16
Ο Παύλος Δ’, ο πόλεμος με την Ισπανία και ο Ζαν ντε λα Βίνιε στην Πύλη
![]() |
![]() |
Ενώ ο Κάρολος Ε’ σχεδίαζε τις τελευταίες επιστολές και έγγραφα τής αυτοκρατορικής του παραίτησης, ο Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, ο δούκας τής Άλβα, ξεκινούσε από τη Νάπολη την 1η Σεπτεμβρίου 1556. Κατευθύνθηκε στο Σαν Τζερμάνο (τώρα Κασσίνο) με 12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς. Από αυτές τις δυνάμεις 4.000 πεζοί ήσαν Ισπανοί βετεράνοι υπό τις διαταγές τού Δον Γκαρσία ντε Τολέδο. Οι υπόλοιποι 8.000 ήσαν Ιταλοί, που είχαν στρατολογηθεί ως επί το πλείστον στο βασίλειο τής Νάπολης και βρίσκονταν υπό τις εντολές τού Βεσπασιάνο Γκονζάγκα. Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ήταν επικεφαλής 300 πανόπλων ανδρών και ο περιπετειώδης ανηψιός τού Ιούλιου Γ’, ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ήταν επίσης με τον στρατό τού Άλβα. Στα τέλη Ιουλίου ο Ασκάνιο είχε δραπετεύσει από τα νύχια τού πάπα Παύλου, ο οποίος είχε συλλάβει αμέσως τον αδελφό του, τον καρδινάλιο Φούλβιο ντέλλα Κόρνια.1
«Προχωρώντας με αυτόν τον στρατό», λέει ο Νόρες, ο δούκας πήρε το Ποντεκόρβο, που είναι τώρα μικρό μέρος πάνω στον Γκαριλιάνο [στην πραγματικότητα στον Λίρι] και ονομαζόταν «Φραγγέλλαι» στην αρχαιότητα, διάσημο για το γεγονός ότι είχε σταματήσει την προέλαση τού στρατού τού Αννίβα… Ο δούκας δεν συνάντησε αντίσταση εκεί και μπόρεσε να λεηλατήσει την ύπαιθρο χωρίς αντίθεση, παίρνοντας μαζί του τεράστιο αριθμό κοπαδιών προβάτων, τα οποία υπήκοοι τής Αγίας Έδρας διατηρούσαν στα βοσκοτόπια αυτών των περιοχών.
Στις 5 Σεπτεμβρίου όπως μάς λέει ο Μασσαρέλλι, έφτασαν στη Ρώμη τα νέα, ότι ο Άλβα είχε καταλάβει όχι μόνο το Ποντεκόρβο, αλλά και το Φροζινόνε, που ήσαν και τα δύο παπικές πόλεις και το δεύτερο βρισκόταν πενήντα μόνο μίλια νοτιοανατολικά τής Ρώμης. Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι τα στρατεύματα τού Άλβα είχαν περικυκλώσει περισσότερα από 40.000 πρόβατα. «Και όλα αυτά τα πράγματα έγιναν», λέει ο Μασσαρέλλι ευσεβώς, «ενώ η ειρήνη και η ομόνοια βρίσκονταν υπό συζήτηση στη μία πλευρά και την άλλη και ενώ ίσχυε πενταετής εκεχειρία ανάμεσα στον Ερρίκο, τον Γάλλο βασιλιά, τον Φίλιππο, βασιλιά τής Νάπολης και τής Αγγλίας, τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’, καθώς και τον ίδιο τον πάπα».
Σε γενική σύναξη όλων των καρδιναλίων, που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα Κυριακή (6 Σεπτεμβρίου), ο Παύλος Δ’ κατηγόρησε τον δούκα τής Άλβα και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς για προδοσία. Ο Παύλος είπε ότι ο Πίρρο ντελλ΄ Οφφρέδο είχε έρθει από τον Άλβα «για διαπραγμάτευση συμφωνίας» (pro concordia tractanda) και ενώ οι καρδινάλιοι εξέταζαν τούς όρους αυτής τής ειρήνης, ο Άλβα τούς είχε παραπλανήσει, είχε καταλάβει το Ποντεκόρβο και το Φροζινόνε, είχε σκοτώσει στρατιώτες τής Εκκλησίας και είχε αρπάξει περιουσίες σαν να επρόκειτο για έπαθλο πολέμου. Οδηγήθηκε ενώπιον τής σύναξης ο ίδιος ο Δον Πίρρο. Ο Μασσαρέλλι υπήρξε μάρτυρας τής σκηνής. Ο Παύλος απαίτησε να μάθει τον λόγο τής άφιξης τού Πίρρο στην παπική κούρτη. Ο τελευταίος απάντησε ότι ο δούκας τής Άλβα τον είχε στείλει στη Ρώμη «για να διαπραγματευτεί ειρήνη με την Αγιότητά του και να τού ζητήσει (όπως τού ζητούσε) να βρει τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί τόσο η ειρήνη όσο και το βασίλειο τής Νάπολης».
Στη συνέχεια ο Παύλος ενημέρωσε τον Πίρρο ότι, ενώ επιδιωκόταν το «πρόσχημα τής ειρήνης», ο Άλβα είχε εισβάλει στα παπικά κράτη «κατά παράβαση τής πίστης και τού δίκαιου των εθνών» (contra fidem et ius gentium). Ο Πίρρο δεν γνώριζε κατά πάσα πιθανότητα την πρόθεση τού Άλβα να εισβάλει στο Εκκλησιαστικό Κράτος, αλλά (σύμφωνα με τον Νόρες) η μη συμμόρφωση τού Πίρρο προς τις οδηγίες Άλβα, δηλαδή να παραδώσει την επιστολή του και να φύγει «είτε με απάντηση ή χωρίς», τού κόστισε ακριβά, γιατί ο Πίρρο συνελήφθη την ίδια Κυριακή και φυλακίστηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου επρόκειτο να παραμείνει μέχρι το τέλος τού πολέμου.2 Μια βδομάδα μετά τη γενική σύναξη των καρδιναλίων ο Τζιοβάννι Καράφα έγραψε στον Οττάβιο Φαρνέζε, τον δούκα τής Πάρμας, καταγγέλλοντας ότι ένας πρεσβευτής τού δούκα τής Άλβα (αναφερόμενος στον Πίρρο) είχε έρθει στη Ρώμη αναζητώντας συμφωνία, την ίδια στιγμή που ο Άλβα έπαιρνε με τη βία τις πόλεις Φροζινόνε και Βερόλι, έχοντας επίσης θέσει υπό πολιορκία το Ανάγκνι. Η υπομονή τού πάπα, δήλωνε ο Τζιοβάννι, εξαντλούνταν.3
Εν μέσω αυτής τής έξαψης ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα αποβιβάστηκε από γαλλική γαλέρα στην Τσιβιταβέκκια τη Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου (1556). Αναχωρώντας αμέσως για τη Ρώμη, έφτασε στην πόλη στις 7 περίπου το βράδυ (hora 24) και έσπευσε ενώπιον τού πάπα φορώντας τις μπότες του. «Η Αγιότητά του ένιωσε πολύ μεγάλη ικανοποίηση», έγραφε ο Ναβαγκέρο στην κυβέρνησή του, «και τον αγκάλιασε και τον φίλησε χίλιες φορές». Ταυτόχρονα είχε αφιχθεί ο Πιέτρο Στρότσι. Το ίδιο και οι Λουί ντε Λανσάκ και Μπλαιζ ντε Μονλύκ, φημισμένοι από τη Σιένα. Ο Καράφα συνοδευόταν από είκοσι γαλέρες από τη Γαλλία, ενώ μάλιστα από καιρό σε καιρό ο Ερρίκος Β’ τού έστελνε στρατεύματα, ιδιαίτερα απείθαρχους Γασκώνους.4
Μάλιστα ο Καράφα έφερνε τώρα μαζί του 1.500 Γασκώνους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν αρχικά κοντά στο Μπόργκο και στη συνέχεια κατανεμήθηκαν στις διάφορες συνοικίες τής πόλης. Άλλοι στρατιώτες στην υπηρεσία τού πάπα στάλθηκαν για να προστεθούν στις φρουρές των πιο σημαντικών και των πιο ευάλωτων πόλεων. Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, ο Παύλος Δ’ είχε συγκεντρώσει 15.000 πεζούς στρατιώτες μέχρι την πρώτη εβδομάδα τού Αυγούστου. Με την εκ των υστέρων σοφία ο Νόρες δεν αξιολογούσε ιδιαίτερα τις παπικές δυνάμεις.
Πάρθηκαν από τούς κατοίκους τής Ρώμης τα καλύτερα άλογα, για να συγκροτήσουν ομάδα 200 λογχοφόρων, οι οποίοι επρόκειτο να υπηρετήσουν υπό τον Ματτέο Στεντάρντο. Τα άλογα έπρεπε τελικά να επιστραφούν στους ιδιοκτήτες τους ή να πληρωθούν αυτοί, «το οποίο όμως δεν τηρήθηκε» (il che però non fu osservato). Κάποιος Μπαρτολομμέο ντα Μπενεβέντο σκέφτηκε την ιδέα (invenzione) να πάρουν όλα τα σιτηρά που ήσαν τότε διαθέσιμα προς πώληση στην πόλη, για τα οποία δόθηκαν στους εμπόρους αποδείξεις τού παπικού ταμείου, οπότε το σιτάρι πουλήθηκε και οι εισπράξεις χρησιμοποιήθηκαν για τις τρέχουσες στρατιωτικές δαπάνες. Ο Νόρες δεν αναφέρει αν το παπικό ταμείο εξαργύρωσε ποτέ αυτές τις αποδείξεις.
Επειδή η Πόρτα ντελ Πόπολο θεωρήθηκε ως περιοχή ιδιαίτερα ευάλωτη σε επιθέσεις, κατεδαφίστηκε το Αυγουστινιανό μοναστήρι (όπου είχε διαμείνει ο Μαρτίνος Λούθηρος το 1510-1511), ενώ κρίθηκε σκόπιμη ακόμη και η καταστροφή τής Εκκλησίας τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Στην αρχή ο Κάρλο Καράφα, έχοντας μόλις επιστρέψει στη Ρώμη, είχε μεγαλεπήβολα σχέδια να κατεδαφίσει τόσο το μοναστήρι όσο και την εκκλησία, αλλά στη συνέχεια ενέκρινε την απομάκρυνση τού μοναστηριού. Σε κάθε περίπτωση γλίτωσε η εκκλησία, που ήταν θησαυροφυλάκιο τής Αναγεννησιακής τέχνης. Ο δούκας τής Άλβα έγραφε στον πάπα, ότι αν ερχόταν στη Ρώμη με τον στρατό του, ποτέ δεν θα επιτίθετο στα τείχη τής πόλης στην περιοχή τής Πύλης και τής Εκκλησίας τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο.
Κατεδαφίστηκαν εκατό σπίτια στην περιοχή. Ο Μασσαρέλλι λέει ότι αυτοί που γνώριζαν το κόστος οικοδόμησης στη Ρώμη, υπολόγιζαν την αξία τού μοναστηριού και τής Εκκλησίας σε 200.000 σκούδα. Ο Νόρες, που ενδεχομένως διάβασε τον Μασσαρέλλι πολύ γρήγορα, λέει ότι τα σπίτια άξιζαν αυτό το ποσό. Ανεξαρτήτως τής αξίας τους, φαινόταν σχεδόν χωρίς νόημα, σε σύγκριση με τις κατακτήσεις τού Άλβα, γιατί στο Ποντεκόρβο και το Φροζινόνε είχε γρήγορα προσθέσει, πέρα από κάποια χωριά των Κολόννα (που παραχωρήθηκαν πρόθυμα), το Ανάγκνι, το Βερόλι, το Βαλμοντόνε, το Πιπέρνο [Πριβέρνο], την Τερρατσίνα, το Ακούτο, το Φιουμόνε και το Αλάτρι, που ήσαν όλα τόποι τού Εκκλησιαστικού Κράτους. Ο Άλβα τούς κατέλαβε στο όνομα τού Ιερού Κολλέγιου, διαβεβαιώνοντας για την πρόθεσή του να τούς επιστρέψει στους καρδιναλίους ή σε μελλοντικό πάπα.5
Στις 12 Σεπτεμβρίου (1556) ο ακούραστος Ναβαγκέρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι
σε αυτή την πόλη επικρατεί τέτοιος πανικός, που όλοι προσπαθούν να διαφύγουν, αλλά υπάρχει μεγάλη επαγρύπνηση στις πύλες για να αποτραπεί η αναχώρηση οποιουδήποτε. Πέρα από τούς στρατιώτες, στέλνονται και τεχνίτες να εργαστούν στους προμαχώνες. Το μοναστήρι ντελ Πόπολο είναι ετοιμόρροπο, ενώ οι φτωχοί αδελφοί φοβούνται επίσης για την εκκλησία.
Εκτός από την επίταξη των αλόγων και τη φορολόγηση τού κρέατος, οι σκληρά πιεζόμενοι αξιωματούχοι στην κούρτη και η δημοτική κυβέρνηση τής Ρώμης πωλούσαν τίτλους ιπποσύνης και μάζευαν επιβεβλημένα δάνεια. «Εδώ πληρώνουν πολύ περισσότερους στρατιώτες… από εκείνους που υπάρχουν πραγματικά». Ο καρδινάλιος Καράφα, ο αδελφός του Τζιοβάννι, ο στρατάρχης Πιέτρο Στρότσι, ο Ζαν ντ’ Αβανσόν και ο Λουί ντε Λανσάκ συσκέπτονταν συχνά στα διαμερίσματα τού καρδιναλίου, στα δωμάτια τού Στρότσι, γιατί «ο τεταρταίος πυρετός τού στρατάρχη συνεχιζόταν».
Όμως ο Ναβαγκέρο καταλάβαινε, ότι
οι εδώ Γάλλοι εκπρόσωποι προτρέπουν τον πάπα και τον καρδινάλιο Καράφφα [να κάνουν ειρήνη], προβάλλοντας τις δυνάμεις τού εχθρού, τις δικές τους λιγοστές προμήθειες, καθώς και την καθυστέρηση τής βοήθειας σε πάνοπλους άνδρες που αναμενόταν από τη Γαλλία, για το οποίο θέμα θα ήθελα επίσης να αναφέρω, ότι σήμερα ο καρδινάλιος [Πέδρο] Πατσέκο βρέθηκε με τον καρδινάλιο Καράφφα σχετικά με αυτό το θέμα τής ειρήνης και είπε σε πρόσωπο μεγάλης εμπιστοσύνης του, που το επανέλαβε σε μένα, ότι σε αντίθεση με τις συνήθειες τού Καράφφα και τη δική του προσδοκία, τον βρήκε με μεγάλη διάθεση για την ειρήνη…6
Ο Καράφα σίγουρα ενδιαφερόταν περισσότερο να βρει κάποιον τρόπο για να αποκτήσει τη Σιένα για την οικογένειά του παρά για τη συνέχιση τού πολέμου με την Ισπανία. Αλλά οι Καράφα σημείωναν τώρα μια ακόμη αποτυχία, γιατί ο Οττάβιο Φαρνέζε είχε μόλις σπάσει τη συμμαχία του με τη Γαλλία (αν και μιλούσε όσο απαλά μπορούσε) και είχε αποδεχθεί την υποταγή στην Ισπανία, δεχόμενος την Πιατσέντσα από τον Φίλιππο Β’.7 Σε ολόκληρη τη διάρκεια τού αιώνα οι Φαρνέζε παρουσίαζαν ικανότητα για επιβίωση και επιτυχία, πρόοδο και αυτοδοξολογία.8
Όπως οι Παύλος Δ’ και Καράφα προσπαθούσαν να κερδίσουν με το δικό τους μέρος τούς Ενετούς, έτσι προσπαθούσε και ο Φίλιππος Β’. Δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν είχε πια καμία διεκδίκηση επί τής αυτοκρατορίας και τής Αυστρίας, τού Τυρόλου και τής Στυρίας, τής Καρινθίας και τής Καρνιόλα, η Βενετία δεν φοβόταν την κίνησή του στο Φριούλι. Ο Δον Ρούϊ Γκόμεζ, δούκας τής Παστράνα και πρίγκηπας τού Μελίτο, σημαντική φυσιογνωμία στην αυλή τού Φιλίππου, έλεγε στον Ενετό πρεσβευτή Φεντερίκο Μπαντοέρ, ότι η Σινιορία έβλεπε προφανώς τέσσερις από τις κορυφαίες δυνάμεις —τον ίδιο τον Φίλιππο, τον Ερρίκο Β’, τον Παύλο Δ’ και τον σουλτάνο Σουλεϊμάν— σε επικίνδυνη σύγκρουση τον ένα με τον άλλο και ήθελε να διατηρήσει καλή σχέση με καθέναν από αυτούς. Καταλάβαινε τούς λόγους. Ήταν συνετή πολιτική. Όμως ο Δον Ρούϊ παρατηρούσε, ότι ο Φίλιππος Β’ ήταν αναπόφευκτα ριγμένος στον ρόλο τού «διαρκούς εχθρού τού Τούρκου», από τον οποίον οι Ενετοί είχαν περισσότερα να φοβούνται απ’ όσο από οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Θα μπορούσαν έτσι να έχουν τον Φίλιππο ως σύμμαχό τους σε περίπτωση ανάγκης. Καμία εμπιστοσύνη δεν μπορούσε να δοθεί στους πάπες, γιατί η Αγία Έδρα βρισκόταν κάτω από την επίδραση πάρα πολλών πολιτικών ιδιοτροπιών. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήταν επίσης αναξιόπιστος για πολλούς λόγους,
κυρίως γι’ αυτό, ότι ακριβώς όπως οι βασιλείς τής Ισπανίας βρίσκονται κάτω από την ανάγκη να αμύνονται οι ίδιοι εναντίον των Μαυριτανών και να αποκτούν επαρχίες (αν είναι δυνατόν), τόσο στην Αφρική όσο και [στις] Ινδίες, έτσι πρέπει και οι βασιλείς τής Γαλλίας να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για αύξηση, διεισδύοντας μακρύτερα στα κράτη τής Ιταλίας ή τής Ισπανίας.9
Τα λόγια τού Δον Ρούϊ είχαν κάποιο νόημα και μέσα σε έξι ή περισσότερα χρόνια η Ισπανία και η Σινιορία θα προχωρούσαν, ως σύμμαχοι, εναντίον των Τούρκων.
Προς το παρόν όμως και για μερικά ακόμη χρόνια οι Ενετοί δεν θα διακινδύνευαν. Επιδέξιοι διπλωμάτες στέλνονταν ως βαΐλοι στην Ισταμπούλ, ο ένας μετά τον άλλο. Τον Αντόνιο Ερίτσο διαδέχθηκε ως βαΐλος ο Αντόνιο Μπαρμπαρίγκο, το έγγραφο τής αποστολής τού οποίου συντάχτηκε στις 19 Σεπτεμβρίου (1556). Κατά την άφιξή του στην Πύλη ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε να συναντηθεί με τον Ερίτσο, ο οποίος θα τού παρείχε κάποιες απαιτούμενες πληροφορίες (ιδίως σχετικές με πρόσφατα γεγονότα), μετά το οποίο ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε να επισκεφτεί πρώτα τον Ρουστέμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη (primo visir), στον οποίο θα έδειχνε τις διαπιστευτήριες επιστολές του, θα έδινε τα αναμενόμενα δώρα και θα έλεγε τις συνήθεις εκφράσεις εκτίμησης και φιλίας. Στη συνέχεια ο Μπαρμπαρίγκο θα έκανε επίσημες επισκέψεις στους άλλους πασάδες και θα μεριμνούσε για την υποδοχή του από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, για την καλή υγεία και τις συνεχιζόμενες επιτυχίες τού οποίου έπρεπε να εκφράσει τη μεγάλη χαρά τής Σινιορίας, εκθειάζοντας τα πλεονεκτήματα τής υφιστάμενης ειρήνης. Θα διαβεβαίωνε τον Σουλεϊμάν ότι η Βενετία θα τηρούσε πάντοτε τούς όρους τής ειρήνης χωρίς παραβιάσεις, καθώς και ότι ήταν σίγουρος, ότι η Πύλη τού σουλτάνου θα έκανε το ίδιο.
Αν κατά τη διάρκεια τής θητείας του ως βαΐλος ο Μπαρμπαρίγκο μάθαινε για διαπραγματεύσεις για ειρήνη ή ανακωχή μεταξύ Πύλης και Αψβούργων [ο Μπουσμπέκ, ο απεσταλμένος τού Φερδινάνδου, είχε πάει στην Ισταμπούλ το 1554], έπρεπε να προσπαθήσει με κάθε επιμέλεια να μάθει τούς όρους και να φροντίσει ώστε οι Τούρκοι να περιλάβουν και τη Βενετία στη συμφωνία. Ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε επίσης να αναφέρει θέματα όπως η αποζημίωση για την κατάσχεση τής Μπάρμπαρα από τον Σάλα μπέη και η καταστολή τής πειρατείας στην Αδριατική και αλλού. Συμβάσεις για την αγορά των σιτηρών στην Πύλη έπρεπε να καταρτίζονται μόνο στο όνομα τής Σινιορίας, όχι σε εκείνο μεμονωμένων ατόμων [πρακτική που τηρούσαν προσεκτικά ύστερα από τις υπεξαιρέσεις τού Πιέτρο Βαλλαρέσσο το 1536].
Ο Μπαρμπαρίγκο έπρεπε να πληρώσει στους Τούρκους, από τα ποσά που τού στέλνονταν γι’ αυτόν τον σκοπό, τον φόρο (pensione) 8.000 δουκάτων για την Κύπρο και 500 για τη Ζάκυνθο. Επίσης, όπως και ο προκάτοχός του, έπρεπε να παρακολουθεί και να αναφέρει για την πρόοδο των δύο νεαρών ανδρών, τούς οποίους η Σινιορία διατηρούσε στο νοικοκυριό τού βαΐλου με σκοπό να μάθουν τουρκικά.10
Όταν ο Αντόνιο Μπαρμπαρίγκο έφτανε στον Βόσπορο, οι πρώτες ερωτήσεις που θα τού έκανε ο Ρουστέμ πασάς σχεδόν σίγουρα θα αφορούσαν τις υποθέσεις τής Ιταλίας, όπου ο Παύλος Δ’ φαινόταν ήδη να έχει χάσει τον απερίσκεπτο πόλεμο με την Ισπανία. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν κάνει επιδρομή στην ύπαιθρο. Αν οι αγρότες και οι κάτοχοι τιμαρίων δεν μπορούσαν να σπείρουν σιτάρι και να φυτέψουν τις καλλιέργειές τους σε εύθετον χρόνο, θα υπήρχε σοβαρή έλλειψη στη Ρώμη όταν ερχόταν η επόμενη χρονιά. Στα μέσα Σεπτεμβρίου (1556) ο Ναβαγκέρο έμαθε, ότι ο Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, ο επίσκοπος τής Ζακύνθου, στον οποίο θα επιστρέψουμε σύντομα, στελνόταν στο Ουρμπίνο και στη Φερράρα, στην Πάρμα και στη Βενετία, για να δικαιολογήσει την υπόθεση τού πάπα και να ρίξει το φταίξιμο για τον πόλεμο στους Ισπανούς.11
Από μέρα σε μέρα καλοπροαίρετοι καρδινάλιοι, πρέσβεις και άλλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκατασταθεί η ειρήνη, ενώ ο πρέσβης τής Φλωρεντίας Μποντζιάννι Τζιανφιλιάτσι είχε εξουσιοδοτηθεί να ενημερώσει τον πάπα, «ότι ο αυτοκράτορας και ο γιος του δεν επιθυμούν κανένα έδαφος που ανήκει στην Εκκλησία, αλλά απλώς να κρατήσουν τα δικά τους».12 Φόβος και σύγχυση συνόδευαν τις ειδήσεις κάθε μέρα. Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Ναβαγκέρο έκλεινε επιστολή προς τον δόγη και τη Γερουσία με τη δήλωση ότι
τα κουτσομπολιά εδώ αναφέρουν, ότι αν γίνει οποιαδήποτε συμφωνία, ο καρδινάλιος Καράφφα και όλη η οικογένειά του θα δηλώσουν φιλο-αυτοκρατορικοί, το οποίο λένε ότι θα μπορούσε να γίνει εύκολα, καθώς έχουν εξαπατηθεί στις υψηλές προσδοκίες που διατηρούσαν για βοήθεια και εύνοια από τον χριστιανικότατο βασιλιά.13
Ο Κάρλο Καράφα αναμφίβολα θα έκανε ειρήνη για μια ηγεμονία, κατά προτίμηση τής Σιένα, αλλά έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά, γιατί ο παπικός του θείος ήταν συχνά απρόβλεπτος και πάντοτε δύσκολος στην αντιμετώπιση.
Ο δούκας τής Άλβα είχε προσφέρει στον Παύλο Δ’ απαράδεκτους όρους ειρήνης: η Αγιότητά του έπρεπε να δεχτεί τον βασιλιά Φίλιππο ως γιο (όπως λεγόταν), να συμπεριφέρεται προς αυτόν ως πατέρας και να τον αντιμετωπίζει όπως τούς άλλους βασιλείς. Ο Παύλος δεν έπρεπε ποτέ να κάνει πόλεμο εναντίον τού Φιλίππου ή εναντίον κτήσεων τού τελευταίου, ούτε να ενώνεται ως σύμμαχος με κανένα σε πόλεμο κατά τού Φιλίππου. Ο πάπας έπρεπε να ελευθερώσει όλους τούς αιχμαλώτους, να απαλλάξει ορισμένους φιλο-αυτοκρατορικούς από τις βαριές εγγυήσεις που έπρεπε να πληρώσουν και να επιστρέψει όλα τα αγαθά που είχαν κατασχεθεί. Έπρεπε να δεχτεί στην εύνοιά του τόσο τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα όσο και τον Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, επιστρέφοντας στον πρώτο το Παλιάνο και άλλα μέρη και στον δεύτερο όλη την περιουσία του. Τέλος η Αγιότητά του δεν έπρεπε να οχυρώσει κανένα σημείο κατά μήκος των συνόρων τής Αγίας Έδρας και τού βασιλείου (Regno), ενώ ο ίδιος έπρεπε να παράσχει στους φιλο-αυτοκρατορικούς κατάλληλη εγγύηση (cautio seu fideiussio), για να εξασφαλίζεται ότι θα τηρούνται όλοι αυτοί οι όροι.14 Όπως σημείωνε ο Ναβαγκέρο στην επιστολή του στις 22 Σεπτεμβρίου (στην οποία μόλις αναφερθήκαμε), «καταλαβαίνω ότι, ακούγοντας τούς όρους, ο πάπας οργίστηκε, λέγοντας ότι δεν θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει περισσότερα, αν ήταν αιχμάλωτός τους στο Κάστρο στη Νάπολη».
Ο Κάρλο Καράφα έφερε όλο το βάρος τού πολέμου. Πήγαινε παντού στη Ρώμη, ενθάρρυνε τούς φοβισμένους ανθρώπους, προσπαθώντας να διατηρήσει τον νόμο, ακόμη και την τάξη. Είχε συναντηθεί με τη δημοτική κυβέρνηση στην αίθουσα τού συμβουλίου τους στο Καπιτώλιο (Campidoglio) την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, προσπαθώντας να τούς διαβεβαιώσει για τη δική τους ασφάλεια και για εκείνη τού πληθυσμού. Οι δημοτικοί πατέρες ισχυρίζονταν ότι υπήρχε αφθονία θάρρους, αλλά πρότειναν ότι ο λαός θα ενθαρρυνόταν περισσότερο αν ο Καράφα εγκατέλειπε τη διαμονή του στο ανάκτορο τού Βατικανού [με την εύκολη πρόσβασή του στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο] και μετακόμιζε στο Παλάτσο Σαν Μάρκο [επί τής σημερινής Πιάτσα Βενέτσια], κατοικώντας έτσι ανάμεσα στον λαό. Μέσα στη βδομάδα ο Καράφα το είχε κάνει.15
Ιερείς και μοναχοί ορίστηκαν να εργαστούν στα τείχη και τούς προμαχώνες τής πόλης. Ο Καμίλλο Ορσίνι ήταν υπεύθυνος για την άμυνα. Ήταν απαιτητικός επιστάτης. Η αποτυχία κάποιου να διεκπεραιώσει το μερίδιο τής εργασίας του στους προμαχώνες μπορούσε να οδηγήσει στις γαλέρες. Έγινε κάποια σκέψη να κατεδαφιστούν οι εκκλησίες τού Σαν Πάολο φουόρι λε Μούρα (Άγιος Παύλος εκτός των τειχών) και τής Σάντα Κρότσε ιν Τζερουζαλέμμε (Τίμιος Σταυρός τής Ιερουσαλήμ).16 Όλα τα νέα ήσαν άσχημα. Παρά το γεγονός ότι εισήλθαν στη Ρώμη 300 Γερμανοί στην υπηρεσία των Γάλλων (στις 25 Σεπτεμβρίου 1556), που είχαν σταλεί από το Μονταλτσίνο «για να βοηθήσουν τον πάπα», αυτοί ήσαν ως επί το πλείστον Λουθηρανοί, για τούς οποίους οι Ρωμαίοι έλεγαν για καιρό φοβερές ιστορίες, που ανέτρεχαν στο 1527. Στις 26 Σεπτεμβρίου οι φιλο-αυτοκρατορικοί κατέλαβαν το Τίβολι και πέντε μέρες αργότερα πήραν το Βικοβάρo. Σε ολόκληρη την Καμπανία μόνο το Παλιάνο και το Βελλέτρι παρέμεναν τώρα «πιστά στην Εκκλησία» (sub fide Ecclesiae), όπως έγραφε ο Μασσαρέλλι στο ημερολόγιό του, ενώ το ιππικό των φιλο-αυτοκρατορικών λεηλατούσε την ύπαιθρο μέχρι τα τείχη τής ίδιας τής Ρώμης. Τότε οι δυνάμεις τού δούκα τής Άλβα κατέλαβαν την Παλομπάρα Σαμπίνα, πόλη των Σαβέλλι, καθώς και το Νεττούνο (ακριβώς ανατολικά τού Άντσιο), παραθαλάσσιο οχυρό που είχε πάρει ο Παύλος Δ’ από τούς Κολόννα.17
Στις αρχές Οκτωβρίου (1556) η Ενετική Γερουσία, βλέποντας με δικαιολογημένη ανησυχία τον πόλεμο μεταξύ Παύλου Δ’ και Φιλίππου Β’, έστειλε τον γραμματέα της Φέμπο Καπέλλα σε αποστολή στον Φερνάντο Αλβάρεζ, δούκα τής Άλβα και αντιβασιλέα τής Νάπολης, για να προτείνει «όρους έντιμους και κατάλληλους» (conditioni che siano honeste et convenienti) να εγγυηθούν την ειρήνη στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Στη συνέχεια ο Καπέλλα έπρεπε να προχωρήσει στη Ρώμη και να ενημερώσει τον Ενετό πρεσβευτή Ναβαγκέρο για τις συζητήσεις του με τον Άλβα. Ύστερα οι Ναβαγκέρο και Καπέλλα έπρεπε να επισκεφτούν τον Παύλο Δ’, στον οποίο έπρεπε να δώσουν πλήρη απολογισμό τής αποστολής τού Καπέλλα στον Άλβα και να παρακαλέσουν την Αγιότητά του να αποδεχτεί τούς αξιότιμους και κατάλληλους όρους ειρήνης, που θα έφερνε ο Καπέλλα στη Ρώμη.
Ο Φίλιππος Β’ είχε εκφράσει πρόσφατα πολύ καλή διάθεση προς τη Βενετία και η Γερουσία ενημέρωνε τον Φεντερίκο Μπαντοέρ, πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φιλίππου στη Γάνδη, ότι ο Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, ο επίσκοπος τής Ζακύνθου, είχε μόλις έρθει στη Βενετία ως παπικός νούντσιος. Ο Κομμεντόνε είχε διαβεβαιώσει τη Σινιορία, ότι ο πάπας θα εύρισκε μια «έντιμη συμφωνία» (honesto accordo) αρκετά αποδεκτή, «θεωρώντας με τη σοφία του, ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο χρήσιμο για τη Χριστιανοσύνη από την ηρεμία και την ειρήνη». Ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε αναλάβει την προστασία τού πάπα «και ολόκληρου τού οίκου του». Ήταν επομένως πιθανό να θεωρήσει αυτόν τον πόλεμο μεταξύ τού πάπα και τού βασιλιά τής Ισπανίας ως παραβίαση τής πενταετούς εκεχειρίας [τής Βωσέλ]. Συνέπεια όλων αυτών θα ήταν ενδεχομένως μια σύγκρουση, από την οποία κανένας δεν θα μπορούσε να βγει, όσο κι αν ο ίδιος επιθυμούσε να βγει.18
Ενώ οι Ενετοί έλπιζαν με τη διαμεσολάβηση τού Φέμπο Καπέλλα να δουν να αποκαθίσταται ειρήνη στη Ρωμαϊκή Καμπανία, ο Κάρλο Καράφα έγραφε στον Κομμεντόνε (στις 3 Οκτωβρίου 1556) ανήσυχη επιστολή, σχετική με την ανάγκη των Καράφα για βοήθεια από τη Βενετία, «από αυτή την πόλη που πιστεύω ότι αποτελεί τη δόξα όλης τής Ιταλίας» (cotesta città, ne la quale reputo che consista la gloria di tutta Italia). Τα στρατεύματα τού Άλβα καθάριζαν την ύπαιθρο. Η Ρώμη θα είχε σύντομα έλλειψη βασικών αγαθών, «έτσι ώστε, αν παραμείνουμε μόνοι, θα ηττηθούμε». Ο Κομμεντόνε έπρεπε να πείσει τούς Ενετούς να μην εγκαταλείψουν την Αγία Έδρα. Το μέλλον τής Βενετίας βρισκόταν επίσης σε κίνδυνο, γιατί (σύμφωνα με την παλιά παροιμία) όταν το σπίτι τού γείτονα κάποιου καίγεται, το δικό του βρίσκεται σε κίνδυνο.19
Λίγες ημέρες αργότερα (στις 7 Οκτωβρίου) ο Καράφα έστελνε άλλη επιστολή στον Κομμεντόνε, καταδικάζοντας την υποκρισία των φιλο-αυτοκρατορικών, οι οποίοι είχαν πάντοτε την ειρήνη στο στόμα και τον πόλεμο στις καρδιές τους. Τού υπενθύμιζε το ψέμα και την προδοσία που είχαν δείξει στο παρελθόν, στην αντιμετώπιση των Φλωρεντινών και τής Σιένα, τού άρχοντα τού Πιομπίνο, τού δούκα τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα και τού δουκάτου τού Μιλάνου. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν επίσης προσπαθήσει να δηλητηριάσουν τον πάπα καθώς και τον ίδιο τον Καράφα. Η Αγία Έδρα χρειαζόταν ενετική παρέμβαση, για να υπάρξει αξιοπρεπής συμφωνία με τον δούκα τής Άλβα, ενώ όταν θα έβγαιναν μπροστά οι Ενετοί, θα γινόταν κάθε προσπάθεια να πειστεί ο πάπας, να δώσει την άδεια στη Σινιορία να επιβάλει φόρους δεκάτης στον ενετικό κλήρο.20
Ο Κομμεντόνε δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ για την επόμενη επιστολή (με ημερομηνία 18 Οκτωβρίου), με την οποία ο Καράφα τού έλεγε ότι ο Ερρίκος Β’ είχε αποφασίσει να βοηθήσει τον πάπα και τούς Καράφα. Ο Ερρίκος ετοιμαζόταν για επιθετικό πόλεμο, όχι μόνο για την υπεράσπιση τής Αγίας Έδρας. Ο Κομμεντόνε έπρεπε να υπενθυμίσει στους Ενετούς τα πλεονεκτήματα τής καλλιέργειας σιτηρών σε δικά τους εδάφη —θα ήταν προπύργιο ενάντια στον λιμό και τον λοιμό— και φυσικά ο πάπας τούς είχε προσφέρει την Απουλία [και τη Σικελία] αρκετές φορές. Η Βενετία δεν χρειαζόταν να φοβάται τον βασιλιά τής Γαλλίας, γιατί όταν οι σύμμαχοι θα κατακτούσαν το βασίλειο τής Νάπολης, αυτό δεν θα περνούσε κάτω από το γαλλικό στέμμα. Η Νάπολη θα δινόταν σε έναν από τούς γιους τού βασιλιά, ο οποίος θα γινόταν Ιταλός σε λίγο. Ο Καράφα πρότεινε ότι ο Κομμεντόνε και ο εγκατεστημένος στη Βενετία νούντσιος Αντόνιο Τριβούλτσιο έπρεπε να τα περάσουν όλα μαλακά, ρίχνοντας όμως απλώς συμβουλές και ήσυχες διαβεβαιώσεις στα αυτιά των γερουσιαστών κάθε φορά που θα δινόταν η ευκαιρία.21
Ο Ναβαγκέρο και ο γραμματέας Καπέλλα ασκούσαν τα καθήκοντά τους με πλήρη ταχύτητα και στις 16 Οκτωβρίου η Γερουσία εξέφρασε την πλήρη ικανοποίησή της για τις προσπάθειές τους και τούς έδωσε περαιτέρω οδηγίες.22 Όμως σε επιστολές που απεύθυναν αυτοί προς τον δόγη και τη Γερουσία μεταξύ 20 και 24 Οκτωβρίου (τις οποίες θα δούμε σε λίγο), δήλωναν ότι, σχολιάζοντας την άποψη που ο Καπέλλα είχε φέρει από τον Άλβα, ο πάπας εξέφραζε καχυποψία για τις ενετικές προσπάθειες για τη διασφάλιση τής ειρήνης. Μάλιστα ο Παύλος Δ’ είχε κατηγορήσει τη Δημοκρατία ότι ενεργούσε σε συμπαιγνία με τον Φίλιππο Β’, για το οποίο η Γερουσία απάντησε (στις 28 τού μηνός), «με έκπληξη και τη μεγαλύτερη πικρία». Η Αγιότητά του είχε παραπληροφορηθεί κατάφωρα.
Η Σινιορία δεν είχε απόρρητη συνεννόηση με τον Φίλιππο και είχε πάντοτε επιθυμήσει την ευημερία τής Αγίας Έδρας όχι λιγότερο από εκείνη τής ίδιας τής Βενετίας. Παρ’ όλα αυτά, οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη έλαβαν οδηγίες να ευχαριστήσουν τον Παύλο για την ειλικρίνεια με την οποία μίλησε. Ο Καπέλλα, ο οποίος πηγαινοερχόταν μεταξύ Άλβα και πάπα, έπρεπε να ρωτήσει τον τελευταίο, αν έπρεπε να επιστρέψει και πάλι στον Άλβα,
για να συμβουλεύσει την εξοχότητά του στο όνομά μας, να συμφωνήσει να προτείνει άλλη περιγραφή των όρων, που να είναι πιο έντιμα σε συμφωνία με την αξιοπρέπεια τής Αγίας Έδρας, [και] να τον ενημερώσει ότι διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να πειστεί η Αγιότητά του να αποδεχτεί τη συμφωνία.23
Οι διάφορες επιστολές που έστειλαν ο Ναβαγκέρο και ο Καπέλλα στον δόγη και τη Γερουσία από τις 20 μέχρι τις 24 Οκτωβρίου αξίζουν περισσότερο από μια ματιά. Ανέφεραν ότι ο πάπας ήταν ασυμβίβαστος, πάντοτε κατηγορούσε σφοδρά τον Κάρολο Ε’, ο οποίος ήταν «διαβολικός, άκαρδος, διψασμένος για το αίμα χριστιανών, σχισματικός, γεννημένος για να καταστρέψει τον κόσμο». Η ικανότητα τού Παύλου Δ’ σε υβρεολόγιο δεν ήταν το λιγότερο αξιοσημείωτο χάρισμά του. Κατηγορούσε τον Κάρολο για εκείνο που περιέγραφε στους Ενετούς απεσταλμένους ως θλιβερή κατάσταση τής Φλάνδρας, τής Ισπανίας, τού Μιλάνου και τού βασιλείου τής Νάπολης, «τα οποία», έλεγε, «βρίσκονταν σε τέτοια δυστυχία, που θα παραδίδονταν μόνα τους στους Τούρκους, αλλά ότι ο Θεός μάς βοηθά, έτσι ώστε οι Τούρκοι να μην το σκέφτονται, αν και έχουν την ευκολία ενός σύντομου περάσματος [απέναντι στην Αδριατική], όπως εκείνου από την Αυλώνα στην Απουλία». Όταν θα καταβρόχθιζαν αυτοί οι τρομεροί Αψβούργοι την Αγία Έδρα, η Βενετία θα αποτελούσε το επόμενο γεύμα στο δικό τους γλέντι κατάκτησης «και τότε θα ήταν άσκοπο», έλεγε στους απεσταλμένους, «να καλέσετε τον σουλτάνο Σουλεϊμάν να σάς βοηθήσει».24
Ο Καπέλλα πήγε στη Γκροτταφερράτα (στις 21 Οκτωβρίου), όπως έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία την επόμενη μέρα, «δέκα μίλια λοιπόν, όπου βρήκα τον δούκα τής Άλβα με όλο τον στρατό». Ο Άλβα δήλωσε στον Καπέλλα ότι ο Φίλιππος Β’ επιθυμούσε πολύ την ειρήνη, ενώ όσο για τον ίδιο τον Άλβα, είπε στον Ενετό γραμματέα ότι η ειρήνη θα ήταν πιο ακριβή γι’ αυτόν «απ’ όσο αν καταλάμβανε ο ίδιος τη Ρώμη και τον πάπα και το σύνολο των παπικών κρατών». Αλλά ο Άλβα ήταν πολύ εξοργισμένος από την όλη υπόθεση,
και συνέχισε λέγοντας ότι αυτοί οι παπάδες είναι τέτοιου είδους, που προς αυτούς που ταπεινώνονται ενώπιόν τους εκδηλώνουν τέτοια αλαζονεία, σαν να μην υπάρχει ζωή μέσα τους,… ενώ από την άλλη πλευρά σε εκείνους που τούς δείχνουν τα δόντια τους, είναι περισσότερο δουλοπρεπείς….
Παρά την «κάθε επίδειξη ταπεινοφροσύνης και υποταγής» τού Άλβα (τουλάχιστον σύμφωνα με τον Άλβα), η εκκλησιαστική αλαζονεία είχε φέρει «τα θέματα στην παρούσα κατάστασή τους».
Όσο για καλύτερους όρους, που θα συμβάδιζαν περισσότερο με την αξιοπρέπεια τού πάπα, ο Άλβα ισχυριζόταν ότι ο πάπας είχε δείξει ελάχιστο σεβασμό για την αξιοπρέπεια τού Φιλίππου Β’ και για τη δική του. Οι δικοί του προτεινόμενοι όροι για την ειρήνη ήσαν οι ελάχιστοι, οι «εκ των ών ουκ άνευ» (sine quibus non) για την ασφάλεια και την ηρεμία στη χερσόνησο. Ας τροποποιούσε η Ενετική Σινιορία τούς όρους του, «αφού εγώ θα είμαι πάντοτε διατεθειμένος», έλεγε, «να κάνω αυτό που θα επιλέξουν». Όμως ο Άλβα ήταν πολύ καχύποπτος με εκείνους «που κυβερνούν τον πάπα» και ήσαν έτοιμοι να παραδώσουν ορισμένα φρούρια στους Γάλλους, συμπεριλαμβανομένου τού Κορνέτο [τώρα Ταρκουίνια] κοντά στην Τσιβιταβέκκια. Σύμφωνα με τον Καπέλλα, τον στρατό τού Άλβα αποτελούσαν 20.000 πεζοί στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων 3.000 Ισπανών, 21 μοίρες ελαφρού ιππικού, 500 περίπου πάνοπλοι άνδρες και 2.000 περίπου σκαπανείς (guastodori). Ανέμεναν την άφιξη κι άλλων Γερμανών μισθοφόρων και 800 Ισπανών, μετά την οποία θα καταλάμβαναν την Όστια, θα αναλάμβαναν τον έλεγχο τού Τίβερη και ίσως επιτίθεντο στην Τσιβιταβέκκια.25
Όταν οι Ναβαγκέρο και Καπέλλα ξαναείδαν τον Παύλο Δ’ (στις 23 Οκτωβρίου), η Αγιότητά του ήταν περισσότερο εύγλωττος απ’ όσο συνήθως, καταδικάζοντας τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο:
Θα τούς στερήσουμε τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες τους. Θα τούς ανακηρύξουμε αφορισμένους και καταραμένους… Θα κάνουμε σταυροφορία εναντίον τους, γιατί πατέρας και γιος είναι αιρετικοί. Και θα ξεριζώσουμε αυτή την καταραμένη φυλή…. Αυτό το απόβρασμα τής γης δυστυχώς μάς διοικεί [τους Ιταλούς] λόγω τής δειλίας μας, από τότε που οι άθλιες ψυχές τού Λοντοβίκο [ιλ] Μόρο και τού Αλφόνσο [Β’] έβαλαν τον λαιμό τής Ιταλίας κάτω από τον ζυγό των βαρβάρων, των μεγάλων εχθρών μας…. Σύντομα θα δείτε όλη την Ιταλία στα όπλα και ένα πόλεμο μεγαλύτερο και πιο σημαντικό από ποτέ. Ακόμη και οι Τούρκοι θα έρθουν….
Ο Παύλος επέστρεφε επίσης στα παλιά του θέματα, κάνοντας βασιλιά τής Νάπολης ένα Γάλλο πρίγκηπα, έναν άλλο δούκα τού Μιλάνου και αναθέτοντας τη Σικελία στη Βενετία. Η επιθυμία τού Καρόλου Ε’ να δώσει στον Φίλιππο την αυτοκρατορία καθώς και όλα τα βασίλειά του είχε αποξενώσει (έλεγε) τον Φερδινάνδο, τον βασιλιά των Ρωμαίων και τον γιο τού τελευταίου Μαξιμιλιανό.26
Όταν ο Ναβαγκέρο επέστρεψε στο σπίτι του από το ανάκτορο τού Βατικανού, βρήκε τον Καμίλλο Ορσίνι να τον περιμένει, ανυπομονώντας να μοιραστεί τις ανησυχίες του με εμπιστευτικότητα. Ο Ορσίνι έλεγε, ότι από τότε που ο πάπας τον είχε καλέσει να φροντίσει τις οχυρώσεις τής Ρώμης, είχε παροτρύνει για ειρήνη την Αγιότητά του, «βλέποντας ότι με τον πόλεμο ένα από δύο κακά ήταν αναπόφευκτο, είτε να χάσουν αυτό το Κράτος [δηλαδή τα παπικά κράτη] ή με τη βοήθεια άλλων να βάλουν ολόκληρο τον κόσμο στη φωτιά και το σπαθί και ότι μιλούσε τόσο ελεύθερα που εξόργιζε τον πάπα…».
Καθώς οι Ναβαγκέρο και Ορσίνι μιλούσαν κι άλλο, ο τελευταίος αναρωτιόταν τι θα έκανε τώρα ο βασιλιάς τής Γαλλίας. Πίστευε ότι ο Ερρίκος Β’ θα επιτίθετο στην επικράτεια των Αψβούργων σε ευρύ μέτωπο, για την υπεράσπιση τού πάπα. Επιπλέον ο Ορσίνι
υποψιαζόταν ότι ο πάπας, κάτω από εξαναγκασμό, θα έδινε στους Γάλλους τέτοιο μέρος τής κληρονομιάς τού Αγίου Πέτρου από το «κράτος τής Εκκλησίας» (del Stato della Chiesa), μαζί με τα φρούρια, που οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να πάρουν υπό την κατοχή τους, ενώ όταν θα γινόταν αυτή η διχοτόμηση, η κατάσταση τής Ιταλίας θα ήταν πολύ φρικτή ακόμη και να τη σκέφτεται κανείς, γιατί εκτός από τούς Γερμανούς, τούς Ισπανούς, τούς Ελβετούς και τούς Γάλλους θα υπήρχαν και οι Τούρκοι με στόλο στην Αδριατική και ο Αλγερινός στόλος στη Μεσόγειο, ώστε η καταστροφή μας θα ήταν αναπόφευκτη...27
Ο φόβος τού Καμίλλο Ορσίνι για εξαπλούμενη ανάφλεξη, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή τής Ιταλίας, δεν ήταν αδικαιολόγητος. Ο Τζάκομο Σοράντσο, ο Ενετός πρεσβευτής στο Παρίσι, έγραφε στην κυβέρνησή του (στις 23 Οκτωβρίου), ότι είχε μόλις ενημερωθεί από τον Μονμορενσύ και από τον ίδιο τον Ερρίκο Β’, ότι οι Γάλλοι ήσαν έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Ο Ερρίκος δήλωνε ότι πολύ σύντομα θα έστελνε στην Ιταλία τον Φρανσουά, δούκα τού Γκυζ, μαζί με αριθμό υψηλόβαθμων Γάλλων αρχόντων. Ο Γκυζ θα είχε 9.000 Ελβετούς μισθοφόρους, 500 πάνοπλους άνδρες (ο Μονμορενσύ είχε πει 1.000), 600 ελαφρά οπλισμένους ιππείς και το γαλλικό πεζικό (που ο Μονμορενσύ είχε προσδιορίσει σε 10.000).28
Την επόμενη μέρα ο Ναβαγκέρο έστειλε την ίδια είδηση στη Βενετία. Ο δικός του πληροφοριοδότης τού είχε δώσει μικρότερους αριθμούς ως προς το μέγεθος των γαλλικών δυνάμεων από εκείνους που ο Μονμορενσύ και ο Ερρίκος είχαν αναφέρει στον Σοράντσο, αλλά δεν έχει σημασία. Ο Ναβαγκέρο γνώριζε «ότι ο άρχοντας ντε Γκυζ, ο γαμπρός τού δούκα τής Φερράρας, θα ήταν στρατιωτικός διοικητής και ο άρχοντας [Πωλ] ντε Τερμ γενικός υπαρχηγός». Πρόσθετε επίσης, καλώς ή κακώς, «ότι το κύριο σώμα τού στρατού θα συγκεντρωνόταν στο Καζάλε [ακριβώς βόρεια τής Ιβρέα], το αργότερο τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου [11 Νοεμβρίου].29
Παρά την αυξανόμενη πιθανότητα αρκετά μεγάλης βοήθειας από τη Γαλλία, ο καρδινάλιος Καράφα προφανώς ανησυχούσε με τη ραγδαία ροή των γεγονότων, τα οποία αποδεικνύονταν πολύ δαπανηρά τόσο για την οικογένειά του όσο και για την Αγία Έδρα. Ο Ναβαγκέρο, πάντοτε σε επιφυλακή, έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία (στις 28 Οκτωβρίου), ότι ο Καράφα είχε δύο ιδιωτικές συναντήσεις με τον Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τον καρδινάλιο τής Σάντα Φιόρα, αναζητώντας διέξοδο από το στρατιωτικό αδιέξοδο, στο οποίο είχε οδηγήσει τούς Καράφα η ταχεία προέλαση τού Άλβα. Το «μεγάλο μυστικό» τού Ναβαγκέρο ήταν ότι ο Καράφα είχε υπαινιχθεί στον Σάντα Φιόρα, ότι θα επιστρέφονταν τα περιουσιακά στοιχεία και οι τίτλοι στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, γιατί ο αδελφός τού Καράφα, ο Τζιοβάννι, γνωστός τώρα ως δούκας τού Παλιάνο, «έδειχνε τόσο λίγη φιλοδοξία και τόσο μεγάλη αγωνία για ησυχία».
Ένας από τούς δύο πληροφοριοδότες τού Ναβαγκέρο είχε επίσης υποδείξει, ότι ενώ η προσφορά βοήθειας τού Ερρίκου Β’ προς την Αγία Έδρα ήταν στην πραγματικότητα αυτή που είχε αναφερθεί, οι Γάλλοι ίσως είχαν ως κύριο στόχο τους την απόκτηση διαφόρων παπικών πόλεων, καθώς και τη δημιουργία «μεγάλου αριθμού» γαλλόφιλων καρδιναλίων. Δεδομένου ότι αυτό φαινόταν ιδιαίτερα δυσάρεστο για τον Καράφα και τούς συμβούλους του, προφανώς προετοιμάζονταν με τον φευγαλέο τους τρόπο να διαπραγματευτούν συμφωνία με τον Άλβα. Από την άλλη πλευρά βέβαια, αν οι διαπραγματεύσεις παρατείνονταν, θα έδιναν τον απαιτούμενο χρόνο για να έρθει η γαλλική βοήθεια και να μπορέσουν τότε να επαναξιολογήσουν την κατάσταση.30 Παράλληλα ο Ναβαγκέρο έμαθε ότι ο Φίλιππος Β’ είχε γράψει στον καρδινάλιο Πέδρο Πατσέκο, να προσπαθήσει να κάνει κάποιου είδους λογική ειρήνη με τον πάπα και να μην τον θεωρεί υπόλογο για κάθε απερίσκεπτη πράξη και δήλωσή του. Λεγόταν επίσης ότι ο Φίλιππος είχε γράψει στον καρδινάλιο Καράφα επιστολή «τόσο ήπια και φιλική, που ελπίζει να τον κερδίσει και να τον κάνει δικό του».31
Ο δούκας τής Άλβα είχε εισβάλει στο Εκκλησιαστικό Κράτος χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου. Τον είχαν ανησυχήσει οι βίαιες επιθέσεις τού πάπα κατά τού Καρόλου Ε’ και τού Φιλίππου Β’ και οι προφανείς στρατιωτικές προετοιμασίες του. Όμως ο Άλβα ισχυριζόταν πάντοτε, ότι δίσταζε να κάνει την πρώτη κίνηση, αλλά ότι διατάχτηκε να το κάνει από τον Φίλιππο, ο οποίος ήθελε να δει τον Παύλο Δ’ να μειώνει τις δυνάμεις του και να αποκαθιστά τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα στο Παλιάνο.32 Παρ’ όλα αυτά ο Άλβα αναμφίβολα δεν είχε την πρόθεση να περιμένει την έλευση γαλλικού στρατού. Θα ήταν καλύτερο να κινηθεί πρώτα και να διαπραγματευτεί αργότερα.
Από το τέλος Νοεμβρίου (1556) ο καρδινάλιος Καράφα δραστηριοποιόταν, ενθαρρύνοντας τα ισπανικά ανοίγματα για ειρήνη, προσπαθώντας να επισπεύσει την άφιξη των γαλλικών στρατευμάτων και επιδιώκοντας να σύρει τη Βενετία στον ανταγωνισμό ως σύμμαχο τής Αγίας Έδρας. Δεν επρόκειτο για υποκρισία, όπως το έβλεπε ο Καράφα. Ήταν απλώς διπλωματία. Ενώ προσπαθούσε να απαλύνει την έντονη εχθρότητα τού Παύλου Δ’ προς τούς Αψβούργους, ο Καράφα έκανε ό,τι μπορούσε για να ξεσηκώσει τούς Ενετούς και να τούς φοβίσει για να πάρουν θέση κατά τής Ισπανίας, γιατί όταν ο Φίλιππος Β’ θα πρόσθετε την κυριαρχία του επί τής Αγίας Έδρας στην εκ μέρους του κατοχή τού Μιλάνου και τού βασιλείου τής Νάπολης, άραγε τότε που θα ήταν η Βενετία; Τι άλλο θα απέμενε από την Ιταλία; Το δουκάτο τής Φλωρεντίας; Ο Κόσιμο Α΄ ήταν σύμμαχος, ακόμη και όργανο τού Φιλίππου Β’.
Σε αυτό το πνεύμα ο Καράφα έγραψε και πάλι στις 21 Νοεμβρίου (1556) στον Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, τον ειδικό του νούντσιο στη Βενετία. Αν οι άρχοντες τής λιμνοθάλασσας πίστευαν ότι μπορούσαν να αποσυρθούν από την πολιτική σκηνή, επειδή στην πραγματικότητα η Ρώμη δεν κινδύνευε, έκαναν λάθος. Οι προμαχώνες τής Ρώμης δεν θα μπορούσαν να προστατεύσουν άλλους τόπους στα παπικά κράτη, τόπους από τούς οποίους η Αγία Έδρα έπαιρνε τρόφιμα, καθώς και τα έσοδα με τα οποία πλήρωνε τα στρατεύματα που χρησιμοποιούσε τότε εναντίον τού Άλβα. Χωρίς ενετική υποστήριξη η Ρώμη αναπόφευκτα θα έπεφτε στους Ισπανούς. Ο Κομμεντόνε έπρεπε να κάνει τη Σινιορία να καταλάβει, ότι αυτό θα ήταν η καταστροφή όλης τής Ιταλίας. Προφανώς η υποκλοπή ορισμένων επιστολών δεν ήταν αρκετή για να πείσει τον Ενετό πρεσβευτή Ναβαγκέρο για την εχθρότητα τού Φιλίππου Β’ προς τη Βενετία. Η Αγία Έδρα και η Δημοκρατία ήσαν τα μόνα εμπόδια για τον πλήρη έλεγχο τής χερσονήσου από τον Φίλιππο. Επρόκειτο να τούς αντιμετωπίσει έναν κάθε φορά. Τώρα ήταν ο πάπας αυτός στον οποίο θα επιτίθετο ο Φίλιππος. Η σειρά τής Σινιορίας θα ερχόταν.
Υπήρχαν διάφορα προβλήματα και επιπλοκές. Ο εξάδελφος τού Φιλίππου Β’, ο Μαξιμιλιανός [Β’], βασιλιάς τής Βοημίας, αν και δυσφορούσε με τον Φίλιππο, δεν θα ήθελε να δει την καταστροφή τής ισπανικής εξουσίας στην Ιταλία, γιατί κάτι τέτοιο θα τον άφηνε πιασμένο ανάμεσα στη Γαλλία και τον Τούρκο, αλλά αν ήταν συνετός, θα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του απέναντι τόσο στον έναν όσο και στον άλλο. Ο Καράφα ήταν ευτυχής μαθαίνοντας ότι οι Ενετοί είχαν την πρόθεση να εξοπλιστούν «και να σταθούν δίπλα» (et starsi), αλλά πίστευε ότι το πρώτο αποτέλεσμα τού εξοπλισμού τους θα τούς οδηγούσε να αντιληφθούν, ότι τώρα δεν ήταν καιρός απλώς «να σταθούν δίπλα» (non e da starsi). Σε κάθε περίπτωση η ιδέα ότι οι Γάλλοι θα ζητούσαν από τούς Τούρκους να «πείσουν» τούς Ενετούς να ενταχθούν στην αντι-ισπανική ένωση ήταν απαράδεκτη για τον πάπα. Όμως όταν οι Ενετοί θα επιδίωκαν κάποια χάρη από τον σουλτάνο, οι Γάλλοι θα ήσαν σε θέση να κάνουν οτιδήποτε ήταν επιθυμητό.
Ο Κομμεντόνε έπρεπε να υπενθυμίσει στη Σινιορία, ότι όταν η τουρκική αρμάδα ερχόταν προς τα δυτικά, συνήθως δεν περνούσε από τον Φάρο [τής Αγίας Ευφημίας;], δηλαδή οι Τούρκοι δεν εισέρχονταν στο νότιο άκρο τής Αδριατικής, εκτός αν οι Ενετοί τούς έδιναν λόγο να το πράξουν. Αλλά η αρμάδα σύντομα θα ερχόταν και πάλι προς τα δυτικά. Άραγε ποιος θα ήταν ο στόχος της;33
Πιθανώς ο σύμμαχος τού πάπα, ο Ερρίκος Β’, θα μπορούσε να πείσει τούς Τούρκους να μην προχωρήσουν στην Αδριατική (και άρα να μην επιτεθούν στους ενετικούς σταθμούς κατά μήκος των δαλματικών ακτών), πράγμα το οποίο ο Ερρίκος σίγουρα θα ήθελε να κάνει, αν η Βενετία ενωνόταν με τον πάπα και τον ίδιο κατά τής Ισπανίας.
Παρά τα προβλήματα και τις επιπλοκές και την επίμονη παρουσία τού Κομμεντόνε στη Βενετία, η Γερουσία θεωρούσε εν γένει ικανοποιητικές τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη, που βρίσκονταν τώρα σε εξέλιξη.34 Όμως υπήρχε μεγαλύτερη ικανοποίηση στη Βενετία απ’ όση στη Ρώμη, όταν ρυθμίστηκε εκεχειρία δέκα ημερών, γιατί (όπως μπορούσε να δει κανείς από την επιστολή Καράφα προς Κομμεντόνε) τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά για τις δυνάμεις τού πάπα.35
Ο δούκας τής Άλβα είχε αποφασίσει να καταλάβει την Όστια και το Καστέλλο Οστιένσε, το οποίο είχε χτίσει ο Μπάτσιο Ποντέλλι (το 1483-1486) για τον καρδινάλιο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε (αργότερα Ιούλιο Β’). Την 1η Νοεμβρίου ο Άλβα είχε φύγει από τη Γκροτταφερράτα και ύστερα από πορεία δύο ημερών είχε εγκαταστήσει τα στρατεύματά του στο δάσος κοντά στην Πράτικα ντι Μάρε, κοντά στην ακτή, μερικά μίλια νοτιοανατολικά τής Όστια. Με πορεία ακόμη τριών ημερών έφερε τον στρατό του στην Όστια, όπου τα παπικά στρατεύματα ήσαν απροετοίμαστα για την ανάληψη δράσης. Έλειπαν προμήθειες και πυρομαχικά. Κανόνια που είχαν δανείσει για χρήση αλλού, δεν είχαν επιστραφεί. Ο στρατάρχης Πιέτρο Στρότσι, στον οποίο στρέφονταν τώρα οι Καράφα, προσπαθούσε να καθησυχάσει τον φόβο που διαπότιζε τη Ρώμη. Με ίσως τρεις χιλιάδες πεζούς και τριακόσιους ελαφρά οπλισμένους ιππείς ο Στρότσι κινήθηκε κατά μήκος τής βόρειας (δεξιάς) όχθης τού Τίβερη προς το Φιουμιτσίνο, όπου παρατάχθηκε με ασφάλεια και ανέμενε την ευκαιρία να χτυπήσει τον Άλβα.
Ο Μασσαρέλλι λέει ότι οι παπικές δυνάμεις, τις οποίες εκτιμά σε πέντε χιλιάδες πεζούς και πεντακόσιους ιππείς [υπό τον Στρότσι], βγήκαν από τη Ρώμη την Κυριακή 8 Νοεμβρίου, παίρνοντας μαζί έξι κανόνια (tormenta bellica). Όμως οι φιλο-αυτοκρατορικοί κατέλαβαν την Ίζολα Σάκρα μεταξύ των εκβολών τού Τίβερη και πολιορκούσαν την Όστια, ξεκινώντας τον κανονιοβολισμό τού τόπου στις 14 Νοεμβρίου. O Ναβαγκέρο αναφέρει ότι τα στρατεύματα τού Στρότσι δεν ήσαν περισσότερα από δύο χιλιάδες τριακόσιους πεζούς και διακόσιους ιππείς. Έγραφε επίσης στον δόγη και τη Γερουσία, οι οποίοι διερευνούσαν κάθε λεωφόρο προσέγγισης τής ειρήνης, ότι οι διαπραγματεύσεις τού Καράφα με τον Σάντα Φιόρα ψυχραίνονταν, επειδή ο πάπας δεν ήθελε να ακούει για ειρήνη. Ο Καράφα από την άλλη πλευρά, λέει ο Ναβαγκέρο, «έχει δείξει και συνεχίζει να δείχνει στους φιλο-αυτοκρατορικούς πόσο δυσαρεστημένος είναι με τούς Γάλλους…».
Τα στρατεύματα τού στρατάρχη Στρότσι αποδείχτηκε ότι δεν αντιστοιχούσαν σε εκείνα τού Άλβα, ενώ ο Καράφα αρνήθηκε να τού στείλει ενισχύσεις, «ώστε να μη θέσει σε κίνδυνο τη Ρώμη». Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Στις 18 Νοεμβρίου ο Άλβα κατέλαβε την πόλη και το καστέλλο τής Όστια. Εκείνο το βράδυ ο πάπας έδωσε στον Καράφα άδεια να αποδεχτεί την προσφορά τού Άλβα και την επόμενη μέρα, περίπου το μεσημέρι, ο Καράφα υπέγραψε την ανακωχή, ισχυριζόμενος (λέει ο Ναβαγκέρο) «ότι τίποτε δεν επιθυμούσε ο ίδιος περισσότερο από την ειρήνη», για την επίτευξη τής οποίας είχε πάει στη Γαλλία τον προηγούμενο Μάιο.36
Ο πάπας Παύλος συνέχιζε να βρίζει τούς Ισπανούς, τούς οποίους τού άρεσε να αποκαλεί «Μαράνι» (προδότες) και να ονειδίζει τη μνήμη τού Λοντοβίκο Μόρο και τού Αλφόνσο Β’ τής Νάπολης. Οι ιστορικές αναμνήσεις τού Παύλου (από τα γεγονότα που είχαν συμβεί στη διάρκεια τής ζωής του) ήσαν τόσο μαγευτικές, όσο ήσαν ανακριβείς. Όταν τέθηκε σε ισχύ η εκεχειρία των δέκα ημερών, ο Ναβαγκέρο και ο Φέμπο Καπέλλα έσπευσαν στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου τούς δέχτηκε ο Παύλος σε ακρόαση τριών σχεδόν ωρών (στις 20 Νοεμβρίου) και επανέλαβε ξανά και ξανά τις αποτυχίες τού Μόρο και τού Αλφόνσο Β’, εκθειάζοντας τις αρετές (mirabile dictu) τού Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η’.
Όταν ο Ναβαγκέρο μπόρεσε να διακόψει τη ροή τής παπικής ευγλωττίας είπε, «Άγιε Πατέρα, αυτή η εκεχειρία, έχοντας ως αντικείμενο μια συζήτηση ανάμεσα στον καρδινάλιο Καράφφα και τον δούκα τής Άλβα, δίνει ελπίδα σε όλους, ότι σύντομα θα δούμε ειρήνη και θα την απολαύσουμε…». Όταν λίγες ημέρες ειρήνης προκαλούσαν τόσο μεγάλη ανακούφιση και ευτυχία, πόσο υπέροχα θα ήταν, έλεγε ο Ναβαγκέρο, όταν η ευσέβεια και η σύνεση τού πάπα θα επιβεβαίωναν και θα επέκτειναν αυτή την ειρήνη στην Ιταλία και σε όλη την Ευρώπη. Όμως ο πάπας έλεγε ότι τίποτε δεν θα προέκυπτε από την ανακωχή, λόγω των εδαφικών φιλοδοξιών εκείνου τού «μικρού κτήνους» τού Φιλίππου, γιου τού διαβολικού πατέρα, ενώ οι Ενετοί θα ήταν καλύτερο να πρόσεχαν, γιατί όταν το μικρό θηρίο θα είχε συνθλίψει την Αγία Έδρα, ο ίδιος θα κατέστρεφε επίσης και τη Βενετία.37
Ο καρδινάλιος Καράφα έφυγε από τη Ρώμη στις 22 Νοεμβρίου (1556), κατευθύνθηκε προς το παπικό κυνηγετικό περίπτερο στη Λα Μαλιάνα και από εκεί στο Φιουμιτσίνο και την Ίζολα Σάκρα, όπου επρόκειτο να συναντήσει τον Φερνάντο Αλβάρεζ, τον δούκα τής Άλβα. Ο Καράφα είχε θελήσει να πάρει μαζί του τον Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, τον καρδινάλιο τής Σάντα Φιόρα, αλλά ο Παύλος Δ’ δεν απελευθέρωνε τον φιλο-αυτοκρατορικό καρδινάλιο από την εγγύηση των 100.000 σκούδων (ο αριθμός, όπως είδαμε, παρέχεται ποικιλοτρόπως), την οποία ήταν υποχρεωμένος να καταθέσει ως εγγύηση ότι δεν θα έφευγε από τη Ρώμη. Όπως έγραφε ο Ναβαγκέρο (στις 25 Νοεμβρίου),
μειωνόταν έτσι η ελπίδα για κάποιο καλό αποτέλεσμα από τη συζήτηση [του Καράφα με τον Άλβα], καθώς αποκαλυπτόταν, ότι ο καρδινάλιος Καράφφα δεν είχε λάβει καμία θετική κατεύθυνση από τον πάπα για να διαπραγματευτεί και η αποστολή του περιοριζόταν απλώς στο να ακούσει….
Οι Καράφα και Άλβα συναντήθηκαν κάτω από μια τέντα στην Ίζολα Σάκρα, «σε ίση απόσταση από τούς δύο στρατούς», από την Τρίτη έως την Παρασκευή, στις 24, 25 και 27 Νοεμβρίου 1556. Αναπόφευκτα εξέχουσα θέση στις συζητήσεις, τις οποίες ο Άλβα ανέφερε δεόντως στον Φίλιππο Β’ στις Βρυξέλλες, είχε το Παλιάνο και η παλινόρθωση τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Ο Καράφα δήλωσε ότι ο αδελφός του Τζιοβάννι, τον οποίο ο Άλβα αποκαλεί κόμη τού Μοντόριο, θα ήταν καλύτερος υποτελής για τον βασιλιά Φίλιππο από τούς Κολόννα (αλλά το Παλιάνο ήταν παπικό φέουδο). Ο Άλβα ρώτησε στη συνέχεια αν ο Παύλος Δ’ είχε χορηγήσει στον Μοντόριο το πλήρες ιδιοκτησιακό δικαίωμα τού Παλιάνο. Ο Καράφα είπε, ναι. Στην περίπτωση αυτή, δήλωσε ο Άλβα, ο Καράφα έπρεπε να ασχοληθεί με το ζήτημα τού Παλιάνο άμεσα με τον Φίλιππο Β’. Όμως πρόσθεσε, ότι ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να δώσει στον Τζιοβάννι Καράφα δουκάτο στο βασίλειο τής Νάπολης, το οποίο θα είχε πολύ πιο σίγουρο μέλλον από το Παλιάνο, γιατί κάποιος μετέπειτα πάπας θα μπορούσε να αντιστρέψει την απόφαση τού Παύλου Δ’.
Κατά τη δεύτερη συνάντησή τους (στις 25 Νοεμβρίου) ο καρδινάλιος Καράφα ξεκίνησε με την δήλωση, ότι είχε την επιθυμία να παραμείνει σε φιλικές σχέσεις με τούς Γάλλους, που τον είχαν υποστηρίξει και τού είχαν δώσει χρήματα. Δεν ήθελε όμως να ενημερώνονται για κανένα μέρος αυτών των διαπραγματεύσεων. Ο Άλβα συμφώνησε και με τις δύο επιθυμίες τού Καράφα. Ο καρδινάλιος δήλωσε στη συνέχεια, ότι είχε στείλει έμπιστο πρόσωπο στον Παύλο Δ’, ο οποίος είχε ταραχτεί με την πρόταση για κάποια «ισοδύναμη» χορηγία σε αντάλλαγμα για το Παλιάνο. Ο Παύλος δεν ήθελε να ακούει γι’ αυτό (δεν είχε καμία πρόθεση να αποκαταστήσει τούς Κολόννα). Όμως ήταν πρόθυμος, να πάει ο ίδιος ο Καράφα στον βασιλιά Φίλιππο. Ο Άλβα ανέφερε ότι ο βασιλιάς του αισθανόταν τη Νάπολη απειλούμενη, όσο ο Μαρκ’ Αντόνιο στερούνταν τις κτήσεις του. Με ποιον άραγε τρόπο θα μπορούσε όμως να πειστεί ο πάπας να συμφωνήσει για την επιστροφή τού Παλιάνο; Μέσω αποζημίωσης, δήλωσε ο Άλβα και παρουσίασε τις προτάσεις τού Φιλίππου για την ειρήνη.
Όταν ο Άλβα άρχισε να διαβάζει τις επιθυμίες τού Φιλίππου Β’ σχετικά με το Παλιάνο, λέγεται ότι ο Καράφα είχε χλωμιάσει και διαμαρτυρόταν ότι ο βασιλιάς δώριζε τα εδάφη τής Αγίας Έδρας. Αν επέστρεφε στη Ρώμη και έθετε τούς όρους αυτούς ενώπιον τού πάπα (δηλαδή την αποκατάσταση τού Μαρκ’ Αντόνιο στο Παλιάνο), ο Καράφα έλεγε ότι το μόνο που θα μπορούσε να αναμένει ήταν μια σκληρή επίπληξη. Όμως ο Άλβα σημείωσε, ότι ο Φίλιππος θα πλήρωνε στον ίδιο τον Καράφα μεγάλη σύνταξη, θα έδινε στον Τζιοβάννι Καράφα ένα φέουδο ισοδύναμο με το Παλιάνο, θα απέσυρε τον στρατό του από τη Ρώμη και θα επέστρεφε τις κατακτημένες παπικές πόλεις και κωμοπόλεις. Αλλά το Παλιάνο έπρεπε να επιστραφεί στον Μαρκ’ Αντόνιο. Ο Καράφα επέστρεψε στη Ρώμη νωρίς την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου, για να διαβουλευτεί με τον πάπα, με τον αδελφό του Τζιοβάννι και με τούς Γάλλους. Νωρίς το βράδυ ο Καράφα έδωσε επίσης στον Ναβαγκέρο και στον Ενετό γραμματέα Φέμπο Καπέλλα περιγραφή των συναντήσεών του με τον Άλβα κατά τις δύο πρώτες ημέρες, μια περιγραφή κάπως σε αντίθεση με την αναφορά τού Άλβα προς τον βασιλιά Φίλιππο.38
Όταν οι Άλβα και Καράφα συναντήθηκαν για τρίτη φορά την Παρασκευή (27 Νοεμβρίου), ο καρδινάλιος μίλησε για την οργή τού παπικού τού θείου, όταν είχε μιλήσει για την παράδοση τού Παλιάνο σε κάποιο τρίτο πρόσωπο (ο ίδιος δεν είχε τολμήσει να αναφέρει τον Μαρκ’ Αντόνιο). Ο πάπας είχε πηδήσει από την καρέκλα του, είχε αποκαλέσει τον Καράφα ψεύτη και ραδιούργο και τού είχε απαγορεύσει να τού μιλά ή να λέει ότι είναι ανηψιός του, γιατί ήταν ανάξιος τού καπέλου τού καρδιναλίου, το οποίο σύντομα θα τού αφαιρούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Καράφα, έλεγε, ήταν να φιλήσει ταπεινά τα πόδια τού πάπα και να προφασιστεί, ότι σε έναν άνθρωπο όπως ο δούκας τής Άλβα έπρεπε να δοθεί μια απάντηση. Ο πάπας απάντησε ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Άλβα ήταν αυτό που ήταν σωστό. Ο Καράφα έλεγε ότι τού απαγορεύτηκε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ στο ανάκτορο τού Βατικανού (αλλά πρέπει να είχε περάσει τη νύχτα τής 26ης Νοεμβρίου στο διαμέρισμά του στο Βατικανό, γιατί ο γραμματέας τού Ναβαγκέρο τον βρήκε εκεί το πρωί τής 27ης τού μηνός «πριν το ξημέρωμα», καθώς ετοιμαζόταν, «έχοντας φορέσει τις μπότες και τα σπηρούνια του», να επιστρέψει στην Ίζολα Σάκρα).39 Σε κάθε περίπτωση ο Καράφα πρόσθετε ότι ο πάπας τού έστειλε αργότερα ένα θαλαμηπόλο, με το μήνυμα ότι η Αγιότητά του θα εξέταζε κάθε λογικό όρο, αλλά προφανώς η επιστροφή τού Παλιάνο στους Κολόννα δεν βρισκόταν, κατά την άποψη τού πάπα, στη σφαίρα τής λογικής.
Ο Καράφα ήθελε να κάνει ο Άλβα μερικές «για τον σκοπό αυτό» (ad hoc) παραχωρήσεις, για να παράσχει κάποια βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Δεν μπορούσε να παρακινήσει τον ευέξαπτο πάπα να δεχτεί συμφωνία μέσα σε μια νύχτα. Θα ήταν αναγκαίο να τον κερδίσει σταδιακά. Αν δεν υπήρχε προ των πυλών συμφωνία μεταξύ Αγίας Έδρας και Ισπανίας, δήλωνε ο Καράφα, τότε για τη δική του ασφάλεια έπρεπε να αναζητήσει συμμαχία με τούς Γάλλους, πράγμα που (όπως ισχυριζόταν) δεν είχε ακόμη κάνει, αλλιώς πώς άραγε θα μπορούσε να συζητά με τον Άλβα με αυτόν τον τρόπο;
Ο Άλβα δήλωσε, ότι ήταν πρόθυμος να κάνει μερικές «τυπικές» (pro forma) παραχωρήσεις. Όμως προειδοποίησε τον Καράφα, ότι αν και ο βασιλιάς Φίλιππος δεν ήταν τόσο βίαιος, όπως ο πάπας, μπορούσε παρ’ όλα αυτά να θυμώσει. Ακολούθησε λεπτομερής και κάπως μη ικανοποιητική συζήτηση σχετικά με το ποιοι από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς αιχμαλώτους τού πάπα έπρεπε να απελευθερωθούν. Στο ζήτημα αυτό ο Άλβα ανέφερε, ότι ορισμένοι παπικοί, όπως ο κόμης τού Μοντόριο, ο Ματτέο Στεντάρντο, ο Αντόνιο Καράφα και άλλοι, ήσαν αντάρτες κατά τού στέμματος τής Νάπολης. Ο Φίλιππος ήταν πρόθυμος να δώσει χάρη σε αυτούς τούς αντάρτες εναντίον τής βασιλικής του εξουσίας, αλλά ο πάπας αρνιόταν να κάνει το ίδιο για «τους δικούς του αντάρτες». Αν θέλουμε ειρήνη, δήλωσε ο Καράφα, δεν πρέπει να εξαγριώνουμε τον πάπα.
Ο Καράφα τώρα επέστρεφε στο επίμαχο θέμα τού Παλιάνο, δηλώνοντας ότι ο πάπας θεωρούσε επαίσχυντες τις μυστικές συνθήκες. Επίσης η Αγιότητά του δεν μπορούσε να αποδεχθεί τη συμφωνία που είχε προτείνει ο Άλβα. Ο Άλβα είπε ότι ο Φίλιππος έπρεπε να ρωτηθεί, αν θα συμφωνούσε με τη χορήγηση τού Παλιάνο σε τρίτο, ουδέτερο πρόσωπο. Ο Καράφα υποσχέθηκε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να κερδίσει τη σύμφωνη γνώμη τού πάπα σε κάποιας μορφής αποζημίωση για την παράδοση τού Παλιάνο, «ενώ μίλησε και πάλι για τη Σιένα». Αυτό, είπε ο Άλβα, πρέπει να αναμένει την απόφαση τού βασιλιά Φιλίππου. Συμφωνήθηκε λοιπόν ότι δύο άτομα, ένα επιλεγμένο από τον Άλβα και το άλλο από τον Καράφα, έπρεπε να πάνε στην αυλή τού βασιλιά στις Βρυξέλλες, για να επιδιώξουν την απάντησή του σε αυτό το σημαντικό ζήτημα. Την επόμενη μέρα, 28 Νοεμβρίου, υπογράφηκε δεόντως από τα δύο μέρη ανακωχή σαράντα ημερών, που θα διαρκούσε μέχρι τις 8 Ιανουαρίου (1557), ύστερα από το οποίο ο Άλβα επέστρεψε στην Όστια και ο Καράφα στη Ρώμη.40
Η στενή φιλία τού Μπερνάρντο Ναβαγκέρο με τον Παύλο Δ’, ο οποίος φαίνεται ότι τού έλεγε τα πάντα, τον έκανε τον καλύτερα ενημερωμένο πρεσβευτή στη Ρώμη. Η πληρότητα των πληροφοριών του και η συχνότητα των αναφορών του προς τη Βενετία κάνουν τον αναγνώστη τής αλληλογραφίας του σχεδόν μέλος τού κύκλου εξουσίας στην παπική κούρτη. Η επιθυμία τού πάπα και τού καρδινάλιου-ανηψιού να επιστρατεύσουν την υποστήριξη τής Σινιορίας σήμαινε ότι δινόταν στον Ναβαγκέρο ιδιαίτερη προσοχή. Στις 28 Νοεμβρίου (1556) ο Ναβαγκέρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία:
Σήμερα τα ξημερώματα ο γραμματέας τού καρδινάλιου Καράφφα, ο [Αντόνιο] Σακέττι, μού έφερε τη συνημμένη επιστολή με τη διάταξη τής εκεχειρίας για 40 μέρες…, όπου οι μόνες δύο δυσκολίες είναι εδώ η εξασφάλιση τού βασιλείου τής Νάπολης και τού Παλιάνο….
Ο Τζιοβάννι Καράφα είχε προσφερθεί πάνω από μία φορά να παραδώσει το Παλιάνο χωρίς περισσότερη φασαρία και χωρίς αποζημίωση. Ίσως τελείωνε ο πόλεμος μεταξύ Ισπανίας και Αγίας Έδρας. Ίσως όχι. Στην επιστολή του τής 28ης Νοεμβρίου ο Ναβαγκέρο δήλωνε επίσης ότι
ένα πρόσωπο με εξουσία, εξοικειωμένο με αυτά τα θέματα, με ενημερώνει ότι πιστεύει ότι η ειρήνη συνήφθη «κρυφά» (in pectore) και ότι η καθυστέρηση υπάρχει για να δοθεί «δόλωμα» (pasto) στους Γάλλους και να μην μείνουν εντελώς δυσαρεστημένοι.41
Στους Γάλλους, στον δούκα τής Φερράρας και στην Ενετική Σινιορία ο καρδινάλιος Καράφα εξηγούσε ότι μοναδικός σκοπός για τον οποίο είχε κανονίσει την ανακωχή σαράντα ημερών με τον Άλβα ήταν να κερδίσει αρκετό χρόνο, ώστε να φτάσουν τα στρατεύματα τού Ερρίκου Β’ στο θέατρο τού πολέμου. Παρά το γεγονός ότι γίνονταν κάπως καχύποπτοι, οι Γάλλοι απεσταλμένοι ντε Σελβ και ντε Λανσάκ, καθώς και ο εκπρόσωπος τού Φερράρα στη Ρώμη, ο Τζούλιο ντε Γκράντι, επίσκοπος Σάντα Μαρία ντ’ Ανγκλόνα και Τούρσι, πίστευαν προφανώς τον Καράφα. Τον πίστευε και ο πάπας, αν και ήταν περιτριγυρισμένος από υποστηρικτές τής ειρήνης.42 Όσο για τούς Ενετούς, μοναδικό τους μέλημα ήταν να σταματήσει ο πόλεμος.
Όταν έφτασε στη Βενετία η επιστολή Ναβαγκέρο τής 28ης Νοεμβρίου, υπήρξε μεγάλη ανακούφιση στη Γερουσία. Μια σαράντα ημερών αναστολή των όπλων φαινόταν να είναι εξαιρετικό πρώτο βήμα προς την ιδιαιτέρως αναγκαία ειρήνη.43 Το μέλλον όμως ήταν σίγουρα αμφίβολο. Στις 12 Δεκεμβρίου ο Ναβαγκέρο ενημέρωσε τον δόγη και τη Γερουσία, ότι ο Καράφα έστελνε τον Τζούλιο Ορσίνι στον Ερρίκο Β’, «όχι μόνο για να εξακριβώσει την πρόθεση τού βασιλιά, αλλά και για να ενημερωθεί μέσω αυτόπτη μάρτυρα ποιες προετοιμασίες και προβλέψεις έχουν γίνει και συνεπώς για να αποφασίσει για πόλεμο ή ειρήνη». Ο Ορσίνι είχε φύγει για τη Γαλλία το πρωί τής Πέμπτης 10 Δεκεμβρίου. Ο Καράφα, σε συμφωνία με τούς όρους τής ανακωχής, έστειλε τον Φεντερίγκο Φαντούτσιο (Φαντούτσι) στον Φίλιππο Β’ στις Βρυξέλλες. Ο Φαντούτσιο έφυγε από τη Ρώμη το βράδυ τής 11ης Δεκεμβρίου.
Ο Ορσίνι θα καθησύχαζε τον Ερρίκο Β’ σχετικά με τις πολεμικές προθέσεις τού Καράφα —αν οι Γάλλοι ήσαν διατεθειμένοι να στείλουν επαρκείς δυνάμεις στην Ιταλία— και θα προσπαθούσε να ανακαλύψει τι σκεφτόταν ο Ερρίκος για την απόκτηση τής Σιένα από τούς Καράφα ως αποζημίωση για το Παλιάνο. Ο Φαντούτσιο έπρεπε δήθεν να μάθει αν ο Φίλιππος ήταν τώρα έτοιμος να υποταγεί στην Αγία Έδρα, να ζητήσει συγνώμη και να επιστρέψει τις παπικές πόλεις και φρούρια που είχε καταλάβει ο Άλβα. Όλα αυτά βέβαια ήσαν τελετουργική βιτρίνα (σε περίπτωση που ήταν σκόπιμο να δείξει ο Φαντούτσιο τις οδηγίες τής αποστολής του στους Γάλλους). Στην πραγματικότητα ο Φαντούτσιο έπρεπε να μάθει αν οι Καράφα, συγκεκριμένα ο Τζιοβάννι, μπορούσαν να αποκτήσουν τη Σιένα, την οποία (όπως είδαμε) ο Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας είχε κερδίσει για τον Κάρολο Ε’ και την οποία ο Κόσιμο τώρα ανυπομονούσε πολύ να πάρει από τον Φίλιππο.44 Όπως συμφωνήθηκε στην Ίζολα Σάκρα, ο Άλβα έστειλε τον γραμματέα του Φρανσίσκο Πατσέκο στις Βρυξέλλες, για να είναι σίγουρος ότι οι δικές του απόψεις θα παρουσιάζονταν στον Φίλιππο. Ο Άλβα δεν ήθελε να αποξενώσει ο Φίλιππος τον Κόσιμο παραχωρώντας τη Σιένα στους Καράφα.45
Ο Άλβα γνώριζε καλά, ότι στις ιδιοτροπίες τής ιταλικής πολιτικής ήταν δυνατό σχεδόν οτιδήποτε. Προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι, προκειμένου να αποκτήσει τη Σιένα, ο Κόσιμο ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει την κατανόησή του με την Ισπανία και να δεχτεί συζυγική συμμαχία με τη Γαλλία: ο Κόσιμο θα άρπαζε τη Σιένα και ο Ερρίκος Β’ θα την ανέθετε σε αυτόν. Έτσι ενημέρωνε την κυβέρνησή του με επιστολή τής 9ης Φεβρουαρίου 1557 ο Ενετός πρεσβευτής στη Γαλλία, Τζάκομο Σοράντσο.46 Οι φήμες γι’ αυτό εξαπλώνονταν σε όλη την Ευρώπη. Αν οι γαλλικές και παπικές δυνάμεις στην Ιταλία ήσαν πιο ισχυρές, είναι κατανοητό ότι ο Κόσιμο θα πρόβαλλε εναντίον τού Φιλίππου. Αλλά ο Κόσιμο και ο Ερρίκος Β’ δεν ήσαν φίλοι (ο Άλβα και ο Κόσιμο ήσαν), ενώ γινόταν σαφές, ότι ο γαλλικός και ο παπικός στρατός δεν ήταν πιθανό να εκδιώξουν τον Άλβα από τη Νάπολη. Ο Κόσιμο θα παρέμενε στο πλευρό τής Ισπανίας.47
Τίποτε δεν ήταν όπως φαινόταν. Περίπου τέσσερα ή περισσότερα χρόνια αργότερα, όταν ο Φαντούτσιο κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη τού καρδινάλιου Καράφα (την εποχή τού Πίου Δ’), ομολόγησε ότι οι οδηγίες που πήρε μαζί του στις Βρυξέλλες ήσαν φανταστικές:
Η αλήθεια, ο μοναδικός σκοπός τής αποστολής μου, ήταν να μάθω αν ο βασιλιάς Φίλιππος ήταν διατεθειμένος να δώσει το κράτος τής Σιένα στον αδελφό τού καρδιναλίου, σε αντάλλαγμα για το Παλιάνο. Αν η απάντηση ήταν θετική, ο καρδινάλιος, μαζί με όλη την οικογένεια του, είχε αποφασίσει να εισέλθει στην υπηρεσία τού βασιλιά. Διαφορετικά δεν θα ήταν ούτε φίλος ούτε υπηρέτης.
Όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό, ο Καράφα αναγνώρισε:
Ο άρχοντας Φαντούτσιο είχε εντολές να μην διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις του σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, αλλά να λαμβάνει υπόψη μόνο αυτό που τού είχα πει προφορικά. Είχαμε ετοιμάσει αυτές τις οδηγίες με αποκλειστικό σκοπό να τις δείξουμε στους Γάλλους!48
Ο Φαντούτσιο είχε ταξιδέψει αργά προς την αυλή τού Φιλίππου Β’ και δεν είχε φτάσει στις Βρυξέλλες μέχρι τις 12 Ιανουαρίου (1557), τρεις περίπου ημέρες μετά την εκπνοή τής σαρανταήμερης ανακωχής. Η αποστολή του, για να το πω εν συντομία, δεν υπήρξε επιτυχής, Το λεπτό ιταλικό χέρι είχε λαθέψει. Ο δικολαβισμός είχε φανεί. Μερικές ημέρες μετά την άφιξή του ο Φαντούτσιο έλεγε στον Φεντερίκο Μπαντοέρ, τον Ενετό πρεσβευτή, «ότι θα ενημέρωνε τον βασιλιά [Φίλιππο], ότι ο δίκαιος και έντονος θυμός τού πάπα έπρεπε να κατευναστεί με κάθε δυνατό τρόπο, χωρίς να ειπωθεί τίποτε για την επιστροφή τού Παλιάνο…». Ο Φίλιππος μπορούσε, αν ήθελε, να κάνει τον καρδινάλιο Καράφα φίλο και υπηρέτη του.
Κάποια ιδιαίτερη προσοχή έπρεπε να δοθεί στον Τζιοβάννι, τον δούκα τού Παλιάνο, ο οποίος ήταν ένθερμος φιλο-αυτοκρατορικός. (Πράγματι, ο Τζιοβάννι έκλινε μάλλον προς τούς φιλο-αυτοκρατορικούς και όχι προς τούς Γάλλους.) Ο Φαντούτσιο προφανώς δεν ανέφερε τη Σιένα στον Μπαντοέρ. Αναγνώριζε βέβαια, ότι
ο βασιλιάς και ο Δον Ρούι Γκόμεζ τού είχαν απαντήσει σε γλώσσα όχι λιγότερο ήπια και ευχάριστη από εκείνη όλων των άλλων τής αυλής, που ήταν αλαζονική και ξινή, εξαιτίας διάφορων κακών απόψεων που διατηρούσαν αυτοί, οι οποίοι πίστευαν κυρίως, ότι μοναδική αιτία για την οποία ο εν λόγω καρδινάλιος [Καράφα] πήγε στη Γαληνότητά σας [Λορέντσο Πριούλι, εκλεγμένος δόγης τής Βενετίας στις 14 Ιουνίου 1556] ήταν για να σάς προκαλέσει να ενεργήσετε βλαπτικά κατά τής μεγαλειότητάς του.49
Ο Φίλιππος Β’ ήταν πρόθυμος να κάνει γενναιόδωρες παραχωρήσεις στους Καράφα, για να διατηρήσει την ειρήνη με την Αγία Έδρα και την ανακωχή τής Βωσέλ με τη Γαλλία. Οι Γάλλοι έδειχναν έντονη εχθρότητα κατά μήκος των συνόρων. Όμως ο καρδινάλιος Καράφα δεν ήθελε την ειρήνη τόσο πολύ, όσο ήθελε τη Σιένα, την οποία ο Φίλιππος δικαίως αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να τού δώσει.50
Όταν ο Φαντούτσιο έφυγε από τις Βρυξέλλες στα μέσα Απριλίου, είχε λοιπόν ουσιαστικά πετύχει λίγα ή τίποτε.51 Όπως είχε επισημάνει ο Μπαντοέρ (σε επιστολή του τής 17ης Ιανουαρίου), ο Καράφα είχε στο μεταξύ πάει στη Βενετία, όπου δεν ήταν πιο επιτυχής απ’ όσο αποδεικνυόταν ότι ήταν ο Φαντούτσιο στις Βρυξέλλες.
Ο Κάρλο Καράφα είχε φύγει από τη Ρώμη για τη Βενετία το πρωί τής Τρίτης 15 Δεκεμβρίου. Ο Ναβαγκέρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία δύο μέρες αργότερα:
… Μερικοί λένε ότι θα πάει από τη Βενετία στον βασιλιά τής Ισπανίας για να κάνει τη συμφωνία. Άλλοι ότι θα προτρέψει τη Γαληνότητά σας να κηρύξετε πόλεμο. Αλλά όλοι συμφωνούν πιστεύοντας, ότι θα τού κάνετε κάθε δυνατή τιμή…52
Ο παπικός γραμματέας Άντζελο Μασσαρέλλι δεν είχε καμία ψευδαίσθηση ως προς τον σκοπό τής αποστολής τού Καράφα. Η εγγραφή στο ημερολόγιό του (κάτω από την ημερομηνία 15 Δεκεμβρίου) αναφέρει απλά ότι
ο σεβασμιότατος άρχοντας Κάρλο, καρδινάλιος Καράφα, έχει φύγει από την πόλη κατευθυνόμενος στη Βενετία, τη Φερράρα και τη Μπολώνια, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τούς ηγέτες τής Βενετίας και τον δούκα τής Φερράρας σχετικά με τη βοήθεια που θα δώσουν στην Αγία Έδρα στον πόλεμο εναντίον τού [Φιλίππου] βασιλιά τής Νάπολης.53
Ο δούκας τής Άλβα είχε επιστρέψει στη Νάπολη, ελπίζοντας προφανώς ότι η ανακωχή των σαράντα ημερών θα μπορούσε να είναι το προοίμιο για την ειρήνη. Ο Καράφα είχε πάει στη Βενετία με διάθεση καιροσκοπισμού. Αν μπορούσε να πάρει τη δημόσια διαβεβαίωση ενετικής υποστήριξης, ίσως ο Φίλιππος Β’ γινόταν πρόθυμος να παραχωρήσει τη Σιένα στον Τζιοβάννι Καράφα, ο οποίος στη συνέχεια θα εγκατέλειπε το Παλιάνο (αλλά προφανώς όχι στους Κολόννα, τούς οποίους ο πάπας μισούσε). Οι πολιτικοί όλων των εποχών έχουν την τάση να λένε το ένα πράγμα και να κάνουν το άλλο (Aliter dicunt homines ac faciunt). Αν και o Τζιοβάννι Καράφα φοβόταν μέχρι θανάτου τον παπικό του θείο, ο οποίος ξερνούσε φωτιά τής κόλασης και κατάρες κάθε φορά που μιλούσε για τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο Β’, φαίνεται σαφές ότι ο συμπαθής Τζιοβάννι το εννοούσε πάντοτε, όταν έλεγε ότι ήθελε ειρήνη.
Τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση τού Κάρλο Καράφα για τη Βενετία, ο Τζιοβάννι έλεγε στον γραμματέα τής Δημοκρατίας Φέμπο Καπέλλα:
Για την αγάπη τού Θεού ας γίνει γρήγορα αυτή η συμφωνία (για ειρήνη), γιατί βλέπω τον κόσμο να αναποδογυρίζεται. Ο δούκας ντε Γκυζ γράφει από τη Λυών στις 6 τού μηνός [Δεκεμβρίου], ότι είχε φτάσει εκεί αυτή την ημέρα και ότι οι πάνοπλοι άνδρες βρίσκονταν ήδη στο Πεδεμόντιο, ότι το πεζικό φτάνει επίσης βαθμιαία και ότι ο ίδιος πρέπει να βρίσκεται εκεί σε λίγες ημέρες και σε διάταξη πορείας στις 20 τού μηνός, αναγκαία συνέπεια των οποίων θα είναι, ότι ο βασιλιάς Φίλιππος θα στείλει Γερμανούς μέσω των Άλπεων και η Ιταλία θα γεμίσει έτσι με βαρβάρους….
Αφού μίλησε με τον Τζιοβάννι, ο οποίος είχε πολλά να πει, ο Καπέλλα επισκέφτηκε τον τρίτο αδελφό, τον Αντόνιο Καράφα, μαρκήσιο τού Μοντεμπέλλο, ο οποίος
έδειχνε μεγάλη θλίψη γι’ αυτόν τον πόλεμο, λέγοντας ότι η ξαφνική αναχώρηση τού αδελφού του, τού καρδινάλιου, για τη Βενετία είχε προξενήσει μεγάλη καχυποψία, αλλά ότι στη συνέχεια είχε παρηγορηθεί, όταν η εξοχότητά του τού είπε ότι επρόκειτο να προωθήσει τη διαπραγμάτευση για τη συμφωνία.54
Αν η εχθρότητα τού Παύλου Δ’ για τούς Αψβούργους ήταν ακραία, η αγανάκτησή του ήταν κατανοητή. Γεγονός ήταν ότι ως άρχοντας τού Παλιάνο ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα ήταν υποτελής τού πάπα, όπως υποτελής του ήταν και ο Φίλιππος Β’ ως βασιλιάς τής Νάπολης. Και οι δύο βρίσκονταν σε εξέγερση εναντίον τού επικυρίαρχού τους. Ο Φίλιππος είχε πλήρη επίγνωση τού γεγονότος. Ήταν πρόθυμος να ζητήσει συγνώμη για την εισβολή τού Άλβα σε παπική επικράτεια, αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει με οποιονδήποτε τρόπο την ασφάλεια τής Νάπολης. Ήταν ανήσυχος για την ένωση τού πάπα με τη Γαλλία και καχύποπτος για τη γνωστή επιθυμία τού πάπα να σχηματίσει επιθετική συμμαχία με τη Βενετία.55
Ο καρδινάλιος Καράφα έφτασε στη Βενετία στις 21 Δεκεμβρίου (1556). Ο πάπας είχε ενημερώσει το εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι επιδίωκε ειρήνη με τη διαμεσολάβηση τής Σινιορίας. Δεν μοιράζονταν όλοι τις αυξανόμενες ελπίδες τού λαού στη Ρώμη, γιατί ο Ναβαγκέρο είχε γράψει στην κυβέρνησή του (στις 19 τού μηνός) ότι
ο καρδινάλιος [Νικκολό Γκαετάνο ντι] Σερμονέτα έχει πει στον γραμματέα μου, ότι ο πάπας στην πραγματικότητα ήθελε πόλεμο και ότι ο ίδιος επιθυμούσε από τον αιδεσιμότατο ντε Μορέτ, που έφυγε για τη Γαλλία πριν από λίγες ημέρες, να ενημερώσει τον χριστιανικότατο βασιλιά, ότι δεν επρόκειτο να δώσει καμία προσοχή στην εκεχειρία. Ότι αυτός, ο πάπας, ήταν αποφασισμένος να μην κάνει κανενός είδους συμφωνία και ότι επρόκειτο να ζητήσει από τον δούκα ντε Γκυζ να προελάσει με διπλάσια ταχύτητα…. Ο καρδινάλιος πρόσθεσε ότι το σχέδιο είναι να εισβάλουν στο βασίλειο τής Νάπολης μέσω Αμπρούτζο….
Ένας άλλος πληροφοριοδότης, ο Φλαμίνιο ντι Στάμπιο, γαμπρός τού Πιέτρο Στρότσι, έλεγε στον Ναβαγκέρο, ότι ο Καράφα ευτυχώς είχε πάει στη Βενετία, γιατί όταν ο πάπας πειθόταν «ότι η Γαλλία δεν μπορεί και ότι η Βενετία δεν θέλει, θα αρχίσει να ακούει για ειρήνη».56 Προφανώς υπήρχε ευρύ φάσμα απόψεων, τουλάχιστον εκφρασμένων απόψεων, για τούς στόχους τού Καράφα στη Βενετία.
Μια μέρα πριν φτάσει ο Καράφα στη λιμνοθάλασσα, είχε επιβεβαιωθεί σε εκκλησιαστικό συμβούλιο ως παπικός λεγάτος σε όλη την Ιταλία.57 Στη Βενετία δόθηκε στην αιδεσιμότατη εξοχότητά του ηγεμονική υποδοχή από τη Σινιορία, η οποία επέβαλε τη μεγαλύτερη μυστικότητα (stretttisima credenza) σε εκείνο που επρόκειτο να ειπωθεί και να γίνει (ή μάλλον σε εκείνο που επρόκειτο να ειπωθεί, γιατί τίποτε δεν θα γινόταν). Οι επικεφαλής (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα τον άκουσαν στις 23 και 26 Δεκεμβρίου και στις 2 Ιανουαρίου (1557). Αφού εξιστόρησε τις δυσκολίες τού Παύλου Δ’ με τον Φίλιππο Β’ από την αρχή τής παπικής του θητείας, ο Καράφα πρότεινε επιθετική και αμυντική συμμαχία με τη Δημοκρατία «αν δεν γίνει ειρήνη». Όμως με τη συνήθη ευγένεια και πολυλογία τους τα μέλη τής Γερουσίας αρνήθηκαν να δεχτούν την πρόταση τού Καράφα, επιβεβαιώνοντας την ενετική ουδετερότητα, εκθειάζοντας τη σημασία τής ειρήνης και εκφράζοντας την ελπίδα, ότι η Ιταλία θα μπορούσε να «αποφύγει το βάρος, τούς κινδύνους και την ερήμωση, στην οποία υποβάλλονταν οι χώρες από τον πόλεμο». Στις 12 Ιανουαρίου ο Καράφα έφυγε από τη Βενετία με τόσο άδεια χέρια, όπως είχε έρθει. Ένα μήνα αργότερα δεν είχε ακόμη επιστρέψει στη Ρώμη, όντας υποχρεωμένος (όπως έλεγε ο πάπας στον Ναβαγκέρο στις 12 Φεβρουαρίου), «να διαβουλευθεί με τον κύριο ντε Γκυζ και τον δούκα τής Φερράρας».58
Κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στην Βενετία ο καρδινάλιος Καράφα βρισκόταν σε στενή επαφή με τον Ντομινίκ Ντυγκάμπρ, επίσκοπο τής Λοντέβ (1547-1559) και Γάλλο πρεσβευτή στη Βενετία. Στις 5 Ιανουαρίου (1557) ο Ντυγκάμπρ έγραφε στον Ερρίκο Β’, ότι ο Καράφα είχε προσφέρει στη Σινιορία τόσο τη Ραβέννα όσο και την Τσέρβια (κάποτε μήλα τής έριδος μεταξύ Δημοκρατίας και Αγίας Έδρας) ως εγγυήσεις για δάνειο 300.000 χρυσών νομισμάτων (écus). Όταν η ένωση Αγίας Έδρας, Γαλλίας και Βενετίας (αν ενωνόταν μαζί τους η Σινιορία) κατακτούσε την Απουλία, η επαρχία θα ανήκε στη Βενετία. Αν οι σύμμαχοι αποτύγχαναν να καταλάβουν την Απουλία, η Βενετία θα κρατούσε τη Ραβέννα μέχρι η παπική κούρτη να αποπληρώσει πλήρως το δάνειο. Ο δούκας τής Φερράρας είχε προσφέρει το απαιτούμενο ποσό για τη Ραβέννα. Αν η Βενετία δεν αποδεχόταν αυτή την προσφορά, ο δούκας θα έπαιρνε την πόλη. Αν η Σινιορία δεν εισερχόταν στην προτεινόμενη αντι-ισπανική συμμαχία με τον Παύλο Δ’, οι Καράφα θα αναγκάζονταν να φέρουν τόσο πολλούς Γάλλους στην Ιταλία, που δεν θα ήταν ποτέ εύκολο να επιτευχθεί η απόσυρσή τους.
Επίσης, αν η Βενετία δεν εισερχόταν στην ένωση, η Αγιότητά του θα στερούνταν ναυτικής δύναμης ίσης με εκείνη τής Ισπανίας και δεν θα είχε άλλη επιλογή, από το να κάνει χρήση τού τουρκικού στόλου, το οποίο, έλεγε ο Καράφα, θα ήταν μικτή ευλογία και γεμάτη κίνδυνο (sa Sainteté estoit forcée de se servir des Turcs, qui estoit un mélange fort dangereux, et luy déplaisoit). Η προοπτική προσφυγής στους Τούρκους σίγουρα έθλιβε τον πάπα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ο Φίλιππος Β’ και ο Άλβα προσπαθούσαν να τού επιβληθούν (mais qu’ il ne pouvoit faire de moins, voyant la façon dont on luy vouloit commander et tyranniser). Ο ενετικός στόλος θα γλύτωνε την Αγία Έδρα και τη Χριστιανοσύνη από τις κακές συνέπειες μιας παπικής προσφυγής στους Τούρκους (…que ces Seigneurs avec leurs armées de mer pouvoient remédier à cet inconvénient). Και ο καλός επίσκοπος τής Λοντέβ διαβεβαίωνε τη Σινιορία, ότι κάθε πρόταση τού Καράφα είχε γίνει με την «καλή συμμετοχή και συναίνεση» (bonne participation et consentement) τού Ερρίκου Β’…59
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, ότι ο καρδινάλιος Καράφα θα τολμούσε ποτέ να πει στη Σινιορία, χωρίς την άδεια τού Παύλου Δ’, ότι αν η Βενετία δεν ενωνόταν με τούς Καράφα κατά των Ισπανών, εκείνοι θα στρέφονταν προς τούς Τούρκους. Γεγονός είναι ότι ο Κάρλο Καράφα τολμούσε πολλά, όπως ο Παύλος θα ανακάλυπτε δύο χρόνια αργότερα και όταν όντως το έμαθε (όπως θα σημειωθεί και πάλι), κατέστρεψε ολοκληρωτικά τόσο τον Κάρλο όσο και τούς δύο αδελφούς του. Όμως ο Παύλος γνώριζε καλά από τον Σεπτέμβριο (1556) την επιθυμία τού Κάρλο να χρησιμοποιήσει την τουρκική αρμάδα κατά τού καθεστώτος τού Φιλίππου Β’ στη νότια Ιταλία και στη Σικελία.60
Γράφοντας στον δόγη και στη Γερουσία στις 16 Ιανουαρίου 1557, ο Ναβαγκέρο ανέφερε πρόσφατη συνομιλία τού Παύλου Δ’ με τον καρδινάλιο Τζιοβάννι Μορόνε. Όταν ο ηλικιωμένος ποντίφηκας είπε ότι θα λάμβανε βοήθεια εναντίον των φοβερών Αψβούργων «ακόμη και από τη Γερμανία» στον δίκαιο πόλεμο που συνέχιζε με τον Φίλιππο, ο Μορόνε τον προειδοποίησε, ότι οι Γερμανοί δεν μισούσαν κανένα περισσότερο από τον πάπα. Σε αυτό ο Παύλος απάντησε: «Οι Τούρκοι δεν θα μάς απογοητεύσουν!» Αναμφίβολα σοκαρισμένος, αν και πιθανώς είχε ακούσει και πριν ανάλογες παρατηρήσεις, ο Μορόνε διαμαρτυρήθηκε, «Άγιε Πατέρα! Πιστεύω ότι η Αγιότητά σας έχει τόσο μεγάλη καλοσύνη, ώστε να μην επιλέξει να προσφύγει σε αυτές τις κακόφημες ενισχύσεις και ότι θα φροντίσετε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τις χρειαστείτε!…»61
Οι ενετικές αναφορές τής εποχής στον Κάρλο Καράφα είναι κλεισμένες σε κυψέλες μελιού, «λόγω των μοναδικών αρετών και των σπάνιων χαρακτηριστικών τής επιφανέστατης εξοχότητάς του»,62 αλλά αναρωτιέται κανείς τι έλεγαν μεταξύ τους οι κεφαλές (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα. Η Σινιορία σίγουρα δεν είχε καμία πρόθεση να κινηθεί εναντίον τού Φιλίππου Β’ είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα. Οι Ενετοί δεν καθησυχάστηκαν πολύ όταν έφταναν τώρα νέα, ότι ο Φίλιππος είχε εκφράσει την επιθυμία για ειρήνη και είχε επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του στην Αγία Έδρα.63
Έχοντας ακούσει τον Καράφα, λίγα μπορούσαν να βρουν για να καθησυχαστούν. Μάλιστα στις 19 Ιανουαρίου (1557) η Γερουσία αναγκάστηκε να δεχτεί την αίτηση τού Φιλίππου και να επιτρέψει σε 8.000 Γερμανούς πεζούς και 1.200 ιππείς να περάσουν μέσα από το Βένετο για υπηρεσία στο δουκάτο τού Μιλάνου, καθώς και άλλο αίτημα τού Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας, για διέλευση 3.000 πεζών στρατιωτών και 400 πανόπλων ανδρών, «που έχουν στρατολογηθεί στη Γερμανία και κατευθύνονται στο κράτος του» (ch’ el leva di Allemagna et conduce nel suo stato), παρέχοντας επαρκή διατροφή και διαμονή για όλους αυτούς.64 Δεν αποτελούσε λοιπόν έκπληξη, ότι η Γερουσία αύξανε τώρα τον αριθμό των πανόπλων ανδρών στην υπηρεσία τής Βενετίας και βελτίωνε τις οχυρώσεις της στην ενδοχώρα (terra ferma).65
Παράλληλα οι Ενετοί ένιωθαν αναγκασμένοι να εφοδιάσουν τον Παύλο Δ’ με τριάντα «μιλιάρα» (migliara) πυρίτιδας, αν και υποστήριζαν ότι οι ίδιοι είχαν έλλειψη.66 Τώρα έρχονταν νέα ότι τα στρατεύματα τού Ερρίκου Β’ βρίσκονταν στον δρόμο τους προς την Ιταλία και έπρεπε να πάνε προς νότο από το δρόμο μέσα από την κοιλάδα Καμόνικα (Val Camonica), την κοιλάδα τού άνω Όλιο, που ήταν τότε όπως και τώρα μία από τις κύριες διαδρομές από τη Γερμανία προς την πεδιάδα τής Λομβαρδίας. Προφανώς τα στρατεύματα τού Ερρίκου ήσαν Γερμανοί ή Ελβετοί μισθοφόροι. Αν περνούσαν ειρηνικά, όπως έγραφε η Γερουσία στους πολιτικούς διοικητές τής Μπρέσσια και τής Βερόνα, έπρεπε να τούς δώσουν προμήθειες.67 Τώρα ο παπικός νούντσιος στη Βενετία ζητούσε νιτρικό κάλιο για κατασκευή πυρίτιδας, για το οποίο η Γερουσία εξέφραζε υπερβολική λύπη ότι δεν μπορούσε να διαθέσει, λόγω των δικών τους πιεστικών αναγκών τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.68
Ο Τζούλιο Ορσίνι είχε φτάσει στη γαλλική αυλή, τότε στο Πουασσύ, στις 2 Ιανουαρίου (1557) και τον υποδέχθηκαν γρήγορα ο Ερρίκος Β’ και ο κοντόσταυλος ντε Μονμορενσύ. Επιλέγοντας να ξεχνά τη δική του υπογραφή στην ανακωχή τής Βωσέλ, ο Ερρίκος ήταν ενοχλημένος από την σαράντα ημερών ανακωχή τού Καράφα με τον Άλβα. Είχε γίνει κάπως καχύποπτος για τούς Καράφα. Παρ’ όλα αυτά, «τόσο πολλοί [Γάλλοι] άρχοντες και κύριοι πηγαίνουν στην Ιταλία», έγραφε ο Ενετός πρεσβευτής Τζάκομο Σοράντσο στην κυβέρνησή του (στις 5 Ιανουαρίου), «που είναι θαύμα, ότι ο βασιλιάς πληρώνει για το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς, τουλάχιστον τα έξοδα τού ταξιδιού τους». Ο δούκας Φρανσουά ντε Γκυζ είχε φτάσει στο Τορίνο και θα επιθεωρούσε τις οχυρώσεις στο Καζάλε.69 Λίγες ημέρες αργότερα (στις 9 τού μηνός) ο Ναβαγκέρο πληροφορούσε τον δόγη Λορέντσο Πριούλι, ότι είχε μάθει στη Ρώμη, ότι
οι Γάλλοι έχουν ενημερώσει τον πάπα, ότι αν έρθουν σε αυτά τα μέρη, είναι απαραίτητο γι’ αυτούς να έχουν οχυρά που ανήκουν στην Εκκλησία, στα οποία να υποχωρήσουν σε περίπτωση που τούς επιτεθεί απροσδόκητα συντριπτική μάζα στρατευμάτων τού εχθρού ή αλλιώς πρέπει να είναι σίγουροι, ότι η Γαληνότητά σας θα έχει ενταχθεί στην Ένωση.70
Ο Ναβαγκέρο είχε πολύ περισσότερα να πει. Οι επιστολές του είναι εξαιρετικά καλά ενημερωμένες, ακαταμάχητα ενδιαφέρουσες. Συνέχιζε λέγοντας στον δόγη (και στη Γερουσία), ότι είχε ενημερωθεί από πρόσωπο, «ο οποίος λέει ότι το άκουσε από τον στρατάρχη Στρότσι», ότι όλα τα δάνεια που διαπραγματευόταν ο Ερρίκος Β’ είχαν επιτόκιο 23 τοις εκατό, «16 για το σύνηθες επιτόκιο, 4 για την ανταλλαγή στη Βενετία και 3 για την υποτίμηση τού νομίσματος». Οι Ιταλοί έμποροι που συμμετείχαν σε αυτά τα δάνεια ζητούσαν «ορισμένα γερμανικά ονόματα με σημασία για μεγαλύτερη ασφάλειά τους». Στην παπική κούρτη υπήρχαν προφανώς εκείνοι, που υποστήριζαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα που είχαν μαζευτεί και προορίζονταν για την κατασκευή τού ναού τού Αγίου Πέτρου, «τα οποία ένα πρόσωπο υπεύθυνο γι’ αυτούς τούς πόρους με διαβεβαιώνει ότι ανέρχονται σε πάνω από 9.000 κορώνες». Οι εργασίες στον Άγιο Πέτρο είχαν στην πραγματικότητα διακοπεί.71
Ο στρατάρχης Πιέτρο Στρότσι, αφού μετέφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στις παπικές φρουρές στο Βελλέτρι και στο Παλιάνο, έθεσε την Όστια υπό πολιορκία στις 8 Ιανουαρίου (1557), γιατί (όπως αναφέρουν οι Μασσαρέλλι και Ναβαγκέρο) εκείνη τη μέρα εξέπνευσε η ανακωχή τού Καράφα με τον Άλβα. Ο Ισπανός διοικητής είχε επιστρέψει στη Νάπολη, αφήνοντας εκατό μόνο συμπατριώτες του να κρατούν την Όστια, την οποία ο Στρότσι πήρε την Κυριακή 10 Ιανουαρίου. Τον Στρότσι είχε συνοδεύσει ο Τζιοβάννι Καράφα. Σύμφωνα με τον Νόρες, ο Στρότσι είχε 6.000 πεζούς, 800 ιππείς και έξι κανόνια. Η ανάκτηση τού παραποτάμιου φρουρίου ήταν όφελος για τη Ρώμη, η οποία είχε αρχίσει να πάσχει από «πολύ μεγάλη έλλειψη τροφίμων» (grandissima carestia).
Ο Νόρες θεωρούσε ότι η ισπανική παράδοση τής Όστια, αν και είχε πέσει εύκολα «στους άνδρες μας», ήταν σκανδαλώδης, γιατί οι υπερασπιστές τού φρουρίου είχαν τη «μέγιστη ποσότητα κρασιού και άλλων εφοδίων». Ένα μήνα αργότερα (στις 14 Φεβρουαρίου) έπεσε στα παπικά στρατεύματα το Βικοβάρο, ενώ η Παλεστρίνα, η πόλη τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο (κοντά στο Βικοβάρο), το Φρασκάτι, η Γκροτταφερράτα, το Μαρίνο και το Καστέλ Γκαντόλφο επέστρεψαν όλες στην υπακοή στην Αγία Έδρα, όπως και το Τίβολι, το Σαν Πόλο και η Μαρίττιμα.72
Η απροθυμία τής Ενετικής Σινιορίας να ικανοποιήσει το αίτημα τού παπικού νούντσιου για νιτρικό κάλιο δεν ευχαρίστησε τον Παύλο Δ’, ο οποίος τώρα αρνιόταν να δεχτεί τον Ναβαγκέρο σε ακρόαση, παρά τις περισσότερες από μία αιτήσεις του. Η Γερουσία δικαίως θεωρούσε, ότι λόγος ήταν η ενετική συναίνεση στο αίτημα τού Φιλίππου Β’ για διέλευση των Γερμανών μισθοφόρων από το Βένετο. Αλλά, όπως είπαν στον Ναβαγκέρο να υπενθυμίσει για μια ακόμη φορά στην Αγιότητά του όταν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, «τα σύνορά μας με άλλα κράτη είναι σε τόσες πολλές περιοχές και τόσο ανοιχτά, ώστε για να προσπαθήσουμε να απαγορεύσουμε αυτές τις διελεύσεις θα χρειαζόμασταν αρκετούς στρατούς», η διατήρηση των οποίων θα βρισκόταν προφανώς πέρα από τούς πόρους τής Δημοκρατίας. Αρκετά μεγάλος αριθμός Γάλλων ιππέων είχαν επίσης περάσει πρόσφατα από το Βένετο και όλα αυτά τα στρατεύματα, γαλλικά καθώς και γερμανικά, έπρεπε να εφοδιαστούν με προμήθειες. Διαφορετικά θα λεηλατούσαν την ύπαιθρο, μη βρίσκοντας «να ζήσουν με τα χρήματά τους» (da viver per li sui danari).73
Ο Παύλος Δ’, ενθαρρυμένος από την ανάκτηση τής Όστια και την προσδοκία περαιτέρω επιτυχιών, την Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου (1557) διόρισε επιτροπή,
για να θεσπίσει διαδικασία αφορισμού και στέρησης κατά τού Καρόλου Ε’, τού αυτοκράτορα και τού γιου του Φιλίππου, βασιλιά τής Αγγλίας και τής Νάπολης, εξαιτίας των κακουργημάτων που έχουν διαπράξει και τής εξέγερσης που έχουν αναλάβει απέναντι στον ποντίφηκα και την Αποστολική Έδρα κάνοντας πόλεμο εναντίον του…74
Ο Ερρίκος Β’ έστελνε τον Φρανσουά ντε Γκυζ στην Ιταλία, λέει ο Νόρες, χωρίς άλλο προφανή σκοπό, «παρά να βοηθήσει τον πάπα και να υπερασπιστεί το Εκκλησιαστικό Κράτος από τα όπλα και το θράσος τού δούκα τής Άλβα».
Ο στρατός τού Γκυζ λεγόταν ότι αριθμούσε 12.000 πεζούς —7.000 Γάλλους συν 5.000 Ελβετούς και Γασκώνους— καθώς επίσης 400 πάνοπλους άνδρες και 800 ελαφρά οπλισμένους ιππείς. Οι Γάλλοι έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος τού Πεδεμόντιου και παρά την κάποια αντίσταση ο Γκυζ σάρωσε προς νότο και ανατολικά από το Τορίνο μέσω τής περιοχής τής Πιατσέντσα (Πιατσεντίνο) και τής Πάρμας (Παρμιτζιάνο) μέχρι το Ρέτζιο, όπου στις 16 Φεβρουαρίου ο Γκυζ δώρισε στον Έρκολε Β’ ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας, το σκήπτρο διοίκησης, το «συνηθισμένο έμβλημα τού στρατηγού». Ο καρδινάλιος Καράφα βρισκόταν επίσης στο Ρέτζιο, μάρτυρας τής γαλλο-φερραρέζικης συμμαχίας, η οποία είχε σχηματιστεί δήθεν για την προστασία τής Αγίας Έδρας. Έχοντας επιδιώξει να χρησιμοποιήσει τούς Γάλλους εναντίον των Ισπανών, με σκοπό να γίνει «φίλος και υπηρέτης» τού Φιλίππου Β’ σε αντάλλαγμα για τη Σιένα, ο Καράφα είχε τελικά αναγκαστεί να επιβεβαιώσει τη συμμαχία του με τον Ερρίκο Β’.75
Παρά την τώρα φαινομενικά σταθερή προσήλωση τού Καράφα στην ένωση με τη Γαλλία και τη Φερράρα κατά τής Ισπανίας, οι σύμμαχοι δεν συμφωνούσαν στο Ρέτζιο. Ο Φρανσουά ντε Γκυζ και οι Γάλλοι σύμβουλοί του ήθελαν να προσβάλουν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην περιοχή τής Λομβαρδίας και να επιτεθούν στο Μιλάνο. Ο καρδινάλιος Κριστόφορο Μαντρούτσο, πάντοτε στην υπηρεσία των Αψβούργων, αργότερα δήλωσε ότι δεν φοβόταν κανένα σχέδιο δράσης, το οποίο θα ξεκινούσαν οι σύμμαχοι, τόσο την εκστρατεία τους στη Λομβαρδία όσο και εναντίον τού Μιλάνου. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί, έλεγε, όταν προς έκπληξή του οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται νότια, «αφήνοντας ελεύθερη τη Λομβαρδία και το κράτος τού Μιλάνου» (e lasciar libera la Lombardia e lo stato di Milano). Ο Έρκολε ντ’ Έστε συμφωνούσε με τον Γκυζ. Είχαν σκεφτεί να κινηθούν εναντίον τής Πάρμας και τής Πιατσέντσα, αφού ο Οττάβιο Φαρνέζε είχε σχεδόν ενωθεί με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, αλλά ο Οττάβιο ακόμη ομολογούσε τη φιλία του για τον Ερρίκο Β’, ενώ φορούσε ακόμη στον λαιμό του την αλυσίδα τού γαλλικού Τάγματος τού Σαιν Μισέλ.
Ο Γκυζ ήταν πρόθυμος να μπει στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού Κόσιμο Μέδικου, γιατί αν η Σιένα ελευθερωνόταν και ο Κόσιμο αποδυναμωνόταν, οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να επιτεθούν στο ναπολιτάνικο βασίλειο και να ελευθερώσουν τη Ρωμαϊκή Καμπανία χωρίς να αφήνουν τόσο ισχυρό εχθρό πίσω τους. Όμως γνωρίζοντας τη συχνά εκφρασμένη επιθυμία τού πάπα, ο Κάρλο Καράφα δεν μπορούσε παρά να επιμένει, ότι έπρεπε να επιτεθούν στο Βασίλειο (Regno) αμέσως, ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ελευθερώσουν τη Ρώμη και τον πάπα από την φιλο-αυτοκρατορική απειλή. Ο Ερρίκος Β’ είχε διατάξει τον Γκυζ να υπακούει τον πάπα και να κάνει τα πάντα σε αυστηρή συμφωνία με τα παπικά συμφέροντα. Ο ντ’ Έστε έχασε όποιον ενθουσιασμό είχε για την ένωση, όταν αντιλήφθηκε ότι οι σύμμαχοί του αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη τής Φερράρας εκτεθειμένα σε επιθέσεις από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς στην περιοχή τού Μιλάνου (Μιλανέζε) και από τον Οττάβιο Φαρνέζε, ο οποίος τον είχε κυκλώσει στα δυτικά. Ο ντ’ Έστε στράφηκε για συμβουλές και υποστήριξη στη Βενετία.
Ο δούκας τής Άλβα, σε «φιλία και ένωση με τον δούκα Κόσιμο», οργάνωνε την άμυνα τού βασιλείου τής Νάπολης κατά τής πιθανότητας γαλλικής εισβολής και τής δυνατότητας παράκτιων επιθέσεων από τούς Τούρκους, «των οποίων ο φόβος ήταν μεγάλος» (dei quali il timore era grande). Ο Άλβα είχε στρατολογήσει μεγάλο αριθμό Γερμανών μισθοφόρων, 4.000 πεζούς μεταξύ εκείνων που ήσαν στη Λομβαρδία, 6.000 στη Γερμανία υπό τον συνταγματάρχη Χανς Βάλτερ και άλλους 3.000 υπό τον βαρώνο Γκάσπαρυ φον Φελς. Ο Άλβα και οι Ισπανοί στη Νάπολη μάζευαν χρήματα απ’ όπου μπορούσαν να τα βρουν και κυρίως από εκκλησιαστικές πηγές.76
Καθώς ο στρατός τού Φρανσουά ντε Γκυζ κινιόταν προς νότο μέσω τής Ρομάνια προς το Μάρκε και την Ούμπρια, κατά μήκος των ανατολικών συνόρων τής Τοσκάνης, ήταν προφανές ότι είτε η Φλωρεντία ή η Νάπολη θα ήσαν ο στόχος των συμμάχων. Αυτή ήταν η περίοδος κατά τη διάρκεια τής οποίας ο Κόσιμο βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τούς Γάλλους και ομολογούσε αφοσίωση στον πάπα και την Αγία Έδρα. Ο Έρκολε ντ’ Έστε, διαμαρτυρόμενος ότι οι Γάλλοι και οι παπιστές τον είχαν εγκαταλείψει, παρέμεινε στα δικά του εδάφη για το υπόλοιπο τού πολέμου. Ο Κάρλο Καράφα ήθελε να επιτεθεί στον Κόσιμο στη Φλωρεντία ως πρώτο βήμα για την απόκτηση τής Σιένα. Ο πάπας είχε πρόθεση να εισβάλει στο ναπολιτάνικο βασίλειο ως πρώτο βήμα προς την ταπείνωση των Αψβούργων. Όμως όποιος στόχος κι αν επιλεγόταν, γινόταν σαφές ότι οι Κόσιμο και Άλβα θα παρέμεναν μαζί.
Ο Κάρλο Καράφα επέστρεψε στη Ρώμη, ύστερα από απουσία έντεκα εβδομάδων, την Καθαρά Τρίτη 2 Μαρτίου. Ο Φρανσουά ντε Γκυζ ήρθε μαζί του. Τον καρδινάλιο και τον δούκα υποδέχθηκαν «με μεγάλη τιμή» (maximo cum honore) οι άρχοντες και ευγενείς τής πόλης, που είχαν βγει για να τούς συναντήσουν πέρα από την Πόρτα ντελ Πόπολο, συνοδευόμενοι από διάφορα μέλη των νοικοκυριών τού πάπα και των καρδιναλίων. Οι Καράφα και Γκυζ μπήκαν στην πόλη επίσημα. Καθώς περνούσαν κάτω από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, τούς υποδέχθηκαν με βολή κανονιού και έσπευσαν στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου ο πάπας τούς περίμενε στην αίθουσα ακροάσεων.77 Ο Καράφα αμφιταλαντευόταν για τον γαλλικό στρατό στην Ιταλία και για την παρουσία τού Γκυζ στη Ρώμη. Είχε ελπίσει, ότι η διπλή απειλή τής γαλλικής εισόδου στην Ιταλία και τής συμμαχίας τού πάπα με τον Ερρίκο Β’ θα έπειθαν τον Φίλιππο Β’ να παραχωρήσει τη Σιένα στους Καράφα, οι οποίοι θα έπειθαν τότε τον παπικό τους θείο, ότι η Αγία Έδρα χρειαζόταν την ειρήνη περισσότερο από τούς Γάλλους.
Όμως η έντεκα εβδομάδων απουσία τού Καράφα από την κούρτη είχε αλλάξει τις σχέσεις του με τον πάπα, επί τού οποίου φαινόταν να έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την επιρροή του. Ο Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι, ο φίλος και γραμματέας τού Καράφα, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι έσπερνε διχόνοια ανάμεσα στον Καράφα και τον αδελφό τού τελευταίου, τον Τζιοβάννι, δούκα τού Παλιάνο, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Οι Καράφα και στρατάρχης Στρότσι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να τον σώσουν από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο «και ίσως από κάτι χειρότερο». Ο Αλντομπραντίνι, άρρωστος και υποταγμένος άνθρωπος, μπορούσε να αποσυρθεί «στο σπίτι όπου ζουν οι γιοι του». Έχοντας στο μυαλό τις εικαζόμενες παραλείψεις τού Αλντομπραντίνι, ο πάπας στράφηκε προς τον Καράφα με θυμό σε διάσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο Γκυζ, ο Στρότσι, ο Γάλλος πρεσβευτής ντε Σελβ και άλλοι, μια βδομάδα περίπου μετά την επιστροφή τού καρδιναλίου στη Ρώμη. Πολύ πιθανόν ο Αλντομπραντίνι δεν είχε καμία σχέση με αυτό, αλλά ήταν αλήθεια ότι ο Καράφα και ο αδελφός του Τζιοβάννι διατηρούσαν μεγάλη αντιπάθεια ο ένας για τον άλλον.78
Ο Τζιοβάννι ήθελε να τελειώνουν με τη Σιένα. Φοβόταν —και αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο— ότι οι μηχανορραφίες τού Κάρλο θα κατέστρεφαν την οικογένειά τους. Η σύζυγος τού Τζιοβάννι, η Βιολάντε Γκαρλόνια ντ’ Αλίφε, η δούκισσα τού Παλιάνο, ήταν ένθερμη φιλο-αυτοκρατορική και είχε ξεσπάσει σε δάκρυα όταν ο σύζυγός της είχε γραφτεί στο Τάγμα τού Σαιν Μισέλ, «γιατί τής φαινόταν ότι ο σύζυγός της είχε αναγκαστεί να είναι με τη γαλλική πλευρά».79
Η συμμαχία Γαλλίας και Αγίας Έδρας φαινόταν πιθανό να καταρρεύσει. Υπήρχε έλλειψη χρημάτων και ο Φρανσουά ντε Γκυζ αρνήθηκε να επιτρέψει στους Καράφα να πάρουν από το κοινό τους ταμείο πολέμου. Ο Παύλος Δ’ δεν μπορούσε να βρει χρήματα για να πληρώσει το μερίδιό του από τούς μισθούς των στρατευμάτων για τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο (1557). Όταν ήταν στη Γαλλία, ο Κάρλο Καράφα είχε διαβεβαιώσει τον Ερρίκο Β’ και τούς συμβούλους του, ότι μόλις εισερχόταν ο γαλλικός στρατός στην Ιταλία, ο πάπας θα δημιουργούσε αριθμό γαλλόφιλων καρδιναλίων.80 Οι τρίτες προαγωγές καρδιναλίων τού Παύλου έγιναν τη Δευτέρα 15 Μαρτίου. Από τον μακρύ κατάλογο πιθανών υποψηφίων που είχε προτείνει ο Ερρίκος επιλέχτηκαν μόνο δύο, ο Αντόνιο Τριβούλτσιο και ο Λορέντσο Στρότσι. Υπήρχε ένας Γάλλος, ο ηλικιωμένος Ζαν Μπερτράν, αρχιεπίσκοπος τής Σενς. Από τούς δέκα καρδινάλιους που είχαν γίνει, μόνο ο ιεροεξεταστής Μικέλε Γκιζλιέρι (αργότερα πάπας Πίος Ε’) ήταν γνωστός και πρόσωπο κάποιας σπουδαιότητας. Εκτός από τον δεκαοκτάχρονο Αλφόνσο Καράφα, γιο τού ανηψιού τού πάπα Αντόνιο, μαρκησίου τού Μοντεμπέλλο, στο σύνολό τους ήσαν μεταρρυθμιστές και λόγιοι.81
Ο Γάλλος πρεσβευτής Οντέ ντε Σελβ έγραψε στον κοντόσταυλο Ανν ντε Μονμορενσύ μόλις ανακοινώθηκαν τα ονόματα των νέων καρδιναλίων τού πάπα. Ο ντε Σελβ εξέφραζε τόσο τη δική του απογοήτευση όσο και εκείνη τού Γκυζ και τού Σαρλ ντε Μαριγιάκ, αρχιεπίσκοπου τής Βιέν, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Ρώμη με σκοπό να διασφαλίσει την αναγόρευση των καρδιναλίων που ήθελε ο Ερρίκος Β’.82 Ήταν σαφές ότι οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον γέρο πάπα, ενώ παρά την «όμορφη γλώσσα» του (beau langage), ούτε (όπως φαινόταν τώρα) ο καρδινάλιος Καράφα μπορούσε, τον οποίο υπονόμευαν συνεχώς οι δύο αδελφοί του.
Καλώς ή κακώς ο Καράφα φαινόταν ότι είχε ρίξει την οικογένειά του στο πλευρό των Γάλλων, οι οποίοι όμως τα πήγαιναν μάλλον χειρότερα παρά καλύτερα. Η στρατιωτική δέσμευση απέναντι στη Γαλλία καθιστούσε αδιανόητη την παραχώρηση τής Σιένα από τον Φίλιππο Β’ στους Καράφα. Οι σύμμαχοι τής ένωσης χρειάζονταν βοήθεια εναντίον τού δούκα τής Άλβα και ο Καράφα αποφάσισε να προσεγγίσει άμεσα τον σουλτάνο Σουλεϊμάν. Στις 18 Μαρτίου (1557) έγραψε ή προκάλεσε το γράψιμο επιστολής προς τον Μεγάλο Τούρκο, καλώντας τον να εγκαταλείψει την χωρίς τέλος, αναποφάσιστη παρενόχληση των Ούγγρων και να συγκεντρώσει τούς πόρους του σε μεγάλη αρμάδα, με την οποία να επιτεθεί στο ναπολιτάνικο βασίλειο και στη Σικελία.
Ο Καράφα θα αναγνώριζε αυτή την επιστολή τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα, καθώς και το γεγονός ότι είχε προσφέρει εδάφη τής Εκκλησίας σε άλλους ηγεμόνες, αρκεί μόνο να πρόσφεραν χρήματα για να βοηθήσουν τις πληρωμές στον πόλεμο εναντίον τού Φιλίππου, «αλλά όλα αυτά», έλεγε, «ο πάπας με διέταξε να τα κάνω!».83 Είτε ο πάπας είχε διατάξει ή όχι τον Καράφα, να γράψει απευθείας στην Υψηλή Πύλη, σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ζητήσει τουρκική βοήθεια εναντίον τού Άλβα και των Ισπανών του.84
Όταν στις 19 Μαρτίου (1557) o Ναβαγκέρο είχε πάει να δει τον Παύλο Δ’, για να τού δώσει τα πιο πρόσφατα νέα (avvisi) από την τουρκική αυλή στην Αδριανούπολη, ο φλύαρος ποντίφηκας τον κράτησε για δύο ώρες:
Μού έκανε πολλές ερωτήσεις γι’ αυτήν την πόλη [Αδριανούπολη], ρωτώντας πόσο μεγάλη ήταν, αν ήταν κοντά στη θάλασσα, αν είχε ποτάμια, αν ήμουν επαρκώς ενημερωμένος για τα θέματα αυτά για να τού απαντήσω και άρχισε να μιλά για τις δυνάμεις τού σουλτάνου από στεριά και θάλασσα, για τούς γενίτσαρους και τα έσοδά του και στη συνέχεια είπε: «Αυτές είναι στην πραγματικότητα μεγάλες δυνάμεις και οι αμαρτίες μας επέτρεψαν να πολλαπλασιαστούν…».
Αργότερα στην ακρόαση ο Παύλος αναφέρθηκε στον Ερρίκο Β’ και τον Σουλεϊμάν ως «ένα και το ίδιο πράγμα» και ότι είχαν «πολύ καλή αμοιβαία κατανόηση».85
Όμως, όπως θα δούμε σε λίγο, μια επιστολή τού Ζαν ντε λα Βίνιε, τού Γάλλου απεσταλμένου στην Πύλη, καθιστά σαφές ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καμία κατανόηση μεταξύ Ερρίκου και Σουλεϊμάν. Είναι ενδιαφέρον όμως να σημειωθεί, ότι η Αγιότητά του δεν φαινόταν να ενοχλείται από το γεγονός, ότι «ο καλός μας γιος ο βασιλιάς τής Γαλλίας» ήταν «ένα και το ίδιο πράγμα» με τον Τούρκο. Τον ευχαριστούσε η παρουσία τού στρατού τού δούκα τού Γκυζ στην Ιταλία, με τις εφεδρείες των γαλλικών στρατευμάτων στο Πεδεμόντιο και με τις επιθέσεις τού Ερρίκου κατά τού Φιλίππου Β’ στην Φλάνδρα.
Όποια κι αν ήταν η δραστηριότητα στην Φλάνδρα, ο «πόλεμος» στην Ιταλία προχωρούσε αργά. Ο Φρανσουά ντε Γκυζ ήθελε να εισβάλει στην Τοσκάνη και να απομακρύνει τον Κόσιμο Α’ ως επικίνδυνο εχθρό, που παραμόνευε πίσω από την προβλεπόμενη παπική και γαλλική εκστρατεία εναντίον τού Άλβα στο ναπολιτάνικο βασίλειο. Ο πάπας θα ήταν ικανοποιημένος με «μια απλή προφορική συμφωνία, με την οποία να δεσμεύει τον δούκα τής Φλωρεντίας», αλλά ο Γκυζ δεν ήταν. Η διπλωματική πολυλογία είχε προκαλέσει σοβαρή απώλεια χρόνου και «ο στρατός έχει ήδη σταματήσει για αρκετές ημέρες».86
Οι σύμμαχοι είχαν αρχίσει να είναι δυσαρεστημένοι ο ένας με τον άλλο. Ο πάπας ανέμενε μεγαλύτερο γαλλικό στρατό. Στον Γκυζ είχαν υποσχεθεί περισσότερα χρήματα και εφόδια από εκείνα που παρέχονταν. Ο δούκας τής Φερράρας φοβόταν ότι η συνέχιση τού πολέμου θα οδηγούσε στον αφανισμό του. Οι ισπανικές δυνάμεις ήσαν μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες, ενώ υπήρχε κάποια υποψία ότι είτε ο βασιλιάς τής Γαλλίας ή ο πάπας ίσως έκαναν χωριστή ειρήνη με τον Φίλιππο.87
Ο Ενετός πρεσβευτής στη Γαλλία, ο Τζάκομο Σοράντσο, έγραφε στον δόγη Λορέντσο Πριούλι (στις 13 Απριλίου 1557), ότι τον είχε υποδεχτεί όχι φιλικά ο κοντόσταυλος Ανν ντε Μονμορενσύ. Ο κοντόσταυλος κατηγορούσε, σύμφωνα με τον Σοράντσο, «ότι η Γαληνότητά σας [δηλαδή ο δόγης] είχε αρχίσει να ευνοεί… τον βασιλιά Φίλιππο, όπως είχατε κάνει και με τον πατέρα του, έχοντας υπερβεί τούς όρους τής ουδετερότητας».88 Παρά το γεγονός ότι ο Σοράντσο κατάφερε να απαλύνει την ενόχληση στην οποία ο κοντόσταυλος είχε δώσει διέξοδο, ο τελευταίος δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένος από την είδηση που είχε έρθει από τη Βενετία περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα. Στις 27 Απριλίου η Γερουσία ψήφισε να επιτρέψει «τη διέλευση μέσω τής συνήθους διαδρομής τής περιοχής τής Βερόνα» (il trαnsito per la via ordinaria del Veronese) σε ακόμη 6.000 πεζούς στρατιώτες, που είχαν προσληφθεί στη Γερμανία για τον δούκα τής Άλβα.89
Στο μεταξύ ο Φρανσουά ντε Γκυζ είχε εισβάλει στα βόρεια άκρα τού βασιλείου τής Νάπολης, πολιορκώντας την πόλη τής Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο. Είχε ενωθεί μαζί του ο Αντόνιο Καράφα, μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο, συνιστώντας επίθεση εναντίον τού Άτρι, το οποίο (έλεγε) δεν θα μπορούσε να προβάλει επαρκή άμυνα, ενώ η Τσιβιτέλλα ήταν πολύ ισχυρή. Ο Γκυζ αγνόησε τις συμβουλές του και προφανώς αντιμετώπισε τον συγκρατημένο Μοντεμπέλλο με περιφρόνηση. Φερόταν επίσης ότι είχε κρατήσει τα περισσότερα λάφυρα για τις δικές του δυνάμεις, μη πληρώνοντας τα ιταλικά στρατεύματα τού Μοντεμπέλλο και ακόμη διώχνοντάς τα από τούς καταυλισμούς, για να βάλει τα στρατεύματά του στα καταλύματά τους.
Ο Μοντεμπέλλο έσπευσε πίσω στη Ρώμη σε μανία. Οι αδελφοί του, ο Κάρλο και ο Τζιοβάννι, σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο, «δυσανασχετούσαν με την αναχώρησή του, ιδιαίτερα ο καρδινάλιος, καθώς θα προτιμούσαν να είχε δείξει περισσότερη υπομονή και μεγαλύτερη προσποίηση». Ο Γκυζ έστειλε εκπρόσωπο στη Ρώμη για να αρνηθεί τις κατηγορίες τού Μοντεμπέλλο, ο οποίος ανέφερε ότι ο Άλβα είχε ήδη φτάσει στην Πεσκάρα με 12.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Ο Μοντεμπέλλο ήθελε να τελειώνουν με τον Γκυζ και με τούς Ελβετούς και Γασκώνους στρατιώτες του, συμβουλεύοντας τον πάπα να κάνει ειρήνη.90
Εδώ και αρκετό καιρό ο Παύλος Δ’ καλωσόριζε και πάλι τον Μπερνάρντο Ναβαγκέρο σε συχνές ακροάσεις και ως συνήθως ο γέρος μιλούσε και μιλούσε. Ο Ναβαγκέρο ενημέρωσε τη Γερουσία, ότι έχει λάβει διαβεβαίωση από την ίδια την Αγιότητά του για την δική του «καλή διάθεση … για ειρήνη» (bon animo … alla pace).91 Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Παύλος είχε δείξει ελάχιστη ή καθόλου προθυμία για συμβιβασμό με τον Φίλιππο Β’, αλλά παρ’ όλα αυτά έλεγε «ότι πρέπει να προτιμήσουμε την ειρήνη από τον πόλεμο…». γι’ αυτό το ευτυχισμένο γεγονός η Γερουσία είχε ενημερώσει αμέσως τον Φρανσίσκο ντε Βάργκας, τον πρεσβευτή τού Φιλίππου στη Βενετία. Ο Βάργκας θα μετέδιδε τα νέα τής δήθεν ειρηνικής διάθεσης τού πάπα προς τον Φίλιππο,92 ο οποίος, όπως αναφερόταν, διατηρούσε πάντοτε «καλή διάθεση … για ειρήνη» (bona dispositione … alla pace).93
Ο Φρανσουά ντε Γκυζ είχε φύγει από τη Ρώμη τη Δευτέρα 5 Απριλίου (1557), παίρνοντας τον δρόμο προς το Άσκολι Πιτσένο για να οδηγήσει το στρατό, «που είναι τώρα σε αυτή την περιοχή» (qui nunc est in illo agro), στο Αμπρούτζο. Ήταν γενικός διοικητής των παπικών καθώς και των γαλλικών δυνάμεων. Στις 9 τού μηνός ο Μοντεμπέλλο είχε επίσης αναχωρήσει, «πηγαίνοντας στον βασιλικό και παπικό στρατό» (iturus ad exercitum regium et pontificium). Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε τότε που έφευγε ο Μοντεμπέλλο, ο Παύλος Δ’ ανακάλεσε όλους τούς λεγάτους, νούντσιους και άλλους από τις τρέχουσες αποστολές τους στις διάφορες κτήσεις τού Καρόλου Ε’ και τού Φιλίππου Β’. Ο Μασσαρέλλι πολύ σωστά επισημαίνει, ότι αυτό σήμαινε την ακύρωση τής πρεσβείας τού Ρέτζιναλντ Πολ στην Αγγλία.94 Ο Μασσαρέλλι γνώριζε καλά, ότι αυτό αποτελούσε την αρχή προβλήματος, αλλά η Αγία Έδρα αντιμετώπιζε προβλήματα σε όλα τα μέτωπα.
Ο Γκυζ είχε εξαναγκαστεί στη ναπολιτάνικη εκστρατεία. Δεν μπορούσε να πάρει την Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο. Στη Ρώμη ο καρδινάλιος Πέδρο Πατσέκο συζητούσε την ανάγκη για ειρήνη επί τέσσερις σχεδόν ώρες με τον Παύλο Δ’, ο οποίος άκουγε με τέτοιο τρόπο, που ο Πατσέκο αισθανόταν ότι είχε καταφέρει να τού δώσει να καταλάβει. Όμως στις 18 Μαΐου, σε σύναξη όλων των καρδιναλίων που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη, ο Παύλος παρουσίασε το κείμενο βούλλας για την επιβολή φόρου ενός τοις εκατό σε όλα τα ακίνητα (ο Ναβαγκέρο αναφέρεται σε tutti li stabili) αξίας άνω των 500 κορωνών, δεδομένου ότι στόχος ήταν να διατηρήσει τον στρατό και να συνεχίσει τον πόλεμο. Ο καρδινάλιος Ζαν ντυ Μπελλαί τάχθηκε υπέρ τής επιβολής. Ο καρδινάλιος Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι διαφωνούσε με τον φόρο. Αν και μιλούσε με σχεδόν άπειρη προσοχή και ευγένεια, ο Παύλος τον διέκοψε απότομα, «οργισμένος». Όταν ο καρδινάλιος Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο πήρε το μέρος τού Ροντόλφο Πίο, ο Παύλος οργίστηκε τόσο πολύ, που «ολόκληρο το κορμί του έτρεμε με πάθος». Οι άλλοι καρδινάλιοι, «τρομοκρατημένοι από το παράδειγμα αυτών των δύο», σιώπησαν εντελώς συνετά.
Η πλειοψηφία τού Ιερού Κολλέγιου επιβεβαίωσε τον φόρο, ενώ οι καρδινάλιοι Πιέτρο Μπερτάνο, Φάμπιο Μινιανέλλι και Τζιρολάμο Νταντίνο μίλησαν υπέρ του. Όταν την επόμενη μέρα (19 Μαΐου) στάλθηκε η βούλλα στους καρδινάλιους για τις υπογραφές έγκρισής τους, ο Ροντόλφο Πίο αρνήθηκε να την υπογράψει. Όπως ενημέρωνε ο Ναβαγκέρο τον δόγη και τη Γερουσία, πίστευαν ότι αν αυτή η εισφορά επί τής πραγματικής ή «ακίνητης» περιουσίας μπορούσε να εισπραχθεί στο σύνολό της στη Ρώμη και σε όλα τα παπικά κράτη, θα απέφερε περίπου 2.000.000 χρυσές κορώνες. Αλλά οι υπήκοοι τού πάπα τελευταία είχαν πληρώσει περισσότερους φόρους από όσους ήθελαν και «η απόσπασή του θεωρείται δύσκολη».95
Σύμφωνα με τον Πιέτρο Νόρες, ο φόρος τού Παύλου Δ’ τού «ενός σκούδου στα εκατό» (un scudu per cento) εφαρμοζόταν σε φέουδα που κατείχε η Αγία Έδρα, καθώς και σε όλα τα «ακίνητα» (tutti i beni stabili) σε όλες τις παπικές κτήσεις, στις οποίες περιλάμβανε τα κράτη τής Φερράρας, τής Πάρμας, τού Ουρμπίνο και ακόμη και το βασίλειο τής Νάπολης! Στη συνέχεια παπικοί αξιωματούχοι, λέει ο Νόρες, ξεκίνησαν για να εισπράξουν τον φόρο «με εξαιρετική επιμέλεια και αυστηρότητα». Ο Παύλος χρειαζόταν τα χρήματα για να πληρώσει τούς Ελβετούς μισθοφόρους που είχε προσλάβει, γιατί βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Ρώμη και θα έφταναν σύντομα.96 Μπορεί να φανταστεί κανείς αν έρχονταν χρήματα από τη Νάπολη.
Στις 21 Απριλίου (1557) ο Ζαν ντε λα Βίνιε, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ισταμπούλ, έγραψε στον Ερρίκο Β’ επιστολή, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί και στην οποία θα επιστρέψουμε τώρα. Η επιστολή τού ντε λα Βίνιε δείχνει ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν δεν είχε καμία πρόθεση να βγάλει τα γαλλικά κάστανα από την ιταλική φωτιά, αλλά αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι οι Τούρκοι δεν ικανοποίησαν την προτίμησή τους για λεηλασία με αποβάσεις στις ακτές τού βασιλείου τής Νάπολης (Regno), όσο ο Άλβα ήταν απασχολημένος με τον Γκυζ. Σε ακρόαση στις 21 Μαΐου ο Ναβαγκέρο διάβασε στον πάπα τις πιο πρόσφατες ανακοινώσεις (avvisi) από την Αδριανούπολη. Πενήντα τουρκικές γαλέρες έμπαιναν στη θάλασσα. Ο πάπας πίστευε ότι δεν θα έρχονταν σε ιταλικά ύδατα και ότι αυτό ήταν καλό. Πάντοτε έκαναν κακό. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας δεν είχε αποκομίσει κανένα ουσιαστικό όφελος από την εμφάνιση τού τουρκικού στόλου στη δυτική Μεσόγειο, «καθώς οι Τούρκοι προτιμούν να διοικούν και να είναι κύριοι τής επιχείρησης». Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε ο πάπας, ο βασιλιάς είχε αναγκαστεί να στραφεί προς τούς Τούρκους για βοήθεια λόγω τής μεγαλύτερης ναυτικής δύναμης των Αψβούργων. Τώρα ο Ερρίκος Β’ θα μπορούσε να επωφεληθεί από τον Αλγερινό στόλο, «ο οποίος θα εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό και θα είναι διοικητής του, ενώ όταν ενταχθούν οι 40 γαλέρες τού βασιλιά, οι τέσσερις τής Αγιότητάς του και μερικοί άλλες, θα είναι κύριος τής θάλασσας». Έτσι ο Ναβαγκέρο ανέφερε την ομιλία τού πάπα, με προφανή δυσπιστία.97
Η «εισβολή» στο ναπολιτάνικο βασίλειο έφτασε σε μελαγχολικό τέλος στις 15 Μαΐου (1557), όταν κατόπιν συμβουλής τού στρατάρχη Στρότσι ο Γκυζ εγκατέλειψε την μάταιη πολιορκία τής Τσιβιτέλλα ντελ Τρόντο και υποχώρησε προς το Άσκολι Πιτσένο. Ο Άλβα είχε φτάσει στο λιμάνι τής Αδριατικής Τζουλιανόβα, «δώδεκα περίπου μίλια από την Τσιβιτέλλα». Είχε σχεδιάσει να περιζώσει την Αδριατική ακτή βόρεια μέχρι το Γκροτταμάρε, προφανώς για να εμποδίσει την περαιτέρω υποχώρηση τού Γκυζ προς βορρά, καθώς και για να παρεμποδίσει την παράδοση προμηθειών. Ο Άλβα είχε εμφανιστεί στη σκηνή με ολόκληρο τον στρατό του, τον οποίο κατά τον Ναβαγκέρο αποτελούσαν 20.000 πεζοί και 3.000 ιππείς.
Ο Μοντεμπέλλο έλεγε τώρα, ότι ο πάπας είχε τελικά επίγνωση αυτού που είχε προσπαθήσει να τού πει, για την κακοδιαχείριση από τον Γκυζ όλης τής εκστρατείας, ενώ ο Μποντζιάννι Τζιανφιλιάτσι, ο Φλωρεντινός πρεσβευτής στη Ρώμη, πίστευε ότι επιτέλους ο Παύλος Δ’ ήταν έτοιμος να κάνει ειρήνη, υπό τον όρο ότι θα μπορούσε να σώσει τα προσχήματα. Ο καλός φίλος και έμπιστος τού πάπα, ο καρδινάλιος Σκιπιόνε Ρεμπίμπα, είχε δηλώσει ότι ο Φίλιππος Β’ έπρεπε να αναγνωρίσει, ότι οι εκπρόσωποί του είχαν κάνει λάθος και ότι οι Ισπανοί έπρεπε να επιστρέψουν στην Αγία Έδρα τις πόλεις που είχαν καταλάβει, από τότε που ο Άλβα είχε εισέλθει για πρώτη φορά στα κράτη τής Εκκλησίας (τον Σεπτέμβριο τού 1556).98
Ο πόλεμος συνεχιζόταν και αν ο Φίλιππος Β’ μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια για να κινήσει μισθοφόρους μέσα από ενετικό έδαφος, η Γερουσία δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το ίδιο προνόμιο στην Αγία Έδρα, ιδίως ενόψει τής γνήσιας αγάπης τού Παύλου Δ’ για τη Βενετία. Ο Παύλος ζητούσε τώρα από τον Μπερνάρντο Ναβαγκέρο (τον Μάιο τού 1557) «να ζητήσει από τη Σινιορία μας τη χορήγηση τού δικαιώματος διέλευσης (il transito) 4.000 Ελβετών, τούς οποίους [η Αγιότητά του] έχει αποφασίσει πρόσφατα να προσλάβει για την υπηρεσία του» και το πρωί τής 28ης Μαΐου ο Τζιαν Φραντσέσκο Κομμεντόνε, ο Ενετός επίσκοπος Ζακύνθου και ειδικός νούντσιος τού πάπα, ανανέωσε την αίτηση ενώπιον τού Κολλέγιου. Η Γερουσία βρήκε αμέσως «βολικό να ικανοποιήσουμε αυτή την επιθυμία και αίτηση, όπως έχει γίνει και σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά το παράδειγμα άλλων ηγεμόνων» και ενημέρωσε τούς πολιτικούς διοικητές τής Μπρέσσια και τού Μπέργκαμο να φροντίσουν για τη διάθεση τροφίμων και άλλων αναγκαίων.99
Όταν όμως ο Παύλος Δ’, όπως και ο προκάτοχός του Κλήμης Η’ (το 1530), θέλησε να εγκαθιδρύσει καρδινάλιο λεγάτο στη Βενετία, η Γερουσία αρνήθηκε για μια ακόμη φορά, «όχι επειδή δεν εκτιμάμε τον εν λόγω αιδεσιμότατο καρδινάλιο [Αντόνιο Τριβούλτσιο], αλλά επειδή ένας καρδινάλιος λεγάτος δεν θα μπορούσε να κατοικεί εδώ χωρίς σοβαρή ταλαιπωρία και ενόχληση για εμάς». Ο Ναβαγκέρο έπρεπε λοιπόν να καταστήσει σαφές στην Αγιότητά του, «με εκείνη την ικανότητα και σύνεση, που ξέρετε πώς να χρησιμοποιείτε», ότι στην πραγματικότητα η Σινιορία δεν θα δεχόταν τη λεγατινή αποστολή και έτσι το παπικό σημείωμα διορισμού τού Τριβούλτσιο δεν έπρεπε να σταλεί στη Βενετία.100 Οι Ενετοί προσπαθούσαν να ασκούν απόλυτο έλεγχο επί των δικών τους εκκλησιαστικών υποθέσεων. Θα διατηρούσαν την ουδετερότητά τους στον πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη και, υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρούσαν ενοχλητική την παρουσία τού Κομμεντόνε.
Κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομάδων δεν υπήρξε πληκτική στιγμή στην παπική κούρτη, ούτε και ειρηνική. Στις 31 Μαΐου (1557) ο Τζιοβάννι Μορόνε, καρδινάλιος-ιερέας τής Σάντα Μαρία στο Τραστέβερε, συνελήφθη για αίρεση, μαζί με τον Τομμάζο Σανφελίτσε, επίσκοπο τής Λα Κάβα, τού οποίου οι λουθηρανικού είδους απερισκεψίες τον είχαν βάλει σε προβλήματα στο Τρεντ στα μέσα καλοκαιριού τού 1546.101 Οι δυσκολίες τού δύστυχου Σανφελίτσε συζητιούνταν για μια περίπου δεκαετία, αλλά η σύλληψη ενός από τα πιο διακεκριμένα μέλη τού Ιερού Κολλέγιου, ο οποίος ήταν γνωστός ως ακέραιος φιλο-αυτοκρατορικός (πολιτικός, όχι θεολόγος), προκάλεσε δυσάρεστη αίσθηση.
Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ ήταν δώρο για τα κουτσομπολιά και τις διαδόσεις. Απίθανες ιστορίες διαδίδονταν ευρέως και μερικές από τις πιο απίθανες ήσαν αληθινές. Οι Γάλλοι σύμμαχοι τού πάπα δεν ήσαν καθόλου πιο ευτυχισμένοι από τούς Ισπανούς εχθρούς του. Κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν, ούτε ήξερε που βρισκόταν ο πάπας. Η αναφορά για τη φιλονικία τού Μοντεμπέλλο με τον Γκυζ είχε εντείνει την καχυποψία τού Ερρίκου Β’ για όλους τούς Καράφα, συμπεριλαμβανομένου τού πάπα, ενώ ο Γκυζ έλαβε βασιλική άδεια να υποχωρήσει προς βορρά από το ναπολιτάνικο βασίλειο. Αν ο Ερρίκος μπορούσε να είχε διαβάσει την επιστολή Ναβαγκέρο τής 4ης Ιουνίου προς τον δόγη και τη Γερουσία, θα είχε τουλάχιστον δει πόσο αναξιόπιστος ήταν ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα.102 Όσο για τον Μοντεμπέλλο, αυτός έλεγε στον Ναβαγκέρο, ότι αντί να υπηρετήσει και πάλι τούς Γάλλους, προτιμούσε «να πολεμήσει για τούς Τούρκους».103 Από την άλλη πλευρά ο παπικός θείος τού Μοντεμπέλλο είχε τώρα αποφασίσει (στις 18 Ιουνίου) να δείξει εύνοια στον άσωτο γιο του, τον Φίλιππο, ή έτσι έλεγε, και να τον συμφιλιώσει με τον Ερρίκο, «για να μην παίξουν, μέσα από τον μεταξύ τους πόλεμο, το παιχνίδι τού σουλτάνου Σουλεϊμάν και τού δώσουν τη δυνατότητα, μέσω τής μεγάλης δύναμής του… να μάς καταπιεί όλους ζωντανούς…».104
Αν ο πάπας και οι Καράφα δέχονταν ειρήνη με τον Φίλιππο Β’, ήταν σαφές ότι δεν είχαν κερδίσει τον πόλεμο και δύσκολα μπορούσαν να αναμένουν ότι θα έπαιρναν τη Σιένα. Αν συνέχιζαν τον πόλεμο, ήταν εξίσου σαφές ότι επρόκειτο να ηττηθούν. Ο πάπας κήρυσσε ειρήνη τη μια στιγμή και κατάγγειλε τον Φίλιππο ως έκπτωτο αιρετικό την επόμενη. Ο Ερρίκος Β’, πιασμένος στον πόλεμο με τον Φίλιππο στο Αρτουά, την Φλάνδρα και το Αινώ, ήταν δικαιολογημένα καχύποπτος με τον πάπα και τούς ανηψιούς του. Είχε δώσει εντολή να ενωθούν 6.000 Γερμανοί μισθοφόροι με τις δυνάμεις τού Γκυζ στην Ιταλία, αλλά η προς νότο πορεία τους είχε καθυστερήσει. Αν ο Ερρίκος γινόταν πιο σίγουρος για την πρόθεση τού πάπα να συνεχίσει τον πόλεμο, οι Γερμανοί θα τοποθετούνταν στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού Άλβα, ενώ θα επιδιωκόταν η πρόσληψη και νέας φουρνιάς Ελβετών. Τουλάχιστον έτσι είχε δοθεί στον Ενετό πρεσβευτή Σοράντσο να καταλάβει, αν και μια βδομάδα αργότερα ο Ερρίκος έλεγε στον Σοράντσο, ότι οι 6.000 Γερμανοί «δεν επρόκειτο πια να σταλούν».105 Παρ’ όλα αυτά οι Γάλλοι απαίτησαν έναν όμηρο από τούς Καράφα, ως προστασία για τα στρατεύματα τού Γκυζ στη Ιταλία και ως τρόπο ελέγχου των παπικών ανηψιών, δύο από τούς οποίους, οι Τζιοβάννι και Αντόνιο, ήσαν υποστηρικτές τής ειρήνης.
Ο στρατάρχης Πιέτρο Στρότσι ξεκίνησε από τη Ρώμη για τη Γαλλία την Τρίτη 15 Ιουνίου (1557), παίρνοντας μαζί του τον μικρό γιο τού Τζιοβάννι Καράφα, τον Ντιομέντε, μαρκήσιο τού Κάβε, «όπου τα δάκρυα ή μάλλον οι κραυγές και τα ουρλιαχτά τής κυρίας δούκισσας [του Παλιάνο], τής μητέρας αλλά και τού παιδιού ήσαν πολύ θλιβερά».106 Καθώς ο Παύλος Δ’ αμφιταλαντευόταν μεταξύ πολέμου και ειρήνης, ακόμη και οι πιο τολμηροί μάντεις θα είχαν γίνει συγκρατημένοι στις προβλέψεις τους για το μέλλον.
Ενώ ο Παύλος επέπληττε τον Γκυζ για την υποχώρησή του από το βασίλειο τής Νάπολης, ο Γκυζ υπενθύμιζε στην Αγιότητά του, ότι η Ρώμη δεν είχε παρουσιάσει ούτε τα στρατεύματα ούτε τα χρήματα που είχε υποσχεθεί. Επίσης ο Παύλος είχε αποτύχει να «στερήσει» από τον Φίλιππο το βασίλειο τής Νάπολης, αναγνωρισμένο φέουδο τής Αγίας Έδρας. Λεγόταν ότι ο Ερρίκος ήταν «τόσο πολύ δυσαρεστημένος με τον πάπα, που δεν θα πίστευε πια τίποτε, παρά μόνο έργα» και επίσης «ότι στα σχέδια τού πάπα δεν ήταν το βασίλειο τής Νάπολης, αλλά ότι μοναδική του πρόθεση ήταν πάντοτε να πάρει τη Σιένα…».107
Τώρα όμως οι Καράφα δεν θα έπαιρναν ποτέ τη Σιένα. Όπως ενημέρωνε ο Ναβαγκέρο την ενετική κυβέρνηση, «την Τρίτη [29 Ιουνίου] ο πρέσβης από τη Φλωρεντία [Τζιανφιλιάτσι] είχε αγγελιοφόρο από τον δούκα του, με την είδηση ότι είχε πάρει τη Σιένα ως φέουδο από τον βασιλιά Φίλιππο…». Ο Φίλιππος είχε δώσει επίσης εντολή στον δούκα Κόσιμο να παροτρύνει τον πάπα να κάνει ειρήνη «με τούς όρους που ο ίδιος [ο πάπας] θα απαιτήσει». Όμως αν επέλεγε να κάνει πόλεμο, «θα είχε πολύ από αυτόν». Στις 3 Ιουλίου οι υποχρεώσεις και τα άρθρα που εγκαθίδρυαν «διαρκή ένωση και απαραβίαστη συνομοσπονδία» μεταξύ Φιλίππου και Κόσιμο Μέδικου αναγνωρίστηκαν οριστικά. Ο Φλωρεντινός γινόταν «υποτελής τής μοναρχίας τής Ισπανίας» και ήταν υποχρεωμένος, εφόσον τού ζητιόταν, να υπερασπιστεί τόσο τη Νάπολη όσο και το Μιλάνο. Τα υποστυλώματα είχαν καταρρεύσει κάτω από τη βασανιστική και διπρόσωπη εξωτερική πολιτική τού Κάρλο Καράφα.
Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα είχε μόλις φτάσει στο Βαλμοντόνε και προέλασε εναντίον τής Παλεστρίνα, όπου κατέλαβε την κάτω πόλη. Οι δυνάμεις του στρατοπέδευαν τώρα είκοσι μίλια από τη Ρώμη, ενώ το ιππικό του είχε προελάσει «σε απόσταση ενός μιλίου από τη Λονγκέτσα, τόπο που ανήκει στην οικογένεια Στρότσι», οκτώ μόνο μίλια από την πόλη. Ο καρδινάλιος Πέδρο Πατσέκο είχε περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα με τον Παύλο Δ’ την Κυριακή (27 Ιουνίου), επισημαίνοντας τον κίνδυνο. Οι δυνάμεις τού Μαρκ’ Αντόνιο θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν κάτω από τα τείχη τής Ρώμης μέσα σε λίγες ώρες. Ο δούκας τής Άλβα είχε στη διάθεσή του εβδομήντα γαλέρες. Μέσα σε δύο μέρες θα μπορούσε να μετακινήσει τα στρατεύματα του σε οποιοδήποτε μέρος των παπικών κρατών επέλεγε.
Ο Παύλος Δ’ ήταν πάντοτε ασαφής, όταν συζητιόταν η ειρήνη, αλλά είπε όντως στον Πατσέκο, «ότι αν τού επέστρεφαν τα δικά του, θα έκανε ειρήνη». Σύμφωνα με τον μαρκήσιο τού Μοντεμπέλλο ο γαλλικός στρατός είχε διαλυθεί σχεδόν εντελώς, ο Γκυζ είχε στείλει περίπου 2.000 πεζούς στη Φερράρα «και μεγάλο μέρος των ευγενών είχαν αναχωρήσει». Ο Μοντεμπέλλο, ο οποίος λόγω μνησικακίας ήθελε να βλάψει τον Γκυζ, δήλωνε «ότι… θα είναι απαραίτητο για τον πάπα είτε να συμβιβαστεί με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς ή ότι μέσα σε ένα μήνα από τώρα πρέπει να φύγει από τη Ρώμη προς τη Βενετία ή την Αβινιόν…».108
Ό,τι κι αν επέλεγε ο πάπας να κάνει, και φαινόταν ότι δεν είχε δυνατότητα επιλογής, ο Ερρίκος Β’ βρισκόταν σε πόλεμο με τον Φίλιππο κατά μήκος των συνόρων τής βόρειας Γαλλίας, καθώς και στην Ιταλία. Οι Ενετοί, πιασμένοι στη μέση τής σύγκρουσης στην Ιταλία, ήσαν αποφασισμένοι να παραμείνουν ουδέτεροι, ό,τι κι αν συνέβαινε. Δεκάδες έγγραφα δείχνουν ότι προσπαθούσαν να κάνουν ειρήνη μεταξύ των δύο παντοδύναμων μαχητών. Όμως το πρωί τής 3ης Ιουλίου (1557) ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, ο Ντομινίκ Ντυγκάμπρ, εμφανίστηκε ενώπιον τού Κολλέγιου, για να εξηγήσει ότι ο Ερρίκος είχε προσλάβει 6.000 Ελβετούς μισθοφόρους, τούς οποίους έστελνε στο δουκάτο τής Φερράρας (για να ενισχύσει τις ανεπαρκείς δυνάμεις τού Γκυζ). Ο Ντυγκάμπρ ζητούσε άδεια να περάσουν αυτοί μέσα από τις επαρχίες τού Μπέργκαμο και τής Μπρέσσια. Αργότερα την ίδια μέρα η Γερουσία αναγνώρισε το δικαίωμα διέλευσης (transito) των μισθοφόρων τού Ερρίκου, δίνοντας εντολή στους πολιτικούς διοικητές να διαθέσουν προς αγορά τρόφιμα και προμήθειες.109
Ο Ερρίκος θα προσπαθούσε να αναλάβει τη φροντίδα τού δούκα τού Γκυζ και των Γασκώνων και άλλων μισθοφόρων του μέσα και γύρω από το δουκάτο τής Φερράρας, αλλά τι άραγε θα έκανε για τη Ρώμη; Ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα φαινόταν να έχει δικό του στρατό: 2.500 Γερμανούς, «καλούς στρατιώτες και πολύ καλά οπλισμένους», 1.500 Καλαβρέζους, 1.000 αγρότες και 500 ιππείς. Έλεγε ότι ήθελε ειρήνη και δεν θα εμπόδιζε (έλεγε) τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν τότε σε εξέλιξη γι’ αυτόν τον σκοπό. Όμως αργά το απόγευμα στις 30 Ιουνίου «το ιππικό του άρπαξε μεγάλο αριθμό γελαδιών σε απόσταση ενός μιλίου από τη Ρώμη». Ο Κάρλο Καράφα ήταν καχύποπτος με την απόπειρα διαμεσολάβησης τού Κόσιμο Μέδικου, γιατί ήξερε ότι ο Κόσιμο ήθελε να διώξει τούς Γάλλους από την Τοσκάνη. Για να κάνει ειρήνη, ο Κάρλο ήθελε συγκεκριμένη δήλωση από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, για τις παραχωρήσεις που ήσαν διατεθειμένοι να κάνουν στον πάπα.
Ο Μοντεμπέλλο έβγαινε από τα ρούχα του καθώς φοβόταν, ότι οι δύο αδελφοί του, όπως και ο πάπας, δεν έβλεπαν την επικείμενη καταστροφή, «με τον Μαρκ’ Αντόνιο στις πύλες τής Ρώμης και τον δούκα τής Άλβα με τέτοια δύναμη στα όρια τού Μάρκε τής Αγκώνας». Παρ’ όλα αυτά ο Φλωρεντινός πρεσβευτής Τζιανφιλιάτσι ενημέρωνε τον γραμματέα τού Ναβαγκέρο με απόλυτη εχεμύθεια, ότι ανέμενε ότι ο δούκας Κόσιμο σύντομα θα έπαιρνε από τον βασιλιά Φίλιππο πλήρη εξουσιοδότηση, για να κάνει ειρήνη με τον πάπα και τον καρδινάλιο Καράφα, οι οποίοι (πίστευε ο Τζιανφιλιάτσι) είχαν γίνει έτοιμοι να θέσουν τέλος στον πόλεμο, αν και «όλα εξαρτώνται από την απόσπαση αυτού τού γέρου από τούς Γάλλους».110
Ο στρατάρχης Στρότσι είχε φτάσει στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου (1557), προφανώς φέρνοντας στους Γάλλους κάθε διαβεβαίωση τής επιθυμίας τού Παύλου Δ’, ακόμη και τής αποφασιστικότητάς του να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Ισπανών. Προβαλλόταν ο ισχυρισμός, ότι οι μόνες αποτυχίες τού πάπα είχαν προκληθεί από την έλλειψη ανδρών και χρημάτων, αλλά μέσω τού Στρότσι προσφερόταν τώρα να προσθέσει 6.000 πεζούς στρατιώτες στον στρατό τής ένωσης, επιπλέον των Ελβετών μισθοφόρων που έλπιζε και ανέμενε ότι σύντομα θα βρίσκονταν στην υπηρεσία τής Αγίας Έδρας. Είχε στείλει τον Ντιομέντε, τον μικρό γιο τού δούκα τού Παλιάνο, ως όμηρο στη γαλλική αυλή και ως εγγύηση για την καλή πίστη τής οικογένειας Καράφα. Ειπώθηκε ότι στο όνομα τού πάπα ο Στρότσι παρακάλεσε τον Ερρίκο Β’ να μην αποσύρει τον Γκυζ ή τα γαλλικά στρατεύματα από το ιταλικό μέτωπο. Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις τους, ο Ερρίκος Β’ και οι σύμβουλοί του συμφώνησαν να συνεχίσουν αυτό που έκαναν, αφήνοντας τον Γκυζ στην Ιταλία και προσπαθώντας να προσθέσουν στις δυνάμεις τους περισσότερους Ελβετούς μισθοφόρους.111
Ενώ ο Στρότσι επιδίωκε να εξασφαλίσει τη συνέχιση τής γαλλικής βοήθειας για τον πάπα, ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα κατέστρεφε τη Ρωμαϊκή Καμπανία, «απομακρύνοντας και καίγοντας τα σιτηρά». Τα κατεχόμενα από τούς παπικούς Παλιάνο και Βελλέτρι κινδύνευαν να πέσουν στον Κολόννα. Οι φρουρές τους ήσαν μικρές, οι άνδρες ήσαν δυσαρεστημένοι και ήταν απίθανο να πολεμήσουν. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί καρδινάλιοι, οι πρεσβευτές Τζιανφιλιάτσι και Ναβαγκέρο και άλλοι συνέχιζαν τις αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις τους για να γίνει ειρήνη. Ο πάπας δεν έκανε κανένα θετικό βήμα για τον τερματισμό τού πολέμου, αφήνοντας τα πάντα στον καρδινάλιο Καράφα, τον οποίο δεν εμπιστευόταν κανείς.
Από την άλλη πλευρά ο πάπας και ο Καράφα δεν εμπιστεύονταν τις προθέσεις τού Άλβα και τού Κολόννα, ούτε εκείνες τού Κόσιμο Μέδικου.112 Η υποτιθέμενη επιθυμία τού πάπα για ειρήνη δεν αυξήθηκε καθόλου, όταν κατά τη διάρκεια τού απογεύματος τής 19ης Ιουλίου εισήλθαν στη Ρώμη περίπου 2.000 Ελβετοί μισθοφόροι. Ο πάπας τούς χαιρέτησε ως «αγγέλους σταλμένους από τον Θεό για να υπερασπιστούν την υπόθεσή του» και σύντομα έσπευσαν, μαζί με 2.000 Ιταλούς στρατιώτες, να υπερασπιστούν το Παλιάνο.113
Καθώς τα παπικά στρατεύματα βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Παλιάνο, στη Ρώμη έφταναν νέα για την κατάληψη τής Σιένα από τον Κόσιμο Α’ Μέδικο. Οι Σιενέζοι πατριώτες στο Μονταλτσίνο έκλαιγαν. Ο Κόσιμο προσπαθούσε να βοηθήσει τον Άλβα να κάνει ειρήνη με τον πάπα, γιατί ο Φίλιππος Β’ το ήθελε έτσι. Ο πάπας και ο καρδινάλιος Καράφα περίμεναν την επιστροφή τού Στρότσι και την αναφορά του για το τι ήταν πια ο Ερρίκος Β’ διατεθειμένος να πράξει. Ο Ερρίκος αντιμετώπιζε επίσης κρίση, γιατί ο Φίλιππος συγκέντρωνε τεράστιες δυνάμεις στα απώτατα βορεινά σύνορα τής Γαλλίας.114 Καθώς οι Καράφα περίμεναν ελπίζοντας για καλά νέα, βαρύ πλήγμα έπεσε πάνω τους. Στις 10 το πρωί στις 28 Ιουλίου (1557) έφτασε αγγελιοφόρος στη Ρώμη, με την είδηση της πλήρους ήττας των ελβετικών και ιταλικών στρατευμάτων, που είχαν σταλεί σε επικουρία τού Παλιάνο.
«Λόγω αυτής τής πολύ σημαντικής ήττας», όπως έσπευδε ο Ναβαγκέρο να ενημερώσει την ενετική κυβέρνηση,
το Παλιάνο και το Βελλέτρι πρέπει να θεωρούνται χαμένα και η Ρώμη βρίσκεται σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, καθώς δεν υπάρχει κανείς εδώ για να την υπερασπιστεί, ούτε υπάρχει άλλη δυστυχισμένη πόλη στον κόσμο με πιο δυσαρεστημένο πληθυσμό…. Ο καρδινάλιος Καράφφα έχει δώσει στους Ρωμαίους να καταλάβουν ότι, αφού δεν εκταμιεύουν τις 130.000 κορώνες που έχουν υποσχεθεί αντί για τον ένα τοις εκατό [φόρο επί τής «ακίνητης περιουσίας»], πρέπει να ετοιμαστούν να πληρώσουν αυτόν τον φόρο…
Εξετάστηκε και πάλι η γενναιόδωρη προσφορά τού Φιλίππου Β’ για ειρήνη. Αυτή τη φορά οι όροι συζητήθηκαν με λεπτομέρεια, αλλά ο πάπας και ο Καράφα δεν κατέληξαν σε καμία τελική απόφαση.115
Ο Στρότσι επέστρεψε στη Ρώμη στις 30 Ιουλίου, δηλώνοντας ότι ο Ερρίκος Β’ θα συνέχιζε να υποστηρίζει τον πάπα και ότι ο Γκυζ θα παρέμενε στην Ιταλία για όσο διάστημα επιθυμούσε ο πάπας. Τρεις ημέρες αργότερα ο καρδινάλιος Καράφα και ο αδελφός του Τζιοβάννι είχαν φοβερό καυγά παρουσία τού Στρότσι στον κήπο τής οικογένειας στο Τραστέβερε. Αν δεν παρέμβαινε ο Στρότσι, θα είχαν έρθει στα χέρια. Ο Τζιοβάννι κατηγορούσε τον καρδινάλιο ότι τούς πρόδιδε όλους, καταστρέφοντας τη Χριστιανοσύνη, ερημώνοντας την Ιταλία και καταστρέφοντας την οικογένειά τους.116 Εκτός από την καταστροφή τής Χριστιανοσύνης, θα ήταν δύσκολο να κατηγορηθεί ο Τζιοβάννι για άδικη υπερβολή.117
Θα ερχόταν και χειρότερο πλήγμα. Στις 10 Αυγούστου (1557) κακοδιοικούμενος γαλλικός στρατός υπό τον κοντόσταυλο Ανν ντε Μονμορενσύ ηττήθηκε άσχημα κάτω από τα τείχη τού Σαιν Κεντέν. Σύμφωνα με αναφορά τού Σοράντσο προς τη Βενετία, «κατατροπώθηκε όλος ο γαλλικός στρατός, 12.000 περίπου άτομα σκοτώθηκαν, με πολύ μικρές απώλειες για τον εχθρό».118 Ο Ερρίκος Β’ κάλεσε τον Φρανσουά ντε Γκυζ στην πατρίδα, αν και επέτρεψε σε κάποια στρατεύματα στην υπηρεσία των Γάλλων να παραμείνουν στην υπηρεσία τού πάπα. Πρότεινε επίσης, να προσπαθήσει ο πάπας να κανονίσει ειρήνη με τούς Ισπανούς με ενετική μεσολάβηση.119
Το απομεσήμερο τής 23ης Αυγούστου (1557) έφτασε αγγελιοφόρος από τη Βενετία με επιστολές από τον Φρανσίσκο ντε Βάργκας προς τον καρδινάλιο Πατσέκο, «ανακοινώνοντας την κατατρόπωση τού κοντόσταυλου στη Γαλλία». Μερικές ώρες αργότερα ο Πατσέκο συσκεπτόταν με τον Παύλο Δ’, καλώντας τον να κάνει ειρήνη με τον Άλβα, όσο είχε ακόμη την ευκαιρία. Ο γέρος έλεγε στον Πατσέκο, ότι ο Φίλιππος Β’, κάνοντας ειρήνη μετά τη νίκη του στο Σαιν Κεντέν, «θα αποδείξει ακόμη περισσότερο την υπακοή του και την καλή του θέληση προς αυτή την Αγία Έδρα». Δύο αγγελιοφόροι έφτασαν από τον Φρανσουά ντε Γκυζ, τον οποίο ο Ερρίκος Β’ είχε καλέσει πίσω στη Γαλλία. Όλοι πια συμφωνούσαν, ότι ο Παύλος έπρεπε να κάνει ειρήνη. Η εναλλακτική του λύση θα ήταν καταστροφική για τον παπισμό, καθώς και για τούς Καράφα. Ο Στρότσι συσκεπτόταν με τον καρδινάλιο Καράφα και τον Τζιοβάννι ντι Παλιάνο όλη τη νύχτα τής 23-24 Αυγούστου μέχρι τις 4 το πρωί, παρατηρώντας ότι «εδώ και αιώνες ο κόσμος δεν έχει γνωρίσει μεγαλύτερη σύγχυση από τη σημερινή…».120
Τη νύχτα τής 26-27 Αυγούστου μεγάλο μέρος τού στρατού τού Άλβα, —15.000 πεζοί και 2.000 ιππείς σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι— με σκάλες και πυροβολικό πεδίου έφτασαν στα ίδια τα τείχη τής Ρώμης. Μόνο η επαγρύπνηση των κατοίκων και ιδιαίτερα τού καρδινάλιου Καράφα έσωσε την πόλη από την κατάληψη, τη λεηλασία και την ερήμωση.121 Ο Σοράντσο ανέφερε από το Παρίσι, ότι οι Παριζιάνοι «με υβριστικά λόγια και με πλακάτ στις γωνίες των δρόμων» ονείδιζαν τον Ανν ντε Μονμορενσύ για την ανεπάρκειά του ως στρατιώτη. Από τις μομφές δεν γλύτωναν ούτε οι αντίπαλοί του, οι Γκυζ, τόσο ο καρδινάλιος, που είχε διαπραγματευτεί την ένωση με τον Παύλο Δ’, όσο και ο δούκας, που είχε διεξαγάγει τον πόλεμο στην Ιταλία.122
Ήταν σαφές, ότι η ειρήνη ήταν η μεγάλη ανάγκη «αυτής τής δύστυχης και ταραγμένης Ιταλίας».123 Παρά τη σημαντική του νίκη στο Σαιν Κεντέν στις 10 Αυγούστου και την κατάληψη τής πόλης από τις δυνάμεις του στις 27 τού μηνός, ο Φίλιππος Β’ λεγόταν ότι ήταν «περισσότερο έτοιμος και με κλίση μεγαλύτερη από ποτέ για συμφωνία και συμφιλίωση με την Αγιότητά του». Η Βενετία έστειλε λοιπόν ολοταχώς άλλον απεσταλμένο στη Ρώμη και ενέτεινε τις προσπάθειές της για να βοηθήσει τον Παύλο Δ’ να καταλήξει σε συμφωνία με τον Άλβα. Ο εν λόγω Ενετός απεσταλμένος ήταν ο Μαρκ’ Αντόνιο ντι Φραντσέσκι, γραμματέας τής Σινιορίας, τού οποίου το έγγραφο αποστολής έχει ημερομηνία 30 Aυγούστου.124 Ο πάπας, μη διαθέτοντας στρατεύματα και χρήματα, τρόφιμα και πολεμοφόδια, δεν ήταν ακόμη πρόθυμος να κάνει ειρήνη παρά μόνο με τούς δικούς του όρους, ενώ η υπαναχώρηση τού καρδινάλιου Καράφα (που πονούσε ακόμη για την αποτυχία του να πάρει τη Σιένα) ήταν πολύ ενοχλητική για τον δούκα τής Άλβα. Ο Αντόνιο Καράφα, ο μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο, θεωρούσε πιθανό, δεδομένου ότι ο Παύλος δεν θα έκανε δυσμενή ειρήνη, να υποχρεωθεί στην πραγματικότητα ο παπικός του θείος να «δραπετεύσει από εδώ στην Αβινιόν ή στη Βενετία και επειδή στην Αβινιόν θα βρίσκεται μεταξύ βαρβάρων, που δεν έχουν γι’ αυτόν μεγάλη φιλία, πιστεύει ότι αυτός [ο πάπας] θα επιλέξει τη Βενετία». Ο καρδινάλιος Καράφα, καταδικάζοντας τόσο τούς Ισπανούς όσο και τούς Γάλλους ως βαρβάρους, έλεγε στον Ναβαγκέρο, «ότι ο πάπας βρίσκεται σε απόγνωση» (ch’ el Papa si truova disperato) και ότι πράγματι θα μπορούσε να αποσυρθεί στη Βενετία ή στη Γαλλία.125
Στις 3 Σεπτεμβρίου ο φλύαρος ποντίφηκας, χορηγώντας στον Ναβαγκέρο ακρόαση πριν χορηγήσει άλλη στον καρδινάλιο Πατσέκο, εξέφραζε τη λύπη του για τη γαλλική καταστροφή στο Σαιν Κεντέν. Η Αγιότητά του είχε πολλά να πει, σημειώνοντας ότι
θα ήταν νόμιμο και πραγματικά αξιέπαινο για εμάς να καλούσαμε τούς Τούρκους, τούς Μαυριτανούς και τούς Εβραίους για την άμυνά μας, έχοντας δεχτεί εισβολή από εκείνους τούς φιλο-αυτοκρατορικούς χωρίς καμία αιτία, εκτός από το ότι δεν επιλέγουμε να τούς εμπιστευτούμε και να μετατραπούμε σε λεία τους, αφού θυμόμαστε τι έκαναν πριν από 30 χρόνια στον Κλήμεντα,… και ήμασταν παρόντες στην άλωση αυτής τής πόλης.126
Την επόμενη μέρα ο Ναβαγκέρο και ο Ενετός γραμματέας Μαρκ’ Αντόνιο ντι Φραντσέσκι είχαν μακρά σύσκεψη με τον καρδινάλιο Καράφα και εξίσου μακρά ακρόαση με τον πάπα. Ο Καράφα ήταν αμυντικός, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις δραστηριότητές του από την εποχή τής αποστολής του στη Γαλλία και υποστηρίζοντας (σε αντίθεση με τα αποδεικτικά στοιχεία), ότι ήταν πάντοτε υπέρμαχος τής ειρήνης. Ο πάπας περνούσε την ώρα του ψυχαγωγώντας τον Φραντσέσκι με τούς κακούς τρόπους τού Άλβα, των Κολόννα και όλων των λεγόμενων φιλο-αυτοκρατορικών.127
Μέρα με τη μέρα υπήρχαν συσκέψεις και ακροάσεις, επιστολές προς και από τον Άλβα, την Ενετική Σινιορία και τον Κόσιμο Μέδικο. Ο Ενετός γραμματέας Φραντσέσκι συσκέφτηκε επί μακρόν με τον Άλβα στο Τζενατσάνο στις 6 Σεπτεμβρίου (1557), που ήταν προοίμιο για την τρίωρη συνάντηση τού Άλβα στις 9 τού μηνός στο Κάβε (μεταξύ Παλεστρίνα και Τζενατσάνο) με τούς καρδινάλιους Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, Κάρλο Καράφα και Βιτελότσο Βιτέλλι. Ο Αντόνιο Καράφα ντι Μοντεμπέλλο είχε έρθει στο Κάβε με τούς καρδινάλιους, αλλά ο Άλβα τον απέκλεισε από τις διαπραγματεύσεις.
Συμφωνήθηκε τελικά ειρήνη στις 11 ή 12 Σεπτεμβρίου. Οι Φρανσουά ντε Γκυζ και Πιέτρο Στρότσι, ύστερα από μια τελευταία επίσκεψη στον πάπα, επιβιβάστηκαν σε πλοίο στην Τσιβιταβέκκια για Μασσαλία. Η κύρια δυσκολία που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες στη «διάσκεψη» (congresso) ήταν το μέλλον τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, στον οποίο ως «επαναστάτη» ο πάπας αρνιόταν απολύτως να επιστρέψει το Παλιάνο. Ποιος λοιπόν θα κρατούσε το λεγόμενο δουκάτο; Οι Άλβα και Καράφα έκαναν μυστική συμφωνία για το Παλιάνο, στην οποία θα έρθουμε σε λίγο.
Η γενική ειρήνη, η οποία υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου, θα λάμβανε επίσημη ανακήρυξη σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που είχε συγκληθεί για τις 15 τού μηνός. Όμως το εκκλησιαστικό συμβούλιο δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, γιατί τη νύχτα τής 14ης Σεπτεμβρίου και όλη την επόμενη μέρα ο Τίβερης ξεχείλιζε από τις όχθες του, φτάνοντας στα ίδια καταστροφικά ύψη όπως στα μέσα Οκτωβρίου 1530. Σε ορισμένους δρόμους το νερό ανέβηκε στα έξι πόδια, καταστρέφοντας σιτηρά, μολύνοντας κρασιά και μουσκεύοντας ξύλα. «Πολλοί πυλώνες γεφυρών έχουν σχιστεί από την απόλυτη ισχύ τού χειμάρρου», όπως ενημέρωνε ο Ναβαγκέρο την κυβέρνησή του σε επιστολή τής 17ης Σεπτεμβρίου. Δύο από τις αψίδες τής γέφυρας Πόντε Σάντα Μαρία, τής αρχαίας Πονς Αιμίλιους, παρασύρθηκαν τώρα από τα νερά. Θα τις αντικαθιστούσε ο Γρηγόριος ΙΓ’ για το ιωβηλαίο τού 1575. Η δύναμη τού χειμάρρου στη στροφή τού Τίβερη, ακριβώς κάτω από την Ίζολα Τιμπερίνα, είχε απαιτήσει πολλές ανακατασκευές τής γέφυρας από τον 13ο αιώνα. Τελικά όμως, στις 14 Δεκεμβρίου 1598, μια άλλη μεγάλη πλημμύρα προκάλεσε την κατάρρευση ολόκληρου τού ανατολικού μισού τής μεγαλοπρεπούς καμάρας και στο εξής η γέφυρα θα ήταν γνωστή (όπως εξακολουθεί να είναι), ως Πόντε Ρόττο (Σπασμένη Γέφυρα).128
Στην πλημμύρα τού Σεπτεμβρίου τού 1557, όπως και σε εκείνη τού Οκτωβρίου τού 1530, πολλά άτομα βρέθηκαν πνιγμένα στα σπίτια τους. Νεκρά ζώα ρύπαιναν τούς δρόμους. Ο Ναβαγκέρο μόλις και μετά βίας κατάφερε να σώσει τα άλογά του, στέλνοντάς τα σε έναν αμπελώνα σε ύψωμα. Διάφορα κτίρια υπέστησαν σοβαρές ζημιές και αναμενόταν να καταρρεύσουν. Ολόκληρη η πρόσοψη τού παλατιού τού καρδινάλιου Σερμονέτα, που έβλεπε στον Τίβερη, έπεσε στις 17 Σεπτεμβρίου.129 Μια επιγραφή στην πρόσοψη τής Εκκλησίας τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα καταγράφει ακόμη το φοβερό επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει η πλημμύρα αυτή, όπως και άλλες, καταστρέφοντας έργα τέχνης, καθώς και τη ζωή και τις ελπίδες τόσο πολλών κατοίκων τής πόλης.
Τα καλά νέα τής ειρήνης τού Κάβε έφτασαν στη Βενετία στις 5 το απόγευμα στις 17 Σεπτεμβρίου, με βιαστικό σημείωμα που είχε γράψει ο Ναβαγκέρο τα μεσάνυχτα στις 12 τού μηνός.130 Σύμφωνα με τη συνθηκολόγηση τού Κάβε, ο δούκας τής Άλβα, «ως αφοσιωμένος και υπάκουος γιος» (come devoto e ubbidiente figliuolo), θα αναλάμβανε πράξη δημόσιας υπακοής στον πάπα για λογαριασμό τού Φιλίππου Β’, για την εξασφάλιση τής «συγνώμης και χάρης» από την Αγιότητά του. Ο Παύλος Δ’ θα δεχόταν τον Φίλιππο ως καλό γιο τής Αγίας Έδρας. Επίσης θα αποχωρούσε από την ένωση με τον Ερρίκο Β’ και στο εξής θα παρέμενε ουδέτερος. Ο Άλβα ή μάλλον ο Φίλιππος θα επέστρεφαν στην Αγία Έδρα όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και εδάφη που είχαν καταλάβει μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου. Κάθε πλευρά θα έδινε πίσω τα κομμάτια πυροβολικού που είχε αρπάξει από την άλλη.
Όλες οι τιμωρίες, κοσμικές καθώς και πνευματικές, έπρεπε να διαγραφούν και όλα τα αγαθά, οι τίτλοι και τα προνόμια έπρεπε να επιστραφούν, με την εξαίρεση ότι, ως αντάρτες εναντίον τής Αγίας Έδρας, οι Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια και Τζιαν Φραντσέσκο Γκουίντι ντι Μπάνιο δεν επρόκειτο να πάρουν ούτε χάρη ούτε την περιουσία τους από τον πάπα. Το Παλιάνο θα δινόταν στον Μπερναρντίνο Καρμπόνε, τον οποίο εμπιστεύονταν τόσο ο πάπας όσο και ο Άλβα. Ο Καρμπόνε θα ορκιζόταν όρκο υποτέλειας και στις δύο πλευρές και θα κρατούσε το Παλιάνο με δύναμη οκτακοσίων πεζών, τη δαπάνη τής οποίας θα μοιράζονταν τα συμβαλλόμενα μέρη, «και θα τηρεί τις συμβάσεις που έχουν συμφωνηθεί από τον κύριο καρδινάλιο Καράφα και τον κύριο δούκα τής Άλβα για λογαριασμό των ηγεμόνων τους».
Οι εν λόγω συμβάσεις ήταν μυστική συμφωνία, ότι ο Φίλιππος Β’ μπορούσε να αγοράσει από τον Τζιοβάννι Καράφα, αν ήθελε, το δουκάτο τού Παλιάνο και να διορίσει δούκα σε αυτό, που δεν έπρεπε να είναι εχθρός τής Αγίας Έδρας (αποκλείοντας έτσι τον Μαρκ’ Αντόνιο). Αν ο Φίλιππος δεν ασκούσε αυτό το δικαίωμα και την υποχρέωση πληρωμής εντός έξι μηνών, το Παλιάνο θα επανερχόταν στον Τζιοβάννι. Στο εξής όμως η πόλη πάνω στον βραχώδη λόφο της έπρεπε να παραμένει ανοχύρωτη. Η Βενετία θα διαιτήτευε σε κάθε «δυσκολία ή αντίφαση» που θα προέκυπτε μεταξύ των δύο μερών και η απόφαση τής Γαληνοτάτης έπρεπε να γίνεται αποδεκτή «χωρίς καμία αντίρρηση» (senza replica alcuna).131
Γύρω στις 8 το βράδυ στις 19 Σεπτεμβρίου ο Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, δούκας τής Άλβα, αντιβασιλέας τής Νάπολης, κυβερνήτης τού Μιλάνου και γενικός διοικητής τού ισπανο-ναπολιτάνικου στρατού, εισήλθε στη Ρώμη. Τον συνόδευαν «πολλοί άρχοντες και ευγενείς, Ισπανοί και Ιταλοί» καθώς και ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα, ο δούκας τού Παλιάνο και ο μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο. Ο παπικός γραμματέας Μασσαρέλλι λέει ότι υποδέχθηκαν τον Άλβα «με τη μεγαλύτερη ευτυχία και χαρά» (maxima populi laetitia ac gratulatione). Καθώς περνούσε κάτω από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, χαιρέτησαν τον Άλβα με βολή κανονιού. Κατευθύνθηκε στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου τον περίμενε ο Παύλος Δ’ με είκοσι περίπου καρδιναλίους. Κατά την άφιξή του στην αίθουσα ακροάσεων τον Άλβα υποδέχθηκε με χαρά ο πάπας, «του οποίου φίλησε τα πόδια με μεγάλη ευλάβεια και ταπεινά», λέει ο Μασσαρέλλι, «ζητώντας συγνώμη για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στον παρελθόντα πόλεμο κατά τής Αποστολικής Έδρας και τής Αγιότητάς του, προσφέροντας τον εαυτό του ως πολύ υπάκουο γιο και υπηρέτη τόσο τής Έδρας όσο και τής Αγιότητάς του». Για τον περήφανο Καστιλλιάνο όλα αυτά ήσαν «ῥίζα ἀναβρύουσα χολὴν καὶ πικρίαν» (Δευτερονόμιον, 29:18,19), αλλά έκανε εκείνο που είχε διατάξει ο βασιλιάς του.
«Τον υποδέχθηκε υπέροχα η Αγιότητά του», συνεχίζει ο Μασσαρέλλι, «όπως τον άσωτο γιο, που έχοντας επιστρέψει στον πατέρα του, εκείνος τον έχει ακούσει με έλεος και τού έχει δώσει την πατρική ευλογία». Τότε ο Παύλος σήκωσε τον πρώην εχθρό του, τον αγκάλιασε και (σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο) μίλησε μαζί του για περίπου μισή ώρα. Την επόμενη μέρα (20 Σεπτεμβρίου) ο Παύλος «δημοσίευσε» την ειρήνη του με τον Φίλιππο Β’ σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο και ανακοίνωσε τον διορισμό δύο λεγάτων, «για να φροντίσουν επίσης για γενική ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων» (ut pacem etiam generalem inter principes Christianos procuraret).
Τώρα που η Ιταλία βρισκόταν σε ειρήνη, ο Παύλος ήθελε να φέρει την ευλογία και στην Φλάνδρα και τη βόρεια Γαλλία. Οι επιλογές του ως καρδινάλιοι λεγάτοι ήσαν ο Κάρλο Καράφα στον Φίλιππο Β’ και ο Αντόνιο Τριβούλτσιο, ένας γαλλόφιλος Μιλανέζος, στον Ερρίκο Β’. Την ίδια μέρα ελευθερώθηκαν οι κρατούμενοι τού πάπα από το Καστέλλο, δηλαδή ο αυτοκρατορικός πρέσβης Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα, ο απεσταλμένος Πίρρο ντελλ’ Οφφρέδο, ο ταχυδρομικός προϊστάμενος Χουάν Αντόνιο ντε Τάξις, οι ευγενείς Καμίλλο Ορσίνι και Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, ο Ιππόλιτο Γκαπιλούπι, γραμματέας τού καρδινάλιου Έρκολε Γκονζάγκα και άλλοι. Υπήρχε βαθιά αίσθηση ανακούφισης και όχι μόνο στη Ρώμη αλλά σε όλη την Ιταλία.
Ο δούκας τής Άλβα έφυγε από τη Ρώμη για να επιστρέψει στη Νάπολη την Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου (1557). Μια βδομάδα αργότερα ο πάπας έστειλε νούντσιο στη Νάπολη, για να πάει το χρυσό ρόδο στη σύζυγο τού Άλβα, τη δούκισσα Μαρία Ενρίκεζ. Ο Κάρλο Καράφα πήρε τον λεγατινό σταυρό σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο (στις 6 Οκτωβρίου) και έφυγε από τη Ρώμη για την αυλή τού Φιλίππου Β’ (στις 22 Οκτωβρίου), συνοδευόμενος από τον αδελφό του Αντόνιο, «καρδινάλιος λεγάτος για ειρήνη και ο άλλος σύντροφος στο ταξίδι» (cardinalis legatus pro pace, et alter socius itineris). Ο Τριβούλτσιο, επιστρέφοντας εσπευσμένα από τη Βενετία (όπου είχε υπηρετήσει πρώτα ως νούντσιος και στη συνέχεια προφανώς ως λεγάτος), πήρε επίσης τον σταυρό και ξεκίνησε για τη γαλλική αυλή δέκα περίπου ημέρες πριν από τον Καράφα. Μεγάλες ελπίδες πήγαιναν μαζί με τούς λεγάτους.132 Δεν πέτυχαν τίποτε. Οι προσπάθειες τού Καράφα στην αυλή των Αψβούργων στις Βρυξέλλες θα αποδεικνύονταν ιδιαίτερα απογοητευτικές.
Ο Παύλος Δ’ είχε δεχτεί την ειρήνη απρόθυμα, σχεδόν κάνοντας ό,τι χειρότερο μπορούσε για μια καλή συμφωνία. Στην πραγματικότητα οι ισπανικοί όροι ήσαν γενναιόδωροι. Ο Παύλος ήταν τυχερός. Όμως στις 19 Νοεμβρίου (1557) έγραφε στον Ερρίκο Β’, ότι είχε «εξαναγκαστεί να κάνει ειρήνη με τον Φίλιππο», για την οποία τον ενθάρρυναν τόσο ο ίδιος ο Ερρίκος όσο και ο Φρανσουά ντε Γκυζ, δεδομένου ότι οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να στείλουν στην Αγία Έδρα τη βοήθεια που ο Ερρίκος ήθελε να στείλει και την οποία απαιτούσε ο κίνδυνος. Ο Παύλος δεν είχε κάνει λοιπόν την ειρήνη που ήθελε, αλλά εκείνη που είχαν υπαγορεύσει οι δυσμενείς περιστάσεις. Τώρα ο Παύλος επιθυμούσε να δει τον Ερρίκο και τον Φίλιππο σε ειρήνη και για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός «με την ποιμαντική μας ιδιότητα» (pro pastorali officio nostro) έχει στείλει δύο καρδινάλιους ως «εκ μέρους του απεσταλμένους» (legati de latere) στον Ερρίκο και στον Φίλιππο, «οι οποίοι πρέπει να κάνουν μεταξύ σας αρμονία και ειρήνη» (qui de concordia et pace inter vos agant), έχοντας εμπιστοσύνη στον Παντοδύναμο, ότι το γεγονός τής ειρήνης θα ερχόταν από τη δική του επιθυμία.133
Μέχρι το τέλος τής ζωής του ο Παύλος παρέμεινε, σε γενικές γραμμές, γαλλόφιλος και αντι-Αψβούργος. Το μυαλό του όμως αμφιταλαντευόταν με τούς ανέμους τής τύχης και καθώς στρεφόταν εναντίον τού Φερδινάνδου, τού βασιλιά των Ρωμαίων (που τώρα γινόταν αυτοκράτορας), εύρισκε θερμά εγκωμιαστικά λόγια για τον Φίλιππο, «τόσο μεγάλο βασιλιά όσο κανένας άλλος που βασίλευσε ποτέ στη Χριστιανοσύνη και… ο οποίος σύντομα θα είναι ακόμη μεγαλύτερος!»134 Ήσαν πονηρή παρτίδα οι Καράφα. Ο Ενετός πρεσβευτής στην αυλή τού Φιλίππου, ο Μιτσιέλ Σουριάν, έγραφε από τις Βρυξέλλες (στις 14 Ιανουαρίου 1558): «Η γενική άποψη εδώ είναι ότι ο καρδινάλιος Καράφφα δεν έχει τόσο την ειρήνη στην καρδιά, αλλά σκέφτεται για τα δικά του ιδιωτικά ζητήματα».135
Ο νέος Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη, ο Φιλμπέρ Μπαμπού, επίσκοπος Ανγκουλέμ (και αργότερα καρδινάλιος), έγραφε στον Ερρίκο Β’ στις 11 Ιουνίου 1558 για πρόσφατη ακρόαση με τον Παύλο Δ’, ο οποίος τού έλεγε για την ασφάλεια που ένιωθε με τη φιλία τού Γάλλου βασιλιά, «την οποία ήξερε καλά, ότι δεν ήταν στις δυνατότητες ενός ζώντος ανθρώπου να αλλάξει ή να μειώσει». Η αγάπη τού ίδιου τού Παύλου για τον Ερρίκο ήταν τόσο μεγάλη, που κανένας, ούτε καν ο ίδιος ο βασιλιάς, δεν μπορούσε να αλλάξει, επιθυμώντας (όπως επιθυμούσε) «το μεγαλείο σας και την ευημερία των υποθέσεών σας» (vostre grandeur et la prosperité de vos affaires). Η γαλλική ατυχία στο Σαιν Κεντέν είχε φέρει στον Παύλο απίστευτη αγωνία και θλίψη, γιατί διαφορετικά θα είχε εγκαταλείψει τη Ρώμη και θα είχε πάει στην Αβινιόν, «και θα είχε προσπαθήσει κάθε άλλη τύχη αντί να αποδεχτεί ποτέ μια τέτοια συμφωνία, όπως αυτή που έχει προκληθεί» (et essayé toute autre fortune que de condescendre iamais à un tel accord que celuy qu’ il fist). Αλλά αν δεν υπήρχε η ανάγκη τού ίδιου τού Ερρίκου για τον δούκα τού Γκυζ και τον γαλλικό στρατό, ο Παύλος δεν θα υπέκυπτε ποτέ «στον νόμο τού εχθρού» (la loi de l’ ennemy). Όμως ο Ερρίκος δεν είχε πέσει πιο κάτω από το επίπεδο των προκατόχων του, που ήσαν πάντοτε «προστάτες και υπερασπιστές τής Αγίας Έδρας, σε αντίθεση με τον βασιλιά Φίλιππο, που συνεχίζει τον αγώνα, θέλοντας να καταστρέψει και να προκαλέσει σύγχυση εντελώς» (conservateurs et deffenseurs de ce Saint Siège, comme au contraire que le Roy Philippe tenoit de race de le vouloir ruiner et confondre entièrement).
Ο Παύλος έλεγε επίσης στον Μπαμπού, ότι τόσο η παραίτηση τού Καρόλου Ε’ από τον αυτοκρατορικό τίτλο όσο και η εκλογή τού Φερδινάνδου ήσαν «όλα δυο μηδενικά» (toutes deux nulles), αφού την εκλογή είχαν γιορτάσει όχι μόνο οι αιρετικοί, αλλά ακόμη και αιρεσιάρχες, δηλαδή Λουθηρανοί. Ο γιος τού Φερδινάνδου Μαξιμιλιανός, ο βασιλιάς τής Βοημίας, ήταν οπαδός των αιρετικών. Ο πρεσβευτής τού Φερδινάνδου [Μάρτιν Γκούζμαν] είχε έρθει στη Ρώμη τη νύχτα [στις 12-13 Μαΐου 1558]. Θα επέστρεφε στον Φερδινάνδο τη νύχτα. Ο πάπας δεν θα τον έβλεπε. Από τούς αιρετικούς ο Παύλος πέρασε, κατά την ακρόασή του με τον Μπαμπού, στους απίστους, γιατί η έλευση τουρκικού στρατού ή αρμάδας (l’armée turquesque) θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την Χριστιανοσύνη.
Οι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι ήσαν φίλοι τού Ερρίκου, αλλά δεν μπορούσε κανείς να εμπιστεύεται τούς άπιστους. Λεηλατούσαν και λαφυραγωγούσαν όπου αποβιβάζονταν σε χριστιανικό έδαφος, παίρνοντας μαζί τους ψυχές στην απώλεια, ακόμη και μικρά παιδιά. Υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος, ότι μπορούσαν να καταλάβουν και να κατέχουν κάποια οχυρωμένη πόλη [όπως είχαν κάνει στο Οτράντο το 1480-1481], πράγμα που θα ήταν πράγματι καταστροφή. Απαντώντας ο Μπαμπού έριξε την ευθύνη για την αναταραχή στην Ευρώπη στους Κάρολο Ε’ και Φίλιππο Β’. Ο Ερρίκος ήταν έτοιμος να υποβάλει τις διαφορές του με τούς Αψβούργους στον ίδιο τον πάπα. Αν ήσαν πρόθυμοι να κάνουν το ίδιο, θα μπορούσε να επιτευχθεί διευθέτηση χωρίς προσφυγή στα όπλα.
Όμως ο Κάρολος Ε’ προσπαθούσε να καταπιέζει και να υποβάλλει στην εξουσία του όλους τούς ηγεμόνες και τα κράτη τής Ευρώπης, ενώ ο γιος του ακολουθούσε «το παράδειγμα και τα χνάρια τού πατέρα του» (l’ exemple et les vestiges de son pére). Ο πάπας είχε υπάρξει πρόσφατα μάρτυρας τής αδικίας τού γιου με την επίθεση τού τελευταίου στην Αγία Έδρα. Εν πάση περιπτώσει μπορούσε να είναι βέβαιος, ότι ο Ερρίκος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του με τέτοια σύνεση, που οι Τούρκοι δεν θα πατούσαν σε χριστιανικό έδαφος, ως αποτέλεσμα των κινήσεων που θα γίνονταν και των μέτρων που θα λαμβάνονταν από τούς Γάλλους. Η ακρόαση και η επιστολή Μπαμπού έκλειναν με τον Παύλο να βρίσκει τον Φίλιππο «τόσο καλό χαρακτήρα!» (quelque bon nature!) και να κάνει έκκληση για ειρήνη.136
Σε κάθε περίπτωση, λίγους μόλις μήνες πριν από την επιστολή Μπαμπού προς τον Ερρίκο Β’, ένας τόσο οξύς παρατηρητής όπως ο καρδινάλιος Πιέτρο Μπερτάνο πίστευε, ότι ο πάπας επαινούσε πολύ τον Φίλιππο Β’ (όπως είδαμε), επειδή σκόπευε να τα σπάσει με τη Γαλλία και ίσως να βυθίσει την Ιταλία και την Αγία Έδρα σε άλλο καταστρεπτικό πόλεμο, αυτή τη φορά με τη Γαλλία! Όλα αυτά οδήγησαν τον Μπερτάνο να σχολιάσει τις ναυτικές προετοιμασίες, που λεγόταν ότι έκανε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν για μια ακόμη τουρκική επιχείρηση προς τα δυτικά.
Ο Μπερτάνο φοβόταν, όπως έγραφε ο Ναβαγκέρο στις Κεφαλές (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα στις 15 Ιανουαρίου 1558, ότι
ο Κύριος ο Θεός μας θα τον βοηθήσει να ευημερήσει [τον Σουλεϊμάν] λόγω των δικών μας αμαρτιών και ότι τα παπικά κράτη θα διατρέξουν πολύ μεγάλο κίνδυνο, αν ο πάπας τα σπάσει με τούς Γάλλους, γιατί ο στόλος τους θα ενωθεί με τον τουρκικό και γνωρίζοντας αυτοί, όπως γνωρίζουν, τις ανάγκες των φρουρίων μας και σε τι κατάσταση βρίσκονται, ιδιαίτερα η Τσιβιταβέκκια, την οποία φρουρούσαν για τόσο πολύ καιρό, φτιάχνοντας αυτούς τούς προμαχώνες, σύντομα θα μάς στερήσουν κάποιο σημαντικό τόπο….
Ο καρδινάλιος Μπερτάνο είχε ακόμη περισσότερα να πει:
Ποτέ δεν θα συμβούλευα τον βασιλιά Φίλιππο να κάνει τον πάπα να τα σπάσει με τη Γαλλία, επειδή μια τέτοια ρήξη δεν θα τού απέφερε κανένα κέρδος, αφού η Αγιότητά του δεν έχει τα μέσα για να δώσει στην Καθολική του Μεγαλειότητα ούτε χρήματα, ούτε τρόφιμα, ούτε στρατεύματα, ούτε πυρομαχικά. Αρκεί στον βασιλιά Φίλιππο να έχει τον πάπα φίλο του, όπως επίσης να τού δώσει υπόληψη και επιπλέον να αποκτήσει κάποια εύνοια στα δικά του εδάφη και διευκόλυνση για την συγκέντρωση χρημάτων εκεί. Αλλά αν ο βασιλιάς έχει διαφορετική πρόθεση, δεν θα έχει ποτέ την ψήφο μου, καθώς δεν είμαι τόσο πολύ υπηρέτης του ώστε να ξεχνώ ότι είμαι Χριστιανός, Ιταλός και καρδινάλιος. Δεν θα γίνω μάρτυρας τής καταστροφής αυτής τής Έδρας χάνοντας τη Γαλλία. Ο Πατσέκο είναι Ισπανός και δεν έχει μεγάλη αγάπη για τη Ρώμη. Δεν ξέρω τι διαπραγματεύεται….137
Ο Πατσέκο περνούσε πολλές ώρες με τον Παύλο Δ’, όπως έχουμε δει, αλλά μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν ο ίδιος ή ο πάπας ήθελαν ανανέωση τής διαμάχης στην Ιταλία. Ο πόλεμος στη χερσόνησο είχε διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο, από Σεπτέμβριο σε Σεπτέμβριο (1556-1557), εξαθλιώνοντας και υποβαθμίζοντας την Αγία Έδρα και κάνοντας τον Παύλο κατάλληλο αντικείμενο για τον ψυχο-ιστορικό. Όμως ο πόλεμος στη βόρεια Γαλλία και στη Φλάνδρα βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη και ο καρδινάλιος Καράφα ψάρευε ακόμη σε θολά νερά. Για ακόμη μια φορά οι Τούρκοι αναδύονταν ως κίνδυνος στον ιταλικό ορίζοντα. Ο Παύλος έλεγε ότι ήταν έτοιμος να πάρει μέτρα για την υπεράσπιση τής Τσιβιταβέκκια και τής Αγκώνας, αλλά δεν ήταν σαφές τι σκεφτόταν ότι μπορούσε να πετύχει «χωρίς χρήματα, χωρίς στρατεύματα, χωρίς πυρομαχικά και χωρίς ψωμί». Στη Νάπολη και τη Σικελία οι λεγόμενοι φιλο-αυτοκρατορικοί οργάνωναν την άμυνά τους εναντίον πιθανών τουρκικών επιθέσεων.138
Στις 7-8 Ιανουαρίου 1558 η σύζυγος και σύμμαχος τού Φιλίππου Β’, η Μαρία τής Αγγλίας, έχασε το Καλαί από τούς Γάλλους, ύστερα από πολιορκία και κανονιοβολισμό τής ανεπαρκώς υπερασπιζόμενης πόλης επί μια βδομάδα. Τόσο ο Παύλος Δ’ όσο και ο Τζιοβάννι Καράφα, ο οποίος είχε αρχίσει να διστάζει για την προτίμησή του στους Αψβούργους, εξέφρασαν ικανοποίηση για τη γαλλική νίκη, τη νίκη τού Φρανσουά ντε Γκυζ, που βοηθούσε να επιβεβαιωθεί και πάλι μια ισορροπία δυνάμεων, ύστερα από τις πρόσφατες επιτυχίες των δυνάμεων τού Φιλίππου.139 Οι ομοιόμορφα εξισορροπημένες και εξίσου εξαντλημένες δυνάμεις θα αναγκάζονταν κατά πάσα πιθανότητα να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως κατέληξαν, αλλά αυτή θα απαιτούσε πολλούς ακόμη μήνες πολέμου και λεηλασίας. Όμως ειρήνη κάποιου είδους φαινόταν αναπόφευκτη, όταν στις 13 Ιουλίου (1558) ο Πωλ ντε Τερμ, στρατάρχης τής Γαλλίας, ηττήθηκε και συνελήφθη από τον Λαμοράλ, κόμη τού Έγκμοντ, στην ακτή κοντά στο Γκραβλίν στις εκβολές τού ποταμού Ἀα, δώδεκα μίλια ανατολικά τού Καλαί. Μια δεκαετία αργότερα ο Έγκμοντ θα πλήρωνε με το κεφάλι του τις υπηρεσίες του προς την Ισπανία, αλλά η σύγκρουση στο Γκραβλίν ήταν τόσο αποφασιστική, όσο και εκείνη στο Σαιν Κεντέν.140 Αν οι Τούρκοι δεν ήσαν έτοιμοι να προσφέρουν σημαντική οικονομική ή ναυτική βοήθεια στον Ερρίκο Β’, οι Γάλλοι έπρεπε να αποχωρήσουν από τον εξαντλητικό επί δεκαετίες ανταγωνισμό με την Ισπανία.
Προς το τέλος τού έτους 1556 ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε σταλεί στην Πύλη ως πρεσβευτής τού Ερρίκου Β’, για να αναζητήσει τουρκική βοήθεια εναντίον των ισπανικών στρατευμάτων τού Άλβα. Ο Ερρίκος προσπαθούσε να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ιταλία, διατηρώντας παράλληλα την άμυνά του κατά μήκος των συνόρων στην Φλάνδρα, στο Αρτουά και στην Πικαρδία. Ο Φίλιππος Β’ προφανώς άφηνε τον Άλβα να ανησυχεί για τον πόλεμο στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να διασπάσει την βορεινή άμυνα τού Ερρίκου. Αν οι Γάλλοι επρόκειτο να κερδίσουν κάτι από τον πόλεμο στη χερσόνησο, φαινόταν αρκετά σαφές ότι θα χρειαζόταν να ζητήσουν κάποια βοήθεια από τούς Τούρκους.
Οι οδηγίες τού Ερρίκου Β’ προς τον άρχοντα ντε λα Βίνιε έχουν ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1556.141 Η γαλλική εκπροσώπηση στην Πύλη τελευταία είχε υποβαθμιστεί και ο ντε λα Βίνιε στελνόταν εν μέρει κατ’ εντολή τού καρδινάλιου Κάρλο Καράφα. Αργότερα, στη δίκη τού τελευταίου, διατυπώθηκαν αναληθείς ισχυρισμοί, ότι ο Παύλος Δ’ δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτή τη χριστιανική προσέγγιση προς την Πύλη.142
Ταξιδεύοντας ανατολικά από το Σπαλάτο, καθυστερώντας από τεράστιες χιονοθύελλες και φοβισμένος από τούς πανταχού παρόντες ληστές, ο ντε λα Βίνιε έφτασε στις 5 Φεβρουαρίου (1557) στην Αδριανούπολη (Εντίρνε). Είχε ενοχληθεί που ο Μισέλ ντε Κοντινιάκ, διάδοχος τού ντ’ Αραμόν ως Γάλλος πρεσβευτής στους Τούρκους, δεν ήταν εκεί για να τον συναντήσει. Ο Κοντινιάκ, έχοντας απουσιάσει για κάποιο διάστημα από την τουρκική αυλή, φαινόταν ότι δεν είχε διαθέσιμο ούτε εκπρόσωπο ούτε δραγουμάνο στην Αδριανούπολη. Παρ’ όλα αυτά ο ντε λα Βίνιε κατάφερε να τα βγάλει πέρα και στις 8 Φεβρουαρίου μπορούσε να γράφει στον Ντομινίκ Ντυγκάμπρ, επίσκοπο Λοντέβ και πρεσβευτή τού Ερρίκου Β’ στη Βενετία, ότι «την επόμενη Κυριακή, στις 13 αυτού τού μηνός, ελπίζω να φιλήσω το χέρι τού Μεγάλου Άρχοντα και να έχω απάντηση στις προτάσεις μου, όπως μού υποσχέθηκε σήμερα ο πασάς…».
Ο ντε λα Βίνιε είχε καλέσει τον Κοντινιάκ, τον οποίο διαδεχόταν στην Πύλη, ώστε να στείλει με αυτόν στους Γάλλους την απόφαση των Τούρκων, «η οποία προσεύχομαι στον Θεό να είναι τέτοια που επιθυμεί η μεγαλειότητά του και απαιτεί η υπηρεσία του». Όσον αφορά άλλα νέα με σημασία, ο ντε λα Βίνιε σημείωνε ότι ο Ιωάννης Σίγκισμουντ, «ο μικρός βασιλιάς τής Ουγγαρίας» (le petit roy de l’ Ηongrie), είχε αναμφίβολα παλινορθωθεί «στο βασίλειό του τής Τρανσυλβανίας» και ότι «η σουλτάνα, η κόρη της (που είναι σύζυγος τού Ρουστέμ πασά) και ο εν λόγω Ρουστέμ έχουν τον έλεγχο των πάντων».143
Ο Κοντινιάκ σύντομα ενώθηκε με τον δύστροπο ντε λα Βίνιε στην Αδριανούπολη, όπου η εκεχειρία τής Βωσέλ (της 5ης Φεβρουαρίου 1556) είχε επιβεβαιωθεί από καιρό και ερέθιζε ακόμη τούς Τούρκους.144 Στην αρχή τής συνεργασίας τους ο ντε λα Βίνιε συντάχθηκε με τον Κοντινιάκ στις τελικές προσπάθειες τού δεύτερου να δικαιολογήσει την εκεχειρία. Ήταν δύσκολο, γιατί ο Ρουστέμ πασάς δεν ήταν άνθρωπος εύκολος στην αντιμετώπιση, αλλά όσο περνούσε ο καιρός θα διαπίστωνε, ότι είχε βρει τον άνθρωπό του στον ωμό και δεσποτικό ντε λα Βίνιε.
Τις πρώτες ημέρες τής αποστολής τού νέου πρεσβευτή στην Αδριανούπολη, ο Ρουστέμ πασάς τού είχε πει όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν για τούς πρωταγωνιστές τού δυτικού δράματος, τον Ερρίκο Β’, τον Παύλο Δ’ και τον Φίλιππο Β’, «οι οποίοι είχαν μόνο την τάση να αποτρέπουν τον Μεγάλο Άρχοντα από τον δανεισμό τής υποστήριξης τού στόλου του [στους Γάλλους]». Ο πάπας, δήλωνε ο Ρουστέμ, ήταν τύραννος και ανόητος (και σίγουρα ένας Τούρκος στην εποχή τού Σουλεϊμάν γνώριζε έναν τύραννο, όταν τον έβλεπε). Ο Φίλιππος είχε απόλυτο δίκιο πηγαίνοντας σε πόλεμο για να υπερασπιστεί υποτελή του, όπου ο Ρουστέμ προφανώς αναφερόταν στον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο οποίος όμως ήταν παπικός υποτελής για το επίμαχο φέουδο τού Παλιάνο (όπως ήταν ο Φίλιππος για το βασίλειο τής Νάπολης). Παρ’ όλα αυτά ο Ρουστέμ συνέχιζε παρατηρώντας, ότι θα ήταν απερίσκεπτο, αν όχι επικίνδυνο, να προσφέρει βοήθεια σε τόσο ισχυρό ηγεμόνα, όπως ο βασιλιάς τής Γαλλίας, ο οποίος θα μπορούσε αργότερα να κάνει πόλεμο εναντίον των ίδιων των Τούρκων. Ο Ερρίκος θα μπορούσε να είναι χειρότερη απειλή από εκείνη που είχε υπάρξει ο Κάρολος Ε’, γιατί ήταν νέος και γενναίος κυβερνήτης ενός φιλοπόλεμου λαού. Όχι. Ήταν καλύτερο να αφήσουν τούς χριστιανούς τής Δύσης να εξαντληθούν οι ίδιοι στη δική τους αδελφοκτόνο σύγκρουση.
Ο ντε λα Βίνιε ανέλαβε την υπεράσπιση. Όλες οι ανοησίες που διαδίδονταν στην τουρκική αυλή, καθώς και οι επαναλήψεις τους από τον Ρουστέμ πασά, είχαν γεννηθεί απλώς από τον φθόνο και τη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει σε ορισμένες πλευρές η φιλία τού Σουλεϊμάν με τον Ερρίκο Β’. Στη συνέχεια ο ντε λα Βίνιε πίεσε τον Ρουστέμ. Αν ο τουρκικός στόλος δεν βοηθούσε τούς Γάλλους το καλοκαίρι τού 1557, αυτό θα ήταν εξίσου κακό και για τις υποθέσεις τού σουλτάνου. Ο ντε λα Βίνιε συνέχιζε να το υπενθυμίζει στον Ρουστέμ για μέρες, όπως έγραφε ο Ντομινίκ Ντυγκάμπρ (την 1η Απριλίου 1557), έως ότου τον έκανε «πιο συνεννοήσιμο» (plus maniable) και ο βεζύρης υποσχέθηκε να εξετάσει και πάλι με τον σουλτάνο το ζήτημα τής βοήθειας προς τούς Γάλλους. Ο ντε λα Βίνιε άρχιζε να ελπίζει για το καλύτερο.145
Η γαλλική κυβέρνηση δεν είχε κρατήσει τον Κοντινιάκ καλά ενημερωμένο για τα σχέδιά της. Είχε περάσει ένας χρόνος από την εκεχειρία τής Βωσέλ μέχρι να είναι έτοιμος ο στρατός υπό τον Φρανσουά ντε Γκυζ να κινηθεί από το Πεδεμόντιο προς την Ιταλία. Παρά τις αναφορές και τις φήμες, ο Γάλλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη δεν μπορούσε να είναι σίγουρος αν στην πραγματικότητα ο Ερρίκος Β’ θα τηρούσε την εκεχειρία ή θα ξανάρχιζε τον πόλεμο με τον Φίλιππο Β’. Αυτή η έλλειψη βεβαιότητας κράτησε μέχρι τον Μάρτιο (1557), όπως φαίνεται από την επιστολή, την οποία ο Ζαν ντε λα Βίνιε έστειλε στον Ντομινίκ Ντυγκάμπρ από την Αδριανούπολη την 1η Απριλίου.146
Όμως όταν ο Ντυγκάμπρ έγραψε τελικά στον ντε λα Βίνιε από τη Βενετία, «ότι ο άρχοντας ντε Γκυζ βρίσκεται από καιρό στην Ιταλία» (que Monseigneur de Guise estoit bien avant en Italie), ο ντε λα Βίνιε απεύθυνε στις 21 Απριλίου μια πιο ενημερωτική επιστολή στον Ερρίκο. Είχε μόλις εξηγήσει γραπτώς στον σουλτάνο Σουλεϊμάν και προφορικώς στον Ρουστέμ πασά, ότι αν ο Ερρίκος είχε θελήσει, θα μπορούσε με κάθε τιμή να απολαύσει την ηρεμία, την οποία τού είχε εξασφαλίσει η εκεχειρία τής Βωσέλ.
Όμως ο Ερρίκος είχε ενοχληθεί πολύ από τη δυσαρέσκεια την οποία είχε προκαλέσει στον σουλτάνο η εκεχειρία. Είχε επίσης συνειδητοποιήσει, ότι ο πάπας κινδύνευε να χάσει τη Ρώμη και όλα τα παπικά κράτη, καθώς η ισπανική εξουσία μεγάλωνε ολοένα στην ιταλική χερσόνησο. Χωρίς λοιπόν να περιμένει μήνυμα από τον σουλτάνο, ο Ερρίκος είχε σπάσει την ανακωχή. Βρισκόταν έτσι σε πόλεμο με τον Φίλιππο Β’, με τη σιγουριά ότι ο Τούρκος φίλος του δεν θα παρέλειπε να τον βοηθήσει σε μια τέτοια περίοδο κρίσης, γιατί έτσι κι αλλιώς, σε αυτόν τον πόλεμο με την Ισπανία, ο Ερρίκος και οι δυνάμεις του αγωνίζονταν για την ασφάλεια των τουρκικών κτήσεων, όχι λιγότερο απ’ όσο αγωνίζονταν για τη δική τους ευημερία και εκείνη τής Αγίας Έδρας.
Οι κινήσεις τού Ερρίκου εναντίον των Αψβούργων είχαν βοηθήσει πολύ τον σουλτάνο, όταν ο τελευταίος βρισκόταν στην Περσία και όταν άλλες φορές είχε πάει στην Ουγγαρία. Η μεγαλειότητά του είχε πάντοτε αρνηθεί να ενταχθεί σε χριστιανική «συνέλευση» (assemblée) εναντίον των Τούρκων και τώρα είχε πάει σε πόλεμο περισσότερο για πλεονέκτημα των φίλων και συμμάχων του παρά για δικό του. Απορρίφθηκε η παράκληση τού ντε λα Βίνιε να στείλει ο Μεγάλος Άρχοντας τον οθωμανικό στόλο (armée de mer) στα ιταλικά ύδατα, οπότε ζήτησε εικοσιπέντε γαλέρες, οι οποίες μαζί με τούς κουρσάρους και με γαλλικό στόλο σαράντα γαλερών θα έδιναν στον Ερρίκο «ένα μικρό στόλο» (une petite armée), επαρκή για χρήση κατά των Ισπανών. Με αυτή τη δύναμη, όπως έλεγε ο ντε λα Βίνιε, οι Γάλλοι θα μπορούσαν να προστατεύσουν την Αφρικανική ακτή και τα τουρκικά λιμάνια στο Αρχιπέλαγος. Ο μεγάλος βεζύρης το αρνήθηκε και αυτό, «λέγοντας ότι για φέτος ο Μεγάλος Άρχοντας ούτε θέλει ούτε μπορεί να βάλει στη θάλασσα περισσότερες από σαράντα γαλέρες για να φρουρούν τα εδάφη του».
Ο ντε λα Βίνιε είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Από τη στιγμή τής άφιξής του στην αυλή μέχρι τη στιγμή που έγραφε τώρα στη μεγαλειότητά του, είχε συζητήσει με τον Ρουστέμ πασά και τον είχε παρακαλέσει εικοσιπέντε φορές. Όμως, όπως μπορούσε να δει ο ντε λα Βίνιε, ο σουλτάνος είχε προσβληθεί βαθύτατα που ο Ερρίκος αναζητούσε ναυτική βοήθεια από τούς Τούρκους και στη συνέχεια υπέγραφε την ανακωχή τής Βωσέλ, χωρίς καν να ενημερώσει την Υψηλή Πύλη. Επιπλέον ο Ερρίκος δεν είχε απαντήσει σε τέσσερες ή πέντε επιστολές που τού είχε στείλει ο Σουλεϊμάν. Ο σουλτάνος αισθανόταν παραμελημένος, ακόμη και περιφρονημένος (et qu’ il se pense estre dédaigné de vous), ενώ ο ντε λα Βίνιε είχε εμφανιστεί στην Υψηλή Πύλη χωρίς να φέρει στον σουλτάνο δώρο, «όπως συνηθίζουν όλοι οι νέοι πρεσβευτές» (comme ont accoustumé tous les nouveaux ambassadeurs). Λοιπόν, αυτό ήταν. Δεν άλλαζε η γνώμη τού σουλτάνου, «επειδή είναι βάρβαρα πεισματάρης, όπως συνήθως όλοι οι αδαείς» (car il est barbarement opiniastre, comme sont communement tous les ignorans).
Κατά τη γνώμη τού πρέσβη εφεξής επρόκειτο να είναι πολύ πιο δύσκολο να πάρουν οτιδήποτε αξιόλογο από τον Σουλεϊμάν, ο οποίος ήταν πια εξηνταεννέα ετών [ήταν πιθανώς περίπου εξηνταενός] και γεμάτος ποδάγρα. Η ασθένειά του τον έκανε καχύποπτο και ανήσυχο για τούς υπουργούς του. Οι σουλτάνοι ζούσαν σε αιώνιο φόβο εχθρών, των γιων τους καθώς και των δούλων τους. Ο μεγάλος βεζύρης Ρουστέμ πασάς, η σύζυγός του και η μητέρα του [δηλαδή η πεθερά του, η Χασεκή Χουρράμ, γνωστή ως Ροξελάνα], ζούσαν με την ανησυχητική σκέψη, ότι ο σουλτάνος ίσως πέθαινε κάπου αλλού και όχι στην Ισταμπούλ, γιατί ήθελαν Μεγάλο Άρχοντα δικής τους επιλογής. Τα μέλη τού εσωτερικού κύκλου στην Πύλη προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διατηρήσουν την ειρήνη με την Ουγγαρία και με άλλα κράτη, έτσι ώστε ο σουλτάνος να μην αισθανθεί υποχρεωμένος να μπει προσωπικά στο πεδίο τής μάχης, γιατί χωρίς αυτόν, όπως ήξεραν, καμία στρατιωτική επιχείρηση δεν θα αποδεικνυόταν χρήσιμη. Θα προτιμούσαν να κάνει ειρήνη ο Ερρίκος Β’, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός έπρεπε να συνεχίσει χωρίς την τουρκική αρμάδα (armée), «την οποία θεωρούν ως τη μεγαλύτερη δύναμή τους» (qu’ ils estiment la plus grande force qu’ ils ayent). Η μεγάλη τους ανησυχία ήταν να μη χάσουν την αρμάδα, αν ο σουλτάνος πέθαινε όταν αυτή βρισκόταν στη θάλασσα. Επίσης για ένα περίπου έτος ανησυχούσαν περισσότερο για την αυξανόμενη δύναμη τού Ερρίκου, απ’ όσο είχαν ανησυχήσει ποτέ για τη στρατιωτική δύναμη τού Καρόλου Ε’:
Βλέποντάς σας να ευημερείτε έτσι και να είστε πάντοτε νικηφόρος, φοβούνται επίσης, ότι δίνοντάς σας τη βοήθεια τού στόλου τους, μπορείτε να γίνετε εύκολα κύριος τής Ιταλίας και θα είστε πολύ κοντινός γείτονας. Αυτό δεν θα το ήθελαν καθόλου, γιατί οι προφητείες και τα βιβλία τους δεν τούς μιλούν για τίποτε άλλο, παρά για την καταστροφή τους όταν τα εδάφη τής Γαλλίας συνορεύσουν με τα δικά τους. Πρέπει να πιστέψετε, Μεγαλειότατε, ότι δεν σάς αγαπούν, αλλά ούτε και πρόκειται να σάς αγαπήσουν ποτέ παρά μόνο για δικό τους κέρδος.147
Κάποια δυστροπία χαρακτήριζε την επιστολή τού ντε λα Βίνιε. Την εποχή που έγραφε, φαινόταν ότι όχι μόνο είχε αποτύχει στην αποστολή του να πάρει τουρκική βοήθεια για τον Ερρίκο Β’, αλλά και ότι είχε εμπλέξει τη γαλλική κυβέρνηση σε μικροταλαιπωρία με τη Βενετία. Από τότε που ο Αντόνιο Μπαρμπαρίγκο είχε πάει στην Ισταμπούλ ως βαΐλος το προηγούμενο φθινόπωρο, δεν είχαν έρθει αναπάντεχα νέα από την Υψηλή Πύλη. Οι τουρκικές υποθέσεις φαίνεται ότι δεν πρόβαλλαν ιδιαιτέρως στις συνεδριάσεις τού Κολλέγιου και τής Γερουσίας. Όμως στα μέσα Μαρτίου (1557) ο δόγης και η Γερουσία είχαν προειδοποιήσει τον Τζάκομο Σοράντσο, τον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Ερρίκου, ότι ο Γάλλος πρεσβευτής στην τουρκική αυλή (προφανώς ο ντε λα Βίνιε παρά ο Κοντινιάκ) είχε αναθέσει στον βαΐλο το καθήκον, να ενημερώσει τον Ρουστέμ πασά, ότι ο πάπας είχε κάνει ειρήνη με τον Φίλιππο Β’, ενώ είχε απλώς αναφέρει, ότι στις 28 Νοεμβρίου 1556 ο καρδινάλιος Καράφα και ο δούκας τής Άλβα είχαν επεκτείνει τη δεκαήμερη ανακωχή σε ανακωχή σαράντα ημερών. Παρ’ όλα αυτά ο βαΐλος δεν έπρεπε ποτέ να κάνει ανακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη χωρίς εντολές από τη Γερουσία «και δεν τού δώσαμε καμία εντολή να ενημερώσει για κάτι που δεν ήταν αλήθεια».148
Ο Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, ο Ντομινίκ Ντυγκάμπρ, επίσκοπος τής Λοντέβ, έλεγε ότι δεν είχε πάρει κανένα μήνυμα για το θέμα αυτό, πράγμα που ήταν αρκετά ενοχλητικό για τη Γερουσία. Όμως θα έγραφε τόσο στον Ερρίκο Β’ όσο και στον συνάδελφό του στην Υψηλή Πύλη, ο οποίος επέμενε ότι είχε αναθέσει στον βαΐλο αυτή την παραβίαση τού διπλωματικού πρωτόκολλου.149 Θα επιστρέψουμε στον κύριο ντε λα Βίνιε, γιατί όσο πλησίαζε το καλοκαίρι και καθώς ο ίδιος κατάφερνε να κατευνάζει τον σουλτάνο, η αποστολή του έπαιρνε σημαντική στροφή προς το καλύτερο, τουλάχιστον από τη γαλλική σκοπιά, αν όχι από εκείνη τής Χριστιανοσύνης στο σύνολό της.
Αν και διαμάχες όπως εκείνη που ενέπλεκε τον Μπαρμπαρίγκο ήσαν ανησυχητικές (γιατί κανένας δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος για τις συνέπειές τους), η Γερουσία εύρισκε την αναφορά τού προκατόχου του, τού Αντόνιο Ερίτσο, πολύ καθησυχαστική, όταν εκείνος επέστρεψε από τη δύσκολη θέση τού βαΐλου στην Ισταμπούλ. Είχαν υπάρξει βέβαια και ακόμη υπήρχαν κάποια προβλήματα μεταξύ υπηκόων τής Δημοκρατίας στην περιοχή τού Σεμπένικο (Σίμπενικ) και εκείνων τής Πύλης στην ίδια περιοχή. Ο σαντζακμπέης τής Κλίσσα (Κλις), τού οποίου το φρούριο στην κορυφή λόφου έλεγχε τον δρόμο τής ενδοχώρας από το κατεχόμενο από τούς Ενετούς Σπαλάτο (Σπλιτ), ήταν προφανώς διατεθειμένος να ασχοληθεί φιλικά με τα ζητήματα, αφού τέτοιες οδηγίες είχε από τον σουλτάνο ή τούς πασάδες στην Ισταμπούλ. Στις 9 Απριλίου (1557) λοιπόν η Γερουσία είχε αποφασίσει να στείλει στον σαντζακμπέη, για να διευθετήσει τα θέματα, τον πιστό της νοτάριο τού κυβερνητικού γραφείου, τον Μαρκ’ Αντόνιο Ντονίνο, ο οποίος είχε υπηρετήσει τον Ερίτσο ως γραμματέας στην Πύλη. Τον Ντονίνο επρόκειτο να συνοδεύσει ως διερμηνέας κάποιος Κριστόφορο ντε Νάσσι και θα έπαιρνε δύο δουκάτα τη μέρα για τα έξοδα τής αποστολής του.150
Η Γερουσία παρακολουθούσε τις δραστηριότητες τού Ντονίνο με περισσότερη από φευγαλέα προσοχή, γιατί ο Μάλκος μπέης, ο σαντζακμπέης τής Κλίσσα, λεγόταν ότι ήταν απρόθυμος να τηρήσει τη δέσμευση που είχε αναλάβει απέναντι στον Ερίτσο για κάποιες ακίνητες ιδιοκτησίες ή χωριά στην περιοχή τού Σεμπένικο.151 Όμως ο σαντζακμπέης ήταν αργότερα αρκετά συνεργάσιμος, όταν η συζήτηση ήρθε στους μύλους και στα εδάφη που κατείχε ο Ρουστέμ πασάς στα σύνορα τού Σπαλάτο, στην περιοχή τής δικής του πόλης-φρουρίου τής Κλίσσα. Μάλιστα ο Μάλκος είχε πει σε Ενετό απεσταλμένο, ότι
όταν θελήσουμε εμείς [οι Ενετοί], θα κάνει προσφορά στον υπέροχο Ρουστέμ πασά, επειδή οι μουσουλμάνοι διαμαρτύρονται συνεχώς, ότι υποχρεώνονται να καταβάλλουν στη μεγαλοπρέπειά του πολύ μεγάλο ενοίκιο για τούς μύλους και τα εδάφη που κατέχει αυτός σε εκείνα τα σύνορα και θα τον συμβουλεύσει να τα δώσει στους Σπαλατινούς, από τούς οποίους θα έβγαζε μεγαλύτερο κέρδος. Έχοντας εξετάσει με προσοχή αυτά που είχε να πει και θεωρώντας πιθανό ότι αν εκείνοι οι πιστοί μας υπήκοοι [στο Σπαλάτο]… αναλάμβαναν με ενοικίαση ή υπεκμίσθωση αυτούς τούς μύλους και τα εδάφη, θα έθεταν τέρμα στις πολλές φιλονικίες που λαμβάνουν χώρα κάθε μέρα κατά μήκος εκείνων των συνόρων, [συμφωνούμε με την πρόταση].152
Η Γερουσία λοιπόν ξεκίνησε προσεκτικά, για να δει αν οι Σπαλατινοί θα μπορούσαν να νοικιάσουν ή να υπεκμισθώσουν τούς μύλους τού Ρουστέμ πασά προς μεγαλύτερο δικό του κέρδος και προς δικό τους. (Ο Ρουστέμ ήταν διαβόητος για το ενδιαφέρον του για το κέρδος.) Η μίσθωση ή υπεκμίσθωση έπρεπε να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή διάρκεια και τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις έπρεπε να διεξαχθούν στο όνομα δύο ή τριών κατάλληλων Σπαλατινών στη βάση ετήσιας καταβολής 50 έως 60.000 άσπρων το πολύ. Ούτε η Βενετία ούτε η τοπική διοίκηση τού Σπαλάτο έπρεπε να αναφέρονται άμεσα στις πράξεις ενοικίασης ή υπεκμίσθωσης.
Όμως ο Ενετός κόμης τού Σπαλάτο μπορούσε να υποσχεθεί, ότι ο βαΐλος στην Ισταμπούλ θα μεριμνούσε, ώστε οι πληρωμές να γίνονταν κανονικά στον Ρουστέμ πασά. Θα δίνονταν υποσχέσεις για κατάλληλες δωροδοκίες στους εμπλεκόμενους Τούρκους αξιωματούχους, ώστε η τελική συμφωνία να μπορούσε να διαβεβαιώσει «τους πιστούς υπηκόους μας» για την ασφαλή διάρκεια μίσθωσης και την αθόρυβη λειτουργία των μύλων, χωρίς περαιτέρω διαταραχή κατά τη διάρκεια τής περιόδου που θα πρόβλεπαν οι συμβάσεις ενοικίασης ή υπεκμίσθωσης.153 Το ζήτημα σερνόταν για κάποιο διάστημα. Προφανώς οι Σπαλατινοί ποτέ δεν ενοικίασαν ή υπεκμίσθωσαν τούς μύλους και τα εδάφη, γιατί έναν χρόνο αργότερα ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον κόμη τού Σπαλάτο, ότι ο Ρουστέμ είχε αρνηθεί την ενετική πρόταση.154
Πιθανώς ο Ρουστέμ δεν είχε δει αρκετό κέρδος στην ενοικίαση ή υπεκμίσθωση των μύλων και των εν λόγω εκτάσεων. Δεδομένου ότι οι έμποροι τής Βενετίας πλήρωναν συνήθως τούς λογαριασμούς τους στην ώρα τους, θεωρούσαν αναγκαίο να είναι προσεκτικοί όσον αφορά την έκταση των υποχρεώσεων που προέκυπταν. Οι Γάλλοι ευγενείς που πήγαιναν στην Ισταμπούλ ως πρεσβευτές ήσαν λιγότερο συνετοί. Ο Αντουάν ντεζ Εσκαλέν, γνωστός και ως λοχαγός Πολέν και πιο πρόσφατα ως βαρώνος ντε λα Γκαρντ, είχε διαδεχτεί τον γνωστό Ισπανό εκπατρισμένο Αντόνιο Ρινκόν ως Γάλλος αντιπρόσωπος στην Πύλη. Ο ντε λα Γκαρντ είχε δανειστεί 10.000 χρυσά νομίσματα (écus) από τον Ρουστέμ πασά και είχε υποσχεθεί να τού καταβάλει 5.000 χρυσά νομίσματα (écus) τόκο επί τού δανείου, το οποίο παρέμενε ανεξόφλητο όταν ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε φτάσει στην τουρκική αυλή. Πράττοντας σοφά ή απερίσκεπτα, ο ντε λα Βίνιε διαβεβαίωνε τον Ρουστέμ, ότι ο τόκος των 5.000 χρυσών νομισμάτων (écus) έπρεπε τώρα να καταβληθεί «σε γαλλικά υφάσματα, τα οποία αγαπά υπερβολικά» και ότι θα έπαιρνε επιπλέον 5.000 χρυσά νομίσματα (écus), «τα οποία … έχω υποσχεθεί να τού δώσω στο χέρι μόλις ο Μεγάλος Άρχοντας μάς δώσει τον στόλο» (que … je luy ay promis affin de tenir la main à disposer ce Grand Seigneur à nous donner l’ armée).155
Αν και κουρσάροι ταλάνιζαν την Αδριατική καθώς και τη Μεσόγειο, δεν υπήρχαν μεγάλης κλίμακας εξοπλισμοί στη θάλασσα. Όμως μερικούς μήνες πριν από αυτό, όταν ο Μάλκος μπέης αθετούσε τη δέσμευσή του προς τον Ερίτσο, τουρκική αρμάδα είχε εμφανιστεί ξαφνικά στον ανατολικό ορίζοντα. Οι επιστολές τού ντε λα Βίνιε σκιαγραφούν το υπόβαθρο των γεγονότων. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν προφανώς άρρωστος. Μόλις είχε συνέλθει αρκετά για να ιππεύσει ένα άλογο, είχε επιστρέψει στην Ισταμπούλ με μεγάλη λαμπρότητα (στις 3 Ιουνίου 1557), «εμφανίζοντας το καλύτερο παρουσιαστικό και την καλύτερη όψη που μπορούσε» (faysant la meilleure mine et le meilleur visage qu’ il pouvoit). Εμφάνιζε το καλύτερο πρόσωπο σε κάθε του κίνηση, όπως έγραφε ο ντε λα Βίνιε στον Ντυγκάμπρ από την τουρκική πρωτεύουσα (στις 8 Ιουνίου), ώστε οι γενίτσαροι και όλοι οι εχθροί του να καταλάβουν ότι δεν θα πετύχαιναν τις επιθυμίες τους. Την ίδια μέρα που είχε πάρει το δρόμο από την Αδριανούπολη προς τον Βόσπορο είχε παραγγείλει, σε ξαφνική «μανία», ότι άλλες εικοσιπέντε γαλέρες έπρεπε να σταλούν να ενταχθούν στις σαράντα που είχαν ήδη αποπλεύσει «για τη φρούρηση τού Αρχιπελάγους» (pour la garde de l’ Archipelago). Η εντολή θεωρήθηκε τόσο περίεργη, όσο ήταν επιτακτική.
Ο ντε λα Βίνιε θεωρούσε πιθανό, ότι ο Σουλεϊμάν αντέγραφε σελίδα από το βιβλίο τού Λουδοβίκου ΙΑ’, γιατί όταν ο Λουδοβίκος ήταν άρρωστος και πίστευε ότι βρισκόταν στο κατώφλι τού θανάτου, έστελνε δώρα «σε όλο τον κόσμο» (par tout le monde). Η θεατρική χειρονομία τού Σουλεϊμάν ήταν σχεδιασμένη, κατά τη γνώμη τού ντε λα Βίνιε, για να «ακουστεί ότι ήταν πολύ υγιής και ευημερούσε» (faire entendre qu’ il est fort sain et prospère). Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν, ότι η διευρυμένη αρμάδα δεν θα πήγαινε πέρα από την Πρέβεζα. Άλλοι θεωρούσαν πιθανό να υπήρχε απόβαση στην Απουλία. Σε κάθε περίπτωση ο ντε λα Βίνιε έστελνε νέα στο εξωτερικό, ότι ολόκληρη η επιχείρηση είχε αναληφθεί ύστερα από αίτησή του. Ο Σουλεϊμάν πρόσφερε βοήθεια στον βασιλιά τής Γαλλίας.
Ως συνήθως όμως η γαλλική αυλή αμελούσε στην αντιμετώπιση των Τούρκων. Οι επιστολές τού σουλτάνου προς τον βασιλιά είχαν μείνει αναπάντητες. Ο ντε λα Βίνιε δεν είχε νέα ή οδηγίες από την αυλή για έξι μήνες. Ο Ρουστέμ πασάς ήταν προσβεβλημένος και υπενθύμιζε στον ντε λα Βίνιε την τουρκική παροιμία, σύμφωνα με την οποία αυτός που δεν είχε χρήματα στο πορτοφόλι του έπρεπε να έχει μέλι στο στόμα του (…le proverbe de leur païs dict que qui n’ a argent à la bource, doit avoir du miel à la bouche).156
Η αναφορά τού ντε λα Βίνιε από την Ισταμπούλ επιβεβαιώνεται από τις ενετικές πηγές. Στις 5 Ιουλίου (1557) ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωσαν τον επιστάτη τού στόλου τους, ότι επιστολές τού βαΐλου Αντόνιο Μπαρμπαρίγκο (στις 8 Ιουνίου) είχαν αναφέρει, ότι περισσότερες από σαράντα γαλέρες είχαν ήδη αποπλεύσει από την Ισταμπούλ. Σύμφωνα με τον Μπαρμπαρίγκο οι πασάδες είχαν αποφασίσει να εξοπλίσουν άλλες εικοσιπέντε γαλέρες το συντομότερο δυνατόν και ο καπετάνιος-στρατηγός τής αρμάδας θα έπλεε με αυτές για να ενωθεί με τις σαράντα που βρίσκονταν ήδη στη θάλασσα. Η Γερουσία κατανοούσε ότι ο Μπαρμπαρίγκο είχε ενημερώσει έγκαιρα τον επιστάτη καθώς και τις αποικιακές κυβερνήσεις τής Κέρκυρας και τού Χάνδακα. Με τις συνήθεις παραινέσεις για άσκηση σύνεσης και προσοχή για τη φήμη τής Δημοκρατίας, η Γερουσία έδινε εντολή στον επιστάτη να πλεύσει βόρεια από την Κέρκυρα, αφήνοντας πίσω του μια ή περισσότερες «φρεγάτες» (fregate) για να φέρνουν νέα από καιρό σε καιρό για τις τουρκικές επιχειρήσεις.
Το πλοίο Κονταρίνα σύντομα θα απέπλεε από τη Βενετία. Η Γερουσία θα επιβίβαζε σε αυτό διακόσιους πεζούς στρατιώτες για ενίσχυση τής φρουράς στην Κέρκυρα, όπου (η Γερουσία αποφάσισε τελικά) ο επιστάτης έπρεπε να αφήσει επίσης τρεις γαλέρες.157 Υπό αυτές τις περιστάσεις γαλέρες και φούστες, χρήματα και πολεμοφόδια, μεταφέρονταν από το ένα μέρος στο άλλο, για να εξασφαλίζουν την άμυνα και την επικοινωνία. Συνήθως επέλεγαν να κάνουν τα πράγματα ήσυχα, διακριτικά, ώστε να μη φαίνεται ότι υπήρχε κάποια υποψία, ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να παραβιάσουν την ειρήνη. Αλλά ήταν καλό να είναι προετοιμασμένοι, με χρήματα καθώς και με μέλι.
Η τουρκική αρμάδα πέρασε από τη Μεθώνη στις αρχές Σεπτεμβρίου 1557,158 αλλά η Βενετία δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από την ομαλή πορεία της. Όμως τον επόμενο Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο (1558) επιστολές από την Αδριανούπολη έφερναν ανησυχητικές ειδήσεις για «τις προετοιμασίες μεγάλης αρμάδας που κάνει ο Άρχοντας Τούρκος αυτό τον χρόνο» (la preparatione che fa quest’ anno il Signor Turco di grossa armata), πιθανώς για την εκπλήρωση τής διαβεβαίωσης για βοήθεια που είχε δώσει τελικά ο Σουλεϊμάν στον Ερρίκο Β’ μέσω τού ντε λα Βίνιε. Οι μεγάλες τουρκικές αρμάδες προκαλούσαν πάντοτε πανικό στο παλάτι των δόγηδων και στο Ριάλτο. Η Γερουσία έδινε οδηγίες στον Ναβαγκέρο, τον πρεσβευτή τους στη Ρώμη, να ζητήσει από τον Παύλο Δ’ «να μάς παραχωρήσει δύο φόρους δεκάτης για το τρέχον έτος που θα συλλεγούν από τον σεβάσμιο κλήρο τού κράτους μας».159
Αν κατά τη διπλωματία τής εποχής ένας πρεσβευτής ήταν μερικές φορές «έντιμος άνθρωπος, που στελνόταν να ψεύδεται στο εξωτερικό για το καλό τής χώρας του», θα μπορούσε επίσης να είναι χρήσιμη η αποστολή στο εξωτερικό ενός μαχητή, που θα έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Ο Ζαν ντε λα Βίνιε ήταν τέτοιος μαχητής. Ο Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ, ο πρεσβευτής τού Φερδινάνδου στην Υψηλή Πύλη, ήξερε καλά τον ντε λα Βίνιε και τον εύρισκε «ενοχλητικό για μένα με πολλούς τρόπους» (multis modis mihi molestus). Σύμφωνα με τον μορφωμένο και ευγενή Μπουσμπέκ, η ελευθερία λόγου τού ντε λα Βίνιε ήταν «άγρια και τρομακτική» (asperae cuiusdam et horridae libertatis). Δεν έβλεπε καμία ανάγκη να παραμένει ήσυχος ή να υποκρίνεται. Έδινε διέξοδο σε ό,τι είχε στο μυαλό του, όσο προσβλητικό κι αν ήταν αυτό για άλλους. Ακόμη και ο Ρουστέμ πασάς μαζευόταν από την άμεση επαφή μαζί του, αν και η υπόλοιπη αυλή απέφευγε τον Ρουστέμ, λόγω τής «οξύτητας τού λόγου» του.
Ο ντε λα Βίνιε έστελνε τούς δραγουμάνους του (interpretes) να ζητήσουν ακρόαση και ο Ρουστέμ προσπαθούσε να αποφύγει να τον συναντήσει. Ο ντε λα Βίνιε έλεγε στους δραγουμάνους αυτό που ήθελε και γλύτωνε ο ίδιος από τον κόπο, γιατί θα μετέφεραν εκείνοι τις επιθυμίες του στον μεγάλο βεζύρη. Αλλά όχι πάντοτε. Όταν ο ντε λα Βίνιε ζητούσε ακρόαση, ήταν αποφασισμένος να την έχει. Αν ο Ρουστέμ προσπαθούσε να την αναβάλει, εισέβαλλε ενώπιον τού βεζύρη, εκφράζοντας απόψεις, «τις οποίες σπάνια ο Ρουστέμ άκουγε χωρίς προσβολή!» (quae raro sine offensione a Rustano audiebantur!).
Συνέβη κάποτε, λέει ο Μπουσμπέκ, όταν ο ντε λα Βίνιε διαμαρτυρόταν στον Ρουστέμ πασά, ότι στον κύριό του Ερρίκο Β’ δεν δινόταν η δέουσα προσοχή και σεβασμός, να ξεφουρνίσει αυτό που είχε στο μυαλό του χωρίς περιστροφές: «Ελάτε τώρα», ρώτησε τον Ρουστέμ,
άραγε νομίζετε πραγματικά ότι τη Βούδα, το Γκραν και το Στουλβάισσενμπουργκ, καθώς και τις άλλες πόλεις στην Ουγγαρία, τις καταλάβατε με την πολεμική σας ανδρεία; Το πιστεύετε πραγματικά; Ωραία, κάνετε λάθος! Έχετε αυτά τα μέρη εξαιτίας μας. Αν δεν υπήρχαν η διαφωνία και οι ατέλειωτοι πόλεμοι μεταξύ των βασιλέων μας και εκείνων τής Ισπανίας, όχι μόνο δεν θα είχατε μπορέσει να πάρετε στην κατοχή σας αυτά τα μέρη, αλλά δύσκολα θα ήσασταν ασφαλής την εποχή τού Καρόλου Ε’ ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη!
Δεν αποτελούσε λοιπόν έκπληξη που ο Ρουστέμ πασάς «πήρε φωτιά με θυμό» (excandescens) και φώναξε ότι αν όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες ένωναν τα όπλα τους εναντίον τού κυρίου του, αυτόν «δεν θα τον ένοιαζε» (non flocci faciat). Θα τούς συνέτριβε εύκολα όλους! Τότε ο Ρουστέμ αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, διατάζοντας τον ντε λα Βίνιε να φύγει αμέσως.160 Όσο αγενής κι αν ήταν η επίδειξη ενόχλησης τού ντε λα Βίνιε, η δήλωσή του ως προς τις τουρκικές κατακτήσεις στην Ουγγαρία δεν ήταν αβάσιμη. Αν και δεν είχε αναφέρει τούς Λουθηρανούς, γνώριζε βέβαια πολύ καλά, ότι αποτελούσαν τόσο μεγάλο εμπόδιο στις προσπάθειες των Αψβούργων κατά των Τούρκων, όσο ήσαν πάντοτε και οι Γάλλοι.
Ο Ζαν ντε λα Βίνιε είχε επιστρέψει στο Παρίσι στις 2 Σεπτεμβρίου 1557, όπως ενημέρωνε ο Τζάκομο Σοράντσο την ενετική κυβέρνηση. Είχε έρθει με εντολή τού σουλτάνου, ο οποίος ήθελε να επιστρέψει στην Πύλη γρήγορα. Ο ντε λα Βίνιε ανέφερε, όπως είχε ήδη γράψει (στις 21 Απριλίου), ότι ο Σουλεϊμάν είχε θυμώσει με τον Ερρίκο Β’, που ζητούσε τη βοήθεια τού τουρκικού στόλου και ταυτόχρονα διαπραγματευόταν την εκεχειρία τής Βωσέλ.161 Είχε χρειαστεί επιμονή, αλλά ο ντε λα Βίνιε είχε επιτέλους καταφέρει να κατευνάσει τον σουλτάνο, ο οποίος τώρα
συναινούσε να προσφέρει στη χριστιανικότατη μεγαλειότητά του τον πολύ ισχυρό στόλο του για το επόμενο έτος [1558], όταν ο ίδιος προσωπικά με τεράστιο στρατό θα κινούνταν προς την Ουγγαρία στην πορεία του προς τη Γερμανία, με την προϋπόθεση ότι ο βασιλιάς Ερρίκος θα τον διαβεβαίωνε, ότι κατά το επόμενο έτος δεν θα έκανε ούτε ειρήνη ούτε ανακωχή με τούς εχθρούς του….
Ο Σοράντσο δεν είχε κατορθώσει ακόμη (στις 3 Σεπτεμβρίου) να μάθει τι θα απαντούσε ο Ερρίκος σε αυτήν την πρόταση, «αν και μού έχουν μάλιστα πει, ότι αυτά τα τωρινά προβλήματα ίσως τον αναγκάσουν εύκολα να αποδεχτεί τη συμφωνία».162 Τα «προβλήματα» τού Ερρίκου είχαν μεγαλώσει πριν από τρεις ή τέσσερις εβδομάδες, όταν στις 10 Αυγούστου οι Γάλλοι είχαν ηττηθεί στο Σαιν Κεντέν.163
Προς το τέλος τού μήνα (στις 27 Σεπτεμβρίου) ο Σοράντσο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι η προσφορά τού Σουλεϊμάν φαινόταν στους συμβούλους τού Ερρίκου Β’ ως μάλλον περιορισμένου πλεονεκτήματος για τη Γαλλία. Μεγάλης κλίμακας τουρκική επίθεση κατά τής Ουγγαρίας, «με πρόθεση να εισέλθουν στη Γερμανία», θα αποτελούσε πλήγμα για τον Φερδινάνδο, αλλά φυσικά ο Φίλιππος Β’ (σε αντίθεση με τον πατέρα του Κάρολο) δεν είχε την ευθύνη τής υπεράσπισης τής αυτοκρατορίας. Πέρα από αυτό, ο Ερρίκος είχε συμμάχους στη Γερμανία, τούς οποίους δεν ήθελε να προσβάλει ή να τραυματίσει. Ο Ερρίκος ήθελε λοιπόν να ξεκινήσει ο φίλος τού Σουλεϊμάν εκστρατεία εναντίον τής Νάπολης, δηλαδή, να στείλει τον τουρκικό στρατό στην Αυλώνα τής αλβανικής ακτής «και να τον διαπορθμεύσει από εκεί με τον στόλο του στο βασίλειο τής Νάπολης».
Ο Γάλλος βασιλιάς ήθελε επίσης να δανειστεί χρήματα από τούς Τούρκους, «καθώς ως ηττημένος, βρήκε το βασίλειό του εξαντλημένο». Σε περίπτωση που ο ντε λα Βίνιε δεν ήταν σε θέση να πείσει τον Σουλεϊμάν να κατευθύνει τόσο τον στρατό όσο και την αρμάδα του εναντίον τού Άλβα και των Ισπανών στη Νάπολη, «θα αποδεχτεί αυτό που μπορεί να πάρει, με την σκέψη ότι αν κάνει τον σουλτάνο Σουλεϊμάν να μπει στο πεδίο τής μάχης, αυτό θα αποδειχτεί πολύ συμφέρον για τον βασιλιά Ερρίκο, είτε συνεχίσει τον πόλεμο, είτε διαπραγματευτεί συμφωνία…».164
Ο περιπετειώδης ντε λα Βίνιε πήρε άδεια από τον Ερρίκο Β’ στο Παρίσι στις 26 Σεπτεμβρίου (1557) και δύο μέρες αργότερα βρισκόταν στον δρόμο του, μακρύ δρόμο, προς την Αδριανούπολη, για να παροτρύνει τον Σουλεϊμάν να επιτεθεί όχι μόνο στις ακτές τού ναπολιτάνικου βασιλείου και στη Σικελία, αλλά και στην ίδια την Ισπανία.165 Επιπλέον είχε λάβει εντολή να ζητήσει δάνειο δύο εκατομμυρίων δουκάτων, αν και οι Γάλλοι δεν είχαν εξοφλήσει τούς Τούρκους για τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους, να μοιραστούν δηλαδή τα έξοδα τού στόλου τού σουλτάνου στα δυτικά ύδατα.166
Από την Ισταμπούλ στις 24 Μαΐου (1558) ο ντε λα Βίνιε απεύθυνε μακροσκελή επιστολή προς τον Ερρίκο, που έδειχνε ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο ο Μεγάλος Άρχοντας είχε μόλις καταλήξει για τον βαθμό στον οποίο θα βοηθούσε τούς Γάλλους. Αυτός ήταν ο λόγος που ο ντε λα Βίνιε δεν είχε μπορέσει να διαβιβάσει «μέχρι σήμερα» (jusques aujourd’ huy) την απάντηση των Τούρκων στη μεγαλειότητά του. Ο Σουλεϊμάν θα έστελνε την αρμάδα του προς τα δυτικά, είτε για να συνεργαστεί με τον γαλλικό στόλο, είτε για να λειτουργήσει ανεξάρτητα εναντίον των Ισπανών, «όπως ενημερώσετε εσείς ότι είναι καλύτερο» (comme vous adviserez pour le mieux). Όμως η αρμάδα δεν θα περνούσε τον χειμώνα σε κάποιο γαλλικό ή δυτικό λιμάνι, για λόγους τούς οποίους ο σουλτάνος είχε ήδη καταστήσει σαφείς στην άμεση αλληλογραφία του με τον Ερρίκο.
Όσο για τον Φερδινάνδο, τον βασιλιά των Ρωμαίων, τον «νέο αυτοκράτορα» (nouvel empereur), ο Σουλεϊμάν ήταν έτοιμος να τού προσφέρει ειρήνη, αν μέχρι τον Αύγουστο (1558) έστελνε τον φόρο τιμής τεσσάρων ετών που είχε υποσχεθεί και είχε παραδώσει και καταστρέψει ορισμένους τόπους [κατά μήκος των συνόρων Ουγγαρίας-Τρανσυλβανίας], όπως είχαν ζητήσει οι Τούρκοι. (Όμως δεν θα γινόταν ειρήνη εκείνη τη στιγμή μεταξύ Αυστρίας και Πύλης.) Ο Σουλεϊμάν δεν μπορούσε να κάνει λιγότερα, έγραφε ο ντε λα Βίνιε, γιατί είχε συμφωνήσει να φέρει τον πόλεμο με τον Φερδινάνδο σε τέλος υπό αυτές τις συνθήκες, «από τη στιγμή που έχετε κάνει την εκεχειρία [τής Βωσέλ] με τον βασιλιά Φίλιππο». Αν ήταν τώρα επικείμενη η ειρήνη με τούς Αυστριακούς Αψβούργους, ο Σουλεϊμάν θα περιλάμβανε σίγουρα και τον Ερρίκο στους όρους της, πράγμα το οποίο δεν θα ήταν πολύ καλό για τον τελευταίο.167
Ο Γάλλος απεσταλμένος προσπαθούσε να κρατά τον Ερρίκο Β’ ενημερωμένο για τα οθωμανικά νέα. Ο Ρουστέμ πασάς είχε αναστατωθεί φοβερά από τον πρόσφατο θάνατο [τον Απρίλιο] τής μητέρας τής συζύγου του, τής «σουλτάνας» Ροξελάνα. Ο Σουλεϊμάν δεν θα απομακρυνόταν πολύ φέτος. Στα μέσα Οκτωβρίου ίσως επέστρεφε στην Αδριανούπολη. Είχαν σταλεί στρατεύματα στην ουγγρική μεθόριο, μεταξύ των οποίων δύο ή τρεις μοίρες γενιτσάρων. Ο ντε λα Βίνιε ήταν απασχολημένος προσπαθώντας να καλλιεργήσει δυσπιστία για τον Φερδινάνδο στην Πύλη, όπου ο Ρουστέμ και οι πασάδες (όπως είχε ήδη εξηγήσει ο ντε λα Βίνιε) ζούσαν με την αδιάκοπη ανησυχία για εκείνο που θα ακολουθούσε τον θάνατο τού Σουλεϊμάν, ο οποίος δεν ήταν καλά. Φοβούνταν τούς γιους τού σουλτάνου καθώς και τούς Αψβούργους. Φοβούνταν καθένα που θα εκμεταλλευόταν επιτυχώς τον πάσχοντα κύριό τους. Οι πασάδες ήθελαν ειρήνη με τον Φερδινάνδο, ο οποίος δεν θα τούς την έδινε, αν ήταν σοφός και συνετός, «επειδή για τη ζωή του δεν θα ήταν ευκαιρία, όπως ήταν τώρα…» (car de sa vie il n’ aura si bon marché d’ eux qu’ à présent…).
Οι περισσότεροι πασάδες, που ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους σε ειρήνη και μεγαλείο, όφειλαν την άνοδο τους στη «Χασεκή», δηλαδή στην Χασεκή Χουρράμ (Ροξελάνα), η οποία είχε ευνοήσει τον νεότερο γιο Βαγιαζήτ και είχε έτσι κερδίσει την έχθρα τού μεγαλύτερου γιου Σελήμ. Αν από κάποια ευτυχή συγκυρία ο Ερρίκος μπορούσε να κάνει καλή ειρήνη ή ανακωχή με τον Φίλιππο, έπρεπε να ενημερώσει αμέσως τον σουλτάνο. Αν συνεχιζόταν ο πόλεμος στην Ευρώπη, ο ντε λα Βίνιε θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κινηθούν οι Τούρκοι αποτελεσματικά εναντίον τού Φιλίππου. Όμως η διαμονή στην Πύλη σίγουρα δεν είχε κάνει προσφιλή στους Τούρκους τον ντε λα Βίνιε, ο οποίος έλπιζε ότι ίσως ήταν δυνατή η ειρήνη «και ότι για την τιμή τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όλοι οι χριστιανοί μαζί επιθυμούν να αναλάβουν ένα τέτοιο καλό έργο, όπως η καταδίωξη αυτού τού καταραμένου και άπιστου έθνους από την Ευρώπη!» (et que pour l’ honneur de nostre Seigneur Iéesus-Christ tous les Chrestiens ensemblement voudront entreprendre une si bonne oeuvre que de chasser cette maudite et infidèle nation de l’ Europe !)
Με άλλες συμβουλές και επιφυλάξεις και με ειδική προειδοποίηση για τα προβλήματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι λανθασμένες ή παραπλανητικές μεταφράσεις από κακά πληροφορημένους ή αντάρτες δραγουμάνους, ο ντε λα Βίνιε υποδείκνυε στον Ερρίκο να καταστήσει σαφή στον Σουλεϊμάν την κακοπιστία και την αναταραχή που συνόδευσε τις προσπάθειές του να διαπραγματευτεί στην Υψηλή Πύλη. Ο Ρουστέμ πασάς είχε διαβεβαιώσει τον ντε λα Βίνιε ότι θα «τιμωρούσε» κάθε δραγουμάνο που παρήγαγε λανθασμένη μετάφραση. Ο ντε λα Βίνιε ζητούσε να τού στείλει ο Ερρίκος ορισμένες επιστολές, υπογεγραμμένες από κάποιον Ιμπραήμ μπέη, «γιατί υποψιάζομαι ότι ο εν λόγω Ιμπραήμ μπέης, προκειμένου να κρύψει την άγνοιά του, έχει προσθέσει σε αυτές χωρίς την εντολή τής Υψηλότητάς του [Σουλεϊμάν], ότι πρέπει στο εξής να γράφετε στα ιταλικά», γλώσσα την οποία προφανώς ο Ιμπραήμ ήξερε καλύτερα από τα γαλλικά. Η τιμωρία ενός ή δύο δραγουμάνων, κατά τη γνώμη τού ντε λα Βίνιε, όχι μόνο θα βελτίωνε την ποιότητα τής μετάφρασης, που ήταν σημαντικό ζήτημα, αλλά θα τούς έκανε να φοβούνται να πωλούν μυστικά, που ήταν όχι λιγότερο σημαντικό ζήτημα.168
Λιγότερο από ένα μήνα αργότερα ο ντε λα Βίνιε έγραφε στον Ερρίκο Β’ (στις 18 Ιουνίου 1558), ότι ο τελευταίος έπρεπε να είχε ενημερωθεί για την πρόσφατη κατάληψη από τούς Τούρκους τής οχυρωμένης πόλης Τάτα τού Φερδινάνδου στη βορειοδυτική Ουγγαρία, «θέσης πολύ μεγάλης σημασίας στην Ουγγαρία …» (lieu de grandissime importance en Hongrie). Τώρα προφανώς ο Φερδινάνδος δεν θα ήταν σε θέση να στείλει στρατεύματα ή χρήματα για να βοηθήσει τον Φίλιππο Β’ εναντίον των Γάλλων. Ο Ρουστέμ πασάς είχε καλέσει τον απεσταλμένο για να τού πει, ότι έπρεπε να κάνει τον Ερρίκο να καταλάβει, ότι ο Σουλεϊμάν είχε παραβιάσει την αναστολή των όπλων λόγω τής αγάπης του για τον βασιλιά τής Γαλλίας. Ο ντε λα Βίνιε είχε παρατηρήσει ξερά, ότι οι Τούρκοι είχαν φανεί τόσο πρόθυμοι για ειρήνη με τον «νέο αυτοκράτορα» (nouvel empereur) Φερδινάνδο, που είχε σκεφτεί ότι έπρεπε να ήσαν οι φιλο-αυτοκρατορικοί εκείνοι που ξανάρχισαν τον πόλεμο. Αλλά όχι, τώρα ήταν βέβαιο ότι οι Τούρκοι είχαν κάνει την πρώτη κίνηση «και με ρητή εντολή τού Μεγάλου Άρχοντα» (et par exprés commandement du Grand Seigneur).
Ο Ρουστέμ πασάς ήθελε πάρα πολύ να δει τη συνέχιση τής ειρήνης με τον Φερδινάνδο και οι σχέσεις του με τον ντε λα Βίνιε είχαν γίνει μάλλον λιγότερο φιλικές. Οι Μοσχοβίτες και οι Πολωνοί είχαν κατέβει στην «Ταυρική Χερσόνησο» (Κριμαία), περιοχή υποτελή στην Πύλη. Υπήρχε η ανησυχητική πιθανότητα, ότι οι Μοσχοβίτες θα κατελάμβαναν τον Καφφά [την αρχαία και σημερινή Θεοδοσία]. O Ρουστέμ φοβόταν μήπως σχηματίσουν ένωση με τον Φερδινάνδο κατά το επόμενο έτος, πράγμα που θα μπορούσε κάλλιστα να αποδειχτεί καταστροφικό για τούς Τούρκους, ιδιαίτερα αν οι Μολδαβοί και οι Βλάχοι ενώνονταν επίσης με αυτές τις βόρειες ορδές, οι οποίες, όπως πίστευε ο ντε λα Βίνιε, μπορούσαν να βάλουν στο πεδίο τής μάχης τεράστιο αριθμό ιππέων.
Εν όψει μιας τέτοιας συμμαχίας οι Τούρκοι θα περνούσαν δύσκολες στιγμές, εκτός αν ο σουλτάνος αναλάμβανε τη διοίκηση εναντίον των αντιπάλων δυνάμεων, γιατί οι γενίτσαροι και οι σπαχήδες λίγη υπακοή έδειχναν σε οποιονδήποτε άλλο. Παρουσία τού σουλτάνου οι σπαχήδες θα απέδιδαν καλά, «με την ελπίδα ότι θα αυξανόταν το τιμάριό τους ή η ετήσια αποζημίωσή τους» (pour l’ espérance que leur timar ou entretenement annuel leur soit augmenté). Όμως ο Ρουστέμ και άλλοι τής αυλικής κλίκας φοβούνταν, ότι αν ο σουλτάνος πήγαινε μακριά σε χρονοβόρα εκστρατεία, ένας από τούς γιους του θα κατάφερνε να μπει στην Ισταμπούλ, να αρπάξει το θησαυροφυλάκιο και να τού στερήσει την αυτοκρατορία. Αυτό θα ήταν το τέλος τού Ρουστέμ. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός, ότι ήθελε ειρήνη σε όλα τα μέτωπα.
Ο Ρουστέμ πασάς θα εμποδιζόταν πολύ να κάνει ειρήνη, κατά τη γνώμη τού ντε λα Βίνιε, γιατί ως αυτοκράτορας ο Φερδινάνδος δεν μπορούσε να αποδεχθεί την απώλεια τής Τάτα. Οι Τούρκοι μάλιστα απαιτούσαν την παραχώρηση τού Σίγκετ (Σίγκετβαρ) στη νοτιοδυτική Ουγγαρία, πράγμα στο οποίο ο Φερδινάνδος δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει. Λεγόταν επιπλέον ότι ο Σουλεϊμάν φιλοδοξούσε ακόμη να καταλάβει τη Βιέννη και στην τουρκική αυλή πίστευαν ότι επρόκειτο να προσπαθήσει ξανά το 1559, με τον μεγαλύτερο στρατό που είχε συγκεντρωθεί ποτέ, «λέγοντας ότι είναι πιο έντιμο για ένα μεγάλο αυτοκράτορα σαν αυτόν, ακολουθώντας το έθιμο των προγόνων του, να πεθάνει στον δρόμο του και όχι στο κρεβάτι» (disant qu’ il est plus honneste à un grand empereur comme luy, suivant la coustume de ses ancestres, de mourir sur son chemin que sur son lit).169 Αν επιθυμία τού Σουλεϊμάν ήταν να μην πεθάνει «στο κρεβάτι», η επιθυμία αυτή θα εκπληρωνόταν γιατί, όπως είναι γνωστό, ο θάνατος θα τον έπαιρνε (το 1566) κατά την πολιορκία τού Σίγκετ.
Νέα για τις τουρκικές προετοιμασίες για εκτεταμένη ναυτική εκστρατεία το 1558 είχαν εξαπλωθεί στο εξωτερικό στις αρχές τού έτους. Προφανώς είχε υπάρξει μεγάλη δραστηριότητα μέσα και γύρω από τον ναύσταθμο στην Ισταμπούλ. Ήδη από τις 6 Μαρτίου ο δόγης και η Γερουσία ενημέρωναν τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου, τις αποικιακές κυβερνήσεις Κύπρου, Κρήτης και Κέρκυρας, καθώς και τον διοικητή τής Αμμοχώστου και άλλους αξιωματούχους, ότι έπρεπε να παραμένουν σε επιφυλακή, αλλά κρυφά και διακριτικά, ώστε να μην προσελκύσουν την προσοχή των Τούρκων. Δεν θα ήταν καλό να αφήσουν τούς πασάδες να πιστεύουν ότι η Βενετία έπαιρνε αμυντικά μέτρα κατά των Τούρκων, με τούς οποίους η Δημοκρατία βρισκόταν σε ειρήνη.
Ήταν σωστή πολιτική να ομολογούν εμπιστοσύνη στις ειρηνικές προθέσεις των Τούρκων, όταν μεγάλη αρμάδα φτιαχνόταν στην Ισταμπούλ, αλλά και να δυσπιστούν απέναντί τους, «γιατί δεν είμαστε χωρίς κάποια υποψία, ότι η τουρκική αρμάδα, για την οποία λένε ότι φέτος θα βγει στη θάλασσα πολύ ισχυρή, δεν θα κινηθεί εναντίον κάποιου δικού μας τόπου…» (perchè non siamo senza qualche sospitione che l’ armata Turchescha, la qual si dice che quest’ anno è per uscir molto potente, sia per andar sopra alcun luogo nostro…). Οι Ενετοί φοβούνταν επίθεση εναντίον τής Κύπρου,170 αλλά αυτή δεν βρισκόταν προ των πυλών, τουλάχιστον όχι ακόμη.
Η τουρκική αρμάδα είχε πλεύσει μέσα από τα Δαρδανέλλια στο βόρειο Αιγαίο ήδη από τις 14 Απριλίου (1558).171 Στις 4 Ιουνίου ο Φρανσουά ντε Νοαίγ, ο επίσκοπος τού Νταξ και Γάλλος πρεσβευτής στη Βενετία, έγραφε στον ντε λα Βίνιε ότι η αρμάδα τού σουλτάνου είχε φτάσει στο Καστέλ Τορνέζε (Κλερμόν, Χλεμούτσι) στη μωραΐτικη ακτή, απέναντι από το νησί τής Ζακύνθου, σε απόσταση δύο ημερών από την Κέρκυρα.172 Προφανώς κινούνταν αργά. Στη δύση αναρωτιούνταν γιατί. Ο Τζιρολάμο Σεριπάντο, αρχιεπίσκοπος τού Σαλέρνο, σύντομα όμως θα σημείωνε στα Σχόλιά του (Commentarii), ότι είχε μόλις φτάσει μήνυμα από το Οτράντο στις 8 Ιουνίου, ότι ο στόλος είχε εντοπιστεί στα ανοιχτά τού ακρωτηρίου τής Λευκάδας Κάπο Σάντα Μαρία ντι Λέουκα, ενώ το βράδυ τής ίδιας ημέρας αναφερόταν ότι βρισκόταν στο Κάπο Κολόννα κοντά στον Κρότωνα (Κροτόνε).173 Τώρα προχωρούσε πιο γρήγορα. Στις 28 Ιουνίου ο Νοαίγ ενημέρωνε τον ντε λα Βίνιε, ότι δύο βδομάδες νωρίτερα ο στόλος είχε εντοπιστεί στη Γκαέτα. Υπήρχε αναφορά, ότι περιζώνοντας τον κόλπο τής Νάπολης «η εν λόγω τουρκική αρμάδα … έχει σταματήσει για λίγο στο λιμάνι τού Σορρέντο» (la dite armée turquesque… elle s’ estoit amuzée au port de Surante). Στην πραγματικότητα οι Τούρκοι είχαν σταματήσει στο Σορρέντο για χρόνο αρκετό για να αλώσουν την πόλη και να πάρουν μαζί τους (σύμφωνα με τον Νοαίγ) 3.000 άτομα, αλλά είχαν σπαταλήσει πολύ χρόνο, «προς βλάβη των υποθέσεων τής μεγαλειότητάς του», τού Ερρίκου Β’.174
Από την άλωση τού Σορρέντο η τουρκική αρμάδα απέπλευσε προς βορρά κατά μήκος τής ακτής, περνώντας από τα κράτη τής Εκκλησίας «χωρίς καμία βία» (sans faire aulcune violence), αν και σταμάτησε στη μικρή πόλη-φρούριο Σάντα Σεβέρα, «τριάντα μίλια από την Ρώμη», επί τής ακτής κάτω από την Τσιβιταβέκκια. Από τη Σάντα Σεβέρα οι Τούρκοι πήραν μόνο μερικά τυριά, στρώματα, φτηνά έπιπλα και οικιακά αγαθά.175 Προς το τέλος Ιουλίου ο Νοαίγ έστελνε στον ντε λα Βίνιε άλλα παράπονα για την αργή προέλαση τής αρμάδας, η οποία, αντί να συναντηθεί με τον γαλλικό στόλο σε αγκυροβόλιο στην Κορσική, υποτίθεται ότι είχε χάσει έναν ολόκληρο μήνα στη Μινόρκα. Ο Νοαίγ έγραφε ότι έπρεπε να διαμαρτυρηθούν στον σουλτάνο.176
Στα μέσα Αυγούστου (1558) η απογοήτευση τού Φρανσουά ντε Νοαίγ με την τουρκική αρμάδα είχε μετατραπεί σε πικρία. Ο διοικητής τού στόλου, ο μπεηλερμπέης, αποτελούσε μεγαλύτερο πρόβλημα για τούς Γάλλους παρά για τούς Ισπανούς και τούς Γενουάτες συμμάχους τους. Ο ντε λα Βίνιε είχε εκφράσει εμπιστοσύνη για τον μπεηλερμπέη. Ο Νοαίγ έγραφε στον Γάλλο συνάδελφό του στην Πύλη (στις 18 και 27 Αυγούστου) με αγανάκτηση για τη ζημιά που είχε προκαλέσει ο Τούρκος διοικητής, «o ωραίος σας μπεηλερμπέης» (vostre beau beglierbey) στη γαλλική υπόθεση. Από την αρχή πρόθεσή του ήταν να εξαπατήσει τούς Γάλλους. Αλλά θα τολμούσε άραγε να το κάνει αυτό μόνος του; Ο Ρουστέμ πασάς έπρεπε να βρισκόταν πίσω από όλα. Μάλιστα ο μπεηλερμπέης εργαζόταν χέρι-χέρι με τούς Γενουάτες. Τώρα όλοι οι μικροδούκες και ηγεμονίσκοι τής Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένων τού πάπα και των Καράφα, θα συνασπίζονταν εναντίον τού Ερρίκου Β’ και θα προσπαθούσαν να κυνηγήσουν τούς Γάλλους από την Τοσκάνη.
Βλέποντας ότι ο τουρκικός στόλος επρόκειτο να αποτελέσει ελάχιστο ή καθόλου κίνδυνο για τις κτήσεις των Αψβούργων στην Ιταλία, οι Ισπανοί είχαν ενισχύσει τα στρατεύματά τους στην περιοχή τής Πικαρδίας. Ο Ερρίκος Β’ είχε υποχρεωθεί να αποσύρει ιππικό και πεζικό από το Πεδεμόντιο, αφήνοντας τον στρατάρχη Σαρλ ντε Μπρισσάκ σε δύσκολη θέση. Όταν η τουρκική αρμάδα επέστρεψε προς τα ανατολικά, οι Ισπανοί μείωσαν τις φρουρές τους (σύμφωνα με τον Νοαίγ) στη Νάπολη, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κορσική, τη Γένουα, τη Σαβόνα, τη Βιλλφράνς-συρ-Μερ, τη Νίκαια, «και σε άλλα μέρη». Τώρα οι ισπανικές δυνάμεις στο Μιλάνο ήσαν πολύ ισχυρότερες από εκείνες των Γάλλων στο Πεδεμόντιο.177 Τίποτε πέρα από θλίψη δεν είχε προέλθει από την τουρκική εκστρατεία, τουλάχιστον για τούς Γάλλους.
Όπως έχουμε μόλις σημειώσει, οι Ενετοί είχαν δει την τουρκική εκστρατεία, καθώς αυτή ετοιμαζόταν, «όχι χωρίς κάποια καχυποψία». Αν και ο Ερρίκος Β’ είχε ζητήσει τη ναυτική βοήθεια τής Πύλης, φαίνεται επίσης ότι είχε αμφιβολίες. Συμφωνώντας αρκετά με τον Νοαίγ, ο Ερρίκος έγραφε στον απεσταλμένο του στην Ισταμπούλ (στις 24 Αυγούστου): «Κύριε ντε λα Βίνιε, έχετε δει από την τελευταία επιστολή μου πώς υποψιαζόμουν τι θα προέκυπτε από την τουρκική αρμάδα…»., η οποία είχε επιστρέψει χωρίς να έχει πρόθεση ή να προσπαθήσει να βοηθήσει τούς Γάλλους. Ο μπεηλερμπέης διοικητής, «από τον οποίο διατηρούσατε τόσο μεγάλες ελπίδες», καθώς και οι συνάδελφοί του αξιωματικοί είχαν λεηλατήσει και αρπάξει περιουσίες όπου κι αν αποβιβάστηκαν, περιγελώντας τα υπέροχα δώρα που είχαν πάρει «σε χρυσό, ασήμι και άλλα πράγματα».
Οι Τούρκοι είχαν επιστρέψει «μέσω Γένουας» (par la route de Genes) και οι Γενουάτες τούς είχαν τιμήσει. Στη Γένουα επίσης, οι Τούρκοι διοικητές είχαν συναντήσει και συζητήσει για κάποιο χρονικό διάστημα «με τούς κύριους εκπροσώπους τού βασιλιά τής Ισπανίας, τού κοινού μας εχθρού». Γενουάτικες και ισπανικές γαλέρες είχαν αναμιχθεί με εκείνες τού τουρκικού στόλου, «έτσι ώστε από τέτοιες εκδηλώσεις να θεωρεί τώρα ολόκληρη η Χριστιανοσύνη, ότι η φιλία και κατανόηση μεταξύ τού Μεγάλου Άρχοντα και των κυρίων εχθρών μας είναι μεγαλύτερη από όσο ήταν ποτέ μεταξύ των δυο μας», δηλαδή μεταξύ τού Ερρίκου Β’ και τού Σουλεϊμάν. Αντί να βοηθήσουν οι Τούρκοι τούς Γάλλους, είχαν ενεργήσει σε αντίθεση με τα γαλλικά συμφέροντα και με εκείνα τής Χριστιανοσύνης, τραυματίζοντας τούς φίλους τού Ερρίκου και βλάπτοντας τη φήμη του. Τα πάντα είχαν αποδειχτεί αντίθετα με τις ελπίδες τού Ερρίκου.
Παρά την «άρρωστη συμπεριφορά» (mauvais offices) των Τούρκων αξιωματικών, ο Ερρίκος ήταν όμως βέβαιος, ότι οι κακές τους πράξεις είχαν γίνει χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση τού σουλτάνου Σουλεϊμάν:
Έτσι οφείλω να πιστεύω, όπως σίγουρα πιστεύω, στις επιστολές και τις υποσχέσεις του, μαζί με την έντιμη και ευγενική διαβεβαίωση που έχει πάντοτε παράσχει σε εσάς και στους προκατόχους σας, τούς πρεσβευτές μου, για τη συνέχιση και τη σταθερότητα τής φιλίας του απέναντί μου…
Ο Σουλεϊμάν είχε υπάρξει γενναιόδωρος βοηθώντας τούς Γάλλους με οθωμανικά όπλα στη θάλασσα. Ολόκληρο το πρόβλημα βρισκόταν στην πλεονεξία των εκπροσώπων τού σουλτάνου, «οι οποίοι έχουν πάντοτε προτιμήσει τα δικά τους οφέλη από την τιμή και το μεγαλείο τού κυρίου τους και από την υπακοή που οφείλουν να δείχνουν στις εντολές του». Στους εκπροσώπους τού σουλτάνου άξιζε «αυστηρή επίπληξη και τιμωρία» (une rigoureuse réprimande et punition). Αν Γάλλοι αξιωματικοί είχαν ενεργήσει απέναντι στους ελάχιστα φίλους τού Ερρίκου όπως είχαν κάνει οι Τούρκοι απέναντι στον Ερρίκο, θα πλήρωναν για τη συμπεριφορά τους με την ίδια τους τη ζωή.
Ο Ερρίκος υπέθετε, ότι ο Μεγάλος Άρχοντας (Grand Seigneur) θα αντιμετώπιζε με όχι λιγότερο συνοπτικές διαδικασίες τούς παραβατικούς Τούρκους αξιωματικούς τής πρόσφατης αρμάδας, «για να ανταποκριθεί στην υποχρέωση τής τέλειας αμοιβαίας φιλίας μας, η οποία διαφορετικά θα βρεθεί τραυματισμένη και ανικανοποίητη» (pour satisfaire au devoir de nostre parfaite amitié réciproque, la quelle autrement se trouveroit offensée et mal satisfaite). Στην επιστολή του προς τον ντε λα Βίνιε ο Ερρίκος περιλάμβανε υπόμνημα (memoire), πραγματική περιγραφή όλων όσα είχαν συμβεί μέχρι και τη στιγμή τής αναχώρησης τού στόλου. Ο ντε λα Βίνιε έπρεπε να παρουσιάσει αυτή την περιγραφή στον σουλτάνο. Θα είχε μεγαλύτερο βάρος από μια προφορική διαμαρτυρία. Ο απεσταλμένος έπρεπε στη συνέχεια να ενημερώσει τον Ερρίκο για την αντίδραση τού Σουλεϊμάν σε αυτή την έκφραση δικαιολογημένου παράπονου, γιατί αυτό θα καθιστούσε σαφές το μέγεθος τής φιλίας τού σουλτάνου για τον Ερρίκο. Θα καθόριζε επίσης την πολιτική που έπρεπε να επιδιώκουν στο εξής οι Γάλλοι σε σχέση με τούς Τούρκους.178 Θα επανέλθουμε σε λίγο σε αυτή την επιστολή τού Ερρίκου τής 24ης Αυγούστου 1558.
Οι Ενετοί είχαν καθιερώσει τη δική τους πολιτική απέναντι στους Τούρκους επί δεκαετίες, ακόμη και γενιές πριν από τη δεκαετία τού 1550. Έπρεπε να αποφεύγεται κάθε εχθρική συνάντηση μαζί τους, να μη δίνεται καμία αφορμή για αδίκημα, να στέλνονται δώρα στον σουλτάνο και στους πασάδες, να πληρώνονται όλες οι απαιτούμενες εμπορικές επιβολές και να προστατεύονται όλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι στη θάλασσα. Σύμφωνα με επιστολές τής 15ης Ιουλίου και 27ης Σεπτεμβρίου (1558), τις οποίες είχε στείλει στη Σινιορία ο Αλβίζε Μοτσενίγκο, ο διάδοχος τού Ναβαγκέρο, τέσσερις γαλέρες τού Τζιοβάννι Καράφα είχαν φύγει από την Όστια. Ήσαν παπικές γαλέρες, τις οποίες ο Τζιοβάννι χρησιμοποιούσε ως δική του ιδιοκτησία. Ίσως κατευθύνονταν στην ακτή τής Μπαρμπαριάς. Θα μπορούσαν επίσης να βρίσκονται καθ’ οδόν προς την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι στις 15 Οκτωβρίου ο δόγης και η Γερουσία έδωσαν εντολή στον Μοτσενίγκο να ειδοποιήσει τον Τζιοβάννι, τον άρχοντα δούκα τού Παλιάνο, για να προειδοποιήσει τούς διοικητές των γαλερών του να μην παρεμβαίνουν με κανένα τρόπο στην ενετική ναυτιλία, που σήμαινε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα φορτία και πλοία Ενετών υπηκόων καθώς και πολιτών. Επίσης δεν έπρεπε να υπάρχει καμία παρέμβαση σε πρόσωπο ή πρόσωπα «οποιουδήποτε κράτους, έθνους ή κατάστασης» που ταξίδευαν με τα αγαθά τους πάνω σε οποιοδήποτε πλοίο έπλεε φέροντας το λάβαρο τού Αγίου Μάρκου.
Όταν οι διοικητές γαλερών τού Παλιάνο αναγνώριζαν κάποιο σκάφος ως ενετικό, δεν έπρεπε να ανεβαίνουν σε αυτό «για να αποτρέπεται κάθε περίπτωση διαταραχής και σκανδάλου, που θα μπορούσε να γεννηθεί από αυτές τις γαλέρες τής Εξοχότητάς του, όταν θα βρίσκονται στις θάλασσες τής Ανατολικής Μεσογείου» (per levar tutte l’occasioni de disturbi et scandali che potriano nascer da queste galee di sua Eccellentia quando venissero nelli mari di Levante). Επιπλέον οι γαλέρες τού Παλιάνο έπρεπε να οδηγούνται μακριά από ενετικά λιμάνια και νησιά, γιατί οι αποστολείς δεν θα μετέφεραν τρόφιμα και εμπορεύματα σε λιμάνια, που φαίνονταν ότι απειλούνταν από τις ένοπλες γαλέρες του.179
Η Σινιορία έκανε κάποιον υπαινιγμό γι’ αυτό που συνέβαινε, γιατί ο Αλβίζε Μοτσενίγκο και ο επιστάτης (provveditore) τού ενετικού στόλου μάθαιναν με λεπτομέρειες από επιστολές τού δόγη και τής Γερουσίας με ημερομηνία 28 και 29 Οκτωβρίου (1558), ότι δύο από τις γαλέρες τού Παλιάνο είχαν καταλάβει ένα ενετικό γαλιόνι (galleon), το Μπρικόνι, στον δρόμο του από την Αλεξάνδρεια προς τη Βενετία. Το γαλιόνι ακολουθούσε τη συνήθη διαδρομή, βόρεια προς τον κόλπο τής Αττάλειας (Αντάλυα, Σατάλια), όταν το κατέλαβαν οι δύο γαλέρες τού Παλιάνο με διοικητή τον Φλαμίνιο νταλλ’ Ανγκουϊλάρα, το ρυμούλκησαν προς την ακτή τής «Καραμανίας» και λήστεψαν μέρος τού φορτίου του. Όλοι οι Εβραίοι επί τού πλοίου πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Η Σινιορία δεν μπορούσε και δεν θα ανεχόταν τέτοια προσβολή.
Ο επιστάτης διατάχτηκε να πάρει μοίρα επτά ή οκτώ καλών γαλερών και αφήνοντας τον υπόλοιπο στόλο υπό τις διαταγές τού διοικητή τού Κόλπου (της Αδριατικής) να φύγει το συντομότερο δυνατό καταδιώκοντας όλες τις γαλέρες τού Παλιάνο, όχι απλώς τις δύο των οποίων διοικητής ήταν ο Ανγκουϊλάρα. Έπρεπε να θέσει τούς διοικητές των γαλερών υπό ασφαλή κράτηση, να αφοπλίσει τις γαλέρες και να περιμένει περαιτέρω εντολές. Αν οι γαλέρες αντιστέκονταν, ο επιστάτης έπρεπε να τούς μεταχειριστεί σαν κουρσάρους και στη συνέχεια με κάθε επιμέλεια να στείλει στη Βενετία πλήρη περιγραφή τού τι είχε συμβεί. Εκτός από τη δίκαιη αγανάκτηση τής Σινιορίας για την επιβίβαση τού Ανγκουϊλάρα σε ενετικό πλοίο, δεν αποτελούσε λιγότερο ευαίσθητη πτυχή τής όλης υπόθεσης το γεγονός, ότι οι Εβραίοι έμποροι που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι ήσαν υπήκοοι τού Άρχοντα Τούρκου (Signor Turco) και από τα άρθρα κάθε διαδοχικής συνθήκης μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης η Σινιορία υποσχόταν να προστατεύει Τούρκους υπηκόους με την ίδια επαγρύπνηση όπως εκείνους τής Δημοκρατίας.180
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν έγιναν έντονες διαμαρτυρίες προς τον δούκα τού Παλιάνο, τον καρδινάλιο Καράφα και τον ίδιο τον Παύλο Δ’. Ο δόγης και η Γερουσία εξέφραζαν έκπληξη καθώς και απογοήτευση για την κακοπιστία τού Παλιάνο. Ο Μοτσενίγκο πήρε εντολή να συνεχίσει τις προσπάθειές του, «με τον αρμόζοντα ζήλο και αποτελεσματικότητα» (con quella efficatia e vehementia che si conviene), για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των Εβραίων και την αποκατάσταση τής περιουσίας τους. Όταν οι γαλέρες τού Παλιάνο επέστρεφαν στην Τσιβιταβέκκια, ο Μοτσενίγκο έπρεπε να ειδοποιήσει τούς Εβραίους να μην αναλάβουν καμία δέσμευση για τα λύτρα τους, γιατί η Σινιορία εργαζόταν με αποφασιστικό τρόπο για να πετύχει την απελευθέρωσή τους και την επιστροφή τής περιουσίας τους, τής οποίας ο δόγης και η Γερουσία έστελναν απογραφή στον Μοτσενίγκο.181
Τελικά στις 31 Δεκεμβρίου (1558) ο δόγης και η Γερουσία αναγνώριζαν με ικανοποίηση την παραλαβή των επιστολών τού Μοτσενίγκο στις 20 και 21 τού μηνός, σταλμένων με ειδικό αγγελιοφόρο και σχετικών με την τελευταία ακρόασή του με τον πάπα, ο οποίος λεγόταν τώρα ότι είχε διατάξει την απελευθέρωση όλων των ατόμων και περιουσιών, που είχαν αρπαχτεί από το γαλιόνι Μπρικόνι. Ο Παύλος είχε εκφράσει στον Μοτσενίγκο, όπως συνήθιζε να κάνει με τον Ναβαγκέρο, την αγάπη του για τη Βενετία, δείχνοντας πραγματικά ως «τρυφερός πατέρας τής Δημοκρατίας» (amorevol padre della Republica). Όμως ο γραμματέας τού Μοτσενίγκο είχε υποβάλει μεταγενέστερη αναφορά και τώρα φαινόταν ότι είχε προκύψει πρόβλημα μετά την απόφαση τού Παύλου να απελευθερώσουν όλους τούς αιχμαλώτους.
Τρεις από τούς Εβραίους τούς οποίους ο Ανγκουϊλάρα είχε πάρει από το Μπρικόνι λεγόταν ότι ήσαν Μαράνι, δηλαδή Εβραίοι προσηλυτισμένοι στον Χριστιανισμό, που είχαν ξανακυλήσει ή παρέμεναν κρυφά στον Ιουδαϊσμό των πατέρων τους. Ο δόγης και η Γερουσία δεν πίστευαν την κατηγορία. Κάποιοι έψαχναν για δικαιολογίες. Ο Μοτσενίγκο έπρεπε να επιστρέψει στην Αγιότητά του και να εξασφαλίσει την ελευθερία αυτών των τριών τελευταίων Εβραίων, «χωρίς να τούς υποβάλουν σε οποιαδήποτε Ιερά Εξέταση!» (senza sottometterli ad alcuna inquisitione!). Διαφορετικά, ποιος ξέρει τι θλίψη θα υπέφεραν Ενετοί έμποροι στα εδάφη τού Άρχοντα Τούρκου και ποιος ξέρει τι άλλα προβλήματα θα προέκυπταν, αν οποιοσδήποτε ανέβαινε σε ενετικά πλοία απλώς για να αναζητήσει ένα Μαράνο. Όχι, ο δόγης και η Γερουσία ήσαν βέβαιοι, ότι η Αγιότητά του θα ενεργούσε σε συμφωνία με τις επιθυμίες τους και ότι οι Εβραίοι θα αφήνονταν ελεύθεροι.182
Έξι περίπου επιστολές από τον Μοτσενίγκο προς τη Βενετία, από τις 6-7 μέχρι τις 14 Ιανουαρίου (1559), έφερναν την καθησυχαστική είδηση, ότι ναι, ο Παύλος Δ’ είχε διατάξει την απελευθέρωση και των τριών Εβραίων, που κατηγορούνταν ότι ήσαν Μαράνι. Αν και αυτό αποτελούσε τεράστια ανακούφιση για τη Σινιορία, ο πάπας είχε πει στον Μοτσενίγκο, ότι οι Ενετοί έπρεπε να φροντίζουν στο εξής, να αρνούνται σε Μαράνι τη μεταφορά με τα σκάφη τους. Όμως ο πρέσβης έπρεπε να εξηγήσει, ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Ενετικά πλοία φορτώνονταν σε αποβάθρες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, όπου υπήρχαν έμποροι πολλών εθνών. Δεν μπορούσε κανείς να γνωρίζει ποιοι ήσαν Μαράνι και ποιοι δεν ήσαν. Εξάλλου η συνθήκη ειρήνης και φιλίας, η «διομολόγηση», την οποία είχε η Βενετία με τον Άρχοντα Τούρκο, καθιστούσε αδύνατη την απαγόρευση μεταφοράς με ενετικά πλοία οποιουδήποτε υπηκόου τής Πύλης. Η Αγιότητά του μπορούσε να το καταλάβει αυτό και η Γερουσία θεωρούσε ότι θα άφηνε το ζήτημα.
Εμπορεύματα που ανήκαν στους απελευθερωμένους Εβραίους (Hebrei Liberati) ήσαν διασκορπισμένα ανάμεσα στα λιμάνια τής Μεσσίνα, τής Νάπολης και πιθανώς τής Τσιβιταβέκκια. Ο Μοτσενίγκο έπρεπε να φροντίσει για την αποκατάσταση όλων αυτών των εμπορευμάτων και, εφόσον χρειαζόταν, να συνεχίζει να το υπενθυμίζει στον δούκα τού Παλιάνο. Αν υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην επιστροφή των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, ο Μοτσενίγκο έπρεπε να προσφύγει και πάλι στην Αγιότητά του.183 Έτσι η ιστορία φαίνεται να είχε αίσιο τέλος.
Ο Τζιοβάννι Καράφα προφανώς χρησιμοποιούσε παπικές γαλέρες ως «γενικός διοικητής τής Εκκλησίας» (capitaneus generallis Ecclesiae),184 για να αυξήσει τον πλούτο του από κερδοσκοπία. Καθώς όμως οι απελευθερωμένοι Εβραίοι έπαιρναν πίσω τις περιουσίες τους, ο Παύλος Δ’ είχε δώσει στους ανάξιους ανηψιούς του ένα χτύπημα, που αντήχησε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως θα περιγράψουμε σύντομα, σε πλήρες εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 27 Ιανουαρίου 1559 ο Παύλος αναγνώρισε τις ποταπές απάτες τους, αφαίρεσε τις εξουσίες και τα προνόμιά τους και τούς έδωσε προθεσμία δώδεκα ημερών να εγκαταλείψουν τη Ρώμη. Μεταξύ των απωλειών τού Τζιοβάννι ήταν και η θέση τού διοικητή των παπικών γαλερών, τις οποίες, όπως γνώριζε ο Ανσέλ, χρησιμοποιούσε σαν δική του ιδιοκτησία.185
Στην Ευρώπη τού 1558 δύσκολα μπορούσε κανείς να θυμηθεί πότε οι Αψβούργοι και οι Βαλώνοι δεν βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους. Υπήρχαν βραχύβιες διαπραγματεύσεις για ειρήνη τον Μάιο και ξανά τον Οκτώβριο. Ο Προτεσταντισμός με τη μία ή την άλλη μορφή ήταν ισχυρός στην Ολλανδία τού Φιλίππου Β’ και ο Καλβινισμός κέρδιζε δύναμη στη Γαλλία. Ο Ερρίκος Β’ ήταν τόσο Καθολικός όσο και ο Φίλιππος. Και οι δύο χρειάζονταν ειρήνη για να ασχοληθούν με το θρησκευτικό πρόβλημα. Χρειάζονταν επίσης ειρήνη, επειδή δεν είχαν πια τα μέσα για να συνεχίσουν τον πόλεμο. Βρίσκονταν και οι δύο σε πτώχευση, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των πιστωτών τους.
Καθώς ο Ερρίκος έγραφε στον κύριο ντε λα Βίνιε (στις 24 Αυγούστου 1558) με κάτι περισσότερο από μικρή εξαπάτηση για την αγανάκτησή του με τις αποτυχίες των Τούρκων απέναντι στη Γαλλία, βρισκόταν στην πραγματικότητα σε διαπραγματεύσεις με τον Φίλιππο, «για να ξεκινήσει σωστά μια καλή ειρήνη ή ανακωχή» (pour commencer à bon escient d’ une bonne paix ou treve), την οποία ο ντε λα Βίνιε έπρεπε να εξηγήσει στην Πύλη. Μάλιστα μια μόνο ώρα πριν συναντήσει ο Γάλλος απεσταλμένος τον Ρουστέμ πασά, ο τελευταίος είχε μάθει από τον Μαρίνο Καβάλλι, τον τώρα Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ,186 ότι εκπρόσωποι τού Ερρίκου και τού Φιλίππου προσπαθούσαν να ρυθμίσουν τούς όρους τής ειρήνης, που έπρεπε να είναι αποδεκτοί και από τις δύο πλευρές, όπως έπρεπε να είναι, προκειμένου να διαρκέσει αυτή η ειρήνη. Ο Ερρίκος βρισκόταν τώρα πια σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τον Φίλιππο. Έπρεπε να τερματίσει τον πόλεμο, για να μειώσει τις δαπάνες του. Σε επιστολή τής 14ης Νοεμβρίου (1558) ο ντε λα Βίνιε περιέγραφε στον Ερρίκο την πιο πρόσφατη συνάντησή του με τον Ρουστέμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη.
Η συνάντησή τους ήταν αξέχαστη. Ο Γάλλος απεσταλμένος ενημέρωνε τον Ρουστέμ, ότι αν γινόταν ειρήνη τώρα, έπρεπε να καταλάβει ότι ο λόγος ήταν η αποτυχία τού μπεηλερμπέη να βοηθήσει τούς Γάλλους. Ο απεσταλμένος είχε βρει πολύ χρήσιμη την επιστολή τού Ερρίκου Β’ στις 24 Αυγούστου. Έλεγε επίσης στον Ρουστέμ, ότι αν γινόταν ειρήνη, «θα ήταν δύσκολο να παραβιαστεί κατά τη διάρκεια τής ζωής μας». Ο πόλεμος είχε υπάρξει μάταιος. Ο Ρουστέμ είχε ακούσει τον ντε λα Βίνιε με έκπληξη. Σίγουρα ο Θεός είχε την πρόθεση να κατατροπώσει τον βασιλιά Φίλιππο, να δώσει τη νίκη στο κοφτερό σπαθί τού Ερρίκου. Ο σουλτάνος πήγαινε προσωπικά στην Ουγγαρία το επόμενο έτος. Είχε παραγγείλει τον εξοπλισμό μεγαλύτερου στόλου από εκείνον τον τελευταίο (για τον οποίο είχε διαμαρτυρηθεί ο Ερρίκος), προκειμένου να βοηθήσει τούς Γάλλους το 1559. Παρ’ όλα αυτά, έλεγε ο ντε λα Βίνιε, αμφέβαλλε κατά πόσον αυτό θα παρακινούσε τον Ερρίκο να συνεχίσει τον πόλεμο.
Οι τουρκικές αρμάδες δεν είχαν δικαιολογήσει την τεράστια δαπάνη τού πολέμου με έναν τόσο ισχυρό εχθρό, όπως ο Φίλιππος. Όμως αν ο σουλτάνος ήταν πρόθυμος να βοηθήσει τη γαλλική Μεγαλειότητά του με μέρος των «άπειρων θησαυρών» των Τούρκων, ο ντε λα Βίνιε είχε αφήσει να εννοηθεί, ότι ο Ερρίκος δεν θα έφτανε εύκολα σε συμφωνία με τον Φίλιππο. Σε περίπτωση που ο ίδιος επέλεγε να συνεχίσει τον πόλεμο, θα το έκανε φυσικά μόνο για «την αγάπη τού εν λόγω Μεγάλου Άρχοντα» (pour l’ amour du dit Grand Seigneur). Χωρίς επαρκή βοήθεια από τούς Τούρκους ο Ερρίκος δεν θα μπορούσε να εκθέσει τη χώρα και τούς ανθρώπους του σε τέτοιους κινδύνους, γιατί οι τουρκικές αρμάδες είχαν πάντοτε φέρει στους Γάλλους μεγαλύτερη ζημιά από κέρδος! (tousiours beaucoup plus de dommage que de profit!). Ο Ρουστέμ ήθελε να γράψει ο ντε λα Βίνιε στον Ερρίκο, ότι ο Σουλεϊμάν ήταν συντετριμμένος που η τουρκική αρμάδα, που είχε στείλει προς τα δυτικά, δεν είχε βοηθήσει τούς Γάλλους, όπως είχαν διαταχτεί οι διοικητές της να κάνουν. Αλλά ο Ερρίκος είχε παρουσιάσει τις απόψεις του. Ο Σουλεϊμάν κατανοούσε τις ανάγκες του και δεν ήθελε να αποτύχει να τον βοηθήσει.
Ο σουλτάνος είχε γράψει στον Ερρίκο στις 10 Νοεμβρίου (1558), επιδιώκοντας να επανορθώσει, γιατί ήταν εύκολο να δει κανείς, ότι ο ίδιος επιθυμούσε «να είστε διαρκώς φίλος του» (que perpetuellement vous luy soyez amy). Οι δύο γιοι τού σουλτάνου βρίσκονταν τότε σε πόλεμο μεταξύ τους. Ο σάχης τής Περσίας βρισκόταν και πάλι σε κίνηση. Ο Σουλεϊμάν δεσμευόταν από την τιμή του να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ουγγαρία, σύμφωνα με τον ντε λα Βίνιε, αφού ήσαν οι ίδιοι οι Τούρκοι εκείνοι που είχαν σπάσει την εκεχειρία τους με τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο, «όπως λένε, με δική μας αίτηση» (comme ils disent, à nostre requeste). Ο ντε λα Βίνιε δεν είχε καλή άποψη για τον Ρουστέμ πασά, έναν αλαζονικό και φιλάργυρο άνθρωπο, ο οποίος ήθελε να δει την Οθωμανική αυτοκρατορία σε ειρήνη, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία θα εξαντλούσαν η μία την άλλη σε πόλεμο χωρίς τέλος.
Οι αποφάσεις τού Σουλεϊμάν συχνά δεν ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες τού Ρουστέμ. Όμως ήταν φανερό, ότι υπό τις παρούσες συνθήκες οι Τούρκοι χρειάζονταν τούς Γάλλους τόσο πολύ, όσο οι τελευταίοι χρειάζονταν τούς Τούρκους. Αν ο Ερρίκος δεν έκανε τελικά ειρήνη με τον Φίλιππο, έπρεπε να ζητήσει κι άλλη τουρκική αρμάδα, αλλά όχι κάτω από την εντολή τού «μπεηλερμπέη», που είχε απογοητεύσει τη μεγαλειότητά του τόσο πολύ. Σε κάθε περίπτωση ο ντε λα Βίνιε συμβούλευε τη διατήρηση φιλικής σχέσης με τον σουλτάνο, όπως ήταν πιθανό να κάνει ο Ερρίκος, έτσι ώστε οι γαλλικές πρεσβείες να ήσαν ευπρόσδεκτες στην Πύλη, όταν ήταν προς το συμφέρον τής Γαλλίας να τις στέλνει.187
Παρά το γεγονός ότι ο Λουθηρανισμός είχε αυξήσει την πολιτική διαίρεση στη Γερμανία και είχε εμποδίσει τούς Αψβούργους στην προσπάθειά τους να κρατήσουν τη θέση τους απέναντι στον Σουλεϊμάν στην Τρανσυλβανία και την Ουγγαρία, στην παλιά αυτοκρατορία φοβούνταν τούς Τούρκους τόσο οι Λουθηρανοί όσο και οι Καθολικοί. Προς το τέλος Νοεμβρίου (1558) ο Ερρίκος Β’, ο οποίος όπως και ο πατέρας του εξαρτιόταν από Γερμανούς φίλους, σχεδίαζε να στείλει απεσταλμένο στη δίαιτα που υποτίθεται ότι θα συγκαλούνταν στο Άουγκσμπουργκ την 1η Ιανουαρίου. Δεδομένου ότι οι εχθροί τού Ερρίκου προσπαθούσαν κάθε μέρα να τον καταστήσουν απεχθή στα γερμανικά μάτια «για τη συμμαχία εννοούμε που έχει με τούς Τούρκους» (pour l’ alliance que l’ on a voulu dire qu’ il a avec le Turc), είχε την πρόθεση να διαβεβαιώσει τούς Γερμανούς ηγεμόνες, «πράγμα για το οποίο καλεί ως μάρτυρα τον Θεό», ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν κάνει ποτέ συνθήκες ή είχαν συνάψει συμμαχίες με τον σουλτάνο. Η μεγαλειότητά του δεν θα ήταν ποτέ ένοχος για «μια πράξη τόσο ανάξια τού ονόματος και τού τίτλου που φέρει ως χριστιανικότατος βασιλιάς (Roy Tres-Chrestien).
Ο Ερρίκος δεν είχε πρόθεση να αρνηθεί, ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο Φραγκίσκος Α’ είχαν κατά περίπτωση ζητήσει τη βοήθεια τουρκικών γαλερών, οι οποίες ποτέ δεν είχαν υπάρξει τόσο χρήσιμες, όσο οι Γάλλοι είχαν ελπίσει ότι θα μπορούσαν να είναι. Όμως το είχαν κάνει αυτό απλώς για να ακολουθήσουν το καλύτερο παράδειγμα τού εκλιπόντος αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, ο οποίος ήταν ο πρώτος που προσέγγισε τον σουλτάνο «για να στρέψει αυτός τις δυνάμεις του εναντίον τής Γαλλίας» (pour luy faire convertir ses forces contre la France). Ο Κάρολος ήθελε να απασχολούν οι Τούρκοι τούς Γάλλους στη θάλασσα, ενώ ο ίδιος θα τούς επιτίθετο στη στεριά…. Αλλά τώρα ο Κάρολος ήταν νεκρός και ο Ερρίκος είχε γράψει στον εγκατεστημένο πρεσβευτή του στην Υψηλή Πύλη να απέχει από κάθε ενημέρωση και επικοινωνία με τον σουλτάνο και τούς πασάδες του «για διεξαγωγή πολέμου» (pour le fait de la guerre). Ο Ερρίκος επιθυμούσε να αποτρέψει τούς Τούρκους από αντιχριστιανικές επιχειρήσεις στη στεριά καθώς και στη θάλασσα. Ήταν αιώνιος σύμμαχος τής Γερμανικής αυτοκρατορίας, την οποία αγωνιούσε να δει να γλυτώνει από τουρκικές παρενοχλήσεις. Ο Ερρίκος έπρεπε να διατηρεί εκπρόσωπο στην Πύλη, όπως και οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες, λόγω τού εμπορίου που είχαν υπήκοοί του με τούς Τούρκους. Ήταν έτοιμος να αποδεχτεί μια λογική ειρήνη, αλλά δεν θα υπέκυπτε στην απαίτηση των εκπροσώπων τού Φιλίππου Β’, ότι για να ικανοποιήσει τούς Άγγλους έπρεπε να εγκαταλείψει το Καλαί, «που είναι η πραγματική κληρονομιά αυτού τού στέμματος» (qui est du vray patrimoine de cette couronne).188
Υπήρχε πόλεμος στην Ιταλία, καθώς και στην Φλάνδρα, στο Αρτουά και στην Πικαρδία. Η Μεσόγειος δεν ήταν ποτέ χωρίς κουρσάρους και η χριστιανική ναυτιλία συχνά είχε να αντιμετωπίσει τούς Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά προσκυνητές κατευθύνονταν ακόμη στην Ιερουσαλήμ, όπου μοναχοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται παρόντες στην Εκκλησία τού Παναγίου Τάφου. Κάθε χρόνο προσκυνητές έπαιρναν τουλάχιστον ένα πλοίο από τη Βενετία προς τούς Αγίους Τόπους και αναπόφευκτα τα πράγματα μερικές φορές πήγαιναν στραβά. Το καλοκαίρι τού 1557 αριθμός προσκυνητών από τη Βενετία είχε την ατυχία να φτάσει στην Παλαιστινιακή ακτή ακριβώς ύστερα από επιδρομή των Ιπποτών τής Μάλτας, που είχαν πάρει μαζί τους ένα κοπάδι αιχμαλώτων. Όταν αποβιβάστηκαν οι προσκυνητές, όπως μάς πληροφορεί ο Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ, οι «Σύριοι» τούς συνέλαβαν ως αναπόσπαστο μέρος των «πειρατών» που είχαν πάρει μαζί τους τούς δικούς τους φίλους και συγγενείς (criminantur eos esse de numero piratarum). Οι προσκυνητές, «ως επί το πλείστον νέοι, μεταξύ των οποίων κάποιοι ευγενείς, εν μέρει Γερμανοί, εν μέρει Ολλανδοί», μεταφέρθηκαν σε φυλακή στην Ισταμπούλ και θα καταλάμβαναν εξέχουσα θέση στην τέταρτη τουρκική επιστολή τού Μπουσμπέκ.189
Οι Τούρκοι είχαν επίσης φυλακίσει κάποιους μοναχούς και τελικά τα δεινά τέθηκαν υπόψη τού Παύλου Δ’. Ο Παύλος διέταξε τον ανηψιό του Τζιοβάννι, δούκα τού Παλιάνο, να γράψει για λογαριασμό των μοναχών και των προσκυνητών στον Αντόνιο Τριβούλτσιο, τον καρδινάλιο λεγάτο στη γαλλική αυλή. Οι εν λόγω μοναχοί ήσαν Φραγκισκανοί τής Τήρησης, εγκατεστημένοι στην Ιερουσαλήμ. Είχαν ήδη κρατηθεί, όπως φαίνεται, μαζί με τούς προσκυνητές, «σε σκληρή αιχμαλωσία» για αρκετούς μήνες πριν ο Παύλος μάθει για την ατυχία τους. Σε κάθε περίπτωση στις 14 Δεκεμβρίου 1557 έγραψε και ο Παύλος στον Τριβούλτσιο, δίνοντάς του εντολή να θεωρεί την επιστολή τού Παλιάνο ως προερχόμενη από τον ίδιο τον πάπα, γιατί ο Τριβούλτσιο έπρεπε να γνωρίζει πόσο αγωνιούσε η Αγιότητά του για την απελευθέρωση των φτωχών ψυχών, που δεινοπαθούσαν σε τουρκική φυλακή.
Ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να γράψουν στον Τριβούλτσιο είναι προφανής. Αυτός έπρεπε να μεριμνήσει, ώστε ο πρόσφατος σύμμαχος τού Παύλου, ο Ερρίκος Β’, να γράψει στον Ζαν ντε λα Βίνιε, τον Γάλλο πρεσβευτή στην Ισταμπούλ, ότι παρά τις απώλειες που είχαν προκαλέσει στους Τούρκους οι Ιππότες τής Μάλτας, έπρεπε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των αθώων μοναχών και προσκυνητών. Ο παπικός εφημέριος και ένας συνεργάτης είχαν επίσης φυλακιστεί στην Ισταμπούλ και εκτός από εκείνους που κρατούνταν στην τουρκική πρωτεύουσα, άλλοι μοναχοί και προσκυνητές είχαν τεθεί υπό κράτηση στη Γάζα. Ήταν λυπηρό το γεγονός ότι τούς μεταχειρίζονταν τόσο άδικα, όταν το μόνο αδίκημά τους ήταν ότι υπηρετούσαν τον Θεό, μετανοούσαν και επισκέπτονταν τούς Αγίους Τόπους.190
Για οποιοδήποτε λόγο φαινόταν τώρα ότι είχαν περάσει δεκαοκτώ μήνες και δεν είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους οι προσκυνητές και προφανώς οι Ελάσσονες Μοναχοί τής Ιερουσαλήμ. Ο καρδινάλιος Τριβούλτσιο είχε σαφώς μεταφέρει το παπικό αίτημα στον Ερρίκο Β’, ο οποίος κάποια στιγμή το είχε περάσει στον Ζαν ντε λα Βίνιε, αλλά δεν έγινε τίποτε παρά μόνο μετά τη συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, στην οποία θα έρθουμε σύντομα. Ο Μπουσμπέκ είχε προσπαθήσει μάταια να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των κρατουμένων, ενώ ο Ενετός βαΐλος Μαρίνο Καβάλλι είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά σε απόγνωση. Όμως στις 16 Ιουνίου 1559, όταν ο ντε λα Βίνιε είχε μια από τις τελευταίες ακροάσεις του με τον σουλτάνο Σουλεϊμάν, παρουσίασε το παπικό αίτημα ως προερχόμενο από τον Ερρίκο Β’. Ο σουλτάνος το αποδέχτηκε αμέσως και οι προσκυνητές, που ήσαν φυλακισμένοι εδώ και δύο χρόνια, απέκτησαν την ελευθερία τους και παραδόθηκαν στην κυριολεξία στον ντε λα Βίνιε στο κατώφλι τού σπιτιού του. Σύμφωνα με τον Μπουσμπέκ ήσαν δεκατρείς. Γνωρίζοντας ότι είχε προσπαθήσει να τούς βοηθήσει, τού έκαναν όλοι απροσδόκητη επίσκεψη. Είπαν στον Μπουσμπέκ «ότι είχαν σταλεί σε αυτόν ως δώρο από τον πρέσβη τού χριστιανικότατου βασιλιά, με την προσπάθεια τού οποίου είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους». Ο Μπουσμπέκ έστειλε τις θερμές ευχαριστίες του στον ντε λα Βίνιε, με τον οποίο (όπως σχεδόν κάθε άλλος στον Βόσπορο) δεν είχε βρει εύκολη την αρμονική συνύπαρξη.191
Ο ντε λα Βίνιε ήταν ευχαριστημένος με την επιτυχία του, για την οποία ενημέρωσε τον Ερρίκο Β’ σε αναφορά, την οποία επισύναψε σε επιστολή γραμμένη στην Ισταμπούλ στις 21 Ιουνίου (1559). Περιγελούσε τον Ενετό βαΐλο Μαρίνο Καβάλλι, δηλώνοντας ότι ο Καβάλλι είχε εξοργιστεί με τη δική του αποτυχία να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των προσκυνητών «στο όνομα τής Σινιορίας του». Ο Μαρίνο, στον οποίο ο ντε λα Βίνιε έβλεπε κάνοντας λογοπαίγνιο περισσότερο γάιδαρο (asino) παρά άλογο (cavallo), αναμφίβολα το εύρισκε στενόχωρο, γιατί οι Ενετοί ισχυρίζονταν ότι ήσαν οι «προστάτες αυτού τού ιερού ταξιδιού στην Ιερουσαλήμ» (protecteurs dudict saint voyage en Hiérusalem). Αντί να επαινεί τον ντε λα Βίνιε για την επίτευξη τού κοινού τους στόχου, ο Καβάλλι προσπαθούσε να δημιουργήσει την εντύπωση, ότι ήταν αυτός που είχε κατορθώσει την απελευθέρωση των προσκυνητών από τον σουλτάνο. Τουλάχιστον έτσι ανέφερε ο ντε λα Βίνιε στην αναφορά του προς τον Ερρίκο, προσθέτοντας ακόμη ότι ο Καβάλλι είχε προσπαθήσει να πείσει τον Μπουσμπέκ να γράψει στον Φερδινάνδο, ότι ο σουλτάνος είχε ενεργήσει ύστερα από αίτηση τής Ενετικής Σινιορίας. Αν αυτό είχε γίνει, ο Μπουσμπέκ δεν αναφέρει το γεγονός.192 Σε κάθε περίπτωση ο ντε λα Βίνιε τα είχε πάει καλά ως πρεσβευτής στην Πύλη. Η τελευταία του ακρόαση με τον Σουλεϊμάν έλαβε χώρα την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου (1559). Η τελευταία του επιστολή από την Ισταμπούλ, μια σύντομη και βιαστική σημείωση, γράφτηκε την Κυριακή στις 10 τού μηνός. Σε λίγο βρισκόταν στον δρόμο «για να πάει να βρει τον βασιλιά» (pour aller trouver le roy).193
Καθώς αναφορές και φήμες για επικείμενη ειρήνη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας άρχιζαν να πλημμυρίζουν την Ισταμπούλ και καθώς οι δύο γιοι τού σουλτάνου συνέχιζαν τη «διχόνοια και ανυπακοή» τους, ο ντε λα Βίνιε έγραφε στον Ερρίκο Β’ (στις 11 Φεβρουαρίου 1559), ότι ο σουλτάνος δεν θα πήγαινε προσωπικά στην Ουγγαρία. Επιπλέον οι γαλέρες, τις οποίες ο σουλτάνος σχεδίαζε να στείλει προς τα δυτικά για ενίσχυση των Γάλλων, αν τις ζητούσε ο Ερρίκος, θα έμεναν κοντά στην πατρίδα για να φρουρούν το Αρχιπέλαγος. Κάπως πρόωρα ο ντε λα Βίνιε δήλωνε, ότι γινόταν ειρήνη τώρα μεταξύ Αυστρίας και Υψηλής Πύλης, προς ικανοποίηση τού Ρουστέμ πασά. Λεγόταν ότι ο Φερδινάνδος αποδεχόταν «όρους υποτιμητικούς για χριστιανό αυτοκράτορα» (conditions bien peu honorables pour un empereur Chrestien), δηλαδή ετήσιο φόρο υποτέλειας 30.000 δουκάτων, καταβολή καθυστερούμενων πέντε ετών και αποδοχή τής απώλειας τής Τάτα.
Όσο για τα καθυστερούμενα, ο Φερδινάνδος θα πλήρωνε 60.000 δουκάτα μέσα σε τρεις μήνες και θα απαλλασσόταν από τις υπόλοιπες 90.000 «για το φρούριο τής Τάτα, το οποίο θα παραμείνει στα χέρια των Τούρκων» (pour la forteresse de Tata, qui restera és mains des Turcs). Νέα σύνορα θα καθορίζονταν για την Τρανσυλβανία, τα οποία δεν θα παραβίαζε ο Φερδινάνδος. Έπρεπε να είναι φίλος των φίλων και εχθρός των εχθρών τού σουλτάνου, όπου ο Ερρίκος ήταν μεταξύ των βασικών φίλων των Τούρκων. Έτσι ο Φερδινάνδος εμποδιζόταν να βοηθήσει τον ανηψιό του Φίλιππο Β’. Σε μακρά αγόρευση ο Ρουστέμ εξηγούσε στον ντε λα Βίνιε, ότι αφού όλοι οι χριστιανοί ηγεμόνες εξαναγκάζονταν σε συμφιλίωση ο ένας με τον άλλο, για να ανακουφίσουν τούς υπηκόους τους από το βαρύ φορτίο τού πολέμου, ο Ερρίκος δεν έπρεπε να το θεωρεί παράξενο, που ο σουλτάνος επιθυμούσε να κάνει το ίδιο.
Ο Ρουστέμ πασάς είχε εξηγήσει στον ντε λα Βίνιε, προφανώς σε μεγαλύτερη έκταση από εκείνη που επιθυμούσε ο τελευταίος, την μεγάλη αγάπη που διατηρούσε ο σουλτάνος Σουλεϊμάν για τον Ερρίκο:
… Η εν λόγω Υψηλότητά του [ο σουλτάνος] δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση σε αυτόν τον κόσμο από το να σάς βλέπει σε ησυχία, υπό την προϋπόθεση να είναι αυτή προς τιμή σας και προς όφελος των φίλων σας, ενώ σάς στέλνει την επιστολή την οποία ζητήσατε, εκείνη για τούς Γερμανούς, ώστε να καταλάβουν ότι δεν θα είναι ποτέ εχθρός εκείνων που είναι φίλοι σας….
Ο σουλτάνος ήθελε να παραμείνει ο Ερρίκος σε πόλεμο με τον Φίλιππο. Ο Ερρίκος ήθελε να παραμείνει ο σουλτάνος σε πόλεμο με τον Φερδινάνδο. Ο ντε λα Βίνιε είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, «για να αποτρέψει την εν λόγω ειρήνη με τον αυτοκράτορα» (pour empescher ladite paix avec l’ empereur).
Ο σουλτάνος θα ολοκλήρωνε σίγουρα την ειρήνη με τον Φερδινάνδο, αν ο επαναστατημένος γιος τού Βαγιαζήτ αποσυρόταν στην Αίγυπτο και προσπαθούσε να αρπάξει αυτή την επαρχία για τον εαυτό του ή αν ενωνόταν με τον σάχη τής Περσίας κατά τής Πύλης. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα πράγματα, θα ήταν θαύμα αν ο Ερρίκος έπαιρνε οποιαδήποτε βοήθεια από τούς Τούρκους σε περίπτωση συνέχισης τού πολέμου με τον Φίλιππο. Η ειρήνη ήταν προς το συμφέρον τού Ρουστέμ, «αυτού τού καθάρματος, τού πρώτου πασά» (ce bélistre premier bassa) και θα μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος, ότι θα έκανε το μέγιστο δυνατό για να επιτευχθεί ειρήνη με τον Φερδινάνδο, τού οποίου η «φιλοδοξία, ανομία και κακή πίστη» ήταν εδώ και είκοσι χρόνια (σύμφωνα με τον ντε λα Βίνιε) η αιτία τής συμφοράς που είχε πέσει «πάνω στη φτωχή χώρα τής Ουγγαρίας».194
Αν και ο ντε λα Βίνιε είχε κάνει λάθος για την σχεδόν βεβαιότητα τής αυστρο-τουρκικής ειρήνης, επειδή ο Σουλεϊμάν απέρριψε τις προτάσεις που είχε κάνει ο Φερδινάνδος μέσω τού πρεσβευτή Μπουσμπέκ,195 η ειρήνη ήρθε όντως στη Δυτική Ευρώπη. Οι μάχες τού Σαιν Κεντέν και τού Γκραβλίν ήσαν καθοριστικές, όπως και η τουρκική άρνηση δανείου 2.000.000 χρυσών νομισμάτων (écus) ή δουκάτων στον Ερρίκο και έτσι συνήφθη η συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί στις 3 Απριλίου 1559,196 η οποία άφησε την Ισπανία κυρίαρχη δύναμη στην Ιταλία. Θα περνούσε πολύς καιρός πριν μπορέσουν οι Γάλλοι να επιστρέψουν ισχυροί στη χερσόνησο.
Σύμφωνα με τη συνθήκη τού Κατώ-Καμπρεσί, οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Ισπανίας έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τις πλήρεις δυνάμεις τους, ώστε να επιφέρουν τη «σύγκληση και πραγματοποίηση» οικουμενικής συνόδου τής Εκκλησίας, «ως αναγκαίας για την αναμόρφωση και υπαγωγή όλης τής χριστιανικής Εκκλησίας σε πραγματική ένωση και ομόνοια» (tant necessaire à la réformation et réduction de toute l’ Eglise Chrétienne en une vraie union et concorde).197 Ως συνήθως, καταργήθηκαν οι κυβερνητικές άδειες για επίθεση και κατάληψη εχθρικών σκαφών (letters of marque and reprisal), τις οποίες κάθε πλευρά είχε εκδώσει σε βάρος τής άλλης. Ανάμεσα στα πολυάριθμα άρθρα τής συνθήκης ένα προέβλεπε την επιστροφή τής μαρκιωνίας (marquisate) τού Μονφερράτ στον δούκα Γκουλιέλμο τής Μάντουα (το 1536 ο Κάρολος Ε’ είχε απονείμει το Μονφερράτ στη Μάντουα και όχι στη Σαβοΐα). Πιο σημαντικό ήταν ότι ο Φίλιππος Β’ επρόκειτο να παντρευτεί την Ελισσάβετ, τη μεγαλύτερη κόρη τού Ερρίκου Β’, η οποία ήταν αρραβωνιασμένη με τον Δον Κάρλος, γιο τού Φιλίππου. Μέσα σε λίγους μήνες (στις 22 Ιουνίου 1559) ο Φίλιππος παντρεύτηκε την Ελισσάβετ, τής οποίας ο θάνατος εννέα χρόνια αργότερα, ο οποίος ακολούθησε εκείνον τού δυσαρεστημένου Δον Κάρλος, θα συνέδεε τα ονόματά τους στον σύγχρονο ρομαντισμό και στην όπερα.
Ο Φίλιππος Β’ επέστρεψε το Σαιν Κεντέν, το Aμ, το Λε Κατλέ και ορισμένους άλλους τόπους που είχαν πάρει οι Ισπανοί από την αρχή τού πολέμου. Οι πρώην αυτοκρατορικές πόλεις Μετς, Τουλ και Βερντύν παρέμεναν σε γαλλική κατοχή, «και [δηλαδή οι πόλεις αυτές] ήσαν και είναι μέχρι τώρα» (ainsi qu’ elles sont, et ont esté iusques icy), όπως παραμένουν μέχρι και σήμερα. Ο Εμμανουέλ Φιλμπέρ, ο δούκας τής Σαβοΐας και νικητής στο Σαιν Κεντέν, από τον οποίο οι Γάλλοι είχαν αφαιρέσει σχεδόν όλες τις κτήσεις, θα παντρευόταν την αδελφή τού Ερρίκου Β’, τη Μαργκερίτ, δούκισσα τού Μπέρρυ και θα επέστρεφε επιτέλους στη Σαβοΐα-Πεδεμόντιο. Ο Ερρίκος θα διατηρούσε το Τορίνο, το Πινερόλο και πολλά άλλα μέρη μέχρι την τακτοποίηση ορισμένων γαλλικών διεκδικήσεων. Παρά το γεγονός ότι ο Ερρίκος θα κρατούσε αυτούς τούς τόπους, όμως ο Φίλιππος θα διατηρούσε φρουρές στο Άστι και στο Βερτσέλλι. Η επιστροφή τής Σαβοΐας και τού Πιεμόντε στον Εμμανουέλ Φιλμπέρ ήταν η αρχή νέας εποχής στην ιστορία αυτών των δύο επαρχιών, γιατί θα κυβερνούσε με ευφυΐα και πολιτική ικανότητα, την οποία λίγοι ηγεμόνες στην Ευρώπη μπορούσαν να επιδείξουν.
Με τούς όρους τής συνθήκης ο Ερρίκος συμφωνούσε να επιστρέψει στους Γενουάτες συμμάχους τού Φιλίππου όλες «τις πόλεις, τόπους και φρούρια» (les villes, places, et forteresses) που είχαν καταλάβει οι Γάλλοι στο νησί τής Κορσικής (η οποία, όπως είδαμε, αποτελούσε τουρκικό στόχο). Γάλλοι και Γενουάτες έμποροι έπρεπε να έχουν πλήρη και ελεύθερη πρόσβαση ο ένας στα λιμάνια τού άλλου. Με την απόσυρση των γαλλικών στρατευμάτων από την περιοχή τής Σιένα (Σενέζε), έτσι ώστε οι Σιενέζοι να μπορούν να είναι ανενόχλητοι στην επανίδρυση τού δικού τους «προηγούμενου κράτους τής Δημοκρατίας» (premier estat de république), ο Ερρίκος στην ουσία αναγνώριζε την απόκτηση τής Σιένα από τον Κόσιμο Μέδικο. Πάνω απ’ όλα, όπως όλοι γνωρίζουν, η ειρήνη τού Κατώ-Καμπρεσί αναγνώρισε και άφησε έτσι χωρίς αμφισβήτηση τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Ισπανών ηγεμόνων στο βασίλειο τής Νάπολης και στο δουκάτο τού Μιλάνου.198
Τα δύο τελευταία χρόνια τής ταραγμένης βασιλείας τού Παύλου Δ’ αφιερώθηκαν στην σε βάθος μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, την οποία είχε ξεκινήσει τον Ιανουάριο τού 1556.199 Μάλιστα είχε αρχίσει με τον εαυτό του, γιατί όπως έλεγε στον Ναβαγκέρο, «Θέλουμε να ξεκινήσουμε τη μεταρρύθμιση από εμάς…» (Vogliamo comminciare la reforma da noi…). Κύρια πηγή προσωπικού εισοδήματος τού πάπα ήταν το Εκδοτήριο (Dataria), γιατί τα άλλα παπικά έσοδα πήγαιναν σε μεγάλο βαθμό στα διάφορα γραφεία και αξιωματούχους τής κούρτης. Παρ’ όλα αυτά ο Παύλος διέταξε ότι οι κατ’ εξαίρεση άδειες γάμου, όταν επιτρέπονταν, έπρεπε να χορηγούνται χωρίς χρέωση. Σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο, μια τέτοια περιττή δημοσιονομική ακεραιότητα κόστιζε στον Παύλο δεκάδες χιλιάδες δουκάτα, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος τού εισοδήματός του.200 Ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει κάθε μορφή σιμωνίας στην Εκκλησία. Δεν θα υπήρχε καμία πληρωμή για την τέλεση μυστηρίων, καμία πώληση εκκλησιαστικού επιδόματος, καμία χειροτονία εκείνων που δεν είχαν την κατάλληλη ηλικία. Περισσότερες από μία φορά ο Παύλος ξεκίνησε τη μεταρρύθμιση τού Ιερού Κολλεγίου και των διαφόρων κλάδων τής κούρτης. Από τούς περιορισμούς που είχε επιβάλει στο Εκδοτήριο (Dataria) προχώρησε στη διόρθωση των καταχρήσεων, όπου τις έβλεπε, στην Καγκελλαρία (Cancelleria), στο Σωφρονιστήριο (Penitenzieria), στο Παπικό Δικαστήριο (Rota) και στο Ανώτατο Αποστολικό Δικαστήριο (Segnatura). Ανίκανος για συμβιβασμό και μερικές φορές για κοινή λογική, ο Παύλος εκδίωξε τον καρδινάλιο Ιππόλιτο ντ’ Έστε από τη Ρώμη, ακόμη και όταν επιδίωκε συμμαχία με τον αδελφό του, τον δούκα Έρκολε Β’, εναντίον των Ισπανών. Φυλάκισε τον καρδινάλιο Τζιοβάννι Μορόνε για αίρεση με αρκετά ανεπαρκή αιτιολογία και στράφηκε στην καταστροφή τού καρδινάλιου Ρέτζιναλντ Πολ.
Μη εμπιστευόμενος την Οικουμενική Σύνοδο ως μέσο για τη θέσπιση εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, ο Παύλος προσπάθησε να πετύχει τούς σκοπούς του με την ανύψωση τής ηθικής ηγεσίας στους κόλπους τής Εκκλησίας, όπως φαίνεται από τούς καρδινάλιους που δημιούργησε (στις 20 Δεκεμβρίου 1555 και στις 15 Μαρτίου 1557). Όμως αξιολογούσε πάντοτε περισσότερο την ευσέβεια από τη σοφία και μερικοί από εκείνους που διόρισε δεν ήσαν καθόλου διακεκριμένοι. Περιλάμβαναν επίσης τον ανάξιο Κάρλο Καράφα, τον αναποτελεσματικό Ντιομέντε Καράφα και τον δεκαεπτάχρονο Αλφόνσο Καράφα.201 Παρ’ όλα αυτά ο Παύλος επέμενε, ότι εκκλησιαστικά επιδόματα έπρεπε να απονέμονται μόνο στους πιο υποδειγματικούς. Ότι οι επίσκοποι, οι πυλώνες τής Εκκλησίας, έπρεπε να διαμένουν στις επισκοπές τους202 και ότι η Εκκλησία έπρεπε να είναι παντού απαλλαγμένη από κοσμικές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα στο θέμα των εκκλησιαστικών διορισμών.
Ασκώντας δικτατορικό έλεγχο επί τής Εκκλησίας και μερικές φορές τρομοκρατώντας τούς καρδινάλιους, ο Παύλος Δ’ μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να φαίνεται ότι έπαιρνε το μέρος των επισκόπων κατά των συγκεντρωτικών τάσεων τής Αγίας Έδρας. Όπως είπε κάποτε ο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, είχε διατελέσει και ο ίδιος εγκατεστημένος στην έδρα του επίσκοπος και ήξερε ότι η απληστία με την οποία αντιμετωπίζονταν όλα στη Ρώμη είχε στερήσει από τούς τοπικούς κληρικούς την ελευθερία τους να δρουν, «κάνοντας πολλές εξαιρέσεις υπέρ νοσοκομείων, αδελφοτήτων και θρησκευτικών κοινοτήτων», που είχαν αφαιρεθεί από την επισκοπική δικαιοδοσία και χορηγούνταν ως καταφύγιο ή διαφυγή από εκείνη τού παπισμού.
Έτσι, αν υπήρχε ένας άσωτος ιερέας (un prete concubinario) ή ένας αχρείος εφημέριος, ο επίσκοπος δεν μπορούσε να απλώσει πάνω τους τα χέρια του, αφού τού έλεγαν να απέχει, γιατί ο ένας είχε προνόμια υπό την αιγίδα τού Σαν Αντόνιο, ο άλλος τού Σάντο Σπίριτο, έτσι ώστε οδηγούνταν προς την καταστροφή…203
Οι μοναχοί που είχαν εγκαταλείψει τα μοναστήρια τους, οι «αποσχηματισμένοι» (sfratati), κλείνονταν στις Ρωμαϊκές φυλακές ή στέλνονταν στις παπικές γαλέρες. Στην προσπάθειά του να μεταρρυθμίσει τα θρησκευτικά τάγματα ο Παύλος Δ’ πήρε τα πιο αυστηρά μέτρα κατά των περιπλανώμενων μοναχών, των λεγόμενων «αποστατών». Τη νύχτα τής 22ας Αυγούστου 1558, όταν έκλεισαν οι πύλες τής πόλης, ο αρχηγός τής αστυνομίας στη Ρώμη, ο «μπαργκέλλο» και οι άνθρωποί του, μάζεψαν από διάφορα μέρη εκατό περίπου περιπλανώμενους μοναχούς. Ακόμη και ο Μπαζίλιο Τσάνκι από το Μπέργκαμο, ο οποίος ήταν ένας από τούς φρουρούς (custodi) τής Βιβλιοθήκης τού Βατικανού, βρέθηκε στη φυλακή. Ο Μπρομάτο λέει ότι κάπου τριάντα χιλιάδες διέφυγαν από τα παπικά κράτη, φοβούμενοι την αστυνομία που βρισκόταν πάντοτε στον δρόμο (spaventati dalla sbiraglia che sempre era in giro). Πολλοί από αυτούς αναζήτησαν καταφύγιο στη Βενετία, απ‘ όπου πέρασαν κάποιοι στη Γερμανία, άλλοι στην Τουρκία, «και κάποιοι άλλοι παρέμειναν κλεισμένοι και κρυμμένοι σε [διάφορα] σπίτια, αναμένοντας τον θάνατο τού γέρου ποντίφηκα».204
Μετά τη συνθηκολόγηση τού Κάβε (στα μέσα Σεπτεμβρίου 1557) ο Παύλος Δ’ έτεινε να ζει σε σχεδόν πλήρη απομόνωση. Προέδρευε στα εκκλησιαστικά συμβούλια και χορηγούσε κάποιες ακροάσεις. Η συμμετοχή του στις κάθε Πέμπτη συνεδριάσεις τής Ιεράς Εξέτασης παρέμενε αδιάλειπτη. Ήταν η αγαπημένη του επιδίωξη. Η Ιερά Εξέταση επέκτεινε την εξουσία της ακόμη και στο μακρινό νησί τής Χίου, όπου ο Δομινικανός ιεροεξεταστής Αντόνιο Τζουστινιάνι πλήρωσε τίμημα για την επαγρύπνησή του από τούς κατοίκους τής περιοχής, μεταξύ των οποίων δεν ήσαν λίγοι οι αποστάτες από τη λατινική πίστη. Έτσι στις 2 Απριλίου 1558 ο Παύλος απεύθυνε αγανακτισμένος επιστολές με τις συνήθεις προειδοποιήσεις προς τις αρχές τής Μαχόνα (praetori et prioribus insulae Chiensis) και προς τον δόγη και την κυβέρνηση τής Γένουας. Προς τις αρχές τής Χίου στάλθηκαν οι συνήθεις απειλές για «αιώνια κατάρα».205
Στη Ρώμη οι υποθέσεις τού κράτους, πολιτικές, οικονομικές και δικαστικές, είχαν αφεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα. Ο Καράφα δεν ασχολιόταν με την Ιερά Εξέταση και ήταν ικανοποιημένος που ο Παύλος Δ’ δεν ασχολιόταν με υποθέσεις τού κράτους. Τουλάχιστον από τις αρχές τής άνοιξης τού 1558 ο Παύλος περπατούσε πέρα δώθε πολλές φορές τη μέρα μέσα από τις επιμήκεις αίθουσες και τούς διαδρόμους ανάμεσα στο ανάκτορο τού Βατικανού και στο Μπελβεντέρε τού Ιννοκέντιου Η’, όπου απολάμβανε να περνά τον χρόνο του με τον μικρανηψιό του, τον τώρα δεκαοκτάχρονο καρδινάλιο Αλφόνσο Καράφα. Όσο για τον καρδινάλιο Κάρλο, ζούσε μια ζωή αποκρυπτόμενης απρέπειας, τουλάχιστον όσο μπορούσε να την αποκρύψει, με τούς καλούς του φίλους, ιδιαίτερα τούς καρδινάλιους Βιτελλότσο Βιτέλλι, Νικκολό Γκαετάνο ντι Σερμονέτα και Ρανούτσιο Φαρνέζε. Παρά την αποτυχία τού Κάρλο να αποκτήσει τη Σιένα ή το Μπάρι για την οικογένειά του, έλπιζε να φροντίσει για το μέλλον των Καράφα και προφανώς για συμμαχία με τούς Φαρνέζε, γεγονός που εξηγεί τη συντροφικότητά του με τον Ρανούτσιο.
Αν ο Τσέζαρε Βοργία ήταν ο πρώτος γόνος μη ηγεμονικής οικογένειας που προσπάθησε να κόψει από τη χερσόνησο ανεξάρτητο κράτος για τον εαυτό του, ο Κάρλο Καράφα ήταν ο τελευταίος. Οι Μέδικοι και οι Φαρνέζε το είχαν καταφέρει. Μάλιστα οι πρώτοι είχαν γίνει ηγεμόνες, ενώ οι Φαρνέζε εξακολουθούσαν να βασίζονται σε θεμέλια που είχε βάλει ένας πάπας σοφότερος από τον Παύλο Δ’. Επίσης ο Οττάβιο Φαρνέζε ήταν ικανός και αποφασισμένος άνθρωπος και είχε παντρευτεί κόρη τού Καρόλου Ε’. Αν και ο Κάρλο είχε επιδιώξει ανοιχτά τη Σιένα ή το Μπάρι για τον αδελφό του Τζιοβάννι, δεν είναι αδιανόητο ότι (όπως ο Τσέζαρε Βοργία) θα είχε παραιτηθεί από το κόκκινο καπέλο, αν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την παραχώρηση από τον Φίλιππο Β’ οποιουδήποτε από τα δύο μέρη. Μετά την επιστροφή του στις 23 Απριλίου 1558 από την αποτυχημένη αποστολή στην αυλή των Αψβούργων στις Βρυξέλλες, ο Κάρλο επιδόθηκε στο κυνηγητό γυναικών, στα τυχερά παιχνίδια και στην κακοδιαχείριση των παπικών κρατών.
Τον Αύγουστο (1558) ένας άγνωστος Θεατινός ένιωσε υποχρεωμένος να πει κάτι στον πάπα για την ανήθικη ζωή τού Κάρλο Καράφα, αλλά ο καρδινάλιος-ανηψιός μπόρεσε να αποσείσει τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του και φαίνεται ότι είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη τού θείου του. Οι κατηγορίες τού άγνωστου Θεατινού είχαν πιθανώς προκληθεί από τις φήμες, που τον παρουσίαζαν ως ένοχο αποπλάνησης μιας νεαρής γυναίκας από ευγενή τάξη, τής Πλαουτίλια ντε Μάσσιμι. Ο Κάρλο τις αρνήθηκε, υποδηλώνοντας ότι υπεύθυνος ήταν ο φίλος του Ρανούτσιο Φαρνέζε. Η Πλαουτίλια είχε βρεθεί να κατέχει πολύ περισσότερα χρήματα και κοσμήματα από εκείνα που μπορούσε να δικαιολογήσει. Το σκάνδαλο είχε ξεσπάσει στις αρχές Ιουνίου (1558). Στα τέλη Ιουλίου ο νεότερος αδελφός τής Πλαουτίλια προσπάθησε να τη σκοτώσει, για να ικανοποιήσει την ιταλική αίσθηση τιμής. Ο πάπας ήταν εξοργισμένος με αυτά τα ανήθικα γεγονότα, αλλά σαφώς δεν θεωρούσε τον Κάρλο με κανένα τρόπο υπεύθυνο, όπως άλλωστε μπορεί και να μην ήταν.
Η πτώση τού Κάρλο ξεκίνησε με το νέο έτος και συμπεριέλαβε και τούς αδελφούς του. Την 1η Ιανουαρίου 1559 ο γραμματέας τού Τζιοβάννι Καράφα, ο Αντρέα Λανφράνκο, κάλεσε μερικούς φίλους σε δείπνο, περιλαμβανομένων τού δύστροπου καρδινάλιου Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε και τού αδελφού τού καρδινάλιου τού Κάρπι, τού Τζιαν Λοντοβίκο Πίο, μαζί με τον γραμματέα τού Κάρλο, τον Αντρέα Σακκέττι, καθώς και τον Λεονάρντο ντε Καρντένα, ένα συγγενή των Καράφα. Υπήρχαν επίσης τρεις κοκότες, μεταξύ των οποίων και η γνωστή Μαρτούτσια, για την οποία ενδιαφερόταν ο Τζιαν Λοντοβίκο ντι Κάρπι. Καθώς οι επισκέπτες και ο οικοδεσπότης τους τελείωναν το δείπνο, ο Μαρτσέλλο Καπέτσε, ένας ανηψιός των Καράφα και φερόμενος ως εραστής τής δούκισσας τού Παλιάνο, όρμησε στο δωμάτιο με δέκα ή δώδεκα ένοπλους άνδρες. Ο Καπέτσε είχε απογοητευτεί που δεν βρήκε τη Μαρτούτσια στο σπίτι, αλλά είχε μάθει ότι δειπνούσε σε εκείνο τού Λανφράνκο. Προφανώς αγνοώντας τούς παρευρισκόμενους, ο Καπέτσε κάθισε δίπλα στη Μαρτούτσια και την αγκάλιασε πολλές φορές. Αντιμετώπισε τις διαμαρτυρίες και τις ύβρεις τού Τζιαν Λοντοβίκο και οι δύο σύντομα αντάλλασσαν χτυπήματα. Ο καρδινάλιος ντελ Μόντε, ο οποίος (σε αντίθεση με παπικό διάταγμα) κυκλοφορούσε με πολιτικά ρούχα και ένοπλος, προσπάθησε να παρέμβει, αλλά εμποδίστηκε από τα έπιπλα στο δωμάτιο. Όμως η συμπλοκή τελείωσε σύντομα, με προφανώς όχι μεγαλύτερη ζημιά από ένα κόψιμο στο πρόσωπο ενός από τούς υπηρέτες τού ντελ Μόντε.
Μόλις είπαν στον Κάρλο Καράφα τι είχε συμβεί, διέταξε τον εγκλεισμό των Λανφράνκο και Καπέτσε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Δεν ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση, όπως μπορούσε να εξηγήσει ο Σακκέττι, και ύστερα από λίγες ώρες οι Λανφράνκο και Καπέτσε αφέθηκαν ελεύθεροι από το Καστέλλο κατόπιν αιτήματος τού Τζιαν Λοντοβίκο. Την επόμενη μέρα οι συμμετέχοντες στον καυγά τής τραπεζαρίας συμφιλιώθηκαν σε συνάντηση στην οποία συμμετείχε ο Καράφα στην κατοικία τού ντελ Μόντε. Αυτό έπρεπε να είναι το τέλος όλων, αλλά δεν ήταν. Ο Καράφα δεν ενημέρωσε τον πάπα, ο οποίος ενημερώθηκε όμως για τη φασαρία και στις 6 Ιανουαρίου διέταξε την εκ νέου σύλληψη και φυλάκιση τού Καπέτσε στο Καστέλλο.
Την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου) ο Καράφα μεταχειρίστηκε με απροκάλυπτη περιφρόνηση και κακόβουλο αστείο τον Φλωρεντινό πρεσβευτή Μποντζιάννι Τζιανφιλιάτσι, ο οποίος επιδίωκε ακρόαση από τον πάπα για αρκετές εβδομάδες. Ο Καράφα είχε υποσχεθεί ξανά και ξανά να μεριμνήσει για να δεχτεί ο πάπας τον Τζιανφιλιάτσι, αλλά δεν το είχε κάνει ποτέ. Έχοντας αντιμετωπίσει τον Φλωρεντινό με πλαστή ευγένεια, ο Καράφα τον κορόιδεψε και πάλι (ακόμη στις 6 Ιανουαρίου) και όταν ένας ταπεινός υπηρέτης τού έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα, ο Τζιανφιλιάτσι έφυγε θυμωμένος από το Βατικανό. Την επόμενη μέρα όμως κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στον πάπα, τού περιέγραψε τις προσβολές τις οποίες είχε υποστεί και προφανώς αποκάλυψε μερικές από τις απάτες και τις αποκρύψεις, για τις οποίες ήσαν ένοχοι οι ανηψιοί του.
Ο Τζιανφιλιάτσι είχε θέσει σε κίνηση την έρευνα. Η μπάλα επιταχυνόταν καθώς κατηφόριζε. Ο Παύλος Δ’ έστειλε να φωνάξουν τον Δον Τζερεμία Ιζακίνο, τον ηγούμενο τού μοναστηριού των Θεατινών, τού Σαν Σιλβέστρο στο Μόντε Καβάλλο (στο Κυρηνάλιο). Ο έκλυτος νεαρός καρδινάλιος Βιτέλλι είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στον Δον Τζερεμία. Ο Βιτέλλι είχε προαχθεί σε καρδινάλιο στις τρίτες προαγωγές τού Παύλου (στις 15 Μαρτίου 1557). Ενώ χρωστούσε την προαγωγή του στον Τζιοβάννι Καράφα, τον δούκα τού Παλιάνο, είχε γίνει γρήγορα κολλητός φίλος τού Κάρλο Καράφα και δεξί του χέρι. Ο Βιτέλλι, ο οποίος γνώριζε χωρίς τέλος δυσάρεστες λεπτομέρειες τής ιδιωτικής ζωής τού Κάρλο, είχε προφανώς πάρει το μέρος τού Τζιοβάννι στη διαφωνία των αδελφών για το ζήτημα τής ισπανικής αποζημίωσης για το δουκάτο τού Παλιάνο. Οι Βιτέλλι και Κάρλο είχαν στη συνέχεια χάσει επαφή και ο τελευταίος είχε πιθανότατα κάνει τον κάποτε φίλο του στόχο περισσότερων τού ενός δυσάρεστων χαρακτηρισμών.
Ο Παύλος Δ’ διέταξε τον Δον Τζερεμία, υπό την απειλή τού αφορισμού και τής πλήρους στέρησης, να τού πει όλα όσα γνώριζε για τις αδικοπραγίες τού Κάρλο και των δύο αδελφών του. Λόγω τού Βιτέλλι ο Δον Τζερεμία ήξερε πολλά και τα είπε στον πάπα. Στη συνέχεια ο Παύλος κάλεσε τον καρδινάλιο Μικέλε Γκιζλιέρι, αργότερα Πίο Ε’. Υπό ανάκριση και με διστακτικότητα ο λιτός και όχι αγενής ιεροεξεταστής Γκιζλιέρι έδωσε στον πάπα τις πληροφορίες που είχε. Ο γέροντας άρχισε να καταλαβαίνει, ότι δεν υπήρχε πιο ανόητος από ένα γέρο ανόητο, ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στη Ρώμη, αλλού στην Ιταλία, στη γαλλική, την ισπανική και σε άλλες αυλές στην Ευρώπη, που ήξεραν πολλά για την ιδιοτέλεια και τη διαφθορά των ανηψιών. Σχεδίαζε να κάνει την παπική του θητεία περίοδο μεγάλης εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης. Η διαφθορά των ανηψιών, ιδιαίτερα η διαφθορά τού καρδινάλιου Κάρλο Καράφα, είχε κάνει παρωδία τις προσπάθειές του. Η σταδιοδρομία τού Κάρλο ως πρώτου υπουργού τού πάπα είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της. Ο πάπας αρνήθηκε να τον δεχθεί στις 9 και στις 12 Ιανουαρίου (1559) και ο παπικός ταμίας διατάχτηκε να μην κάνει πια πληρωμές με έγκριση τού Καράφα.
Τα νέα τής πτώσης των Καράφα από την εύνοια σάρωσαν την πόλη και σύντομα ολόκληρη την Ευρώπη, «στην πόλη και τον κόσμο» (per urbem et orbem), με την ταχύτητα δυνατού ανέμου. Παρά το γεγονός ότι αναμενόταν γενικά ότι ο Καράφα θα ομολογούσε τις αμαρτίες του και θα έπαιρνε συγχώρηση από τον παπικό του θείο, η πόλη ήταν γεμάτη φήμες. Λεγόταν ότι ο πάπας άκουγε τούς Θεατινούς μεταρρυθμιστές και κάπου τότε κάποιος άδραξε την ευκαιρία να τού μιλήσει για την έκφυλη ζωή τού Καράφα, ιδιαίτερα για την αποπλάνηση τής Πλαουτίλια ντε Μάσσιμι. Υπήρχαν εκείνοι στον εσωτερικό κύκλο, που πίστευαν ότι ο πάπας θεωρούσε επίσης τον Καράφα υπόλογο για τη μυστική συνθηκολόγηση τού Κάβε.206
Τώρα που ο Παύλος Δ’ άνοιγε δρόμους προσέγγισης προς τον παπικό θρόνο, έπαιρνε αναφορές για τούς κακούς τρόπους των ανηψιών του περισσότερες από όσες μπορούσε να αντέξει. Τού είχε πάρει πολύ χρόνο μέχρι να αντιληφθεί τον διαβολικό χαρακτήρα των Καράφα. Οι προσπάθειες να τον φωτίσουν δεν είχαν πετύχει τίποτε. Όταν ο Φρανσουά ντε Γκυζ επέστρεφε στη Γαλλία μετά τον ανεπιτυχή του πόλεμο με τον Άλβα (στα μέσα Σεπτεμβρίου 1557), είχε δώσει διέξοδο στην οργή του με τούς παπικούς ανηψιούς. Ο Γκυζ είχε πει στον πάπα με σαφήνεια (όπως ο ίδιος ενημέρωνε τον Πιέτρο Στρότσι), ότι
οι ανηψιοί, και όχι εγώ, πρόδωσαν την Αποστολική Έδρα και απέτυχαν απολύτως να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στον βασιλιά [Ερρίκο] και επίσης με έχουν συκοφαντήσει, αν και έχω δεσμεύσει τη ζωή και την τιμή μου για λογαριασμό τους.207
Από το Παρίσι στις 17 Ιανουαρίου 1558 ο καρδινάλιος Σαρλ ντε Λωρραίν είχε γράψει στον Οντέ ντε Σελβ, τον Γάλλο πρεσβευτή στη Ρώμη, καυστική καταγγελία των φρικτών ηθών εκείνων, «που επηρεάζουν λόγω συγγένειας τον Άγιο Πατέρα μας, τον πάπα» (qui touchent de plus près en consanguinité à notre Saint Père le Pape).208
Καθώς ο Παύλος Δ’ στοχαζόταν βαθιά τις ηθικές αδυναμίες των ανηψιών του, οργιζόταν περισσότερο μέρα με τη μέρα. Στις 17 Ιανουαρίου (1559) ο Κάρλο Καράφα διατάχτηκε να εκκενώσει τα διαμερίσματα Βοργία στο ανάκτορο τού Βατικανού, αν και τού επιτράπηκε να μετακομίσει σε κάποια από τα δωμάτια που περιγράφονται ως «πάνω από την πύλη τού ανακτόρου». Πέρασε όλη τη νύχτα μετακινώντας χαρτιά, έργα τέχνης και έπιπλα. Περίπου μια βδομάδα αργότερα (στις 23 τού μηνός) ο Καράφα ενημερώθηκε ότι στο εξής δεν επρόκειτο να συμμετέχει σε εκκλησιαστικά συμβούλια. Προφανώς ο θείος του είχε αποφασίσει τι επρόκειτο να γίνει και το έκανε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου, το οποίο κράτησε από τις 2 μέχρι τις 4:30 μ.μ. Ήσαν παρόντες όλοι οι καρδινάλιοι στη Ρώμη εκτός από τον Κάρλο Καράφα και όλοι μοιράζονταν την ίδια απορία και φόβο, καθώς ο θυμωμένος πάπας ανέβαινε στον θρόνο.
Ο Παύλος επιδιδόταν σε μεγάλες ομιλίες. Επίσης είχε πολλά να πει, καθώς βυθιζόταν σε λεπτομέρειες των παραπτωμάτων των ανηψιών του. Έλεγε ότι δεν είχε υποψιαστεί τίποτε, αλλά κατέστησε αμέσως σαφές ότι τώρα θα τούς έδινε τις δίκαιες αμοιβές τους. Όπως σημειώνει ο Μασσαρέλλι στο ημερολόγιό του για τα τρέχοντα γεγονότα, ο Παύλος στέρησε από τον Κάρλο Καράφα τη λεγατινή αποστολή στη Μπολώνια και κάθε εξουσία στην Αποστολική Έδρα και στα παπικά κράτη. Έβγαλε τον Τζιοβάννι Καράφα, τον δούκα τού Παλιάνο (dux Palliani), από τη θέση τού γενικού διοικητή τής Εκκλησίας και απέλυσε τον τρίτο αδελφό, τον Αντόνιο Καράφα, μαρκήσιο τού Μοντεμπέλλο (marchιo Montisbelli), από τη θέση τού κυβερνήτη τής «πόλης τού Λέοντος» (δηλαδή τού Μπόργκο) και από τη διοίκηση τής παπικής φρουράς. Τούς έδωσε επίσης εντολή να φύγουν από τη Ρώμη μέσα σε δώδεκα μέρες.
Ο Τζιοβάννι θα παρέμενε στην ιδιοκτησία του στο Γκαλλέζε (ακριβώς βόρεια τής Τσίβιτα Καστελλάνα), ο Αντόνιο στο Μοντεμπέλλο (βόρεια τής Ταρκουίνια), ενώ ο Κάρλο περιορίστηκε στην Τσίβιτα Λαβίνια (τώρα Λανούβιο) στους Λόφους τού Αλβάνου. Ζητήθηκε από τούς Τζιοβάννι και Αντόνιο να πάρουν μαζί τους και τις οικογένειές τους. Όταν, προσυνεννοημένα, προχώρησαν προς τον πάπα έξι καρδινάλιοι, δύο από κάθε σειρά, για να κάνουν έκκληση για κάποια μείωση τής ποινής, ο Παύλος απέρριψε την έκκλησή τους με σκληρή ανταπάντηση. Ο χρονικογράφος Μασσαρέλλι, παπικός γραμματέας, τον οποίο ο Παύλος είχε κάνει επίσκοπο Τελέζε (έδρας υπαγόμενης στο Μπενεβέντο), επαίνεσε την απόφασή του ως «αξέχαστο παράδειγμα για όλες τις εποχές, τής υπέρτατης ευσέβειας, θρησκευτικότητας, ακεραιότητας, δύναμης και μεγαλείου τού πνεύματος ενός ποντίφηκα».209
Η πτώση των Καράφα δεν ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων ή ιδιοτελών πολιτικών επιχειρήσεων. Ήταν κατά κύριο λόγο τιμωρία για τη βία και την απρέπεια τής ζωής τους. Κατά τη δίκη τους υπό τον Πίο Δ’ η έκταση τής σπατάλης και τής εγκληματικότητάς τους θα αποκαλυπτόταν (και μάλλον θα υπερτονιζόταν). Όμως είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την αίσθηση, ότι με την καταστροφή των ανηψιών του ο Παύλος Δ’ επιδίωκε επίσης τη διάσωση τής δικής του φήμης.210 Στερημένοι από τα αξιώματα, τις επίσημες θέσεις και όλα τα εισοδήματά τους, οι Καράφα είχαν λίγους υποστηρικτές.
Όπως έγραφε στις 22 Μαρτίου (1559) στον Ερρίκο Β’ ο Φιλμπέρ Μπαμπού, ο επίσκοπος τής Ανγκουλέμ και Γάλλος πρεσβευτής στη Ρώμη, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμη καμία ένδειξη ότι ο πάπας θα ανακαλούσε τούς ανηψιούς του από την εξορία, λίγη προσπάθεια γινόταν πια για να κρυφτεί «η απόλυτη χαρά που ένιωθαν όλοι με την ατίμωσή τους» (l’ extreme ioye que tout le monde avoil conceue de leur disgrace). Η πόλη ήταν γεμάτη παράπονα για την αλαζονεία, τις αδικίες τους, τις ληστείες και τη βία τους. Απολύθηκαν όλοι εκείνοι που όφειλαν τις θέσεις τους στην πόλη και στην κούρτη σε διορισμό από τούς Καράφα. Ο Μπαμπού ενέκρινε τη νέα κυβέρνηση στη Ρώμη, «τη σημερινή κυβέρνηση που είναι πολύ μετριοπαθής» (le gouvernement d’ auiourd’ huy qui est très moderé). Οι ένοπλες δυνάμεις τής πόλης είχαν αναδιοργανωθεί υπό τις διαταγές τού Καμίλλο Ορσίνι. Όλοι οι υπηρέτες των Καράφα είχαν εκδιωχθεί από τη Ρώμη, όπου εικοσιπέντε ή τριάντα από αυτούς διώχτηκαν στις 10 Μαρτίου. Συνελήφθησαν άλλοι υψηλότερου βαθμού, όπως ο Τσέζαρε Μπρανκάτσιο, που είχε διατελέσει παπικός νούντσιος στη Γαλλία. Ο Μπρανκάτσιο οδηγήθηκε φρουρούμενος στην Αγκώνα, όπου ήταν κυβερνήτης. Φυλακίστηκαν επίσης οι διοικητές τής Μπολώνια και τής Περούτζια, που είχαν διοριστεί από τούς Καράφα.211
Ο πόλεμος τού Παύλου Δ’ με τον Φίλιππο Β’ είχε τελειώσει στο Κάβε και εκείνος τού Ερρίκου Β’ στο Κατώ-Καμπρεσί. Παρά τα επαινετικά λόγια που εύρισκε ο Παύλος για τον Φίλιππο σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κατά των Αψβούργων αισθήματα τού γέρου δεν πέθαναν ποτέ. Στις αρχές τής παπικής θητείας τού Παύλου ο Φεντερίκο Μπαντοέρ, ο Ενετός πρέσβης στις Βρυξέλλες, είχε γράψει στον δόγη και τη Γερουσία (στις 31 Μαΐου 1556) για τα νέα που είχε λάβει ο Κάρολος από τον αδελφό του Φερδινάνδο, σύμφωνα με τα οποία
ο πάπας είχε πει ότι θα πραγματοποιούσε Σύνοδο στο Λατερανό, καλώντας ενώπιόν του όλους τούς ηγεμόνες τής Χριστιανοσύνης, για να στερήσει από τον αυτοκράτορα και [τον Φερδινάνδο,] τον εν λόγω βασιλιά των Ρωμαίων τα αξιώματά τους, επειδή κατά την τελευταία δίαιτα τού Άουγκσμπουργκ [το 1555], σχετικά με το θέμα τής θρησκείας ο βασιλιάς συναινούσε ότι η Γερμανία έπρεπε να ζει σύμφωνα με την Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ και στην απόφαση αυτή συναινούσε ο αυτοκράτορας…
Καθώς ο Κάρολος προσέβλεπε στην απόσυρσή του από τις έγνοιες τού κράτους, είχε αναζητήσει τούς τρόπους (σε αντίθεση με προηγούμενες υποθέσεις) να εξασφαλίσει την άνοδο τού γιου του Φιλίππου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Όταν ο Φερδινάνδος, ως βασιλιάς των Ρωμαίων, έγινε αυτοκράτορας, είχε την πρόθεση ότι ο γιος του Μαξιμιλιανός και όχι ο Φίλιππος έπρεπε να τον διαδεχτεί στην λεγόμενη Ρωμαϊκή βασιλεία και έτσι να βρίσκεται στη γραμμή για τον αυτοκρατορικό τίτλο. Η σύγκρουση των φιλοδοξιών είχε προκαλέσει φιλονικία μεταξύ Καρόλου και Φερδινάνδου, «αλλά οι βασικοί υπουργοί», ανέφερε ο Μπαντοέρ, «οι οποίοι πριν από λίγες ημέρες έχουν ακουστεί να λένε ότι υπήρχε κακή κατανόηση μεταξύ τού βασιλιά των Ρωμαίων και τού αυτοκράτορα, τώρα εκφράζουν ελπίδες ότι ο πάπας, με τη σκέψη να βλάψει τις Μεγαλειότητές τους, θα τούς κάνει να γίνουν φίλοι και τούς γιους τους επίσης!»212
Στις 26 Οκτωβρίου 1556 ο Ζακκαρία Ντελφίνο, επίσκοπος τής νησιωτικής έδρας τής Λεσίνα (Χβαρ), επέστρεψε στη Ρώμη από αποθαρρυντική, πολύμηνη αποστολή στη Γερμανία και την Αυστρία, αναζητώντας κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσει τα κέρδη που είχαν αποκομίσει οι Λουθηρανοί στο Άουγκσμπουργκ. Τέσσερις ημέρες αργότερα δείπνησε με τον Ενετό πρεσβευτή Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, στον οποίο περιέγραψε τις δύο πρόσφατες ακροάσεις του με τον Παύλο Δ’. Ο πάπας είχε χαρεί πολύ μαθαίνοντας από τον Ντελφίνο για
τη δυσαρέσκεια τού βασιλιά Μαξιμιλιανού με τον βασιλιά Φίλιππο, ή μάλλον [για] το μίσος που έχει γι’ αυτόν. … Στο μεταξύ το ισπανικό έθνος απεχθάνεται τόσο τη Γερμανία, που [ο Μαξιμιλιανός]… θα έκανε ό,τι μπορούσε για να εκδικηθεί …. Ο γαληνότατος βασιλιάς των Ρωμαίων και οι σύμβουλοί του φοβούνται πολύ τις δυνάμεις τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, γνωρίζοντας ότι ο Χριστιανικότατος βασιλιάς [Ερρίκος Β’] τον κατευθύνει όπου θέλει…213
Κατά τη στιγμή τής επιστροφής τού Ντελφίνο στη Ρώμη ο παπικός πόλεμος με την Ισπανία ήταν ήδη δύο μηνών. Το Σάββατο 7 Νοεμβρίου (1556) ο Ναβαγκέρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι την προηγούμενη Πέμπτη ο πάπας «στη σύναξη τής Ιεράς Εξέτασης μίλησε πιο βίαια από ποτέ εναντίον τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Ισπανίας, απειλώντας να τούς ανακηρύξει καταραμένους και στερημένους τα βασίλειά τους». Ένας αριθμός καρδιναλίων φοβόταν, ότι αν το έκανε ποτέ, αυτό θα σήμαινε ίσως και το τέλος τού Καθολικισμού τόσο στην Ισπανία όσο και στην Αγγλία καθώς και στη Γερμανία, όπου, όπως όλοι γνώριζαν, η Εκκλησία βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Ο Ντελφίνο είχε φέρει διαμαρτυρία τού Φερδινάνδου στην κούρτη, ότι αν η μεγαλειότητά του ανέμενε να λάβει βοήθεια κατά των Τούρκων, έπρεπε να επιτρέπει στους υπηκόους του να ζουν «σύμφωνα με την όρεξή τους» (secondo il loro appetito), δηλαδή σύμφωνα με την Ομολογία τού Άουγκσμπουργκ.214
Έχουμε παρακολουθήσει τον πόλεμο τής χερσονήσου, ώστε να έχουμε δει πόσο άσχημα τα πήγαν οι γαλλικές και οι παπικές δυνάμεις στον ανταγωνισμό τους με τον δούκα τής Άλβα και με τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Στην παπική κούρτη ο Μιλανέζος καρδινάλιος Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι διαμαρτυρόταν στον Παύλο Δ’, ότι ο πόλεμός του με τον «οίκο τής Αυστρίας» μεγάλωνε καθημερινά τις απώλειες των Καθολικών στη Γερμανία. Ο Ναβαγκέρο ανέφερε από τη Ρώμη (στις 2 Ιανουαρίου 1557), ότι όταν ο Ντελφίνο και ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Μορόνε προσπάθησαν να συζητήσουν την κρίση στη Γερμανία με τον πάπα, ο τελευταίος τούς είπε με οργή, ότι «ο βασιλιάς σας των Ρωμαίων είναι αδελφός εκείνου τού αιρετικού [του Κάρολου Ε’]. Τον ανεχόμαστε επειδή προς το παρόν δεν ξέρουμε ποιον να βάλουμε στη θέση του».215
Όταν αποκαταστάθηκε ειρήνη μεταξύ Παύλου Δ’ και Φιλίππου Β’, μπορούσε κανείς να ανησυχεί κάπως λιγότερο για σχίσμα στην επικράτεια των Αψβούργων. Όμως οι Μέντιτσι, Ντελφίνο και Μορόνε μπορούσαν να μοιράζονται την ολοένα μεγαλύτερη ανησυχία τής κούρτης για την Πολωνία, όπου Καθολικοί Πολωνοί και Λιθουανοί, Λουθηρανοί Γερμανοί, Ορθόδοξοι Ρουθηνοί και Εβραίοι, επιδίωκαν όλοι τα δικά τους συμφέροντα. Ο Λουθηρανισμός αυξανόταν σε δύναμη από τα τελευταία χρόνια τού βασιλιά Σίγκισμουντ Α’ (πέθανε το 1548) και τώρα συναντούσε ανταγωνισμό από τον Καλβινισμό, τον Αναβαπτισμό και τον Ουνιταριανισμό. Ο ευγενικός και καλλιεργημένος Σίγκισμουντ Β’ Αύγουστος αντιμετώπιζε δυσκολίες, που υπερέβαιναν την ικανότητά του να τις διαχειριστεί. Οι Προτεστάντες ευγενείς είχαν γίνει παντοδύναμοι στις δίαιτες, όπου η ανώτερη τάξη (η σλάχτα) έπαιρνε το προβάδισμα από τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες, από τις οποίες προέρχονταν οι Καθολικοί επίσκοποι. Πιστός γιος τής Εκκλησίας, ο Σίγκισμουντ Β’ βάδιζε σε επικίνδυνο, ελικοειδές μονοπάτι μεταξύ Καθολικισμού και Προτεσταντισμού και δεν έπαιρνε καμία βοήθεια από τη Ρώμη. Στις 6 Νοεμβρίου 1557 ο Ναβαγκέρο ενημέρωνε την κυβέρνησή του, ότι ο Σίγκισμουντ είχε στείλει πρόσφατα απεσταλμένο στον Παύλο Δ’. Ο λόγος τού ερχομού τού απεσταλμένου ήταν άγνωστος, γιατί δεν είχε ακόμη καταφέρει να πάρει ακρόαση από τον πάπα. Όμως, δεδομένου ότι υπήρχε η άποψη ότι η αποστολή του είχε σχέση με τη θρησκεία,
οι καρδινάλιοι παραπονιούνται ότι κάθε Πέμπτη η Αγιότητά του συγκεντρώνει τη σύναξη τής Ιεράς Εξέτασης για τη δίωξη κάποιου μεμονωμένου αιρετικού και στη συνέχεια δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται αν χαθούν ολόκληρα βασίλεια, όπως η Πολωνία, αφήνοντάς την χωρίς νούντσιο και κάνοντας παρόμοια πράγματα σε σχέση με όσο λίγο [Καθολικισμό] απομένει στη Γερμανία, με το να μην στέλνει κανένα στον βασιλιά των Ρωμαίων και να μην απαντά καν στις επιστολές τής μεγαλειότητάς του!216
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η δυσαρέσκεια των καρδινάλιων κοινοποιήθηκε στον φαρισαϊκό πάπα, τού οποίου η διαφαινόμενη έλλειψη ενημέρωσης για τον κόσμο πέρα από τα τείχη τής Ρώμης είχε κοστίσει ακριβά στην Εκκλησία. Μια περίπου βδομάδα αφότου η επιστολή τού Ναβαγκέρο βρισκόταν καθ’ οδόν προς Βενετία, ο Παύλος Δ’ έγραφε στις 14 Νοεμβρίου (1557) στον Μάρτιν Γκούζμαν, τον αρχιθαλαμηπόλο τού Φερδινάνδου (regii cubiculi praepositus), ότι έστελνε τον έμπιστο νοτάριό του, τον Γιάκομπους Λιουτέριους, «με επιστολές και οδηγίες προς τον αγαπημένο μας εν Χριστώ γιο, τον Φερδινάνδο, επιφανέστατο βασιλιά των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας». Ο Λιουτέριους θα έφερνε στον Γκούζμαν τούς χαιρετισμούς τού πάπα. Ο Παύλος δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι ο Φερδινάνδος, σύμφωνα με την αιώνια αγάπη και τον σεβασμό του για την Αγία Έδρα, θα χορηγούσε αμέσως ακρόαση στον Λιουτέριους, γιατί θα καταλάβαινε ότι ο Παύλος δεν ενδιαφερόταν μόνο για την ευημερία τής Γερμανίας, αλλά και για την αξιοπρέπεια, την τιμή και τη δόξα τού ίδιου τού Φερδινάνδου. Και η Αγιότητά του θα εκτιμούσε οποιαδήποτε βοήθεια μπορούσε να προσφέρει ο Γκούζμαν στον Λιουτέριους για την εκτέλεση τής αποστολής του.217
Ο νοτάριος έφερε στον Φερδινάνδο επιστολή από τον πάπα Παύλο, ζητώντας από τον βασιλιά να τερματίσει τη δεύτερη Συνομιλία (colloquy) τής Βορμς (η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί το 1540), η οποία βρισκόταν τότε σε εξέλιξη. Πανσπερμία Προτεσταντών ιερωμένων είχαν συγκεντρωθεί στη Βορμς για να διαταράξουν την Εκκλησία και για να διαδώσουν τα ολέθρια δόγματά τους. Μάλιστα ο Παύλος είχε ακούσει, ότι οι Προτεστάντες δεν ασχολούνταν με περισσότερη πικρή αντιδικία με τούς Καθολικούς απ’ όση ο ένας με τον άλλο, καθώς μερικοί υπερασπίζονταν και άλλοι αμφισβητούσαν τα ίδια δόγματα (και μάλιστα στη Βορμς ο Ματίας Φλάκιους κατηγορούσε τον Μελάνκτον και τούς οπαδούς του για αίρεση). Βρισκόταν μέσα στην εξουσία και την αρχή τού Φερδινάνδου να διαλύσει τούς αιρετικούς και να αναχαιτίσει τα ασεβή τους σχέδια. Άραγε δεν έπρεπε λοιπόν ο ίδιος, ως καλός Καθολικός, να κάνει το καλύτερο δυνατό για να ελευθερώσει τη Γερμανία από αυτή την επιδημία, αφού έτσι θα φρόντιζε όχι μόνο για την ειρήνη τής Εκκλησίας, αλλά και για την ευημερία των διαφόρων βασιλείων του, καθώς και για εκείνη τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;218 Ήταν πιο εύκολο για τον Παύλο να θέσει το ερώτημα απ’ ό,τι για τον Φερδινάνδο να απαντήσει σε αυτό.
Ένα μήνα αφότου ο νοτάριος Γιάκομπους Λιουτέριους είχε παραλάβει την αποστολή του, ο Παύλος Δ’ όρισε τελικά νούντσιο στον Φερδινάνδο. Η επιλογή του έπεσε στον Αντόνιο Αγκοστίνο (Αγκουστίν), επίσκοπο τού Αλίφε, ενώ για το θέμα αυτό ο Παύλος έγραφε και πάλι στον Φερδινάνδο (στις 18 Δεκεμβρίου), σημειώνοντας ότι είχε ήδη στείλει μπροστά τον Λιουτέριους, για να ανανεώσει την έκφραση τής αμοιβαίας χαράς τους για την αποκατάσταση τής ειρήνης «ανάμεσα σε εμάς και τον αγαπητό μας εν Χριστώ γιο, τον Φίλιππο, Καθολικό βασιλιά τής Ισπανίας» (inter nos et charissimum in Christo filium nostrum Philippum Hispaniarum regem Catholicum). Ενημέρωνε τώρα τον Φερδινάνδο για τον διορισμό τού Αγκοστίνο, με τη διαμεσολάβηση τού οποίου (και από την ανταλλαγή επιστολών) θα μπορούσαν εύκολα να ασχοληθούν με τα καθήκοντα που βρίσκονταν μπροστά τους. Θα εύρισκαν την εκπλήρωση εργαζόμενοι για την ειρήνη στο εσωτερικό τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, ενώ ο Παύλος δεν θα ένιωθε μικρότερη ευχαρίστηση με την επίτευξη ηρεμίας από τον ίδιο τον Φερδινάνδο.
Ο Παύλος δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι ο Φερδινάνδος συνειδητοποιούσε, ότι στην ειρήνη που βρισκόταν τώρα μπροστά, σε μια «βασιλική συμφωνία» (regum concordia), θα εύρισκε προπύργιο δύναμης κατά των ασεβών Προτεσταντών υπηκόων του και των Τούρκων (adversus impios tuοs et Christiani nominis hostes). Θα έπαιρνε βοήθεια όχι μόνο για να υπερασπιστεί τα σύνορά του, αλλά και για να εισβάλει στο έδαφος τού εχθρού. Εναπόκειτο στον Φερδινάνδο να ενωθεί με τον πάπα στην επιδίωξη ενός τόσο ευσεβούς και σωτήριου στόχου, όπως θα τον προέτρεπε και ο νέος νούντσιος Αγκοστίνο:
Και θα τον επαινούσαμε σε εσάς αν δεν ξέραμε πόσο ευγενικά και έντιμα έχετε συνηθίσει να υποδέχεστε και να αντιμετωπίζετε νούντσιους που έχουν σταλεί από αυτή την Έδρα, σε συμφωνία με την ευλάβεια και λατρεία σας για τον Ευλογημένο Πέτρο, τον πρίγκηπα των Αποστόλων.219
Ο Αντόνιο Αγκοστίνο είχε να σκάψει σκληρό έδαφος, γιατί μεταξύ των αρκετών καθηκόντων του ήταν εκείνο τής προστασίας των παπικών δικαιωμάτων χρίσματος και στέψης, που ανέβαζαν έναν βασιλιά των Ρωμαίων στο αυτοκρατορικό αξίωμα. Η έννοια τής στέψης τού Καρλομάγνου από τον Λέοντα Γ’, η λεγόμενη «μεταφορά τής αυτοκρατορίας» (translatio imperii), είχε συζητηθεί έντονα από φιλο-αυτοκρατορικούς και παπιστές κατά τον 14ο αιώνα. Όμως παρά την αυξανόμενη εκκοσμίκευση τής πολιτικής ζωής τής Ευρώπης, η στέψη από τον πάπα είχε παραμείνει ο μόνος τρόπος για την απόκτηση τού λαμπερού τίτλου τού αυτοκράτορα. Όταν ο Μαξιμιλιανός Α’ το 1508 και ο Κάρολος Ε’ το 1520 είχαν πάρει τον τίτλο τού εκλεγμένου αυτοκράτορα (emperor-elect), είχαν και οι δύο καταστήσει σαφή την εκ μέρους τους αναγνώριση τού δικαιώματος και τής σημασίας τής στέψης από τον πάπα. Τέλος, όπως όλοι γνώριζαν, στη Μπολώνια το 1530 ο Κάρολος είχε λάβει το άγιο χρίσμα από τον καρδινάλιο Αλεσσάντρο Φαρνέζε στον κεντρικό βωμό τής βασιλικής τού Σαν Πετρόνιο και στη συνέχεια το σπαθί και το σκήπτρο, τη σφαίρα και το στέμμα, από τα χέρια τού Κλήμεντος Η’.
Τώρα, λιγότερο από τριάντα χρόνια αργότερα, ο κόσμος είχε αλλάξει. Στις 24 Φεβρουαρίου 1558 οι εκλέκτορες είχαν συγκεντρωθεί στην Φρανκφούρτη επί τού Μάιν, είχαν αποδεχτεί την πράξη αυτοκρατορικής παραίτησης τού Καρόλου Ε’ (με ημερομηνία 27 Αυγούστου 1556) και είχαν διακηρύξει την εκλογή τού Φερδινάνδου ως αυτοκράτορα. Όπως υποδεικνύει ο Πιέτρο Νόρες, η 24η Φεβρουαρίου είχε σκόπιμα επιλεγεί γι’ αυτή την επισημότητα. Ήταν η ημερομηνία τής γέννησης τού Καρόλου, τής νίκης του στην Παβία, τής στέψης του στη Μπολώνια και τέλος τής εκλογής του αδελφού του ως αυτοκράτορα.220 Δέκα μέρες αργότερα, στις 6 Μαρτίου (1558), ο Φερδινάνδος υποδεχόταν τον νούντσιο Αγκοστίνο στην Φρανκφούρτη, όπου στις 14 Μαρτίου ο βασιλιάς των Ρωμαίων θα στεφόταν εκλεγμένος αυτοκράτορας από τον Γιόακιμ Β’ τού Βρανδεμβούργου στο εκλεκτορικό παρεκκλήσι στα νότια τού κλίτους (choir) στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Βαρθολομαίου. Ο Αγκοστίνο θα παρακολουθούσε τη διαδικασία, αλλά δεν θα έπαιρνε μέρος σε αυτήν.
Πριν από την στέψη του ο Φερδινάνδος είχε ορκιστεί να τηρεί την εκλογική του διομολόγηση, σύμφωνα με την οποία είχε δεσμευτεί να υποστηρίζει τα άρθρα τής θρησκευτικής ειρήνης τού Άουγκσμπουργκ τού 1555. Τρεις από τούς εκλέκτορες που ήσαν μάρτυρες τού όρκου, εξέλεξαν τον Φερδινάνδο και συμμετείχαν στη στέψη, ήσαν Λουθηρανοί. Ο Παύλος Δ’ είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει την εγκυρότητα τής αυτοκρατορικής παραίτησης τού Καρόλου Ε’ και παπικοί ειδικοί τού εκκλησιαστικού δικαίου είχαν επιβεβαιώσει, ότι η εκλογή τού αυτοκράτορα αποτελούσε προνόμιο των Καθολικών εκλεκτόρων. Πριν στεφθεί ο Κάρολος Ε’ το 1530, είχε δώσει όρκο στα Ευαγγέλια να υπερασπίζεται την Εκκλησία. Ο Φερδινάνδος, αν και καλός Καθολικός, είχε μόλις ορκιστεί να αποδέχεται τη νομιμότητα τού Λουθηρανισμού σύμφωνα με τα διατάγματα τού Άουγκσμπουργκ.
Ο γιος τού Φερδινάνδου, ο Μαξιμιλιανός, καταγγελλόταν στην παπική κούρτη ότι αποδεχόταν «εσφαλμένα δόγματα» και ο ίδιος ο Φερδινάνδος κατηγορήθηκε ότι επέτρεπε στους Λουθηρανούς να κηρύσσουν στην αυλή του και ότι άφηνε επισκοπικές έδρες κενές «για να δρέπει τούς καρπούς» (pour en prendre les fruits). Όπως ανέφερε ο καρδινάλιος Ζαν ντυ Μπελλαί στον Σαρλ ντε Λωρραίν, απαγγελλόταν η μία κατηγορία μετά την άλλη κατά τού Φερδινάνδου, ο οποίος λεγόταν ότι είχε επινοήσει την εκλογή του με λαθραίο τρόπο, «αρνούμενος στον παπικό νούντσιο την ακολουθία του» (refusant au nonce du Pape sa suitte). Είχε εκλεγεί ανάξιος (Indignus est electus). Επιπλέον είχε αφήσει να εκλεγεί από αιρετικούς. «Ήταν λοιπόν καθαιρεμένος αυτοκράτορας» (Ergo deponendus, si iam esset Imperator). Αλλά ας υποθέσουμε ότι δεν ίσχυε η παραίτηση τού Καρόλου Ε’. Είχε δώσει όρκο στην Αγία Έδρα, από τον οποίο μόνο ο πάπας μπορούσε να τον απαλλάξει.
Ο ντυ Μπελλαί ελισσόταν μέσω των λατινικών στερεοτύπων των επιστημόνων λογικής στην κούρτη. Έπρεπε να υπάρξει έρευνα «της ζωής, των ηθών και τής καταλληλότητας τού Φερδινάνδου» (de vita, moribus, et idoneitate Ferdinandi). Ο Φερδινάνδος έκανε λάθος στην φαιδρή παραδοχή, ότι το γεγονός ότι ήταν βασιλιάς των Ρωμαίων αποτελούσε εκ των πραγμάτων (ipso facto) διαβεβαίωση τής ανόδου του στο αξίωμα τού αυτοκράτορα. Αν η παραίτηση τού Καρόλου Ε’ ήταν παραδεκτή, τότε προφανώς τόσο το χειρότερο για τούς Αψβούργους. Η παραίτηση είχε αποτέλεσμα σε βάρος τού παραιτούμενου «και εναπόκειτο στον ποντίφηκα» (et devolvitur ad Pontificem). Υπήρχαν τρόποι διαφυγής από το δίλημμα τής «επούλωσης αυτού τού τραύματος» (medeciner celle playe), γιατί ο πάπας ήθελε να είναι καλός πατέρας και φίλος «διασώζοντας την ουσία των πραγμάτων» (salva rerum substantia), αλλά πρώτα και κύρια ο οίκος τής Αυστρίας και τα εδάφη του έπρεπε να καθαριστούν από «όλον αυτό τον Λουθηρανισμό», να διορθωθούν τα κακά και να επιστραφούν οι εκκλησίες. Ίσως ήταν αναγκαία μια νέα εκλογή «ή κάτι παρόμοιο». Όποια κι αν ήταν η λύση, ο πάπας ήθελε «να μη μετρά καθόλου η φωνή των Λουθηρανών». Οι καρδινάλιοι είχαν πάρει εντολή να αναζητήσουν διέξοδο, αλλά ο ντυ Μπελλαί δεν εύρισκε τρόπο υποστήριξης και των δύο πλευρών τής διαφοράς. Οι λαμπρότεροι Λατινιστές τού Φερδινάνδου δεν επρόκειτο να είναι σε θέση να διατυπώσουν ένα επιχείρημα που θα ίσχυε στη Ρώμη.221
Ο νούντσιος Αγκοστίνο είχε ακολουθήσει τον Φερδινάνδο στη Βιέννη, απ’ όπου ανακλήθηκε στη Ρώμη με επιστολή τής 9ης Μαΐου (1558). Ο Μάρτιν Γκούζμαν, ο αρχιθαλαμηπόλος τού Φερδινάνδου, έφτασε στη Ρώμη τη νύχτα τής 12-13 Μαΐου ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην Αγία Έδρα, για να ενημερώσει επίσημα τον πάπα για την άνοδο τού Φερδινάνδου στο αυτοκρατορικό αξίωμα, να υποβάλει τη συνήθη υπακοή στον πάπα και να θέσει το άτομο και τούς πόρους τού κυρίου του στην υπηρεσία τής Εκκλησίας. Ο Παύλος Δ’ αρνήθηκε να δεχτεί τον Γκούζμαν, ακόμη και σε ιδιωτική ακρόαση.
Μια παπική επιτροπή δέκα καρδιναλίων και έξι ιεραρχών, χωρίς αμφιβολία κάτω από κάποιο μέτρο παπικού εκφοβισμού, πρόβαλε επιχειρήματα από κείμενα τού ύστερου μεσαίωνα για να καταστήσει σαφή την ακυρότητα τής εκλογής τού Φερδινάνδου, παρά τις λογικές αντιρρήσεις από την πλευρά των καρδιναλίων Πέδρο Πατσέκο και Τζάκοπο Πουτέο. Ο Φίλιππος Β’ υποστήριζε τούς αυτοκρατορικούς ισχυρισμούς τού θείου του. Στις 13 Ιουλίου ο Παύλος Δ’ πρόσφερε τελικά στον Γκούζμαν, ο οποίος διέμενε στο Τίβολι, φιλική υποδοχή, αλλά όχι ως αυτοκρατορικό απεσταλμένο. Ο Γκούζμαν έφυγε για την πατρίδα του την επόμενη μέρα, χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε. Πήρε μαζί του τον κατάλογο των απαιτήσεων που ο ντυ Μπελλαί είχε περιγράψει λεπτομερώς στον καρδινάλιο τής Λωρραίνης, δηλαδή την απόδειξη τής εγκυρότητας τής παραίτησης τού Καρόλου Ε’, αποδεικτικά στοιχεία για την ηθική καταλληλότητα τού Φερδινάνδου, τον τερματισμό τής αναγνώρισης ή ανοχής τού Λουθηρανισμού στα εδάφη των Αψβούργων και την απομάκρυνση των αιρετικών από το εκλεκτορικό σώμα. Οι Καθολικοί φιλο-αυτοκρατορικοί αντέδρασαν με πικρία και περιφρόνηση στην άρνηση τού Παύλου να αναγνωρίσει τον Φερδινάνδο, τού οποίου η δημοτικότητα μεταξύ των Λουθηρανών αυξήθηκε ραγδαία.
Όταν ο Κάρολος Ε’ πέθανε στο μοναστικό του αναχωρητήριο στο Σαν Τζερόνιμο ντε Γιούστε στη δυτική Ισπανία (στις 21 Σεπτεμβρίου 1558), η εγκυρότητα τής παραίτησής του από τη θέση τού αυτοκράτορα δεν αποτελούσε πια πρόβλημα. Ο θάνατός του δεν έγινε γενικά γνωστός στη Ρώμη μέχρι τις 25 Οκτωβρίου, ημερομηνία κατά την οποία ο Μασσαρέλλι απέδωσε σε αυτόν λαμπερό φόρο τιμής στο έβδομο ημερολόγιο.222 Στις 12 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος Πατσέκο έκανε επικήδεια λειτουργία (missa exequialis) στην Καπέλλα Σιξτίνα. Ήσαν παρόντες ο πάπας και όλοι οι καρδινάλιοι. Όμως, σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι,
πριν πάει ο πάπας στο παρεκκλήσι, δήλωσε σε πλήρη σύναξη των καρδιναλίων, ότι ο αυτοκρατορικός τίτλος είχε κενωθεί [vacasse imperium] με τον θάνατο τού Καρόλου, αλλά όχι και η παραίτησή του, δεδομένου ότι αυτή δεν είχε παραδοθεί στα χέρια τού πάπα, όπως έπρεπε, αλλά σε εκείνα των εκλεκτόρων.223
Μόλις ο Παύλος Δ’ είχε μια ιδέα που τού άρεσε, κολλούσε σε αυτήν. Στις 25 Δεκεμβρίου ή ακριβώς πριν, όταν είχε τελικά χορηγήσει ακρόαση στον Γάλλο πρεσβευτή Φιλμπέρ Μπαμπού, έλεγε στον Μπαμπού τα ίδια πράγματα που είχε αναφέρει στη σύναξη των καρδιναλίων.224 Από την πλευρά τού Παύλου, εκτός αν μια λεπτομερής εξέταση τής στάσης τού Φερδινάνδου απέναντι στην Αγία Έδρα και την αίρεση αποκάλυπτε ότι ήταν πιθανό να είναι σωστός και κατάλληλος αυτοκράτορας, δεν επρόκειτο ποτέ να αναγνωρίσει τη διαδοχή τού Καρόλου από τον Φερδινάνδο. Και ποτέ δεν την αναγνώρισε.225
Η αυτοκρατορική κληρονομιά είχε φέρει στους Αψβούργους θρησκευτικά και πολιτικά προβλήματα, τα οποία, όπως τούς είχε διδάξει η εμπειρία, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο με υπεκφυγές και σκοπιμότητες. Οι Λουθηρανοί, οι Τούρκοι και η δυσκίνητη δομή τής αυτοκρατορίας δεν ήσαν τα μόνο δεινά τους. Παρά τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στο Άουγκσμπουργκ το 1555, οι Αψβούργοι παρέμειναν οι κύριοι υπερασπιστές τής Εκκλησίας. Καλώς ή κακώς η μακρά βασιλεία τού Φιλίππου θα παρείχε ατέλειωτες μαρτυρίες για το γεγονός αυτό. Ο Παύλος Δ’ δεν αποξένωνε μόνο τούς Αψβούργους, αλλά λειτουργούσε προς όφελος των Λουθηρανών. Βασιλείς των Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν ζήσει περισσότερο από αυτοκράτορες, είχαν πράγματι ανέλθει στο αξίωμα τού αυτοκράτορα και (παρά τον Παύλο), ο Φερδινάνδος είχε ανέλθει επίσης.
Υπήρχε κι άλλος λόγος, και σημαντικός, για τον οποίο δεν έπρεπε να ανακατεύεται η σφηκοφωλιά και να προστίθενται συγχύσεις και εχθροπραξίες στη Γερμανία και στην Κεντρική Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα ψηφοφορίας στην Ενετική Γερουσία, που πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1559, ο δόγης Λορέντσο Πριούλι έγραφε στον πρέσβη τής Δημοκρατίας στην παπική κούρτη Αλβίζε Μοτσενίγκο για τη σοβαρότητα τού αυτοκρατορικού ζητήματος. Ο Μοτσενίγκο είχε ήδη με δική του πρωτοβουλία, καθώς και με εντολή τής Γερουσίας απευθυνθεί στον πάπα «υπέρ τού νέου εκλεγμένου αυτοκράτορα» (in favor del nuovo Imperator eletto). Ο Μοτσενίγκο είχε όμως ενημερώσει τη Σινιορία με επιστολή τής 7ης Ιανουαρίου, ότι είχε προφανώς τεθεί ζήτημα στη Ρώμη για τη λήψη μέτρων, για να στερήσουν από τον Φερδινάνδο τον αυτοκρατορικό τίτλο. Κατά τη γνώμη τής Γερουσίας αυτό θα ήταν σοβαρό λάθος. Το συντομότερο δυνατόν ο Μοτσενίγκο έπρεπε να επιδιώξει ακρόαση από τον πάπα και να ανανεώσει τις εκκλήσεις του για λογαριασμό τού Φερδινάνδου.
Κάποιος έπρεπε να εξετάσει τούς κινδύνους τής εποχής και πόσα θα σήμαινε για τη Χριστιανοσύνη ο τίτλος τού Φερδινάνδου, όταν ο Άρχοντας Τούρκος θα ερχόταν και πάλι προς τα δυτικά για να επιτεθεί στη Βιέννη, όπως είχε πει ότι σκόπευε να κάνει. Ο Φερδινάνδος έπρεπε να είναι σε θέση, «χωρίς άλλη διαταραχή, με τον τίτλο και την αρχή που αρμόζουν σε αυτοκράτορα» (senza altro disturbo col titolo et auttorità che conviene ad Imperator), να φροντίσει για την άμυνά του με αυτοπεποίθηση. Απαιτούσε την υπακοή τής Γερμανίας και η Αγιότητά του καταλάβαινε τη σημασία τής Γερμανίας «για την υπόθεση τής θρησκείας» (per le cose della religione). Μπορούσαν λοιπόν να ελπίζουν, ότι το αυτοκρατορικό ζήτημα, «η παρούσα επιχείρηση» (il presente negocio), θα κατέληγε σε καλό τέλος.226
Η έκπτωση και εκδίωξη των ανηψιών τού Παύλου από τη Ρώμη κράτησε ολόκληρο τον Ιανουάριο (1559) και βάραινε πολύ στο μυαλό του για μήνες. Παρά το γεγονός ότι παρακρατούσε την αναγνώριση από τον Φερδινάνδο, ο Παύλος δεν ανέλαβε καμία αδικαιολόγητα απερίσκεπτη ενέργεια στην αυτοκρατορική διαμάχη. Βυθίστηκε ο ίδιος στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, με σφρίγος που δείχνει ότι ήξερε ότι τελείωνε ο χρόνος του, αν και αναφερόταν ότι έλεγε, ότι θα ζούσε μέχρι τα εκατό. Στη μεταρρύθμιση βρήκε επίσης ένα τρόπο εξιλέωσης για την τυφλή και αμελή εμπιστοσύνη που είχε δείξει στους ανάξιους ανηψιούς του. Τα τέσσερα χρόνια τής παπικής του θητείας ήσαν περισσότερο από αρκετά για την ευημερία τής Εκκλησίας. Είχαν επίσης επιβαρύνει την υγεία του, η οποία άρχιζε να καταρρέει στις αρχές Μαΐου (1559). Μερικές φορές έδειχνε ότι ανέκαμπτε, ιδιαίτερα τον Ιούλιο, όταν χορηγούσε ακροάσεις και συμμετείχε σε συνεδριάσεις τής Ιεράς Εξέτασης, αλλά η ηλικία και η ασθένεια, η νηστεία και η ζέστη τού καλοκαιριού αποδείχτηκαν αξεπέραστες. Πέθανε στις 18 Αυγούστου, μια μέρα μετά τον θάνατο τού δόγη τής Βενετίας Πριούλι, ο οποίος τον είχε προτρέψει να βλέπει στον Φερδινάνδο όχι μόνο τον αυτοκράτορα (ή τον εκλεγμένο αυτοκράτορα), αλλά και την κύρια άμυνα τής Χριστιανοσύνης απέναντι στους Τούρκους.227
Οι πηγές τής εποχής συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τον Μασσαρέλλι, που τοποθετεί τον θάνατο τού Παύλου περίπου στις 5 μ.μ. (hora circiter 21) ή λίγο αργότερα. Ο Φιρμάνους λέει ότι ο Παύλος συγκέντρωσε τούς καρδινάλιους γύρω από το νεκροκρέβατό του και τούς προέτρεψε να εκλέξουν ως διάδοχό του έναν άξιο ποντίφηκα, «ο οποίος πρέπει να κυβερνά την αγία τού Θεού εκκλησία σωστά και άγια» (qui sanctam Dei ecclesiam recte et sancte gubernare debeat). τούς συνέστησε επίσης την Ιερά Εξέταση «ως την ίδια τη βάση τής χριστιανικής πίστης και τής ιερής Αποστολικής Έδρας». Οι φήμες για τον επικείμενο θάνατο τού Παύλου διαδίδονταν για πολλές ώρες. Γύρω στις 2 ή 3 μ.μ. ένα πλήθος είχε συγκεντρωθεί στο Καπιτώλιο, «ανόητοι και άσημοι άνθρωποι» (stultum et ignobile vulgus), σημειώνει ο Μασσαρέλλι, «για να μην αναφέρουμε τη Ρωμαϊκή Γερουσία» (ne dicam senatus populusque Romanus). Ύστερα από σύντομη περίοδο αναποφασιστικότητας οι πολλοί εχθροί των Καράφα, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων ευγενών, παρακίνησαν το πλήθος προς τη βία, κάτι που ήταν πάντοτε εύκολο όταν πέθαινε πάπας.
Παίρνοντας τα όπλα το έξαλλο πλήθος ξέσπασε στις φυλακές τής πόλης, στον Τόρρε Σαβέλλα, στον Τόρρε ντι Νόνα και στο Καπιτώλιο, ελευθερώνοντας περισσότερους από τετρακόσιους κρατουμένους. Στη συνέχεια προχώρησε στη Ριπέττα, κοντά στην εκκλησία τού Σαν Ρόκκο δίπλα στον Τίβερη, στο παλάτι που στέγαζε την Ιερά Εξέταση. Έσπασαν τις πόρτες και ελευθέρωσαν όλους τούς αιχμαλώτους. Όμως με παράξενη αίσθηση ευσέβειας, έβαλαν αυτούς που ελευθέρωσαν (σύμφωνα με τον Φιρμάνους) «να ορκιστούν στις Γραφές ότι ήσαν καλοί Καθολικοί». Ο Μπρομάτο λέει ότι υπήρχαν εβδομηνταδύο αιρετικοί στις Φυλακές τού Ιερού Γραφείου (Carceri del Sant’ Ufficio), από τούς οποίους σαρανταδύο ήσαν «αιρεσιάρχες» ή διδάσκαλοι θρησκευτικού λάθους. Οι στασιαστές επέφεραν θανάσιμο πλήγμα στον Δομινικανό ιεροεξεταστή Τομμάζο Σκόττι. Λεηλάτησαν το Ανάκτορο τής Ιεράς Εξέτασης (Palazzo dell’ Inquisizione) και τού έβαλαν φωτιά, καταστρέφοντας τα περισσότερα βιβλία και αρχεία τού Ιερού Γραφείου. Εκείνη την ημέρα ή την επόμενη πήγαν επίσης στο μοναστήρι τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, με πρόθεση να το κάψουν μαζί με όλους τούς Δομινικανούς μοναχούς που ζούσαν εκεί. Μόνο η παρέμβαση τού Τζουλιάνο Τσεζαρίνι και κάποιων άλλων ευγενών έσωσε το μοναστήρι και πολύ πιθανόν την εκκλησία. Οι Δομινικανοί ήσαν μισητοί στη Ρώμη επειδή, όπως μάς πληροφορεί ο Φιρμάνους, κακόβουλοι συκοφάντες τούς κατηγορούσαν ότι ήσαν κατάσκοποι (exploratores) και αποκάλυπταν τα μυστικά των εξομολογούμενων.
Φεύγοντας από τη Μινέρβα, οι εξεγερμένοι πήγαν στο σπίτι τού πλούσιου εμπόρου Τζιοβάννι Τσέλσι ντα Νάπι, τον οποίο κατηγορούσαν για τις ελλείψεις που είχαν υποφέρει κατά τα τέσσερα χρόνια τής παπικής θητείας τού Παύλου και ιδιαίτερα κατά το έτος τού πολέμου του με την Ισπανία. Ο Τσέλσι είχε επίσης συμβάλει στη χρηματοδότηση τής κούρτης επινοώντας νέους φόρους. Ήθελαν να τον θανατώσουν, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν, ούτε μπορούσαν να βρουν κάποιον Κλάουντιο ντέλλα Βάλλε, νοτάριο τής Ιεράς Εξέτασης, ο οποίος είχε επίσης ματαιώσει τις αιμοδιψείς προθέσεις τους έχοντας τραπεί σε φυγή. Είτε την ίδια μέρα ή ίσως την επόμενη (δηλαδή στις 18 ή 19 Αυγούστου) το πολεμοχαρές πλήθος ανέβηκε στο Καπιτώλιο και πάλι, αυτή τη φορά για να καταστρέψει το μαρμάρινο άγαλμα στη μεγάλη αίθουσα τού Παλάτσο Καπιτολίνο, το οποίο ο ρωμαϊκός λαός είχε στήσει προς τιμήν τού Παύλου Δ’ πριν από λίγους μόλις μήνες.
Ο εξαγριωμένος όχλος ακρωτηρίασε το άγαλμα και έκοψε το κεφάλι, σέρνοντάς το μέσα από τον βούρκο των δρόμων, λέει ο Μασσαρέλλι, «και τέλος αγόρια χλευάζοντας το παράτησαν, αφού το έσυραν μέσα στη λάσπη και την κοπριά» (ac denique pueris in ludibrium per cenum et stercora volutandum reliquerunt). Ο Φιρμάνους μάς λέει ότι το άγαλμα σύρθηκε στο Κάμπο ντέι Φιόρι, υποβλήθηκε σε ταπεινώσεις και τελικά ρίχτηκε στον Τίβερη, γιατί όταν αυτός, οι συγγενείς του και μερικοί φίλοι ξεκίνησαν για να σώσουν ό,τι είχε απομείνει από το άγαλμα, δεν βρέθηκε πουθενά. Τέλος την τρίτη μέρα τού σάλου (20 Αυγούστου) η «πλέμπα ή ρωμαϊκός λαός», σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, «ύστερα από κι εγώ δεν ξέρω ποιο εριστικό πνεύμα» (habitoque nescio quo seditioso con venticulo), εξέδωσαν δημόσια διακήρυξη, ότι όλα τα οικόσημα τής οικογένειας Καράφα έπρεπε να αφαιρεθούν από όπου κι αν βρίσκονταν, σε εκκλησίες, παλάτια, δημόσια κτίρια και πύλες, πράγμα που έγινε, περιλαμβανομένων και των διακριτικών τού παλαιού καρδινάλιου Ολιβιέρο Καράφα, ο οποίος ήταν διοικητής τού παπικού στόλου εναντίον των Τούρκων το 1472.228
Τέσσερις ή πέντε ώρες μετά τον θάνατο τού Παύλου το σώμα του μεταφέρθηκε στην Καπέλλα Παολίνα, στην οποία έμπαινε κανείς από τη Σάλα Ρέτζια στο ανάκτορο τού Βατικανού. Το πρωί τής επόμενης μέρας (19 Αυγούστου) τα μέλη τής παπικής χορωδίας έψαλλαν τις Προσευχές των Νεκρών, μετά τις οποίες άνοιξαν οι πόρτες τού παρεκκλησιού, ήρθαν οι καρδινάλιοι και μπήκαν πολλά άτομα (λέει ο Φιρμάνους) «για να φιλήσουν τα πόδια τού πάπα» (ad osculandum pedes papae). Οι εφημέριοι τού Αγίου Πέτρου αρνήθηκαν να μεταφέρουν το σώμα τού πάπα από την Παολίνα κάτω στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου, σύμφωνα με το έθιμο, πριν πάρουν τα συνηθισμένα διακόσια δουκάτα και άλλα δώρα. Συγκεντρωμένοι γύρω από τη σορό τού Παύλου, οι εφημέριοι έψαλλαν επίσης το «consuetum officium» μπροστά από το Παρεκκλήσι τού Αγίου Μυστηρίου (Καπέλλα ντελ Σαντίσσιμο Σακραμέντο), ακριβώς έξω από το δεξιό κλίτος τού Αγίου Πέτρου. Στις 6 μ.μ. (hora 22) το σώμα ανέβηκε και πάλι πάνω, στην Καπέλα Σιξτίνα.
Όμως στις 10 μ.μ., με εντολή τού καρδινάλιου Κάρλο Καράφα, ο οποίος είχε επιστρέψει βιαστικά στη Ρώμη, ο τελετάρχης Φιρμάνους είδε ο ίδιος τη σχεδόν μυστική ταφή τού άκλαυτου πάπα, για να μη γίνει κάποια περαιτέρω ταπείνωση τής μνήμης του με τη βεβήλωση τού πτώματός του. Ο Φιρμάνους τον έθαψε δίπλα στο Παρεκκλήσι τού Αγίου Προσώπου (Καπέλλα ντελ Βόλτο Σάντο), στον ναό τού Αγίου Πέτρου, όπου ο Κάρλο Καράφα έβαλε φρουρούς για να αποτρέψουν «να γίνει κάτι ενάντια στο σώμα του» (contra dictum corpus aliquid indignum).229 Τον Οκτώβριο τού 1566 ο Πίος Ε’, ο Μικέλε Γκιζλιέρι, παλιός φίλος τού Παύλου, μετέφερε τα λείψανά του στη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, όπου βρίσκονται ακόμη στον τάφο που σχεδίασε ο Πίρρο Λιγκόριο στο Παρεκκλήσι Καράφα.230
Ο Παύλος Δ’ είχε χειριστεί τις υποθέσεις τού χριστιανικού κόσμου με περισσότερη ευλάβεια από σύνεση. Είχε καταφέρει να πετύχει αυτό που είχε επιδιώξει να αποφύγει: την κυριαρχία των Ισπανών στην Ιταλία. Μόνο η Βενετία και η Αγία Έδρα παρέμεναν τώρα εντελώς ανεξάρτητες. Ποτέ ξανά ένας πάπας δεν θα ήταν σε θέση να κηρύξει ή να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον μεγάλης δύναμης. Ο Παύλος είχε μειώσει την πολιτική δύναμη τού παπισμού, χωρίς να βελτιώσει πολύ την πνευματική. Οι μεταρρυθμίσεις του ήσαν απαραίτητες και ωφέλιμες, ιδιαίτερα η επιμονή του στη διαμονή των επισκόπων στις έδρες τους. Όμως με τη μία ή την άλλη μορφή ήταν αναπόφευκτη η ηθική ανακαίνιση τής ηγεσίας στην Εκκλησία, γιατί οι Καθολικές μάζες δεν ήσαν αναίσθητες στις προτεσταντικές επιθέσεις, ενώ υπήρχαν ήδη αρκετοί επικριτές και μεταρρυθμιστές μέσα στην Εκκλησία. Έτσι κι αλλιώς η Σύνοδος τού Τρεντ είχε αρχίσει μια δεκαετία πριν από την παπική θητεία τού Παύλου.
Νικημένος και απογοητευμένος, ο Παύλος είχε υποχρεωθεί —ευτυχώς για τα παπικά κράτη— να παραιτηθεί από την πολεμοχαρή του φιλοδοξία να ξαναφτιάξει τον χάρτη τής ιταλικής χερσονήσου. Δεν μπορούσε κανείς να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον, αλλά ο Παύλος δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για τις περισσότερες από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ευρώπη. Οι Γάλλοι, πιασμένοι ακόμη ανάμεσα στην Ολλανδία και την Ισπανία των Αψβούργων, παρέμεναν όχι λιγότερο δυσαρεστημένοι μετά το Κατώ-Καμπρεσί από όσο ήσαν πριν. Ο Καλβινισμός μετατρεπόταν σε κινητήρια δύναμη, η οποία φαινόταν πιθανό να υπονομεύσει τις πολιτικές και κοινωνικές βάσεις τής Ευρώπης. Θρησκευτικοί πόλεμοι βρίσκονταν μπροστά στους Γάλλους. Στη Γερμανία ο Λουθηρανισμός είχε ριζώσει τόσο βαθιά, που δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαλειφθεί. Τότε επίσης, οι Τούρκοι παρέμεναν τόσο ισχυροί όσο πάντοτε.
Η ειρήνη τού 1559 έβγαλε χιλιάδες μισθοφόρους από την αγορά εργασίας. Ακόμη και τα παπικά κράτη μετατράπηκαν, όπως το θέτει ο Ντελυμώ, «σε δεξαμενή στρατιωτών» (un reservoir de soldats). Οι ληστείες αυξάνονταν, επιταχύνοντας τη μακροχρόνια διαδικασία μείωσης τού πληθυσμού και αγροτικής παρακμής στην Ρωμαϊκή Καμπανία. Η μετανάστευση αυξανόταν. Παρά το γεγονός ότι, περιέργως, συνέχιζαν να εξάγουν σιτηρά από τα παπικά κράτη, οι καλλιέργειες έδιναν τη θέση τους σε βοσκοτόπους. Τα εμπλεκόμενα προβλήματα ήσαν περίπλοκα και το συνονθύλευμα πραγματικών (και μερικές φορές αντικρουόμενων) στοιχείων που συνέλεξε ο Ντελυμώ λίγο μόνο φως έχει ρίξει σε αυτά.231 Σε κάθε περίπτωση κι ένα σκεπτόμενο σχολιαρόπαιδο θα μπορούσε πιθανώς να δει, ότι βρίσκονταν μπροστά προβλήματα, όχι μόνο στα παπικά κράτη αλλά και στο επερχόμενο κογκλάβιο. Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ είχε αυξήσει τις μακροχρόνιες έχθρες στο Ιερό Κολλέγιο, το οποίο απαρτιζόταν από ηγεμόνες και πολιτικούς, θεολόγους και ειδικούς τού εκκλησιαστικού δικαίου, ηδονολάτρες καθώς και έναν ή δύο απατεώνες. Το προφανές ερώτημα ήταν ποιος από αυτούς θα αναδυόταν ως πάπας.