώς το τέλος τής σχέσης τού τελευταίου με τούς Γάλλους.43
Σύμφωνα με τον Γκουίντο ο οργισμένος Γκυζ χτυπούσε τώρα την πόρτα τού κελιού τού ντ’ Έστε και ορμώντας μέσα βρήκε εκεί τούς Μαντρούτσο, Σερμονέτα και ντέλλα Κόρνια. Κατηγόρησε τον ντ’ Έστε ότι καθόταν εκεί, σαν να μην ενδιαφερόταν για τον κόσμο. «Ο Καράφα τα έχει σπάσει μαζί μας», φώναζε, «και προσπαθούν να κάνουν πάπα τον Κάρπι». Το κογκλάβιο βρισκόταν σύντομα σε πανδαιμόνιο και οι παλαιοί καρδινάλιοι δήλωναν ότι δεν είχαν δει ποτέ τόσο μεγάλη αναταραχή σε κογκλάβιο. Ο ντ’ Έστε έσπευσε με τούς φίλους του στην Καπέλλα Σιξτίνα, όπου ο Γκυζ στάθηκε ο ίδιος στην πόρτα που οδηγούσε στη Σάλα Ρέτζια, εξακολουθώντας να φωνάζει (λέει ο Φιρμάνους) «Θέλουν να κάνουν πάπα τον Κάρπι!» (Voglion far papa Carpi!). Ο Μαντρούτσο είχε πάει με τον ντ’ Έστε όχι τόσο με επιθυμία να αποτρέψει την ανύψωση τού Κάρπι, όσο με απεγνωσμένη ελπίδα να δοθεί ίσως ευκαιρία στον Γκονζάγκα.
Καθώς ο Καράφα συγκέντρωνε τούς δικούς του οπαδούς, προφανώς για να ενωθούν με τούς Ισπανούς στην Παολίνα, έπεσε πάνω στον Βιτέλλι και τού ζήτησε να έρθει επίσης. Ο Βιτέλλι απάντησε ψυχρά, ότι ο Καράφα έπρεπε να τον συγχωρέσει. Κάποια άλλη μέρα ίσως, αλλά όχι τώρα. Ο Καράφα είχε χρησιμοποιήσει τον Βιτέλλι ως ενδιάμεσο με τούς Γάλλους, «για να αποφασίσουν για τον Έρκολε [Γκονζάγκα]». Στη συνέχεια ο ίδιος είχε εγκαταλείψει τούς Γάλλους, είχε επανέλθει στους Ισπανούς και είχε αφήσει τον Βιτέλλι δυσάρεστα αβοήθητο. Για μια ακόμη φορά είχαν φτάσει σε αδιέξοδο στις δύσοσμες αίθουσες τού κογκλάβιου, με μεγάλους καυγάδες και στις δύο πλευρές.44
Παρά την αποτυχία των προσπαθειών τού Καράφα για λογαριασμό τού Κάρπι, οι Ισπανοί αποφάσισαν και πάλι να προωθήσουν την υποψηφιότητα τού Πατσέκο, ο οποίος είχε δείξει συνεπή δύναμη από τη μια ψηφοφορία στην άλλη. Φαίνεται επίσης ότι ο Φίλιππος Β’ είχε γράψει στον Βάργκας (στις 27 Οκτωβρίου), ότι ο Πατσέκο βρισκόταν επικεφαλής τού καταλόγου του των προτιμώμενων υποψηφίων.45 Ο χρόνος φαινόταν καλά επιλεγμένος για τη συσπείρωση τής ισπανικής φατρίας γύρω από τον Πατσέκο. Οι γαλλόφιλοι καρδινάλιοι Καποντιφέρρο και Νταντίνο ήσαν νεκροί. Ο ντυ Μπελλαί είχε αποσυρθεί από το κογκλάβιο στις 13 Δεκεμβρίου λόγω ασθένειας και ο Καράφα ήταν τώρα ανέκκλητα δεσμευμένος στην Ισπανία.
Το πρωί τής 18ης Δεκεμβρίου, μετά τη λειτουργία, ο τελετάρχης Φιρμάνους έκανε τις συνήθεις προετοιμασίες «για ψηφοφορία» (pro scrutinio) στην Καπέλλα Παολίνα, όπου θα γινόταν όπως πάντα η ψηφοφορία. Όταν βγήκαν έξω οι κογκλαβιστές και κλειδώθηκε η πόρτα τού παρεκκλησιού, ο Καράφα πρότεινε να ψηφίσουν ανοιχτά οι καρδινάλιοι (έτσι μάς πληροφορεί ο Γκουίντο) και να μη ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους σε καλυμμένο δισκοπότηρο. Ο Καράφα έλεγε ότι αυτό θα επιτάχυνε τη διαδικασία, αλλά ο Τουρνόν, ο οποίος ενεργούσε ως αρχιμανδρίτης απουσιάζοντος τού ντυ Μπελλαί, δήλωσε ότι μια τέτοια διαδικασία θα ήταν «αντίθετη με τούς νόμους και τα διατάγματα των ποντιφήκων» (contra leges et decreta pontificum). Ο Φαρνέζε απάντησε ότι η εκλογή ενός ποντίφηκα γινόταν με τη γενική συναίνεση των καρδιναλίων και ότι δεν είχε σημασία ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχανόταν η συναίνεση.
Φοβούμενος ότι η ψηφοφορία επρόκειτο να βυθιστεί σε άλλη μια μάταιη συζήτηση, ο καρδινάλιος Κάρπι σηκώθηκε, εκθείασε την αξία τού Πατσέκο και αναστάτωσε το τραπέζι πάνω στο οποίο ακουμπούσε. Προφανώς αυτό δεν ήταν τυχαίο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον Γκουίντο, ήταν το τραπέζι πάνω στο οποίο επρόκειτο να εναποτεθούν τα ψηφοδέλτια (ad puncta excipienda). Καθώς το τραπέζι έπεφτε στο δάπεδο με πάταγο, ο Κάρπι κινήθηκε προς τον Πατσέκο, έπεσε στα πόδια του «και τον χαιρέτησε ως ανώτατο ποντίφηκα» (illumque pontificem maximum salutavit).
Ο Καράφα, ο Φαρνέζε, ο Σφόρτσα και άλλοι τον ακολούθησαν σε αυτήν την πράξη «λατρείας» (adoratio). Εκείνοι που ήθελαν να κάνουν τον Πατσέκο πάπα (λέει ο Φιρμάνους) κλήθηκαν να συγκεντρωθούν στο ευαγγέλιο στη δεξιά πλευρά τού βωμού, δηλαδή όπως στεκόταν κανείς πίσω από το ιερό και κοίταζε προς την πόρτα που οδηγούσε στη Σάλα Ρέτζια. Κάποιοι καρδινάλιοι πήγαν, αλλά άλλοι πήγαν στην άλλη πλευρά, εκείνοι που ήσαν αντίθετοι με τον Πατσέκο, μεταξύ των οποίων ήσαν οι Τζάκοπο Σαβέλλι, Φούλβιο ντέλλα Κόρνια, Ταντέο ντε Γκάντι και Τζιαν Αντρέα Μερκούριο. Οι Γκονζάγκα και Σερμονέτα έσπευσαν από το παρεκκλήσι στο κελί τού Φεντερίκο ντε Τσέζι, για να στρατολογήσουν την ψήφο του εναντίον τού Πατσέκο, ενώ ο Αλφόνσο Καράφα πήγε να καλέσει τούς Τζιαν Μικέλε Σαρακένι και Μικέλε Γκιζλιέρι στο παρεκκλήσι, για να υποστηρίξουν τον Πατσέκο. Οι Τσέζι, Σαρακένι και Γκιζλιέρι ήσαν απόντες λόγω ασθένειας.
Συνολικά οι Κάρπι, Καράφα και Φαρνέζε είχαν συγκεντρώσει μόνο εικοσιεπτά ψήφους υπέρ τού Πατσέκο, σύμφωνα με τον Φιρμάνους, τουλάχιστον τρεις λιγότερες από την απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων. Το κελί τού Πατσέκο είχε λεηλατηθεί και τα τιμαλφή είχαν αφαιρεθεί από μέλη τού νοικοκυριού του, με την πεποίθηση ότι η εκλογή του ήταν σίγουρη. Ύστερα από μεσημεριανό γεύμα οι καρδινάλιοι και των δύο μερών επέστρεψαν στο παρεκκλήσι και στη συνέχεια γύρω στις 2 μ.μ. (hora 21) είκοσι περίπου καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν μαζί με τον Πατσέκο, ο οποίος επέστρεψε στο ερειπωμένο κελί του τρεις ώρες αργότερα. Οι υποστηρικτές του δεν εύρισκαν τρόπο να συγκεντρώσουν τριάντα ψήφους, γιατί ορισμένοι Ιταλοί καρδινάλιοι, αν και μέλη τής παράταξης των φιλο-Αψβούργων, δεν είχαν καμία επιθυμία για Ισπανό πάπα.
Όταν ο Φρανσίσκο ντε Βάργκας έμαθε ότι η τιάρα είχε ξεφύγει από τον Πατσέκο για μια ακόμη φορά, έσπευσε στο ανάκτορο τού Βατικανού, έξαλλος με τούς ντέλλα Κόρνια και Μερκούριο για λιποταξία από την ισπανική παράταξη. Ο Φιρμάνους μάς λέει ότι υπήρχε ένα ανοιχτό ή ξεκλείδωτο παράθυρο, που έβλεπε στο φαρμακείο τού κογκλάβιου. Κάποιος μπορούσε να φτάσει σε αυτό από την οροφή και έτσι να αποκτήσει πρόσβαση στις εκλογικές αίθουσες. Αυτός ήταν ο τρόπος που χρησιμοποιούσε ο Βάργκας για να έρθει «για ιδιωτική συνομιλία με τούς καρδινάλιους» (ad confabulandum cum cardinalibus secreto) και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ερχόταν τώρα, καλώντας τον Μερκούριο να έρθει και να τον δει. Ο Μερκούριο ήρθε και το ίδιο έκαναν ο Λουί ντε Γκυζ, ο Λορέντσο Στρότσι και άλλοι καρδινάλιοι τής γαλλικής παράταξης, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν για την απρεπή εισβολή τού Βάργκας. Η παράβασή του ήταν σε αυτή την περίπτωση ακόμη πιο ασυγχώρητη, γιατί είχε φέρει μαζί του τον Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ο οποίος είχε έρθει για να ασκήσει πίεση στον αδελφό του, τον καρδινάλιο Φούλβιο. Η συνολική συμπεριφορά τού Ισπανού πρεσβευτή ήταν τόσο απόλυτα εξοργιστική, που τόσο ο ίδιος όσο και ο Γκυζ δεν μπορούσαν παρά να υποκύψουν σε κάποιο μέτρο χιούμορ, φερόμενοι «με τη μεγαλύτερη ευγένεια … και μεταξύ τους φιλικότητα» (cum summa benevolentia… et inter se amicissime…». Όταν αναχώρησαν οι Βάργκας και Ασκάνιο χωρίς να έχουν πετύχει τίποτε, ο Γκυζ έκλεισε το παράθυρο με τούβλα και κονίαμα.46 Άλλη μια βδομάδα είχε περάσει. Κι άλλος υποψήφιος είχε παραμεριστεί. Δεν θα τελείωνε ποτέ το κογκλάβιο;
Στις 12 Δεκεμβρίου (1559) ο Βάργκας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι υπήρχε μικρή πιθανότητα να δει ο Φίλιππος Β’ κάποιον λεγόμενο φιλο-αυτοκρατορικό καρδινάλιο στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου. Οι Κάρπι και Πατσέκο αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες, «ενώ ο Μορόνε απλώς δεν μπλέκεται σε αυτόν τον χορό» (y Moron no entra en esta danza). Ο Καράφα δεν ήθελε ούτε τον Πουτέο ούτε τον Μέντιτσι. Ο Βάργκας απέρριπτε τον Ντολέρα ως Φραγκισκανό μοναχό και πλάσμα τού Παύλου Δ’. Παρ’ όλα αυτά ο Καράφα (κατά τη γνώμη τού Βάργκας) δεν είχε καλούς λόγους για τον αποκλεισμό τού Μέντιτσι, απλά και μόνο επειδή ο δούκας τής Φλωρεντίας υποστήριζε τις κληρονομικές αξιώσεις τού Τζιαν Φραντσέσκο Γκουίντι ντα Μπάνιο στο Μοντεμπέλλο εναντίον εκείνων που ο αδελφός τού Καράφα Αντόνιο είχε αποκτήσει με την παπική παραχώρηση (του 1556). Βέβαια ο δούκας τής Φλωρεντίας ήθελε να δει τον Μέντιτσι πάπα, αλλά ο τελευταίος δεν ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις τού δούκα, ούτε ο Φίλιππος Β’.
Έπρεπε να ειπωθεί κάτι για τον Μοντεπουλτσιάνο, αλλά ο Καράφα δεν ήθελε ούτε αυτόν. Επιχειρώντας ακόμη πιο πέρα, στις τάξεις των παλαιότερων καρδιναλίων κάποιος έπρεπε να σκεφτεί τούς Φεντερίκο ντε Τσέζι και Φραντσέσκο Πιζάνι. (Ο Τσέζι ήταν καρδινάλιος για δεκαπέντε χρόνια και ο Πιζάνι για περισσότερα από σαράντα.) Από αυτούς τούς δύο ο Τσέζι ήταν προτιμότερος, γιατί ο Πιζάνι ήταν τής γαλλικής παράταξης, εκτός από το γεγονός ότι ήταν Ενετός και επιπλέον ηλίθιος «και θα ήταν διαβόητες εκλογές» (que sería infame elección). Έτσι συνολικά, παρά τη συντονισμένη προσπάθεια στις 18 Δεκεμβρίου να εκλεγεί ο Πατσέκο, ο Βάργκας θεωρούσε τον Μέντιτσι ως τον πιο υποσχόμενο υποψήφιο από την ισπανική άποψη και προσπαθούσε «με όλη τη δύναμή του» να κερδίσει τον Καράφα στην υποστήριξη τού Μέντιτσι.47
Ακριβώς όπως η ειρήνη τού Κατώ-Καμπρεσί είχε τερματίσει τον πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, έτσι κάποια παρόμοια συμφωνία θα ήταν απαραίτητη για να τελειώσει την αντιπαλότητά τους στο κογκλάβιο. Οι καρδινάλιοι συνέχιζαν τις αναμενόμενες κινήσεις λειτουργιών, ψηφοφοριών και επιθεωρήσεων των εκλογικών αιθουσών. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Πατσέκο πήρε εικοσιτέσσερις ψήφους και ο Σαρακένι άφησε το κογκλάβιο άρρωστος. Περισσότερα παράθυρα σφραγίστηκαν και ο διοικητής τού Μπόργκο διατάχτηκε να κλείσει με ασφάλεια όλες τις εισόδους προς το κογκλάβιο. Υπήρχε «ως συνήθως» (more solito) κι άλλη ψηφοφορία στις 20 τού μηνός, στην οποία ο Πατσέκο πήρε εικοσιτρείς ψήφους, ενώ εκείνη την ημέρα ανακαλύφθηκε, ότι είχαν γίνει μικρές τρύπες στο δάπεδο των κελλιών ορισμένων καρδιναλίων στη Σιξτίνα, «απ’ όπου στέλνονταν και λαμβάνονταν επιστολές».
Οι Γάλλοι προωθούσαν την υποψηφιότητα τού Πιζάνι. Το κογκλάβιο είχε γίνει πολύ βαρύς σταυρός για να τον φέρουν κάποιοι καρδινάλιοι και ο Βάργκας φοβόταν, ότι για να τελειώνουν με αυτό ίσως εξέλεγαν κάποιον χοντροκέφαλο. Όμως ο Φιρμάνους σημειώνει, ότι στις 22 Δεκεμβρίου τόσο πριν όσο και μετά το δείπνο, οι Φαρνέζε, Σφόρτσα, Γκυζ και Καράφα συζήτησαν εκτεταμένα «για την εκλογή τού μελλοντικού ποντίφηκα» (pro electione futuri pontificis). Αργότερα συγκεντρώθηκαν και πάλι στο κελί τού Γκυζ, όπου ενώθηκαν μαζί τους και οι Τουρνόν και ντ’ Έστε. Αποφάσισαν ότι υπήρχαν τέσσερις πιθανοί υποψήφιοι, οι Τσέζι, Πουτέο, Μοντεπουλτσιάνο και Μέντιτσι,48 παρά το γεγονός ότι τώρα αποφασιζόταν, ότι η εκλογή τού Τσέζι ή τού Μέντιτσι θα ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμη.
Την Κυριακή 24 Δεκεμβρίου, την «παραμονή τής Γέννησης» (vigilia nativitatis), o Φιρμάνους είδε να μπαίνουν κάποιοι «σωφρονιστές» (poenitentiarii), για να ακούσουν τις εξομολογήσεις των κογκλαβιστών (και των καρδιναλίων), έτσι ώστε να μπορέσουν να κοινωνήσουν τη μέρα των Χριστουγέννων.49 Μεταξύ εκείνων που είχαν γίνει δεκτοί για τον σκοπό αυτό, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ήταν ο Αυγουστινιανός μοναχός και ιστορικός Ονόφριο Πανβίνιο, ο οποίος ήταν έτσι σε θέση να μάς δώσει άλλη μια περιγραφή από πρώτο χέρι για τα τελευταία στάδια τού κογκλάβιου.
Μόλις έφτασε στις εκλογικές αίθουσες, ο Πανβίνιο άρχισε να αναζητά παλιούς φίλους και προστάτες του. Ξεκίνησε με τον Κάρπι, ο οποίος χάρηκε που τον είδε και τού είπε ότι δυστυχώς, αν δεν κατάφερναν να εκλέξουν πάπα εκείνη τη μέρα ή την επόμενη, «δεν θα έχουμε πάπα για έξι μήνες». Η επιλογή είχε περιοριστεί στους Τσέζι και Μέντιτσι, «για τούς οποίους υπήρχε μεγάλη διαμάχη» (de quibus tantum controversia erat). Ο Πανβίνιο πέρασε τη νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα στο κελί τού Φαρνέζε, όπου τον είχε βρει να έχει δείπνο με τούς Σαβέλλι και ντελ Μόντε. Ο Όττο φον Τρούκσες είπε στον Πανβίνιο, ότι οι ηγέτες των δύο παρατάξεων είχαν μόλις αποφασίσει για τον Τζιανάντζελο Μέντιτσι. Ποια ήταν η άποψη τού Πανβίνιο γι’ αυτόν; «Απάντησα ότι μού φαινόταν να είναι εξαιρετικός άνθρωπος, αρκετά φιλειρηνικός και γενναιόδωρος, σπουδαστής των ελευθέρων τεχνών και ότι θα γινόταν άριστος πάπας».
Ο Πανβίνιο δέχτηκε φιλικούς χαιρετισμούς από τον Μέντιτσι, «προορισμένο πια για πάπα» (iam pontifex destinatus), καθώς και από τον Μαντρούτσο, ο οποίος ήθελε επίσης να μάθει τη γνώμη τού Αυγουστινιανού για τον Μέντιτσι. «Απάντησα ότι ήταν εξαιρετικός πατέρας και ότι πίστευα ότι θα είχαμε ευημερούσα παπική θητεία». Στη συνέχεια ο Μαντρούτσο ρώτησε γελώντας: «Τι όνομα θα τού δώσουμε; Σίγουρα θα ονομάζεται Ασκληπιός!». Το αστείο ήταν προφανές και «υπαινισσόταν το όνομα τού Μέντιτσι (γιατρός)» (alludens ad Medicis nomen). Ο Μαντρούτσο είπε ότι ο Αλφόνσο Καράφα είχε την τελική ευθύνη για την επιλογή τού Μέντιτσι και μολονότι ο ίδιος εξηγούσε τούς λόγους για τούς οποίους είχε και αυτός ταχθεί υπέρ τής ανύψωσης τού Μέντιτσι, όμως ο Πανβίνιο μπορούσε να δει ότι υπήρχαν όρια στον ενθουσιασμό του, γιατί ο Γκονζάγκα ήταν μακράν ο προτιμώμενος από τον Μαντρούτσο για την τιάρα.50 Τα αποτελέσματα αυτού τού κογκλάβιου θα ήσαν σημαντικά για την Ευρώπη καθώς και για την Ιταλία. Ο Πανβίνιο, που γνώριζε καλά τόσο πολλούς από τούς συμμετέχοντες στο εκλογικό δράμα, ήταν γοητευμένος από τις διαδικασίες και έσπευσε να μάθει ό,τι μπορούσε για εκείνα που είχαν συμβεί μέχρι τότε.
Όπως υπαινίχθηκε ο Μαντρούτσο στον Πανβίνιο, ο νεαρός Αλφόνσο Καράφα, ο καρδινάλιος τής Νάπολης, είχε παίξει ρόλο (απρόθυμο ρόλο) στην τελική επιλογή τού Μέντιτσι. Κατά τις ημέρες λίγο πριν τα Χριστούγεννα το κογκλάβιο φαινόταν σχεδόν τόσο διαιρεμένο όσο ποτέ, παρά το γεγονός ότι οι παπικοί υποψήφιοι (papabiles) είχαν περιοριστεί στους Τσέζι και Μέντιτσι. Οι Γάλλοι προτιμούσαν τον Τσέζι. Οι Ισπανοί ήθελαν τον Μέντιτσι. Οι οπαδοί τού Κάρλο Καράφα βρίσκονταν σε σοβαρή διαφωνία. Ο ευφραδής Βιτέλλι ήταν πλήρως υπέρ τού Μέντιτσι, αλλά ο Αλφόνσο Καράφα δεν τον ήθελε καθόλου, γιατί τον αντιπαθούσε ο θείος του, ο Παύλος Δ’.
Επίσης ο Μέντιτσι είχε προκαλέσει μικρό σκάνδαλο στο κογκλάβιο, όταν προς το τέλος Σεπτεμβρίου είχε πει στον φον Τρούκσες, ότι ο πάπας και η σύνοδος ίσως έπρεπε να αντιμετωπίσουν την λουθηρανική πρόκληση, επιτρέποντας στους Γερμανούς έγγαμο κλήρο και κοινωνία «και με τα δύο είδη» (sub utraque specie).51 Στον Κάρλο Καράφα, ο οποίος έτρεφε ακόμη όχι μικρή δυσαρέσκεια για τον υποστηρικτή τού Μέντιτσι, τον δούκα Κόσιμο, καθώς και για τον πρώην πρεσβευτή τού τελευταίου, τον Τζιανφιλιάτσι, δεν άρεσε η ιδέα τού Μέντιτσι, αλλά ο Κάρλο είχε ενωθεί με την ισπανική παράταξη, η οποία ήθελε τον Μέντιτσι. Ο Κάρλο ήταν λοιπόν αβέβαιος για το επόμενο βήμα του. Ο Λουί ντε Γκυζ, ο οποίος γνώριζε καλά τις διαφορετικές απόψεις των Βιτέλλι και Αλφόνσο Καράφα, πρόσφερε ξαφνικά στην παράταξή τους ένα τρόπο για τον τερματισμό τού κογκλάβιου.
Οι Κάρλο Καράφα και Βιτέλλι είχαν συναντήσει τον Γκυζ στη Σάλα Ρέτζια, κοντά στην είσοδο τής Καπέλλα Παολίνα, όπου ύστερα από κάποια διακριτικά πάρε-δώσε ο Γκυζ είχε πει, ότι φυσικά δεν επρόκειτο να παραμείνει στη Ρώμη μετά το κογκλάβιο. Γι’ αυτόν δεν είχε ιδιαίτερη σημασία ποιος θα ήταν ο επόμενος πάπας, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν έντιμος άνθρωπος, που θα μπορούσε να λειτουργήσει για το καλό τής χριστιανικής κοινοπολιτείας. Ο Γκυζ έλεγε ότι η παράταξη Καράφα (και οι Ισπανοί) είχε απορρίψει τούς Τουρνόν, Πιζάνι, Γκονζάγκα, ντ’ Έστε και άλλους, ενώ οι Γάλλοι είχαν απορρίψει τούς Κάρπι, Πουτέο και άλλους υποψηφίους των Ισπανών. Πριν μπορέσει ο Γκυζ να μακρηγορήσει για τα χαρίσματα τού Τσέζι, παρενέβη ο Βιτέλλι με τη δική του έκκληση να στραφούν οι καρδινάλιοι προς τον καλύτερο άνθρωπο, ο οποίος ανήκε στην παράταξη καθενός και κανενός. Σε αυτό ο Γκυζ απάντησε στα καθομιλούμενα λατινικά τής εποχής:
Καταλαβαίνω, Βιτέλλι, καταλαβαίνω απολύτως. Θα θέλατε τον Μέντιτσι. Και για να μπορέσετε επιτέλους να καταλάβετε, ότι δεν είμαι το εμπόδιο για την εκλογή πάπα, πηγαίνετε και διαβουλευτείτε μεταξύ σας. Στο όνομα όλων μας, προτείνω σε εσάς τούς Τσέζι και Μέντιτσι. Μπορείτε να διαλέξετε όποιον από τούς δύο θέλετε και τότε θα τον ανακηρύξουμε πάπα. Υπάρχει όμως ο όρος, ότι εκείνον στον οποίο θα συναινέσει ο Καράφα, πρέπει να τον αποδεχτεί και ο καρδινάλιος τής Νάπολης. Διαφορετικά δεν θα είχε νόημα, γιατί καταλαβαίνω (και τώρα κοίταζε τον Καράφα), ότι υπάρχει κάποια διαφωνία ανάμεσα στους δυο σας.
Ο Πανβίνιο λέει, ότι ο Γκυζ είχε μόλις ξυπνήσει και τα μάτια του ήσαν θολά από τον ύπνο, όταν οι Καράφα και Βιτέλλι έτρεξαν σε αυτόν δίπλα στην Παολίνα. Αν ήταν έτσι, τότε είχε συνέλθει ραγδαία. Πρόσφερε τολμηρή και ειλικρινή λύση για τη μακρά εκλογική διαμάχη. Ήταν επίσης γενναιόδωρη κίνηση, γιατί αν και ο Μέντιτσι δεν ήταν αφοσιωμένος οπαδός τής Ισπανίας, είχε θεωρηθεί από πολλούς ως φιλο-αυτοκρατορικός. Όμως, όπως καθιστούσε σαφές ο Γκυζ, τα μέλη τής «παράταξης Καράφα» (fazione Carafesca) έπρεπε να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Αλλιώς ο αγώνας θα συνεχιζόταν, γιατί εκείνοι που δεν ήθελαν τον Μέντιτσι θα προσπαθούσαν φυσικά να ενισχύσουν τον Αλφόνσο Καράφα στην αντίθεσή του. Ο Βιτέλλι πίστευε ότι κρατούσε την παπική θητεία τού Μέντιτσι «στα χέρια του» (in manibus), αλλά ο Γκυζ έβαλε αυτόν και τον Καράφα να ορκιστούν, ότι δεν θα έλεγαν σε κανένα για την προσφορά του, εκτός από τον Αλφόνσο Καράφα. Δήλωσε ότι δεν θα το έλεγε ούτε καν στον ντ’ Έστε, τον συναρχηγό τής γαλλικής παράταξης. Βέβαια λίγο αργότερα θέλησε να απαλλαγεί από την υπόσχεσή του, γιατί είδε ότι θα ήταν απαραίτητο να αποκαλύψει το σχέδιο στον ντ’ Έστε.
Ο Κάρλο Καράφα δεν ενθουσιάστηκε για τον παλιό αντίπαλο τού θείου του, τον Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι. Ήταν επίσης εξαιρετικά καχύποπτος με τον φίλο τού Τζιαννάντζελο, τον δούκα Κόσιμο, που είχε τρόπος τού λέγειν νικήσει τούς Καράφα μπροστά στις πύλες τής Σιένα. Οι στενότεροι φίλοι τού Καράφα και οι πιο πιστοί υποστηρικτές του, όπως οι Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα και Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι, ήσαν εξόριστοι από τη Φλωρεντία και πικροί εχθροί τού Κόσιμο. Παρ’ όλα αυτά ο Βιτέλλι κατόρθωσε να επιβάλει στον Καράφα να πάρει το μέρος των υποστηρικτών τού Μέντιτσι, ιδιαίτερα όταν οι Φρανσίσκο ντε Βάργκας και Αλεσσάντρο Φαρνέζε υπερασπίστηκαν επίσης την υπόθεση τού Μέντιτσι. Όταν ο Βιτέλλι έψαξε να βρει τον Αλφόνσο, τον καρδινάλιο τής Νάπολης, τον βρήκε στο θεωρείο των μικρών ψαλτών (in moeniano cantorum) στον βόρειο τοίχο τής Καπέλλα Σιξτίνα, όπου έλουζε τα μαλλιά του.
Ο Αλφόνσο έλεγε ότι σίγουρα προτιμούσε τον Τσέζι, τον οποίο ο πατέρας του είχε συστήσει πολύ, αλλά αφού άκουσε επί ώρα τούς επαίνους τού Βιτέλλι για τον Μέντιτσι, ο Αλφόνσο είπε ότι θα «σκεφτεί το ζήτημα και με αυτόν τον τρόπο η εικοστή δεύτερη μέρα τού Δεκεμβρίου έφτασε στο τέλος». Παρά τις νέες του προσπάθειες, ο Βιτέλλι δεν κατέληξε πουθενά με τον Αλφόνσο την επόμενη μέρα, ενώ και ολόκληρη η μεθεπόμενη μέρα, η Κυριακή 24 τού μηνός, πέρασε με την ίδια προφανώς μάταιη προσπάθεια να κερδηθεί η συναίνεση τού νεαρού για τον Μέντιτσι. Από τη μία πλευρά ο Αλφόνσο εξέταζε τις επιστολές τού πατέρα του, τού Αντόνιο Καράφα, που ήσαν υπέρ τού Τσέζι και από την άλλη την έγκριση τού καρδινάλιου Κάρλο και τη «συνεχή μάχη» (perpetua pugna) τού Βιτέλλι για τον Μέντιτσι.
Παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις αυτές ήσαν όλες πολύ ιδιωτικές, κάποια σχετικά νέα πέρασαν στο κογκλάβιο. Οι αντίπαλοι τού Μέντιτσι, τούς οποίους ο Πανβίνιο δεν προσδιορίζει, προσπάθησαν να παρακινήσουν τον Αλφόνσο να αντέξει και να δημιουργήσουν ρήγμα ανάμεσα σε αυτόν και τον θείο τού Κάρλο, πράγμα που προκαλούσε στον τελευταίο μεγάλη αγανάκτηση. Συνοδευόμενος από τον Βιτέλλι ο Κάρλο αναζήτησε τον Αλφόνσο και δυσκολευόμενος να τον πείσει «του επιτέθηκε βίαια και πότε με παρακάλια, πότε με απειλές και αλαζονεία, επιβλήθηκε, τρομοκρατώντας τον τελικά σε τέτοιο βαθμό, που αρκετά υποταγμένος είπε ότι θα βρισκόταν υπό τις διαταγές του». Όταν ο Καράφα ανέφερε την επιτυχία του στον Φαρνέζε, ο τελευταίος είπε ότι ήταν ενθουσιασμένος με την προοπτική τής εκλογής τού Μέντιτσι.
Νωρίς το πρωί τη Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου (1559) ο Βιτέλλι πίεσε και πάλι τον Αλφόνσο Καράφα να δηλώσει την υποστήριξή του για τον Μέντιτσι, έτσι ώστε να μπορούσε ο Μιλανέζος να εκλεγεί πάπας την ίδια μέρα. Σύμφωνα με τον Πανβίνιο, ο Βιτέλλι έδειχνε τώρα στον Αλφόνσο επιστολή, την οποία είχε γράψει ο δούκας Κόσιμο προς τον νεαρό καρδινάλιο με το ίδιο του το χέρι, προτρέποντας για την εκλογή τού Μέντιτσι «με πολλά παρακάλια και υποσχέσεις». Ο Βιτέλλι έλεγε ότι είχε υποκλέψει την επιστολή, αλλά δεν είχε τολμήσει να τη δείξει στον Αλφόνσο, επειδή ο τελευταίος ήταν τότε πολύ εξαγριωμένος από την υποστήριξη τού δούκα προς τις διεκδικήσεις τού κόμη τού Μπάνιο για το Μοντεμπέλλο, εναντίον εκείνων τού πατέρα τού Αλφόνσο.
Ο Βιτέλλι ήταν τόσο ύπουλος χαρακτήρας, όσο και ο φίλος τού Καράφα. Έβαλε επίσης τον απεσταλμένο τού Κόσιμο στη Ρώμη, τον Ματτέο ντε Κοντσίνι, επίσκοπο Κορτόνα στην Τοσκάνη, να γράψει στο όνομα τού δούκα τετρασέλιδη επιστολή με πλήρη συγκομιδή υποσχέσεων προς τούς Καράφα, αν υποστήριζαν ισχυρά τον Μέντιτσι. «Ως αποτέλεσμα λοιπόν τόσο πολλών και εκτεταμένων μηχανορραφιών», λέει ο Πανβίνιο, «κάμφθηκε το μυαλό τού δύστυχου νέου και τελικά την ίδια τη μέρα των Χριστουγέννων έπεσε στα χέρια του και δήλωσε ότι υποστηρίζει τον Μέντιτσι». Μετά το δείπνο ο Βιτέλλι ενημέρωσε τον Λουί ντε Γκυζ, ότι οι αντιρρήσεις τού καρδινάλιου τής Νάπολης για τον Μέντιτσι είχαν ξεπεραστεί. Οι επικεφαλής των διαφόρων φατριών, οι Γκυζ, ντ’ Έστε, Σφόρτσα, Καράφα και Φαρνέζε, συναντήθηκαν στη συνέχεια και αποφάσισαν να ανακηρύξουν τον Μέντιτσι την επόμενη μέρα.52
Ο Βάργκας δεν ήταν το μόνο μέλος τού διπλωματικού σώματος στη Ρώμη που μετέφερε το φορτίο των Μεδίκων στο κογκλάβιο. Οι απεσταλμένοι τής Φλωρεντίας Ματτέο και Μπαρτολομμέο ντε Κοντσίνι, καθώς και ο Μποντζιάννι Τζιανφιλιάτσι, είχαν κάνει το καθήκον τους, αν και ο Μποντζιάννι έπρεπε να παραμένει αφανής. Είχαν υποσχεθεί, ότι ως πάπας ο Μέντιτσι θα ανέθετε το Μοντεμπέλλο και το Παλιάνο στο Παπικό Ταμείο (Camera Apostolica), μέχρι να αποφασιστεί το ζήτημα τής δικαιωματικής κατοχής και ότι τόσο ο πάπας όσο και ο δούκας Κόσιμο θα υποστήριζαν την υπόθεση των Καράφα στην ισπανική αυλή.53 Οι υποσχέσεις φύτρωναν εύκολα στο γόνιμο έδαφος τής εξαπάτησης ενώ, παραπλανημένος από τον Βάργκας, όπως θα δούμε σε λίγο, ο ίδιος ο Μέντιτσι δήλωσε ανοικτά, ότι ως πάπας θα υποστήριζε τούς Καράφα στο θέμα τού Παλιάνο και θα παρέμβαινε για λογαριασμό τους στον Φίλιππο Β’. Σε κάθε περίπτωση θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει, ότι το Παλιάνο θα παρέμενε σε κατάσχεση μέχρι να πάρουν οι Καράφα την υποσχεθείσα αποζημίωση από τον Φίλιππο,54 σε συμφωνία με τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε.
Μερικοί από τούς καρδινάλιους είχαν καλούς λόγους να υποστηρίζουν τον Μέντιτσι, όπως έχει επισημάνει ο Χινοχόζα, γιατί ο Μιλανέζος ήταν περίπου εξηνταδύο ετών και σαφώς σε κακή κατάσταση υγείας. Είχε περάσει στο κρεβάτι το μεγαλύτερο μέρος των μηνών τού κογκλάβιου. Έτσι η παπική του θητεία δεν αναμενόταν να διαρκέσει πάρα πολύ. Αν και οι Κάρπι, Γκάντι και Σερμονέτα έκαναν το λίγο που μπορούσαν, για να πείσουν τούς συναδέλφους τους να πάρουν θέση εναντίον τής δια «λατρείας» αναγόρευσης τού Μέντιτσι, κανένας ηγέτης κάποιας από τις παρατάξεις δεν ενώθηκε μαζί τους και οι προσπάθειές τους αναλώθηκαν τελικά σε σύγχυση.55 Υπήρχαν αναμφίβολα εκείνοι, που έβλεπαν στην προφανή κακή υγεία τού Μέντιτσι κι άλλο κογκλάβιο προ των πυλών και ίσως τη δική τους ευκαιρία για την τιάρα. Δεδομένου ότι ο Μέντιτσι φαινόταν πάντοτε όπως ήταν, καταδεκτικός και συνεργάσιμος, η παπική του θητεία δεν θα ήταν δύσκολη και διάφοροι καρδινάλιοι έβλεπαν μεγάλη αύξηση τής επιρροής τους στην κούρτη.56
Ο Ενετός πρεσβευτής Μοτσενίγκο, στην αναφορά του προς τη Γερουσία μερικούς μήνες αργότερα, ανέφερε ότι o Μέντιτσι φαινόταν να υποφέρει σοβαρά από τις παγκόσμιες ασθένειες τής εποχής, «ποδάγρα και καταρροή», ότι είχε εισέλθει στο κογκλάβιο ως άρρωστος άνθρωπος και ότι περνούσε το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου του στο κρεβάτι. Όμως αφού έγινε πάπας, ανέκτησε ξαφνικά την υγεία του.57
Τη στιγμή που οι Βιτέλλι και Αλφόνσο Καράφα επισκέφτηκαν τον Μέντιτσι, νωρίς το απόγευμα τής 25ης Δεκεμβρίου, στο κελί του στη νοτιοδυτική γωνία τής Σιξτίνα, κάθε μέλος τού κογκλάβιου είχε πια μάθει τι συνέβαινε. Επιπλέον η πλήρης αποτυχία των Κάρπι, Γκάντι και Σερμονέτα «να αποκλείσουν τον Μέντιτσι» (ad excludendum Medicem) εξασφάλιζε τώρα την ανύψωση τού Μέντιτσι. Όταν ο Αλφόνσο Καράφα έφυγε από το κελί τού Μέντιτσι, ο Βιτέλλι έμεινε και συζήτησε με τον προς ανάδειξη πάπα μέχρι τις 8 μ.μ. περίπου (usque ad horam noctis tertiam). Ο Μέντιτσι είπε στον Βιτέλλι, ότι δεν ήθελε να πάει για ύπνο πριν έχει ο ίδιος την ευκαιρία να μιλήσει είτε με τον Γκυζ ή τον ντ’ Έστε, τούς δύο ηγέτες τής γαλλικής παράταξης. Ο Βιτέλλι έσπευσε να τούς ενημερώσει και στη συνέχεια έχασε (λέει ο Πανβίνιο) «μερικές ώρες» πηγαίνοντας πέρα-δώθε μεταξύ Μέντιτσι και των δύο καρδιναλίων, καθώς οι τελευταίοι καθυστερούσαν ο ένας μετά τον άλλο, όπου ο Γκυζ επέμενε ότι η τιμή ανήκε στον ντ’ Έστε και ο ντ’ Έστε προσπαθούσε να την παραχωρήσει στον Γκυζ. Γύρω στις 9 μ.μ. ο καρδινάλιος Τζιανμπαττίστα Τσιτσάντα είχε μακρά συζήτηση με τον Μέντιτσι και τώρα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου συγκεντρώνονταν στο κελί τού Μέντιτσι για να τον συγχαρούν. Δεδομένου ότι ο Βιτέλλι δεν είχε καταλήξει πουθενά με το αδιέξοδο ευγένειας των Γκυζ και ντ’ Έστε, ο Μέντιτσι είπε «αφού δεν έρχονται σε μένα, θα πάω εγώ σε αυτούς».
Στο μεταξύ δώδεκα ή περισσότεροι καρδινάλιοι συνωστίζονταν μπροστά στο κελί τού Μέντιτσι, όπου (σύμφωνα με τον Φιρμάνους) ο Κάρλο Καράφα στεκόταν ο ίδιος, προτρέποντας τούς συναδέλφους του να μην προσπαθούν να πλησιάσουν τον Μέντιτσι. «Αφήστε τον να ξεκουραστεί», έλεγε, «θα υπάρχει αρκετός χρόνος αύριο το πρωί».58 Στρεφόμενος προς τον Μορόνε, ο Κάρλο παρατήρησε ότι είχαν επιλέξει τον καλύτερο άνθρωπο και έναν τον οποίον χρειαζόταν ιδιαιτέρως η Αποστολική Έδρα εκείνη τη στιγμή. Πρόσθεσε επίσης αστειευόμενος, ότι ο Μορόνε έπρεπε να το αντιμετωπίσει με υπομονή, «αν αυτή τη φορά ο κλήρος δεν έπεσε σε σένα». Ο Μορόνε απάντησε σοβαρά, ότι δεν είχε ποτέ τη φιλοδοξία να γίνει πάπας, αλλά ότι χαιρόταν με την εκλογή ενός, ο οποίος ήταν εντελώς άξιος για ένα τόσο υψηλό αξίωμα. Στη συνέχεια ο Καράφα στράφηκε στον Πανβίνιο, που στεκόταν πίσω του: «Τι γνώμη έχετε εσείς γι’ αυτή την εκλογή πατέρα; Θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει καλύτερο άνθρωπο;» Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Πανβίνιο απάντησε: «Ασφαλώς όχι, εξοχότατε Κύριε!» Ενώ ο χρόνος σπαταλιόταν «σε αυτές και παρόμοιες ανοησίες», λέει ο Πανβίνιο, η ώρα τού μεσονυκτίου (hora… noctis septima) πλησίαζε.
Παρά το γεγονός ότι ο Καράφα είχε εξηγήσει, ότι η εκλογή θα γινόταν όταν ερχόταν το πρωί, επειδή αυτό επιθυμούσαν οι Γάλλοι, ο Πανβίνιο παρατηρούσε στον Μορόνε, ότι «πολλά γλιστρούν ανάμεσα στα χείλη και το κύπελλο» (multa possunt inter os et offam cadere). Ο Μορόνε συμφώνησε και ρωτούσε τώρα τούς παρευρισκόμενους με δυνατή φωνή, μήπως έπρεπε να οδηγήσουν αμέσως τον Μέντιτσι στην Παολίνα, να τον τοποθετήσουν στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου και έτσι να κάνουν γρήγορα αυτό που είχαν τόσο πολύ επιθυμήσει να κάνουν. Όλοι φαίνονταν να συμφωνούν εκτός από τον Καράφα, ο οποίος τούς υπενθύμισε ότι οι Γάλλοι είχαν προγραμματίσει ψηφοφορία για το πρωί και είχαν πάει για ύπνο.
Όμως δεν θα υπήρχε πολύς ύπνος εκείνη τη νύχτα και στάλθηκε έκκληση στους Γκυζ, Σφόρτσα και ντ’ Έστε να έρθουν αμέσως. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Γκυζ και Βιτέλλι εμφανίστηκαν στη σκηνή. Ο Γκυζ πήγε στο κελί τού Μέντιτσι και πέρασε λίγο χρόνο μαζί του. Ο Σφόρτσα έφτασε, όπως και αριθμός άλλων. Ο Πανβίνιο έτρεξε να ειδοποιήσει τον Φαρνέζε, ο οποίος κοιμόταν, αλλά βιαστικά φόρεσε το ράσο τού καρδινάλιου και κατευθύνθηκε στο κελί τού Μέντιτσι, όπου βρήκε τον ντ’ Έστε και τούς περισσότερους από τούς συναδέλφους του, εκτός από εκείνους που ήσαν πολύ μεγάλοι ή πολύ άρρωστοι και δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα. Ο Μαντρούτσο, ο οποίος έπασχε από ποδάγρα, μεταφέρθηκε πάνω σε καρέκλα στην Παολίνα.
Λίγο αργότερα οδηγήθηκε ο Μέντιτσι στην Παολίνα. Περπατούσε ανάμεσα στους ντ’ Έστε και Αλφόνσο Καράφα και συνοδευόταν από τούς περισσότερους καρδιναλίους. Ένας παπικός θρόνος τοποθετήθηκε στη μέση τού παρεκκλησιού, μπροστά από τον βωμό. Οι καρδινάλιοι πήραν τις συνηθισμένες θέσεις τους σύμφωνα με τον βαθμό. Στο μεταξύ το μεγαλύτερο μέρος των κογκλαβιστών συνωστίζονταν στο παρεκκλήσι, συγκεντρωμένοι κοντά στον βωμό. Δεν υπήρχε χώρος. Ο Κάρλο Καράφα ήθελε να τούς διώξει, αλλά ο Πανβίνιο τον παρακάλεσε να μπορέσουν όλοι να δουν τη διαδικασία, «πιο σεβάσμιο θέαμα από την οποία δεν μπορούσε κανείς να δει σε όλο τον κόσμο». Τον παρακάλεσαν κι άλλοι και εκείνος ενέδωσε.
Όταν κάθισαν όλοι οι καρδινάλιοι, σηκώθηκε ο Τουρνόν, δηλώνοντας προφορικά (viva voce), ότι έδινε την ψήφο του στον Μέντιτσι. Ένας-ένας οι υπόλοιποι καρδινάλιοι έκαναν το ίδιο. Δεν υπήρχαν γραμμένα ψηφοδέλτια. Στη συνέχεια ο Μέντιτσι άφησε τη θέση του μεταξύ των Ρανούτσιο Φαρνέζε και Τιμπέριο Κρίσπι και κατέλαβε τον θρόνο, όπου δέχτηκε την υποταγή ή λατρεία (adoratio) όλων των καρδιναλίων στο κογκλάβιο. Η περιγραφή τής τελετής από τον Πανβίνιο είναι εκστατική. Ακόμη και οι πιο άρρωστοι καρδινάλιοι είχαν αφήσει τα κελλιά τους και είχαν μεταφερθεί με καρέκλες στην Παολίνα, για να λάβουν μέρος στην ανακήρυξη τού Μιλανέζου ως πάπα.
Για τον Πανβίνιο ήταν σαφές, ότι η ανύψωση τού Μέντιτσι είχε πραγματοποιηθεί «με την ισχύ και δύναμη τού θείου πνεύματος» (divini spiritus vi atque impetu), γιατί ένα περιστέρι είχε βρει με κάποιον τρόπο τον δρόμο του προς τη Σιξτίνα, πολλές ημέρες πριν καταλήξουν οι καρδινάλιοι στην απόφασή τους. Είχε πετάξει σε όλο το παρεκκλήσι αναζητώντας έξοδο και μη βρίσκοντας είχε τελικά εγκατασταθεί πάνω στο κελί τού Μέντιτσι. Κι άλλοι οιωνοί είχαν επίσης προμαντέψει αυτό το ευχάριστο γεγονός. Όταν δόθηκε η ευκαιρία, ο Κάρλο Καράφα πλησίασε τον θρόνο. Ζήτησε από τον νέο πάπα να συγχωρήσει τις διαδηλώσεις τού Ρωμαϊκού λαού εναντίον τής μνήμης τού Παύλου Δ’ και τού οίκου των Καράφα. Όταν ο Μέντιτσι εξέφρασε απροθυμία να το πράξει, οι Φαρνέζε και Σφόρτσα πρόσθεσαν τα αιτήματά τους σε εκείνο τού Καράφα. Τότε ο Μέντιτσι συμφώνησε, οπότε ο ντ’ Έστε και άλλοι τον ρώτησαν «με ποιο όνομα επέλεγε να ονομάζεται». Η απάντησή του ήταν, «Πίος».
Οι πόρτες τού κογκλάβιου άνοιξαν. Τα τούβλα και το κονίαμα αφαιρέθηκαν από τις πόρτες και τα παράθυρα που είχαν σφραγιστεί. Αφού το κελί τού Μέντιτσι είχε ήδη κατεδαφιστεί, αυτός κατευθύνθηκε συνοδευόμενος από τούς καρδιναλίους στο κελί τού Αλφόνσο Καράφα, το οποίο βρισκόταν περίπου στο μέσο τού βόρειου τοίχου τής Σιξτίνα. Ο Πανβίνιο πήγε εκεί για να φιλήσει τα πόδια του. Βρήκε τον Μέντιτσι να κάθεται σε ένα κρεβάτι στο κελί, ανάμεσα στους Αλφόνσο και Βιτέλλι. Καθώς ο Πανβίνιο αποσυρόταν, «έχοντας φιλήσει τα πόδια» (pedibus osculatis), ο Βιτέλλι είπε, «Άγιε Πατέρα, δεν γνωρίζεις τον αδελφό Ονόφριο;» Ο Μέντιτσι απάντησε: «Τον ξέρω πολύ καλά, γιατί κάνει τον εαυτό του γνωστό παντού με τα βιβλία του». Προφανώς ο Μέντιτσι μοιράστηκε το κελί τού Αλφόνσο Καράφα εκείνη τη νύχτα, μια νύχτα την οποία στα επόμενα χρόνια πρέπει να θυμούνταν συχνά.
Όταν ήρθε το πρωί τής Τρίτης 26 Δεκεμβρίου (1559), οι καρδινάλιοι επέστρεψαν στην Παολίνα και κάθισαν σύμφωνα με την ιεραρχία. Ο Μέντιτσι πήρε τη θέση του μεταξύ των Ρανούτσιο Φαρνέζε και Τιμπέριο Κρίσπι. Υποστήριξε, όπως συνήθως γινόταν μετά την ανύψωση «δια λατρείας» (adoratio), ότι η επερχόμενη ψηφοφορία με σφραγισμένα ψηφοδέλτια (obsignate syngraphis) αποτελούσε απλώς επιβεβαίωση τής εκλογικής απόφασης που είχε ήδη ληφθεί. Στο δικό του ψηφοδέλτιο ο Μέντιτσι έγραψε «τιμητικά» (honoris causa) τα ονόματα των Τουρνόν, Πατσέκο, Κάρπι, Γκονζάγκα και ντ’ Έστε. Αποσυρόμενος για λίγο έβγαλε το ένδυμα τού καρδινάλιου, φόρεσε την αρχιερατική ενδυμασία και ανέβηκε στον θρόνο μπροστά στον βωμό. Και πάλι οι καρδινάλιοι υπέβαλαν την υπακοή τους ενώπιόν τού και στη συνέχεια οδηγήθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου πάνω στον «φορητό θρόνο» (sedia gestatoria), σε πομπή καρδιναλίων, πρεσβευτών, βαρώνων και άλλων αξιωματούχων. Εν μέσω επευφημιών τού λαού, οι καρδινάλιοι υπέβαλαν υπακοή για μια ακόμη φορά. Όταν τελείωσε η τελετή, ο Μέντιτσι μεταφέρθηκε πίσω στο ανάκτορο τού Βατικανού και οι χαρούμενες επιδοκιμασίες τού κόσμου ήσαν τόσο μεγάλες, ώστε δύσκολα μπορούσε κανείς να ακούσει τις βολές των κανονιών από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο.59
Η παπική θητεία τού πάπα Πίου Δ’ είχε αρχίσει. Μία ή δύο μέρες μετά την εκλογή ο ακούραστος Βάργκας υπενθύμιζε στον Πίο, πόσο πολλά χρωστούσε η Αγιότητά του στον βασιλιά Φίλιππο Β’. Ο Πίος απάντησε ότι κάθε προσπάθειά του θα κατευθυνόταν προς την υπηρεσία τού Θεού, την τιμή τής Αγίας Έδρας, την ειρήνη τής Χριστιανοσύνης και την ικανοποίηση τής μεγαλειότητάς του. Υπενθύμισε στον Βάργκας, ο οποίος δεν χρειαζόταν υπενθύμιση τού γεγονότος, ότι ως Μιλανέζος είχε γεννηθεί και είχε υπηρετήσει ως «υποτελής και πλάσμα» τού πατέρα τού Φιλίππου, τού εκλιπόντος αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ (que había nascido vasallo y sido hechura del Emperador). Ο Πίος ήταν επίσης, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, αδελφός τού διοικητή τού Κόσιμο, τού Τζιαντζάκομο ντε Μέντιτσι, ο οποίος είχε κερδίσει τη Σιένα για τον Κάρολο Ε’ και (όπως κατέληγε τελικά) για τον ίδιο τον Κόσιμο.60 Ο Κόσιμο είχε αρκετούς λόγους να εργάζεται τόσο σκληρά για την εκλογή τού Πίου.
Όπως όλοι οι πάπες, ο Πίος Δ’ είχε να αντιμετωπίσει κάποια σοβαρά προβλήματα με την άνοδό του στον παπικό θρόνο. Πριν καλά-καλά αναγνωρίσει την αίσθηση τής υποχρέωσής του προς τον οίκο των Αψβούργων, ο Βάργκας έθεσε το ευαίσθητο ζήτημα τού Παλιάνο. Αν και ο Βάργκας είχε οδηγήσει τον Κάρλο Καράφα να πιστεύει το αντίθετο, ο Φίλιππος Β’ είχε αποφασίσει σταθερά την επιστροφή τού Παλιάνο στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. (Όμως το Παλιάνο ήταν φέουδο τής Αγίας Έδρας και ο Κολόννα δεν θα εξασφάλιζε την κατοχή και την παπική αναγνώριση των φεουδαρχικών τού δικαιωμάτων μέχρι τις 17 Ιουλίου 1562.).61 Όπως έγραφε ο Βάργκας στον Φίλιππο στις 29 Δεκεμβρίου (1559), ο Πίος ήξερε πολύ καλά, ότι ο Καράφα είχε παίξει τον κύριο ρόλο στην εκλογή του. Ο πάπας επέμενε ότι έπρεπε να διαβεβαιώσει τον Καράφα για την επιστροφή τού Παλιάνο ή να παραμείνει δεσμευμένο το φέουδο μέχρι να πληρώσει ο Φίλιππος στον Τζιοβάννι Καράφα κατάλληλη αποζημίωση, σε συμφωνία με τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε.
Ο Βάργκας ενημέρωνε τον Φίλιππο, ότι είχε κάνει ό,τι καλύτερό μπορούσε με τον Πίο, λέγοντάς του ιδιαιτέρως, ότι πριν μάθει κάτι διαφορετικό, ο Φίλιππος είχε διατάξει την επιστροφή τού Παλιάνο στον Κολόννα (πράγμα που θα προκαλούσε σύντομα κάποια φιλονικία μεταξύ Αγίας Έδρας και Ισπανίας). Ο Βάργκας παραδεχόταν, ότι κάποια ύπουλη πειστικότητα υπήρξε απαραίτητη για να κερδηθεί η υποστήριξη τού Καράφα. Ο Πίος ταράχτηκε αρκετά και ρώτησε τον Βάργκας περισσότερες από πέντε ή έξι φορές για λεπτομέρειες. Σαφώς ο Βάργκας τού έδωσε κάποια περιγραφή για την παράγραφο που είχε συντάξει και είχε δείξει στον Καράφα ως απόσπασμα μιας από τις επιστολές τού Φιλίππου, διαβεβαιώνοντας τον Καράφα για κάθε δέουσα ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στο κογκλάβιο. Ο Πίος είπε στον Βάργκας δύο ή τρεις φορές, ότι αν ο Καράφα γνώριζε τι συνέβαινε, δεν θα υπηρετούσε την ισπανική υπόθεση. Όχι, συμφωνούσε ο Βάργκας, αν ο Θεός δεν τούς είχε χορηγήσει αυτή τη μοναδική εύνοια (της απάτης), ούτε ο Πίος θα είχε εκλεγεί πάπας.62
Ο πάπας Πίος ήταν απόγονος Μιλανέζικης οικογένειας γιατρών και συμβολαιογράφων, των Μεντεγκίνι, των οποίων το όνομα μεταβλήθηκε σε Μέντιτσι. Αφού υπηρέτησε πιστά τον Παύλο Γ’ Φαρνέζε κατά τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών τής παπικής θητείας τού τελευταίου, ο Τζιαννάντζελο Μέντιτσι είχε λάβει το κόκκινο καπέλο στη δωδέκατη και τελευταία δημιουργία καρδιναλίων τού Παύλου (στις 8 Απριλίου 1549). Η σημασία τής οικογένειας είχε αυξηθεί κάπως, όταν ο στρατιωτικός αδελφός τού Τζιαννάντζελο, ο Τζιαντζάκομο, παντρεύτηκε την κόρη τού Λουίτζι Ορσίνι, κόμη τού Πιτιλιάνο, γιατί ήταν κουνιάδα τού γιου τού πάπα, τού Πιέρ Λουίτζι Φαρνέζε. Ακολουθώντας τα βήματα τού προστάτη του, τού Παύλου Γ’, ο Τζιαννάντζελο είχε τουλάχιστον τρία εξώγαμα παιδιά. Είχε προσελκύσει την ευνοϊκή προσοχή κύκλων των Αψβούργων με την μερικές φορές ειλικρινή αντίθεσή του στην ξέφρενη αντι-ισπανική πολιτική τού Παύλου Δ’.
Παρά τη φιλία και την υποστήριξη που τού έδωσε ο Κόσιμο Α’ Μέδικος, ο Τζιαννάντζελο δεν είχε ξεχωρίσει στην παπική κούρτη όσο οι Κάρπι, Πατσέκο και Γκονζάγκα. Αλλά έχοντας γίνει αρχιεπίσκοπος Ραγούσας στις 14 Δεκεμβρίου 1545, πράγμα που πρέπει να είχε αυξήσει το ενδιαφέρον του για το τουρκικό πρόβλημα, καθώς και (κάτι πιο σημαντικό στην παπική κούρτη) αρχιεπίσκοπος Μιλάνου στις 20 Ιουλίου 1558, ο Τζιαννάντζελο ήταν σίγουρα φυσιογνωμία που έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη και λήφθηκε υπόψη κατά τις τελευταίες ημέρες τού κογκλάβιου. Κοινωνικός, ζωντανός, πνευματικά έμπειρος και γενναιόδωρος με τούς φτωχούς, ο Πίος ήταν δοσμένος στη σωματική άσκηση, ιππεύοντας, ακόμη και περπατώντας μέσα στη Ρώμη, κατασκευάζοντας νέα κτίρια και προωθώντας μέλη τής οικογένειάς του και φίλους του.
Η στέψη τού Πίου πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 6 Ιανουαρίου (1560), τη μέρα τής γιορτής των Θεοφανείων, όταν γιορταζόταν η έλευση των Τριών Μάγων (in festo trium regum). Πολύ κατάλληλα, την Τετάρτη 31 Ιανουαρίου δημιούργησε τρεις νέους καρδινάλιους. Δύο από αυτούς ήσαν δικοί του συγγενείς, ο Τζιαν Αντόνιο Σερμπελλόνι και ο Κάρλο Μπορρομέο. Ο τρίτος ήταν ο Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι, ο δεκαεπτάχρονος γιος τού δούκα Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας.63 Πριν τελειώσει ο Ιανουάριος περίπου είκοσι ανηψιοί καθώς και άλλοι συγγενείς είχαν κατεβεί στη Ρώμη, αναζητώντας την τύχη τους, αλλά ο Κάρλο και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Φεντερίκο Μπορρομέο, οι γιοι τής αδελφής τού πάπα Μαργαρίτας, ήσαν με διαφορά οι ευνοούμενοι. Ο Φεντερίκο σύντομα παντρεύτηκε τη Βιρτζίνια ντέλλα Ρόβερε, την κόρη τού Γκουϊντομπάλντο, δούκα τού Ουρμπίνο. Αν και ο Φεντερίκο δεν έδινε ιδιαίτερες αποδείξεις ικανότητας, ο παπικός του θείος τον έκανε γενικό διοικητή τής Εκκλησίας στις 2 Απριλίου 1561. Ο Πίος σχεδίαζε ηγεμονικό μέλλον γι’ αυτόν τον ανηψιό του, ο απροσδόκητος θάνατος τού οποίου στις 19 Νοεμβρίου 1562 γκρέμισε όμως κάθε τέτοια ελπίδα.64
Ο Κάρλο Μπορρομέο ήταν ακόμη εικοσιενός ετών. Ξεκινούσε σε νεαρή ηλικία αυτήν που θα ήταν διαπρεπής σταδιοδρομία, όπου τις υπηρεσίες του προς την Εκκλησία και την Χριστιανοσύνη σηματοδότησε τελικά η αγιοποίησή του την 1η Νοεμβρίου 1610. Ο πρώτος σημαντικός διορισμός του ήρθε στις 7 Φεβρουαρίου (1560), όταν τού ανατέθηκε η διοίκηση τής Εκκλησίας τού Μιλάνου, που χήρευε τότε, λόγω τής «εκχώρησής» της από τον Ιππόλιτο ντ’ Έστε με το συνηθισμένο «regressus» ή δικαίωμα αποκατάστασης σε περίπτωση αποχώρησης τού Κάρλο από την εκκλησία «λόγω παραίτησης ή θανάτου» (per cessum vel decessum). Στις 26 Απριλίου (1560) έγινε παπικός λεγάτος στη Μπολώνια και τη Ρομάνια.65 Ο Πίος Δ’ και ο διάδοχός του Πίος Ε’ τον φόρτωσαν με τιμές και ευθύνες κατά τα επόμενα έξι χρόνια, κάνοντάς τον καρδινάλιο προστάτη των επτά Καθολικών καντονιών τής Ελβετίας (στις 12 Μαρτίου 1560) και των Ιπποτών τής Μάλτας (πριν από τις 29 Ιουλίου 1560) και στη συνέχεια τής Πορτογαλίας, τής Ολλανδίας, των θρησκευτικών ταγμάτων των Φραγκισκανών, των Καρμελιτών, των Ταπεινών (Humiliati), των Τακτικών Εφημερίων (Canons Regular) τού Τιμίου Σταυρού στην Κοΐμπρα τής Πορτογαλίας και των Ιπποτών τού Αγίου Λαζάρου. Προσβεβλημένος από δυσκολία ομιλίας, με συγκρατημένη και απομονωμένη φύση, αντιπαθητικός στην εμφάνιση, όχι λαμπρός, αλλά σίγουρα ενδελεχής, ο Κάρλο Μπορρομέο ήταν ευσεβής, τίμιος και ταπεινός.
Οι αναφορές των Ενετών πρεσβευτών Τζιρολάμο Σοράντσο (το 1563) και Τζάκομο Σοράντσο (το 1565) μαρτυρούν το γεγονός, ότι φαινόταν να φέρει όλα τα κύρια βάρη τής παπικής κούρτης, «με την επιστασία όλων των πραγμάτων» (con la sopraintendenza di tutte le cose). Όλοι οι καρδινάλιοι απευθύνονταν σε αυτόν και το ίδιο έκαναν οι πρέσβεις και εκείνοι που είχαν οποιαδήποτε ανάγκη. Ήταν επικεφαλής όλων των συνάξεων, ήταν ατέλειωτα υπομονετικός στις ακροάσεις και πλήρως ικανός στη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Απαντούσε σε καθένα με τέτοια μετριοφροσύνη, που κανείς δεν θα μπορούσε να επιθυμεί περισσότερη, χρησιμοποιώντας λιγότερη εξουσία από εκείνη που τού είχε δοθεί και συμβουλευόμενος τον πάπα όταν ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος για την πρόθεση τού τελευταίου. Αν και υπερβολικός στη διατήρηση τού νοικοκυριού του κατά τα πρώτα τρία ή τέσσερα χρόνια του στη Ρώμη, ήταν εμφανής για τις φιλανθρωπίες του και για την πληρωμή των χρεών του. Ο Τζιρολάμο Σοράντσο υπολόγιζε το εισόδημά του σε τουλάχιστον 48.000 σκούδα.66
Μετά τον θάνατο τού Φεντερίκο Μπορρομέο, αδελφού τού νεαρού καρδινάλιου Κάρλο, επικρατούσε ευρέως η άποψη, ότι ο τελευταίος θα επέστρεφε στην κοσμική ζωή, για να συνεχίσει την οικογενειακή γραμμή και να ιδρύσει την ηγεμονική δυναστεία, την οποία, όπως ήταν γνωστό, ο Πίος Δ’ ανυπομονούσε να δει να ιδρύεται. Όποιες κι αν ήσαν οι επιθυμίες τού Πίου, ο οποίος μάλιστα στο σημαντικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 4ης Ιουνίου 1563 θα αρνιόταν ότι είχε ποτέ θελήσει να αποχωρήσει ο ευσεβής ανηψιός του από την Εκκλησία, ο Κάρλο ήταν αποφασισμένος να παραμείνει κληρικός. Στο εν λόγω εκκλησιαστικό συμβούλιο ο Πίος προήγαγε τον ανηψιό του από καρδινάλιο-διάκονο σε καρδινάλιο-ιερέα, «σαν να είναι στη μέση μεταξύ των δύο βαθμών» (erit tanquam utriusque ordinis medius), ενώ στη συνέχεια αυτός χειροτονήθηκε ιερέας από τον καρδινάλιο Φεντερίκο ντε Τσέζι (στις 17 Ιουλίου 1563).67
Από το έτος 1564 ο Κάρλο Μπορρομέο γινόταν όλο και περισσότερο ασκητικός, αποδυναμώνοντας την υγεία του και συντομεύοντας τη ζωή του «για τη μελέτη, τη νηστεία, την αγρυπνία και άλλες αποχές» (per gli studi, i digiuni, le vigilie ed altre astinenze), όπως τόνιζε ο Τζάκομο Σοράντσο ήδη από το 1565. Μετά τον θάνατο τού παπικού του θείου (στις 9 Δεκεμβρίου 1565) επιτράπηκε στον Μπορρομέο από τον Πίο Ε’ Γκιζλιέρι να πάει στη δική του αρχιεπισκοπή τού Μιλάνου, όπου έφτασε στις 5 Απριλίου 1566. Αν και τότε θεωρούσαν ότι θα επανερχόταν στη Ρώμη, εγκαταστάθηκε πια στο Μιλάνο, όπου και προώθησε τη μεταρρύθμιση με ποιμαντικές επισκέψεις, επισκοπικές συνόδους και επαρχιακά συμβούλια. Ήταν μάλιστα το στήριγμα τής τελικής περιόδου τής συνόδου τού Τρεντ (το 1562-1563) και υποστηριζόμενος από τούς Βαρναβίτες και τούς Ιησουΐτες ο Μπορρομέο αγωνίστηκε χωρίς συμβιβασμούς για την επίτευξη τής πλήρους ανακαίνισης των ηθών και την εκπαίδευση τού κλήρου. Αν στις μεταρρυθμίσεις του μερικές φορές αντιμετώπιζε άλλους σκληρά, ο Μπορρομέο αντιμετώπιζε όχι λιγότερο σκληρά τον εαυτό του. Πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1584 σε ηλικία σαρανταέξι ετών.68
Ως καρδινάλιος ο Πίος Δ’ είχε βρει την παπική θητεία τού προκατόχου του σχεδόν ανυπόφορη. Ήταν ευτυχής που είχε αποσυρθεί από τη Ρώμη, ακόμη σε αρκετά φιλική σχέση με τον Παύλο Δ’, στα μέσα Ιουνίου 1558, ενώ δεν είχε επιστρέψει στη Ρώμη μέχρι το μακρύ κογκλάβιο τού επόμενου έτους. Ο Ενετός πρεσβευτής Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, τον οποίο ο Πίος έκανε καρδινάλιο στις δεύτερες προαγωγές του στις 26 Φεβρουαρίου 1561, είχε αναφέρει στην κυβέρνησή του σε αρκετές περιπτώσεις την αποδοκιμασία από τον Τζιαννάντζελο Μέντιτσι τού απερίσκεπτου πόλεμου τού Παύλου με την Ισπανία. Ο Τζιαννάντζελο ήταν πιο διακριτικός στο ζήτημα τής φυλάκισης από τον Παύλο τού καρδινάλιου Τζιοβάννι Μορόνε, τον οποίο, τώρα που ήταν πάπας, απάλλαξε αμέσως από την αδικαιολόγητη κατηγορία τής αίρεσης, που τού είχε απαγγείλει ο Παύλος.
Έτσι στις 19 Μαρτίου 1560 ο Πίος έστειλε επιστολή στον Αλφόνσο ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας, καθώς και σε άλλους, ότι ο προκάτοχός του Παύλος είχε θέσει τον Μορόνε υπό κράτηση, με την υποψία ότι οι απόψεις του «σε μερικά από τα δόγματα τής Καθολικής πίστης» (de aliquibus fidei Catholicae dogmatibus) ήσαν λιγότερο από ορθόδοξες. Όμως αμέσως μετά την άνοδό του στον παπικό θρόνο ο Πίος είχε ορίσει επιτροπή καρδιναλίων «ειδικευμένων στη θεολογία» (theologiae peritissmi), για να διερευνήσει την κατηγορία τής δογματικής εκτροπής. Όπως έγραφε τώρα στον Αλφόνσο, η επιτροπή είχε βρει την κατηγορία στερούμενη κάθε ερείσματος. Είχε επομένως αθωώσει τον Μορόνε «με την έγκριση όλων των αδελφών μας καθώς και με μεγάλη χαρά» (cum ingenti omnium fratrum nostrorum approbatione atque laetitia).69
Κατά τα δύο πρώτα περίπου έτη τής παπικής θητείας τού Πίου ο Μορόνε κατείχε υψηλή θέση μεταξύ των συμβούλων του και, όπως δείχνει ο Αλβίζε Μοτσενίγκο, απολάμβανε τής εκτίμησης μεγάλου μέρους τού Ιερού Κολλέγιου. Το καλοκαίρι τού 1560 υπήρχαν συνολικά περίπου πενηντατέσσερις καρδινάλιοι, εκ των οποίων τριανταεπτά ήσαν Ιταλοί, δύο Γερμανοί, έντεκα Γάλλοι και τέσσερις Ισπανοί. Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Πίος είχε την τάση να συμβουλεύεται τον Στανίσλαους Χόσιους, τον οποίο έκανε καρδινάλιο (στις 26 Φεβρουαρίου 1561), πιο συχνά από τον Μορόνε, ιδιαίτερα στις γερμανικές υποθέσεις, στις οποίες θεωρούνταν και οι δύο ειδικοί.70 Όμως ο Μορόνε διατήρησε την πλήρη εμπιστοσύνη τού Πίου και έφτασε στο αποκορύφωμα τής σταδιοδρομίας του στις αρχές Δεκεμβρίου 1563, όταν προέδρευσε τής τελευταίας σύναξης και τής τελευταίας συνεδρίασης τής συνόδου τού Τρεντ.71
Ο Πίος Δ’ διόρθωσε χωρίς καθυστέρηση άλλες επικίνδυνες ιδιοτροπίες τής πολιτικής τού Παύλου. Ενώ ο Παύλος είχε πιστέψει ότι ενίσχυε το παπικό αξίωμα καταπατώντας αυτοκράτορες και βασιλείς (il grado dei pontefici esser per mettersi sotto i piedi gl’ imperatori e i re), όπως το θέτει ο Τζιρολάμο Σοράντσο, ο Πίος συνήθιζε να λέει, ότι στην πραγματικότητα η εξουσία των παπών εξαρτιόταν από εκείνη των ηγεμόνων.72 Ενώ απαιτούσε ορισμένες μικρές παραχωρήσεις από τον Φερδινάνδο, αναγνώρισε τη διαδοχή του στην αυτοκρατορία, κάτι που ο Παύλος είχε αρνηθεί να κάνει, ενώ στις 17 Φεβρουαρίου 1560 ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Σκιπιόνε ντ’ Άρκο υπέβαλε υπακοή και ευλάβεια στον πάπα «με τις οφειλόμενες και κατάλληλες τελετές» (cum debitis et consultis cerimoniis).73 Ο Πίος αποκατέστησε τις αποστολές νουντσίων στη Βενετία και τη Φλωρεντία, στις οποίες ο Παύλος δεν είχε κάνει αναδιορισμούς, διευκολύνοντας έτσι την επικοινωνία με τα δύο κράτη, αλλά ο Πίος πρόσεχε να μην επαναδιορίζει ή μάλλον να μην αναθέτει οποιαδήποτε διπλωματική θέση σε εκείνους, που είχαν υπηρετήσει τον προκάτοχό του ως νούντσιοι.
Το ρωμαϊκό καρναβάλι επαναλαμβανόταν και η Ιερά Εξέταση περιοριζόταν. Η ζωή έπαιρνε πιο εύκολη και πιο ευχάριστη όψη. Ο Πίος έκανε επίσης ό,τι μπορούσε για να λύσει μερικά από τα προβλήματα που δημιουργούσε η πολλαπλότητα των λεγόμενων «αποστατών» μοναχών, τούς οποίους ο Παύλος είχε ρίξει έρμαιους στην πόλη και την ύπαιθρο. Ανανέωσε την απαίτηση διαμονής για τούς επισκόπους και δεδομένου ότι η γενική σύνοδος δεν ήταν δυνατό να ανασυγκληθεί αμέσως σε συνεδρίαση, ίδρυσε μια «αντιπροσωπεία» καρδιναλίων για τη μεταρρύθμιση. Αυτή η αντιπροσωπεία ή επιτροπή, «η οποία … έπρεπε να πετύχει τρόπους διόρθωσης» (qui… moribus ipsis emendandis operam navant), θα συνεδρίαζε παρουσία τού πάπα κάθε Πέμπτη. Γραμματέας της έγινε ο χρονικογράφος Άντζελο Μασσαρέλλι, τώρα επίσκοπος τής Τελέζε.
Ο Πίος ήταν κυρίαρχος τής πόλης τής Ρώμης, τής Καμπανίας, τής λεγόμενης «Κληρονομιάς» (Πατριμόνιο) τού Αγίου Πέτρου, τής Ούμπρια, τού Μάρκε τής Αγκώνας, τής Ρομάνια, τής πόλης τού Μπενεβέντο και τής πόλης τής Αβινιόν με τη γύρω περιοχή. Ο Τζιρολάμο Σοράντσο πίστευε ότι ο Θεός είχε διορίσει τη Ρώμη να έχει πάντοτε τη «μεγάλη αυτοκρατορία τού κόσμου» (imperio grande nel mondo). Το μεγαλείο τής ρεπουμπλικανικής και τής αυτοκρατορικής Ρώμης εντυπωνόταν σε καθέναν «με τη θέα των ελάχιστων ερείπιων που έχουν απομείνει από τα αρχαία κτίρια». Τον Σοράντσο συγκινούσε επίσης «η ομορφιά των τόσο πολλών σύγχρονων παλατιών, χτισμένων με μεγάλη μεγαλοπρέπεια». Είχε εντυπωσιαστεί από τούς όμορφους δρόμους, γιατί η Ρώμη γινόταν γρήγορα κάτω από τον Πίο «μια από τις πιο όμορφες πόλεις τής Ιταλίας». Σύμφωνα με τον Σοράντσο, ο πληθυσμός είχε φτάσει τις 80.000 στα μέσα Ιουνίου τού 1563.74
Η Ρώμη είχε ανακάμψει από τη λεηλασία τού 1527 και ο Πίος Δ’ ήταν οικοδόμος. Ενετοί όπως ο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, που είχαν ζήσει στον Βόσπορο καθώς και στον Τίβερη, πρέπει να είχαν βρει εντυπωσιακή την αντίθεση μεταξύ Ισταμπούλ και Ρώμης. Στην τρίτη τουρκική επιστολή του, γραμμένη στην Ισταμπούλ την 1η Ιουνίου 1560, ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην Πύλη Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ έγραφε στον φίλο του Νικόλ Μισώ, ότι προτιμούσε να μένει στο σπίτι και όχι να κινείται στους δρόμους τής τουρκικής πρωτεύουσας. Εκτός από την αγένεια των Τούρκων, σύμφωνα με τον Μπουσμπέκ, προτιμούσε την ύπαιθρο από την πόλη, «ιδιαίτερα από αυτή την πόλη, η οποία κινδυνεύει σχεδόν να καταρρεύσει σε συντρίμμια, στην οποία δεν υπάρχει πια τίποτε από το πρώην μεγαλείο της, εκτός από τον χώρο της. Και αν και κάποτε ξεχώριζε ως αντίπαλος τής Ρώμης, τώρα έχει βυθιστεί σε επαίσχυντη δουλεία».75
Αν το πιο σημαντικό κεφάλαιο τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’ επικεντρώνεται στις τελευταίες συνεδριάσεις τής συνόδου τού Τρεντ, σίγουρα η πιο δραματική διαδικασία τής παπικής του θητείας περιστρέφεται γύρω από την κατάληξη και την καταστροφή τού καρδινάλιου Κάρλο και τού αδελφού του Τζιοβάννι Καράφα. Οι Καράφα είχαν αποκτήσει την έχθρα τού καρδινάλιου Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τού παπικού ταμία (καμερλένγκο), τον οποίο ο Παύλος Δ’ είχε αντιμετωπίσει σκληρά, καθώς και εκείνη τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, από τον οποίο ο Παύλος Δ’ είχε πάρει το Παλιάνο. Οι πιθανότητες τού Έρκολε Γκονζάγκα να εκλεγεί στο κογκλάβιο τού 1559 είχαν ματαιωθεί από την αντίθεση τού Κάρλο και έτσι ο Έρκολε είχε ενωθεί με τούς εχθρούς των Καράφα.
Στην αρχή ο Πίος φαινόταν να διάκειται ευνοϊκά προς την οικογένεια Καράφα γιατί, έτσι κι αλλιώς, όλοι γνώριζαν ότι χρωστούσε την εκλογή του στους καρδινάλιους Κάρλο και Αλφόνσο. Κατ’ αρχάς πήρε τη θέση, ότι ο Φίλιππος Β’ έπρεπε να εκπληρώσει τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε. Αν ο Τζιοβάννι Καράφα έχανε το Παλιάνο, έπρεπε να πάρει επαρκή αποζημίωση. Λίγες μέρες μετά την εκλογή του ο Πίος είχε στείλει στον Φίλιππο τον Φαμπρίτσιο ντι Σανγκουίνε, ισπανόφιλο οπαδό των Καράφα, «για να δώσει περιγραφή τής εκλογής του και ανταμοιβή αυτής τής επιχείρησης» (a dar cuenta de su elección y a este negocio de la recompensa). Ο Ισπανός πρεσβευτής Φρανσίσκο ντε Βάργκας εργαζόταν επίσης σθεναρά για λογαριασμό των Καράφα.76
Ο Κόσιμο Α’ Μέδικος πρόσθετε τις δικές του εκκλήσεις σε εκείνες τού πάπα, ο οποίος, καθώς περνούσαν οι βδομάδες, έδειχνε να μη χαλαρώνει τις προσπάθειές του για να εξασφαλίσει την υποσχεθείσα αποζημίωση για τον Τζιοβάννι Καράφα, αν και ο Κάρλο είχε κληθεί να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του στο Βατικανό. Δεδομένου ότι ο Φίλιππος Β’ είχε διατάξει την επιστροφή τού Παλιάνο στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, φαινόταν πιθανή κάποια ρήξη μεταξύ Φιλίππου και Πίου Δ’, γιατί το Παλιάνο ήταν παπικό φέουδο. Όμως ο Πίος ήθελε να διατηρήσει την ειρήνη, παρά το γεγονός ότι οι Ισπανοί καθιστούσαν σαφή την πλήρη αποδοκιμασία τους για τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε, την οποία βέβαια ο Παύλος Δ’ φαίνεται ότι δεν είχε αποδεχτεί δημοσίως.
Όχι λιγότερο νεποτιστής από τον προκάτοχό του, ο Πίος έπρεπε να φροντίσει για την οικογένειά του. Ο αδελφός του Τζιαντζάκομο δεν είχε αφήσει παιδιά, αλλά η αδελφή του Μαργαρίτα είχε παντρευτεί τον Τζιλμπέρτο Μπορρομέο, κόμη τής Αρόνα, ενώ μια άλλη αδελφή, η Κιάρα, είχε παντρευτεί κάποιον Βολφ Ντήτριχ, άρχοντα τού Χόενεμς στο Φόραρλμπεργκ τής Δυτικής Αυστρίας. Έχουμε σημειώσει την προσοχή τού Πίου προς τούς Φεντερίκο και Κάρλο Μπορρομέο. Ο γιος τής Κιάρα, ο Μαρκ Ζίττιχ φον Χόενεμς, θα ήταν ένας από τούς δεκαεννέα αποδέκτες κόκκινων καπέλων στη δεύτερη δημιουργία καρδιναλίων από τον Πίο Δ’ (στις 26 Φεβρουαρίου 1561).77 Το όνομα Χόενεμς μετατράπηκε ή παραφθάρηκε στα ιταλικά ως Άλτεμπς. Στην αναφορά του προς την Ενετική Γερουσία το 1560 ο Αλβίζε Μοτσενίγκο είχε πολλά να πει για τούς συγγενείς τού πάπα και τούς γάμους τους,78 οι οποίοι επρόκειτο να έχουν κάποιες επιπτώσεις στην τύχη των Καράφα.
Λίγο μετά τον γάμο τού Φεντερίκο Μπορρομέο με τη Βιρτζίνια ντέλλα Ρόβερε, η αδελφή του Καμίλλα παντρευόταν τον Τσέζαρε Γκονζάγκα ντι Γκουαστάλλα, τον μεγαλύτερο γιο τού Φερράντε και ανηψιό τού καρδινάλιου Έρκολε, τού οποίου η επιρροή στην κούρτη, ήδη πολύ μεγάλη, αυξήθηκε από αυτή τη νέα σχέση με τον πάπα. Ο καρδινάλιος Κριστόφορο Μαντρούτσο τού Τρεντ, ο οποίος ήταν δίγλωσσος μιλώντας γερμανικά και ιταλικά, προσδέθηκε στους φιλοπόλεμους Γερμανούς συγγενείς τού πάπα, τούς Χόενεμς ή Άλτεμπς, ενώ η ανηψιά τού πάπα Μαργαρίτα Άλτεμπς παντρεύτηκε έναν από τούς ανηψιούς τού Μαντρούτσο, ο οποίος, όπως θα φαινόταν, συλλάμβανε τώρα την ιδέα τής αγοράς για τούς Άλτεμπς των κάστρων των Καράφα στο Γκαλλέζε και στο Σοριάνο. Αργότερα αυτό έγινε και οι περιουσίες θα παρέμεναν στα χέρια των Άλτεμπς μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο Μαντρούτσο ήταν φίλος και σύμμαχος τού Γκονζάγκα. Όπως οι Σφόρτσα και Κολόννα, ήθελε και αυτός να απομακρύνει τούς Καράφα από τη Ρωμαϊκή σκηνή.
Η πολιτική στην παπική κούρτη ήταν επίπονη επιχείρηση. Χρειαζόταν προσοχή, γιατί τα γαλλικά ή ισπανικά συμφέροντα ήταν πιθανό να εμπλέκονταν σε κάθε μεγάλη κίνηση. Οι Γκονζάγκα είχαν μεταφέρει την υποταγή τους από τούς Αψβούργους στους Βαλώνους. Οι Φαρνέζε είχαν μετατοπίσει τη δική τούς από τη Γαλλία στην Ισπανία. Αν και οι καρδινάλιοι Φαρνέζε, ο Αλεσσάντρο και ο Ρανούτσιο, είχαν υποστηρίξει την ισπανική και Μεδίκεια υποψηφιότητα τού Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι, ο τελευταίος τώρα ως πάπας πρότεινε να πάρει το δουκάτο τού Καμερίνο από τούς Φαρνέζε, προκειμένου να το παραχωρήσει στον ανηψιό τού Φεντερίκο και στη σύζυγο τού τελευταίου Βιρτζίνια, τής οποίας η μητέρα ανήκε στην οικογένεια των Βαράνι, πρώην αρχόντων τού Καμερίνο.
Ο Κάρλο Καράφα πίστευε ότι θα μπορούσε να επιβιώσει μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα εχθροπραξιών και συγκρουόμενων συμφερόντων. Έκανε λάθος. Αν και ο Πίος Δ’ δεν είχε δώσει κανένα σημάδι αλλαγής στάσης απέναντι στους Καράφα και επέμενε ακόμη στην εκπλήρωση από τούς Ισπανούς τής όχι πια μυστικής συνθηκολόγησης τού Κάβε, στις 27 Μαρτίου 1560 ο Τζιρολάμο ντε Φεντερίτσι, επίσκοπος Σαγκόνα (στο νησί τής Κορσικής), αποκαταστάθηκε ως κυβερνήτης τής Ρώμης και παπικός οικονόμος, στις θέσεις από τις οποίες είχε διωχτεί στην αρχή τής παπικής θητείας τού Παύλου Δ’. Ο Αλεσσάντρο Παλλαντιέρι επαναδιορίστηκε οικονομικός επίτροπος (επίσης στις 27 Μαρτίου), αρμοδιότητα από την οποία είχε διωχτεί στις 7 Οκτωβρίου 1557 και είχε ριχτεί στη φυλακή. Αν και ο Παλλαντιέρι είχε χαροποιήσει τον Παύλο Δ’ με τη δική του καταγγελία των «μομφών και ποινών» (censuris et poenis) των Αψβούργων στο μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 27ης Ιουλίου 1556, όπως είδαμε, είχε προσβάλει τον Κάρλο Καράφα με την προφανή συμμετοχή του στους πίσω από τα παρασκήνια ελιγμούς, που είχαν προκαλέσει την πτώση και ατίμωση τού φίλου τού Κάρλο, τού Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι.79
Από τα τέλη Μαρτίου (1560) λοιπόν, εκτός από τούς Σφόρτσα και Κολόννα, Γκονζάγκα και Μαντρούτσο, δύο ακόμη εχθροί των Καράφα βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας, όπου και οι δύο ασκούσαν δικαστικά καθήκοντα λόγω τού αξιώματός τους. Ο Παλλαντιέρι, ο οποίος είχε υποφέρει σοβαρά κατά τα τελευταία δύο σχεδόν χρόνια τής παπικής θητείας τού Παύλου Δ’, διψούσε για εκδίκηση από τον Κάρλο Καράφα, τον οποίο δικαίως θεωρούσε υπεύθυνο για τα δεινά του. Προφανώς οι Τζιρολάμο ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι άρχισαν να εργάζονται αμέσως, γιατί στις 3 Απριλίου ο Πίος Δ’ εξέδωσε βούλλα, που ανανέωνε τις κυρώσεις που επιβάλλονταν σε εκείνους που έκλεβαν αγαθά που ανήκαν στην Αγία Έδρα, όπως κοσμήματα, στολίδια, χρυσάφι, ασήμι, νομίσματα, πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια, κ.λπ., άμφια, χειρόγραφα, βιβλία και άλογα, μουλάρια, αγάλματα, έπιπλα «και άλλα παρόμοια … κινητά και ακίνητα» (et alia quaecumque…, et bona mobilia et immobilia).
Ο Πίος σημείωνε ότι είχαν συμβεί κλοπές σε περασμένες εποχές, όταν πάπες ήσαν στα τελευταία τους και όταν η Αγία Έδρα ήταν κενή. Όλοι εκείνοι που είχαν αποκτήσει ανάρμοστα τέτοια αγαθά, είτε ιερωμένοι είτε λαϊκοί, ανεξάρτητα από τον βαθμό ή τη θέση τους, «επίσης και οι τιμημένοι με τη θέση τού καρδινάλιου» (etiam cardinalatus honore), έπρεπε να τα επιστρέψουν μέσα σε έξι ημέρες ή να αντιμετωπίσουν την ακραία ποινή τού αφορισμού και τής κατάρας, ανεξάρτητα από τυχόν προνόμια και απαλλαγές, που ενδεχομένως είχαν πάρει από προηγούμενους πάπες.80 Αυτή η βούλλα είχε ως στόχο τον Αλφόνσο Καράφα, τον καρδινάλιο τής Νάπολης, ο οποίος είχε αναγνωρίσει, ότι είχε πάρει μια κασετίνα με κοσμήματα από τον Παύλο Δ’, όταν εκείνος πέθαινε. Το δώρο είχε επιβεβαιωθεί με παπικό σημείωμα με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1559, την ημέρα τού θανάτου τού Παύλου, αλλά είχε αμφισβητηθεί η αυθεντικότητα τού σημειώματος. Ο φίλος τού Παύλου Δ’ Σκιπιόνε Ρεμπίμπα βρισκόταν σε κάπως παρόμοια δύσκολη θέση.81
Στις 12 Μαΐου (1560) ο Δον Ινίγκο Λόπεζ ντε Μεντόζα, κόμης τής Τεντίγια, κοντά στη Γκουανταλαχάρα στην κεντρική Ισπανία, έφτασε στη Ρώμη για να μεταφέρει στον νέο πάπα την επίσημη έκφραση «υπακοής» τού Φιλίππου Β’, η οποία υποβλήθηκε τέσσερις ημέρες αργότερα (στις 16 Μαΐου),82 ύστερα από την οποία ο Τεντίγια εγκαταστάθηκε στο Βατικανό. Σε αντίθεση με τον πρέσβη Βάργκας, ο Τεντίγια έδειχνε ελάχιστο σεβασμό για τον καρδινάλιο Καράφα και αρκετά ανοιχτά αναγνώριζε τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ως δούκα τού Παλιάνο. Ο Πίος Δ’ είχε φροντίσει για την υποδοχή τού Τεντίγια με ατέλειωτη λαμπρότητα και μεγάλη φιλικότητα, αλλά ο Πίος παρέμενε ήρεμος στο θέμα τού Παλιάνο. Ο Τεντίγια δεν είχε φέρει στους Καράφα κανένα είδος εξασφάλισης, κανένα νέο για «την αποζημίωση» (la recompensa) και καμία προσφορά τού Ροσσάνο, το οποίο λεγόταν τώρα ότι αποτελούσε το αντικείμενο τής διαφοράς, λόγω των δικαιωμάτων τού γιου τής Μπόνα Σφόρτσα, τού Σίγκισμουντ Αύγουστου τής Πολωνίας.
Τέλος στις 25 Μαΐου ο Φίλιππος έγραψε στον Βάργκας από το Αράνχουεζ, από βασιλικό καταφύγιο στην αριστερή όχθη τού ποταμού Τάγου, δίνοντας την απόφασή του για τούς Καράφα. Λόγω τού αιτήματος τού πάπα, ο Φίλιππος ήταν διατεθειμένος να πληρώσει στον καρδινάλιο Κάρλο τη σύνταξη 12.000 δουκάτων (που τού είχαν υποσχεθεί πριν περισσότερα από δύο χρόνια), η οποία θα επιβαλλόταν στα έσοδα τής αρχιεπισκοπής τού Τολέδο. Αναγνώριζε επίσης τον Κάρλο ως είδος επίτιμου δημότη τής ισπανικής επικράτειας, πράγμα που θα τού επέτρεπε να διατηρεί εκκλησιαστικά επιδόματα ύψους ακόμη 8.000 δουκάτων τον χρόνο. Από την αποστολή του στις Βρυξέλλες (το 1557-1558) ο Κάρλο είχε υπηρετήσει τον Φίλιππο καλά, ιδιαίτερα στο πρόσφατο κογκλάβιο, αλλά ο κόμης Τζιοβάννι Καράφα δεν είχε κάνει τίποτε και δεν δικαιούταν τίποτε, έχοντας αποτύχει να συμβάλλει στη διατήρηση τής φρουράς στο Παλιάνο, διατηρώντας τη συμμετοχή του στο γαλλικό θρησκευτικό Τάγμα τού Σαιν Μισέλ και συναναστρεφόμενος με τούς πρώην εχθρούς τού βασιλιά. Ο Φίλιππος έλπιζε ότι η απάντησή του θα ικανοποιούσε τον πάπα. Κάποια αποζημίωση για τον κόμη Τζιοβάννι ίσως ήταν δυνατή σε μεταγενέστερο χρόνο.83
Αν και ο Φίλιππος Β’ σαφώς δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε σε σχέση με «την αποζημίωση» (la recompensa), είχε κάνει μικρή οικονομική παραχώρηση (πάντοτε ανακλητή) στον καρδινάλιο Κάρλο και είχε αφήσει την πόρτα ελαφρώς μισάνοιχτη για τον αδελφό του Τζιοβάννι. Όμως πριν πάρει ο Βάργκας την επιστολή τού βασιλιά, αν και είχαν ήδη γίνει αντιληπτές οι προθέσεις του, το πλήγμα είχε πέσει στους Καράφα, οι οποίοι παραδόξως φαίνεται ότι δεν είχαν υποψιαστεί τίποτε. Ο Πίος Δ’ είχε τούς δικούς του λόγους να επιμένει για την τήρηση από τούς Ισπανούς τής μυστικής συνθηκολόγησης, λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με τούς Καράφα, τούς οποίους σχεδίαζε να καταστρέψει λίγο μετά τη βοήθεια που τού είχαν προσφέρει για να εκλεγεί πάπας. Δεν μπορούσε όμως να κινηθεί πολύ γρήγορα, γιατί έπρεπε να τούς αποκοιμίσει σε μια αίσθηση ασφάλειας, πράγμα το οποίο βδομάδα με τη βδομάδα φρόντιζε να κάνει. Όπως εξηγούσε ο ίδιος αργότερα, δεν ήθελε να φοβηθούν και να φύγουν. Επίσης όσο περισσότερο καθυστερούσε το χτύπημα, τόσο λιγότερο αυστηρή θα ήταν η αναπόφευκτη κατηγορία για αχαριστία. Το ενδιαφέρον τού Πίου να διατηρηθεί ζωντανή η μυστική συνθηκολόγηση βρισκόταν στο γεγονός, ότι όταν θα είχε απαλλαγεί από τούς Καράφα, θα μπορούσε να κάνει δικαιούχο τους τον ανηψιό τού Φεντερίκο (ή κάποιο άλλο μέλος ή μέλη τής οικογένειάς του). Το Παλιάνο ήταν παπικό φέουδο. Αν ο Φίλιππος επέμενε να επιστραφεί στον Κολόννα, από τον οποίο το είχε πάρει ένας πάπας, τότε ο Φίλιππος έπρεπε να πληρώσει το τίμημα που είχε συμφωνηθεί στο Κάβε.
Τη Δευτέρα 27 Μαΐου (1560) ο καρδινάλιος Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε συνελήφθη και στάλθηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, κατηγορούμενος για ποικιλία εγκλημάτων, καθώς και για δύο πρόσφατες ανθρωποκτονίες, που φερόταν ότι είχε διαπράξει «με τα χέρια του» (manibus) στη Νοτσέρα τής Ούμπρια, ενώ ταξίδευε από τη Βενετία στη Ρώμη για να συμμετάσχει στο πρόσφατο κογκλάβιο.84 Προφανώς ο Κάρλο Καράφα θεωρούσε ότι δεν υπήρχε ομοιότητα ανάμεσα στη σταδιοδρομία τού ντελ Μόντε και τη δική του. Σε επιστολή τής 1ης Ιουνίου προς τον αδελφό του Τζιοβάννι έδειχνε να θεωρεί ενθαρρυντικά τα νέα από την Ισπανία. Ο Φίλιππος δεν είχε καταλήξει ακόμη σε οριστική απόφαση σχετικά με την αποζημίωση για το Παλιάνο —ο Βάργκας δεν είχε λάβει την επιστολή τού Φιλίππου τής 25ης Μαΐου μέχρι τις 15 Ιουνίου— αλλά ο πάπας, από τον οποίο εξαρτιόταν πραγματικά το θέμα, ήταν πολύ ευνοϊκά διακείμενος απέναντί τους, «όπως αυτός είναι πάντοτε». Ο Τζιοβάννι είχε ρωτήσει αν μπορούσε να επιστρέψει με ασφάλεια στη Ρώμη γιατί, έτσι κι αλλιώς, είχε πάρει μέρος στη δολοφονία τής συζύγου του τον προηγούμενο Αύγουστο. Ο Κάρλο τώρα απαντούσε, ότι εξαρτιόταν από τον Τζιοβάννι. Σε ό,τι αφορούσε τον ίδιο, ο Κάρλο σαφώς δεν εύρισκε λόγους να ανησυχεί.85
Την Τρίτη 4 Ιουνίου η Δόννα Τζιοβάννα ντ’ Αραγόνα ντι Κολόννα, η χήρα τού Ασκάνιο και μητέρα τού Μαρκ’ Αντόνιο, επέστρεψε στη Ρώμη «πηγαίνοντας με μεγάλη συνοδεία» (maxima comitata caterva) και τη συνάντησαν μέλη τού νοικοκυριού τού Πίου Δ’, καθώς και ο δούκας τής Φερράρας, ο Ισπανός πρεσβευτής και πολλοί ευγενείς. Είχε φύγει από τη Ρώμη μαζί με τη Φελίτσε, τη σύζυγο τού Μαρκ’ Αντόνιο, την 1η Ιανουαρίου 1556, για να ξεφύγει από τα νύχια τού πάπα Καράφα.86 Καθώς οι εχθροί τού οίκου του συγκεντρώνονταν στη Ρώμη, ο Κάρλο Καράφα δεν είχε ακόμη τρομοκρατηθεί, ενώ ο αδελφός του Τζιοβάννι, επιστρέφοντας από το Γκαλλέζε, έκανε επιδεικτική είσοδο στην πόλη το βράδυ τής 6ης Ιουνίου. Πήγε στο παλάτι τού Κάρλο στην Πιάτσα Ναβόνα, όπου βρήκε τον Αλφόνσο Καράφα. Ετοιμάστηκε συμπόσιο, στο οποίο οι Καράφα κάλεσαν τον Φιλίπ Λαννόϋ, ηγεμόνα τής Σουλμόνα, που βρισκόταν στη Ρώμη τρεις ημέρες για δουλειές.
Σύμφωνα με αναφορά από τη Ρώμη (της 8ης Ιουνίου) οι Καράφα και οι καλεσμένοι τους συνέχισαν τη νύχτα με μουσική και χορό και στη συνέχεια βγήκαν στη Ρώμη με άμαξες, «τραγουδώντας και φωνάζοντας χαρούμενα μαζί με εταίρες». Ο λόγος για τη γιορτή τους ήταν η καλή είδηση που είχε μεταδοθεί από την Ισπανία, ότι η Καθολική του Μεγαλειότητα είχε αναγνωρίσει την υπόσχεσή του να πληρώσει στον Κάρλο σύνταξη 12.000 σκούδων, να εξοφλήσει τα καθυστερούμενα και να τού διαθέσει επίσης «αυθόρμητα οκτώ χιλιάδες σκούδα» (ottomila scudi di naturalezza). Επιπλέον η Καθολική του Μεγαλειότητα, κατά τούς ισχυρισμούς, έδινε στον Τζιοβάννι «όλα όσα είχαν συμφωνηθεί και τού είχαν υποσχεθεί κατά την εποχή τού εν λόγω Παύλου [Δ’]». Η χαρά τους όμως σύντομα διακόπηκε βάναυσα.
Ο Πίος Δ’ είχε καλέσει όλους τούς καρδινάλιους που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη (με εξαίρεση τον ντελ Μόντε) σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο για την Παρασκευή το πρωί, στις 7 Ιουνίου (1560). Είχαν συγκεντρωθεί στο ανάκτορο τού Βατικανού στη Σάλα ντελ Κοντσιστόρο Σεγκρέτο, η οποία βρίσκεται μεταξύ τής σημερινής Σάλα Ντουκάλε και τής Σάλα ντέι Ποντέφιτσι (του πρώτου τμήματος τού Διαμερίσματος Βοργία).87 Καθώς περίμεναν τον πάπα, ο Αουρέλιο Σπίνα, αρχιθαλαμηπόλος τού καρδινάλιου Μπορρομέο, ενημέρωσε τον Κάρλο Καράφα, ότι ο πάπας ήθελε να τού μιλήσει σε αίθουσα ακροάσεων στον πάνω όροφο. Ανεβαίνοντας μικρή κυκλική σκάλα, αυτός έσπευσε «με χαρά», όπως έγραφε ο πρέσβης τής Φλωρεντίας Τζιανμπαττίστα Ρικαζόλι στον Κόσιμο Α’ αργότερα την ίδια μέρα, αλλά ο πάπας δεν βρισκόταν στην αίθουσα ακροάσεων.
Είπαν στον Κάρλο να περιμένει. Τώρα εισερχόταν στην αίθουσα ο ανηψιός του, ο Αλφόνσο. Αντί να πάρουν τα καλά νέα που ο Κάρλο προφανώς περίμενε, ήρθε σε αυτούς ο νεαρός συγγενής τού πάπα, ο Γκάμπριο Σερμπελλόνι, ο διοικητής τής ελβετικής φρουράς, και τούς είπε «ότι ήσαν φρουροί τής Αγιότητάς του και ότι είχαν αποστολή να τούς οδηγήσουν τώρα στο Καστέλλο» (che gl’ erano prigioni di sua Santità, et che haveva commissione di condurli all’ ora in Castello). Ήσαν κρατούμενοι. Ο Γκάμπριο είχε διαταγές από τον πάπα να τούς μεταφέρει στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Αλφόνσο ήταν λυπημένος και παρέμενε σιωπηλός. Ο Κάρλο δεν ήταν ούτε λυπημένος, ούτε σιωπηλός. Ο Ρικαζόλι, που είδε τη σκηνή, αναφέρει ότι ο Κάρλο είπε, «Αυτοί είναι οι καρποί των καλών μου έργων!» (Questi sono i frutti delle mie buone opere!). Αυτή ήταν η ανταμοιβή του, που είχε κάνει πάπα τον Πίο.
Στο μεταξύ ο κυβερνήτης ντε Φεντερίτσι και ο οικονομικός επίτροπος Παλλαντιέρι είχαν διαταχθεί να συλλάβουν τον Τζιοβάννι Καράφα, «κόμη τού Μοντόριο», τον οποίο βρήκαν στο Παλάτσο Καράφα στην Πιάτσα Ναβόνα. Τον έβαλαν σε άμαξα και τον πήγαν στο Καστέλλο. Σύμφωνα με την ειδοποίηση (avviso) ή αναφορά τής 8ης Ιουνίου, ο Τζιοβάννι είχε αρχικά την τάση να αντισταθεί κάπως, αλλά βλέποντας όλη την αστυνομία (il barigello con tutti li sbirri) συγκρατήθηκε και ανέβηκε στην άμαξα. Έγινε απογραφή των περιεχομένων τού παλατιού. Τα πιο πολύτιμα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στο Βατικανό, ενώ τα υπόλοιπα αποδόθηκαν με κατάσχεση στο παπικό ταμείο. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα μέλη των νοικοκυριών Καράφα δραπέτευσαν, η αστυνομία συνέλαβε περίπου είκοσι άτομα, συμπεριλαμβανομένων συγγενών και φίλων, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Φερράντε Γκαρλόνιο, κόμης τού Αλίφε, ο Λεονάρντο ντε Καρντένα, ο Τορκουάτο Κόντε, ο Τσέζαρε Μπρανκάτσιο, ο Φερράντε ντι Σανγκουίνε και άλλοι. Ο Αντόνιο, ο μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο και πατέρας τού Αλφόνσο, δεν συνελήφθη, γιατί βρισκόταν στη Νάπολη. Αναφερόταν όμως ότι ο πάπας είχε πει «ότι θα τον πιάσει». Ο συγγραφέας τής ειδοποίησης (avviso) τής 8ης Ιουνίου σημειώνει ότι «υπάρχουν λίγοι που δεν χάρηκαν με τη φυλάκιση των Καράφα, ιδιαίτερα ο ρωμαϊκός λαός, που έχουν υποστεί τόσο πολλά στα χέρια τους».88
Η εκδίκαση τής υπόθεσης κατά των Καράφα ανατέθηκε στον κυβερνήτη τής Ρώμης και στον οικονομικό επίτροπο, γνωστούς και τούς δύο για την έχθρα τους προς τούς κατηγορουμένους. Σύμφωνα με επιστολή τής 28ης Ιουνίου (1560) τού Φερράντε ντι Σανγκουίνε, ενός σεβαστού ναπολιτάνου συγγενή των Καράφα (και πατέρα τού Φαμπρίτσιο ντι Σανγκουίνε, που ήταν κογκλαβιστής τού Κάρλο στο τελευταίο κογκλάβιο), οι παπικοί εισαγγελείς είχαν κατάσχει επτά ή οκτώ κασέλες με επιστολές και έγγραφα.89 Μάλιστα οι ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι εντόπισαν κάθε αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των κρατουμένων. Ανέκριναν καθένα για τον οποίο πίστευαν ότι είχε λόγους για δράση ή καταγγελία και άρα μπορούσε να είναι χρήσιμος κατά την προσεχή δίκη.
Ο Τζιανμπαττίστα Ρικαζόλι είχε αναφέρει στις 15 Ιουνίου, ότι στο παλάτι τού Αλφόνσο Καράφα είχαν βρεθεί όχι μόνο αρκετές κασέλες με έγγραφα, αλλά και 13.000 δουκάτα, κοσμήματα, χαρτοφύλακες και κουτιά με χρήματα που έφεραν τα παπικά οικόσημα, πράγμα που φυσικά δεν μείωνε καθόλου την αγανάκτηση τού Πίου Δ’. Η αναζήτηση για εχθρικούς μάρτυρες και ενοχοποιητικά στοιχεία επεκτάθηκε στο Γκαλλέζε και στη Νάπολη. Από το πρώτο λίγα προέκυψαν, αλλά ο παπικός νούντσιος Πάολο Οντεσκάλκι έκανε πλούσια ανακάλυψη στη Νάπολη. Στα μέσα Ιουλίου ήταν γνωστό στη Ρώμη, ότι είχε ανακαλύψει κρυμμένα σε μοναστήρι έπιπλα και έργα τέχνης, που λεγόταν ότι άξιζαν 60 με 70.000 δουκάτα ή περισσότερο, τα οποία είχαν παρθεί από το Βατικανό.90 Η έρευνα στο ναπολιτάνικο μοναστήρι απέφερε επίσης δύο ακόμη μικρές κασέλες με επιστολές και έγγραφα.91
«Αυτεπαγγέλτως» (motu proprio) την 1η Ιουλίου (1560) ο Πίος Δ’ προσδιόρισε τις κατηγορίες εναντίον των Καράφα και εισήγαγε στη δίκη που θα άρχιζε μια βδομάδα αργότερα. Ο Τζιοβάννι Καράφα, που ονομαζόταν δούκας τού Παλιάνο και ήταν ιππότης τού Τάγματος τού Σαιν Μισέλ, κατηγορούνταν για τη δολοφονία τού ανηψιού του, τού Μαρτσέλλο Καπέτσε, τού υποτιθέμενου εραστή τής συζύγου τού Τζιοβάννι, τής Βιολάντε Γκαρλόνια ντ’ Αλίφε. Ο Καπέτσε είχε θανατωθεί χωρίς δίκη, «χωρίς καν συμβολαιογράφο και χωρίς να γραφεί τίποτε» (absque etiam notario et sine aliqua penitus scriptura). Είχε βασανιστεί σκληρά και τού είχαν αρνηθεί το μυστήριο τής εξομολόγησης. Μετά τον θάνατό του το σώμα του είχε ριχτεί σε τουαλέτα. Η σύζυγος τού Τζιοβάννι, μια ευγενής άψογης φήμης, στον έκτο ή έβδομο μήνα εγκυμοσύνης, είχε δολοφονηθεί από τον αδελφό της [τον Φερράντε Γκαρλόνιο, κόμη τού Αλίφε] και έναν άλλο συγγενή [Λεονάρντο ντε Καρντένα],
και επιπλέον οι Κάρλο και Αλφόνσο Καράφα, Ναπολιτάνοι, κοινώς ονομαζόμενοι καρδινάλιοι διάκονοι τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αρκετά απρόσεκτοι για τη δική τους ασφάλεια και αξιοπρέπεια, είχαν συμφωνήσει για τη δολοφονία τής εν λόγω Βιολάντε, συζύγου τού αδελφού και θείου τους αντίστοιχα και είχαν δώσει εντολή, είχαν συμβουλεύσει και είχαν προτρέψει να θανατωθεί αυτή.
Όσο για τον καρδινάλιο Κάρλο, ήταν ένοχος για πολλές φρικτές ανθρωποκτονίες, δολοφονίες για χρήματα, τις οποίες είχε διαπράξει με τα ίδια του τα χέρια ή είχε προσλάβει άλλους να το κάνουν γι’ αυτόν. Είχε επίσης εξαπατήσει τον πάπα Παύλο Δ’, «με ψευδείς αποχρώσεις και ποικιλία ψεμάτων, τεχνασμάτων και μηχανορραφιών» (falsis coloribus ac mendaciis variisque dolis et machinationibus), να πάει σε πόλεμο [με την Ισπανία], ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα αμέτρητους θανάτους, ιεροσυλίες, εγκλήματα, λεηλασίες και εμπρηστικές καταστροφές. Επίσης ο Κάρλο και ο αδελφός τού Αντόνιο [ντι Μοντεμπέλλο] είχαν κλέψει από το παπικό ταμείο (Camera Apostolica) μεγάλα χρηματικά ποσά, που είχαν συγκεντρωθεί για την πληρωμή των παπικών στρατευμάτων στον κακά προμηνυμένο πόλεμο. Ο Κάρλο, όπως και ο αδελφός του Τζιοβάννι, ήταν ένοχος για «πολλές μοιχείες και βιασμούς γυναικών» (plura adulteria et stupra mulierum), εκφοβίζοντας συζύγους, αδελφούς και γονείς με απειλές, φυλακίζοντάς τους και χρησιμοποιώντας βία με άλλους τρόπους. Υπό το πρόσχημα τής δικαιοσύνης είχαν καταδικάσει πολλά αθώα άτομα σε θάνατο ή στις γαλέρες. Οι σκανδαλώδεις αδελφοί και ο καρδινάλιος Αλφόνσο είχαν επιβάλει εκβιαστικά αποσπάσεις πόρων σε κάθε επαρχία στα παπικά κράτη, υπεξαιρώντας χρήματα από τούς κατοίκους καθώς και από το παπικό ταμείο.
Κατά τον θάνατο τού Παύλου Δ’ ο Αλφόνσο είχε αφαιρέσει από το παπικό δωμάτιο «μεγάλο, ασυνήθιστο ποσό χρημάτων, κοσμημάτων, ασημικών και σκευών καθαγιασμένων για εκκλησιαστική χρήση και για τη θεία λειτουργία, καθώς και άλλα πολύτιμα αντικείμενα τεράστιας αξίας». Στη συνέχεια ο Αλφόνσο είχε αποκρούσει την παραινετική βούλλα τού Πίου Δ’, η οποία διέταζε «υπό την απειλή συγκεκριμένων μομφών και κυρώσεων» (sub certis censuris et penis) την επιστροφή τής απαλλοτριωμένης και παρανόμως κατεχόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας και είχε μάλιστα πλαστογραφήσει παπικό σημείωμα στο όνομα τού Παύλου Δ’, που τού δώριζε ψευδώς όλα τα τιμαλφή, τα οποία στην πραγματικότητα είχε κλέψει.
Τα εγκλήματα των Καράφα ήσαν γνωστά σε όλους και αποτελούσαν σκάνδαλο για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη και την Εκκλησία. Δεδομένου ότι ο Πίος φοβόταν την πιθανότητα διαφυγής τους με την πρώτη ένδειξη νομικής ενέργειας εναντίον τους, είχε διατάξει τον εγκλεισμό τους στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και είχε δώσει εντολή στον Τζιρολάμο ντε Φεντερίτσι, επίσκοπο τής Σαγκόνα, «κυβερνήτη τής αγαπημένης μας πόλης και παπικό υποταμία» (almae Urbis nostrae gubernator et vicecamerarius), να προβεί σε διεξοδική εξέταση όλων των παραπάνω κατηγοριών και άλλων που ήταν πιθανό να απαγγελθούν κατά των δύο καρδιναλίων και τού δούκα τού Παλιάνο. Ο ντε Φεντερίτσι και ο Αλεσσάντρο Παλλαντιέρι, οικονομικός επίτροπος τού Αποστολικού Ταμείου, έπρεπε να ενισχύονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από ολόκληρο το φάσμα τού εκκλησιαστικού εξοπλισμού, δηλαδή μείζονα αφορισμό, στέρηση εκκλησιών, τίτλων, επιδομάτων, συντάξεων, αξιωμάτων και φέουδων, κάθε φορά που θα συναντούσαν δύστροπους και μη συνεργάσιμους μάρτυρες και καταθέτες, όποιος κι αν ήταν ο βαθμός και το αξίωμά τους. Η ανάκριση μελών τού Ιερού Κολλέγιου θα πραγματοποιούνταν παρουσία άλλων καρδιναλίων. Ο ντε Φεντερίτσι θα ανέφερε λεπτομερώς στον πάπα, ο οποίος διατηρούσε για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφασίσει για την ποινή. Καμία προηγούμενη αποστολική νομοθεσία, καμία ασυλία, κανένα προνόμιο, καμία παρέκκλιση, τίποτε, ούτε τα άρθρα που είχαν συμφωνηθεί στο προηγούμενο κογκλάβιο (etiam per capitula in proximo preterito conclavi), δεν έπρεπε να εμποδίσει την έρευνα, ούτε να απαλλάξει τούς ένοχους από την τιμωρία.92
Μια δεύτερη «αυτεπάγγελτη» (motu proprio) πράξη στις 5 Ιουλίου (1560) διόριζε οκτώ καρδινάλιους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία ως εγγυητές τής δικαιοσύνης. Αυτοί ήσαν οι Φεντερίκο ντε Τσέζι, Μπαρτολομέ ντε λα Κουέρβα, Τζιανμικέλε Σαρακένι, Τζάκοπο Πουτέο, Τζιανμπαττίστα Τσιτσάντα, Ζαν Μπερτράν, Τζούλιο ντέλλα Ρόβερε και Αλβίζε Κορνέρ (Κορνάρο). Όμως αυτοί δεν θα έπαιρναν μέρος στη δίκη, η διεξαγωγή τής οποίας αφηνόταν εντελώς στους ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι, οι οποίοι θα υπέβαλλαν ερωτήσεις στους κατηγορουμένους και στους μάρτυρες. Τα συμφέροντα των κατηγορουμένων υποτίθεται ότι φρόντιζε επίσης η «Φιλανθρωπική εταιρεία τής πόλης» (Societas charitatis Urbis), η ρωμαϊκή εταιρεία νομικής βοήθειας, αντιπρόσωπος τής οποίας ήταν ο Ισπανός Λούις ντε Τόρρες. Η δίκη ή ανάκριση των δύο καρδινάλιων άρχισε στις 8 Ιουλίου. Πραγματοποιήθηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και θα διαρκούσε τρεις πλήρεις μήνες. Οι ερωτήσεις γίνονταν στους κατηγορούμενους στα λατινικά. Απαντούσαν στα ιταλικά. Οι οκτώ καρδινάλιοι ήσαν σιωπηλοί, παρατηρητές τής δικαστικής διαδικασίας, που όμοιά της δεν είχαν δει στην παπική κούρτη από τη δίκη, καταδίκη και εκτέλεση τού καρδινάλιου Αλφόνσο Πετρούτσι το 1517.93
Εκτός από το γεγονός ότι οι δικαστές ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι ήταν γνωστό ότι ήσαν εχθροί των Καράφα, φαίνεται ότι ούτε ο Αλφόνσο ούτε ο Κάρλο είχαν παραπεμφθεί σε δίκη με τις κατηγορίες που προσδιόριζαν οι αυτεπάγγελτες πράξεις (motu propria) τού Πίου Δ’ τής 1ης Ιουλίου (1560). Σύμφωνα με την εκλογική διομολόγηση τού 1559, την οποία όλοι οι καρδινάλιοι είχαν ορκιστεί να τηρούν (και την οποία ο Πίος είχε επιβεβαιώσει με βούλλα), τα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου μπορούσαν να διωχθούν μόνο για αίρεση, σχίσμα ή προδοσία (laesa maiestas). Όμως με άλλη αυτεπάγγελτη πράξη (motu proprio) τής 10ης Ιουλίου ο πάπας διατήρησε σε ισχύ τις κατηγορίες, παρά τη διομολόγηση.
Ο νεότερος καρδινάλιος, ο Αλφόνσο, διατηρούσε ήσυχη ηρεμία σε όλη τη διάρκεια των ανακρίσεων. Κατηγορούνταν μόνο για κλοπή και πλαστογραφία. Ο Κάρλο κατηγορούνταν για τρομακτική παράταξη εγκλημάτων, αλλά επικαλέστηκε την εκλογική διομολόγηση ως υπεράσπισή του απέναντι στην καταγγελία για όλες τις κακές τού πράξεις από τις 7 Ιουνίου 1555 (πέντε χρόνια πριν από τη μέρα τής σύλληψής του), από την ημερομηνία κατά την οποία ο Παύλος Δ’ τον είχε κάνει καρδινάλιο. Ζήτησε απαλλαγή από τα εγκλήματα που είχε διαπράξει πριν από αυτή την ημερομηνία (όταν ήταν στρατιώτης), στη βάση τού σημειώματος άφεσης αμαρτιών, το οποίο είχε συνοδεύσει το δώρο τού κόκκινου καπέλου από τον Παύλο προς αυτόν και είχε παραγράψει τα καταλογιστέα αδικήματα τού παρελθόντος του μέχρι την εν λόγω ημερομηνία. Η μνήμη τού Κάρλο ήταν πιθανό να τον προδώσει όταν τα ερωτήματα θα γίνονταν ενοχοποιητικά.
Στις 22 Ιουλίου ο Παλλαντιέρι ενημέρωσε τον Καράφα παρουσία των καρδιναλίων, ότι ο πάπας είχε κηρύξει άκυρο το σημείωμα άφεσης αμαρτιών τού Παύλου Δ’, καθώς και την εν προκειμένω συνάφεια τής εκλογικής διομολόγησης, πράγμα στο οποίο ο Καράφα αντέδρασε με βίαιη και όχι αδικαιολόγητη αγανάκτηση. Από το τέλος τού μήνα οι κρατούμενοι περιορίστηκαν καθένας μόνος σε ένα κελί και οι επισκέπτες δεν είχαν πια εύκολη πρόσβαση σε αυτούς. Οι εξαντλητικές ανακρίσεις συνεχίστηκαν ολόκληρο τον Αύγουστο και κατά το μεγαλύτερο μέρος τού Σεπτεμβρίου, ενώ στις αρχές Οκτωβρίου ο ντε Φεντερίτσι παρουσίασε στον πάπα τα ογκώδη πρακτικά (procès-verbaux) τής δίκης.94
Στον Κάρλο Καράφα είχαν απαγγελθεί περίπου εικοσιδύο κατηγορίες εγκληματικότητας, αίρεσης και αδικοπραξίας, από τις οποίες δεκατέσσερις θεωρήθηκαν ότι επιβεβαιώνονταν από τα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων πέντε δολοφονίες. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποδείξεις ήσαν νεφελώδεις. Ο Τζιοβάννι Καράφα, δούκας τού Παλιάνο, κατηγορήθηκε ότι «εκτέλεσε» τον Μαρτσέλλο Καπέτσε, τον υποτιθέμενο εραστή τής συζύγου του Βιολάντε, στο κάστρο στο Σοριάνο, τη νύχτα τής 26-27 [ή 29-30] Ιουλίου 1559, τρυπώντας τον εικοσιεπτά φορές με στιλέτο.95 Ήταν επίσης υπεύθυνος για τη δολοφονία τής συζύγου του, τής Βιολάντε, στο Γκαλλέζε στις 29 Αυγούστου (1559), αν και η πράξη είχε στην πραγματικότητα γίνει από τον αδελφό της Φερράντε, κόμη τού Αλίφε και τον θείο της, τον Λεονάρντο ντε Καρντένα.96 Οι καρδινάλιοι Αλφόνσο και Κάρλο λεγόταν ότι είχαν εγκρίνει τη θανάτωση τής Βιολάντε για να προστατευτεί η τιμή τού οίκου των Καράφα. Μάλιστα αναφέρθηκε ότι ο Κάρλο είχε επιμείνει στη θανάτωση.97
Η εκλογική διομολόγηση τού τελευταίου κογκλάβιου είχε δεχτεί, ότι καρδινάλιοι ήταν δυνατό να παραπεμφθούν σε δίκη για αίρεση, σχίσμα και προδοσία και ο Κάρλο Καράφα σύντομα μάλιστα κατηγορήθηκε για αίρεση και προδοσία. Το σχίσμα βρισκόταν έξω από το πεδίο των ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων του. Η αδιαφορία για τη θρησκεία και μια υποτιθέμενη τάση για βλασφημία τον καθιστούσαν ευάλωτο στην κατηγορία τής αίρεσης. Κάποτε, ενώ βρισκόταν στη Βενετία, είχε πει ότι συνάντησε λιτανεία, στην οποία έφεραν την όστια. Με άσεμνη χειρονομία προς το μυστήριο, φερόταν ότι είχε δηλώσει, ότι δεν πίστευε στην πραγματική παρουσία τού Χριστού στη Θεία Ευχαριστία και ότι όποιος το πίστευε ήταν τρελλός.98
Ο Κάρλο είχε επίσης κατηγορηθεί για πολιτικές σχέσεις με τούς Λουθηρανούς, ιδιαίτερα με τον Άλμπρεχτ, τον μαργράβο (margrave) τού Βρανδεμβούργου, έναν από τούς μεγάλους ταραχοποιούς στα μέσα τού αιώνα. Νωρίς το 1556 ο Άλμπρεχτ είχε γίνει αντι-Αψβούργος σύμμαχος τού Ερρίκου Β’, ο οποίος είχε μόλις σχηματίσει την συμμαχία του με τον Παύλο Δ’ (στις 15 Δεκεμβρίου 1555). Στις συνθήκες αυτές οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κάρλο και Άλμπρεχτ ήσαν αναπόφευκτες. Γνώριζαν ο ένας τον άλλο για μια δεκαετία (από το 1546). Ο Κάρλο και ο εκπρόσωπος τού μαργράβου, ο Φρήντριχ Σπετ, ο οποίος είχε έρθει στη Ρώμη (το 1556), ήσαν φίλοι ή τουλάχιστον γνωστοί εδώ και χρόνια. Πρέπει κανείς να θυμάται πάντοτε το παρελθόν τού Κάρλο ως στρατιώτη. Κάποτε βρισκόταν σε αυτοκρατορική υπηρεσία στη Γερμανία. Αργότερα είχε πολεμήσει για τούς Γάλλους στη Σιένα. Ο Άλμπρεχτ είχε ζητήσει χρήματα από την Αγία Έδρα και είχε υποσχεθεί να βάλει στρατεύματα στο πεδίο εναντίον τού Καρόλου Ε’.
Όταν ρωτήθηκε για τις συναλλαγές του με τούς Λουθηρανούς, ο Κάρλο δεν θυμόταν (io non mi ricordo di avere avuto lettere da Luterani), αλλά όταν ήταν σαφές ότι η ποινική δίωξη ήταν καλά εφοδιασμένη με αποδεικτικά στοιχεία, θυμήθηκε όντως ότι ο Σπετ είχε περάσει ένα μήνα στη Ρώμη. Μάλιστα ο Σπετ, τον οποίο ο Κάρλο (έλεγε) ήθελε να διώξει από τη στιγμή που πρωτοήρθε, είχε συζητήσει τελικά την αποστολή του με τον πάπα. Είχαν όμως μιλήσει λατινικά και έτσι ο Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι είχε υπηρετήσει ως μεσάζων. Ναι, είχε γίνει κάποια συζήτηση για ένωση με τούς Λουθηρανούς. Ο Κάρλο δεν μπορούσε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες, αλλά ο Σπετ είχε κάνει απελπιστικά μπερδεμένη δήλωση ως προς τον σκοπό τής αποστολής του. Όσο για τον Κάρλο, όπως πάντοτε είχε απλώς διεκπεραιώσει οδηγίες τού Παύλου Δ’. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αυτό και δεν μπορούσε να θυμηθεί εκείνο. Μπορούσε να αναγνωρίσει τον γραφικό χαρακτήρα τού Σπετ, αλλά όχι εκείνο των δικών του γραμματέων. Δεν είχε εμπιστευτεί τον Σπετ.
Ο Όττο φον Τρούκσες, ο καρδινάλιος τού Άουγκσμπουργκ, είχε καταστήσει σαφές στον Κάρλο (έλεγε), ότι ο Σπετ ήταν αχρείος. Όταν ρωτήθηκε αν ο Σπετ τού είχε γράψει πριν έρθει στη Ρώμη, ο Κάρλο δεν θυμόταν να είχε πάρει επιστολή από αυτόν. Όταν τού έδειξαν επιστολές που είχαν βρεθεί ανάμεσα στα δικά του χαρτιά, με σχόλια από το χέρι τού γραμματέα του, ο Κάρλο ακόμη δεν θυμόταν. Οι γραμματείς ήσαν απρόσεκτοι. Είχαν αρχειοθετήσει επιστολές τού Σπετ, για τις οποίες δεν ήξερε τίποτε, μαζί με τη δική του αλληλογραφία. Υποστήριζε ότι είχε παραδώσει στον πάπα όλες τις επιστολές που είχε λάβει, αλλά βέβαια ίσως ο πάπας τις είχε στείλει πίσω, ένας γραμματέας τις είχε αρχειοθετήσει και ο ίδιος δεν τις είχε δει. Οι ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι ήσαν αδιάκοποι και αδυσώπητοι στις ερωτήσεις τους. Είχαν έγγραφα που τον διέψευδαν και έτσι δεν μπορούσαν παρά να υποθέσουν ότι ήταν ψεύτης «από αυτές … τις συγκαλυμμένες απαντήσεις και τις πολλές στρεψοδικίες» (ex his… involutis responsionibus et tot cavillationibus).
Δεν ήταν δυνατή η ένωση μεταξύ τού Λουθηρανού Άλμπρεχτ τού Βρανδεμβούργου και τού Παύλου Δ’, έστω και αν, θεωρητικά, γερμανικά στρατεύματα θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τούς Καράφα να αποκτήσουν τη Σιένα, πράγμα σε κάθε περίπτωση απίθανο. Όμως ο Κάρλο υποστήριζε, ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο είχε κρατήσει τον Σπετ στη Ρώμη και τον άκουγε, ήταν ότι ο Παύλος Δ’ τον είχε διατάξει να το κάνει (al certo non l’ avrei inteso, ma l’ avrei cacciato via come un infame). Ό,τι κι αν είχε συμβεί, δεν έδιωξαν τον Σπετ μέχρι να παρέμβει ο καρδινάλιος φον Τρούκσες. Σύμφωνα με τη δήλωση την οποία έστειλε στον καρδινάλιο Μπορρομέο τον Ιούνιο (1560) ο Τζιρολάμο Μουτσαρέλλι, αρχιεπίσκοπος τής Κόντσα ντι Καμπανία, η συμπεριφορά τού Κάρλο Καράφα στην Βενετία αποτελούσε σκάνδαλο για την πίστη. Συναναστρεφόταν Λουθηρανούς που κατοικούσαν στη λιμνοθάλασσα, συμμετείχε στα δείπνα τους, έτρωγε κρέας την Παρασκευή και χλεύαζε στη λειτουργία.99
Ανάμεσα στις πιο σοβαρές κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον τού Κάρλο Καράφα ήταν ότι είχε εκτρέψει τον Παύλο Δ’ από τα εκκλησιαστικά ζητήματα και τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας στον πόλεμο με τούς Αψβούργους. Λιγότερο από δύο μήνες μετά τη στιγμή που οι καρδινάλιοι Σαρλ ντε Γκυζ και Φρανσουά ντε Τουρνόν είχαν διαπραγματευτεί την παπική-γαλλική συμμαχία (της 15ης Δεκεμβρίου 1555), ο Ερρίκος Β’ με θαυμαστή σοφία είχε εισέλθει στην ανακωχή τής Βωσέλ με τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο Β’ (στις 5 Φεβρουαρίου 1556), πράγμα το οποίο, όπως είδαμε, ήταν πιθανό να ανατρέψει τα σχέδια τού πάπα για εκδίωξη των Ισπανών από την Ιταλία και να ματαιώσει τη φιλοδοξία τού Κάρλο για απόκτηση τής Σιένα.
Όμως η δόλια διπλωματία τού Κάρλο είχε σύντομα απαλλαγεί από την εκεχειρία τής Βωσέλ, βυθίζοντας την Αγία Έδρα στον καταστροφικό πόλεμο με την Ισπανία και η δίωξη κατηγορούσε τώρα τον Καράφα ότι ήταν «ο αυτουργός τού πολέμου, αυτός που προκάλεσε την παραβίαση τής εκεχειρίας» (auctor belli, treguae fractae sollicitator), όπως πραγματικά ήταν. Οι ντε Φεντερίτσι και Παλλαντιέρι, έχοντας κατάσχει όλα τα χαρτιά τού Καράφα, ήσαν καλά εξοπλισμένοι για να αποδείξουν την κατηγορία, αν και, φροντίζοντας το συμφέρον τής Αγίας Έδρας, πρόσεχαν να απαλλάσσουν από κάθε κατηγορία τον Παύλο Δ’, στον οποίο σε μεγάλο βαθμό ο Καράφα απέδιδε την ευθύνη, αφού ισχυριζόταν ότι ήταν απλώς όργανο τής παπικής πολιτικής.
Η δίωξη κατηγόρησε τον Καράφα ότι διέγειρε τον πάπα να πάρει ακραία μέτρα στην περιβόητη υπόθεση των γαλερών Σφόρτσα. Ισχυρίζονταν και ήταν αλήθεια, ότι είχε δώσει στον Ερρίκο Β’ ψευδείς διαβεβαιώσεις, ότι όταν εισέρχονταν στην Ιταλία γαλλικά στρατεύματα (όταν θα είχε παραβιαστεί η ανακωχή τής Βωσέλ), ο πάπας θα διόριζε διάφορους οπαδούς των Γάλλων ως καρδινάλιους. Ισχυρίζονταν επίσης και δεν ήταν προφανώς αλήθεια, ότι ο Κάρλο είχε αποκρύψει από τον πάπα την μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε. Έχουμε ήδη αντιμετωπίσει στη χρονολογική της σειρά μία από τις πιο βαριές κατηγορίες που είχε να αντιμετωπίσει ο Κάρλο στη δίκη, ότι στον παπικό πόλεμο με την Ισπανία είχε επιδιώξει να επιστρατεύσει τη βοήθεια τού Τούρκου, εχθρού τού ονόματος τού Χριστού, κατά τού Φιλίππου Β’, τού Καθολικού βασιλιά.100
Μετά τη δίωξη (ad offesam) οι Καράφα μπορούσαν, με τούς δικηγόρους τους, να ετοιμαστούν για την υπεράσπισή τους (ad difesam), η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα που είχε παραχωρηθεί για τον σκοπό αυτό, πρέπει να είχε επεκταθεί μέχρι περίπου τις 20 Νοεμβρίου (1560). Η δίκη τελείωσε στις 15 Ιανουαρίου τού επόμενου έτους.101 Μεταξύ των δικηγόρων τους ήταν ο Μαρκ’ Αντόνιο Μποργκέζε, τού οποίου ο γιος Καμίλλο έμελλε να γίνει ο πάπας Παύλος Ε’ (1605-1621). Ο Μαρκ’ Αντόνιο ήταν «δάσκαλος τού εκκλησιαστικού δικαίου» και «συνήγορος των φτωχών» (advocatus pauperum). Οι δικηγόροι μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις κατηγορίες εναντίον των πελατών τους, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, παρουσία τού πάπα και των καρδινάλιων στους οποίους είχε ανατεθεί η υπόθεση. Οι κατηγορούμενοι δεν γίνονταν δεκτοί σε αυτές τις συνεδριάσεις. Σε γενικές γραμμές η υπεράσπιση έπαιρνε τη μορφή γραπτών δηλώσεων, από τις οποίες δέκα παρουσιάστηκαν στον πάπα και τούς καρδινάλιους για λογαριασμό τού Κάρλο Καράφα και έξι ή οκτώ για τον αδελφό του Τζιοβάννι, ο οποίος είχε απλώς υπερασπιστεί την τιμή του στις δολοφονίες των Καπέτσε και Βιολάντε. Οι δικηγόροι τόνισαν τη λεπτότητα των αποδείξεων που προσκομίζονταν εναντίον τού Κάρλο. Ήσαν, όπως έλεγαν, σε μεγάλο βαθμό φήμες. Οι μάρτυρες κατηγορίας ήσαν ως επί το πλείστον χαμηλής καταγωγής λαϊκοί. Επιπλέον ο Κάρλο είχε ενεργήσει σε σημαντικά θέματα πάντοτε και μόνο κατ’ εντολή τού Παύλου Δ’.
Ενώ ο Ισπανός πρεσβευτής Φρανσίσκο ντε Βάργκας εργαζόταν σκληρά για τον φίλο τού Κάρλο Καράφα, ο κόμης τής Τεντίγια, ο οποίος έφυγε από τη Ρώμη στα τέλη Δεκεμβρίου, είχε ταχθεί στο πλευρό τού Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα και των Κολόννα, που ήσαν αποφασισμένοι να καταστρέψουν τούς Καράφα. Παρά το γεγονός ότι, καθώς περνούσε ο χρόνος, ο ρωμαϊκός λαός έτεινε να κουράζεται από τη χρονοβόρα δίκη, αυξήθηκαν οι εντάσεις στην κούρτη. Ξαφνικά στις 26 Φεβρουαρίου 1561 ο Πίος Δ’ δημιούργησε δεκαοκτώ (ή δεκαεννιά) καρδινάλιους, κυρίως για να ενισχύσει τη θέση του στο εκκλησιαστικό συμβούλιο.102 Η ενέργειά του δεν ήταν διαφορετική από εκείνη τού Λέοντα Ι’, ο οποίος, μετά τη συνωμοσία Πετρούτσι, είχε δημιουργήσει όχι λιγότερους από τριανταένα καρδινάλιους (την 1η Ιουλίου 1517). Στους παραλήπτες των νέων καπέλων τού Πίου περιλαμβάνονταν αρκετοί αντίπαλοι και όχι οπαδοί των Καράφα.
Για μήνες ο Φίλιππος Β’ είχε παραμείνει σιωπηλός, απρόθυμος να δεσμευτεί σε σχέση με τη δίκη που συνεχιζόταν στην κούρτη, αν και έκανε τελικά χλιαρή σύσταση προς τον πάπα για επιείκεια. Η επιστολή του μεταφέρθηκε στη Ρώμη το Σάββατο 1 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία (όπως ο Φίλιππος είχε πιθανώς υποθέσει) ο κύβος είχε ήδη ριφθεί.103 Σε αξέχαστο εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε την επόμενη Δευτέρα 3 Μαρτίου με πρωτοβουλία τού οικονομικού επίτροπου Παλλαντιέρι, ο πάπας έδωσε εντολή στον ντε Φεντερίτσι, τον κυβερνήτη τής Ρώμης, να διαβάσει τη δήλωση για την υπόθεση κατά τού καρδινάλιου Καράφα. Σύμφωνα με τα αρχεία τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, η ανάγνωση κράτησε από το μεσημέρι μέχρι τις 7 το απόγευμα, μετά την οποία ο πάπας εκφώνησε την ποινή και τερμάτισε το εκκλησιαστικό συμβούλιο.104 Ο καρδινάλιος Μπορρομέο, στον οποίο θα επιστρέψουμε σε λίγο, ήταν παρών στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Σε υστερόγραφο επιστολής με ημερομηνία 4-6 Μαρτίου (1561) έγραφε στον Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, επίσκοπο Ζακύνθου και παπικό νούντσιο στη Γερμανία, ότι η παρουσίαση από τον ντε Φεντερίτσι τής «αναφοράς» (relatione) τής υπόθεσης κατά των Καράφα κράτησε περίπου από τις 11 π.μ. μέχρι τις 8 μ.μ.105
Ο Πίος Δ’ απάγγειλε ποινή «σύμφωνα με το πινάκιο» (prout in cedula). Παρά το γεγονός ότι οι ποινές σε βάρος των κατηγορουμένων δόθηκαν σε σφραγισμένα κείμενα, καθένας στο εκκλησιαστικό συμβούλιο συνειδητοποιούσε ότι η απόφαση τού πάπα ήταν η ποινή τού θανάτου. Ο Πίος είχε περάσει ώρες και μέρες μελετώντας τα πρακτικά τής κατάθεσης τόσο των κατηγορουμένων όσο και των μαρτύρων. Πέντε καρδινάλιοι σηκώθηκαν αμέσως, οι Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, Αλεσσάντρο Φαρνέζε, Ιππόλιτο ντ’ Έστε, Τιμπέριο Κρίσπι και Τζάκοπο Σαβέλλι και ήρθαν μπροστά στον πάπα. Τον εκλιπαρούσαν να αναστείλει την ποινή εναντίον τού Κάρλο. Τίποτε από αυτά που είχαν αποκαλυφθεί στη δίκη δεν δικαιολογούσε ακραία ποινή. Τα στοιχεία ήσαν όλα εικασίες και υποθέσεις. Ο πάπας απάντησε ότι θα υπάκουε στον θεϊκό νόμο και αποσύρθηκε από το εκκλησιαστικό συμβούλιο.
Την Τετάρτη 5 Μαρτίου κατά την πέμπτη ώρα τής νύχτας (περίπου 12 μ.μ.), ο «μπαργκέλλο» ή παπικός αρχηγός τής αστυνομίας, ο Γκασπαρίνο ντε Μέλις, πήγε στο κελί τού καρδινάλιου Καράφα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Καράφα ξύπνησε. Παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί για την καταδίκη του σε θάνατο την προηγούμενη μέρα, ο ίδιος προφανώς δεν το είχε πιστέψει. Όταν ο μπαργκέλλο είπε ότι είχε έρθει για να επιβλέψει την εκτέλεση τής ποινής, ο Καράφα ρώτησε δέκα φορές, «Θα πεθάνω; O πάπας λοιπόν θέλει να πεθάνω;» Όταν τελικά τού έγινε σαφές ότι είχε έρθει η τελευταία του ώρα, αυτός εξακολουθούσε να ρωτά, «Εγώ, που δεν έχω ομολογήσει τίποτε, θα πεθάνω;» Κάλεσε όλους τούς παρόντες να είναι μάρτυρες, ότι συγχωρούσε τον πάπα, τον βασιλιά τής Ισπανίας, τον κυβερνήτη τής Ρώμης, τον οικονομικό επίτροπο και τούς άλλους εχθρούς του. Στη συνέχεια στράφηκε προς τον παρόντα ιερέα. Σύμφωνα με μια περιγραφή, η εξομολόγησή του κράτησε μια ώρα. Μετά την απαγγελία των επτά μετανοητικών ψαλμών, στραγγαλίστηκε τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ίσως λίγο αργότερα. Οι αναφορές των συγχρόνων βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Η θλιβερή εκτέλεση τού στραγγαλισμού λέγεται ότι είχε απαιτήσει μισή τουλάχιστον ώρα, γιατί το καλώδιο τού εκτελεστή έσπασε δύο φορές και τελείωσε χρησιμοποιώντας σεντόνι κρεβατιού.106 Με τον θάνατο τού Κάρλο Καράφα τερματίστηκε η διαφαινόμενη ασυλία των καρδινάλιων-ανηψιών από λογοδοσία για τον εκ μέρους τους χειρισμό υποθέσεων τού εκκλησιαστικού κράτους τού Βατικανού.
Ο αδελφός τού Κάρλο, ο Τζιοβάννι, που ονομαζόταν ακόμη δούκας τού Παλιάνο, είχε ήδη μεταφερθεί από το Καστέλλο απέναντι από τον Τίβερη, στην παλιά παπική φυλακή, τον Τορ ντι Νόνα, η οποία θα κατεδαφιζόταν γύρω στο έτος 1600 και τής οποίας τα τελευταία απομεινάρια θα σαρώνονταν με τις κατεδαφίσεις κατά μήκος τού Λουνγκοτέβερε το 1887. Ο Τορ ντι Νόνα βρισκόταν κοντά στο νότιο άκρο τής γέφυρας Πόντε Σαντ’ Άντζελο. Ο κουνιάδος τού Τζιοβάννι, ο Φερράντε Γκαρλόνιο, κόμης τού Αλίφε, καθώς και ο Δον Λεονάρντο ντε Καρντένα, είχαν μεταφερθεί από το Καστέλλο μαζί του. Και οι τρεις αποκεφαλίστηκαν, με πρώτο τον Τζιοβάννι, μεταξύ 4 και 6 π.μ. (στις 6 Μαρτίου), στη μικρή αυλή τού τριώροφου πύργου. Τα κελλιά στην παλιά φυλακή έφεραν ονόματα όπως Κόλαση (Ινφέρνο), Παράδεισος (Παραντίζο), Καθαρτήριο (Πουργκατόριο), «η μικρή καλόγρια» (λα Μονακίνα) και «η μάγισσα» (λα Ζοππέττα). Νωρίτερα ο δούκας τού Παλιάνο είχε εγκλειστεί στον Τορ ντι Νόνα για σαράντα περίπου μέρες. Το κελί του ήταν από καιρό γνωστό ως «Παλιάνα» (λα Παλιάνα). Ο δούκας είχε αντιμετωπίσει τον θάνατο, λέει ο Πιέτρο Νόρες, «με μεγάλη σταθερότητα και αντάξια τής ποιότητας και ευγένειας τού οίκου του» (con grandissima constanza, e degna veramente della qualità e della nobiltà della sua casa).107 Πράγματι, τίποτε στη ζωή του δεν ήταν τόσο αρμόζον όσο η αναχώρησή του από αυτήν.
Ο Κάρλο Καράφα, λιγότερο επιδέξιος ως καρδινάλιος-ανηψιός από τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, πιο ανήθικος από τον φίλο του Βιτελλότσο Βιτέλλι, είχε ζήσει βίαιη ζωή και τώρα είχε πεθάνει με βίαιο θάνατο. Ο εχθρός τής Ισπανίας είχε προσπαθήσει να γίνει φίλος των Αψβούργων. Ο φίλος τής Γαλλίας κατάφερε να γίνει εχθρός των Βαλώνων. Αναξιόπιστος ο ίδιος, φαινόταν ότι πολύ εύκολα τοποθετούσε την εμπιστοσύνη του σε άλλους: «Eμπιστευόταν πολύ την αρχή των φίλων» (nel principio si fidò troppo degli amici), όπως παρατηρεί o Νόρες, ενώ «στο τέλος εμπιστευόταν πιο πολύ τούς εχθρούς» (nel fine si fidò troppo de’ nemici).108 Είχε χρησιμοποιήσει μεγάλη εξουσία ανέντιμα. Η δίκη του είχε διεξαχθεί άδικα. Ο λιτός ανηψιός τού Πίου Δ’, ο Κάρλο Μπορρομέο, που ήταν εξοικειωμένος με όλες τις καταθέσεις που είχαν γίνει στη μακρά δίκη τού Κάρλο, προφανώς συμφωνούσε με την παπική ποινή τού θανάτου. Όπως έγραφε στον Κομμεντόνε, στην επιστολή που αναφέρθηκε πιο πάνω, αν ο Πίος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη συνήθη καλοσύνη τής καρδιάς του στην περίπτωση των Καράφα, θα το είχε κάνει ευχαρίστως. Αλλά το μέγεθος των εγκλημάτων τους ήταν τέτοιο, που δεν είχε καμία εναλλακτική λύση στην αυστηρότητα που διέψευδε τη φύση του.109
Όσοι συνδέονταν με τούς Καράφα φαινόταν να βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο καρδινάλιος Σκιπιόνε Ρεμπίμπα είχε συλληφθεί στις 7 Φεβρουαρίου και ελευθερώθηκε από τη φυλάκιση μόνο έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα (στις 31 Ιανουαρίου 1562).110 Ακόμα και ο Νικόλα Μπαρόνε διώχτηκε από την Καπέλα Σιξτίνα, επειδή ήταν γνωστός τού Κάρλο Καράφα. Ένας άλλος Καράφα, ο μορφωμένος νεαρός Αντόνιο, έχασε τη θέση εφημερίου στον Άγιο Πέτρο και τράπηκε σε φυγή για να σώσει τη ζωή του, αλλά θα ανταμειβόταν για την ταλαιπωρία τού με καπέλο καρδιναλίου από τον Πίο Ε’ Γκιζλιέρι (στις 24 Μαρτίου 1568). Ο Αντόνιο θα γινόταν ένας από τούς πιο γνωστούς βιβλιοθηκάριους τού Βατικανού. Ο φυλακισμένος ξάδελφός του, ο καρδινάλιος Αλφόνσο, γλύτωσε την καταδίκη εγκαταλείποντας την «αντιβασιλεία» τού Αποστολικού Ταμείου και εξαθλιώνοντας τον εαυτό του, προσπαθώντας να καταβάλει πρόστιμο ύψους 100.000 χρυσών σκούδων. Ο Αλφόνσο απελευθερώθηκε από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο στις 2 Απριλίου (1561). Όμως έχοντας ζήσει για περίπου ενάμιση έτος κάτω από δυσκολίες και φόβο, μια άλλη ατυχία τού έδωσε το θάρρος να διαφύγει από τον έλεγχο τού Πίου Δ’.
Κατά τη διάρκεια τής γεμάτης γεγονότα νύχτας τής 11 προς 12 Αυγούστου 1562, ενώ η Ρώμη βρισκόταν κάτω από βαριά φρούρηση λόγω των φημών ότι θα γινόταν απόπειρα κατά τής ζωής τού Πίου Δ’, συνελήφθη ένας Γάλλος νοτάριος τού παπικού ταμείου, κάποιος Ζαν ντε Σαβ, τού οποίου τα έγγραφα κατασχέθηκαν. Ανάμεσα σε αυτά τα χαρτιά βρέθηκε μια δήλωση που είχε υπογραφεί από τον Κάρλο Καράφα και (όπως λεγόταν) από τον Αλφόνσο επίσης, σύμφωνα με την οποία ο Ζαν ντυ Μπελλαί, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, είχε υποσχεθεί στους δύο Καράφα δώδεκα καρδινάλιους, 12.000 σκούδα και επιβεβαίωση τού δουκάτου τού Παλιάνο, αν κατάφερναν να τού εξασφαλίσουν την τιάρα. Αν ήταν γνήσιο, πράγμα για το οποίο μπορεί κανείς να αμφιβάλλει, το έγγραφο έπρεπε να έχει σχέση με το κογκλάβιο τού 1559. Ο ντυ Μπελλαί είχε πεθάνει πριν από τον Φεβρουάριο τού 1560 και ο Κάρλο από τον Μάρτιο τού 1561, αλλά ο δυστυχής Αλφόνσο παρέμενε για ανάκριση και για τιμωρία. Βρισκόταν τότε στο Μπάουκο (που σήμερα ονομάζεται Μποβίλλε Ερνίκα, έξι μίλια ανατολικά τού Φροζινόνε), σε μικρό φέουδο που τού είχε δώσει ο Πίος ως μέρος για να μένει.
Όταν κλήθηκε στη Ρώμη, ο Αλφόνσο διέφυγε στο Σαν Τζερμάνο (τώρα Κασσίνο), πέρα από τα σύνορα, στο βασίλειο τής Νάπολης. Από εκεί πήγε στην μικρή πόλη τού Σαντ’ Άντζελο α Σκάλα, ένα φέουδο των Καράφα νοτιοανατολικά τού Μοντεσάρκιο και απεύθυνε έκκληση στον Φίλιππο Β’, ο οποίος τον πήρε υπό βασιλική προστασία. Στα τέλη Οκτωβρίου (1562), με την υποστήριξη τού Δον Πέδρο ντε Ριβέρα, δούκα τού Αλκαλά, ο Αλφόνσο ανέλαβε τον καθεδρικό ναό τής Νάπολης, στον οποίο τον είχε διορίσει ο Παύλος Δ’ (τον Απρίλιο τού 1557). Στη Νάπολη ο Αλφόνσο αφοσιώθηκε στη μελέτη και σε σοβαρή αν και βραχύβια προσπάθεια για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην αρχιεπισκοπή του, αλλά πέθανε σε ηλικία εικοσιπέντε ετών (στις 29 Αυγούστου 1565), χωρίς να έχει ούτε καν την ικανοποίηση ότι επιβίωσε τού διώκτη του, τού Πίου Δ’.111
Ο Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι, τώρα Πίος Δ’, ήταν ένας από τούς τελευταίους από τούς εβδομήντα περίπου καρδινάλιους που δημιουργήθηκαν από τον Παύλο Γ’. Είχε λάβει το πολυπόθητο καπέλο στις δωδέκατες προαγωγές τού Παύλου (στις 8 Απριλίου 1549, όπως είδαμε πιο πάνω) και είχε λοιπόν υπάρξει μέλος τού Ιερού Κολλέγιου για μια ολόκληρη δεκαετία πριν από την εκλογή του. Είχε ζήσει τη δαπανηρή παπική συμμετοχή στον πόλεμο τής Πάρμας και είχε εκτιμήσει την απόφαση τού Ιούλιου Γ’ να παραμείνει ουδέτερος στον πόλεμο τής Σιένα. Ως καρδινάλιος ο Τζιαννάντζελο είχε συγκλονιστεί από το τόλμημα τού προκατόχου του να προχωρήσει σε πόλεμο με την Ισπανία. Σε διάφορες περιπτώσεις είχε διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό, διακινδυνεύοντας φυλάκιση στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Αναδρομικά γινόταν σαφές, ότι είχε καταλήξει να μισεί τον Παύλο Δ’ και τούς ιδιοτελείς Καράφα. Με την εξωτερική φιλοφροσύνη του, για την οποία ήταν γνωστός, ο Τζιαννάντζελο είχε παρακολουθήσει χαρωπά τον Κάρλο Καράφα να βοηθά στον σχεδιασμό τής εκλογής του κατά τα τελευταία στάδια τού μακρύτερου κογκλάβιου τού αιώνα.
Τέσσερις από τούς πέντε κατηγορούμενους στη δίκη Καράφα, που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία, είχαν πληρώσει με τη ζωή τους, ο Κάρλο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και οι άλλοι τρεις στη ζοφερή αυλή τού Τορ ντι Νόνα. Ο Κάρλο είχε επίσης κατηγορηθεί για αίρεση και προδοτική αλληλογραφία με τούς Τούρκους. Όμως ακόμη και ο μεγάλος ιεροεξεταστής Μικέλε Γκιζλιέρι (αργότερα Πίος Ε’) δεν πήρε σοβαρά την κατηγορία κατά τού Κάρλο για αίρεση και όντας στην πραγματικότητα φίλος και οπαδός τού Παύλου Δ’, ο Γκιζλιέρι θα αποκαθιστούσε τη φήμη των Καράφα και τις τύχες τής οικογένειάς τους στον βαθμό που μπορούσε.112 Τα αποδεικτικά στοιχεία, που είχαν χρησιμοποιήσει ο Τζιρολάμο ντε Φεντερίτσι και ο Αλεσσάντρο Παλλαντιέρι κατά τού Κάρλο, ήσαν σε γενικές γραμμές μάλλον αδύναμες φήμες.
Όμως η κατηγορία ότι ο Κάρλο Καράφα είχε κάνει έκκληση στην Πύλη άμεσα και μέσω Γαλλίας για βοήθεια κατά των Ισπανών ήταν βάσιμη και αναμφίβολα σήμαινε πολλά για τον καρδινάλιο Τζιαννάντζελο, ο οποίος απεχθανόταν την αντι-ισπανική πολιτική τού Παύλου. Μεγάλο μέρος τής Γερμανίας είχε χαθεί για την Εκκλησία. Η Σκανδιναβία δεν ήταν δυνατό να ανακτηθεί. Η Αγγλία είχε παρασυρθεί μακριά. Η Βοημία, η Ουγγαρία και η Τρανσυλβανία ήσαν γεμάτες ετερόδοξους. Οι Ουγενότοι ήσαν ισχυροί στη Γαλλία. Άραγε γιατί έπρεπε η Αγία Έδρα, μέσω τού καρδινάλιου-ανηψιού Κάρλο Καράφα, να στραφεί προς τούς Τούρκους για ένοπλη βοήθεια κατά τής Ισπανίας, τής πιο Καθολικής δύναμης στην Ευρώπη;
Ο Πίος Δ’ ήταν ήπιος «φιλο-αυτοκρατορικός» και ο Φίλιππος Β’ είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητά του από τις πρώτες ημέρες τού κογκλάβιου. Σε συμφωνία με την αποδοκιμασία του για την πολιτική τού Παύλου Δ’, ο Πίος, όπως είδαμε, είχε αναγνωρίσει την άνοδο τού Φερδινάνδου στον θρόνο τού αυτοκράτορα λίγο μετά την εκλογή του. Η άρνηση τού Παύλου να αποδεχτεί το δικαίωμα τού Φερδινάνδου να διαδεχτεί τον Κάρολο Ε’ θα μπορούσε κάλλιστα να είχε προκαλέσει διχόνοια στο εσωτερικό τής αυτοκρατορίας και να εκθέσει την Αυστρία σε τουρκική επίθεση.
Οι Τούρκοι θα ήσαν το μεγάλο πρόβλημα τού τελευταίου έτους τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’, όταν επιτέθηκαν στο νησί τής Μάλτας. Όμως όπως και οι προκάτοχοί του ο Πίος αναρωτιόταν και ανησυχούσε γι’ αυτούς, ακόμη και όταν οι στρατοί τους δεν εισέβαλλαν στην Ουγγαρία και οι αρμάδες τους δεν επιτίθεντο στις ιταλικές ακτές. Με λόγια επαίνου για τη Βενετία στην αρχή τής παπικής του θητείας, ο Πίος θρηνούσε «μεταξύ τού άγχους και τής ανησυχίας τής παπικής μας θητείας» (inter anxias apostolatus nostri sollicitudines) για το θρησκευτικό πείσμα και τις φατριαστικές διαφορές στην Ελλάδα και αλλού στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες είχαν εκθέσει σε τουρκική καταστροφή τα υπέροχα νησιά, πολυάνθρωπες πόλεις, ακόμη και ολόκληρα βασίλεια. Οι Ενετοί είχαν όμως διατηρήσει «ανίκητες δυνάμεις» (invicta militiae… vexilla) σε στεριά και θάλασσα στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα στο νησιωτικό βασίλειο τής Κύπρου, το οποίο βρισκόταν στα πιο μακρινά ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου, στόχος για τα τουρκικά όπλα.
Η Κύπρος ήταν στέκι εμπόρων, πηγή πλούτου, χώρα εύφορη και τόπος στάσης για τούς προσκυνητές στην πορεία τους προς τούς Αγίους Τόπους. Οι ανθεκτικοί γιοι τής Δημοκρατίας όχι μόνο φρουρούσαν τα λιμάνια και τα φρούρια, αλλά και τις εκκλησίες και ιδιαίτερα τη μητροπολιτική έδρα τής Λευκωσίας, η οποία βρισκόταν στα χέρια Ενετών ιεραρχών. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τα δικαιώματά τους καθώς και τις ευθύνες τους, ο Πίος χορήγησε στους Ενετούς «εφεξής το δικαίωμα διορισμού» (ius patronatus… pro tempore existenti) στην αρχιεπισκοπή τής Λευκωσίας. Η Σινιορία έπρεπε να υποβάλει στον Πίο και στους διαδόχους του το όνομα κατάλληλου προσώπου εντός έξι μηνών ύστερα από κάθε χηρεία τής έδρας.113
Ο Πίος είχε ήδη απαντήσει θετικά στο αίτημα τής Σινιορίας για τον διορισμό ενός Ενετού ευγενή, τού Φίλιππο Μοτσενίγκο, στην αρχιεπισκοπική έδρα τής Λευκωσίας και είχε ο ίδιος σε μάλλον ασυνήθιστη χειρονομία παρουσιάσει το όνομα τού Μοτσενίγκο στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 13ης Μαρτίου 1560, ημερομηνία κατά την οποία ο τελευταίος είχε δεόντως διοριστεί.114 Στο ίδιο εκκλησιαστικό συμβούλιο ο καρδινάλιος Ζωρζ ντ’ Αρμανιάκ παρουσίασε επίσης, ύστερα από αίτηση τού δούκα Τζιοβάννι Δ’ Κρίσπο τής Νάξου (1517-1564), το όνομα τού Βενεδικτίνου Στέφανο Γκατελούζο για διορισμό ως επισκόπου τού νησιού τής Μήλου, έδρας υπαγόμενης στη Νάξο, που θα διαδεχόταν τον εκλιπόντα Τζόρτζιο Καστανιόλα, ένα Δομινικανό, η ημερομηνία θανάτου τού οποίου είναι άγνωστη.115
Στην βούλλα που παραχωρούσε στο ενετικό κράτος το δικαίωμα υπόδειξης για την αρχιεπισκοπή τής Λευκωσίας, ο πάπας θα αναφερόταν στα «αξιαγάπητα νησιά» (amoenae insulae) τού Αιγαίου και κοίταζε προς τα ανατολικά, όταν στις 19 Ιουνίου 1560 το εκκλησιαστικό συμβούλιο συνεδρίαζε στο συνηθισμένο του μέρος για τη συνήθη επιβεβαίωση εκκλησιαστικών διορισμών. Με την ευκαιρία αυτή ο καρδινάλιος Φεντερίκο ντε Τσέζι παρουσίασε το όνομα τού Μάρκο Γκριμάνι, ενός ιερέα τής Τήνου, για τον διορισμό του ως επίσκοπο των συνδυασμένων νησιωτικών εδρών Τήνου και Μυκόνου, για να αντικαταστήσει τον εκλιπόντα Αλεσσάντρο Σκουταρίνι.116
Αν και ελάσσονες ιερωμένοι επιδίωκαν επισκοπική θέση και ήσαν ευτυχείς να αποδεχτούν διορισμό στις νησιωτικές επισκοπές τού Αιγαίου, συχνά ήσαν απρόθυμοι να διαμένουν στις έδρες τους. Θα προτιμούσαν να ζουν στη Ρώμη, στη Βενετία ή σε κάποιο άλλο αστικό κέντρο, διορίζοντας εφημέριους στις εκκλησίες τους και εισπράττοντας τα ισχνά έσοδα που μπορούσαν. Ο Λίβιο Ποντοκατάρo για παράδειγμα, τού οποίου ο όμορφος τάφος, φτιαγμένος από τον Τζάκοπο Σανσοβίνο, υπάρχει ακόμη στην εκκλησία τού Σαν Σεμπαστιάνο στη Βενετία, έγινε αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας (στις 5 Οκτωβρίου 1524), αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να ζήσει στη γη των προγόνων του. Το 1552 παρέδωσε την έδρα τής Λευκωσίας στον αδελφό του Τσέζαρε, Ιππότη τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ.
Οι πάπες και οι πατέρες τού Τρεντ είχαν προσπαθήσει χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να απαιτούν από επισκόπους στην Ευρώπη να διαμένουν στις επισκοπές τους. Η διαμονή ήταν πολύ λιγότερο ελκυστική στην λατινική Ανατολή και όταν η Λευκωσία, η αρχιεπισκοπική έδρα τής Κύπρου, δεν μπορούσε να κρατήσει τον αρχιεπίσκοπό της,117 δύσκολα μπορούσε να αναμένεται να το πράξουν αυτό οι μικρές νησιωτικές έδρες. Ήταν όμως προτέρημα ότι ο Φίλιππο Μοτσενίγκο ανέλαβε διαμονή στη Λευκωσία και κατέβαλε κάθε προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας. Την εποχή που ο Ενετός επιστάτης (provveditore) Μπερνάρντο Σαγκρέντο εγκαθίστατο στην Κύπρο, δύο ή τρία χρόνια μετά τον διορισμό τού Μοτσενίγκο, ο νέος αρχιεπίσκοπος είχε κατορθώσει εκπληκτική επιτυχία. Υπήρχαν συχνά λειτουργίες κάτω από το καθεστώς τού Μοτσενίγκο, ενώ προηγουμένως, όταν οι Ενετοί πολιτικοί διοικητές (rettori) πήγαιναν σε λειτουργία, ήταν συχνά αναγκαίο να ψάξουν γύρω για να βρουν ιερέα.118 Ο Μοτσενίγκο ήταν όμως ο τελευταίος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας, γιατί η Καθολική αρχιεπισκοπή έπαψε να υπάρχει στην Κύπρο, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί το 1570.
Η Λατινική Εκκλησία στην Κύπρο βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση από τη μέρα τής ίδρυσής της, στα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση τού νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο (το 1191) και την παραχώρηση τού κυπριακού θρόνου στον Γκυ ντε Λουζινιάν το επόμενο έτος. Ανήσυχος για την εισαγωγή τού Καθολικισμού στην Κύπρο, ο αδελφός και διάδοχός τού Γκυ, ο Αμωρύ (1194-1205), «ο επικεφαλής τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας και αναγνωρισμένος δάσκαλος όλων των εκκλησιών» (romanam ecclesiam caput et magistram ecclesiarum omnium recognoscens), είχε ζητήσει τη βοήθεια τού Σελεστίνου Γ’, ο οποίος με βούλλα τής 13ης Δεκεμβρίου 1196 είχε επιβεβαιώσει τα δικαιώματα και τις περιουσίες τού πρόσφατα αναγορευθέντος αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, τα οποία δικαιώματα και περιουσίες επρόκειτο να παραμείνουν «μόνιμα και αμείωτα» (firma… et illibata) για τούς διαδόχους του. Θα υπήρχαν λίγες επισκοπικές έδρες υπαγόμενες στη Λευκωσία και συγκεκριμένα τής Πάφου, τής Λεμεσού και τής Αμμοχώστου,119 ενώ αυτή ήταν ακόμη η οργάνωση, όταν ανέλαβαν οι Τούρκοι. Η Λατινική Εκκλησία όμως ποτέ δεν ρίζωσε εύκολα σε ελληνικό έδαφος, ούτε στην Κύπρο, ούτε στην ηπειρωτική Ελλάδα, ούτε στον Μοριά και στα νησιά τού Αιγαίου.
Οι απουσίες των Λατίνων επισκόπων κρατούσαν την εκκλησία σε κατάσταση θλιβερής ασθενικότητας. Καταβροχθίζοντας το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων που ήσαν διαθέσιμα για θρησκευτικούς σκοπούς, οι Λατίνοι κρατούσαν επίσης την ελληνική Εκκλησία αποδυναμωμένη, χωρίς μεγάλη βελτίωση τής δικής τους θέσης. Το ανακάτεμα Ελλήνων και Λατίνων προκαλούσε τη συνεύρεση των δογμάτων τους. Αποτέλεσμα ήταν μια παράξενη «σύντηξη, μια σύγχυση» χειρότερα περιπλεγμένη, η οποία συνεχίστηκε για γενεές, αν και οι Έλληνες, ιδιαίτερα στην Κύπρο, προσέφευγαν σε εξεγέρσεις από καιρό σε καιρό και δεν έχαναν ποτέ τη δυσαρέσκειά τούς για τούς εισβολείς. Παρά την απόρριψη από τούς Έλληνες τού διατάγματος τής ένωσης τής συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (της 6ης Ιουλίου 1439), υπήρχε ακόμη κάποια σύγχυση από έλλειψη κατανόησης στο μυαλό των απλών ανθρώπων, η οποία εκδηλωνόταν ακόμη εδώ και εκεί σε κάποια περίεργα κτίρια εκκλησιών στα νησιά, ιδιαίτερα στην Κύπρο και στη Χίο.
Στο χωριό τού Καλοπαναγιώτη στη δυτική Κύπρο, στην άνω κοιλάδα τής Μαραθάσσας στον δρόμο από τη Λεύκα προς το Τρόοδος, μπορεί κανείς να δει ακόμη την παλιά μοναστηριακή εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή, η οποία «όπως φαίνεται ότι συνέβαινε συχνά τη μεσαιωνική εποχή στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίζεται σε δύο ξεχωριστά παρεκκλήσια, προοριζόμενα για τις δύο μορφές τού Χριστιανισμού…, με το λατινικό παρεκκλήσι στα βόρεια και την ορθόδοξη Εκκλησία στα νότια…».120 Σε γενικές γραμμές όμως αυτή η φαινομενική συγκυρία των δύο δογμάτων οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο σμίξιμο των Λατίνων με τούς Έλληνες, οι οποίοι, αποτελώντας τη μεγάλη πλειοψηφία τού πληθυσμού τής Κύπρου, δεν είχαν πρόθεση να παραμερίσουν μπροστά στους ξένους εισβολείς. Έλληνες αγρότες και μαγαζάτορες μπορεί να είχαν μικρή ή καθόλου γνώση για το καθαρτήριο πυρ και τα συγχωροχάρτια, αλλά ήξεραν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν μόνο από τον Πατέρα, ότι το αληθινό βάπτισμα απαιτούσε τριπλή κατάδυση και ότι στη λειτουργία χρησιμοποιούσαν ψωμί με προζύμι.
Όμως αν και οι τελετές παρέμεναν διαχωρισμένες, κάποιες κληρικές δραστηριότητες (όπως κτίρια εκκλησιών) ήσαν παραδόξως συνδυασμένες, γιατί μπορούσε κανείς να βρει τον ίδιο ιερέα να εξυπηρετεί και τις δύο εκκλησίες. Αυτό βέβαια δεν ήταν ο κανόνας, αλλά μπορεί κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσον η αμοιβαιότητα ήταν σπάνια. Μια από τις κλασικές περιγραφές αυτού τού παράξενου φαινόμενου και ίσως εκείνη που αναφέρεται συχνότερα υπάρχει στην Περιήγηση (Εvagatorium) τού Δομινικανού μοναχού Φέλιξ Φάμπρι, ο οποίος πήγε δύο φορές σε προσκύνημα στους Άγιους Τόπους (το 1480 και το 1483). Στο δεύτερο ταξίδι του προς ανατολάς έφτασε στη Λάρνακα (ad Salinensem portum) στις 25 Ιουνίου και κρατήθηκε εκεί για λίγες ημέρες, όταν ο κυβερνήτης τής γαλέρας αναχώρησε για να δει τη σύζυγό του στη Λευκωσία, όπου εκείνη υπηρετούσε τη βασίλισσα Κατερίνα Κορνέρ (Κορνάρο) ως κυρία επί των τιμών.
Με έξι συντρόφους και έναν οδηγό που ονομαζόταν Ανδρέας, ο Φέλιξ Φάμπρι ξεκίνησε στις 26 Ιουνίου (1483) για να δει την εκκλησία στο μοναστήρι τού Τιμίου Σταυρού (S. Crux, Σταυροβούνι), περίπου έντεκα μίλια δυτικά τής Λάρνακας. Εκεί φίλησε τον μεγάλο επαργυρωμένο σταυρό τού Δυσμά, τού ληστή που σταυρώθηκε στα δεξιά τού Χριστού, ο οποίος τού είχε υποσχεθεί τον παράδεισο. Η Αγία Ελένη, η μητέρα τού Κωνσταντίνου, είχε τοποθετήσει τον σταυρό στο μοναστήρι, «λένε», μαζί με «μικρό μέρος τού πραγματικού σταυρού τού Χριστού» (particula una de vera Christi cruce), πράγμα που είχε καταστήσει τον σταυρό τού Δυσμά ακόμη πιο άξιο προσκύνησης. Στη συνέχεια οι ευσεβείς προσκυνητές κατέβηκαν την απόκρημνη, βραχώδη πλαγιά προς τη μικρή πόλη τού Σταυροβουνίου, όπου δείπνησαν «και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που τρώμε» (et cum gratiarum actione manducavimus). Η μέρα ήταν καταπιεστικά ζεστή και βγαίνοντας από το σπίτι τού Έλληνα που τούς είχε ταΐσει βρήκαν καταφύγιο στην κοντινή ελληνική εκκλησία.
Ενώ καθόμασταν στην Εκκλησία, μπήκε κάποιος κληρικός και μάς μίλησε στη λατινική γλώσσα. «Τι κάνετε», ρώτησε, «στην ελληνική εκκλησία; Εδώ κοντά υπάρχει άλλη εκκλησία, Λατινική Εκκλησία τού δικού σας δόγματος, στην οποία πρέπει να πείτε τις προσευχές σας και να ξεκουραστείτε». Έτσι σηκωθήκαμε και πήγαμε μαζί του στη λατινική εκκλησία. Στη συνέχεια πήρε από το αρχείο τής Εκκλησίας τον βραχίονα τής Αγίας Άννας, τής μητέρας τής Θεοτόκου, ο οποίος ήταν ευλαβώς καλυμμένος με ασήμι. Έφερε επίσης ένα καρφί, το οποίο ήταν επίσης επαργυρωμένο και το οποίο, όπως έλεγε, ήταν ένα από τα καρφιά με τα οποία ο Χριστός είχε καρφωθεί στον σταυρό. Φιλήσαμε τα κειμήλια και ακουμπήσαμε πάνω τούς δικούς μας σταυρούς. Έμαθα εξάλλου ότι αυτός ο κληρικός ήταν μοναχός, γεγονός που δεν μπορούσα να προβλέψω από την ενδυμασία του, γιατί ήταν τυλιγμένος με μανδύα από μαλλί καμήλας. Αποδείχτηκε ότι ήταν ο ενοριακός ιερέας (plebanus) και των δύο εκκλησιών, τής ελληνικής και τής λατινικής, και πρόσφερε κάθε υπηρεσία και στα δύο δόγματα. Έτσι τις Κυριακές έκανε τη λειτουργία πρώτα στη λατινική εκκλησία και την έκανε σύμφωνα με τον δυτικό τρόπο με άζυμο ψωμί. Όταν τελείωνε αυτή η λειτουργία, πήγαινε στην ελληνική εκκλησία και έκανε τη λειτουργία σύμφωνα με το ανατολικό τελετουργικό, με ζυμωμένο ψωμί.
Βρήκα αυτή την πρακτική άκρως απαράδεκτη και έκρινα ότι αυτός ο ιερέας ήταν το χειρότερο είδος αιρετικού, παραπλανώντας τον λαό και στις δύο πλευρές τού φράχτη, γιατί οι δύο τελετές είναι ασυμβίβαστες. Το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να ιερουργεί και στις δύο. Οι δύο τελετές δύσκολα μπορούν να γίνουν ανεκτές στην ίδια πόλη, λόγω τής διαφοράς σε πολλά, πολύ σημαντικά άρθρα τής πίστης. Βέβαια όταν η Ρωμαϊκή Εκκλησία άντεχε χωρίς να καταγγέλλει το ελληνικό τελετουργικό, ακόμη και τότε δεν επιτρεπόταν να είναι κανείς ταυτόχρονα και Έλληνας και Λατίνος εφημέριος, πόσο μάλλον από τότε που η Εκκλησία τούς καταδικάζει (τους Έλληνες) ως σχισματικούς και αιρετικούς.
Οι ίδιοι οι Έλληνες κρατιούνται σε απόσταση από εμάς στην τήρηση τού τελετουργικού τους και όλες τις Κυριακές καταγγέλλουν τη Λατινική Εκκλησία στους ανθρώπους τους ως αφορισμένη και θεωρούν εμάς τούς Λατίνους ως μισητούς μέχρι τον ίδιο τον θάνατο. Άραγε πώς λοιπόν μπορεί ένας ακέραιος άνθρωπος και καλός Καθολικός να είναι και Λατίνος και Έλληνας ενοριακός ιερέας; Κανείς δεν μπορεί να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, εκτός από άνθρωπο που προσπαθεί να φροντίσει για την απληστία του και τη δική του ικανοποίηση, γιατί τα άτομα αυτά παίρνουν τα πράγματα που τούς ευχαριστούν σε καθένα από τα δύο ιερατεία και στην πραγματικότητα απορρίπτουν τα επαχθή και δύσκολα τόσο στο ένα όσο και στο άλλο. Μάλιστα πολλοί Λατίνοι ιερείς προσχωρούν στο ελληνικό τελετουργικό, έτσι ώστε να βρουν το θάρρος να πάρουν μια σύζυγο, αλλά θέλουν επίσης να απολαμβάνουν τα ατομικά δικαιώματα (libertates) των Λατίνων ιερέων, τα οποία σίγουρα δεν τούς ανήκουν.121
Ο Φέλιξ Φάμπρι δεν καθιστά σαφές, αν ο ενοριακός ιερέας που είχε έτσι προκαλέσει την αγανάκτηση του, διατηρούσε την προσήλωσή του και στα δύο τελετουργικά σε βαθμό που να παντρεύει μόνο σε εναλλασσόμενες ημέρες. Σε κάθε περίπτωση, όταν το 1560 ο Φίλιππο Μοτσενίγκο πήγε στην Κύπρο ως αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας, αντιμετώπιζε και αυτός τα ίδια ακριβώς προβλήματα με εκείνα, στα οποία είχε καρφωθεί η προσοχή τού μοναχού Φέλιξ. Ο Ραϋνάλδος λέει ότι ο Μοτσενίγκο βρήκε τον αμπελώνα τού Κυρίου γεμάτον άγρια αγκάθια και βάτους. Στην ίδια οικογένεια, μέσα στους ίδιους τοίχους, ένας άνδρας, η γυναίκα του και διάφορα παιδιά ήταν δυνατό να ακολουθούν όλοι διαφορετικά τελετουργικά, ακολουθώντας ο ένας μια πρακτική, ο άλλος άλλη, αλλά πολύ λίγοι από αυτούς ακολουθούσαν πιστά κάποιο συγκεκριμένο τελετουργικό. Τηρούσαν εκείνες τις πτυχές τής θρησκείας που τούς ευχαριστούσαν.
Δεδομένου ότι στους Έλληνες δεν επιτρεπόταν να τρώνε κρέας την Τετάρτη (feria quarta), αυτή ήταν προφανώς καλή μέρα για να ζουν με τον λατινικό τρόπο. Το Σάββατο όμως μπορούσαν να τρώνε κρέας και έτσι αυτή ήταν ημέρα για να γίνει Έλληνας ένας Λατίνος (die Sabbathi, quo Graecis carnibus vesci fas est, graecaretur). Λατίνοι ιερείς έπαιρναν μερικές φορές γυναίκες σύμφωνα με το ελληνικό τελετουργικό. Η απουσία επισκόπων προκαλούσε χάος. Η Λευκωσία, η αρχιεπισκοπική έδρα τής Κύπρου, λεγόταν ότι δεν είχε δει αρχιεπίσκοπο για εβδομήντα χρόνια. Ο Μοτσενίγκο είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά κλήθηκε μακριά στη Σύνοδο τού Τρεντ (το 1562-1563). Εν πάση περιπτώσει η Κύπρος είχε συνηθίσει σε θρησκευτική και τελετουργική αναρχία, την οποία δύσκολα μπορούσε να αντέξει. Οι αμαρτίες των Κυπρίων θα οδηγούσαν τούς Τούρκους εναντίον τους.122
Για πολλές γενιές οι Τούρκοι είχαν υπάρξει ανίερος τρόμος. Η Μεσόγειος είχε μετατραπεί σε θάλασσα προβλημάτων. Όμως με την άνοδο τού Πίου Δ’ στον παπικό θρόνο ερχόταν η ελπίδα για χριστιανική αντεπίθεση. Δεν ήταν απλώς ότι ο Πίος ήταν υπέρμαχος τής ειρήνης και τής ενότητας τής Χριστιανοσύνης κατά την ταραγμένη εποχή τού Παύλου Δ’, αλλά μάλλον ότι η βεβαιότητα ειρήνης στην Ιταλία, η συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί και ο θάνατος τού Ερρίκου Β’ είχαν ελευθερώσει τα χέρια τού Φιλίππου Β’, ο οποίος είχε κληρονομήσει τον ρόλο τού πατέρα του ως κύριος υπερασπιστής τής χριστιανικής κοινοπολιτείας. Οι Τούρκοι είχαν υπάρξει οι ευνοημένοι των πολέμων μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Είχαν υπάρξει σχεδόν σύμμαχοι των Βαλώνων. Οι Γενουάτες είχαν προσχωρήσει στους Αψβούργους. Οι Ενετοί είχαν παραμείνει ανεξάρτητοι, αλλά η ναυτική τους δύναμη δεν αντιστοιχούσε πια σε εκείνη των Τούρκων, ούτε ήταν ο Φίλιππος από μόνος του σε θέση να αμφισβητήσει τον εξοπλισμό τού σουλτάνου στη θάλασσα. Εγκατεστημένοι στο Αλγέρι και στην Τρίπολη, οι Τούρκοι αποτελούσαν απειλή για την ανατολική ακτή τής Ισπανίας, καθώς και για τη Νάπολη και τη Σικελία.
Ο Σουλεϊμάν είχε ονομάσει τον Ντραγκούτ Ρέις μπεηλερμπέη τής Τρίπολης, την οποία οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ είχαν χάσει από τούς Τούρκους στα μέσα Αυγούστου τού 1551, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Οι Ιππότες ενθάρρυναν τον Φίλιππο Β’ να αναλάβει την ανακατάκτηση τής Τρίπολης, πράγμα στο οποίο είχε συμφωνήσει, διορίζοντας τον Δον Χουάν ντε λα Σέρδα, δούκα τής Μεδίνα Τσέλι και αντιβασιλέα τής Σικελίας, ως στρατιωτικό διοικητή τής επιχείρησης. Ο νεαρός Τζιανναντρέα Ντόρια, μικρανηψιός τού φημισμένου Αντρέα, θα υπηρετούσε υπό τις διαταγές του ως ναύαρχος των ναυτικών δυνάμεων και ο Δον Αλβάρο ντε Σάντε ως επικεφαλής αξιωματικός τού στρατού ξηράς. Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία παρατείνονταν αδικαιολόγητα. Αν ο ισπανικός στόλος είχε τη δυνατότητα να χτυπήσει στην Τρίπολη προς το τέλος τού καλοκαιριού τού 1559, θα είχε πιθανότητες επιτυχίας, γιατί θα ήταν πολύ προχωρημένη εποχή για να μπορέσουν οι Τούρκοι να συγκεντρώσουν επαρκή στρατιωτική δύναμη και να την στείλουν στην Τρίπολη.
Όμως ο λεγόμενος ισπανικός στόλος δεν απέπλευσε από τη Μεσσίνα, όπου είχε αρχικά συγκεντρωθεί, μέχρι περίπου τις 28 Οκτωβρίου (1559). Πέρασε ολόκληρο τον Νοέμβριο στις Συρακούσες. Εδώ έλαβε ενισχύσεις και έφυγε για τη Μάλτα περίπου την 1η Δεκεμβρίου. Κατά την άφιξή του στη Μάλτα ο μεγάλος μάγιστρος Ζαν ντε λα Βαλέτ (1557-1568) υποδέχθηκε τον στόλο με κάθε τιμή και όχι λιγότερο ενθουσιασμό. Λόγω φοβερά κακών καιρικών συνθηκών η εκστρατεία αναγκάστηκε να παραμείνει για δέκα βδομάδες στη Μάλτα, όπου λεγόταν ότι είχαν πεθάνει χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες από αρρώστια και από το κρύο. Τελικά στις 9-10 Φεβρουαρίου (1560) ο στόλος απέπλευσε προς την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Συνολικά φαίνεται ότι υπήρχαν τουλάχιστον σαρανταεπτά γαλέρες: έντεκα γενουάτικες που ανήκαν στον Τζιανναντρέα Ντόρια, πέντε ναπολιτάνικες υπό τον Σάντσο ντε Λέυβα, τέσσερις από τη Σικελία υπό τον Μπερενγκέρ ντε Ρεκέσενς, τρεις παπικές υπό τον Φλαμίνιο Ορσίνι ντελλ’ Ανγκουϊλάρα, τέσσερις που ανήκαν στο Τάγμα τού Αγίου Ιωάννη υπό τον Σαρλ ντε Τεσσιέρ, διοικητή τής Γλώσσας τής Προβηγκίας, και τέσσερις που είχαν διατεθεί από τον δούκα τής Φλωρεντίας.
Σε αυτές τις τριανταμία γαλέρες προστέθηκαν άλλες δεκαέξι ιδιοκτησίας ιδιωτών, που τις είχαν μισθώσει στον βασιλιά τής Ισπανίας για την εκστρατεία, πέντε υπό τον Σκιπιόνε Ντόρια, γιο τού ιδιοκτήτη Αντόνιο Ντόρια, δύο υπό τον Σάντσο ντε Λέυβα, δύο υπό τον Ζακ Λαουρέντι, υπαρχηγό τού δούκα Γκριμάλντι τού Μονακό και άλλες επτά τέτοιες γαλέρες, των οποίων τα πληρώματα είχαν αναμφίβολα δει πολλή πειρατική δράση καθώς και εμπορική στη Μεσόγειο. Αλλά αυτό δεν ήταν το σύνολο τού εξοπλισμού, γιατί υπήρχαν επίσης τέσσερις γαλιότες και τρία γαλιόνια, καθώς και περίπου τριανταέξι πλοία μεταφοράς (naves).123 Το κόστος μιας γαλέρας ήταν μεγάλο, αλλά σύμφωνα με τη συνήθη σύμβαση ο ιδιοκτήτης δεν δικαιούνταν αποζημίωση αν η ιδιοκτησία του βυθιζόταν ή συλλαμβανόταν κατά τη διάρκεια ναυτικής εκστρατείας.
Η χερσαία δύναμη που τελικά απέπλευσε από τη Μάλτα πάνω στις γαλέρες (και μέρος της πάνω στα πλοία μεταφοράς) κατά πάσα πιθανότητα αριθμούσε 11-12.000 άνδρες. Η στρατολόγηση είχε υπάρξει αρκετά εύκολη. Η ειρήνη τού Κατώ-Καμπρεσί είχε προκαλέσει εκτεταμένη ανεργία στους μισθοφόρους. Όμως ήταν χρονοβόρα η συλλογή ανδρών από εδώ και από εκεί. Παρά το γεγονός ότι ο χριστιανικός στόλος βρισκόταν υπό ισπανική διοίκηση, και όπως σημειώνουμε τώρα ο Μασσαρέλλι τον ονομάζει «στόλο τού Φιλίππου, βασιλιά τής Ισπανίας» (classis Philippi regis Hispaniarum), οι γαλέρες και τα άλλα πλοία ήσαν σχεδόν όλα ιταλικά. Οι Ιταλοί αποτελούσαν επίσης σχεδόν το μισό των χερσαίων δυνάμεων, στις οποίες βέβαια ξεχώριζαν οι Ισπανοί στρατιώτες, αλλά υπήρχαν ίσως χίλιοι Γερμανοί, κάποιοι Γάλλοι εθελοντές, τετρακόσιοι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη και γύρω στους πεντακόσιους Μαλτέζοι μουσκετοφόροι. Όπως θα περίμενε κανείς όμως, οι Ενετοί έμεναν μακριά από την όλη υπόθεση.
Αν και ο δούκας τής Μεδίνα Τσέλι ήταν στρατιωτικός διοικητής τής εκστρατείας, ο ίδιος φαινόταν να έχει λίγο ή καθόλου έλεγχο επί των γαλερών. Ο Τζιανναντρέα Ντόρια, εικοσιενός ετών, ασθενής κατά το μεγαλύτερο μέρος τής εκστρατείας, είχε διαφωνήσει να ξεκινήσουν από τη Μάλτα κατά τη διάρκεια των σκληρών και αβέβαιων καιρικών συνθηκών τού χειμώνα. Η χριστιανική ανώτατη διοίκηση βρισκόταν σε σταθερή διαφωνία στο εσωτερικό της. Δεν είχαν καλά-καλά ξεκινήσει οι αποβάσεις τής εκστρατείας στην περιοχή τής Τρίπολης, όταν ο Ντραγκούτ Ρέις κινήθηκε από τη Τζέρμπα προς την Τρίπολη, ενισχύοντας τη φρουρά της με τούς χίλιους πεντακόσιους Τούρκους που είχε μαζί του.
Πολύ πιθανόν ένας από τούς σημαντικότερους λόγους για να επιτεθούν στη Τζέρμπα και να εγκαταλείψουν το σχέδιο για κατάληψη τής Τρίπολης ήταν το γεγονός, ότι η παρουσία τού Ντραγκούτ στην τελευταία αυτή θέση την καθιστούσε πολύ ισχυρή, όπως και η αποχώρησή του από τη Τζέρμπα έκανε το νησιωτικό φρούριο πολύ αδύναμο για να αντισταθεί. Στις 2 Μαρτίου (1560) το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου αγκυροβόλησε κατά μήκος τής αμμουδιάς μπροστά από το φρούριο, ενώ κρυωμένοι και ταλαιπωρημένοι άνδρες μαζεύονταν τώρα στο μουσκεμένο καταφύγιο των γαλερών και πλοίων μεταφοράς κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερών θυελλώδους καιρού. Τελικά, όταν η θάλασσα έγινε πιο ήρεμη, άρχισαν να βγαίνουν στη στεριά στις 7 Μαρτίου, στη βορειοδυτική άκρη τού νησιού, περίπου έξι ή επτά μίλια από το φρούριο. Έχοντας αποκρούσει μάταιη επίθεση από τούς Τζερμπιανούς, το εκστρατευτικό σώμα κατέλαβε το φρούριο στις 13 Μαρτίου σε προφανή συμφωνία με τον τοπικό σεΐχη.124
Η Τζέρμπα βρίσκεται στη νότια είσοδο τού Κόλπου τού Γκαμπές. Οι Ισπανοί είχαν ήδη αμφισβητήσει τη μουσουλμανική ηγεμονία επί τού νησιού (το οποίο ο Ντραγκούτ Ρέις είχε πρόσφατα αποκτήσει) σε δύο προηγούμενες περιπτώσεις, το 1510 και το 1520, ενώ ο Ντραγκούτ είχε ο ίδιος καταστρατηγήσει τον Αντρέα Ντόρια στη Τζέρμπα το 1551. Αναπόφευκτα η περιοχή είχε αποτελέσει κύρια σκηνή τού τουρκο-ισπανικού πολέμου. Οι Ισπανοί ήσαν η κυρίαρχη δύναμη στη Δύση, οι Τούρκοι στην Ανατολική Μεσόγειο. Καθολικοί και μουσουλμάνοι, ασυμφιλίωτα εχθρικοί, δεν μπορούσαν να φτάσουν ο ένας στον άλλον από τη στεριά. Η Μεσόγειος ήταν το πεδίο τής μάχης τους. Η Τυνησία (με το νησί τής Τζέρμπα) βρισκόταν στη μέση τής διαδρομής, όπου μπορούσαν και οι δύο να φτάσουν εύκολα και εδώ ήσαν υποχρεωμένοι να βρεθούν αντιμέτωποι. Ο δούκας τής Μεδίνα Τσέλι και ο Τζιανναντρέα Ντόρια είχαν μόλις σχεδόν καταλάβει το νησιωτικό προπύργιο τής Τζέρμπα, όταν έφτασαν νέα για την αναχώρηση τού οθωμανικού στόλου υπό τον Πιαλή πασά, ο οποίος ερχόταν προς επικουρία τού Ντραγκούτ Ρέις.
Ο Πίος Δ’ ανανέωνε τα σταυροφορικά συγχωροχάρτια, τα οποία ο Παύλος Δ’ είχε ήδη χορηγήσει (και τα οποία δεν είχαν αποφέρει τίποτε). Ο ισπανικός στόλος στη Τζέρμπα, με τα γενουάτικα, σικελικά, ναπολιτάνικα, φλωρεντινά, μαλτέζικα και άλλα αποσπάσματά του, θεωρούνταν ότι ήταν υποδεέστερος τής τουρκικής αρμάδας. Κανείς δεν αρνιόταν ότι οι διοικητές των χριστιανικών ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων εύρισκαν λίγες μόνο περιοχές συμφωνίας. Οι κυβερνήτες των μισθωμένων γαλερών, ως συνήθως, ενδιαφέρονταν για την περιουσία των εργοδοτών τους και επιθυμούσαν να αποχωρήσουν από τη σκηνή το συντομότερο δυνατό. Όμως ο Μεδίνα Τσέλι, έχοντας καταλάβει τη Τζέρμπα, ήθελε να την κρατήσει και δαπάνησε δύο περίπου μήνες προσπαθώντας να κάνει το φρούριο αρκετά ασφαλές για τη φρουρά που σκόπευε να αφήσει πίσω του.
Όταν οι Τούρκοι έβαζαν πολλούς άνδρες και πολλά χρήματα σε μεγάλης κλίμακας ναυτική επιχείρηση, ο χρόνος φαινόταν κατάλληλος για τούς χριστιανούς, για να βαδίσουν προς την κατεχόμενη από τούς Τούρκους Ουγγαρία. Η πρόταση μιας τέτοιας εκτροπής ίσως ήταν σκοπός —ή μέρος τού σκοπού— τής αποστολής κάποιου Αλοΰσιους ντε Κορτίλι, ο οποίος βρισκόταν καθ’ οδόν ως απεσταλμένος τού Μεγάλου μάγιστρου των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη προς τις αυλές των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη. Οι Μαλτέζοι όχι μόνο είχαν εμπλακεί σε μεγάλο βαθμό στην εκστρατεία τής Τζέρμπα, αλλά αν η αρμάδα υπό τον Πιαλή πασά κατάφερνε να ανακαταλάβει το νησιωτικό οχυρό, η θέση των Ιπποτών στη Μάλτα ίσως βρισκόταν σε κίνδυνο. Στις 22 Απριλίου (1560) ο Πίος Δ’ έγραψε στον Μαξιμιλιανό, στον βασιλιά τής Βοημίας, καθώς και στον πατέρα του τελευταίου, τον Φερδινάνδο, βασιλιά των Ρωμαίων, υποστηρίζοντας την αποστολή τού Αλοΰσιους και επαινώντας τούς «Ιππότες τής Ρόδου» (pro Ordine Militum Rhodiensium).125
Ο Μεδίνα Τσέλι έλπιζε να κερδίσει την υποστήριξη των Τζερμπιανών, εγκαθιδρύοντας στο νησί καθεστώς τόσο τίμιο, όσο αρπακτικό ήταν εκείνο τού Ντραγκούτ Ρέις. Αντί να αρπάζουν ξυλεία και νερό, που ήσαν πάντοτε πολύ σπάνια στο νησί, οι Ισπανοί πλήρωναν υψηλό τίμημα γι’ αυτά. Η αντοχή τους στη διατήρηση τής Τζέρμπα θα αποτελούσε πρώτο βήμα για την ανακατάκτηση τής Τρίπολης. Θα ήταν επίσης πρώτη γραμμή άμυνας για τη Μάλτα και τη Σικελία. Η ισπανική κατοχή τού νησιού θα καθιστούσε την περιοχή απαγορευμένη για τούς κουρσάρους, που περνούσαν συχνά τον χειμώνα εκεί. Υπήρχαν σοβαρές διαφορές απόψεων στα συμβούλια τής ανώτατης διοίκησης για το αν έπρεπε να φύγουν από το νησί πριν φτάσουν οι Τούρκοι και ποια οχυρωματικά έργα έπρεπε να κατασκευάσουν, αν θα κατασκεύαζαν κάποια, γιατί τα πλοία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν το φρούριο στη βόρεια ακτή, επειδή τα νερά ήσαν ρηχά. Οι γαλέρες ήσαν αναγκασμένες να αγκυροβολούν στην ανοιχτή θάλασσα. Όμως το φρούριο υπήρχε και φαινόταν πιο πρακτικό να προσθέσουν σε αυτό, παρά να ξεκινήσουν από το μηδέν. Έτσι οι Μεδίνα Τσέλι και Αλβάρο ντε Σάντε επέμεναν. Οι Σάντσο ντε Λέυβα και Τζιανναντρέα Ντόρια διαφωνούσαν.
Στις 5 Απριλίου (1560) ο ντε Λέυβα έγραφε στον Φίλιππο Β’, ότι οι γαλέρες ήσαν τόσο καταπονημένες, που δεν ήσαν σε θέση ούτε να πολεμήσουν ούτε να τραπούν σε φυγή. Αν όντως ερχόταν η οθωμανική αρμάδα εκείνο το καλοκαίρι, δεν θα υπήρχε καμία υπεράσπιση τού φρουρίου, γιατί ήταν σχεδόν αδύνατο να φτιάξουν χαρακώματα ή γύρω τάφρο μέσα στους πιθανώς δύο ή τρεις μήνες που θα είχαν στη διάθεσή τους πριν από την άφιξη των Τούρκων.126 Οι Τζερμπιανοί, μουσουλμάνοι καθώς και Εβραίοι, δεν ήσαν συνεργάσιμοι. Μπορεί να φοβούνταν και να μισούσαν τον αλαζονικό Ντραγκούτ Ρέις, αλλά δεν είχαν καμία επιθυμία να δουν το νησί τους κάτω από χριστιανική και μάλιστα ισπανική κυριαρχία. Οπωσδήποτε οι Τζερμπιανοί είχαν καλή γνώμη για τούς κουρσάρους. Έκαναν μαζί τους δουλειές.
Όλες οι εργασίες των νέων οχυρώσεων γίνονταν από τούς στρατιώτες. Η δουλειά ήταν αδιάκοπη, κουραστική, εξουθενωτική. Στο τέλος Απριλίου ήρθε η ζέστη και λέγεται ότι έξι χιλιάδες άνδρες είχαν πεθάνει από την πανούκλα, αναμφίβολα από τον τυφοειδή πυρετό. Τώρα πια όλοι γνώριζαν επίσης, ότι οι Τούρκοι θα έρχονταν. Ο Ζαν ντε λα Βαλέτ, ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών, ανακάλεσε τις γαλέρες τής Μάλτας, για να φροντίσουν για την ασφάλεια τού απειλούμενου με πόλεμο νησιού τού Αγίου Ιωάννη.
Το φρούριο τής Τζέρμπα είχε σχεδόν τελειώσει. Ο Σάντσο ντε Λέυβα δεν είχε βοηθήσει ιδιαίτερα τον Μεδίνα Τσέλι, αφού είχε αρνηθεί να βάλει τούς άνδρες του να εργαστούν στα τείχη ή στην τάφρο. Αν η φρουρά υποβαλλόταν σε πολιορκία, το νερό θα ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Η μικρή δεξαμενή στο φρούριο είχε παραμεληθεί. Οι στρατιώτες άρχισαν τη μακρά διαδικασία επιβίβασης στις αρχές Μαΐου (1560), αλλά όντας πολύ απείθαρχοι βρίσκονταν ο ένας στον δρόμο τού άλλου. Περίπου δύο χιλιάδες ή περισσότεροι άνδρες έπρεπε να παραμείνουν ως φρουρά στο φρούριο, χίλιοι διακόσιοι Ισπανοί σε δεκαοκτώ ομάδες, οκτακόσιοι Ιταλοί σε εννέα ομάδες και μία ομάδα διακοσίων Γερμανών. Δεν ήταν ελκυστική προοπτική και πολλοί άνδρες προσπαθούσαν να κρυφτούν στο ένα πλοίο ή στο άλλο. Οι ηγέτες τής εκστρατείας είχαν σπαταλήσει πολύ χρόνο προσπαθώντας να ανεβάσουν τα εμπορεύματα και άλλα αγαθά στα πλοία μεταφοράς και στις γαλέρες.
Ο Μεδίνα Τσέλι δεν περίμενε τούς Τούρκους να κάνουν την τρομερή τους εμφάνιση πριν από τον Ιούνιο. Τρεις μήνες είχαν περάσει από την πρώτη άφιξη των χριστιανών στη Μάλτα μέχρι την αποβίβασή τους στη Τζέρμπα. Είχαν καθυστερήσει από κακές καιρικές συνθήκες και από τις δικές τους αλλαγές σχεδίου, αλλά η απόσταση από την Ισταμπούλ μέχρι τη Τζέρμπα είναι έξι ή επτά φορές εκείνη από τη Μάλτα. Άραγε πώς θα μπορούσαν οι Τούρκοι να τη διανύσουν σε ένα μήνα; Κατά τον 16ο αιώνα στόλοι και νηοπομπές σταματούσαν συχνά, για να πάρουν νερό και να αφήσουν πίσω τούς αρρώστους. Παρ’ όλα αυτά στις 8 Μαΐου (1560) ο μεγάλος μάγιστρος ντε λα Βαλέτ έστειλε από τη Μάλτα γρήγορη γαλέρα, που έφτασε στη Τζέρμπα στις 10 τού μηνός. Η αρμάδα τού Πιαλή πασά είχε εντοπιστεί λίγο έξω από το μικρό νησί Γκότσο, στα βόρεια τής Μάλτας. Ήταν τρομερή επίδειξη τουρκικής δύναμης, την οποία λεγόταν ότι αποτελούσαν ογδονταπέντε πλοία, δύο χιλιάδες γενίτσαροι και τρεις χιλιάδες σπαχήδες, χωρίς να υπολογίζονται τα πληρώματα των γαλερών και των άλλων πλοίων.127
Η αναπάντεχη είδηση προκάλεσε ανησυχία μεταξύ των ηγετών τού χριστιανικού στρατεύματος. Τουλάχιστον μερικοί από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου τού Τζιανναντρέα Ντόρια, ήθελαν να αναχωρήσει ο χριστιανικός στόλος χωρίς περισσότερη φασαρία. Όμως μεγάλο μέρος των Ιταλών πεζών στρατιωτών, καθώς και όλοι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, βρίσκονταν ακόμη στη στεριά και ο Μεδίνα Τσέλι αρνιόταν να τούς αφήσει πίσω με τόσο περιφρονητικό τρόπο. Ο Ντόρια συμφώνησε ότι έπρεπε να περάσουν όλη τη νύχτα ανεβάζοντας τούς στρατιώτες στις γαλέρες, οι οποίες, κινούμενες από κωπηλάτες, ήσαν πολύ πιο γρήγορες από τα ογκώδη πλοία, που έπρεπε να εξαρτώνται από τον άνεμο. Δόθηκαν εντολές να ανεβάσουν τα πανιά των πλοίων μεταφοράς για να αναχωρήσουν αμέσως. Με δεδομένη την πτώση τού ηθικού τού στρατού και τις χωρίς τέλος διαμάχες μεταξύ των διοικητών των χριστιανικών δυνάμεων, η σύνεση ήταν αναμφίβολα προτιμότερη από την ανδρεία. Σχεδόν όλοι έδειχναν να συμφωνούν, ότι δεν υπήρχε καμία λογική εναλλακτική λύση στη φυγή, αν και αρκετά μεγάλη φρουρά έπρεπε να μείνει πίσω, για να κρατήσει το φρούριο.
Δυστυχώς για το μεγαλύτερο μέρος τού χριστιανικού στρατεύματος δεν υπήρχε χρόνος για διαφυγή. Παρά την κακοκαιρία η αρμάδα τού Πιαλή πασά είχε φτάσει τώρα στη Τζέρμπα και μάλιστα με εκπληκτική ταχύτητα. Ήταν 11 Μαΐου (1560). Ο Πιαλή είχε πλεύσει απλώς προς τη νίκη. Μεταξύ των χριστιανών η κατάπληξη οδήγησε σε χάος. Μερικοί από αυτούς προφανώς προσάραξαν, καθώς προσπαθούσαν να αποφύγουν τούς Τούρκους και να οδηγήσουν με ελιγμούς τις γαλέρες τους στη θάλασσα. Μερικοί κατευθύνθηκαν προς την ακτή, ελπίζοντας να βρουν ασφάλεια στο φρούριο. Άλλοι αναχώρησαν για τα νησιά Κερκένα και το Σφαξ. Ο Πιαλή έστειλε εικοσιέξι γαλέρες για να τούς καταδιώξουν. Οι Μεδίνα Τσέλι, Τζιανναντρέα Ντόρια και Αλβάρο ντε Σάντε άφησαν τις γαλέρες τους και αναζήτησαν προσωρινό καταφύγιο στη Τζέρμπα. Ήταν παντού «ο σώζων ἑαυτὸν σωθήτω» (sauve qui peut).
Μια γενουάτικη γαλέρα, η Λα Φορτέτσα, δύο φλωρεντινές γαλέρες, ένα γαλιόνι και ένα σκάφος με αρρώστους πάνω του φαίνονταν διατεθειμένα να πολεμήσουν. Οι Τούρκοι δεν τούς έδωσαν σημασία. Σκοπός τού Πιαλή ήταν προφανώς η ανάκτηση τής Τζέρμπα παρά μια επίθεση εναντίον τού χριστιανικού στόλου. Αν οι χριστιανοί είχαν βρεθεί σε θέση να αντιμετωπίσουν την τουρκική αρμάδα με τις γαλέρες τους σε παράταξη μάχης, οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν ίσως διαφύγει. Όμως ο Πιαλή δύσκολα μπορούσε να μην αποδεχτεί την τύχη που τού είχαν προσφέρει οι χριστιανοί.
Κυκλώνοντας τα χριστιανικά πλοία και τις γαλέρες μία προς μία, οι Τούρκοι κατέλαβαν άνδρες και εμπορεύματα σε αφθονία. Οι ναυτικοί και οι ελεύθεροι κωπηλάτες ήσαν συνήθως μικρέμποροι και τώρα έχαναν την ελευθερία τους, όχι λίγοι από αυτούς και τη ζωή τους, καθώς και τα αγαθά που είχαν μόλις αποκτήσει ή δεν είχαν πουλήσει. Σύμφωνα με την περιγραφή εκείνης τής εποχής τού Αντονφραντσέσκο Τσίρνι (που δημοσιεύτηκε στη Φλωρεντία το 1560), χάθηκαν δεκαεννέα γαλέρες και δώδεκα πλοία μεταφοράς. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν συλλάβει περίπου πέντε χιλιάδες αιχμαλώτους, συμπεριλαμβανομένων τού Σάντσο ντε Λέυβα και των δύο γιων του, τού Μπερενγκέρ ντε Ρεκέσενς και τού Γκαστόν ντε λα Τσέρδα, τού νεαρού γιου τού Μεδίνα Τσέλι.
Όμως κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 12ης Μαΐου ο ίδιος ο Μεδίνα Τσέλι και ο Τζιανναντρέα Ντόρια, με λίγους τυχερούς και επίλεκτους, ξέφυγαν από την τουρκική περικύκλωση, γιατί ο Πιαλή πασάς δεν είχε ακόμη χρόνο για να οργανώσει αποτελεσματικό αποκλεισμό. Δραπέτευσαν στη Μάλτα με πέντε «φρεγάτες», μικρά σκάφη χωρίς πανιά, επανδρωμένα με δεκαοκτώ ή είκοσι κωπηλάτες. Από τη Μάλτα μεταφέρθηκαν στη Σικελία. Στις 28 Μαΐου ο ίδιος ο Τσίρνι διέφυγε στη Μεσσίνα με μια φρεγάτα, ενώ ακόμη και τον Ιούνιο μερικοί ριψοκίνδυνοι χριστιανοί αναχωρούσαν κρυφά προς τη Μάλτα ή τη Σικελία. Στο μεταξύ η είδηση της καταστροφής είχε ταξιδέψει προς τα δυτικά πιο γρήγορα ακόμη και από τούς Μεδίνα Τσέλι και Τζιανναντρέα Ντόρια. Την Τρίτη 21 Μαΐου (1560) ο παπικός γραμματέας Μασσαρέλλι έγραφε στο έβδομο ημερολόγιό του:
Σε αυτούς τούς τελευταίους μήνες ο στόλος τού Φιλίππου, βασιλιά των Ισπανιών, επιτέθηκε στο νησί τής Τζέρμπα στην Αφρική και έχτισε εκεί ένα βαριά οχυρωμένο φρούριο, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να έχουν έτσι ευκολότερη και πιο διαχειρίσιμη προσπέλαση προς την πόλη τής Τρίπολης, η οποία [αν πετύχαινε] σίγουρα θα μπορούσε να προκαλέσει αξιοσημείωτη αντιστροφή στις τουρκικές υποθέσεις. Έτσι ο ίδιος ο σουλτάνος των Τούρκων έστειλε τον στόλο του στο νησί τής Τζέρμπα, με εντολή να διώξουν τούς χριστιανούς. Στον τουρκικό στόλο υπήρχαν 80 γαλέρες και πάνω από 50 μικρότερα πλοία εξοπλισμένα για πόλεμο, ενώ οι χριστιανοί είχαν 40 γαλέρες και 30 πλοία.
Έτσι, μόλις ο τουρκικός στόλος πλησίαζε στο νησί, οι χριστιανοί αποφάσισαν να αποσυρθούν, αφήνοντας κατάλληλη φρουρά στο προαναφερθέν φρούριο. Αλλά έπεσαν πάνω στον τουρκικό στόλο εντελώς απροσδόκητα και στη μάχη που ακολούθησε οι χριστιανοί έχασαν 12 γαλέρες και 15 πλοία, ενώ όλα τα υπόλοιπα είχαν στρέψει τα νώτα τους σε φυγή. Αυτό συνέβη στις … [ο Μασσαρέλλι δεν ήταν βέβαιος για την ακριβή ημερομηνία] τού παρόντος μήνα Μάιου. Αλλά εκείνοι που βρίσκονταν μέσα στο φρούριο, πολεμώντας γενναία και αμυνόμενοι, εξακολουθούν να αντιστέκονται με ασφάλεια, πολιορκημένοι από τον τουρκικό στόλο.128
Ο Φιρμάνους, ο παπικός τελετάρχης, μάς πληροφορεί ότι η είδηση είχε φτάσει στη Ρώμη στις 21 Μαΐου, τη μέρα που ο Μασσαρέλλι έκανε την εγγραφή στο ημερολόγιό του. Όμως σύμφωνα με τον Φιρμάνους οι χριστιανοί είχαν χάσει εικοσιοκτώ γαλέρες και τριανταένα πλοία μεταφοράς. Ο Πίος Δ’ και ολόκληρη η κούρτη ήσαν πολύ αναστατωμένοι με τα τρομερά νέα.129 Είτε πρόκειται για ζήτημα νίκης ή ήττας, κερδών ή ζημιών, οι πηγές συνήθως μάς αφήνουν να παλεύουμε με διαφορετικούς αριθμούς.
Ο δούκας τής Μεδίνα Τσέλι είχε αφήσει στον Δον Αλβάρο ντε Σάντε τη διοίκηση τής φρουράς στο κάστρο, όπου αναζήτησαν καταφύγιο όλοι οι χριστιανοί που δεν είχαν φύγει μακριά ή θανατωθεί. Η φρουρά λεγόταν λοιπόν ότι αριθμούσε τουλάχιστον πέντε χιλιάδες, για τούς οποίους υπήρχαν αρκετή γαλέτα και σιτηρά, που θα έφταναν για έξι ή οκτώ μήνες. Η μεγάλη, η αναπόφευκτη έλλειψη, θα ήταν το νερό. Στα χρηματοκιβώτια τού Δον Αλβάρο υπήρχαν περίπου 25.000 χρυσά νομίσματα (écus). Θα μπορούσε να αγοράσει τρόφιμα και νερό, αν οι Τζερμπιανοί ήσαν πρόθυμοι ή τολμούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των χριστιανών. Όμως με την έλευση των Τούρκων οι Τζερμπιανοί διέκοψαν κάθε σχέση με τη φρουρά. Χωρίς νερό η χριστιανική φρουρά δεν είχε κανένα μέλλον. Καλώντας τον Ντραγκούτ Ρέις από την Τρίπολη, ο Πιαλή πασάς αποβίβασε μεγάλη δύναμη στις 16 Μαΐου και δώδεκα μέρες αργότερα ο Ντραγκούτ έφερε δύο χιλιάδες άνδρες και μερικά κανόνια, για να λάβουν μέρος στην πολιορκία τού φρουρίου τής Τζέρμπα.130
Οι Ενετοί δεν είχαν ενωθεί με την Αγία Έδρα, τούς Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη και με τα κυριαρχούμενα από τον Φίλιππο Β’ ιταλικά κράτη στην εκστρατεία τής Τζέρμπα. Παρά το γεγονός ότι ο Φιρμάνους αναφέρει, ότι η είδηση της χριστιανικής καταστροφής έφτασε στη Ρώμη στις 21 Μαΐου, ο Μαρκ’ Αντόνιο ντα Μούλα, ο Ενετός πρεσβευτής στην κούρτη, είχε στείλει στην κυβέρνησή του τη θλιβερή είδηση στις 20 τού μηνός. Η Σινιορία ήταν πραγματικά στενοχωρημένη, αν και στη Βενετία δεν υπήρχε ποτέ αγάπη για τούς Αψβούργους. Το οθωμανικό κατεστημένο στη Τζέρμπα και στην Τρίπολη, τώρα κάτω από τον διαβόητο πειρατή Ντραγκούτ «Ρέις», αποτελούσε προφανή κίνδυνο για την ενετική ναυτιλία.
Με επιστολή χρονολογημένη και εγκεκριμένη από τη Γερουσία στις 24 Μαΐου ο δόγης Τζιρολάμο Πριούλι έδινε εντολή στον Ενετό πρεσβευτή στην αυλή τού Φιλίππου, να μεταφέρει στον βασιλιά έκφραση τού τρόμου τής Σινιορίας για την αναπάντεχη νίκη των Τούρκων. Αναγνωρίζοντας πλήρως τα υψηλόφρονα κίνητρα τού Φιλίππου στη συγκέντρωση τού στόλου και επαινώντας τις υπηρεσίες του προς τη Χριστιανοσύνη, ο δόγης και η Γερουσία ήσαν βέβαιοι, ότι η συνετή κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις τής Καθολικής του Μεγαλειότητας, με τη βοήθεια τού Θεού, εύκολα θα σηκώνονταν από αυτά τα ανεπιθύμητα χτυπήματα τής τύχης. Παρ’ όλα αυτά η Ενετική Γερουσία εξέδιδε εντολές μήνα μετά τον μήνα, ότι ο στόλος τής Δημοκρατίας έπρεπε να παραμένει εντελώς μακριά από την τουρκική αρμάδα.131
Σύμφωνα με τον Αντονφραντσέσκο Τσίρνι, ο Πιαλή πασάς και ο Ντραγκούτ Ρέις είχαν συνολικά περίπου επτά χιλιάδες Τούρκους, εκατόν πενήντα άλογα και 15 έως 20 κανόνια. Οι Τζερμπιανοί τούς βοηθούσαν επίσης με διάφορους τρόπους. Τα νέα, εξωτερικά τείχη τού φρουρίου αποδεικνύονταν ισχυρότερα απ’ όσο θα μπορούσε ενδεχομένως να υποθέσει ο Ντραγκούτ, στον οποίο είχε ανατεθεί η πολιορκία. Οι χριστιανοί είχαν πάρει περίπου εβδομήντα κανόνια από τις γαλέρες που είχαν προσαράξει. Αρχικά η φρουρά τού Αλβάρο ντε Σάντε ίσως δεν φαινόταν να βρίσκεται σε άσχημη θέση, αλλά ο Ντραγκούτ βρισκόταν σε επαφή με μερικούς από τούς πρώην υπηρέτες του εντός τού φρουρίου, που τον κρατούσαν ενήμερο για κάθε κίνηση που έκαναν οι χριστιανοί. Οι Τούρκοι δεν είχαν ούτε τόσο πολλούς άνδρες, ώστε να καταλάβουν το φρούριο εξ εφόδου, ούτε κανόνια αρκετά μεγάλα, ώστε να γκρεμίσουν τα τείχη. Οι χριστιανοί θα ήσαν καταδικασμένοι όταν θα τελείωνε το νερό. Όμως οι Τούρκοι έπαιρναν γαλέτα, λάδι και ελιές από την Τυνησία.
Αν και αρχικά έγιναν φιλόδοξα σχέδια και επίπονες προσπάθειες (με τη βοήθεια τού Πίου Δ’) τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ιταλία, για να οργανωθεί μια άλλη εκστρατεία για τη διάσωση τής φρουράς στη Τζέρμπα, δεν έγιναν αρκετά, ενώ εκείνα που έγιναν, έγιναν πολύ αργά.132 Στο τέλος πια τού Μαΐου οι Τούρκοι είχαν περικλείσει το φρούριο τής Τζέρμπα σε σφιχτό αποκλεισμό, αποκόπτοντας τούς χριστιανούς από κάθε πρόσβαση σε νερό έξω από τα τείχη. Το φρούριο αποτελούσαν το παλιό κάστρο (Καστέλλο, Καστίγιο) και τα περιβάλλοντα τείχη και προτειχίσματα (Φόρτε, Φουέρτε), τα οποία ο Μεδίνα Τσέλι είχε μόλις κατασκευάσει γύρω από το κάστρο. Υπήρχαν δύο δεξαμενές, μία στο Καστέλλο και η άλλη στο Φόρτε, όπου και οι δύο εξαρτιούνταν από νερό τής βροχής, αλλά την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1560 (όπως συνέβαινε συνήθως αυτή την εποχή τού έτους) βροχή δεν ερχόταν. Ο Δον Αλβάρο ντε Σάντε αρνήθηκε να εξετάσει το ενδεχόμενο παράδοσης, απορρίπτοντας τούς ευνοϊκούς όρους που είχε προσφέρει ο Πιαλή πασάς, ο οποίος ανησυχούσε επειδή οι γαλέρες του ήσαν αγκυροβολημένες στα ανοιχτά, ενώ οι περισσότεροι από τούς άνδρες και τα κανόνια του βρίσκονταν στη στεριά. Αν είτε τα ισπανικά ή τα ιταλικά σχέδια για τη διάσωση τής φρουράς είχαν τεθεί σε εφαρμογή, έστω και μερική, οι δυνάμεις τού Πιαλή θα τα πήγαιναν ίσως άσχημα.
Ο Ντραγκούτ Ρέις ήταν ο πρωτεργάτης τής τουρκικής πολιορκίας, ενθαρρύνοντας τον Πιαλή και απορρίπτοντας τα παράπονα των γενίτσαρων. Στο Καστέλλο και στο Φόρτε το νερό μοιραζόταν σε μερίδες και οι στρατιώτες έπαιρναν περισσότερο από τούς ναύτες και τούς αμάχους. Καθώς περνούσαν οι βδομάδες, οι άνδρες πέθαιναν όμως από τη δίψα. Ο Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ, ο αυτοκρατορικός πρέσβης στην Ισταμπούλ, έχει περιγράψει την ταλαιπωρία τους σε εύγλωττο απόσπασμα τής τέταρτης τουρκικής επιστολής του.133 Υπήρχαν λιποταξίες στους Τούρκους, γιατί πολλοί προτιμούσαν να ζήσουν ως σκλάβοι στις γαλέρες παρά να πεθάνουν από τη δίψα.
Οι πολιορκούμενοι κατάφεραν με απόσταξη να αυξήσουν κάπως τα αποθέματά τους σε νερό. Ένας Σικελός ονομαζόμενος Σεμπαστιάνο Πόλλερ, τον οποίο ο Μπουσμπέκ αποκαλεί «ειδικευμένο στην αλχημεία» (quidam alchimiae peritus), τούς δίδαξε πώς να το κάνουν. Για ένα διάστημα παρήγαγαν προφανώς τριάντα βαρέλια πόσιμου νερού τη μέρα. Όμως μέχρι τις 27 Ιουλίου (1560) είχαν ξεμείνει από ξύλα για τη θέρμανση των δεκαοκτώ περίπου αποστακτήρων που είχαν αυτοσχεδιάσει. Ακόμη και όταν η διαδικασία τής απόσταξης ήταν παραγωγική, έπρεπε να προσπαθούν να διατηρούν τη διαθεσιμότητα νερού, χρησιμοποιώντας μέρος που ήταν υφάλμυρο για πόση καθώς και για μαγείρεμα. Η δίψα ήταν μαρτύριο χειρότερο από τούς Τούρκους. Έχοντας φάει μέχρι και τα άλογά τους, γαϊδούρια και καμήλες, είχαν περιοριστεί στα συνηθισμένα παστά ψάρια ή άλλα αλατισμένα τρόφιμα. Ύστερα από μακρύ, σκληρό χειμώνα η έλλειψη νωπών φρούτων και λαχανικών (και έτσι η έλλειψη ασκορβικού οξέος) πρέπει να είχε προσθέσει το σκορβούτο με τις εξουθενωτικές επιπτώσεις του στα άλλα προβλήματα των πολιορκημένων.
Γύρω στις 27 Ιουλίου οι χριστιανοί δεν είχαν μόνο εξαντλήσει τα αποθέματα ξύλου για τη θέρμανση των αποστακτήρων, αλλά στη δεξαμενή στο Καστέλλο είχε απομείνει απόθεμα νερού για τρεις μόνο μέρες. Δημιουργούνταν ρήγματα στα εξωτερικά τείχη τού Μεδίνα Τσέλι. Ο θάνατος, η λιποταξία και η αρρώστια είχαν μειώσει τη φρουρά σε περίπου χίλιους άνδρες σε κατάσταση να φέρουν όπλα. Ο Δον Αλβάρο αποφάσιζε τώρα να επιχειρήσει εξόρμηση με έφοδο έξω από τα τείχη. Αν στις 16 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι έβγαιναν στη στεριά, η φρουρά είχε αποτολμήσει έφοδο για να τούς εξολοθρεύσει, ίσως οι χριστιανοί είχαν μια ευκαιρία. Είχαν κάνει λίγες εξόδους, επιτυγχάνοντας κάποια πράγματα στις 2 Ιουνίου, αλλά ο Δον Αλβάρο δεν ήταν πρόθυμος να διακινδυνεύσει τόσους άνδρες, ώστε να προσπαθήσει να διασπάσει την τουρκική περικύκλωση τού φρουρίου. Τώρα όμως, τη νύχτα τής 28-29 Ιουλίου (1560), αρκετές εκατοντάδες χριστιανοί εξορμούσαν για να πέσουν απλώς πάνω σε τουρκικά χαρακώματα, προμαχώνες και πυροβόλα. Μερικοί από αυτούς επέστρεφαν εντός των τειχών τού φρουρίου.
Σύμφωνα με τον Μπουσμπέκ, ο οποίος είχε πάρει αναμφίβολα την περιγραφή του από τον ίδιο τον Δον Αλβάρο μερικούς μήνες αργότερα, ο τελευταίος είχε δει, ότι δεν θα μπορούσαν πια να αντέξουν στην πολιορκία. Είχε λοιπόν φύγει από το φρούριο με λίγους εκλεκτούς και άρπαξε ένα μικρό πλοίο (navicula), προσπαθώντας να κατευθυνθεί στη Σικελία. Ανησυχούσε πολύ να μην αμαυρώσει τη φήμη του ως στρατιώτης παραδίδοντας το φρούριο στους Τούρκους. Όμως ο Δον Αλβάρο συνελήφθη και «ως εκ τούτου το φρούριο πέρασε στην κατοχή τού εχθρού, γιατί οι στρατιώτες άνοιξαν τις πύλες (τις οποίες θα ήταν μάταιο πια να κρατούν κλειστές για τούς Τούρκους), προκειμένου να τύχουν πιο φιλεύσπλαχνης αντιμετώπισης».134 Φαίνεται ότι η εξόρμηση τού Δον Αλβάρο είχε σχεδιαστεί μάλλον για να διευκολύνει την προσπάθειά του να διαφύγει παρά για να σπάσει την πολιορκία των Τούρκων.
Όπως δείχνει ο Μπουσμπέκ, οι περισσότεροι από τούς διοικητές τής φρουράς συμφώνησαν να παραδοθούν. Έστειλαν απεσταλμένους στον Πιαλή πασά, στον οποίο παρέδωσαν το χρηματοκιβώτιο τής αποστολής, που περιείχε πάνω από 20.000 χρυσά νομίσματα (écus). Αρχικά κάποιος Χουάν ντε Καστίγια αρνήθηκε την υποταγή στους Τούρκους, αλλά όταν οι Γενίτσαροι, που είχαν τάση για λεηλασία, εισέβαλαν στο εσωτερικό των εξωτερικών τειχών (δηλαδή στο Φόρτε), υποχρεώθηκε να καταθέσει τα όπλα του. Σφαγιάστηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στο Φόρτε, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών και των τραυματιών. Οι διάφοροι διοικητές και οι υπαρχηγοί τους, με ίσως χίλιους άνδρες, κλείστηκαν για κάποιο διάστημα πάνω στο Καστέλλο, αλλά σύντομα έδωσαν τόπο στην αναγκαιότητα. Η τουρκική πολιορκία τού φρουρίου τής Τζέρμπα είχε διαρκέσει ογδονταδύο μέρες, από τις 11 Μαΐου έως τις 31 Ιουλίου 1560.
Μετά την κατεδάφιση των εξωτερικών τειχών (του Φόρτε) οι Πιαλή πασάς και Ντραγκούτ Ρέις έπλευσαν σε επιδεικτική επίδειξη οθωμανικής ναυτικής δύναμης προς την Τρίπολη. Στις 13 Αυγούστου ο Πιαλή προχώρησε προς βορρά με την αρμάδα, πήρε νερό στο Γκότσο και συνέχισε μέχρι την ανατολική ακτή τής Σικελίας, όπου έκαψε ό,τι είχε απομείνει από την πόλη τής Αουγκούστα, την οποία ο Τούρκος πλοίαρχος Σινάν πασάς είχε σχεδόν ισοπεδώσει στα μέσα Ιουλίου τού 1551. Από την Αουγκούστα ο Πιαλή συνέχισε περνώντας από τον κόλπο τού Σκιλλάτσε προς την Κέρκυρα και την Πρέβεζα, την οποία όλοι θυμούνταν ως τόπο τής θλιβερής αποτυχίας τής Ιεράς Συμμαχίας κατά τού Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα προς το τέλος τού καλοκαιριού και τις αρχές τού φθινοπώρου τού 1538. Στη συνέχεια, κυκλώνοντας τον Μοριά, ο στόλος έπλευσε μέσω τού Αιγαίου προς την Ισταμπούλ, «μεταφέροντας αιχμαλώτους και τα λάφυρα των δικών μας γαλερών» (captivos spoliaque et triremes nostras secum trahens). Ο Μπουσμπέκ υπήρξε μάρτυρας τής υποδοχής των νικηφόρων Τούρκων στα τέλη Σεπτεμβρίου (1560), «θέαμα τόσο ευχάριστο για τα τουρκικά μάτια, όσο τραγικό και θλιβερό ήταν αυτό για τούς χριστιανούς».
Ο Σουλεϊμάν είχε κατέβει στην κιονοστοιχία, στην άκρη τού κήπου του με θέα στο λιμάνι, «ώστε να δει από πιο κοντά την αρμάδα, όπως αυτή εισερχόταν, καθώς και τούς χριστιανούς διοικητές που επιδεικνύονταν». Στην πρύμνη τής ναυαρχίδας μπορούσε κανείς να δει τον Δον Αλβάρο ντε Σάντε, τον Δον Σάντσο ντε Λέυβα και τον Δον Μπερενγκέρ ντε Ρεκέσενς. Οι αιχμαλωτισμένες χριστιανικές γαλέρες είχαν απογυμνωθεί από κουπιά, κατάρτια και άρμενα, «γυμνά σώματα» (nuda corpora), «ώστε να φαίνονται μικρές, άμορφες και περιφρονητέες σε σύγκριση με τις τουρκικές γαλέρες». Εκείνοι που βρίσκονταν αρκετά κοντά στον Σουλεϊμάν, ώστε να βλέπουν το πρόσωπό του, ανέφεραν ότι δεν έδειχνε σημάδια χαράς.135 Ακόμη κι αν ήταν έτσι, οι Τούρκοι είχαν πετύχει κι άλλο θρίαμβο. Οι χριστιανοί είχαν υποστεί μια ακόμη ήττα. Η επιτυχία τού Πιαλή πασά και τού Ντραγκούτ Ρέις στην κατάληψη τής Τζέρμπα από τούς Ισπανούς και τούς συμμάχους τους θα παρακινούσε τελικά τον Σουλεϊμάν, πέντε χρόνια αργότερα, να χρησιμοποιήσει για μια ακόμη φορά τούς Πιαλή και Ντραγκούτ (μεταξύ άλλων), για να προσπαθήσει να καταλάβει τη Μάλτα από τούς Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη.
Η Χριστιανοσύνη είχε συγκλονιστεί από την παρατεταμένη καταστροφή στη Τζέρμπα, η οποία πρέπει να είχε αποφέρει στους Τούρκους σχεδόν επτά χιλιάδες αιχμαλώτους. Ήταν ευτύχημα για τα πιο εξέχοντα μέλη τής χριστιανικής αποστολής, ότι ο αυτοκρατορικός πρέσβης Μπουσμπέκ βρισκόταν ακόμη στην τουρκική πρωτεύουσα, όταν επέστρεψε η αρμάδα τού Πιαλή πασά (στις 27 Σεπτεμβρίου 1560). Ο Μπουσμπέκ θα παρείχε τροφή σε ορισμένους από τούς αιχμαλώτους, για να ανακουφίσει από τη μονότονη διατροφή με ξερό μαύρο ψωμί (ater panis siccus), την οποία εύρισκαν αηδιαστική. Παρά το γεγονός ότι είχε υπάρξει τρομακτική ανάγκη νερού στο φρούριο τής Τζέρμπα, οι «καλοπερασάκηδες» (bons vivants) απαιτούσαν τώρα κρασί, το οποίο ο υποχρεωτικός Μπουσμπέκ ήταν σε θέση να τούς φέρνει. Η εύρεση καλών κρασιών στην Ισταμπούλ πρέπει να προϋπέθετε κάποιες δυσκολίες. Σε άλλους έδινε μια κουβέρτα (vestis stragula), έναν μανδύα ή σάλι (amiculum) ή ένα ζευγάρι παπούτσια (calcei).
Οι Τούρκοι έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στον Αλβάρο ντε Σάντε, ως διοικητή και ως στρατιώτη μεγάλης φήμης. Ο ντε Σάντε έδειxνε την ένταση τής διοίκησής του εκδηλώνοντας μερικές φορές προφανή φόβο. Οι Σάντσο ντε Λέυβα και Ρεκέσενς χρειάζονταν περισσότερη βοήθεια και την πήραν. Πάνω απ’ όλα οι σημαντικοί αιχμάλωτοι χρειάζονταν χρήματα, μέχρι να μπορέσουν να εξαγοραστούν ή να κανονιστεί η απελευθέρωσή τους με κάποιο τρόπο και, λέει ο Μπουσμπέκ, δεν περνούσε μέρα χωρίς να προωθήσει πολλά χρυσά νομίσματα σε εκείνους που είχαν ανάγκη (hic nullus abibat dies quin plures aurei insumerentur). Αναφέρει επίσης ότι με δική του πίστωση εγγυήθηκε την πληρωμή χιλιάδων χρυσών νομισμάτων (écus) ή δουκάτων για λύτρα, πράγμα που τον οδηγούσε να αναρωτιέται, αν ο ίδιος δεν αφαιρούσε δεσμά από τούς άλλους για να τα τοποθετήσει στον εαυτό του.136
Ο Μπουσμπέκ ανέμενε ότι η γενναιοδωρία του θα τού κόστιζε πολλά, αλλά τον παρηγορούσε η ευσεβής σκέψη ότι η αρετή ήταν η ανταμοιβή του: «Είναι πάντοτε δίκαιη ανταμοιβή» (Ipsa sibi virtus semper pulcherrima merces.)
Τελικά με τη βοήθεια τού δραγουμάνου Ιμπραήμ, τον οποίο ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε μισήσει και σχεδόν καταστρέψει, ο Μπουσμπέκ εξασφάλισε την απελευθέρωση από την κράτηση (στις 9 Αυγούστου 1562, μία μέρα πριν από τη γιορτή τού Σαν Λορέντσο) και των τριών επικεφαλής αιχμαλώτων των Τούρκων, των ντε Σάντε, ντε Λέυβα και Ρεκέσενς. Οι πρώην αιχμάλωτοι ήρθαν να ζήσουν με τον Μπουσμπέκ, ο οποίος ετοιμαζόταν να φύγει από την Ισταμπούλ, για να πάει στον αυτοκράτορα Φερδινάνδο την οκταετή εκεχειρία με τούς Τούρκους, την οποία επιδίωκε για οκτώ ολόκληρα χρόνια.137 Ο Μπουσμπέκ πήρε επίσης τούς τρεις αιχμαλώτους μαζί του. Οι ντε Λέυβα και Ρεκέσενς τον άφησαν στη Σόφια για να πάρουν τον δρόμο για τη Ραγούσα και από εκεί για τη Βενετία, για να μεριμνήσουν για την πληρωμή των λύτρων τους και των χρεών που είχαν αφήσει στον Βόσπορο. Ο Ρεκέσενς ήταν γέρος. Πέθανε καθ’ οδόν.
Ο ντε Σάντε ταξίδεψε με τον Μπουσμπέκ (ίσως μέχρι τη Βιέννη), στη μακρά διαδρομή του μέσω Βούδας, Γκραν (Έστεργκομ), Κόμορν (Κομάρνο), Βιέννης, Πράγας και Βύρτσμπουργκ προς Φρανκφούρτη, όπου ο Φερδινάνδος συμμετείχε στη δίαιτα, που αναγνώρισε τον γιο του Μαξιμιλιανό ως βασιλιά των Ρωμαίων.138 Ήταν καλό να είναι κάποιος πλούσιος και ευγενής. Ένα τέτοιο άτομο θα μπορούσε να φροντίσει για την πληρωμή των λύτρων του. Όμως η χριστιανική αποτυχία στη Τζέρμπα είχε αφήσει πίσω στην Ισταμπούλ χιλιάδες αιχμαλώτους, που θα πωλούνταν ως κινητή περιουσία. Στα επόμενα χρόνια πολλοί από αυτούς θα τελείωναν τη ζωή τους αλυσοδεμένοι, ως σκλάβοι γαλερών. Άλλοι θα επιβίωναν εκείνη τη δεκαετία και θα απελευθερώνονταν από τα κουπιά με την ήττα των Τούρκων στη Ναύπακτο (Λεπάντο).
Η τουρκική νίκη στη Τζέρμπα ανησυχούσε τη Δυτική Ευρώπη. Οι Ενετοί την εύρισκαν ιδιαίτερα τρομακτική. Η υπεράσπιση των νησιών τής Κρήτης και τής Κύπρου βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων, που τώρα έρχονταν ενώπιον τής Γερουσίας, αν και αυτή υπενθύμιζε συνεχώς σε εκείνους στη θάλασσα, να αποφεύγουν με κάθε θυσία συγκρούσεις με τούς Τούρκους.139 Η συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί είχε υπάρξει πηγή εξασφάλισης για τούς Ενετούς, επειδή οι Γάλλοι δεν έπρεπε να ενθαρρύνουν τούς Τούρκους να επιτίθενται στα βασίλεια τής Νάπολης και τής Σικελίας.
Ο πόλεμος με την Ισπανία είχε κρατήσει απασχολημένους τούς Γάλλους ευγενείς. Δεν τούς άρεσε η ανία και η ανεργία τής ειρήνης. Αλλά σύντομα θα ήσαν πλήρως απασχολημένοι, γιατί η Γαλλία βυθιζόταν σε περισσότερα από τριάντα χρόνια θρησκευτικού πολέμου και πολιτικού χάους, τα οποία άρχιζαν ήδη κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Φραγκίσκου Β’ (1559-1560). Η πολιορκία τής Τζέρμπα μόλις ξεκινούσε, όταν στις 24 Μαΐου (1560) ο δόγης και η Γερουσία έδιναν εντολή στον Τζιοβάννι Μιτσιέλ, τον πρεσβευτή τους στη γαλλική αυλή, να καταστήσει σαφή την αγωνία τής Σινιορίας για τις ταραχές που είχαν πρόσφατα συμβεί στη Γαλλία, καθώς και την εμπιστοσύνη με την οποία η ενετική κυβέρνηση έβλεπε τη μελλοντική εξέλιξη των γαλλικών υποθέσεων.140
Η συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί είχε προκαλέσει κάποιου είδους ολίσθηση στις γαλλο-τουρκικές σχέσεις. Ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε φύγει από την Ισταμπούλ στις αρχές Οκτωβρίου 1529, πέθανε στον δρόμο τής επιστροφής του στη Γαλλία και η κηδεία του έγινε στη Ραγούσα με τις κατάλληλες τιμές. Τα τελευταία λόγια τής συμβουλής του προς τον Φραγκίσκο Β’ ήσαν να εγκαταλείψει «τη φιλία και κατανόηση» (l’ amityé et intelligence) που υπήρχε για ένα τέταρτο τού αιώνα μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας. Πέρασαν τουλάχιστον επτά μήνες μέχρι να φτάσει στον Βόσπορο τον Απρίλιο ή Μάιο τού 1560 άλλος Γάλλος εκπρόσωπος, ο Ζαν Ντολού, υπηρέτης (valet de chambre) τού νεαρού βασιλιά, για να αναλάβει τη θέση τού ντε λα Βίνιε. Κατά τη διάρκεια αυτού τού διαλείμματος οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει και βάλει στη θάλασσα την αρμάδα που ανέκτησε τη Τζέρμπα.
Ο θάνατος τού Ερρίκου Β’ είχε ανυψώσει τον Φρανσουά, δούκα τού Γκυζ, καθώς και τον αδελφό τού τελευταίου, τον καρδινάλιο Σαρλ τής Λωρραίνης, σε θέσεις πολιτικής υπεροχής στη Γαλλία. Η ανηψιά τους Μαρία, βασίλισσα τής Σκωτίας, είχε παντρευτεί τον Φραγκίσκο Β’. Αν και ο Φρανσουά είχε υπάρξει διοικητής των γαλλικών δυνάμεων στον πόλεμο τού Παύλου Δ’ κατά τής Ισπανίας, αυτός και ο καρδινάλιος-αδελφός του είχαν υιοθετήσει τώρα ισχυρή φιλο-Καθολική πολιτική, διώκοντας τούς Προτεστάντες και προσανατολιζόμενοι προς την Ισπανία. Επομένως δεν είναι περίεργο που ο Φραγκίσκος Β’ έγραφε στον Φρανσουά ντε Νοαίγ, τον πρεσβευτή του στη Βενετία, στις 13 Ιουνίου 1529, ότι δεν μπορούσε να βρει λέξεις για να εκφράσει τη θλίψη που ένιωθε με τις απώλειες που είχε υποστεί στη Τζέρμπα ο Φίλιππος Β’, «ο καλός αδελφός μου» (mon bon frère). Σε κάθε περίπτωση ήταν ευτυχής για το γεγονός, ότι «κατά την ώρα αυτής τής ατυχίας ο Ντολού δεν είχε φτάσει στην Ανατολική Μεσόγειο».
Κανείς δεν μπορούσε να ισχυριστεί, ότι οι Γάλλοι είχαν συμβουλεύσει τούς Τούρκους να επιτεθούν στη Τζέρμπα ή τούς είχαν ενημερώσει για την έκταση των δυνάμεων τού Φιλίππου στη Τζέρμπα.141 Αν και ο κύριος Ντολού είχε φτάσει στην Πύλη πολύ πριν καταλάβουν οι Τούρκοι το νησιωτικό φρούριο, οι Γάλλοι σίγουρα δεν ήταν δυνατό να κατηγορηθούν ότι τούς είχαν ενθαρρύνει ή βοηθήσει.
Στις 18 Σεπτεμβρίου όμως ο Φραγκίσκος Β’ είχε την ευκαιρία να γράψει στον Σεμπαστιάν ντε λ’ Ωμπεσπίν, επίσκοπο τής Λιμόζ και Γάλλο πρεσβευτή στην Ισπανία, αναφερόμενος στην προφανή πεποίθηση τού Φιλίππου Β’, ότι οι Γάλλοι είχαν ετοιμαστεί να βοηθήσουν τούς Τούρκους με δύο καραβιές πυρομαχικών. Ο Φραγκίσκος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οποιαδήποτε τέτοια βοήθεια είχε προσφερθεί στους Τούρκους, αλλά διέταζε έρευνα. Αν υπήρχε κάποια αλήθεια στην κατηγορία, θα διέταζε την αυστηρότερη τιμωρία για εκείνους που ήσαν ένοχοι. Δεν ήταν καθόλου αντιληπτό, αναγνώριζε ο Φραγκίσκος, ότι κάτι είχε συμβεί στα κρυφά, χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος. Υπήρχαν κακοί άνθρωποι παντού. Όμως ο Φραγκίσκος πρόσθετε: «Είναι αλήθεια, ότι καθένας διατηρεί τούς φίλους του και δεν αρνούμαι, ότι θα ήθελα να διαφυλάσσεται η φιλία τού Μεγάλου Άρχοντα…» (Il est vray que chacun garde ses amys, et ne nieray pas que je ne veuille bien conserver l’ amytiè du Grand Seigneur…).142
Η τουρκική επιτυχία στη Τζέρμπα υπήρξε καθησυχαστική για τον Σουλεϊμάν, ο οποίος είχε τα προβλήματά του το τελευταίο διάστημα. Η αύξηση τού πληθυσμού έδιωχνε τούς ανθρώπους από τη γη. Ο πληθωρισμός είχε γίνει ανεξέλεγκτος. Υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων, καθώς και εκτεταμένες ταραχές μεταξύ των σπαχήδων, οι οποίοι, όπως σημείωνε ο Μπουσμπέκ, είχαν υποστηρίξει την εξέγερση τού ψευδο-Μουσταφά στα Βαλκάνια το 1555 (…quod multis equitibus abundabat, qui Mustapham praecipue coluerant).143 Και πάλι το 1559, αυτή τη φορά στην Ανατολία, είχαν υποστηρίξει την εξέγερση τού Σουλεϊμάν, τού γιου τού Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε ηττηθεί στο Ικόνιο (Κόνυα) από τον Σελήμ, τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Βαγιαζήτ διέφυγε στην αυλή τού Ταμάσπ, τού σάχη τής Περσίας, ο οποίος τον κρατούσε αιχμάλωτο. Μια άλλη χρονιά (το 1561) ο Ταμάσπ, έναντι κατάλληλης αποζημίωσης, θα επέτρεπε σε Οθωμανό εκπρόσωπο να θανατώσει τον νεαρό πρίγκηπα, ύστερα από το οποίο ο Σουλεϊμάν ανέπνεε πιο εύκολα. Ο Μπουσμπέκ ήταν τόσο γοητευμένος από την τραγική σταδιοδρομία τού Βαγιαζήτ, όσο ήταν θλιμμένος από τη χριστιανική καταστροφή στη Τζέρμπα.144
Αν ο σουλτάνος είχε τις δυσκολίες του, το ίδιο συνέβαινε και με τον πάπα, ο οποίος το 1560-1561 αγωνιζόταν για να συγκαλέσει και πάλι τη Σύνοδο τού Τρεντ. Στην προσπάθειά του να καταστήσει τη Σύνοδο πραγματικά οικουμενική, ο Πίος είχε απευθύνει πρόσκληση στον Γαβριήλ, τον Κόπτη πατριάρχη Αλεξάνδρειας, να στείλει έναν ή περισσότερους εκπροσώπους στη σύνοδο.145 Ο Γαβριήλ είχε προσφάτως δηλώσει την υποταγή του στην Αγία Έδρα, 146 πράγμα που δεν θα μπορούσε να τον κάνει προσφιλή στους Τούρκους.
<-16. Ο Παύλος Δ’, ο πόλεμος με την Ισπανία και ο Ζαν ντε λα Βίνιε στην Πύλη | 18. Η τρίτη περίοδος και το κλείσιμο της Συνόδου τού Τρεντ (1561-1563)-> |