15. Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ μέχρι το ξέσπασμα τού πολέμου με την Ισπανία (1555-1558)

<-14. Η δολοφονία τού Μαρτινούτσι. Οι Τούρκοι στη στεριά και τη θάλασσα. Ο πόλεμος τής Σιένα (1551-1555) 16. Ο Παύλος Δ’, ο πόλεμος με την Ισπανία και ο Ζαν ντε λα Βίνιε στην Πύλη->

15
Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ μέχρι το ξέσπασμα τού πολέμου με την Ισπανία (1555-1558)

Image Image

Γύρω στις 10 το πρωί την Τετάρτη 1 Μαΐου 1555 οι τριανταεννέα καρδινάλιοι που βρίσκονταν στη Ρώμη συγκεντρώθηκαν στο ανάκτορο τού Βατικανού για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που προκαλούσε πάντοτε ο θάνατος ενός πάπα. Οι καρδινάλιοι όρισαν τον Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε, δούκα τού Ουρμπίνο, ως προστάτη τής πόλης και τού κογκλάβιου. Έδωσαν επίσης την άδεια για στρατολόγηση 2.000 πεζών. Ο Τζιρολάμο ντε Φεντερίκι, επίσκοπος τής Σαγκόνα στην Κορσική, επιβεβαιώθηκε ως κυβερνήτης τής Ρώμης πέρα από τη γέφυρα (ultra pontem), και ο Αννιμπάλε Μποτσούτο, ο αρχιεπίσκοπος τής Αβινιόν, ως κυβερνήτης στην από εδώ πλευρά τής γέφυρας (citra pontem). Σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο τού πάπα Μαρκέλλου, προς ακραία ενόχληση τού Άντζελο Μασσαρέλλι, αποκόπηκε ο εφοδιασμός με τρόφιμα τού παπικού νοικοκυριού, «αδικία αντί για ευγνωμοσύνη» (ingrate iniusteve quidem), γιατί αν και ο Μάρκελλος είχε διατελέσει πάπας για εικοσιμία μόνο μέρες, είχε γλυτώσει την Αγία Έδρα από πολλά, αποφεύγοντας κάθε επισημότητα στη στέψη του και μη δίνοντας τίποτε στους συγγενείς του. Είχε ξοδέψει τα ελάχιστα για τρόφιμα τού νοικοκυριού του καθώς και για το δικό του τραπέζι. Η στέψη τού Ιούλιου Γ’ είχε στοιχίσει 15.000 χρυσά σκούδα. Δεν φαινόταν να είναι μεγάλο θέμα για το Κολλέγιο των καρδιναλίων, κατά τη γνώμη τού Μασσαρέλλι, να ταΐσουν τούς οικείους τού εκλιπόντος πάπα, σύμφωνα με το παλαιό και αξιέπαινο έθιμο (όπως ακριβώς είχε γίνει στον θάνατο τού Ιούλιου), μέχρι την εκλογή τού νέου πάπα ή τουλάχιστον έως ότου οι καρδινάλιοι εισέρχονταν στο κογκλάβιο. Επρόκειτο για άθλια επιχείρηση, «για την οποία, όπως πιστοποιούν οι νόμοι, το να αρνείσαι τρόφιμα είναι σαν να σκοτώνεις» (nam, ut leges testantur, alimenta negare est necare).1

Όμως μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι ο Μασσαρέλλι ήξερε από πού θα προερχόταν το επόμενο γεύμα του. Οι επικήδειες τελετές τού Μαρκέλλου Β’ ξεκίνησαν στις 6 Μαΐου. Ως συνήθως θα ακολουθούσαν τα εννιάμερα τού πένθους. Ο Μάρκελλος είχε ζήσει απλά. Τον έθαβαν απλά. Στον Άγιο Πέτρο δεν κατασκευάστηκε ξύλινο κενοτάφιο ή «κάστρο πόνου» (castrum doloris). Αναρτήθηκαν κάποια πράγματα στην εκκλησία και μερικά κεριά έκαιγαν στην περιοχή ενταφιασμού του. Κάθε μέρα κάποιος καρδινάλιος ή άλλος έψελνε λειτουργία, αλλά το Ιερό Κολλέγιο ανησυχούσε μέχρι σημείου διαμάχης για τη μέθοδο εκλογής πάπα «δια λατρείας», δηλαδή «με τον τρόπο τού Αγίου Πνεύματος» (per Spiritum Sanctum). Όταν οι καρδινάλιοι στο κογκλάβιο δεν ήσαν σε θέση να εκλέξουν πάπα με μυστική ψηφοφορία (per scrutinium), η οποία ψηφοφορία υποτίθεται ότι έπρεπε να γίνει μόνο το πρωί μετά τη λειτουργία, είχε γίνει έθιμο για την εκλογή πάπα από την αναγκαία πλειοψηφία, να συγκεντρώνονται σε οποιαδήποτε ώρα τής ημέρας ή τής νύχτας και (υπό την έμπνευση τού Αγίου Πνεύματος) να ανακηρύσσουν κάποιον καρδινάλιο σε πάπα «και να χαιρετούν, τιμούν και προσκυνούν αυτόν ως ποντίφηκα» (eumque uti pontificem salutant, venerantur, et adorant). Η εκλογή επιβεβαιωνόταν —ή μάλλον ολοκληρωνόταν— το επόμενο πρωί, με μυστική ψηφοφορία. Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή τής «λατρείας» ο καρδινάλιος αυτός γινόταν και παρέμενε πάπας, πάνω στον οποίον προσδενόταν το συναίσθημα (και οι πολιτικοί ελιγμοί). Αυτός ήταν μάλιστα ο τρόπος με τον οποίον είχαν εκλεγεί ο Ιούλιος Γ’ και ο Μάρκελλος Β’. Ο Ρέτζιναλντ Πολ είχε αρνηθεί, τον Δεκέμβριο τού 1549, να επιτρέψει στους υποστηρικτές του να προσπαθήσουν να τον ανεβάσουν στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου δια «λατρείας», προτιμώντας (όπως είχε πει) να μπει από την πόρτα και όχι από το παράθυρο.

Ο «έλεγχος» ή ψηφοφορία ακολουθούσε τη λατρεία, δεδομένου ότι ήταν ο συνήθης τρόπος εκλογής. Όμως αυτό προκαλούσε διαμαρτυρίες, επειδή δεν έπρεπε να φαίνεται ότι μια απλή ψηφοφορία καρδιναλίων έκρινε την απόφαση τού Αγίου Πνεύματος. Από την άλλη πλευρά υπήρχαν εκείνοι που εκφράζονταν εναντίον αυτής τής μορφής εκλογής, ως μορφής που έδινε τη δυνατότητα εκλογής μέσω διχόνοιας και σάλου, για όσους δεν είχαν τον κατάλληλο αριθμό ψήφων, είτε για τον εαυτό τους ή για τούς φίλους τους, δυσπιστώντας έτσι για την «ψηφοφορία», που προσπαθούσαν συνήθως να επιχειρήσουν [για να πετύχουν τον σκοπό τους] με αυτόν τον τρόπο.

Η λεγόμενη εκλογή δια λατρείας σε οποιαδήποτε ώρα τής ημέρας ή τής νύχτας προκαλούσε απελπιστική αταξία, σχεδόν άτακτη φυγή. Δύσκολα ήξερε κανείς ποιος ψήφιζε ποιον ή ποιος «προσχωρούσε» σε ποιον. Υπήρχε φοβερή σύγχυση, «αφού κανείς δεν θέλει να είναι ο τελευταίος που θα χαιρετίσει τον [νέο] ποντίφηκα και θα προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες». Μερικοί λοιπόν απεχθάνονταν αυτή τη μέθοδο εκλογής, ως «χωρίς νόμο και λόγο». Άλλοι την υπερασπίζονταν ως νόμιμο τρόπο εκλογής από το Άγιο Πνεύμα, «που προσφέρει έμπνευση, όταν και όπου το επιθυμεί και δεν υπόκειται ούτε σε χρόνο ούτε σε περιστάσεις». Η παρέμβαση τού Αγίου Πνεύματος μπορούσε επίσης να επιταχύνει μια εκλογή και να αποτρέψει ένα παρατεταμένο κογκλάβιο. «Αλλά δεδομένου ότι οι πατέρες δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία», λέει ο Μασσαρέλλι, «το θέμα παρέμενε για να αποφασιστεί σε άλλη χρονική στιγμή».2

Οι εννέα μέρες των επικηδείων τελετών και τού πένθους για τον Μάρκελλο Β’ ολοκληρώθηκαν στις 14 Μαΐου (1555) και την επόμενη μέρα, μετά τον εορτασμό επίσημης λειτουργίας τού Αγίου Πνεύματος από τον Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι και κήρυγμα από τον μορφωμένο Ουμπέρτο Φολιέττα, σαρανταδύο καρδινάλιοι εισήλθαν σε κογκλάβιο στο ανάκτορο τού Βατικανού. Ο Έρκολε Γκονζάγκα ήρθε από τη Μάντουα στις 16 Μαΐου και ο Πέδρο Πατσέκο από τη Νάπολη στις 17 τού μηνός. Όταν έφτασε και ο Ρομπέρ ντε Λενονκούρ στη 1 περίπου τη νύχτα στις 22 Μαΐου, υπήρχαν σαρανταπέντε καρδινάλιοι με κελλιά στην Καπέλλα Σιξτίνα, στη Σάλα Ρέτζια, στα δύο τμήματα τής Σάλα Ντουκάλε και στις δύο μικρότερες αίθουσες τού Κοντσιστόρο Σεγκρέτο. Ο Μασσαρέλλι μάς δίνει τα ονόματα εκείνων που συμμετείχαν στο κογκλάβιο, καθώς και των «καρδιναλίων που ήσαν απόντες κατά τον χρόνο τού κογκλάβιου τού Παύλου Δ’» (cardinales absentes tempore conclavis Pauli IV), γιατί πραγματικά ο Τζιανπιέτρο Καράφα επρόκειτο τώρα να εκλεγεί και να πάρει το όνομα Παύλος Δ’.3

Αυτή τη φορά ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε ήταν παρών στο κογκλάβιο, για να αποδειχθεί ακόμη πιο αποτελεσματικός ως δημιουργός παπών απ’ όσο κατά την εκλογή τού Ιουλίου Γ’. Έξυπνος, ετοιμόλογος και με επιβλητική παρουσία, ο τριανταπεντάχρονος αποτελούσε δύναμη που έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, ότι μια φήμη άγνωστης προέλευσης κυκλοφορούσε το απόγευμα τής 17ης Μαΐου, ότι ο Αλεσσάντρο είχε εκλεγεί πάπας. Όπως αναφέρει ο Μασσαρέλλι, τέτοια ήταν η σύνεση, η εμπειρία και οι γνώσεις τού Αλεσσάντρο, «που δεν ήταν δύσκολο να γίνει πιστευτή η φήμη», η οποία κέρδισε τόσο ευρεία κυκλοφορία, ώστε το παλάτι τού Αλεσσάντρο δέχτηκε εισβολή και λεηλατήθηκε η περιουσία του. Aφίσσα με το οικόσημο των Φαρνέζε και την παπική τιάρα επικολλήθηκε στις θύρες τού παλατιού. Ο λαός μάθαινε την είδηση με χαρά. Οι οικείοι τού Αλεσσάντρο δέχονταν συγχαρητήρια. Αγγελιοφόροι ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τα νέα στον έξω κόσμο. Όμως οι φήμες συχνά πεθαίνουν τόσο γρήγορα όσο γεννιούνται και μετά από τρεις ώρες αγαλλίασης, «όταν μαθεύτηκε η αλήθεια στις 7 το βράδυ (hora 22), τα πάντα ησύχασαν».4

Ο ιστορικός των κογκλαβίων Πανβίνιο ξεκινά τη λεπτομερή περιγραφή του με σύντομη περίληψη αυτού που συνέβη:

Ο Τζιοβάννι Πιέτρο Καράφα…. επίσκοπος Όστιας και Βελλέτρι, κοινώς αποκαλούμενος καρδινάλιος Νάπολης, αρχιμανδρίτης τού Κολλεγίου, αν και γέρος, πολύ ηλικιωμένος, γιατί ήταν εβδομηνταεννέα ετών, εξελέγη πάπας κυρίως με την προσπάθεια ενός μόνο καρδινάλιου, τού Φαρνέζε, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, ύστερα από μάλλον σύντομη αλλά εξαιρετικά αμφισβητούμενη διαδικασία. Μερικοί καρδινάλιοι στο Κολλέγιο αντιτάχτηκαν σκληρά στην εκλογή [του Καράφα], ενώ τότε, λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη που είχε αποκομίσει από τούς Φαρνέζι, αποφάσισε να ονομαστεί Παύλος Δ’, σε ανάμνηση τού Παύλου Γ’ Φαρνέζε.

Υπήρχαν τρία εύκολα αναγνωρίσιμες ομάδες στο κογκλάβιο. Ο Πανβίνιο τις ονομάζει φατρίες (factiones). Η φιλο-αυτοκρατορική ή ισπανική παράταξη, που αριθμούσε 29 περίπου καρδιναλίους, είχε επικεφαλής τον παπικό ταμία (camerlengo) Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα και τον Κριστόφορο Μαντρούτσο. Η γαλλική παράταξη, σε συμμαχία τώρα με τούς Φαρνέζε, ακολουθούσε τούς Φερράρα και Αλεσσάντρο Φαρνέζε. Οι Γάλλοι και οι Φαρνεζιάνοι ήσαν μαζί δεκαπέντε περίπου σε αριθμό. Οι υπόλοιποι δέκα περίπου καρδινάλιοι παρέμεναν ουδέτεροι «οι περισσότεροι» (plerique< seniores), διατηρώντας αρκετοί από αυτούς τις δικές τους παπικές φιλοδοξίες. Αν και μειοψηφία, οι ουδέτεροι (neutralists) μπορούσαν να ρίξουν τις αποφασιστικές ψήφους, παίρνοντας το μέρος τής μιας από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Στο κογκλάβιο τού Ιούλιου πριν πέντε χρόνια ο Φαρνέζε είχε ταχθεί στο πλευρό των φιλο-αυτοκρατορικών, αλλά ο πόλεμος τής Πάρμας τον είχε οδηγήσει στην αγκαλιά τού Ερρίκου Β’. Αυτός και ο Φερράρα είχαν γίνει πια αντίπαλοι για την προσοχή και την υποστήριξη των Γάλλων. Ο Φερράρα, έχοντας αποτύχει να εκλεγεί πάπας τον Απρίλιο, δεν άφηνε καμία πέτρα χωρίς να την αναποδογυρίσει (omnem, ut dicitur, lapidem movebat), προκειμένου να πετύχει τον Μάιο. Όμως σύντομα γινόταν σαφές, ότι δεν είχε καμία τύχη, γιατί οι είκοσι Ισπανοί και φιλο-αυτοκρατορικοί καρδινάλιοι βρίσκονταν σε αντίθεση με αυτόν, ενώ δεν ήταν δυνατό να παρακινηθούν ο Φαρνέζε και οι οπαδοί του για να τον βοηθήσουν.

Ο Ρέτζιναλντ Πολ ήταν ο υποψήφιος τού Φαρνέζε για την τιάρα στο κογκλάβιο που εξέλεξε τον Ιούλιο, ενώ, αν και ο Φαρνέζε είχε χάσει τις φιλο-αυτοκρατορικές του συμπάθειες, εξακολουθούσε να είναι προσκολλημένος στον Πολ, «τον οποίο η ιεροσύνη μπορούσε πάντοτε να αναμένει» (quem tanto sacerdotio dignissimum semper existimaverat). Ο Φαρνέζε πίστευε ότι ο Πολ, αν και απουσίαζε στην Αγγλία, είχε την ευκαιρία. Οι ουδέτεροι και οι φιλο-αυτοκρατορικοί, ιδιαίτερα ο Μαντρούτσο, μπορούσαν κάλλιστα να ψηφίσουν τον Πολ, τον οποίο τόσο ο Κάρολος Ε’ όσο και ο Φίλιππος [Β’] έβλεπαν ακόμη ευνοϊκά. Πριν φύγει από τη Γαλλία για το κογκλάβιο τού Μαρκέλλου, ο Φαρνέζε είχε πείσει τον Ερρίκο Β’, ακόμη και τον κοντόσταυλο Ανν ντε Μονμορενσύ, «που ήταν πολύ εχθρικός προς τον Άγγλο» (qui Anglis infensissimus erat), να δηλώσουν ότι ο Πολ ήταν αποδεκτός, αλλά οι Γάλλοι προτιμούσαν τον Φερράρα ή τον Φρανσουά ντε Τουρνόν ως πρώτες επιλογές. Ο Ερρίκος προτιμούσε επίσης τον Καράφα, ο οποίος ήταν επαρκώς αντι-Αψβούργος ώστε να τον ικανοποιεί. Αποτελούσε τιμή για τον Πολ ότι Βαλώνοι καθώς και Αψβούργοι σκέφτονταν την ανύψωσή του στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου χωρίς διαμαρτυρία. Ο Μαντρούτσο όμως δεν εμπιστευόταν την υποστήριξη τού Πολ από τον Φαρνέζε. Φοβόταν ότι ήταν τέχνασμα, ενώ φαινόταν να πιστεύει, ότι ο Φαρνέζε ετοιμαζόταν να ενωθεί με τούς Γάλλους στην υποστήριξη τού Φερράρα. Μάλιστα ο Πολ φαινόταν ότι είχε ελάχιστα περισσότερες πιθανότητες εκλογής από τον Φερράρα, όταν θα παρατάσσονταν οι αντίπαλοί του. Η απουσία του αποτελούσε εμπόδιο για την εκλογή του. Ορισμένοι Ιταλοί, ενθυμούμενοι ακόμη τον Αδριανό ΣΤ’, είχαν αμφιβολίες για «ξένο» πάπα. Οι Καράφα και Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο εύρισκαν ύποπτη την ορθοδοξία τού Πολ. Δεν είχε ποτέ ξεπεραστεί η ντροπή τής προφανούς απροθυμίας και τής καταφανούς καθυστέρησης με την οποία είχε αποδεχθεί το Τριντεντινό διάταγμα τής δικαίωσης.5 Παρ’ όλα αυτά, στον πρώτο «έλεγχο» (scrutinium), που πραγματοποιήθηκε το πρωί τής 18ης Μαΐου, o Πολ πήρε δεκατρείς ψήφους και τον ξεπέρασε μόνο ο Χουάν Αλβάρεζ, που πήρε δεκατέσσερις ψήφους. Από τούς υπόλοιπους ο Καράφα κατάφερε επίσης να πάρει δεκατρείς ψήφους, ο Μορόνε δώδεκα και ο Κάρπι έντεκα. Όπως και στο προηγούμενο κογκλάβιο, καμία «προσχώρηση» δεν επιτράπηκε να ακολουθήσει την πρώτη ψηφοφορία,6 ύστερα από την οποία το όνομα τού Πολ παύει να κατέχει εξέχουσα θέση μεταξύ των πιθανών υποψηφίων.

Ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε ήταν επίσης φιλικά διακείμενος προς τον Καράφα, «πελάτη τής οικογένειάς του» (familiae suae cliens), που τον είχε βοηθήσει πολύ στις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει υπό τον Ιούλιο Γ’. Ο Αλεσσάντρο μπορεί να ευαγγελιζόταν την υπόθεση τού Ροντόλφο Πίο ντι Κάρπι ή τού Τζιοβάννι Μορόνε, αλλά οι Γάλλοι σύμμαχοί του δεν ήθελαν κανέναν από αυτούς, ενώ και οι ίδιοι διαφωνούσαν μεταξύ τους. Στο μεταξύ ο Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, ο Μαντρούτσο και οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν προσδεθεί στον Τζάκοπο Πουτέο ως υποψήφιό τους. Οι ουδέτεροι φαίνονταν έτοιμοι να ενωθούν μαζί τους, ενώ δεν έβλεπαν κανέναν λόγο για τον οποίο οι Γάλλοι θα απέρριπταν τον Πουτέο. Όμως ο Φαρνέζε καθώς και οι Γάλλοι δεν ήξεραν τίποτε για τούς ελιγμούς των φιλο-αυτοκρατορικών. Στις 22 Μαΐου ο Φαρνέζε και ο φίλος του Τζάκοπο Σαβέλλι είχαν μακρά συζήτηση με τον Καράφα για την ανάγκη μυστικής ψηφοφορίας, επειδή οτιδήποτε συνέβαινε στο κογκλάβιο γινόταν αμέσως γνωστό σε ολόκληρη την πόλη. Καθώς έβγαιναν από το κελί τού Καράφα έπεσαν πάνω στους Σφόρτσα και Μαντρούτσο, οι οποίοι περίμεναν τον Φαρνέζε για κάποιο διάστημα. Τον οδήγησαν προς το ιερό τής Σιξτίνα και ο Μαντρούτσο τον ενημέρωσε για το σχέδιο να συσπειρωθούν γύρω από τον Πουτέο, ώστε να εμποδίσουν τον Φερράρα, «ο οποίος πίστευε», έλεγε ο Μαντρούτσο, «ότι κρατούσε το παπικό αξίωμα στα χέρια του». Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Φερράρα παραπλανούσε ο ίδιος τον εαυτό του σε τέτοιο βαθμό, αλλά ο Μαντρούτσο έκανε έκκληση στον Φαρνέζε για υποστήριξη. Ο Πουτέο, «αν και δεν είχε γίνει καρδινάλιος από τον παππού του [Παύλο Γ’], ήταν παρ’ όλα αυτά πελάτης τής οικογένειάς του». Όλοι οι Ισπανοί και οι «ουδέτεροι κύριοι» (seniores neutrales), σύμφωνα με τον Μαντρούτσο, ήσαν έτοιμοι να ψηφίσουν τον Πουτέο. Ο Φαρνέζε εξέφρασε μεγάλη εκτίμηση για τον τελευταίο, αλλά είπε ότι δεν μπορούσε να δεσμευθεί χωρίς διαβούλευση με τον καρδινάλιο Σαρλ ντε Μπουρμπόν, ο οποίος προφανώς αναμενόταν σύντομα.

Αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια τής απάντησης τού Φαρνέζε, οι Σφόρτσα και Μαντρούτσο έσπευσαν πάλι να ενωθούν με τούς συναδέλφους τους στην Αίθουσα Μυστικού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (Sala del Concistoro Segreto). Συνολικά υπήρχαν εικοσιπέντε από αυτούς. Ο Πανβίνιο λέει ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί και οι Ισπανοί ήσαν βέβαιοι, ότι θέλοντας και μη ο Φαρνέζε και οι Γάλλοι έπρεπε να αλλάξουν γνώμη, γιατί από τούς αντιπάλους τους «έλειπαν μόνο τρεις ή τέσσερις ψήφοι». Από αυτούς έλειπαν τουλάχιστον πέντε, αλλά έδειχναν αρκετά κοντά στη νίκη που θα έριχνε τον Φερράρα και τη γαλλική πλευρά σε απόλυτη κατάπληξη. Οι τελευταίοι είχαν συγκεντρωθεί στην Καπέλλα Παολίνα, σχεδόν νικημένοι, όπου στέκονταν σαν ταβανόπροκες, «σαν νεκροί» (mortuis similes), ιδιαίτερα όταν έφτασε το νέο, «ότι ο Φαρνέζε είχε επίσης προσχωρήσει στους Ισπανούς». Φαινόταν ότι ο Πουτέο επρόκειτο να γίνει πάπας, αν και οι οπαδοί του δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τον οδηγούν στην Παολίνα, όπου επρόκειτο να γίνει η ψηφοφορία. Ο Φαρνέζε εξακολουθούσε να αγνοεί τη σοβαρότητα τής κατάστασης, χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο πολύ είχαν προχωρήσει οι Σφόρτσα και Μαντρούτσο με τα σχέδιά τους. Μάλιστα ο Φαρνέζε έψαχνε για κουρέα. Ήθελε σαπούνι για να «πλύνει το κεφάλι» (caput lavaturus). Όμως δεν μπορούσε να βρει κουρέα και πέρασε από τη Σιξτίνα κατευθυνόμενος στην Παολίνα. Όπως περνούσε τού είπαν «ότι τώρα έχουμε πάπα». Η απάντησή του ήταν «Αυτό δεν μπορεί να γίνει» (Hoc fieri non potest). Ύστερα από λίγα ακόμη βήματα συνάντησε τον Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλτσιάνο, ο οποίος τού είπε επίσης, «Έχουμε ποντίφηκα τον Πουτέο» (Pontificem nos habemus Puteum).

Ο Φαρνέζε έσπευσε στην Παολίνα, όπου βρήκε τον Φερράρα και τη γαλλική παράταξη. Φαίνονταν ζαλισμένοι. Ο Φαρνέζε θύμωσε. Αισθανόταν προδομένος. Ο Σφόρτσα ήταν εξάδελφός του. Μερικοί από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς ήσαν παλιοί φίλοι. Προσπαθούσαν να βγάλουν πάπα χωρίς αυτόν. Ο Φερράρα θρηνούσε ότι επρόκειτο να έχουν πάπα «όχι μόνο αδαή αλλά και απρόθυμο» (non solum inscii sed inviti). Είχαν καταληφθεί εξ απήνης. Ο Φαρνέζε είπε ότι η μόνη τους ευκαιρία να νικήσουν τον Πουτέο ήταν ο Φερράρα να «εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για παπισμό». Μπορούσαν να παρουσιάσουν άλλον υποψήφιο, που θα έχει καλύτερες πιθανότητες. Ο Φερράρα συμφώνησε. Σύμφωνα με τον Πανβίνιο ο Φαρνέζε πρότεινε τον φίλο του Πιέτρο Μπερτάνο, καρδινάλιο επίσκοπο τού Φάνο. Είναι μάλλον απίθανο. Ο Μπερτάνο ήταν ένας από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς.7 Αν ο Φαρνέζε είχε προβάλει το όνομα τού Μπερτάνο, πρέπει να ήταν προσποίηση. Θεωρητικά ήξερε ότι ο Τζιρολάμο Καποντιφέρρο επρόκειτο να πει, ότι ο Μπερτάνο «είναι σοφός άνθρωπος και δεν πρόκειται να δεχθεί τον ελιγμό». Πολύ καλά λοιπόν, συνέχισε ο Φαρνέζε, «ας επιλέξουμε μάλλον τον αρχιμανδρίτη, άνθρωπο σεβαστό, αξιοπρεπή, αρχαιότερο όλων και άξιο για ένα τόσο υψηλό καθήκον όπως το παπικό αξίωμα». Οι δεκαπέντε καρδινάλιοι που ήσαν παρόντες έδωσαν την άμεση συγκατάθεσή τους. Ο Καράφα ήταν πια ο υποψήφιός τους. Ενώθηκαν μαζί τους αργά κάποιοι άλλοι. Ο Φαρνέζε έστειλε τον Ναπολιτάνο καρδινάλιο Τζιανμικέλε Σαρακένι στον Καράφα, για να πάρει την έγκριση τού γέρου. Αυτός έθεσε τον εαυτό του στα χέρια τους, με την προϋπόθεση ότι όλα θα γίνονταν έντιμα «χωρίς φήμες και θορύβους» (sine rumore et strepitu). Ο ίδιος ο Φερράρα πήγε μαζί με τον Ρανούτσιο Φαρνέζε στο κελί τού Καράφα, για να τον οδηγήσει στην Παολίνα.

Η τόλμη με την οποία ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε αντιμετώπισε την κρίση στο κογκλάβιο έκανε τούς καρδινάλιους να καταλάβουν για μια ακόμη φορά την αβεβαιότητα των πραγμάτων και τις ιδιοτροπίες τής τύχης. Δεν αποτελούσε πια γεγονός «ότι τώρα έχουμε τον Πουτέο ως πάπα». Οι ξαφνιασμένοι φιλο-αυτοκρατορικοί αποσύρθηκαν στο κελί τού Μπερτάνο, από το οποίο έστειλαν επιστολή στον Καράφα να μην ατιμάσει τη δίκαιη φήμη τού παρελθόντος του, εμφανιζόμενος να επιδιώκει το αξίωμα τού πάπα «σχεδόν με το ζόρι» (vi paene). Έπρεπε να φύγει από την Παολίνα. Η διαμαρτυρία τους δεν είχε αποτέλεσμα. Ενώ αργοπορούσαν μέσα σε συγχυσμένη αναταραχή, ο Καράφα παρέμενε στην Παολίνα. «Στο μεταξύ», λέει ο Πανβίνιο, «ο [Αλεσσάντρο] Φαρνέζε, ο οποίος τα είχε ξεκινήσει όλα αυτά, δεν κοιμόταν, αλλά ξεκινούσε να μαζέψει μια σοδειά καρδιναλίων…» (ad cardinales carpendos). Μάζεψε τελικά εικοσιοκτώ ψήφους για τον Καράφα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των Μορόνε και Τρούκσες. Ο Πανβίνιο παρέχει τα ονόματα των καρδιναλίων που συγκεντρώνονταν τώρα στην Παολίνα. Υπήρχαν (λέει) εικοσιεννέα, περιλαμβανομένου τού Καράφα. Ο Φαρνέζε χρειαζόταν μόνο δύο ακόμη ψήφους. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί αντίπαλοί του είχαν συγκεντρωθεί στη Σάλα ντελ Κοντσιστόρο Σεγκρέτο. Ο Πανβίνιο λέει ότι υπήρχαν δεκαεπτά από αυτούς, πράγμα που θα ανέβαζε το κογκλάβιο σε σαρανταέξι (αλλά τοποθετεί τον Τζιρολάμο Σιμοντσέλλι και στις δύο πλευρές!). Κατονομάζει όλους τούς φιλο-αυτοκρατορικούς. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι Πουτέο, Μαντρούτσο, Πατσέκο, Ρίτσι, Μπερτάνο, Γκονζάγκα, και Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα. «Και όλα αυτά συνέβησαν την εντέκατη μέρα πριν από τις καλένδες Ιουνίου», δηλαδή στις 22 Μαΐου,8 τουλάχιστον σύμφωνα με τον Πανβίνιο, που λέει ότι μια νύχτα χωρίς ύπνο βρισκόταν μπροστά.

Και οι δύο πλευρές συνέχιζαν ώρα με την ώρα, η γαλλική πλευρά να ονομάζει πάπα τον Καράφα, οι φιλο-αυτοκρατορικοί να τον αποκλείουν. Ο Πουτέο δεν βγήκε όλη τη νύχτα από τη Σάλα ντελ Κοντσιστόρο Σεγκρέτο, ούτε ο Καράφα από την Παολίνα. Οι οπαδοί τους έμεναν μαζί τους. Τώρα που φαινόταν να φτάνει στο τέλος της η ευκαιρία εκλογής τού Πουτέο, οι ελπίδες τού Φερράρα αυξάνονταν και πάλι. Έστειλε τον Τζούλιο ντέλλα Ρόβερε στους φιλο-αυτοκρατορικούς, προτρέποντάς τους να επιμείνουν εναντίον τού Καράφα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη προτροπή. Όταν ο Μαντρούτσο συνάντησε τούς Τζάκοπο Σαβέλλι και Ρανούτσιο Φαρνέζε, τούς εκλιπάρησε με δάκρυα στα μάτια να μη δώσουν τη συγκατάθεσή τους για τον Καράφα, «ένα γέρο μανιώδους κακίας, εχθρό τού ανθρώπινου γένους, έναν υποκριτή, ο οποίος είχε κάποτε τολμήσει [να προσπαθήσει] να πείσει τον Παύλο Γ’ να καλέσει τον τουρκικό στόλο και να αποσπάσει το βασίλειο τής Νάπολης από τον αυτοκράτορα». Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έστειλαν τούς Αλβίζε Κορνέρ και Τζιοβάννι Ρίτσι στον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, για να τον εκλιπαρήσουν να εγκαταλείψει τον Καράφα και να δεχτεί τις ψήφους τους για τον εαυτό του. Θα μπορούσε χωρίς αμφιβολία να εκλεγεί πάπας, τού είπαν, και απλά να θυμάται ότι ο Λέων Ι’ είχε περίπου την ηλικία του, όταν έγινε πάπας. Μη καταλήγοντας πουθενά, διαβεβαίωσαν τον Φαρνέζε ότι μπορούσαν να συγκεντρώσουν όλες τις απαραίτητες ψήφους για να εκλέξουν τον Πολ. Ο Φαρνέζε παρέμενε σταθερός.

Ήρθε η αυγή. Ήταν 23 Μαΐου, τής Αναλήψεως. Οι εικοσιοκτώ υποστηρικτές τού Καράφα έστειλαν τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε και τον Μορόνε στους δεκαεπτά προετοιμασμένους φιλο-αυτοκρατορικούς στην Αίθουσα τού Μυστικού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου (Sala del Concistoro Segreto), για να τούς ζητήσουν «να μην εμποδίζουν με το πείσμα τους την εκλογή τού γέρου, από τη στιγμή που είχαν τρεις ψήφους λιγότερες». Οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν κλειδωθεί στην αίθουσα. Οι Φαρνέζε και Μορόνε χτυπούσαν την πόρτα, στην αρχή χωρίς αποτέλεσμα, αλλά η πόρτα άνοιξε όταν ο Φαρνέζε φώναξε, ότι η συμπεριφορά των φιλο-αυτοκρατορικών βρισκόταν πέρα από τα κανονικά όρια. Η πλειοψηφία μπορούσε να προχωρήσει μόνο με την εκλογή τού Καράφα. Ο Μορόνε προσπάθησε να πείσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς να υποταγούν. Ο Φαρνέζε μιλούσε με μεγάλο σεβασμό για τον Πουτέο. Ο τελευταίος ήταν πολύ νεότερος τού Καράφα. Ο Θεός θα μπορούσε να φροντίσει για την εκλογή του κάποια άλλη στιγμή. Οι Φούλβιο ντέλλα Κόρνια και Τζιανμπαττίστα Τσιτσάντα τού φώναζαν αποδοκιμάζοντας αυτές τις διαδικασίες. Ο Φαρνέζε τούς απάντησε με περιφρόνηση και στράφηκε προς τον εξάδελφό του, τον Σφόρτσα, επιπλήττοντας αυτόν και τον Μαντρούτσο για την ύπουλη προσπάθειά τους να κάνουν πάπα τον Πουτέο. Δεν έπρεπε να ήσαν ειλικρινείς, όταν μιλούσαν μαζί του στο ιερό τής Σιξτίνα.

Έχοντας αποτύχει να πείσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς να αποδεχθούν τα λόγια (dictum) τής πλειοψηφίας, οι Φαρνέζε και Μορόνε επέστρεψαν στην Παολίνα για να τα αναφέρουν στους φίλους τους. Φαινόταν καλύτερο να δουλέψουν μεμονωμένα. Ο Φαρνέζε ανέλαβε να κερδίσει τον Τζιοβάννι Πότζιο. Ο Φερράρα, έχοντας εγκαταλείψει και πάλι την παπική φιλοδοξία του, τον Πιέτρο Μπερτάνο. Και ο Φραντσέσκο Πιζάνι τον ανηψιό του, τον Αλβίζε Κορνέρ. Οι Μπερτάνο και Κορνέρ έκαναν πίσω για να λυθεί το αδιέξοδο. Ο Φαρνέζε δυσκολεύτηκε με τον Πότζιο, αλλά τελικά τα κατάφερε. Η γαλλική παράταξη είχε πια τα απαιτούμενα δύο τρίτα, «αλλά ο Φαρνέζε τούς ήθελε όλους πρόθυμους» (sed Farnesius omnes adesse desiderabat). Ο Φαρνέζε ήθελε κάθε μέλος τού κογκλάβιου να αποδεχθεί την ανύψωση τού Καράφα. Μίλησε γι’ αυτό στον Ρίτσι, επισημαίνοντας ότι ο Καράφα ήταν τόσο καλός, όσο χρειαζόταν για να εκλεγεί. Άραγε γιατί έπρεπε τώρα οι φιλο-αυτοκρατορικοί να κρατηθούν έξω; Θα ήταν καλύτερο να έχουν τον πάπα ως φίλο παρά ως εχθρό. Ο Φαρνέζε πήρε τον Ρίτσι στην Παολίνα και ζήτησε από τον Καράφα να συγχωρήσει τον Σφόρτσα και τούς υπόλοιπους αντιπάλους του, «πράγμα που υποσχέθηκε αμέσως να κάνει». Ο Φαρνέζε στη συνέχεια επέστρεψε στους φιλο-αυτοκρατορικούς. Ζήτησε να υπάρξει τέλος στην αντίστασή τους. Οι τριανταένας υποστηρικτές τού Καράφα είχαν κάθε δικαίωμα να τον ανακηρύξουν πάπα. Τούς κάλεσε όλους, όχι μερικούς, να έρθουν τώρα στην Παολίνα, αλλιώς θα έσπερναν τούς σπόρους τής διχόνοιας μεταξύ αυτών και τού πάπα. Ο Σφόρτσα ζήτησε μια ώρα για να εξετάσει το θέμα. Ο Φαρνέζε αρνήθηκε, «υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος στην καθυστέρηση».

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έκαναν πίσω. Λίγο μετά το μεσημέρι (στις 23 Μαΐου) οι σαρανταπέντε καρδινάλιοι ήρθαν όλοι μαζί στην Παολίνα και υπέβαλαν τα σέβη τους στον Τζιοβάννι Πιέτρο Καράφα ως πάπα. Τού έδωσαν το τριπλό φιλί, στα πόδια, στο χέρι και στο στόμα. Ο Καράφα είχε φορέσει αρχιερατικά άμφια. Τον οδήγησαν πάνω στον φορητό θρόνο (sedia gestatoria) στη Βασιλική τού Βατικανού. Ενθρονίστηκε μπροστά στον βωμό τού Αγίου Πέτρου, γελώντας και κλαίγοντας από χαρά. Στη μνήμη τού Παύλου Γ’, ο οποίος τον είχε κάνει καρδινάλιο (το 1536) και από ευγνωμοσύνη προς τον Αλεσσάντρο Φαρνέζε, ο οποίος τον είχε μόλις κάνει πάπα, ο Καράφα πήρε το όνομα Παύλος Δ’.9 Στη συνέχεια οι φορείς (sediari) τού φορητού θρόνου τον μετέφεραν πίσω στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου παραχώρησε δημόσια ακρόαση. Την επόμενη Κυριακή 26 Μαΐου έγινε η στέψη του (Romani pontificis insignia).10 Παρά την τυπική ψηφοφορία που είχε ακολουθήσει την «εκλογή» τού Παύλου, γεγονός ήταν ότι ένας ακόμη πάπας είχε επιλεγεί «δια λατρείας».11 Και παρεμπιπτόντως είχε πια αρχίσει άλλη μια ταραγμένη εποχή.

Η Σινιορία τής Βενετίας, όπως η κυβέρνηση κάθε Καθολικού κράτους στην Ευρώπη, περίμενε το αποτέλεσμα τού κογκλάβιου με μεγαλύτερο από προσωρινό ενδιαφέρον. Μόλις έγινε γνωστή η εκλογή τού Παύλου Δ’, ο Ενετός πρεσβευτής στη Ρώμη Ντομένικο Μοροζίνι έγραψε στον δόγη Φραντσέσκο Βενιέρ (1554-1556) και τη Γερουσία στις 23 Μαΐου, για να τούς δώσει την είδηση. Δύο μέρες αργότερα, τα μεσάνυχτα στις 25 τού μηνός, η επιστολή έφτασε στη λιμνοθάλασσα. Η Γερουσία τού απάντησε στις 27 Μαΐου,12 όταν έστελναν πια και τα συγχαρητήριά τους στον Παύλο για την άνοδό του στον παπικό θρόνο, «του υπέροχου σεβασμιότατου πατέρα, με τη συναίνεση όλων και με την επιδοκιμασία τού Ρωμαϊκού λαού» (miro reverendissimorum patrum consensu totiusque Romani populi applausu),13 πράγμα που δεν ίσχυε καθόλου, αλλά η ευγένεια τής εποχής καθώς και προφανείς πολιτικοί λόγοι απαιτούσαν κάποια τέτοια δήλωση. Η Γερουσία στη συνέχεια ξεκίνησε για την επιλογή των τεσσάρων ευγενών, που θα πήγαιναν στη Ρώμη σε πρεσβεία υπακοής. Τον Μοροζίνι θα αντικαθιστούσε τώρα ο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο ως πρεσβευτής στην παπική κούρτη και έτσι μετρώντας τούς δύο πρέσβεις και τούς άλλους τέσσερις ευγενείς, η Βενετία θα είχε έξι αντιπροσώπους στην κούρτη για να υποβάλουν υπακοή στον νέο πάπα.14 Ως συνήθως όμως έδιναν στα πράγματα χρόνο για να τακτοποιηθούν και ήταν Σεπτέμβριος όταν επιλέχτηκαν οι τέσσερις απεσταλμένοι και πήρε ο Ναβαγκέρο το έγγραφο τής αποστολής του. Η πρεσβεία έτυχε καλής υποδοχής στη Ρώμη.15

Κατά τη στιγμή τής εκλογής τού Παύλου Δ’, τον Μάιο τού 1555, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν βρισκόταν στην Αμάσεια, στα βορειοανατολικά τής Μικράς Ασίας. Όμως η απουσία τού Σουλεϊμάν δεν ανακούφιζε ούτε την Ενετική Γερουσία, ούτε την παπική κούρτη από τον φόβο τουρκικής επίθεσης, γιατί σχεδόν τόσο τακτικά, όσο η εναλλαγή των εποχών, ο ναύσταθμος στην Ισταμπούλ φαινόταν να ετοιμάζει στόλο για ανάληψη δράσης στα ιταλικά ύδατα. Επιστολές από τον βαΐλο στην Ισταμπούλ είχαν προειδοποιήσει τη Σινιορία, ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν αρμάδα εξήντα ή περισσότερων γαλερών. Όταν η αρμάδα ξεκίνησε υπό την ανώτατη διοίκηση νεοδιορισμένου ναυάρχου, ο Ντραγκούτ μπέης αναμενόταν να είναι ένα από τούς τέσσερις σαντζακμπέηδες που θα υπηρετούσαν τον ναύαρχο και θα μοιράζονταν την υπευθυνότητα για την επικείμενη τουρκική εκστρατεία.16 Υπήρχαν αναστεναγμοί ανακούφισης στη Γερουσία, όταν έγινε γνωστό ότι για μια ακόμη φορά ο βαΐλος είχε εξασφαλίσει από την Υψηλή Πύλη διαβεβαίωση για την «καλή μεταχείριση» (bοn trattamento) των πλοίων και υπηκόων των Ενετών,17 πράγμα που αποδείχτηκε ότι ίσχυε αργότερα, όταν η τουρκική αρμάδα πέρασε δίπλα από την Κέρκυρα και έκανε απόβαση στην Καλαβρία στα τέλη Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου, οπότε ήρθαν και πέντε γαλλικές γαλέρες μέσω Μάλτας, για να συναντήσουν τούς Τούρκους.18 Και τώρα η Γερουσία αναλάμβανε να διαθέσει στον Ρουστέμ πασά το ύφασμα «για τα έξι ενδύματα που έχει ζητήσει η εξοχότητά του» (per le sei veste rechieste da soa signoria) (είχε στείλει δείγμα τού υφάσματος που ήθελε), καθώς και ένα «κρυστάλλινο ρολόι» (horologio de cristal) (αν όντως μπορούσε κανείς να βρει κρυστάλλινο ρολόι).19

Στη Ρώμη μάθαιναν συχνά νέα για τούς Τούρκους από τη Βενετία. Οι αξιωματούχοι τής κούρτης ήσαν συνήθως καλά πληροφορημένοι. Ένας γραμματέας στο Βατικανό είχε μόλις συνοψίσει ή αντιγράψει αναφορά από την Ισταμπούλ με ημερομηνία 23 Μαρτίου (1555), τη μέρα ακριβώς τού θανάτου τού Ιούλιου Γ’, σχετικά με την πρόοδο που σημείωναν οι τουρκικές γαλέρες στον ναύσταθμο τής Ισταμπούλ. Εξοπλίζονταν εξήντα ή εβδομήντα γαλέρες. Θα έφευγαν από τον Βόσπορο όταν θα έφταναν οι κωπηλάτες (galeotti) από την Ανατολία. Η τουρκική αρμάδα θα ερχόταν προς τα δυτικά υπό τη διοίκηση τού Οθωμανού ναυάρχου ή τού Ντραγκούτ «ή και των δύο». Τα νέα από την Αμάσεια ήσαν ότι ο Σουλεϊμάν είχε πάει για κυνήγι με δύο πασάδες σε ταξίδι εννέα ημερών προς την Άγκυρα, όπου θα περνούσε τον μήνα. Ο Μεχμέτ, ο τρίτος πασάς, είχε αφεθεί υπεύθυνος τού στρατοπέδου στην Αμάσεια, όπου ο πρέσβης τού σάχη Ταμάσπ, τού «σούφι», δεν είχε φτάσει ακόμη, πράγμα που οδηγούσε σε προβληματισμό κατά πόσον θα ερχόταν πραγματικά. (Όντως ήρθε, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Τον υποδέχθηκαν καλά και συνήφθη τουρκο-περσική ειρήνη.) Τρεις απεσταλμένοι τού Φερδινάνδου, τού βασιλιά των Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν φτάσει στην Ισταμπούλ στις 10 Μαρτίου, είχαν φύγει με συνοδό «για να πάνε στην Πύλη» (per andare alla Porta), δηλαδή να πάνε στο στρατόπεδο τού σουλτάνου στην Αμάσεια,20 όπου στις 10 Μαΐου o Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ ήταν (όπως ξέρουμε) μάρτυρας τής άφιξης και τής μεγάλης υποδοχής τού Πέρση πρεσβευτή.

Κατά τον χρόνο περίπου τής εκλογής τού Παύλου Δ’ ένας παπικός γραμματέας αντέγραφε άλλες ανακοινώσεις (avvisi) από την Ισταμπούλ, με ημερομηνία 8 Απριλίου (1555), σχετικές με την τουρκική αρμάδα, με την διοίκηση τού Ντραγκούτ, με την πανούκλα στην Ισταμπούλ, με την αποστολή τού σούφι στην Αμάσεια, με την υποτιθέμενη θλίψη τού σουλτάνου Σουλεϊμάν για τον θάνατο τού γιου του Μουσταφά, με την αποτυχία τής (τρίτης) εξέγερσης τού ψευδο-Μουσταφά κατά τού Σουλεϊμάν και με τη σύλληψη των επικεφαλής οπαδών του, η τύχη των οποίων περίμενε τις εντολές τού σουλτάνου.21

Η τουρκική ναυτική εκστρατεία τού 1555 έχει αφήσει όχι μικρή εντύπωση στις πηγές τής εποχής. Στις 2 Αυγούστου ο δόγης και η Γερουσία έστειλαν στον βαΐλο στην Ισταμπούλ νέα για την αρμάδα τού σουλτάνου, η οποία είχε περάσει από το στενό τής Μεσσίνα, είχε περάσει την Πούντα ντελ Φάρο (στο βορειοανατολικό άκρο τής Σικελίας), είχε αναπλεύσει την Τυρρηνική ακτή προς την Τσιβιταβέκκια και είχε πάει στο Πόρτο Σαν Στέφανο, στους βόρειους πρόποδες τού Μόντε Αρτζεντάριο, «στους παραθαλάσσιους βάλτους τής Σιένα» (in la marema di Siena). Από εκεί είχε συνεχίσει προς Πιομπίνο και μερικές από τις γαλιότες πήγαν σε κωμόπολη που ονομαζόταν Ποπουλόνια [ακριβώς βόρεια τού Πιομπίνο] στους προαναφερθέντες παραθαλάσσιους βάλτους (maremma), η οποία φρουρούνταν από άνδρες τής περιοχής και την κατέλαβαν. Στο Πιομπίνο η αρμάδα αποβίβασε μερικούς μουσουλμάνους, οι οποίοι αψιμαχούσαν με το γερμανικό πεζικό [που στάθμευε] στην περιοχή και στη συνέχεια οι μουσουλμάνοι γύρισαν στις γαλέρες τους. Σήκωσαν άγκυρες και προχώρησαν στη νήσο Έλβα, στο Πόρτο Λονγκόνε [που σήμερα ονομάζεται Πόρτο Ατζούρο], για να περιμένουν τις γαλέρες τού χριστιανικότατου βασιλιά [Ερρίκου Β’], οι οποίες, σύμφωνα με τις αναφορές από τη Ρώμη, έρχονταν από τη Μασσαλία, εικοσιτρείς στον αριθμό. Στις 25 τού προηγούμενου μήνα [25 Ιουλίου] είχαν ενωθεί με την αρμάδα τού γαληνότατου άρχοντα [του σουλτάνου] στην Έλβα. Λεγόταν ότι έντεκα ακόμη γαλέρες τής χριστιανικότατης μεγαλειότητάς του είχαν παραμείνει στη Μασσαλία με τον άρχοντα [Πωλ] ντε Τερμ, για να παραλάβουν φορτίο γαλέτας [panatica]. Αναμένονταν να έρθουν το συντομότερο δυνατό, για να συναντηθούν με την αρμάδα. Λεγόταν επίσης, ότι δύναμη πεζικού δύο έως τριών χιλιάδων ανδρών βρισκόταν πάνω στις γαλλικές γαλέρες και σε άλλα πλοία και ότι ο στόλος θα επιχειρούσε στο Πορτοφεράτζιο, δηλαδή στο Πορτοφερράιο, που βρίσκεται στη νήσο Έλβα.

Μεγάλη δύναμη πεζικού συγκεντρωνόταν επίσης, στο όνομα τού χριστιανικότατου βασιλιά, στην περιοχή τής Σιένα, για να βοηθήσει στην επιχείρηση. Οι πέντε γαλλικές γαλέρες που πήγαν να συναντήσουν τον στόλο, όπως γράψαμε στην τελευταία επιστολή μας [τής 11ης Ιουλίου], έπρεπε να πάνε πολύ ανοιχτά στη θάλασσα, λόγω των γαλερών τού αυτοκράτορα, και έτσι απέτυχαν να ενωθούν με την αρμάδα. Οι γαλλικές γαλέρες έπιασαν στην Κέρκυρα, όπου οι πολιτικοί μας διοικητές (rettori) τις καλωσόρισαν και φρόντισαν για τις ανάγκες τους. Έπρεπε να φύγουν από την Κέρκυρα, για να αναζητήσουν την αρμάδα. Αναφορές τής 17ης Ιουλίου από τη Γένουα δείχνουν ότι τριάντα γαλέρες τού αυτοκράτορα βρίσκονταν στη Γένουα, ότι ο πρίγκηπας [Αντρέα] Ντόρια βρισκόταν στη Νάπολη με άλλες τριαντατρείς γαλέρες, και ότι είχαν διαθέσει πεζικό για την προστασία τής Σαβόνα και τής Αρμπένγκα [δηλαδή τής Αλμπένγκα] επί τής γενουάτικης ακτής.22

Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν επέστρεψε στην Ισταμπούλ την 1η Αυγούστου (1555), ύστερα από απουσία δύο ετών στην περσική εκστρατεία και αναμφίβολα ενδιαφερόταν να μάθει πώς τα πήγαιναν οι γαλέρες του. Στις 30 Αυγούστου ο δόγης και η Γερουσία έγραφαν στον βαΐλο για τις περαιτέρω κινήσεις των Τούρκων στα ανοικτά των ιταλικών ακτών:

Έχουμε μάθει από τότε, ότι η αρμάδα αυτού τού γαληνότατου άρχοντα [Σουλεϊμάν] έχει φύγει από το νησί Έλβα. Θεώρησαν καλύτερο να μην προσπαθήσουν να καταλάβουν το Πορτοφεράτζιο [Πορτοφερράιο]. Η αρμάδα προχώρησε στην Κορσική και μαζί με τις γαλέρες τού χριστιανικότατου βασιλιά έχουν αποβιβάσει στρατεύματα και πυροβολικό. Έχουν επιτεθεί στο Κάλβι, φρούριο που διατηρείται και φρουρείται από τούς Γενουάτες, εναντίον τού οποίου έκαναν έντονη επίθεση. Βρίσκοντας την επιχείρηση δύσκολη και επισφαλή, σήκωσαν άγκυρες, έφυγαν από το Κάλβι, και πήγαν στο Μπαστιά, πόλη στο εν λόγω νησί τής Κορσικής. Αποβίβασαν άνδρες και πυροβολικό για να επιχειρήσουν εναντίον τής πόλης. Για τις γαλέρες τού αυτοκράτορα δεν ξέρουμε τίποτε, εκτός από το γεγονός ότι έχουν σταλεί δώδεκα γαλέρες από τη Νάπολη στο Πορτ’ Έρκολε [νοτιοανατολικά τού Μόντε Αρτζεντάριο], για να φροντίσουν για τις ανάγκες και την υπεράσπιση εκείνου τού τόπου. Έχουν γραφτεί επιστολές προς εμάς από τη Γένουα, ότι οι γαλέρες που υπήρχαν εκεί έχουν πάει στη Νάπολη….23

Στη συνέχεια, ως συνήθως, ο δόγης και η Γερουσία έστελναν στον βαΐλο τα νέα από τις Βρυξέλλες για τις στρατιωτικές κινήσεις των Αψβούργων-Βαλώνων στη Φλάνδρα, στην Πικαρδία, στο Πεδεμόντιο και αλλού. Στις 18 Σεπτεμβρίου (1555) η Γερουσία ανέφερε ότι οι τουρκικές και γαλλικές γαλέρες είχαν βρει την προσπάθεια κατάληψης τού Μπαστιά επίσης πάρα πολύ δύσκολη και εγκατέλειψαν τον κανονιοβολισμό τής πόλης την 23η Αυγούστου,24 μετά την οποία τελείωνε η ναυτική εκστρατεία τού 1555. Την 1η Οκτωβρίου ο επιστάτης (prοvveditore) τού ενετικού στόλου έγραφε στη Γερουσία για την αναχώρηση των Τούρκων προς τα ανατολικά, «η τουρκική αρμάδα πέρασε προς την Ανατολική Μεσόγειο» (l’ armata turchesca esser passata verso il levante) 25 αποπλέοντας απευθείας από την Κορσική.26 Παρ’ όλα αυτά, μετά την αποχώρηση των Τούρκων, «πολλές φούστες έχουν παραμείνει στα κερκυραϊκά ύδατα, όπου έχουν κάνει αρκετές ζημιές» και έτσι ο βαΐλος έπρεπε να καταθέσει τις συνήθεις διαμαρτυρίες στους πασάδες, για να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα εναντίον εκείνων που παρείχαν υποδοχή σε κουρσάρους.27

Στα χρόνια που βρίσκονταν ακριβώς μπροστά ο πάπας Παύλος Δ’ θα ανησυχούσε περισσότερο για αιρέσεις παρά για σταυροφορίες, περισσότερο για Λουθηρανούς παρά για Τούρκους. Σύμφωνα με τον Πανβίνιο, οι πρόγονοι τού Παύλου λεγόταν ότι ήσαν γερμανικής καταγωγής. Μπαίνοντας στην Ιταλία, είχαν εγκατασταθεί πρώτα στην Πίζα και αργότερα στη Νάπολη, όπου είχαν εγκαθιδρυθεί μεταξύ των πρώτων οικογενειών ευγενών. Ο πατέρας τού Παύλου, ο Τζιαν Αντόνιο Καράφα, είχε πάρει την κομητεία τού Μοντόριο ως μέρος τής προίκας τής γυναίκας του, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός τού Παύλου, ο Τζιαν Αλφόνσο, είχε γίνει με τη σειρά του κόμης τού Μοντόριο. Ο Τζιαν Αλφόνσο είχε πεθάνει λίγο πριν από την άνοδο τού Παύλου στον παπικό θρόνο, αφήνοντας τρεις γιους, τον Τζιοβάννι, τον Αντόνιο και τον Κάρλο. Ο Τζιοβάννι είχε διαδεχθεί τον πατέρα του ως κόμης τού Μοντόριο. Ο Αντόνιο έγινε μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο. Και στις 7 Ιουνίου (1555) ο Παύλος έκανε τον ανηψιό τού Κάρλο καρδινάλιο-διάκονο των Αγίων Βίτο και Μοντέστο.28 Ήταν λάθος. Όπως λέει ο Μασσαρέλλι, ο Κάρλο Καράφα είχε διατελέσει Ναΐτης, στρατιώτης όλη του τη ζωή (miles Hierosolymitanus toto vitae suae tempore in seculari militia). Πιο πρόσφατα είχε αγωνιστεί στο πλευρό των Γάλλων στον πόλεμο τής Σιένα, έχοντας εγκαταλείψει πιθανή σταδιοδρομία υπό τον Κάρολο Ε’,29 ο οποίος δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον για την πρόοδο ενός Καράφα.30

Ο γέρος Τζιαν Πιέτρο, τώρα Παύλος Δ’, και ο Κάρολος Ε’ είχαν υπάρξει εχθροί για χρόνια. Όταν η είδηση της εκλογής τού Παύλου είχε φτάσει στον Κάρολο στις Βρυξέλλες (το βράδυ τής 31ης Μαΐου), όπως έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία ο Φεντερίκο Μπαντοέρ, ο Ενετός πρεσβευτής στην αυτοκρατορική αυλή,

δεν έχει αποδειχθεί ευχάριστη, τόσο επειδή όλοι σχεδόν οι συγγενείς τού πάπα θεωρούνται δυσμενώς διακείμενοι προς τον αυτοκράτορα, λόγω των υποθέσεων τού βασιλείου τής Νάπολης, καθώς επίσης και επειδή η μεγαλειότητά του είχε αντιταχθεί πολύ σε αυτόν, σε σχέση με την αρχιεπισκοπή εκείνης τής πόλης.31

Ο Τζιαν Πιέτρο είχε αναγορευτεί αρχιεπίσκοπος τής Νάπολης πριν έξι χρόνια (στις 22 Φεβρουαρίου 1549), αλλά είχε αποκλειστεί από την έδρα του από την εχθρότητα τού αυτοκρατορικού αντιβασιλέα Δον Πέδρο ντε Τολέδο μέχρι τον Σεπτέμβριο τού 1551. Ο νέος πάπας ήταν εδώ και καιρό γαλλόφιλος και όχι χωρίς λόγο.32 Ο Παύλος Δ’ είχε δύο μεγάλες φιλοδοξίες: την υπεράσπιση και διεύρυνση τής Καθολικής ορθοδοξίας και τη μείωση τής δύναμης και τού κύρους των Αψβούργων. Ο Ενετός πρεσβευτής Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, ο οποίος τον γνώριζε καλά, μιλάει για το κύριο μέλημα τού Παύλου για τις υποθέσεις τής Ιεράς Εξέτασης: εκκλησιαστικά συμβούλια πραγματοποιούνταν συνήθως τρεις ημέρες την εβδομάδα, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Δύο μέρες ήσαν αφιερωμένες στην Υπογραφή (Segnatura), Τρίτες και Σάββατα. Ο Παύλος απουσίαζε συχνά από αυτές τις συναντήσεις (ne lascia molti). Η Ιερά Εξέταση συνεδρίαζε την Πέμπτη και τίποτε δεν μπορούσε να αποτρέψει την παρουσία του (non lascia per alcuno accidente che possa occorrere).33

Κάθε απόκλιση προς αίρεση, κάθε κατηγορία για σιμωνία, κάθε αποδεικτικό στοιχείο ανηθικότητας κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Παύλου έφερνε φτωχούς φουκαράδες ενώπιον τού φοβερού δικαστηρίου τού Ιερού Γραφείου. Αν κάποιος κρινόταν ένοχος για αίρεση, και ειδικότερα για υποτροπή σε αίρεση, ήταν πιθανό να καταδικαστεί σε θάνατο στην πυρά ή σε ισόβια στις γαλέρες. Σκληρά μέτρα λαμβάνονταν εναντίον των Εβραίων, ίσως ως τιμωρία για τη σταύρωση, καθώς και για τον σκοπό τής διατήρησης τής καθαρότητας τής Καθολικής πίστης, ενώ από το 1555 ήσαν περιορισμένοι στη Ρώμη στο περιτειχισμένο γκέττο που αναπτυσσόταν κατά μήκος τού Τίβερη, από το Θέατρο τού Μαρκέλλου μέχρι τη Στοά τής Οκταβίας και το ύψωμα στο οποίο βρίσκεται η εκκλησία των Τσέντσι. Οι πρώτοι «Κατάλογοι Απαγορευμένων Βιβλίων» (Indices librorum prohibitorum) θα ετοιμάζονταν υπό την αιγίδα τής Ιεράς Εξέτασης και η σαρωτική έκταση τής καταδίκης τους ανησυχούσε τούς βιβλιοπώλες, που φοβούνταν την ευρεία καταστροφή των υφισταμένων αποθεμάτων τους σε βιβλία. Όπως έγραφε ο Ναβαγκέρο στον δόγη και τη Γερουσία από τη Ρώμη (στις 7 Σεπτεμβρίου 1557),

σε αυτές τις τελευταίες συνάξεις τής Ιεράς Εξέτασης ορισμένοι μοναχοί, που συμμετέχουν εκεί ως σύμβουλοι (consultori), πρότειναν στον πάπα πολύ μακρύ κατάλογο βιβλίων, που λένε ότι είναι αιρετικά και πρέπει να καούν. Η Αγιότητά του έδωσε αντίστοιχες εντολές, αλλά σιγά-σιγά, ώστε να μην κάνει μονομιάς τόσο μεγάλη ζημιά στους βιβλιοπώλες. Εκείνα που έπρεπε να καούν τώρα ήσαν όλα τα έργα τού Έρασμου, τού Βοκκάκιου, τού Μακιαβέλλι, τα Χρονικά τού Κόριο, τα Φιλοπαίγμονα (Facetiae) τού Πότζιο, καθώς και εκείνα τού ενοριακού ιερέα (piovano) Αρλόττο. Συνιστάται στους βιβλιοπώλες να υποβάλουν αίτηση για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, με απαίτηση για παραπομπή τού θέματος σε δύο καρδινάλιους, αλλά έχουν λίγες ελπίδες, αφού ο υπαινιγμός να παρουσιάσουν τα εν λόγω βιβλία έχει ήδη γίνει προς αυτούς.34

Τώρα πια η Ιερά Εξέταση τού Παύλου προχωρούσε σε πλήρη ισχύ, ενώ πριν από περίπου δύο μήνες (στις 16 Ιουλίου 1557) ο πάπας είχε εκθειάσει τα προτερήματά της στον Ναβαγκέρο:

… Έχουμε τη γνώμη ότι κανένα δικαστήριο δεν ενεργεί με μεγαλύτερη ειλικρίνεια, ούτε με μεγαλύτερη φροντίδα για την τιμή τού Θεού, από αυτό τής Ιεράς Εξέτασης. Έχουμε προτείνει στον εαυτό μας να αναθέσουμε σε αυτό ό,τι εξαρτάται από τα άρθρα τής πίστης ή μπορεί να γίνει για να τα πλησιάσει. Η βλάσφημη ορκωμοσία, την οποία τούς αναθέσαμε από τώρα, αποτελεί είδος απιστίας, καθώς αποδίδει στον Θεό αυτό που δεν είναι δικό Του, στερώντας από Αυτόν αυτό που Εκείνος έχει. τούς αναθέτουμε το ειδεχθές έγκλημα εναντίον τής φύσης λόγω τής τερατωδίας του [δηλαδή τον σοδομισμό]. Και χθες τούς αναθέσαμε επιπλέον και τη σιμωνιακή αίρεση, απαγορεύοντας σε όλα τα άλλα δικαστήρια… να παρεμβαίνουν σε τέτοια ζητήματα στο μέλλον….

Θα καταργήσουμε έτσι την πώληση των μυστηρίων, τη χειροτονία μειρακίων για χρήματα, καθώς κάθε πλάσμα θα μπορεί να χειροτονηθεί, την πώληση επιδομάτων εφημέριων και όλες τις άλλες παράνομες συμβάσεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει κάθε πιθανή αναστάτωση και σκάνδαλο….35

Ο Παύλος Δ’ έδωσε άφθονες αποδείξεις τής ειλικρίνειάς του κατά τη διάρκεια των πέντε περίπου ετών τής παπικής του θητείας. Όμως ο αυστηρός Αυγουστινιανός Τζιρολάμο Σεριπάντο, που έγινε καρδινάλιος και λεγάτος στη Σύνοδο τού Τρεντ το 1561, διατηρούσε διαφορετική άποψη για την Ιερά Εξέταση τού Παύλου Δ’, καθώς θυμόταν την απόδοσή της ύστερα από μερικά χρόνια:

[Ο Παύλος Γ’], προκειμένου, σε κάποιο βαθμό να προφυλαχθεί από τις νέες και επιβλαβείς πεποιθήσεις που ξεφύτρωναν καθημερινά, σαν άγρια και ξυλώδη ζιζάνια σε απεριποίητο και εγκαταλειμμένο χωράφι, θέσπισε το δικαστήριο τής Ιεράς Εξέτασης στη Ρώμη [με τη βούλλα «Παρά το γεγονός ότι από την αρχή» (Licet ab initio) στις 21 Ιουλίου 1542], κατ’ εντολή και υποκίνηση τού Τζιαν Πιέτρο Καράφα, τού καρδινάλιου τού Κιέτι. Ανέθεσε την ευθύνη του στον ίδιο τον Τζιαν Πιέτρο και σε έναν άλλο Τζιαν, τον τότε καρδινάλιο τού Μπούργκος (δηλαδή τον Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο). Στην αρχή το δικαστήριο ήταν συγκρατημένο και φιλεύσπλαχνο, όπως βέβαια ήταν πάντοτε η ιδιοσυγκρασία τού ίδιου τού Παύλου [Γ’]. Αλλά στη συνέχεια ο αριθμός των υπεύθυνων καρδιναλίων αυξήθηκε και καθημερινά η δικαιοδοσία των δικαστών ενισχυόταν όλο και περισσότερο και επανεπιβεβαιωνόταν, κυρίως λόγω τής αυστηρότητας τού Τζιαν Πιέτρο, η οποία ήταν απαλλαγμένη από κάθε αίσθηση ανθρωπιάς, [και αυτό το δικαστήριο] μεγάλωνε τόσο πεισματικά σε μέγεθος [in eam crevit magnitudinem], που πουθενά στον κόσμο οι αποφάσεις δεν θεωρούνταν πιο φρικτές και πιο φοβερές, αποφάσεις που έπρεπε να θεωρούνται δίκαιες και σωστές, αν βασίζονταν στη φιλάνθρωπη αγάπη, την οποία δίδαξε και εφάρμοσε ο Ιησούς Χριστός, τον οποίο ο Πατέρας Θεός έκανε κριτή όλης τής ανθρωπότητας.36

Στο πρώτο του εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου 1555, ο Παύλος είχε ανακοινώσει ότι κύριος σκοπός τής παπικής του θητείας θα ήταν «ο καθαρισμός και η μεταρρύθμιση των πρακτικών διαφθοράς στην εκκλησία» (in expurgandis et reformandis corruptis Ecclesiae moribus),37 ενώ υπήρχε προφανής συμφωνία στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι έπρεπε να επιτευχθεί ειρήνη στην Ευρώπη.38 Ο Παύλος ήταν σίγουρος για τον εαυτό του, καθώς και για την υπόθεση την οποία διακήρυσσε. Είχε εκλεγεί πάπας ενάντια στις επιθυμίες σχεδόν όλων στο κογκλάβιο και σε αντίθεση με τις δικές του προσδοκίες. Ποτέ δεν είχε κάνει χάρες. Ποτέ δεν είχε επιχειρήσει να ευχαριστήσει κανέναν. Λίγο πριν από τον θάνατό του θα έλεγε στον Αλβίζε Μοτσενίγκο, τον διάδοχο τού Ναβαγκέρο, Ενετό πρεσβευτή στην Αγία Έδρα, «Δεν ξέρω πώς κατέληξαν να εκλέξουν εμένα ως πάπα και πάντοτε πιστεύω ότι δεν είναι οι καρδινάλιοι αλλά ο Θεός εκείνος που κάνει τούς ποντίφηκες».39

Ενημερώνοντας τον Κάρολο Ε’ και τον Φερδινάνδο Α’ για την εκλογή του με σημειώματα στις 24 και 26 Μαΐου (1555), ο Παύλος τόνιζε, ως πρωταρχικούς στόχους του, την ανάγκη επίτευξης ειρήνης μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, καθώς και την ανάγκη προώθησης τής μεταρρύθμισης στην Εκκλησία.40 Καθώς πλησίαζε την ηλικία των ογδόντα ετών, καλά θα έκανε να συμμορφωνόταν με τη δήλωσή του για ειρήνη. Παρά το γεγονός ότι ο Ναβαγκέρο τον περιέγραφε ως «όλο νεύρα με λίγη σάρκα», και ως κάποιον που φαινόταν να μην αγγίζει στο έδαφος καθώς περπατούσε (cammina che non pare che tocchi terra), ο Μασσαρέλλι μάς πληροφορεί, ότι κατά τη συνεδρίαση τής Υπογραφής (Segnatura) στις 15 Ιουνίου (1555) ο Παύλος δυσκολευόταν να υπογράψει τις αιτήσεις με το δικό του χέρι «λόγω έσχατου γήρατος» (ob aetatem iam decrepitam), πράγμα που τον οδήγησε να αναθέσει την υπογραφή των αιτήσεων στον Ναπολιτάνο καρδινάλιο Τζιανμικέλε Σαρακένι.41

Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα τού Παύλου κινούσε την περιέργεια των Ενετών πρεσβευτών Ναβαγκέρο και Μοτσενίγκο. Σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο, στην αρχή τής παπικής του θητείας ο Παύλος ευχαριστιόταν να παραθέτει πολυτελή δείπνα. Εικοσιπέντε πιάτα σπανίως ήσαν αρκετά. Συνήθως έτρωγε δύο φορές τη μέρα, αλλά έπινε πολύ περισσότερο απ’ όσο έτρωγε (beve molto più di quello che mangia). Το αγαπημένο του ποτό ήταν το δυνατό και βαρύ μαύρο κρασί που ονομαζόταν «μαντζαγκουέρρα» (mangiaguerra), το οποίο έπαιρνε από τη Νάπολη. Ήταν τόσο παχύρρευστο, που σχεδόν μπορούσε κανείς να το κόψει. Ύστερα από γεύμα έπινε πάντα κρασί Μονεμβασίας (malmsey), που το νοικοκυριό του ονόμαζε «καθαρισμό των δοντιών του». Ήταν ελληνικό κρασί και ο Παύλος φαινόταν ότι ήταν λάτρης του. Και τού άρεσαν προφανώς τα γαλλικά κρασιά.42 Μερικές φορές περνούσαν τρεις ώρες από τη στιγμή που καθόταν για δείπνο μέχρι τη στιγμή που σηκωνόταν. Μιλούσε ελεύθερα, αποκαλύπτοντας συχνά μυστικά με σημασία. Όμως ύστερα από μια σοβαρή ασθένεια, συνήθως δειπνούσε μόνος, αν και μερικές φορές τον συνόδευαν καρδινάλιοι που επιθυμούσαν να το πράξουν. «Θεωρούνταν μεγάλη εύνοια», λέει ο Ναβαγκέρο, «ότι η Αγιότητά του μού είχε επιτρέψει να δειπνήσω μαζί του δύο φορές, γιατί κατά την εποχή μου [στη Ρώμη] δεν το είχε κάνει αυτό με κανέναν άλλο πρεσβευτή, παρά μόνο σε επίσημες δεξιώσεις».

Ο Παύλος δεν έδινε καμιά σημασία στις ώρες τής ημέρας ή τής νύχτας. Το δείπνο έπρεπε να σερβιριστεί, οποτεδήποτε επέλεγε να φάει. Ήταν δυνατό να διαβάζει ή να γράφει τη μισή νύχτα, να κοιμάται τη μισή μέρα και κανένας δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιό του, μέχρι να χτυπήσει ένα κουδούνι που είχε δίπλα στο κρεβάτι. Ήταν δύσκολο να προγραμματιστούν ακροάσεις και ο Παύλος παραχωρούσε πολύ λιγότερες από τούς προκατόχους του. Έχοντας πάντοτε επίγνωση τού εξυψωμένου αξιώματός του, ντυνόταν με αρχιερατική φροντίδα. Χρειαζόταν κανείς υπομονή, επιδεξιότητα, σύνεση και καλή κρίση για να τον αντιμετωπίσει. Ήταν καλό να μην τον πλησιάζει με την αποφασιστικότητα να πετύχει κάτι, αλλά αν κάποιος τον έπαιρνε με καλό χιούμορ, δυσκολευόταν να πει όχι, «επειδή μαλάκωνε και στη συνέχεια δύσκολα αρνιόταν [πράγματα]» (perchè, addolcito, poi difficilmente le [cose] niega).43

Η παπική θητεία τού Παύλου άρχισε με τις συνήθεις τελετές υπακοής. Ήδη στις 30 Μαΐου (1555) ο Έρκολε Β’ ντ’ Έστε, ο δούκας τής Φερράρας, είχε υποβάλει τη δική του «δημόσια υπακοή» (publica obedientia) στον πάπα, ο οποίος τού είχε επιφυλάξει πολύ τιμητική υποδοχή. Ο Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε έγινε νομάρχης τής Ρώμης σε τελετή που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από την τέλεση τής λειτουργίας στην Καπέλλα Σιξτίνα (στις 9 Ιουνίου), ενώ την επόμενη μέρα στη Σάλα Ρέτζια μια αγγλική πρεσβεία υπακοής [σταλμένη στον Ιούλιο Γ’ ή στον πάπα Μάρκελλο] σηματοδοτούσε την επιστροφή τής Αγγλίας στην Εκκλησία κάτω από την Μαρία Τυδώρ και τον σύζυγό της Φίλιππο [Β’]. Ο Οττάβιο Φαρνέζε έφτασε στη Ρώμη στις 11 Ιουνίου. Δύο μέρες αργότερα ένας απεσταλμένος τού Φερδινάνδου Α’, που τού άρεσε να αποφεύγει τη «βλακώδη μεγαλοπρέπεια», υπέβαλε την υπακοή τής μεγαλειότητάς του στον νέο πάπα σε κατ’ ιδίαν ακρόαση. Ο Οττάβιο Φαρνέζε υπέβαλε επίσης την «οφειλόμενη υπακοή» του (debita obedientia) ως υποτελής τής Εκκλησίας (στις 27 Ιουνίου). Κι έτσι συνεχιζόταν.44 Αν και η θητεία τού Παύλου ως πάπα ξεκινούσε όπως εκείνη οποιουδήποτε από τούς προκατόχους του, τα προβλήματά του ήσαν χειρότερα από εκείνα που είχαν αντιμετωπίσει οι περισσότεροι από αυτούς ή τουλάχιστον τα έκανε αυτός χειρότερα. Ήταν βέβαια μορφωμένος άνθρωπος, υπόδειγμα Καθολικής ορθοδοξίας. Ούτε ανάσα σκανδάλου δεν είχε αγγίξει ποτέ τη μακρά ζωή του. Ήταν επίσης πατριώτης, γιατί αγαπούσε την Ιταλία σχεδόν όσο αγαπούσε τη θεϊκά χειροτονημένη Εκκλησία, επί τής οποίας (πίστευε ότι) ο Θεός τον είχε τοποθετήσει. Όμως η Εκκλησία αλλά και η Ιταλία είχαν φοβερά προβλήματα και ο Παύλος δεν ήταν ο άνθρωπος για να τα ελαττώσει.

Ο Καθολικισμός απειλούνταν σε ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη, ενώ υπήρχαν και ηχηρές φωνές διαφωνούντων στην Ιταλία. Η Σκανδιναβία χανόταν για την Εκκλησία. Αν και η Αγγλία φαινόταν ότι είχε επιστρέψει στο Αποστολικό ποιμνιοστάσιο, στοχαστικοί παρατηρητές ήξεραν ότι το μέλλον εκεί ήταν τόσο επισφαλές, όσο και στην Ολλανδία. Οι Ουγενότοι ήσαν ισχυροί στη Γαλλία. Η Ουγγαρία, όπως σημειώσαμε, αποδεικνυόταν φιλόξενη για τούς Λουθηρανούς και κυρίως για τούς Καλβινιστές. Η Εκκλησία φαινόταν ότι κινδύνευε να χάσει την Πολωνία, όπου ο χαλαρός Σίγκισμουντ Β’ Αύγουστος ήταν αναντίστοιχος προς τα καθήκοντα και τις δοκιμασίες που βρίσκονταν μπροστά του. Το καλοκαίρι τού 1555 ο Παύλος έστειλε τον Αλβίζε Λιππομάνο, τον επιτυχημένο επίσκοπο τής Βερόνα, στη μοιραία δίαιτα στο Άουγκσμπουργκ και από εκεί στην Πολωνία,45 όπου η μεγαλύτερη τού ενός έτους αποστολή του τελείωσε με απόλυτη απογοήτευση.46

Το ουσιώδες ζήτημα τής μεταρρύθμισης ήταν η Γερμανία. Δραστήριοι και ισχυροί, αλλά πολιτικά και πολιτιστικά διαιρεμένοι, οι Γερμανοί βρίσκονταν σε διαφωνία μεταξύ τους και μέσα τους. Σε πολλούς από αυτούς δεν ήταν σαφές αν βρίσκονταν στον δρόμο προς τη σωτηρία ή την καταστροφή. Σε επιστολή τής 6ης Ιουνίου 1555 προς το Ιερό Κολλέγιο, εκφράζοντας θλίψη για τον θάνατο τού Μαρκέλλου Β’ και ικανοποίηση για την εκλογή τού Παύλου Δ’, ο Άντολφ φον Σάουενμπουργκ, ο αρχιεπίσκοπος και εκλέκτορας τής Κολωνίας, αναφερόταν στις εκκλησιαστικές και κοινωνικές ανακατατάξεις τής εποχής. Η εκλεκτορική έδρα τού Μάιντς ήταν μια τέτοια περίπτωση. Για χρόνια οι καταστροφές τού πολέμου άδειαζαν γεωργικές εκτάσεις και χωριά, πόλεις και μοναστήρια, κάστρα και αρχιεπισκοπικές κατοικίες.

Μαζί με την αρπαγή και λεηλασία είχαν έρθει και αναρίθμητες οικονομικές εισφορές «τόσο κατά των Τούρκων όσο και για άλλους σκοπούς», καθώς και το υψηλό κόστος των διαιτών, συνόδων, συνεδρίων και κάθε είδους συνελεύσεων. Το Μάιντς φαινόταν ότι είχε υποστεί σχεδόν κάθε είδους καταστροφή και μετά βίας είχε τούς πόρους για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Όταν η εκλεκτορική έδρα τού Μάιντς βρισκόταν σε τόσο άσχημη κατάσταση —δεχόμενοι ακόμη και τις συνήθεις υπερβολές— άραγε τι συνέβαινε στις υπόλοιπες γερμανικές εκκλησίες, που βρίσκονταν στα σταυροδρόμια των θρησκευτικών και πολιτικών πολέμων; Η επιστολή τού Σάουενμπουργκ γράφηκε ως συνέπεια τού θανάτου τού Σεμπάστιαν φον Χόϋζενσταμ στις 18 Μαρτίου 1555, τού αρχιεπίσκοπου και εκλέκτορα τού Μάιντς και τής πρόσφατης εκλογής, ως διαδόχου του, τού φίλου τού Σάουενμπουργκ, τού Ντάνιελ Μπρέντελ φον Χόμπουργκ.47

Οι δυσκολίες των Καθολικών και τα προβλήματα τής Εκκλησίας στη Γερμανία και στην Ουγγαρία ήσαν γνωστά στην παπική κούρτη. Στις 19 Ιουνίου (1555) ο Παύλος Δ’ έγραφε στον βασιλιά Φερδινάνδο, ευχαριστώντας τον για την ευγενική του απάντηση στο σημείωμα που είχε στείλει ο Παύλος στην αυστριακή αυλή, αναγγέλλοντας την εκλογή του στον παπικό θρόνο. Ο Παύλος μισούσε τον Κάρολο Ε’, τον αδελφό τού Φερδινάνδου, ενώ δεν αγαπούσε τον τελευταίο. Εξέφραζε όμως την ελπίδα και την υποτιθέμενη πεποίθηση, ότι ο Φερδινάνδος θα επέβλεπε τη χριστιανική κοινοπολιτεία και ότι με τις δικές του προσπάθειες η Ουγγαρία θα ελευθερωνόταν από τα πλήγματά της από τούς Τούρκους, όπως και η Γερμανία από την κηλίδα τής αίρεσης.48

Στη Βενετία φοβούνταν τόσο πολύ τούς Τούρκους, όσο στη Ρώμη τούς Λουθηρανούς. Στις 6 Ιουλίου (1555) ο Φίλιππο Αρκίντο, ο επίσκοπος τού Σαλούτσο και παπικός νούντσιος στη Βενετία, έγραφε στον ανηψιό τού πάπα Τζιοβάννι Καράφα, κόμη τού Μοντόριο, ότι τα νέα από την Ισταμπούλ έδειχναν, ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο όχι μόνο η κατεχόμενη από τούς Αψβούργους Ουγγαρία, αλλά και η Βιέννη, η πύλη προς την καρδιά τής Χριστιανοσύνης. Σύμφωνα με την «αληθινή πληροφορία» (informatio vera) που είχε μόλις λάβει ο Αρκίντο, η Βιέννη ήταν σαν «ανοιχτή πόλη» (villa aperta), γιατί τα παλαιά τείχη είχαν κατεδαφιστεί, ενώ μέχρι τώρα δεν φαίνονταν να υπάρχουν νέα, επειδή οι εργασίες αυτές προχωρούσαν με ρυθμούς χελώνας. «Ο Κύριος ο Θεός ας έχει έλεος για εμάς!…» (Il Signor Iddio sia quello ch’ habbia misericordia di noi!…).49

Για την υποστήριξη τού στόλου τους, πάντοτε στηρίγματός τους εναντίον των Τούρκων, οι Ενετοί εξαρτιούνταν σε μεγάλο βαθμό από τον φόρο δεκάτης, που εισπραττόταν από τούς κληρικούς στη Βενετία όσο και στο Βένετο. Όπως είδαμε, οι πάπες είχαν επί σειρά ετών επιτρέψει τη συλλογή τού φόρου δεκάτης των κληρικών από το κράτος. Ο νούντσιος Αρκίντο ανέφερε τώρα (στις 13 Ιουλίου 1555) στον κόμη τού Μοντόριο μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τού δόγη Φραντσέσκο Βενιέρ και τού ίδιου σχετικά με τον φόρο δεκάτης, τον οποίο η Σινιορία ζητούσε και πάλι.

Την τελευταία φορά που είχε γίνει δεκτός ο Αρκίντο στο Κολλέγιο, ο Βενιέρ είχε υπενθυμίσει μια περίπτωση (όταν ήταν πρεσβευτής τής Δημοκρατίας στη Ρώμη), κατά την οποία οι καρδινάλιοι στο εκκλησιαστικό συμβούλιο είχαν συζητήσει «τον δικό μας φόρο δεκάτης» (le nostre decime). Ο Παύλος Δ’, τότε καρδινάλιος Τζιαν Πιέτρο Καράφα, είχε κατασιγάσει την αντίθεση στη χορήγηση λέγοντας, «Προσέξτε, μήπως αρνούμενοι σε αυτούς τούς φόρους δεκάτης, τούς δώσετε την ευκαιρία να τούς πάρουν μόνοι τους!» Ο Αρκίντο είχε απαντήσει, ότι πολύ πιθανόν ο Παύλος είχε μιλήσει έτσι, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι οι Ενετοί δεν θα έπαιρναν ποτέ τούς φόρους δεκάτης από τον κλήρο χωρίς παπική έγκριση. «Ω ποτέ, ποτέ», συμφώνησε ο δόγης, γιατί η Σινιορία δεν μπορούσε να παραβιάσει την υπακοή της στην Αποστολική Έδρα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Παύλου. Σίγουρα υπήρχαν υπονοούμενα προειδοποίησης στους ευγενικούς τόνους τού δόγη. Αλλιώς, γιατί άραγε είχε πει την ιστορία; Σε κάθε περίπτωση ο Αρκίντο πέρασε το μήνυμα στον Μοντόριο, ο οποίος θα το έλεγε στον πάπα.50

Οι νούντσιοι απεύθυναν συνήθως τις επιστολές τους στον παπικό γραμματέα τού κράτους και όχι στον πάπα. Μέχρι το φθινόπωρο ο Αρκίντο έγραφε ως επί το πλείστον στον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα, ο οποίος είχε εκτοπίσει ως σύμβουλος τού πάπα και διαχειριστής των κοσμικών υποθέσεων τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Τζιοβάννι Καράφα ντι Μοντόριο. Ο Μοντόριο είχε επίσης υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τα διαμερίσματα Βοργία, στα οποία μετακινιόταν τώρα ο Κάρλο. Από τούς τρεις ανηψιούς τού πάπα, τον Τζιοβάννι, τον Αντόνιο και τον Κάρλο, ο τελευταίος ήταν μακράν ο ικανότερος. Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 30ης Αυγούστου (1555) ο πάπας ανακάλεσε όλους τούς παπικούς λεγάτους που είχαν διοριστεί από τούς προκατόχους του και απένειμε την προσοδοφόρα λεγατινή αποστολή τής Μπολώνια στον Κάρλο. Την κατείχε πριν ο ανίκανος και ανάξιος Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε. Ο Κάρλο ήταν εξίσου ανάξιος, αλλά κανένας στη Ρώμη ή στην Ευρώπη δεν μπορούσε να αμφιβάλλει πολύ για την ικανότητα τού πρώην στρατιώτη που είχε μετατραπεί σε καρδινάλιο, τού οποίου η δυνατότητα για μηχανορραφίες και τού οποίου η δυσαρέσκεια για τούς Ισπανούς θα ενίσχυαν σχεδόν καταστροφικά την αντι-ισπανική πολιτική τού γέρου ποντίφηκα.

Η εκεχειρία έξι μηνών, την οποία ο πρέσβης τού Φερδινάνδου Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ είχε διαπραγματευτεί με τούς Τούρκους στην Αμάσεια, δεν έφερε την ειρήνη στην Ουγγαρία, όπου ο παραμεθόριος πόλεμος αποτελούσε τρόπο ζωής. Όμως κατά τη διάρκεια τού έτους 1555 οι Τούρκοι περιόριζαν τις μεγάλης κλίμακας δραστηριότητές τους στη ναυτική εκστρατεία, η οποία (όπως είδαμε) αποβίβασε άνδρες και πυροβολικό στην Ποπουλόνια και το Πιομπίνο στην Τυρρηνική ακτή και στα νησιά Έλβα και Κορσική. Ο νούντσιος Αρκίντο έκλεινε επιστολή προς τον καρδινάλιο Καράφα από τη Βενετία στις 5 Οκτωβρίου 1555 (η οποία περιήλθε στη Ρώμη στις 9 τού μηνός), με τη δήλωση ότι τα νέα από την Ισταμπούλ θα συνόδευαν την επιστολή του. Προέρχονταν από καλή πηγή, αν και η Σινιορία είχε προς το παρόν αποφασίσει να μην τη γνωστοποιήσει.51

Παραδόξως τα νέα διασώζονται ακόμη, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει συνήθως με τις «επισυναπτόμενες επιστολές» (lettere alligate), οι οποίες έτειναν να αποσπώνται και να εξαφανίζονται. Όμως σύμφωνα με τις «ανακοινώσεις από την Κωνσταντινούπολη τής 3ης και 4ης Σεπτεμβρίου 1555» (avvisi di Constantinopoli di III et IIII settembre, MDLV) τού Αρκίντο, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν [που είχε επιστρέψει από την περσική εκστρατεία πριν από ένα μήνα] ένιωθε αρκετά καλά, παρά την πληγή στο πόδι του. Μάλιστα σχεδίαζε να περάσει στην Ανατολία, για να κυνηγήσει αγριογούρουνα και ελάφια «σε ένα μέρος που στη γλώσσα τους λέγεται Ιζνίκ και στη δική μας Νίκαια». Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν, ότι το κυνήγι θα παρείχε στον Σουλεϊμάν την ευκαιρία να απαλλαγεί από άλλο γιο, τον «καμπούρη φιλόσοφο», τον οποίο ο Μπουσμπέκ γνώριζε ως Τζαχανγκίρ και περιγράφει ως νεότερο γιο τού Σουλεϊμάν.52 Ο λόγος που διατυπωνόταν για την υποτιθέμενη επιθυμία τού σουλτάνου να σκοτώσει και δεύτερο γιο, ήταν ότι ο Τζαχανγκίρ ήταν ύποπτος για συνενοχή στην επανάσταση τού ψευδο-Μουσταφά. Όμως τώρα πια ήταν σαφές, ότι ο Σουλεϊμάν είχε συμβιβαστεί αρκετά με τον Τζαχανγκίρ [που λάτρευε τον Μουσταφά και είχε στενοχωρηθεί πολύ με τον θάνατό του] και τον είχε απαλλάξει από κάθε υποψία. Ο Ρουστέμ πασάς βρισκόταν στο Γκραν (Έστεργκομ), αλλά επέστρεφε στον Βόσπορο. Η ειρήνη ή ανακωχή με τον «σούφι» γινόταν σεβαστή. Ο Σουλεϊμάν είχε διατάξει ότι κάθε σκάφος φορτωμένο με σιτηρά, χωρίς άδεια και εγγύηση για τη μεταφορά τους στη Βενετία, έπρεπε να μεταφέρει το σιτάρι στην Ισταμπούλ.53

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, αν και οι Τούρκοι λυμαίνονταν τα ιταλικά παράκτια εδάφη των κτήσεων των Αψβούργων και των Γενουατών, οι σχέσεις τής Βενετίας με την Υψηλή Πύλη ήσαν ειρηνικές. Ο Ενετός βαΐλος ήταν σχεδόν εγκατεστημένος πρεσβευτής. Για να ασχολούνται αποτελεσματικά με τούς Τούρκους, αν και συνήθως υπήρχαν διαθέσιμοι εξαιρετικοί δραγουμάνοι, ήταν επιθυμητό να γνωρίζουν τουρκικά. Με απόφαση τής Γερουσίας στις 21 Φεβρουαρίου 1551 είχε συμφωνηθεί, ότι το Κολλέγιο έπρεπε να επιλέξει δύο (νεαρούς) νοτάριους τού κυβερνητικού γραφείου ή δύο άλλους πολίτες τουλάχιστον είκοσι ετών, οι οποίοι έπρεπε να σταλούν στην Ισταμπούλ, για να μάθουν τουρκικά. Θα διέμεναν στο σπίτι τού βαΐλου, ο οποίος έπρεπε να βρει κατάλληλο δάσκαλο γι’ αυτούς. Οι δύο νεαροί άνδρες που θα επιλέγονταν, θα παρέμεναν σε συνεχή διαμονή στην τουρκική πρωτεύουσα για πέντε χρόνια. Τα γεύματα θα παρέχονταν από το νοικοκυριό τού βαΐλου, όπως και τα γεύματα που πλήρωνε η Σινιορία για τούς δύο τοπικούς δραγουμάνους, που βρίσκονταν τότε στην υπηρεσία τής Βενετίας.

Μέσω μισθών και άλλων βοηθημάτων καθένας από τούς δύο νεαρούς άνδρες θα πληρωνόταν πενήντα δουκάτα τον χρόνο, παίρνοντας τα χρήματα από τον βαΐλο σε κατάλληλες δόσεις. Ο βαΐλος έπρεπε να στέλνει στη Σινιορία γραπτή έκθεση για την πρόοδό τους. Ήταν σημαντικό να γνωρίζουν αν πετύχαιναν στη γλωσσική προσπάθειά τους, γιατί αν όχι, η Γερουσία έπρεπε να εξετάσει το επόμενο βήμα. Ύστερα από μελέτη πέντε ετών, όταν είχαν μάθει να μιλούν και να γράφουν τουρκικά, θα τούς αντικαθιστούσαν δυο άλλοι κάτοχοι τής τουρκικής υποτροφίας, οπότε θα υπήρχαν πάντοτε δύο νεαροί Ενετοί «αυτόχθονες» (cittadini originari) στον Βόσπορο, μελετώντας τουρκικά. Τελικά θα εξυπηρετούσαν καλά τη Δημοκρατία και στο μεταξύ δεν έπρεπε να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε μορφή εμπορίου, είτε για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλων.54

Θα επανέλθουμε στην τουρκική υποτροφία. Στο μεταξύ μπορούμε να σημειώσουμε, ότι οι δύο νεαροί άνδρες στάλθηκαν πράγματι στην Ισταμπούλ για να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν και να μιλούν τουρκικά, αλλά και (όπως μάς λένε) για να μάθουν να χειρίζονται σωστά την ιταλική καθομιλουμένη, έτσι ώστε να μπορέσουν αργότερα να χρησιμεύσουν στο κράτος, κάνοντας ακριβείς και κομψές μεταφράσεις των επιστολών και εγγράφων, που θα τούς ανατίθεντο γι’ αυτόν τον σκοπό. Ένας από αυτούς τούς νεαρούς άνδρες ήταν προφανώς ο Ραφφαέλλο Κορνέρ, ο οποίος τον Σεπτέμβριο τού 1555 επέστρεψε στη Βενετία με πλοίο μεταφοράς σιτηρών, που ανήκε στον Ρουστέμ πασά. Αν ήταν, τότε είχε δεόντως αντικατασταθεί, γιατί ένα χρόνο αργότερα υπήρχαν ακόμη «δύο νεαροί» (doi giovani) στο σπίτι τού βαΐλου. Ο διορισμός στη θέση τού βαΐλου (baylazzo) τώρα περιλάμβανε, ανάμεσα σε πιο επίπονα καθήκοντα, την εποπτεία των τουρκικών σπουδών των νεαρών ανδρών και εκθέσεις προς τη Γερουσία σχετικές με την πρόοδο τους, «προκειμένου να είμαστε σε θέση να φροντίσουμε, όπως καθίσταται αναγκαίο, για τη σωστή υπηρεσία μας».55

Σε παλαιότερες εποχές οι Εβραίοι είχαν υπηρετήσει σε ορισμένες περιπτώσεις την Ενετική Σινιορία ως ανεπίσημοι μεταφραστές, καθώς και διπλωμάτες, αλλά μετά τον περιορισμό τους στο Γκέττο στην περιοχή τού Κανναρέτζιο, κινούνταν λιγότερο εύκολα μέσα στην πόλη και τούς βάραινε η λαϊκή προκατάληψη. Με μικρότερη ανάγκη για μεταφραστές τουρκικής και αραβικής, η παπική κούρτη μπορούσε πάντοτε να βρει κάποιον από τούς επαίτες μοναχούς που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι ο Αρκίντο έγραφε στον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα από τη Βενετία (στις 14 Δεκεμβρίου 1555) για «κάποιον επίσκοπο», ένα Δομινικανό, που γνώριζε καλά αραβικά και είχε γράψει στον πάπα από το Χαλέπι. (Ο επίσκοπος ίσως βρισκόταν εκεί κατά τη διάρκεια τής παραμονής τού σουλτάνου Σουλεϊμάν στην πόλη.) Ο Αρκίντο είχε γνωρίσει τον επίσκοπο στη Ρώμη. Ο περιπλανώμενος μοναχός είχε γράψει και πάλι στον πάπα και τώρα πρότεινε να πάει στο νησί τού Ορμούζ, το οποίο ήταν εμπορικός σταθμός από τον 14ο αιώνα και τώρα είχε περιέλθει υπό πορτογαλική κυριαρχία.56

Όπως πάντοτε, το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη άλλαζε. Ο Ερρίκος Η’, ο Φραγκίσκος Α’ και ο Παύλος Γ’, που ξεχώριζαν πολύ κατά την εποχή τους, ήσαν νεκροί. Ο Κάρολος Ε’, ο οποίος είχε αντισταθεί στην αλλαγή, τελικά ερχόταν ο ίδιος σε ρήξη με το παρελθόν. Εγκαταλείποντας την πρωτοκαθεδρία του στο Τάγμα τού Χρυσόμαλλου Δέρατος, ο Κάρολος παραιτήθηκε από την ηγεμονία τής Ολλανδίας υπέρ τού γιου του Φιλίππου, βασιλιά Αγγλίας και Νάπολης, σε μια συναισθηματική τελετή στην αίθουσα συνεδριάσεων τού κάστρου των Βρυξελλών (στις 25 Οκτωβρίου 1555),57 όπου πριν από σαράντα χρόνια είχε ανακηρυχθεί ενήλικας για να κυβερνά την κληρονομιά των Βουργουνδών προγόνων του. Η φροντίδα για το κράτος και οι ανάγκες τής δυναστείας τον είχαν φέρει δέκα φορές στην Ολλανδία, εννέα στη Γερμανία, επτά στην Ιταλία, έξι στην Ισπανία, τέσσερις στη Γαλλία και από δύο στην Αγγλία και στην Αφρική. Είχε αγαπήσει την ειρήνη και είχε βρει πόλεμο. Είχε ζήσει με ψυχρή συμπόνοια για την ανθρωπότητα και με υποδειγματική ορθότητα, γενναιόδωρος μόνο προς την οικογένειά του, αλλά δίκαιος με όλους τούς ανθρώπους ή σχεδόν με όλους. Στις 16 Ιανουαρίου 1556 θα παρέδιδε στον Φίλιππο τα απομακρυσμένα εδάφη του τής Καστίλλης και Λεόν, τής Αραγωνίας, τής Καταλωνίας και τής Βαλένθια, των νησιών και τής Σικελίας, μαζί με τις Ινδίες και τα αξιώματα τού μεγάλου μάγιστρου των στρατιωτικών ταγμάτων τού Σαντιάγκο, τού Καλατράβα και τού Αλκάνταρα.58

Οι παραιτήσεις τού Καρόλου Ε’, σχεδόν χωρίς προηγούμενο, γοήτευαν την Ευρώπη. Θα ερχόταν μια ακόμη, με την οποία θα διαφωνούσε έντονα ο Παύλος Δ’. Μάλιστα διαφωνούσε σχεδόν σε όλα όσα έκανε ο Κάρολος. Τα χρόνια τον είχαν κάνει γαλλόφιλο, γιατί είχε δει πολλά από τούς Ισπανούς στην Ιταλία. Κατηγορούσε τον Κάρολο ότι είχε επιτρέψει, ακόμη και ενθαρρύνει, την εξάπλωση τού Λουθηρανισμού ως μέσο μείωσης τής παπικής εξουσίας και διατήρησης τής εξουσίας των φιλο-αυτοκρατορικών στη χερσόνησο.59 Αρκετά δικαιολογημένα ο Παύλος θεωρούσε πάντοτε τον Κάρολο βασικά υπεύθυνο για τις παραχωρήσεις προς τούς Λουθηρανούς στη θρησκευτική ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ. Όμως η ειρήνη αποτελούσε επιβεβαίωση τής λουθηρανικής επιτυχίας και ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν αργά ή γρήγορα.

Ο Κάρολος δεν είχε συμμετάσχει στη μακροχρόνια δίαιτα, η οποία κράτησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο τού 1555, αλλά ο αδελφός του Φερδινάνδος είχε συμμετάσχει και ενεργούσε υπό την εξουσία του. Ο καρδινάλιος λεγάτος Τζιοβάννι Μορόνε είχε φτάσει στο Άουγκσμπουργκ στις 24 Μαρτίου (1555), όπως είδαμε,60 και είχε φύγει από την πόλη μία βδομάδα αργότερα, έχοντας ανακληθεί στη Ρώμη από τον θάνατο τού Ιούλιου Γ’. Στη συνέχεια ο Μάρκελλος Β’ είχε εκλεγεί πάπας —και είχε πεθάνει — και τώρα ο ίδιος ο Τζιαν Πιέτρο είχε ανέβει στον παπικό θρόνο ως Παύλος Δ’.

Τα συμφέροντα των Καθολικών είχαν εκπροσωπηθεί στο Άουγκσμπουργκ από τον νούντσιο Ζακκαρία Ντελφίνο και, ύστερα από αυτόν, από τον Αλβίζε Λιππομάνο, κανένας από τούς οποίους δεν είχε καταφέρει να πείσει τον Φερδινάνδο ή τον Άλμπρεχτ Ε’ τής Βαυαρίας να αντιταχθεί σοβαρά στις απαιτήσεις των Προτεσταντών. Πολύ πιθανόν ο καρδινάλιος Μορόνε δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε καλύτερο. Τα τρία συμβούλια —των εκλεκτόρων, των ηγεμόνων και των πόλεων— είχαν συμφωνήσει στο Άουγκσμπουργκ για τη διατήρηση τής ειρήνης στη Γερμανία. Οι Λουθηρανοί θα διατηρούσαν τα εδάφη τής Εκκλησίας που είχαν καταλάβει και εξακολουθούσαν να κατέχουν πριν από την ειρήνη τού Πάσσαου (που είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των Αψβούργων και τού Μωρίς τής Σαξωνίας τον Αύγουστο τού 1552), αλλά οι ανώτεροι Καθολικοί κληρικοί, που είχαν γίνει Προτεστάντες, έπρεπε να εγκαταλείψουν τα εδάφη και τα αξιώματά τους.

Ενεργώντας για τον αυτοκράτορα, καθώς και για τον εαυτό του, ο Φερδινάνδος είχε υποκύψει στην απαίτηση, ότι οι τοπικές αρχές, ηγεμόνες ή συμβούλια πόλεων, έπρεπε να καθορίζουν την επίσημη θρησκεία των υπηκόων τους, αν και στους ανυπότακτους θα επιτρεπόταν να πουλήσουν την περιουσία τους και να εγκαταλείψουν το κράτος, εφόσον το επιθυμούσαν. Η θρησκευτική ειρήνη περιοριζόταν στους υποστηρικτές τού Καθολικισμού αφενός και σε εκείνους τής Ομολογίας τού Άουγκσμπουργκ αφετέρου.61 Αργότερα επινοήθηκε για την εξήγηση τής συμφωνίας η εύστοχη έκφραση «όποιου ήταν η περιοχή, ήταν και η θρησκεία» (cuius regio, eius religio). Ενώ η Αγγλία, η Γαλλία και η Ισπανία μπορούσαν τώρα να συνεχίζουν τη διαφορετική τους εξέλιξη ως λεγόμενα εθνικά κράτη, η Γερμανία θα βρισκόταν εφεξής διαιρεμένη θρησκευτικά καθώς και πολιτικά, υπό την κυριαρχία των ελευθέρων πόλεων και ιδιαίτερα των εδαφικών ηγεμόνων.

Δεν θα χρειαζόταν πολύ για να ωθηθεί ο θερμοκέφαλος Παύλος Δ’ σε ένοπλη σύγκρουση με τα μαύρα πρόβατά του (bêtes noires), τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο [Β’], ο πρώτος από τούς οποίους είχε διατελέσει, ενώ τώρα ο δεύτερος γινόταν, δούκας τού Μιλάνου και βασιλιάς τής Νάπολης. Όπως μάς θυμίζει ο Ναβαγκέρο, ο Παύλος στηριζόταν στο μπαστούνι των Σιενέζων και Φλωρεντινών εξορίστων, τούς οποίους ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα είχε μαζέψει γύρω του και ήσαν όλοι αντι-Αψβούργοι και αντι-Μέδικοι. Μέχρι τον θάνατό του τον Νοέμβριο τού 1556, ο Φλωρεντινός Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα ήταν ο πιο σημαντικός ανάμεσά τους. Ο Παύλος δεν ήταν λάτρης τού ντέλλα Κάζα, ο οποίος είχε διατελέσει παπικός νούντσιος στη Βενετία. Όμως γνωστός ως ανθρωπιστής και συγγραφέας τής «Εθιμοτυπίας» (Il Galateo), ο ντέλλα Κάζα ήταν ο γραμματέας και έμπιστος τού Κάρλο Καράφα. Επίσης σε ετοιμότητα ήσαν ο Φλωρεντινός Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι και ο Ναπολιτάνος Αννιμπάλε Μποτσούτο, «ενθουσιώδεις εξόριστοι» (fuorusciti appassionati), που λαχταρούσαν τον τερματισμό τής εξουσίας των Μεδίκων στη Φλωρεντία και των Αψβούργων στη Νάπολη.62

Ο Σιλβέστρο ήταν πατέρας ενός γιου, τού Ιππόλιτο, τώρα είκοσι περίπου ετών, ο οποίος θυμόταν πάντοτε τα γεγονότα των οποίων επρόκειτο να υπάρξει μάρτυρας. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο Ιππόλιτο θα εκλεγόταν ως πάπας Κλήμης Η’ Αλντομπραντίνι. Ενώ θα προσπαθούσε να μειώσει την ισπανική επιρροή στην Αγία Έδρα και να βοηθήσει τον Ερρίκο Δ’ τής Γαλλίας μετά τον προσηλυτισμό τού τελευταίου (το 1593), ο Κλήμης θα διατηρούσε προσεκτική ουδετερότητα και τελικά θα βοηθούσε για τη γαλλο-ισπανική ειρήνη τού Βερβέν το 1598.63 Στο μεταξύ, αν και ο Παύλος Δ’ είχε αρχίσει την παπική του θητεία με επιβεβαίωση των ειρηνικών του προθέσεων, δεν υπήρχε ειρήνη ενόψει.

Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει περίπου στις αρχές Αυγούστου 1555, όταν δύο από τούς έξι Σφόρτσα τής Σάντα Φιόρα (από τούς οποίους πιο γνωστός ήταν ο καρδινάλιος Γκουίντο Ασκάνιο) ανέκτησαν δύο από τις γαλέρες, που ανήκαν στον αδελφό τους Κάρλο, τον ηγούμενο τής Λομβαρδίας. Ο Κάρλο υπηρετούσε τούς Γάλλους εδώ και αρκετά χρόνια με τρεις από τις γαλέρες του. Όμως, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι αδελφοί είχαν γίνει φιλο-αυτοκρατορικοί, ο βασιλιάς Ερρίκος είχε γίνει καχύποπτος με τον Κάρλο και έπαιρνε μέτρα για να τον θέσει υπό κράτηση στη Γαλλία. Ο Κάρλο κατάλαβε το γεγονός και τράπηκε σε φυγή.

Ο Ερρίκος κατάσχεσε τις γαλέρες τού Κάρλο στη Μασσαλία. Αργότερα κάποια στιγμή δύο από αυτές τις γαλέρες μπήκαν στο λιμάνι τής Τσιβιταβέκκια. Οι Αλεσσάντρο και Μάριο Σφόρτσα, αδελφοί τού Κάρλο, είδαν την ευκαιρία να τις ανακτήσουν. Κατεβαίνοντας στην Τσιβιταβέκκια με ενόπλους, οι Αλεσσάντρο και Μάριο ανέβηκαν στις γαλέρες. Ο Νικκολό Αλαμάννι, διοικητής τού Γάλλου βασιλιά, τούς υποδέχθηκε φιλικά. Όμως όταν προσπάθησαν να αρπάξουν τις γαλέρες και να βγουν από το λιμάνι, τούς σταμάτησε ο Πιέτρο Καπουάνο, ο φρούραρχος τής Τσιβιταβέκκια. Όταν ο Γκουίντο Ασκάνιο, ο καρδινάλιος ταμίας (καμερλένγκο), έμαθε για το αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει, κατάφερε μέσω τού πολυμήχανου γραμματέα του, τού Τζιαν Φραντσέσκο Λοττίνι, να βάλει τον συμπαθή Τζιοβάννι Καράφα, κόμη τού Μοντόριο, να γράψει επιστολή προς τον φρούραρχο, διατάσσοντας την απελευθέρωση των γαλερών, οι οποίες έπλευσαν προς τη Γκαέτα και από εκεί προς τη Νάπολη.

Οι Σφόρτσα ήσαν γιοι τής Κοστάντσα Φαρνέζε, κόρης τού Παύλου Γ’. Πολυαγαπημένοι τής παπικής θητείας τού Φαρνέζε, τρεις από τούς αδελφούς είχαν φανεί χρήσιμοι στον Ιούλιο Γ’ στον πόλεμο τής Πάρμας. Οι Γάλλοι διαμαρτυρήθηκαν για την έλλειψη ασφάλειας στην παπική επικράτεια και απαίτησαν την επιστροφή των γαλερών σαν να ήσαν ιδιοκτησία τού βασιλιά, λέει ο Μασσαρέλλι (ac propterea ipsas triremes uti ad regem spectantes repetebant). O Παύλος Δ’ δεν χρειαζόταν παρότρυνση. Ήταν έξαλλος και διέταξε τούς Σφόρτσα να επιστρέψουν τις δύο γαλέρες στην Τσιβιταβέκκια. Ο Αλεσσάντρο, που ήταν υπάλληλος τού παπικού Ταμείου (Camera Apostolica), δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι είχε ενεργήσει εντελώς νόμιμα. Οι γαλέρες ανήκαν στην οικογένειά του.

Ο πάπας Παύλος δήλωσε ότι θα βοηθούσε να κριθεί το ζήτημα τής ιδιοκτησίας, όταν οι γαλέρες επανέρχονταν στην Τσιβιταβέκκια. Όταν οι εντολές του δεν λήφθηκαν υπόψη, ο πάπας κίνησε διαδικασία κατά τού Αλεσσάντρο και συνέλαβε τον γραμματέα τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα, τον Λοττίνι, ο οποίος είχε πάρει την επιστολή από τον κόμη τού Μοντόριο, «σε αντίθεση με την πρόθεση και τις εντολές τού πάπα» (contra mentem et iussa pontificis), την επιστολή που είχε προκαλέσει την απελευθέρωση από τον φρούραρχο των γαλερών στην Τσιβιταβέκκια. Στη συνέχεια ο Παύλος προειδοποίησε τον Γκουίντο Ασκάνιο, τον καρδινάλιο τής Σάντα Φιόρα, να φροντίσει για την αποστολή των γαλερών στην Τσιβιταβέκκια. Ο Γκουίντο Ασκάνιο απάντησε ότι δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσε να κάνει. Σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, δεδομένου ότι η υπόθεση των γαλερών συζητιόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο πάπας δεν είχε καταλήξει πουθενά, «σήμερα Σάββατο, τελευταία μέρα τού Αυγούστου τού 1555, ο ίδιος ο καρδινάλιος τής Σάντα Φιόρα συλλαμβάνεται και τίθεται υπό κράτηση με απόφαση τού πάπα, σε τόπο φυλάκισης στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο».64

Στις 30 Αυγούστου ο Καμίλλο Κολόννα, ένθερμος φιλο-αυτοκρατορικός, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Επίσης εκείνη τη μέρα ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ανηψιός τού Ιούλιου Γ’ και ο Ρωμαίος ευγενής Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, αδελφός τού εκλιπόντος καρδινάλιου Αλεσσάντρο Τσεζαρίνι (πέθανε το 1542), πήραν διαταγές να μην εγκαταλείψουν την πόλη χωρίς παπική άδεια, γιατί ο Παύλος φοβόταν κάποια βία από την πλευρά τους, λόγω τής φυλάκισης τού Καμίλλο Κολόννα και τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα. Οι ντέλλα Κόρνια και Τσεζαρίνι διατάχθηκαν να προσκομίσουν «άφθονες εγγυήσεις» για την καλή συμπεριφορά τους. Ο Παύλος είχε ξεκινήσει, όπως μάς διαβεβαιώνει ο Μασσαρέλλι, επικίνδυνη πορεία, «δύσκολο και επίπονο έργο μεγάλης σημασίας ανέλαβε ο ποντίφηκας» (rem difficilem atque arduam magnique momenti aggressus est pontifex), με το επιτακτικό αίτημά του για την επιστροφή των γαλερών Σφόρτσα στην Τσιβιταβέκκια και την απτόητη δράση του εναντίον των υπηρετών και ακολούθων τού Καρόλου Ε’ και τού γιου του Φιλίππου [Β’], «βασιλιά Αγγλίας και Νάπολης» (Angliae et Neapolis rex). Συνειδητοποιώντας ότι τώρα είχε ρίξει τα ζάρια, ο Παύλος άρχισε την επιστράτευση 3.000 πεζών στρατιωτών και 300 ιππέων.

Ο Παύλος εξέδωσε επίσης διάταγμα, ότι όλοι οι κάτοχοι πολεμικών όπλων (εκτός από ξίφη, ξιφίδια και στιλέτα), ανεξάρτητα από το βαθμό τού αξιώματος των εν λόγω κατόχων, έπρεπε μέσα σε τρεις ημέρες να παραδώσουν τα όπλα αυτά στον Σκιπιόνε Ρεμπίμπα, επίσκοπο τής Μόττολα και κυβερνήτη τής Ρώμης. Θα επιβάλλονταν αυστηρότατες κυρώσεις σε εκείνους που δεν θα τα παρέδιδαν. Ο Ρεμπίμπα θα αποθήκευε και θα φρουρούσε τα όπλα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Όλοι οι καρδινάλιοι καθώς και οι ιεράρχες, οι βαρώνοι και οι πρεσβευτές τής πόλης έκαναν αυτό που διατάχτηκε, εκτός από τον Φερνάντο Ρούϊθ ντε Κάστρο, τον μαρκήσιο τής Σαρρία, πρεσβευτή τού Καρόλου Ε’, ο οποίος το θεώρησε ως περιφρόνηση τού αυτοκράτορα, σαν να μην είχε εμπιστοσύνη ο πάπας σε αυτόν και στους εκπροσώπους του, ενώ, αν και ο πάπας είχε αποφασίσει ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τα παραδώσει και αυτός, όμως φοβούμενος μήπως ξεσηκωθεί ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή (και επειδή εκείνη που είχε ξεσηκωθεί καταλάγιαζε σιγά-σιγά), ο πάπας δεν ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει βία εναντίον του.65

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Πιέτρο Νόρες, που ήξερε τόσο καλά την ιστορία τής παπικής θητείας τού Παύλου Δ’, μπορούσε να γράφει:

Σχεδόν όλοι οι καρδινάλιοι μισούσαν τον πάπα και όχι μόνο οι φιλο-αυτοκρατορικοί, αλλά ακόμη και εκείνοι που τον είχαν αναδείξει στο αρχιερατικό αξίωμα. Πριν καλά-καλά τον δουν να κάθεται στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου, είχαν μετανιώσει γι’ αυτό που είχαν κάνει και είχαν αρχίσει να απεχθάνονται τις επιπτώσεις τής υπερβολικά άκαμπτης και σκληρής φύσης του.66

Λίγες ημέρες πριν από τη σύλληψη τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα, ο Παύλος Δ’ είχε υποδεχτεί τον Γάλλο απεσταλμένο Λουί ντε Λανσάκ, στον οποίο μακρηγόρησε για την επιθυμία του για τη μεταρρύθμιση τής Εκκλησίας, την τιμωρία των εκκλησιαστικών παραβατών και την ανάδειξή του ως αμερόληπτου πατέρα όλων των καλών χριστιανών. Ήθελε (έλεγε) να συμφιλιώσει τον Κάρολο Ε’ και τον Ερρίκο Β’ «και να δώσει ειρήνη στη Χριστιανοσύνη» (et donner paix à la Chrestienté). Δεν ήθελε να ακολουθήσει τον δρόμο τού πολέμου, ο οποίος ήταν ανάρμοστος για το παπικό του αξίωμα (ny user de voyes d’ armes, ne luy semblant convenable à son estat), αλλά ο ίδιος ο διάβολος φαινόταν να παρεμποδίζει τις υψηλές του προθέσεις. Οι υπήκοοί του ξεσηκώνονταν εναντίον του. Δεν υπήρχε έλλειψη αποδείξεων για την κακή διάθεση τού αυτοκράτορα καθώς και για εκείνη των εκπροσώπων του. Ο Παύλος έλεγε ότι είχε ως εκ τούτου αναγκαστεί να εξοπλιστεί ο ίδιος. Ήταν πολύ αδύναμος για να αντισταθεί στους φιλο-αυτοκρατορικούς, αλλά εμπιστευόταν τον Θεό, ο οποίος τον είχε κάνει πάπα, καθώς και τον Ερρίκο Β’, για τη βοήθεια τού οποίου αισθανόταν βέβαιος, «όσο και για την καλοσύνη του, από το παράδειγμα των προκατόχων του» (tant pour sa bonté que pour l’ exemple de ses prédécesseurs). Οι βασιλείς τής Γαλλίας είχαν υπάρξει πάντοτε υπερασπιστές τής Αγίας Έδρας.

Ο Παύλος συνέχιζε λέγοντας στον ντε Λανσάκ, ότι ο ίδιος επιθυμούσε πολύ να δει τη χριστιανικότατη μεγαλειότητά του «απελευθερωμένη από εκείνη την τουρκική αρμάδα» (délivrée de cette armée Turquesque), η οποία, όπως είδαμε, είχε μόλις επιτεθεί στα ιταλικά νησιά Έλβα και Κορσική. Ο φιλειρηνικός πάπας καθιστούσε σαφές, ότι ενέκρινε σε μεγάλο βαθμό τα σχέδια που συζητούνταν για να πείσει τούς Ενετούς να εισέλθουν σε ένωση με τη Γαλλία, «και ότι θα μπορούσε κανείς να τούς προσφέρει μεγάλο μέρος των κατακτήσεων που θα κερδίζονταν στον κοινό πόλεμο, όπως το βασίλειο τής Σικελίας, τα οποία επιθυμούν πολύ, και με αυτές τις δυνάμεις [θα μπορούσαν] να θέσουν σε εφαρμογή κάποια αξιόλογη επιχείρηση για την ελευθερία και ασφάλεια αυτής τής δύστυχης Ιταλίας…». Σε όλα αυτά ο ντε Λανσάκ, ο ειδικός απεσταλμένος τού Ερρίκου Β’, απαντούσε με καθησυχαστικούς ήχους. Ο Ερρίκος δεν θα πρόδιδε τον πάπα ούτε στην καλή διάθεση ούτε στη χρήση βίας.

Όσο για τούς Τούρκους, ο ντε Λανσάκ είπε ότι η μεγαλειότητά του δεν είχε λιγότερη δυσαρέσκεια από την Αγιότητά του στο γεγονός, ότι οι Γάλλοι είχαν εξαναγκαστεί να ζητήσουν τουρκική βοήθεια. Ο Ερρίκος έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τη φιλοδοξία τού αυτοκράτορα. Είχε αναγκαστεί να επωφεληθεί από τον τουρκικό στόλο, «ο οποίος, όμως, δεν έκανε ζημιά στη Χριστιανοσύνη…». Οι Τούρκοι δεν είχαν πάρει τίποτε μέχρι στιγμής. Έπρεπε κανείς να είναι σίγουρος για την ελευθερία τής θάλασσας. Αν εισέρχονταν οι Ενετοί σε μια τέτοια ένωση, όπως εκείνη για την οποία είχε μιλήσει ο πάπας, δεν θα υπήρχε ανάγκη να προσβλέπουν στους Τούρκους. Ο ντε Λανσάκ διαβεβαίωσε τον πάπα, ότι ο Ερρίκος Β’ δεν είχε άλλη φιλοδοξία από το να κερδίσει την δόξα και την τιμή τής απελευθέρωσης τής Ιταλίας καθώς και τής Χριστιανοσύνης από την τυραννία τού Καρόλου Ε’.

Ο Παύλος Δ’ δεν ευχαριστήθηκε με αυτά που άκουσε και στη συνέχεια αυτός και ο ντε Λανσάκ συνέχισαν με τα αίσχη που τόσο ο πάπας όσο και ο παπισμός είχαν υποστεί από τούς αδελφούς Σφόρτσα τής Σάντα Φιόρα, στην οποία συζήτηση φυσικά βασικό θέμα ήταν η αρπαγή των γαλερών στην Τσιβιταβέκκια. Ο καρδινάλιος τής Σάντα Φιόρα είχε αντιταχθεί στο κογκλάβιο στην εκλογή τού Παύλου και από τότε έστελνε πρέσβεις στον αυτοκράτορα και στον βασιλιά τής Αγγλίας [Φίλιππο] για να συνωμοτούν εναντίον του και εναντίον τής Αγίας Έδρας. Ο ντε Λανσάκ εγκωμίασε τη σεμνότητα και την υπομονή τού Παύλου. Τον είχε συμβουλεύσει να συλλάβει τόσο τον καρδινάλιο τής Σάντα Φιόρα (πράγμα που έγινε τρεις μέρες αργότερα) και τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα (που θα διέφευγε με ασφάλεια). Συμβούλευσε επίσης τον Παύλο να επιτεθεί σε διάφορα γειτονικά φρούρια που ανήκαν στους Σάντα Φιόρα. Ήσαν αξίας περίπου τριών ή τεσσάρων χιλιάδων χρυσών νομισμάτων (écus) τον χρόνο. Ο Παύλος θα μπορούσε να τα δώσει στους συγγενείς του. Η Αγιότητά του ενθαρρύνθηκε πολύ από τη συζήτησή του με τον ντε Λανσάκ, από τον οποίο ζήτησε να μιλήσει για τα θέματα αυτά με τον ανηψιό του, τον καρδινάλιο Καράφα. Ο ντε Λανσάκ το έκανε, βρίσκοντας τον καρδινάλιο πιο δεκτικό, γιατί οι Καράφα είχαν γίνει εντελώς αντι-Αψβούργοι και ως εκ τούτου εντελώς γαλλόφιλοι. Μαζί σχεδίασαν τη σύλληψη τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο οποίος βρισκόταν ακόμη στα περίχωρα τής Ρώμης με την οικογένειά του.67

Ο Παύλος Δ’ είχε επαναδιορίσει τον Γκουϊντομπάλντο ντέλλα Ρόβερε γενικό διοικητή των παπικών δυνάμεων (στις 20 Ιουνίου 1555).68 Περί τα μέσα Αυγούστου φαινόταν ότι θα χρειάζονταν οι υπηρεσίες τού Γκουϊντομπάλντο ως στρατιώτη, γιατί ο Παύλος και ο καρδινάλιος Καράφα τον κατεύθυναν να κρατά σε ετοιμότητα πέντε έως έξι χιλιάδες πεζούς στρατιώτες και τριακόσιους ιππείς. Στο μεταξύ ξεκίνησαν την πρόσληψη άλλων τριών χιλιάδων στρατιωτών για την προστασία τής Ρώμης.69

Παπικά στρατεύματα κατέλαβαν διάφορα κάστρα των Ορσίνι στα βορειοδυτικά τής Ρώμης και τα κάστρα των Κολόννα στα νοτιοανατολικά. Πάντοτε ηθικολόγος, στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Παύλος διέταξε τον καρδινάλιο Ιππόλιτο ντ‘ Έστε, γιο τής Λουκρητίας Βοργία, να εγκαταλείψει τα παπικά κράτη. Ο Ιππόλιτο, ο οποίος δεν ήταν ηθικολόγος, διατηρούσε παπικές φιλοδοξίες στη διάρκεια των τριών τελευταίων κογκλαβίων και προφανώς έπαιρνε μέτρα για την οικοδόμηση υποστήριξης για το κογκλάβιο που θα ακολουθούσε τον θάνατο τού ίδιου τού Παύλου. Λεγόταν ότι είχε ζητήσει 16.000 δουκάτα από τον Ερρίκο Β’, για να τα διανείμει σε έξι περίπου καρδινάλιους, που θα ήσαν ενδεχομένως χρήσιμοι. Με κίνδυνο να προσβάλει τον γαλλόφιλο δούκα τής Φερράρας, τον Έρκολε Β’, ο Παύλος απέλασε τελικά τον έκφυλο και μηχανορράφο Ιππόλιτο,70 ο οποίος δεν χάρηκε για την απομάκρυνσή του από τη Ρώμη.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Παύλος απέλυσε οκτώ οικονόμους από την παπική αυλή, όλους ευγενείς με ναπολιτάνικες συνδέσεις, απόδειξη δυσπιστίας που προκάλεσε εκτεταμένα σχόλια, λέει ο Πιέτρο Νόρες, «και υπήρξε σαφής προάγγελος των μελλοντικών αναταραχών» (diedero manifesto presagio delle future turbolenze). Όμως ο Κάρολος Ε’ προσπαθούσε να αποτρέψει την αναταραχή. Ο Ισπανός πρεσβευτής στη Ρώμη, ο μαρκήσιος τής Σαρρία, είχε γράψει στον Κάρολο στις 19 Αυγούστου και στις 4 Σεπτεμβρίου (1555) για την πικρία τού πάπα με την αρπαγή από τον Αλεσσάντρο Σφόρτσα των δύο γαλερών από την Τσιβιταβέκκια. Όπως γνωρίζουμε από τον Μασσαρέλλι και από άλλες πηγές, ο Παύλος είχε δηλώσει ότι η πράξη αυτή ήταν «κατά τής ελευθερίας τής Εκκλησίας και τής αρχής τής Αγιότητάς του και τής Αποστολικής Έδρας» (contra libertatem ecclesiasticam et auctoritatem suae Sanctitatis et Apostolicae Sedis). Όμως ο Κάρολος πίστευε ότι δεν άξιζε πόλεμος για δύο γαλέρες και απαντώντας στην έκκληση Σαρρία για απόφαση, ο Κάρολος διέταξε την επιστροφή των γαλερών στην Τσιβιταβέκκια, πράγμα που έγινε την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου (1555).71 Αν οι φιλο-αυτοκρατορικοί πίστευαν πραγματικά, ότι αυτό ήταν βήμα προς την ειρήνη, έκαναν λάθος. Ο καρδινάλιος Καράφα και η γαλλόφιλη παράταξη στην κούρτη συνέχιζαν να αντηχούν στα αυτιά τού γέρου πάπα τα παραπτώματα τού αυτοκράτορα και των εκπροσώπων του.

Στις 14 Σεπτεμβρίου (1555), μια μέρα ακριβώς πριν από την επιστροφή των γαλερών, ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα είχε στείλει τον Αννιμπάλ Ρουσελλαί, μέλος τού νοικοκυριού του και ανηψιό τού Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα, σε αποστολή στον βασιλιά Ερρίκο Β’ στη Γαλλία. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα ο Πιέτρο Νόρες μιλά για «την αποφασιστική θέληση τού πάπα να τα σπάσει με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς» (la determinata volontà del Papa di rompere con gl’ Imperiali). Οι οδηγίες προς Ρουσελλαί αξίζουν προσεκτικής μελέτης. Παρά τη δήλωση τού Νόρες, δεν είναι σαφές πόσο πλήρως ενημερωμένος ήταν ο πάπας για τον σκοπό τού ταξιδιού τού Ρουσελλαί στη Γαλλία, αλλά σε κάθε περίπτωση οι οδηγίες προς τον τελευταίο αποκαλύπτουν τη φύση των αντι-Αψβούργων στόχων τού Καράφα. Ο Ρουσελλαί έπρεπε να εξηγήσει στον βασιλιά, ότι όλοι οι Καράφα είχαν επί χρόνια υποστεί ζημιές και προσβολές από τον αυτοκράτορα, τούς υπουργούς του και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς καρδινάλιους.

Το περιστατικό με τις γαλέρες είχε δείξει την εχθρότητα των Σάντα Φιόρα προς τον Ερρίκο. Ο πάπας είχε αντιδράσει σθεναρά στο παράπτωμά τους κατά τής αξιοπρέπειας τού βασιλιά. Μάλιστα ο καρδινάλιος τής Σάντα Φιόρα βρισκόταν τώρα υπό παπική κράτηση. Ο Παύλος Δ’ είχε επίσης στο επίκεντρο τα συμφέροντα τής Ιταλίας, ενώ ο Ερρίκος μπορούσε να είναι βέβαιος, ότι ως πάπας ποτέ δεν θα διαμόρφωνε συμμαχία ή συνεννόηση με τον αυτοκράτορα (nè unione nè corrispondenza alcuna) και ότι θα ήταν πάντοτε εχθρός τού αυτοκράτορα. Οι δυνάμεις τού Παύλου ήσαν ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση τής στρατιωτικής πρόκλησης τού αυτοκράτορα. Χωρίς το ενθαρρυντικό παράδειγμα ενός μεγάλου βασιλιά θα ήταν απίθανο να βοηθήσουν άλλοι ηγεμόνες τον πάπα εναντίον τού αυτοκράτορα.

Ο Ρουσελλαί έπρεπε να απευθύνει έκκληση προς τον Ερρίκο να πάρει τον πάπα και το Βατικανό υπό την προστασία του, όπως είχαν κάνει οι βασιλικοί προκάτοχοί του, «να υπερασπιστεί τη φήμη τού εν λόγω άγιου γέροντα, ο οποίος έχει πάντοτε αγαπήσει τη μεγαλειότητά του με τόσο μεγάλη αφοσίωση». Ο Ερρίκος έπρεπε επίσης να μεριμνήσει για τον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον για να είναι βέβαιος για τις υπηρεσίες του. Αν ο Ερρίκος εγκατέλειπε τον Κάρλο, ο τελευταίος έπρεπε να αναζητήσει καταφύγιο έξω από την Ιταλία. Θα μπορούσε κανείς να καρφώσει τις ελπίδες του, όπως θα έλεγε ο Ρουσελλαί, στην καλοσύνη τού βασιλιά, τού οποίου ο αλτρουισμός τον είχε παρακινήσει να διασώσει από την αυτοκρατορική αρπάγη τον Οττάβιο Φαρνέζε, τον δούκα τής Πάρμας. Αυτό ήταν πολύ ωραίο και καλό. Τώρα όμως η έκκληση των Καράφα στη Γαλλία έφερνε μαζί της την «πιο προφανή και βέβαιη ελπίδα να ανακτήσει το βασίλειο τής Νάπολης και να δώσει στη Σιένα την ελευθερία που δεν μπορούσε να περιμένει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο από [του βασιλιά] τα χέρια». (Στην πραγματικότητα ο Καράφα ανυπομονούσε να πάρει τη Σιένα στην κατοχή τής οικογένειάς του.) Ο Ρουσελλαί έπρεπε να παροτρύνει τον Ερρίκο να επιβεβαιώσει τις πολλές υποσχέσεις που είχαν δώσει στον πάπα ο Γάλλος πρεσβευτής ντ’ Αβανσόν και ο καρδινάλιος Ζωρζ ντ’ Αρμανιάκ. Δεν έπρεπε να καθυστερήσει. Ο Ερρίκος έπρεπε να στείλει στον ντ’ Αβανσόν ή σε όποιον άλλον ήθελε «αυθεντική εξουσιοδότηση να μπορεί να συνομολογήσει και να θεσπίσει επιθετική και αμυντική ένωση με τον πάπα» (facoltà autentica per poter capitolare e stabilir lega offensiva e defensiva col Papa). Οι όροι αυτής τής συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας έπρεπε να δεσμεύουν τόσο τον βασιλιά όσο και τον πάπα στην εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών τους, όπως αυτές ορίζονταν στο κονκορδάτο.

Ο Ρουσελλαί έπρεπε, επιπλέον, να πει στον βασιλιά, ότι ο καρδινάλιος Καράφα είχε στα Αμπρούτζι τέτοιο σύστημα παρακολούθησης και κατασκοπείας, που η μεγαλειότητά του θα μπορούσε σύντομα να γίνει κύριος αυτής τής επαρχίας. Οι Καράφα (Καραφέσκι) είχαν πολλούς συγγενείς και αμέτρητο αριθμό φίλων στη Νάπολη και σε άλλα μέρη τού βασιλείου, που θα έπαιρναν τα όπλα όταν ερχόταν η ώρα. Ο Ερρίκος έπρεπε να στείλει έναν εξ αίματος πρίγκηπα στη Ρώμη το συντομότερο δυνατό, με πλήρη εξουσιοδότηση να ενεργεί και με χρήματα αρκετά για να το πράξει. Τόσο ο βασιλιάς όσο και ο πάπας έπρεπε να προσπαθήσουν να φέρουν στη συμμαχία τους τον Έρκολε Β’, δούκα τής Φερράρας, και πάνω απ’ όλα τη Δημοκρατία τής Βενετίας. Έπρεπε να υποσχεθούν στους Ενετούς αρκετά και να προσπαθήσουν επιτέλους να τούς παρακινήσουν να εκδικηθούν τούς Αψβούργους (που καταπατούσαν τις ενετικές αξιώσεις στο Φριούλι).

Οι Καράφα είχαν ήδη κάνει αρκετά και βρίσκονταν ακόμη στη δουλειά. Ο δούκας τού Ουρμπίνο είχε πάρει εντολή να είναι έτοιμος με έξι χιλιάδες πεζούς στρατιώτες και τριακόσιους ιππείς. Ακόμη 10.000 πεζοί και 300 ιππείς ήταν δυνατό να στρατολογηθούν και να ετοιμαστούν στα παπικά κράτη, με όλο το απαραίτητο πυροβολικό και πυρομαχικά. Ο Ρουσελλαί έπρεπε να ευχαριστήσει τον βασιλιά για τα 50.000 σκούδα τα οποία οι εκπρόσωποί του στη Ρώμη είχε ήδη δώσει στην Αγία Έδρα και να τον παροτρύνει να μην αποθαρρύνεται σε καμία περίπτωση. Ήταν αλήθεια ότι οι Καράφα δεν είχαν ακόμη συγκεντρώσει αρκετά χρήματα, επειδή ο πάπας δεν είχε θελήσει να επιβαρύνει τούς ανθρώπους πολύ σύντομα. Επίσης δεν είχε θελήσει να αποκαλύψει τις προθέσεις του, αλλά όταν ερχόταν η ώρα δεν θα υπήρχε έλλειψη χρημάτων, ούτε έλλειψη τρόπων για να παρθούν περισσότερα.

Ο Ερρίκος έπρεπε να συγχωρήσει τον καρδινάλιο Καράφα που δεν είχε συζητήσει τα θέματα αυτά με τον καρδινάλιο Ζαν ντυ Μπελλαί, αλλά ο τελευταίος είχε γίνει τόσο οικείος με τον καρδινάλιο Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, τον «εντελώς φιλο-αυτοκρατορικό» (tutto imperiale), που δεν μπορούσε να τον εμπιστευθεί. Μάλιστα ο Ρουσελλαί θα μπορούσε να υπαινιχθεί, ότι με πρόσχημα να επιτρέψει στον ντυ Μπελλαί να απολαύσει και πάλι τη διαμονή του στην πατρίδα του, η μεγαλειότητά του θα μπορούσε να τον ανακαλέσει από τη Ρώμη. Όμως έπρεπε να επαινεθεί ο πρέσβης Ζαν ντ’ Αβανσόν (Αλανζόν), για το σθένος του και για την ικανοποίηση που πρόσφερε στην παπική κούρτη. Οι Καράφα θα άφηναν τώρα την επόμενη κίνηση στον Ερρίκο. Αν έστελνε αυτός τον καρδινάλιο Φρανσουά ντε Τουρνόν, όπως κάποιοι έλεγαν ότι σχεδίαζε να κάνει, ο Ερρίκος μπορούσε να είναι βέβαιος, ότι οι Καράφα θα ασχολούνταν μαζί του με πλήρη εμπιστευτικότητα.72

Θα αποκαλυπτόταν αργότερα, όταν ο Κάρλο Καράφα παραπέμφθηκε σε δίκη στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1560, κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Πίου Δ’, ότι ένας από τούς κύριους σκοπούς τής αποστολής Ρουσελλαί στη Γαλλία ήταν να εξασφαλίσει, ότι ένας συνδυασμός τού γαλλικού και τού τουρκικού στόλου θα επιτίθετο στους Ισπανούς στο ναπολιτάνικο βασίλειο και στη Σικελία, αν και όταν επερχόταν ρήξη μεταξύ Αψβούργων και Αγίας Έδρας.73

Τρεις ημέρες μετά την αναχώρηση τού Ρουσελλαί για τη Γαλλία οι έξι Ενετοί απεσταλμένοι, που είχαν επιλεγεί για να υποβάλουν την υπακοή τής Σινιορίας στον πρόσφατα εκλεγμένο ποντίφηκα, εισέρχονταν επίσημα στη Ρώμη (την Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 1555). Την επόμενη μέρα ένας απεσταλμένος των Ιωαννιτών υπέβαλε την υπακοή τού Τάγματος, δικαιολογώντας την καθυστερημένη άφιξή του, γιατί οι Ιππότες είχαν εμπλακεί σε ναυτική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα είχαν συλλάβει ένα τουρκικό πλοίο τη μέρα ακριβώς που έμαθαν για πρώτη φορά για την εκλογή τής Αγιότητάς του και το εξέλαβαν ως καλό οιωνό για το μέλλον. Ο απεσταλμένος των Ιπποτών αναφέρθηκε στον επίπονο και δαπανηρό αγώνα τού Τάγματος για λογαριασμό τής Χριστιανοσύνης, φροντίζοντας επίσης να επαινέσει τη μόρφωση και την ευσέβεια τού νέου πάπα, ο οποίος έδωσε την αναμενόμενη ευγενική ανταπάντηση στη ρητορική προσπάθεια τού απεσταλμένου.

Οι Ρωμαίοι ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση, την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα, τού Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα. Όμως πριν φύγει από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, ο Γκουίντο Ασκάνιο είχε υποχρεωθεί να καταβάλει μεγάλο ποσό —ο Μασσαρέλλι μιλά για 150.000 σκούδα και ο Νόρες για 300.000— ως εγγύηση ότι δεν θα έφευγε από τη Ρώμη χωρίς τη γραπτή άδεια τού πάπα. Έπρεπε να είναι απόλυτα υπάκουος. Διαφορετικά κινδύνευε να χάσει όχι μόνο την οικονομική εγγύηση, αλλά όλα τα αξιώματα, τα εκκλησιαστικά επιδόματα και τούς τίτλους του, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και εκείνου τού καρδινάλιου.

Δόθηκε στον Γκουίντο Ασκάνιο να καταλάβει, ότι χρωστούσε την ελευθερία του εξ ολοκλήρου στην καλοήθη γενναιοδωρία τού πάπα, όχι στην απαίτηση οποιουδήποτε ηγεμόνα, δηλαδή όχι στη μεσολάβηση τού Καρόλου Ε’. Μάλιστα εκείνοι που είχαν προσπαθήσει να τον βοηθήσουν, τον είχαν βάλει απλώς σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Τουλάχιστον έτσι είπαν στον Γκουίντο Ασκάνιο. Στο εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου ο πάπας τού επιτέθηκε και πάλι «με σκληρά και αυστηρά λόγια» (con parole aspre e severe), προειδοποιώντας τον να βαδίζει σε ευθύ και στενό μονοπάτι, να εγκαταλείψει τον πολιτικό κομματισμό του και να ζει τη ζωή τού Σαν καλός εκκλησιαστικός. Η ελάχιστη παράβαση των εντολών του, είπε ο πάπας στον Γκουίντο Ασκάνιο, θα τον οδηγούσε να λάβει τέτοια μέτρα εναντίον τού καρδινάλιου, που θα τον άφηναν χωρίς καμία ελπίδα χάρης. Στις 22 Σεπτεμβρίου απελευθερώθηκε επίσης από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο ο Καμίλλο Κολόννα.74

Η ενετική πρεσβεία υπακοής έγινε δεκτή σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου (1555) στην αίθουσα βασιλικής υποδοχής τού Παλάτσο Σαν Μάρκο, τώρα Παλάτσο Βενέτσια. Ο Μπερνάρντο Ναβαγκέρο, ο οποίος επρόκειτο να παραμείνει στη Ρώμη ως πρέσβης τής Σινιορίας, έκανε «διαφανέστατη ομιλία» (luculentissima oratio), γεμάτη από τη χαρά των Ενετών που μάθαιναν για την ανύψωση τού Παύλου στον παπικό θρόνο και όχι λιγότερο γεμάτη από θαυμασμό για την ευσέβειά του, τη μόρφωση και τον χαρακτήρα του, στα οποία όλα ο Παύλος δυσκολεύτηκε να απαντήσει. Ήταν τόσο βραχνός, που μιλούσε μετά βίας, αλλά κατάφερε να επαινέσει τη νομιμοφροσύνη των Ενετών προς την Αγία Έδρα και την άξια αφοσίωσή τους στην πίστη. Δέχτηκε δύο φορές τούς έξι απεσταλμένους με πολύ ευχάριστο και καλοκάγαθο τρόπο, «που τον φίλησαν στο πόδι και στο στόμα» (ad osculum pedis et oris). Εξαιρετικά μεγάλο πλήθος είχε συγκεντρωθεί στην αίθουσα για να δει την περίπτωση, σύμφωνα με τον Μασσαρέλλι, γιατί οι απεσταλμένοι ήσαν όλοι άνδρες τής κατάλληλης ηλικίας, ευγένειας και αξιοπρέπειας. Επίσης ήσαν όμορφα και ακριβά ντυμένοι.

Ο Μασσαρέλλι σημειώνει ότι ο Παύλος προσπαθούσε να δείξει την εκτίμηση και την αγάπη του για τη Δημοκρατία με πολλούς τρόπους, ιδιαίτερα με την καλοσύνη του προς τούς απεσταλμένους, στους οποίους παρέθεσε ένα υπέροχο, «πραγματικά αρχιερατικό» δείπνο (στις 26 Σεπτεμβρίου) στη μεγάλη αίθουσα τού Παλάτσο Σαν Μάρκο. Στο δείπνο ο Παύλος είχε προσκαλέσει επίσης τούς καρδινάλιους Φραντσέσκο Πιζάνι, Ρανούτσιο Φαρνέζε, Τζιανμικέλε Σαρακένι, Αλεσσάντρο Φαρνέζε, Νικκολό Γκαετάνο ντι Σερμονέτα, Τζάκοπο Σαβέλλι και Κάρλο Καράφα. Όταν τελείωσε το δείπνο τα είπαν όλα μυστικά και ο πάπας άκουσε αυτά που είχαν να πουν.75

Ο Παύλος Δ’ βρισκόταν σε φιλοπόλεμη διάθεση όταν συγκάλεσε εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 2 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με επιστολή τού Μπερνάρντο Ναβαγκέρο προς τον δόγη Φραντσέσκο Βενιέρ και τη Γερουσία, ο πάπας είχε την πρόθεση να πει στους καρδινάλιους, ότι τώρα επρόκειτο να επιτεθεί πρώτος, πριν από κίνηση των φιλο-αυτοκρατορικών εναντίον τής Αγίας Έδρας. Όμως ο καρδινάλιος Τζιαννάντζελο Μέδικος διαμαρτυρήθηκε, επισημαίνοντας ότι ως οικουμενικός πατέρας ο Παύλος ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να κάνει ειρήνη μεταξύ Καρόλου και Ερρίκου Β’. Αν επιτίθετο σε έναν από αυτούς ως υποστηρικτής τού άλλου, θα βρίσκονταν όλοι σε απελπιστική κατάσταση.

Ο πάπας υπέκυψε στην έκκληση τού Μέδικου «προς όφελος αυτής τής Αποστολικής Έδρας και τής Ιταλίας» και διόρισε επιτροπή επτά καρδιναλίων. Ο Ναβαγκέρο σημειώνει ότι έξι από τούς επτά ήσαν φιλο-αυτοκρατορικοί, οι Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, Όττο φον Τρούκσες, Τζιοβάννι Μορόνε, Μπαρτολομέ ντε λα Κουέβα και ο ίδιος ο Τζιανάντζελο Μέδικος. Ο έβδομος ήταν ο Κάρλο Καράφα, ο οποίος θα παρακολουθούσε τούς άλλους. Η επιτροπή πήρε σοβαρά την υπευθυνότητά της, συναντώντας κατά περίπτωση τον Δον Φερνάντο Ρούϊθ ντε Κάστρο, τον μαρκήσιο τής Σαρρία, πρέσβη τού Καρόλου Ε’ στην παπική κούρτη. Ο Σαρρία ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος, επειδή παπικοί εκπρόσωποι υπέκλεπταν επιστολές των φιλο-αυτοκρατορικών μεταξύ Ρώμης και Νάπολης.76

Ο Άντζελο Μασσαρέλλι, ο οποίος ήταν παπικός γραμματέας, παρέχει τη σύνθεση τής παπικής-αυτοκρατορικής επιτροπής κάπως διαφορετικά. Τονίζει επίσης την ειλικρινή επιθυμία τού πάπα να αποφευχθεί η σύγκρουση:

Ο πάπας δεν αγνόησε κανένα μέσο για να επιφέρει την ειρήνη μεταξύ τού ιδίου και των φιλο-αυτοκρατορικών. Για τον λόγο αυτό, πέρα από πολλές άλλες χειρονομίες, επέλεξε επίσης έξι καρδινάλιους —και σχεδόν όλους από τη φιλο-αυτοκρατορική παράταξη, προκειμένου να καταστήσει σαφές, ότι καθόλου δεν δυσπιστούσε απέναντί τους [!]— αναθέτοντας σε αυτούς το καθήκον να βρουν τρόπο, που θα εξασφάλιζε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ τής Αγιότητάς του και τού Καίσαρα. Οι καρδινάλιοι ήσαν οι Κάρπι, Σαντιάγο, Μορόνε, ντε λα Κουέρβα, Σαρακένι και Καράφα. Συναντιούνταν καθημερινά μεταξύ τους [και] προσθέτοντας ακόμη και τον αυτοκρατορικό πρέσβη [Σαρρία], συζητούσαν το πρόβλημα με μεγάλη λεπτομέρεια και τελικά μετέτρεψαν τα ζητήματα σε συγκεκριμένους όρους.77

Ο ηλικιωμένος ποντίφηκας, ο οποίος φαινόταν ότι είχε πέσει σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό την επιρροή τού καρδινάλιου-ανηψιού του, πετιόταν πέρα-δώθε. Στις 4 Οκτωβρίου ο Γκουϊντομπάλντο ντέλλα Ρόβερε, ο δούκας τού Ουρμπίνο, πέρασε πολύ χρόνο με τον πάπα, όπως ο ίδιος ενημέρωσε τον Ναβαγκέρο την επόμενη μέρα, προειδοποιώντας την Αγιότητά του για «όλες τις περιπέτειες που ενδεχομένως θα προέκυπταν από τον πόλεμο». Ο Παύλος φάνηκε εντυπωσιασμένος και ευγνώμων με την ειλικρίνεια τού ντέλλα Ρόβερε. Ο Ναβαγκέρο έγραψε αμέσως στον δόγη και στο Συμβούλιο των Δέκα, ότι

ο δούκας λέει ότι δεν ξέρει πόσα μπορεί να υποσχεθεί στον εαυτό του από τον πάπα σε αυτό το ζήτημα, γιατί αν και είδε ότι η Αγιότητά του είχε κλίση προς την ειρήνη, ο ίδιος από την άλλη πλευρά αντιλήφθηκε, ότι ο καρδινάλιος Καράφφα ήταν στραμμένος προς τον πόλεμο και κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τραβήξει τον πάπα σε αυτόν, ακριβώς επειδή η σεβασμιότατη εξοχότητά του έχει διαβεβαιώσει τον βασιλιά τής Γαλλίας για την ελπίδα του, ότι ο πάπας θα ενωθεί και θα συμμαχήσει με τη χριστιανικότατη μεγαλειότητά του.

Ο δούκας τού Ουρμπίνο είπε επίσης στον Ναβαγκέρο, ότι θα άφηνε να γίνει σαφώς κατανοητό, ότι θα διακινδύνευε τη ζωή του και το κράτος του για τον πάπα σε αμυντικό πόλεμο. Όμως αν οι Καράφα επρόκειτο να ξεκινήσουν επιθετικό πόλεμο, εισβάλλοντας σε φιλο-αυτοκρατορικά εδάφη, ο δούκας δεν θα έμπαινε στο πεδίο τής μάχης με «ανειδίκευτα και άτακτα ιταλικά στρατεύματα, με κίνδυνο να χάσει τη φήμη του». Υπό αυτές τις συνθήκες θα υπηρετούσε τον πάπα, αλλά η Αγιότητά του έπρεπε να αναθέσει τη διοίκηση σε κάποιον άλλο. Με κατάλληλες δυνάμεις —τις οποίες προφανώς δεν έβλεπε διαθέσιμες— ο ντέλλα Ρόβερε θα έκανε το καθήκον του.78 Με άλλα λόγια, αν μπορούσε να το πετύχει, ο Γκουϊντομπάλντο ντέλλα Ρόβερε δεν θα πήγαινε σε πόλεμο εναντίον τού αυτοκράτορα.

Το πρωί τής 8ης Οκτωβρίου (1555) ο καρδινάλιος Κάρλο Καράφα έστειλε μήνυμα στον Ναβαγκέρο, ζητώντας τού να έρθει στο Ανάκτορο τού Βατικανού γύρω στις 4 μ.μ., γιατί ο πάπας ήθελε να τον δει. Την καθορισμένη ώρα ο Ναβαγκέρο βρήκε ενώπιον τής παπικής παρουσίας τούς καρδιναλίους Κάρπι, Μινιανέλλι, Σαρακένι και Τζιανάντζελο Μέδικο. Ο Άγγλος πρεσβευτής, ο Σερ Έντουαρντ Καρν, σύντομα εμφανίστηκε επίσης και στη συνέχεια ήρθαν ένας-ένας οι καρδινάλιοι ντε λα Κουέρβα, Φρανσίσκο ντε Μεντόζα υ Μπομπαντίγια, Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, φον Τρούκσες, Πουτέο και Καράφα. Περιτριγυρισμένος από φιλο-αυτοκρατορικούς, ο Παύλος Δ’ δήλωσε ότι σκευωρίες κατά τής ζωής του και κατά τής ζωής των συγγενών του τον ανάγκαζαν να πάρει τα όπλα,

και τα λόγια δεν θα μάς πείσουν να αφοπλιστούμε, γιατί θυμόμαστε όλοι μας πολύ καλά τι συνέβη στον πάπα Κλήμεντα, ο οποίος, έχοντας λάβει καλά λόγια από τούς εκπροσώπους τού παρόντος αυτοκράτορα, είχε μόλις διαλύσει τούς στρατιώτες του όταν πραγματοποιήθηκε η φρικτή κατάληψη τής Ρώμης και εκείνη η μοιραία και φοβερή άλωση, τής οποίας δεν υπήρξε ίσως ποτέ καμιά πιο σκληρή, ούτε πιο άδικη…. Αυτή η δυστυχισμένη και μίζερη πόλη αλώθηκε επί δέκα συνεχόμενους μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ρώμη υπέμεινε κάθε είδους τυραννική βία…. Γνωρίζουμε καλά ότι οι δυνάμεις μας είναι αδύναμες, αλλά η υπόθεσή μας είναι εκείνη τού Θεού, ο οποίος ίδρυσε αυτή την Αποστολική έδρα και εμείς θα την υπερασπιστούμε…. Η σκέψη μας είναι εντελώς στραμμένη προς την ειρήνη, δεν θα κάνουμε πόλεμο, εκτός αν προκληθούμε και παρακινηθούμε από ανάγκη….

Ο πάπας είπε στους πρέσβεις —της Αγγλίας και τής Βενετίας— ότι είχε επιλέξει να είναι ειλικρινής παρουσία τους, «ώστε να μπορέσετε να ενημερώσετε τούς ηγεμόνες σας για τα ανωτέρω». Οι καρδινάλιοι στράφηκαν προς τον Σερ Έντουαρντ Καρν, τον πρεσβευτή τού «γαληνότατου βασιλιά τής Αγγλίας», δηλαδή τού Φιλίππου [Β’]. Ο Καρν είπε ότι θα γράψει στον βασιλιά. Ο Ναβαγκέρο, όταν οι καρδινάλιοι κοίταξαν τον ίδιο, «ευχαρίστησε την Αγιότητά του γι’ αυτή την εμπιστευτική επικοινωνία». Ζητήθηκε από τούς πρεσβευτές να φύγουν. Ο καρδινάλιος Μορόνε είχε φτάσει εγκαίρως για να ακούσει μέρος τουλάχιστον τού παπικού λίβελλου.79 Ο καρδινάλιος Καράφα βάδιζε στον δρόμο του. Ο Παύλος Δ’ κινιόταν προς πόλεμο.

Οι συλλήψεις τού Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα και τού Καμίλλο Κολόννα είχαν προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στην αυτοκρατορική αυλή στις Βρυξέλλες. Η κατάσχεση των εδαφών τού Μαρκ’ Αντόνιο, ιδιαίτερα τού Παλιάνο, είχε προσθέσει λάδι στη φωτιά. Για τον Αντουάν Περρενώ ντε Γκρανβέλ, τον επίσκοπο τού Αρράς, κύριο σύμβουλο τού Καρόλου Ε’, υπήρχε επίσης η άποψη ότι υποστήριζε τον πόλεμο κατά τού πάπα και την κατάσχεση των παπικών κρατών (e far ogni sforzo per levargli lo stato), σύμφωνα με τον Πιέτρο Νόρες, γιατί ο Γκρανβέλ υποστήριζε, ότι όσο ο πάπας ασκούσε κοσμική εξουσία, ούτε ο αυτοκράτορας, ούτε ο γιος του θα ήσαν ποτέ χωρίς προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση τέτοιες ήσαν οι αναφορές που έφταναν στη Ρώμη. Το βράδυ τής 30ής Σεπτεμβρίου ο πάπας κάλεσε τον καρδινάλιο Αλεσσάντρο Φαρνέζε και τον Γάλλο πρεσβευτή ντ’ Αβανσόν. Τούς είπε ότι επρόκειτο «να τα σπάσει με τούς φιλο-αυτοκρατορικούς», για να προστατεύσει τη δική του ζωή και τις ζωές των ανηψιών τού Κάρλο, Τζιοβάννι και Αντόνιο Καράφα. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έστηναν δηλητηριώδεις παγίδες γι’ αυτούς, για τον ένα μετά τον άλλο.

Ο Γάλλος πρεσβευτής ντ’ Αβανσόν ήταν γεμάτος σιγουριά. Ο ευγενής κυρίαρχός του, ο Ερρίκος Β’, ήταν έτοιμος να σταθεί στο πλευρό τού απειλούμενου πάπα «και να διαθέσει το κράτος, τις δυνάμεις και την ίδια τη ζωή του γι’ αυτόν» (e ad esporre lo stato, le forze, e la propria vita per lui). Ευχαριστώντας τον ντ’ Αβανσόν, ο Παύλος Δ’ ανέφερε ότι είχε έρθει η ώρα για δράση. Οι Γάλλοι δεν έπρεπε πια να καθυστερούν την βοήθεια που τού είχαν υποσχεθεί. Ο Παύλος πρόσθεσε ότι έλπιζε να δει σύντομα έναν από τούς γιους τού Ερρίκου βασιλιά τής Νάπολης και έναν άλλο δούκα τού Μιλάνου. Η περιγραφή τού Νόρες επιβεβαιώνεται από την επιστολή που έγραψε ο ντ’ Αβανσόν στον Ερρίκο Β’ την 1η Οκτωβρίου (1555), μία μέρα μετά την αξέχαστη ακρόασή του με τον πάπα.80

Ύστερα από αυτή τη συνεδρίαση με τον πάπα οι καρδινάλιοι Καράφα και Φαρνέζε και ο πρεσβευτής ντ’ Αβανσόν συνάντησαν τον Οττάβιο Φαρνέζε, δούκα τής Πάρμας, στο διαμέρισμα τού παπικού «αρχιθαλαμηπόλου» (maestro di camera). Όπως ενημέρωσε ο ντ’ Αβανσόν τον Ερρίκο Β’, μίλησαν μέχρι περίπου τις 10 μ.μ. (jusques à quatre heures de nuit). Ο πρεσβευτής ανέφερε επίσης, ότι ο πάπας εμπιστευόταν τον δούκα τής Πάρμας «περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο», λόγω τής αφοσίωσης τής Πάρμας στη Γαλλία. Πάρθηκε απόφαση να στείλουν τον δούκα τού Ουρμπίνο, ο οποίος αναμενόταν στη Ρώμη την επόμενη μέρα (1η Οκτωβρίου), στα σύνορα τού ναπολιτάνικου βασιλείου (Regno), με εννέα χιλιάδες πεζούς και τούς απαιτούμενους ιππείς, σύμφωνα με τον Νόρες. Ο δούκας τής Πάρμας έπρεπε να πάει στο Πιτιλιάνο, για να προσλάβει στρατεύματα τόσο στο δικό του όνομα, όσο και σε εκείνο τής Εκκλησίας. Ο ντ’ Αβανσόν λέει ότι ο Πάρμα έπρεπε να συγκεντρώσει τέσσερις ή πέντε χιλιάδες στρατιώτες. Ο Νόρες, ο οποίος είναι πολύ καλά ενημερωμένος, αλλά μερικές φορές παρεκκλίνει σε σφάλμα, μιλά για σαράντα χιλιάδες, το οποίο αποτελεί σαφώς παραδρομή (lapsus calami vel mentis). Συνολικά οι δυνάμεις που θα συγκέντρωναν άμεσα οι Πάρμα και ντ’ Αβανσόν, σύμφωνα με τον τελευταίο, έπρεπε να αριθμούν δεκαοκτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους διακόσιους ιππείς. Τέλος ο ντ’ Αβανσόν και ο Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα έπρεπε να βρίσκονται μαζί κάθε μέρα και να προετοιμάσουν το ταχύτερο δυνατόν το σχέδιο μιας συνθήκης συμμαχίας (i capitoli della liga) μεταξύ Γαλλίας και Αγίας Έδρας.

Tώρα πια τα σχέδια προχωρούσαν με μεγαλύτερη ταχύτητα παρά λογική. Τα άρθρα τής συμμαχίας ήσαν έτοιμα σε λίγες ημέρες και στις 13 Οκτωβρίου (1555) οι Παύλος Δ’ και Ζαν ντ’ Αβανσόν τα υπέγραψαν σε συνάντηση στο Παλάτσο Σαν Μάρκο. Σχηματιζόταν έτσι ένωση και συνομοσπονδία μεταξύ τής Αποστολικής Έδρας και τού χριστιανικότατου βασιλιά, γιατί ο ντ’ Αβανσόν υποσχόταν, ότι η μεγαλειότητά του θα υπέγραφε τα άρθρα τής συμφωνίας εντός τής ταχθείσας προθεσμίας των σαράντα ημερών. Τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου ένα έμπιστο μέλος τού προσωπικού τού ντ’ Αβανσόν έσπευσε ολοταχώς στη γαλλική αυλή με κείμενα τής συνθήκης για την υπογραφή τού Ερρίκου Β’.81

Είναι απίθανο να ήξερε ο Μασσαρέλλι τι συνέβαινε. Στο ημερολόγιό του δεν υπάρχει καμία αναφορά στη συμφωνία τής 13ης Οκτωβρίου, αλλά ο ίδιος λέει ότι «πρόθεση τού πάπα ήταν να προσπαθεί να μην τραυματίζει κανέναν και να ζει σε ειρήνη με όλους τούς ανθρώπους, έτσι ώστε ακόμη και αν αυτός είχε προκληθεί με πολλούς τρόπους, έχει παρ’ όλα αυτά κάνει πάντοτε συνολική προσπάθεια για ειρήνη». Αυτή είναι η εγγραφή τού Μασσαρέλλι για το Σάββατο 15 Οκτωβρίου, ημέρα κατά την οποία αναφέρει, ότι «γίνεται ειρήνη μεταξύ τής Αγιότητάς του και των φιλο-αυτοκρατορικών, με την κατάργηση όλων εκείνων των εμποδίων, που έδειχναν να την παρεμποδίζουν με οποιονδήποτε τρόπο».82 Η επιτροπή των καρδιναλίων φαίνεται ότι είχε καταφέρει να σπρώξει κάτω από το χαλί τις διαφορές που χώριζαν τούς φιλο-αυτοκρατορικούς από τούς Καράφα.

Ο Παύλος Δ’ είχε καθυστερήσει τη συνήθη μεγαλοπρεπή τελετή τής «ανάληψης κατοχής» τού Λατερανού μέχρι τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, όταν

ξεκίνησε από το Παλάτσο Σαν Μάρκο, στο οποίο πέρασε το καλοκαίρι, προς την Εκκλησία τού Λατερανού με τη συνηθισμένη επίσημη πομπή, συνοδευόμενος από τούς καρδιναλίους και όλους τούς αξιωματούχους τής κούρτης, καθώς και από τούς στρατιώτες τού Ρωμαϊκού Λαού (Populus Romanus) των δεκατριών περιφερειών τής πόλης. Όταν ειπώθηκε προσευχή μέσα στην ίδια την Εκκλησία, [ο πάπας] ανέβηκε στο παρεκκλήσι που ονομάζεται Άγια των Αγίων (Sancta Sanctorum) [τώρα στο κεφαλόσκαλο τής Scala Santa] και ευλόγησε όλους τούς ανθρώπους μαζί από την αψίδα που είχε χτίσει ο Βονιφάτιος Η’ και έβλεπε προς την πλατεία. Στη συνέχεια, με την ίδια σειρά [τής πομπής], επέστρεψε στο σπίτι του στο Σαν Μάρκο.83

Μια επιστολή τού Φλωρεντινού απεσταλμένου Αβεράρντο Σερριστόρι μάς πληροφορεί, ότι όταν ο Παύλος επέστρεψε στο Παλάτσο Σαν Μάρκο, παρέθεσε μεγάλο συμπόσιο στους καρδιναλίους και τούς πρέσβεις. Μετά το δείπνο κάλεσε τον αυτοκρατορικό πρέσβη, τον μαρκήσιο τής Σαρρία, και τού είπε ότι εκείνη τη μέρα ή την επόμενη ο ανηψιός του Δον Αντόνιο Καράφα θα έφευγε για να αποσύρει τα παπικά στρατεύματα από τη ναπολιτάνικη μεθόριο. Ναι, ο Σαρρία μπορούσε να βασίζεται σε αυτό. Επιπλέον η Αγιότητά του επρόκειτο να στείλει σημείωμα στον Οττάβιο Φαρνέζε να μην προσλαμβάνει άλλους στρατιώτες από τα παπικά κράτη ή από το Κάστρο και να μη συγκεντρώνει άλλες προμήθειες. Η είδηση έκανε τον Σαρρία να πιστεύει, ότι ζούσε «την πιο όμορφη μέρα στον κόσμο» (la più bella giornata del mondo) και ήταν γεμάτος «άπειρη χαρά».84

Ένα νέο κεφάλαιο στις παπικές-αυτοκρατορικές σχέσεις θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει με την άφιξη στη Ρώμη τού Δον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα στις 31 Οκτωβρίου (1555). Ο Γκαρσιλάσσο ήρθε ως ειδικός απεσταλμένος τού Καρόλου και τού Φιλίππου [Β’]. Τον συνάντησαν ο μαρκήσιος τής Σαρρία και ο Τζιοβάννι Καράφα ντι Μοντόριο. Ο Ναβαγκέρο πίστευε ότι ο απεσταλμένος είχε έρθει για να ζητήσει την αποκατάσταση τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, καθώς και την απελευθέρωση τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα και τού Καμίλλο Κολόννα από τις βαριές οικονομικές εγγυήσεις, τις οποίες έπρεπε να προσκομίσουν στον πάπα για την απελευθέρωσή τους από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Όμως δύο μέρες αργότερα, ο Παύλος Δ’ έλεγε στον Ναβαγκέρο, ότι αν και ο ίδιος δεν είχε ακόμη υποδεχτεί τον Δον Γκαρσιλάσσο, καταλάβαινε ότι οι οδηγίες που είχε ο απεσταλμένος ήσαν «πολύ ήπιες» (molto dolci).85 Ο Γκαρσιλάσσο θα ανακοίνωνε επισήμως την παράδοση τής Ολλανδίας από τον Κάρολο στον γιο του Φίλιππο, ενώ, δεδομένου ότι και οι δύο είχαν ακούσει για στρατολόγηση στρατευμάτων τού πάπα, ο Γκαρσιλάσσο θα διαβεβαίωνε την Αγιότητά του για τις ειρηνικές προθέσεις των Αψβούργων και για την αφοσίωσή τους προς την Αγία Έδρα.

Στη Ρώμη, όπως και σε άλλα μέρη και σε άλλες εποχές, οι πρεσβευτές πήγαιναν να δουν ο ένας τον άλλο. Υπήρχε ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ τού Δον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα και τού Φλωρεντινού απεσταλμένου Αβεράρντο Σερριστόρι, για τον προφανή λόγο ότι οι Αψβούργοι και οι Μέδικοι ήσαν καλοί φίλοι. Ο Γκαρσιλάσσο είπε στον Σερριστόρι (στις 8 Νοεμβρίου), ότι η πρώτη ακρόασή του από τον πάπα δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε κυλίσει πιο ομαλά, «με τόση γλυκύτητα και με τέτοια λόγια αγάπης» (con tanta dolcezza e con parole così amorevoli). Όταν ο Γκαρσιλάσσο εξέφρασε έκπληξη που ο πάπας αύξανε τις στρατιωτικές του δυνάμεις, ο τελευταίος τού είπε ότι απλώς προσπαθούσε να διατηρήσει εκείνο το λίγο που είχε απομείνει από τα παπικά κράτη, «βλέποντας ότι οι υποτελείς και οι δουλοπάροικοί του ακολουθούσαν μια πορεία, προσπαθώντας πάρα πολύ σκληρά να γίνουν οι ίδιοι κύριοι [των εν λόγω κρατών], πράγμα που αποτελούσε προσβολή για την Αγιότητά του και καθόλου πλεονέκτημα για τον λαό».86

Στις 12 Νοεμβρίου ο Ενετός πρεσβευτής Ναβαγκέρο επισκέφτηκε τον Δον Γκαρσιλάσσο. Η ισπανική κυβέρνηση στη Νάπολη είχε δείξει αρκετή αυτοσυγκράτηση στην αντιμετώπιση τού οξύθυμου ποντίφηκα. Ο ίδιος ο Γκαρσιλάσσο έκανε στον Ναβαγκέρο μακρά διάλεξη για τούς φιλικούς σκοπούς τής αποστολής του στη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια αυτής τής διάλεξης είπε: «Αυτός ο καλός γέρος δεν αντιλαμβάνεται, ότι όταν εκείνος χτυπούσε τα τύμπανα και συγκέντρωνε στρατεύματα, οι δυνάμεις τού αυτοκράτορα στο βασίλειο τής Νάπολης και στην Τοσκάνη ίσως χρησιμοποιούσαν κάτι περισσότερο από λόγια».87 Την επόμενη μέρα ο Γκαρσιλάσσο είχε μια κάπως δυσάρεστη συνάντηση με τον καρδινάλιο Καράφα, ο οποίος απέρριψε την ισπανική προσφορά σύνταξης 4.000 δουκάτων και ξεκαθάρισε ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα δεν επρόκειτο να επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή του (status quo ante), ούτε θα υπήρχε μείωση ή άρση των βαριών εγγυήσεων, που είχαν δώσει στον Σάντα Φιόρα και σε κάποιους άλλους φιλο-αυτοκρατορικούς την ελευθερία να κινούνται τουλάχιστον στην πόλη τής Ρώμης.88 Αν και η γλυκομίλητη γοητεία τού Γκαρσιλάσσο είχε κάνει θετική εντύπωση στον πάπα, οι Ισπανοί δεν έβγαλαν τίποτε ούτε με τον πάπα ούτε με τον Καράφα.

Τώρα πια ο Παύλος Δ’ και ο καρδινάλιος-ανηψιός είχαν αναμείνει για περισσότερο από ένα μήνα την απάντηση τού Ερρίκου Β’ στην προσφερθείσα συμμαχία με την Αγία Έδρα. Τελικά στις 21 και 22 Νοεμβρίου (1555) οι καρδινάλιοι Σαρλ ντε Γκυζ και Φρανσουά ντε Τουρνόν ήρθαν στη Ρώμη ως απεσταλμένοι τού Ερρίκου. Ο Σαρλ ονομαζόταν καρδινάλιος τής Λωρραίνης, ενώ ο νεότερος αδελφός του Λουί ήταν γνωστός ως καρδινάλιος τής Γκυζ. Ήσαν γιοι τού Κλωντ τής Λωρραίνης (πέθανε το 1550), τού πρώτου δούκα τού Γκυζ και αδελφοί τής Μαρί, τής μητέρας τής βασίλισσας Μαρίας τής Σκωτίας. Ήσαν επίσης αδελφοί τού Φρανσουά, δεύτερου δούκα τού Γκυζ, ο οποίος είχε υπερασπιστεί το Μετς εναντίον τού Καρόλου Ε’ (το 1552). Ο Φρανσουά είχε παντρευτεί την Άννα ντ’ Έστε, κόρη τού δούκα Έρκολε Β’ τής Φερράρας και τής Ρενέ τής Γαλλίας, τής Καλβινίστριας κόρης τού Λουδοβίκου ΙΒ’.

Πριν από την άφιξη των Σαρλ ντε Γκυζ και Τουρνόν στη Ρώμη, είχε γίνει κάποια συζήτηση για το πού να εύρισκαν διαμέρισμα για τον Γκυζ, στον οποίο έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα να αποδοθεί κάποια ειδική τιμή. Ο φιλο-αυτοκρατορικός καρδινάλιος Κάρπι, ο οποίος ήταν τότε ένας από τούς τρεις ή τέσσερις καρδινάλιους-ιεροεξεταστές, πρότεινε σαρκαστικά, ότι η Ιερά Εξέταση θα παρείχε πάντοτε κατάλυμα γι’ αυτόν, προσπαθώντας έτσι να θέσει υπό αμφισβήτηση την ορθοδοξία τού σεβασμιότατου καρδινάλιου τής Λωρραίνης. Η παρατήρηση εξόργισε τον Γκυζ και τον Γάλλο πρεσβευτή Ζαν ντ’ Αβανσόν. Ντρόπιασε και ενόχλησε τον Παύλο Δ’, ο οποίος ήταν προφανώς πιο πρόθυμος να βρίσκει αιρετικούς τούς φιλο-αυτοκρατορικούς καρδινάλιους, όπως τον Πολ και τον Μορόνε.89

Ο πάπας και οι Καράφα επιφύλαξαν στους Γκυζ και Τουρνόν σχεδόν βασιλικό καλωσόρισμα στη Ρώμη. Δαπανήθηκαν μερικές ημέρες σε δεξιώσεις και δείπνα, καθώς και στην ανάλυση και συζήτηση των άρθρων τής συμμαχίας, στην οποία ο πάπας και ο ντ’ Αβανσόν είχαν συμφωνήσει στις 13 Οκτωβρίου. Με κάποιες ελάχιστες αλλαγές στο κείμενο (alterate alcune poche cose), τις οποίες σημειώνει προσεκτικά ο Νόρες, ο πάπας και οι δύο Γάλλοι καρδινάλιοι υπέγραψαν επίσημα (στις 15 Δεκεμβρίου 1555) τις «διομολογήσεις» (capitulazioni) που επρόκειτο να έχουν θλιβερές συνέπειες.

Σύμφωνα με τούς όρους τής συνθήκης ο Ερρίκος Β’ θα γινόταν υπερασπιστής τού Παύλου Δ’ και τής Εκκλησίας εναντίον όλων των αντιπάλων του, ανεξαρτήτως βαθμού και κατάστασης, αν και τον Δεκέμβριο (σε αντίθεση με το κείμενο τού Οκτωβρίου) ο Ερρίκος δεν θα χρειαζόταν πια να αναλάβει δράση για λογαριασμό τού πάπα, αν υπήρχε εισβολή στο δικό του βασίλειο. Όμως το γαλλικό στέμμα έπρεπε να διατηρεί «αιώνια προστασία» (perpetua protezione) επί των τριών παπικών ανηψιών και των απογόνων τους, δίνοντάς τους εδάφη και κτήσεις στη Γαλλία ή στην Ιταλία για εκείνα που θα έχαναν στο βασίλειο τής Νάπολης. Η τρίτη «διομολόγηση» πρόβλεπε την επιθετική καθώς και αμυντική ένωση, «και αυτήν μόνο για πόλεμο στην Ιταλία, μη συμπεριλαμβανομένου τού Πεδεμόντιου».

Το τέταρτο άρθρο ή διομολόγηση απαιτούσε τη θέσπιση πολεμικού ταμείου. Μια αρχική κατάθεση 50.000 σκούδων έπρεπε να γίνει (από κοινού;) στη Ρώμη ή τη Βενετία, ύστερα από την οποία ο Ερρίκος Β’ θα πρόσθετε 350.000 σκούδα και ο Παύλος Δ’ 150.000 μέσα σε τρεις μήνες. Άλλα άρθρα ανέβαζαν τη γαλλική δύναμη που έπρεπε να στείλει ο Ερρίκος στην Ιταλία από 8.000 έως 12.000 πεζούς στρατιώτες, μαζί με τούς 1.200 ελαφρά οπλισμένους ιππείς που είχαν ήδη συμφωνηθεί τον Οκτώβριο. Ο πάπας έπρεπε να βάλει στο πεδίο 10.000 πεζούς και 100 ιππείς. Θα παρείχε επίσης τρόφιμα, πυροβολικό και πυρομαχικά από τα παπικά κράτη στον μέγιστον βαθμό που θα μπορούσε, όλα με δαπάνη τής ένωσης.

Ο πόλεμος μπορούσε να ξεκινήσει εναντίον τού βασιλείου τής Νάπολης ή εναντίον τού δουκάτου τής Φλωρεντίας, σύμφωνα με απόφαση τού πάπα. Αν καταλαμβανόταν η Σιένα, η πόλη θα γινόταν μέρος των κρατών τής Εκκλησίας, αν και, «εφόσον ικανοποιούσε τον λαό» (contentandosene il popolo), ο Παύλος θα μπορούσε να την παραχωρήσει στον Τζιοβάννι Καράφα ντι Μοντόριο ή σε όποιον άλλο επέλεγε. Ένας από τούς γιους τού Ερρίκου θα έπαιρνε το βασίλειο τής Νάπολης ως παπική ανάθεση και ένας άλλος θα έπαιρνε το δουκάτο τού Μιλάνου, αλλά κανένα από αυτά τα ιταλικά κράτη δεν θα πήγαινε στον γιο-διάδοχο, στον Δελφίνο (Dauphin). Έπρεπε να μειωθούν οι φόροι και στη Νάπολη και στο Μιλάνο.

Οι πρίγκηπες στους οποίους θα ανατίθεντο τα δύο κράτη έπρεπε να εγκατασταθούν σε αυτά από τη στιγμή που θα μπορούσαν και «να κατοικούν εκεί συνεχώς» (perchè v’ abitassero di continuo), ενώ μέχρι να ενηλικιωθούν, οι κυβερνήτες των εν λόγω κρατών θα εκλέγονταν από τον πάπα». Είχε αφεθεί θέση στην ένωση για τη Σινιορία τής Βενετίας και για τον δούκα τής Φερράρας. Η Δημοκρατία επρόκειτο να λάβει το βασίλειο τής Σικελίας, τουλάχιστον σύμφωνα με τη σύμβαση τού Οκτωβρίου. Κατάλληλη πρόβλεψη θα γινόταν για τη Φερράρα. Ο Γάλλος βασιλιάς δεν έπρεπε να παρεμβαίνει σε εκκλησιαστικά ζητήματα, ούτε να υποδέχεται τούς εχθρούς ή τούς αντάρτες τής Εκκλησίας. Δεν έπρεπε να προσπαθεί να στρατολογεί στρατεύματα στα παπικά κράτη χωρίς την άδεια τού πάπα, αν και έπρεπε να διαθέτει στον πάπα 400 λογχοφόρους και δύο ένοπλες γαλέρες κάθε φορά που η Αγιότητά του θα το ζητούσε. Στις τροποποιήσεις τής συνθήκης τον Δεκέμβριο τα παπικά κράτη διευρύνονταν πολύ. Ο πάπας θα έπαιρνε το Μπενεβέντο, την πόλη και το φρούριο τής Γκαέτα και πολύ περισσότερα. Υπήρχαν εικοσιπέντε άρθρα στη συνθήκη,90 ενώ για μια ακόμη φορά επαληθευόταν το (μεταγενέστερο) γνωμικό τής κούρτης: «Η ιστορία ενός κονκορδάτου είναι ιστορία πόνου» (Historia concordatorum est historia dolorum).

Ήταν εύκολο για τούς εχθρούς των Αψβούργων να κάνουν συνθήκες. Το χαρτί και η περγαμηνή, ο χρόνος και οι συζητήσεις ήσαν φτηνά, αλλά η θέση σε εφαρμογή των τρεχόντων σχεδίων των συμβαλλομένων μερών επρόκειτο να είναι δαπανηρή επιχείρηση. Ο Ανν ντε Μονμορενσύ, κοντόσταυλος τής Γαλλίας, προτιμούσε πολύ τη συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Αψβούργων και Βαλώνων, τις οποίες προωθούσε (μαζί με τη βασίλισσα Μαρία Τυδώρ και τον καρδινάλιο Πολ) από τις αρχές τής άνοιξης.91 Ο Μονμορενσύ προσπαθούσε να μεταπείσει τον Ερρίκο Β’ από την παπική συμμαχία, με την αιτιολογία ότι η ειρήνη με τον αυτοκράτορα ήταν απαραίτητη για την ευημερία τής Γαλλίας.

Λίγα πράγματα ήταν δυνατό να αναμένονται από μια ένωση με ογδοντάχρονο ποντίφηκα, ο οποίος δεν είχε χρήματα, ήταν εχθρός τού δούκα τής Φλωρεντίας, δεν είχε κανένα δεσμό με τούς Ενετούς και είχε αποξενώσει τον δούκα τής Φερράρας με την απέλαση τού αδελφού του από τη Ρώμη. Αν πέθαινε ο πάπας, ο Ερρίκος θα έπρεπε να αναλάβει όλο το βάρος τής σύγκρουσης, ενώ αν ο Ερρίκος αποσυρόταν από αυτήν, θα υφίστατο ζημιά στη φήμη του. Αν δεν αποσυρόταν, η αφόρητη δαπάνη θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το βασίλειο. Ο Μονμορενσύ αντιπαθούσε και δεν εμπιστευόταν τούς Γκυζ, οι οποίοι προωθούσαν την παπική συμμαχία ως προοίμιο για τον πόλεμο, στον οποίο ο Φρανσουά ντε Γκυζ θα αναλάμβανε τη διοίκηση των γαλλικών δυνάμεων. Η αυξανόμενη δύναμη και επιρροή των Γκυζ αποτελούσε προφανή απειλή για το μέλλον τής οικογένειάς του Μονμορενσύ.

Ο καρδινάλιος σύντροφος τού Σαρλ ντε Γκυζ στη Ρώμη, ο Φρανσουά ντε Τουρνόν, επίσης αποδοκίμαζε το δαπανηρό σύμφωνο με τον παπισμό. Ο Τουρνόν άλλωστε δεν ήταν πρόθυμος να επιστρέψει στον Τίβερη, επειδή ο νεότερος συνάδελφός του, ο Ζαν ντυ Μπελλαί, είχε γίνει καρδινάλιος-επίσκοπος Όστιας και Βελλέτρι και αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου πριν από έξι περίπου μήνες (στις 29 Μαΐου 1555). Ο Τουρνόν ήταν καρδινάλιος από το 1530, ο ντυ Μπελλαί από το 1535 και ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνθρωπος πίστευε ότι είχε υπάρξει θύμα διάκρισης.92

Οι Μονμορενσύ και Τουρνόν δεν ήσαν οι μόνοι που φοβούνταν απώλεια ή καταστροφή ως αποτέλεσμα τής νέας ένωσης. Ο Γκουϊντομπάλντο ντέλλα Ρόβερε, δούκας τού Ουρμπίνο, εγκατέλειψε την ευθύνη του ως γενικός διοικητής τής Εκκλησίας και ο Παύλος Δ’ διόρισε τον καταδεκτικό και ανίκανο ανηψιό του, τον Τζιοβάννι Καράφα ντι Μοντόριο, ως διάδοχο τού Ουρμπίνο (στις 29 Δεκεμβρίου 1555).93 Παπικοί ανηψιοί γίνονταν συχνά γενικοί διοικητές τής Εκκλησίας. Έμπειροι στρατιώτες αναμενόταν να σχεδιάσουν οποιαδήποτε εκστρατεία φαινόταν στον ορίζοντα και να αναλάβουν τη διοίκηση στο πεδίο τής μάχης.

Μεγάλου λαϊκού ενδιαφέροντος (αν και μικρής πολιτικής σημασίας) ήταν η δημιουργία επτά καρδιναλίων από τον Παύλο Δ’ στις 20 Δεκεμβρίου (1555). Σε θηριώδη, μάλιστα βίαιη διάθεση δύο μέρες πριν, ο Παύλος είχε πει στο Ιερό Κολλέγιο, όπως έγραφε ο Ναβαγκέρο στον δόγη και τη Γερουσία (στις 18 Δεκεμβρίου), «ότι υποχρεωνόταν από ανάγκη να κάνει καρδινάλιους, καθώς στο Κολλέγιο δεν έβλεπε άτομα τα οποία θα τού ήσαν χρήσιμα, αφού όλοι είχαν τις φατρίες και τις εξαρτήσεις τους».94 Είχε απορρίψει θυμωμένα τα αιτήματα των Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, φον Τρούκσες, Μορόνε και τού αυτοκρατορικού πρέσβη Δον Φερνάντο Ρούϊθ ντε Κάστρο, μαρκησίου τής Σαρρία, να δώσει το κόκκινο καπέλο σε έναν ή περισσότερους από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς υποψήφιους. Περιφρόνησε τις προσπάθειες τού Κάρλο Καράφα να κάνει καρδινάλιο τον φίλο και σύμβουλό του Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα. Όμως σύμφωνα με τούς Γκυζ και Τουρνόν, ο Παύλος είχε υποσχεθεί να κάνει καρδινάλιους ορισμένους γαλλόφιλους υποψήφιους,

αλλά η φορτικότητα των φιλο-αυτοκρατορικών τον είχε αναγκάσει να αλλάξει γνώμη, έτσι ώστε αντί για δέκα [καρδινάλιους] έχει κάνει μόνο επτά: εκείνοι τούς οποίους έχει διαλέξει είναι δικής του επιλογής, άνδρες χωρίς οποιαδήποτε άλλη σύσταση πέρα από την αρετή τους, το δόγμα τους και την καλοσύνη τής ζωής τους.95

Οι προσθήκες τού Παύλου στο Ιερό Κολλέγιο, οι οποίες σαφώς δεν μπόρεσαν να κερδίσουν τον απεριόριστο ενθουσιασμό τού Γκυζ και τού Τουρνόν, περιλάμβαναν και έναν Ισπανό, που επιλέχθηκε (όπως έγραψαν στον Ερρίκο Β’) για να αντισταθμιστούν οι επικρίσεις των φιλο-αυτοκρατορικών και να φανεί ότι ο Παύλος επιθυμούσε δήθεν «να παραμείνει σε ουδετερότητα με τον Αυτοκράτορα» (demeurer en neutralité avec l’ Empereur). Ο εν λόγω Ισπανός ήταν ο Χουάν Σιλιτσέο, αρχιεπίσκοπος τού Τολέδο, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν ογδοντατριών ή ογδοντατεσσάρων ετών και ήταν μάλλον απίθανο να έρθει στη Ρώμη. Αν από κάποια πιθανότητα επιθυμούσε να το πράξει, δεν θα μπορούσε ποτέ να ταξιδέψει με πλοίο, ενώ κατά πάσα πιθανότητα οι Γάλλοι θα αρνούνταν να τού δώσουν άδεια ασφαλούς διέλευσης για να ταξιδέψει από τη στεριά.

Ο Σκιπιόνε Ρεμπίμπα, ο οποίος ήταν επίσκοπος τής Μόττολα (ακριβώς βορειοδυτικά τού Τάραντα) από το 1551, έγινε επίσης καρδινάλιος. Όντας Σικελός, ήταν από καιρό πιστός υπηρέτης τού πάπα. Ένας Γάλλος, γνωστός στην κούρτη ως Τζιοβάννι Σουάριο Ρεουμάνο (οι Γκυζ και Τουρνόν τον αποκαλούν Ρεομάνους) διορίστηκε ως αντίβαρο στον Σιλιτσέο. Ο Ρεουμάνο, που ήταν «ελεγκτής υποθέσεων τού αποστολικού ανακτόρου» (causarum palatii apostolici auditor), έγινε την ίδια μέρα επίσκοπος τού Μιρεπουά. Ο Γιοχάνες Γκρόππερ, γνωστός Γερμανός θεολόγος και αρχιμανδρίτης τού καθεδρικού ναού τής Κολωνίας, ήταν από τούς διακεκριμένους που έγιναν καρδινάλιοι. Ο Γκρόππερ είχε υπερασπιστεί την Εκκλησία και τον Καθολικισμό για χρόνια, με γνώσεις και αξιοπρέπεια. Τέλος τρεις Ιταλοί ολοκλήρωναν τον κατάλογο των επτά νέων καρδιναλίων: ο Τζιαν Μπερναρντίνο Σκόττι, παλιός φίλος τού πάπα, ο οποίος έγινε επίσης αρχιεπίσκοπος τού Τράνι, ο Ντιομέντε Καράφα, ανηψιός τού πάπα, ο οποίος ήταν από καιρό επίσκοπος τού Αριάνο (κοντά στο Έμπολι) και ο Τζιαννάντζελο Καπιτσούκκι, ο οποίος ήταν ντόπιος τής Ρώμης και ελεγκτής στο παπικό δικαστήριο (Rota).96 Αν και απογοητευμένοι από αυτή τη νέα δημιουργία καρδιναλίων, οι Γκυζ και Τουρνόν ήσαν τουλάχιστον βέβαιοι για τη γαλλόφιλη στάση τού πάπα.

Τουλάχιστον ο Κάρολος ντε Γκυζ, καρδινάλιος τής Λωρραίνης, ήταν ικανοποιημένος με την παπική συμμαχία που είχε υπογράψει μαζί με τον απρόθυμο Τουρνόν για λογαριασμό τού Ερρίκου Β’. Τώρα ο μεγαλύτερος αδελφός τού Γκυζ, ο δούκας Φρανσουά, επρόκειτο, όπως ο καρδινάλιος γνώριζε καλά, να διοριστεί Γάλλος διοικητής εναντίον των φιλο-αυτοκρατορικών στην Ιταλία. Υπήρχε λόγος για την εναντίον των Αψβούργων πολιτική τού Ερρίκου Β’. Ο αρραβώνας τού γιου τού Καρόλου Ε’ Φιλίππου, βασιλιά τής Νάπολης, δούκα τού Μιλάνου, διαδόχου στην Ισπανία, την Ολλανδία και στον μισό Νέο Κόσμο, με τη βασίλισσα Μαρία Τυδώρ τής Αγγλίας σε μια τελετή στο Ουίντσεστερ στις 25 Ιουλίου 1554, είχε σημάνει την πλήρη περικύκλωση τής Γαλλίας. Η ένωση τής Αγγλίας και τής Ολλανδίας με την Ισπανία, το Μιλάνο, και τη Γερμανική αυτοκρατορία σταδιακά (μπορούσε κανείς να υποθέσει) θα επέφερε τον πολιτικό και οικονομικό στραγγαλισμό τής Γαλλίας, που ήταν ήδη αποκομμένη από τον Νέο Κόσμο λόγω των ισπανικών και πορτογαλικών μονοπωλίων, τα οποία είχε επικυρώσει ο ίδιος ο παπισμός το 1493.

Ο Παύλος Δ’ αισθανόταν επίσης το στενό σφίξιμο τής εξουσίας και τής πολιτικής των Αψβούργων. Μάλιστα την είχε νιώσει και φοβηθεί για χρόνια. Όπως ο Κλήμης Η’ πριν από αυτόν, ο Παύλος στόχευε (αλλά δυστυχώς τυφλά και βίαια) στην απελευθέρωση τής Ιταλίας, ενώ καθώς ο Ιούλιος Β’ στριφογύριζε στον τάφο του, ο Παύλος σχεδίαζε την ανανέωση τής γαλλικής επέμβασης στην Ιταλία. Οι Γάλλοι θα ανακτούσαν τη Νάπολη και το Μιλάνο, σύμφωνα με τούς όρους που μόλις σημειώσαμε, ενώ οι Ενετοί (αν προσχωρούσαν στην ένωση) θα έπαιρναν τη Σικελία, η οποία θα τούς κρατούσε στο στρατόπεδο των αντι-Αψβούργων και θα έκανε κάτι για να αντισταθμίσει τις απώλειές τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν ασχολούμαστε με την Αγγλία, αλλά η φτωχή Μαρία Τυδώρ, η οποία είχε παντρευτεί τον Φίλιππο εν μέρει για να συμβάλει στην αποκατάσταση τής παπικής εξουσίας στο βασίλειο,97 διαπίστωνε τώρα, ότι ο πάπας, ως σύμμαχος τής Γαλλίας, κήρυσσε πόλεμο στον σύζυγό της. Τελικά ο Φίλιππος κατάφερε να οδηγήσει την Αγγλία στον πόλεμο, ως αποτέλεσμα τού οποίου η Γαλλία (ύστερα από περισσότερο από δύο αιώνες) ανέκτησε τελικά το Καλαί.

Στο μεταξύ στην Ιταλία οι φιλο-αυτοκρατορικοί έκαναν μεγαλύτερη προσπάθεια για να διατηρηθεί η ειρήνη απ’ όση ο Παύλος Δ’. Την Τρίτη 24 Δεκεμβρίου, ύστερα από λειτουργίες στον ναό τού Αγίου Πέτρου και στην Καπέλα Σιξτίνα, ο αυτοκρατορικός πρεσβευτής Σαρρία δώρισε στον Παύλο ένα λευκό άλογο και 7.000 σκούδα, το φεουδαρχικό «ενοίκιο» για το βασίλειο τής Νάπολης (pro censu regni Sicilian citra Phanim). Από την άλλη πλευρά την 1η Ιανουαρίου (1556), πριν από την τέλεση τής λειτουργίας στη Σιξτίνα, ο πάπας ανέθεσε επίσημα στον Τζιοβάννι Καράφα το αξίωμα τού γενικού διοικητή τής Εκκλησίας (capitaneus generalis Ecclesiae), ύστερα από το οποίο ο παπικός ανηψιός ίππευσε σε επίσημη πομπή από το ανάκτορο τού Βατικανού μέχρι το Καπιτώλιο, όπου τιμήθηκε από αντιπροσωπεία τού Ρωμαϊκού δήμου. Σύμφωνα με τον Ενετό πρεσβευτή Ναβαγκέρο, ο οποίος ήταν μάρτυρας σε όλα αυτά, ο Τζιοβάννι Καράφα έπαιρνε τώρα (ως τριμηνιαία πληρωμή) το ποσό των 9.060 δουκάτων, δηλαδή 3.000 ως μισθό του, 4.270 για 200 ελαφρά οπλισμένους ιππείς, 600 για εξήντα πελεκολογχοφόρους (halberdiers) και 1.190 «για τούς συνταγματάρχες και τούς λοχαγούς» (per li colonnelli e capitani). Ο Νόρες λέει ότι ο Τζιοβάννι θα μπορούσε να είχε διοριστεί γενικός διοικητής σε προγενέστερη ημερομηνία (προφανώς αντί τού ντέλλα Ρόβερε) αν ο πάπας δεν διατηρούσε την υποψία, ότι ο Τζιοβάννι ήταν κατά βάθος φιλο-αυτοκρατορικός, αλλά ο Κάρλο Καράφα εγγυήθηκε για τον αδελφό του, ο οποίος (όπως διαβεβαίωσε ο Κάρλο τον πάπα) θα παρέμενε πάντοτε καλός Γάλλος και πιστός υπηρέτης τής Αγιότητάς του.98

Μεγάλη αγάπη τού Παύλου Δ’, μετά την Εκκλησία, ήταν η Ιταλία. Ήταν ανυπόμονος να ελευθερώσει τον παπισμό από το μεγάλο βάρος τής ισπανικής επιρροής και τη Νάπολη και το Μιλάνο από το μεγαλύτερο βάρος τής ισπανικής κυριαρχίας. Αρκετές φορές, μιλώντας με τον Ναβαγκέρο, ο Παύλος είχε συγκρίνει την Ιταλία με μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές, την Εκκλησία, τη Βενετία, το βασίλειο τής Νάπολης και το δουκάτο τού Μιλάνου. Επέλεγε να ξεχνά τούς Μέδικους και τη Φλωρεντία και καταλόγιζε όνειδος στον Αλφόνσο Β’ και στον Λοντοβίκο Μόρο για την εισαγωγή των ξένων στρατευμάτων στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να σπάσει αυτό το «τόσο ευγενές όργανο τής Ιταλίας» (si nobile istrumento d’ Italia). Η ελευθερία είχε χαθεί, μαζί με την «αρχαία αρμονία» (antica armonia).99 Τα νιάτα τού Παύλου είχαν δαπανηθεί κατά την διάρκεια εκείνης τής περιόδου σχετικής σταθερότητας, η οποία είχε ακολουθήσει την ειρήνη τού Λόντι (το 1454) και είχε τερματιστεί με τη γαλλική εκστρατεία τού 1494.100

Ενώ ο Παύλος ομολογούσε ότι ήθελε ειρήνη μεταξύ Βαλώνων και Αψβούργων, ο καρδινάλιος Πολ έκανε ό,τι μπορούσε για την επίτευξή της, στέλνοντας στις Βρυξέλλες τον γραμματέα του, τον Βιντσέντσο Παρπάλια, ηγούμενο τού Σαν Σαλούτο. Ο Παρπάλια είχε έρθει με μακρύ κατάλογο γαλλικών προτάσεων, με τις οποίες τον είχε εφοδιάσει ο Μονμορενσύ. Ο Φίλιππος φαινόταν πολύ πιο διατεθειμένος για ειρήνη με τούς Γάλλους από τον μαστιζόμενο από την ποδάγρα αυτοκράτορα, τον οποίο απασχολούσε η επερχόμενη παραίτησή του από την Ισπανία, τη Σικελία και τη Βουργουνδία υπέρ τού Φιλίππου (στις 16 Ιανουαρίου 1556). Ο Αντουάν Περρενώ ντε Γκρανβέλ, επίσκοπος τού Αρράς, που εκπροσωπούσε τον αυτοκράτορα, δεν άκουγε κουβέντα —ούτε καν αναφορά— για το Μιλάνο. Όμως ο Παρπάλια είχε πει στον Γκρανβέλ, ότι δεν θα μπορούσε να εξευρεθεί ειρήνη χωρίς να παραδώσουν οι Αψβούργοι το Μιλάνο, «όχι μάλιστα στον βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά σε έναν Ιταλό ηγεμόνα».

Ο ηγούμενος τού Σαν Σαλούτο εύρισκε ότι το ζήτημα δύσκολα θα προχωρούσε, γιατί προφανώς οι απόψεις τού αυτοκράτορα ήσαν εκείνες που εξέφραζε ο Γκρανβέλ,

τον οποίο ο ηγούμενος απειλούσε με πιο σκοτεινά γεγονότα από εκείνα που είχαν συμβεί μέχρι τότε, καθώς, λόγω τής ειρήνης που είχε κάνει με τον «σούφι», ο Τούρκος ήταν σε καλύτερη θέση να κάνει μεγαλύτερα κατορθώματα, τόσο με τον στρατό στην Ουγγαρία όσο και με τον στόλο στην Ιταλία, ίσως και στην Αφρική, λόγω των ταραχών σε εκείνα τα μέρη….101

Μετά την ειρήνη με τον Ταμάσπ, τον σούφι τής Περσίας, ο Σουλεϊμάν ήταν ήσυχος για κάποιο χρονικό διάστημα. Μπορούσε να παρακολουθεί με την ησυχία του, και το έκανε, την ολοκλήρωση τού τεμένους του, τού τζαμιού Σουλεϊμανιέ, στο οποίο οι πιστοί έγιναν δεκτοί στα μέσα Αυγούστου 1556. Παρά την εξάμηνη εκεχειρία τού Μπουσμπέκ και μια επακόλουθη αναστολή των όπλων, υπήρξε αδιάκοπος γύρος λεηλασιών κατά μήκος τού ανατολικού μετώπου στην Ουγγαρία.102 Η Τρανσυλβανία ήταν κυρίως το μήλο τής έριδος.103 Ο Παύλος Δ’ δεν ήταν θαυμαστής τού Φερδινάνδου, όπως δεν ήταν ούτε τού Καρόλου Ε’, τού αδελφού τού τελευταίου. Θεωρούσε και τούς δύο υπεύθυνους για τις παραχωρήσεις που είχαν γίνει στους Λουθηρανούς στην πρόσφατη ειρήνη τού Άουγκσμπουργκ.

Ο Παύλος γνώριζε τον Κάρολο, όπως έλεγε στον Ναβαγκέρο (στις 11 Απριλίου 1556), από το έτος 1513 και εύρισκε πάντοτε σε αυτόν

δίψα για κυριαρχία, αφόρητη υπερηφάνεια, περιφρόνηση για τη θρησκεία, γιατί θα σάς ρωτήσουμε, άραγε ποιος άλλος αυτοκράτορας πέρα από τον Κάρολο θα πραγματοποιούσε συνόδους και τόσες πολλές δίαιτες με την παρέμβαση των αιρετικών και των Λουθηρανών;… Ποιος άλλος πέρα από αυτόν άλωσε αυτή την πόλη και διέπραξε αυτή τη φρικτή ασέβεια; Γιατί αν και απών, ο ίδιος προκαθόρισε και ικανοποιήθηκε από τις κακοτυχίες τής Αγίας Έδρας και τού συνόλου τής Ιταλίας….104

Αν οι Αψβούργοι είχαν προβλήματα με τούς Τούρκους, κατά πάσα πιθανότητα τούς άξιζε. Σε γενικές γραμμές οι πηγές δείχνουν, ότι ο Παύλος ήταν πολύ πιο στενοχωρημένος από τις δραστηριότητες τού Καρόλου, τού Φερδινάνδου και τού Φιλίππου παρά από εκείνες τού Σουλεϊμάν, ο οποίος ήταν κοντινός σύμμαχος τού δικού του συμμάχου, τού Ερρίκου Β’.

Καθώς τα σύννεφα τής καταιγίδας πύκνωναν πάνω από τη Ρώμη, η σύζυγος τού Ασκάνιο Κολόννα, η Δόννα Τζιοβάννα ντ’ Αραγόνα, είχε δραπετεύσει από το Παλάτσο Κολόννα (δίπλα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων) με τις κόρες της και τη νύφη της, τη Δόννα Φελίτσε, σύζυγο τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Αυτό έγινε την 1η Ιανουαρίου (1556). Ο Παύλος Δ’ είχε απαγορεύσει στη Τζιοβάννα και στη Φελίτσε να φύγουν από την πόλη «κάτω από πολύ μεγάλη ασφάλεια» (sotto grossissima sicurtà) στις αρχές Σεπτεμβρίου (1555), μετά τη σύλληψη τού καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα και τού Καμίλλο Κολόννα.105 Η Φελίτσε ήταν ανηψιά τού Σάντα Φιόρα. Οι κυρίες είχαν περάσει από την Πόρτα Σαν Λορέντσο στο ανατολικό άκρο τής πόλης. Στις 11 Ιανουαρίου (1556) ο Ναβαγκέρο έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία, ότι «κρέμασαν τον δεκανέα τής Πύλης τού Σαν Λορέντσο, επειδή επέτρεψε στην κυρία Δόννα Τζιοβάννα να περάσει από αυτήν».

Την Τρίτη το βράδυ, στις 7 Ιανουαρίου, ο αυτοκρατορικός πρέσβης Σαρρία και ο ειδικός απεσταλμένος τού αυτοκράτορα Δον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα είχαν αναμείνει τον πάπα, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα και αιτήματα, που είχε απευθύνει ο Γκαρσιλάσσο στην Αγιότητά του. Ο Παύλος, στην προσπάθειά του να αποφύγει συγκεκριμένες δηλώσεις προς τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, όπως θα μάθαινε σύντομα ο Ναβαγκέρο, «έστρεψε τη συζήτηση στις υποθέσεις τής Γερμανίας και τής Ουγγαρίας, λέγοντας ότι στενοχωριόταν, επειδή οι Λουθηρανοί αυξάνονταν στη Γερμανία, ενώ από την άλλη πλευρά λεγόταν ότι οι Τούρκοι θα εισέβαλαν στην Τρανσυλβανία».

Όταν ο Σαρρία προώθησε έκκληση για την επιστροφή των εδαφών τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο Παύλος οργίστηκε, επιτιθέμενος στον Κάρολο Ε’ και στον Φίλιππο, που έθιγαν τα δικαιώματα τού πάπα και την ανεξαρτησία τής Αγίας Έδρας. Οι Κολόννα (Κολοννέζι) δεν ήσαν μόνο επαναστατημένοι υποτελείς. Ήσαν εχθροί τού παπισμού. Πάντοτε ήσαν τέτοιοι. Απλά θυμηθείτε την ποταπή επίθεση τού Σκιάρρα Κολόννα επί τού Βονιφάτιου Η’. (Δεν ήσαν διαφορετικοί ο Βονιφάτιος και ο Παύλος.) Ο Σαρρία τότε επέμεινε, «σε πιο περιφρονητικά και συγκαταβατικά υπερήφανο τόνο απ’ ό,τι μέχρι τότε», για κάποιες ειλικρινείς απαντήσεις, «επειδή μέχρι τότε καθένας από τούς ηγεμόνες τους [ο Κάρολος και ο Φίλιππος] είχαν οι ίδιοι λάβει καλά λόγια, αλλά αντίθετα σε μεγάλο βαθμό με τα έργα που έβλεπαν καθημερινά». Φαινόταν σαν να είχε ριφθεί ο κύβος. Το επόμενο πρωί ο πάπας έδωσε εντολή στον ανηψιό τού Τζιοβάννι Καράφα ντι Μοντόριο να φροντίσει για την πρόσληψη κι άλλης δύναμης πεζικού 3.000 ανδρών από την Τσιττά ντι Καστέλλο, την Περούτζια, το Βιτέρμπο και το Τίβολι.106

Ο Κάρολος Ε’ είχε αποκαρδιωθεί με την εκλογή τού Παύλου, αλλά τώρα ο Κάρολος έπαιρνε την άδειά του από αυτό τον κόσμο για να προετοιμαστεί για τον επόμενο, πράγμα στο οποίο ο Παύλος δεν είχε καμία πρόθεση να τον βοηθήσει. Άραγε όταν ο Κάρολος απομάκρυνε ο ίδιος τον εαυτό του από τα διάφορα βασίλειά του και από την αυτοκρατορία, τι θα επακολουθούσε; Το ερώτημα αυτό ρωτιόταν σε κάθε κυβερνητικό γραφείο στην Ευρώπη. Μήπως επιτίθεντο οι Γάλλοι στον νεαρό, άπειρο Φίλιππο Β’; Η Ενετική Γερουσία ήξερε, ότι ο σουλτάνος Σουλεϊμάν, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από την περσική εκστρατεία, θα ήθελε να μάθει τι συνέβαινε στην Ευρώπη. Και μάλιστα είχε μόλις υπάρξει απροσδόκητη εξέλιξη, σίγουρα απροσδόκητη στη Ρώμη. Στις 21 Φεβρουαρίου 1556 η Ενετική Γερουσία ενέκρινε επιστολή, την οποία ο δόγης Φραντσέσκο Βενιέρ έπρεπε να στείλει στον βαΐλο και σε απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, σύμφωνα με την οποία

ο αυτοκράτορας έχει παραιτηθεί υπέρ τού βασιλιά τής Αγγλίας, τού γιου του [Φιλίππου, σύζυγου τής Μαρίας Τυδώρ], από τα βασίλεια τής Ισπανίας και τής Σικελίας, εκτός από την παραίτηση που είχε προηγουμένως υποβάλει υπέρ του από τα κράτη τής Ιταλίας [το δουκάτο τού Μιλάνου και το βασίλειο τής Νάπολης] και τής Φλάνδρας… έτσι ώστε στην αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα έχει απομείνει μόνο το κράτος τής Βουργουνδίας και ο τίτλος τού αυτοκράτορα, ενώ τώρα ο γιος αποκαλεί τον εαυτό του και βασιλιά τής Ισπανίας. Έχει φύγει από τις Βρυξέλλες στην Αμβέρσα για να επισκεφτεί τον λαό…. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών έχουν συναντηθεί στο Καμπραί, μια πόλη στα σύνορα τής Φλάνδρας, οι επίτροποι τού αυτοκράτορα και τού χριστιανικότατου βασιλιά [Ερρίκου Β’], για να ασχοληθούν με την ανταλλαγή αιχμαλώτων, που κρατούνται από τη μία ή την άλλη πλευρά.

Με την ευκαιρία αυτή έχουν συνάψει γενική εκεχειρία μεταξύ τού αυτοκράτορα, τού βασιλιά γιου του και τού χριστιανικότατου βασιλιά για περίοδο πέντε ετών, με αφετηρία τις 5 τού παρόντος μήνα [5 Φεβρουαρίου 1556]. Έτσι έχουμε ενημερωθεί με επιστολές τού απεσταλμένου μας στη Γαλλία, οι οποίες παραλήφθηκαν προχτές και [οι οποίες] βρίσκονται σε συμφωνία [με εκείνες] τού απεσταλμένου μας στον αυτοκράτορα στις Βρυξέλλες, τού οποίου οι επιστολές παραλήφθηκαν χτες το βράδυ…. Όσον αφορά τη σύναψη τής εν λόγω [εκεχειρίας], θελήσαμε να σάς στείλουμε άμεση ενημέρωση και με τη Γερουσία σάς δίνουμε εντολή, ότι πρέπει να δώσετε αυτές τις πληροφορίες ως συνήθως [στην Πύλη]….107

Η Σινιορία δεν παραπλανούσε την τουρκική κυβέρνηση. Ο Ανν ντε Μονμορενσύ, ο κοντόσταυλος τής Γαλλίας, είχε εργαστεί πολύ και σκληρά για να πετύχει ειρήνη με τούς Αψβούργους. Όμως φαινόταν να είναι σχεδόν τυχαίο το γεγονός ότι οι αυτοκρατορικοί και Γάλλοι επίτροποι, που είχαν συναντηθεί στο αββαείο τής Βωσέλ κοντά στο Καμπραί για να πραγματοποιήσουν μια προτεινόμενη ανταλλαγή αιχμαλώτων, είχαν όντως κανονίσει πενταετή ανακωχή. Καθώς ο Κάρολος Ε’ εγκατέλειπε τα διάφορα στέμματά του, ήθελε να δει τούς υπηκόους του και τον γιο του σε ειρήνη. Οι όροι τής συμφωνίας ήσαν πολύ ευνοϊκοί για τη Γαλλία, γιατί άφηναν σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη τις τρέχουσες εδαφικές του κτήσεις, χωρίς αμφισβήτηση ούτε από κληρονομικές ούτε από επίκτητες αξιώσεις. Η αποδοχή τής «σημερινής κατάστασης» (status quo nunc) άφηνε έτσι τον Ερρίκο Β’ σε ανενόχλητη κατοχή μεγάλου μέρους τού δουκάτου τής Σαβοΐας και σε συνεχιζόμενη κατοχή των γαλλικών κατακτήσεων κατά μήκος των αμφισβητουμένων συνόρων, ιδιαίτερα τού Μετς, τής Τουλ και τής Βερντύν.108

Μόλις έμαθε για την ανακωχή τής Βωσέλ, ο παπικός νούντσιος στη γαλλική αυλή, ο Σεμπαστιάνο Γκουαλτέριο, επίσκοπος τού Βιτέρμπο, έγραψε αμέσως την εκπληκτική είδηση στον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα (στις 6 Φεβρουαρίου 1556). Ένας αγγελιοφόρος έφτασε στη Ρώμη με την επιστολή του την Παρασκευή το βράδυ, στις 14 Φεβρουαρίου. Ο Καράφα ήταν τρομαγμένος, ο παπικός του θείος ζαλισμένος. Μόλις λίγες ημέρες πριν είχαν λάβει την είδηση τής επιβεβαίωσης από τον Ερρίκο Β’ (στις 18 Ιανουαρίου) τής επιθετικής και αμυντικής ένωσης, στην οποία η Γαλλία και η Αγία Έδρα θα ήσαν εταίροι στην εκκαθάριση τού ισπανικού καθεστώτος στην Ιταλία. Με βάση τη συμφωνία, όπως είδαμε, οι Γάλλοι πρίγκηπες (αλλά όχι ο Δελφίνος) θα αποκτούσαν τη Νάπολη και το Μιλάνο, και (όπως έλπιζε ο καρδινάλιος-ανηψιός) οι Καράφα θα έπαιρναν τελικά τη Σιένα. Παρά το γεγονός ότι ο Ερρίκος Β’ προσπαθούσε να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για την πενταετή ανακωχή του με τούς Αψβούργους —έτσι κι αλλιώς παρέμενε πιστός σύμμαχος τού πάπα— τα καλοφτιαγμένα σχέδια τού Καράφα φαίνονταν τώρα να βρίσκονται σε ερείπια.109

Ο Παύλος Δ’ προσπαθούσε επίσης να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τώρα οι Καράφα. Έχοντας σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά τής κατάστασης για δύο ή τρεις ημέρες, το βράδυ τής 17ης Φεβρουαρίου κάλεσε στο ανάκτορο τού Βατικανού τον πρεσβευτή τού αυτοκράτορα Δον Φερνάντο Ρούϊθ ντε Κάστρο, τον μαρκήσιο τής Σαρρία. Επιλέγοντας να ξεχάσουν τις δυσάρεστες ανταλλαγές τους κατά τον προηγούμενο μήνα, ο Παύλος αγκάλιασε τον Σαρρία δύο ή τρεις φορές παρουσία των άλλων πρέσβεων και έδωσε φλογερή έκφραση στην ευχαρίστησή του που μάθαινε για την πενταετή ανακωχή μεταξύ Ερρίκου Β’ και Καρόλου Ε’ και Φιλίππου Β’. Πίστωσε τον Σαρρία με μεγάλο μέρος αυτής τής διαβεβαίωσης τής ειρήνης Βαλώνων-Αψβούργων και δεν ήταν φειδωλός στους επαίνους του. Αναμφίβολα έκπληκτος, ο πρέσβης παρατηρούσε ότι υπήρχε πια ανοικτός δρόμος για άλλες διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε γενική και έντιμη ειρήνη και στην ευκαιρία να υπηρετήσουν τον Θεό.

Ο Παύλος ξεκινούσε τώρα το εγκώμιο τού Γάλλου πρεσβευτή Ζαν ντ’ Αβανσόν, ο οποίος (όπως αναφέρθηκε) έδειχνε αμήχανος. Ο Σερ Έντουαρντ Καρν, ο πρεσβευτής τού Φιλίππου ως βασιλιά τής Αγγλίας, πρέπει να είχε αιφνιδιαστεί από τις άφθονες φιλοφρονήσεις τού πάπα για τον Φίλιππο. Όμως από όλους τούς παρευρισκόμενους, ο Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, ο καρδινάλιος τής Σάντα Φιόρα, πρέπει να ήταν ο πιο έκπληκτος από τις χειρονομίες φιλίας και την εγκαρδιότητα απέναντί του τόσο τού πάπα όσο και τού καρδινάλιου Καράφα. Ο Μποντζιάννι Τζιανφιλιάτσι, ο πρέσβης τής Φλωρεντίας, έγραφε στον δούκα Κόσιμο Α’, ότι όλα αυτά σίγουρα έμοιαζαν με ειρήνη.110

Στη Γαλλία υπήρχε φόβος για μια στιγμή, ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα μπορούσαν να δελεάσουν τον θιγμένο πάπα να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Αψβούργων, προσφέροντας σε αυτόν κατάλληλους όρους.

Ακόμη και πριν από την τελική επικύρωση τής εκεχειρίας, ο Ενετός πρεσβευτής στη γαλλική αυλή, ο Τζιάκομο Σοράντσο, έγραφε στον δόγη και τη Γερουσία (στις 28 Φεβρουαρίου 1556), ότι ο Ερρίκος Β’ παρείχε «κάθε διαβεβαίωση στην Αγιότητά του, ότι η μεγαλειότητά του ποτέ δεν θα αποτύγχανε στην προστασία που είχε ο ίδιος υποσχεθεί στον πάπα και σε όλη την οικογένεια και τούς συγγενείς του…».111 Η ένωση τής Γαλλίας με την Αγία Έδρα εξακολουθούσε να υπάρχει. Απλώς η εκεχειρία τής Βωσέλ φαινόταν να την καθιστά χωρίς σημασία. Παρ’ όλα αυτά, στις 26 Φεβρουαρίου (1556) ο πάπας διόρισε τον Έρκολε ντ’ Έστε, τον δούκα τής Φερράρας, παπικό γενικό διοικητή τής ένωσης.112 Στις 14 Μαρτίου επιβεβαίωσε τη μισθοδοσία, τις αμοιβές και άλλες επιδοτήσεις που επρόκειτο να λαμβάνει ο Έρκολε στην υπηρεσία τής Αγίας Έδρας και τής Γαλλίας.113

Ο Καράφα αποσυρόταν με τον πανούργο φίλο του Τζιοβάννι ντέλλα Κάζα, για να εξετάσουν την αλλαγή πολιτικής που καθιστούσε απαραίτητη η ανακωχή τής Βωσέλ. Στόχος τους ήταν η απόκτηση τής Σιένα από τούς Καράφα. Όμως οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν τοποθετηθεί με τον δικό τους τρόπο και θα θεωρούσαν πάντοτε εχθρούς τους τον Παύλο Δ’ και τον Καράφα. Ούτε ο Κάρολος Ε’ ούτε ο Φίλιππος θα παραχωρούσαν ποτέ πρόθυμα τη Σιένα στην οικογένεια Καράφα. Είχαν βέβαια αποδεχθεί την ανακωχή τής Βωσέλ με μεγάλη προθυμία, τούς όρους τής οποίας ο Ερρίκος Β’ και ο Μονμορενσύ είχαν βρει πάρα πολύ συμφέροντες για να τούς απορρίψουν. Ως εκ τούτου, όπως πρόβλεπε ο ντέλλα Κάζα σε υπόμνημα (discorso), το οποίο ετοίμασε για τον Καράφα, σχετικά με το πώς «να ζητήσει από τη μεγαλειότητά του, τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’, το κράτος και την κυριαρχία επί τής Σιένα», μια προσωπικότητα μεγάλου κύρους έπρεπε να σταλεί στη γαλλική αυλή. Επίσης αυτό το σημαντικό πρόσωπο έπρεπε να συνοδεύεται από απεσταλμένους τού Έρκολε Β’, δούκα τής Φερράρας, καθώς και από εξόριστους από τη Φλωρεντία, τη Σιένα και τη Νάπολη. Όλοι μαζί έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για την πρόσφατη ανακωχή, επισημαίνοντας ότι η εγκατάλειψη από τον Ερρίκο των συμμάχων του θα είχε σε βάρος του αποτέλεσμα, που δεν θα ήταν μικρότερο από τη δυσφήμησή του. Αν εγκατέλειπε την εκεχειρία, θα μπορούσε ακόμη να καταστρέψει τούς εχθρούς του.

Αν ο Ερρίκος επέλεγε να συμμορφωθεί με τούς όρους τής Βωσέλ, οι διαπραγματεύσεις έπρεπε να παραταθούν επιδέξια, έτσι ώστε να προκαλέσει τις υποψίες τού Καρόλου και τού Φιλίππου. Θα ήταν απαραίτητο να παραμείνουν σε στενή επαφή με τούς Γκυζ, με την Αικατερίνη των Μεδίκων, με την ερωμένη τού βασιλιά Ντιάν ντε Πουατιέ και με όλους τούς αντίπαλους τού Μονμορενσύ, ο οποίος είχε την πρωτοβουλία για την ανακωχή τής Βωσέλ. Όταν ο αυτοκράτορας και οι φιλο-αυτοκρατορικοί θα είχαν γίνει αρκετά ανήσυχοι, κάποιος έπρεπε να πάει σε αυτούς —ίσως ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Ρίτσι τού Μοντεπουλτσιάνο— και να υποδείξει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διαχωριστούν οι Καράφα από τον Ερρίκο και η Αγία Έδρα από τη Γαλλία θα ήταν να δοθεί στους Καράφα κάποιο κράτος, ιδιαίτερα η Σιένα.114

Η προσωπικότητα μεγάλου κύρους που θα αναλάμβανε την αποστολή στη Γαλλία δεν θα ήταν κανένας άλλος από τον ίδιο τον καρδινάλιο Κάρλο Καράφα. Στις 5 μ.μ. (hora 20) τής Παρασκευής 10 Απριλίου (1556), σε γενική σύναξη των καρδιναλίων, επιλέχτηκαν δύο λεγάτοι. Ο Σκιπιόνε Ρεμπίμπα θα πήγαινε στον Κάρολο Ε’ και ο Καράφα στον Ερρίκο Β’ «για να φροντίσουν για τη μεταξύ τους ειρήνη» (pro pace inter eos procuranda), όπως το θέτει ο Μασσαρέλλι,115 αλλά αυτός δεν ήταν σίγουρα ο σκοπός τού καρδινάλιου-ανηψιού αναλαμβάνοντας το μακρύ ταξίδι προς τη γαλλική αυλή. Δώδεκα μέρες αργότερα (στις 22 τού μηνός) ετοιμάστηκε επιστολή στο όνομα τού πάπα, που απευθυνόταν στον Καράφα, ως εκ μέρους τού απεσταλμένο (de latere legatus), σύμφωνα με την οποία η Αγιότητά του απένειμε το τιμητικό σπαθί και καπέλο στον Ερρίκο Β’ και το χρυσό ρόδο στη βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων. Ο Καράφα θα έκανε τις επίσημες απονομές «με τις συνήθεις τελετές» (cum solitis cerimoniis).116 Κατά την περίοδο αυτή η αλαζονική συμπεριφορά τού αυτοκρατορικού πρεσβευτή Σαρρία και τής ακολουθίας του είχε ρίξει τον πάπα σε οργή,117 πράγμα που βοηθούσε ιδιαίτερα τον Καράφα.

Εβδομάδες πριν από τον διορισμό των δύο λεγάτων, ο Ναβαγκέρο είχε γράψει στη Βενετία (στις 28 Φεβρουαρίου 1556), ότι δεν υπήρχε ανοιχτή δυσαρέσκεια στο παπικό νοικοκυριό για την εκεχειρία τής Βωσέλ, «που δεν μπορεί να υποκρύπτεται από την πλευρά τού καρδινάλιου Καράφφα, ενώ ακούγεται ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί έχουν μεγαλύτερη δύναμη από ποτέ στα σύνορα τού βασιλείου τής Νάπολης». Ο Παύλος Δ’ έψεγε και πάλι τούς Ισπανούς, «λέγοντας ότι ο Θεός, λόγω τής καλοσύνης του, δεν τούς επιλέγει πια να παραμείνουν στην Ιταλία…».118

Οι Καράφα παρακολουθούσαν με ανησυχία τις φιλο-αυτοκρατορικές δραστηριότητες τού Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα. Τη Δευτέρα 4 Μαΐου ο Παύλος Δ’ διακήρυξε ότι ο Ασκάνιο Κολόννα και ο Μαρκ’ Αντόνιο, γιος τού τελευταίου, είχαν καταπέσει από τα φέουδα που κατείχαν από την Αγία Έδρα στην Καμπανία, «δηλαδή από το Παλιάνο, το Μαρίνο, το Νεττούνο και άλλους τόπους», θέτοντας τούς δύο Κολόννα υπό την απαγόρευση τού αφορισμού και ανακηρύσσοντάς τους επαναστάτες. Μια βδομάδα περίπου αργότερα (την Κυριακή 10 Μαΐου), σε «σύναξη» των καρδιναλίων στο ανάκτορο τού Βατικανού, ο Παύλος εξαπέλυσε επίθεση εναντίον των Κολόννα και ευχαρίστησε τον Παντοδύναμο, που είχε τέτοιον ανηψιό όπως ο Τζιοβάννι Καράφα, κόμης τού Μοντόριο, στον οποίον θα μπορούσε να αναθέσει τα απαλλοτριωμένα εδάφη των Ασκάνιο και Μαρκ’ Αντόνιο. Είπε ότι δεν είχε συγκεντρώσει τούς καρδινάλιους για να τούς συμβουλευτεί. Αν ήθελαν να μιλήσουν συμφωνώντας μαζί του, μπορούσαν να το κάνουν, λέξεις στις οποίες «τίποτε δεν ειπώθηκε, αλλά όλοι οι καρδινάλιοι έδειχναν ανοιχτά δυσαρέσκεια». Στη συνέχεια, καθώς η σύναξη περνούσε στην Καπέλα Σιξτίνα, εμφανίστηκε ο Τζιοβάννι με δουκικό μανδύα χρυσοΰφαντου υφάσματος και σε μια επιμελημένη τελετή (που περιγράφεται από τον Ναβαγκέρο) ο Παύλος έκανε τον ανηψιό τού δούκα τού Παλιάνο, μετά το οποίο έγινε λειτουργία και ο νέος δούκας ίππευσε επίσημα προς το Καπιτώλιο.119

Ο Παύλος Δ’ απογύμνωσε επίσης τον Τζιαν Φραντσέσκο ντα Γκουίντι Μπάνιο από τα εδάφη του (στις 27 Ιουνίου 1556), τα οποία δόθηκαν στον αδελφό τού Τζιοβάννι Καράφα, στον Αντόνιο, ο οποίος έγινε έτσι μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο.120 Από την παπική άποψη οι άρχοντες Κολόννα και ντα Μπάνιο ήσαν υπόλογοι για κάτι, αλλά (όπως υπογραμμίζει ο Μπρομάτο) οι Καράφα είχαν χάσει τα εδάφη τους στο βασίλειο τής Νάπολης, για τα οποία ο Ερρίκος Β’ υποτίθεται ότι θα τούς αποζημίωνε. Ο βαθμός στον οποίο οι Καράφα μπορούσαν να στηρίζονται στον Ερρίκο φαίνεται πλήρως από την εκ μέρους του επιβεβαίωση τής ένωσης με την Αγία Έδρα εναντίον των Αψβούργων στις 18 Ιανουαρίου (1556) και από την ουσιαστικά ακύρωση αυτής τής ένωσης με την αποδοχή τής ανακωχής με τούς Αψβούργους στη Βωσέλ (στις 5 Φεβρουαρίου), λιγότερο από τρεις εβδομάδες αργότερα.

Το κάστρο και η πόλη τού Παλιάνο, όπου οι τάφοι των Κολόννα υπάρχουν ακόμη στην εκκλησία τού Σαν Αντρέα, στέφει λόφο μερικά μίλια νοτιοανατολικά τής Ρώμης, μεταξύ Γκενατσάνο και Ανάγκνι. Οι οικογένεια ήσαν φιλο-αυτοκρατορικοί (Γιβελλίνοι) από την εποχή τού παλαιού καρδινάλιου Τζιοβάννι Κολόννα, στις αρχές τού 13ου αιώνα. Ο πατέρας τού Μαρκ’ Αντόνιο, ο Ασκάνιο, με τον οποίο ο γιος δεν τα πήγαινε καλά, είχε χαρακτηριστεί αντάρτης κατά την εποχή τού Παύλου Γ’. Όμως τέτοια ήταν η τραμπάλα τής πολιτικής τού παπισμού, που ο καλοσυνάτος Ιούλιος Γ’ είχε αποκαταστήσει τον Ασκάνιο στα εδάφη και τούς τίτλους του (στις 17 Φεβρουαρίου 1550).121 Τώρα οι Κολόννα βρίσκονταν και πάλι σε αντίθεση με τον πάπα. Τα χρόνια θα έδειχναν, ενώ οι Καράφα (όπως και οι Τούρκοι) θα μάθαιναν, ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο ήταν σημαντικός αντίπαλος για να τον αντιμάχονται.

Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 11ης Μαΐου (1556) ο πάπας έδωσε τον λεγατινό σταυρό στους Καράφα και Σκιπιόνε Ρεμπίμπα, που τώρα ονομαζόταν καρδινάλιος τής Πίζας, ύστερα από τη μετάθεσή του στις 13 Απριλίου από την ευτελή έδρα τής Μόττολα σε εκείνη τής Πίζας. Στις 18 ή 19 τού μηνός ο Καράφα έφυγε από τη Ρώμη κατευθυνόμενος στην αυλή τού Ερρίκου Β’ «για να προωθήσει την ειρήνη μεταξύ τού ιδίου και τού αυτοκράτορα Καρόλου Ε’» (ad procurandam pacem inter eum et Carolum V Imperatorem).122 Μεταξύ των 250 ατόμων που αποτελούσαν την ακολουθία τού Καράφα υπήρχαν διάφοροι Φλωρεντινοί και Ναπολιτάνοι εξόριστοι, συμπεριλαμβανομένου τού Πιέτρο Στρότσι. Ο Ούγκο Μπονκομπάνι, αργότερα πάπας Γρηγόριος ΙΓ’, πήγε επίσης μαζί ως σύμβουλος. Παρά τη διακριτικότητα τού Μασσαρέλλι, δεν αποτελούσε μυστικό στην κούρτη, ότι σκοπός τού Καράφα θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα να αναιρέσει την ανακωχή τής Βωσέλ και να επαναβεβαιώσει την παπική-γαλλική ένωση. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός, ότι ο Καράφα ξεκίνησε από τη Ρώμη με δύο ομάδες οδηγιών, μια να εργαστεί για την ειρήνη (αν ο πάπας και οι Καράφα μπορούσαν να βρουν ασφάλεια και πλεονέκτημα σε αυτήν) και η άλλη να εργαστεί για την επανέναρξη τού πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας (αν η ασφάλεια και το πλεονέκτημα τής οικογένειάς του δεν ήσαν εγγυημένα).123 Σε κάθε περίπτωση ο Καράφα ήταν εκπρόσωπος τού Παύλου Δ’, ο οποίος τον θεωρούσε θεϊκά διορισμένο κριτή τής ειρήνης στην Ευρώπη.

Ο Ερρίκος Β’ βρισκόταν στο Φονταινεμπλώ. Ο Καράφα έφτασε εκεί στις 16 Ιουνίου. Δέκα μέρες πριν από αυτό κυκλοφορούσε αναφορά στη Ρώμη, βασισμένη σε επιστολές από την Ισταμπούλ στις 2 Μαΐου, ότι στις 4 Μαΐου ή κάπου τότε τουρκική αρμάδα τριάντα γαλερών θα άφηνε τα στενά τού Βοσπόρου για την ακτή τής Μπαρμπαριάς. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε αποφασίσει να μην στείλει μεγαλύτερο αριθμό γαλερών, αφού είχε ενημερωθεί για την ανακωχή τής Βωσέλ.124 Αυτή η πληροφορία είχε πάει στην Πύλη, όπως σημειώσαμε, με ενετικό μήνυμα τής 21ης Φεβρουαρίου, το οποίο ο δόγης και η Γερουσία είχαν στείλει στον βαΐλο και στον απεσταλμένο στην Ισταμπούλ.

Ο σεισμός που έπληξε την Ισταμπούλ λίγο πριν το ξημέρωμα στις 10 Μαΐου, πρέπει να ήταν τόσο ενοχλητικός για τούς Τούρκους, όσο η εκεχειρία τού Ερρίκου με τούς Αψβούργους. Όπως έγραφε ο Οζιέ Γκιζλέν ντε Μπουσμπέκ στον φίλο του Αντρέας Μάσιους από την τουρκική πρωτεύουσα (στις 28 Μαΐου), πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες. Κάποια είχαν καταρρεύσει εντελώς. Πολλά άτομα έχασαν τη ζωή τους. Όμως ο σεισμός λεγόταν ότι ήταν χειρότερος [σε άλλα μέρη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας], γιατί αναφερόταν ότι ορισμένες πόλεις είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και χιλιάδες κάτοικοί τους είχαν χαθεί.125 Όταν ο Μάσιους διάβασε την επιστολή τού Μπουσμπέκ, αναμφίβολα θα θεώρησε, ότι δεν θα υπήρχε μεγάλης κλίμακας τουρκική εκστρατεία στη δυτική Μεσόγειο το καλοκαίρι τού 1556 και είχε δίκιο.

Στο μεταξύ οι πρώτες επιστολές τού Καράφα από το Φονταινεμπλώ προς τη Ρώμη ασχολούνταν με τις διαπραγματεύσεις του για ειρήνη —την προφανή επιθυμία του να δει την εκεχειρία να τηρείται, αλλά τροποποιημένη— αν και έφτασε σύντομα είδηση, ότι οι Κολόννα έκαναν εκτεταμένες προετοιμασίες για την ανάκτηση τού Παλιάνο. Δεδομένου ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί βοηθούσαν και υποκινούσαν αυτούς τούς αντάρτες εναντίον τής παπικής εξουσίας, ήταν σαφές ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί δεν επιδίωκαν την ειρήνη, ό,τι κι αν έλεγαν. Έτσι τουλάχιστον έπρεπε να εξηγήσει (και εξήγησε) ο Καράφα στον Ερρίκο Β’, ο οποίος ανακήρυξε αμέσως τον εαυτό του όχι μόνο υπέρμαχο τής ειρήνης, αλλά και υπερασπιστή τής Αγιότητάς του.

Στις 21 Ιουνίου (1556) ο Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι έγραφε στον Καράφα από τη Ρώμη, ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα συγκέντρωνε στρατεύματα, πράγμα που ανάγκαζε τον Παύλο Δ’ να κάνει το ίδιο. Ο Αλντομπραντίνι προέτρεπε τον Καράφα να επιστρατεύσει την ένοπλη υποστήριξη των Γάλλων, πράγμα το οποίο (όπως πίστευαν πολλά άτομα στην κούρτη) ήταν πάντοτε ο σκοπός τής αποστολής του. Τα νέα τής μαχητικότητας των Κολόννα ακολούθησαν τόσο στενά την άφιξη τού Καράφα στο Φονταινεμπλώ, ώστε είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο ίδιος και ο αδελφός του Τζιοβάννι δεν είχαν προειδοποιηθεί, ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο συγκέντρωνε στρατεύματα για να ανακτήσει το Παλιάνο. Άραγε ο Καράφα είχε πάει στη γαλλική αυλή ως υπέρμαχος τής ειρήνης, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να πει σύντομα στον Ερρίκο και τον κόσμο, ότι η επιθετικότητα τού Κολόννα είχε κάνει τούς Καράφα να αλλάξουν γνώμη;

Είτε βρισκόταν μπροστά πόλεμος είτε ειρήνη, η απόκτηση τής Σιένα ήταν σίγουρα ένας από τούς κύριους στόχους τής μετάβασης τού καρδινάλιου-ανηψιού στη Γαλλία. Άραγε ήταν κρυφό αυτό το σχέδιο και το μοιράζονταν οι Καράφα και ντέλλα Κάζα; Μήπως ο Παύλος Δ’ γνώριζε τα σχέδιά τους επί τής Σιένα; Παραμένει αβέβαιο. Ήδη από τις 23 Ιουνίου (1556) ο Καράφα έγραφε στον πάπα, ότι ο αδελφός του Τζιοβάννι, ο δούκας τού Παλιάνο, τον είχε ενημερώσει για όλα τα προβλήματα που προσπαθούσαν να προκαλέσουν οι «αντάρτες». Ο Ερρίκος Β’ ήταν αρκετά ευνοϊκά διακείμενος προς την ειρήνη, αλλά όταν έμαθε τα νέα από τη Ρώμη (άραγε νέα που ο Καράφα γνώριζε πάντοτε ότι θα έρχονταν;), είχε υποσχεθεί να προστατεύσει τον πάπα και να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά του. Δύο μέρες αργότερα, με αισιόδοξη διάθεση, ο Καράφα έγραφε ότι σύντομα θα επέστρεφε στη Ρώμη με τριάντα γαλέρες και τρεις χιλιάδες πεζούς στρατιώτες. Στις 29 Ιουνίου ο ίδιος ο Ερρίκος έγραφε στον Οττάβιο Φαρνέζε, τον δούκα τής Πάρμας, ζητώντας του να στείλει στον πάπα άμεση βοήθεια, γιατί εκείνη την εποχή ο Ερρίκος μόνο μέτρια βοήθεια μπορούσε να προσφέρει, «…και στον βαθμό που … δεν θέλω να αποτύχω να εφαρμόσω και να τηρήσω για τον Άγιο Πατέρα μας την προστασία που είχα υποσχεθεί στον ίδιο και την οικογένειά του» (… aultant que… je ne veulx faillyr de maintenir et observer à nostre dit Saint Père la protection que je lui ay promise pour luy et les siens).126

Όταν ο Ναβαγκέρο πήγε στο Ανάκτορο τού Βατικανού για ακρόαση στις 20 Ιουνίου, ο πάπας τον πήρε στην απομόνωση τής βιβλιοθήκης τού Ιούλιου Γ’ και ξεφορτώθηκε στη συζήτηση μέρος τού μίσους του για «εκείνο τον σχισματικό και αιρετικό αυτοκράτορα», ο οποίος (έλεγε στον Ναβαγκέρο) «έχει προτείνει τρία πράγματα στο συμβούλιο του: κατ’ αρχάς να κάνει ανοιχτά πόλεμο εναντίον μας, δεύτερον να αποσύρει την υπακοή του σε εμάς και τρίτον να παλινορθώσει μυστικά αυτούς τούς Κολόννα».127 Σε συνοπτικό σημέιωμα τής ίδιας ημέρας ο Ναβαγκέρο ενημέρωνε τούς επικεφαλής (Capi) τού Συμβουλίου των Δέκα, ότι ένας κύριος στην υπηρεσία τού Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, δούκα τής Άλβα (Άλμπα), είχε μόλις έρθει από τη Νάπολη, «για να πει στον καρδινάλιο Σαν Τζάκομο [δηλαδή στον θείο τού Άλβα, τον Χουάν Αλβάρεζ] και στον πρεσβευτή τού αυτοκράτορα [Σαρρία], ότι θα έκαναν καλά να φύγουν από τη Ρώμη.128

Μια βδομάδα αργότερα (στις 27 Ιουνίου) ο Ναβαγκέρο έστειλε μήνυμα στον δόγη και τη Γερουσία ότι

καθώς αναμένεται επίθεση από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς εδώ [στη Ρώμη], ενισχύουν το πεζικό και το ιππικό στα σύνορα και φέρνουν νέα στρατεύματα στη Ρώμη…, και (πράγμα που θεωρείται σημαντικό), ο δούκας τής Άλβα είχε τις δυνάμεις του σταθμευμένες από τα Αμπρούτζι μέχρι τα σύνορα τού Παλιάνο. Ο εκπρόσωπος τού δούκα τής Άλβα είπε σε κάποιον έμπιστό του, ότι πίστευε ότι οι Ισπανοί θα βοηθούσαν τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα να ανακτήσει τα εδάφη του….129

Δεν είχε πολιτική σημασία, αλλά ο δόγης στον οποίο έγραφε τώρα ο Ναβαγκέρο δεν ήταν πια ο Φραντσέσκο Βενιέρ, ο οποίος πέθανε στις 2 Ιουνίου (1556), αλλά ο Λορέντσο Πριούλι, στον οποίο ο Παύλος Δ’ είχε μόλις γράψει, για να τον συγχαρεί για την πρόσφατη εκλογή του.130 Στη Βενετία η διαδοχή δόγη από δόγη ήταν ειρηνική. Στη Ρώμη η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική. Ο Ναβαγκέρο έστειλε τον γραμματέα του να ζητήσει τη γνώμη τού καρδινάλιου Φρανσουά ντε Τουρνόν, ο οποίος δήλωσε ότι αν οι φιλο-αυτοκρατορικοί επιτίθεντο στον πάπα, «η χριστιανικότατη μεγαλειότητά του δεν έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του Χριστιανό αν αποτύγχανε να τον βοηθήσει». Αν οι Ισπανοί φοβούνταν «μήπως το Παλιάνο με τη βοήθεια τού βασιλιά τής Γαλλίας γίνει άλλη Πάρμα», η υποστήριξή τους προς τον Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, η οποία θα οδηγούσε σε πόλεμο, ήταν σίγουρος τρόπος να γίνει αυτό: αν ο πάπας ζητούσε γαλλική φρουρά για το Παλιάνο, ο Ερρίκος Β’ θα την διέθετε.

Ο γραμματέας τού Ναβαγκέρο επισκέφτηκε επίσης τον καρδινάλιο Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι, ο οποίος είχε υιοθετήσει ουδέτερη στάση ανάμεσα στις παρατάξεις των φιλο-αυτοκρατορικών και των Γάλλων. Ο Μέδικος έλεγε ότι είχε προειδοποιήσει τον Τζιοβάννι Καράφα, ότι έπρεπε κάποιος να βρει τον τρόπο να ελέγξει τις αυξανόμενες εντάσεις. Ο πάπας έπρεπε να μαλακώσει την ακραία σκληρότητα τής γλώσσας του προς τούς φιλο-αυτοκρατορικούς εκπροσώπους. Η πολύ γρήγορη ροή των γεγονότων θα μπορούσε να «παράγει άπειρη αναστάτωση, όπως για παράδειγμα να καταστήσει τον βασιλιά τής Αγγλίας [Φίλιππο Β’] κύριο τού λίγου που έχει απομείνει από την Ιταλία, αφού είναι πολύ προφανές, ότι μπορεί να περιβάλει όλα τα κράτη τής Εκκλησίας με τις δυνάμεις τού βασιλείου τής Νάπολης, τής Τοσκάνης, τού Μιλάνου και τής Λιγουρίας…». Η Ιταλία ήταν γεμάτη μισθοφόρους μισθοδοτούμενους από τούς Ισπανούς. Έπρεπε να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη η πιθανότητα επανάληψης των θλιβερών γεγονότων τού 1527. Ο Μέδικος έλεγε στον γραμματέα τού Ναβαγκέρο, ότι ο Τζιοβάννι Καράφα φαινόταν να καταλαβαίνει τούς κινδύνους που τούς απειλούσαν όλους. Ο Μέδικος έλεγε επίσης, ότι είχε την πρόθεση να επαναλάβει τις προειδοποιήσεις του προς τον πάπα, «αν εκείνος θελήσει να με ακούσει χωρίς θυμό».131

Ο καρδινάλιος ντε Μέντιτσι δεν έκανε λάθος. Η κατάσταση ξέφευγε αρκετά από τον έλεγχο. Στις 5 Ιουλίου (1556) ο Παύλος Δ’ λεγόταν ότι είχε καταθέσει 70.000 χρυσά δουκάτα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, ενώ τρεις περίπου βδομάδες αργότερα (στις 27 τού μηνός) κατέθεσε κι άλλες 30.000. Σύμφωνα με τον Ναβαγκέρο, «την Κυριακή [19 Ιουλίου], όπως λέγεται από τούς ταμίες των τραπεζών που μετέφεραν τα χρήματα, ο πάπας κατέθεσε στο κάστρο 300.000 κορώνες». Όποιες κι αν είναι οι ημερομηνίες κατάθεσης και όποια κι αν ήσαν τα πραγματικά ποσά, ο Παύλος πρόσθετε προφανώς στα νεύρα τού πολέμου. «Είναι σίγουρα εντυπωσιακό ότι ο ποντίφηκας μπορεί να βάλει κατά μέρος τόσο πολλά χρήματα», σημείωνε ο Μασσαρέλλι στο ημερολόγιό του,

επειδή αυτός βαρύνεται με τόσο πολλά έξοδα, ιδιαίτερα με τούς μισθούς για 10.000 πεζούς και 500 ιππείς, τούς οποίους υποστηρίζει εδώ και πολλούς μήνες, από τότε που τούς είχε προσλάβει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του εναντίον των φιλο-αυτοκρατορικών, οι οποίοι απειλούν με εισβολή στην πόλη [τής Ρώμης] από το βασίλειο τής Νάπολης.132

Το λάδι έπεσε στη φωτιά τη νύχτα τής 7-8 Ιουλίου, όταν ο Χουάν Αντόνιο ντε Τάξις, ο αυτοκρατορικός προϊστάμενος ταχυδρομείου στη Ρώμη, συνελήφθη μαζί με όλους τούς υπηρέτες και υπαλλήλους του. Κατασχέθηκε ένα κιβώτιο με εξερχόμενες επιστολές. Ο μαρκήσιος τής Σαρρία, ο Ισπανός πρεσβευτής, καθώς και ο Δον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα, ο ειδικός απεσταλμένος των Αψβούργων, έσπευσαν στο ανάκτορο τού Βατικανού την Πέμπτη 9 Ιουλίου. Το ίδιο έκανε και ο Ναβαγκέρο. Οι Ισπανοί είχαν έρθει για να διαμαρτυρηθούν για τη σύλληψη τού ντε Τάξις. Ο Δον Γκαρσιλάσσο ήταν ιδιαίτερα αγανακτισμένος. Ο Παύλος Δ’ αρνήθηκε να τον δει και ο απεσταλμένος συνελήφθη καθώς έφευγε από το παλάτι με τον Σαρρία. Ο Γκαρσιλάσσο φυλακίστηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Τζιοβάννι Καράφα, ο δούκας τού Παλιάνο, εξηγούσε στον Ναβαγκέρο ότι

κάποιος Φραντσονίν, υπάλληλος τού αυτοκρατορικού προϊστάμενου ταχυδρομείου, βρέθηκε κοντά στην Τερρατσίνα πεζός, χωρίς σπαθί ή ενδυμασία ταξιδιού [που θα τον προσδιόριζε ως αγγελιοφόρο], πράγμα που προκάλεσε καχυποψία και συνελήφθη και βρέθηκαν πάνω του τρεις επιστολές, μια από τον προϊστάμενο [ντε Τάξις] χωρίς καμία υπογραφή, ζητώντας από τον γραμματέα τού δούκα τής Άλβα να αποκτήσει γι’ αυτόν τη θέση επιτρόπου (la commissaria) μεταξύ Τερρατσίνα και Βελλέτρι, και δύο από τον Γκαρσιλάσσο, μια κρυπτογραφημένη και η άλλη όχι, η οποία ήταν τόσο σαφής, που δεν χρειαζόταν η κρυπτογραφημένη, λέγοντας στον δούκα, ότι [ο] Μαρκήσιος [της] Σαρρία, ο πρέσβης, ήταν βλάκας και ότι τίποτε καλό δεν έπρεπε να αναμένεται από αυτόν, αφού δύο καλά λόγια από τον πάπα τον τύφλωναν ώστε να μην ξεχωρίζει τι ήταν συμφέρον για την τιμή και το πλεονέκτημα των ηγεμόνων του και ότι ο μόνος τρόπος να γίνουν πράξεις ήταν να προελάσει προς τα εμπρός με το ιππικό και να έρθει πολύ γρήγορα στη Ρώμη με 4.000 Ισπανούς και 8.000 Ιταλούς, παίρνοντας ό,τι μπορούσε να πάρει κατά την πορεία του και στέλνοντας τις γαλέρες στο Νεττούνο και στην Τσιβιταβέκκια.

Ύστερα από βασανιστήρια ο ταχυδρομικός προϊστάμενος ντε Τάξις αποκάλυψε άλλες συστάσεις που γίνονταν από τούς φιλο-αυτοκρατορικούς προς τον δούκα τής Άλβα, για να προελάσει εναντίον τής Ρώμης. Από την άλλη πλευρά ο Τζιοβάννι Καράφα ενημέρωνε τον Ναβαγκέρο, ότι είχαν έρθει επιστολές από τον Ερρίκο Β’ και τον Μονμορενσύ, «υποσχόμενες να βοηθήσουν τον πάπα σε κάθε περίπτωση». Ο Τζιοβάννι δήλωνε επίσης, ότι ο Ερρίκος «είχε ήδη εμβάσει 60.000 κορώνες, οι οποίες βρίσκονται εδώ σε τράπεζα, και ότι θα δώσει εντολές να βοηθηθεί ο πάπας με γαλλικό πεζικό δύναμης 6.000 ανδρών, από τούς οποίους οι 1.500 ίσως βρίσκονται τώρα στην Τσιβιταβέκκια…. Έτσι, εδώ ο πόλεμος φαίνεται ότι έχει αρχίσει».133 Οι αποκαλύψεις τού ταχυδρομικού προϊστάμενου αύξησαν αισθητά την εχθρική στάση τού Παύλου Δ’ και τα εναντίον των Αψβούργων αισθήματά του. Θα επανέλθουμε σύντομα στον ντε Τάξις και σε αυτά που είπε ύστερα από βασανιστήρια.

Ο Δον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα θα παρέμενε παπικός αιχμάλωτος σε ολόκληρη διάρκεια τού μελαγχολικού έτους πολέμου που ξεκινούσε τώρα, εξασφαλίζοντας μάλιστα την απελευθέρωσή του μόνο ύστερα από παρέλευση δεκατεσσάρων μηνών (στις 20 Σεπτεμβρίου 1557).134 Στο μεταξύ ο Παύλος Δ’ έσπερνε ανέμους και θέριζε θύελλες. Στις 13 Ιουλίου (1556) έλεγε στον Ναβαγκέρο:

Είναι μέσα στις δυνατότητές μας να ελευθερώσουμε το βασίλειο τής Νάπολης. Η ευκαιρία δεν πρέπει να παραμεληθεί, για να σάς μιλήσω πιο καθαρά από όσο έχουμε μιλήσει ποτέ. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας είναι τόσο υπάκουος γιος μας και επιθυμεί τόσο πολύ να μάς ευχαριστήσει, που ανέθεσε πρόσφατα στον καρδινάλιο Τουρνόν και στον πρεσβευτή του εδώ [ντ’ Αβανσόν] να μάς βοηθήσουν, όχι με περιορισμένη προσφορά χρημάτων και στρατιωτών, αλλά όσων ευχαριστούν εμάς και όσων θα απαιτηθούν, ενώ στην πραγματικότητα χωρίς την ενίσχυσή του θα τα είχαμε πάει άσχημα μέχρι τώρα. Αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, πιστεύουμε επίσης ότι η επιφανέστατη Σινιορία δεν θα απουσιάζει [non mancherà]…, όταν θα αντιληφθεί ότι τα ζητήματα είναι τόσο καλά τοποθετημένα, ώστε να μπορούν να λάβουν μέρος σε αυτά με χαρά. Και αν μπορούσε να ρωτήσει κανείς τι όφελος θα αντλήσει η Βενετία από αυτό το εγχείρημα, εμείς, για να μιλήσουμε ελεύθερα μαζί σας, έχουμε σκοπό να σάς κάνουμε κύριους τής Σικελίας, η οποία, αν κερδηθεί, θα είχε μεγαλύτερη σημασία από όση έχει το σύνολο τής επικράτειας μεταξύ τής πόλης σας και τής Κωνσταντινούπολης…

Ο Παύλος απειλούσε να στερήσει από τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο Β’ όλα τα βασίλειά τους, «ως υποτελείς μας, οι οποίοι έχουν διαπράξει κακούργημα και εξέγερση», προτείνοντας να δώσει μέρος των εν λόγω εδαφών σε εκείνους που τα κατείχαν, ιδιαίτερα στον Ερρίκο Β’ και στην Ενετική Σινιορία. Η Βενετία θα έπαιρνε πίσω τα λιμάνια και τα παράκτια εδάφη τής Απουλίας, τα οποία κατείχε κατά την περίοδο μεταξύ τής απόσυρσης τού Καρόλου Η’ από τη Νάπολη και τού πολέμου τής Ένωσης τού Καμπραί (1495-1509), «καθώς και το βασίλειο τής Σικελίας». Ο Ναβαγκέρο έγραψε το μήνυμά του το βράδυ τής Δευτέρας (13 Ιουλίου), σχετικά με την λεγόμενη αποστολή που είχε αναθέσει ο Ερρίκος Β’ στον Τουρνόν και με την προσφορά τού πάπα προς τη Βενετία. Όπως έγραφε στον δόγη, ο Ναβαγκέρο έδωσε στον Ενετό αγγελιοφόρο Ζουάν Ποντσίνο δεκαοκτώ χρυσές κορώνες και ζητούσε να τού δοθούν άλλες δέκα, αν έφτανε στη Βενετία μέχρι την Πέμπτη το πρωί.135

Την επόμενη μέρα (14 Ιουλίου) ο Ναβαγκέρο, μαζί με άλλους πρεσβευτές, συμμετείχαν σε συνάντηση καρδιναλίων στο σπίτι τού Ζαν ντυ Μπελλαί, αρχιμανδρίτη τού Ιερού Κολλέγιου. Οι καρδινάλιοι, έξι από αυτούς, ήσαν μέλη επιτροπής, την οποία είχε διορίσει ο πάπας «για να συζητήσουν την ειρήνη» (για την οποία η Αγιότητά του φαίνεται ότι δεν είχε μεγάλο ενδιαφέρον). Ο ντυ Μπελλαί ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στις μοιραίες συνέπειες τού πολέμου που προφανώς προετοιμαζόταν, μεταξύ τού πάπα από τη μία πλευρά και τού αυτοκράτορα και τού γιου του από την άλλη και ο οποίος, μόλις ξεκινούσε, θα περιλάμβανε όχι μόνο τούς άρχοντες τής Ιταλίας, αλλά όλες τις χριστιανικές δυνάμεις και ίσως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν δεν θα άφηνε αυτή την ευκαιρία να τού ξεφύγει.

Όταν όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν εκφραστεί υπέρ τής ειρήνης, ο μαρκήσιος τής Σαρρία πρότεινε, ότι αν επιτρεπόταν στον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα να βγει από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και να διαμένει μαζί του (οι Ισπανοί θα παρείχαν φυσικά εγγύηση), θα είχε γίνει κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση. Επίσης ο δυστυχής προϊστάμενος ταχυδρομείου Χουάν Αντόνιο ντε Τάξις έπρεπε είτε να αφεθεί ελεύθερος ή τουλάχιστον να κρατείται σε λιγότερο αυστηρό περιορισμό (προφανώς ο Σαρρία δεν ήξερε ακόμα ότι ο ντε Tάξις υποβαλλόταν σε βασανιστήρια). Αυτό θα ήταν ένα δεύτερο βήμα προς την ειρήνη, δήλωνε ο Σαρρία, «ενώ, για να πούμε την αλήθεια, η απόρριψη των δύο αυτών αιτημάτων πρέπει να ερμηνευθεί με πολύ δυσοίωνη μορφή, τόσο στην αυλή των ηγεμόνων του όσο και από τον δούκα τής Άλβα».136

Οι Γάλλοι δεν επιδίωκαν την ειρήνη πιο επιμελώς από τον πάπα. Ένα παπικό σημείωμα τής 17ης Ιουλίου (1556) μάς πληροφορεί ότι ο καρδινάλιος ντε Τουρνόν ετοιμαζόταν να πάει σε αποστολή στη Βενετία «για κάποιες δικές του ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις, που σχετίζονται με την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία και με εμάς επίσης» (pro nonnullis et privatis suis et publicis negociis, etiam ad Sanctam Romanam Ecclesiam et nos pertinentibus),137 για να μιλήσει με τη Σινιορία και να επιστρατεύσει την υποστήριξη τής Δημοκρατίας στην ένωση τής Αγίας Έδρας με τη Γαλλία. Όμως οι Ενετοί δεν είχαν την πρόθεση να συμμετάσχουν στην επερχόμενη σύγκρουση. Οι σχεδόν καθημερινές αποστολές τού Ναβαγκέρο, μιας από τις καλύτερες πηγές μας γι’ αυτή την περίοδο τής παπικής θητείας τού Παύλου Δ’, είχαν πει στον δόγη, στη Γερουσία και στους Δέκα περισσότερα ίσως από όσα θα ήθελαν να γνωρίζουν για την σχεδόν τρέλλα τού πάπα.

Ο Τουρνόν ήταν ευτυχής που ξέφευγε από τη ζέστη τής Ρώμης στα μέσα Ιουλίου και από τις προσβολές που απεύθυνε ο πάπας εναντίον του σε κάθε ακρόαση. Στις 28 Ιουλίου ο Τουρνόν έγραφε στον Μονμορενσύ, ότι θα πήγαινε όπου ήθελε ο βασιλιάς, αλλά δεν θα επέστρεφε στη Ρώμη. Δύο περίπου βδομάδες αργότερα (στις 10 Αυγούστου) ο Τουρνόν έγραφε στον ίδιο τον Ερρίκο Β’, ότι δεν θα τού ήταν πιο χρήσιμος στη Βενετία απ’ όσο τού ήταν στη Ρώμη.138 Όπως και ο Μονμορενσύ, ο Τουρνόν έβλεπε μόνο καταστροφή στην παπική συμμαχία και στον πόλεμο με την Ισπανία.

Άμεσα και έμμεσα ο Παύλος Δ’ είχε πει δεκάδες φορές στον καλό του φίλο Ναβαγκέρο, ότι προσέβλεπε στη Βενετία για να τον υποστηρίξει όταν θα ερχόταν η ώρα για δράση, γιατί (κατά τη γνώμη του) τα συμφέροντα τής Δημοκρατίας συνέπιπταν με εκείνα τής Αγίας Έδρας. Στις 10 Ιουλίου ο Παύλος είχε δηλώσει:

Αυτός ο τύραννος [Κάρολος Ε’] δεν αποστρέφεται κανένα περισσότερο από εσάς [τους Ενετούς] και εμάς. Η ελευθερία σας και αυτή η Αποστολική Έδρα τον ταράζουν και είναι οι μανίες που τον τρελλαίνουν. Αν προχωρήσουν τα θέματα, έχουμε αποφασίσει να διαμορφώσουμε κατανόηση με την επιφανέστατη Σινιορία και σχεδόν να διαμαρτυρηθούμε για την απώλεια αυτής τής ευκαιρίας για την απελευθέρωση τής Ιταλίας, ενώ καθώς δεν υπάρχει κανένας τον οποίο να αγαπάμε περισσότερο από τον ανηψιό μας τον μαρκήσιο [του Μοντεμπέλλο], αυτός θα είναι το πρόσωπο που θα γνωστοποιήσει την πρόθεσή μας.139

Δύο βδομάδες αργότερα (στις 24 Ιουλίου 1556) ο Αντόνιο Καράφα, μαρκήσιος τού Μοντεμπέλλο, βρισκόταν πράγματι στη Βενετία, όπου τον είχε στείλει ο πάπας ολοταχώς. Η Γερουσία είχε συζητήσει το μήνυμά του και την έκκληση τού πάπα. Υπήρχε κάποια αναποφασιστικότητα στη Γερουσία για τη μορφή που έπρεπε να πάρει η απάντησή τους. Πενηνταένας γερουσιαστές ήσαν όμως διατεθειμένοι να υπενθυμίσουν στον Μοντεμπέλλο, ότι οι πόλεμοι εύκολα ξεκινούσαν, αλλά δύσκολα σταματούσαν. Δυστυχείς, αθώοι άνθρωποι πλήρωναν βαρύ τίμημα για τις ασύνετες αποφάσεις των ηγεμόνων τους. Φυσικά αυτοί οι γερουσιαστές γνώριζαν καλά, ότι η Αγιότητά του θα κοίταζε προς την ειρήνη και την ομόνοια τής Χριστιανοσύνης, προς τη γενική ευημερία τής Ευρώπης. Ο Παύλος ήθελε από τούς Ενετούς να παρεμποδίσουν την είσοδο των Γερμανών στην Ιταλία, αλλά χωρίς ειρήνη δεν υπήρχε τρόπος να το πράξουν.

Οι Ενετοί λοιπόν ήθελαν ειρήνη μεταξύ Αψβούργων και Βαλώνων γιατί διαφορετικά, όπως είχε δείξει η μακρά εμπειρία, δεν ήταν μόνο δύσκολο, ήταν εντελώς αδύνατο να κρατήσουν τούς Γερμανούς έξω από τη χερσόνησο. Στους παλιούς χρόνους όπως και στις δικές τους ημέρες, κάθε φορά που οι Γερμανοί έκαναν κάθοδο (και παρεμπιπτόντως λεηλατούσαν το Βένετο), ήταν αναγκαίο να τούς πολεμούν στην ίδια την Ιταλία, όχι στις ορεινές διαβάσεις, οι οποίες απλά δεν ήταν δυνατό να φρουρούνται. Ολόκληροι στρατοί δεν θα αρκούσαν για να ικανοποιηθεί το αίτημα τού πάπα, γιατί υπήρχαν πάρα πολλοί τρόποι να μπουν στην Ιταλία. Έτσι μια βδομάδα αργότερα (στις 30 Ιουλίου), όταν η Γερουσία συμφώνησε τελικά σε μια απάντηση προς τον Μοντεμπέλλο, υπογράμμιζαν την ενετική πρόθεση τήρησης αυστηρής ουδετερότητας, αν και την επόμενη μέρα ψήφισαν να διαθέσουν στην Αγία Έδρα μεγάλη ποσότητα νιτρικού καλίου για πυρίτιδα (migliara 30 de salnitrio), ύστερα από αίτημα τού πάπα (και επρόκειτο να το κάνουν και πάλι στις 6 Φεβρουαρίου 1557).140

Κάθε μέρα έφερνε τον Παύλο Δ’ πιο κοντά σε κατάσταση πολέμου με τον Κάρολο Ε’ και τον Φίλιππο Β’. Στην καταδίκη του για τούς Κολόννα ο Παύλος είχε απαγορεύσει σε οποιονδήποτε να υποδέχεται, να ενθαρρύνει ή να βοηθά τον Ασκάνιο ή τον Μαρκ’ Αντόνιο, «κάτω από βαρύτατες ποινές, δηλαδή αφορισμό και απώλεια των φεουδαρχικών εκμεταλλεύσεών τους». Όμως ο Μαρκ’ Αντόνιο είχε καλωσοριστεί στη Νάπολη, όπου οι εκπρόσωποι τού Καρόλου και τού Φιλίππου τού παρείχαν «κάθε βοήθεια» (omne auxilium) για να ανακτήσει το Παλιάνο. Λεγόταν μάλιστα ότι αυτοί οι εκπρόσωποι είχαν προσλάβει στρατεύματα για να τον βοηθήσουν. Στις 27 Ιουλίου (1556) λοιπόν ο οικονομικός συνήγορος τού πάπα ή γενικός εισαγγελέας Αλεσσάντρο Παλλαντιέρι εμφανίστηκε με τον Σιλβέστρο Αλντομπραντίνι σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στη Σάλα ντι Κοσταντίνο στο Ανάκτορο τού Βατικανού.

Ο Παλλαντιέρι διάβασε νομική γνωμοδότηση που κατέληγε εμφατικά, ότι τόσο ο αυτοκράτορας Κάρολος όσο και ο βασιλιάς Φίλιππος είχαν επισύρει τις προαναφερθείσες μομφές και κυρώσεις. Στη συνέχεια ο συνήγορος (procurator) ζήτησε την άδεια να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, θέτοντας υπό απαγόρευση τα εκτεταμένα εδάφη τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά, απαλλάσσοντας τούς υπηκόους τους από τον όρκο φεουδαρχικής υποταγής και καλώντας τον ανώτερο κλήρο των βασιλείων τους στη Ρώμη. Ο Μασσαρέλλι ήταν παρών στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ήταν μάρτυρας τής ανάγνωσης από τον συνήγορο τού κειμένου τής «διαμαρτυρίας» (protestatio) εναντίον τού Καρόλου και τού Φιλίππου. Ο πάπας υποστήριξε ότι δεν θα αποτύγχανε στο καθήκον του και θα έκανε ό,τι απαιτούσε ο νόμος.141

Όταν ο Ναβαγκέρο ανέφερε στην Ενετική Σινιορία για το αξέχαστο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 27ης Ιουλίου, δήλωνε ότι κατά τη γνώμη τόσο τού οικονομικού (fiscale) Παλλαντιέρι όσο και τού Αλντομπραντίνι ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Αγγλίας [Φίλιππος] είχαν επισύρει τις ποινές που περιέχονταν στην πρόταση, είχαν εκπέσει όλων των δικαιωμάτων τους στα φέουδά τους και ως παράδειγμα για τούς άλλους έπρεπε να τιμωρηθούν. Ο πάπας είχε απαντήσει ότι ο οικονομικός εισαγγελέας και ο συνάδελφός του είχαν εκτελέσει τα καθήκοντά τους πολύ ελεύθερα και ήταν ευχαριστημένος μαζί τους. Ότι επρόκειτο για σημαντικό πράγμα, ότι θα το σκεφτόταν και ότι δεν θα διατύπωνε καμία απόφαση χωρίς τη συμβουλή των αιδεσιμότατων αδελφών του [των καρδιναλίων].

Όμως ο Παύλος Δ’, όπως γνώριζαν όλοι, δεν ήταν πιθανό να καθοδηγηθεί από τη συμβουλή των καρδιναλίων. Είχε λίγο-πολύ καταλήξει. Όπως σημειώνει ο Ναβαγκέρο στην αρχή τού ίδιου σημειώματος, ο πάπας είχε ξεσπάσει σε μια από τις καθημερινές, μερικές φορές ανά ώρα εκρήξεις οργής του, όταν ο Πορτογάλος πρεσβευτής εξέφρασε την ελπίδα, ότι η Αγιότητά του θα συμφιλιωνόταν με τούς Αψβούργους. «Κύριε πρέσβη», φώναξε, «ας μη μιλάμε πια για ειρήνη, αλλά για πόλεμο!»142

Οι παπικές λεγατινές αποστολές, που υποτίθεται ότι θα έκαναν ειρήνη μεταξύ Αψβούργων και Βαλώνων, δεν τα πήγαιναν πολύ καλά. Ίσως δεν υπήρχε πρόθεση να το πράξουν. Ο καρδινάλιος Σκιπιόνε Ρεμπίμπα, που είχε φύγει από τη Ρώμη για την αυτοκρατορική αυλή στις Βρυξέλλες στις 30 Μαΐου (1556),143 ανεκλήθη από το αργό ταξίδι του με επιστολή τού Τζιοβάννι Καράφα, τού νέου δούκα τού Παλιάνο. Η επιστολή έχει ημερομηνία 12 Ιουλίου. Δώδεκα μέρες αργότερα, στις 24 τού μηνός, η επιστολή παραλήφθηκε στο Μάαστριχτ, εβδομήντα περίπου μίλια ανατολικά των Βρυξελλών. Κρατιόταν για τον Ρεμπίμπα ή προωθούνταν προς αυτόν, ο οποίος δεν είχε φτάσει ακόμη στο Μάαστριχτ, αλλά σύμφωνα με τα νέα που έφτασαν στις Βρυξέλλες το πρωί τής 26ης Ιουλίου, ο καρδινάλιος λεγάτος «έχει μόλις φτάσει τρεις λεύγες από την πόλη αυτή [Μάαστριχτ], ταξιδεύοντας ινκόγκνιτο από φόβο για τούς Λουθηρανούς».144 Παρά το γεγονός ότι οι καρδινάλιοι συνήθως ταξίδευαν κάπως επίσημα, προφανώς ο Ρεμπίμπα δεν ταξίδευε έτσι. Παρ’ όλα αυτά τού είχε πάρει σχεδόν οκτώ εβδομάδες για να φτάσει στο Μάαστριχτ. Ένας αγγελιοφόρος, ο οποίος ίσως δεν είχε φύγει από τη Ρώμη μια ή δύο μέρες μετά την ημερομηνία τής επιστολής τού Τζιοβάννι Καράφα (12 Ιουλίου), είχε κάνει προφανώς το ταξίδι σε χρόνο όχι μεγαλύτερο και ίσως λιγότερο από δώδεκα μέρες. Είναι αρκετά πιθανό, ότι στον Ρεμπίμπα είχαν δοθεί οδηγίες κατά τη στιγμή τής αναχώρησής του να κινείται αργά, πολύ αργά. Μάλιστα στην αυλή των Αψβούργων στις Βρυξέλλες ισχυρίζονταν ότι είχε λάβει τέτοιες εντολές.145

Ο Κάρλο Καράφα ίσως χρειαζόταν κάποιο χρόνο για να μετατρέψει την αποστολή του (στη γαλλική αυλή) για ειρήνη, σε συμμαχία με τον Ερρίκο Β’ για πόλεμο εναντίον των Αψβούργων. Όμως ο Καράφα δεν ήθελε πόλεμο. Απλώς ήθελε να εκφοβίσει τούς Αψβούργους, ώστε να αποσυνδέσουν τούς Καράφα από τη Γαλλία, χορηγώντας σε αυτούς τη Σιένα. Σε κάθε περίπτωση ο Καράφα είχε παραβιάσει την εκεχειρία τής Βωσέλ και ο Ρεμπίμπα ανακαλούνταν στη Ρώμη (προς ενόχληση τού Φιλίππου Β’) πριν ακόμη φτάσει στην αυλή των Αψβούργων στις Βρυξέλλες.

Στην επιστολή του τής 12ης Ιουλίου ο Τζιοβάννι Καράφα έδινε στον Ρεμπίμπα τις πρόσφατες ειδήσεις από τη Ρώμη, ιδιαίτερα τις αποκαλύψεις που είχαν προέλθει από την ανάκριση τού ταχυδρομικού προϊστάμενου Χουάν Αντόνιο ντε Τάξις. Σύμφωνα με την επιστολή τού Τζιοβάννι, η οποία, παρεμπιπτόντως, είχε απαιτήσει αποκρυπτογράφηση, ο ντε Τάξις «ανακρινόμενος» είχε δηλώσει, ότι ο Μαρκ’ Αντόνιο Κολόννα, ο οποίος είχε βρεθεί στη Βενετία, τώρα είχε επιστρέψει στη Νάπολη, με κάθε πρόθεση να προσπαθήσει να ανακτήσει το Παλιάνο. Ο δούκας τής Άλβα είχε βάλει στην άκρη 600.000 σκούδα, προφανώς για την πρόσληψη στρατευμάτων και για τις δαπάνες τού πολέμου. Ο Άλβα είχε λάβει το μισό αυτού τού ποσού από τη Μπόνα Σφόρτσα, τη χήρα βασίλισσα τής Πολωνίας και τελευταία δούκισσα τού Μπάρι (πέθανε το 1557). Το άλλο μισό το είχε πάρει από εμπόρους τής Νάπολης.

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί στη Ρώμη είχαν υποσχεθεί να κάνουν τον ντε Τάξις, σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του ως κατάσκοπος, επίτροπο (commissario) Τερρατσίνα, Βελλέτρι και Πιπέρνο (που σήμερα ονομάζεται Πριβέρνο), όταν θα κατάφερναν να καταλάβουν αυτούς τούς τόπους. Ο Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα είχε γράψει ήδη στον Άλβα για τον σκοπό αυτό. Είχαν πει στον ντε Τάξις, ότι ο Άλβα σύντομα θα κινούσε δέκα χιλιάδες πεζούς μέσα στη Ρωμαϊκή Καμπανία και ότι θα έστελνε τρεις ή τέσσερις χιλιάδες πεζούς στα Αμπρούτζι. Τριανταπέντε έως σαράντα φιλο-αυτοκρατορικές γαλέρες αναμένονταν να φτάσουν στο Νεττούνο μέχρι τις 10 Ιουλίου. Μερικά από τα στρατεύματα τού Άλβα θα κατευθύνονταν στο Μαρίνο (επί τής λίμνης Αλμπάνο) και στις γύρω πόλεις. Θα προσπαθούσαν να πάρουν το Παλιάνο —όλα αυτά σύμφωνα με τις αποκαλύψεις τού ντε Τάξις κάτω από βασανιστήρια— και να έρθουν μέχρι τις πύλες τής Ρώμης. Θα εισέρχονταν στην πόλη, αν μπορούσαν. Ο Άλβα είχε επίσης στη διάθεσή του χίλιους ελαφρά οπλισμένους ιππείς και τριακόσιους πενήντα πάνοπλους άνδρες.

Σαφώς ερχόταν ρήξη με την Αγία Έδρα, γιατί ο Άλβα είχε γράψει στον Σαρρία, στον Γκαρσιλάσσο, στον καρδινάλιο Χουάν Αλβάρεζ και σε άλλους, «ότι έπρεπε να φύγουν από τη Ρώμη με όποιον τρόπο μπορούσαν, γιατί δεν θα κατάφερναν να μην τα σπάσουν με τον πάπα!» (che si partissero di Roma in quel modo che potevano, perchè non si poteva mancare di rompere con il Papa!). Ο Άλβα είχε συμβουλεύσει επίσης τον Κόσιμο Μέδικο, τον δούκα τής Φλωρεντίας, να παραμένει σε εγρήγορση. Είχε γράψει στον Φρανσίσκο ντε Μεντόζα υ Μπομπαντίγια, τον καρδινάλιο τού Μπούργκος και Αψβούργο κυβερνήτη τής Σιένα. Οι Καράφα τα είχαν μάθει όλα αυτά από τον δυστυχή, κακοποιημένο ντε Τάξις. Ο Τζιοβάννι ενημέρωνε τον Ρεμπίμπα, ότι ο Γκαρσιλάσσο και ο Ιππόλιτο Καπιλούπι, εκπρόσωπος τού Γκονζάγκα τής Μάντουα, είχαν φυλακιστεί στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, «αλλά δεν έχουν ανακριθεί ακόμη» (ma non sono ancora essaminati).

Αυτά λοιπόν με τα νέα, αλλά «γνωρίζοντας o Κύριός μας [ο πάπας] την κακή διάθεση των φιλο-αυτοκρατορικών και βλέποντας ότι η επιφανέστατη εξοχότητά σας δεν μπορεί να αποδώσει καρπούς σε εκείνη την αυλή [στις Βρυξέλλες], η Αγιότητά του θέλει να επιστρέψετε αμέσως στη Ρώμη» (conoscendo nostro Signore il mal animo de gl’ Imperiali, et vedendo che vostra Signoria illustrissima non potrà far frutto alcuno a cotesta corte, sua Santità vuole che se ne torni a Roma subito). Η μαρτυρία που είχε δώσει ο ταχυδρομικός προϊστάμενος πάνω στον τροχό των βασανιστηρίων είχε αποκαλύψει τις κακές προθέσεις τού Άλβα και των φιλο-αυτοκρατορικών —και μάλιστα την 1η Σεπτεμβρίου η μαρτυρία του θα αποδεικνυόταν απολύτως ακριβής— και έτσι ο Παύλος Δ’ έδινε τώρα εντολή στον Ρεμπίμπα να επιστρέψει στην κούρτη αμέσως, γιατί δεν επρόκειτο να βρεθεί ειρήνη στις Βρυξέλλες.146

Πέρα από την «κακή διάθεση» των φιλο-αυτοκρατορικών, οι δραστηριότητες τού Καράφα στο Φονταινεμπλώ καθιστούσαν άσχετη την αποστολή τού Ρεμπίμπα. Ο Καράφα έφυγε από τη γαλλική αυλή στις 17 Αυγούστου. Αν μπορούσε να κολακεύει τον εαυτό του ότι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη τού Ερρίκου Β’ (όπως λέει ο Ανσέλ), δεν είχε κατορθώσει να υπερνικήσει την εχθρότητα τής αυλικής φατρίας με επικεφαλής τον Μονμορενσύ. Ο Ερρίκος είχε διατάξει να δοθεί στον Καράφα δύναμη πεζικού 1.200 ή 2.000 ανδρών, αλλά όταν έφτασε στην Τουλόν δεν βρήκε ούτε τούς άνδρες ούτε τις γαλέρες που θα τούς μετέφεραν στην ιταλική ακτή.

Αν σκοπός τής αποστολής Καράφα ήταν απλώς να τρομάξει τούς Ισπανούς, τότε είχε πετύχει, γιατί είχε αναστατώσει την ανακωχή τής Βωσέλ. Καθώς ο πάσχων Κάρολος παρέδιδε τη διακυβέρνηση των ανόμοιων βασιλείων του στον νεαρό Φίλιππο, οι Ισπανοί δεν ήθελαν ένοπλη σύγκρουση στην Ιταλία. Ίσως ο Καράφα είχε σκεφτεί, ότι είχε θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια που είχαν συζητήσει ο ίδιος και ο ντέλλα Κάζα και τα οποία ο τελευταίος είχε περιγράψει στην «Ομιλία… για την υποβολή αίτησης στην Αυτού Μεγαλειότητα τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’ για το κράτος και τον έλεγχο τής Σιένα» (Discorso… per impetrare dalla Maestà dell’ Imperator Carlo V lo stato et dominio di Siena). Ο Παύλος Δ’ κινιόταν δυστυχώς προς την κατεύθυνση τού πολέμου με απερίσκεπτη οργή, αλλά η πολιτική τού Καράφα ήταν προφανώς να σπάσει την εκεχειρία Αψβούργων-Βαλώνων χωρίς να προκαλέσει έναν άλλο πόλεμο Αψβούργων-Βαλώνων.147

Αν βρισκόταν πόλεμος μπροστά, ο πάπας και οι ανηψιοί του θα χρειάζονταν πλήρους κλίμακας βοήθεια από τούς Γάλλους. Θα απαιτούνταν διοικητές καθώς και στρατεύματα. Η στρατιωτική ματαιοδοξία στρατιωτών όπως οι δούκες τού Ουρμπίνο και τής Φερράρας δεν θα τα έβγαζε πέρα με τη σκληρή ανδρεία τού Φερνάντο Αλβάρεζ ντε Τολέδο, τού δούκα τής Άλβα, τού οποίου τα ζοφερά έξι χρόνια διοίκησης στην Ολλανδία (1567-1573) και η αρπακτική κατάκτηση τής Πορτογαλίας (το 1581) θα επισύναπταν σύντομα απαίσια μνήμη στο όνομά του. Δεδομένου ότι ο Παύλος Δ’ είχε διορίσει τον ανηψιό του Τζιοβάννι Καράφα γενικό διοικητή τής Εκκλησίας (την 1η Ιανουαρίου 1556), προφανώς έπρεπε να κοιτάξουν αλλού για ηγεσία κατά των Ισπανών.

Από τη γαλλική πλευρά ένας στρατιώτης ξεχώριζε από τούς στρατιωτικούς συμπατριώτες του. Αυτός ήταν ο Φρανσουά ντε Γκυζ, ο οποίος είχε υπερασπιστεί το Μετς με επιτυχία εναντίον τού Άλβα και τού Καρόλου Ε’ το 1552. Αδελφός των δύο καρδιναλίων τής Λωρραίνης, τού Σαρλ και τού Λουί, ο Φρανσουά είχε παντρευτεί την Άννα ντ’ Έστε (το 1548), την κόρη τού Έρκολε Β’ τής Φερράρας. Η Φερράρα, όπως και το Ουρμπίνο, παρέμενε πιστή στην Αγία Έδρα. Μάλιστα ο Έρκολε έλπιζε να επωφεληθεί από την παπική-γαλλική συμμαχία, γιατί οι Έστε είχαν κάνει σκληρό παζάρι με τον Σαρλ ντε Γκυζ, όταν ο τελευταίος βρισκόταν στον δρόμο του προς τη Ρώμη στα μέσα Νοεμβρίου (1555).148

Παρά την έκκληση που είχε κάνει ο πάπας στη Βενετία (τον Ιούλιο τού 1556) να κρατήσει τούς Γερμανούς έξω από την Ιταλία, ένα μήνα αργότερα (στις 25 Αυγούστου) η Γερουσία ενέκρινε την αίτηση, που είχε κάνει ο Δον Φρανσίσκο ντε Βάργκας, ο αυτοκρατορικός πρέσβης στη Σινιορία, στο όνομα τού Φιλίππου Β’, να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση από ενετικό έδαφος γερμανικού πεζικού δύναμης μέχρι 4.000 ανδρών. (Ο Φίλιππος θα χρησιμοποιούσε προφανώς αυτές τις δυνάμεις για υπηρεσία στη χερσόνησο.) Η Γερουσία ενημέρωσε για το θέμα αυτό τούς Ενετούς πολιτικούς διοικητές τής Βερόνα, ώστε να επιλεγούν επίτροποι για να ασχοληθούν με τη γερμανική διοίκηση και να διατεθούν στα στρατεύματα οι απαραίτητες προμήθειες τροφίμων. Τρεις ημέρες αργότερα η Γερουσία ψήφισε να ενημερώσει τον Ναβαγκέρο, τον πρεσβευτή τους στη Ρώμη, για τις ενέργειες που είχαν γίνει. Εκείνος έπρεπε να ενημερώσει τον πάπα.149

Ο Ναβαγκέρο εκτέλεσε το καθόλου επίζηλο έργο με τη συνήθη επιδεξιότητά του, αν και ο Παύλος Δ’ «επέδειξε προφανή δυσαρέσκεια γι’ αυτή την άδεια διέλευσης».150 Όμως ποτέ δεν κατεύθυνε την οργή του στον Ναβαγκέρο. Οι σχέσεις τής Σινιορίας με τούς Αψβούργους, όχι λιγότερο απ’ όσο οι σχέσεις τους με τον πάπα, απεικονίζουν σαφώς την έντονη επιθυμία των Ενετών, που ήσαν πιασμένοι στη μέση, να δουν να διατηρείται ειρήνη μεταξύ Ισπανίας και Αγίας Έδρας.151 Αν κατέληγαν σε πόλεμο, άραγε πώς θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί τον Παύλο ως αναδυόμενο νικητή με τούς τόσο ισχνούς του πόρους; Αν ερχόταν η γαλλική βοήθεια, άραγε πόσο εκτεταμένη θα ήταν; Οι Ισπανοί ήσαν ήδη κυρίαρχοι τού Μιλάνου και τής Νάπολης. Έχοντας νικήσει τον πάπα σε ανοιχτό πόλεμο, θα γίνονταν εξ ολοκλήρου κύριοι τής Ιταλίας. Άραγε που θα στεκόταν τότε η Βενετία; Τι θα συνέβαινε με την Αγία Έδρα;

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη, ότι η ανισόρροπη πολεμοκαπηλεία τού Παύλου ενοχλούσε τούς Ενετούς. Σε επιστολή τής 22ας Αυγούστου (1556) προς τον δόγη και τη Γερουσία, ο Ναβαγκέρο έδινε λεπτομερή περιγραφή τής ασυνήθιστης ανταλλαγής μεταξύ τού πάπα και τού καρδινάλιου Τζιανάντζελο ντε Μέντιτσι, που συνέβη σε πρόσφατο εκκλησιαστικό συμβούλιο:

… Όταν ο πάπας δήλωσε ότι είχε αριθμό στρατιωτών και μάλιστα καλά στρατεύματα, ο καρδινάλιος απάντησε, ότι η Αγιότητά του δεν έπρεπε ούτε να βασίζεται σε αυτά ούτε να τούς επιτρέψει να μπουν στο πεδίο τής μάχης, δεδομένου ότι θα τρέπονταν σε φυγή από την απλή θέα τού εχθρού, γιατί… από την εποχή τού ερχομού τού Καρόλου [Η’] στην Ιταλία ποτέ στρατός αποτελούμενος αποκλειστικά από Ιταλούς δεν έχει κερδίσει ούτε μια μάχη, επειδή δεν ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν το δόρυ. Και καθώς οι φιλο-αυτοκρατορικοί έχουν πολύ ξένο πεζικό, Γερμανούς και Ισπανούς, καθώς και 800 πάνοπλους άνδρες και 2.000 ελαφρά οπλισμένους ιππείς, ενώ η Αγιότητά του έχει μόνο 500 παλιάλογα, δεν είχε λοιπόν τα μέσα για να αντισταθεί στον εχθρό στο πεδίο τής μάχης…

Ύστερα από αυτά ο πάπας είπε: «Τι θέλετε να κάνω αφού αυτοί οι αιρετικοί τύραννοι με υποχρεώνουν να ενεργήσω έτσι;» Ο καρδινάλιος απάντησε, «Άγιε Πατέρα, θα ήθελα να υπάρξει διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας…. Πραγματικά θα λυπόμουν να καταγραφεί από τούς ιστορικούς, ότι κατά την παπική θητεία τής Αγιότητάς σας, ενός πάπα με τόσο υποδειγματική ζωή, ξέσπασε πόλεμος και σχίσμα, πράγμα που δεν είχε συμβεί κατά τις εποχές παπών, οι οποίοι, για να πούμε την αλήθεια, ζούσαν αχρείες και κακές ζωές».

Στο άκουσμα αυτών η Αγιότητά του δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και είπε: «Μου προκαλείτε σήμερα δυσαρέσκεια, αλλά τα λόγια αυτά δεν προέρχονται από εσάς. Οι τύραννοι είναι εκείνοι που σάς κάνουν να τα προφέρετε. Αλλά θα τούς στερήσουμε τα βασίλεια και τις αυτοκρατορίες τους ως σχισματικούς». Ο καρδινάλιος Μέδικος απάντησε ότι ούτε θα επιβεβαίωνε ούτε θα αρνιόταν ότι ο αυτοκράτορας ήταν σχισματικός, αν και πράγματι θα έλεγε, ότι αυτή η στέρηση μπορεί να οδηγούσε, ώστε αντί για ένα σχισματικό βασίλειο να γίνουν τέτοια όλα τα βασίλεια τού αυτοκράτορα, που αποτελούν τα δύο τρίτα τής Χριστιανοσύνης, και ότι δεν αρκεί η εξαγγελία τής στέρησης, γιατί αμέσως μετά χρειάζεται η δύναμη που θα επιβάλει τη στέρηση. Τότε ο πάπας είπε πολύ οργισμένος: «Είστε κι εσείς σχισματικός…!»

Ο Μέδικος τότε απάντησε, ότι δεν θα έλεγε τίποτε περισσότερο. Αν ο Παύλος ήταν πρόθυμος να ακούσει, θα τού έλεγε την αλήθεια κατ’ ιδίαν στο παπικό δωμάτιο. Και όπως ο Ναβαγκέρο ανέφερε στη Βενετία, «Στη συνέχεια πήγε και κάθισε και λέει ότι αναμένει πλήρως ότι θα σταλεί στο Κάστρο [Σαντ’ Άντζελο], επειδή ο πάπας δεν σήκωσε καθόλου τα μάτια του από αυτόν».152

Στις 21 Αυγούστου ο δούκας τής Άλβα είχε γράψει στον πάπα επιστολή, την οποία ειδικός απεσταλμένος, ο Δον Πίρρο ντελλ’ Οφφρέδο, παρέδωσε την Πέμπτη στις 27 τού μηνός. Τέτοια σκηνή με θυμωμένες φωνές συνόδευε την υποδοχή τού απεσταλμένου από τον πάπα, που ο αρχιθαλαμηπόλος (maestro di camera) έκλεισε διακριτικά τις ξύλινες πόρτες. Στην επιστολή του ο Άλβα δήλωνε ότι ο Κάρολος Ε’ και ο βασιλιάς Φίλιππος, «πολύ υπάκουοι και αληθινοί υπερασπιστές τής Αγίας Αποστολικής Έδρας» (obedientissimi e veri difensori della Santa Sede Apostolica), είχαν μέχρι τότε αγνοήσει πολλές προσβλητικές και ζημιογόνες ενέργειες εκ μέρους τής Αγιότητάς του, ο οποίος από την αρχή τής παπικής του θητείας καταπίεζε και δίωκε τούς υπηρέτες, υποτελείς και φίλους των Μεγαλειοτήτων τους. Είχε προσπαθήσει να σχηματίσει ένωση εναντίον τού Καρόλου και τού Φιλίππου, να συλλάβει αγγελιοφόρους και εκπροσώπους τους και να υποκλέψει τις επιστολές τους. Η Αγιότητά του προσλάμβανε επίσης στρατεύματα με εχθρική πρόθεση. Είχε φυλακίσει και βασανίσει τον Χουάν Αντόνιο ντε Τάξις, τον «ταχυδρομικό προϊστάμενο» (maestro delle pοste). Είχε ακόμη συλλάβει και κακομεταχειριστεί τον Γκαρσιλάσσο ντε λα Βέγκα, τον απεσταλμένο των Αψβούργων.

Για να πετύχει την αύξηση τής δικής του οικογένειας, συνέχιζε ο Άλβα, ο Παύλος Δ’ προσπαθούσε να διαταράξει την ειρήνη τής Χριστιανοσύνης, βάζοντας σε κίνδυνο την Αγία Έδρα, «ειδικά σε αυτούς τούς καιρούς, τούς τόσο γεμάτους από αιρέσεις και καταδικαστέες πεποιθήσεις». Ο Άλβα κατηγορούσε επίσης, αναφερόμενος στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 27ης Ιουλίου, ότι «… η Αγιότητά σας επέτρεψε παρουσία της στον συνήγορο και στον οικονομικό εισαγγελέα τής Αγίας Έδρας να διατυπώσουν σε εκκλησιαστικό συμβούλιο την άνομη, άδικη και απερίσκεπτη κρίση και απαίτηση, ότι το Βασίλειο τής Νάπολης (Regno) έπρεπε να παρθεί από τον βασιλιά, κύριέ μου, με την Αγιότητά σας να συμφωνεί και να συναινεί σε αυτά».

Επαναλαμβάνοντας μερικά από τα άλλα παραπτώματα τού πάπα, ο Άλβα στη συνέχεια παρατηρούσε, ότι ύστερα από μια τέτοια κακομεταχείριση ακόμη και ο πιο υπάκουος γιος έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του κατά τού ίδιου τού πατέρα του και έπρεπε να πάρει από τον πατέρα του τα όπλα, με τα οποία ο τελευταίος ήθελε να τού επιτεθεί. Ο Άλβα έκλεινε την επιστολή του διαβεβαιώνοντας για τον «σεβασμό και την ευλάβεια», που είχαν πάντοτε οι Αψβούργοι για την Αγία Έδρα,153 καθώς και με εκείνο για το οποίο ο Τζιανάντζελο Μέδικος είχε σωστά προειδοποιήσει τον οξύθυμο ποντίφηκα. Παρά το γεγονός ότι η Αγιότητά του δεν διέθετε τη δύναμη να επιβάλει στους Αψβούργους τη στέρηση για την οποία απειλούσε, οποιαδήποτε προσπάθεια να το πράξει αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει σε σχίσμα «τα δύο τρίτα τής Χριστιανοσύνης». Καθώς ο Κάρολος Ε’ μεταβίβαζε τη μεγάλη κληρονομιά των Αψβούργων στον Φίλιππο Β’, ο τελευταίος γινόταν το κεντρικό πρόσωπο στην Ευρώπη, διασκελίζοντας τον στενό κόσμο σαν Κολοσσός. Ο Φίλιππος είχε σχεδόν τα πάντα, εκτός από τον αυτοκρατορικό τίτλο και την Αυστρία με τις εξαρτήσεις της. Τότε ακριβώς, στα τέλη Αυγούστου και αρχές Σεπτεμβρίου τού 1556, ο Κάρολος παρέδιδε τελικά την αυτοκρατορική του εξουσία με έγγραφη εκχώρηση στον αδελφό του Φερδινάνδο, τον βασιλιά των Ρωμαίων.154 Ο Φερδινάνδος στέφθηκε τελικά αυτοκράτορας στην Φρανκφούρτη στις 14 Μαρτίου 1558 από τον Γιόακιμ Β’ τού Βραδεμβούργου, παρουσία τριών Λουθηρανών εκλεκτόρων και προς συνηθισμένη φρίκη τού Παύλου Δ’.

Έχοντας τελειώσει επιτέλους με το λουθηρανικό πρόβλημα, ο Κάρολος Ε’ αποσύρθηκε σε μικρή βίλα, κοντά στο μοναστήρι τού Σαν Χερόνιμο ντε Γιούστε, στην ορεινή χώρα στα δυτικά τού Τολέδο. Πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου 1558, μέσα στην πολυτέλεια όμορφων αγαλμάτων και πολύτιμων σταυρών, φλαμανδικών ταπήτων τοίχου και κεντημάτων, βιβλίων και ωραίων επίπλων, μηχανικών ρολογιών, αστρονομικών οργάνων, καθώς και χαρτών των πρώην κτήσεών του. Οι τελευταίες εβδομάδες τής ζωής του, μελαγχολικές και ταλαιπωρούμενες από την ποδάγρα, ζωντάνευαν από το φωτεινό πρόσωπο και τούς ευχάριστους τρόπους ενός μικρού αγοριού, τού γιου του από τη Μπάρμπαρα Μπλόμπεργκ, που είχε συλληφθεί στο Ρέγκενσμπουργκ την άνοιξη τού 1546, όταν αναζητούσε απόσπαση τής προσοχής τού από τις θεολογικές διαφωνίες στις συγκινήσεις τού κυνηγιού και στις εορταστικές εκδηλώσεις στην αυλή. Αυτό το αγόρι θα γινόταν γνωστό ως Δον Ζουάν τής Αυστρίας.

<-14. Η δολοφονία τού Μαρτινούτσι. Οι Τούρκοι στη στεριά και τη θάλασσα. Ο πόλεμος τής Σιένα (1551-1555) 16. Ο Παύλος Δ’, ο πόλεμος με την Ισπανία και ο Ζαν ντε λα Βίνιε στην Πύλη->
error: Content is protected !!
Scroll to Top