14. Η δολοφονία τού Μαρτινούτσι. Οι Τούρκοι στη στεριά και τη θάλασσα. Ο πόλεμος τής Σιένα (1551-1555)

15. Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ μέχρι το ξέσπασμα τού πολέμου με την Ισπανία (1555-1558)->

14
Η δολοφονία τού Μαρτινούτσι. Οι Τούρκοι στη στεριά και τη θάλασσα. Ο πόλεμος τής Σιένα (1551-1555)

Image Image

Οι κοινωνικές αναταραχές τού πολέμου των Χωρικών (Bauernkrieg) τού 1524-1525 είχαν ως αποτέλεσμα τη βίαιη καταστολή των εξεγερμένων σε ευρείες περιοχές τής γερμανικής υπαίθρου. Η θέση που πήρε ο Λούθηρος, με τούς κυβερνώντες κατά των κυβερνωμένων, κλόνισε την αγροτιά εναντίον τού Λουθηρανισμού, ο οποίος μετατρεπόταν σε μεγάλο βαθμό σε θρησκεία των εδαφικών ηγεμόνων, τής τοπικής αριστοκρατίας και τής αστικής τάξης. Μαζί με τον Λούθηρο και τον Μέλανκτον, τούς Μπούσερ, Γιόνας και Μπουγκενχάγκεν, η πνευματική και πολιτική αναταραχή τής εποχής παρήγαγε όχι μόνο εκτρεπόμενους μετριοπαθείς όπως οι Γκρέμπελ, Χουμπμάιερ και φον Σβένκφελντ, αλλά επίσης και βίαιους επαναστάτες όπως ο Τόμας Μύντσερ, που κέρδισε θλιβερή εξέχουσα θέση στο Μυλχάουζεν, καθώς και ο Ιωάννης τού Λέυντεν, που τον ξεπέρασε στο Μύνστερ.

Ριζοσπαστικές προτεσταντικές ομάδες φαίνονταν να ξεφυτρώνουν παντού. Ο Λουθηρανισμός τρέκλιζε κάτω από την επίδραση τού Αναβαπτισμού. Τα νέα δόγματα, συχνά αντιφατικά, προκαλούσαν εκτεταμένη σύγχυση. Θρησκευτικά βιβλία και αφίσσες τυπώνονταν στα πιεστήρια των τυπογραφείων κατά χιλιάδες. Πολλοί ενθουσιώδεις κήρυκες, με τη σχεδόν τρέλλα τους, κέρδιζαν το στεφάνι τού μαρτυρίου. Η ασφαλέστερη γενίκευση που μπορεί να κάνει κανείς, είναι ότι η γενίκευση είναι επικίνδυνη, αλλά η εμμονή στο βιβλικό δόγμα και τη λαϊκή εκπαίδευση δεν φαινόταν να είχε ανυψώσει τα χρηστά ήθη τής εποχής. Τα αρχεία επιθεώρησης στα προτεσταντικά κράτη τής Γερμανίας κατά το δεύτερο μισό τού 16ου αιώνα δεν δείχνουν βελτίωση σε σχέση με τα αντίστοιχα τής Καθολικής Νορμανδίας κατά το δεύτερο μισό τού 13ου.1

Με την Αγγλία, τη Γαλλία, ακόμη και την Ισπανία ως πρότυπα, οι εδαφικοί ηγεμόνες στη Γερμανία ενίσχυαν τη δική τους τοπική θέση και συγκεντροποιούσαν την εξουσία τους. Η θρησκευτική διχόνοια τούς βοηθούσε, συντρίβοντας τούς ισχυρισμούς οικουμενικότητας τόσο τού παπισμού όσο και τής αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας υπέφερε σχεδόν όσο και ο πάπας. Οι πλούσιοι εξεγείρονταν κατά τής φορολόγησης, οι φτωχοί κατά τής αύξησης τής δυστυχίας. Υπήρχε εκτεταμένη εξέγερση εναντίον τού παρελθόντος, εναντίον τής παράδοσης. Παρά τούς πολέμους, τις επιδημίες και τις κακές σοδειές ο πληθυσμός αυξανόταν κατά τη διάρκεια τού 16ου αιώνα. Η εισροή τού ασημιού τού Περού και τού Μεξικού βοηθούσε στη δημιουργία τής λεγόμενης επανάστασης των τιμών. Ο παρατεταμένος πληθωρισμός αύξανε το κόστος των τροφίμων, τής γης και τής εργασίας με ανησυχητικές επιπτώσεις, προς όφελος των ηγεμόνων, των ευγενών που κατείχαν γη, των αστών εμπόρων και των τραπεζιτών. Όμως οι πόλεμοι και οι θρησκευτικές διαμάχες προκαλούσαν τη μεγαλύτερη ζημιά. Σε ορισμένες περιοχές η θρησκευτική διαμάχη οδηγούσε σε πολέμους. Οι συνθήκες ήσαν ανησυχητικές στην Κεντρική Ευρώπη και στο ανατολικό μέτωπο.

Η Βοημία ήταν γεμάτη με τη θρησκευτική διαφωνία των Ουτρακιστών (Utraquists), τής Μοραβικής Ενότητας (Unitas Fratrum), των Λουθηρανών και των οπαδών τού Τσβίνγκλι. Στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία υπήρχαν πολλοί Γερμανοί, που είχαν υποκύψει γρήγορα στο δέλεαρ τού Λουθηρανισμού υπό την καθοδήγηση τού ψυχωμένου Ματίας Ντεβάι και των διαδόχων του. Ο Ντεβάι ήταν μαθητής τού Λούθηρου στη Βίττενμπεργκ (το 1529-1530) και το κήρυγμά του τον έβαλε γρήγορα σε μπελάδες με τον Τόμας Ζαλάχαζυ, τον επίσκοπο Έρλαου (Άγκρια, Έγκερ), που πρόσταξε να τον συλλάβουν στις αρχές Νοεμβρίου 1531. Όμως η εμπειρία σε περισσότερες από μία φυλακές στην Άνω Ουγγαρία δεν κατάφερε να αμβλύνει τον ζήλο τού Ντεβάι για τη νέα πίστη. Ο Ζαλάχαζυ τον παρέδωσε στον Γιόχαν Φάμπερ (Φάμπρι), τον επίσκοπο Βιέννης, ο οποίος δεν μπόρεσε ούτε να τον πείσει, ούτε να τον ξεπεράσει στις συζητήσεις για το θρησκευτικό ζήτημα. Είναι πολύ πιθανό, όπως έχει υποδειχθεί, ότι θα κατέληγε σε μαρτύριο, αν δεν τον διέσωζαν οι ομόθρησκοί του στο Κάσαου (Κόζιτσε) από την κράτησή του το καλοκαίρι τού 1533. Απτόητος από τούς κινδύνους που είχε συναντήσει στην επικράτεια τού Φερδινάνδου, ο Ντεβάι συνέχισε προς Βούδα, όπου ο Ιωάννης Ζαπόλυα τον φυλάκισε επίσης. Όταν απελευθερώθηκε την άνοιξη τού 1535, ο Ντεβάι ήταν σε θέση να προωθήσει τη λουθηρανική υπόθεση κάτω από την προστασία πολλών οικογενειών Μαγυάρων μεγιστάνων, ιδιαίτερα εκείνης τού Τόμας Νάνταζντυ.

Οι Ούγγροι ευγενείς ενδιαφέρονταν για εδάφη τής Εκκλησίας, ενώ μερικοί από τούς κατώτερους κληρικούς ενδιαφέρονταν για τον γάμο των ιερέων ή για την κοινωνία «και με τα δύο είδη» (sub utraque specie), δηλαδή με το σώμα (άζυμο) και με το αίμα (οίνο) τού Χριστού. Ενώ οι Γερμανοί στις πόλεις παρέμεναν πιστοί στον Λουθηρανισμό, οι Μαγυάροι στρέφονταν σταδιακά προς τον Καλβινισμό, ο οποίος είχε παράξενη «καθολική» ελκυστικότητα από το ένα άκρο τής Ευρώπης μέχρι το άλλο. Οι Γερμανοί ήσαν από καιρό αντιδημοφιλείς στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία. Η δογματική σύγχυση τού παρελθόντος, που είχε προκαλέσει ατέλειωτες δυσκολίες στους πατέρες τής συνόδου τού Τρεντ, αυξανόταν και επιδεινωνόταν τώρα από την πληθώρα των δογματικών απόψεων που άρχιζαν να εμφανίζονται και οι οποίες επρόκειτο να αναθεωρηθούν ή να αποκηρυχθούν στις επόμενες δεκαετίες. Οι Προτεστάντες είχαν εύκολο έργο στις περιοχές τής Ουγγαρίας που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία. Ο προσηλυτισμός των Τούρκων ήταν στην πραγματικότητα σπάνιος, αλλά ο Μπούκσαϋ αναφέρει έναν Τούρκο που προσχώρησε στους Προτεστάντες, σπούδασε θεολογία στο Ντέμπρετσεν τής ανατολικής Ουγγαρίας και έγινε πάστορας στο Σέπσι το 1563.

Αν και ο Ματίας Ντεβάι φυλακίστηκε από τούς Φερδινάνδο και Ζαπόλυα, οι οποίοι ήσαν και οι δύο αντίθετοι με τον Λουθηρανισμό, κανένας επίδοξος βασιλιάς τής Ουγγαρίας δεν μπορούσε να αντέξει να πάρει πολύ δραστικά μέτρα εναντίον των Γερμανών που είχαν εγκατασταθεί στα εδάφη τού Αγίου Στεφάνου. Όταν ο γιος τού Ζαπόλυα, ο Ιωάννης Σίγκισμουντ, επαναποκαταστάθηκε στην Τρανσυλβανία, με τη στήριξη τής Τουρκίας το 1556, τόσο ο ίδιος όσο και το πρώην δεξί χέρι τής μητέρας του, ο Πέτερ Πέτροβιτς, τάχθηκαν υπέρ τής προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Ο Παυλιστής μοναχός αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι, επίσκοπος τού Γκροσβαρντάιν (Οράντεα, Ναγκυβάραντ), ήταν ο κύριος υπερασπιστής τού Καθολικισμού. Αλλά όσο ενοχλητικοί κι αν ήσαν οι Λουθηρανοί, οι Καλβινιστές και οι άλλοι Προτεστάντες για την Καθολική εξουσία στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, οι Τούρκοι αποτελούσαν σίγουρα μεγαλύτερο εμπόδιο από τούς θρησκευτικούς διαφωνούντες.2

Ο Ερρίκος Β’ είχε αποδώσει την τουρκική ναυτική εκστρατεία τού 1551 στην οργή τού σουλτάνου Σουλεϊμάν για την κατάληψη από τον Κάρολο Ε’ τής Μαχντία και για τις μηχανορραφίες τού Φερδινάνδου με τον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι στην Τρανσυλβανία.3 Στο τρανσυλβανικό-ουγγρικό ζήτημα κανένας δεν μπορούσε να βρει ειρηνική λύση. Υπήρχε ισχυρό αυτονομιστικό κίνημα, ενισχυόμενο από τον Προτεσταντισμό, τόσο στη Μολδαβία όσο και στην Τρανσυλβανία, όπου πολλοί μεγιστάνες και κάτοικοι πόλεων ήθελαν να αποτινάξουν τον ζυγό τής Ουγγαρίας.4 Η φατριαστική σύγκρουση αποτελούσε μέρος τού τοπίου, όπως οι λίμνες και τα ποτάμια. Ο Φερδινάνδος των Αψβούργων είχε σημειώσει μικρή πρόοδο στην επιβολή των απαιτήσεών του στο βασίλειο τής Ουγγαρίας. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν ακόμη ο κύριος κριτής τής πολιτικής τύχης τόσο τού βασιλείου όσο και των ανατολικών του εξαρτήσεων.

Χρόνο με τον χρόνο ο αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι, «ο Ταμίας», είχε εργαστεί με τον ιδιόμορφο τρόπο του, προσκολλώμενος στην υπόθεση των Αψβούργων, για την ευημερία τής χώρας που είχε καταλήξει να αγαπά. Προτιμούσε τούς Γερμανούς από τούς Τούρκους ως το μικρότερο κακό. Ο Μαρτινούτσι ήταν δικαιολογημένα πολύ ανήσυχος για το μέλλον τής Τρανσυλβανίας, τής πρώτης γραμμής των Ούγγρων στην άμυνα κατά των Τούρκων. Όμως σε ολόκληρη τη διάρκεια τού έτους 1550 ο Φερδινάνδος είχε αποτύχει να ανταποκριθεί στις τρομερές προειδοποιήσεις τού Μαρτινούτσι για την επικείμενη τουρκική επίθεση. Η χήρα βασίλισσα Ισαβέλλα και ο υπουργός τής Πέτερ Πέτροβιτς παρέμεναν αγκάθια στη σάρκα τού Μαρτινούτσι. Ο Σουλεϊμάν είχε διατάξει τούς πασάδες τού Βελιγραδίου και τής Βούδας, καθώς και τούς βοεβόδες τής Βλαχίας και τής Μολδαβίας, να προσφέρουν στην Ισαβέλλα οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν αυτή. Είχε επίσης δώσει εντολή να αναλάβει τα ηνία τής κυβέρνησης τής Ισαβέλλας ο Πέτερ Πέτροβιτς στη θέση τού Μαρτινούτσι, ενώ η ίδια έπρεπε να αναφέρεται μόνο στην Πύλη.

Η Ισαβέλλα εξόπλισε στρατεύματα εναντίον τού Μαρτινούτσι και κάλεσε τούς Τούρκους να την βοηθήσουν. Στη συνέχεια, με ξαφνικό τρόμο κατανόησης, έκανε συμφωνία με τον Μαρτινούτσι, όπως η ίδια είχε κάνει και πριν, ενώ έγραψε στον Κασίμ μπέη, τον πασά τής Βούδας, ότι δεν χρειαζόταν πια τουρκική βοήθεια. Λίγες ημέρες αργότερα (γύρω στις 16 Οκτωβρίου 1550) είχε αλλάξει πάλι γνώμη και έστελνε αγγελιοφόρους στον Κασίμ μπέη και στους βοεβόδες τής Βλαχίας και τής Μολδαβίας να επισπεύσουν την είσοδό τους στην Τρανσυλβανία. Όταν όμως εμφανίστηκε ο Κασίμ μπέης, διαπίστωσε ότι ο Μαρτινούτσι είχε συγκεντρώσει στο πεδίο τής μάχης τόσο πολλούς άνδρες, που δεν μπορούσε να τούς αντιμετωπίσει. Ο Τούρκος υπέθεσε ότι η Ισαβέλλα τον είχε εξαπατήσει και τράπηκε σε φυγή προς την κατεύθυνση τής Βούδας, χάνοντας τριακόσιους περίπου ιππείς. Οι δυνάμεις των Βλάχων και των Μολδαβών απωθήθηκαν εύκολα. Έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι ο Μαρτινούτσι θα μπορούσε να είχε καταστρέψει τα τουρκικά στρατεύματα, αν είχε επιλέξει να τα καταδιώξει, αλλά προφανώς δεν είχε καμία επιθυμία να υποστεί την εκδίκηση τού σουλτάνου. Σε κάθε περίπτωση, πριν διακινδυνεύσει ολοκληρωτική ρήξη με τον σουλτάνο —και έλπιζε ότι η πλήρης ρήξη με την Υψηλή Πύλη δεν θα ήταν ποτέ απαραίτητη— ο Μαρτινούτσι έπρεπε να είναι σίγουρος, ότι οι Αψβούργοι μπορούσαν και θα τού διέθεταν τούς άνδρες και τα χρήματα που χρειαζόταν, ώστε να αποτραπεί η τουρκική επιδρομή στην Τρανσυλβανία.5

Ο αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι ήταν πεπεισμένος ότι, αν δεν κινιόταν αποφασιστικά ο Φερδινάνδος προς την Τρανσυλβανία πριν κινηθούν οι Τούρκοι, ο σουλτάνος θα πρόσθετε σύντομα την Ουγγαρία στην οθωμανική επικράτεια. Ανταλλαγές επιστολών και απεσταλμένων έφεραν τον Φερδινάνδο και τον Μαρτινούτσι κοντά μεταξύ τους μέσα στους πρώτους μήνες τού 1551, ενώ στα τέλη τής άνοιξης ανανεώθηκε κατ’ αρχήν η συνθήκη τού Γκροσβαρντάιν τού 1538. Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, όπως θα θυμάται ο αναγνώστης,6 ο Φερδινάνδος (ή ο διάδοχός του) υποτίθεται ότι θα ανέβαινε στον θρόνο ολόκληρου τού βασιλείου τής Ουγγαρίας μετά τον θάνατο τού Ζαπόλυα (που πέθανε το 1540), είτε ο τελευταίος είχε παιδιά είτε όχι. Η συνθήκη τού Γκροσβαρντάιν ήταν έργο τού Γιόχαν φον Βέετσε, τότε εκλεγμένου αρχιεπισκόπου τής Λουντ, καθώς και τού αδελφού Γεώργιου, ο οποίος ήταν ο ίδιος εκείνη την εποχή εκλεγμένος επίσκοπος Γκροσβαρντάιν. Αν και μερικές φορές χρησιμοποιούσε πλάγια μέσα, καθώς εργαζόταν με πονηρούς ανθρώπους, ο Μαρτινούτσι ήταν πάντοτε προσκολλημένος στη συνθήκη τού 1538, η οποία είχε προκαλέσει την απομάκρυνσή του από την Ισαβέλλα, που ήθελε κάποια μέρα να δει τον γιο της Ιωάννη Σίγκισμουντ στον θρόνο τής Ουγγαρίας. Η Ισαβέλλα είχε καταλήξει να φοβάται τον Μαρτινούτσι και τούς Αψβούργους περισσότερο απ’ όσο φοβόταν τον Σουλεϊμάν και τούς Τούρκους.

Ένα πρωί, στα τέλη Απριλίου 1551, η Ισαβέλλα χορήγησε ακρόαση σε Ούγγρο πατριώτη στον κήπο τού κάστρου τής Άλμπα Ιούλια στην Τρανσυλβανία επί τού ποταμού Μούρες. Παραπονέθηκε πικρά για τις ύπουλες μηχανορραφίες τού Μαρτινούτσι με τούς Γερμανούς, λέγοντας ότι ο ίδιος ήταν εντελώς Γερμανός (totus Germanus). Προσπαθούσε να παραδώσει το βασίλειο στους Γερμανούς και συμμετείχε σε σχέδιο για την απομάκρυνση τού γιού της Ιωάννη Σίγκισμουντ στην Ισπανία.

«Δεν βλέπω με ποιο τρόπο», έλεγε, «και δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το βασίλειο θα διατηρηθεί κάτω από την προστασία των Γερμανών».

«Η μεγαλειότητά σας», τής είπε, «πιστεύει στους Τούρκους, ενώ ο σεβασμιότατος άρχοντάς μου [ο Μαρτινούτσι] στους Γερμανούς».

«Ο κύριος ταμίας μου», απάντησε, «θα εξαπατηθεί νωρίτερα από τούς Γερμανούς απ’ όσο εγώ από τούς Τούρκους!»7

Ο Φερδινάνδος όχι μόνο δεν διέθετε τα μέσα για να παράσχει στη μακρινή Τρανσυλβανία την προστασία από τούς Τούρκους, την οποία ο αδελφός Γεώργιος Μαρτινούτσι ανέμενε από αυτόν, αλλά δεσμευόταν ακόμη από την πενταετή εκεχειρία, την οποία είχε ρυθμίσει το 1547 ο Γκέραρντ Φέλτβυκ μεταξύ Αψβούργων και Πύλης. Όσο ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν πρόθυμος να διατηρεί την ειρήνη, ήταν καλό να τη διατηρεί και ο Φερδινάνδος. Στο μεταξύ ο Μαρτινούτσι δεν έκρυβε τις προσπάθειές του να διατηρεί ειρηνικό τον σουλτάνο, ο οποίος εξέφραζε πια μεγάλη εκτίμηση γι’ αυτόν.8 Ο Σουλεϊμάν φαινόταν ότι είχε απλώς σηκώσει τούς ώμους του για τα πρόσφατα καμώματα τής Ισαβέλλας και για την αμηχανία τού Κασίμ μπέη (το 1550). Μέχρι τις 25 Ιουνίου (1551) ο Μαρτινούτσι είχε αναγκάσει ή πείσει την Ισαβέλλα να ασχοληθεί με τούς επιτρόπους τού Φερδινάνδου σχετικά με τη διαδοχή στον ουγγρικό θρόνο σύμφωνα με τούς όρους τού Γκροσβαρντάιν.9

Μερικές εβδομάδες αργότερα, με τη συνθήκη τής Άλμπα Ιούλια (της 19ης Ιουλίου 1551), η Ισαβέλλα παρέδωσε στον Φερδινάνδο την Τρανσυλβανία και το μερίδιο τού Ζαπόλυα από το ουγγρικό βασίλειο, σε αντάλλαγμα για το δουκάτο τού Όππελν (Όπολε) στην Άνω Σιλεσία, στον δρόμο από την Κρακοβία (Κράκοβ) προς το Μπρέσλαου (Βρότσλαβ). Η Ισαβέλλα ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό τού γιου της Ιωάννη Σίγκισμουντ, τον οποίο διαβεβαίωσαν για ετήσια έσοδα 25.000 ουγγρικών φιορινιών. Επρόκειτο αυτή να διατηρήσει τις κτήσεις που τής είχε κληροδοτήσει προσωπικά ο Ζαπόλυα, ενώ (μεταξύ άλλων εκτιμήσεων) πήρε πίσω το σύνολο τής αξίας τής προίκας της. Η Ισαβέλλα έκανε τη συμφωνία με τον Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο, τον γενικό διοικητή των Αψβούργων στην Τρανσυλβανία, στον οποίο θα έρθουμε σύντομα, καθώς και με τούς επιτρόπους τού Φερδινάνδου Τόμας Νάνταζντυ και Αντρέας Μπάτορυ. Δεδομένου ότι το Όππελν δεν μπορούσε να τής παραδοθεί αμέσως, λόγω τού εμπόδιου κάποιας υποθήκης (propter illam pignoris obligationem, in qua nunc est), ο Φερδινάνδος παραχώρησε προσωρινά στην Ισαβέλλα και στον Ιωάννη Σίγκισμουντ τη σλοβακική πόλη Κόζιτσε (Κασσόβια), την οποία θα κρατούσαν με πλήρη δικαιοδοσία και όλα τα έσοδα, μέχρι να τούς διατεθεί το δουκάτο τού Όππελν.10

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ήταν καλά ενημερωμένος γι’ αυτά που συνέβαιναν στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία. Μεταξύ εκείνων που τού έστελναν πληροφορίες ήταν αναμφίβολα και ο Μαρτινούτσι. Με αυτοκρατορικό διάταγμα τής 20ης Ιουλίου (1551) ο Σουλεϊμάν απαγόρευσε στον Μαρτινούτσι να επιτρέψει στους Γερμανούς να μετακινήσουν τη βασίλισσα Ισαβέλλα και τον γιο τού Ζαπόλυα «σε άλλη χώρα». Ο Μαρτινούτσι και οι Ούγγροι θα πλήρωναν με τα κεφάλια τους, αν τολμούσαν να παρακούσουν την εντολή τού σουλτάνου: «Έχετε υπηρετήσει την ευτυχή Πύλη μας από την αρχή και είσαστε σκλάβος μας. Προσέξτε, ώστε να μην απομακρύνουν οι εχθροί τη βασίλισσα και τον γιο τού βασιλιά από το πλευρό σας!».11

Την ίδια στιγμή (στις 21 Ιουλίου) ο Μαρτινούτσι έγραφε στον Φερδινάνδο, ότι από θεία επιείκεια τα θέματα προχωρούσαν τέλεια. Στους επιτρόπους τού Φερδινάνδου είχε μόλις δοθεί το στέμμα τού Αγίου Στεφάνου, εξήμιση ουγγιές χρυσάφι, κοσμήματα και σμάλτο, «το ιερό στέμμα με το οποίο οι βασιλείς τής Ουγγαρίας εγκαινίαζαν γενικώς την άνοδό τους στην εξουσία [imperium] αυτού τού βασιλείου και στο οποίο κατά τη γνώμη των προγόνων μας βασίζεται όλη η ισχύς και όλη η ελευθερία τού βασιλείου». Συζητιόταν γάμος ανάμεσα σε μια από τις κόρες τού Φερδινάνδου, τη Τζοάννα, και στον γιο τής Ισαβέλλας Ιωάννη Σίγκισμουντ. Ο Μαρτινούτσι ανέλαβε να πουλήσει την ιδέα στους Τούρκους.12

Στους Τούρκους δεν επρόκειτο να αρέσει η ιδέα. Γνώριζαν πολύ καλά, ότι οι επίτροποι τού Φερδινάνδου βρίσκονταν στην Τρανσυλβανία. Ο Μεχμέτ Σόκολλι (Σοκόλοβιτς) πασάς, ο μπεηλερμπέης τής Ρωμυλίας, κατηγορούσε τον Μαρτινούτσι για «αναλήθεια» (mendaciosum factum).13 O Μεχμέτ, γιος Βόσνιου ιερέα, θα είχε μεγάλη σταδιοδρομία μπροστά του ως ένας από τούς πιο αξιοσημείωτους μεγάλους βεζύρηδες τού αιώνα. Η σταδιοδρομία τού ίδιου τού Μαρτινούτσι είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ζούσε επικίνδυνη ζωή, σε στενή και συνεχή αλληλογραφία τόσο με τον Σουλεϊμάν όσο και με τον Φερδινάνδο, διαβεβαιώνοντας καθέναν από τούς δύο, ότι οι σχέσεις τού με τον άλλον δεν ήσαν παρά καλοσταθμισμένη εξαπάτηση. Δεν είναι πάντοτε σαφές σε ποιόν από τούς δύο έλεγε την αλήθεια. Αναμφίβολα επιθυμούσε να πέσει πανούκλα και στους δύο οίκους τους, αλλά ζούσε ανάμεσά τους και είχε να αντιμετωπίσει και τούς δύο. Σίγουρα από τα μέσα καλοκαιριού τού 1551 φαινόταν τελικά να έχει διαπραγματευτεί εκείνη την ομόνοια (concordia) μεταξύ Ισαβέλλας και Φερδινάνδου, η οποία, όπως τουλάχιστον πίστευε ο δεύτερος, συνεπαγόταν την αναγνώριση των διεκδικήσεών του στην Τρανσυλβανία. Στις 4 Αυγούστου ο Φερδινάνδος έγραφε στον πάπα Ιούλιο Γ’, ότι ο Μαρτινούτσι ήταν ο δημιουργός αυτής τής ρύθμισης, που δεν αποτελούσε μόνο όφελος για τον οίκο των Αψβούργων, αλλά επίσης και για τον Χριστιανισμό (non solum de nobis sed de lota Christianitate egregia illustriaque benemerita). Έχουμε ήδη επισημάνει την πεποίθηση των Αψβούργων, ότι αυτό που ήταν καλό για εκείνους ήταν από μόνο του (eo ipso) καλό και για τον Χριστιανισμό. Διαβεβαιώνοντας τον πάπα ότι ο Μαρτινούτσι ήταν υπόδειγμα των χριστιανικών αρετών και ανυποχώρητος υπερασπιστής τής αποστολικής αρχής, ο Φερδινάνδος ζητούσε καπέλο καρδιναλίου γι’ αυτόν.14

Ο ίδιος ο Μαρτινούτσι έγραφε στο Ιερό Κολλέγιο στις 7 Σεπτεμβρίου (1551), ότι δεδομένου ότι είχε γίνει κατάλληλη πρόβλεψη για τη χήρα τού Ζαπόλυα Ισαβέλλα και για τον γιο του Ιωάννη Σίγκισμουντ, ο Φερδινάνδος αναλάμβανε τώρα την κατοχή τής Τρανσυλβανίας και τού άλλοτε μεριδίου τού Ζαπόλυα στην Ουγγαρία χωρίς ταραχή και αιματοχυσία. Όμως ο Φερδινάνδος δεν ήταν αρκετά ισχυρός για να αντιμετωπίσει τον σουλτάνο και ο Μαρτινούτσι προσέβλεπε προς τούς καρδιναλίους, για να απευθύνουν έκκληση προς τον πάπα και τούς χριστιανούς ηγεμόνες, για τη βοήθεια την οποία ο Φερδινάνδος χρειαζόταν τόσο απεγνωσμένα, ώστε να υπερασπιστεί το απειλούμενο και, όπως αναμενόταν, επανενωμένο βασίλειο τής Ουγγαρίας.15 Διοικητής των ενόπλων δυνάμεων τού Φερδινάνδου, περίπου 7.400 Ισπανών, Γερμανών, Ούγγρων και Ιταλών στρατιωτών, ήταν ο Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο, μαρκήσιος τού Κασσάνο, δουλειά τού οποίου ήταν ο πόλεμος.

Ως παλιός πολεμιστής, που είχε υπηρετήσει τον Κάρολο Ε’, ο Καστάλντο είχε λάβει λεπτομερείς οδηγίες από τον Φερδινάνδο στη Βιέννη στις 27 Απριλίου 1551, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Φερδινάνδος αναλάμβανε την Τρανσυλβανία, «ένα σημαντικό τμήμα τού ουγγρικού βασιλείου,… για να το προστατεύσει και να το σώσει από την εισβολή και κατοχή από τούς εχθρούς τής χριστιανικής πίστης». Και ο Φερδινάνδος το έκανε αυτό ύστερα από επείγον αίτημα και έκκληση τού αδελφού Γεώργιου, επισκόπου τού Γκροσβαρντάιν. Εισερχόμενος στην Τρανσυλβανία με τα στρατεύματά του ο Καστάλντο έπρεπε να φροντίσει, «ασχολούμενος επίσης σοβαρά» (severitatem etiam adhibendo), ότι δεν θα γινόταν κακό σε ιερωμένους, γυναίκες, παιδιά και φτωχούς, αλλά ούτε και σε εκείνους κάθε τόπου, «όλους εκείνους που θα μάς αγκαλιάσουν και θα μάς φερθούν με φιλία και αξιοπρέπεια» (sed eorum omnium, qui partes nostras amplexi sunt, amica et condigna ratio habeatur). Για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων ο Καστάλντο έπρεπε να προσφεύγει στον επίσκοπο τού Γκροσβαρντάιν, που γνώριζε τη χώρα και τούς ανθρώπους της και ο οποίος ήταν εμπνευστής και πρωτουργός όλου αυτού τού εγχειρήματος.16

Παρά το γεγονός ότι κατά την πρώτη προσωπική τους συνάντηση στα τέλη Ιουνίου (1551) ο Καστάλντο είχε εξηγήσει στον αδελφό Γεώργιο ότι ήθελε να τον τιμήσει σαν πατέρα και ότι ο Φερδινάνδος ήθελε από τον αδελφό να χειρίζεται τα ζητήματα όπως μέχρι τότε, δεν τα πήγαν μεταξύ τους καθόλου καλά. Ο Καστάλντο ήταν απότομος πολεμιστής, ειλικρινής και όχι διπλωμάτης. Οι Αψβούργοι εκτιμούσαν τη νομιμοφροσύνη του, αλλά οι Ούγγροι τον εύρισκαν μερικές φορές τόσο ερεθιστικό, όσο τα ισπανικά και γερμανικά στρατεύματά του. Δεν είχαν καμία επιθυμία να δουν το ιερό και απαραβίαστο βασίλειο τής Ουγγαρίας να γίνεται τμήμα ή ακόμα και να εξαρτάται από τη γερμανική αυτοκρατορία. Ήδη από τις 5 Ιουλίου ο Καστάλντο έγραφε στον Φερδινάνδο με παράπονο και αμηχανία για τις από ώρα σε ώρα «αλλαγές διάθεσης» (animi mutationes) τού αδελφού Γεώργιου, ζητώντας οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει τούς ελιγμούς και τις υπεκφυγές του, αν εντόπιζε σε αυτές «κάτι ακατάλληλο» (sinistri aliquid).

Όσο για τον αδελφό, αυτός σίγουρα ενδιαφερόταν περισσότερο για τη δική του ευημερία παρά για εκείνη τού Φερδινάνδου, τον οποίο όμως προτιμούσε από τον Τούρκο. Ο αδελφός Γεώργιος ενδιαφερόταν επίσης να δει ότι ο γιος τού Ζαπόλυα, ο Ιωάννης Σίγκισμουντ, θα έπαιρνε κάποια κατάλληλη ανταμοιβή για την απώλεια τού βασιλείου, το οποίο δεν διέθετε κανένα μέσο να υπερασπιστεί. Ο αδελφός Γεώργιος πίστευε ότι τα στρατεύματα που είχε στείλει ο Φερδινάνδος υπό τον Καστάλντο ήσαν ανεπαρκή. Δεν εμπιστευόταν κανέναν, ούτε τον Καστάλντο, ούτε την Ισαβέλλα, ούτε τούς Τρανσυλβανούς, ούτε και την ουγγρική αριστοκρατία, για την οποία συχνά μιλούσε απαξιωτικά. Η Ισαβέλλα είχε καταλήξει να μισεί τον αδελφό περισσότερο από κάθε άλλον. Αν ανακουφιζόταν με την παράδοση τού στέμματος τού Αγίου Στεφάνου στους επιτρόπους τού Καστάλντο και τού Φερδινάνδου, αυτό συνέβαινε γιατί έτσι το τοποθετούσε μακριά από τα χέρια τού αδελφού Γεώργιου, ενώ κάποτε είχε ισχυριστεί μιλώντας στον Καστάλντο, ότι ο αδελφός μπορούσε κάλλιστα να ελπίζει να στέψει τον εαυτό του βασιλιά τής Ουγγαρίας.17

Όταν ο Τζιανμαρία Μαλβέτσι, ο απεσταλμένος τού Φερδινάνδου στον Βόσπορο, έδωσε στην Πύλη επίσημη κοινοποίηση τής συνθήκης τής Άλμπα Ιούλια, ο Σουλεϊμάν τον έριξε στη φυλακή χωρίς πολλά λόγια. Στις διαμαρτυρίες των Αψβούργων ότι αυτό ήταν αντίθετο με τούς νόμους και την πρακτική τής διπλωματίας, ο Σουλεϊμάν έδωσε απάντηση, η οποία, σύμφωνα με τον φον Χάμμερ-Πούργκσταλ βρισκόταν σε σημαντική αντίθεση με την ισλαμική παράδοση ότι «οι πρεσβευτές είναι υπεύθυνοι για τα συγκεκριμένα λόγια των κυρίων τους και ότι ως όμηροι πρέπει να επανορθώσουν για την εν λόγω παραβίαση».18

Αν ο Φερδινάνδος είχε αφήσει το καθήκον τής ενημέρωσης τής Πύλης στον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι, αυτός μπορεί να είχε περάσει τα νέα πιο απαλά. Ολόκληρος ο σκοπός τής συνθήκης τής Άλμπα Ιούλια ήταν βέβαια η προστασία των Αψβούργων από τούς Τούρκους. Αν ο αδελφός αντιμετώπιζε ύπουλα καθώς και επιδέξια τόσο τούς Αψβούργους όσο και τούς Τούρκους, φαίνεται ότι το έκανε γιατί είχε στην καρδιά του τα συμφέροντα των Ούγγρων και των Τρανσυλβανών. Η ανησυχία του για την καταπιεζόμενη αγροτιά αποτελεί το αντικείμενο περισσοτέρων από μιας επιστολών του. Οι Τούρκοι δελέαζαν για να αποσπάσουν από τη χριστιανική τους πίστη τούς Ούγγρους και τούς Σέρβους. Προς το τέλος τού καλοκαιριού (του 1551) ο αδελφός Γεώργιος έγραφε στον Φερδινάνδο, ότι οι φεουδάρχες θα ήσαν οι μόνοι που θα ευθύνονταν για τη συνέχιση των αποστασιών τού λαού προς τούς Τούρκους, «αφού κρατάμε τούς αγρότες σε τόσο τρομερή υποταγή». Αν εξαιρεθεί το γεγονός, ότι από τούς δυστυχείς αυτούς δεν είχαν αποσπαστεί οι γυναίκες και τα παιδιά τους, κατά τα άλλα δεν είχε υπάρξει κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Προέτρεπε τον Φερδινάνδο να εξαγγείλει την απελευθέρωση των χωρικών με δημόσια διακήρυξη, ώστε να γνωρίζουν το ενδιαφέρον τής μεγαλειότητάς του σε όλα τα φέουδα και τις τάξεις τού βασιλείου του. Ο Θεός θα ευχαριστιόταν με την απελευθέρωση τής αγροτιάς.19

Ο αδελφός Γεώργιος φαίνεται ότι είχε προσπαθήσει να εκτρέψει την οργή των Τούρκων από τον εαυτό του και να αποκρούσει, αν ήταν δυνατόν, τουρκική εισβολή στην Ουγγαρία ή την Τρανσυλβανία. Ενημέρωσε προφανώς τούς Τούρκους, ότι η Ισαβέλλα ήταν υπεύθυνη για τη συνθήκη τής Άλμπα Ιούλια, επειδή ήθελε να δει τον γιο της να παντρεύεται κόρη τού Φερδινάνδου. Ο αδελφός φέρεται ακόμη να είχε διαβεβαιώσει την Υψηλή Πύλη, ότι θα έβγαζε τούς Γερμανούς από την Τρανσυλβανία. Είναι κατανοητό. Χρειαζόταν χρόνο. Ο Φερδινάνδος είχε στείλει θλιβερά ανεπαρκή δύναμη υπό τον Καστάλντο και ο αδελφός έκανε έκκληση και στους δύο Αψβούργους αδελφούς να στείλουν μεγαλύτερες και ισχυρότερες δυνάμεις, για να βοηθήσουν να κρατηθεί η Ουγγαρία και η Τρανσυλβανία απέναντι στις αναπόφευκτες τουρκικές επιθέσεις. Στο μεταξύ, στο τέλος πια τού Αυγούστου (1551), οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλο στρατό στο Σλάνκαμεν, δεκαοκτώ περίπου μίλια βόρεια τού Βελιγραδίου.

Ο Μεχμέτ Σόκολλι, ο μπεηλερμπέης τής Ρωμυλίας, διέσχισε τον Δούναβη στο Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν) στις 7 Σεπτεμβρίου και διέσχισε τον Τάις (Τίσα) κοντά στο χωριό Τίτελ στη βόρεια Σερβία, προχωρώντας βόρεια προς το Μπέτσεϊ, όπου κατέλαβε το φρούριο στις 18-19 Σεπτεμβρίου. Η διακοσίων ατόμων φρουρά θανατώθηκε. Στις 21 τού μηνός ο Μεχμέτ Σόκολλι κατέλαβε το φρούριο τού Μπέτσκερεκ, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί από τη φρουρά και συνέχισε τον δρόμο του προς την επισκοπική πόλη Τσάναντ επί τού Μούρες (Μάρος) ποταμού. Η σερβική δύναμη που κρατούσε το Τσάναντ το παρέδωσε στους Τούρκους (στις 28 τού μηνός), οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν προς τη σημαντική πόλη Λίποβα (Λίππα) στην αριστερή όχθη τού Μούρες. Ο Αντρέας Μπάτορυ παρέδωσε τη Λίποβα αμαχητί στις 8 Οκτωβρίου και ο τουρκικός στρατός κινήθηκε νοτιοδυτικά για τριάντα ή περισσότερα μίλια προς την Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ), την οποία έθεσε υπό πολιορκία στις 16-17 Οκτωβρίου. Μέχρι εκείνο το σημείο οι Τούρκοι είχαν σαρώσει τα πάντα μπροστά τους.20

Ύστερα από μερικές εβδομάδες απραξίας ο διοικητής τού Φερδινάνδου Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο θέλησε να επιτεθεί στους Τούρκους. Ο Μαρτινούτσι προειδοποίησε εναντίον μεγάλης κλίμακας σύγκρουσης χωρίς επαρκείς δυνάμεις. Έρχονταν ενισχύσεις υπό τον Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι, έναν άλλον οπλαρχηγό (κοντοττιέρε) τού Φερδινάνδου. Ο Μαρτινούτσι παρέδωσε 20.000 φλουριά σε χρυσό και 10.000 σε ασήμι για να βοηθήσει τη χρηματοδότηση τής άμυνας κατά των Τούρκων. Ακόμη και ο Καστάλντο εντυπωσιάστηκε, όπως έγραφε στον Φερδινάνδο, με τον αδελφό που δείχνει «κάθε μέρα πιο ένθερμος για την υπηρεσία τής μεγαλειότητάς σας απ’ όσο θα μπορούσε ενδεχομένως κανείς να πιστεύει».

Όμως οι υποψίες τού Καστάλντο επέστρεφαν και αυξάνονταν καθώς ο αδελφός συνέχιζε να στέλνει αγγελιοφόρους στους Τούρκους και να παίρνει απαντήσεις. Ίσως προσπαθούσε να εξαπατήσει τούς Τούρκους ως προς την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων στην Τρανσυλβανία, αλλά άραγε εξαπατούσε μόνο τούς Τούρκους; Οι στρατολογήσεις τοπικών στρατιωτών καθυστερούσαν και οι ελπίδες για λαϊκές εξεγέρσεις για την υπεράσπιση τής χώρας ήσαν απογοητευτικές. Μάλιστα ελάχιστα μπορούσαν να αναμένονται από την Τρανσυλβανία, όπου τα τρία προνομιούχα «έθνη», οι Ούγγροι, οι Σέκελ και οι λεγόμενοι Σάξωνες, ήσαν εχθρικά το ένα προς το άλλο, ενώ οι ντόπιοι Ρουμάνοι είχαν από καιρό απογοητευτεί και από τα τρία. Σε συμφωνία με τις υποψίες τού ίδιου τού Καστάλντο για τον Μαρτινούτσι, ο γραμματέας τού τελευταίου θα λεγόταν σύντομα ότι παρουσίαζε τον αδελφό ως άμεσο σύμμαχο τού Τούρκου. Η μια κατηγορία οδηγούσε στην άλλη.

Ο Μαρτινούτσι κατηγορήθηκε ότι έριξε τον διοικητή στο Τσάναντ στη φυλακή, για να συγκαλύψει τη δική του προδοσία. Το σχέδιό του ήταν κατά τα φαινόμενα να παραδώσει τον Καστάλντο και τον στρατό τού Φερδινάνδου στους Τούρκους. Η συνθήκη τής Άλμπα Ιούλια είχε προφανώς σχεδιαστεί για να απαλλάξει τη σκηνή από την Ισαβέλλα και τον Ιωάννη Σίγκισμουντ, γιατί φιλοδοξία τού Μαρτινούτσι ήταν να κάνει τον σουλτάνο να τού αναθέσει την Τρανσυλβανία, για την οποία θα κατέβαλλε ετήσιο φόρο ως υποτελής τής Πύλης. Δεν υπήρχε τέλος στην απιστία του. Είχε εμποδίσει τούς βοηθητικούς τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι να ενωθούν με τον στρατό τού Καστάλντο στην Τρανσυλβανία, απαιτώντας από τον Παλλαβιτσίνι να σταματήσει στο Γκροσβαρντάιν (Ναγκυβάραντ, σήμερα Οράντεα).21 Έτσι λεγόταν.

Αυτουργός αυτών των κατηγοριών και συκοφαντιών ήταν ο ίδιος ο Καστάλντο. Σκοπός του ήταν να πείσει τον Φερδινάνδο, ότι ο τίτλος τού βοεβόδα, το αξίωμα τού ταμία και ένα καπέλο καρδινάλιου ήσαν όλα μικροπράγματα για ό,τι είχε να κάνει με τον Μαρτινούτσι. Ο αδελφός ήθελε να κυβερνά την Τρανσυλβανία, όπως ο Ιωάννης Ζαπόλυα πριν από αυτόν, υπό την προστατευτική αιγίδα τής Πύλης. Ο Καστάλντο διατύπωσε αυτές τις κατηγορίες εναντίον τού Μαρτινούτσι σε επιστολή τής 16ης Οκτωβρίου (1551) προς τον Φερδινάνδο, στη βάση υποτιθέμενης πληροφόρησης που τού έδωσε ένας μη κατονομαζόμενος «γραμματέας». Αν ο γραμματέας δεν ήταν προϊόν τής φαντασίας τού Καστάλντο, όπως πιθανώς δεν ήταν, τότε επρόκειτο σχεδόν σίγουρα για τον Μαρκ’ Αντόνιο Φερράρι, που είχε φύγει από την υπηρεσία τού Καστάλντο δήθεν για να χρησιμεύσει ως ιταλομαθής γραμματέας τού αδελφού. Όμως ο χρόνος θα έδειχνε, ότι αυτός δεν είχε φύγει από την υπηρεσία τού Καστάλντο.22

Οτιδήποτε κι αν βρισκόταν πίσω από τις κατηγορίες τού Καστάλντο και το μίσος του για τον Μαρτινούτσι, γεγονός παραμένει ότι οι επιστολές τού τελευταίου είναι γεμάτες με τον φόβο των Τούρκων. Τέσσερις ημέρες πριν από την ημερομηνία τής επιστολής τού Καστάλντο προς τον Φερδινάνδο, ο Μαρτινούτσι είχε γράψει στον Κάρολο Ε’ (στις 12 Οκτωβρίου), ότι οι διεκδικήσεις τού Φερδινάνδου στην Τρανσυλβανία είχαν προκαλέσει την οργή τού Τούρκου, ο οποίος προφανώς είχε κρατήσει τον Μεχμέτ Σόκολλι πασά στο πεδίο ολόκληρο τον χειμώνα ως απειλή για τούς Ούγγρους. Η καθυπόταξη τής Ουγγαρίας θα άνοιγε για τον Τούρκο φαρδιά λεωφόρο προσέγγισης τής χριστιανικής κοινοπολιτείας. Ο Μαρτινούτσι έκανε έκκληση στον Κάρολο να βοηθήσει τούς Ούγγρους σε αυτόν που διαφορετικά θα ήταν ενδεχομένως ο τελευταίος χειμώνας αντοχής τους στον εχθρό.23 Την ίδια ακριβώς ημέρα (στις 12 τού μηνός) ο Μαρτινούτσι έγινε καρδινάλιος σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.24

Δεν τού ανατέθηκε ποτέ τιμητικά εκκλησία.25 Στις 20 τού μηνός ένας αγγελιοφόρος έφερε τα καλά νέα στον καταυλισμό, όπου ο Μαρτινούτσι και ο Καστάλντο συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους για την ανακατάληψη τής Λίποβα (Λίππα). Ο Καστάλντο διέταξε κανονιοβολισμό στη μέση τής νύχτας προς τιμή τού γεγονότος, αλλά την επόμενη μέρα έστειλε επιστολή στη Βιέννη, αναφέροντας ότι αν και ο Μαρτινούτσι ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος και είχε ανταμείψει πλουσιοπάροχα εκείνους που τού έφεραν την είδηση, δεν είχε κάνει κανένα σχόλιο και δεν είχε δείξει προς τα έξω κανένα σημάδι ικανοποίησης.26

Στις 30 Οκτωβρίου (1551) ο Μαρτινούτσι έγραψε στον Κάρολο Ε’, ευχαριστώντας τον για την μεγάλη τιμή που τού είχε κάνει ανυψώνοντάς τον στο αξίωμα τού καρδιναλίου, το οποίο γνώριζε ότι όφειλε στην παρέμβαση τού Καρόλου. Κατά τα άλλα ο ανταγωνισμός με τούς Τούρκους συνεχιζόταν και τέσσερα κάστρα είχαν μόλις ανακτηθεί.27 Ήταν ο Φερδινάνδος, όπως γνώριζε ο Μαρτινούτσι, εκείνος που είχε παρακαλέσει τον πάπα να τού δώσει το κόκκινο καπέλο, αλλά, είτε έτσι είτε αλλιώς, είχε γίνει καρδινάλιος. Όμως ο Μαρτινούτσι διαπραγματευόταν με τον Τούρκο, ενώ ταυτόχρονα τον πολεμούσε. Οι σχέσεις του με τον Φερδινάνδο επιδεινώνονταν τώρα, ιδιαίτερα λόγω τής επιστολής τού Καστάλντο τής 16ης Οκτωβρίου. Όπως είναι κατανοητό, οι Αψβούργοι δεν μπορούσαν να παραμένουν ικανοποιημένοι με την απλή διεκδίκηση ενός τίτλου ή μιας περιοχής. Έπρεπε να πιέσουν γι’ αναγνώριση και για το εισόδημα που συνόδευε τη διεκδίκησή τους. Από τη στιγμή που ο Φερδινάνδος είχε στείλει ένοπλη δύναμη στην Τρανσυλβανία, λίγο τον ενδιέφερε αν ο σουλτάνος θα θεωρούσε ότι είχε παραβιαστεί η πενταετής εκεχειρία τού Φέλτβυκ (1547-1552). Όμως η φυλάκιση από τον σουλτάνο τού απεσταλμένου τού Φερδινάνδου, τού Μαλβέτσι, φαίνεται ότι καθιστούσε σαφές, ότι η Υψηλή Πύλη θεωρούσε την εκεχειρία παραβιασμένη.

Στον Φερδινάνδο άρεσε να πιστεύει, ότι η είσοδος τού Καστάλντο στην Τρανσυλβανία αποτελούσε απλώς απόδειξη τής τελικής εκπλήρωσης τής συνθήκης τού Γκροσβαρντάιν (του 1538). Όμως όταν ο Φερδινάνδος ενημέρωσε ανέμελα την Πύλη, ότι είχε αποκτήσει πλέον ειρηνική κατοχή τής Τρανσυλβανίας με τη σύμφωνη γνώμη τής βασίλισσας Ισαβέλλας, τού Μαρτινούτσι και όλων των φεουδαρχών και τάξεων τού βασιλείου, με την κατανόηση βέβαια, ότι ο συνήθης φόρος υποτέλειας έπρεπε να στέλνεται κάθε χρόνο στην Ισταμπούλ, ο αδελφός Γεώργιος βρέθηκε σε πρόβλημα με την Πύλη. Μερικές φορές είναι δύσκολο να πει κανείς που τελειώνει η υπερβολική αυτοπεποίθηση και που αρχίζει η βλακεία. Οι Αψβούργοι απευθύνονταν συνήθως στον σουλτάνο με τον ίδιο στόμφο, όπως εκείνο που χρησιμοποιούσαν όταν έγραφαν σε Γερμανούς βαρώνους. Στην περίπτωση αυτή η επιστολή τού Φερδινάνδου προς τον σουλτάνο ισοδυναμούσε με κατηγορία προδοσίας τής Πύλης από την πλευρά τού Μαρτινούτσι, ο οποίος (όπως γνώριζε καλά ο Φερδινάνδος) προσπαθούσε πάντοτε να κατευνάσει τον σουλτάνο, παρέχοντάς του αόριστες διαβεβαιώσεις για τη νομιμοφροσύνη του και στέλνοντάς του διάφορες πληροφορίες. (Ο Μεχμέτ Σόκολλι πασάς, ο μπεηλερμπέης τής Ρωμυλίας, αναφερόταν σε «κατηγορία» τού Φερδινάνδου κατά τού Μαρτινούτσι.) Ο Φερδινάνδος ήθελε να κατανοήσει ο σουλτάνος, ότι τελικά είχε επιτευχθεί ειρήνη στην Τρανσυλβανία, με ανεπιφύλακτη αποδοχή τής υποτέλειας στους Τούρκους.28

Οι δυνάμεις τού Μεχμέτ Σόκολλι είχαν καταλάβει το Τσάναντ, τη Λίποβα (Λίππα) και περισσότερα από δώδεκα χριστιανικά οχυρά, αλλά η πολιορκία τής Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ) δεν πήγαινε καλά. Στις 2 Νοεμβρίου (1551) οι χριστιανικές δυνάμεις υπό τον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι και τον Καστάλντο είχαν τελικά προελάσει προς την κατεχόμενη από τούς Τούρκους Λίποβα, όπου έφτασαν στις 3 τού μηνός. Την επόμενη μέρα έφτιαχναν χαρακώματα και στις 5 Νοεμβρίου άρχισαν να κανονιοβολούν τα τείχη τής Λίποβα. Ύστερα από την αποτυχία μιας παράτολμης προσπάθειας των Ισπανών στρατιωτών να ανεβούν στους προμαχώνες, ξεκίνησε η γενική επίθεση κατά τής πόλης. Ο αδελφός Γεώργιος, έχοντας αντικαταστήσει τον μανδύα τού καρδιναλίου με πανωφόρι στρατιώτη και τον κόκκινο μπερέ με κράνος με φτερά, ξεχώριζε τόσο στη σύγκρουση, όσο και οι Καστάλντο, Νάνταζντυ, Παλλαβιτσίνι και οι υπόλοιποι συμμαχικοί διοικητές.29 Όταν καθάρισε η ατμόσφαιρα και περίπου 1.200 Τούρκοι είχαν χάσει τη ζωή τους, ο αδελφός Γεώργιος έγραψε στον Φερδινάνδο (στις 8 Νοεμβρίου) για την επιτυχημένη επίθεση των συμμάχων κατά τής Λίποβα και για τη σφαγή τού εχθρού μέσα στην πόλη και έξω από αυτήν. Τώρα απέμενε μόνο να καταληφθεί το φρούριο «και δεν αμφιβάλλω ότι με τη βοήθεια τού Θεού θα το ανακτήσουμε και αυτό».30

Τώρα το ερώτημα ήταν αν έπρεπε να προσπαθήσουν να καταλάβουν το φρούριο ή να κινηθούν προς την Τιμισοάρα, όπου ο γενναίος διοικητής Στέφεν Λόσοντσυ είχε μέχρι στιγμής αντέξει τις δυσκολίες τής πολιορκίας τού Μεχμέτ Σόκολλι. Όμως στις 16 Νοεμβρίου ή νωρίτερα, ίσως με εντολή τού σουλτάνου, ο Σόκκολι είχε αποφασίσει να άρει την πολιορκία και να αποσυρθεί κατά μήκος τού Δούναβη προς το Βελιγράδι, λόγω τής προσέγγισης τού χειμώνα και τής εγγύτητας των συμμαχικών δυνάμεων. Επίσης στις 16 Νοεμβρίου, σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στο Βατικανό, διαβάστηκαν επιστολές που είχε γράψει ο Μαρτινούτσι προς τον πάπα Ιούλιο Γ’, περιγράφοντας την κρίσιμη συγκυρία που επικρατούσε στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία και προτρέποντας την Αγιότητά του να επιβάλει την επάνοδο των χριστιανών ηγεμόνων στην ειρήνη, έτσι ώστε να είναι δυνατό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να χρησιμοποιηθούν τα όπλα τους εναντίον των Τούρκων. Ο Ιούλιος διέταξε να οργανωθεί ειδική λειτουργία στον Άγιο Πέτρο «για την ειρήνη και τη διάσωση τής Χριστιανοσύνης από τούς απίστους, με τα συνήθη συγχωροχάρτια και αφέσεις αμαρτιών».31

Στο μεταξύ στη Λίποβα ο Καστάλντο και οι στρατηγοί των Αψβούργων ήθελαν να επιτεθούν στο φρούριο ή να οδηγήσουν σε λιμοκτονία τούς Τούρκους, των οποίων ο διοικητής, ο Πέρσης Ουλαμά μπέης, ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τον τόπο σε αντάλλαγμα για εξασφάλιση τής ελευθερίας του καθώς και εκείνης των στρατιωτών του. Ο Καστάλντο ήθελε άνευ όρων παράδοση. Ο Μαρτινούτσι τούς προειδοποίησε όλους να μην πιέζουν υπερβολικά τούς Τούρκους. Η οργή τού σουλτάνου ήταν τρομερή όταν ξεσπούσε, γιατί οι ορδές του δεν λυπούνταν ούτε γυναίκες ούτε παιδιά, σπίτια και εκκλησίες, δέντρα, καλλιέργειες ή κοπάδια. Ο κατευνασμός ήταν η μόνη σωστή πολιτική. Να διατηρείται ο σουλτάνος ήρεμος, να επιδιώκεται η καλοσύνη του, να καταβάλλεται ο ετήσιος φόρος υποτέλειας και να τον αφήνουν στην ησυχία του. Έπρεπε να επιτραπεί στον Ουλαμά και στην τουρκική δύναμη στο φρούριο τής Λίποβα να αποχωρήσουν ανενόχλητοι και αλώβητοι, έτσι ώστε να μπορέσουν να διαβεβαιώσουν τον σουλτάνο για την καλή διάθεση των Αψβούργων και των Ούγγρων. Θα ήταν καλό να μην προκαλούν τον σουλτάνο σε απόσπαση εκδίκησης για τις απώλειες που υφίστατο σε αυτόν τον πόλεμο. Ο Καστάλντο και οι στρατηγοί δεν έπρεπε να σκέφτονται ότι φονεύοντας τον Ουλαμά και τούς άνδρες του θα τελείωναν. Κάθε άλλο!

Ο σουλτάνος δεν θα έμενε χωρίς άνδρες, αν τού αφαιρούσαν αυτούς τούς λίγους, γιατί είχε ήδη στο πεδίο τής μάχης πάνω από 40.000 άνδρες σε απόσταση μόλις 30 μιλίων. Μάλιστα η Λίποβα βρισκόταν (και βρίσκεται) 32 μίλια βορειοανατολικά τής Τιμισοάρα, όπου ο Μεχμέτ Σόκολλι άρχιζε τότε να εγκαταλείπει την πολιορκία. Ο Καστάλντο κατηγορούσε τον Μαρτινούτσι για διπροσωπία και διαφωνούσε έντονα με την έκκλησή του για ευγένεια και μετριοπάθεια στην αντιμετώπιση των Τούρκων στρατιωτών, που είχαν αποκλειστεί στο φρούριο τής Λίποβα. Η αντιμετώπιση των εχθρών τής πίστης με τον τρόπο που υποστήριζε ο κύριος καρδινάλιος θα αποτελούσε προσβολή, όνειδος, το οποίο κανένας στρατιώτης δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Ποια θα ήταν άραγε η ετυμηγορία τής Χριστιανοσύνης αν τρόμαζαν τώρα που είχαν τούς Τούρκους στα χέρια τους; Σύμφωνα με τον εκείνης τής εποχής ιστορικό Ασκάνιο Τσεντόριο, ο Καστάλντο έλεγε επίσης, ότι ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε ήδη τραπεί σε φυγή πέρα από τον Δούναβη, πράγμα που δεν είχε συμβεί. Ο Μαρτινούτσι απάντησε οργισμένα ότι σκόπευε να αφήσει τον Ουλαμά να φύγει ελεύθερος, προκειμένου να βοηθήσει στην εξασφάλιση τής ειρήνης για την Τρανσυλβανία και τής ευημερίας τού λαού. Ο Καστάλντο δεν είπε τίποτα, σύμφωνα με τον Τσεντόριο, αλλά έγινε ακόμη πιο αποφασισμένος να απαλλαγεί από τον αδελφό Γεώργιο.32

Οι Καστάλντο και Παλλαβιτσίνι είχαν γίνει θανάσιμοι εχθροί τού αδελφού Γεώργιου. Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν σε ατμόσφαιρα εχθρότητας. Ο αδελφός κατηγορήθηκε ότι ενθάρρυνε τον Ουλαμά μπέη να αντέξει και ότι τον εφοδίαζε με προμήθειες. Ο Καστάλντο είχε ξαναρχίσει τον κανονιοβολισμό τού φρουρίου. Στις 16 Νοεμβρίου ο Ουλαμά ζήτησε κατάπαυση πυρός είκοσι ημερών, μετά την οποία θα παρέδιδε το φρούριο, υπό τον όρο ότι ο ίδιος και οι άνδρες του θα αφήνονταν να φύγουν ελεύθεροι. Στις 22 τού μηνός ζήτησε συνάντηση με τον αδελφό Γεώργιο, αλλά συμφώνησε να στείλει ομήρους στους συμμάχους και δύο απεσταλμένοι ήρθαν σύντομα, προσφέροντας τούς εαυτούς τους ως εγγύηση για την ειρηνική αποχώρηση των Τούρκων με τα όπλα και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Ο Καστάλντο απέρριψε την πρόταση τού Ουλαμά και απαίτησε άνευ όρων παράδοση. Ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε ξεκινήσει την επιστροφή τού στο Βελιγράδι μέσω Μπέτσκερεκ, αλλά στις 25 Νοεμβρίου έφτασε είδηση στο συμμαχικό στρατόπεδο στη Λίποβα, ότι ο Κασίμ πασάς, ο κυβερνήτης τής Βούδας, έσπευδε προς νότο για να καλύψει την υποχώρηση τού Σόκκολι και να προσφέρει στους Τούρκους συμπατριώτες του όση βοήθεια μπορούσε. Ο πασάς είχε ήδη φτάσει στο Σέγκεντ.

Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, ότι ο Κασίμ πασάς είχε πρόθεση να επιχειρήσει να σπεύσει σε επικουρία τής Λίποβα, όπου η φρουρά τού Ουλαμά περνούσε δύσκολες στιγμές. Τα εφόδια των χριστιανών μειώνονταν επίσης. Ο Ουτιεσένοβιτς πιστεύει ότι ο Καστάλντο πήρε την πρωτοβουλία στις 28 Νοεμβρίου να αποδεχτεί την πρόταση τού Ουλαμά για ειρηνική αποχώρηση των Τούρκων από το φρούριο. Ο Καστάλντο έπρεπε προφανώς να δώσει περιοριστική εντολή στα στρατεύματά του, να μην επιτεθούν στους αναχωρούντες Τούρκους. Ο Μαρτινούτσι ήθελε να βγουν οι Τούρκοι με τη μικρότερη δυνατή βλάβη στο φρούριο «και στη συνέχεια είχε άλλη άποψη» (verum aliis tunc alterum visum est), αλλά ο κανονιοβολισμός των τειχών είχε υπάρξει τόσο έντονος, που οι χριστιανοί θα είχαν τώρα μπροστά τους δαπανηρό έργο αποκατάστασης.33

Αν και είναι σαφές ότι ο Μαρτινούτσι και ο Καστάλντο σχεδόν δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλο, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο αδελφός δεν είχε μάθει την ξαφνική προθυμία τού Καστάλντο να αφήσει τον Ουλαμά ελεύθερο, αν βέβαια κάτι τέτοιο ίσχυε πραγματικά. Μάλιστα την ίδια ακριβώς ημέρα (28 Νοεμβρίου) ο αδελφός έστειλε στον Φερδινάνδο θλιβερή περιγραφή των συνθηκών στον χριστιανικό καταυλισμό στη Λίποβα. Το φρούριο δεν είχε πέσει. Η πολιορκία είχε αποδειχτεί μακρά και δύσκολη. Ο στρατός τού Μεχμέτ Σόκολλι, έχοντας φύγει από την Τιμισοάρα, βρισκόταν τώρα μόλις έντεκα μίλια μακριά. Είχαν αρχίσει οι βροχές. Οι στρατιώτες χωρικοί από την Τρανσυλβανία και την Ουγγαρία, καθώς και μερικοί από τούς ευγενείς, άφηναν τα αντίσκηνα για να πάνε στα σπίτια τους. Οι ιππείς ήσαν τόσο ταλαιπωρημένοι, που με δυσκολία μπορούσαν να σταθούν όρθιοι. Ο Μαρτινούτσι πρότεινε να στείλει ο Φερδινάνδος νέα στρατεύματα για την ενίσχυση τού φθίνοντος στρατού, ώστε να καταστεί δυνατή η πιο αποτελεσματική υπεράσπιση τής χώρας απέναντι στους Τούρκους. Στο μεταξύ οι απεσταλμένοι τούς οποίους είχε στείλει ο Μαρτινούτσι στην Ισταμπούλ με τον φόρο υποτέλειας είχαν επιστρέψει σώοι και αβλαβείς. Δικαιολογήθηκε που δεν τούς είχε στείλει στον Φερδινάνδο.34

Έχει υποτεθεί, ότι η πρόταση τού Ουλαμά για εικοσαήμερη κατάπαυση τού πυρός προερχόταν από τον Μαρτινούτσι. Οι τρεις εβδομάδες θα τού έδιναν αρκετό χρόνο για να ενημερώσει τούς πασάδες για την υπηρεσία που προσπαθούσε να προσφέρει στην Υψηλή Πύλη σώζοντας τις ζωές των ανθρώπων τού Ουλαμά και για να πάρει απάντηση που θα διαβεβαίωνε για την καλή θέληση τού σουλτάνου. Όπως κι αν έγινε, φεύγοντας ο Ουλαμά από το φρούριο τής Λίποβα (στις 4-5 Δεκεμβρίου), λέγεται ότι έστειλε ως δώρο στον Μαρτινούτσι μια χρυσή λάμπα, δύο επιχρυσωμένα κηροπήγια, ένα πλούσια κεντημένο περσικό σάλι, ένα στιλέτο στολισμένο με πετράδια και τέσσερα πολεμικά άλογα. Ο Μαρτινούτσι τον εφοδίασε με προμήθειες και σερβική συνοδεία.35 Ο Ουλαμά ήταν ευτυχής που έφευγε. Οι άνδρες του είχαν επιζήσει τρώγοντας κρέας αλόγου και γάτες. Οι Σέρβοι στρατιώτες συνόδευσαν τούς Τούρκους μέχρι την Τιμισοάρα και πέρα από αυτήν, αλλά όταν οι Σέρβοι τούς είχαν αποχαιρετήσει, ο Ουλαμά και οι άνδρες του δέχτηκαν επίθεση από απόσπασμα των δυνάμεων τού Καστάλντο, που παραμόνευαν σε ενέδρα για να τούς επιτεθούν. Οι Τούρκοι πολέμησαν σκληρά, αν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Ο Ουλαμά προφανώς τραυματίστηκε, αλλά κατόρθωσε να φτάσει στο Βελιγράδι με τριακόσιους τουλάχιστον άνδρες.36

Ο Μαρτινούτσι έπαιζε τη γάτα με το ποντίκι για χρόνια. Η φύση τού παιχνιδιού αποκαλύπτεται από επιστολή, την οποία ο Μεχμέτ Σόκολλι, ο μπεηλερμπέης τής Ρωμυλίας, τού έγραψε την 1η Δεκεμβρίου (1551), παραπονούμενος ότι ο Μαρτινούτσι δεν είχε απαντήσει σε προηγούμενες επιστολές. Αλλά ερχόταν η στιγμή τής αναμέτρησης, γιατί «ο σουλτάνος δεν θα πιστεύει για πάντα τα κόλπα και τις κολακείες σας, με τις οποίες έχουμε εξαπατηθεί και ξεγελαστεί!»

Όταν ο σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε λάβει τον φόρο υποτέλειας (census), είχε διατάξει τον Μεχμέτ να σταματήσει τις εχθροπραξίες. Ο μπεηλερμπέης είχε σταματήσει λοιπόν την πολιορκία τής Τιμισοάρα, είχε παρατήσει την πόλη τής Τσάναντ και είχε οπισθοχωρήσει στο Μπέτσε, οπότε ο Μαρτινούτσι είχε επιτεθεί στη Λίποβα (Λίππα) με ετερόκλητη δύναμη, «συνοδευόμενος από πλήθος Φαρισαίων και κλεφτών» (comitatus caterva Phariseorum atque latronum). Ο Μεχμέτ υπενθύμιζε ακόμη στον Μαρτινούτσι την διαταγή τού Κικέρωνα, ότι έπρεπε κανείς να κρατά την υπόσχεσή του στον εχθρό. Προφανώς κάποιος δυτικός είχε συντάξει τη (λατινική) επιστολή, στην οποία είχε προστεθεί μια καλλιγραφική οθωμανική υπογραφή (τούγρα). Ο Μαρτινούτσι καλά θα έκανε (όπως έκανε ο Μεχμέτ) να λαμβάνει υπόψη του τη δύναμη και την αγριότητα τού σουλτάνου, όταν αυτή ξεσπούσε. Ζητιόταν από τον Μαρτινούτσι να στείλει αυτή τη φορά απάντηση σε αυτές τις παρατηρήσεις.37

Η στάση τού μπεηλερμπέη απέναντι στον αδελφό Γεώργιο Μαρτινούτσι δεν ήταν προφανώς πολύ διαφορετική από εκείνη τού Φερδινάνδου, ο οποίος έγραφε στον Μαρτινούτσι την επόμενη μέρα (2 Δεκεμβρίου) με ενόχληση και αμηχανία, που οι συμμαχικές δυνάμεις έφευγαν από τη Λίποβα λιποτακτώντας και μάλιστα ενώ νικούσαν. Στους Τούρκους δεν άρεσε να πολεμούν τον χειμώνα, ενώ οι Ούγγροι είχαν πετύχει μερικά από τα πιο ευγενή κατορθώματά τους κατά των Τούρκων τον χειμώνα, κάτω από την ηγεσία τού Ματίας Κορβίνους (αν και ο Φερδινάνδος δεν είχε καμία πρόθεση να μιμηθεί τον Κορβίνους, μπαίνοντας ο ίδιος στο πεδίο τής μάχης). Ο Φερδινάνδος προέτρεπε τον Μαρτινούτσι να επιμείνει και να εμπνεύσει τα στρατεύματά του στην τελική προσπάθεια, που χρειαζόταν για την κατάληψη τού φρουρίου τής Λίποβα. Δήλωνε επίσης, ότι είχε μόλις εξασφαλίσει μεγάλες επιδοτήσεις από το αρχιδουκάτο τής Αυστρίας και από το δουκάτο τής Στυρίας, «όχι για ένα μόνο έτος, αλλά για μια ολόκληρη τριετία», για την υπεράσπιση και διάσωση τής ταλαιπωρούμενης Τρανσυλβανίας. Διαμαρτυρόταν ότι, όπως είχε αναφερθεί σε αυτόν, ο Μαρτινούτσι απαιτούσε πληρωμή για 1.000 ιππείς και 500 πεζούς. Ο Φερδινάνδος δεν αρνιόταν το χρέος, αλλά επέμενε ότι ήταν σαφής η κατανόηση, ότι οι μισθοί αυτών των στρατευμάτων θα αντλούνταν από τα έσοδα τής Τρανσυλβανίας, τα οποία ο Μαρτινούτσι είχε στα χέρια του. Δινόταν λοιπόν εντολή στον αδελφό Γεώργιο να πληρώσει τα στρατεύματα.38 Στις 3 Δεκεμβρίου (1551) ο Μαρτινούτσι έγραψε στον Φερδινάνδο ξανά. Η πολιορκία τής Λίποβα αποδεικνυόταν μακρά και δύσκολη. Ούτε αυτός ούτε ο Καστάλντο είχαν υποσχεθεί ή δώσει στον Ουλαμά μπέη άδεια ασφαλούς διέλευσης, για να απεμπλέξει τούς άνδρες του από το φρούριο και να τερματίσει τη δυσφορία των πολιορκούντων χριστιανών. Η βροχή, η λάσπη και το κρύο είχαν εξαντλήσει τη δύναμη των στρατιωτών. Κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποιους από αυτούς τούς ανθρώπους, να βρίσκονται υπό τα όπλα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο αδελφός ζητούσε περισσότερα στρατεύματα και πρότεινε ότι η παρουσία τού ίδιου τού Φερδινάνδου θα αναζωπύρωνε το πάθος τού στρατού πολιορκίας. Ο Φερδινάνδος έπρεπε να συγκαλέσει δίαιτα στην Ουγγαρία. Αν συμμετείχε και ο ίδιος, πολλοί θα ανταποκρίνονταν στην πρόσκληση.39

Τρεις ημέρες αργότερα (στις 6 Δεκεμβρίου) ο Μαρτινούτσι έγραφε και πάλι, υπονοώντας ότι ο Καστάλντο συμφωνούσε μαζί του, ότι ο βασιλιάς δεν έπρεπε να χάσει καθόλου χρόνο, «ούτε μια μέρα», για τη σύγκληση τής δίαιτας. Οι υποθέσεις τής Ουγγαρίας βρίσκονταν σε τόσο μεγάλη σύγχυση, που δεν ήταν εφικτή ούτε η υπεράσπιση τής χώρας, ούτε η ειρήνη. Ο λαός καταπιεζόταν. Υπήρχαν πολλά που έπρεπε να διορθωθούν σε μια δίαιτα. Ο Μαρτινούτσι ανακοίνωνε ότι πήγαινε στην Τρανσυλβανία, όπου είχε καλέσει τούς τοπικούς άρχοντες σε δίαιτα, στην οποία θα επέλεγε ορισμένους από τούς πιο διακεκριμένους ανάμεσά τους και θα τούς έφερνε πίσω μαζί του. Στην Ουγγαρία θα συγκαλούσε επίσης δίαιτα για τον ίδιο σκοπό, «ώστε η μεγαλειότητά σας να έχει μαζί της τα πιο ισχυρά πρόσωπα και από τα δύο βασίλεια».

Στο μεταξύ επιτράπηκε στον Τούρκο διοικητή Ουλαμά μπέη να αποχωρήσει από το περικυκλωμένο φρούριο τής Λίποβα, «και η μεγαλειότητά σας θα μάθει σε εύθετον χρόνο για τούς λόγους που μάς επηρέασαν να τον αφήσουμε να φύγει». (Ο Ουλαμά όφειλε ασφαλώς την ελευθέρωσή του στον Μαρτινούτσι.) Μεταξύ των άλλων ανησυχιών τού αδελφού ήταν το γεγονός, ότι υπήρχαν πολλοί παραχαράκτες στην Ουγγαρία, μερικοί από τούς οποίους είχαν συλληφθεί. Άτομα σημασίας βρίσκονταν μεταξύ τους και ο αδελφός ήθελε να μάθει τι έπρεπε να κάνει με αυτούς. Επίσης εξέφραζε την επιθυμία να επισκεφτεί τον Φερδινάνδο, ενώ διαμαρτυρόταν ότι ο νεαρός Ιωάννης Σίγκισμουντ, τότε στην υπηρεσία τού Φερδινάνδου, έπρεπε να τυγχάνει τής κατάλληλης και καλής κηδεμονίας, πράγμα που προφανώς δεν συνέβαινε.40

Η διαφωτιστική και μερικές φορές προκαλούσα σύγχυση αλληλογραφία τού βασιλιά και τού καρδινάλιου πηγαίνει λίγο παραπέρα. Στις 9 Δεκεμβρίου (1551) ο Φερδινάνδος ευχαρίστησε τον Μαρτινούτσι για τις συμβουλές του σχετικά με την ανάγκη να συγκαλέσει γενική δίαιτα στο ουγγρικό βασίλειο, καθώς και για την επιθυμία του να τον επισκεφτεί. Στο μεταξύ όμως υπενθύμιζε στον Μαρτινούτσι, ότι ο τελευταίος είχε δεσμευτεί για τη διεκπεραίωση ορισμένων στρατιωτικών υποχρεώσεων, την οποία δεν έπρεπε να εγκαταλείψει αυτή τη στιγμή. Όσο για τη δίαιτα και την επίσκεψη τού Μαρτινούτσι, ο Φερδινάνδος θα εξέταζε περαιτέρω τα δύο αυτά θέματα και θα τού έγραφε πάλι σε λίγες ημέρες.41

Ο Φερδινάνδος όντως έγραψε λίγες ημέρες αργότερα, σε συγκρατημένο αλλά φιλικό ύφος, για την προτεινόμενη ουγγρική δίαιτα, για την εκφρασμένη επιθυμία τού Μαρτινούτσι να τον επισκεφτεί, για την ευημερία τού νεαρού Ιωάννη Σίγκισμουντ, καθώς και για ορισμένες επιστολές που ο Μαρτινούτσι είχε μόλις λάβει από τουρκικές πηγές και των οποίων είχε στείλει αντίγραφα στον Φερδινάνδο. Η επιστολή, που γράφτηκε στις 14 Δεκεμβρίου, κλείνει με έκφραση τής πλήρους εμπιστοσύνης στη νομιμοφροσύνη τού Μαρτινούτσι,42 εμπιστοσύνη την οποία ο Φερδινάνδος σίγουρα δεν είχε. Ο Μαρτινούτσι δεν παρέλαβε ποτέ την επιστολή. Στο υπόβαθρο των σχέσεών του με τη Βιέννη βρισκόταν σύγχυση παρεξηγήσεων, μηχανορραφιών, δυσπιστίας και εχθρότητας.

Ο Μαρτινούτσι είχε αποκτήσει κακή φήμη στην αυλή τής Βιέννης κατά τη διάρκεια τού τελευταίου μέρους τού έτους 1551. Ο Φερδινάνδος ήθελε να τον βγάλει από τη μέση και, όπως ο ίδιος θα αναγνώριζε σύντομα, είχε εξουσιοδοτήσει τον «υπαρχηγό» του Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο, μαρκήσιο τού Κασσάνο, να θανατώσει τον αδελφό αν αποδεικνυόταν αναγκαίο.43 Ο Φερδινάνδος είχε στείλει τον Καστάλντο προς τα ανατολικά, όπως είδαμε, την 1η Μαΐου (με λεπτομερείς οδηγίες με ημερομηνία 27 Απριλίου) για να εξασφαλίσει την εκπλήρωση τής συμφωνίας που ο Μαρτινούτσι είχε αποσπάσει από την Ισαβέλλα και η οποία πήρε την τελική της μορφή στις 19 Ιουλίου, στη συνθήκη τής Άλμπα Ιούλια. Έχουμε σημειώσει τη δυσαρέσκειά της και την εκ μέρους της καταγγελία τού Μαρτινούτσι στον Καστάλντο, τον «υπαρχηγό πολέμου» (bellicus locumtenens) για τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών υποθέσεων και για την προστασία των «πιστών υπηκόων» τής μεγαλειότητάς του στην Τρανσυλβανία.44

Ο Φερδινάνδος είχε ζητήσει από τον Μαρτινούτσι να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες για να συνεργαστεί με τον Καστάλντο,45 αλλά ενώ ο Μαρτινούτσι πίστευε ότι η πολεμοκαπηλεία τού Καστάλντο δεν ήταν ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης των Τούρκων, ο υπαρχηγός τής μεγαλειότητάς του ήταν πεπεισμένος, ότι ο αδελφός χρειαζόταν στενή παρακολούθηση. Ίσως χρειαζόταν. Ο αδελφός αγανάκτησε ιδιαίτερα με την επιτήρηση τού Καστάλντο και τις αναφορές του προς τη Βιέννη. Τον Σεπτέμβριο ο Φερδινάνδος είχε στείλει τον Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι με περαιτέρω ενισχύσεις για την προστασία τής Τρανσυλβανίας από εισβολή τού Μεχμέτ Σόκολλι.46 Παρά το γεγονός ότι ο Καστάλντο είχε απρόθυμα (και ύπουλα) υποκύψει στην επιμονή τού Μαρτινούτσι να αφήσουν τον Ουλαμά μπέη να φύγει ελεύθερος από τη Λίποβα, αυτό ήταν προφανώς το γεγονός που έγειρε τη ζυγαριά στο μυαλό τού Καστάλντο. Αυτός και ο Παλλαβιτσίνι είχαν πειστεί πια, ότι η συχνή επικοινωνία τού Μαρτινούτσι με τούς Τούρκους ήταν προδοτική, σχεδιασμένη όχι τόσο για να προλάβει μεγάλης κλίμακας εισβολή, αλλά για να την ενθαρρύνει.

Στις 13 Δεκεμβρίου (1551) ο Καστάλντο ταξίδεψε με τον Μαρτινούτσι με φαινομενικά φιλικό τρόπο προς τα ανατολικά, κατά μήκος τής κοιλάδας τού ποταμού Μούρες (Μάρος), από την περιοχή τής Λίποβα προς το κάστρο τού αδελφού στο χωριό Βίντσουλ ντε Iος (Άλβιντς), επτά περίπου μίλια νοτιοδυτικά τής Άλμπα Ιούλια. Ο Καστάλντο είχε δώσει εντολή στον Παλλαβιτσίνι να σκοτώσει τον αδελφό, «προσευχόμενος στον Θεό ότι μακάρι να μπορούσε να εμποδίσει την πράξη, αν αυτή δεν γινόταν για το καλό τής ιερής πίστης». Διατηρούσαν μικρό απόσπασμα Ισπανών στρατιωτών σε ετοιμότητα για περίπτωση ανάγκης και είχαν ορίσει έξι ή περισσότερα άτομα ως δολοφόνους, ιδιαίτερα τον γραμματέα Μαρκ’ Αντόνιο Φερράρι, ο οποίος είχε ευκολότερη πρόσβαση στον αδελφό. Στις 16 Δεκεμβρίου ο ανυποψίαστος αδελφός έστειλε τούς διακόσιους φρουρούς του και όλους τούς μάγειρές του στην Άλμπα Ιούλια, όπου επρόκειτο να ετοιμαστεί πρόγευμα νωρίς το πρωί για τον ίδιο και για τον Καστάλντο. Εκείνη τη νύχτα υπήρξε τρομερή καταιγίδα, σύμφωνα με την περιγραφή τού συγχρόνου Ασκάνιο Τσεντόριο, με βροντές και κεραυνούς, τέτοια που κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί για αντίστοιχη εποχή τού έτους. Οι Παλλαβιτσίνι και Φερράρι ξεκίνησαν για τη δουλειά τους με εικοσιπέντε περίπου Ισπανούς στρατιώτες, μεταμφιεσμένους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η ιστορική καταγραφή έχει διασώσει τα ονόματα των άλλων επίδοξων δολοφόνων: Αντρέα Λόπεζ, Λορέντσο Καμπέτζιο, Τζιοβάννι Μονίνο, Αλφόνσο ντε Μερκάδο και κάποιος Σκαραμούτσα.

Αργά τη νύχτα ο Φερράρι πλησίασε την πόρτα τού δωματίου τού Μαρτινούτσι, δήθεν με επιστολές που έπρεπε να υπογραφούν από αυτόν. Το πρόσχημα ήταν ότι ο αδελφός θα έφευγε νωρίς το πρωί για την Άλμπα Ιούλια και ότι ο Παλλαβιτσίνι, που έπρεπε να ξεκινήσει για τη Βιέννη, θα έπαιρνε τα γράμματα μαζί του. Ο Φερράρι, πιο συνηθισμένος να χειρίζεται πέννα παρά στιλέτο, δίστασε στην πόρτα. Ο Παλλαβιτσίνι τον έσπρωξε αθόρυβα μέσα και έγειρε την πόρτα χωρίς να την κλείσει. Ο Μαρτινούτσι δεν είχε ξαπλώσει ακόμη και φορώντας μια ρούμπα με γούνινη φόδρα ακουμπούσε πάνω σε γραφείο, στο οποίο βρισκόταν ένα ρολόι, μια ρωμαϊκή σύνοψη, ένα ημερολόγιο κι ένα μελανοδοχείο. Έκανε νεύμα στον Φερράρι να προχωρήσει. Εκείνος προχώρησε, λέγοντας ότι ο Παλλαβιτσίνι πήγαινε στη Βιέννη και πριν φύγει ήθελε να αποχαιρετήσει τον καρδινάλιο φιλώντας το χέρι του. Μήπως ο σεβασμιότατος είχε κάποιες οδηγίες γι’ αυτόν; Ο Φερράρι έβαλε μπροστά του κάποια έγγραφα πάνω στο τραπέζι.

Καθώς ο Μαρτινούτσι έσκυβε για να πιάσει την πέννα του, ο Φερράρι τραβούσε το στιλέτο του. Μαχαίρωσε τον γέρο δύο φορές, στο στήθος και στον λαιμό. Ο Μαρτινούτσι φώναξε «Κύριε, γιατί το κάνεις αυτό σε μένα;» (O domine, quare hoc mihi?) Σηκώθηκε στα πόδια του και παρά τα εβδομήντα του χρόνια άρπαξε τον Φερράρι και τον πέταξε κάτω από το τραπέζι. Ο Παλλαβιτσίνι όρμησε στο δωμάτιο τραβώντας το σπαθί. Χτύπησε τον Μαρτινούτσι στο κεφάλι. Ο Αντρέα Λόπεζ εμφανίστηκε επίσης με μερικούς από τούς Ισπανούς στρατιώτες, οι οποίοι αποτελείωσαν τον γέρο με πυροβολισμούς. Λεγόταν ότι τα τελευταία του λόγια ήσαν «Ιησού, Μαρία!»

Όταν ο Καστάλντο ενημερώθηκε ότι είχε γίνει η δουλειά, ανέλαβε την κατοχή τού κάστρου στο Άλβιντς, φυλάκισε έναν παλιό υπηρέτη τού καρδινάλιου και έσπευσε στο Σέμπες (Μύλμπαχ), οκτώ μίλια νότια τής Άλμπα Ιούλια. Από το Σέμπες αργότερα την ίδια μέρα (στις 17 Δεκεμβρίου) έστειλε στον Φερδινάνδο την ευσεβή είδηση ότι «ο Θεός ευαρεστήθηκε να απομακρύνει τον αδελφό Γεώργιο από τον κόσμο…».47 Για εβδομήντα μέρες (από τις 17 Δεκεμβρίου 1551 μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου) το σώμα τού αδελφού κειτόταν παγωμένο και άταφο στο δωμάτιο όπου είχε πέσει. Οι φίλοι και οπαδοί του δεν τολμούσαν να το αγγίξουν από φόβο για τον Καστάλντο, μέχρι που τελικά με την άδεια τού Φερδινάνδου μεταφέρθηκε στην Άλμπα Ιούλια και θάφτηκε στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Μιχαήλ. Πάνω στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα «Όλοι πεθαίνουν» (Omnibus moriendum est).48

Μόλις έφτασε η είδηση στην αυλή τού Φερδινάνδου, οι σύμβουλοί του έσπευσαν να εργαστούν για την προετοιμασία οδηγιών προς τον Ντιέγκο Λάσσο, τον πρεσβευτή του στη Ρώμη, ο οποίος μαζί με τον Πάουλ Γκρεγκόριαντς, τον επίσκοπο τού Ζάγκρεμπ, έπρεπε να προσπαθήσει να δικαιολογήσει τη δολοφονία τού Μαρτινούτσι στον πάπα και στην παπική κούρτη. Το κείμενο φέρει χρονολόγηση στο κάστρο τού βασιλιά στην Πράγα στις 2 Ιανουαρίου 1552. Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, μόλις ο Γκρεγκόριαντς έφτανε στη Ρώμη (πράγμα που έκανε στις 17 Ιανουαρίου), έπρεπε να επιδιώξει με τον Λάσσο «κοινή ακρόαση» (benigna audientia) από τον πάπα, προς τον οποίο, πρώτα απ’ όλα, θα δήλωναν την πλήρη υπακοή τού Φερδινάνδου και την υιική του αφοσίωση. Έπρεπε να εξηγήσουν ότι ο Φερδινάνδος επιθυμούσε, μέσω αυτών, να δώσει στον πάπα «περιληπτικά και συνοπτικά, αλλά ειλικρινά και απερίφραστα» τα γεγονότα που βρίσκονταν πίσω από τον θάνατο τού αδελφού Γεώργιου, επισκόπου Γκροσβαρντάιν, που είχε γίνει πρόσφατα καρδινάλιος. Το κύριο γεγονός ήταν ότι η προδοσία τού αδελφού Γεώργιου με τούς Τούρκους δεν μπορούσε πλέον να γίνει ανεκτή, γιατί απειλούσε το σύνολο τής χριστιανικής κοινοπολιτείας με ανεπανόρθωτη απώλεια και ζημιά. Η Τρανσυλβανία και μέρος τής Ουγγαρίας βρίσκονταν σε κίνδυνο. Μάλιστα ολόκληρο το βασίλειο τής Ουγγαρίας βρισκόταν σε κίνδυνο, όπως και η κυριαρχία τού Φερδινάνδου σε άλλες περιοχές. Όταν θα ήταν πλήρως ενημερωμένος, η Αγιότητά του δεν θα εγκαλούσε για σφάλμα ούτε τον Φερδινάνδο ούτε εκείνους, με τις συμβουλές και τη βοήθεια των οποίων είχε βγει από τη μέση ο αδελφός Γεώργιος, προκειμένου να ματαιωθούν τα σχέδια των απίστων εναντίον των εν λόγω χριστιανικών εδαφών.

Παρά το γεγονός ότι Φερδινάνδος δεν επιθυμούσε να επιβαρύνει την Αγιότητά του με οποιαδήποτε περιγραφή τής δόλιας συμπεριφοράς τού αδελφού Γεώργιου πριν από το έτος 1549 —ο Φερδινάνδος τα είχε συγχωρήσει όλα— ήθελε όμως να καταστήσει σαφές ότι, όταν μετά τον θάνατο τού βασιλιά Ιωάννη Ζαπόλυα (το 1540) η Ισαβέλλα είχε αποφασίσει να παραδώσει τη Βούδα στον Φερδινάνδο, επενέβη ο αδελφός Γεώργιος και στη συνέχεια παρέδωσε την πόλη στον σουλτάνο. Αλλά αποδείχτηκε άπιστος και στον σουλτάνο, που έστειλε τον πασά τής Βούδας εναντίον του με δύναμη μερικών χιλιάδων επιλεγμένων στρατιωτών. Αν και ο πασάς δεν πέτυχε παρά λίγα πράγματα ή τίποτε, ο σουλτάνος συνέχισε να προσπαθεί με διάφορους άλλους τρόπους, για να αφαιρέσει από τον αδελφό Γεώργιο τον έλεγχο και να υποτάξει την Τρανσυλβανία στην Πύλη. Αυτό ήταν εκείνο που είχε οδηγήσει τον αδελφό να στραφεί προς τον Φερδινάνδο, στον οποίο είχε προσφερθεί να «επαναφέρει» (restituere) την Τρανσυλβανία και τμήματα τής Ουγγαρίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και με συγκεκριμένες παραχωρήσεις προς τον νεαρό Ιωάννη Σίγκισμουντ και τη μητέρα του Ισαβέλλα. Πιστεύοντας στην ειλικρίνεια τού αδελφού Γεώργιου και ενεργώντας σύμφωνα με εκείνο που θεωρούσε ως απόλυτο συμφέρον τής Χριστιανοσύνης, ο Φερδινάνδος είχε αποδεχτεί την προσφορά τού αδελφού, τις επαναλαμβανόμενες προσφορές του, «με ευγνώμον και ευγενικό πνεύμα» (grato et clementi animo).

Από καιρό σε καιρό ο αδελφός Γεώργιος έλεγε διαφορετικά πράγματα και φαινόταν να αλλάζει γνώμη, υποστηρίζοντας με την ευκαιρία ότι, λόγω τής μεγάλης ηλικίας του, επρόκειτο να αποσυρθεί από τις κυβερνητικές υποθέσεις και να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό και στην επιδίωξη των δικών του συμφερόντων. Ο Φερδινάνδος έλπιζε ότι ο αδελφός ήταν ειλικρινής στην προσφορά του να υπηρετήσει το στέμμα «σε εκείνα τα μέρη» (in illis partibus) και ο Φερδινάνδος τον είχε κάνει μοναδικό βοεβόδα, άρχοντα υπαρχηγό και ταμία τής Τρανσυλβανίας «με πολύ μεγαλύτερο ετήσιο μισθό από οποιονδήποτε άλλον είχε ποτέ σε αυτές τις θέσεις». Σίγουρα όταν κανονίστηκε η μεταβίβαση τού δουκάτου τού Όππελν στην Ισαβέλλα και τον Ιωάννη Σίγκισμουντ, ο αδελφός «δεν είχε κανένα λόγο να επινοήσει κάποια κακή κίνηση εναντίον μας» (dictum fratrem Georgium… nullam habuisse causam aliquid sinistri contra nos machinandi). Όμως το είχε κάνει, στέλνοντας εκπροσώπους του στον σουλτάνο εν αγνοία τού Φερδινάνδου και υποδεχόμενος Τούρκους εκπροσώπους από την Πύλη.

Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν παραβιάσει την εκεχειρία [του 1547] με «ανοιχτό πόλεμο» (aperto marte), ο αδελφός Γεώργιος όχι μόνο είχε φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό «τσαούσηδων» και απεσταλμένων από την Ισταμπούλ, αλλά είχε διαπραγματευτεί μαζί τους, στέλνοντας επιστολές και αγγελιοφόρους στον Μεχμέτ Σόκολλι, τον μπεηλερμπέη, καθώς και στον σουλτάνο. Κι έτσι συνεχίζονταν οι οδηγίες τού Φερδινάνδου προς τούς απεσταλμένους του στη Ρώμη, τούς Λάσσο και Γκρεγκόριαντς, επαναλαμβάνοντας τα ψέματα και τις προδοσίες τού αδελφού Γεώργιου και περιγράφοντας αυτές ως «πιο καθαρές από τον μεσημεριάτικο ήλιο». Παρά την ομόνοια με την Ισαβέλλα και τον Ιωάννη Σίγκισμουντ, για την οποία ο Φερδινάνδος τούς είχε παραχωρήσει το Όππελν και είχε υποσχεθεί στο αγόρι να τού δώσει σε γάμο την κόρη του, όλα με την προφανή υποστήριξη και έγκριση τού αδελφού Γεώργιου, ο τελευταίος διατηρούσε όλο και πιο στενές σχέσεις με την Υψηλή Πύλη και γινόταν όλο και πιο ψυχρός και απρόσεκτος στην υπηρεσία τού Φερδινάνδου.

Οι απεσταλμένοι τού Φερδινάνδου στην παπική κούρτη έπρεπε να εξηγήσουν στον πάπα, ότι η συχνή αποστολή αγγελιοφόρων τού αδελφού Γεώργιου «στην Πύλη τού ηγεμόνα των Τούρκων» (ad Portam principis Turcarum) αποτελούσε μέρος τής ακούραστης προσπάθειάς του να κερδίσει την εύνοια (gratia) τού σουλτάνου και των βεζύρηδων. Δεν κοκκίνιζε για τίποτε, προσφερόμενος να προδώσει τα στρατεύματα τού Φερδινάνδου στους Τούρκους, όπως ήταν γνωστό από αξιόπιστη πηγή στην Ισταμπούλ. Μάλιστα ένας Χριστιανός ηγεμόνας μεγάλης φήμης είχε δηλώσει εγγράφως, όπως γνώριζε ο Φερδινάνδος, ότι ο αδελφός Γεώργιος είχε προσφέρει την υπακοή του στον σουλτάνο ξανά και ξανά. Αυτός ο μη κατονομαζόμενος ηγεμόνας γνώριζε πολλά για τις τουρκικές υποθέσεις. Ένας έμπορος είχε γράψει από τη Βενετία στις 16 Οκτωβρίου (1551), ότι γνώριζε επίσης από αξιόπιστη πηγή, «ότι κάποιος μοναχός που ονομάζεται αδελφός Γεώργιος ήταν έτοιμος να παραδώσει τούς υπηκόους και τούς στρατιώτες μας στα χέρια των Τούρκων». Μερικές από τις επιστολές τού ίδιου τού αδελφού Γεώργιου προς τον Μεχμέτ Σόκολλι, αντίγραφα των οποίων ο αδελφός είχε μάλιστα το θράσος να στείλει στον Φερδινάνδο, αποτελούσαν μια ακόμη απόδειξη τής προδοσίας του. Ίσως νόμιζε ότι ο Φερδινάνδος δεν θα πίστευε τις εξωφρενικές δηλώσεις πίστης του προς τον Τούρκο. Δύο παραδείγματα τέτοιων επιστολών στέλνονταν στη Ρώμη μαζί με τις οδηγίες προς Λάσσο και Γκρεγκόριαντς, ώστε να μπορέσουν να τις δείξουν στον πάπα.

Επειδή ο Φερδινάνδος είχε καταλάβει, ότι η επιθυμία τού αδελφού για τιμές δεν ήταν μικρότερη από εκείνη για χρήματα, είχε καταφέρει να προσθέσει (όπως μπορούσε να επιβεβαιώσει η Αγιότητά του) ένα καπέλο καρδιναλίου στα περισσότερα από 80.000 ουγγρικά φιορίνια που έπαιρνε ο αδελφός κάθε χρόνο, ως βοεβόδας και ταμίας, «από τα βασιλικά μας έσοδα τής Τρανσυλβανίας», για την υποστήριξη των υπηρετών και των στρατιωτών του. Ο Φερδινάνδος είχε διατηρήσει για τον αδελφό Γεώργιο την ελπίδα ακόμη περισσότερων τιμών και ακόμη μεγαλύτερων εκκλησιαστικών εσόδων, παρόλο που ήδη συγκέντρωνε ετήσιο εισόδημα αξίας μεγαλύτερης των 40.000 ουγγρικών φιορινιών από τα εκκλησιαστικά του επιδόματα.

Οι Λάσσο και Γκρεγκόριαντς έπρεπε να περιγράψουν στον πάπα το διπλό παιχνίδι τού αδελφού με τον Καστάλντο και την αδιαφορία του για την υπεράσπιση τής Λίποβα (Λίππα) και διαφόρων άλλων θέσεων, όταν ο Μεχμέτ Σόκολλι είχε διασχίσει τον Δούναβη με τον τουρκικό στρατό. Η μία κατηγορία ακολουθούσε την άλλη και ο Φερδινάνδος έστελνε στους δύο απεσταλμένους αντίγραφα ακόμη περισσότερων επιστολών, ως αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τού φοβερού αδελφού, τού οποίου ο γραμματέας ήταν μάρτυρας τής προδοσίας του. Τελικά ο Φερδινάνδος είχε υποχρεωθεί να γράψει στον Καστάλντο, τον πολεμικό του υπαρχηγό (locumtenens bellicus), ότι αν έφταναν σε αδιέξοδο, αν επρόκειτο να είναι η δική του ζωή ή εκείνη τού Μαρτινούτσι, έπρεπε να κινηθεί πρώτος!49

Ο Φερδινάνδος μακρηγορούσε για την εικαζόμενη συνομιλία τού αδελφού Γεώργιου με τον Ουλαμά μπέη τη νύχτα κάτω από τα τείχη τής Λίποβα, όπου είχε βοηθήσει κρυφά να τραφούν οι Τούρκοι και είχε επινοήσει ελλείψεις στον χριστιανικό στρατό, που είχαν αναγκάσει τελικά τον Καστάλντο και τούς άλλους διοικητές να υποκύψουν στο αίτημά του να αφήσουν τούς Τούρκους να φύγουν ελεύθεροι. Η προδοσία του ήταν τόσο κραυγαλέα, που τον αποκαλούσαν προδότη «με δημόσια φωνή και φήμη» (publico voce et fama) σε όλο τον στρατό και στο μεγαλύτερο μέρος τής Ουγγαρίας. Ήθελε να αποτρέψει τα στρατεύματα τού Καστάλντο από την εγκατάσταση χειμερινών καταλυμάτων στην Τρανσυλβανία, προσπαθώντας να τούς σπρώξει προς διάφορες περιοχές τής Ουγγαρίας. Ο αδελφός Γεώργιος είχε απομακρύνει τον φρούραρχο τής Ντέβα, ο οποίος είχε ορκιστεί πίστη στον Φερδινάνδο, ενώ τον αντικατέστησε με έναν από τούς δικούς του άνδρες. Όταν ο Καστάλντο επέμεινε να διαχειμάσει στην Τρανσυλβανία, ο αδελφός τού ζήτησε να κρατήσει τα στρατεύματά του έξω από τις πόλεις και να τα διασκορπίσει «σε πολλά χωριά» (per multos pagos). Υπήρχαν επίσης οι «αδιάκοπες» διαπραγματεύσεις τού αδελφού με τούς Τούρκους. Οι δόλιες πράξεις του, η προδοσία τού Φερδινάνδου, ο οποίος ήταν κυρίαρχός του, ήσαν «σαφέστερες από το φως τής ημέρας» (luce meridiana clarius).

Αφού απομάκρυνε την Ισαβέλλα, τον Ιωάννη Σίγκισμουντ και τον Πέτερ Πέτροβιτς από την κυβέρνηση τής Τρανσυλβανίας και τής Κάτω Ουγγαρίας —ως αποτέλεσμα τής εκχώρησης τού Όππελν από τον Φερδινάνδο— ο Μαρτινούτσι ήθελε να στερήσει και από τον Φερδινάνδο την κυριαρχία επί αυτών των περιοχών. Ήθελε να κυβερνά ο ίδιος την Τρανσυλβανία και την Κάτω Ουγγαρία ως υποτελής τού Τούρκου, πληρώνοντας στην Πύλη «ετήσια σύνταξη» (annua pensio). Ήθελε να καταστρέψει τον στρατό τού Φερδινάνδου καθώς και τον Καστάλντο «ή τουλάχιστον να τούς παραδώσει στους Τούρκους». Η εκπλήρωση τής φιλοδοξίας του θα αποτελούσε την απόλυτη καταστροφή τής Ουγγαρίας, ανεπανόρθωτη απώλεια για τη Χριστιανοσύνη. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν σχεδίαζε μεγάλη εκστρατεία εναντίον τού Φερδινάνδου για το ερχόμενο καλοκαίρι. Άραγε μπροστά σε τι καταστροφή θα είχε βρεθεί η χριστιανική κοινοπολιτεία, αν ο ψευδής αδελφός Γεώργιος βρισκόταν σε θέση να πάρει το μέρος τού Τούρκου!

Σαφώς ο Φερδινάνδος, ο Καστάλντο και οι βοηθοί και σύμβουλοί τους δεν είχαν καμία εναλλακτική λύση πέρα από την απομάκρυνση τού αδελφού Γεώργιου. Είχαν ελευθερώσει τα εδάφη των Αψβούργων και τη Χριστιανοσύνη από την κακοήθη, ιδιοτελή φιλοδοξία ενός εξωφρενικού προδότη. Ενώπιον τού Θεού, τού πάπα και ολόκληρου τού κόσμου δεν θα επιβαρύνονταν γι’ αυτό με εκκλησιαστικές μομφές και κυρώσεις. Μάλλον τούς άξιζε έπαινος και εγκώμιο! Θα ήταν ανέφικτο, αδύνατο, να κινήσουν τη δέουσα νομική διαδικασία σε βάρος του στην παπική κούρτη. Ήταν σύμμαχος τού Τούρκου. Δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να τον απομακρύνει από την Τρανσυλβανία. Η υπεράσπισή του δεν θα βασιζόταν στο εκκλησιαστικό δίκαιο, αλλά στη ροή όπλων από την Ισταμπούλ.

Ως εκ τούτου, με την υψηλότερη αφοσίωση ξανά και ξανά, ζητάμε και παρακαλούμε ταπεινά την Αγιότητά του να ευαρεστηθεί να δηλώσει και να προφέρει, ότι εμείς και αυτοί, όλοι και μεμονωμένα, όσοι μάς έχουν υπηρετήσει με τη συμβουλή, τη βοήθεια και την καλή τους θέληση στον φόνο τού εν λόγω αδελφού Γεώργιου, δεν επισύρουν μομφές ή κυρώσεις...50

Τις οδηγίες τού Φερδινάνδου προς Λάσσο και Γκρεγκόριαντς σύντομα ακολούθησε η διατύπωση ογδονταεπτά κατηγοριών ή ισχυρισμών σε σχέση με τη δολοφονία τού Μαρτινούτσι (Articuli super caede fratris Georgii). Οι απεσταλμένοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το έγγραφο στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν άφεση αμαρτιών για τούς δολοφόνους. Ο Μαρτινούτσι κατηγορούνταν ότι είχε παραδώσει τη Βούδα στον σουλτάνο, ότι ήταν όργανο των Τούρκων. Μερικές από τις κατηγορίες ήσαν πραγματικές, κάποιες ήσαν πιθανές, άλλες σίγουρα αναληθείς. Ένας αριθμός βασιζόταν σε φήμες, ενώ κάθε στοιχείο στο κατηγορητήριο κατέληγε με την επωδό «Έτσι έγινε και είναι αλήθεια και δημόσια φωνή και φήμη» (sicque fuit, et est verum, ac publica vox et fama).51 Ο σύγχρονος αναγνώστης δεν πιστεύει πολλά από τα ογδονταεπτά άρθρα (articuli), όπως δεν τα πίστεψε ούτε ο Ιούλιος Γ’, ο οποίος, καλά εκπαιδευμένος στον νόμο, ήξερε να διακρίνει τις χαλκευμένες αποδείξεις, όταν τις έβλεπε.

Η είδηση του βίαιου θανάτου τού Μαρτινούτσι έφτασε στη Ρώμη περίπου στις 8 μ.μ. στις 14 Ιανουαρίου, όπως μαθαίνουμε από επιστολή, την οποία έστειλε ο Τζούλιο ντε Γκράντι, επίσκοπος Ανγκλόνα και Τούρσι (και εκπρόσωπος τής Φερράρας στην Αγία Έδρα), προς τον δούκα Έρκολε Β’ ντ’ Έστε.52 Προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Ο Ντιέγκο Λάσσο, ο οποίος είχε μάθει για την τραγωδία μόλις αργά το βράδυ στις 15 τού μηνός, απέφυγε την παπική αυλή για μια ή δύο μέρες, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίσει την αγανάκτηση τού Ιούλιου Γ’. Ο πάπας γρήγορα οδηγήθηκε σε θυμό, αλλά σύντομα ηρέμησε. Όμως ο Λάσσο όντως συσκέφτηκε με τούς καρδινάλιους Μορόνε και Τσερβίνι, στους οποίους έδωσε επιστολές τού Φερδινάνδου. Ο Τσερβίνι ήταν ψυχρός και ο φιλο-Αψβούργος Μορόνε πιο καταδεκτικός. Ο Ιούλιος εύρισκε πολύ περίεργο το γεγονός, ότι τα ίδια πρόσωπα που είχαν εξυμνήσει τον Μαρτινούτσι στους ουρανούς και ήθελαν να τον δουν να γίνεται καρδινάλιος, είχαν τώρα προκαλέσει τον θάνατό του. Αν ο Μαρτινούτσι ήταν Τουρκόφιλος, τότε δεν έπρεπε να έχουν επιδιώξει γι’ αυτόν καπέλο καρδιναλίου. Αν ήταν έντιμος άνθρωπος, δεν έπρεπε να δολοφονηθεί.

Την 1η Φεβρουαρίου ο Λάσσο έγραψε στον Φερδινάνδο μακροσκελή επιστολή, εξηγώντας τις δυσκολίες του. Φοβόταν ότι η υπόθεση Μαρτινούτσι θα εξεταζόταν διεξοδικά στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, όπου οι γαλλόφιλοι καρδινάλιοι θα ήσαν περισσότερο από ενοχλητικοί. Αν και διστακτικά, ο Ιούλιος χορήγησε στους Λάσσο και Γκρεγκόριαντς ιδιωτική ακρόαση, κατά την οποία άκουσε τις κατηγορίες εναντίον τού Μαρτινούτσι, τις οποίες ο Φερδινάνδος είχε στείλει μαζί με τις οδηγίες τής αποστολής τους στις 2 Ιανουαρίου (Instructio ad pontificem in causa mortis quondam fratris Georgii). Εξέτασε επίσης τις επιστολές και τα έγγραφα που τού έδειξαν, παρατηρώντας ότι τα αντίγραφα κειμένων δεν συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία. Όμως ο Ιούλιος δεν είχε καμία αμφιβολία, ότι ο Φερδινάνδος ήταν ο πιο θρησκευτικός ηγεμόνας τής Χριστιανοσύνης, μηδενός εξαιρουμένου, αλλά έπρεπε να συμβουλευτεί τούς καρδινάλιους, ως το καταλληλότερο όργανο για την αντιμετώπιση τού προβλήματος που αντιμετώπιζαν.

Οι φιλο-αυτοκρατορικοί, συμπεριλαμβανομένου τού Ρέτζιναλντ Πολ, πίστευαν ότι ο Φερδινάνδος δεν είχε επισύρει μομφές με τον θάνατο τού Μαρτινούτσι. Ο Τζιαν Πιέτρο Καράφα, κατά τη γνώμη τού Λάσσο «πολύ αυστηρός υποκριτής» (muy rigoroso hipocrita), επιφυλασσόταν να κρίνει. Ο Καράφα ήταν αντι-Αψβούργος, όπως ήταν και ο Ντομένικο ντε Κούπις, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου. Ύστερα από πολλή φασαρία, με παπικό σημείωμα στις 30 Ιανουαρίου (1552) ο Φερδινάνδος απαλλάχτηκε «προληπτικά» (ad cautelam), αλλά έπρεπε να ορκιστεί στον Τζιρολάμο Μαρτινέγκο, στον παπικό νούντσιο στην αυλή του, ότι θα αποδεχόταν και θα υπάκουε στην τελική απόφαση τής Αγιότητάς του και τής Εκκλησίας.53 Το θέμα κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει.

Η δολοφονία τού Μαρτινούτσι είχε τόσο μεγάλη επίδραση επί τού σουλτάνου και των πασάδων στην Ισταμπούλ, όση είχε επί τού πάπα και των καρδιναλίων στη Ρώμη. Η Ενετική Γερουσία δεν έκρινε απαραίτητο να στείλει λεπτομερή αναφορά στον βαΐλο τους στον Βόσπορο, γιατί ήξερε ότι η Υψηλή Πύλη θα ήταν τόσο καλά ενημερωμένη όσο και η Σινιορία.54

Πολύ σωστά ο αδελφός κληροδότησε στον Φερδινάνδο και στους δολοφόνους τουλάχιστον ένα κομμάτι τής χολής και τής πίκρας που τούς άξιζε, γιατί οι δράστες δεν απαλλάχτηκαν για το έγκλημά τους για χρόνια. Μια παπική επιτροπή εξέτασε 116 άτομα, άκουσε ατελείωτες παραμορφωμένες (και συχνά ανέντιμες) μαρτυρίες και ανέφερε τα πορίσματά της στη Ρώμη. Οι ανακριτές εθελοτυφλούσαν αποδεχόμενοι τις συκοφαντίες των Αψβούργων. Έτσι κι αλλιώς ο Κάρολος Ε’ και ο Φερδινάνδος, αυτοκράτορας και βασιλιάς, ήσαν κάτι που έπρεπε να παίρνουν υπόψη τους, «πιο δυνατοί από θεούς» (deos fortioribus adesse), γιατί το μεγαλείο τους ήταν ίσως απαράμιλλο στην Ευρώπη. Δεν υπήρχε τρόπος επανόρθωσης τής πράξης, δεν μπορούσαν να φέρουν τον αδελφό Γεώργιο πίσω στη ζωή. Τελικά στις 14 Φεβρουαρίου 1555, λίγο πριν από τον θάνατο τού Ιούλιου Γ’, εκδόθηκε παπική ετυμηγορία, σύμφωνα με την οποία εκείνοι που είχαν σκοτώσει τον αδελφό Γεώργιο «δεν είχαν επισύρει μομφές και κυρώσεις και δεν έπρεπε να τούς επιβληθεί καμία» (nullas censuras nullasque poenas incurrisse ruque mereri).55 Δεν είχαν επισύρει μομφές, αλλά ο θάνατος τού αδελφού δεν τούς έκανε καλό. Όπως σημείωνε ο Ασκάνιο Τσεντόριο μια δεκαετία αργότερα, ύστερα από την επιτυχή διεκδίκηση από τον Ιωάννη Σίγκισμουντ τής ανεξαρτησίας στην Τρανσυλβανία, η δολοφονία τού Μαρτινούτσι σίγουρα αποδείχτηκε ότι ήταν περισσότερο απώλεια παρά πλεονέκτημα για τη Χριστιανοσύνη.56

Πουθενά στην αλληλογραφία που δημοσίευσε ο Κάρολυ δεν υπάρχει η παραμικρή άμεση απόδειξη, ότι ο αδελφός είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει το στρατόπεδο των Αψβούργων για εκείνο των Τούρκων. Αν και περισσότεροι Καστάλντι και Παλλαβιτσίνι θα έρχονταν στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία αν ο Φερδινάνδος κατόρθωνε να προωθήσει τις διεκδικήσεις του, ο Μαρτινούτσι θα ήταν προφανώς έτοιμος να τούς δεχτεί ως το μικρότερο κακό. Παυλιστής μοναχός και καρδινάλιος, δεν ήθελε τούς Τούρκους, αλλά σαφώς πίστευε ότι η ξεροκέφαλη επιθετικότητα τού Καστάλντο δεν αποτελούσε καλό οιωνό για το μέλλον τής Ουγγαρίας και τής Τρανσυλβανίας. Έχοντας ειπωθεί όλα αυτά, ο αδελφός παραμένει ενδιαφέρουσα ακόμη και μυστηριώδης φυσιογνωμία. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα πιο πρόθυμος να αποδεχτεί τις αξιώσεις κυριαρχίες τού Φερδινάνδου από την πραγματική του διακυβέρνηση. Υπερασπιστής των αγροτών, αντίπαλος των Αυστριακών καθώς και των Τούρκων, ο Γεώργιος Μαρτινούτσι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πεθάνει ως μάρτυρας στην υπόθεση τής ουγγρικής και τρανσυλβανικής ανεξαρτησίας.

Επιστρέφοντας τώρα στους μήνες που ακολούθησαν τον θάνατο τού Μαρτινούτσι, υπενθυμίζουμε ότι ο Ιούλιος Γ’ είχε τα δικά του προβλήματα. Μεγάλο μέρος των συμβουλών που έπαιρνε από το Κολλέγιο και την κούρτη βασιζόταν σε πολιτικό κομματισμό. Ο Ιούλιος ήταν ακόμη σύμμαχος τού Καρόλου Ε’ στον πόλεμο τής Πάρμας (όπως είδαμε στον προηγούμενο τόμο) και καθώς ο πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος του, ο σύμμαχος τού Ερρίκου Β’, ο Μωρίς τής Σαξωνίας, αμφισβητούσε επιτυχώς τον Κάρολο. Ο Μωρίς φαινόταν ότι μπορούσε να μεταβάλει την πολιτική δομή τής Γερμανίας. Αν το έκανε, τότε άραγε ποια θα ήταν η επίδραση επί τής Ιταλίας; Στο μεταξύ ο Φερδινάνδος σημείωνε περισσότερη πρόοδο στην Ουγγαρία απ’ όση στην παπική κούρτη, γιατί ο Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο σύντομα έστελνε νέα, ότι οι βασιλικές δυνάμεις είχαν καταλάβει το Σέγκεντ (στις 25 Φεβρουαρίου 1552).57 Δυστυχώς για τούς χριστιανούς τα περισσότερα νέα από το ανατολικό μέτωπο δεν ήσαν καλά,58 αλλά με τη βοήθεια τού Καστάλντο και τού Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι ο Φερδινάνδος προσπαθούσε σκληρά να διεκδικήσει την εξουσία του στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία εναντίον των Τούρκων.

Ένας αυτοκρατορικός αγγελιοφόρος, καθ’ οδόν προς Ρώμη από την αυλή τού Καρόλου Ε’ στο Ίννσμπρουκ, είχε προφανώς σταματήσει στη Φερράρα, όπου είχε προσθέσει στον ταχυδρομικό του σάκκο επιστολές από τον δούκα Έρκολε προς τον Τζούλιο ντε Γκράντι. Είχαν ημερομηνία 31 Μαρτίου (1552) και ο Γκράντι απάντησε σε αυτές στις 3 Απριλίου. Βρισκόταν στο Ανάκτορο τού Βατικανού εκείνη τη μέρα, τουλάχιστον από τις 12 το μεσημέρι (XVI hore) μέχρι περίπου τις 2 μ.μ. Ο Ιούλιος Γ’ ήταν στο κρεβάτι με μία από τις συχνές επιθέσεις ποδάγρας, αλλά ο Γκράντι μπόρεσε να τού δώσει όλες τις πληροφορίες, τις οποίες ο Έρκολε τού είχε ζητήσει να μεταφέρει στην Αγιότητά του «για τον ερχομό τού κυρίου Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι στη Φερράρα» (sopra la venuta del signor Sforza Palavicino a Ferrara). Ο Παλλαβιτσίνι προσπαθούσε να προσλάβει 3.000 πεζικό στα κράτη τής Εκκλησίας και στην περιοχή γύρω από τη Φλωρεντία. Είχε ζητήσει άδεια να συγκεντρώσει τα στρατεύματα σε έδαφος τής Φερράρας και στη συνέχεια να τα οδηγήσει προς βορρά μέσω τού δουκάτου, «για το ταξίδι του στην εκστρατεία εναντίον των Τούρκων» (al suo viaggio a quella impresa contro Turco). Ο Παλλαβιτσίνι βρισκόταν σε δυσμενή θέση στη Ρομάνια «από την ατίμωση απέναντι στη Μακαριότητά του για τον θάνατο τού αδελφού Γεώργιου» (per la disgratia in che si trova di sua Beatitudine per la morte de Fra Giorgio). Όταν ο Γκράντι είχε ενημερώσει τον πάπα για τις δραστηριότητες τού Παλλαβιτσίνι, η Αγιότητά του είχε εκφράσει απόλυτη έκπληξη που ο Παλλαβιτσίνι είχε τολμήσει να έρθει στη Ρομάνια και να μπει στα κράτη τής Εκκλησίας. Βρισκόταν κάτω από την απαγόρευση τής Εκκλησίας. Μήπως νόμιζε ότι δολοφονία τού Μαρτινούτσι ήταν σαν να σκοτώνει ψύλλο; (essendo nel mancamento che è, et parendoli d’ havere amazzato una pulce…).

Ο Ιούλιος δεν προσλάμβανε στρατεύματα σε παπικό έδαφος εκείνη την εποχή. Ήξερε, έλεγε στον Γκράντι, ότι υπήρχαν 40.000 άνδρες που μπορούσαν να φέρουν όπλα στα κράτη τής Εκκλησίας, αλλά δεν μπορούσε να επιτρέψει σε άλλους να τούς πάρουν. Το πρόβλημα ήταν ότι οι ικανοί άνδρες θα πήγαιναν και εκείνοι που ήσαν ακατάλληλοι για στρατιωτική θητεία θα έμεναν πίσω. Δεν μπορούσε να απογυμνώσει τα παπικά εδάφη από ανθρώπινο δυναμικό. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν μεγάλη αρμάδα έτοιμη να αποπλεύσει. Ο Ιούλιος ήταν βέβαιος, ότι δεν σχεδίαζαν επίθεση εναντίον τής Μάλτας. Αν και οι προσπάθειες τού Φερδινάνδου κατά των Τούρκων ήσαν «ιερότατο έργο» (opera santissima), η Ιταλία χρειαζόταν υπεράσπιση, γιατί οι Τούρκοι θα έπεφταν σαν κατακλυσμός πάνω στις παραθαλάσσιες επαρχίες, αν αυτές αφοπλίζονταν και απογυμνώνονταν από στρατιώτες.59

Επακόλουθα γεγονότα σύντομα θα έδειχναν, ότι ο πάπας δεν μεγαλοποιούσε τον κίνδυνο στον οποίο ήσαν εκτεθειμένες οι ιταλικές παράκτιες περιοχές. Οι Ενετοί ανησυχούσαν επίσης, αλλά προφανώς σκέφτονταν ότι κάθε πίεση που μπορούσε να ασκήσει ο Φερδινάνδος στους Τούρκους στο ανατολικό μέτωπο θα μπορούσε ενδεχομένως να ελαφρύνει το βάρος τής χριστιανικής άμυνας στα ιταλικά ύδατα. Μια μέρα πριν γράψει ο Γκράντι την επιστολή προς τον Έρκολε ντ’ Έστε, εξιστορώντας την απροθυμία τού πάπα να επιτρέψει σε οποιονδήποτε (ιδιαίτερα στον Παλλαβιτσίνι) να προσλάβει στρατιώτες στα κράτη τής Εκκλησίας, η Ενετική Γερουσία (στις 2 Απριλίου) είχε απαντήσει θετικά σε γραμματέα τού Φερδινάνδου, ο οποίος επιδίωκε τη συνεργασία τής Δημοκρατίας για τη μεταφορά των στρατευμάτων τού Παλλαβιτσίνι από τη Ρομάνια στην Τεργέστη και το Φιούμε και από εκεί στην Ουγγαρία.60

Οι φόβοι τού Ιούλιου Γ’ ήσαν δικαιολογημένοι. Στις 12 Μαΐου (1552) ο Ντιέγκο Λάσσο πληροφορούσε τον βασιλιά Φερδινάνδο από τη Ρώμη, ότι οι Ναπολιτάνοι ανέμεναν την άφιξη τού τουρκικού στόλου και προσπαθούσαν να προετοιμαστούν για να τον αντιμετωπίσουν.61 Περίπου δύο βδομάδες αργότερα (στις 28 Μαΐου) ο Αντουάν Περρενώ ντε Γκρανβέλ, ο επίσκοπος τού Αρράς, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Νικόλαο ως κύριος σύμβουλος τού Καρόλου Ε’, έγραφε στη βασίλισσα Μαρία τής Ουγγαρίας από το Φίλλαχ, ότι η τουρκική αρμάδα αργούσε να έρθει. Οι Γάλλοι ζητούσαν ταχύτερη προέλαση. Ο Περρενώ έλπιζε ότι οι Τούρκοι δεν θα πήγαιναν πιο δυτικά απ’ όσο είχαν πάει το προηγούμενο έτος και ότι θα εύρισκαν τη Νάπολη και τη Σικελία ευκολότερες στην αντιμετώπιση. Θα βοηθούσε πολύ αν κάποιος μπορούσε να κάνει ανακωχή με τον σουλτάνο στη στεριά, δηλαδή στο ανατολικό μέτωπο. Γίνονταν μυστικές προσπάθειες για να επιτευχθεί αυτό. Ο σουλτάνος παρενοχλούνταν από τον Ταμάσπ, τον σούφι τής Περσίας, πράγμα που θα βοηθούσε.62

Καθυστερώντας ή όχι, οι Τούρκοι βρίσκονταν στον δρόμο τους. Στις 21 Ιουλίου η Ενετική Γερουσία ενημέρωνε τον Ντομένικο Τρεβιζάν, τον νέο βαΐλο τους στην Ισταμπούλ, ότι η τουρκική αρμάδα είχε περάσει τη Ζάκυνθο και είχε φτάσει σε κερκυραϊκά ύδατα στις 26 Ιουνίου. Είχε περάσει από το ακρωτήριο Σάντα Μαρία ντι Λέουκα τής Λευκάδας την 1η Ιουλίου

και τελευταία έχουμε μάθει από επιστολές από τη Ρώμη, βασισμένες σε ανακοινώσεις (avvisi) από τη Νάπολη, ότι περνώντας από το Ρέτζιο [Καλαβρίας] η αρμάδα έκαψε τον τόπο και ότι περνώντας στη συνέχεια από τον Φάρο τής Μεσσίνα στις 8 αυτού τού μηνός πέρασε δίπλα από το νησί Λίπαρι.

Άλλες επιστολές από τη Ρώμη, με ανακοινώσεις (avvisi) από τη Νάπολη τής 15ης Ιουλίου, ανέφεραν ότι η αρμάδα βρισκόταν «σε θέα τής Νάπολης». Οι ενετικές κτήσεις είχαν υποφέρει από τουρκικές λεηλασίες σε μεγάλο μέρος τής διαδρομής τής αρμάδας.63

Ήσαν όλα αλήθεια, γιατί στις 23 Ιουλίου αναφερόταν ότι η τουρκική αρμάδα βρισκόταν στα ανοιχτά τού νησιού Πρότσιντα, κοντά στη βορειοδυτική είσοδο τού Κόλπου τής Νάπολης. Κανείς δεν θα μπορούσε να πει που θα πήγαινε στη συνέχεια η αρμάδα (nè si sa che camino habbi da pigliare).64 Ο αυτοκρατορικός ναύαρχος, ο πρίγκηπας Αντρέα Ντόρια, τώρα σε ηλικία γύρω στα ογδονταπέντε, εμφανίστηκε στα ανοιχτά τής Όστια και τού Νεττούνο, όπως αναφερόταν στις 6 Αυγούστου, αλλά οι Τούρκοι δεν έκαναν καμία κίνηση, επέτρεπαν στα πλοία να περνούν ανενόχλητα και πλήρωναν για τις προμήθειές τους. Στη Νάπολη επικρατούσε πανικός. Όσοι μπορούσαν να φύγουν από την πόλη ή να στείλουν τα τιμαλφή τους σε ασφαλείς τόπους, το έκαναν.65 Eνετική επιστολή τής 13ης Αυγούστου λέει ότι ο Ντόρια είχε φύγει από τη Γένουα με 40 γαλέρες και είχε πάει στη Λα Σπέτσια, για να επιβιβάσει στα πλοία γερμανική δύναμη πεζικού 3.000 περίπου ανδρών και να τη μεταφέρει στη Νάπολη. Είχε δεχτεί επίθεση στις 4 Αυγούστου από την τουρκική αρμάδα, η οποία είχε καταλάβει επτά γαλέρες του με 700 Γερμανούς πάνω σε αυτές. Από τις επτά γαλέρες, δύο ήσαν ναπολιτάνικες, δύο ισπανικές και τρεις ανήκαν στον Ντόρια, ο οποίος λεγόταν ότι είχε πλεύσει πίσω προς τη Γένουα. Η τουρκική αρμάδα είχε κάνει απόβαση στη Γκαέτα και είχε ρημάξει την περιοχή πολύ κοντά στις πύλες τής πόλης.66

Τα νέα γίνονταν όλο και χειρότερα. Το πρωί τής Τετάρτης 10 Αυγούστου (1552) ο Τζούλιο ντε Γκράντι πήγε να δει τον πάπα, ο οποίος είχε μόλις μάθει από τον Ασκάνιο Κολόννα, ότι υπήρχαν 216 πλοία (vele) στην τουρκική αρμάδα, η οποία πολιορκούσε τη Γκαέτα. Οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί και λεηλατούσαν την ύπαιθρο με φοβερό τρόπο. Κανονιοβολούσαν τα τείχη τής Γκαέτα με πυροβολικό από τη θάλασσα και στις δύο πλευρές από τη στεριά. Ήταν πιθανό να καταλάβουν την πόλη, γιατί αυτή ήταν γεμάτη από άοπλους ανθρώπους, που δεν μπορούσαν να αμυνθούν (per essere piena di gente disutile et non munita). Πίστευαν ότι υπήρχαν τόσο πολλά πλοία στην επίθεση, επειδή οι Γάλλοι είχαν ενώσει τον στόλο τους με εκείνο των Τούρκων. Όμως τα νέα δεν ήσαν βέβαια, αλλά επιστολές τής 9ης τού μηνός, οι οποίες είχαν μόλις φτάσει στη Ρώμη από τη Νάπολη, ανέφεραν την ατυχή σύγκρουση τού πρίγκηπα Ντόρια με τούς Τούρκους και την απώλεια των επτά γαλερών του με 700 Γερμανούς πάνω τους, συμπεριλαμβανομένου τού διοικητή τους, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν ανηψιός τού Κριστόφορο Μαντρούτσο, τού καρδινάλιου τού Τρεντ. Δεν ήξερε ακόμη κανείς τι είχε συμβεί με τις υπόλοιπες γαλέρες και τούς άνδρες, αν είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην Καλαβρία ή είχαν πάει προς τα δυτικά. Την είδηση είχαν φέρει στη Νάπολη ένας Ισπανός και ένας ναύτης, οι οποίοι είχαν συλληφθεί κατά τη σύγκρουση, αλλά είχαν δραπετεύσει πάνω από τη Γκαέτα, όταν οι Τούρκοι είχαν βγει στη στεριά για νερό. Στη Ρώμη ο Καμίλλο Ορσίνι έπαιρνε μέτρα για την υπεράσπιση τής πόλης, όπου προσπαθούσε να διατηρήσει 1.000 πεζούς και 300 ιππείς έμμισθους, να προσλάβει ντόπιους βοηθητικούς και να μεριμνήσει για άλλες 4.000 στις εκτός πόλης περιοχές, «οι οποίοι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσαν να βρεθούν στη Ρώμη αμέσως…».67

Δέκα μέρες αργότερα (στις 20 Αυγούστου) ο Τζούλιο ντε Γκράντι έγραφε στον δούκα τής Φερράρας:

Τα λύτρα για τον ανηψιό τού καρδινάλιου τού Τρεντ, ο οποίος ήταν διοικητής των Γερμανών που συνέλαβαν οι Τούρκοι στις επτά γαλέρες [του Ντόρια] κατά τις τελευταίες ημέρες, έχουν καθοριστεί σε 12.000 σκούδα, ενώ ένας από τούς ανηψιούς τού Ντραγκούτ, που βρίσκεται σε χριστιανικά χέρια, πρέπει να επιστραφεί, αλλά στη Νάπολη δεν έχουν πάρει χρήματα (carlini) από τούς εμπόρους, γιατί δεν έχουν, ούτε οι έμποροι ούτε άλλοι, ενώ εδώ στη Ρώμη συμβαίνει ακριβώς το ίδιο. Οι υπόλοιποι Γερμανοί θα εξαγοραστούν για 20 σκούδα ο καθένας. Τα χρήματα συγκεντρώνονται με ελεημοσύνες σε όλη τη Νάπολη, για την αγάπη τού Θεού. Ο τουρκικός στόλος πήγε στο Ρέτζιο [Καλαβρίας], όπου κάποιος έπρεπε να φροντίσει για τα λύτρα. Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, εκτός από το ότι λεγόταν ότι χτες το βράδυ ο στόλος είχε επιστρέψει στον κόλπο τού Σαλέρνο, και ότι οι Τούρκοι έχουν πάρει το Σαλέρνο, αν και αυτό δεν το έχουμε από καλή πηγή.68

Ο Γκράντι παρακολουθούσε στενά την πορεία τού τουρκικού στόλου.69 Στις 3 Σεπτεμβρίου (1552) οι Τούρκοι βρίσκονταν στον δρόμο τής επιστροφής τους στην Ισταμπούλ.70 Ύστερα από άλλες δύο βδομάδες (στις 17 Σεπτεμβρίου) ο Γκράντι ενημέρωνε τον δούκα τής Φερράρας, ότι καμία άλλη είδηση για την αρμάδα τού σουλτάνου δεν είχε έρθει ακόμη στη Ρώμη. Όμως μια μαλτέζικη ειδοποίηση (avviso), που είχε έρθει από το Παλέρμο, περιέγραφε επίθεση των Ιωαννιτών στην ακτή τής Μπαρμπαριάς στις 25 Αυγούστου, ημερομηνία κατά την οποία οι Τούρκοι είχαν αρχίσει το ταξίδι επιστροφής τους. Επικεφαλής τής εκστρατείας ήταν ο ηγούμενος [τής Κάπουα, ο Λεόνε Στρότσι], ο οποίος είχε προσθέσει τις δικές του γαλέρες σε εκείνες τού Τάγματος, συγκροτώντας συνολική δύναμη από έξι γαλέρες και επτά γαλιότες. Βγαίνοντας στη στεριά κατέλαβαν ένα χωριό και συνέλαβαν 2.500 «Μαυριτανούς», αλλά επιστρέφοντας στα σκάφη τους οι Ιωαννίτες καταδιώχτηκαν από μεγάλο αριθμό ντόπιων ιππέων και πεζών, με τούς οποίους υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν «γενναία» (valorosamente). Κάλυψαν την απόσυρσή τους στην ακτή όσο καλύτερα μπορούσαν, χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα τούς Βερβερίνους αιχμαλώτους τους. Στην προσπάθειά τους να φτάσουν στους Ιωαννίτες, οι ντόπιοι πολεμιστές είχαν δήθεν σκοτώσει το μεγαλύτερο μέρος των αιχμαλώτων. Παρ’ όλα αυτά οι Ιππότες κατάφεραν να ξεφύγουν με 250 αιχμαλώτους και σκότωσαν 400 από τούς εχθρούς, ιππείς και πεζούς. Όμως έχασαν 80 Ιππότες και 200 Χριστιανούς πεζούς, που σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο φυσικός γιος τού άρχοντα Πιέτρο Στρότσι, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία ως κυβερνήτης μιας από τις γαλέρες. Όλοι συμφωνούσαν, ότι ο άτυχος νεαρός άνδρας ήταν γενναίος στρατιώτης. Ο ασυγκράτητος ηγούμενος είχε τραυματιστεί στον μηρό από βολή αρκεβούζιου, αλλά όχι σοβαρά, όχι αρκετά για να τον κρατήσει πίσω. Αφού επέστρεψε στη Μάλτα και επέτρεψε στον στόλο να πάρει μια ανάσα, έσπευσε αμέσως πίσω από τούς Τούρκους, καθώς εκείνοι κατευθύνονταν στην Ανατολική Μεσόγειο.71

Οι Τούρκοι είχαν φύγει από τα ιταλικά ύδατα λίγο μετά τα μέσα Αυγούστου (1552), κατευθυνόμενοι στα νησιά Αγία Μαύρα (Λευκάδα), Κεφαλονιά και Ζάκυνθο, ύστερα από τα οποία έπλευσαν ανάμεσα στο Τσιρίγο (Κύθηρα) και την Κρήτη και μέσα από το Αιγαίο προς την Ισταμπούλ. Ενετική επιστολή προς τον βαΐλο στην Πύλη τοποθετεί τούς Τούρκους «να ταξιδεύουν προς την Ανατολική Μεσόγειο» (navigando verso Levante) με πλήρη ταχύτητα στις 26 Αυγούστου, ενώ ο αντι-αυτοκρατορικός πρίγκηπας τού Σαλέρνο, ο Φερράντε ντι Σανσεβερίνο, κατευθυνόταν με τον γαλλικό στόλο, μέσω τού «δίαυλου Κέρκυρας», τού θαλασσίου διαδρόμου μεταξύ Κέρκυρας και αλβανικής-ηπειρωτικής ενδοχώρας, στις 28 τού μηνός, μέρα κατά την οποία βγήκε στη στεριά, όπου τον «καλωσόρισαν και αγκάλιασαν» οι Κερκυραίοι εκπρόσωποι τής Δημοκρατίας. Ο Σανσεβερίνο επέστρεψε στη γαλέρα του το βράδυ και ακολούθησε την τουρκική αρμάδα προς νότο, συναντώντας την στην Αγία Μαύρα για κάποιους τελευταίους αποχαιρετισμούς και τις συνήθεις διαβεβαιώσεις για αμοιβαία υποστήριξη. Στις 24 Σεπτεμβρίου ο Γκράντι έστειλε μήνυμα στον δούκα τής Φερράρας, ότι ο πρίγκηπας τού Σαλέρνο είχε επιστρέψει «μόνος» με τις γαλλικές γαλέρες στο Κάπο ντ’ Οτράντο, «επειδή οι τουρκικές πήγαν στην Κωνσταντινούπολη» (perchè le turchesche erano andati a Costantinopoli).72

Στην Ουγγαρία οι χριστιανικές δυνάμεις υπό τον Τζιοβάν Μπαττίστα Καστάλντο είχαν επαναλάβει τις εχθροπραξίες στις αρχές τού 1552. Στα τέλη Φεβρουαρίου όπως είδαμε, είχαν καταλάβει και λεηλατήσει το Σέγκεντ, αλλά όταν επιτέθηκαν με τη σειρά τους τα στρατεύματα τού Φερδινάνδου —Γερμανοί, Ισπανοί, Ούγγροι και Ιταλοί— τα πήγαν άσχημα. Τον Απρίλιο και τον Μάιο οι Τούρκοι πολιόρκησαν και πήραν το Βέσπρεμ στη δυτική κεντρική Ουγγαρία, στη νότια πλαγιά των βουνών Μπάκονυ, εξήντα περίπου μίλια νοτιοδυτικά τής Βούδας (Όφεν), γνωστής σήμερα (λόγω τής ένωσής της με την Πέστη το 1873), ως Βουδαπέστης. Δεν ήσαν λιγότερο επιτυχείς στην Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ), την οποία τελικά κατέλαβαν ύστερα από μακροχρόνιο κανονιοβολισμό και δύο αιματηρές επιθέσεις. Στη συνέχεια ανακατέλαβαν και κατέστρεψαν τη Λίποβα (Λίππα) και πολλά σημαντικά φρούρια στο «βανάτο τής Τέμεσβαρ», το οποίο επρόκειτο να παραμείνει τουρκικό για περισσότερο από ενάμιση αιώνα.73

Οι Τούρκοι δεν είχαν σταματημό εκείνο το έτος. Στις 11 Αυγούστου νίκησαν το κύριο σώμα των στρατευμάτων τού Φερδινάνδου, δύναμης περίπου 7.000 ανδρών, στη Φιλάκοβα (ουγγρικά Φύλεκ), ένα χωριό στη νότια Σλοβακία, μόλις βορειοδυτικά τής Βουδαπέστης. Τούς χριστιανούς διοικούσε ο Αυστριακός στρατιώτης Εράζμους Τόϋφελ, βαρώνος τού Γκούντερσντορφ, ο οποίος συνελήφθη μαζί με 4.000 Ούγγρους, Ισπανούς, Ιταλούς και Γερμανούς. Τούρκος νικητής ήταν ο ευνούχος Αλή πασάς, που είχε διαδεχτεί τον Κασίμ πασά ως κυβερνήτης τής Βούδας και που τώρα επανερχόταν στη βάση του στον Δούναβη με φανταχτερό θρίαμβο. Ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι είχε επίσης συλληφθεί. Οι αιχμάλωτοι πωλούνταν για ένα τραγούδι σε δημοπρασία, αλλά όχι οι βαθμοφόροι αξιωματικοί. Ο Τόϋφελ στάλθηκε με 40 χριστιανικά λάβαρα στην Πύλη, όπου προσπάθησε να αποκρύψει την ταυτότητά του προκειμένου να μειώσει τα λύτρα του. Ο Σουλεϊμάν, αγανακτισμένος με την απόπειρα απάτης, λέγεται ότι έβαλε να τον ράψουν μέσα σε δερμάτινο σακκί και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Ο Παλλαβιτσίνι πέρασε κάποιο διάστημα σε τουρκική φυλακή στη Βούδα, αλλά απελευθερώθηκε με λύτρα 16.000 περίπου φιορινιών.74 Σύντομα θα συναντήσουμε και πάλι τον Παλλαβιτσίνι.

Όμως η τουρκική εκστρατεία τού 1552 δεν είχε τελειώσει, γιατί στο τέλος τού καλοκαιριού ο δεύτερος βεζύρης Αχμέτ πασάς, που είχε αντικαταστήσει τον Μεχμέτ Σόκολλι ως διοικητής για το τρέχον έτος, ένωσε τις δυνάμεις του με τον Αλή πασά τής Βούδας μπροστά στο σημαντικό οχυρό τού Σόλνοκ, στη συμβολή των ποταμών Ζάγκυβα και Τίσα (ή Τάις). Καθώς η φρουρά εγκατέλειπε το φρούριο, οι Τούρκοι εισήλθαν χωρίς μάχη στις αρχές Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια πήγαν στο Έγκερ (Άγκρια, Έρλαου) στη βόρεια Ουγγαρία. Εδώ συνάντησαν την τολμηρή περιφρόνηση των αμυνομένων, τού Στέφαν Ντόμπο από τη Ρούσσκα, τού Στέφαν Μέτσκεϊ και τού μορφωμένου Γκρέγκορ Μπορνέμισα, ο οποίος έκανε την πολιορκία τού Έγκερ (με τα λόγια τού φον Χάμμερ-Πούργκσταλλ) «όχι λιγότερο γνωστή από εκείνη τής Βιέννης και τού Γκυνς». Ο Αλή πασάς έφτασε στο Έγκερ με τον Αρσλάν μπέη, τον κυβερνήτη τού Σεκεσφέχερβαρ (Άλμπα Ρέγκια, Στουλβάισενμπουργκ), ο οποίος άνοιξε πυρ κατά τού φρουρίου τού Έγκερ στο τέλος τής πρώτης εβδομάδας τού Σεπτεμβρίου. Λίγες ημέρες αργότερα κατέφθασαν στην περιοχή ο Αχμέτ πάσας και ο Μεχμέτ Σόκκολι.

Τα τείχη τού Έγκερ, ο καθεδρικός ναός και οι πολιορκημένοι υποβλήθηκαν σε αδιάκοπο κανονιοβολισμό, αλλά οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη σε τρεις επιθέσεις ανήμερα τής γιορτής τού Αρχάγγελου Μιχαήλ (29 Σεπτεμβρίου). Κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 4ης Οκτωβρίου πήρε φωτιά πυρίτιδα, που ήταν αποθηκευμένη σε υπόγειο θησαυροφυλάκιο τού καθεδρικού ναού. Η ίδια η εκκλησία και δύο γειτονικοί μύλοι καταστράφηκαν. Λεγόταν ότι στους υπερασπιστές είχαν απομείνει μόνο εικοσιτέσσερα βαρέλια με πυρίτιδα, αλλά η πολιορκία συνεχιζόταν χωρίς καμία σκέψη παράδοσης, παρά τούς γενναιόδωρους όρους που πρόσφεραν οι Τούρκοι στους πολιορκημένους. Ο διορατικός Ντόμπο είχε προετοιμαστεί για την έλευση των Τούρκων αποθηκεύοντας μεγάλες ποσότητες θείου και νιτρικού καλίου, από τα οποία έφτιαξε πυρίτιδα. Χρησιμοποιώντας τις πέτρες που είχαν πέσει από τούς δύο μύλους ο Ντόμπο κατασκεύασε έναν τρίτο, που μπορούσε να αλέθει αρκετό σιτάρι, για τον εφοδιασμό τής φρουράς και των κατοίκων τής πόλης με ψωμί.

Επιθέσεις κατά των τειχών έγιναν και πάλι στις 10 και 12 Οκτωβρίου, όπου η τελευταία ήταν η μεγαλύτερη όλων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Την παραμονή τής ημέρας τής γιορτής τού Αγίου Λουκά (18 Οκτωβρίου 1552) έπεφτε κρύα βροχή ανάμικτη με χιόνι. Θα ήταν ανοησία να συνεχίσουν. Οι χριστιανοί είχαν νικήσει. Οι Τούρκοι αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Ο Αλή πασάς, ο οποίος είχε προτρέψει τον Αχμέτ πασά να αναλάβει την υποταγή τού Έγκερ, το οποίο ήθελε να προσθέσει στη δική του επικράτεια τής Βούδας, σύντομα αναγκάστηκε να παραιτηθεί από διοικητής, πέφτοντας για κάποιο διάστημα σε δυσμένεια. Φεύγοντας οι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν υποσχεθεί στη φρουρά και στους κατοίκους τού Έγκερ, ότι θα επέστρεφαν τον επόμενο χρόνο.75 Παρά την αποτυχία στο Έγκερ, οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να θρηνούν για την εκστρατεία τού 1552, γιατί είχαν καταλάβει το Βέσπρεμ, την Τιμισοάρα, το Σόλνοκ και τη Λίποβα, καθώς και εικοσιπέντε περίπου ουγγρικούς οχυρωμένους τόπους.76

Οι πειρατές και οι Τούρκοι είχαν κάνει πολλές αποβάσεις στις ακτές τής νότιας Ιταλίας και τής Σικελίας. Η επίθεση κατά τής Γκαέτα ήταν τρομακτική. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Οτράντο για ένα χρόνο το 1480-1481,77 γεγονός το οποίο οι Οτραντινοί δεν είχαν ξεχάσει ποτέ. Τον Ιούλιο τού 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα είχε αποβιβαστεί στο Κάστρο τής Απουλίας, ακριβώς νότια τού Οτράντο.78 Ο Σινάν πασάς είχε στείλει δύναμη στη στεριά στην Αουγκούστα τής Σικελίας στα μέσα Ιουλίου 1551, όπως είδαμε στον τρίτο τόμο. Άφησε την πόλη σε στάχτες και το καστέλλο σε ερείπια. Είχαν υπάρξει πολλές άλλες επιδρομές σε άλλες εποχές και οι φοβισμένοι κάτοικοι των παραθαλάσσιων πόλεων ζούσαν με την προσδοκία και άλλων. Χτίζονταν παρατηρητήρια κατά μήκος των νότιων ιταλικών ακτών, «Τούρκικοι πύργοι», στην Καλαβρία και τη Μπασιλικάτα. Τούς βρίσκουμε από την περιοχή κοντά στο Κοσσάνο στον βορρά μέχρι το Τρεμπισάκκε και την Αμεντολάρα. Οι πύργοι είναι πολύ εμφανείς παίρνοντας τον δρόμο που αναπτύσσεται παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή κατά μήκος τής ακτής τού Κόλπου τού Τάραντα. Οι επίπεδες, χαμηλές παραλίες έκαναν απλή την απόβαση. Ήταν περιοχή εύκολα προσβάσιμη από Τούρκους ή πειρατές, οι οποίοι μπορούσαν να αποβιβαστούν στη στεριά σχεδόν οπουδήποτε, εκτός αν υπήρχαν προσεκτικοί παρατηρητές στους Τούρκικους πύργους. Υπήρχαν επίσης πύργοι κατά μήκος των ακτών τής χερσονήσου τού Σαλέντο, καθώς και ένα «σπίτι των Τούρκων» (casino dei Turchi) λίγα χιλιόμετρα βόρεια τού Οτράντο. Μερικοί από αυτούς τούς πύργους έχουν εξαφανιστεί και οι πέτρες από τις οποίες είχαν κατασκευαστεί έχουν χρησιμοποιηθεί αλλού ως δομικά υλικά. Όμως έχουν απομείνει αρκετοί, για να υπενθυμίζουν συνεχώς το επικίνδυνο παρελθόν.

Οι Ενετοί είχαν παρακολουθήσει με κατανοητή ανησυχία τα πρώτα στάδια τής τουρκικής ναυτικής εκστρατείας τού 1552. Όμως σύντομα είχε γίνει σαφές, ότι οι Τούρκοι περιόριζαν τις επιθέσεις τους στη νότια Ιταλία. Οι Ενετοί είχαν κάνει αξέχαστη και δαπανηρή ειρήνη με την Πύλη το 1540, μετά την οποία είχαν υπάρξει ως συνήθως σοβαρές παραβιάσεις των όρων τής συμφωνίας, ειδικά στη θάλασσα. Οι πειρατές ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Προξενούσαν στη Δημοκρατία μεγάλες απώλειες και αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα τής ναυτικής ζωής τής εποχής. Οι ενετικές πηγές μαρτυρούν συνεχείς διαμαρτυρίες για τουρκικές παραβιάσεις των άρθρων τής ειρήνης. Μερικές φορές υπαίτιοι ήσαν οι Ενετοί, αν και η Σινιορία προσπαθούσε σκληρά για να αποφύγει προβλήματα με τούς Τούρκους. Ενώ Ενετοί διοικητές υπέκυπταν μερικές φορές σε θυμό ή αγανάκτηση, η κυβέρνηση προσπαθούσε να διατηρήσει άγρυπνη πειθαρχία επί των εκπροσώπων της και υποστήριζε ότι επέβαλλε αυστηρές ποινές για αδικήματα εναντίον των Τούρκων. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι οι Τούρκοι ήσαν λιγότερο ευσυνείδητοι στην τήρηση τής ειρήνης και η Γερουσία υποχρεωνόταν από καιρό σε καιρό να υποβάλει καταγγελίες στην Πύλη, όπως την άνοιξη τού 1552, στην περίπτωση τού Τούρκου «ρέις» (ναυάρχου) Σάλα μπέη.

Στις 20 Μαΐου (1552) η Γερουσία έγραφε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν με ακραία ενόχληση και αγωνία. Η επιστολή ξεκινούσε με έκφραση σεβασμού για την αίσθηση δικαιοσύνης τού σουλτάνου, «η οποία λάμπει στην αυτοκρατορική σας Μεγαλειότητα και την κάνει επιφανή σε ολόκληρο τον κόσμο». Αλλά δυστυχώς ο Σάλα μπέης, ένας από τούς διοικητές του, είχε πρόσφατα προκαλέσει στη Βενετία αχρεία πλήγματα και τραγικές απώλειες, «σε αντίθεση με την επιθυμία και την ευγενή εντολή τής αυτοκρατορικής σας Μεγαλειότητας», έτσι ώστε η Γερουσία αναγκαζόταν να καταθέσει δυναμική διαμαρτυρία, «όπως κάνουμε με μεγάλη και άπειρη δυσαρέσκεια».

Στον δρόμο προς το Αλγέρι, ο Σάλα μπέης είχε πρόσφατα αποβιβαστεί στην Κρήτη και στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα), όπου είχε αρπάξει μεγάλη περιουσία σαν να ήταν λάφυρα πολέμου, είχε πάρει αιχμαλώτους Ενετούς υπηκόους και τούς είχε ρίξει αλυσοδεμένους στις γαλέρες του. Είχε επίσης αρπάξει ορισμένα σκάφη στα ενετικά ύδατα, είχε αφαιρέσει τα φορτία και αλυσοδέσει τα πληρώματα. Προσεγγίζοντας ένα ενετικό πλοίο μεταφοράς, το καλό πλοίο Μπάρμπαρα, φορτωμένο με μεγάλης αξίας εμπορεύματα και κατευθυνόμενο στην Αλεξάνδρεια, ο Σάλα μπέης είχε κάνει ύπουλα το συνηθισμένο «σήμα εγγύησης» (segno di segurtà), στο οποίο ο Ενετός πλοίαρχος είχε επιστρέψει το συνηθισμένο «παρασύνθημα» (contrasegno). Όταν πλησίασαν οι Ενετοί, ο Σάλα μπέης κατέλαβε το πλοίο τους και το οδήγησε σε κρητικό λιμάνι, όπου το λεηλάτησε από χρήματα και αγαθά αξίας μεγαλύτερης από 60.000 δουκάτα, προς ολοκληρωτική καταστροφή των Ενετών ευγενών, πολιτών και άλλων υπηκόων, που είχαν επενδύσει τα χρήματά τους στο φορτίο.

Αυτός δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε η Βενετία τουρκικά πλοία και υπηκόους. Η Γερουσία έκανε έκκληση στον σουλτάνο να ελευθερώσει τούς αιχμαλώτους τού Σάλα μπέη και να αποκαταστήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν κατασχεθεί, κατά παράβαση τής ειρήνης μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Προέτρεπαν τον σουλτάνο να κάνει μια τέτοια επίδειξη τιμωρίας τού Σάλα μπέη, ώστε στο εξής ούτε ο Σάλα ούτε κανένας άλλος διοικητής να μην τολμήσει να διαπράξει τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις στη θάλασσα «και να γνωρίζει πάντοτε ο κόσμος την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη τής μεγαλειότητάς σας και ότι μάς θεωρείτε αληθινούς και ειλικρινείς φίλους, όπως είμαστε και έχουμε την πρόθεση να είμαστε πάντοτε».79

Ένα μήνα πριν από αυτό (στις 19 Απριλίου 1552) ο Ντομένικο Τρεβιζάν είχε διοριστεί Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ, για να αντικαταστήσει τον Μπερνάρντο Ναβαγκέρο80 και η Γερουσία τούς έγραφε τώρα κοινή επιστολή. Παρά το γεγονός ότι η Γερουσία ήταν βέβαιη, ότι οι πολιτικοί διοικητές τού Χάνδακα είχαν ήδη ενημερώσει τον Ναβαγκέρο για τις ασυνείδητες πράξεις βίας τού Σάλα μπέη κατά των προσώπων και των ιδιοκτησιών Ενετών πολιτών και υπηκόων, ενώ ο Ναβαγκέρο αναμφίβολα είχε ήδη υποβάλει διαμαρτυρία στον Ρουστέμ πασά, παρ’ όλα αυτά, όταν ο Τρεβιζάν έφτανε στον Βόσπορο, έπρεπε να πάνε πάλι και οι δύο στον Ρουστέμ «και να κάνετε τα μεγαλύτερα παράπονα που μπορείτε …, [και] να τού πείτε ότι αυτό το αδίκημα δεν έχει διαπραχτεί μόνο εναντίον μας, αλλά και εναντίον τής μεγαλειότητάς του και τής Υψηλής Πύλης».

Όταν θα οδηγούσαν τον Τρεβιζάν ενώπιον τού αυτοκράτορα για να φιλήσει το χέρι τού σουλτάνου, έπρεπε να τού δώσει την επιστολή διαμαρτυρίας τής Γερουσίας, «ώστε η μεγαλειότητά του να μπορεί να καταλάβει από την εν λόγω επιστολή και από τη ζωντανή φωνή σας την αγανάκτησή μας γι’ αυτό το γεγονός και την επιθυμία και προσδοκία μας, ότι θα αναλάβει δράση για λογαριασμό μας, συνάδουσα με τη δικαιοσύνη,… που τον κάνει διάσημο». Η Γερουσία έστελνε τη δική της εκδοχή στα τουρκικά (την οποία είχε συντάξει κάποιος Μιτσιέλ Μέμπρε), τής επιστολής που έπρεπε να παρουσιαστεί στον σουλτάνο, μη θέλοντας προφανώς να διακινδυνεύσει ούτε την παραμόρφωση ούτε το μαλάκωμα τού περιεχομένου τής μέσα από τη μετάφραση δραγουμάνου.81

Υπήρξε ταραγμένη συζήτηση στη Γερουσία τόσο για την επιστολή προς τον σουλτάνο όσο και για εκείνη προς τούς βαΐλους. Αποφασίστηκε όμως να σταλούν οι επιστολές, στις οποίες η Γερουσία πρόσθεσε μια ακόμη λέξη. Ο υποπλοίαρχος (scrivanello) τής Μπάρμπαρα λεγόταν ότι είχε φοβηθεί από τη δήλωση ότι υπήρχαν στο πλοίο Γενουάτες (δηλαδή συμπατριώτες τού αυτοκρατορικού ναυάρχου Αντρέα Ντόρια), αλλά στους Γενουάτες απαγορευόταν από τον νόμο να κάνουν εμπόριο ή να ταξιδεύουν με ενετικά πλοία. Όπως γνώριζαν όλοι στη Βενετία, εκτός από μερικούς Εβραίους υπηκόους τής Πύλης υπήρχαν μόνο Ενετοί υπήκοοι πάνω στη Μπάρμπαρα. Αν γινόταν αναφορά σε κάποιον Μαρκ’ Αντόνιο Φρακασσάτο, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί Μπολωνιέζος, οι βαΐλοι έπρεπε να κατανοήσουν και να εξηγήσουν «ότι λόγω τής μακράς παραμονής του σε αυτή την πόλη είναι πολίτης και απολαμβάνει τα ίδια προνόμια με τούς υπόλοιπους πολίτες». Ο Σάλα μπέης δεν είχε κανένα λόγο, πέρα από τη δική του απληστία, για τις πράξεις πειρατείας του στα Κρητικά ύδατα.82

Ο Τρεβιζάν έκανε τις δέουσες παραστάσεις στην Πύλη και στις αρχές Ιουλίου ο σουλτάνος και ο Ρουστέμ πασάς υποσχέθηκαν στην ενετική κυβέρνηση πλήρη ικανοποίηση, αν η έρευνα τεκμηρίωνε τις κατηγορίες που βάρυναν τον Σάλα μπέη. Η Σινιορία αγανακτούσε με την εμπλεκόμενη καθυστέρηση, περιμένοντας με ανυπομονησία την τιμωρία τού φταίχτη.83

Τον Σεπτέμβριο (1552), ύστερα από αίτηση τού Τρεβιζάν, ο σουλτάνος εξέδωσε ειδικές εντολές προς τον δραστήριο Ντραγκούτ Ρέις, να αντιμετωπίζει τούς Ενετούς ως φίλους και να σέβεται τούς εμπόρους και τα εμπορεύματά τους, τούς υπηκόους και τη ναυτιλία, θεώρηση για την οποία η Γερουσία εξέφρασε επίσημα τις ευχαριστίες της στις 29 Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα έγραψαν στον Τρεβιζάν, επαινώντας την επιμέλειά του και επαναλαμβάνοντας τη διακαή επιθυμία τής ενετικής κυβέρνησης να τηρεί κάθε γιώτα τής συνθήκης της με την Υψηλή Πύλη. Ενετοί αξιωματικοί και αξιωματούχοι που παραβίαζαν τα άρθρα τής ειρήνης τιμωρούνταν αμέσως. Η Υψηλή Πύλη έπρεπε να πειστεί να αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τούς Τούρκους παραβάτες. Ο Τρεβιζάν έπρεπε

να διαμαρτυρηθεί για τις πολλές απώλειες που είχαν υποστεί από ένοπλες φούστες στην Αυλώνα και από διάφορες άλλες φούστες, που εύρισκαν τακτικά καταφύγιο και πηγές εφοδιασμού στην Αυλώνα, το Λεπάντο (Ναύπακτο), τη Μεθώνη και την Κορώνη και ιδιαίτερα [να παραπονεθεί για τα αδικήματα] εναντίον τόσο πολλών φτωχών ντόπιων τής Κιότζα, που είχαν συλληφθεί με τα σκάφη και τα υπάρχοντά τους και είχαν οδηγηθεί στην Αυλώνα, απ’ όπου ενενήντα από αυτούς είχαν σταλεί στα σκλαβοπάζαρα τής Ανατολίας…

Ο Τρεβιζάν είχε επίσης εντολή να επιστρέψει στην υπόθεση τού Σάλα μπέη και τής εκ μέρους του λεηλασίας τής Μπάρμπαρα, γεγονός που υποδηλώνει, ότι μετά από τρεις ή τέσσερις μήνες καμία τιμωρία δεν είχε ακόμη επιβληθεί στον Σάλα μπέη.84

Οι Ενετοί γερουσιαστές συχνά συνεδρίαζαν για πολλές ώρες. Αν δεν ήταν το ένα θέμα, ήταν το άλλο. Δεν έβλεπαν τον Σάλα μπέη να υφίσταται την τιμωρία, που πίστευαν ότι άξιζε. Εν πάση περιπτώσει είχαν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν και δεν θα επέμεναν στον βαθμό που επέτρεπε η διακριτική ευχέρεια. Στο μεταξύ είχε προκύψει άλλο πρόβλημα. Τον Οκτώβριο (1552) ο πρέσβης τής Δημοκρατίας στη Ρώμη τρόμαξε λαμβάνοντας ένα αίτημα για 40.000 δουκάτα, τα οποία νομική πράξη τού 1511 έδειχνε ότι ο Ιούλιος Β’ είχε δανείσει για το σύντομο διάστημα ενός μηνός στον Ενετό πρεσβευτή πριν από περίπου σαράντα χρόνια. Ενημέρωσε γρήγορα την κυβέρνηση τής πατρίδας. Η Γερουσία απάντησε στις 4 Νοεμβρίου με κάποια έκπληξη, ότι το θέμα δεν είχε ποτέ αναφερθεί στη διάρκεια τόσο πολλών ετών ούτε στη Σινιορία ούτε σε μακρά σειρά πρεσβευτών που είχαν υπηρετήσει στην κούρτη. Όμως η Γερουσία ήταν σίγουρη, ότι το αίτημα αυτό δεν προερχόταν από τον πάπα, αλλά από κάποιον ανακατωσούρη τής κούρτης, που προσπαθούσε να επιδείξει την επιμέλειά του.

Αν το θέμα τού χρέους σαράντα ετών προέκυπτε και πάλι, ο πρέσβης έπρεπε να απαντήσει, ότι η απαίτηση για πληρωμή ύστερα από τόσο καιρό βρισκόταν αρκετά πέρα από τη σφαίρα τής λογικής. Το σύνολο τού ποσού είχε αναμφισβήτητα καταβληθεί όταν το χρέος κατέστη απαιτητό, αν και ήταν δύσκολο να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία, λόγω τού γεγονότος «ότι εξαιτίας τής πυρκαγιάς που συνέβη στα γραφεία μας, όπως και σε ολόκληρη την πλατεία [πιάτσα] τού Ριάλτο, πολλά από τα λογιστικά βιβλία τής Σινιορίας μας και παρόμοια έγγραφα έχουν καεί και καταστραφεί…». Κανένας από τούς έξι πάπες από τον Ιούλιο Β’ μέχρι τον Ιούλιο Γ’ δεν είχαν ποτέ ζητήσει τα χρήματα, αν και οι πάπες έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή για τις υποθέσεις τους και ενίοτε ήσαν αρκετά πιεσμένοι για χρήματα (όπως άλλωστε και ο Ιούλιος Γ’ ως συνέπεια τού πολέμου τής Πάρμας). Θα ήταν καλύτερο, έλεγαν στον πρεσβευτή, να μην πει τίποτε περισσότερο για το θέμα,85 το οποίο, με δεδομένη την προφανή κατάσταση των ενετικών αρχείων, είχε και τις ενοχλητικές πτυχές του.

Από την Αγία Έδρα η προσοχή τής Γερουσίας σύντομα στρεφόταν και πάλι στους Τούρκους. Ύστερα από την παραλαβή τής είδησης ότι η αρμάδα τού σουλτάνου αφοπλιζόταν για τη χειμερινή περίοδο και ότι ο γαλλικός στόλος υπό τον Φερράντε ντι Σανσεβερίνο, πρίγκηπα τού Σαλέρνο, επρόκειτο να περάσει τον χειμώνα στη Χίο (Scio), η Γερουσία ψήφισε στις 16 Νοεμβρίου (1552) να αφοπλίσει τις περισσότερες από τις δικές της γαλέρες.86 Με τον τρόπο αυτό μπορούσε φυσικά το κράτος να γλυτώσει από μεγάλο ποσό χρημάτων. Όμως κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού συνέρρεαν στη Βενετία καταγγελίες για τουρκικές παραβιάσεις τής ειρήνης, καθώς ο στόλος περνούσε από ενετικά ύδατα. Όταν ο βαΐλος Τρεβιζάν προσπάθησε να συζητήσει το θέμα με τον Τούρκο διοικητή Σινάν πασά, αδελφό τού Ρουστέμ πασά, ο Τούρκος το αντέκρουσε έντονα, «πράγμα που δείχνει μάλιστα ότι είναι πολύ χολερικής και δύσκολης φύσης», όπως έγραφε η Γερουσία στον Τρεβιζάν. Όμως, όταν κανείς αντιμετώπιζε τούς Τούρκους, πατούσε πάνω σε λεπτό στρώμα πάγου:

Σας λέμε… ότι αν και γνωρίζουμε καλά ότι είναι δύσκολο πράγμα η διαπραγμάτευση με ανθρώπους τέτοιας φύσης, παρ’ όλα αυτά έχουμε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στη δική σας ποιότητα και επιδεξιότητα, καθώς και στους τρόπους και τα μέσα που μπορείτε να δείτε ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν με τέτοιους ανθρώπους, που είμαστε έτοιμοι να ελπίζουμε και να αναμένουμε ότι, μέχρι τη στιγμή που θα μάς στείλετε τις επιστολές σας [που στάλθηκαν στις 3 και 5 Νοεμβρίου 1552], δεν θα έχει πάρει κανένα μέτρο εναντίον μας με τούς άλλους υπέροχους πασάδες και έτσι θα έχετε κερδίσει χρόνο, χρονοτριβώντας με τις αιτιάσεις που αγγίζουν το πρόσωπό του, έτσι ώστε, με αυτόν ήσυχο, να μπορείτε να επιστρέψετε σε εκείνους με τη γνωστή ικανότητα και σύνεσή σας. Όσο για τις καταγγελίες μας όμως, για τις απώλειες που υποφέραμε στη Μπάρμπαρα, καθώς και για άλλες που δεν έχουν σχέση με αυτόν τον διοικητή [Σινάν πασά], δεν μπορούμε παρά να πιστεύουμε, ότι ο γαληνότατος άρχοντας [Σουλεϊμάν] με τη δική του αίσθηση δικαιοσύνης θα δώσει εντολή αποζημίωσης γι’ αυτές τις ζημιές, σύμφωνα με το μεγαλείο του και την ειρήνη που υπάρχει μεταξύ μας….87

Ο Τρεβιζάν δεν χρειαζόταν ούτε κηρύγματα, ούτε παραινέσεις. Είχε τις οδηγίες του. Προσπαθούσε να τις ακολουθήσει. Στις 10 Φεβρουαρίου 1553 η Γερουσία εξέφρασε ικανοποίηση για την πρόοδό του. Ένα δώρο 500 δουκάτων προς τον Σινάν πασά είχε εξασφαλίσει την απελευθέρωση δεκαεπτά ατόμων. Ο ίδιος ο Ρουστέμ πασάς πήρε τριάντα κομμάτια υφάσματος και ο βαΐλος άρχισε να βρίσκει τη ζωή στην Πύλη πιο ήρεμη. Παρά το γεγονός ότι ο Ρουστέμ δεν μιλούσε για την υπόθεση τού Σάλα μπέη, ο Τρεβιζάν είχε γράψει ότι θα επέμενε, όπως τού ζητούσε η Γερουσία, στην επιδίωξη αποζημίωσης για την κατάληψη τής Μπάρμπαρα. Ο Σάλα μπέης βρισκόταν ακόμη στο Αλγέρι,88 και θα αναρωτιόταν κανείς άραγε τι χάος μπορούσε να προκαλέσει επιστρέφοντας στην Ισταμπούλ.

Οι Ενετοί σάρωναν τις θάλασσες με τα εκατό μάτια τού Πανόπτη Άργου τής μυθολογίας. Η ανηλεής επαγρύπνηση ήταν το τίμημα για την ασφάλεια των πλοίων και τής ναυτιλίας τής Δημοκρατίας. Παράλληλα με την επιστολή που μόλις αναφέρθηκε (10 Φεβρουαρίου), η Γερουσία έγραφε στον Τρεβιζάν, ότι ως αποτέλεσμα των πληροφοριών που είχε στείλει αυτός στη Βενετία, ότι δηλαδή δεκατρείς νέες γαλέρες βρίσκονταν υπό κατασκευή στον ναύσταθμο τού Βοσπόρου «και ότι φέτος ο γαληνότατος Άρχοντας [Τούρκος] θα στείλει στόλο» (et che il presente anno quel serenissimo Signor [Turco] manderà fuori armada), έδιναν εντολή στους πολιτικούς διοικητές στον Χάνδακα να εξοπλίσουν δέκα γαλέρες. Όμως η Γερουσία έδινε επίσης εντολή στον Τρεβιζάν, να κρατά τούς πολιτικούς διοικητές άμεσα ενήμερους για τις τουρκικές προετοιμασίες αποστολής τής αρμάδας, γιατί αν στην πραγματικότητα δεν ξεκινούσαν για τη Μεσόγειο, δεν θα υπήρχε ανάγκη να αναλάβει το κράτος τη δαπάνη εξοπλισμού περισσότερων από τέσσερις από τις δέκα γαλέρες τού Χάνδακα.89

Μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου η Γερουσία είχε έμαθε από τον Τρεβιζάν, ότι ο σουλτάνος δεν επρόκειτο να στείλει μεγάλο στόλο το 1553, αλλά μόνο 40-50 γαλέρες υπό τις διαταγές τού Ντραγκούτ.90 Οι στόλοι τής Μεσογείου μεγάλωναν σε μέγεθος και κόστος από τη μια δεκαετία στην άλλη. Έναν αιώνα νωρίτερα ναυτικός εξοπλισμός 40-50 γαλερών ήταν κάτι που έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη, αλλά, παρά την τρομερή φήμη τού Ντραγκούτ, ήταν σαφές ότι η Υψηλή Πύλη δεν σχεδίαζε επιχειρήσεις τέτοιας μεγάλης κλίμακας, όπως εκείνες των τελευταίων δύο καλοκαιριών.91

Όταν οι Τούρκοι κινούνταν δυτικά από τη θάλασσα για να επιτεθούν στους Ιωαννίτες στη Μάλτα ή δυτικά από τη στεριά για να επιτεθούν στους Αψβούργους στην Ουγγαρία, οι Ενετοί, μάλλον δεν στενοχωρούνταν καθόλου. Μπορούσαν επίσης να συγκρατήσουν τη θλίψη τους, όταν οι Τούρκοι παρενοχλούσαν την επικράτεια των Αψβούργων στη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Η προέλαση των Τούρκων ήταν σίγουρα ανησυχητική, ιδιαίτερα όταν αυτοί αποβιβάζονταν σε ιταλικό έδαφος, αλλά οι πειρατικές επιχειρήσεις των Ιωαννιτών δεν τούς έκαναν προσφιλείς στους Ενετούς, όπως ούτε και η πίεση των Αψβούργων επί τού Φριούλι. Όμως τα καλύτερα νέα για το Ριάλτο ήσαν ότι ο σουλτάνος και οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν βαδίσει ανατολικά, για να επιτεθούν στον Σιίτη σάχη ή «σούφι» τής Περσίας. Αν και αυτό έδινε στους Αψβούργους χρόνο για την αναδιάταξη των πόρων τους (εναντίον των επόμενων τουρκικών επιθέσεων), συνήθως σήμαινε επίσης ότι οι Τούρκοι περιόριζαν τη δραστηριότητά τους στη Μεσόγειο και γλύτωναν τη Βενετία από τη μεγάλη δαπάνη τής διατήρησης πολλών ενόπλων γαλερών στη θάλασσα.

Τον τελευταίο καιρό είχαν υπάρξει αρκετές περσικές εισβολές στην Αρμενία και στο Κουρδιστάν, στις οποίες η Υψηλή Πύλη θα έδινε κατά πάσα πιθανότητα σοβαρή προσοχή. Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν πλησίαζε τώρα τα εξήντα. Είχε τεθεί επικεφαλής έντεκα εκστρατειών και είχε αρχίσει να κουράζεται. Αποφάσισε να αναθέσει τη διοίκηση τού στρατού για την πορεία κατά των Περσών στον μεγάλο βεζύρη Ρουστέμ πασά. Ο Αχμέτ πασάς έπρεπε να φρουρεί την ουγγρική μεθόριο και ο Μεχμέτ Σόκολλι, ο μπεηλερμπέης τής Ρωμυλίας, διατάχτηκε να πάει στη μακρινή Τοκάτ (Ευδοκιάδα), στον Πράσινο ποταμό (Γεσίλ Ιρμάκ), τον αρχαίο Ίρι στη βορειοανατολική Μικρά Ασία, για να αναλάβει την επίθεση όταν θα ερχόταν η άνοιξη. Ο Ρουστέμ είχε εγκαταστήσει χειμερινά καταλύματα στο Ακσαράι στην ανατολική κεντρική Μικρά Ασία, από τα οποία έκανε έκκληση στον σουλτάνο να έρθει και να αναλάβει τη διοίκηση τού στρατού, γιατί φοβόταν ότι οι ανήσυχοι γενίτσαροι ίσως ετοιμάζονταν να ανακηρύξουν σουλτάνο στη θέση τού πατέρα του τον δημοφιλή Μουσταφά, τον μεγαλύτερο γιο τού Σουλεϊμάν. Ο Ρουστέμ είχε στενή σχέση με τη «σουλτάνα» Ροξελάνα, την κόρη τής οποίας είχε παντρευτεί. Η Ροξελάνα ήταν μητέρα των τεσσάρων νεότερων γιων τού Σουλεϊμάν, αλλά όχι και τού Μουσταφά, τον οποίο ήθελε να βγάλει από τη μέση.92

Πριν ξεκινήσει για την περσική εκστρατεία, ο Σουλεϊμάν επιβεβαίωσε (στις 3 Αυγούστου 1553) τούς όρους τής τρέχουσας ειρήνης μεταξύ Πολωνίας και Πύλης. Ο Πολωνός απεσταλμένος Στανίσλαους Τενιζύνσκι είχε ζητήσει την ανανέωση στο όνομα τού βασιλιά Σίγκισμουντ Β’ Αύγουστου. Οι δύο δυνάμεις έπρεπε αμοιβαία να απέχουν από πρόκληση απωλειών ή ζημιών ή μία στην άλλη, ενώ οι φίλοι και οι εχθροί τής μιας έπρεπε να θεωρούνται φίλοι και εχθροί τής άλλης. Εκείνοι που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά το παρελθόν, θα εξαγοράζονταν με τούς συνήθεις όρους. Πολωνοί και Τούρκοι έμποροι θα ήσαν ελεύθεροι να συναλλάσσονται, καθένας στην επικράτεια τού άλλου, ενώ σε περίπτωση θανάτου εμπόρου ενός από τα δύο κράτη στο έδαφος τού άλλου, η περιουσία του θα επιφυλασσόταν αποκλειστικά για τούς νόμιμους κληρονόμους του. Και στα δύο κράτη οι πιστωτές έπρεπε να προστατεύονται από επισφαλείς απαιτήσεις. Διάφορες ζημιές τού παρελθόντος έπρεπε να ξεχαστούν από τις δύο πλευρές. Υπήρχε πρόβλεψη για την έκδοση κακούργων. Πολωνοί αιχμάλωτοι που είχαν πουληθεί στα τουρκικά σκλαβοπάζαρα έπρεπε να αναζητηθούν και να εξαγοραστούν από τούς εκπροσώπους τού βασιλιά για ποσά ίδια με εκείνα που είχαν καταβάλει γι’ αυτούς οι τωρινοί ιδιοκτήτες τους. Έπρεπε να παρέχεται προστασία στους πρέσβεις των δύο κρατών, σύμφωνα με τις συνήθεις συμβάσεις των διπλωματικών ανταλλαγών.93 Μόνο ο χρόνος θα έδειχνε αν σε περίπτωση κρίσης ο Πολωνός πρέσβης θα είχε καλύτερη τύχη από τον δύστυχο Μαλβέτσι, τον απεσταλμένο τού Φερδινάνδου.

Φυσικά ο Σουλεϊμάν επιθυμούσε κάθε δυνατή διασφάλιση τής ασφάλειας κατά μήκος τής δυτικής μεθορίου του. Διέσχισε τον Βόσπορο για να ξεκινήσει την περσική εκστρατεία προς το τέλος τού Αυγούστου (1553). Ήταν καθυστερημένη έναρξη. Ο τρίτος γιος του, ο Βαγιαζήτ, θα κυβερνούσε στη θέση του από την Ισταμπούλ και την Αδριανούπολη. Ο μεγαλύτερος, ο τώρα ύποπτος Μουσταφά, κλήθηκε ενώπιον τού αυτοκράτορα και σε μια από τις πιο ζοφερές και καλύτερα γνωστές σκηνές στην οθωμανική ιστορία στραγγαλίστηκε (στις 6 Οκτωβρίου) μέσα στη σκηνή τού πατέρα του κοντά στο Ερεγλί (Ηράκλεια) τής Καραμανίας.94

Οι γενίτσαροι, όχι άδικα, απαιτούσαν την τιμωρία τού Ρουστέμ πασά, τον οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για τον θάνατο τού Μουσταφά. Ο Σουλεϊμάν απομάκρυνε τον Ρουστέμ από τη θέση τού Μεγάλου βεζύρη, φοβούμενος πολύ πιθανόν εξέγερση καθ’ οδόν προς Περσία. Ο Ρουστέμ επέστρεψε στην Ισταμπούλ για να παρηγορηθεί από τη Ροξελάνα, ενώ το αξίωμα τού Μεγάλου βεζύρη ανατέθηκε στον Αχμέτ πασά, τον κατακτητή τής Τιμισοάρα (Τέμεσβαρ), που το κράτησε μέχρι τον θάνατό του τον Σεπτέμβριο τού 1555, μετά τη δική του επιστροφή, καθώς και τού σουλτάνου, στην Ισταμπούλ. Ο Ρουστέμ αποκαταστάθηκε αμέσως στον βαθμό τού «πρώτου πασά» και στο αξίωμα τού Μεγάλου βεζύρη.95

Ο Σουλεϊμάν πέρασε τον χειμώνα (του 1553-1554) στο Χαλέπι, όπου έδωσε κάποια προσοχή στη δημοσιονομική μεταρρύθμιση τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την άνοιξη ο στρατός προχώρησε στο Ντιγιάρμπακιρ (Άμιδα) επί τού ποταμού Τίγρη στο Κουρδιστάν. Εδώ κάλεσε τούς βεζύρηδες, τούς γραμματείς (ντεφτερντάρ) και όλους τούς αξιωματικούς των γενιτσάρων και τού στρατού σε αξέχαστο «αυτοκρατορικό συμβούλιο» (ντιβάν).

Απευθύνθηκε σε αυτούς για τη σημασία τού συγκεκριμένου πολέμου εναντίον των Περσών, των Σιιτών εχθρών των Σουννιτών Οθωμανών. Ανταποκρίθηκαν με τον αναμενόμενο ενθουσιασμό και ο στρατός προχώρησε βόρεια προς το Ερζερούμ, την αρχαία Θεοδοσιούπολη και από εκεί στο Καρς, την αρχαία Χόρσα, από την οποία ο Σουλεϊμάν έστειλε στον σάχη Ταμάσπ κήρυξη πολέμου σε συμφωνία με τις επιταγές τού Ισλάμ. Οι οθωμανικές δυνάμεις λεηλάτησαν την περιοχή από το Ερεβάν (Γιερεβάν) μέχρι το Ναχιτσεβάν, την αρχαία Ναξουάνα. Στο Ερεβάν κατέστρεψαν τα ανάκτορα τού σάχη και των γιων του (στα μέσα Ιουλίου 1554). Στις 24 Ιουλίου ή κάπου τότε λέγεται ότι βρίσκονταν στην περιοχή τού ποταμού Άρπασου (Αρπατσάυ), αλλά την επόμενη μέρα τα στρατεύματα τής Καραμανίας έπεσαν σε ενέδρα, και υπέστησαν βαριές απώλειες. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν την περιοχή των (σημερινών) πόλεων Στεπανάκερτ και Σούσα, το παλαιό Καραμπάχ, καίγοντας ό,τι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Όμως, έχοντας ενημερωθεί ότι ο Ταμάσπ είχε εδραιωθεί σε κοντινή οροσειρά, ο Σουλεϊμάν διέταξε την οπισθοχώρηση τού στρατού του. Φοβόταν επίσης να μην εξαντληθούν οι προμήθειές του στις περιοχές που είχε ερημώσει.

Ο Ταμάσπ έστειλε καθυστερημένη απάντηση στην κήρυξη πολέμου από τον Σουλεϊμάν, υποσχόμενος να εκδικηθεί για την καταστροφή των εδαφών του και κατηγορώντας τούς Τούρκους για δειλία, επειδή δεν ήσαν πολεμιστές τού σπαθιού και τής λόγχης, αλλά πολεμούσαν από μακριά με πυροβόλα όπλα και κανόνια. Όμως ο σάχης ανέφερε, ότι ήταν διατεθειμένος να κάνει ειρήνη. Στη συνέχεια οι Τούρκοι βεζύρηδες και οι Πέρσες αντάλλασσαν προσβολές σε ρητορικές επιστολές, όπου κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη ότι ήταν η πρώτη που είχε προτείνει ειρήνη. Η παμμακάριστη Πύλη ήταν πάντοτε ανοιχτή για φίλους και εχθρούς μαζί, έλεγαν στους Πέρσες. Αν ήθελαν πραγματικά την ειρήνη, έπρεπε να στείλουν υψηλόβαθμο πρεσβευτή, όχι κάποιον υποτακτικό, να φιλήσει το χέρι τού σουλτάνου. Αν δεν το έπρατταν, ο οθωμανικός στρατός θα περνούσε τον χειμώνα στις παραμεθόριες περιοχές και οι κυβερνώντες έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη για τη λεηλασία των υπηκόων τους. Όμως ο σουλτάνος δεν θα αρνιόταν τη χάρη και επιείκειά του. Οι Πέρσες έπρεπε να γνωρίζουν τη σοβαρότητα τής κατάστασής τους και από τι εξαρτιόταν η ευημερία και η προστασία τους. Η Ταμπρίζ και οι πόλεις τής βόρειας Περσίας βρίσκονταν σε κίνδυνο, αλλά λέγεται ότι ο Ταμάσπ είχε πάει στη Γεωργία. Όταν ο Αχμέτ πασάς κινήθηκε εναντίον του, ο Ταμάσπ κρυβόταν. Οι οθωμανικές στρατιές και οι ομάδες επιδρομών λεηλατούσαν ευρέως το Κουρδιστάν, σκορπώντας τον θάνατο και την καταστροφή.

Τελικά στις 26 Σεπτεμβρίου 1554 υψηλόβαθμος Πέρσης αξιωματούχος, ο διοικητής τής σωματοφυλακής τού σάχη, περίμενε τον Σουλεϊμάν στο Ερζερούμ. Είχε έρθει ως πρεσβευτής, όπως είχαν ζητήσει οι Τούρκοι, ενώ έφερνε μαζί του συμφιλιωτική επιστολή, ζητώντας τον τερματισμό των εχθροπραξιών, τον οποίο ο Σουλεϊμάν χορήγησε για όσο χρονικό διάστημα οι ίδιοι οι Πέρσες τηρούσαν την εκεχειρία. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Σουλεϊμάν έφυγε από το Ερζερούμ για τη Σεβάστεια (Σίβας), απ’ όπου πήγε στην Αμάσεια (Αμάσυα), όπου αποφάσισε να περάσει τον χειμώνα λόγω τής προχωρημένης εποχής.

Στην Αμάσεια στις 10 Μαΐου 1555 ο πρεσβευτής τού Φερδινάνδου Οζιέ Γκιζελέν ντε Μπουσμπέκ, ο οποίος βρισκόταν στη δική του (και μάλλον αποτυχημένη) αποστολή προς τον σουλτάνο, παρακολούθησε την άφιξη δεύτερου Πέρση πρέσβη, ο οποίος είχε φέρει «μεγάλα και ένδοξα δώρα» (multa et praeclara munera), χαλιά άριστης ύφανσης, «βαβυλωνιακά» αντίσκηνα κεντημένα σε διαφορετικά χρώματα στο εσωτερικό, ιμάντες πρόσδεσης και σέλλες εξαιρετικής ποιότητας κατασκευής, δαμασκηνά σπαθιά στολισμένα με πολύτιμες πέτρες και ασπίδες θαυμαστής κομψότητας, «αλλά πάνω απ’ όλα το Κοράνι» (sed omnia superabat Alcoranus). Ο Μπουσμπέκ μπορούσε να δει από το κατάλυμά του, πέρα από τον ποταμό, το δείπνο που πρόσφερε στους Πέρσες ο Αλή πασάς, ο δεύτερος βεζύρης, σε μεγάλο κήπο, όπου οι πασάδες ήσαν μισοξαπλωμένοι μαζί με τον πρέσβη κάτω από τέντα, που σκίαζε το τραπέζι. Εκατό νεαροί άνδρες, ντυμένοι όλοι ακριβώς ίδια, υπηρετούσαν τούς πασάδες και τούς επισκέπτες τους, περνώντας τα πιάτα από χέρι σε χέρι από την ψησταριά (culina) μέχρι τον αρχισερβιτόρο (architriclinus) που τοποθετούσε τα πιάτα στο τραπέζι. «Με αυτόν τον τρόπο», λέει ο Μπουσμπέκ, «εκατό ή περισσότερα πιάτα έρρεαν, τρόπος τού λέγειν, πάνω στο τραπέζι, χωρίς πολλή φασαρία». Η συνοδεία τού πρέσβη δειπνούσε επίσης σε τιμητική θέση σε κοντινό τραπέζι.

Η τουρκο-περσική ειρήνη είχε επιβεβαιωθεί (pace… cum Persis confirmata). Το καλύτερο που είχε κατορθώσει να πετύχει ο Μπουσμπέκ ήταν εκεχειρία έξι μηνών, ενώ επέστρεψε στην αυλή τού Φερδινάνδου με επιστολή από τον Σουλεϊμάν και στη συνέχεια επέστρεψε με απάντηση τού Φερδινάνδου. Ο Μπουσμπέκ έφυγε από την Αμάσεια για τη Βιέννη στις 2 Ιουνίου. Δεδομένου ότι ο σουλτάνος είχε μόλις κυρώσει με επιστολή τής 29ης Μαΐου προς τον σάχη αυτό που φαίνεται ότι ήταν η πρώτη επίσημη ειρήνη, που είχε τεθεί εγγράφως, για να το πούμε έτσι, αντί για τη συνήθη αναστολή των όπλων, ίσως οι Τούρκοι έχαναν το ενδιαφέρον τους να κάνουν ειρήνη και με τούς Αψβούργους.96

Λέγεται ότι ο Σουλεϊμάν είχε φύγει από την Αμάσεια τρεις εβδομάδες μετά την επίσημη διακήρυξή του για ειρήνη με τον Ταμάσπ και τούς Πέρσες. Έφτασε ξανά στα στενά τού Βοσπόρου την 1η Αυγούστου 1555 και βρισκόταν αναμφίβολα στην ευχάριστη θέση να επιθεωρήσει το νέο παλάτι που είχε μόλις οικοδομηθεί στο Σκούταρι (Ουσκουντάρ), την αρχαία Χρυσούπολη. Ως συνήθως, είχε στείλει προς τα δυτικά δελτία των νικών και κατακτήσεών του στη μακρά εκστρατεία κατά των Περσών. Οι Ενετοί τού είχαν ήδη στείλει υπερβολικά συγχαρητήρια για «τις μεγάλες νίκες τής μεγαλειότητάς του και την κατάκτηση πολλών πόλεων και επαρχιών» (le grande vittorie di sua Maestà et lo acquisto di molte città et provintie).97 Πριν από την επιστροφή του ο Σουλεϊμάν είχε στείλει τον Μεχμέτ Σόκολλι, που ήταν τώρα ο τρίτος βεζύρης, με 3.000 γενίτσαρους και 4.000 ιππείς στη Θεσσαλονίκη (και ίσως πιο νότια) για να καταστείλουν την εξέγερση ενός διεκδικητή, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ο εκλιπών πρίγκηπας Μουσταφά. Η έκταση τής υποστήριξης που είχε αποκτήσει ο διεκδικητής αποτελούσε θλιβερή απόδειξη τής δημοτικότητας τού δολοφονηθέντος πρίγκηπα. Ο αντάρτης ήταν ο τρίτος «Μουσταφά» που διεκδικούσε ανεπιτυχώς τον οθωμανικό θρόνο, όπου ο πρώτος ήταν το 1415-1422 και ο δεύτερος το 1426. Ο απατεώνας τού 1555 έκανε βεζύρη του έναν έμπορο πουλερικών και «καζιασκέρηδες» ή αντι-καγκελλάριους δύο μαθητές του. Ο έμπορος πουλερικών πρόδωσε τον επαναστάτη στον σαντζακμπέη τής Νικόπολης, ο οποίος τον έστειλε στην Πύλη για εκτέλεση. Για το διπλό του παιχνίδι ο ορνιθοπώλης πήρε ένα προσοδοφόρο φέουδο.98

Ο Μπουσμπέκ, ο οποίος εντοπίζει την εξέγερση τού ψευδο-Μουσταφά στη βόρεια Θράκη και όχι στη Μακεδονία, λέει ότι ο Βαγιαζήτ, ο νεότερος από τούς επιζώντες τώρα γιους τού Σουλεϊμάν, βρισκόταν πίσω από ολόκληρο το κίνημα. Ο Βαγιαζήτ φοβόταν για τη ζωή του, γιατί όταν θα πέθαινε ο ηλικιωμένος πατέρας του, δεν θα μπορούσε να περιμένει κανένα έλεος από τον Σελήμ, τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ένας νέος σουλτάνος ξέκανε πάντοτε τα αδέλφια του. Λόγω τής μεσολάβησης τής «σουλτάνας» Ροξελάνα, ο Σουλεϊμάν χάρισε τη ζωή στον Βαγιαζήτ, αλλά ο νεαρός πρίγκηπας μπήκε αργότερα στο πεδίο τής μάχης εναντίον τού Σελήμ, ο οποίος, «υποστηριζόμενος από τον πλούτο τού πατέρα του» (paternis opibus munitus), τον νίκησε στο Ικόνιο (Κόνυα) τον Μάιο τού 1559. Ο Βαγιαζήτ έφυγε από το Ικόνιο, λέει ο Μπουσμπέκ, για τη «νομαρχία» του στην Αμάσεια, όπου περίμενε για κάποιο διάστημα, με την απεγνωσμένη ελπίδα να τού δοθεί και πάλι η πατρική συγνώμη. Πολύ σωστά όμως, χάνοντας τις ελπίδες του για συγχώρεση, ο Βαγιαζήτ διέφυγε στην Περσία, όπου ο Ταμάσπ τον έπεισε να διαλύσει τις δυνάμεις του, τον φυλάκισε και επέτρεψε σε Οθωμανό εκπρόσωπο να τον θανατώσει για κάποιο αντίτιμο.99 Έτσι έμεινε ο Σελήμ Β’ «ο Μέθυσος», για να διαδεχτεί τον πατέρα του, όταν θα ερχόταν η ώρα.

Ο πόλεμος τής Πάρμας είχε μόλις τελειώσει την άνοιξη τού 1552, όταν ξεκινούσε ο πόλεμος τής Σιένα, μια ακόμη εκδήλωση τής εντονότατης εχθρότητας, που έκανε αδύνατη την ειρήνη μεταξύ Καρόλου Ε’ και Ερρίκου Β’. Ο πάπας Ιούλιος Γ’ είχε πληρώσει βαρύ τίμημα για την ατυχή εμπλοκή του στον πόλεμο τής Πάρμας. Ήταν αποφασισμένος να παραμείνει ουδέτερος στη σύγκρουση τής Σιένα. Αν και ο ίδιος έκλινε προς τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε ηρεμήσει το μυαλό τού Κόσιμο Α’ Μέδικου (σε μυστική συμφωνία στις 25 Νοεμβρίου 1551), ο Ιούλιος επέτρεψε σε γαλλικά καθώς και σε ισπανικά στρατεύματα να φτάσουν σε εδάφη τής Σιένα, περνώντας μέσα από τα κράτη τής Εκκλησίας. Μετά την εκδίωξη τού τελευταίου των Πετρούτσι (στα τέλη τού 1524), οι Σιενέζοι είχαν κρίνει σκόπιμο να θέσουν την πόλη τους υπό την προστασία τού αυτοκράτορα. Φοβούνταν την κυριαρχία των Φλωρεντινών και τού Κλήμεντα Ζ’, ο οποίος είχε μάλιστα προσπαθήσει ανεπιτυχώς (τον Ιούλιο τού 1526) να υποτάξει τη Σιένα με τη δύναμη των όπλων.

Η Σιένα ήταν απείθαρχη. Η βία είχε γίνει τρόπος ζωής. Το 1530 ο αυτοκράτορας είχε εγκαταστήσει ισπανική φρουρά εντός των τειχών. Θα ήταν δύσκολο να ειπωθεί ότι δεν ήταν απαραίτητη, αλλά σύντομα έγινε ιδιαίτερα προσβλητική, ενώ στη Σιένα, όπως και αλλού, οι Ισπανοί γίνονταν περισσότερο αντιδημοφιλείς με τα χρόνια. Δύο δεκαετίες στρατιωτικού νόμου ήσαν πάνω από εκείνο που μπορούσε να ανεχθεί η πόλη. Εδώ και αρκετό καιρό Σιενέζοι εξόριστοι και πολίτες συγκέντρωναν άνδρες και χρήματα με γαλλική βοήθεια για επίθεση εναντίον τής Σιένα, όπου ήταν κυβερνήτης ο απεσταλμένος τού Καρόλου Ε’, ο εξαιρετικός Δον Ντιέγο ντε Μεντόζα, που συνέχιζε την κατασκευή ενός οχυρού, για να κρατήσει υπό έλεγχο την αυξανόμενη αγάπη των πολιτών για ελευθερία. Το φρούριο κτιζόταν στον λόφο τού Σαν Πρόσπερο, λίγο έξω από τα τείχη τής πόλης, μεταξύ τής Πόρτα Καμόλλια και τής Πόρτα Φοντεμπράντα, με θέα στη Γοτθική Εκκλησία τού Σαν Ντομένικο. Ο Δον Ντιέγο είχε επιλέξει την τοποθεσία, στην οποία ο Κόσιμο Α’ μερικά χρόνια αργότερα έφτιαξε τη Φορτέτσα Μεντίτσεα.100

Τη νύχτα τής 26ης Ιουλίου 1552 ο Δον Ντιέγο, ο οποίος είχε προσβάλει βαθύτατα τον πάπα επιτιθέμενος στον παπικό αρχηγό τής αστυνομίας (bargello nostro di campagna) και σπάζοντας τη μύτη του, «με πολύ εκροή αίματος», είχε φύγει από τη Ρώμη βιαστικά για να πάει στην Περούτζια, από την οποία είχε την πρόθεση να σπεύσει στη Σιένα. Ο πάπας πίστευε ότι ήταν καλό που είχε απαλλαγεί από αυτόν. Η αλαζονεία του είχε γίνει αφόρητη. Όμως ο Ιούλιος είχε ταραχτεί από τις αναφορές, που ήξερε ότι έπαιρνε ο Δον Ντιέγο, «ότι οι υποθέσεις τής Σιένα πηγαίνουν προς εξέγερση» (che le cοse de Siena fussero per tumultuare). Ο κεντρικός δρόμος προς τη Ρώμη είχε αποκοπεί. Τα μηνύματα τού Δον Ντιέγο υποκλέπτονταν. Υπήρχε σοβαρή ανησυχία στη Σιένα επί εβδομάδες. Τώρα αποκορυφώνονταν όλα.

Τη μέρα μετά την εσπευσμένη αναχώρηση τού Δον Ντιέγο από τη Ρώμη ο Αινείας Πικκολομίνι, διοικητής των εμπόλεμων Σιενέζων (capitano delle battaglie de Siena), βάδισε μέχρι τις πύλες τής γενέτειράς του. Συγγενής τού Φραντσέσκο Μπαντίνι ντε Πικκολομίνι, που επρόκειτο να καθίσει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τής Σιένα για εξήντα χρόνια (1529-1588), ο Αινείας υποστηριζόταν από γαλλικά κεφάλαια, καθώς και από εκείνα των συμπατριωτών του. Καθώς ο Αινείας περίμενε έξω από τα τείχη, ο λαός εξεγέρθηκε σε δράση. Υπήρχαν οι συνήθεις κραυγές «ελευθερία! ελευθερία!» (liberta! liberta!), στις οποίες προστίθετο «Γαλλία! Γαλλία!» (Francia! Francia!). Ήσαν δυνατές και αποφασισμένες φωνές. Οι πολίτες περνούσαν σε μάχες σώμα με σώμα με τούς Ισπανούς, οι οποίοι είχαν απλωθεί σε όλη την πόλη, για να φρουρούν τις πύλες και τούς κεντρικούς δρόμους. Όμως καθώς περνούσαν οι ώρες, οι Ισπανοί άρχισαν να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στην πλατεία. Οι πολίτες άνοιξαν τις πύλες στον άρχοντα Αινεία, ο οποίος μπήκε τώρα στη Σιένα με περίπου 3.000 άνδρες, που είχε στρατολογήσει από την πόλη και την ύπαιθρο. Υπήρχαν επίσης «κάποιοι λίγοι ξένοι» με επικεφαλής τον Μάριο ντι Σάντα Φιόρα, αδελφό τού Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, καρδινάλιου τής Σάντα Φιόρα και εξάδελφου των Φαρνέζε. Οι Ισπανοί υποχώρησαν στο φρούριο και στην εκκλησία τού Σαν Ντομένικο και σύντομα άρχισαν να ζητούν όρους για την αποχώρησή τους από την πόλη. Στην αρχή θεωρήθηκε ότι σκοπός τους ήταν να κερδίσουν χρόνο, για να έρθουν προς βοήθειά τους ο Δον Ντιέγο και ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ανηψιός τού πάπα. Ο ντέλλα Κόρνια είχε μπει στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα. Είχε προσφερθεί να συνοδεύσει τον Δον Ντιέγο «και από τον δρόμο τής Περούτζια να τον οδηγήσει με ασφάλεια στη Σιένα» (et per la via di Perugia condurlo salvo a Siena). Προφανώς εύρισκε τον Ισπανό άρχοντα λιγότερο δυσάρεστο απ’ όσο ο πάπας.

Όλα αυτά αναφέρθηκαν γρήγορα στον Πιέτρο Καμαϊάνι, τον παπικό νούντσιο στην αυτοκρατορική αυλή, σε επιστολή την οποία ο καρδινάλιος Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε έγραψε (ή μάλλον έγραψαν γι’ αυτόν) στις 30 Ιουλίου (1552). Μάλιστα ακριβώς τότε ο Κάρολος Ε’ έφευγε από το Μπρίξεν (Μπρεσσανόνε) για να επιστρέψει στο Ίννσμπρουκ, όπου έφτασε το βράδυ τής 1ης Αυγούστου. Την επόμενη μέρα ο Καμαϊάνι έγραφε στον ντελ Μόντε, ότι τα νέα για τα δεινά των Ισπανών στη Σιένα είχαν μόλις φτάσει στο Ίννσμπρουκ. Επρόκειτο ασφαλώς «για ζήτημα μεγάλης σημασίας σε εκείνη την αυλή» (di gran consideratione in questa corte).101

Οι Σιενέζοι έστειλαν αμέσως απεσταλμένο στη Ρώμη, για να θέσει τις απόψεις τους ενώπιον τού πάπα και να τού ζητήσει να παρέμβει στον Κόσιμο Α’, ο οποίος είχε σαφώς την πρόθεση να αναμειγνύεται στις υποθέσεις τους ως στρατιωτικός εκπρόσωπος τού Καρόλου Ε’. Δεν ήθελαν, εξηγούσαν στον πάπα, «να πέσουν από το τηγάνι στη φωτιά» (che l’ intention loro non e di voler’, come si dice, uscir’ della padella per cader’ nella bragia). Αποκήρυσσαν τη σχέση με τούς Γάλλους. Μοναδικός τους στόχος ήταν η ελευθερία. Θεωρήθηκε ότι ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε είχε κάποια σχέση με την όλη υπόθεση. Δεδομένου ότι οι δρόμοι που οδηγούσαν από τη Σιένα προς νότο είχαν αποκοπεί, οι επιστολές που είχε στείλει ο Δον Φερράντε Γκονζάγκα στον Πέδρο ντε Τολέδο, τον αντιβασιλέα τής Νάπολης, καθώς και στον Ντιέγο ντε Μεντόζα, είχαν περάσει σε γαλλικά χέρια. Προς το τέλος τής αναφοράς του στις 30 Ιουλίου προς τον Καμαϊάνι ο ντελ Μόντε σημείωνε, ότι πριν από τρεις ημέρες η τουρκική αρμάδα είχε επιστρέψει σε θέση πάνω από την Τερρατσίνα. Οι Τούρκοι κατευθύνονταν στην ακτή και σύντομα θα ξεκινούσαν τα «κακά σχέδιά» τους.102 Όπως έχουμε ήδη δει, τα κακά τους σχέδια είχαν συμπεριλάβει τον κανονιοβολισμό και την πολιορκία τής Γκαέτα.

Έχοντας εξασφαλίσει ασφαλή απόσυρση, οι Ισπανοί έφυγαν από τη Σιένα στις 5 Αυγούστου (1552).103 Παρά το γεγονός ότι ο ανηψιός τού Ιούλιου Γ’, ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια (γιος τής αδελφής του Τζάκοπα) βρισκόταν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα, η Αγιότητά του δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει σε παπικούς στρατιώτες να στρατολογηθούν στα παπικά κράτη για υπηρεσία υπό τον Ασκάνιο, προκειμένου να καταστρέψουν εδάφη τής Σιένα.104 Ο Ιούλιος ευνοούσε την ανεξαρτησία τής Σιένα, γιατί αν η πόλη δεν βρισκόταν στα χέρια ούτε των Ισπανών ούτε των Γάλλων, εκείνος θα μπορούσε πιο εύκολα να διατηρήσει τη δική του ουδετερότητα. Έτσι, αν ο Ασκάνιο δεν επιτίθετο στη Σιένα με στρατεύματα στρατολογημένα στα παπικά κράτη, δεν θα επιτρεπόταν στον καρδινάλιο Αλεσσάντρο Φαρνέζε να αποδεχθεί πρόσκληση τής Σιένα «να βοηθήσει με συμβουλές τη μεταρρύθμισή τους» (per assistere alli consigli della loro reforma).105

Ο Γάλλος στρατιώτης Πωλ ντε Τερμ, ο οποίος είχε διατελέσει απεσταλμένος τού Ερρίκου Β’ στην παπική κούρτη το 1551, είχε μόλις σταλεί στη Σιένα, όπου έγινε δεκτός «με μεγάλη τιμή και χαρά» (con grandissimo honore et jubilo). Μόλις προσφάτως είχε υπερασπιστεί την Πάρμα για τον Οττάβιο Φαρνέζε. Οι Σιενέζοι εξέλεγαν τώρα τέσσερις πρεσβευτές για να τούς στείλουν στη γαλλική αυλή, όπου ο Ερρίκος θα τούς επιφύλασσε εγκάρδια υποδοχή και μάλιστα στον Αινεία Πικκολομίνι, ο οποίος είχε εκδιώξει τούς Ισπανούς από την πόλη και είχε ήδη σπεύσει στη Γαλλία «μόνος και μεταμφιεσμένος», όπου θα τον ακολουθούσαν σύντομα οι τρεις συνάδελφοί του.106 Στις 13 Αυγούστου (1552) ο πάπας είχε στείλει τον Σιενέζο καρδινάλιο Φάμπιο Μινιανέλλι πίσω στη γενέτειρά του, για να βοηθήσει στη «μεταρρύθμιση» τής κυβέρνησης, στη διατήρηση τής ειρήνης και για να κρατήσει τούς ξένους έξω από τη σκηνή. Η αποστολή του δεν είχε ελπίδες. Οι Γάλλοι βρίσκονταν ήδη μέσα στην πόλη. Οι Ισπανοί σχεδίαζαν να επιστρέψουν. Ο Μινιανέλλι ανακλήθηκε στη Ρώμη στις 28 Σεπτεμβρίου,107 αλλά ο πάπας επέμενε στις μάταιες προσπάθειές του να φέρει με κάποιον τρόπο τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά τής Γαλλίας σε συμφωνία, που θα γλύτωνε την Ιταλία από τη λεηλασία περαιτέρω πολέμου.

Η επιθυμία τού πάπα να παραμείνει ουδέτερος ήταν αρκετά σαφής. Σαφής ήταν και η επιθυμία του να δει τούς Σιενέζους να ακολουθούν πορεία σε ίση απόσταση από τούς Γάλλους και τούς Ισπανούς. Όταν ο Δον Ντιέγο ντε Μεντόζα τοποθέτησε τετρακόσιους Ισπανούς στο Ορμπετέλλο τής Τυρρηνικής ακτής, στη μέση περίπου μεταξύ Σιένα και Ρώμης, οι Σιενέζοι προσκολλήθηκαν περισσότερο από ποτέ στη νέα γαλλική συμμαχία τους.108 Ο Πωλ ντε Τερμ υποστήριζε έντονα την επίθεση στο Ορμπετέλλο.109 Όπως έγραφε ο καρδινάλιος ντελ Μόντε στον Καμαϊάνι, τον νούντσιο στην αυτοκρατορική αυλή (τότε στο Σπάγιερ), οι Σιενέζοι στον ενθουσιασμό τής λεγόμενης ελευθερίας τους έκλειναν τα μάτια τους στην υποδούλωσή τους στη Γαλλία, η οποία αυξανόταν με κάθε ώρα που περνούσε. Ο καρδινάλιος Ιππόλιτο ντ‘ Έστε είχε πάει στη Σιένα στις 31 Οκτωβρίου (1552), για να εκπροσωπήσει τον Γάλλο βασιλιά.110 Αυτός και ο Πωλ ντε Τερμ θα απομακρύνονταν από την πόλη μόνο με τη βία. Τον Δεκέμβριο ο καρδινάλιος πληροφορήθηκε ότι ο Κάρολος Ε’ είχε διατάξει τη συγκέντρωση πεζών στρατιωτών και ιππέων στο βασίλειο τής Νάπολης, «για να βαδίσουν εναντίον τής πόλης τής Σιένα και τού κράτους της» (per venire ai danni della città di Siena e del suo dominio). Οι οχυρώσεις τής Σιένα ενισχύονταν, ιδιαίτερα στην περιοχή τής Πόρτα Καμόλλια.111

Ο συγγραφέας τής πρώτης περιόδου τής ζωής τού Δον Πέδρο ντε Τολέδο, αντιβασιλέα τής Νάπολης (1532-1553), λέει ότι οι Σιενέζοι είχαν επωφεληθεί από το γεγονός, ότι η τουρκική αρμάδα βρισκόταν κοντά στις ακτές τής ίδιας τής Ρώμης (che era sulle piagge romane l’ armata turchescha).112 Και ως ζήτημα νηφάλιας πραγματικότητας έχουμε ήδη δει, ότι στις 15 Ιουλίου (1552) η τουρκική αρμάδα βρισκόταν «σε θέα τής Νάπολης». Στις 23 τού μηνός βρισκόταν στα ανοιχτά τού νησιού Πρότσιντα, ενώ προς το τέλος τής πρώτης εβδομάδας τού Αυγούστου είχε θέσει τη Γκαέτα υπό πολιορκία. Η Σιένα είχε επιλέξει καλά την ώρα τού χτυπήματος. Επίσης ο Δον Πέδρο δεν ήταν καλά στην υγεία του. Υπέφερε συνεχώς από «συνάχι και πυρετό» (catarro e febbre), ιδιαίτερα τον χειμώνα. Παρ’ όλα αυτά με διαταγές τού αυτοκράτορα ή τουλάχιστον με την άδειά του ο Δον Πέδρο ετοιμαζόταν να κινηθεί εναντίον τής Σιένα. Έκανε ένα γιο του, τον Γκαρσία, υπαρχηγό του και διοικητή των (όπως λεγόταν) 12.000 Ισπανών, Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών που ετοιμάζονταν για προς βορρά πορεία. Ένας άλλος γιος του, ο Λούις, αντικατέστησε τον πατέρα του στην κυβέρνηση τής Νάπολης. Ο Γκαρσία ντε Τολέδο πέρασε από τα κράτη τής Εκκλησίας (passò per le terre di Santa Chiesa pacificamente) όντως πολύ ειρηνικά, επειδή ο ανήσυχος Ιούλιος Γ’ έδωσε την άδειά του.

Τούρκοι, Γάλλοι και Ισπανοί, όλοι μαζί, ήσαν πάρα πολλοί για τον δυστυχή Ιούλιο, ο οποίος αντιμετώπιζε επίσης και την επίθεση τής ποδάγρας. Σύμφωνα με τον παπικό τελετάρχη Λοντοβίκο Μποντόνι ντε Μπράνκι, τον αποκαλούμενο Φιρμάνους, ο πάπας υποδέχθηκε τον Δον Γκαρσία στις 15 Ιανουαρίου. Στο μεταξύ ο ίδιος ο αντιβασιλέας, παρά την ασθένειά του, είχε φορτώσει περίπου δύο χιλιάδες Ισπανούς στρατιώτες σε τριάντα γαλέρες και έπλεε προς τη Γκαέτα, όπου πέρασε τρεις ημέρες. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Τσιβιταβέκκια. Εδώ καθυστέρησε από καταιγίδα, που αύξησε το «συνάχι» του, αλλά όταν η θάλασσα ηρέμησε και πάλι συνέχισε προς Λιβόρνο, όπου αποβιβάστηκαν οι Ισπανοί στρατιώτες. Ο αντιβασιλέας τους έστειλε στην περιοχή τής Σιένα, όπου ο Γκαρσία, «χωρίς να χάσει χρόνο, πήρε πολλά κάστρα». Όμως ο Δον Πέδρο δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην πολιορκία τής Σιένα, «καταβεβλημένος από συνάχι και πυρετό» (sforzato dal catarro e dalla febre). Πήγε στην Πίζα και από εκεί στη Φλωρεντία, όπου ο γαμπρός του Κόσιμο Α’ τον υποδέχθηκε με πολυτελή φιλοξενία και συμφώνησε να τον βοηθήσει να υποτάξει τη Σιένα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.113

Προβλέποντας τη διέλευση των φιλο-αυτοκρατορικών από παπική επικράτεια, το δεξί χέρι τού πάπα, ο Καμίλλο Ορσίνι, ενίσχυε τις οχυρώσεις τού Μπόργκο. Η ένταση αυξανόταν στην παπική κούρτη. Οι Σιενέζοι υπέκλεψαν επιστολή που απευθυνόταν στον Δον Πέδρο ντε Τολέδο τον Μάρτιο (1553) και την παρέδωσαν στον πάπα, προκαλώντας για οποιονδήποτε λόγο δυσάρεστη ρήξη μεταξύ τής Αγιότητάς του και τού αδελφού τού Δον Πέδρο, τού Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, καρδινάλιου τού Μπούργκος.114 Επιμένοντας στην απόφασή του να παραμείνει ουδέτερος στον πόλεμο τής Σιένα, ο Ιούλιος Γ’ είχε προσπαθήσει εδώ και μήνες να κάνει κάποιο είδος ειρήνης μεταξύ Καρόλου και Ερρίκου Β’. Όπως είχε γράψει ο Ντιέγο Λάσσο στον βασιλιά Φερδινάνδο από τη Ρώμη (στις 24 Σεπτεμβρίου 1552), η Αγιότητά του φοβόταν τις συνέπειες των αδιάλειπτων πολέμων και των διαταραχών, που είχαν αφήσει την Ιταλία και την Ουγγαρία ανοιχτές σε τουρκική επίθεση. Σκεφτόταν την αποστολή λεγάτων στη γαλλική και την αυτοκρατορική αυλή, για να επιδιώξουν ειρήνη.115

Παρ’ όλα αυτά μόλις στις 3 Απριλίου (1553) επιλέχτηκαν τελικά δύο λεγάτοι στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο Τζιρολάμο Νταντίνο, γνωστός από την επισκοπή του ως καρδινάλιος τής Ίμολα και ο Τζιρολάμο Καποντιφέρρο, γνωστός από την κατ’ όνομα εκκλησία του ως καρδινάλιος τού Σαν Τζόρτζιο. Ο Νταντίνο θα πήγαινε στον αυτοκράτορα και ο Καποντιφέρρο στον βασιλιά τής Γαλλίας.116 Στα μέσα Απριλίου ο πάπας ενημέρωσε διαφόρους ηγεμόνες για τις δύο προσεχείς λεγατινές αποστολές, γράφοντας για παράδειγμα στον Έρκολε Β’ ντ’ Έστε, ότι ο Νταντίνο θα εξηγούσε πόσο μεγάλη ήταν η παπική επιθυμία να δει ειρήνη στην Ευρώπη και συμφωνία μεταξύ Καρόλου Ε’ και Ερρίκου Β’. Αν ο Έρκολε είχε κάποιες προτάσεις, οι οποίες μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμες για την αποστολή τού Νταντίνο, ο Ιούλιος τού ζητούσε να τις δώσει στον λεγάτο.117 Ο Νταντίνο έφυγε επισήμως από τη Ρώμη στις 14 Απριλίου, για να ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι προς την Φλάνδρα, γιατί ο Κάρολος βρισκόταν τότε στις Βρυξέλλες.118 Ο Καποντιφέρρο αναχώρησε στις 16 τού μηνός, συναντήθηκε με τον Νταντίνο στη Φερράρα στις 24 και ξεκίνησε για το Παρίσι, όπου τού επιφύλαξαν τελετουργικό καλωσόρισμα στις 15 Μαΐου, την ίδια μέρα που ο Νταντίνο έφτανε στις Βρυξέλλες.

Ο Ερρίκος Β’, σε ένωση με τον Μωρίς τής Σαξωνίας και ορισμένους άλλους Γερμανούς ηγεμόνες, είχε πάρει το Μετς, την Τουλ και τη Βερντύν (το 1552). Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος είχε αποτύχει σε δαπανηρή προσπάθεια ανάκτησης τού Μετς, είχε τώρα υπό πολιορκία την Τερουάν, ακριβώς νότια τού Σαιν Ομέρ. Δεν ήταν έτοιμος να συναινέσει στην παπική έκκληση για ειρήνη που τού είχε φέρει ο Νταντίνο. Η Τερουάν έπεσε ύστερα από μακρά πολιορκία και καταστράφηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Η ιστορική σημασία της τερματίστηκε και η επισκοπή της μεταφέρθηκε στο Σαιν Ομέρ. Ο Κάρολος είπε στον Νταντίνο, ότι οι διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά τής Γαλλίας ήσαν άχρηστες, γιατί όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν ο Ερρίκος ήταν αναξιόπιστος. Ενώ υποτίθεται ότι βρισκόταν σε ειρήνη, ο Ερρίκος είχε καλέσει σε εξέγερση τούς ίδιους τούς υπηκόους τού Καρόλου. Είχε καλέσει τούς Τούρκους σε βοήθειά του, αυτός ο λεγόμενος «Χριστιανικότατος βασιλιάς» (rex Christianissimus). Οι φιλο-αυτοκρατορικοί πήραν την Εντέν στις 18 Ιουλίου 1553 και κατέστρεψαν την πόλη.119 Οι επιτυχίες τού Καρόλου στην Τερουάν και την Εντέν αύξαναν την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει τον πόλεμο, όπως λέει ο Πίπερ, χωρίς να μειώνουν τη φιλοπόλεμη διάθεση τού Ερρίκου. Ο τελευταίος υποδέχθηκε τον Καποντιφέρρο στο Σαιν Ζερμαίν, αλλά ο λεγάτος δεν πέτυχε περισσότερα από τον συνάδελφό του στις Βρυξέλλες.

Ο Νταντίνο προέτρεπε τον πάπα να αποσυρθεί από αυτές τις μάταιες προσπάθειες επίτευξης ειρήνης μεταξύ τόσο αποφασισμένων μαχητών. Διακυβευόταν η αξιοπρέπεια τής Αγίας Έδρας. Όμως οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν για δύο ακόμη μήνες και όταν ο Κάρολος πιέστηκε να αναφέρει τούς όρους υπό τούς οποίους θα δεχόταν ειρήνη, απαίτησε την επιστροφή όλων των τόπων που είχαν καταλάβει οι Γάλλοι από την αρχή τού πολέμου, την απόσυρση τής προστασίας τους από την Πάρμα και τον τερματισμό τής παρέμβασής τους στη Σιένα. Απαίτησε επίσης τον τερματισμό τής παρέμβασής τους στις υποθέσεις τής αυτοκρατορίας και αποζημίωση για τις ζημιές που είχε υποστεί μέχρι τότε. Όταν ο Καποντιφέρρο παρουσίασε τούς όρους τού αυτοκράτορα στον Ερρίκο, απολύθηκε απότομα. Με σημείωμα τής 8ης Σεπτεμβρίου (1553) ο πάπας διέταξε τούς λεγάτους να επιστρέψουν στη Ρώμη και στις αρχές Οκτωβρίου ξεκίνησαν και οι δύο τα ταξίδια τής επιστροφής τους στην κούρτη.120

Στο μεταξύ ο Εδουάρδος ΣΤ’ είχε πεθάνει στην Αγγλία. Η αδελφή του Μαρία ανέβηκε στον θρόνο και στις 6 Αυγούστου (1553) ο πάπας διόρισε τον καρδινάλιο Ρέτζιναλντ Πολ σε λεγατινή αποστολή στην Αγγλία, ενώ τού ανέθεσε επίσης να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις για ειρήνη μεταξύ Κάρολου και Ερρίκου, προσθέτοντας στη λεγατινή αποστολή τής Αγγλίας «τη λεγατινή αποστολή τής ειρήνης» (la legatione della pace). Όμως για διάφορους λόγους η επιστροφή τού Πολ στην Αγγλία καθυστέρησε για ένα χρόνο, ενώ οι προσπάθειές του να κάνει ειρήνη δεν υπήρξαν πιο γόνιμες από εκείνες των Νταντίνο και Καποντιφέρρο.121

Παρά τις λεηλασίες τους στη Βαλ ντι Κιάνα και στη Βαλ ντ’ Όρτσια, τα στρατεύματα τού αυτοκράτορα δεν σημείωσαν μεγαλύτερη επιτυχία στην ανάκτηση τής Σιένα, από εκείνη των λεγάτων τού πάπα στην επίτευξη ειρήνης. Ο Ιούλιος Γ’ δεν είχε αφήσει πέτρα χωρίς να την αναποδογυρίσει, στην προσπάθειά του να βρει τρόπο τερματισμού τού πολέμου. Πριν από την αναχώρηση των λεγάτων για τη γαλλική και την αυτοκρατορική αυλή είχε στείλει τον Φεντερίγκο Φαντούτσιο στη Σιένα, όπου οι επαναστατικές αρχές τον παρέπεμψαν (στις 4 Απριλίου 1553) στον Πωλ ντε Τερμ και τον καρδινάλιο τής Φερράρας, τούς «πατέρες και προστάτες» (padri e protettori) τής Δημοκρατίας. Ο Φαντούτσιο φέρεται ότι είχε πει, ότι ο πάπας είχε πάρει αυτοκρατορική διαβεβαίωση (commissione), ότι οι πολίτες τής Σιένα θα μπορούσαν να ανακτήσουν την παλαιά ελευθερία τους υπό την αρχή τού αυτοκράτορα, ο οποίος θα διέταζε την άμεση αποχώρηση τού στρατού του από την επικράτεια τής Σιένα και θα επέστρεφε τα εδάφη που είχαν καταληφθεί από αυτόν. Η αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα δεν θα παραβίαζε ούτε τώρα ούτε ποτέ αυτή την ελευθερία, αλλά θα την υπερασπιζόταν απέναντι σε κάθε επιτιθέμενο. Όπως αναφέρεται από τον Σοτσίνι, η αυτοκρατορική «διαβεβαίωση» (commissione) είναι μάλλον ασαφής, αλλά προφανώς οι Γάλλοι έπρεπε επίσης να φύγουν από την πόλη «με τη δική τους θέληση» (nella sua pristina libertà). Ο Φαντούτσιο προέτρεψε στο όνομα τού πάπα για την αποδοχή τής προσφοράς τού αυτοκράτορα. Αναβάλλοντας επισήμως την απάντησή τους για την επόμενη μέρα, ο ντε Τερμ και ο καρδινάλιος είπαν ότι δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτοί την προσφορά τού πάπα. Η απόφαση ανήκε στον βασιλιά τής Γαλλίας, τού οποίου η ίδια η τιμή ήταν συνδεδεμένη με την προστασία τής Σιένα.122

Στη γιορτή τού Κόρπους Κρίστι (1 Ιουνίου) ο πάπας έκανε γενικό διοικητή τής Εκκλησίας τον Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε, δούκα τού Ουρμπίνο, αναθέτοντάς του τα «ευλογημένα λάβαρα» (benedicta vexilla) σε κατάλληλη τελετή.123 Έξι μέρες αργότερα (στις 7 Ιουνίου) ο ντε Τερμ έλαβε επιστολή ή επιστολές, «ότι ο τουρκικός στόλος, με τον πρίγκηπα τού Σαλέρνο, είχε περάσει τον φάρο τής Μεσσίνα και ερχόταν με ορμή προς το μέρος τού βασιλείου [τής Νάπολης]» (come l’ armata Turchesca, con il principe di Salerno, era passata il faro di Messina, e veniva gagliarda alla volta di Regno). Ο τουρκικός στόλος κατευθυνόταν λοιπόν στη Νάπολη, μαζί με γαλλική ναυτική δύναμη υπό τον αντι-αυτοκρατορικό πρίγκηπα Φερράντε ντι Σανσεβερίνο. Ο ντε Τερμ, ενθουσιασμένος από την είδηση, έδωσε πενήντα χρυσά δουκάτα στον αγγελιοφόρο που τού είχε φέρει την επιστολή και έσπευσε να διαβουλευτεί με τον καρδινάλιο ντ’ Έστε.124

Τα «καλά νέα» (buona nuova) τού ντε Τερμ ήσαν άσχημα νέα για την κούρτη. Στις 8 Ιουνίου (1553) έφτασε είδηση στη Σιένα, ότι ο Ιούλιος Γ’ βρισκόταν καθ’ οδόν προς Βιτέρμπο, όπου ήθελε να τον συναντήσει ο καρδινάλιος Ιππόλιτο ντ‘ Έστε. Ο πάπας εκλιπαρούσε τον Ιππόλιτο να έρθει και τού έστειλε άδεια ασφαλούς διέλευσης. Στις 9 τού μηνός ο καρδινάλιος συζήτησε σε κάποια έκταση με την επαναστατική —ή μάλλον τη δημοκρατική— κυβέρνηση τής Σιένα. «Ύστερα από αίτημά του», λέει ο Σοτσίνι,

τού διέθεσαν τέσσερις κυρίους κριτές, που θα πήγαιναν μαζί του για να διαπραγματευτούν τη συμφωνία με την Αγιότητά του, στο όνομα τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας, σε περίπτωση που αποφάσιζε πραγματικά να πάει.

Μεταξύ των τεσσάρων «κυρίων κριτών» (gentiluomini di giudizio) ήταν και ο Αινείας Πικκολομίνι. Σχεδόν καθημερινά υπήρχαν αιματηρές αψιμαχίες στους λόφους γύρω από τη Σιένα και εκτελέσεις των φερόμενων ως προδοτών στις πλατείες (piazze) και στις αυλές (cortili) τής πόλης. Ο Σοτσίνι μάς διευκολύνει παρέχοντας τα ονόματα εκείνων που απαγχονίστηκαν, αποκεφαλίστηκαν ή θανατώθηκαν με άλλον τρόπο.

Ο καρδινάλιος ντ’ Έστε έφυγε από τη Σιένα στις 12 Ιουνίου

με όλη την αυλή και τις άμαξές του και από τούς τέσσερις πληρεξούσιους πήρε μόνο τον άρχοντα Αινεία και πήγαν προς το Βιτέρμπο, προς το μέρος δηλαδή όπου η Αγιότητά του ο πάπας Ιούλιος Γ’ είχε έρθει εκείνο το βράδυ, έχοντας καταλύσει στο Μόντε Σαν Σαβίνο, στο σπίτι τού κυρίου Μπαλντουίνο, τού ανηψιού [αδελφού;] τής Αγιότητάς του.

Οι άλλοι τρεις πληρεξούσιοι ή «πρεσβευτές» έφυγαν για το Βιτέρμπο την επόμενη μέρα, συνοδευόμενοι από «μεσολαβητή» και συμβολαιογράφο. Υπήρχε γενικά η πεποίθηση ότι ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία.

Ξαφνικά όμως και απροσδόκητα το πρωί τής 15ης Ιουνίου, από τα τείχη τής Σιένα μπορούσε κανείς να δει, είκοσι μίλια νοτιοανατολικά, τεράστια σύννεφα καπνού (grandissimi fumi) να ξεπηδούν από το φιλο-αυτοκρατορικό στρατόπεδο στο Μονταλτσίνο. Άραγε οι στρατιώτες τού Γκαρσία ντε Τολέδο έκαιγαν τούς στρατώνες τους; Στάλθηκαν από τη Σιένα ομάδες ανιχνευτών για να ερευνήσουν. Στο Λουτσινιάνο ντ’ Άρμπια, λίγα μίλια νοτιοανατολικά τής Σιένα, συνάντησαν ανώνυμο απεσταλμένο, «ο οποίος ερχόταν για να ενημερώσει την πόλη ότι ο [φιλο-αυτοκρατορικός] στρατός, την αυγή εκείνης τής ημέρας, είχε βαδίσει [δυτικά] προς το Κιάνας για να περάσει από τη γέφυρα στο Μπουτερόνε. Από το «Κιάνας» θα έπαιρναν τον κεντρικό δρόμο νότια προς Ρώμη και από εκεί προς Νάπολη. Παίρνοντας αυτές τις καλές ειδήσεις, όπως μάς λέει ο Σοτσίνι, οι Γάλλοι στρατιώτες στις ομάδες ανιχνευτών γύρισαν πίσω «και μπήκαν στη Σιένα με τη μεγαλύτερη χαρά».

Μόλις ο στρατός τού Γκαρσία ντε Τολέδο έφυγε από το Μονταλτσίνο, οι συνεπαρμένοι κάτοικοι τού τόπου ανέβηκαν στα τείχη με τηγάνια και κατσαρόλες, λεκάνες πλυσίματος και οτιδήποτε άλλο θα έκανε θόρυβο. Άνδρες καθώς και γυναίκες και παιδιά επιδίδονταν πλήρως στην ιταλική αγάπη για θόρυβο —και ελευθερία— γιατί αν και οι φιλο-αυτοκρατορικοί είχαν κακοποιήσει τα τείχη τού Μονταλτσίνο (ιδιαίτερα την Κυριακή τού Πάσχα), ποτέ δεν είχαν επιχειρήσει γενική επίθεση. Όταν επαληθεύτηκε η χαρμόσυνη είδηση της απόσυρσης τού φιλο-αυτοκρατορικού στρατού από το Σενέζε, την περιοχή τής Σιένα, «στάλθηκαν άνδρες ολοταχώς στον καρδινάλιο τής Φερράρας και στους τέσσερις πρέσβεις, που είχαν πάει στο Βιτέρμπο για να συνάψουν τη συμφωνία, συμβουλεύοντάς τους να μην κάνουν τίποτε, γιατί ο στρατός είχε φύγει».

Οι Σιενέζοι αναρωτιούνταν αν είχε γίνει θαύμα. Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν γρήγορα στην πόλη. Ο Σοτσίνι περιορίζει την προσοχή του σε δύο από αυτές: πρώτον, ότι ο Κάρολος Ε’ «είχε περάσει από αυτή στην άλλη ζωή», αφού νέα για την ασθένειά του είχαν έρθει πριν από λίγες εβδομάδες.

Δεύτερον, και κατά τη γνώμη μου, αυτό φαίνεται πιο πιθανό και αυτό [γενικά] πίστευαν, ότι η τουρκική αρμάδα, μαζί με τον πρίγκηπα τού Σαλέρνο, είχε φτάσει στη Νάπολη και για τον λόγο αυτόν είχε αναγκαστεί [ο εχθρός] να χρειαστεί το ιππικό που βρισκόταν γύρω από το Μονταλτσίνο, ενώ επειδή χωρίς το ιππικό ο στρατός δεν θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αναγκάστηκε να πάρει και το πεζικό.125

Αν και η ναυτική επιχείρηση των Τούρκων στα δυτικά ύδατα το 1553 ήταν μικρότερης κλίμακας από εκείνες κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων ετών, φαινόταν —μέχρι τώρα τουλάχιστον— ότι οι Τούρκοι είχαν υπάρξει τόσο χρήσιμοι για τούς Γάλλους στη Σιένα, όσο είχαν υπάρξει και στην Πάρμα.126

Ο καρδινάλιος Ιππόλιτο ντ‘ Έστε και οι τέσσερις πρέσβεις, που είχαν πάει στο Βιτέρμπο «για τη σύναψη τής συμφωνίας», επέστρεψαν στη Σιένα στις 23 Ιουνίου (1553). Όταν η είδηση της εγκατάλειψης τής λεγόμενης πολιορκίας τής Σιένα από τον αυτοκρατορικό στρατό είχε φτάσει στο Βιτέρμπο, ο Ιππόλιτο και οι τέσσερις εκπρόσωποι τής Δημοκρατίας είχαν απλώς «φιλήσει το πόδι τής Αγιότητάς του και είχαν επιστρέψει».127 Οι εγγραφές στο ημερολόγιο τού Σοτσίνι γίνονται τώρα αραιότερες και λιγότερο συναρπαστικές, αλλά στις 8 Αυγούστου σημειώνει ότι είχαν έρθει στη Σιένα συγκεκριμένα νέα, «ότι η τουρκική αρμάδα είχε φτάσει στα λιμάνια μας και υπήρχαν 130 σκάφη». Στις 10 Αυγούστου ο Πωλ ντε Τερμ, ανυπόμονος να δει τον πρίγκηπα τού Σαλέρνο, έσπευσε από τη Σιένα στο Πορτ’ Έρκολε, κοντά στο Ορμπετέλλο επί τής ακτής, στους πρόποδες τού νησιωτικού βουνού Αργκεντάριο. Ο παλιός δρόμος υπάρχει ακόμη νότια προς Γκροσσέτο και από εκεί προς Ορμπετέλλο. Ορισμένοι νεαροί κύριοι πήγαν μαζί με τον ντε Τερμ, «για να τού κρατήσουν συντροφιά, για να δουν την αρμάδα και για να πάνε εκδρομή» (per fargli compagnia, per veder l’ armata, e per andare a spasso). Όμως στις 14 τού μηνός ο διάσημος πια Σανσεβερίνο, ο πρίγκηπας τού Σαλέρνο, ίππευσε στη Σιένα, έχοντας χάσει τον ντε Τερμ στον δρόμο του. Αφίππευσε στο παλάτι τού καρδινάλιου Ιππόλιτο και στη συνέχεια δέχθηκε από τη δημοκρατία κατάλληλο δώρο. Ο Σανσεβερίνο έφυγε από τη Σιένα στις 17 τού μηνός, συνοδευόμενος από δώδεκα ομάδες πεζών στρατιωτών.128

Οι Σιενέζοι γνώριζαν τώρα τρεις ήσυχους μήνες, «στους οποίους δεν συνέβη τίποτε αξιοσημείωτο» (non occorse cosa degna d’ esser notata) και δεν υπάρχει καμία καταχώρηση στο ημερολόγιο τού Σοτσίνι από τα τέλη Σεπτεμβρίου (1553) μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου (1554). Υπήρχαν προβλήματα ενόψει. Ο Πιέτρο Στρότσι, ο Φλωρεντινός εξόριστος και αρχιεχθρός τού Κόσιμο Α’ Μέδικου, έφτασε στη Σιένα στις 2 Ιανουαρίου με συστατική επιστολή από τον Ερρίκο Β’, που τον διόριζε «αντιβασιλέα και στρατηγό στην Ιταλία, σε όλους τούς πολέμους που θα διεξαχθούν για λογαριασμό τής χριστιανικότατης μεγαλειότητάς του». Οι περισσότεροι Σιενέζοι χάρηκαν με τον ερχομό του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι τού Αμπρότζιο Σπαννόκκι, δίπλα στο τελωνείο. Όμως τα παλαιότερα και σοφότερα κεφάλια κουνιούνταν σε θλιβερή συμφωνία, ότι τώρα ο δούκας Κόσιμο δεν θα κρατούσε την επισφαλή «συνομοσπονδία» που είχε μαζί τους, επειδή ένα άρθρο τής σύμβασης ανέφερε σαφώς, «ότι η πόλη τής Σιένα δεν έπρεπε να υποδέχεται ούτε να ευνοεί ορισμένους από τούς δικούς του επαναστάτες και εχθρούς» (che la città di Siena non dovesse ricettare nè favorire alcuni delli suoi ribelli e nemici). Ο Στρότσι ήταν και επαναστάτης και εχθρός. Ο Κόσιμο βέβαια δεν είχε κινηθεί κατά τής Σιένα, ούτε ο στρατός τού αυτοκράτορα είχε μπορέσει να κάνει στην πόλη μεγάλη ζημιά, αλλά οι δοκησίσοφοι ανησυχούσαν. Δεδομένου ότι η Σιένα ήταν αυτοκρατορική πόλη, τουλάχιστον κατά τη γνώμη τού αυτοκράτορα, αν και όταν ο Κόσιμο επιτίθετο στην πόλη ή την έθετε υπό πολιορκία, ασφαλώς θα το έκανε ως αυτοκρατορικός υπαρχηγός.

Ο Πιέτρο Στρότσι βγήκε έφιππος από την πόλη στις 18 Ιανουαρίου, για να τριγυρίσει στην ύπαιθρο και να αποφασίζει ποια εδάφη έπρεπε να οχυρωθούν και να κρατηθούν. Μαζί του πήγε ο Αινείας Πικκολομίνι. Τον Στρότσι συνόδευαν διάφορα αποσπάσματα τού γαλλικού ιππικού, που στάθμευαν στα οχυρά και τα χωριά τής περιοχής τής Σιένα (Senese). Όταν ο Στρότσι έφυγε από τη Σιένα, ήρθαν τα προβλήματα.129

Την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου (1554), την οποία ο Σοτσίνι ονομάζει κατά λάθος Σάββατο, οι εργάτες μαλλιού στη Σιένα περίμεναν μάταια την παράδοση από τη Φλωρεντία τού νήματος με το οποίο θα εφοδίαζαν τούς αργαλειούς τους. Ο ίδιος ο Σοτσίνι περίμενε νήμα αξίας μεγαλύτερης από εβδομήντα λίρες. Δεν πήρε ούτε ουγγιά. Ήταν γνωστό εδώ και μερικές ημέρες, ότι ο Κόσιμο Μέδικος είχε συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη, η οποία είχε κινηθεί μέχρι τα όρια τής περιοχής τής Σιένα (Σενέζε), προκαλώντας εμφανή ανησυχία. Καθώς ερχόταν το βράδυ, φαινόταν σαφές ότι ο Κόσιμο επρόκειτο εκείνη τη νύχτα να κάνει κίνηση προς την κατεύθυνση τής Σιένα με όλους τούς ιππείς και πεζούς που είχε συσσωρεύσει κατά μήκος των συνόρων. Ο Πιέτρο Στρότσι ήταν ακόμη απών. Ζητήθηκε η γνώμη τού καρδινάλιου Ιππόλιτο, αλλά ενημέρωσε την δημοκρατική κυβέρνηση ότι ο Κόσιμο είχε δώσει τον λόγο του, ότι δεν θα υπήρχε επίθεση εναντίον τής Σιένα κατά τη διάρκεια τού Φεβρουαρίου και ο Ιππόλιτο έτσι είχε ενημερώσει τον βασιλιά τής Γαλλίας. Μη θέλοντας να ακούσει το θέμα να συζητιέται, λέει ο Σοτσίνι, ο καρδινάλιος επέστρεψε στο παλάτι του. Γύρω στις 7 μ.μ. (alle 2 ore di notte) απλώνονταν νέα ότι ερχόταν ο φλωρεντινός στρατός. Όταν ο Κλάουντιο Τσουκκαντίνι, ένας από τούς πιο γνωστούς επαναστάτες, πήγε να απευθύνει έκκληση προς τον καρδινάλιο, ρίχτηκε στη φυλακή. Οι ηγέτες τής Σιένα ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ο καρδινάλιος έπρεπε να αναλάβει δράση.

Στις 8 μ.μ. ήρθε η επιβεβαίωση τού γεγονότος ότι τα στρατεύματα τού Κόσιμο είχαν διασχίσει τα σύνορα και έμπαιναν στο Σενέζε. Στάλθηκαν ανιχνευτές. Αντηχούσαν συναγερμοί σε ολόκληρη την πόλη. Οι πολίτες στέκονταν φρουροί στα τείχη και στις πύλες. Φοβούμενος πιθανή προδοσία μέσα στην πόλη, ο καρδινάλιος απαγόρευσε εξορμήσεις εκτός των τειχών. Στις 11 μ.μ. όλοι οι πολίτες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση στα όπλα, καθώς ηχούσε η μεγάλη καμπάνα στον Τόρρε ντι Πιάτσα. Επειδή υπήρχαν μόνο έξι ομάδες στρατιωτών στη Σιένα, δεν ήταν δυνατόν να υπερασπιστούν τόσο την πόλη όσο και τα οχυρωμένα «προκεχωρημένα φυλάκια» (forti) πέρα από τα τείχη. Τα φυλάκια έμειναν αφύλακτα.

Τα μεσάνυχτα ο εχθρός έφτασε και κατέλαβε τα λεγόμενα οχυρά έξω από την Πόρτα Καμόλλια (στο βόρειο άκρο τής πόλης), όπου καταλήφθηκαν επίσης, το νοσοκομείο τής Σάντα Κρότσε, το παρεκκλήσι τού Σαν Σεπόλκρο και το πανδοχείο Οστερία ντελ Σόλε, όλα έξω από τα τείχη κοντά στην Πόρτα Καμόλλια. Λεγόταν ότι υπήρχαν 6.000 Ιταλοί πεζοί, 500 Ισπανοί και 200 ιππείς. Νωρίς το πρωί στις 27 τού μηνός οι Σιενέζοι τοποθέτησαν κανόνια στην κορυφή τού φρουρίου, για να πλήξουν τούς Φλωρεντινούς μισθοφόρους στα «οχυρά» (forti). Τώρα υπήρχαν εξορμήσεις και αψιμαχίες. Τριακόσιοι Σιενέζοι μουσκετοφόροι (arquebusiers) ανέκτησαν τη Σάντα Κρότσε, το Σαν Σεπόλκρο και την Οστερία ντελ Σόλε. Διορίστηκαν κι άλλοι αξιωματικοί. Οι ένοπλες δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν. Τα μεσάνυχτα στις 29 Ιανουαρίου, ύστερα από τρεις τρομακτικές ημέρες, ο γενναίος Πιέτρο Στρότσι ήρθε και πάλι στην πόλη, έχοντας στρατολογήσει όσο περισσότερους στρατιώτες μπορούσε. Ο «δεύτερος πόλεμος» τού Σοτσίνι στη Σιένα άρχιζε πραγματικά.130

Μέρα με τη μέρα ο Σοτσίνι καταγράφει στο ημερολόγιό του τη φρίκη ενός πολέμου, που δόθηκε χωρίς ανοχή και από τις δύο πλευρές. Ο Αινείας Πικκολομίνι στάλθηκε σε μυστική αποστολή στον Ερρίκο Β’ (στις 14 Φεβρουαρίου 1554), άλλωστε για ποιον άλλο σκοπό από το να ζητήσει περισσότερη βοήθεια κατά των Φλωρεντινών και των φιλο-αυτοκρατορικών; Στις 18 τού μηνός έπνιξαν κι έκοψαν στα τέσσερα Ισπανό στρατιώτη στο φλωρεντινό στρατόπεδο, κρεμώντας τα σωθικά του σε μια στήλη στο λιβάδι έξω από την Πόρτα Καμόλλια. Μοναδικό του αδίκημα φαίνεται πως ήταν ότι είχε πει, ότι αν ο Τζιαντζάκομο ντε Μέντιτσι, ο φιλο-αυτοκρατορικός μαρκήσιος τού Μαρινιάνο και διοικητής τού Κόσιμο στην ανανεωμένη πολιορκία τής Σιένα, «δεν πολεμούσε ένα καλό πόλεμο με τούς Σιενέζους, οι Ισπανοί θα τον εγκατέλειπαν και θα γύριζαν στην Ισπανία». Μια βδομάδα αργότερα (στις 26 Φεβρουαρίου) ο Αλεσσάντρο Πικκολομίνι, επίσκοπος Πιέντσα και Μονταλτσίνο, ξεκινούσε για τη Ρώμη ως «απεσταλμένος τη δημοκρατίας προς τον πάπα Ιούλιο Γ’» (oratore della repubblica a Papa Giulio III). Σκοπός του ήταν προφανώς να στρατολογήσει τη συμπάθεια τού πάπα για τις προσπάθειες τού καρδινάλιου τής Φερράρας και τού Πιέτρο Στρότσι να υπερασπιστούν τη Σιένα ενάντια στις ακατάπαυστες τώρα επιθέσεις τού Κόσιμο Μέδικου.131 Στις 19 Μαρτίου έφτασε στη Σιένα κάποιος Νικέττο, αγγελιοφόρος τής χριστιανικότατης μεγαλειότητάς του, με τέσσερα άλογα φορτωμένα με χρήματα και (έλεγε) ότι δεν είχε τη δυνατότητα να περάσει από το Ακουαπεντέντε, γιατί οι πύλες ήσαν κλειστές, επειδή ο πάπας Ιούλιος Γ’ κειτόταν άρρωστος με κίνδυνο για τη ζωή του.132

Η Μεγάλη Παρασκευή (23 τού μηνός) έφερνε στους Σιενέζους τη χαρμόσυνη είδηση ότι ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ο φιλο-αυτοκρατορικός ανηψιός τού πάπα, είχε συλληφθεί στο Κιούζι. Έφεραν τον Ασκάνιο στη Σιένα στις 27 τού μηνός, «τυφλό από το ένα μάτι», μαζί με τον γαμπρό του, τον κόμη Έρκολε ντέλλα Πέννα. Αφίππευσαν στο τελωνείο, όπου τούς είχε ετοιμαστεί δωμάτιο, στολισμένο με όμορφες κουρτίνες και εξοπλισμένο με καναπέδες. Οι άλλοι κρατούμενοι κάποιου βαθμού τοποθετήθηκαν σε υπόγεια δωμάτια, με σιδερένια κιγκλιδώματα, κοντά στον δρόμο, στο γειτονικό Παλάτσο Σπαννόκκι.133 Ήταν κάτι να είσαι ανηψιός πάπα.

Ήταν επίσης κάτι να είσαι καρδινάλιος, ιδιαίτερα τού οίκου ντ’ Έστε. Παρά την διαδεδομένη αυτοκρατορική κυριαρχία, η υψηλή αριστοκρατία συγκροτούσε ακόμη αλληλένδετο διευθυντήριο των ιταλικών υποθέσεων. Έτσι στις 8 Μαρτίου (1554), αφού ο καρδινάλιος Ιππόλιτο υποψιαζόταν σωστά, ότι βρισκόταν μπροστά μακρά πολιορκία, αποφάσισε να στείλει στη Φερράρα το μεγαλύτερο μέρος των υπηρετών του (paggi), για να μειώσει τις δαπάνες. Πρότεινε επίσης να στείλει στην πατρίδα μέρος των «αυλικών και αλόγων» (cortigiani e cavalli). Για να μη χρειαστεί να ακολουθήσουν μακρά, κυκλική διαδρομή, ο Ιππόλιτο εξασφάλισε άδεια ασφαλούς διέλευσης από τον εχθρό του, τον Κόσιμο Μέδικο (ο οποίος ένα χρόνο αργότερα θα έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τις παπικές φιλοδοξίες τού Ιππόλιτο), έτσι ώστε οι πολυάριθμοι υπηρέτες του, να μπορέσουν να περάσουν ανενόχλητοι ακριβώς μέσα από τις φλωρεντινές δυνάμεις, πράγμα που προκάλεσε όχι μικρό «θαυμασμό» (ammirazione) στη Σιένα.134 Καλώς ή κακώς ο Ιππόλιτο έγινε ύποπτος στη Σιένα και έτσι ο Ερρίκος Β’ τού έγραψε να εγκαταλείψει την πόλη, να επιστρέψει στη Φερράρα και να φροντίσει κάποια «άλλα ζητήματα ακόμη πιο σημαντικά» από τις υπηρεσίες που πρόσφερε στο γαλλικό στέμμα στη Σιένα.135

Ο Ιούλιος Γ’ έστειλε τον Σεμπαστιάνo Γκουαλτέριο (Γκουαλτιέρι), επίσκοπο τού Βιτέρμπο, ως νούντσιο στη γαλλική αυλή τον Μάιο (1554), αναζητώντας πάντοτε τρόπους για να τερματίσει τον πόλεμο τής Σιένα. Η βελτίωση των οχυρώσεων τής Ρώμης και των διαφόρων τόπων στα κράτη τής Εκκλησίας είχε στοιχίσει στον Ιούλιο 150.000 σκούδα. Πλήρωνε στον Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε 30.000 σκούδα τον χρόνο ως γενικό διοικητή τής Εκκλησίας. Το εμπόριο και τα ταξίδια είχαν διαταραχθεί τρομερά στην κεντρική Ιταλία.136 Στις 12 Μαΐου ο Κόσιμο έγραφε στον Αβεράντο Σερριστόρι, τον πρεσβευτή του στην κούρτη, ότι σκοπός του στον πόλεμο τής Σιένα ήταν «να απελευθερώσει το εν λόγω κράτος από την καταπίεση των Γάλλων», να αποκαταστήσει την προηγούμενη ανεξαρτησία του και ως εκ τούτου να προστατεύσει εκείνο τής Φλωρεντίας. Θλιβόταν βλέποντας την ερήμωση τής υπαίθρου. Ο Κόσιμο έγραφε στον Σερριστόρι, «γιατί βρίσκεται στο πόδι τής Αγιότητάς του, τού Κυρίου μας [του πάπα]» (perchè siate alli piedi della Santità di Nostro Signore). Ευρισκόμενος σε ετοιμότητα στην κούρτη, ο Σερριστόρι θα μπορούσε να εξηγήσει άμεσα στην Αγιότητά του τον ευγενή σκοπό που επιδίωκε ο Κόσιμο. Αν λεηλασία και θάνατος ήταν η συνέπεια τού πολέμου, το σφάλμα βάρυνε τούς Σιενέζους, που είχαν εξαπατηθεί από τούς Γάλλους.137

Καθώς οι ενισχύσεις (Ελβετοί, Γκασκώνοι, Γερμανοί και Ιταλοί μισθοφόροι) βρίσκονταν στον δρόμο τους από στεριά και θάλασσα προς τη Σιένα, για ενίσχυση τού Πιέτρο Στρότσι στην υπεράσπιση τής πόλης, ο Στρότσι είχε σκεφτεί ακόμη και αιφνιδιαστική επίθεση κατά τής Φλωρεντίας. Είχε φύγει από τη Σιένα κρυφά στις 11 Ιουνίου (1554) και είχε πάει βόρεια, διασχίζοντας τον Άρνο στην Ποντεντέρα, για να συναντηθεί στη Λούκκα με τα γαλλικά στρατεύματα, που κινούνταν προς νότο κατά μήκος τού παραλιακού δρόμου. Για να εισέλθει στο Φιορεντίνο με οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας, χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερο στρατό από εκείνον που ο αντίπαλός του, ο μαρκήσιος τού Μαρινιάνο, θα μπορούσε να συγκεντρώσει μέσα σε δύο ή τρεις ημέρες. Οι Ελβετοί και οι Γασκώνοι έφτασαν στην περιοχή τής Λούκκα (Λουκκέζε) σε εύθετον χρόνο, αλλά ο Στρότσι χρειαζόταν επίσης τα στρατεύματα που έρχονταν από τη θάλασσα. Όμως η πιθανότητα αιφνιδιαστικής επίθεσης είχε περάσει πολύ πριν από την άφιξη τού γαλλικού στόλου. Προς το τέλος Ιουνίου ο Στρότσι επέστρεψε στην περιοχή γύρω από τη Σιένα, ενώ στις 8 Ιουλίου ήρθε η είδηση, «ότι έφτασε στα λιμάνια μας ο στόλος τού χριστιανικότατου βασιλιά» (come era arrivata ai nostri porti l’ armata del re Cristianissimo).

Οι Σιενέζοι είχαν ενθαρρυνθεί πολύ. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Ο Σοτσίνι σημείωνε τα νέα καθημερινά. Στις 9 Ιουλίου (1554) ήρθε η είδηση, «ότι ο άρχοντας Πιέτρο Στρότσι είχε φτάσει στο Μονταλτσίνο με τον στρατό που είχε στη Μαρέμμα [την ελώδη παραθαλάσσια περιοχή που ποτίζεται από τον Ομπρόνε] και με όλο το ιππικό που είχε αφήσει μεταξύ Μπουονκονβέντο και Τορρενιέρι. … Η πόλη τού Μπουονκονβέντο βρίσκεται δεκαπέντε μίλια νοτιοανατολικά τής Σιένα. Το Τορρενιέρι είναι πιο νότια. Και οι δύο βρίσκονται πάνω στον κεντρικό δρόμο από τη Σιένα προς το Βιτέρμπο. Δύο μέρες αργότερα ο Σοτσίνι κατέγραφε την επιστροφή τού Αινεία Πικκολομίνι, «ο οποίος είχε πάει ως πρέσβης τής Δημοκρατίας στην αυλή τού χριστιανικότατου βασιλιά και είχε αποβιβαστεί στα λιμάνια μας, με την αρμάδα από τη Μασσαλία και το Αλγέρι». Ο Στρότσι επανεισήλθε στη Σιένα στις 12 Ιουλίου και ο Γάλλος στρατιώτης Μπλαιζ ντε Μονλύκ, αδελφός τού διπλωμάτη Ζαν, πιθανώς τον συνόδευε. Ο Στρότσι επέστρεψε στο Μπουονκονβέντο εκείνο το βράδυ.

Αφού ο Μονλύκ βρισκόταν στη Σιένα λίγες ημέρες αργότερα, προφανώς παρέμεινε στην πόλη. Τώρα πια υπήρχαν 6.000 πεζοί στρατιώτες στο Μόντε Αντίκο (βορειοανατολικά τού Γκροσσέτο), 4.000 Γασκώνοι και 2.000 Γερμανοί μισθοφόροι, «που έχουν έρθει με τον στόλο τού βασιλιά» (quali erano venuti con l’ armata del re). Ο Ερρίκος Β’ είχε κρατήσει την υπόσχεσή του να στείλει άνδρες και χρήματα στη Σιένα. Το γαλλικό πεζικό εισήλθε στη Σιένα σε δύο τμήματα, στις 15 Ιουλίου «και ήταν οι πιο όμορφοι άνδρες που είδαμε ποτέ» (ed era la più bella gente che fusse mai vista). Οι άνδρες ήσαν ψηλοί, όμορφοι, καλά οπλισμένοι και είχαν φέρει τις γυναίκες τους μαζί τους. Οι γυναίκες ακόλουθοι στρατοπέδου αποτελούσαν ένα είδος ταξιαρχίας νοσοκόμων. Φρόντιζαν τούς αρρώστους και τούς τραυματίες. Όσο για τον Μονλύκ, ο Σοτσίνι επισημαίνει για πρώτη φορά την παρουσία του στην πόλη στις 17 Ιουλίου. Τον αποκαλεί «άνθρωπο τού βασιλιά και μεγάλη ευφυΐα και ειδικό στα όπλα» (uomo del re, e di grande ingegno, ed esperto nell’ arme) και λέει ότι ο Στρότσι τον άφησε να κυβερνά τη Σιένα ως αντιβασιλέας στη θέση του, εφοδιάζοντάς τον με 2.000 πεζούς και εκατό ιππείς «για τη φρούρηση τής πόλης» (per guardia della città).138

Ο Πιέτρο Στρότσι και ο μαρκήσιος τού Μαρινιάνο μετακινούσαν τα στρατεύματά τους μπρος-πίσω για αρκετό καιρό. Η παρτίδα σκακιού τελείωνε. Ακολουθούσε σύγκρουση των όπλων. Ήρθε στις 2 Αυγούστου (1554) στο Μαρκιάνο, στη Βαλ ντι Κιάνα, ανατολικά τής Σιένα. Οι δυνάμεις τού Στρότσι συνετρίβησαν. Άσχημα πληγωμένος, διέφυγε στο Λουτσινιάνο και στη συνέχεια αναζήτησε καταφύγιο στην αντι-Μεδίκεια πόλη τού Μονταλτσίνο, παίρνοντας μαζί του (σύμφωνα με τον Σοτσίνι) 250.000 χρυσά σκούδα. Οι απώλειές του σε νεκρούς και τραυματίες ήσαν αποφασιστικής σημασίας. Απομεινάρια των δυνάμεών του, Γερμανοί και Γάλλοι, επέστρεφαν περιπλανώμενοι στη Σιένα. Οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι φοβισμένους, ηττημένους άνδρες, ζητώντας κάτι να πιούν και αλάτι για τις πληγές τους. Οι Σιενέζοι τούς έδωσαν αλάτι, ψωμί και κρασί, βοηθώντας τους όσο μπορούσαν «και είμαι μάρτυρας», λέει ο Σοτσίνι, «ότι είδα πάνω από εκατό άνδρες να στηρίζονται σε τοίχο, συγκινημένοι μέχρι δακρύων από οίκτο για τούς φτωχούς στρατιώτες που είχαν βρεθεί σε τέτοια συμφορά».139 Εκτός αν ο Ερρίκος Β’ έστελνε τώρα τεράστιες ενισχύσεις (και δεν έστειλε), η Σιένα φαινόταν σχεδόν σίγουρο ότι θα έπεφτε και πάλι κάτω από την κυριαρχία τού Καρόλου ή εκείνη τού Κόσιμο Μέδικου.

Στη διάρκεια ολόκληρου τού φθινόπωρου και τού χειμώνα τού 1554-1555 τον Ιούλιο Γ’ βασάνιζε ο φόβος τού πολέμου και έθλιβε η συνεχής ροή δυσάρεστων ειδήσεων. Στις 25 Οκτωβρίου έγραφε στον Έρκολε Β’ ντ’ Έστε τής Φερράρας, τον αδελφό τού γαλλόφιλου καρδινάλιου Ιππόλιτο:

Δηλώνουμε και διαβεβαιώνουμε την εξοχότητά σας, ότι αν ο Θεός δεν επιτρέψει σε άλλο εμπόδιο να μάς συμβεί όπως πριν, [και] έχουμε κάποιο φως και σαφήνεια ως προς το γεγονός, ότι ο αυτοκράτορας πραγματικά και αληθινά έχει την επιθυμία να επιχειρηθεί συμφωνία, περισσότερο από πρόθυμα θα έρθουμε στην Περούτζια για να διαβουλευθούμε μαζί σας, γιατί δεν βλέπουμε πιο κατάλληλο και γρήγορο τρόπο για να οδηγήσουμε στην επιθυμητή κατάληξη αυτό το ιερό έργο [τής ειρήνης], από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία ή καταστροφή αυτού τού ωραίου τμήματος τής Ιταλίας, όπως έχουμε γράψει στον… δούκα τής Φλωρεντίας, λέγοντάς του επίσης, ότι με τον αυτοκράτορα στην Φλάνδρα, τον βασιλιά στη Γαλλία, αυτόν στη Φλωρεντία, την εξοχότητά σας στη Φερράρα και εμάς εδώ στη Ρώμη, ενώ οι στρατοί βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο, δεν βλέπουμε ούτε πώς, ούτε με ποιους, ούτε από ποιον, μπορεί να γίνει η διαπραγμάτευση αυτής τής συμφωνίας και να αποκοπούν οι δυσκολίες οι οποίες πιθανώς θα προκύψουν στην προσπάθεια για τη διευθέτηση των πραγμάτων.140

Προς το τέλος τής ζωής του ο Ιούλιος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να γίνει ειρήνη μεταξύ Καρόλου Ε’ και Ερρίκου Β’. Η σταθερή ασθένεια πρέπει να τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει, ότι το τέλος του δεν θα ήταν πολύ μακριά. Στις 10 Ιανουαρίου (1555) τον συναντάμε να διαπραγματεύεται με τον Κόσιμο Α’ τής Φλωρεντίας, με τον οποίο βρισκόταν σε διαφωνία, και με τον Έρκολε Β’ τής Φερράρας, προσπαθώντας στον ανταγωνισμό τής Σιένα να αντικαταστήσει τον πόλεμο με τη λογική. Ο Κόσιμο είχε γράψει στον Ιούλιο, προτρέποντάς τον να αποδεχτεί την προτεινόμενη συμφωνία και υποδηλώνοντας ότι θα έδειχνε μεγαλύτερη προθυμία στη σύναψη τής συμφωνίας από όση στην αμφισβήτηση των όρων της. Με βαρύ αναστεναγμό για τη δυσκολία τής διαπραγμάτευσης «σε τέτοια απόσταση τόπων και προσώπων» (in tanta distantia d’ i luoghi et delle persone), ο Ιούλιος συμφωνούσε «για την αθώωση τής συνείδησης και για να μη χαθεί το χρέος ενός καλού ποντίφηκα» (per eshoneratione della conscientia et per non mancare del debito d’ un buon pontefice). Όμως στην επιστολή του (της 10ης Ιανουαρίου) προς τον Έρκολε, εσώκλειε δήλωση «μερικών σημείων, που μάς φαίνονται πιο ουσιαστικά και η επίλυση των οποίων, πιστεύουμε, μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για τη διευθέτηση των άλλων δυσκολιών». Έστειλε παρόμοια δήλωση στον Κόσιμο, ζητώντας του να την μοιραστεί με τούς Δον Χουάν Μανρίκε και Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, τούς εκπροσώπους τού Καρόλου Ε’.

Ο Ιούλιος ήθελε να διασφαλίσει την ελευθερία και την ασφάλεια τής Σιένα. Ο αντιτιθέμενες δυνάμεις έπρεπε να αποσυρθούν και οι δύο από το Σενέζε, εγκαταλείποντας τις θέσεις τις οποίες τότε κατείχαν. Για την υπεράσπιση τής σιενέζικης ελευθερίας πρόσφερε 10.000 πεζούς στρατιώτες, που βρίσκονταν τότε στην Ούμπρια, στο Πατριμόνιο (κληρονομιά) τού Αγίου Πέτρου, και στο Μάρκε τής Αγκώνας. Τα παπικά στρατεύματα θα ενώνονταν με ακόμη 10.000 πεζούς, τούς οποίους ο δούκας τού Ουρμπίνο θα προσλάμβανε από το δικό του κράτος και από τη Ρομάνια.141 Η πρόταση τού Ιούλιου σήμαινε ότι, ενώ τα στρατεύματα τού Καρόλου Ε’ δεν θα επανεισέρχονταν στη Σιένα, τουλάχιστον ο Μονλύκ και οι Γάλλοι έπρεπε να φύγουν. Ο Κόσιμο, ο οποίος ως εκπρόσωπος τού αυτοκράτορα έλπιζε τελικά να λάβει τη Σιένα, εύκολα συγκρατούσε τον ενθουσιασμό του για την ιδέα τού πάπα για τον τρόπο τερματισμού τού πολέμου στην Τοσκάνη.

Πάντοτε σε αναζήτηση τής ειρήνης, στις αρχές Φεβρουαρίου (1555) ο Ιούλιος έστειλε τον μορφωμένο νομικό Αντόνιο Αγκοστίνο, ελεγκτή τού παπικού δικαστηρίου (Rota), σε μια ακόμη αποστολή ειρήνης στον Κάρολο. Ο φαινομενικός λόγος τής μετάβασης τού Αγκοστίνο ήταν η παράδοση τού χρυσού ρόδου στη βασίλισσα Μαρία τής Αγγλίας και τού τιμητικού σπαθιού και καπέλου στον σύζυγό της Φίλιππο [Β’] τής Ισπανίας, μόνο νόμιμο γιο τού Καρόλου. Το παπικό σημείωμα προς τον Φίλιππο και τη Μαρία έχει ημερομηνία 27 Ιανουαρίου και οι οδηγίες προς Αγκοστίνο 31 τού ίδιου μηνός. Ο νομικός έπρεπε να υπενθυμίσει στον Κάρολο την αναγκαιότητα τής ειρήνης ανάμεσα σε αυτόν και τον Ερρίκο, γιατί εκτός από το μάταιο κόστος και την καταστροφικότητα τού πολέμου, η ειρήνη θα μπορούσε να βοηθήσει την επιστροφή τής Αγγλίας στην Εκκλησία. Και αυτό ήταν το μόνο μέσο για να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων από στεριά και θάλασσα, καθώς επίσης και για την καταστολή τής εξάπλωσης τής αίρεσης στη Γερμανία. Ο Ιούλιος έστελνε επίσης τον καρδινάλιο Τζιοβάννι Μορόνε στο Ράιχσταγκ στο Άουγκσμπουργκ. Από την αρχή τής παπικής του θητείας είχε προσπαθήσει, έλεγε, να πραγματοποιήσει την αναγκαία και επιθυμητή μεταρρύθμιση στην Εκκλησία. Όμως οι προσπάθειές του είχαν παρεμποδιστεί, όχι μόνο λόγω τής διαφθοράς τής εποχής, αλλά λόγω και τής συμπεριφοράς και στάσης των κοσμικών ηγεμόνων. Ο Αγκοστίνο έφτασε στις Βρυξέλλες στις 8 Μαρτίου. Ο Κάρολος τον δέχτηκε στις 15 τού μηνός. Έφτασε στο Λονδίνο με το ρόδο για τη Μαρία και το ξίφος και καπέλο για τον Φίλιππο στις 23 Μαρτίου (1555), την ημέρα τού θανάτου τού Ιούλιου Γ’. Ο Μορόνε είχε φτάσει στο Άουγκσμπουργκ στις 24 Μαρτίου, αλλά η σπουδαία είδηση προκάλεσε την άμεση αναχώρησή του για τη Ρώμη. Στις 31 Μαρτίου ξεκίνησε για το ταξίδι τής επιστροφής με τον Όττο φον Τρούκσες, καρδινάλιο αρχιεπίσκοπο τού Άουγκσμπουργκ, ελπίζοντας να λάβουν μέρος στο κογκλάβιο, που επρόκειτο να εκλέξει τον διάδοχο τού Ιούλιου.142

Η ελευθερία τής Σιένα κράτησε για λιγότερο από ένα μήνα μετά τον θάνατο τού Ιούλιου Γ’. Μετά την ήττα τού Πιέτρο Στρότσι στο Μαρκιάνο (στις 2 Αυγούστου 1554), ο Τζιαντζάκομο ντε Μέντιτσι, μαρκήσιος τού Μαρινιάνο, εκτέλεσε τούς Φλωρεντινούς εξόριστους που είχε συλλάβει και έσφιξε την πολιορκία τής Σιένα. Στις 4 Αυγούστου η σιενέζικη κυβέρνηση δημιούργησε έναν έκτακτο δικαστήριο (magistrato), για να καθαρίσει την πόλη από «όλα τα άχρηστα στόματα», ενώ σε όλους τούς δρόμους φωνάχτηκε δυνατά ένα διάταγμα, ότι όλοι οι πρόσφυγες, «από την ύπαιθρο καθώς και οι ξένοι» (tanto contadini come forestieri), έπρεπε να αναχωρήσουν με τις οικογένειές τους, επί ποινή δύο μαστιγωμάτων. Την ημέρα εκείνη λοιπόν ο Φραντσέσκο Μπαντίνι ντε Πικκολομίνι, ο αρχιεπίσκοπος, έφυγε από την πόλη και μαζί του πολλοί κύριοι και πήγε στο Κρέβολε και από εκεί στο Μονταλτσίνο», προκαλώντας ηχηρά παράπονα, γιατί πολλοί έλεγαν ότι, ως πνευματικός ηγέτης και ως Σιενέζος, δεν θα’ πρεπε να φύγει ποτέ.143

Καθώς ο Στρότσι μαράζωνε τραυματίας στο Μονταλτσίνο, αποδίδοντας την ήττα του σε προδοσία, η υπεράσπιση τής Σιένα έπεσε στον Γάλλο στρατιώτη Μπλαιζ ντε Μονλύκ, τού οποίου τα Απομνημονεύματα (Commentaires) είναι ένα από τα κλασσικά λογοτεχνικά έργα τού αιώνα. Τόσο ο Μονλύκ όσο και ο Σοτσίνι λένε σχεδόν απίστευτες ιστορίες για τούς ηρωισμούς και τις κακουχίες τής πολιορκίας, η οποία διήρκεσε σχεδόν εννέα μήνες. Σύμφωνα με την ιπποτική ευγένεια (courtoisie) τής εποχής, ο Μαρινιάνο έστειλε στον Μονλύκ εκλεκτά τρόφιμα και κρασί την παραμονή των Χριστουγέννων και στη συνέχεια έκανε μεγάλη αλλά αποτυχημένη επίθεση κατά των πυλών και τειχών.144 Ο Μονλύκ ήταν άρρωστος, αλλά συνέχιζε βδομάδα με τη βδομάδα. Αργότερα θυμόταν πολύ σωστά, ότι η πολιορκία είχε διαρκέσει εννέα ή δέκα μήνες, ύστερα από τούς οποίους υποχρεώθηκε να υποκύψει στην πείνα. Από μια τέτοια κατάσταση, λέει, ένας στρατιώτης δεν μπορεί να αντλήσει κανένα κέρδος, μόνο ο ιστορικός μπορεί.145

Καθώς οι άντρες φρουρούσαν τα τείχη και πολεμούσαν, γυναίκες καλών οικογενειών εργάζονταν με αξίνες και φτυάρια, καλάθια και δέσμες φρύγανα. Το εγκώμιο τού Μονλύκ γι’ αυτές είναι γνωστό: «Ποτέ δε θα λείψει, γυναίκες τής Σιένα, η μνήμη σας διαιωνίζεται από μένα, όσο υπάρχει το βιβλίο τού Μονλύκ, γιατί αληθινά είστε εσείς, αν ποτέ γυναίκες κέρδισαν την αιώνια δόξα!» (Il ne sera jamais, dames siennoises, que je n’ immortalize vostre nom tant que le livre de Monluc vivra—car, à la verité, vous estes dignes d’ immortelle loüange, si jamais femmes le furent!).146

Όταν ο Μαρινιάνο αποφάσισε ότι η πείνα εντός των τειχών θα ήταν πιο αποτελεσματική από τις επιθέσεις σε αυτά, άφησε τούς Σιενέζους «εν ειρήνη», μέχρι τότε που δεν θα υπήρχε πια ούτε ένα κομμάτι ψωμί στην πόλη. Από τα μέσα Φεβρουαρίου δεν υπήρχε ούτε σταγόνα κρασιού. «Είχαμε φάει», λέει ο Μονλύκ,

όλα τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια, τις γάτες και τούς αρουραίους στην πόλη. Οι γάτες πωλούνταν για τρία ή τέσσερα χρυσά νομίσματα (écus), οι αρουραίοι για ένα. … Ούτε η πόλη ούτε εμείς φάγαμε ποτέ περισσότερο από μια φορά τη μέρα, από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις 22 Απριλίου [1555]…147

Για μίλια γύρω από τη Σιένα η ύπαιθρος είχε μετατραπεί σε χέρσα περιοχή. Οι ασθενείς, οι ηλικιωμένοι και οι φτωχοί, άνδρες και γυναίκες —και παιδιά επίσης— «τα άχρηστα στόματα» (le bocche disutili), διώχτηκαν από την πόλη αρκετές φορές. «Σας λέω ότι ο κατάλογος με τα ονόματα των ‘άχρηστων στομάτων’», λέει ο Μονλύκ, «ανερχόταν σε τέσσερις χιλιάδες τετρακόσια ή περισσότερα, που ήταν το χειρότερο από όλα τα θλιβερά και τραγικά πράγματα που έχω δει ή, κατά τη γνώμη μου, θα δω ποτέ στα χρόνια που θα έρθουν».148 Σε μια περίπτωση διακόσια πενήντα παιδιά 6-10 ετών πάρθηκαν από το Μεγάλο Νοσοκομείο (Ospedale Grande) και οδηγήθηκαν έξω από την πόλη από την Πόρτα Φοντεμπράντα. Πέφτοντας σε απόσπασμα τού εχθρού, μερικά από τα παιδιά έχασαν τη ζωή τους, άλλα γύρισαν πίσω στην πύλη από την οποία είχαν βγει. Πολλές από τις γυναίκες που τα συνόδευαν σκοτώθηκαν επίσης. Πεσμένες στο έδαφος έξω από την Πόρτα Φοντεμπράντα, «εκεί που έχουν την αγορά των γουρουνιών» (a dove si fa l’ anno il mercato de’ porci), ύψωναν τις φωνές τους σε τρομοκρατημένες κραυγές και ουρλιαχτά. Με τις ζωές τους κατεστραμμένες, τραυματισμένες και ηττημένες, θα έκαναν ακόμη κι ένα Νέρωνα να κλάψει. Ο Σοτσίνι θα πλήρωνε εικοσιπέντε σκούδα για να αποφύγει το θλιβερό θέαμα, ενώ δεν μπορούσε να φάει ή να πιεί για τρεις ημέρες μετά από αυτό (ed io averei pagati venticinque scudi a non gli aver visti, chè per tre giorni non possevo mangiare nè bere che pro’ mi facesse).149

Δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Η πόλη ήταν καταδικασμένη. Στις αρχές Μαρτίου (1555) ο Σιενέζος Όττο ντέλλα Γκουέρρα έστειλε τον κύριο Αμπρότζιο Νούτι, με άδεια ασφαλούς διέλευσης από τον Τζιαντζάκομο τού Μαρινιάνο, σε πρεσβεία στον Πιέτρο Στρότσι στο Μονταλτσίνο, στον ίδιο τον Μαρινιάνο, στους Γάλλους εκπροσώπους στη Ρώμη και στον Ιούλιο Γ’. Ήταν η δεύτερη αποστολή τού Νούτι στη Ρώμη. Εξηγούσε τώρα τα δεινά τής πόλης στον Στρότσι, στον πάπα και στους Γάλλους. Το κόστος των τροφίμων βρισκόταν στα ύψη. Δεν υπήρχαν χρήματα για να πληρώσουν τούς στρατιώτες. Οι «Οκτώ» ζητούσαν να εξουσιοδοτηθεί από τούς εκπροσώπους τού βασιλιά ο κύριος ντε Μονλύκ, ο βασιλικός κυβερνήτης τής Σιένα, να διαπραγματευτεί απευθείας με τον Μαρινιάνο το τέλος τού πολέμου. Ο Νούτι ήταν πίσω στη Σιένα στις 9 Μαρτίου και το επόμενο απόγευμα, ημέρα Κυριακή, απευθύνθηκε στο Συμβούλιο τής Σιένα. Με βιαστική πρόσκληση μαζεύτηκαν 519 σύμβουλοι για να τον ακούσουν. Από την περιγραφή τού Νούτι ήταν σαφές, όπως μάς πληροφορεί ο Σοτσίνι, ότι

ο πάπας ήταν εναντίον μας, έχοντας απαντήσει στον πρεσβευτή μας, ότι δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να βοηθήσει την πόλη τής Σιένα, ούτε ήξερε κανένα καλό τρόπο για να μπορέσει να πείσει τούς φιλο-αυτοκρατορικούς να καταλήξουν σε συμφωνία, επειδή είχε προσπαθήσει να το κάνει πολλές φορές. Οι φιλο-αυτοκρατορικοί έβλεπαν τα πράγματα αφ’ υψηλού και δεν ήθελαν την πόλη τής Σιένα παρά μόνο με άνευ όρων παράδοση. Ο εν λόγω κύριος Αμπρότζιο, έχοντας δει ότι η Αγιότητά του δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει την πόλη μας, ζήτησε τη συμβουλή ή τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να τα καταφέρει η πόλη. Η Αγιότητά του απάντησε, ότι επί τού παρόντος δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο, εκτός από το να δει αν μπορούσε κάποιος να κατευνάσει τούς εκπροσώπους τής αυτοκρατορικής του Μεγαλειότητας, αποτινάσσοντας την αυτοσυγκράτηση και υπογράφοντας και στέλνοντάς τους ένα λευκό φύλλο χαρτιού, αποδεχόμενοι εκ των προτέρων τη συμφωνία που εκείνοι θα έγραφαν σε αυτό.150

Ο Μονλύκ γράφει σκληρότερα παραπέμποντας στην ακρόαση τού Αμπρότζιο Νούτι από τον Ιούλιο Γ’:

Οι Σιενεζοι έστειλαν απεσταλμένο και στον πάπα. Ο πάπας Ιούλιος, ο οποίος πέθανε δύο ή τρεις ημέρες αργότερα [πέθανε δύο πλήρεις εβδομάδες μετά την επιστροφή τού Νούτι στη Σιένα], από τον οποίο πήραν άθλια απάντηση, κατηγορώντας τους για το πείσμα τους και [λέγοντάς τους] να υποταγούν στον δούκα τής Φλωρεντίας και να τού δώσουν λευκή επιταγή. Ήταν φοβερός πάπας! Ο δούκας [Κόσιμο] έδειξε μεγαλύτερη ειλικρίνεια και ήταν πιο ευγενικός, όπως πρέπει να είναι ένας ηγεμόνας, που επιθυμεί να προσελκύσει και να κερδίσει την αγάπη ενός λαού.151

Αποτελεί ίσως έκπληξη το γεγονός, ότι ο Ιούλιος Γ’ δέχτηκε έστω τον Νούτι. Ο Άντζελο Μασσαρέλλι αρχίζει το έβδομο (και τελευταίο) ημερολόγιό του με περιγραφή τής τελευταίας ασθένειας τού πάπα, η οποία ξεκίνησε στις 12 Φεβρουαρίου (1555). Από τη στιγμή τής εκλογής του στο παπικό αξίωμα η υγεία τού Ιούλιου ήταν αβέβαιη «και συχνά υποφέρει από αρθρίτιδα στα πόδια και τα χέρια» (cum podagra et chiragra persaepe laboraret). Για μερικές ημέρες φαινόταν να δείχνει βελτίωση —περίοδο κατά την οποία είχε δεχθεί τον Νούτι σε ακρόαση—, αλλά στις 18 Μαρτίου έπεσε σε πυρετό και πέντε μέρες αργότερα ήταν νεκρός.152 Τα λόγια τού Μονλύκ («Ήταν φοβερός πάπας!») αντανακλούν σε κάποιο βαθμό την εναντίον τού Ιουλίου αίσθηση των Γάλλων, που χρονολογείται από τον πόλεμο τής Πάρμας.

Η τουρκική αρμάδα είχε παίξει ρόλο στον πόλεμο τής Σιένα καθώς και σε εκείνον τής Πάρμας και, όπως θα δούμε, θα επέστρεφε στα ιταλικά ύδατα το καλοκαίρι τού 1555. Οι Τούρκοι μάλιστα έρχονταν κάθε χρόνο και κάθε φορά οι Γάλλοι ενώνονταν μαζί τους. Ο Ιούλιος Γ’ είχε χάσει τον πόλεμο τής Πάρμας. Είχε παραμείνει ουδέτερος σε εκείνον τής Σιένα, αλλά η φήμη του είχε υποφέρει, όπως φαίνεται από την εναντίον του επίθεση τού Μονλύκ στα Απομνημονεύματα (Commentaires) και από την αναφορά τού Αμπρότζιο Νούτι προς το Συμβούλιο τής Σιένα. Οι Τούρκοι ήσαν δραστήριοι και στη στεριά κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας. Ο καρδινάλιος Μαρτινούτσι είχε δολοφονηθεί. Το παπικό θησαυροφυλάκιο βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα. Το Ιερό Κολλέγιο ήταν χωρισμένο σε φατρίες Αψβούργων και Βαλώνων. Ο Ιούλιος είχε αντιμετωπίσει δοκιμασίες πέρα από την ικανότητά του να τις διαχειριστεί. Με τον τρόπο του είχε προσπαθήσει, αλλά ο τρόπος του είχε αποδειχτεί ανεπαρκής. Πέθανε αντιδημοφιλής και άκλαυτος.153

Στις 11 Απριλίου (1555) ο Σιενέζος Όττο ντέλλα Γκουέρρα επέλεξε τέσσερις πρεσβευτές για να πάνε στη Φλωρεντία «για να συνομολογήσουν τα άρθρα τής συμφωνίας με την αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα» (per stipular li capitoli fatti dell’ accordo con sua Maestà cesarea).154 Σύμφωνα με τον Σοτσίνι, στις 18 Απριλίου ο Μονλύκ, ο Κορνέλιο Μπεντιβόλιο και άλλοι λοχαγοί τής υπεράσπισης τής Σιένα συναθροίστηκαν στο Σαν Λάζαρο, ένα προάστιο τής Σιένα, με τον Μαρινιάνο και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς συνταγματάρχες και λοχαγούς. Ο Μαρινιάνο τούς είπε

ότι οι Σιενέζοι απεσταλμένοι θα επέστρεφαν σε δύο μέρες, ότι η συμφωνία είχε συναφθεί και συντασσόταν στη Φλωρεντία και ότι ήταν τέτοιου είδους, που όλη η πόλη θα ήταν ικανοποιημένη με αυτήν, ενώ μετά τη πραγματοποίηση των συνηθισμένων τελετών μεταξύ των μεγάλων, καθένας επέστρεψε στη δική του κατοικία.155

Ο Μονλύκ και οι στρατιώτες του αποσύρθηκαν από την πόλη στις 21 Απριλίου με πλήρεις στρατιωτικές τιμές και όπως λέει ο ίδιος, «ιδού το τέλος τής πολιορκίας» (Voyla la fin du siege).156

Ενώ ο Ιούλιος Γ’ είχε καρφώσει την προσοχή του στον πόλεμο τής Σιένα, η ενετική κυβέρνηση κοίταζε προς την Ισταμπούλ. Ο Ντομένικο Τρεβιζάν, ο βαΐλος στον Βόσπορο, είχε γράψει στη Σινιορία στις 3 Απριλίου 1554, ότι ο τρομερός Ντραγκούτ Ρέις είχε προγραμματιστεί να αποπλεύσει για την Αδριατική στις 15 Μαΐου με πενηνταπέντε γαλέρες. Όμως η Γερουσία είχε την πεποίθηση, ότι η τουρκική αρμάδα δεν θα αναλάμβανε καμία εχθρική κίνηση εναντίον τής ενετικής ναυτιλίας ή εναντίον των νησιών τής Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά στις 11 Μαΐου προειδοποίησαν τον επιστάτη (provveditore) τού ενετικού στόλου να παραμένει σε εγρήγορση. Στην απίθανη περίπτωση κάποιας επιθετικής ενέργειας εκ μέρους των Τούρκων, έπρεπε να χρησιμοποιήσει την εμπειρία και σύνεσή του για το καλύτερο αποτέλεσμα.157

Για γενιές, κάθε φορά που οι Τούρκοι σχεδίαζαν να ξεκινήσουν ναυτική εκστρατεία, ο Ενετός πρέσβης στη Ρώμη υπενθύμιζε επισήμως στον πάπα τη «μεγάλη δαπάνη» στην οποία υποβαλλόταν συνεχώς η κυβέρνησή του, για τη διατήρηση στόλου στην Αδριατική ή στο Αιγαίο, «για την προστασία τού κράτους μας και προς όφελος ολόκληρης τής Χριστιανοσύνης». Ο πρέσβης λοιπόν συνήθως ζητούσε «να ευαρεστηθεί [η Αγιότητά του] να μάς χορηγήσει δύο φόρους δεκάτης για το τρέχον έτος, που πρέπει να συλλεγούν από ολόκληρο τον σεβάσμιο κλήρο τού κράτους μας». Και αυτό ακριβώς πήρε ο πρέσβης εντολή να κάνει στις 5 Ιουλίου.158 Αν και η Γερουσία δεν ανέμενε επίθεση από την αρμάδα τού Ντραγκούτ, όπως είχε ενημερώσει τον επιστάτη (provveditore), κάποια σοβαρή αιτία ερεθισμού μπορούσε να αναμένεται,159 γιατί ποτέ δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος με τούς Τούρκους.

Ο Τρεβιζάν έπρεπε βέβαια να πάρει πλήρη διαβεβαίωση από την Πύλη, ακόμη και από τον ίδιο τον Ρουστέμ πασά, για την «καλή μεταχείριση των πλοίων, υπηκόων και κτήσεών μας».160 Παρ’ όλα αυτά η προσοχή παρέμενε στην ενετική ημερήσια διάταξη. Αν τα πράγματα πήγαιναν ομαλά, ο διπλός φόρος δεκάτης θα ήταν χρήσιμος για το επόμενο έτος. Ήταν εποχή πληθωρισμού και οι πόροι τής Βενετίας δεν ήσαν αυτοί που είχαν υπάρξει πριν από έναν αιώνα. Καθώς η τουρκική αρμάδα πλησίαζε, την είχαν εντοπίσει στα νερά τής Ραγούσας στις 17 Ιουλίου, η ανησυχία ήταν διάχυτη στο Ριάλτο και στην Πιάτσα Σαν Μάρκο. Η απαίτηση τής Γερουσίας για τον διπλό φόρο δεκάτης γινόταν πιο επίμονη.161

Η τουρκική αρμάδα κατευθύνθηκε μέσω των Στενών τού Οτράντο, λεηλάτησε και έκαψε την πόλη-κάστρο Βιέστε στην ανατολική ακτή τού ακρωτηρίου τού Γκάργκανο και στη συνέχεια επέστρεψε διασχίζοντας την Αδριατική στον τουρκικό σταθμό τής Αυλώνας στην Αλβανία. Στον δρόμο της έκανε ζημιές χωρίς τέλος στην ενετική ναυτιλία. Η Γερουσία έδωσε εντολή στον επιστάτη τού στόλου τους να προβεί σε επίσημη διαμαρτυρία προς τον Ντραγκούτ Ρέις. Στο μεταξύ η φόρτωση των εμπορικών γαλερών για Βηρυτό και Αλεξάνδρεια, που είχε ήδη καθυστερήσει, καθυστερούσε ακόμη περισσότερο, γιατί οι αποστολείς θυμούνταν πάρα πολύ καλά την τουρκική κατάληψη τού εμπορικού πλοίου Μπάρμπαρα, «από την οποία πολλοί καταστράφηκαν» (dalla qual molti sono romasi ruinati).162 Την 1η Σεπτεμβρίου υποβλήθηκε πρόταση στη Γερουσία, αλλά δεν υπερψηφίστηκε, «ότι με την εξουσία αυτού τού Συμβουλίου… τα παρόντα δρομολόγια των γαλερών Αλεξάνδρειας και Βηρυτού πρέπει να καταργηθούν εντελώς…».163 Όμως μία βδομάδα αργότερα (στις 7 Σεπτεμβρίου) η Γερουσία ενημέρωνε τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, ότι οι γαλέρες Βηρυτού και Αλεξάνδρειας ήσαν τότε έτοιμες για αναχώρηση (in ponto per partir), για τα μεγάλου μήκους ταξίδια τους στην Ανατολική Μεσόγειο.164

Οι κυβερνήτες των γαλερών έπρεπε να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, ώστε να αποφύγουν να βρεθούν στο οπτικό πεδίο τής αρμάδας τού Ντραγκούτ. Αυτό αποδείχθηκε πράγματι ότι ήταν σοφή προφύλαξη, αφού, όπως έμαθε αργότερα η Γερουσία, ο Ντραγκούτ βρισκόταν σε αναμονή τους στον δίαυλο τής Κέρκυρας. Προφανώς σχεδίαζε να τις αρπάξει, αν μπορούσε. Τον επόμενο Ιανουάριο η Γερουσία έγραφε στον σουλτάνο Σουλεϊμάν, διαμαρτυρόμενη για τις ύπουλες και εξοντωτικές προθέσεις τού διοικητή του.165 Μετά την επιστροφή του στον Βόσπορο, τον Ντραγκούτ υποδέχθηκε με θερμό καλωσόρισμα ο Αχμέτ πασάς, που είχε γίνει (όπως είδαμε) μεγάλος βεζύρης. Προφανώς οι Ενετοί δεν είχαν ελπίδα να εξασφαλίσουν ικανοποίηση, για τις απώλειες που τούς είχε προκαλέσει ο Ντραγκούτ.166

Οι Ενετοί δυσκολεύονταν να ζήσουν με τούς Τούρκους, αλλά η συνέχιση τού κερδοφόρου εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο εξαρτιόταν από τη δυνατότητά τους να το πράξουν. Κάθε επιστολή από την Ισταμπούλ αποκάλυπτε νέο πρόβλημα. Στις 4 Αυγούστου 1554 ο βαΐλος έγραφε ότι ο Αχμέτ πασάς ήθελε να πουλήσει σιτάρι στους Ενετούς, αλλά όλοι στη Γερουσία θυμούνταν την υπόθεση Βαλλαρέσσο πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Οι δουλειές με τούς πασάδες θα οδηγούσαν πολύ εύκολα στις πιο επαχθείς κακουχίες. Η Γερουσία απάντησε στις 7 Σεπτεμβρίου, ότι αν εγειρόταν και πάλι το θέμα, ο βαΐλος έπρεπε να εξηγήσει ότι υπήρχαν τακτοποιημένες διαδικασίες υπό τις οποίες η Δημοκρατία εισήγαγε σιτηρά από τουρκικά εδάφη. Όμως αν οι εκπρόσωποι τού Αχμέτ δεν προσέγγιζαν το θέμα και πάλι, ο βαΐλος έπρεπε να το αποσιωπήσει και να μην αναφερθεί ο ίδιος σε αυτό.167

Ενώ η Σινιορία βρισκόταν σε ειρήνη (σε αυτή που βρισκόταν) με την Υψηλή Πύλη, η μεγαλύτερη δοκιμασία των Ενετών ήταν με τούς πανταχού παρόντες κουρσάρους, τούς Ούσκοκ, καθώς και με τούς Μαρτελόσσι. Οι τουρκικές κατακτήσεις τής Βοσνίας (το 1463) και τής Ερζεγοβίνης (το 1483) είχαν οδηγήσει μεγάλο αριθμό Νοτιοσλάβων χριστιανών να αναζητήσουν καταφύγιο στην οχυρωμένη πόλη τής Κλίσσα στο ύψωμα, πέντε περίπου μίλια βορειοανατολικά τού κατεχόμενου από τούς Ενετούς Σπαλάτο (Σπλιτ). Αυτοί οι πρόσφυγες ή Ούσκοκ (από το σερβοκροατικό uskoati, «πηδάω σε») εγκαταστάθηκαν επίσης στη Σένια (Σεν) στις ακτές τής Αδριατικής, τριάντα μίλια νοτιοανατολικά τού Φιούμε (Ριγιέκα), καθώς και στην περιοχή τού Μπενκοβάτσο (Μπένκοβατς), στους αλμυρότοπους και τις χαμηλές περιοχές τού Ράβνι Κοτάρι. Σύντομα ενώθηκαν μαζί τους άλλοι πρόσφυγες από το Νόβι στη βορειοδυτική Κροατία, απέναντι από το νησί τής Βέλια (Κρκ), από το Ότοτσακ επί τού ποταμού Γκάτσκα και από άλλες πόλεις και χωριά τής Κροατίας. Έχουμε ήδη σημειώσει την τουρκική κατάληψη τής Κλίσσα το 1537, μετά την οποία η Σένια έγινε το κύριο κέντρο των Ούσκοκ. Ενθαρρυμένοι από τον Φερδινάνδο Α’, οι Ούσκοκ έκαναν τη Σένια, που ήταν καλά προστατευμένη από τα γύρω βουνά και δάση, αυστριακή «περιοχή» (Μαρκ) εναντίον των Τούρκων. Παρά τις επιφανειακά εγκάρδιες διπλωματικές ανταλλαγές ανάμεσα στη Βιέννη και τη Βενετία, δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ Αψβούργων και Ενετών. Οι Μαρτελόσσι χρησιμοποιούνταν από την Υψηλή Πύλη για να αποθαρρύνουν τη διείσδυση των Ούσκοκ σε τουρκικό έδαφος, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πολύ κερδοφόρα και οι Ούσκοκ στράφηκαν στην πειρατεία. Διάρπαζαν ενετικές και τουρκικές πόλεις και εμπόρους. Ο Φερδινάνδος και οι διάδοχοί του είχαν την τάση να παραβλέπουν τις εκ μέρους τους παραβιάσεις τής ειρήνης. Τα ενετικά έγγραφα είναι γεμάτα αναφορές στις συνεχείς επιθέσεις των κουρσάρων, Ούσκοκ και Μαρτελόσσι.168

Αν και οι Ούσκοκ ήσαν χριστιανοί, δεν υπήρχε τίποτε περίεργο στις επιθέσεις τους εναντίον τής ενετικής ναυτιλίας. Όμως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι οι ενετικές σχέσεις με τούς Ιωαννίτες ήσαν πολύ καλύτερες. Δεν ήσαν. Για παράδειγμα στις 8 Αυγούστου 1554 οι Ιωαννίτες πήραν από πλοίο που ανήκε στον Ενετό ευγενή Τζιανμπαττίστα Ντονάντο και στους συνεργάτες του «δεκαέξι άτομα, Τούρκους, Μαυριτανούς και Εβραίους, υπηκόους τού Άρχοντα Τούρκου, μαζί με τα χρήματα και τα αγαθά τους», που κατάσχεσαν για δική τους χρήση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στις 12 Οκτωβρίου η Γερουσία ψήφισε την κατάσχεση όλων των περιουσιών και εσόδων των Ιωαννιτών στις οποίες είχε πρόσβαση η Δημοκρατία, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Θα κρατούνταν έως ότου ο μεγάλος μάγιστρος Κλωντ ντε λα Σενγκλ (1553-1557) ή το Μοναστήρι στη Μάλτα απελευθέρωναν τούς Τούρκους, Μαυριτανούς και Εβραίους και επέστρεφαν όλα τα χρήματα και αγαθά τους.169 Στις 29 Οκτωβρίου η Γερουσία έγραφε στον βαΐλο στην Ισταμπούλ, σκιαγραφώντας τα μέτρα που είχαν ληφθεί και κατευθύνοντάς τον να ενημερώσει την Πύλη.170

Παρά τη συχνά επαναλαμβανόμενη έκφραση φιλίας και θαυμασμού τής Γερουσίας για τούς Ιππότες, οι σχέσεις μεταξύ τής Δημοκρατίας και τής «Θρησκείας» σπάνια ήσαν φιλικές. Η αφοσίωση των Ιπποτών στον αδιάκοπο πόλεμο με το Ισλάμ περιλάμβανε, όπως έχουμε ήδη δει, επιθέσεις εναντίον χριστιανικών πλοίων που μετέφεραν μουσουλμανικά εμπορεύματα και εμπόρους, ενώ για προφανείς εμπορικούς λόγους οι Ενετοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ειρήνη με την Πύλη. Επίσης, φοβούμενοι να μην προσβάλουν τον σουλτάνο και τούς πασάδες, οι Ενετοί μετέφεραν μερικές φορές με τα πλοία τους μουσουλμάνους εμπόρους και Τούρκους υπηκόους, με τούς οποίους φυσικά έκαναν δουλειές. Η επιθετικότητα των Ιωαννιτών ήταν ιδιαίτερα ερεθιστική από το 1552. Οι Ενετοί λοιπόν αισθάνονταν απόλυτα δικαιολογημένοι για την κατάσχεση των εσόδων τού Μοναστηριού που προέρχονταν από το Βένετο, γνωρίζοντας πολύ καλά (όπως σύντομα αποδείχθηκε) ότι η δράση τους δεν θα γινόταν ευνοϊκά δεκτή στην παπική κούρτη.171

Ύστερα από δύο σχεδόν χρόνια διαπραγματεύσεων και διαμάχης, ο μεγάλος μάγιστρος συμφώνησε τελικά για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και των τριών τετάρτων των αγαθών που είχαν κατασχεθεί από τη Ντονάντα. Στις 20 Ιουνίου 1556 η Γερουσία συμφώνησε να ανακαλέσει την κατάσχεση των εσόδων των Ιωαννιτών, με την προϋπόθεση ότι οι αιχμάλωτοι και τα αγαθά θα είχαν όντως απελευθερωθεί και οι επενδυτές στη Ντονάντα θα συμφωνούσαν με τούς όρους.172 Οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι τον επόμενο Ιανουάριο, επιστράφηκαν τα αγαθά τους ή αποζημιώθηκαν γι’ αυτά και τέλος στις 24 Ιουλίου 1557 η Γερουσία ήρε την απαγόρευση πρόσβασης των Ιωαννιτών στους πόρους τους στο Βένετο και αλλού σε ενετική επικράτεια.173

Οι Ιωαννίτες και η Αγία Έδρα ήσαν οι πιο επίμονοι εχθροί των Τούρκων. Η Αγία Έδρα ήταν το πνευματικό προπύργιο τής Χριστιανοσύνης. Οι Ιωαννίτες δικαιολογούσαν την ύπαρξή τους και τον πλούτο τους (στον βαθμό που ήσαν πλούσιοι) πολεμώντας τούς λεγόμενους απίστους. Τόσο η Αγία Έδρα όσο και οι Ιωαννίτες αισθάνονταν απειλούμενοι, και πράγματι ήσαν, από τις ετήσιες ναυτικές εκστρατείες των Τούρκων στη δυτική Μεσόγειο και από τις καταστροφικές τους επιθέσεις εναντίον των ακτών τής νότιας Ιταλίας και τής Σικελίας. Ο Φερδινάνδος μπορεί να βρισκόταν σε πόλεμο με τούς Τούρκους στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, ο Κάρολος Ε’ στη βόρεια Αφρική, τη Σικελία και τη νότια Ιταλία, αλλά οι Αψβούργοι ήσαν συνήθως έτοιμοι να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε λογική ειρήνη, την οποία θα αποδέχονταν οι Τούρκοι. Η υγεία τού Καρόλου χειροτέρευε. Το 1555-1556 θα έδινε στον γιο του και στον αδελφό του τα εκτεταμένα εδάφη και τούς πολλούς τίτλους που διατηρούσε για περίπου σαράντα χρόνια. Είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσει μεγάλο μέρος των πόρων του εναντίον των Γάλλων και των Λουθηρανών. Το παρελθόν ήταν δύσκολο. Το μέλλον ήταν αβέβαιο. Οι Ενετοί αισθάνονταν την ανάγκη ενίσχυσης τής άμυνάς τους.

Με επιστολή στις 18 Σεπτεμβρίου 1554 η Γερουσία αναφερόταν σε έκθεση την οποία είχε λάβει από τον πρεσβευτή της στην αυλή τού Φερδινάνδου πριν από περίπου έξι μήνες (στις 6 Μαρτίου) σχετικά με τον Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι «και την αξία και εμπειρία που έχει στο στρατιωτικό επάγγελμα» (et il valor et esperienza ch’ egli ha nella professione militare). Αν και υπήρχε οργή εναντίον του για τη δολοφονία τού Γεωργίου Μαρτινούτσι, η απαγόρευση είχε αρθεί και η φήμη τού Παλλαβιτσίνι ως στρατιώτη τον συνιστούσε στη Σινιορία. Η Βενετία ήθελε να τον προσλάβει. Ο πρέσβης λοιπόν πήρε εντολή να τον διερευνήσει με τη συνήθη φροντίδα και προσοχή, ως προς την προθυμία του να εισέλθει στην υπηρεσία τής Δημοκρατίας. Ο πρέσβης το έκανε και ο Παλλαβιτσίνι απάντησε, ότι αν και η ιδέα τού φαινόταν ελκυστική, θεωρούσε τη συγκεκριμένη στιγμή ακατάλληλη.174 Δεκαπέντε μήνες αργότερα η Γερουσία επανέλαβε την προσφορά (στις 12 Δεκεμβρίου 1555) και τελικά τον Οκτώβριο τού 1556 ο Παλλαβιτσίνι ενημέρωσε τον πρεσβευτή ότι ήταν πια έτοιμος να εισέλθει στην υπηρεσία τής Σινιορίας. Στις 13 Νοεμβρίου η Γερουσία δήλωσε τη συμφωνία της, με την προϋπόθεση αμοιβαία ικανοποιητικών όρων και ρώτησε τον πρέσβη για τούς όρους υπό τούς οποίους ο Παλλαβιτσίνι υπηρετούσε τον βασιλιά των Ρωμαίων.175

Ο Παλλαβιτσίνι είπε ότι έπαιρνε 3.000 σκούδα τον χρόνο από τον Φερδινάνδο σε καιρό ειρήνης και 4.800 σε καιρό πολέμου. Εισήλθαν στις διαπραγματεύσεις οι Ενετοί πολιτικοί διοικητές τής Βερόνα και έλαβαν οδηγίες να πουν στον απεσταλμένο τού Παλλαβιτσίνι, ότι η Βενετία, υποληπτόμενη την ανδρεία του και τη στρατιωτική του εμπειρία, θα τού κατέβαλλε 2.000 δουκάτα τον χρόνο, που ήταν 500 περισσότερα από εκείνα που έπαιρναν διοικητές τού πεζικού, που βρίσκονταν για κάποιο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία τής Δημοκρατίας.176 Περαιτέρω συνομιλίες οδήγησαν τη Γερουσία να ενημερώσει τούς πολιτικούς διοικητές, ότι αν ήταν αναγκαίο, μπορούσε να προσθέσει άλλα 500 δουκάτα στον μισθό τού Παλλαβιτσίνι, τα οποία, «με τα χρήματα για τον στάβλο του» (con le taxe per la sua stalla), θα ανέρχονταν σε περισσότερα από 2.800 δουκάτα τον χρόνο. Ο Παλλαβιτσίνι ήθελε το συμβόλαιό του (condotta) με τη Βενετία να παραμείνει μυστικό μέχρι τον Φεβρουάριο τού 1557 και η Γερουσία ήταν απόλυτα ικανοποιημένη αν η υπηρεσία του άρχιζε τον Μάρτιο. Στις 19 Δεκεμβρίου (1556) συμφωνήθηκαν οι όροι στη Βερόνα και στις 22 τού μηνός η Γερουσία συνεχάρη τούς πολιτικούς διοικητές για τη στρατολόγηση των προσόντων τού Παλλαβιτσίνι για λογαριασμό τής Δημοκρατίας.177 Στο εξής, για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ο Σφόρτσα Παλλαβιτσίνι θα βοηθούσε να γραφτεί ενετική ιστορία. Το όνομά του θα καταλάμβανε εξέχουσα θέση στα γεγονότα των μοιραίων ετών 1570-1571, τα οποία είδαν την απώλεια τής Κύπρου στους Τούρκους και την ήττα των τελευταίων στη Ναύπακτο.

Από τη Ρώμη στις 27 Μαρτίου (1555) ο Ρωμαίος πρωτονοτάριος Αγκοστίνο Κοτσιάνο έγραφε στον Τζιρολάμο Σεριπάντο, αρχιεπίσκοπο τού Σαλέρνο, για τον θάνατο τού Ιούλιου Γ΄ και για τούς υποψήφιους (papabili) που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να τον διαδεχτούν:

Έγραψα στην αιδεσιμότατη εξοχότητά σας με το τακτικό ταχυδρομείο, ότι οι γιατροί τού πάπα ήσαν απελπισμένοι για τη ζωή του. Αργότερα σάς έγραψα το Σάββατο [23 Μαρτίου], ότι είχε αναχωρήσει από αυτή τη ζωή εκείνη ακριβώς τη μέρα στις 2 μ.μ. [a hore 19]. Όσο για τα νέα σήμερα, που είναι Τετάρτη, μπορώ να σάς πω ότι οι επικήδειες εκδηλώσεις άρχισαν χτες. Θα διαρκέσουν εννέα μέρες και την ένατη οι καρδινάλιοι θα μπουν στο κογκλάβιο, εκτός αν συμβεί κάτι δυσάρεστο. Ο σεβασμιότατος αρχιμανδρίτης [Τζιανπιέτρο Καράφα] προχωρά δυναμικά. Δεν θέλει να καθυστερήσει η είσοδός τους [στο κογκλάβιο] και η εκλογή τού πάπα. Καταλαβαίνω ότι αρθρώνει βαριές επιπλήξεις εναντίον των παρανόμων συναντήσεων και κλικών και των μυστικών διαπραγματεύσεων, αναφερόμενος σαφώς στον Φερράρα [Ιππόλιτο ντ’ Έστε], ο οποίος εκστρατεύει θαρραλέα για τον εαυτό του, αλλά δεν ξέρω αν προσπαθεί με δωροδοκία. Νομίζω ότι θα κολλήσει….

Στο στοίχημα στις όχθες, ο σεβασμιότατος καρδινάλιος τής Σάντα Κρότσε [Μαρτσέλλο Τσερβίνι] βρίσκεται μπροστά από όλους. Τα στοιχήματα ξεκίνησαν από 25 προς 100 ότι θα προκύψει από αυτό το κογκλάβιο ως πάπας. Στη συνέχεια κατέβηκαν και τώρα είναι στο 15 τοις εκατό. Με όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας [άλλος] που να πιάνει αυτές τις πιθανότητες, επειδή δεν υπάρχει κανένας που να παίρνει περισσότερο από 12 τοις εκατό. Αλλά αυτό που συμβαίνει στις όχθες είναι πολύ δύσκολη επιχείρηση και είναι όλα για εμπόρους. Πάνε μαζί με ορισμένες πολύ έξυπνες υπεκφυγές, στις οποίες ποντάρουν με ασφάλεια. Δεν ξέρω καθόλου από αυτά, καθώς είναι θέμα με το οποίο δεν ασχολήθηκα ποτέ. Και πιστεύω ότι ούτε η σεβάσμια εξοχότητά σας ενδιαφέρεται να κατανοήσει τη δουλειά.

Κατά τη γνώμη μου οι κατάλληλοι υποψήφιοι για τον παπισμό [i papabili] είναι λίγοι. Οι φιλοδοξούντες [i papeggianti] είναι πολλοί. Ονομάζω υποψήφιους [papabili] εκείνα τα πρόσωπα που είναι λαμπρά και επιφανή για τις εσωτερικές τους αρετές, όπως οι Σάντα Κρότσε, Πολ και Μορόνε και φιλοδοξούντες [papeggianti] εκείνους που έχουν φιλοδοξίες, ενώ βλέπω ότι είναι λίγοι εκείνοι που δεν φιλοδοξούν, ο Νόμπιλι, ο Σιμοντσέλλο, ο Κορνάρο, ο Μόντε, ο Ουρμπίνο, ο Σερμονέτα, ο Ίμολα και ο Τσιτσάντα. Μάλιστα δεν ξέρω αν κάνω καλά βάζοντας τον Τσιτσάντα μεταξύ των μη-υποψηφίων. Πιστεύω ότι όλοι οι άλλοι είτε το σκέφτονται λίγο [τη θέση τού πάπα] ή πολύ. Θα μπορούσε κανείς να βάλει στην κατηγορία των μη-υποψηφίων μερικούς από τούς Γάλλους που δεν βρίσκονται εδώ [στη Ρώμη], αλλά πιστεύω πραγματικά ότι ο Τουρνόν, ο Μπουρμπόν, ο Μπελλαί και μερικοί άλλοι θα το σκεφτούν σοβαρά, αν υπάρξει χρόνος…178

Στις 24 Μαρτίου, παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων Ρωμαίων βαρώνων, ο Ασκάνιο ντέλλα Κόρνια, ο ανηψιός τού εκλιπόντος πάπα, ανακηρύχθηκε «θεματοφύλακας τής πόλης» (custos urbis) από τούς συγκεντρωμένους καρδινάλιους, οι οποίοι προσέλαβαν επίσης 2.000 πεζούς στρατιώτες για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια τής πόλης. Τα εννιάμερα τού πένθους άρχισαν στις 26 Μαρτίου αλλά προς αποτροπιασμό τού Μασσαρέλλι ούτε μια δεκάρα δεν δαπανήθηκε για την κηδεία τού Ιούλιου, αν και βρέθηκαν 33.000 δουκάτα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Τα εννιάμερα έπρεπε να τελειώσουν στις 3 Απριλίου, την ένατη μέρα, αλλά ήταν Κυριακή και δεν τηρήθηκαν, «από ευλάβεια για τη γιορτή» (ob reverentiam festi illius). Τελείωσαν λοιπόν στις 4 τού μηνός και οι καρδινάλιοι έπρεπε να μπουν στο κογκλάβιο. Όμως προέκυψε φιλονικία μεταξύ τους, γιατί η γαλλική παράταξη ισχυριζόταν ότι οι φιλο-αυτοκρατορικοί προσπαθούσαν να ενεργήσουν με υπερβολική βιασύνη, επειδή δεν ήθελαν να περιμένουν την άφιξη τουλάχιστον κάποιων Γάλλων ή γαλλόφιλων καρδινάλιων. Παρ’ όλα αυτά εισήλθαν στο κογκλάβιο στις 5 Απριλίου και υπήρχε περαιτέρω διαφωνία ως προς το αν έπρεπε να τηρήσουν τη βούλλα τού Ιούλιου «για τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου» (super reformatione conclaves). Μερικοί από τούς καρδιναλίους δήλωναν ότι η βούλλα δεν είχε δημοσιευθεί προσηκόντως, επειδή το κείμενο δεν είχε αναρτηθεί στο Κάμπο ντε Φιόρι και στις πύλες των βασιλικών στην πόλη.

Άλλοι ισχυρίζονταν αγανακτισμένοι ότι η βούλλα είχε όντως δημοσιευτεί, γιατί είχε διαβαστεί και εγκριθεί από όλους τούς καρδινάλιους σε εκκλησιαστικό συμβούλιο και είχε υπογραφεί από τον πάπα, καθώς και από όλους τούς καρδινάλιους «και τέλος σφραγιστεί με τη σφραγίδα» (et sigillo denique signata). Ζητήθηκε η γνώμη των ελεγκτών τού εκκλησιαστικού δικαστηρίου (Ρότα). Δήλωσαν ότι το θέμα ήταν πέρα από τις αρμοδιότητές τους. Ο επόμενος πάπας έπρεπε να διευθετήσει το ζήτημα. «Ως εκ τούτου το θέμα παρέμεινε άλυτο», λέει ο Μασσαρέλλι, «και έτσι αποφασίστηκε ότι η βούλλα δεν έπρεπε να τηρηθεί». Ο Μασσαρέλλι ήταν σχεδόν εξοργισμένος. Η βούλλα δεν είχε αναρτηθεί για να τη διαβάσουν οι άνθρωποι, αλλά τι δουλειά έχει ο λαός με τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου; Οι καρδινάλιοι ήσαν το αντικείμενο τής βούλλας, το περιεχόμενο τής οποίας το γνώριζαν πολύ καλά. Είχαν όλοι βάλει τις υπογραφές τους σε αυτό. Άραγε τι μπορούσε να είναι άκυρο στην ανανέωση ενός παλιού νόμου, που προσπαθούσε να παραμερίσει τις καταχρήσεις, τις απάτες, τις συνωμοσίες, τις μηχανορραφίες, τις ατιμίες, τη φιλαργυρία και τη σιμωνία, που είχαν διαταράξει και υποβαθμίσει τις παπικές εκλογές για χρόνια; «Αυτά είναι όλα που υπάρχουν μέσα στη βούλλα για τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου» (Quae omnia in ipsa bulla reformationis conclavis confinentur).179

Υπήρχαν πενηνταεπτά μέλη τού Ιερού Κολλέγιου κατά τον χρόνο τού θανάτου τού Ιούλιου. Τριάντα από αυτούς βρίσκονταν στη Ρώμη. Επτά από αυτούς, όλοι Ιταλοί, έφτασαν στην πόλη πριν αρχίσει το κογκλάβιο: οι Τιμπέριο Κρίσπι, Τζάκοπο Σαβέλλι, Μαρτσέλλο Τσερβίνι, Ρανούτσιο Φαρνέζε, Έρκολε Γκονζάγκα, Κριστόφορο Μαντρούτσο και Φραντσέσκο Πιζάνι. Ο Κρίσπι είχε σπεύσει από τη Μπολσένα, ο Τσερβίνι από το Γκούμπιο, ο Γκονζάγκα από τη Μάντουα, ο Μαντρούτσο από το Τρεντ και ο Πιζάνι από τη Βενετία. Ίσως ο Μαντρούτσο δεν έπρεπε να αποκαλείται Ιταλός. Ήταν δίγλωσσος και μερικές φορές αναφέρεται στον εαυτό τού ως Γερμανό. Και ήταν σίγουρα πιστός φιλο-αυτοκρατορικός. Δέκα ή δώδεκα Γάλλοι καρδινάλιοι δεν διέθεταν τρόπο για να φτάσουν έγκαιρα στο κογκλάβιο και να πάρουν μέρος στις επερχόμενες εκλογές. Ο Μασσαρέλλι μάς εφοδιάζει με τα ονόματα των τριανταεπτά «καρδιναλίων που εισήλθαν για τη δημιουργία τού Μαρκέλλου Β’» (cardinales intrantes pro creatione Marcelli II), καθώς και των είκοσι που ήσαν «απόντες από την πόλη» (absentes ab Urbe). Έχουμε λεπτομερή περιγραφή τoυ κογκλάβιου από την πέννα τού ιστορικού τής εποχής Ονόφριο Πανβίνιο, ο οποίος μάς πληροφορεί ότι η πρώτη επιλογή τού Ερρίκου Β’ για το αξίωμα τού πάπα ήταν ο πλούσιος καρδινάλιος Ιππόλιτο ντ’ Έστε, αδελφός τού δούκα Έρκολε Β’ τής Φερράρας, καθώς και ότι ηγέτες τής φιλο-αυτοκρατορικής παράταξης ήσαν ο παπικός ταμίας (καμερλένγκο) Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα τής Σάντα Φιόρα και ο καρδινάλιος Μαντρούτσο.180

Επρόκειτο να είναι σύντομο κογκλάβιο, πιο ομαλό από εκείνο τού 1549-1550, γιατί δεν επιτράπηκε η είσοδος παρείσακτων στις κλειδωμένες αίθουσες. Σύμφωνα με τον Πανβίνιο, εκτός από τον Ζαν ντυ Μπελλαί και τον Ζωρζ ντ’ Αρμανιάκ, οι Πιζάνι, Σερμονέτα, Καποντιφέρρο, ντέλλα Ρόβερε και οι περισσότεροι από εκείνους που είχαν γίνει καρδινάλιοι από τον Ιούλιο ήσαν υπέρ τής εκλογής τού γαλλόφιλου Ιππόλιτο ντ’ Έστε, τού οποίου ο αδελφός Έρκολε είχε κερδίσει για λογαριασμό του και την ψήφο τού φερόμενου ως φιλο-αυτοκρατορικού Γκονζάγκα. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν, ότι ίσως ακόμη και ο Μαντρούτσο αμφιταλαντευόταν στην υποταγή του στα φιλο-αυτοκρατορικά συμφέροντα. Ο κύριος ανταγωνιστής τού ντ’ Έστε ήταν ο λιτός Μαρτσέλλο Τσερβίνι. Παρά το γεγονός ότι στο Τρεντ ο Μαντρούτσο σίγουρα τα είχε πάει καλύτερα με τον Τσερβίνι απ’ όσο με τον ντελ Μόντε, όμως τον αντιπαθούσε και θα προτιμούσε πολύ να έβλεπε έναν ισχυρό φιλο-αυτοκρατορικό να αντιπαρατίθεται στον ντ’ Έστε. Όμως η επιλογή φαινόταν σαφώς να βρίσκεται μεταξύ Τσερβίνι και ντ’ Έστε.

Η επιθυμία για μεταρρύθμιση στην Εκκλησία είχε αυξηθεί εντυπωσιακά μέσα σε πέντε χρόνια. Ο Τζιανπιέτρο Καράφα, αρχιμανδρίτης τού Ιερού Κολλέγιου, ήταν φλογερός μεταρρυθμιστής. Τέτοιος ήταν και ο Τσερβίνι. Ο Καράφα ήταν επίσης αντι-αυτοκρατορικός, αλλά δεν μπορούσε να αντέξει στη σκέψη τού κοσμικού ντ’ Έστε ως πάπα. Τραχειά προσωπικότητα, ο Καράφα ήταν ο ίδιος υποψήφιος για την τιάρα, αλλά ήταν πολύ λιγότερο ελκυστικός για τούς μεταρρυθμιστές, τούς ουδέτερους καρδινάλιους και τούς αντι-Γάλλους απ’ όσο ο Τσερβίνι, ο οποίος κατά συνέπεια τον είχε ξεπεράσει στον ανταγωνισμό.

Όπως λέει ο Πανβίνιο, οι φιλο-αυτοκρατορικοί, οι ουδέτεροι και οι αντι-Φερραρέζοι είχαν πολλούς υποψηφίους, ιδιαίτερα τούς Καράφα, Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, Τζιοβάννι Μορόνε, Τσερβίνι και Πιέτρο Μπερτάνο. Ήσαν αναγκασμένοι να έχουν τόσο πολλούς «για όσο διάστημα καθένας θεωρούσε τον εαυτό του ως τον πιο άξιο [υποψήφιο] για το αξίωμα τού ανώτατου ποντίφηκα». Ο Ρανούτσιο Φαρνέζε είχε προτείνει το όνομα τού Τσερβίνι, φοβούμενος ότι ο Φερράρα (ο αντίπαλος τού Αλεσσάντρο, τού απουσιάζοντος αδελφού του) θα αποκτούσε την απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων (εικοσιέξι ψήφους). Ο Φερράρα μάλιστα είχε αποκτήσει την υποστήριξη τόσο πολλών ψήφων, που αν επιτρέπονταν «προσχωρήσεις» μετά την πρώτη ψηφοφορία, σχεδόν σίγουρα θα εκλεγόταν πάπας. Όμως μια εκλογική παράδοση επέτρεπε «προσχωρήσεις» μόνο μετά τη δεύτερη ψηφοφορία. Μαζί με τον Τζάκοπο Σαβέλλι, ο Ρανούτσιο ενωνόταν τώρα με τον εξάδελφό του Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα και τούς φιλο-αυτοκρατορικούς, με την ελπίδα ότι αυτοί, καθώς και οι ουδέτεροι και οι «απρόθυμοι να στηρίξουν τον Φερράρα» (Ferrariensi abhorrentes) θα συσπειρώνονταν όλοι πίσω από τον Τσερβίνι. Οι Γκουίντο Ασκάνιο και Ρανούτσιο πλησίασαν τον Έρκολε Γκονζάγκα, «ο οποίος είπε ότι δεν θα παραβίαζε την πίστη του με τον δούκα τής Φερράρας, στον οποίο είχε δώσει την υπόσχεση ότι θα ψηφίσει τον αδελφό του». Ο Μαντρούτσο «φαινόταν να χωλαίνει» (titubare videbatur) όταν ρωτήθηκε για την υποστήριξη τού Τσερβίνι. Πολλοί από τούς καρδιναλίους που είχαν συμμετάσχει στη Σύνοδο τού Τρεντ δεν ένιωθαν αγάπη ο ένας για τον άλλο. Είχαν ζήσει πολύ κοντά μεταξύ τους, για πάρα πολύ καιρό, μέσα σε πολιτικές και δογματικές διαφωνίες. Η πρώτη ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε στις 9 Απριλίου (V Idus Aprilis). Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν διαβάστηκαν οι δηλώσεις ψήφου (syngraphis lectis) ο Φερράρα δεν είχε φτάσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων:

Αμέσως ο αρχιμανδρίτης [Καράφα] είπε, στρεφόμενος προς τούς πατέρες: «Σε συμφωνία με το παλιό έθιμο, προσχωρήσεις δεν πρέπει να γίνουν στην πρώτη ψηφοφορία». Δεδομένου ότι κανένας δεν τολμούσε να διαφωνήσει μαζί του, ο Φερράρα ηττήθηκε όσον αφορά την πρώτη μέρα. Η συνέλευση [των καρδιναλίων] διαλύθηκε.

Η πρώτη ψηφοφορία παρακίνησε τούς αντι-Φερράρα καρδινάλιους σε ανανεωμένη δράση. Το πρώτο ψηφοδέλτιο που είχε βγει από το δοχείο ήταν τού Έρκολε Γκονζάγκα. Ο Έρκολε, αδελφός τού Φερράντε, κάποτε βασικού φιλο-αυτοκρατορικού (αλλά τώρα σε δυσμένεια στην αυτοκρατορική αυλή),181 δεν είχε δυσκολευτεί να ψηφίσει τον Γάλλο υποψήφιο (και τον Πιέτρο Μπερτάνο). Βέβαια είχε πει ότι θα το έκανε, αλλά πολλά μέλη τού κογκλάβιου είχαν αμφιβολίες, λόγω των προηγούμενων πολιτικών διαφορών του με τον Φερράρα. Επίσης, παρά τις εκλογές τού Λέοντα Ι’ και τού Κλήμεντα Η’, οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί σε εποχές πρόσφατης μνήμης, πολλοί καρδινάλιοι, ιδιαίτερα οι φιλο-αυτοκρατορικοί, αμφισβητούσαν τη σκοπιμότητα τής ανύψωσης στον παπισμό απογόνων κάποιων από τις μεγάλες, αρχοντικές οικογένειες τής Ιταλίας. Ο Κάρολος Ε’ δεν ήθελε ισχυρό πάπα. Το γεγονός ότι ο Γκονζάγκα είχε πράγματι ψηφίσει τον Φερράρα στην πρώτη ψηφοφορία προκαλούσε φόβο στον Γκουίντο Ασκάνιο και στον Ρανούτσιο, γιατί αφού διάφοροι καρδινάλιοι έκαναν τις αναμενόμενες χειρονομίες ευγένειας ψηφίζοντας φίλους τους, θα μπορούσαν να αλλάξουν την ψήφο τους «προσχωρώντας» στον Φερράρα.

Οι Γκουίντο Ασκάνιο, Ρανούτσιο και Τζάκοπο Σαβέλλι ξεκινούσαν τώρα δυναμική εκστρατεία ψηφοθηρίας και σύντομα κέρδιζαν για λογαριασμό τού Τσερβίνι (λέει ο Πανβίνιο) την υποστήριξη των Ροντόλφο Πίο τού Κάρπι, Χουάν Αλβάρεζ ντε Τολέδο, Μιγκέλ ντε Σίλβα τού Βιζέου, Μπαρτολομέ ντε λα Κουέβα, Τζιαννάντζελο ντε Μέντιτσι (αργότερα Πίου Δ’), Τιμπέριο Κρίσπι και Φούλβιο ντέλλα Κόρνια, αδελφού τού Ασκάνιο και ανηψιού τού εκλιπόντος πάπα. Ο Τζιανπιέτρο Καράφα, ο οποίος είχε δικές του φιλοδοξίες, ήταν απογοητευμένος (id admodum aegre ferente Teatino), αλλά σύντομα ενώθηκε με τούς αντι-Φερραρέζους καρδιναλίους, που τώρα στρατολογούσαν για λογαριασμό τού Τσερβίνι την υπόσχεση ψήφου άλλων δεκατριών μελών τού κογκλάβιου, των Φεντερίκο ντε Τσέζι, Τζιρολάμο Βεράλλο, Τζιαν Μικέλε ντε Σαρακένι, Τζιοβάννι Ρίτσι, Τζιανναντρέα Μερκούριο, Τζάκοπο Πουτέο, Φάμπιο Μινιανέλλι, Τζιοβάννι Πότζιο, Τζιανμπαττίστα Τσιτσάντα, Τζιρολάμο Νταντίνο, Φραντσέσκο Πιζάνι, Αλβίζε Κορνέρ και Ρομπέρτο ντε Νόμπιλι, ανηψιού επίσης τού εκλιπόντος πάπα. Ο Τσερβίνι ήταν έτσι βέβαιος για εικοσιτέσσερις ψήφους. Χρειαζόταν μόνο εικοσιέξι.

Ο ντε λα Κουέρβα κάλεσε τον Κριστόφορο Μαντρούτσο να ενταχθεί στις αυξανόμενες τάξεις των Τσερβινιάνι. Ο Μαντρούτσο, ενθυμούμενος την εχθρότητα που είχε γεννηθεί από παλαιά σύγκρουση στο Τρεντ (veteris cuiusdam in concilio Tridentino simultatis memor), αρχικά δεν είχε διάθεση να το κάνει. Είχε υποσχεθεί την ψήφο τού στον Φερράρα, ο οποίος (όπως φαινόταν τώρα) δεν είχε πια πιθανότητες. Αφήνοντας λοιπόν τα περασμένα ξεχασμένα, ο Μαντρούτσο συμφώνησε να ευθυγραμμιστεί με τούς Φαρνεζιάνι και τούς Ιουλιανούς καρδινάλιους. Μάλιστα συνόδευσε τον Γκουίντο Ασκάνιο στο κελί τού Τσερβίνι, για να τον οδηγήσουν στην Καπέλλα Παολίνα, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται οι υποστηρικτές τού Τσερβίνι, όπως το θέτει ο Πανβίνιο, «για να τον χαιρετήσουν ως ποντίφηκα εκείνη ακριβώς τη μέρα».

Οι υποστηρικτές τού Φερράρα άργησαν πολύ να καταλάβουν τι συνέβαινε. Ο Φερράρα, σχεδόν βέβαιος για τη νίκη λίγες μόνο ώρες πριν, προσπαθούσε τώρα μάταια να αντιστρέψει την παλίρροια. Δεκατρείς αντίθετες ψήφοι θα πετύχαιναν τον «αποκλεισμό» τού Τσερβίνι και ο Φερράρα θα μπορούσε να στηριχθεί στους ντυ Μπελλαί, Αρμανιάκ, Γκονζάγκα, Μπερτάνο, Σερμονέτα, Καποντιφέρρο, ντέλλα Ρόβερε και Ιννοτσέντσο ντελ Μόντε. Φαίνεται ότι ο Βεράλλο είχε κερδηθεί από την πλευρά Φερράρα στο κελί τού ντυ Μπελλαί. Λέγεται ότι ο Καποντιφέρρο είχε προσθέσει τούς Κριστόφορο ντελ Μόντε και Τζιρολάμο ντε Σιμοντσέλλι. Ενώ ο Ρανούτσιο Φαρνέζε προσπαθούσε να ξανακερδίσει την ψήφο τού Βεράλλο και ο Φούλβιο ντέλλα Κόρνια προσπαθούσε να πείσει τον θείο του Κριστόφορο ντελ Μόντε και τον εξάδελφό του Σιμοντσέλλι να περάσουν στο στρατόπεδο τού Τσερβίνι, οι υπόλοιποι καρδινάλιοι είχαν συγκεντρωθεί στην Καπέλλα Παολίνα. Ήσαν αρκετοί για να εκλέξουν τον Τσερβίνι, ο οποίος εισερχόταν τώρα στην Παολίνα με τούς Γκουίντο Ασκάνιο και Μαντρούτσο. Οι φιλο-Τσερβίνι καρδινάλιοι περίμεναν μόνο την επιστροφή των Ρανούτσιο Φαρνέζε και Φούλβιο ντέλλα Κόρνια πριν προχωρήσουν στην εκλογή. Οι Ρανούτσιο και Φούλβιο, «οι οποίοι προσπαθούσαν να αποσπάσουν τρεις καρδινάλιους από την κλίκα τού Φερράρα», έσπευσαν στο παρεκκλήσι όταν άκουσαν ότι η συγκέντρωση επρόκειτο να ανακηρύξει τον Τσερβίνι πάπα χωρίς αυτούς. Ακολούθησαν οι φιλο-Φερραρέζοι καρδινάλιοι, «που δεν μπορούσαν να σταματήσουν τώρα» (qui id prohibere iam non poterant).

Όταν κάθισαν όλοι οι καρδινάλιοι, ο Τσερβίνι «από αξέχαστο λάθος, αφού δεν είχε ακόμη εκλεγεί και ήταν μόνο καρδινάλιος πριν ξεκινήσει η ψηφοφορία», ανέβηκε στην εξέδρα για να καταλάβει τον παπικό θρόνο. Τον προειδοποίησαν ότι αυτό δεν ήταν σωστό και έτσι απομακρύνθηκε, οπότε ανακηρύχθηκε πάπας δια βοής (omnium suffragiis). Χτύπησε η μπρούτζινη καμπάνα στο παρεκκλήσι. Με λυγισμένα γόνατα ο Τσερβίνι απήγγειλε μόνος του το Άβε Μαρία, ύστερα από το οποίο είπε, «Αποδεχόμαστε» και «ταυτόχρονα ανακηρύχθηκε από όλους ανώτατος ποντίφηκας» (statimque ab omnibus summus pontifex renunciatus est). Ήταν 7 μ.μ. Την επόμενη μέρα, στις 10 Απριλίου, πραγματοποιήθηκε επίσημη ψηφοφορία την αυγή, διαβάστηκαν οι δηλώσεις ψήφου και ο Τσερβίνι φόρεσε τα αρχιερατικά άμφια. Πήρε το όνομα Μάρκελλος Β’. Όλοι οι καρδινάλιοι τού έδωσαν το φιλί τής ειρήνης και τής υπακοής. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στον ναό τού Αγίου Πέτρου, όπου παρέλαβε τα «διακριτικά τής στέψης». Ο Πανβίνιο ήταν ο ίδιος παρών στην εκκλησία, ενδιαφερόμενος μάρτυρας και αυτός που τα περιέγραψε όλα.182

Στις 9 Απριλίου, ενώ οι καρδινάλιοι ήσαν κλειδωμένοι στο κογκλάβιο, ο τελετάρχης Φιρμάνους άκουσε ότι «σύγχρονοι προφήτες» (prophetae moderni) προέβλεπαν την εκλογή τού Τσερβίνι, «που θα ζήσει για μικρό μόνο διάστημα και θα υπάρξει γρήγορη επιστροφή στο κογκλάβιο». Ο Τσερβίνι είχε επισπεύσει τη στέψη του, εξαλείφοντας την τελετή και τον εορτασμό, γιατί ερχόταν το Πάσχα στις 14 Απριλίου και δεν ήθελε να παρέμβει στην τήρηση τής Μεγάλης Εβδομάδας, στην οποία συμμετείχε πέρα από τις εξασθενούσες δυνάμεις του.183 Αρρωστιάρης ως παιδί, ο Τσερβίνι είχε κακή υγεία στο μεγαλύτερο μέρος τής ζωής του. Είχε πάντοτε εργαστεί σκληρά, πολύ σκληρά. Είχε αναλάβει μεγάλο μέρος τού προεδρικού φορτίου στη διάρκεια ολόκληρης τής πρώτης περιόδου τής συνόδου τού Τρεντ. Όπως λέει ο Μασσαρέλλι, και όπως γνώριζαν όλοι, εγκάρδια επιθυμία τού Τσερβίνι ήταν να ξεριζώσει ως πάπας τα κακά που είχαν αναπτυχθεί μέσα στην Εκκλησία και να την επαναφέρει στην προηγούμενη αίγλη και καθαρότητά της (… ut abusus in ecclesia Dei subortos evelleret ipsamque ecclesiam ab omni contagione morum purgaret atque in pristinum candorem et pietatem restitueret).

Ο Μασσαρέλλι αναφέρει ότι την Μεγάλη Πέμπτη 11 Απριλίου,

η οποία ήταν η πρώτη μέρα μετά την άνοδό του στο αρχιερατικό αξίωμα, [ο Μάρκελλος Β’] κάλεσε εμένα, τον Άντζελο Μασσαρέλλι…. ο οποίος είχα εργαστεί πολύ και σκληρά σε αυτό ακριβώς το θέμα τής μεταρρύθμισης υπό τον ιεράς μνήμης Ιούλιο Γ’ και είχα κρατήσει στην κατοχή μου όλα τα χαρτιά τού [εκλιπόντος] ποντίφηκα σχετικά με τη μεταρρύθμιση. [Ο Μάρκελλος] μού έδωσε εντολή να επαναλάβω τις εργασίες επί των σχετικών με τη μεταρρύθμιση εγγράφων και ιδιαίτερα τής βούλλας που είχε ετοιμάσει για δημοσίευση ο ίδιος ο Ιούλιος Γ’, σχετικά με τη μεταρρύθμιση τού κογκλάβιου….

Ο Μασσαρέλλι πήρε εντολή να δώσει στον καρδινάλιο Τζάκοπο Πουτέο για μελέτη αντίγραφο τής βούλλας, που είχε γίνει το μήλο τής έριδος κατά την έναρξη τού κογκλάβιου. Ο Μάρκελλος ήθελε να «ελέγξει, εξετάσει, συζητήσει και σταθμίσει» κάθε λεπτομέρεια τού κειμένου πριν επικυρώσει τη βούλλα και εγκρίνει τη δημοσίευσή της. Ο Πουτέο υποσχέθηκε να βοηθήσει στον μέγιστον βαθμό των ικανοτήτων του. Τη Μεγάλη Παρασκευή 12 Απριλίου ο Μάρκελλος εξέφρασε δυσαρέσκεια με τούς ψάλτες τής παπικής χορωδίας, των οποίων οι επιδόσεις δεν είχαν την ευλάβεια που απαιτούσε η περίσταση. Ήθελε επίσης τα λόγια τους να κατανοούνται και να ακούγονται (audiri atque percipi). Μια μεταρρύθμιση τής χορωδίας θα ακολουθούσε εκείνη τού κογκλάβιου. Ο Μάρκελλος ήταν ακούραστος στην αφοσίωσή του και στην άσκηση των καθηκόντων του. Στις 20 Απριλίου είχε πια αρρωστήσει «από τη συνεχή… και έντονη εργασία» (ob continuos… et maximos labores) και είχε πέσει στο κρεβάτι με τη συνήθη πάθηση τής εποχής, «πυρετό και καταρροή».

Όμως μικρή κάμψη υπήρξε στις δραστηριότητες τού πάπα Μαρκέλλου. Ο Γκουϊντομπάλντο Β’ ντέλλα Ρόβερε, ο δούκας τού Ουρμπίνο, έφτασε στη Ρώμη την Τρίτη 23 Απριλίου για να παρουσιαστεί στον πάπα ως «υποτελής τής Εκκλησίας» (vassallus ecclesiae) και να υποβάλει τη συνήθη υπακοή. Εισήλθε στην πόλη αθόρυβα, ακόμη και κρυφά, για να αποφύγει την πομπή και την τελετή, λόγω τής ασθένειας τού πάπα. Όμως την Κυριακή, στις 28 τού μηνός, ήρθε στη Ρώμη ο Έρκολε Β’ ντ’ Έστε, δούκας τής Φερράρας, «για να υποβάλει υπακοή στον ανώτατο ποντίφηκα ως υποτελής τής Εκκλησίας» (ut summo pontifici uti feudatarius et vassallus ecclesiae obedientiam praestet). Τον συνάντησαν τα επίσημα νοικοκυριά τού πάπα και των καρδιναλίων πριν μπει στην πόλη από την Πόρτα Φλαμίνια. Ο Έρκολε εγκαταστάθηκε με τον αδελφό του, τον καρδινάλιο Ιππόλιτο, στο παλάτι τού τελευταίου στο Μόντε Τζιορντάνο. Την ίδια μέρα έφτασαν επίσης στην πόλη πέντε καρδινάλιοι, οι Μορόνε και φον Τρούκσες από το Άουγκσμπουργκ, ο Ντουράντι από το Μπρίξεν και οι Αλεσσάντρο Φαρνέζε και Λουί ντε Γκυζ από τη Γαλλία. Ο Φαρνέζε, πιστός υπερασπιστής τού βασιλιά τής Γαλλίας, ήταν λεγάτος στην παπική πόλη τής Αβινιόν. Ο Λουί ντε Γκυζ ήταν κογκλαβιστής τού αδελφού του Σαρλ κατά τον χρόνο τής εκλογής τού Ιούλιου Γ’ και αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψή του στη Ρώμη από την εποχή τής δικής του προαγωγής ως καρδινάλιου. Ο Μάρκελλος υποδέχθηκε τούς δύο δούκες την επόμενη μέρα (29 Απριλίου) και στη συνέχεια τούς Φαρνέζε, Γκυζ και Γκουίντο Ασκάνιο Σφόρτσα, που είχαν παίξει μεγάλο ρόλο στην εκλογή του. Ήσαν πάρα πολλά, αλλά ο Μάρκελλος ετοιμαζόταν επίσης να μεταρρυθμίσει το Σωφρονιστικό και έδωσε εντολή στον Μασσαρέλλι να συγκεντρώσει τα σχετικά έγγραφα. Ο Μασσαρέλλι τα είχε πρόσφατα συζητήσει με τον πάπα, αλλά τα αξιέπαινα σχέδια τού τελευταίου για μεταρρύθμιση προορίζονταν τώρα να μην εκπληρωθούν.

Στις 9 π.μ. (hora 13) την Τρίτη 30 Απριλίου, σύμφωνα με τον παπικό γραμματέα και χρονικογράφο Μασσαρέλλι, ο Μάρκελλος Β’ έπεσε σε αφασία (in apoplexiam incidit). Είχε φάει λίγο, αλλά δεν φαινόταν να είναι άσχημα, όταν είχε πέσει σε βαθύ ύπνο. Συνήθιζε έναν υπνάκο μιας ώρας «μετά το γεύμα» (post prandium), αλλά αυτή τη φορά φαινόταν να κοιμάται αδικαιολόγητα πολύ. Οι θαλαμηπόλοι προσπάθησαν να τον ξυπνήσουν, στην αρχή απαλά και στη συνέχεια με κάθε παράξενο τρόπο που μπορούσαν να σκεφτούν. Βρισκόταν σε κώμα όλη τη μέρα, αν και λέγεται ότι είχε ανακτήσει την ομιλία του για μια στιγμή. Πέθανε περίπου στις 3:30 π.μ. (hora circiter 7 cum dimidia) την 1η Μαΐου, στο ίδιο δωμάτιο στο Ανάκτορο τού Βατικανού και στο ίδιο κρεβάτι, στο οποίο είχε πεθάνει ο Ιούλιος Γ’ πριν από έξι βδομάδες. Είχε καταλάβει τον παπικό θρόνο για εικοσιμία μέρες, διάστημα κατά το οποίο ήταν καλά για δέκα μέρες και άρρωστος για έντεκα. Ο Μασσαρέλλι θυμόταν με θλίψη τις σύντομες παπικές θητείες τού Σελεστίνου Δ’ (το 1241) και τού Πίου Γ’ (το 1503). «Δυστυχισμένος ποντίφηκας, μόλις άγγιξε την παπική θητεία …, δυστυχισμένοι όλοι οι χριστιανοί …, δυστυχισμένη εποχή, που τον πάστορα όχι μόνο δεν αφήνει να απολαύσουν, αλλά ούτε καν να δουν!» (Infelix pontifex, qui vix pontificatum tetigit…, infelices omnes Christiani…, infelix saeculum, cui tanto pastore nedum frui, sed ne ipsum videre quidem licuit!)». Τέτοιος ήταν ο θρήνος τού Μασσαρέλλι. Το σώμα τού Μαρκέλλου Β’ εκτέθηκε σε δημόσια προβολή στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου για δύο μέρες και στη συνέχεια θάφτηκε κοντά στον τάφο τού Παύλου Β’.184 Σήμερα φαίνεται ότι τον θυμούνται κυρίως για τη «Λειτουργία τού πάπα Μαρκέλλου» (Missa Papae Marcelli) τού Παλεστρίνα, η οποία με την σοβαρή, πολυφωνική ομορφιά της ανέβασε την εκκλησιαστική μουσική σε τέτοιο ύψος —και αξιοπρέπεια— την οποία θα είχε σίγουρα αποδεχτεί ακόμη και ο λιτός ποντίφηκας.185

15. Η παπική θητεία τού Παύλου Δ’ μέχρι το ξέσπασμα τού πολέμου με την Ισπανία (1555-1558)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top